Η ιστορία του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος,η λειτουργική του χρήση και τα χαρακτηριστικά του.

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.

 

Ο Ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα (Μ.Π.Κ)

Ο ποιητής του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος είναι ο Θεόδωρος Β´ Δούκας Λάσκαρις, βασιλιάς της αυτοκρατορίας της Νικαίας, που ιδρύθηκε μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, σαν αντίσταση στη Φραγκοκρατία που επεβλήθηκε απὸ την Δ´ Σταυροφορία κατὰ τα έτη 1204 – 1261.

Ο χρόνος άρα κατά τον οποίο γράφτηκε ο Μέγας Παρακλητικὸς Κανόνας είναι ο ΙΓ´ μ.Χ. αιώνας και συγκεκριμένα το διάστημα των ετών 1204 – 1258 μ.Χ.κατά το οποίο έζησε ο ποιητής του Θεόδωρος Β´ Λάσκαρις.

 

Ο Επιληπτικός Αυτοκράτορας

Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ήταν γιος του Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη, και εγγονός του Θεοδώρου Α΄Λάσκαρη δημιουργού του κράτους της Νικαίας. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή αυτοκρατορία και το ίδιο δυνατή την παρέδωσε στους διαδόχους του.

Ήταν πολύ μορφωμένος και είχε πλούσια φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση. Δάσκαλοί του ήσαν οι Νικήφόρος Βλεμμύδης και Θεόδωρος Ακροπολίτης.

Όταν πάντρεψε την κόρη του με τον Νικηφόρο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ και της Θεοδώρας, του παραχωρήθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια.

Πάσχοντας από επιληψία βαριάς μορφής αδυνατούσε να ασκεί τακτικά τα καθήκοντά του και με το πέρασμα του χρόνου η επιδείνωση της υγείας του, του προκαλούσε έντονες εμμονές, στρέφοντας πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους εναντίον του. Ειδικότερα η συναισθηματική του αστάθεια εκφράζεται κυρίως «σαν κατάθλιψη ή σαν διάχυση του συναισθήματος».

Σε μια από το πλήθος των επιστολών του ιδιαίτερα αποκαλυπτικών του εσώτερου ψυχισμού του γράφει: «Ίδης τον παντάπασιν χαροπόν, κατηφή, δεινόν, συννοίας μεστόν και παντοίως τη λύπη τρωθέντα και τιτρωσκόμενον. Οίμοι τι εν εμοί γέγονεν! Ουδέν άλλο είποιμι ή ότι πάντως κάθαρσις ψυχική και ταπείνωσις σαρκική ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον» (J.B.Papadopoulos)

Κάποτε στο δρόμο της Ιστορίας συναντήθηκε με το πρόσωπο της Θεοδώρας, της Βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου και σημερινής Αγίας και πολιούχου της Άρτας.

Η κόρη του Μαρία παντρεύτηκε τον Νικηφόρο, τον πρωτότοκο γυιό του Μιχαήλ και της Θεοδώρας. Ο χαρακτήρας της Θεοδώρας, που είχε αποκτήσει «υπομονή αγίας και συνείδηση ειρηνοποιού» (D.M.Nicol), αλλά και η Θεοτοκοφιλία της ήταν παραδειγματική και καταλυτική γι αυτόν. Και στις δύσκολες ώρες του συλλογικού βίου και του ατομικού πόνου έμαθε από τη Θεοδώρα, (που οι περιπέτειες της ζωής της έκαναν να κυλήσουν από τα μάτια της «θρόμβοι δακρύων» και να στραφεί προσευχητικά πολλές φορές προς το πρόσωπο της Θεοτόκου) να στρέφει τα βλέμματα στην μορφή της Γιάτρισσας Παναγίας και να απευθύνει σε Αυτή κατανυκτικές επικλήσεις, που εκφράζουν ένα έντονο ψυχικό άλγος.

Αποτέλεσμα αυτών των διαρκών προσευχητικών επικλήσεων του Θεοδώρου προς τη Θεοτόκο είναι και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας που ο ίδιος συνέθεσε.

Καθώς η υγεία του χειροτέρευε, o Θεόδωρος παραιτήθηκε από το θρόνο της Νικαίας και αποσύρθηκε στη Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και έγινε μοναχός λίγο πριν το θάνατό του. Άφησε την τελευταία του πνοή τον Αύγουστο του 1258 πριν ή κατά τη διάρκεια του μεθεόρτου οκταημέρου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σε κάποια ύφεση της ασθενείας του που διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός που αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.

 

Η Λειτουργική χρήση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα.

Ο Κανόνας γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σε ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των γύρω Μονών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ο Κανόνας χρησιμοποιείται ήδη με τη σημερινή του μορφή ως Μεγάλη Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.

Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις τελούνταν καθημερινά προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως του Θεοδώρου, αλλά, αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι η ακολουθία της Μεγάλης Παρακλήσεως ψάλλονταν καθημερινά μέχρι την ώρα του θανάτου του. Είναι επίσης εύλογο να δεχθούμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στη μνήμη του Θεοδώρου και έγινε συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο σε μνήμη του ποιητή της.

Λίγο πριν από το θάνατό του ζήτησε να εξομολογηθεί. Έπεσε στα πόδια του εξομολογητή και «δακρύων απλέτοις ρεύμασι την γην εν η κατέκειτο έπλυνεν, ώστε και πηλόν γεγενήσθαι εκ τούτων …το «εγκατέλιπόν σε Χριστέ» συνεχώς επεφώνει» (Γ.Ακροπολίτης)

Η ίδια αυτή κραυγή ενός έντονου ψυχικού άλγους ξεπηδά και μέσα από τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, που σήμερα αντηχεί στους ναούς στα δειλινά του ελληνικού Δεκαπενταύγουστου συγκινώντας τους πιστούς με τους έξοχους στίχους του γεμάτους από βαθιά εσωτερική οδύνη και συντριβή.

«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν και συμφορών νέφη την εμήν καλύπτουσι καρδίαν»

«Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ην έχω»

Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων του 1204.  Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως σαν θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου.

Ο Αυτοκράτορας για να τιμήσει το θαύμα και τη Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις του Δεκαπενταύγουστου.

Μεταξύ τΗς 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γίνονταν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανών του Θεοδώρου Λασκάρεως.

Αλλά η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ βρέθηκε μπροστά στο εξής δίλλημα.

Οι δύο βασιλικές δυναστείες του Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου βρίσκονταν σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιό του Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες ποΥ θύμιζαν τη δυναστεία του Θεοδώρου.

Η λύση βρέθηκε με τη χρήση του παλιότερου Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του μοναχού Θεοστήρικτου.

Ο Μεγάλος Παρακλητικός κανόνας παρέμεινε σε χρήση μόνο κατά τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με τη μνήμη του Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διαδόθηκε εξίσου ευρέως και χρησιμοποιείται πλέον καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου («εις πάσαν περίστασιν»).

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθηκε η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το Δεκαπενταύγουστο. Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του Μιχαήλ και αφού ξεχάστηκαν οι διαφορές των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το Δεκαπενταύγουστο σαν εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.

ΟΙ δύο Παρακλητικοί Κανόνες, Μικρός και Μεγάλος, παρέμειναν άγνωστοι στους Ρώσους Ορθοδόξους που παρέλαβαν τα ελληνικά λειτουργικά κείμενα μέχρι τον ενδέκατο αιώνα μεταφρασμένα στη σλαβονική γλώσσα. Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι οι δύο Παρακλητικοί Κανόνες δεν περιελαμβάνονταν στα ελληνικά λειτουργικά βιβλία της εποχής εκείνης.

 

Β. Χαρακτηριστικά του Μ.Π.Κ.

Ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανών, όπως γράφουν οι ερευνητές Νικόλαος Τωμαδάκης και Ιωάννης Φουντούλης, έχει περισσότερο προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ «αναφέρεται ειδικά στα παθήματα και στις δυσμενείς περιστάσεις της ζωής του πολυπαθούς αυτού βασιλέως, ο οποίος έπασχε απὸ ανίατο ψυχικὸ νόσημα». Αναφέρει δε ο Τωμαδάκης ότι: «εαν η περίπτωσις του Θεοδώρου Λασκάρεως προσαρμόζεται προς την κατάθλιψη και τις διακυμάνσεις της οργιζομένης και αμαρτανούσης και νοσούσης υπάρξεως των μυριάδων πιστών, αυτὴ ακριβώς είναι και η αιτία της κατὰ τα τελευταία έτη της βυζαντινής αυτοκρατορίας εισαγωγής της ποιητικής αυτής συνδέσεως, δηλαδὴ του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, στην εκκλησιαστικὴ ακολουθία, προς λειτουργικὴ χρήση.

Η ποίηση του Μ.Π.Κανόνος ειναι έκφραση πόνου και κραυγὴ αγωνίας προς την Παναγία, που αυτὰ τα χαρακτηριστικὰ αποτελούν ένδειξη μεγάλου ποιητή, όπως π.χ. «ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος», ἢ «ἵνα τὶ μὲ ἀπώσω ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἐκάλυψέ με τὸ ἀλλότριον σκότος τὸ δείλαιον», ἢ «ἀλλ΄ ἐπίστρεψόν με καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου τὰς ὁδούς μου κατεύθυνον, δέομαι» καὶ ἄλλα πολλά.

Εὰν συγκρίνουμε τώρα την ποιητικὴ έκφραση του πόνου, της αγωνίας, της θλίψεως και της κραυγαλέας οδύνης του Μ.Π.Κ. προς τη σύγχρονη εξομολογητικὴ ποίηση των καιρών μας, θα διαπιστώσουμε τα εξής: ότι στην εξομολογητικὴ ποίηση του συγχρόνου κόσμου, ο ποιητής εκχέει προς το κενό τον σπαραγμό της καρδίας του, το εσωτερικό του άλγος, χωρὶς να περιμένει από κανένα τη διόρθωση της καταστάσεώς του, εφόσον δεν πιστεύει, ούτε ελπίζει σε κάτι. ‘Ετσι, ο ποιητής αυτὸς αφήνει ανοικτές τις πληγὲς της ψυχής του με απόγνωση και απογοήτευση, χωρὶς την ελπίδα για τη θεραπεία της ασθενείας του. Ενώ αντίθετα η ποίηση του Μ.Π.Κ., όπως και όλων των ύμνων της Εκκλησίας μας, παρὰ την έκφραση του πόνου, της θλίψεως, της ασθενείας, των πειρασμών και των βασάνων, δεν κυριεύεται απὸ απόγνωση και απελπισία, αλλὰ με πίστη και ελπίδα εκλιπαρεί την ευσπλαχνία και την πρεσβεία της Υπεραγίας Θεοτόκου και το θείο έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, με θάρρος και αισιοδοξία για να συνεχίσει τον αγώνα, με τη βοήθεια εκείνων, για τη διόρθωση όλων των δεινών του.

 

1 thoughts on “Η ιστορία του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος,η λειτουργική του χρήση και τα χαρακτηριστικά του.

  1. Παράθεμα: Πώς καθιερώθηκαν σε εκκλησιαστική λειτουργική χρήση ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας. « ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

Σχολιάστε