Ο Άγιος Αλέξανδρος,Πατριάρχης Αλεξανδρείας και ο Άρειος.

αρχείο λήψης

Ἡ ἀρειανική αἵρεση καί ἡ ἀντιπαράθεσή του μέ τόν Ἄρειο
Ἡ ἀρειανική αἵρεση, παρά τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες γιά τή διάδοση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς, δέν εἶχε ἐξαλειφθεῖ καί ἔμελε νά ταλαιπωρήσει τήν Ἐκκλησία γιά πολύ καιρό ἀκόμη. Ἡ ὁμάδα τῶν ἐπισκοπῶν, πού ὑπεστήριξαν τόν Ἄρειο στή Σύνοδο, παρ’ ὅλο πού προσυπέγραψαν τίς ἀποφάσεις της, δέν ἡσύχασαν πότε. Ἡ ὁμάδα αὐτή εἶχε ἐν τῷ μεταξύ διευρυνθεῖ, ἡγέτης της ἦταν ὁ φιλόδοξος Εὐσέβιος Νικομηδείας, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλη ἐπιρροή στόν αὐτοκράτορα. Ἀκόμη πολλοί κρατικοί λειτουργοί καθώς καί πρόσωπα ἀπό τό οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ αὐτοκράτορα εἶχαν προσχωρήσει στήν αἵρεση, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Βασιλίνα, μητέρα τοῦ τελευταίου εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου.

Κατά τό τριακοστό ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (τό 335) καί κατόπιν πιέσεων ἀπό τόν κύκλο αὐτῶν πού ὑπεστήριζαν τόν αἱρεσιάρχη, κλήθηκε ὁ Ἄρειος ἀπό τόν αὐτοκράτορα στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐρωτηθεῖ καί νά ὁμολογήσει «εἰ τήν πίστιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔχοι», ἄν ἔχει τήν πίστη, δηλαδή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὀρθή πίστη. Ὁ ἐρχομός τοῦ αἱρεσιάρχη στήν πρωτεύουσα ἀνα­ζωπύρωσε τή διαμάχη τῶν δύο μερίδων τοῦ λαοῦ, τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν, καί πάλι ἐπαναλήφθηκαν ταραχές στήν Πόλη. Ὁ Ἄρειος, χωρίς πότε νά ἔχει μετανοήσει ἤ νά ἔχει ἀλλά­ξει κάτι στίς αἱρετικές του δοξασίες, βασιζόμενος μόνον στή μεγάλη δύναμη πού εἶχαν οἱ ὑποστηρικτές του, ὡμολογησε μπροστά στόν βασιλιά ὅτι πιστεύει τήν κοινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε μάλιστα γραπτή ὁμολογία τῆς πίστεώς του. Ἡ ὁμολογία αὐτή ἦταν διατυπωμένη μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε, παίζοντας μέ τίς λέξεις, χρησιμοποιώντας χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί παραλείποντας ὅ,τι δέν τόν ἐξυπηρετοῦσε, τίς ἐνδεικτικές φράσεις δηλαδή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως τήν εἶχε διατυπώσει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, καί αὐτές τῆς αἱρετικῆς του διδασκαλίας, νά κρύβεται ἡ κακοδοξία του, γιά τήν ὁποία εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό τή Σύνοδο. Ἔτσι παρουσίασε ὅτι ἡ πίστη τοῦ ἦταν ἴδια μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας «ὑποκρινόμενος καί αὐτός, ὡς ὁ διάβολος τά τῶν Γραφῶν ρήματα», ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δέχθηκε τήν ὁμολογία του καί τόν ἔστειλε στόν πατριάρχη Ἀλέξανδρο λέγοντας του ὅμως: «Εἰ ὀρθή σου ἡ πίστις ἐστί, καλῶς ὤμοσας, εἰ δέ ἀσεβής ἐστιν ἡ πίστις σου καί ὤμοσας, ὁ Θεός ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κρῖναι τά κατά σέ», θέλοντας ἔτσι νά ἐκδηλώσει τήν ἐπιφυλακτικότητά του γιά τήν εἰλικρίνεια τοῦ Ἀρείου καί νά τόν καταστήσει ὑπεύθυνο τῶν πράξεών του. Μέ τό δόλιο αὐτό τρόπο καί διά τῶν συνηθισμένων σ’ αὐτούς πιέσεων οἱ φιλικά προσκείμενοι στόν Ἄρειο ἐπίσκοποι καί κοσμικοί ἄρχοντες θέλησαν νά εἰσαγάγουν τόν Ἄρειο στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἡ δολιότητα καί ὁ ἐκβιασμός ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἐφ’ ὅσον ὁ Ἄρειος εἶχε κριθεῖ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπό τήν κοινωνία τῆς μιᾶς καθολικῆς Ἐκκλησίας θά ἔπρεπε πάλι ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο νά κριθεῖ, ὥστε νά ἐλεγχθεῖ λεπτομερῶς ἡ πίστη του καί ἡ μετάνοιά του δέν ἦταν δυνατόν μία βασιλική ἀπόφαση ἡ μία ἁπλή ὁμολογία πίστεως τοῦ αἱρεσιάρχη ν’ ἀνατρέψει ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος στίς μεθοδεύσεις αὐτές μέ παρρησία ἀντέτασσε ὅτι δέν εἶναι σωστό ἔτσι ἁπλά νά δεχθοῦμε σέ κοινωνία «τόν τῆς αἱρέσεως εὑρετήν». Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ὡς ἀπάντηση στήν ἄρνηση τοῦ πατριάρχη μεταξύ ἄλλων τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά προκαλοῦσε τήν καθαιρεσή του καί τήν ἐξορία του, ἄν δέν δεχόταν τόν Ἄρειο σέ κοινωνία, ὅποτε οὕτως ἤ ἄλλως ὁ διάδοχός του θά δεχόταν τόν Ἀρειο. Τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο βέβαια δέν τόν ἀπασχολοῦσε τόσο ἡ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως, ὅσο ἡ ἀνάγκη νά τηρηθεῖ ἀπαρασάλευτη ἡ πίστη πού διακήρυξε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας. Βλέποντας λοιπόν ὅτι στή φάση αὐτή τοῦ ἀγώνα ἡ θεολογική συζήτηση καί ἡ ἀπροκάλυπτη ἔρευνα τῆς ἀλήθειας δέν εἶχαν καμία δύναμη, ἄφησε κατά μέρος τήν προσπάθεια νά πείσει τούς αἱρετικούς γιά τό λάθος τους καί κατέφυγε στόν παντεπόπτη Θεό. Μέ νηστεῖες καί προσευχές, νύκτα καί ἡμέ­ρα παρακαλοῦσε τόν Θεό. Σύχναζε μάλιστα στήν ἐκκλησία τήν ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται πολύ κοντά στή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας (πού τότε χτιζόταν), ὅπου μόνος «ὑπό τήν ἱεράν τράπεζαν ἑαυτόν ἐπί στόμα ἐκτείνας ηὔχετο δακρύων»: ἄν μέν οἱ πεποιθήσεις καί τά σχεδία τοῦ Ἀρείου εὐοδωθοῦν, νά μήν εὑρεθεῖ στήν ἀνάγκη νά τόν συναντήσει κατά πρόσωπον, ἄν ὅμως ἡ πίστη τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὀρθή, τότε ὁ Θεός ἄς ἀποδώσει τό δίκαιο καί ἄς μήν ἐπιτρέψει ἡ αἵρεση νά νομι­σθεῖ ὡς εὐσέβεια. Στήν ἀγωνία του ὁ ἅγιος εἶχε συμπαραστάτη τόν πρεσβύτερο Μακάριο, γνωστό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐνημέρωσε γιά τά συμβάντα στήν Κωνσταντινούπολη.

Ὁ θάνατος τοῦ Ἀρείου
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἦρθε πράγματι ἄμεση. Τήν παραμονή τῆς ἡμέρας, κατά τήν ὁποία ὁ Ἄρειος ἐπρόκειτο νά γίνει δεκτός στήν ἐκκλησιαστικη κοινωνία καί ἐνῶ περιεφέρετο στήν ἀγορά τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνοδευόμενος, ὡς συνήθως, ἀπό πλῆθος ὀπαδῶν του, πέρασε ἀπό τά δημόσια ἀποχωρητήρια γιά κάποια σωματική ἀνάγκη. Ἐκεῖ μέσα βρῆκε οἰκτρό θάνατο «τοῖς σκυβάλοις μέν τά ἔντερα, τοῖς ἐντέροις δέ τήν ψυχήν ὁ δείλαιος συναποβάλλει». Τό γεγονός αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, προεκάλεσε ἰδιαίτερη αἴσθηση σέ ὅλους. Τό μέρος αὐτό γιά πολλά χρόνια δείχνονταν ἀπό τούς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀποφεύγονταν ἡ χρήση του, μέχρις ὅτου κάποιος ἀρειανόφρων ἀγόρασε τό χῶρο, γκρέμισε τά δημόσια ἀποχωρητήρια καί ἔκτισε μιά οἰκία ὥστε νά ξεχαστεῖ τό γεγονός. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σχολιάζοντας τόν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ Ἀρείου μᾶς θυμίζει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό κοινό τέλος ὅλων μας καί δέν εἶναι συνετό νά εὐχόμαστε τό θάνατο κανενός, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐχθρός, ἀφοῦ δέν γνωρίζουμε πότε, ἄν θά μᾶς βρεῖ τό βράδυ ζωντανούς ὁ θάνατος ὅπως τοῦ Ἀρείου ἔγινε κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες πού προκαλεῖ τήν ἔκπληξη καί τόν θαυμασμό μας. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἔμαθε γιά τό θάνατο τοῦ Ἀρείου, ἔμεινε ἐκπληκτος καί αὐτός γιά τό πῶς ἐλέγχθηκε ὁ αἱρεσιαρχής ὡς ἐπίορκος καί, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, μετά τό γεγονός αὐτό ἐξασθένησε κατά πολύ ἡ ἐπιρροή τῶν ἀρειανῶν ἐπισκοπῶν καί κοσμικῶν ἀρχόντων στόν αὐτοκράτορα. Τήν ἑπομένη ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος καί ὁ ὀρθόδοξος λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνάχθηκαν στήν Ἁγία Εἰρήνη καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό, ὄχι διότι χάρηκαν γιά τό θάνατο τοῦ αἱρεσιάρχη, ἀλλά διότι ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τό λαό του καί ἀποδίδει τό δίκαιο, παρά τά ἄδικα σχέδια καί τίς ἄδικες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Στήν Κωνσταντινούπολη ἐπανῆλθε ἡ εἰρήνη. Οἱ αἱρετικοί ντροπιάστηαν καί περιορίστηκαν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο ζοῦσε ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀπολάμβανε τήν εἰρήνη πού οἱ εὐχές καί οἱ ἀρετές τοῦ ἁγίου τῆς χαριζαν.

. Ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
Τή θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, μετά τίς προσευχές τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου, θυμᾶται πενήντα χρόνια ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τό 381, ὅταν ἦταν καί αὐτός πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ ἐποχή ταραγμένη πάλι ἀπό τήν αἵρεση τῶν πνευματομάχων καί προετοίμαζε τήν Ἐκκλησία γιά τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπευθύνεται στό λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τούς λέγει ὅτι «ἔχουν παράδοση ὀρθοδοξίας ἀκολουθώντας ὡς μαθητές τόν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς Νέας Πόλεώς τους, τόν Ἀλέξανδρο (τόν πολύ τόν ξακουστό), μεγάλο ὑπέρμαχο καί κήρυκα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος μέ λόγους καί μέ ἔργα ἐξαφάνισε τήν ἀσέβεια ἀπό τήν Ἐκκλησία» καί τούς θυμίζει τή δύναμη τῆς προσευχῆς του, πού κατά τά ἀποστολικά πρότυπα «κατέλυσε τόν ἀρχηγό τῆς ἀσέβει­ας σέ χῶρο ἀντάξιο τοῦ βορβόρου πού ἔρρεε ἀπό τό στόμα του καί ἔτσι ἡ ὕβρις ἀντιστάθηκε στήν ὕβρι καί ὁ δίκαιος θάνατος (τοῦ Ἀρείου) στηλίτευσε τόν ἄδικο θάνατο πολλῶν ψυχῶν», πού παρασύρονταν ἀπό τίς αἱρετικές διδασκαλίες του.

 

Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Αρχ. Ἀχρίδος)

 

 αρχείο λήψης

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μίας πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλά ἐκλεκτὴ ὁμάδα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ’ 29), πού φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλά παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους· νὰ φανεῖ ἡ δύναμηἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων πού τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, πού εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ.

Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, πού παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀπὸ τὸἍγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους. Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολίτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β’ Κόρ. στ’ 16).

Πιστεύω πώς εἶναι ἀρκετὸ ν’ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς μόνο ἀπ’αὐτούς· ἐκείνους πού σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί, γιὰ νὰ ‘χεις μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπόλοιποι τριακόσιοι δεκαπέντε. Κιἀναφέρομαι στὸν ἅγιο πατέρα Νικόλαο, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μέγα. Πολλοὶ ἀπό τούς ἅγιους πατέρες ἔφτασαν στὴ Σύνοδο φέροντας στὸ σῶμα τους τραύματα πού εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἅγιος Παφνούτιος, γιὰ παράδειγμα, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι ὅταν τὸν βασάνιζαν. Ὅλοι τους ἔλαμπαν ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ φῶς πού προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνα φῶς ὅπου διακρινόταν καθαρὰ ἡ ἀλήθεια. Ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν λογάριαζαν τὰ βασανιστήρια. Ἡ ἀφοβία τους στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας ἦταν μέγιστη, ἀπεριόριστη. Μὲ τὴθεόσδοτη γνώση τῆς ἀλήθειας πού κατεῖχαν καὶ τὴν τόλμη τους στὴν ὑπεράσπισή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες ἀναίρεσαν καὶ συνέτριψαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ καθιέρωσαν τὸΣύμβολο τῆς Πίστεως, πού κρατοῦμε ὡς σήμερα καὶ ὁμολογοῦμε ὡς τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Tό σημερινὸ εὐαγγέλιο δέν μᾶς μιλάει γιὰ τὴ Σύνοδο αὐτή, ἀλλά γιὰ τὴν τελευταία προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Γιατί διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸστὴ σημερινὴ γιορτή; Ἐπειδὴ δείχνει τὴν ἐπιρροή του στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς αὐτῆς ὁ Θεὸς ἐνίσχυσε τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Συνόδου καὶ τοὺςἔκανε ἀτρόμητους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας, νικητὲς στὶς ἀμφισβητήσεις καὶ τὴν κακία ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων. Νά, πῶς ἀρχίζει ἡ προσευχὴ αὐτή:

«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε» (Ἰωάν. ιζ’ 1).Ὅλα ὅσα δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους, τὰ εἶχε ἐφαρμόσει ὁ ἴδιος. Εἶχε διδάξει τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ προσεύχονται: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…» (Ματθ. στ’ 9). Ὁ ἴδιος σήκωσε τὸ βλὲμμα Του στοὺς οὐρανούς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Πατέρας Του καὶ εἶπε: «Πάτερ!» Δὲν εἶπε «Πάτερ ἡμῶν», ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλά ἁπλά «Πάτερ!» Μόνο Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰπεῖ «Πατέρα μου». Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ, ἀφοῦ Αὐτὸς μόνο εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὁ μόνος ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τόσο κατὰ τὴνὕπαρξη ὅσο καὶ κατὰ τὴν οὐσία· ὁ μοναδικὸς Υἱός τοῦ μοναδικοῦ Πατέρα. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο υἱοί ἐξ υἱοθεσίας, μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. Δέν σήκωσε μόνο τὰ σωματικά Του μάτια ἀλλά καὶ τὰ πνευματικά, κυρίως αὐτά. Ὁ Ἄσωτος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι» (Λουκ. ιη’ 13), γιατί αἰσθανόταν τὴν ἁμαρτωλοτητά του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν ἐλεύθερα, γιατί ἦταν ἀναμάρτητος.

Ἡ ὥρα Του -ἡ ὥρα τοῦ μεγάλου πάθους- πλησίαζε. Μόνο Αὐτὸς ἔβλεπε τὴν ὥρα αὐτή, τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπὸ καταβολῆς καὶ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μόνο Αὐτὸς τὴν ἔβλεπε καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν προεῖπε ἀπὸ τὴν ἀρχή καὶ μίλησε γι’ αὐτὴν στοὺς μαθητές Του. Οἱ μαθητὲς Του ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν αὐτό, δὲν τὸ ἔβαλαν στὴν καρδιά τους, δὲν τὸ ἔκαναν δικό τους, ὡς τὴ στιγμὴ πού ἡ ὥρα δὲν ἀπεῖχε πιὰ μέρες, ἀλλά λεπτά.

«Δόξασόν σου τὸν υἱόν!» Δόξασέ Τον τὴ φοβερὴ αὐτὴ ὥρα, ὅπως τὸν δόξασες μέχρι τώρα. Δόξασέ Τον στὸ θάνατο, ὅπως τὸν δόξασες στὴ ζωή. Δόξασέ Τον στὴν ταπείνωση καὶ στὰπάθη Του, ὅπως τὸν δόξασες μέ τούς δυνατοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα Του. Δόξασέ Τον στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν εἶχες δοξάσει ἀπὸ τὴν ἀρχή στοὺς ἀγγέλους Σου. Δόξασε τὸν Υἱόν Σου «ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε». Ἂν ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος τῆς πρότασης φαίνεται πώς ὁ Υἱός εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, στὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος βλέπουμε καθαρὰ τὴν ἰσότητά Τους καὶ τὴν ἀμοιβαία συμμετοχὴ στὴν ἴση δύναμή Τους. Ὁ Πατέρας δοξάζει τὸν Υἱό καὶ ὁ Υἱός δοξάζει τὸν Πατέρα, μὲ ἀδιαίρετη δύναμη καὶ ἀδιαίρετη ἀγάπη. «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (Α’ Ἰωάν. β’ 23). Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο· ὁ Υἱός φανέρωσε τὸν Πατέρα στὸν κόσμο.

Τίποτα δέν θὰ ξέραμε γιὰ τὸν Υἱό χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε γιὰ τὸν Πατέρα χωρὶς τὸν Υἱό, ὅπως δέν θὰ γνωρίζαμε γιὰ τὸ φῶς, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἥλιος. Μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο θὰξέραμε ἂν δὲν τὸν φανέρωνε τὸ φῶς. Ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τὴ σύγκριση αὐτὴ καὶ ὀνομάζει τὸν Χριστὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης (τοῦ Πατρὸς)» (Ἑβρ. α’ 3). Ὁ Κύριος δέν ζητᾶ νὰδοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ χάρη τοῦ ἰδίου, μὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τ’ ἀκόλουθα λόγια:

«Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. ιζ’ 2). Προσέξτε μὲ ποιὸ τρόπο ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴ δόξα Του: μὲ τὴνἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος! Τὸ κάνει, γιὰ νὰ γίνει τὸ μέσον πού θὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ εἶναι πού ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα πού ζητάει. Τὴ στιγμὴ πού οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑτοιμάζουν ἕνα πικρὸ ποτήρι θλίψεων, γεμάτο μὲ βάσανα, ἱδρῶτα καὶ αἷμα, Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους αἰώνια ζωή. Ἡἀπάντησή Του στὴν πιὸ βαριὰ πέτρα, εἶναι τὸ γλυκύτερο ψωμί. Κι ἀνέφερε ἀρκετὲς φορὲς ὅτι ὁ Πατέρας τοῦ ἔδωσε δύναμιν ἐπὶ πάσης σαρκός. «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. ια’ 27), εἶπε. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15). Ἀλλά καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅταν φανερώθηκε στοὺς μαθητὲς Του εἶπε: «ἐδόθη μοι πᾶσαἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18).

Ὅπως λοιπὸν εἶχε λάβει ἐξουσία πάνω σὲ κάθε ὕπαρξη, ὁ Κύριος ζητάει τώρα ἀπὸ τὸν Πατέρα Του ἐξουσία στὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες πού τὸν εἶχαν ἐμπιστευτεῖ, νὰτοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα. Ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ ἔχεις ἐξουσία πάνω στὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο κι ἄλλο νὰ ἔχεις στὴ δικαιοδοσία σου τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν στὴν ἀρχή θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο, στὴ δημιουργία ἔλαβε μέρος ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως διαβάζουμε στὴ Γένεση (α’ 26): «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόναἡμετέραν». Τώρα, πού ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου θέλει νὰ δώσει αἰώνια ζωὴ στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους, προσφεύγει στὸν Πατέρα, ἐνῶ εἶναι αὐτονόητη καὶ ἡ παρουσία τοῦἉγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὅπως καὶ στὴ δημιουργία, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀποκλειστικὸ χάρισμα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη, ἡ αἰώνια ζωὴ δηλώνεται πώς εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ πού χαρίζει ὁ Θεός. Ἡ στιγμὴ πού ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν αἰώνια ζωὴ εἶναιἀνυπέρβλητη, μοναδική, ὅπως κι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό. Τὸ νὰ κάνεις ἕνα θνητὸ ἄνθρωπο ἀθάνατο εἶναι τόσο μεγαλειώδης καὶ θεϊκὴ πράξη, ὅσο κι ἡ δημιουργία ἀπὸτὸν πηλό.

«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. ιζ’ 3). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπίγεια ζωὴ μας εἶναιἀπαρχὴ καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς πού ζοῦμε ἀκόμα στὴ γῆ. Πῶς ὅμως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στὴ μέλλουσα κατάστασή μας; «ἃὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυψε πνευματικὰ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο σὲ κείνους πού Τὸν εὐαρέστησαν. Ἡ μεγαλύτερη εὐφροσύνη ὅμως στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πρέπει νὰ συνίσταται στὴ μέγιστη γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ παιδιὰ εἶχε πεῖ: «… οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ιη’ 10).

Ἡ ἀκόρεστη θέαση τοῦ Θεοῦ, ἡ διαρκής ζωὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μιὰν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση καὶ χαρά, ἀέναη δοξολογία κι ἀγάπη, δὲν εἶναι ζωὴ ἀγγελική, πούἁρμόζει καὶ στοὺς ἁγίους στὸν ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι ζωὴ μὲ γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ γῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «βλὲπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12).

Ἡ γνώση πού ἔχουμε τώρα γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι μερική, τότε ὅμως θὰ εἶναι πλήρης. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε πώς ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεὸ ὅταν φτάνει μὲ τὶς διεργασίες τοῦ νοῦ στὸ συμπέρασμα πώς ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ κάποιο τρόπο καὶ κατοικεῖ κάπου.

Τὸ Θεὸ γνωρίζει ἐκεῖνος πού νιώθει μέσα του ἀλλά καὶ γύρω του τὴ ζείδωρη πνοὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς πού μὲ τὴν καρδιά, τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ του αἰσθάνεται τὴ μεγαλειώδη καὶφοβερὴ παρουσία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στὴ φύση, μὰ καὶ στὴν προσωπικὴ ζωή του.

Γιατί ὁ Χριστὸς τονίζει τὰ λόγια τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὸν πανθεϊσμὸ καὶ τὴν εἰδωλολατρεία, νὰ βεβαιώσει γιὰ μιὰἀκόμα φορά τὰ λόγια πού εἶπε μέσω τοῦ Μωυσῆ: «Ἐγώ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου… οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἐξ. κ’ 2, 3). Καὶ γιατί ἐπισημαίνει πώς αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο μπορεῖ ν’ ἀποκαλυφθεῖ στὸ θνητὸ ἄνθρωπο, κι ἐπειδὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ μποροῦν νὰφτάσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους, «εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μουᾔδειτε ἄν» (Ἰωάν. η’ 19). Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα πώς τὸν Πατέρα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μόνο μέσω τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω» (Ἰωάν. ιζ’ 4). Τί σημαίνουν τὰ λόγια ἐπὶ τῆς γῆς; Σημαίνουν πώς αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐν σαρκί, ζώνταςἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἔργο πού ἔκανε καὶ τελείωσε ὁ Κύριος ἐν σαρκί, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου Του στὸσταυρό, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λόγια ζωοποιά, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξανακουστεῖ στὴ γῆ, καθὼς κι ἀπὸ ἀμέτρητα θαύματα, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξαναγίνει. Ὁ Κύριος ὅμως πιστώνει τὰ λόγια καὶ τὰ ἒργα Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα, γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή.

«Καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ἰωάν. ιζ’ 5). Τί μποροῦν νὰ ποῦν τώρα ἐκεῖνοι πού λένε πώς ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ τ’ ἄλλα πλάσματά Του; Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὴ δόξα πού εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου! Εἶπε κάποτε ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἑαυτό Του: «πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Ἰωάν. η’ 58). Εἶπε πώς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ στοὺς ἄφρονες Ἰουδαίους, μὰστὴν προσευχὴ Του εἶπε πώς ὑπῆρχε καὶ μάλιστα μὲ δόξα, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει περισσότερα. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσευχή Του, τὸἀποκαλύπτει στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Γιατί τώρα μόνο; Ἐπειδὴ γνωρίζει ὡς παντογνώστης πώς ἡ προσευχή Του θὰ φτάσει στ’ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων μόνο μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, τότε πού θὰ εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν προαιώνια δόξα Του.

Ἡ δόξα Του εἶναι ἴδια μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι «δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. α’ 14). Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πώς «πάνταὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15); Ἑπομένως ἡ δόξα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ δική Του δόξα. Τόσο στὴ δόξα ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα. Τότε γιατί προσεύχεται στὸν Πατέρα νὰ τὸν δοξάσει; Δέν ζητάει νὰ δοξαστεῖ ὡς πρὸς τὴ Θεία φύση Του, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη. Γιὰ τὸν πλασμένο κόσμο ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι καινούργια, ὄχι ἡ Θεία. Ἡἀνθρώπινη φύση Του πρέπει νὰ θεωθεῖ, νὰ φτάσει στὴ Θεία δόξα, ὥστε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ προσεγγίσουμε τὴ δόξα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος, τὸ στεφάνωμα ὅλων ὅσα ἔκανε ὁΣωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς εἰρήνευσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἡ εὐλογημένη υἱοθεσία τους ὡς κατὰ Χάρη υἱῶν, μέσω τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου.

Πρόσεξε ἐπίσης ποιὰ σπουδαία στιγμὴ διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Πατέρα καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Κι αὐτὸ ἔγινε τότε πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὁδέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ καθαρὴ καὶ σαφὴς διδασκαλία πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς λέει πώς, γιὰ νὰ περιμένουμε ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ τηρήσουμε τὸθέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πώς, στὸ τέλος τοῦ χρόνου, ὅταν «μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶνἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ’ 27). Εὐλογημένοι καὶ μακάριοι θὰ εἶναι τότε οἱ ἅγιοι κι οἱ δίκαιοι, γιατί θὰ λάβουν ὡς ἀνταπόδοσηἑκατὸ φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅσα καλὰ ἔργα ἔκαμαν, θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου.

«᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι» (Ἰωάν. ιζ’ 6). Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦΘεοῦ πού φανέρωσε ὁ Κύριος στὸν κόσμο; τὸ ὄνομα «Πατέρας». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο τόσο στοὺς εἰδωλολάτρες ὅσο καὶ στοὺς Ἰουδαίους. Εἶναι μιὰ ὁλότελα καινούργιαἀποκάλυψη στὸν κόσμο. οἱ προφῆτες κι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν τὸν Θεὸ μὲ τὰ ὀνόματα «Θεός», «Δημιουργός», «Κύριος», «Βασιλιᾶς», «Κριτής», ποτὲ ὅμως δὲν τὸνἤξεραν ὡς «Πατέρα». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ἀνά τούς αἰῶνες.

Κανένας θνητὸς ἄνθρωπος δέν θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαλύψει τὸ οἰκεῖο αὐτὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιατί κανένας θνητὸς δέν θὰ μποροῦσε νὰ νιώσει τὴν πατρότητα τοῦ Δημιουργοῦ Του, ζώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τοῦ σκότους καὶ τοῦ τρόμου, τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ πού δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανείς, ἀκόμα κι ἂν τὸ ἐκφράσει μὲ τὴ γλώσσα του, δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ σημασία. Μόνο ὁ Μονογενὴς Υἱός μπορεῖ ν’ ἀποκαλέσει τὸν Θεὸ «Πατέρα». «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. α’ 18).

Σὲ ποιὸν ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὸ γλυκύτατο αὐτὸ ὄνομα τοῦ «Πατέρα»; Στοὺς ἀνθρώπους, οὕς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Κάποιοι σχολιαστὲς νομίζουν πώς τόνισε ἰδιαίτερα ἐκ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους, τοὺς «οὐράνιους ἀνθρώπους», ἀλλά στοὺς συνηθισμένους, τοὺς ἐπίγειους ἀνθρώπους. Ὁπωσδήποτε ὅμως φαίνεται πιὸὀρθὸ νὰ θεωρήσουμε πώς ὁ Κύριος ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς μαθητές Του, τόσο μὲ τὴ στενὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια. Αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια ἀπὸ ἐκεῖνα πού λέει στὴ συνέχεια στὴν προσευχή Του: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ιζ’ 20). Τὸ σκεπτικὸ ἐκείνων πού ἰσχυρίζονται πώς στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ «προορισμός», πού διακρίνουν στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ προειλημμένη ἀπόφαση σωτηρίας ἡ καταδίκης, εἶναι ἐντελῶς ἀβάσιμο.

«Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» (Ἰωάν. ιζ’ 6). Δηλαδή, δικοί Σου ἦταν ὡς πλάσματα καὶ δοῦλοι, Σὲ γνώριζαν μόνο ὡς Δημιουργὸ καὶ Κριτή. Τώρα ὅμως ἔμαθαν ἀπὸ Ἐμένα τὸγλυκύτερο καὶ ἀγαπητὸ ὄνομά Σου, υἱοθετήθηκαν ἀπὸ Μένα κατὰ Χάρη. Μοῦ τοὺς ἔδωσες ὡς σκλάβους, γιὰ νὰ τοὺς παραδώσω σὲ Σένα ὡς υἱούς. Ἀπόδειξαν πώς εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς αὐτῆς, γιατί τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς μαθητές Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Καὶ συνεχίζει τὰ ἐγκώμια Του:

«Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν» (Ἰωάν. ιζ’ 7). οἱ πονηροὶ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ συκοφαντοῦσαν τὸν Κύριο, ἔλεγαν πώς εἶχε δαιμόνιο καὶ πώς ἡ θαυματουργική Του δύναμη προερχόταν ἀπὸ τὸν Βεελζεβούλ, τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων. Πρέπει νὰ ‘χουμε κατὰ νοῦ πώς ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους τῶνἸουδαίων ὑπῆρχε κάποια σύγχυση καὶ διαφωνία γιὰ τὸν Χριστό: Ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ὄχι; Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς ἀποστόλους πού πίστευαν πώς ἦταν Θεός. Πάντα ὅσα δέδωκάς μοι, δηλαδή, ὅλα τὰ λόγια κι ὅλα τὰ ἔργα.

«Ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ιζ’ 8). Μὲ τὰ ρήματα πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη πού ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ὄχι μόνο τὰ λόγια. Τὴν ἐνέργεια τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τὴν εἶχαν ἤδη δοκιμάσει οἱμαθητὲς ὅλο τὸ διάστημα πού ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο στὴ γῆ καὶ εἶχαν πειστεῖ πώς ὅλη ἡ σοφία κι ἡ δύναμή Του ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό.

«᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι» (Ἰωάν. ιζ’ 9). Μήπως αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Κύριος δὲν προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο,ἀλλά μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του; οἱ μαθητὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐράνιος Σπορέας ἔσπειρε τὸ σωστικό Του σπόρο. Γιὰ τὸν ἀγρό αὐτόν, πού ὁ ἴδιος ὁ Σπορέας καλλιέργησε κι ἔσπειρε, προσευχήθηκε στὸ πρῶτο μέρος.

Ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πώς πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ταπεινοφροσύνη μόνο αὐτὰ πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα. Μέσα στὴν ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη γῆαὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διάλεξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέφραξε κι ἔσπειρε ἐκεῖ τὸν πολύτιμο σπόρο. Καθὼς ὁ σπόρος αὐτὸς ἀναπτύσσεται καὶ καρποφορεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγαλώνει κι ὁσπόρος ποὺ θὰ σπαρεῖ θὰ εἶναι περισσότερος. Ἑπομένως δὲν εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸ γεωργὸ νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν περιφραγμένο, καλλιεργημένο καὶ σπαρμένο ἀγρό κι ὄχι γιὰ τὸνἄγονο κι ἀκαλλιέργητο;

Πολλοὶ νεωτεριστὲς στὴ διαδρομὴ τῆς Ἱστορίας, φυσιωμένοι ἀπὸ τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἔπαρσή τους, προσπάθησαν μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ κίνηση, κάνοντας ἔκκληση σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. οἱ προσπάθειές τους ὅμως γρήγορα ἐκμηδενίστηκαν καὶ χάθηκαν σὰν φουσκάλες τοῦ νεροῦ, ἀφήνοντας τὸν ἀπατημένο κόσμο σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δυστυχία.

Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔχουν μιὰν ἀόρατη, μιὰ δυσθεώρητη ἀρχή, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ πού σπέρνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς κι ἀναπτύσσεται ἀργά. Ὅταν μεγαλώσει ὅμως καὶ γίνει δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουνήσει κανένας ἄνεμος. Ὅταν γίνεται σεισμὸς καταστρέφει πύργους ὑψηλούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπων, μὰ δὲν μπορεῖ νὰβλάψει οὔτε ἕνα δέντρο. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλά ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα, καὶ περὶ τῶν πιστευὸντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι ὅμως ὄχι γιὰ ὅλους τούς ἄγονους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο γιὰ τὸν διευρυμένο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθητὲς θὰσπείρουν τὸν πολύτιμο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου.

«Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 10). Ἐκτός ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά Του, ὁ Υἱός εἶναι σὲ ὅλα ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸἍγιο Πνεῦμα. Ἴσος στὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀθανασία  ἴσος στὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία  ἴσος στὴ σοφία καὶ τὴ δικαιοσύνη. Στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ὅμως, ὁ Πατέρας εἶναιἀγέννητος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ σχέση τοῦ Πατέρα μὲ τὸν Υἱό εἶναι τοῦ Γεννήτορα καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τῆς Πηγῆς. Ἡ κυριότητα κι ἡ αὐθεντία σ’ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου ἀνήκουν ἐξίσου καὶ ἀδιαίρετα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ οὐσία κι ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων εἶναι μιὰ ἀόρατη μονάδα, τῶν ὑποστάσεων εἶναι ἀσύγχυτη Τριάδα.

Ἔτσι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας τὰ ἔχει καὶ ὁ Υἱός καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνήκουν στὸν Πατέραὅπως ἀνήκουν καὶ στὸν Υἱό, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὁ Κύριος εἶπε λίγο νωρίτερα, Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας καὶ τώρα λέει, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά;Ἐπειδὴ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατέρα τοὺς εἶχε παραλάβει ἀπὸ Ἐκεῖνον ὡς ἀκατέργαστο ὑλικὸ κι ὁ ἴδιος τούς ἐπεξεργάστηκε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τώρα τοὺς παραδίδει ξανὰ καλλιεργημένους καὶ λυτρωμένους στὸν Πατέρα Του. Ἑπομένως ὅσα εἶναι τοῦ Πατέρα εἶναι δικά Του  κι ὅσα εἶναι δικά Του, εἶναι καὶ τοῦ Πατέρα.

Ὅπως εἶναι δύσκολο νὰ μοιράσεις τὴν ἀγάπη δυὸ ἀνθρώπων πού ἀγαπιοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ μοιράσεις αὐτὸ πού ἀνήκει ξεχωριστὰ στὸν καθένα. Ὁ Κύριος εἶπε ἐπίσης: «καὶδεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Ὡς Θεὸς δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Κι ὡς ἄνθρωπος δοξάζεται ἐνώπιόν τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῶν ἀγγέλων. Ἀπὸ τί ἐγκωμιάζεται ἕνα δέντρο ἂν ὄχι ἀπό τούς καρπούς του; Ὁ Κύριος δέν ζητεῖ μάταιη δόξα, κενή, ζητεῖ τὴ δόξα Του ἀπό τούς καρποὺς Του -τοὺς μαθητές Του- πού τὸν ἀκολούθησαν μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, μὲ ἀγάπη καὶ ζῆλο.Ὑπάρχουν γονεῖς πού ζητοῦν μεγαλύτερη δόξα ἀπ’ αὐτὴν πού τοὺς δίνουν τὰ παιδιά τους; Ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ παιδιά Του, τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του.

«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 11). Γιατί λέει ὁ Κύριος πώς δὲν εἶναι πιὰ στὸν κόσμο; Ἐπειδὴ τελείωσε τὸ ἔργο Του καὶ τώρα πιὰ περιμένει νὰ ὑποστεῖ τὸ ἔσχατο καὶ μέγιστο πάθος, νὰ σφραγίσει τὸ τελειωμένο ἒργο μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα Του.

Προσέξτε μὲ πόση ἀγάπη προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του! Καμιὰ μητέρα δέν θὰ προσευχόταν μὲ τόση στοργὴ γιὰ τὰ παιδιά της. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς. Τοὺς ἀφήνει ὡς πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους. Ἂν δὲν τοὺς προστάτευε κάποιο μάτι ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ τοὺς εἶχαν κατασπαράξει ὅλους οἱ λύκοι. Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ὡς γονιός, ὡς Πατέρας. Γίνου δικός τους Πατέρας, ὅπως εἶσαι καὶ δικός Μου. Μὲ τὴν πατρική Σου ἀγάπη στήριξέ τους καὶ προστάτεψέ τους ἀπό τους κακοὺς λύκους, ὁδήγησέ τους, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼςἡμεῖς. Στὴν τέλεια αὐτὴ ἑνότητα δέν θὰ δεῖς μόνο τὴν πανίσχυρη δύναμη τῶν πιστῶν, μὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱός ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ διαφέρουν μόνο στὰπρόσωπα, ἂς γίνει τὸ ἴδιο καὶ στοὺς πιστούς: πολλὰ καὶ διάφορα τὰ πρόσωπα, ἀλλά οὐσιαστικὰ ἕνας στὴν ἀγάπη, τὸ θέλημα καὶ τὸ νοῦ.

Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆςἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ» (Ἰωάν. ιζ’ 12). Κανένας ἀπ’ὅσους διάλεξε ὁ Κύριος δέν θὰ χαθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν προδότη, ὅπως εἶναι γραμμένο καὶ στὴ Γραφή. Ὁ Ἰούδας βέβαια δέν χάθηκε ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔδειξε ὅτι ἀπίστησε στὸν Θεὸ καὶ λάτρεψε τὸ χρῆμα. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουν γραφεῖ τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰούδα: «Ὁἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ’ ἐμέ πτερνισμὸν» (Ψαλμ. μ’ 10), τὸ χωρίο αὐτό ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. ιγ’ 18). «Καί τήν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος» (Ψαλμ. ρη’ 8), ἀναφέρει ξανὰ ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν στὸν Ἰούδα. Ἔφαγε τὸν ἄρτο μαζὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἔπειτα σήκωσε τὴν φτέρνα ἐναντίον Του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὁ τρώγων μετ’ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ’ ἐμέ τὴν πτέρναν» (Ἰωάν. ιγ’ 18). Καὶ μετὰ τὴν προδοσία του ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε κι ὁ Ματθίας πῆρε τὴν ἀποστολικὴ θέση του. Καὶ τελειώνει ὁ Κύριος:

«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 13). Ὁ Κύριος κάνει τὴν προσευχὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο προτοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπό τούς μαθητές Του κι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς τὸν περιμένει ὁ θάνατος κι ὁ τάφος. δέν μιλάει γι’ αὐτὸ ὅμως στὸνἀθάνατο Πατέρα Του, ἀφοῦ ὁ θάνατος κι ὁ τάφος δὲν ἔχουν καμιὰ σημασία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Μιλάει γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα Του -νῦν δέν πρὸς σὲ ἔρχομαι- στὴν αἰώνια δόξα -τῇδόξῃ ᾗ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Μετὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δική Του χαρὰ καὶ μάλιστα πεπληρωμένην.

Τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτή; Εἶναι ἡ χαρὰ πού ἔχει ὁ ὑπάκουος γιὸς ὅταν ἐκπληρώνει τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ εἰρηνοποιοῦ, πού ἡ δική του ἐσωτερικὴ καὶ θεϊκὴεἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ παραληρήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νοικοκύρη, πού ἀφοῦ καθάρισε τὸν ἀγρό του, τὸν ὄργωσε καὶ τὸν ἔσπειρε, ὕστερα βλέπει τὸν καρπὸ ν’ ἀναπτύσσεται, νὰ ὡριμάζει καὶ ν’ ἀποδίδει. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νικητή, πού κατατρόπωσε ὅλους τούς ἐχθρούς του καὶ χάρισε τὴ δύναμη τῆς νίκης στοὺς φίλους του, γιὰ νὰ’ναι νικητὲς ὡς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Εἶναι τελικὰ ἡ χαρὰ τῆς ἁγνῆς καὶ θεοφίλητης καρδιᾶς, ἡ χαρὰ αὐτὴ πού εἶναι ζωή, ἀγάπη καὶ δύναμη. Τέτοια χαρὰ εἶναι στὴν πληρότητά τηςἐκείνη πού ζητοῦσε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς μαθητὲς Του προτοῦ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ πού ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του εἶχε τὴν ἄμεση καὶ πλήρη προσοχὴ τοῦ Πατέρα Του. Τ’ ἀποτελέσματά της φάνηκαν σύντομα. Τὴ στιγμὴ τοῦμαρτυρίου του ὁ πρωτομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀρχιδιάκονος Στέφανος, εἶδε «δόξαν Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ’ 55). Κι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος γράφει πώς ὁ Θεὸς «ἐκάθισεν (τὸν Χριστὸ) ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματοςὀνομαζόμενου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. α’ 20-22). Αὐτὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν τώρα, ὅλα ἐξελίχτηκαν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἀναφέρεται πώς «ἦσαν προσκαρτεροῦντεςὁμοθυμαδὸν» (Πράξ. α’ 14) καὶ «τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (δ’ 32).

Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς ἀποστόλους -ἂν καὶ κατὰ κύριο λόγο ἀναφέρεται σ’ αὐτοὺς- ἀλλά καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν ἤ θὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ λόγια τους. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἑπομένως ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἅγιους πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού γιορτάζουμε σήμερα. Τήρησον αὐτούς, προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα Του. Κι ὁ Πατέρας τοὺς τήρησε καὶ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὶς πλάνες τοῦ Ἀρείου. Τοὺς φώτισε, τοὺς ἐνέπνευσε καὶ τοὺς ἐνίσχυσε μὲτὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ὅμως ἔγινε καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς πού ἔχουμε βαφτιστεῖ στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ πού μάθαμε ἀπό τούς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους τὸ σωτήριοὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτήρα μας.

Ἀδελφοί μου! Σκεφθεῖτε πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, σκέφτηκε καί σᾶς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς! Εὔχομαι ἡπαντοδύναμη αὐτὴ προσευχὴ νὰ σᾶς προστατεύει καὶ νὰ σᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ ἑνώσει τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχές σας! Εἴθε καὶ μεῖς νὰδοξολογοῦμε ἑνωμένοι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

 (Πηγή: imaik.gr

Η ανακαίνιση της κτίσεως. (Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

η ανακαινηση της κτισεως

Είναι σαφής διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η κτίση είναι δημιούργημα του Θεού, ότι δέχθηκε την φθορά από την πτώση του ανθρώπου και ότι και αυτή θα ελευθερωθεί από αυτήν την φθαρτότητα.Στην εκκλησιαστική παράδοση κάνουμε λόγο περισσότερο για κτίση παρά για φύση. Ή λέξη φύση αναφέρεται σε κάτι φυσικό, ενώ η λέξη κτίση δείχνει το κτιστό, κάτι πού δημιουργήθηκε, ενώ δεν υπήρχε προηγουμένως. Έτσι, στην Εκκλησία δεν γίνεται λόγος για φυσικά και μεταφυσικά, αλλά για κτιστά και άκτιστα. Το άκτιστο δεν έχει αρχή δημιουργίας, ούτε και τέλος. Το άκτιστο είναι αυτοζωή, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχει τέλος, αν και από την φύση του έπρεπε να τελείωση κάποτε. Χαώδης είναι η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Δεν υπάρχει τίποτε όμοιο τους. Το μονό κοινό μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι ο θεάνθρωπος Χριστός, στο Πρόσωπο του οποίου ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση, δηλαδή το άκτιστο με το κτιστό.

Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η άπειρη ουσία και παντοδύναμη και δημιουργική των όντων» αυτή μόνον είναι απλή και μονοειδής, άποια και ειρηναία. Στην άκτιστη ουσία, δηλαδή στον θεό, δεν υπάρχει καμμιά σύνθεση. Αντίθετα, η κτιστή φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ουσία και συμβεβηκότα και είναι επιδεής της θείας Προνοίας. Ό Θεός δημιούργησε όλη την κτίση και την συντηρεί με την άχτιστη πρόνοια Του. Ή υπεράγαθη Πρόνοια του Θεού «σωτηρία υπάρχει πάσης κτίσεως»
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο όρος κτίση αναφέρεται στους αγγέλους, τους δαίμονες, τους ανθρώπους και την άλογη δημιουργία. Είναι ένας όρος πού αποδίδεται σε όλη την δημιουργία, λογική και άλογη. Ξέρουμε ότι ο Θεός δημιούργησε πρώτα τον νοερό κόσμο, έπειτα τον αισθητό και υλικό κόσμο και στην συνέχεια τον άνθρωπο, πού είναι ένωση των δύο κόσμων, νοερού και αισθητού. Όποτε ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας, ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο, ή για να εκφρασθούμε καλύτερα, ο μεγαλόκοσμος, από απόψεως αξίας, μέσα στον μικρόκοσμο.

Αλλά στο σημείο αυτό όταν κάνουμε λόγο για την κτίση και την ανακαίνιση της, θα εννοούμε περισσότερο την υλική και άλογη δημιουργία, η οποία με την Πρόνοια και την
Χάρη του Θεού θα ανακαινισθεί στον μέλλοντα αιώνα. Γιατί αυτό μας ενδιαφέρει στην μελέτη μας αυτή. Στην Άγια Γραφή γίνεται λόγος για την πτώση της κτίσεως, αλλά και την ελευθέρωση της από την φθορά. Κλασσικό χωρίο είναι του Αποστόλου Παύλου, πού βρίσκεται στην προς Ρωμαίους επιστολή του. Θα το παραθέσουμε ολόκληρο γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικό και θα μας βοηθήσει στην μετέπειτα επεξεργασία του θέματος.

«Ή γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται, τη γαρ ματαιότητι η κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, έπ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. η’, 19-22).

Στο χωρίο αυτό υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι ο αισθητός κόσμος, η υλική δημιουργία, λέγεται κτίση και όχι φύση, γιατί συνδέεται με την ύπαρξη δημιουργού και, επομένως, δεν είναι αΐδια και αιώνια, όπως την θεωρούσαν μερικοί φιλόσοφοι. Δεύτερον, η κτίση υπετάγη στην φθαρτότητα όχι με την θέληση της, αφού η κτίση δεν έχει θέληση και ελευθερία, αλλά από την πτώση του ανθρώπου. Ό άνθρωπος παρέσυρε όλη την κτίση στην φθορά. Τρίτον, η κτίση συστενάζει και συνωδίνει μαζί με τον άνθρωπο και αποζητά και ελπίζει ελευθέρωση. Τέταρτον, η αποκαραδοκία, δηλαδή η προσδοκία της, αναφέρεται στην αποκάλυψη των υιών του Θεού. Εφ’ όσον ο άνθρωπος έγινε ή αιτία της πτώσεως της, πρέπει από τον άνθρωπο να προέλθει η της. Φυσικά, όταν λέμε από τον άνθρωπο, εννοούμε από τον άνθρωπο του θεανθρώπου, πού είναι τέκνο Θεού. Πέμπτον, δίνεται η βεβαιότητα ότι ολόκληρη η κτίση θα ελευθερωθεί από την δουλεία της στην φθορά και θα εισαχθεί στην ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η κτίση θα απόλαυση τα αγαθά πού θα προέλθουν, όταν ο άνθρωπος απόκτηση μέθεξη της δόξης του Θεού. Στο χωρίο αυτό φαίνεται η αντίληψη και η διδασκαλία της Εκκλησίας για το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα και την της κτίσεως. Αφορμή της πτώσεως είναι ο ανυπάκουος και αντάρτης άνθρωπος και αιτία της ανακαινίσεως της είναι ο υιός κατά Χάριν του Θεού, ο Θεούμενος. Αυτός θα την ελευθέρωση, θα την ανακαινίσει. Στην πραγματικότητα η Χάρη του Θεού, δια του ανθρώπου, θα μεταμορφώσει και την άλογη δημιουργία. Όταν βλέπει κανείς την της κτίσεως έξω από τον Θεούμενο ματαιοπονεί.
Ό άνθρωπος πού ενώνεται με τον Χριστό είναι νέα, καινούρια κτίση, γι’ αυτό και γίνεται αφορμή δόξης. Ό Απόστολος Παύλος λέγει: «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β’ Κορ. ε’, 17), Ό Απόστολος Πέτρος αναφερόμενος στην συντέλεια του κόσμου, δεν ομιλεί για μια τελική και ολοσχερή καταστροφή, αλλά για και μεταμόρφωση, γι’ αυτό λέγει: «καινούς δε ουρανούς και γήν καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (Β’ Πέτρ.γ’, 13). Εδώ βλέπουμε καθαρά ότι γίνεται λόγος για της κτίσεως και όχι για αφανισμό και καταστροφή. Θα θίξουμε το θέμα αναλυτικότερα πιο κάτω, όταν θα αναφέρουμε τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας.
Μελετώντας τα αγιογραφικά χωρία, πρέπει να εξετάσουμε πώς έπεσε η κτίση και σε τι συνίσταται η της όπως τα αναλύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Κατά την ανάλυση αυτή πρέπει πάντα να έχουμε υπ’ όψη μας τα χωρία της Αγίας Γραφής πού παραθέσαμε προ ολίγου. Κατ’ αρχήν πρέπει να κάνουμε λόγο για την π τ ώ σ η της κτίσεως.

Ό Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι ή κτίση δεν κατασκευάσθηκε ρευστή και φθαρτή, αλλά υπετάγη χωρίς να θέλει, στην φθορά, με την πτώση του Αδάμ. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος για να παρουσιάσει αυτήν την αλήθεια χρησιμοποιεί μια ωραία εικόνα. Λέγει ότι, όπως όταν αιχμαλωτίζεται ένας βασιλεύς, αναγκαστικά ακολουθούν μαζί του και οι διάκονοι και οι υπηρέτες του. έτσι και όταν έπεσε ο Αδάμ, πού ήταν κύριος και βασιλεύς όλων των κτισμάτων, τα όποια τον υπηρετούσαν, συμπεριλήφθηκε και η κτίση πού τον διακονούσε και υπηρετούσε στην πτώση του .
Την τραγικότητα της κτίσεως, μετά την πτώση του Αδάμ και την είσδυση σε αυτήν της φθοράς, περιγράφει ωραιότατα ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Γράφει ότι μετά την έξοδο του Αδάμ από τον Παράδεισο ολόκληρη η κτίση δεν ήθελε να βλέπει τον άνθρωπο και διακατεχόταν από οργή εναντίον του. Ή κτίση δεν ήθελε να υποταγή σε αυτόν. Ό ήλιος δεν ήθελε να λάμπει, η σελήνη να στέλλει το φως, τα αστέρια να ακτινοβολούν, οι πηγές να βρύουν, οι ποταμοί να τρέχουν. Ό αέρας δεν ήθελε να δώσει αναπνοή στον άνθρωπο, τα θηρία και όλα τα ζώα ετραχύνθησαν εναντίον του ανθρώπου, γιατί έχασε την δόξα πού είχε. Ό ουρανός ήθελε να πέσει δικαιως πάνω στον άνθρωπο και η γη δεν άντεχε να τον κρατά. Τότε ακριβώς επεμβαίνει ο Θεός με την αγάπη Του και την φιλανθρωπία Του, και, αποβλέποντας στην ανάπλαση, δια της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού Του, συγκρατεί την κτίση με την δύναμη Του και αναστέλλει την ορμή των κτισμάτων εναντίον του ανθρώπου, έως ότου γίνει ο άνθρωπος πνευματικός, άφθαρτος και αθάνατος, ώστε και αυτή να ελευθερωθεί από την φθορά, να συνανακαινισθή μαζί του, να αφθαρτοποιηθή και να γίνει πνευματική 1.
Εφ’ όσον η πτώση της κτίσεως έγινε δια του ανθρώπου, και η της θα γίνει δια του Θεούμενού ανθρώπου. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι ο σύνδεσμος μεταξύ νοερού και αισθητού κόσμου.
Τα αγιογραφικά και πατερικά χωρία πού παραθέσαμε, αν ερμηνευθούν προσεκτικά, καταλήγουν στο ότι με την ανάσταση και αναγέννηση του ανθρώπου θα ανακαινισθεί και η κτίση από την φθορά. Αυτό το βλέπουμε έντονα σε όλη την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Στην συνέχεια θα παραθέσουμε την διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου για την της κτίσεως. Τα όσα θα λεχθούν πρέπει να τα δούμε από την άποψη ότι ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό «εκ μη υπαρχούσης ύλης». Ό Θεός την έφερε στην ύπαρξη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος η κτίση, η άλογη δημιουργία να καταστραφεί ολοσχερώς και να αφανισθεί. Ό Θεός δεν δημιουργεί κάτι για να το εξαφάνιση στην συνέχεια. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συμβεί αυτό. Άλλωστε, σε όλα τα αγιογραφικά χωρία, πού είδαμε προηγουμένως, γίνεται λόγος για «καινούς ουρανούς και καινήν γη», για ελευθέρωση της κτίσεως από την φθορά, για ανακαίνιση της. Αυτές οι εκφράσεις δεν μπορούν να δηλώσουν την ολοσχερή και πλήρη εξαφάνιση της.
Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είναι αποκαλυπτικός ως προς το σημείο αυτό. Λέγει ότι όπως πρώτα δημιούργησε ό Θεός την κτίση άφθαρτη και στην συνέχεια τον άνθρωπο, έτσι πρώτα ή κτίση πρέπει να μεταποιηθεί, δηλαδή να αλλαγή, και μαζί με αυτήν να νακαινισθούν και τα φθαρέντα σώματα, ώστε και πάλι «πνευματικός και αθάνατος ο άνθρωπος γεγονώς εν αφθάρτω χωρίω και αϊδίω και πνευματικώ κατοικεί»13.

Εδώ γίνεται λόγος για των σωμάτων, για αλλοίωση και μεταποίηση όλης της κτίσεως. Επίσης, αναφέρεται ότι ο πνευματικός άνθρωπος, μετά την ανάσταση του και την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα κατοικεί σε πνευματικό, άφθαρτο και αΐδιο χώρο. Αυτό δείχνει ο,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι ο Θεός δεν δημιούργησε την κτίση για να την εξαφανίσει στην συνέχεια.
Ό άγιος Συμεών συνδέει την των σωμάτων με την ανάπλαση της κτίσεως. Όπως τα σώματα, δια της αναστάσεως, θα ανακαινισθούν, έτσι και «ο ουρανός και η γη και τα εν αύτη πάντα, ήγουν πάσα η κτίσις, ανακαινισθήσεται και ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς». Και όχι μόνον θα ανακαινισθεί ολόκληρη η κτίση, αλλά «συμμεθέξει τα στοιχεία ταύτα μεθ’ ημών της εκείθεν λαμπρότητας». Όχι μόνον ο άνθρωπος, αλλά και ολόκληρη η κτίση θα μεθέξη της λαμπρότητας του Θεού. Βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό θα γίνει αναλογικά, αφού μόνον ο άνθρωπος μετέχει της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ή κτίση μετέχει της ουσιοποιού και ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Το γεγονός είναι ότι και η κτίση θα αλλοιωθεί και θα μεταμορφωθεί.
Χρησιμοποιεί πολύ επιτυχώς το παράδειγμα του πεπαλαιωμένου χαλκίνου σκεύους, το οποίο ο τεχνίτης τοποθετεί πάλι στην φωτιά και καθαρίζεται, ανακαινίζεται, αφού απαλλαχθεί από την σκουριά. Το ίδιο θα συμβεί και με την κτίση. Επειδή παλαιώθηκε, λόγω της αμαρτίας των ανθρώπων, ο δημιουργός θα την τοποθετηση στο πυρ, και έτσι «αναχωνευθήσεται και αναστοιχειωθήσεται και λαμπρά και καινότερα ασυγκρίτως της νυνί ορωμένης γενήσεται». Εδώ γίνεται λόγος για αναστοιχείωση και αναχώνευση, πού θα την κάνει λαμπρότερη από αυτήν πού είναι σήμερα.

Στο σημείο αυτό επιμένει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Λέγει ότι όταν ο Θεός θα ανακαινίσει τον άνθρωπο και θα τον κάνη άφθαρτο, αθάνατο και πνευματικό, τότε «και αυτήν όλην την κτίσιν, φημί, συν αυτώ αλλοιώσει και αΐδιον και άϋλον ταύτην αποτελέσει»16. Ή κτίση θα γίνει άϋλη και αιώνια, θα αλλοιωθεί ολόκληρη η κτίση μαζί με τον άνθρωπο, «συν αυτώ». Αυτό είναι σημαντικό, γιατί άκουσα κάποιον θεολόγο να λέγει ότι η κτίση θα μεταμορφωθεί εν τω ανθρώπω, αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας. Δηλαδή δεν θα ανακαινισθεί όλος ο κόσμος. Αλλά μια τέτοια αντίληψη αντιβαίνει στους λόγους της Άγιας Γραφής περί ελευθερώσεως της κτίσεως από την φθορά και στον λόγο του άγιου Συμεών, πού ομιλεί για της «συν αυτώ» και όχι απλώς «εν αυτώ».
Βέβαια, οι απόψεις αυτές του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου δεν ευνοούν καμιά χιλιαστική αντίληψη, γιατί η τελευταία ομιλεί περί επιγείου καταστάσεως. Για να μη φανεί ότι ο άγιος Συμεών βρίσκεται σε μια τέτοια προοπτική, πρέπει να λεχθεί ότι δεν αναφέρεται σε υλικό και αισθητό τόπο, ούτε σε μια υλική και αισθητή κτίση, αλλά σε πνευματική.
Υποστηρίζει ο άγιος Συμεών ότι, όταν κάνουμε λόγο για ανακαίνιση της κτίσεως, δεν εννοούμε ότι θα επιστρέψει στην κατάσταση πού ήταν στον πρώτο Παράδεισο, προ της παραβάσεως του Αδάμ. Τότε ο Αδάμ ήταν αισθητός και τρεπτός και είχε ανάγκη της τροφής. Όμως με την ανάσταση των σωμάτων ο Αδάμ θα είναι πνευματικός, αφού, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται πνευματικόν». Όπως ο Αδάμ θα είναι πνευματικός και δεν θα έχει ανάγκη τροφής, έτσι και ολόκληρη η κτίση, με την ενέργεια του Θεού θα μεταποιηθεί «εις άϋλον και πνευματικόν υπέρ πάσαν αίσθησιν εν τη παλιγγενεσία… οικητήριον». Δεν θα είναι, λοιπόν, υλική και αισθητή, όπως ακριβώς δημιουργήθηκε από τον Θεό για να ικανοποιεί τις τότε ανάγκες του Αδάμ. Ή κτίση θα είναι πνευματική και άϋλη, ώστε οι άνθρωποι, έχοντες ασώματα σώματα, και γενόμενοι «υπέρ αίσθησιν εν αισθήσει» και όντες «απερίγραπτοι εν απεριγράπτοις» θα έχουν «Άξιον… της εαυτών δόξης κατοικητήριον».
Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για πνευματικό κατοικητήριο, και ιδιαίτερο χώρο, όπου θα μένουν οι πνευματικοί άνθρωποι. Επανειλημμένως ο άγιος Συμεών αναφέρεται σε κατοικητήριο ή σε οικητήριο, αφού όλη η κτίση θα γίνει Παράδεισος, θα αλλοιωθεί και θα ανακαινισθεί μαζί με τον άνθρωπο.

Στην διδασκαλία του αγίου Συμεών δίνονται και μερικά παραδείγματα για να γίνει κατανοητότερη αυτή η αντίληψη. Χωρίς να τα καταλαβαίνει η λογική του ανθρώπου, αφού υπερβαίνουν κάθε διάνοια, όλα θα γίνουν πνευματικά και θεια, θα ενωθούν με τα νοητά και θα γίνει «παράδεισος νοερός άλλος και Ιερουσαλήμ επουράνιος». Κανείς δεν παρέμεινε έως τώρα σε τέτοιο όμορφο χώρο. Και αναφέροντας διάφορα παραδείγματα λέγει ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια θα λάμπουν ακόμη περισσότερο. Το ίδιο θα γίνει και με την γη, όλα θα ακτινοβολούν, θα μεταδίδουν το κάλλος και την ομορφιά, θα παρατεθεί ο ίδιος ο λόγος του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου: «Γη δε άφραστον και καινόν αναλήψεται κάλλος και χλόης είδος αμάραντον, άνθεοι δηλαδή φωτοειδέσι και ποικιλία πνευματική ωραιζομένη εν οίς δικαιοσύνη, κατά το όσιον λόγιον, κατοικεί».
Κάνουμε λόγο για υπέρ αίσθησιν ένωση της επίγειας κτίσεως με την επουράνια. Ό άγιος Συμεών είναι πολύ εκφραστικός: «η επίγειος κτίσις, η ορωμένη αυτή και αισθητή, αλλοιωθήσεται και τοις επουρανίοις ήγουν τοίς αοράτοις και υπέρ αίσθησιν ενωθήσεται». Και τότε, όταν όλα τα επίγεια ενωθούν με τα επουράνια, δια της Χάριτος του Θεού, και «οι δίκαιοι την ανακαινινισθείσαν ταύτην κληρονομήσουσι γήν, ην οι μακαριζόμενοι πραείς παρά του Κυρίου κληρονομούσι».
Από όλη αυτήν την διδασκαλία του άγιου Συμεών φαίνεται ότι, όταν μιλούμε για αιώνια ζωή και για ανακαίνιση της κτίσεως, εννοούμε μεταμόρφωση του ανθρώπου και παραμονή του σε έναν πνευματικό χώρο. Η κτίση δεν θα αφανισθεί, αλλά θα μεταποιηθεί, θα ανακαινισθεί, θα αλλοιωθεί.
Αυτήν την θεολογία του αγίου Συμεών εκφράζει και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, μιλώντας για την μελλοντική εκείνη ευφροσύνη των δικαίων. Βέβαια, επειδή αναφέρεται στον λαό είναι περισσότερο αναλυτικός, και απλός, αλλά όμως παρουσιάζει την θεολογική αλήθεια πού αναπτύξαμε προηγουμένως. Γράφει:
«Γίνωσκε, ώ ακροατά, ότι την δεύτερον παρουσίαν μέλλει να ανακαινισθή ό κόσμος και να γίνη πολλά ωραιότερος και λαμπρότερος από τώρα. Τα στοιχεία θα καθαρισθώσιν από πάσαν φθοράν, να είναι το πυρ λαμπρότερον, αμή να μη καιει, ότι η καύσις του όλη πηγαίνει είς την κόλασιν ό αήρ να καθαρισθή από πάν σκότος και σύννεφον. Το ύδωρ να λαμπρυνθή, να λάμπη ώσπερ καθρέπτης και κρύσταλλον. Ωσαύτως και ή γη θα λεπτύνη, θα γίνη καθαρά παντός ρύπου και ύλης βλαπτικής. Ότι όλα τα βλαβερά, όπου δίδουν θλίψιν και ασθένειαν, ήγουν η θέρμη του πυρός, το ψυχρόν του ύδατος, το σκότος του αέρος, η καύσις του θέρους και πάσα ακαθαρσία και βρώμα του κόσμου τούτου, να συναχθή εις την άβυσσον της κολάσεως, δια περισσοτέραν οδύνην των αθλίων αμαρτωλών. Και ούτω μένουσι τα στοιχεία κεκαθαρμένα, να είναι η γη όλη άβλαβος και ωραία, ως άλλος παράδεισος. Ωσαύτως οι ουρανοί και ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα να δίδουσι λάμψιν θαυμασίαν και περισσότερον επταπλασίως, καθώς λέγει ο Ησαΐας, ότι θέλει είσθαι το φως της σελήνης, ως το ηλιακόν, και το φως του ηλίου επτάκις λαμπρότερον, ώσπερ το φως των επτά ημερών. Έτι δε να παύσουν την κίνησιν αυτών, ότι επειδή ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήται κινούνται τώρα δια την ευεργεσίαν του ανθρώπου, ήγουν δια την γένεσιν και φθοράν, και τότε παύουσι ταύτα μετά την κοινήν ανάστασιν. Και να στέκη ο ήλιος εις την ανατολήν και ησελήνη εις την δύσιν και τα λοιπά εις τους τόπους τους, καθώς εξ αρχής εκτίσθησαν, ούτε να αλλάσσουσιν οι καιροί, ούτε χειμών ή θέρος να είναι, ούτε νύξ, αλλά πάντοτε μια αϊδιότης χρόνων αιώνιος, μετά απείρου ευφροσύνης και ανεικάστου αγαλλιάσεως. Και ταύτα πάντα γίνονται θείω προστάγματι, δια περισσοτέραν δόξαν και απόλαυσιν των δικαιων, ίνα λάβωσι την αμοιβήν των έργων τους πολλαπλάσιον».

Ή μελλοντική ανακαίνιση της κτίσεως βιώνεται και από τώρα. Όπως από την παρούσα ζωή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει θεατής της δόξης του Θεού, έτσι και από τώρα μπορεί να αποκτήσει αίσθηση της μελλοντικής αλλοιώσεως της κτίσεως. Όταν ο άνθρωπος έχει φωτισμένο νου, τότε δεν υποδουλώνεται στην κτίση, αλλά βλέπει μέσα σε αυτήν τους λόγους των όντων, την άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Θεού. Όταν έχει μέσα του «αισθητώς και ευαισθήτως» την Χάρη του Θεού, τότε ζει την ανάστασή του και την ανάπλαση τής κτίσεως. Όλα του φαίνονται ωραία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να εντάξουμε τις ωραίες περιγραφές της κτίσεως πού κάνουν οι άγιοι. Επειδή ο άνθρωπος είναι κέντρο της δημιουργίας, γι’ αυτό η άχτιστη Χάρη δι’ αυτού, διαπορθμεύεται και στην άλογη δημιουργία. Έτσι και τα άγρια ζώα υποτάσσονται στους άγιους, όπως διασώζεται στα συναξάρια της Εκκλησίας. Εκεί δε πού φαίνεται η βίωση της μελλοντικής αλλοιώσεως και μεταμορφώσεως της κτίσεως είναι τα λείψανα των αγίων.
Με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπηση Του έφερε στην γη την καινή κτίση, γιατί έδωσε την δυνατότητα από τώρα να αποκτήσουμε αίσθηση της ανακαινίσεώς της, αλλά και την αποκαραδοκία της μελλοντικής ανακαινίσεως. Γι’ αυτό στην Εκκλησία δεν έχουμε απλές ενδείξεις αυτής της ζωής. αλλά αποδείξεις.

8. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία τόμος Β’, σελ. 42, θ΄
9. Όσιος Θαλάσσιος, Φιλοκαλία τόμος Β’, σελ. 208, ξα’
10 Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία τόμος Δ’, 32, ια’
11 Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 7ος. σελ. 184
12. SC 122, σελ. 190
13. SC 122, σελ. 204
14. ενθ. ανώτ. σελ. 206
15. ένθ. άνωτ. σελ. 208
16. ένθ. άνωτ. σελ. 210
17. ενθ. άνωτ. σελ. 212-214
18- ενθ. άνωτ- σελ. 218
19. ενθ. άνωτ, σελ. 218-220
20. ένβ. άνωτ. σελ. 220
21. Νικόδημου του αγιορείτου: Χρηστοήθεια των Χριστιανών, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1974. σελ. 398-399

ΠΗΓΗ.ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ἕνα ζευγάρι ἰδανικὰ (π. Δημητρίου Μπόκου)

 

 Ibsen_by_Olrik

          Στὸ ἔργο «Ρόσμερσχολμ» τοῦ  Νορβηγοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν ὁ πρωταγωνιστὴς ρωτάει τὸν ἐξουθενωμένο γέρο-Βρέντελ: «Μήπως θὰ μποροῦσα νὰ σὲ βοηθήσω»; Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Βρέντελ: «Ἂν μποροῦσες νὰ μοῦ διαθέσεις ἕνα ἰδανικὸ ἢ ἕνα ζευγάρι μεταχειρισμένα ἰδανικά, θὰ ἔκανες καλὴ πράξη».

Σχόλιο ἀρθρογράφου: «Ναί. Ἀναζητοῦμε ἕνα ζευγάρι ἰδανικά. Καὶ ἐλαφρῶς μεταχειρισμένα, δὲν θὰ τὰ ἀρνηθοῦμε.  Κυρίως γιὰ νὰ τὰ προσφέρουμε στοὺς νέους ἀνθρώπους, στὰ παιδιά μας. Σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται μὲ νεανικὴ ὁρμή, ἀλλὰ μὲ ψαλιδισμένα φτερά, καὶ ἀναζητοῦν μέσα ἀπὸ τὶς σκόρπιες λέξεις μας τὴν ἀπάντηση γιὰ τὸ τί εἶναι θεμιτὸ καὶ τί ἀθέμιτο. Τί εἶναι ἠθικὸ καὶ τί ἀνήθικο … Ἀναζητοῦμε ἀπεγνωσμένα ἕνα ζευγάρι ἰδανικά, ἔστω καὶ μεταχειρισμένα, γιὰ νὰ τὰ δωρίσουμε στὸ μέλλον» (Καθημερινή, 12-8-2012).

          Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ αὐ­τὸς ὁ κό­σμος δεί­χνει νὰ τρέ­χει ἀ­κά­θε­κτος. Πρὶν λί­γες ἑ­βδο­μά­δες ὁ ἄν­θρω­πος, αὐ­τὸς ὁ μι­κρὸς θε­ός, πέ­τυ­χε τὴν προ­σε­δά­φι­ση στὸν Ἄ­ρη τοῦ ἐ­ξε­λιγ­μέ­νου δι­α­στη­μι­κοῦ ὀ­χή­μα­τος τῆς ΝΑΣΑ «Curiosity». Καὶ λί­γο νω­ρί­τε­ρα στὸν πε­ρί­φη­μο ἐ­πι­τα­χυν­τὴ σω­μα­τι­δί­ων CERN ἄγ­γι­ξε τὸ «σω­μα­τί­διο τοῦ Θε­οῦ».

Μιὰ τρο­με­ρὴ ἀν­τί­φα­ση χα­ρα­κτη­ρί­ζει τε­λι­κὰ τὴν ἐ­πο­χή μας. Ἀ­πὸ τὴ μιὰ ἡ ἐ­κρη­κτι­κὴ πρό­ο­δος. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἡ πι­κρὴ δι­α­πί­στω­ση γιὰ χα­μέ­νες, ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νες ἀ­ξί­ες, ποὺ ἡ ἀ­πώ­λειά τους ἐ­ξα­φα­νί­ζει τὴν ἀν­θρω­πιά. Σ᾿ ἕ­να θο­λὸ το­πί­ο ὁ ἄν­θρω­πος τρέ­χει στὰ τυφλὰ μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη δύ­να­μη καὶ ὑ­περ­βο­λι­κὴ τα­χύ­τη­τα, χω­ρὶς νὰ δι­α­κρί­νει δρό­μο που­θε­νά. Για­τί τό­σος πα­ρα­λο­γι­σμός;

          Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ζη­τι­α­νεύ­ει σή­με­ρα γιὰ δυ­ὸ με­τα­χει­ρι­σμέ­να ἰ­δα­νι­κά, ὄ­χι για­τὶ ξέ­χα­σε ἁ­πλῶς κά­ποι­ες ἀ­ξί­ες. Ἀλ­λὰ για­τὶ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε Ἐ­κεῖ­νον ποὺ εἶ­πε, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ πλή­ρης ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ἔ­χει μορ­φὴ καὶ αὐ­τὴ εἶ­ναι τὸ πρό­σω­πό Του. Τὸ κα­λὸ δὲν κυ­κλο­φο­ρεῖ σὲ ἀ­φη­ρη­μέ­νη μορ­φή. Καὶ οἱ πιὸ δυ­να­τὲς ἀ­λή­θει­ες χά­νουν τὴν ἀ­ξί­α τους, ὅ­ταν δὲν ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὶς ἐν­σαρ­κώ­νει στὸ πρό­σω­πό του, ὁ Θε­ός.

          «Δὲν ἤ­θε­λα τε­χνη­τὲς πνευ­μα­τι­κό­τη­τες, οὔ­τε ἄλ­λα δι­α­νο­η­τι­κῶς ἑλ­κυ­στι­κὰ καὶ εὐ­φυ­ῆ συ­στή­μα­τα πί­στης, ψεύ­τι­κα ξε­κι­νή­μα­τα καὶ θλι­βε­ρὲς κα­τα­λή­ξεις», γρά­φει κά­ποι­ος, ποὺ ἔ­γι­νε Χρι­στια­νὸς Ὀρ­θό­δο­ξος, ἀ­φοῦ τα­λαι­πω­ρή­θη­κε πρῶ­τα στὰ θο­λὰ νε­ρὰ πολ­λῶν θρη­σκει­ῶν. «Δι­ψών­τας γιὰ κοι­νω­νί­α μὲ τὸν Θε­ό, χρει­α­ζό­μουν τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ ποὺ δι­α­κη­ρύσ­σει: ῾῾Ἐγὼ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς. Ὅ­ποι­ος ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να δὲν θὰ πει­νά­σει. Ὅ­ποι­ος πι­στεύ­ει σὲ μέ­να δὲν θὰ δι­ψά­σει πο­τέ᾿᾿ (Ἰ­ω. 6, 35). Κα­νεὶς ἄλ­λος δὲν μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει αὐ­τὸ ποὺ πρό­σφε­ρε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ἀ­γέν­νη­τος Πα­τέ­ρας Του καὶ τὸ πα­νά­γιο Πνεῦ­μα: τὸν ἑ­αυ­τό τους. Τί­πο­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ ἴ­διου τοῦ ἑ­αυ­τοῦ Του, ποὺ μᾶς πρό­σφε­ρε ὁ Θε­ός, ἡ Ἀ­πό­λυ­τη Ἀ­λή­θεια, τὸν ὁ­ποῖ­ο μπο­ροῦ­με νὰ γνω­ρί­σου­με, ὄ­χι ἁ­πλῶς ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με ἀ­φη­ρη­μέ­νες προ­τά­σεις ἢ ἀ­πρό­σω­πες ἐμ­πει­ρί­ες. Ὁ Θε­ὸς μᾶς ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα πρὸς μί­α ἀ­λη­θι­νὴ καὶ αἰ­ώ­νια σχέ­ση μὲ τὸν ἴ­διο, μέ­σα ἀ­π᾿ τὴν ὁ­ποί­α φθά­νου­με νὰ γνω­ρί­σου­με τὴν Ἀ­λή­θεια ὡς Πρό­σω­πο καὶ ὡς Ἀ­γά­πη» (Ἀ­πὸ τὸν Βου­δι­σμὸ στὸν Χρι­στό, σελ. 111 καὶ 113).

          Ὁ Χρι­στὸς λοι­πὸν δὲν μᾶς ἔ­φε­ρε κά­ποι­α ἀ­φη­ρη­μέ­να ἰ­δα­νι­κὰ ἀ­πὸ δεύ­τε­ρο χέ­ρι, ἀλ­λὰ τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό Του, ὡς ἀ­πό­λυ­τη Ἀ­λή­θεια καὶ Ἀ­γά­πη. Μᾶς τρο­μά­ζει μή­πως ἡ σχέ­ση μα­ζί Του;

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 355, Φεβρ. 2013)

π. Γ. Μεταλληνός: «Ἑτοιμάζεται αὐτὴ ἡ Σύνοδος γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό. Εὔχομαι νὰ μὴ γίνει ποτέ.»

πανορθοδοξη

Γράφει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός

Ἡ μέλλουσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος

Οἱ Σύνοδοι τοῦ 14ου αἰῶνος διατυπώνουν τὴν θεολογία περὶ τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται αὐτὲς τὶς Συνόδους ὡς 9η Οἰκουμενικὴ καὶ πανορθόδοξα γίνεται αὐτὸ ἀποδεκτὸ ἀπὸ γνωστοὺς Θεολόγους.

Διότι καὶ ἡ Σύνοδος αὐτή, ὅπως καὶ ἡ 8η τὸ 879, διαφοροποιοῦν ριζικὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὴν πατερικὴ συνέχειά της, ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ τῆς Δύσεως. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, λοιπόν, μὲ τὴν θεολογία του, καρπὸ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν φωτισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καρδιά του, εἶναι ὁ Πατέρας τῆς 9ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἕνα ἐπίκαιρο ἐρώτημα εἶναι: Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει πανορθόδοξος Σύνοδος τί θὰ κάνει; Ἑτοιμάζεται αὐτὴ ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καὶ ὅπως βλέπουμε, στὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό. Εὔχομαι νὰ μὴ γίνει ποτέ. Ἀλλὰ ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τὰ πράγματα.

Ἐάν, λοιπόν, συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ποὺ θὰ ἔχει τὸν χαρακτήρα γιὰ μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐὰν συνέλθει καὶ δὲν δεχθεῖ μεταξὺ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὴν 8η καὶ τὴν 9η, θὰ εἶναι ψευδοσύνοδος.
Ὅπως ἡ Σύνοδος Φερράρας – Φλωρεντίας.

Καὶ τότε ἀπὸ κάποιους δεσποτάδες Ἀνατολικοὺς καὶ Δυτικούς, ἐπεβλήθη ἡ Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀλλὰ ἦταν ἀρκετὴ ἡ ἀντίσταση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κάποιων κορυφῶν τῆς παραδόσεώς μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὥστε τελικὰ νὰ….
χαρακτηριστεῖ ψευδοσύνοδος, αἱρετικὴ Σύνοδος, ἀποτυχημένη Σύνοδος, ἡ Σύνοδος Φερράρας – Φλωρεντίας.

Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει, λοιπόν, Πανορθόδοξος Σύνοδος θὰ κριθεῖ σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἐὰν παρακάμψει αὐτὲς τὶς δύο Συνόδους ποὺ τοποθετοῦν τὴν ὀρθοδοξία ἀπέναντι στὸν Δυτικὸ χριστιανισμό. Ἐκεῖ εἶναι τὸ κρίσιμο ἐρώτημα. Αὐτοὶ θέλουν νὰ παρουσιάσουν τὴν ἑνότητα, ὅτι ὁ Δυτικὸς Χριστιανισμὸς εἶναι παράλληλη μορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐκεῖ κάποιοι ἐργάζονται, πρὸς τὰ ἐκεῖ κάποιοι θέλουν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλους μας.

Ἕνα ψευδοεπιχείρημα, λοιπόν, ποὺ κυκλοφορεῖται στὸ χῶρο τῆς δικῆς μας Θεολογίας, τῆς Ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας, εἶναι ὅτι οὐδεμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατεδίκασε τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό. Καὶ ὅμως ἔχουμε δύο Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τοῦ 879 καὶ ἐκείνης τοῦ 14ου αἰῶνος, ποὺ διαφοροποιοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό.
Εἶναι τραγικό! Δὲν ἐπιχαίρω, οὔτε θριαμβολογῶ.

Ἡ ἐπιθυμία ὅλων μα πρέπει νὰ εἶναι νὰ συναντηθοῦμε στὴν ἑνότητα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ὅλων τῶν αἰώνων. Διαφορετικά, κάθε ἕνωση θὰ εἶναι ψευδένωσις• καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ θὰ καταστρέφει καὶ θὰ διαστρέφει κάθε προσπάθεια, εἰλικρινῆ προσπάθεια, ποὺ θέλει νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ θέμα τῆς σωτηρίας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐλέγχει τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπάρχει σύγχυση, σχετικοποίηση τῆς πίστεως, πολιτικοὶ συμβιβασμοί.

Οἱ διάλογοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ εἶναι ἀπομίμηση τῶν πολιτικῶν συζητήσεων. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς -γι’ αὐτὸ δὲν γίνεται εὐχάριστα δεκτὸς- ἐμπνέει διάθεση ὁμολογίας καὶ μαρτυρίου ἀκόμη, ἂν ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέψει, στὴν ἐποχή μας. Βοηθεῖ, ἐπίσης, στὴ συνέχεια τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Ἡ ἐπανέκφραση τῆς Πίστεως μὲ τὰ μέσα κάθε ἐποχῆς δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ μὲ τὴν ἀναζητούμενη ἀπὸ δικούς μας θεολόγους Οἰκουμενιστὲς «ἐπανερμηνεία» τῆς πίστεως. Δὲν εἶναι θέμα ἐπανερμηνείας, πῶς θὰ κατανοήσουμε λ.χ. τὸ παπικὸ πρωτεῖο. Συγγνώμη γιὰ τὴν φράση, καὶ ὁ σκύλος χορτάτος καὶ ἡ πίττα ἀφάγωτη! Μὰ εἶναι αὐτὰ σοβαρὰ πράγματα, ὅταν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς»; ὅταν παίζουμε μὲ τὴ σωτηρία; ὅταν παίζουμε μὲ τὴν αἰωνιότητα; Διαγράφουμε ὅλους τοὺς Ἁγίους ἐν ὀνόματι τῶν Ἁγίων.

Διότι τὸ πνεῦμα, τὸ ὅποιον κυριαρχεῖ, εἶναι νὰ ἐκθειάζουμε τοὺς Ἁγίους. Κι ὅπως, μακαρίτης τώρα, Ἀρχιεπίσκοπος ἔλεγε: Δεχόμεθα τὸν Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ καὶ τὸν τιμᾶμε ἐκεῖνος ἔτσι ἔπρεπε νὰ μιλήσει στὴν ἐποχή του, ἐμεῖς μιλοῦμε μὲ τὸν δικό μας τρόπο στὴν δική μας ἐποχή…. Κάτι παρόμοιο ἐλέχθη. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι πάντα ὁ αὐτὸς «παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας».

Καὶ ἡ πίστη ποὺ σώζει εἶναι μία συνταγή, ἕνα φάρμακο ποὺ δὲν ἀλλοιώνεται, δὲν δέχεται ἀλλαγές. Εἶναι μία καὶ ἑνιαία ἡ πίστις. Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ γίνει καὶ δική μας ἐμπειρία.Ἡ κατανόηση, λοιπόν, τῶν Ἁγίων, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θέτει τὸ πρόβλημα τῆς ἀποδοχῆς τῆς γλώσσας τῶν Ἁγίων.

Ἡ γλώσσα τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Μὲ αὐτὴ τὴ σκέψη καταλήγω κι εὔχομαι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς νὰ συνοδεύει τὴ ζωή μας. Καλὸν τὸ ὑπόλοιπον Στάδιον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ Καλὴ Ἀνάσταση!

(ἀπόσπασμα, ἀπὸ ὁμιλία στὴν Λάρισα κατὰ τὴν Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν 2009, ποὺ ἐξεδόθη μὲ τὸν τίτλο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ Θ´ ΟΙΚΟΥ- ΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Μεγ. Μετεώρρου, Ἅγ. Μετέωρα 2009, σσ. 28-31).

ΠΗΓΗ:

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Λόγος εις την Ανάληψη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.(Απόσπασμα)

235839-HAnalypsis

Εισαγωγικά.

Ο Κύριος «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού». Το γεγονός της Αναλήψεως του Κυρίου είναι το ορατό σημείο της συμφιλίωσης Θεού και ανθρώπου, αλλά και του δοξασμού της ανθρώπινης φύσης.

Η καταλλαγή αυτή και ο δοξασμός του ανθρώπου επιτεύχθηκε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού -με την οποία ο Θεός ένωσε την ανθρώπινη φύση με τη θεία Του φύση  ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως- το επι γης έργο Του, τα εκούσια Του Πάθη, την ένδοξη Ανάστασή Του.

Οι πολλαπλές εμφανίσεις του Θεανθρώπου,  μετά την Ανάστασή Του, σκοπό είχαν να πείσουν τους Μαθητές Του ότι, όντως, αναστήθηκε και να χαρίσει σε αυτούς την ειρήνη, τη χαρά και το φως της ανεσπέρου αυτής ημέρας. Στις Πράξεις των Αποστόλων (1:3), o αναστημένoς Ιησούς εμφανιζόταν στoυς Μαθητές Τoυ και τoυς «δίδασκε τα περί της Βασιλείας τoυ Θεoύ για σαράντα ημέρες».

Την Πέμπτη της έκτης εβδoμάδας από την Ανάστασή Τoυ, o Χριστός, αφoύ ευλόγησε τoυς μαθητές Τoυ, αναλήφθηκε στoυς Ουρανούς (Λoυκ. 24, 50-51), στην περιoχή της Βηθανίας, έτσι ώστε την ημέρα της Πεντηκοστής να επιστρέψει εν Αγίω Πνεύματι, για να συνεχίσει, ως Εκκλησία πλέον, το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων. Η εν Αγίω Πνεύματι σωματική παρουσία του Κυρίου υπάρχει και θα υπάρχει συνεχώς, μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου οι πιστοί μπορούν να ενωθούν μαζί Του. Ο Απ. Παύλος μας υπενθυμίζει με το λόγο του, ότι «έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα.» (Α΄ Θεσ. 4: 17).

Το γεγονός της Αναλήψεως αποτελεί ένα από τα βασικότερα δόγματα της Εκκλησίας μας και αναφέρεται στo Σύμβoλo της Πίστεως. Αμήν.

Δρ Ελένη Ρωσσίδου-Κουτσού, Φιλόλογος-Βυζαντινολόγος

————————————————————————————————————————————————————————————–

Κατά το γεγονός της Αναλήψεως, πραγματοποιήθηκε στην πράξη η συμφιλίωση του Θεού με το ανθρώπινο γένος. Διαλύθηκε η παλιά έχθρα, τελείωσε ο μακροχρόνιος πόλεμος. Κι αυτό συνέβαινε έως τώρα, όχι επειδή μισούσε ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά επειδή ο άνθρωπος επιδείκνυε αδιαφορία και αχαριστία. Και τώρα, η αλλαγή δεν έγινε εξαιτίας των δικών μας κατορθωμάτων ή επειδή αλλάξαμε στάση και συμπεριφορά, αλλά λόγω της απροσμέτρητης αγάπης και του ενδιαφέροντος του Θεού…

Τώρα στην Ανάληψη, εμείς που δεν ήμασταν άξιοι να κατοικούμε στον παράδεισο, εμείς που στο τέλος καταντήσαμε να μην αξίζουμε να ζούμε εδώ στη γη, με αποτέλεσμα να γίνει ο κατακλυσμός και να χαθεί όλο το ανθρώπινο γένος εκτός της οικογένειας του Νώε, εμείς τώρα οι ανάξιοι ανεβαίνουμε στον ουρανό. Τα χερουβίμ, παλαιά, φυλάγανε τον παράδεισο για να μην μπούμε ξανά και τώρα εμείς τα υπερβαίνουμε. Η ανθρώπινη φύση, στο πρόσωπο του Χριστού, έτυχε τιμής που δεν έτυχε η φύση των αγγέλων. Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Δεν έγινε άγγελος. Ενώθηκε μόνο με την ανθρώπινη φύση. Και οι άγγελοι δεν ζηλεύουν, αντίθετα χαίρονται, διότι χαρά των αγγέλων είναι η προκοπή μας και πόνος τους η εξαθλίωσή μας.

Για την αλλαγή αυτή οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον Χριστό. Αυτός έγινε μεσίτης. Ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος. Ο Θεός ήταν οργισμένος με μας και εμείς τον μισούσαμε. Και μας συμφιλίωσε ο Υιός Του. Πώς μας συμφιλίωσε; Δεχόμενος την τιμωρία που έπρεπε να επιβάλει σε μας. «Εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ., 3: 13). Δέχτηκε την τιμωρία του ουρανού, δέχτηκε και τις προσβολές των ανθρώπων. «Οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ’ εμέ» (Ψαλμ. 68:10) … Πολλές φορές μιλούμε για τη μεσιτεία της Παναγίας και των αγίων και ξεχνούμε ότι μεσίτης πάνω απ’ όλους τους αγίους είναι ο ίδιος Χριστός. Αυτός ως άνθρωπος συνεχώς μεσιτεύει για μας τους ελεεινούς αδελφούς Του. Όπως ακριβώς παίρνουμε κάτι από τη σοδειά μας και το προσφέρουμε στο Θεό για να τον ευχαριστήσουμε και να ευλογήσει όλη τη σοδειά μας, έτσι ακριβώς και ο Χριστός την ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε στη μήτρα της παρθένου Μαρίας την κάνει προσφορά στον Θεό, για να ευλογηθεί όλο το ανθρώπινο γένος…

Ενώ πλαστήκαμε από τον Θεό «κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του», ο άνθρωπος δεν πρόσεξε και ωμοιώθη τοις κτήνεσι. Το να γίνει, δε, κάποιος σαν τα ζώα είναι σαν να έγινε χειρότερος από αυτά. Το να σέρνεται ένα φίδι είναι φυσικό, το να σέρνεται, όμως, ένας αετός είναι η εσχάτη κατάπτωση … Μερικές φορές, ο άνθρωπος γίνεται χειρότερος των ζώων. Έτσι ο Ησαΐας λέγει, «έγνω βους τον κτησάμενον, και όνος την φάτνη του κυρίου αυτού· Ισραήλ, δε, εμέ ουκ έγνω» (Ησαΐας 1: 3) … Για να μας συνετίσει ο Κύριός μας, βάζει διδασκάλους τα έντομα. «Πορεύθητι προς τον μύρμηγκα, και ζήλωσον τας οδούς αυτού» (Παροιμ. 6: 6) … Εμείς οι κατώτεροι των ζώων, τα παιδιά του διαβόλου, με την Ανάληψη του Χριστού γίναμε ανώτεροι και από τους αγγέλους.

Επιμέλεια: Δρ Ελένη Ρωσσίδου-Κουτσού,Φιλόλογος-Βυζαντινολόγος 

Βλ.: Χρυσοστόμου, Ι., «Εις την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»,  Ε.Π.Ε., 36   – 

Οι θρήνοι για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης

 polipalaiologos__large

Βασίλης Φουρτούνης: δάσκαλος,

Τα γεγονότα σχετικά με την δεύτερη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι λίγο πολύ γνωστά. Περισσότερο σημαντική όμως από τα ίδια τα γεγονότα είναι νομίζω η πρόσληψή τους και η ερμηνεία τους από τον ίδιο το λαό.

Η λαϊκή μούσα, λοιπόν, η οποία τόσο αριστοτεχνικά αποτυπώνει στα τραγούδια της τις διάφορες στιγμές της ιστορίας του Έθνους, δεν ήταν δυνατόν να μείνει ασυγκίνητη από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αν σκεφτεί κανείς ότι έχουν τόσα χρόνια από τότε και επιβιώνουν τόσοι θρήνοι για την Άλωση τότε αντιλαμβάνεται πόσο βαθειά επηρέασε τον Ελληνικό λαό το γεγονός αυτό.

Από τα Ομηρικά Έπη, μέχρι τα Ακριτικά τραγούδια και τις Παραλογές, ένα ήταν το χαρακτηριστικό των Εθνικών μας τραγουδιών: Ο θρίαμβος του καλού πάνω στο κακό, του Ελληνικού πάνω στο βαρβαρικό και του ανδρείου πάνω στο τιποτένιο. Με την κατάκτηση των Ελληνικών εδαφών από τους Σταυροφόρους, τους Φράγκους τους Ενετούς και τέλος από τους Τούρκους, καθώς και με την άνθηση της πειρατείας, καινούργια στοιχεία άρχισαν να εισάγονται στη δημοτική μας ποίηση. Ο θρήνος για τη χαμένη πατρίδα, τη σκλαβιά, την αδικία και την ένδεια, καθώς και ο καημός για την αναπόφευκτη ξενιτιά, θα δώσουν σε πολλά τραγούδια μας ένα πονεμένο χαρακτήρα. Το ότι τα ιστορικά και αφηγηματικά μας τραγούδια είναι σχεδόν όλα σε αργό ελεύθερο ρυθμό, δεν είναι τυχαίο.

Με τους θρήνους για την Άλωση όμως συμβαίνει ένα παράδοξο γεγονός. Τα τραγούδια της Άλωσης έφθασαν στις μέρες έχοντας χορευτικό ρυθμό. Τούτο οφείλεται στο γεγονός που έχει σχέση με τις ευκαιρίες που είχαν οι Έλληνες να βρίσκονται μαζί και να τραγουδάνε. Έτσι, εκτός από τους γάμους άλλες ευκαιρίες ήταν και οι μεγάλες Θρησκευτικές γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα.

Ειδικότερα την επομένη ημέρα του Πάσχα, οι Έλληνες είχαν την άδεια να συγκεντρώνονται σε υπαίθριους χώρους και να διασκεδάζουν, τις περισσότερες μάλιστα φορές χωρίς την παρουσία του κατακτητή. Επειδή λοιπόν η ημέρα αυτή έπεφτε πιο κοντά στη μαύρη επέτειο, καθιερώθηκε σιγά-σιγά, να τραγουδιόνται τότε και τα τραγούδια της Άλωσης. Το φαινόμενο είναι παρόμοιο με την επιβίωση τραγουδιών του Ακριτικού κύκλου στα έθιμα του γάμου ή σε άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις όπως τα Αναστενάρια.

H ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

images

Πολλά τραγούδια έχουν γραφτεί για την Κωνσταντινούπολη και την Αγια Σοφιά. H παράδοση θέλει να συμμετέχουν στο χτίσιμο τους άγγελοι, πουλιά, αλλά και αυτός ο ίδιος ο Κωσταντής (που άλλοτε είναι ο περίφημος ακρίτης, άλλοτε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος) όπως φαίνεται από το παρακάτω Ριζίτικο της Κρήτης

Όντεν εθεμελιώνασι οι γι-άγγελοι την Πόλη,

‘που τ’ Άγιον Όρος το νερό κι’ από τη Χιο το χώμα,

κι’ από την Αντριανούπολη, παίρνουν τα κεραμίδια.

Κι απής την αποκτίσανε οι γι-άγγελοι την Πόλη,

στέκουν και συντηρούν τηνε, κι’ αποθαυμάζοντάν την.

Και πώς να την εβγάλομε, και πώς να την ελέμε;

Πόλη, Κωνσταντινούπολη και Κωνσταντίνον πόλη.

Ή το:

«Δεν είναι τούτο θαύμασμα, παράξενο μεγάλο,

που ζέψανε τον Κωσταντή με το βουβάλι αντάμα

να κουβαλά τα μάρμαρα απ’το Μαρμαροχώρι

να φτιάξουν την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι;

Πέτρα-πέτρα χτίστη η Πόλη, λέει η παροιμία. Βλέπουμε εδώ πόσο θεϊκή ήταν η Κωνσταντινούπολη στη φαντασία του λαού, που φυσικά ποτέ δεν την είχε επισκεφτεί. Επίσης σε πολλά τραγούδια, όπως το Θεσσαλικό που αναφέρεται στο κτίσιμο της Αγιά-Σοφιάς.

Ανάμεσα τρεις θάλασσες, καράβι κινδυνεύει

με τ’ άργανα αρμένιζε, με τον αέρα σειόνταν

και με τα χαλκοτύμπανα μαζεύοντ’ αντρειωμένες.

Μαζώνονταν, συνάζονταν πύργον θέλουν να κτίσουν,

να στήσουν την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι.

Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια κτίζουν

κι’ οι άγγελοι απ’ τους ουρανούς βάζουν τα κεραμίδια.

Και το Ζωναράδικο της Θράκης που αναφέρεται στον πόθο για το ξαναχτίσιμο της Αγιάς Σοφιάς, της λαμπρότερης εκκλησιάς που έγινε ποτέ και που έκανε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό να αναφωνήσει «Νενίκηκά σε Σολομών».

Πιτούν τα περιστέρια σον κι έρχονντι στην αυλή μου,

κλαίει καρδιά μ’ κι αναστινάζει,

σκαλίζουνι τον χώμα μου κι το νιρό μ’ το πίνουν

Το χώμα ιγώ το χράζουμι, κι το νιρό μ’ το θέλου,

θα χτίσου πέντι γι-εκκλησιές κι δέκα μοναστήρια,

θα χτίσου την Αγιά Σουφιά κι την Αγιά Μαρίνα.

Οι περισσότεροι θρήνοι της Άλωσης είναι παραλλαγές ελαχίστων αρχέτυπων τραγουδιών τα οποία κι αυτά με τη σειρά τους προέρχονται από συρραφή στίχων παλαιοτέρων. Έτσι έχουμε τραγούδια που ξεκινάνε με το στίχο «Σημαίνει ο Θεός σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια» που προέρχεται από το προγενέστερο ποίημα, γνωστό ως Μοιρολόι της Παναγιάς, με πολλές παραλλαγές κυρίως από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,

σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,

κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,

κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.

Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο βασιλέας,

φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:

«Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα ‘αγια,

παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,

γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρτουνε τρία καράβια°

το ‘να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,

το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν».

Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.

«Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι».

Παρεμφερείς στίχους έχει και το «Πήραν την Πόλιν», επίσης με πολλές παραλλαγές, που αναφέρεται στο χρονικό της Άλωσης και την τελευταία λειτουργία αλλά και η προφητεία «Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δική σου θα’ ναι», που κράτησε ζωντανό επί πέντε αιώνες τον πόθο για την απελευθέρωση της Πόλης:

images (2)

Πήραν την Πόλιν, μωρέ πήρανε, πήραν τη Σαλονίκη,

πήραν και την Αγιοσοφιά το μέγα μοναστήρι

πώχει σαράντα όνο ‘κκλησιές κι’ εξήντα όνο καμπάνες

κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και ψάλτης.

Σιμά να βγούνε τα Ιερά, κι’ ο Βασιλεύς τον κόσμον,

περιστερά κατέβηκεν από τα μεσουράνια:

Πάψετε το Χερουβικό, κι’ ας χαμηλώσουν τ’ Άγια,

Παπάδες πάρτε τα Ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,

γιατί ‘ναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψει.

HΔέσποινα ταράχτηκε κι’ εδάκρυσαν οι’ κόνες

Σώπασε κυρά Δέσποινα και σεις ‘κόνες μην κλαίτε

Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δική σου θα’ ναι.

Άλλο Ποντιακό τραγούδι για το χαμένο κλειδί της Αγιά Σοφιάς τελειώνει με τους στίχους:

Χρόνους έρθαν και πέρασαν, καιροί έρθαν και δέβαν,

‘νεσπάλθεν το κλειδίν άθες, κι επέμνεν κλειδωμένον.

θελ’ απ’ ουρανού μάστοραν και από την γην αργάτεν

Σε μια Μακεδονική παραλλαγή του γίνεται λόγος για ένα θαύμα που σύμφωνα με την παράδοση έγινε στην Αγιά Σοφιά, όπου τα Άγια Σκεύη φυγαδεύτηκαν από ένα άγγελο- ιερέα που εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα που όσο κι αν την έψαξαν ύστερα οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να την βρουν.

Έπαψ’ ευθύς η λειτουργιά, σωπάσαν οι ψαλτάδες,

η εκκλησιά αναστέναξε, σβηστήκαν τα καντήλια,

οι ‘κόνες άρχισαν να κλαιν, να χύνουν μαύρα δάκρυα.

Κι ο βασιλιάς μετάλαβε με το φουσάτο τον όλο,

και στ’ άλογο τον ρίχτηκε και πάει να πολεμήσει,

λέγοντας προς την Παναγιά και τους Αγίους όλους:

– Σώπασε κυρά Δέσποινα, και σεις Άγιοι μην κλαίτε

πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά μας θα’ ναι.

Και τη στιγμή που ο βασιλιάς από τη θήρα βγήκε,

ένας πανέμορφος παπάς στα χέρια τον κρατώντας

την Κοινωνιά και το Σταυρό και το Ιερό Βαγγέλιο,

έβγαλε μιαν οργιά φτερά και σαν αητός υψώθη

και πέταξε στους ουρανούς από ‘να παραθύρι,

για να μην πέσουν στης Τουρκιάς τ’ αντίχριστα τα χέρια.

αρχείο λήψης

Οι τελευταίες στιγμές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου περιγράφοντα στο παρακάτω Ποντιακό τραγούδι:

ο Βασιλεάς ο Βασιλεάς, παργοριάν ‘κι παίρνε.

Επαίρεν τ’ ελαφρόν σπαθίν, τ’ Ελλενικόν κοντάριν

τσοι Τούρκους κρούγνε’ς σο σπαθίν,

τσοι Τούρκους ‘ς σο κοντάριν,

τριακόσιους Τούρκους έκοψεν και δεκατρείς πασάδες,

τσακώθεν το σπαθίν ατού, κι εσκίγεν το κοντάριν.

Όντεν εκαλοτέρεσεν, απεσ’ τσοι Τούρκς επέμνεν

κι όντεν εκαλοτέρεσεν και μοναχός επέμνεν.

Κι ατοίν ατόναν έθαψα’ς σο χλοερόν τιουσ’ έκιν.

Άλλα τραγούδια περιγράφουν τους αγώνες αφανών ηρώων που βρέθηκαν στις άνισες μάχες όπως του νέου από την Τραπεζούντα που η μάνα του ως άλλη Σπαρτιάτισσα τον προστάζει:

«Έπαρ’ υιέ μ’ την σπάθην σου, τ’ Ελλένικον κοντάρι σ’

δεβ’ ατουνούς, σκόρπισον ατ’ς σαν άνεμος τα φύλλα»

Χίλιους έκοψα την πιρνήν, χίλιους το μεσημέριν,

μα ο Θός έστεσεν την βροχήν και βρέχει Τουρκοπούλεα,

ο Θεός έστεσεν την βροντήν, βροντούν τα εγκλησίας.

Ντ’ εποίκαμεν σε νε Θεέ, ‘ς σο αίμαν βουτεμένοι!

Σεράντα χρόνια χτίσκουνταν του Έλλενου το καστρον

κι ατώρα να χαλάεται με το βαρύν την σπάθην!

Εκεί πουλλία κελαηδούν με φλιβερόν λαλίαν,

εκεί Έλλενοι απέθεναν, μύρεα παλληκάρεα!

images (1)

Στο Θρακιώτικο τραγούδι γίνεται λόγος για τρία (Κρητικά) καράβια που κατόρθωσαν να διαφύγουν με κάποια ιερά σκεύη της Αγίας Σοφίας. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για τρία Γενουάτικα καράβια και ένα Ελληνικό υπό τον ναύαρχο Φλαντανελά τα οποία σύμφωνα με τον χρονικογράφο Φραντζή κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό των Τουρκικών πλοίων προκαλώντας μάλιστα μεγάλη καταστροφή και να εφοδιάσουν την πολιορκημένη Πόλη με τρόφιμα. Το γεγονός αυτό εντυπωσίασε τους Έλληνες και τραγουδήθηκε σαν θρύλος.

Τρία καρά – κρουσταλλένια μου,

τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι,

που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας,

κλαίει κι αναστενάζει.

το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου

του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν

Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις

Στους θρήνους τα πουλιά συμμετέχουν στο πένθος και παύουν να κελαηδούν, όπως στο Θρακιώτικο:

Γιατί πουλί δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα;

Για πώς μπορώ να τραγουδώ ‘πως κελαηδούσα πρώτα;

μου κόψαν τα φτερούδια μου, μου κόψαν τη λαλιά μου,

μας πήρανε την Πόλη μας και την Αγιά Σοφιά μας.

Τα πουλιά γίνονται μάρτυρες των φρικτών γεγονότων όπως σ’ αυτό από τον Πύργο της Βόρειας Θράκης τον οποίο οι αγεωγράφητοι και ανιστόρητοι πολιτικοί μας αποκαλούν σήμερα Μπουργκάς:

Πουλάκι νάμαν να πετώ, νάμαν χιλιδονάκι,

να πήγαινα στης Βουργαριάς τα μαύρα κορφοβούνια

να κάθομαν να έβλιπα την Πόλης του λιμάνι,

που αρμινίζουν τ’ άρμινα και βάζουν τα καράβια.

Για έβγα έξω, βασιλιά κι’ αφέντη Κουσταντίνι,

να διείς την Πόλ’ που άναψι, πώς καίν’ τα μοναστήρια.

Το πώς να βγει ου βασιλιάς κι αφέντης Κουσταντίνους;

ιχθές προυί λαβώθηκι, προυί μι την αυγούλα.

Τα πουλιά επίσης ρωτιούνται με αγωνία από τους άλλους Έλληνες για την τύχη της Βασιλεύουσας όπως στο τραγούδι από την Ελασσόνα.

Ερ’ ένα πουλάκι ξέβγηνε που μεσ’ από την Πόλη,

χρυσά ταν τα φτερούγια του, χρυσά και κεντημένα

κι ήσαν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα.

«Πες μας, πές μας, πουλάκι μου, κάνα καλό χαμπέρι»

«Τί να σας πω, μαύρα μ’ παιδιά, τί να σας μολογήσω;

Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι.

Αλλού, όπως στο παρακάτω Μακεδονικό τραγούδι, τα πουλιά αναλαμβάνουν να μεταφέρουν το μήνυμα της Άλωσης στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τότε όμως ελεύθερες περιοχές ήταν μόνο το Δεσποτάτο του Μορέως και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος.

Ν- ισείς πουλιά μ’ πιτούμινα, πιτάτι στον αέρα,

χαμπέρ’ να πάτι στο Μορηά, χαμπέρι στην Ελλάδα.

Τούρκοι την Πόλι πήρανι, πήραν τη Σαλονίκη,

πήραν κι την Αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι.

Χαρακτηριστικό είναι και το Ποντιακό μοιρολόι που ενέπνευσε τον Κωνσταντίνο Καβάφη στο περίφημο ποίημά του «Πάρθεν»:

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην°

ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,

επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.

Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,

εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,

Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης°

έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.

Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.

«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια

κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,

-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι

-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.

-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

Η συνέχεια είναι πολύ γνωστή και τραγουδιέται συχνά:

«Ναϊλοί εμάς και βάϊ εμάς, πάρθεν η Ρωμανία»

Μοιρολογούν τα εγκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια

Όλ’ έπαιρναν υπομονήν, επαίρναν παργορίαν

Α-Γιάννες κι Αε-Θοδωρον και Αγιά Σοφιά ‘ς σην Πόλην

παρηνοσίαν ‘κι είχανε, ουδέ παρηγορίαν.

«Α-Γιάννε, επάρ’ υπομονήν, επάρ’ και παργορίαν

οι Έλληνες γερούν κι ανθούν και φέρνουν πάλεν άλλα»

Ο ήλιος σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται κι αυτός μάρτυ­ρας των τραγικών ημερών, οπότε γυρίζει το βράδυ «μαυρομε- λανιασμένος» και τα διηγείται στη μητέρα του ή σε άλλους. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όλα αυτά τα τραγούδια έχουν τη ρίζα τους στην παραλογή του Ήλιου και της Λυγερής.

Ήλιε που βγαίνεις το πρωί και βράδυ βασιλεύεις,

όλο τον κόσμο γκιζεράς κι όλη την οικουμένη.

Για πές μας τ’ είδες σήμερα κι είσαι σκοτεινιασμένος;»

«Τι να σας πω μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω;

Επήρε ο Τούρκος τη Σοφιά, το Μεγα Μοναστήρι

με πιο τραγικά λόγια απαντάει ο ήλιος στην Ποντιακή παραλλαγή:

Αϊλί, ντ’ είδαν τα μάτια μου’ς σο σημερνόν τη μέραν.

Αντίς αρνιά παιδιά σπαζ’ νε, αντίς πρόβατα μάννες,

αντίς τα κράρα τ’ άκλερα, σπάζ’ νε τα παλληκάρεα.

Άλλοτε πάλι το μήνυμα μεταφέρουν θρηνολογώντας Έλληνες ναυτικοί:

Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,

Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.

Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,

το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.

Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;

Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου

και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:

-«Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»

-«Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,

ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°

απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.

Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω

κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.

Ένα άλλο θέμα που συναντάμε στα τραγούδια της Άλωσης στρέφεται γύρω από την άρνηση των Χριστιανών να δεχθούν την Αγια Σοφιά ως τζαμί, όπως το Σκυριανό.

Εμείς -μάνα μ’ – δε θέλουμε τζαμιά, χοτζάδες να λαλούνε,

μον’ θέλουμε τ’ Αγιά-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

Στο αντίστοιχο τραγούδι από την Νικομήδεια, το μήνυμα στέλνεται στον Πασσά με αρκετή ειρωνεία.

Και σεις πουλιά της Ρούμελης κι αηδόνια μ’ της Αθήνας,

αυτού που πάτε, σεις, πουλιά μ’, αυτού που θα σταθείτε,

να χαιρετάτε τον Πασσά και να τον προσκυνάτε.

Αυτού τζαμί δεν γίνεται, Τούρκοι δεν προσκυνάνε.

Αυτού θα μένει Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι.

Οι σχετικές με την Άλωση, παραδόσεις και σι θρύλοι του λαού μας ήταν φυσικό να μετατραπούν σε τραγούδια για να μεταδοθούν στις επόμενες γενιές. Έτσι έχουμε το τραγούδι της Καλογριάς με το ξαναζωντάνεμα των μισοτηγανισμένων ψαριών από τη Μικρά Ασία:

Καλογρηά μαγέρευε ψαράκια στο τηγάνι

και μια φωνή, ψιλή φωνή, απανωθιό της λέγει:

Πάψε γρηά το μαγεριό κι η Πόλη θα Τουρκέψει.

Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγούν και ζωντανέψουν,

τότε κι ο Τούρκος θε να μπει κι η Πόλη θα Τουρκέψει.

Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν

κι ο αμηράς εισέβηκεν στην Πόλη καβαλάρης.

Επίσης το λάλημα του βρασμένου πετεινού στο Θρακιώτικο τραγούδι όπου, σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες, παρουσιάζονται τα δύο σύμβολα του Ελληνισμού, ο Μέγας Αλέξανδρος, και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος να μην πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να παρθεί η Πόλις.

Αλέξαντρους μπρ’ αμάν αμάν.

Αλέξαντρους (κι) ου βασιλιάς

Αλέξης αντρειουμένους κι ου μικρου Κουσταντίνους.

Μαζ’ έτρωγαν, μαζ’ έπιναν, μαζί χαρουκουπιούνταν,

ακούν λαλιά ‘που τον Θιό, λαλιά που τα ουράνια.

«Θα πάρ’ ου Τούρκους του ψουμί, θα σέβη κι στην Πόλη»

Αλέξαντρους δεν πίστιψι, Αλέξης δεν πιστεύει.

«Ντα βγουν τα ψάρια ‘π’ τουν νταβά

κι πιτεινός π’ τη βράση,

τότι κι’ ου Τούρκους θα γινή αφέντης μεσ’ την Πόλη.

Του λόγου δεν απόσουσι κι’ γίνηκι του θάμα:

Πηδούν τα ψάρια ‘π’ του νταβά μισοτηγανισμένα

κι’ ου πιτεινός ελάλησι κι’ Αλέξαντρους πιστεύει.

Οι υπόλοιποι θρήνοι, που δε σχετίζονται με τα παραπάνω τραγούδια, είναι συνήθως τοπικοί. Συχνά συναντιέται σε θρήνους του κουρσέματος η περίπτωση της πεθεράς με τις πολλές νύφες που φεύγουν να γλιτώσουν, όπως στο Πασχαλινό χορευτικό τραγούδι από το χωριό Θραψίμι Καρδίτσας.

Γιε μου πατήσαν την Αγιά Σοφιά,

το μέγα μοναστήρι-κι όϊ Μαρούλα μου

πήραν παιδιά απ’ το δάσκαλο, κορίτσια απ’ το κερκέφι,

πήραν μια δόλια πεθερά, με δεκαοκτώ νυφάδες.

Ν’ όλες οι νύφες περπατούν κιόλες μπροστά πηγαίνουν,

μια νύφη άλλο μικρότερη, δεν μπορ’ να περπατήσει.

Περπάτα νύφη μ’ θαρετά σαν τσ’ άλλες τις νυφάδες.

Δεν μπορώ, αϊ μάνα μ’,

δεν μπορώ μπροστά να περπατήσω.

Με κλαίει ο πόνος των παιδιών και ο χαμός τ’ αντρός μου.

Στο Θρήνο από την Καππά Καρδίτσας, συναντάμε έναν άλλο παράγοντα που φαίνεται ότι έπαιξε δόλιο ρόλο στην έκβαση της ιστορίας, τους Φράγκους, που ενώ είχαν πολλά στρατεύματα σε όλη την Ελλάδα, δεν βοήθησαν καθόλου τους Χριστιανούς επειδή ήταν ορθόδοξοι και όχι καθολικοί.

Να ‘μαν δεντρί, λέει, στη Βενετιά,

χρυσή μηλιά στην Πόλη,

και κόκκινη τριανταφυλλιά μεσ’ τους επτά ουράνους.

Ν’ ανέβαινα να βίγλιζα την Πόλη πώς τουρκεύει.

«Πόλη μου, για δε χαίρεσαι; για δε βαράς παιγνίδια;

«Το πώς μπορώ να χαίρομαι και να βαρώ παιγνίδια.

Μέσα με δέρνει ο θάνατος, ν’ όξω με δέρν’ ο Τούρκος

κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά Φράγκος με πολεμάει».

Πιο εμφανής είναι η αγανάκτηση στο Ριζίτικο της Κρήτης

Πόλη και πού’ ν’ οι πύργοι σου, και τα καμπαναριά σου

και πού’ ν’ οι γι-αντρειωμένοι σου, ν-όμορφα παληκάρια;

Η μαύρη γης τα χαίρεται, στο μαυρισμένον Άδη.

Δεν έχω αμάχι τση Τουρκιάς, μηδέ κακιά του Χάρου,

μον’ έχω αμάχι τση Φραγκιάς, αμάχι έχω του Φράγκου.

Στο τραγούδι από την Σινασό της Καπαδοκίας, γίνεται λόγος για τα τρία «βήματα» δηλαδή τα προπύργια της Ορθοδοξίας. Τ’ «απάνω βήμα» είναι το βήμα του οικουμενικού Πατριάρχη, δηλαδή η Αγία Σοφία, «κάτω βήμα» το τραγούδι εννοεί τον Μοριά, ο οποίος με τις εμφύλιες έριδες που τον απασχολούσαν ουδόλως ασχολήθηκε με τους κινδύνους της Κωνσταντινούπολης, και με το «μεσακό» εννοεί την υπόλοιπη Ελλάδα που ήδη βρισκόταν σε ξένη κατοχή.

Τ’ απάνω βήμα πάρθηκεν, το κάτω’ ποκοιμάται,

το μεσακό εστράγγισε, παιδιά, πάρθην η Πόλι.

Κλαμμός, θραμμός που γένηκε εκείνην την ημέρα,

‘χασεν η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα.

ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΕ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ

Δύο είναι κυρίως οι παλαιότερες παραλογές που προσαρμόστηκαν με όποιες μετατροπές στους στίχους τους ώστε να γίνουν τραγούδια της Άλωσης. H πρώτη είναι των «Τριών καλογέρων. H παραλλαγή των «Τριών καλογέρων» είναι πολύ συνηθισμένη και συνυφασμένη με τις δύσκολες ώρες του Ελληνισμού. Στα τραγούδια της Άλωσης το καράβι αυτό παρουσιάζεται για να σώσει τα ιδεώδη του Ελληνισμού. Στα τραγούδια της Επανάστασης του 1821, το ίδιο πλοίο, εξοπλισμένο με κανόνια, πολεμά με επιτυχία τον κατακτητή.

«Τρεις καλογέροι κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Άγον Όρος

Καράβιν αρματώνουνε και καλοσυγυρίζουν

Στην πρύμνη βάζουν το σταυρό, στη μεσ’ τον Πατριάρχη

Και ψάλλαν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως

Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου

Ας πάψει το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως

Πήραν οι Τούρκοι τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι

Πώ ΄χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες» (Μακεδονίας)

Σχετικό είναι και το τραγούδι του Κυρ Βοριά στο οποίο σε μια Κρητική παραλλαγή του ένα κοράσι φωνάζει τον αγαπημένο της, τον οποίο μια φουρτούνα δεν τον αφήνει να επιστρέψει, ένα ναυτόπουλο βλέπει την καταστροφή της Κωνσταντινούπολης και προβλέπει τριήμερη θεομηνία όπως ακριβώς και με το θάνατο του Ιησού στο Σταυρό.

Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, ανέβα στο κατάρτι,

να ιδής τι αέρας θα σ’κωθή, τι άνεμος θα σύρη.

Με γέλια γέλια ανέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει.

Τί είδες, βρε ναυτόπουλο και κλαις και κατεβαίνεις;

Είδα την Πόλη πώς χαλνά, τα κάστρα της πώς πέφτουν,

θ’ ακούης τι αέρας θα σ’κωθή, και τι βορηάς θα σύρη,

θα σύρη τρία μερόνυχτα, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,

θα ξεριζώση δενδρικά, θα ξεπατώση σπίτια.

Το δεύτερο τραγούδι που συναντάμε πολύ συχνά με στίχους για την Άλωση είναι η παραλλαγή του Κριματισμένου με την οποία έτσι κι αλλιώς ξεκινούσε ο Πασχαλινός χορός στα περισσότερα ελληνικά χωριά. Αυτή ξεκινάει με το στίχο Ήρθε Λαμπριά και Πασχαλιά ή αλλού με το:

Σήμερα ψέλνουν εκκλησιές, κι όλα τα μοναστήρια

ψέλνει και η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι

με τετρακόσια σήμαντρα κλπ.

απ’ εδώ και πέρα ή συνεχίζει με τους μεσαιωνικούς στίχους

Μάνα στολίζει τον νγιό στην εκκλησιά να πάνε κλπ

ή μετατρέπεται σε τραγούδι της Άλωσης όπως στο Κερασουντέικο

Ψιλή φωνή εξέβγηκε από τα επονράνεα

Αγιά Σοφία πάρθηκε σ’ Αγαρηνού τα χέρια.

 

H ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Το όνομα της Πόλης συναντιέται ήδη από τα Ακριτικά έπη στα τραγούδια του Ελληνικού λαού. Ακόμη κι αν είχαν περάσει αιώνες από την Άλωση της, η Κωνσταντινούπολη εξακολουθούσε να παραμένει το μεγαλύτερο κέντρο του Ελληνισμού. Οι περισσότεροι Έλληνες της Πόλης ήταν μεγαλοαστοί και κατοικούσαν σε αρχοντικά αριστοκρατικών συνοικιών ή θερέτρων. Εμπορικός σύνδεσμος ανατολής και Δύσης, προμήθευε την Ελλάδα με πλήθος προϊόντων αρίστης ποιότητος. Αυτή η ευμάρεια πέρασε στα τραγούδια, τα νανουρίσματα και γενικά στις καθημερινές εκφράσεις των απανταχού Ελλήνων. Έτσι το γαμήλιο γλέντι θέλει προσκεκλημένους άρχοντες από την Πόλη:

Από την Πόλη άρχοντες, κι από τη Χιό παπάδες

κι από τα Γεροσόλυμα να έλθουν οι ψαλτάδες.

Στα παινέματα και τα ταξίματα το όνομα της Πόλης δεν λείπει:

Να σε χαρίσω μάλαμα, ασήμι και λοάρι

και την Κωσταντινούπολη με το μαργαριτάρι

To Θρακιώτικο τραγούδι εκφράζει το θρησκευτικό πόθο των Ελλήνων:

Στην Πόλη να καλοναρκά, στο Πατριαρχειό να ψάλλει

και μέσα στην Αγιά Σοφιά να μπη να λειτουργάει

Ένα τραγούδι από τα Τζουμέρκα λέει:

για ν’ αρμενίσουμε καλά, στην Πόλη για να πάμε

να μπούμε στην Αγιά Σοφιά, με τις χρυσές καμπάνες

Για την εμπορική της σημασία ο λαός της Τραπεζούντας λέει:

Στράφταν τα γιαλούς, στράφταν τα περιάλια

Στράφταν τα ταρσά, της Πόλης τ’ αργαστέρια

H μητέρες στη Ρόδο νανουρίζοντας τα παιδιά τους τραγουδούν:

Κι’ αμ μου το φέρης ύπνε μου, τρεις χώρες σον χαρίζω

Τημ Πόλημ με το Γαλατάν, τη Χιόν με τα γαλούνια

και τηγ Κωσταντινούπολημ με τα καλά της ούλα.

Περισσότερο όμως πέρασε στα τραγούδια των Ελλήνων ο πόθος για την απελευθέρωση της και ο πόνος για την κλειστή εκκλησιά. Χαρακτηριστικό είναι το Κυπριακό τραγούδι αγάπης:

Θεγέ μου να ξημέρωνεν, μια μέρα με τον ήλιον

να πάρω γω την π’ αγαπώ, τζ’η Πόλη το Βασίλειον

Δήθεν ερωτικά ή γαμήλια τραγούδια προσπαθούσαν να περάσουν κρυφά τα Ελληνικά ιδεώδη στις συναθροίσεις τους όπως το γνωστό από την Προποντίδα όπου στον πρώτο στίχο της κάθε στροφής το κείμενο παραπέμπει στο Βυζάντιο, ενώ το υπόλοιπο τραγούδι είναι ερωτικό.

Καράβι καραβάκι που πας γιαλό γιαλό,

Με κόκκινη σημαία και με χρυσό σταυρό,

Αν είσαι για την Πόλη και την Αγιά Σοφιά,

Πάρε και μένα μέσα και σύρε στο καλό,

Επίσης στο τραγούδι «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης», βλέπουμε πόσο βαθιά χαραγμένη είναι στη συνείδηση των Ελλήνων η τελειότητα της Αγιά – Σοφιάς, ώστε να χρησιμοποιείται σαν μέτρο σύγκρισης της ομορφιάς των γυναικών σε ερωτικά τραγούδια.

Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, που’ ναι στην Αγιά Σοφιά

έτσι τα’χεις ταιριασμένα, μάτια, φρύδια και μαλλιά.

Στην Ιμβριακή παραλλαγή όμως το τελευταίο δίστιχο δεν παραλείπει και τον ύψιστο πόθο του Ελληνισμού:

Της Αγιά Σοφιάς οι Πόρτες δεν ανοίγουν με κλειδιά

μόνο θέλουν ευζωνάκια και Ελληνικά σπαθιά

H «ΜΕΓΑΛΗ IAEA»

H Μεγάλη Ιδέα μπορούμε να πούμε ότι ξεκίνησε αμέσως μετά την Άλωση. Ως κοινός πόθος όλου του Ελληνισμού, άνθισε λίγο πριν την Επανάσταση και διατηρήθηκε μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πολλά λοιπόν είναι τα τραγούδια που γράφτηκαν εμπνευσμένα απ’ αυτήν. Δυστυχώς λίγα από αυτά είναι γνήσια τραγούδια του λαού, ενώ τα περισσότερα είναι μέτριες απομιμήσεις. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω του Ντεληγιάννη:

Μαζεύει νιους για πόλεμο, γέροντες για ορμήνια

να παν να πολεμήσουνε, δυο τρεις μεγάλες χώρες

την Πρέβεζα για το φλουρί, την Άρτα για τ’ ασήμι

και την Κωνσταντινούπολη, για τη Χριστιανοσύνη.

Τέτοιες απομιμήσεις συνέθεσαν και επώνυμοι συνθέτες κυρίως για παιδαγωγικούς σκοπούς όπως το Δημοτικοφανές του Γεωργίου Λαμπελέτ, σε στίχους του Ζαχαρία Παπα ντωνίου.

Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια

στους πολέμους μαυρισμένα, τα ευζωνάκια τα καημένα

κλέφτικο χορό χορεύουν και αντίπερ’ αγναντεύουν.

Κι’ αγναντεύοντας την Πόλη τραγουδούν και λένε

Πάλι θα γενούν δικά μας κι’ η μεγάλη εκκλησιά μας

Τούτ’ ειν’ οι χρυσοί οι θόλοι, αχ, κατακαημένη Πόλη

Στην Κυρά τη Δέσποινα μας πες να μη λυπάται

στις εικόνες να μην κλαίνε, τα ευζωνάκια μας το λένε,

τα ευζωνάκια τα καημένα στους πολέμους μαυρισμένα

Κι’ ο παπάς πού ‘ναι κρυμμένος μεσ’ στο Άγιο Βήμα

τα ευζωνάκια δεν θ’ αργήση να’βγη να τα κοινωνήση

Κι’ όπου να’ ναι βγαίνουν τ’Άγια μέσα σε μυρτιές και βάγια.

Ένα από τα τραγούδια, εμπνευσμένα από τον πόθο για απελευθέρωση της Βασιλεύουσας, του Μανώλη Καλομοίρη σε ποίηση Σταματέλλου, συναντιέται σήμερα στις συλλογές με διαφορετικούς στίχους που δεν θίγουν μια κακώς εννοούμενη και έξωθεν επιβεβλημένη φιλία. Το παραθέτουμε με τους αυθεντικούς αρχικούς του στίχους.

Έγια μόλα, έγια λέσα, φύσηξε βορηά,

σπρώξε κύμα το καράβι, βόηθα Παναγιά.

Στην Αγιά Σοφιά να πάμε, έγια μόλα για,

για να πάρουμε του Τούρκου τα χρυσά κλειδιά.

Να καθίσουμε τη σκλάβα πάλι στο θρονί,

να την προσκυνήσει ο κόσμος ρήγισσα τρανή.

Το σημαντικότερο από όλα του τα έργα είναι και η τελευταία του όπερα «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» με υπότιτλο «Πήραν την Πόλη», σε κείμενο του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη. Στην εποχή μας, ευτυχώς, οι συνθέτες και ποιητές δεν ξέχασαν την Κωνσταντινούπολη. Πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς γράφουν έργα γι’ αυτήν όπως ο συνθέτης Νότης Μαυρουδής κι ο ποιητής Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ) το 1988 μιλάνε με τρυφερότητα για τη χαμένη πατρίδα μας.

Πόλη, Κωνσταντινούπολη, πατρίδα μου χαμένη,

Βασίλισσα των πόλεων χιλιοτραγουδισμένη.

Είσαι στον κόσμο ξακουστή από την ομορφιά σου,

για του Βοσπόρου τα νερά και την Αγιά Σοφιά σου.

Πόλη, Κωνσταντινούπολη, πατρίδα μου χαμένη,

η θύμησή σου στην καρδιά νοσταλγικά μου μένει.

Κι’ όσο κι αν είμαι μακριά απ’ τ’άγια χώματά σου,

ο λογισμός μου βρίσκεται παντοτινά κοντά σου.

ΑΛΛΟΙ ΘΡΗΝΟΙ

Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως

Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη

της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,

της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,

έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,

και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,

δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα

δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.

με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας· [. . .]

να πάτε όλοι κατ’ εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,

και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,

τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,

την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε. [. . .]

ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού ‘χες,

και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,

σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης.

Ανακάλημα Κωνσταντινουπόλεως

«Καράβιν πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»

«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κ’ εκ το βαρύν το σκότος,

ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·

από την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.

Εγώ γομάρι δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω

κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:

Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην

απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν».

Το καραβάκι: Προποντίδος,

Καταγραφή: Σίμων Καράς.

Το καραβάκι, σανταλένια μ’ άειντε, το καραβάκι πώρχεται,

από μεσ’ από την Πόλη, κλαίει η καρδιά μ’ και δε μερώνει.

Έχει πανιά, χάνομαι για σένα, έχει πανιά μεταξωτά

ωφ και πράσινες κορδέλλες, σαν ταις Σμιτιαναίς κοπέλλαις

Μέσα ειν’ η αγάπη μου, μέσα είν’ ο καλός μου

τα ματάκια και το φώς μου.

(Παρά το ότι είναι μεταγενέστερο του 15ου αιώνα και καθαρά ερωτικό η έμμεση αναφορά στην ‘Αλωση ενυπάρχει με τον στοίχο »….το καραβάκι πώρχεται, από μεσ’ από την Πόλη, κλαίει η καρδιά μ’ και δε μερώνει…»)

Σημαίνει ο Θος, σημαίνει η γη: Νεοχωρίου Χαλκιδικής

Σημαίνει ο Θος, σημαίνει η γη

σημαίνουν τα ουράνια

σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά

το μέγα μαναστήρι

Ψέλνει διξιά η βασιλιάς

ζιρβά η Πατριάρχης

Φωνή ακούστη εξ ουρανού

κι απ’ αρχαγγέλου στόμα

Πάψιτι το χερουβικό

και τα άξιόν εστι μας

γιατί είναι θέλημα Θεού

η Πόλη να τουρκέψει…

Ο Κωνσταντής κι ο Κωνσταντάκης: Ηπείρου

Πουλάκι πήγε κι έκατσε

στου Κωσταντή το γόνα, Κωσταντάκη μου

άιντε στου Κωσταντή το γόνα, λεβεντάκη μου

Δεν κελαηδούσε σαν πουλί

άιντε ανθρωπινά μιλάει, Κωσνταντάκη μου

άιντε ανθρωπινά μιλάει λεβεντάκη μου

Ωχ, Κωστάκη, μην την παντρεύεσαι

άιντε και μην πολλά ξοδιάζεις, Κωσνταντάκη μου

άιντε και μην πολλά ξοδιάζεις, λεβεντάκη μου

Ωχ, τι σήμερα, Κώστα, θα παντρευτείς

άιντε κι αύριο θα πεθάνεις, Κωσταντάκη μου

άιντε κι αύριο θα πεθάνεις, λεβεντάκη μου.

Ναϊλοί εμάς, να βάι εμάς: Πόντου  

Ναϊλοί εμάς, να βάι εμάς,

οι Τούρκ’ την Πόλ’ επαίραν

επαίραν το βασιλοσκάμν’, ελάγεν αφεντία.

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίνε τα μοναστήρεα

κι Άι Γιάννες ο Χρυσόστομον, κλαίει δερνοκοπάται.

Μη κλαις μη κλαις Άι Γιάννε μου, και μη δερνοκοπάσαι

η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν

η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο

η Ρωμανία αν πέρασεν πάλι θα ξανανθίσει

Κι η Δέσποινα ως τ’ άκουσε: Ριζίτικο

Και δώστε λόγο στη Φραγκιά

την Πόλη επήρε ο Τούρκος

Κι η Δέσποινα ως τ’ άκουσε

τα μάτια τς εδακρύσαν

Κι ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ

την επαρηγορήσαν

Σώπασε αφέντρα και κυρά

πάλι δικά μας θα ’ναι

πάλι με χρόνια με καιρούς…

Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα: Νιγρίτα Σερρών  

Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα,

πιτάτε στον αέρα

χαμπέρ να πάτι στο Μοριά,

χαμπέρι στην Ελλάδα

Τούρκοι την Πόλη πήρανε,

πήραν τη Σαλονίκη

Πήραν και την Αγιά Σοφιά,

το μέγα μοναστήρι

Πόχει τριακόσια σήμαντρα…

Του Μικροκωνσταντίνου: Ηπείρου

Ο Κωσταντής κι ο Κωσταντάς, και τ’ άξιο παλικάρι

το Μάη επαντρεύτηκε, το Μάη βάζει αμπέλι

το Μάη του ’ρθε μήνυμα να πάει στο σεφέρι.

Τη μάνα του ν’ εφώναξε, τη μάνα του φωνάζει

Μάνα μ’ έχε τη νύφη σου, νυφούλα σου γραμμένη

να μην την εχωρίσετε ώσπου να πάω και να ’ρθω…

Τρία καράβια φεύγουνι: Θράκης

Τρία καρά- κρουσταλλένια μου,

τρία καράβια φεύγουνι

που μέσα που την Πόλη,

κλαίει καρδιά μας

κλαίει κι αναστενάζει

το ’να φορτώνει το Σταυρό

κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου

του τρίτου του καλύτερου

την Άγια Τράπεζά μας

[μη μας την πάρουν τα σκυλιά

κι μας τη μαγαρίσουν

Η Παναγιά αναστέναξι

κι δάκρυσαν οι ‘κόνις…]

Της καλογριάς: Ηπείρου

Καλογριά τηγάνιζε ψαράκια στο τηγάνι

και μια φωνή, ψιλή φωνή, απανωθιό της λέγει

Πάψε γριά το μαγεριό κι η Πόλη θα τουρκέψει.

Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν,

τότε κι ο Τούρκος θα να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει.

Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν

κι ο αμηράς εσέβηκεν με τ’ άλογο καβάλα.

Του Αλέξανδρου και του Κωσταντή: Καισσάνης Θράκης

Αλέξανδρος ο βασιλιάς κι ο Κωσταντής αντάμα

μαζ’ έτρωγαν, μαζ’ έπιναν σε μαρμαρένια τάβλα

μαζ’ είχαν αλόγατά τς στο πλάγι τους δεμένα

[Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν και που χαροκοπούσαν]

κι ένα μικρό παιδόπουλο πααίνει και τους λέγει:

Καλά τρώτε και πίνετε καλά γλεντοκοπάτε

Μα ο Τούρκος πάτ’σε το Ρωμιό, πήρε τ’ βασιλοσύνη

Αν πάτ’σε ο Τούρκος το Ρωμιό, πήρε και τ’ βασιλοσύνη

τα ψάρια όπου ψένομεν στην κρύα βρύσ’ να πέσουν…

[πηδούν τα ψάρια ‘π’ τον νταβά μισοτηγανισμένα

κι απ’ τον Θιο ακούν λαλιά, η Πόλη θα τουρκέψει]

Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς: Θράκης

«Γιατί πουλί μ΄ δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα;

Για πως μπορώ να κελαηδώ ;

Με κόψαν τα φτερούδια μου, με πήραν τη λαλιά μου

Μας πήρανε μπρ’ αμάν την Πόλη μας και την Αγιά Σοφιά? μας

Κλαίγει πικράν η Παναγιά.

Ο ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΟΣ ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ ΑΛΩΣΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ !( του πατρος Βασιλειου Βολουδακη)

1453

Ὁ μήνας Μάϊος μᾶς καλεῖ καί φέτος σ’ ἕνα θρηνητικό ἑορτασμό μέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλεως πού ὑπῆρξε ἡ Ζωή καί τό Φῶς τῆς Οἰκουμένης!

Αὐτός ὁ θρῆνος, ἄν ἦταν θρῆνος ἐπιγνώσεως  καί μετανοίας, ὅ­πως ὁ Ἀδαμιαῖος, θά μεταστοιχειωνόταν σέ ἀλλαγή σκέψεως καί ἀλ­λαγή πλεύσεως. Θά δρομολογοῦσε καθοριστικές ἐξελίξεις γιά τήν πο­­ρεία τοῦ Ἔθνους μας καί, κυρίως καί πρωταρχικά, θά ἀνέτρεπε ἐκ βάθρων τήν Βαυαρική Προτεσταντική παράδοση, πού ἔχει γί­νει φι­λο­σοφία, θεολογία καί ζωή τῶν Νεοελλήνων ἀπό τότε πού θε­με­­λιώθηκε μέ τή βία ἀπό τόν Βαυαρό ἀντιβασιλέα Maürer καί τόν θλιβερό κληρικό συμπαίκτη του Θεόκλητον Φαρμακίδη, τό 1833.

Ἡ Βαυαροπροτεσταντική σκέψη καί κοσµοθεωρία

ἔγινε καί συνείδηση τοῦ λαοῦ µας!

Ἡ Βαυαροπροτεσταντική σκέψη καί κοσμοθεωρία ἔγινε σταδιακά καί συνείδηση τοῦ λαοῦ μας, ἀφοῦ οἱ Πατέρες μας ἐκδίωξαν μέν τήν Βαυαρική κατοχή, ἡ ὁποία μέ πρόσχημα τήν ἡλικιακή ἀνεπάρκεια τοῦ Ὄθωνα ἐπέβαλε στήν Ὀρθόδοξη Πατρίδα μας τήν Θρησκευτική Πολιτική τοῦ Λουθήρου, δέν ἐφρόντισαν, ὅμως, νά ξεριζώσουν αὐτήν καθ’ ἑαυτήν τήν Προτεσταντική Πολιτική πρακτική, μέ ἀποτέλεσμα νά παραπαίη τό Ἔθνος μας ἐπί δύο αἰῶνες, προσπαθῶντας νά ἐπα­νεύρη τήν αὐτοσυνειδησία του καί «οὐκ ἔχει τόν βοηθοῦντα»!

Σήμερα, φαίνεται πιά καθαρά ὅτι ὁ Ἐκκλησιαστικός Καταστατικός Χάρτης τοῦ 1833 σημάδεψε ἀποφασιστικά τήν πορεία τοῦ Γένους μας, ἀφοῦ πρόκειται γιά κείμενο μέ αὐθεντική Προτεσταντική σφρα­γί­δα, πού θά μποροῦσε νά συνταχθῆ μόνο “πάνω ἀπ’ τό πτῶμα” τοῦ μαρτυρικοῦ Καποδίστρια, αὐτοῦ τοῦ ἀνεπανάληπτου φορέως τῆς ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεώς μας. Ἕνα ἐπαίσχυντο κείμενο, τό ὁποῖο ὅριζε ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος κεφαλήν γνωρίζουσα τόν Ἰησοῦν Χριστόν, κατά τό διοι­κη­τι­κόν αὐτῆς µέρος ἔχει ἀρχηγόν τόν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος»!1

Ἔτσι θεμελιώθηκε ἡ ἄκρατη πολιτειοκρατία καί ἐπεβλήθη ἡ κυ­ρι­αρχία τῆς Πολιτείας ἐπί τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ τέτοιον μάλιστα βαθμό, ὥστε στίς μέρες μας νά καταργεῖται σταδιακά τό Ἅγιο Εὐαγ­γέλιο καί νά ἀπειλοῦνται οἱ κληρικοί ἀκόμη καί μέ φυλάκιση ὅταν διδάσκουν ὅτι συμπεριφορές σάν τήν ὁμοφυλοφιλία, εἶναι διαστροφή τῆς κατά Θεόν λειτουργίας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως!

Ὁµίχλη πού δυσκολεύει τήν διαυγῆ θέαση τῆς ἱστορίας µας

Ὁμίχλη πού δυσκολεύει τήν διαυγῆ θέαση τῆς ἱστορίας μας ἀπο­τελεῖ τό γεγονός ὅτι τά σημερινά κείμενα πού ὁρίζουν τή σχέση Κράτους καί Ἐκκλησίας εἶναι πολύ ἤπια καί, φαινομενικά, παρουσιά­ζον­ται ὡς σεβαστικά καί ρυθμιστικά μιᾶς σχέσεως συναλληλίας. Μά­λι­στα δέ, ἀκούγοντας συχνά λεκτικούς ἐξορκισμούς κατά τῶν Βαυαρῶν καί ἀναθεματισμούς γιά τό κακό πού μας ἔκαναν, κοι­μώ­μαστε  μακάρια, χωρίς νά ὑποψιαζόμαστε τά ἐπείσακτα προτεσταντικά βιώματα καί πιστεύματά μας, πού εἶναι γεννήματα τῶν αὐγῶν τοῦ Προτεσταντικοῦ φιδιοῦ, πού μᾶς ἄφησε γιά κληρονομιά!

Στήν πράξη, λοιπόν, τά πράγματα εἶναι τραγικά, ἀφοῦ ἡ μο­λυ­σμένη ἀπό τόν Προτεσταντισμό δημόσια ζωή ἔχει ἀλλοιώσει τό οὐσιῶδες ψυχικό χαρακτηριστικό τοῦ Ἕλληνα, τήν Ὀρθόδοξη θρη­σκευ­τικότητα, τήν ὁποία διαχειρίζεται –μέ σατανική μαεστρία– σχε­δόν ἐξ ὁλοκλήρου ἡ Πολιτεία, κατευθύνοντάς την πρός τό ἑκά­­στοτε «πολιτικά ὀρθό», ἐνῶ ἡ Ποιμένουσα Ἐκκλησία σύρεται οὐραγός, εὑ­ρι­σκομένη «ἐν ἀπορίᾳ καί σάλῳ»!

Τό Κράτος κυριαρχεῖ παντοῦ καί ἔχει κατορθώσει νά ἐκτοπίση τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Κριτήριο ἀπό ὅλες τίς πτυχές τῆς δημό­σιας καί ἰδιωτικῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν, περιορίζοντάς το μόνο στίς Ἱερές Ἀκολουθίες!

Αὐτόν τόν ἐκτοπισμό τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τόν ὑπενθυμίζουν κατά καιρούς θριαμβευτικά μέ μιά πο­λύ προσφιλῆ τους φράση σκληροπυρηνικά πολιτικά πρόσωπα τοῦ τόπου μας, πειθήνια στούς Εὐρω­παί­ους κατακτητές μας: «Ἡ Πολιτεία θά ἀκούση τίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί τῶν λοιπῶν φο­ρέων καί Ὀργανώσεων»! Δηλαδή, κατά τά γραπτά, συναλληλία, ἐνῶ στήν πράξη, ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ Κράτους καί στήν ψυχή καί στό σῶ­μα τοῦ λαοῦ, μέ συρρικνωμένα τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῶν πολιτῶν ὅσο καί ἑνός Συλλόγου!

Νά ἀποκηρύξουµε τήν Προτεσταντική δόµηση τῆς σκέψεώς µας

Ἀπό αὐτά τά ἀναγκαῖα εἰσαγωγικά πού προτάξαμε φαίνεται πλέον καθαρά ὅτι γιά νά ἀξιολογήσουμε σωστά τήν Ἅλωση τῆς Πόλεως καί νά ὠφεληθοῦμε ἀπό αὐτήν τήν ἀξιολόγηση πρέπει νά ἀποκηρύξουμε πλήρως τήν Προτεσταντική δόμηση τῆς σκέψεώς μας ὡς λαοῦ καί νά ἀποτινάξουμε τόν ἐγκόσμιο ἐγκλωβισμό τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὑπάρξεως, στόν ὁποῖο μᾶς κατεδίκασε ἡ Ἀμε­ρικανοευρωπαϊκή ἀνθρω­ποκεντρική ἀπανθρωπία, μέ τήν ἔνοχη σιω­πή καί ἀπραξία τοῦ Κλήρου καί τήν σύμπραξη τῶν ἀμοραλιστῶν πο­λι­τικῶν τῆς προοπτικῆς καί τοῦ προσανατολισμοῦ «ἀνήκομεν εἰς τήν Δύσιν»!

Αὐτοί, οἱ πολιτικοί–βιασταί τῆς βαθύτερης θελήσεως τοῦ Ὀρθο­­δό­ξου λαοῦ μας, πού σύρονται ἀμαχητί νά συμπράξουν στό κτί­σι­μο τῆς νέας Εὐρωπαϊκῆς Βαβέλ καί νά συμμετάσχουν στόν Πο­λι­τισμό της, εἶναι παντελῶς ἀνίκανοι νά συνειδητοποιήσουν τό μέγεθος καί τό βάθος τῆς καταστροφῆς πού ἔχουν προκαλέσει ἀλλά καί πού ἐξακολουθοῦν νά προ­κα­λοῦν στόν τόπο μας. Καί αὐτό, γιατί ἐκτόπισαν τά θεολογικά κριτήρια, τά μόνα πού ἐξασφαλίζουν καθαρή ὁρατότητα τῆς ζωῆς καί τῆς πραγματικότητος. «Τῆς Νῦν καί τῆς Μελλούσης»!

Νά γιατί πλέον τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν προστασία τοῦ Ἔθνους μας εἶναι καί σήμερα βαρύτατο.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νά ἐξηγήση στόν λαό μας ὅτι τό πρόβλημα τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι περίπλοκο καί, πρωτίστως Θεολογικό, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεοειδής. Τό πρόβλημα τῆς ἀνθρωπότητος δέν εἶναι αὐτό πού φαίνεται νά ἀπασχολῆ σήμερα τόν περισσότερο κόσμο. Ἔχει χρέος ἡ Ἐκκλησία νά ἐξηγήση ὅτι ἡ σημερινή δομή, ἡ σκέψη, ἡ θεολογία, ἡ ἐπιστήμη, ἡ πολιτική, ἀλλά καί τό πῶς σχετίζονται ὅλα αὐτά μεταξύ τους, εἶναι ἀποκυήματα τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὁ ὁποῖος –σύμφωνα μέ τόν προσφυῆ χαρακτηρισμό ἑνός μεγάλου συγχρόνου ἁγίου, τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς– «ἔχει ἐν πολλοῖς ὑπερβεῖ εἰς Ἀρειανισµόν καί αὐτόν τόν Ἄρειον»!

Ὁ Ἄρειος ἐκδίωξε τόν Θεόν ἀπό τόν Χριστόν καί τόν ἐμείωσε σέ ἁπλόν ἄνθρωπον. Ὁ Προτεσταντισμός, μετά ἀπό αἰῶνες, ἐκτόπισε τόν Θεόν ἀπό ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ Κράτους(!), ἐπαναφέροντας τήν εἰδωλολατρική πρακτική τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Πολιτικοῦ ἄρχοντος, ὄχι μόνο στήν διοίκηση τοῦ Κράτους, ἀλλά ἀκόμη καί στόν προσδιορισμό τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του!

Τό Εὐρωπαϊκό Κράτος πλέον καθορίζει τί εἶναι σωστό καί τί λάθος, τί εἶναι ἀλήθεια καί τί ψέμα καί ἀποφαίνεται ὅτι εἶναι λάθος καί ψέμα ὅλα ἐκεῖνα πού ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Θεός –ἡ Ἀλήθεια– διά τῆς Ἐκκλησίας Του! Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος εἶναι προφητικά ἀποκα­λυ­πτικός: «Ὁ Ἀρειανισµός δέν ἔχει ἀκόµη ταφῆ^ σήµερον εἶναι τῆς µόδας παρά ποτέ ἄλλοτε καί ἔχει διαδοθῆ περισσότερον ἀπό ἄλλοτε. Ἔχει διαχυθῆ ὡς ψυχή εἰς τό σῶµα τῆς συγχρόνου Εὐρώπης. Ἐάν κοιτάξετε εἰς τήν κουλτούραν τῆς Εὐρώπης, εἰς τό βάθος της θά ἰδῆτε κεκρυµµένον τόν Ἀρειανισµόν: Ἐδῶ ὅλα περιορίζονται εἰς τόν ἄνθρωπον καί µόνον, καί αὐτόν τόν Θεάνθρωπον Χριστόν ἔ­χουν σµικρύνει εἰς τά πλαίσια τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν ζύµην τοῦ Ἀρει­ανι­σµοῦ ἔχει ζυµωθῆ καί ἡ φιλοσοφία τῆς Εὐρώπης, καί ἡ ἐπι­στή­µη της, καί ὁ πολιτισµός της, καί ἐν µέρει καί ἡ θρησκεία της. Παντοῦ συστηµατικῶς καταβιβάζεται εἰς ἁπλοῦν ἄνθρωπον… ἐπιτελεῖται διαρκῶς τό ἔργον τοῦ Ἀρείου… Ἡ Εὐρωπαϊκή ἐπιστήµη δέν ὑπο­λεί­πεται τῆς φιλοσοφίας εἰς τήν Ἀρειανικήν σχέσιν της πρός τόν Χρι­στόν. Ὁ Προτεσταντισµός διά πολλῶν ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων του ἔχει ἐν πολλοῖς ὑπερβεῖ εἰς Ἀρειανισµόν καί αὐτόν τόν Ἄρειον»!2

Ὁ Μέγας ἅγιος Κωνσταντῖνος γκρεµίζει τόν Ἀρειανισµό

γιά νά οἰκοδοµήση τήν Βασιλεύουσα!

Νά, λοιπόν, γιατί ὁ Μέγας ἅγιος Κωνσταντῖνος καταπολέμησε τόν Ἄρειο καί τήν θνησιγενῆ ἀνθρωποκεντρική πολιτική προκειμένου νά θεμελιώση τήν Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία μας καί νά χαράξη τήν ἱστορική της πορεία μέ τό «διά τοῦ Σταυροῦ Πολίτευµα», μεταγγίζον­τας στήν Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων δυνατότητες αἰωνιότητος!

Ὁ Ἅγιος κατενόησε ὅτι ἄν ἀφεθῆ ὁ Ἄρειος ἀνεμπόδιστος νά ἀ­–θε­ώ­ση τόν Θεάνθρωπον, τότε ὡς φυσικό ἐπακόλουθο θά ἦταν νά ἐκ­διωχθῆ ὁ Θεός ἀπό τή ζωή τῆς Βασιλεύουσας, ὁπότε αὐτή θά εἶχε τήν μοιραία πορεία τῶν θνησιγενῶν βασιλείων τοῦ κόσμου, τά ὁποῖα ἔλαμψαν γιά λίγο ὡς διάττοντες ἀστέρες καί σύντομα χάθηκαν ἀπό τό ἱστορικό στερέωμα. Ἡ Βασιλεύουσα εἶναι τό μοναδικό ἱστορικό Γεγονός, πού διήρκεσε χίλια καί πλέον χρόνια, τό μοναδικό Βασίλειο μέ τό μοναδικό χρυσό νόμισμα, πού ξεπέρασε σέ ὅριο ζωῆς τήν χιλι­ετία!

Ἡ καταπολέμηση τοῦ Ἀρειανισμοῦ δέν ἔπαυσε εὐθύς μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀλλά διήρκεσε καί ἀρκετούς αἰῶνες μετά. Κατό­πιν, φάνηκε ὅτι ἡττᾶται, ἀλλά κρυφά καί ἄδηλα μεταμορφωνόταν, ἕως ὅτου ἔδειξε καί πάλι καθαρά τό πρόσωπό του λίγο πρίν τήν ὁριστική Ἅλωση τῆς Πόλεως τῶν Πόλεων.

Ὁ Παπισµός, θύρα ἐπανόδου τοῦ Ἀρειανισµοῦ

στήν Ἱστορία τοῦ κόσµου!

Ὁ Ἀρειανισμός ἔδειξε ξανά τό πρόσωπό του, ὅταν ὁ λαός καί οἱ ἄρχοντές του εἶχαν ἀρχίσει καί πάλι νά ἀ–θεώνουν τόν Χριστό, θεωρώντάς τον περισσότερο ἄνθρωπο, σάν κι’ αὐτούς, καί λιγότερο ἤ καί καθόλου Θεόν!

Ὁ ἐναγκαλισμός τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ μέ τόν Παπισμό, σάν σωσίβιο σωτηρίας ἦταν ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς ἀθανάτου (χάριν τοῦ «διά τοῦ Σταυροῦ Πολιτεύματός της») Κωνσταντινουπόλεως, γιατί ὁ Παπισμός –διά τοῦ Ἀλαθήτου ἀνθρώπου-Πάπα– γίνεται ἡ θύρα τῆς ἐπανόδου τοῦ Ἀρειανισμοῦ στήν ἱστορία τοῦ κόσμου, ἀφοῦ «ἡ πτῶ­σις τοῦ Πάπα ἔγκειται εἰς τό νά θέλη νά ἀντικαταστήση τόν Θε­άν­θρω­­πον µέ τόν ἄνθρωπον».3 «Ὁ πυρήν τοῦ δόγµατος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα=τοῦ ἀνθρώπου» εἶναι «ἡ ἀποθεανθρωποποίησις τοῦ ἀνθρώπου».4

Ὁ ἐναγκαλισμός μέ τόν πεπτωκότα ἀπό τήν Ἐκκλησία Πάπα καί τό μετά ἀπό λίγους αἰῶνες ἀποκορύφωμα αὐτοῦ τοῦ ἐναγκαλισμοῦ μέ τό βδελυρό συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, πού ἐ­πέβαλε ἰταμῶς ὁ Αὐτο­κράτορας Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἐ­πά­νω –μάλιστα– στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας(!), ἐπέφερε τήν ὁριστική Πτώση τῆς ἀπτώ­του –μέχρι τότε– Μοναδικῆς Πόλεως, τῆς Βασιλευούσης, ἀφοῦ ἐδιώχθη ὁ Θεός τῶν Πατέρων μας ἀπό τήν δια­κυβέρνησή της!

Ἡ πτώση τῆς Βασιλευούσης μαρτυρεῖ ἀνά τούς αἰῶνες τήν θνη­τότητα ὅλων τῶν οὑμανισμῶν καί τήν ὁριστική τους χρεωκοπία, διότι σύμφωνα καί μέ τήν διατυπωμένη Παναλήθεια «τό δόγµα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα εἶναι τό κορύφωµα τοῦ µηδενισµοῦ».5

«Διά τοῦ δόγµατος αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος τῆς Εὐρώπης κατά δογµατικῶς ἀποφασιστικόν τρόπον, ἐκήρυξε τό δόγµα τῆς αὐταρκείας τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου καί οὕτω τελικῶς ἐφανέρωσεν ὅτι δέν τοῦ χρειάζεται ὁ Θεάνθρωπος καί εἰς τήν γῆν δέν ὑπάρχει θέσις διά τόν Θεάνθρωπον. Ὁ τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ —Vicarius Christi— τόν ἀντικαθιστᾷ πλήρως. Εἰς τήν πραγµατικότητα ἀπό αὐτό τό δόγµα ζῇ, τό ἀκολουθεῖ καί ἐπιµόνως τό ὁµολογεῖ, ὁ κάθε εὐρωπαϊκός οὑµανισµός.

Ὅλοι οἱ οὑµανισµοί τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου κατ’ οὐσίαν δέν εἶναι ἄλλο τι ἤ ἀδιάκοπος ἐπανάστασις κατά τοῦ Θεανθρώπου Χρι­στοῦ. Καθ’ ὅλους τούς δυνατούς τρόπους συντελεῖται Umwertung aller Werte (ἡ ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν) ὁ Θεάνθρωπος παντοῦ ἀντι­καθίσταται ὑπό τοῦ ἀνθρώπου εἰς ὅλους τούς εὐρωπαϊκούς θρό­νους ἐνθρονίζεται ὁ ἄνθρωπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὑµανισµοῦ. Ἐντεῦ­θεν καί δέν ὑπάρχει ἕνας vicarius Christi, ἀλλά ἀναρίθµητοι, µό­νον µέ διαφορετικάς στολάς. Διότι, ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, διά τοῦ δόγµατος περί τοῦ ἀλάθητου τοῦ πάπα, ἀνεκηρύχθη ἀλάθητος ὁ ἄνθρωπος γενικῶς. Ἐξ οὗ καί οἱ ἀναρίθµητοι πάπαι καθ’ ὅλην τήν Εὐρώπην, καί τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ προτεσταντισµοῦ. Μεταξύ αὐ­τῶν δέν ὑπάρχει οὐσιώδης διαφορά, διότι ὁ παπισµός εἶναι ὁ πρῶτος προτεσταντισµός, κατά τούς λόγους τοῦ ὁραµατιστοῦ τῆς ἀληθείας Χοµιάκωφ».6

Ἐμπρός σέ ὅλα αὐτά, πού –ἐπί τροχάδην– ἐκθέσαμε, ἐάν μένη κάποιος ἀκόμη ἀσυγκίνητος καί ἀδιάφορος, σημαίνει ὅτιὄντως ἔχει ἀποθεανθρωποποιήσει τό εἶναι του, πολύ δέ περισσότερο ἐκεῖνοι, πού συνάπτουν σχέσεις καί ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτοῦ τοῦ εἴ­δους τούς αἱρετικούς, πού ἀποδεικνύει ὅτι δέν “ἔχουν πάρει εἴδηση” γιά τό τί ἔχει συμβεῖ στήν ἱστορία τοῦ κόσμου! Ὅλοι αὐτοί, μαζί καί ἡ δική μας ἀμετανοησία, συντηροῦν τήν Πτώση τῆς Πόλεώς μας, σκε­πά­ζοντάς την συνεχῶς μέ τήν λήθη καί τά ἀνθρώπινα “ἀλάθητα”(!) κριτήρια τῶν θνητῶν, «ἐπισφαλῶν καί δειλῶν» ἐπινοιῶν μας.

Ἄς γίνη ἡ φετεινή ἐπέτειος, ἐπέτειος πνευματικῆς ἀφυπνίσεώς μας καί ριζικοῦ ἀνακαινισμοῦ μας!

                                                  πρωτ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

      «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 141

        Μάϊος 2014

Ὑποσημειώσεις:

1. Γερασίµου Κονιδάρη Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1970, σελ. 235.

2. Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος Ἀθῆναι 1969 σελ. 140 κ.ἑ.

3. Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Ἀθῆναι 1969 σελ. 153

4. ὅ.ἀ. σελ. 157

5. ὅ. ἀν., σελ. 158

6. ὅ. ἀν., σελ. 158

Ψηφίδες μνήμης στην θάλασσα της λήθης. (Κ.Τσιλιγιάννη.Χρονικό ανακάλυψης του τάφου και της ανακομιδής των Αγίων Λειψάνων του Οσίου Μαξίμου του Γραικού)

resize_of_maxim_grek_1

Η Ανακομιδή ων Λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού

Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού ήταν ένα θέμα που απασχολούσε σοβαρά τον Πατριάρχη της Μόσχας και πάσης Ρωσσίας κ.κ. Αλέξιο, αλλά αργούσε να επιτευχθεί αυτή για ουσιαστικούς και τυπικούς λόγους. Κύριος ουσιαστικός λόγος ήταν η ύπαρξη φόβων, μήπως κατά τις ανασκαφές δεν ανευρισκόταν ο τάφος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού στο από τον Σεργκέϊ Μπελάεφ υποδειχθέν σημείο, πλησίον του ναϊδρίου του Αγίου Πνεύματος. Τυπικοί δε λόγοι ήσαν οι καθαρά γραφειοκρατικές δυσκολίες για την έκδοση αδείας ανασκαφών, από έναν γαλαξία διοικητικών υπηρεσιών της Μόσχας.

…Το αίτημα της ανευρέσεως του Τάφου του Αγίου Μαξίμου του Γραικού με ανασκαφές για την ανακομιδή των λειψάνών του, διατυπώθηκε από εμέ το πρώτον το 1991 στον Ρώσσο Πατριάρχη διά του φίλου μου και συνεργάτη μου Ρώσσου αρχαιολόγου και ιστορικού κ. Σεργκέϊ Μπελάεφ. Μάλιστα, είχα το θάρρος να τον διαβεβαιώσω ότι ασμένως τόσο το Άγιον Όρος δια του Αγίου Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου κ. Εφραίμ, του γέροντός μου και πνευματικού μου, όσο και η Άρτα θα συνέβαλε στις δαπάνες των ανασκαφών.

………….Κατά τα τέλη του 1994, μετά από επισταμένες μελέτες και πολλές έρευνες, συγκέντρωσα πολλά στοιχεία για τον τάφο του Μαξίμου του Γραικού και εξέδωσα στο Άγιο Όρος την πρωτότυπη και βραβευθείσα μελέτη μου με τίτλο «Περί του τάφου του Αγίου Μαξίμου του Γραικού». Η εργασία μου αυτή, περιελάμβανε με ιστορική τεκμηρίωση τα εξής θέματα: α) περί του κενοταφίου, β) περί του θανάτου, της εορτής, της αγιοποιήσεως και της Ιεράς Ακολουθίας, γ) περί του σηκού και του παρεκκλησίου, δ) περί του τάφου του Αγίου Μαξίμου του Γραικού.

Σκοπός δε της εκδόσεώς μου αυτής, ήταν να ενημερώσω τους εν Ελλάδι επισήμους εκκλησιαστικούς φορείς να παρέμβουν στο Πατριαρχείο της Μόσχας, ώστε να ευδοκήσει τούτο να αποφασίσει την έναρξη των ανασκαφών για την ανεύρεση και ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, αφού αποδείκνυα με αδιάσειστα ιστορικά ντοκουμέντα, επίσημα έγγραφα και παλιές φωτογραφίες την ακριβή θέση του τάφου, στη βορειοδυτική γωνία του μικρού ναού του Αγίου Πνεύματος, στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου, στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος.

Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, με ιδιαίτερη και ευλαβή ευαισθησία, ανταποκρίθηκε αμέσως και απέστειλε επιστολές στον Πατριάρχη της Μόσχας για το θέμα της άνακομιδής. Στα πλαίσια αυτής της αλληλογραφίας είναι δυνατόν να ενταχθεί και η εκ μέρους της ίδιας Μονής χορηγηθείσα εις εμέ συστατική επιστολή προς τον Πατριάρχη της Μόσχας, για συνεργασία στο θέμα των ανασκαφών. Δυστυχώς, όμως, το Πατριαρχείο της Μόσχας δεν μπορούσε να εκδώσει την απόφαση για τις σχετικές ανασκαφές. Ενδεχομένως, εξαιτίας της έντονης πιέσεως από την Ελλάδα για την έναρξη των ανασκαφών, το Πατριαρχείο της Μόσχας να προβληματίστηκε για την προτεινόμενη από μέρους μας οικονομική κυρίως συνεργασία, φοβούμενο ότι θα αιτούσαμε η κάρα του Αγίου να δοθεί στο Άγιο Όρος, στη Μονή της Μετανοίας του Αγίου Μαξίμου του Γραικού. Έτσι, το 1995 παρήλθε άπρακτο.

…Ο Πατριάρχης της Μόσχας αποφασίζει τότε και δίνει εντολή -ευλογία στον κ. Μπελάεφ να οργανώσει όλες τις λεπτομέρειες για την έναρξη των ανασκαφών, τον Ιούνιο του 1996. Ο συνεπής αρχαιολόγος και ιστορικός αμέσως επικοινώνησε μαζί μου και μου ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός, το οποίο ανακοίνωσα στον Μητροπολίτη Άρτας κ.κ Ιγνάτιο Δ΄, σε μία πολιτιστική εκδήλωση στο βυζαντινό κάστρο της Άρτας, και αμέσως στον Άγιο Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους κ. Εφραίμ. Όμως, στη συνέχεια, τόσο ο Μητροπολίτης Άρτας, όσο και ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, δεν κλήθηκαν στην ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου. Το γεγονός τούτο με λύπησε βαθύτατα και, για λόγους ηθικής συμπαραστάσεώς μου στον Μητροπολίτη Άρτης και τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, δεν αναχώρησα για τη Μόσχα, για να παραστώ στην ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου μας, αν και είχα προσκληθεί γι΄ αυτό. Εν πάσει περιπτώσει εμείς κρίναμε ότι ο Ρώσσος Πατριάρχης φοβήθηκε μήπως οι Έλληνες (υπόθετων ότι από πλευράς Ελλάδος θα πήγαιναν στην Μόσχα εκτός από τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους όλοι οι Μητροπολίτες της Ηπείρου και ο Μητροπολίτης Σπάρτης, λόγω Σπαρτιατικής καταγωγής του αγίου) ζητήσουν την Κάρα του αγίου. Ο Αλέξιος όμως ισχυρίσθηκε ότι δεν ήταν σίγουρο, ότι κατά την ανακομιδή θα άνευρίσκοντο τα πραγματικά λείψανα του αγίου, φοβηθείς μήπως εκ του ενδεχομένου τούτου γεγονότος τρωθεί το κύρος του.

Οι ανασκαφές άρχισαν στις 24 Ιουνίου και τελείωσαν στις 2 Ιουλίου του ιδίου έτους. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν κτίσματα του 1745 και του 1867. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν ερείπια από το εκκλησάκι του Αγίου Φιλάρετου. Νοτιοανατολικά δε, περί το ένα μέτρο από τη θέση του τάφου κατά το παλαιό σχεδιάγραμμα, βρέθηκαν τα ιερά λείψανα του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, πλην όμως όχι στο ίδιο σημείο, όπως το 1942. Αυτό οφείλεται στον G. Krashno-paetsef, ο όποιος μετά την ανεύρεση των ιερών λειψάνων του Αγίου, κατά τις ανασκαφές που πραγματοποίησε το 1942 ως διευθυντής της αρχαιολογικής υπηρεσίας της Μόσχας, όταν τα επανατοποθέτησε, τα μετακίνησε λίγο νοτιοανατολικά, κοντά στα θεμέλια του ναού. Στη συνέχεια, επειδή αναγκάστηκε να διακόψει τις ανασκαφές λόγω εντάσεως του πολέμου με τους Γερμανούς, φωτογράφισε τα άγια λείψανα -γεγονός πού πιστοποιεί ότι ήταν καλώς διατηρημένα τότε- και τα σκέπασε άρον άρον με χώματα, χωρίς να εναποθέσει πάνω σ΄ αυτά ξύλινο σκέπασμα.

Έτσι, συγκρίνοντας αφενός μεν το παλιό σχεδιάγραμμα περί της θέσεως του τάφου του Αγίου Μαξίμου του Γραικού -στη βορειο-δυτική γωνία του ναού του Αγίου Πνεύματος  και τη φωτογραφία των ιερών λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού του 1942- και αφετέρου δε την τελευταία φωτογραφία του 1996, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια λείψανα, τα όποια τώρα βρέθηκαν νοτιοανα-τολικότερα, όπως εξηγήθηκε αυτό παραπάνω, και ελαφρώς σκορπισμένα στον χώρο της ταφής τους. Ευτυχώς η κάρα του Αγίου ανακαλύφθηκε ολόκληρη και άθικτη.

Με πολλή προσοχή και με τη γνωστή διαδικασία των αρχαιολογικών ανασκαφών, το ειδικό συνεργείο των αρχαιολόγων άρχισε αργά και προσεκτικά να καθαρίζει στον ανευρεθέντα τάφο πρώτα την κάρα του Αγίου και μετά τα υπόλοιπα οστά του, και διαπιστώθηκε επιστημονικά ότι ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ήταν ψηλός και μακρυλαίμης. Συγκεκριμένα, οι ανθρωπολόγοι πιστοποίησαν εγγράφως και ενυπογράφως ότι τα ανευρεθέντα οστά ήταν ανθρώπου, ανδρός ηλικίας άνω των 80 ετών, ο όποιος είχε ύψος 1,80 μέτρα περίπου. Αμέσως ο κ. Μπελάεφ περιχαρής ενημέρωσε τον Πατριάρχη για την επιτυχία του και ανέφερε πως όλα τα στοιχεία, δηλαδή: α) η θέση του τάφου, β) τα σχετικά στοιχεία του Κρασνοπαέτσεφ στον φάκελο της αρχαιολόγου Ροζάνοβα και γ) τα επιστημονικά πορίσματα των ανθρωπολόγων του 1996, αποδεικνύουν ακράδαντα ότι τα ανευρεθέντα οστά ήταν του Αγίου Μαξίμου του Γραικού.

 

Ο Άγιος Μάξιμος ο Βατοαπιδινός, ο εξ Ιθάκης, ο Νέος Ομολογητής, εθναπόστολος των Ελλήνων και φωτιστής των Ρώσσων ο επιλεγόμενος Γραικός

Πραγματικά, στις 2 μ.μ. της 3 Ιουλίου του 1996 ανέσυραν με προσοχή και ευλάβεια τα ιερά οστά και τα τοποθέτησαν σε μεγάλη ξύλινη θήκη προσωρινής λάρνακας για τη μεταφορά τους, τα εκάλυψαν δε με λαμπροκεντημένα άμφια μεγαλοσχήμονα μοναχού. Τη στιγμή εκείνη οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα και άρχισε να συγκεντρώνεται ένα πλήθος από Μητροπολίτες, Επισκόπους, Αρχιμανδρίτες, Ιερείς, Διάκους και Μοναχούς, με ή χωρίς άμφια, με αναμμένα κεριά και θυμιατήρια, οι οποίοι έψελναν όλοι μαζί τροπάρια για τον Άγιο Μάξιμο Γραικό, τον μεγάλο φωτιστή των Ρώσων. Δόξα τω Θεώ!

 

Τα ανακαλυφθέντα ιερά λείψανα το Αγίου Μαξίμου του Γραικού

Τα πάντα ήταν έτοιμα για την επίσημη τελετή της ανακομιδής. Ο Πατριάρχης της Μόσχας και πάσης Ρωσίας κ.κ. Αλέξιος αφίχθη στις 4 μ.μ., ενώ οι κώδωνες όλων των ναών του Μεγάλου Μοναστηρίου της Αγίας Τριάδος στο Ζαγκόρσκ ηχούσαν χαρούμενα. Τον υποδέχθηκαν οι τιτλούχοι κληρικοί και τον συνόδευσαν στον ανασκαμμένο τάφο. Αμέσως, πολλοί ιερείς και μοναχοί κατέβηκαν στον τάφο και δια μέσου μιας ξύλινης κλίμακας πού είχε κατασκευαστεί γι΄ αυτόν τον λόγο, ανέβασαν αργά και ευλαβικά την κάσα του Αγίου εν μέσω χαρμόσυνων ύμνων και μοσχοβολημάτων από τα καιόμενα λιβάνια των θυμιατηριών..

maxim_grek_81

Ο Πατριάρχης Αλέξιος με συγκίνηση και ευλάβεια προσκύνησε και ασπάστηκε τα ιερά λείψανα του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ενώ τη στιγμή εκείνη έψελναν κληρικοί και μοναχοί με στεντόρεια φωνή, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι, και οι καπνοί από τα θυμιάματα έφθαναν στα καμπαναριά, απ’ όπου οι καμπάνες χαρούμενες χαιρετούσαν τα ιερά λείψανα του Μαξίμ Γκρεκ. Αμέσως σε πομπή και «μεθ΄ υμών, μύρων, θυμιαμάτων και λαμπάδων» μετέφεραν τα πάνσεπτα λείψανα του Αγίου Μαξίμου του Γραικού στο καθολικό του καθεδρικού ναού της Αναλήψεως της Λαύρας της Αγίας Τριάδος στο Ζαγκόρσκ, όπου και τα εναποθέτησαν σε χρυσοποίκιλτη λάρνακα μπροστά στο ιερό, για να τα προσκυνούν ευλαβικά οι πιστοί εις τους αιώνας.

 

Μεγάλη ιστορική φωτογραφία. Η τελετή της Ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου των Ρώσσων και ελλήνων Μαξίμου του Γραικού. Φωτ. Αρχείο Κ.Α. Τσιλιγιάννη

Ήταν οι δέουσες τιμές των Ρώσων στον προστάτη και φωτιστή τους Έλληνα άγιο, ή ηθική και θρησκευτική δικαίωση και αναγνώριση προς τον ακατάβλητο αγωνιστή υπέρ του Ρωσικού λαού και υπέρ της ανόθευτης ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως, τον μεγάλο φιλόσοφο, τον μεταφραστή, διορθωτή και ερμηνευτή ιερών βιβλίων, τον πολυγραφότατο συγγραφέα και ποιητή, τον Ισαπόστολο της Ορθοδοξίας Μάξιμο Τριβώλη, τον εν Άρτη γεννηθέντα και εκ Σπάρτης καταγόμενο Βατοπαιδινό μοναχό.

Άρθρο της «Αρτινής Ευθύνης: «Μεγάλο θρησκευτικό γεγονός. Συγκίνηση σε ολόκληρη την Ορθοδοξία. Επιτεύχθηκε στη Μόσχα η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού».

»Με τις ανασκαφές πού έκανε ο ιστορικός και αρχαιολόγος Sergey Beljaev κατ΄ εντολήν του Πατριάρχου της Μόσχας κ.κ. Αλεξίου, ευρέθη ο τάφος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού κι έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου μας. Έτσι, επιβεβαιώνεται απόλυτα η μελέτη για τον τάφο του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, πού έγραψε το 1994 (ISBN: 960-90422-2-8) ο ιστορικός συγγραφέας κ. Κώστας Τσιλιγάννης, ο οποίος μάλιστα, όπως είχε υποχρέωση, ενημέρωσε τον Ιούνιο του 1996 τον Μητροπολίτη Άρτης κ.κ. Ιγνάτιο Δ’ ότι είχαν αρχίσει οι ανασκαφικές έρευνες για την επισήμανση του τάφου του Μαξίμου του Γραικού, καθώς αργότερα για την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου, πού έγινε στις 3 Ιουλίου του 1996.

 

Δύο πιστοί φίλοι. Δυο επιστήμονες με το ίδιο ιερό σκοπό: την ανακάλυψη του τάφου του Αγίου Μαξίμου του Γραικού για την ανακομιδή των ιερών λειψάνών του. Εξ αριστερών ο Κωνσταντίνος Α. Τσιλιγιάννης, δικηγόρος, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας και ο Sergey Beljaev, αρχαιολόγος και ιστορικός

»Ο δε S. Beljaev δημοσιοποίησε την επιτυχία του στο περιοδικό του Πατριαρχείου της Μόσχας, τεύχος Σεπτεμβρίου του 1996, που εκδόθηκε τέλη Οκτωβρίου του 1996. Στη δημοσίευση του αυτή ο Ρώσος ιστορικός κάνει απλή ανακοίνωση. Συνεπώς από το 1943 μέχρι το 1996 ουδείς Έλληνας, Ρώσος ή άλλος ξένος είχε δημοσιεύσει τα ιστορικά και αρχαιολογικά ντοκουμέντα πού πρωτοδημοσίευσε το 1994 ο κ. Τσιλιγιάννης για τον τάφο του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ο οποίος πλέον δικαιώνεται αλλά και αποδεικνύεται αλάθητος και συνεπής ερευνητής διεθνώς.

»Σήμερα ο κ. Τσιλιγιάννης, μετά από συνεργασία πού είχε με Ρώσους Ιστορικούς και ανθρωπολόγους, πρωτοδημοσιοποιεί διεθνώς και κατ΄ αποκλειστικότητα στην «Αρτινή Ευθύνη» τέσσερις νέες ιστορικές ειδήσεις πού αφορούν τον Άγιο Μάξιμο τον Γραικό και συγκεκριμένα:

1) Ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός είχε ύψος 1,80 μ. περίπου. 2) Διαπιστώνεται πράγματι ότι ήταν μακρυλαίμης, όπως ακριβώς είχε γράψει ένας καθηγητής του σε μία επιστολή για τον Μιχαήλ Τριβώλη. 3) Δεν ήταν κυρτός, ήταν ευθυτενής, παρότι απεβίωσε σε ηλικία 86 ετών, και 4) Είχε ωοειδές και καλόσχημο πρόσωπο.

Επίσης, ο κ. Τσιλιγιάννης παρακάλεσε ειδικούς Ρώσους επιστήμονες να μελετήσουν με τις νέες επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες των ηλεκτρονικών υπολογιστών την Κάρα του Αγίου και να δώσουν ένα κατά τη δυνατή προσέγγιση σχήμα της κεφαλής και μία μορφή πλησιάζουσα στο πρόσωπο του Μαξίμου του Γραικού. Αυτό θα συντελέσει πάρα πολύ για πιστότερες αγιογραφήσεις του, ακόμη και για ένα άγαλμα με τη δυνατή προσέγγιση προς τον πραγματικό Μάξιμο Τριβώλη.

Τέλος, ο συμπατριώτης μας ιστορικός ετοιμάζει νέα πρωτότυπη εργασία με πλήρη ιστορικά, αρχαιολογικά και φωτογραφικά στοιχεία, με τίτλο «Η Άνακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού», την όποια θα εκδώσει μετά την επιστροφή του από τη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 1997».

Η παλαιότερη απεικόνιση του Αγίου Μαξίμου του Γραικού. Συγκεκριμένα ο Ikonnikov μας πληροφορεί ότι η εικόνα πού δημοσιεύτηκε στο τρίτομο έργο της Ακαδημίας Καζάν (1862) και στην έκδοση της Λαύρας του Σεργίου της Αγίας Τριάδος (1910) πάρθηκε από τον τάφο του Μαξίμου. (V.S. Ikonnikov, Maksim Grek I Ego Vremija, Kiev, 1915, a. 196).

 

Η παλαιότερη απεικόνιση του Αγίου Μαξίμου του Γραικού. Συγκεκριμένα ο Ikonnikov μας πληροφορεί ότι η εικόνα πού δημοσιεύτηκε στο τρίτομο έργο της Ακαδημίας Καζάν (1862) και στην έκδοση της Λαύρας του Σεργίου της Αγίας Τριάδος (1910) πάρθηκε από τον τάφο του Μαξίμου. (V.S. Ikonnikov, Maksim Grek I Ego Vremija, Kiev, 1915, a. 196)

………………………………………………………………………………………………………………….

 

Πηγή: Κωνσταντίνου Α. Τσιλιγιάννη, Χρονικό της ανακαλύψεως του τάφου, της ανακομιδής στη Ρωσία και της μετακομιδής στην Ελλάδα των ιερών λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ως και η Ιερά Ακολουθία της Μετακομιδής, Άγιον Όρος 2009, ISBN: 978-960-91668-9-8

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος   ΠΕΡΙ ΕΝΩΣΕΩΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ) 

Ορθοδοξία και Αίρεση
 
 Πόθεν ο πατριάρχης εκπέπτωκεν εις τοιούτον όλισθον, ώστε εκουσίως να αγωνίζεται να παραδώση το ποίμνιόν του   εις τους λύκους
 
…Εγέρθητε Χρυσόστομοι, Γρηγόριοι, Γερμανοί, Ταράσιοι, Νικηφόροι, Φώτιοι και λοιποί, παλαιοί και νεώτεροι Άγιοι Πατριάρχαι Κων/πόλεως, οι θυσιασθέντες υπέρ των προβάτων υμών, να ίδητε ποίοι κατέχουν τον Θρόνον υμών! Υμείς μεν ως καλοί Ποιμένες εθύσατε τας ψυχάς υμών υπέρ των ιδίων προβάτων υμών, οι δε σημερινοί θύουσι τα πρόβατα υπέρ εαυτών και ανοίγουν τας θύρας και καλούν τους λύκους διά να εισέλθουν και κατασπαράξουν τα πρόβατα…
Πόθεν ο πατριάρχης εκπέπτωκεν εις τοιούτον όλισθον, ώστε εκουσίως να αγωνίζεται να παραδώση το ποίμνιόν του   εις τους λύκους να το κατασπαράξουν;  

Η αιτία είναι η υπερηφάνεια, η ρίζα και η αιτία όλων των αμαρτιών, όλων των κακών, όλων των αιρέσεων, των συμφορών και των θλίψεων, και περισσότερον από όλους τας συμφοράς και δυστυχίας η στέρησις της χάριτος του Θεού…

Τους λυκοποιμένας, ψευδοδιδασκάλους, ψευδοπροφήτας και ψευδοχρίστους αιρετικούς οι Άγιοι Πατέρες, οι μιμηταί του Αρχιποίμενος Χριστού και διάδοχοι των μαθητών Αυτού, οι καλοί, οι αληθείς και θείοι ποιμένες, οι συγκροτήσαντες τας σεπτάς και αγίας επτά Οικουμ. Συνόδους, απεδίωξαν μακράν της ποίμνης του Χριστού και, ως αμετανοήτους, εις το αιώνιον ανάθεμα παρέδωκαν…
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΩΝ
…Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν συνηθίζει να κάμνη καινοτομίας, ως η των Δυτικών και Διαμαρτυρομένων, αι οποίαι αφ’ ότου απεσχίσθησαν έργον ακατάπαυστον έχουν να ποιούν καινοτομίας και μεταρρυθμίσεις, αφού και εις τοιαύτην ασέβειαν και παραφροσύνην έφθασαν να μεταρρυθμίσουν και καινοτομήσουν πάντα τα μυστήρια και τας ιεράς παραδόσεις και πολλά να καταργήσουν…
Δύο είναι τα αίτια διά τα οποία πολλοί εκ των σημερινών Αρχιερέων τολμούν να ποιούν καινοτομίας ή μεταρρυθμίσεις εις τα της Εκκλησίας, η υπερηφάνεια, με το να νομίζουν οι πλείστοι των Ιεραρχών, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, ότι είναι σοφώτεροι και ανώτεροι των Αγίων Πατέρων, και δεύτερον η κοιλιοδουλεία και η φιλαυτία. Με το να έγιναν οι πλείστοι εξ αυτών σαρκολάτραι τους εγκατέλειπεν η χάρις του Αγίου Πνεύματος…
Εάν ο πατριάρχης, τας συστάσεις της Κυβερνήσεως και της Ιεράς Συνόδου και Ορθοδόξων Αρχιερέων, Ιερέων και λαϊκών, δεν τας δεχθή, τας απορρίψη και επιμείνη εις την ένωσιν, τότε να τον αποκηρύξουν. Διότι εν ή περιπτώσει δεν αντιπούν, αλλ’ υποχωρήσουν και είπουν ότι ημείς θα ακολουθήσωμεν τον πατριάρχην, τότε θα επανέλθη αυθωρεί η καταστροφή. Τότε ουκ έχω τι άλλο ειπείν, ειμί ουαί τη Ορθοδόξω Εκκλησία της Ελλάδος! Ουαί και τω Ελληνικώ Έθνει! Διότι η υποδούλωσις της Εκκλησίας της Ελλάδος εις τον Παπισμόν θα είναι υποδούλωσις και του Έθνους. Θα είναι δε ασυγκρίτως χειροτέρα της υποδουλώσεως εις τον Μωαμεθανισμόν και τον ψευδοπροφήτην Μωάμεθ…
Εάν ο Πάπας θέλη ένωσιν να αναγνωρίση και ομολογήση όλας τας πλάνας, αιρέσεις και καινοτομίας τας οποίας έκαμον, απ’ αρχής οι κατά καιρούς Πάπαι, αποσχισθέντες από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, να μετανοήση, να κλαύση πικρώς, να ταπεινωθή και τότε είναι δεκτός.
…Εάν δεν αποβάλλουν την υπερηφάνεια και ο Πατριάρχης και ο Πάπας και εάν δεν ταπεινωθούν, μιμούμενοι τον Κύριον, όχι μόνον δεν θα επιτύχουν έναν αλλά θα αυξήσουν την διαίρεσιν και θα προξενήσουν μεγάλα σκάνδαλα, ταραχάς, συγχύσεις, μεγάλην βλάβην και ζημίαν εις τα εαυτών ποίμνια. Εάν μιμηθούν τον Κύριον και ταπεινωθούν, θα επιτύχουν την ένωσιν, θα ωφελήσουν εαυτούς και τα εαυτών ποίμνια και θα δοξασθή και δι΄αυτών, ως εδοξάσθη και υπό των Αγίων Αποστόλων το Όνομα του Ουρανίου μας Πατρός, επειδή «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», και «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτό υψωθήσεται» (Λουκ.18, 14).
Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ
…Την Ορθοδοξίαν εστερέωσαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι θεσπέσιοι πατέρες δια των Ζ’ (7) Οικουμενικών Συνόδων, φωτισθέντες από το Άγιον Πνεύμα.
Ο παπισμός είναι πρόδρομος του Αντιχρίστου, διότι κυριευθείς ο πάπας υπό αλαζονείας και επάρσεως και θέλων να γίνη ανώτερος εξουσιαστής της Εκκλησίας και πολιτείας έσχισε την Εκκλησίαν του Χριστού…
Οι παπολάτραι υπέπεσαν εις πολλάς κακοδοξίας και αιρέσεις μεταστρέψαντες όλα τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. αντί του βαπτίσματος μεταχειρίζονται το ράντισμα, αντί του μυστηρίου της μεταλήψεως μεταχειρίζονται εβραϊκά άζυμα. Ανέτρεψαν τας νηστείας, ούτε ευχέλαιον , ούτε αγιασμόν δύνανται να ποιήσουν, διότι είναι αφορισμένοι, δι’ αυτό και ο αγιασμός των δεν διατηρείται…
Δεν παραλείπω δε να αναφέρω και εκείνο το οποίον είδον ιδίοις όμμασιν ότε μετέβην εις Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως. Ότε ο αυτοκράτωρ Κων/πόλεως Μιχαήλ και πατριάρχης Βέκκος παπολάτραι μετέβησαν κατά το έτος 1170-1200 εις το Άγιον Όρος εβίαζαν τους μοναχούς να δεχθούν τον παπισμόν και να συλλειτουργήσουν με τους παπιστάς. Όσοι εδέχθησαν και συλλειτούργησαν τα σώματά των μένουν άλυτα ως αφορισμένα πνέοντα δυσωδίαν. όσοι δε δεν εδέχθησαν και εθανατώθησαν υπό των παπιστών, τούτων τα σώματα πνέουν άρρητον ευωδίαν. Εύχομαι όπως η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να φωτίση τον νουν σας, σας ενισχύση και αποτινάξητε τον ύπνον της πλάνης και ραθυμίας και προσέλθετε εις τας αγκάλας της Εκκλησίας.
…»Εάν οι σημερινοί Αρχιερείς, δεν σεβασθούν τας αποφάσεις, τους κανόνας και τας παραδόσεις των θείων Αποστόλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά τας καταφρονούν, ποίος που καλώς φρονεί θα σεβασθή τας ιδικάς των;»
«…Και η Εκκλησία και η Πολιτεία και οι τούτων άρχοντες εις τας παρούσας πονηράς ημέρας κοιμώνται τον βαρύτατον ύπνον της αμελείας και της ραθυμίας, και εάν δεν εξυπνήσουν, εξυπνήσουν δε και τον κλήρον και τον λαόν εις μετάνοιαν, εις εργασίαν των εντολών του Θεού, των αρετών και των καλών έργων, θα δώσουν λόγον εν ημέρα κρίσεως και θα τιμωρηθούν».
ΚΡΑΤΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΣΤΕΡΕΑΝ
 
«Κρατείτε, αδελφοί μου, την πίστιν στερεάν και μένετε ασάλευτοι εις τας παραδόσεις των θείων Πατέρων, διότι εφθάσαμεν εις εποχήν κατά τη οποίαν και οι δυνατοί θα σαλευθούν. Αγωνιστείτε με κάθε σπουδή διότι τα καλά με κόπο και πόνο κατωρθώνονται. Δεν θα αισθανόμεθα δε τους κόπους της αρετής όταν αποβλέπωμεν εις το νέφος των μαρτύρων και οσίων και εις την μέλλουσαν να μας αποκαλυφθή δόξαν.
Πόσον ευτυχείς και μακάριοι θα είμεθα, εάν δι’ ολίγον κόπον αξιωθούμε να κατασκηνώσωμεν εις τα αγαπητά σκηνώματα του Παραδείσου και κληρονομήσουμε τα αγαθά της ουρανίου Βασιλείας του Θεού. Αμήν.
Ο Απόστολος Παύλος, το στόμα του Χριστού παραγγέλλει: Μη συγκοινωνήτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε. Εις περιστάσεις κατά τας οποίας περιφρονείται και υβρίζεται η Αγία Ορθόδοξος Πίστις ημών επιτρέπεται έλεγχος ακόμη και θυμός δίκαιος δικαιώτατος, απαγορεύεται δε η σιωπή. Αλλά και ο έλεγχος να γίνεται με διάκρισιν και σύνεσιν, όχι, με ταραχήν και θυμόν υπερβολικόν, να γίνεται με θυμόν θεϊκόν…
Ο Θεός δεν εγκαταλείπει την Εκκλησίαν Του, και εκείνους που την πολεμούν θα τους ταπεινώση και θα τους συντρίψη ως σκεύη κεραμέως, και μακάριοι εκείνοι οι οποίοι μέχρι θανάτου θα μείνουν πιστοί εις την Ορθόδοξον πίστιν, εις την ορθόδοξον ομολογίαν.
ΟΥΔΕΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
…Σας εύχομαι από καρδίας ποτέ να μην δειλιάτε αγωνιζόμενος, έστω και αν ίδητε τους εχθρούς της Εκκλησίας ενίοτε ισχύοντας…Ο αγωνιζόμενος υπέρ της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως και της Αγίας ημών Εκκλησίας έχει σύμμαχον το παντοδύναμον Θεόν, ο δε αγωνιζόμενος υπέρ της πλάνης έχει σύμμαχον τον παμπόνηρον διάβολον, αλλά ανίσχυρον άρχοντα του σκότους, του ψεύδους και πάσης αιρέσεως, πλάνης και κακίας. Δεν είναι άλλο τιμιώτερον, σεμνότερον, αγιώτερον από το να αγωνίζεται κανείς υπέρ της πίστεως, ο τοιούτος εάν αγωνιζόμενος θανατωθή σωματικώς υπό των εχθρών, χωρίς να καμφθή είναι ο λαμπρότατος νικητής, και θα λάβη το βραβείον της άνω κλήσεως και τον αμάραντον εν ουρανοίς στέφανον. Λοιπόν μάχου υπέρ πίστεως και αγώνισαι άχρι θανάτου δια να αξιωθής να γίνης κληρονόμος της Βασιλείας των ουρανών…
…Εις την σημερινήν εποχήν, κατά την οποίαν η Εκκλησία πολυειδώς και πολυτρόπως πολεμείται υπό πολλών και διαφόρων πολεμίων, η προσπάθειά σας, αντιπαρατασσόμενη και αντιπολεμούσα, θα δυνηθή, Θεού βοηθούντος, να διασώση μερικούς εκ του σημερινού κατακλυσμού της αμαρτίας …
Σας συγχαίρω δια τον ζήλον σας προς διάδοσιν των χριστιανικών αληθειών και ωφέλειαν των χριστιανών. Πρέπει να γνωρίζομεν, ότι, αναλόγως του κόπου και της προθυμίας που ο καθένας εργάζεται, θα δοθούν και αι αμοιβαί παρά του μισθαποδότου Χριστού. Έως υπάρχει καιρός, ας εργασθώμεν πνευματικώς, ας σπείρωμεν με κόπον, δια να θερίσωμεν εν αγαλλιάσει…


Μετά πατρικής αγάπης και ευχών εγκαρδίων
ο πνευματικός σας Πατήρ
Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος.

 
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»