Ο θεολογικός αυτός διάλογος του Ιησού με τη γυναίκα διακρίνεται σε επιμέρους υποενότητες που περιέχουν: την απορία της γυναίκας και το διάλογο για το ζωντανό νερό με αφορμή το αίτημα του Ιησού για νερό, την αναγνώριση του Ιησού ως προφήτη την συζήτηση για τον σωστό τόπο λατρείας του Θεού και την αποκάλυψή Του ως Μεσσία.
Η μεγάλη σημασία του επεισοδίου της Σαμαρείτιδας είναι φανερή και έγκειται καταρχήν στο δέκτη. Για τους περισσότερους ερμηνευτές ο Ιησούς λειτουργεί μόνο σαν «πομπός- δότης» που προσφέρει το ζωντανό νερό και την αλήθεια, και η γυναίκα «δέκτης-παραλήπτης», η οποία λαμβάνει, αποδέχεται. Είναι φανερή λοιπόν η αυστηρή ιεραρχία ανάμεσα στον Ιησού και τη γυναίκα. Όμως, με έναν άλλο τρόπο προσέγγισης των δεδομένων, είναι και οι δύο δότες και παραλήπτες, αφού ο Ιησούς ξεκινά την επικοινωνία ζητώντας νερό και απευθύνει πρώτος και προκλητικά το κάλεσμα σε μια γυναίκα απομονωμένη, αλλόθρησκη και ανήθικη, που δεν θα έπρεπε καν να κυκλοφορεί από το φόβο του λιθοβολισμού λόγω της αμαρτωλής ζωής της. Αυτός πρέπει να ήταν και ο βασικός λόγος που τέτοια ζεστή ώρα πήγαινε να αντλήσει νερό από το πηγάδι, ώστε να μην συναντηθεί με κανέναν. Ο Ωριγένης (185-251 μ.Χ.) παλαιότερα συνέκρινε μάλιστα τη Σαμαρείτιδα με τη Ρεβέκκα εστιάζοντας στην υδρία της, ως τη ζωή της. Μαζί με τη Ρεβέκκα θυμόμαστε και τη Ραχήλ, καθώς και τις κόρες του Ιοθόρ, οι οποίες όλες γνώρισαν καλούς συζύγους, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και ο Μωϋσής, με συναντήσεις κοντά σε πηγάδι.
Ο διάλογος του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα φυσικά δεν γίνεται στο πλαίσιο μιας κοινωνικής γνωριμίας, ούτε με σκοπό να βρούνε ορισμένα κοινά σημεία στην πίστη τους. Ο βασικός σκοπός της επικοινωνίας του Ιησού είναι να οδηγήσει τη Σαμαρείτιδα στην Αλήθεια, στον Ίδιο δηλαδή, απομακρύνοντάς την από την ειδωλολατρία και την αμαρτία. Η γυναίκα αυτή δεν είχε ξαναδεί τον Ιησού ούτε γνώριζε για τα θαύματά Του, τα οποία ασφαλώς θα την έπειθαν για την ταυτότητά Του. Ο Χριστός λοιπόν με τη θεία γνώση Του την προσεγγίζει, υπερβαίνοντας κάθε φυλετικό, κοινωνικό, εθνικό και θρησκευτικό στερεότυπο, την αμαρτωλότητα, την περιθωριοποίηση και κοινωνική απόρριψη, τη διαφορετικότητα στην καταγωγή και στην πίστη της Σαμαρείτιδας. Αυτή η επικοινωνία και υπέρβαση κύριο στόχο έχει όχι απλώς το παράδειγμα σεβασμού προς τη Σαμαρείτιδα, αλλά γνωρίζοντας την γενναία προσωπικότητά της, αποσκοπεί στην ίδια την μεταμόρφωσή της σε ισαπόστολο και στη σωτηρία της, μέσω της αληθινής πίστης στο Πρόσωπό του. Η Σαμαρείτιδα αρχικά παρερμηνεύει τους λόγους του Ιησού, ιδιαίτερα τη φράση Του «ζῶν ὕδωρ», ίσως προφανώς γιατί η αυθόρμητη αντίδρασή της βασίζεται στην ανθρώπινη αντίληψη του κόσμου που έχει, καθώς και γιατί της διέφευγαν αρκετά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης πλην της Πεντατεύχου λόγω της σαμαρειτικής καταγωγής της. Βέβαια, ο Ιωάννης που περιγράφει το περιστατικό χρησιμοποιεί συχνά την τεχνική των παρανοήσεων στα κείμενά του και πιθανότατα στέλνει με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα ότι δεν είναι αρκετή μια επιφανειακή επικοινωνία με τον Χριστό αλλά για την κατανόηση των λόγων του Χριστού χρειάζεται αληθινή σχέση μαζί του. Ο Ιησούς με μετριοφροσύνη, επιείκεια και μιλώντας σε τρίτο πρόσωπο, αναφέρεται στη δωρεά του Θεού εννοώντας τη σωτηρία του ανθρώπου και την είσοδο του στη βασιλεία του Θεού, που μόνο Αυτός μπορεί να εγγυηθεί. Η ασήμαντη γυναίκα από τη Σαμάρεια με θάρρος αποκαλεί τον Ιησού «Κύριε» αποδίδοντάς Του τιμή, λέξη που χρησιμοποιείται ταυτόχρονα ως ευγενικός τίτλος κυριότητας, αλλά και αναγνώρισης βασιλικής και θεϊκής ιδιότητας. Τον προσφωνεί αρχικά εντυπωσιασμένη από τους λόγους Του, στη συνέχεια όμως αναγνωρίζοντάς Του την «κυριότητα» του βασιλέα και τελικά του Θεού.
Μάλιστα στην αφήγηση της συνάντησης του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα υπάρχουν παραλληλισμοί με την αφήγηση της Μεγάλης Παρασκευής. Συγκεκριμένα, ο «πάσχων» Ιησούς ενώ διψά στην καταφρονημένη Σαμάρεια, εντούτοις, αντί να πιει νερό, δίνει «ζωντανό νερό-σωτηρία», και με το πρώτο «ἐγώ εἰμί» στο Ευαγγέλιο αποκαλύπτει τη μεσσιανική του ταυτότητα και δοξάζεται. Αντίθετα, την ίδια – «έκτη» – ώρα της Παρασκευής του Πάσχα στην εκλεκτή Ιερουσαλήμ, ο Πόντιος Πιλάτος παρουσιάζει τον Ιησού με τη φράση «ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν», έναν ταπεινωμένο και «πάσχοντα» Ιησού που «διψά» και του δίνουν να πιει χολή και ξύδι. Βλέπουμε τον αλλόθρησκο και κατώτερο θεωρούμενο Σαμαρειτικό λαό στο πρόσωπο μιας κοινωνικά απορριμμένης γυναίκας να αποδέχεται τον Μεσσία Χριστό, ενώ ο εκλεκτός ιουδαϊκός λαός στο πρόσωπο των «καθαρών» και κοινωνικά αποδεκτών Γραμματέων και Φαρισαίων να Τον απορρίπτουν και Τον θανατώνουν.
Η εικόνα της αντίθεσης γλαφυρή και διδακτική, με το θεανδρικό Πρόσωπο του Χριστού να πρωταγωνιστεί ως ο «Προσφέρων και Προσφερόμενος», ο «Θύων και Θυόμενος» για χάρη των ανθρώπων, και δίπλα Του να ξεχωρίζει και να τιμάται τελικά μια γυναίκα, η οποία απρόσμενα για τα δεδομένα της θρησκείας, της καταγωγής, της ηθικής και κυρίως του φύλου της κερδίζει μια σημαντική θέση στη Βασιλεία Του.
Ώρα ἦνὡςἕκτη»(Πατερικέςερμηνείες)
—————————————————-
Η χρονικὴ δήλωση «ὥρα ἦν ὡς ἕκτη» εξυπηρετεί μόνο τον καθορισμό της ώρας και της παρουσίασης του πρωταγωνιστή. Βεβαίως παραμένει ανοιχτό το συχνό ερώτημα, γιατί η Σαμαρείτισσα πηγαίνει στην πηγή για να αντλήσει νερό
ειδικά κατά την πλέον θερμή ώρα της ημέρας.
Οι Πατέρες σχολιάζουν ως εξής την έκτη ώρα κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα.
Α.Ο Μωυσής μετά τον φόνο ενός Αιγυπτίου ο οποίος κακομεταχειριζόταν ένα συμπατριώτη του, λόγω του φόβου της τιμωρίας από τον Φαραώ, αυτοεξορίζεται.
Φτάνει σε ένα πηγάδι στη γη Μαδιάμ όπου συναντά τη μέλλουσα σύζυγό του Σεπφώρα. Ο Ιώσηπος μας πληροφορεί ότι ήταν μεσημβρία. Την ίδια περίπου ώρα που ο Μωυσής συνάντησε τη Σεπφώρα, συναντά και ο Χριστός στη πηγή του ποιμένος πατριάρχη Ιακώβ (συζύγου της Λεία και τηςΡαχήλ) μία Σαμαρείτισσα. Μία γυναίκα μοναχική, «βδελυκτή» και μισητή (για τα ιουδαϊκά δεδομένα), η οποία επιπλέον έχει ήδη έλθει εις γάμου κοινωνία με έξι διαδοχικούς άνδρες και έχει ενώπιόν της τον κατά σειρά έβδομο. Έτσι, ως κατεξοχήν «Νυμφίος», αποκαλύπτεται στον ακροατή του Ιω κεφ. 2-4 ο σαρκωμένος Λόγος-Σοφία, ο ὤν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός. Κι ενώ ο διάλογος του Μωυσή με τη Σεπφώρα θα οδηγήσει σε σωματική ένωση, ο διάλογος του Χριστού με τη Σαμαρείτισσα θα οδηγήσει σε πνευματική ένωση. Θα αποτελέσει ο Χριστός τον έβδομο άνδρα της, που συμβολικά μπορεί να σημαίνει τον τέλειο πνευματικά. Ο Χριστός γίνεται δηλαδή πνευματικός Νυμφίος για τη Σαμαρείτισσα προσφέροντάς της την αστείρευτη πηγή με το ζων ύδωρ της λατρείας του Θεού εν Πνεύματι και αληθεία
Β.Ο Ωριγένης παρομοιάζει τη Σαμαρείτιδα με τη Ρεβέκκα. Επειδή δε ήταν ἐπαινετὴ ἡ τῆς ῾Ρεβέκκας ὑδρία, οὐ καταλείπεται ὑπ’ αὐτῆς, ἡ δὲ τῆς Σαμαρείτιδος <οὐκ> οὖσα, ὥρᾳ ἕκτῃ ἀφίεται. Η υδρία προφανώς της ομόφυλης συζύγου του Πατριάρχη είναι επαινετή διότι δύναται να ξεδιψάσει, ενώ της Σαμαρίτισσας τελικά αδυνατεί και εγκαταλείπεται κατόπιν κενή. Επίσης μέσω της επισήμανσης της ώρας αποδεικνύεται ότι ο Ιησούς έχει αυθεντικά ανθρώπινο σώμα αφού αισθάνεται την κόπωση της μεσημβρίας:
Γ.Ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει την έκτη ώρα ως τον καιρό κατά τον οποίο περιλάμπεται η ψυχή από παντού από τις ακτίνες της γνώσης λόγω της παρουσίας του Λόγου σε αυτὴν που σηματοδοτεί την παρέλευση της σκιάς του νόμου.
Δ.Ο Θεοφάνης ο Κεραμεύς (1129–1152 μ.Χ.) σχολιάζει ότι η αναφορά στην ώρα φανερώνει το εγκρατές στην τροφή, το λιτό και το φιλόσοφο. Έως το μεσημέρι ο Χριστός ήταν άσιτος, αν και πεζοπορούσε θερμαινόμενος από τον ήλιο. Επίσης η
αναφορά στην ώρα δηλώνει ότι την ίδια ώρα που η Εύα λάμβανε το δηλητήριο της παρακοής, η απόγονη της Εύας Σαμαρείτισσα λάμβανε το λυτήριο της αμαρτίας.
Ε. . Επιπλέον υπάρχουν τρεις μυστικοί λόγοι για την αναφορά της έκτης ώρας:
(α) Πρώτον. ο Χριστός σαρκώθηκε κατά την έκτη ηλικία του κόσμου. Πρόκειται
για ερμηνεία του ιερού Αυγουστίνου.
1ος αιώνας: Από τον Αδάμ στον Νώε
2ος αιώνας: Από τον Νώε στον Αβραάμ
3ος αιώνας: Από τον Αβραάμ στον Δαβίδ
4ος αιώνας Από τον Δαβίδ μέχρι τη μετοίκηση Βαβυλώνας
5ος αιώνας: Από τη μετοίκηση Βαβυλώνας μέχρι τη Βάπτιση Ιωάννη
6ος αιώνας: Ο αιώνας του Χριστού
(β) Δεύτερον ο άνθρωπος δημιουργήθηκε την έκτη ημέρα και ο Χριστός συνελήφθη τον έκτο μήνα. Υπονοεί το Λκ. 1:26 όπου επισημαίνεται ο «μήνας» της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ.
(γ) Τρίτον ο Κύριος ήλθε και έγινε φορέας μέσω της άνθησης της αγάπης στις καρδιές εξαιρετικής ευημερίας, όπως συμβαίνει και όταν μέσω ήλιος βρίσκεται στην λαμπρότερη του στιγμή (πρβλ. Ιώβ 31:26). Η παρουσία ταυτόχρονα σήμανε τον μαρασμό της φυσικής αγάπης (σωματικής έλξης).
ΣΤ. Πιθανόν ο Ευαγγελιστής θέλει να δημιουργήσει την εξής αντίθεση στους ακροατές του. Όντως η Σαμαρείτιδα βρισκόταν σε μια ασυνήθιστη ώρα για άντληση νερού η οποία γινόταν πρωί ή απόγευμα όπου ο ήλιος δεν έκαιγε.
Βεβαίως όμως ήταν η κατάλληλη ώρα για να αποκομίσει το «ζων ύδωρ» από τον «πνευματικό ήλιο». Το ζωντανό ύδωρ (που συνιστά παράδοξο, καθώς το ύδωρ ακόμη και νεαρό [< νερό] είναι νεκρό), αποτελεί στο ευαγγέλιο του Ιωάννη μεταφορά της παρουσίας του Πνεύματος, δεν ξεδιψά απλώς αλλά μεταμορφώνει τον φορέα του σε ζωοδόχο πηγή που μετατρέπει τη στέπα που τον περιβάλλει σε παράδεισο.( Σάββα Αγουρίδη, Ερμηνεία Καινής Διαθήκης 4. Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο Α΄ Κεφ. 1)
Ζ.Ταυτόχρονα στην αφήγηση περί της έκτης ώρας της Μεγάλης Παρασκευής υπάρχουν παραλληλισμοί με εκείνη της Σαμαρίτισσας: (α) Στα εδάφια 4:6 και 19:1 κ.ε. ο Ιησούς παρουσιάζεται ως πάσχων. (β) Ο Ιησούς στην πηγή του Ιακώβ
την έκτη ώρα με το πρώτο ἐγώ εἰμί αποκαλύπτει τη μεσσιανική του ταυτότητα. Την ίδια ώρα της Παρασκευής του Πάσχα στην αγία Πόλη ο Πιλάτος παρουσιάζει στους Ιουδαίους τον Ιησού με τις λέξεις ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν (γ) Ο βδελυκτός Σαμαρειτικός λαός αποδέχεται το Νυμφίο ενώ ο ιουδαϊκός, ο ἴδιοι, τον απορρίπτουν και τον θανατώνουν φρικτά ενώ εκείνος και πάλι θα κραυγάσει
Διψώ όπως στη Σαμαρίτισσα (Ιω 4:6,19,28).
ΗΣΤΑΜΝΑΤΗΣΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
«Αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει, τοις ανθρώποις» (Ιω. Δ’, 28).
Γιατί άφησε τη στάμνα της; Θα μπορούσε να πει κανείς σαν πρώτη εξήγηση ότι την ξέχασε. Την ξέχασε, για να πάει να φέρει το μήνυμα. Αλλά κάθε μέρα, ή μέρα παρά μέρα, ερχότανε να πάρει νερό για τη λάτρα του σπιτιού και να πιει η πολυμελής οικογένεια, την οποίαν είχε. Τώρα λοιπόν γι’ αυτό το λόγο ήρθε. Είναι δυνατόν να έφυγε με άδεια χέρια; Να μην πάρει τη στάμνα γεμάτη νερό για τη χρεία; Αλλά, αδελφοί μου, η σημερινή μέρα δεν είναι σαν τις άλλες. Σήμερα δεν είναι σαν τις άλλες μέρες που έπαιρνε νερό και πήγαινε στο σπίτι της.
Σήμερα συνέβη γεγονός, το οποίον είναι συγκλονιστικό γι’ αυτή. Η συνάντησή της με τον Κύριο και η συνομιλία της μαζί Του έφερε μία μεταβολή και αναστάτωση και ανατροπή, θα έλεγα, σε ολόκληρο τον ψυχικό της κόσμο και στα όσα ως τώρα κυριαρχούσαν μέσα της.
Αυτή η μεταβολή δεν είναι δική μου κρίση, αλλά καταφαίνεται από τα λόγια τα οποία πήγε και είπε, μόλις συνάντησε τους συμπατριώτες της. Λέει: «Δεύτε ίδετε άνθρωπον (ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο) ος είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (Ιω. Δ’, 29).
Αυτές οι λέξεις «είπέ μοι πάντα όσα εποίησα…» δείχνουν έναν εσωτερικό κόσμο, ο οποίος έχει αναστατωθεί, ο οποίος έχει ανακαινισθεί. Ελάτε να δείτε κάποιον που μου φανέρωσε ό,τι έχω κάμει στη ζωή μου΄ «μήτι ούτός εστιν ο Χριστός;» (Ιω. Δ’, 29). Αυτή έχει βεβαιωθεί ότι είναι ο Χριστός, διότι της το ομολόγησε ο Κύριος και το βεβαίωσε΄ αλλά το λέει έτσι για να κινήσει το ενδιαφέρον.
Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι σήμερα έγινε κάτι κοσμογονικό μέσα στην καρδιά της. Λέει ο ι. Χρυσόστομος: «Ούτως υπό των ειρημένων ανήφθη, ώστε και την υδρίαν αφείναι και την χρείαν δι’ ην παρεγένετο» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG).
Από όσα της είπε ο Χριστός άναψε τέτοια φωτιά μέσα της, ώστε και τη στάμνα και τη δίψα να ξεχάσει. Το σκοπό για τον οποίο ήρθε, να ξεδιψάσει αυτή και η οικογένειά της, τον ξεχνάει. Από τί; Από τη φωτιά που άναψε μέσα της.
Εν πάση περιπτώσει είναι δυνατόν να την ξέχασε τη στάμνα, αλλά είναι και δυνατόν να την άφησε εσκεμμένα εκεί. Γιατί να την άφησε εσκεμμένα; Διότι από αυτή την ημέρα και μετά, από αυτή τη συνομιλία, όπως είπα, ένας καινούργιος κόσμος έχει ανοιχθεί μπροστά της και με καινούργια μέτρα μετράει τώρα τα πράγματα της ζωής.
Λέει ένας ερμηνευτής: «Διατίθεται η γυνή προς το ύδωρ ως ο Ιησούς μετ’ ολίγον εις τον άρτον» (Βλ. Τρεμπέλας Π. Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εκδ. «Σωτήρ», σελ. 153). Ο Κύριός μας, όταν πήγαν οι μαθητές και του έφεραν το ψωμί, τους είπε: Εγώ έφαγα. Την ξέχασε τη σωματική Του πείνα με όσα είχε ειπωμένα με τη Σαμαρείτιδα.
Οπως ο Κύριος ξέχασε την πείνα, έτσι ξέχασε κι αυτή τη δίψα. Έτσι ξέχασε τώρα και το σταμνί. Γιατί; Γιατί είναι δευτερευούσης σημασίας πράγματα. Διότι άλλα πράγματα τώρα πήραν την πρώτη θέση μέσα στη ζωή της και την πολιτεία της.
Αλλά ακόμα, αδελφοί μου, αυτή η στάμνα η εγκαταλελειμμένη είναι γι’ αυτή τη γυναίκα μία ανάμνηση, αν θέλετε, αντιπροσώπευση της ζωής που έκανε ως τώρα. Δεν τη θέλει πια αυτή τη ζωή. Την εγκαταλείπει αυτή τη ζωή.
Καινούργια ζωή αρχίζει και ως εκ τούτου μπορεί να εγκαταλείψει και τη στάμνα, διότι της θυμίζει την απογοήτευση που δοκίμασε ζώντας χωρίς το Χριστό. Δεν το έβλεπε πρώτα αυτό, τώρα το βλέπει. Γιατί τώρα γνώρισε το Χριστό. Τώρα άκουσε τη διδασκαλία Του. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της τα πνευματικά και έτσι, ας πούμε, η στάμνα, σαν ένας αντιπρόσωπος εκείνης της παλιάς ζωής, της είναι πλέον περιττή.
Λέει ένας ερμηνευτής: «Ούτως άρα ταχέως προετίμησε το ύδωρ του Χριστού της του Ιακώβ πηγής» (Βλ. Τρεμπέλας Π. Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εκδ. «Σωτήρ», σελ. 153). Ξεχνάει τη δίψα. Προτιμάει το νερό που έδωσε ο Χριστός. Το ύδωρ το ζων, που όποιος πιει απ’ αυτό, καθώς της είπε, δεν ξαναδιψάει.
Προτιμάει αυτό το νερό παρά το νερό απ’ το πηγάδι του Ιακώβ. Και λέει ο Ι. Χρυσόστομος μία παρατήρηση, την οποίαν σας παρακαλώ να την προσέξουμε, διότι από κει βγαίνει το δίδαγμά μας. «Ήλθεν υδρεύσασθαι (ήλθε για να πάρει νερό) και επειδή της αληθινής πηγής επέτυχε (και επειδή τώρα βρήκε την αληθινή πηγή με το ζωντανό νερό), κατεφρόνησε της αισθητής (κατεφρόνησε την πηγή την υλική) διδάσκουσα ημάς… (τί μας διδάσκει;) εν τη των πνευματικών ακροάσει πάντων υπεροράν» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG).
Οταν έχουμε μπροστά μας τον καινούργιο πνευματικό κόσμο και ασχολούμεθα με αυτόν και τον μελετάμε, τον κόσμο που μας φανερώνει ο Χριστός και το Ευαγγέλιό Του, όλα πρέπει να τα περιφρονούμε.
«Πάντων υπεροράν των βιοτικών και μηδένα λόγον αυτών ποιείσθαι» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG) και δεν κάνουμε κουβέντα πλέον γι’ αυτά τα πράγματα. Όλα όσα συζητούσε ως τώρα δεν την ενδιαφέρουν πλέον. Αλλες κουβέντες κάνει τώρα, που τις εμπνέει ο Χριστός και η διδασκαλία Του. Αυτό είναι το μήνυμα για μας.
…..Υπάρχει και άλλος ένας λόγος, αδελφοί μου, που μπορεί γι’ αυτό να άφησε τη στάμνα. Αυτή ξεκινάει να τρέξει να φέρει ένα μήνυμα. Μήνυμα ιεραποστολής και σωτηρίας. Η στάμνα είναι βαριά. Η στάμνα είναι ένα βάρος. Αυτή θέλει νά ‘ναι εύζωνας. Δεν θέλει νά ‘χει βάρη επάνω της. Γιατί το έργο της ιεραποστολής του Χριστού δεν επιδέχεται βάρη.
Και την αφήνει τη στάμνα για να γίνει γνήσια ιεραπόστολος. Και έγινε γνήσια ιεραπόστολος. Μας το λέει το ευαγγέλιο. Ηλθαν οι Σαμαρείτες και παρακαλούσαν τον Κύριο να μείνει. Αλλά μας το λέει και η εκκλησιαστική μας ιστορία με το βίο της και με το μαρτύριό της. Λοιπόν, η στάμνα ήταν βάρος γι’ αυτήν. Η ιεραποστολή θέλει εύζωνους στρατιώτες.
Τώρα προσέξτε κάτι. Ο κάθε πιστός, από την ώρα που συνειδητοποιεί την πίστη του και τη διδασκαλία του Χριστού μας, είναι ιεραπόστολος και πρέπει να φέρνει αυτό το μήνυμα κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο στους συνανθρώπους του. Για να είναι ιεραπόστολος και να φέρνει αυτό το μήνυμα, δεν πρέπει νά ‘χει βάρη επάνω του.
Πόσες βαριές στάμνες, υδρίες, κουβαλάμε εμείς, ρωτήστε τον εαυτόν σας. Γεμάτες με εγωισμό, δειλία, ασυνέπεια, ακόμα και με νόμιμες απαιτήσεις της ζωής… Τις κουβαλάμε και αυτό είναι εμπόδιο στην ιεραποστολή μας και στο έργο μας το ιεραποστολικό. Λέει ο ι. Χρυσόστομος: «Οταν γαρ πυρωθή ψυχή τω πυρί τω θείω, προς ουδέν των εν τη γη λοιπόν ορά..» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG).
Αμα ανάψει η φωτιά του Χριστού μεσ’ την καρδιά, δεν βλέπει ο άνθρωπος τα γήινα πράγματα. «Ενός εστι μόνου, της κατεχούσης αυτήν φλογός» (Ioannes Chrysostomus, In Johannem, Homiliae 34, 59, 193, 21 TLG). Η ψυχή ένα πράγμα νιώθει και αισθάνεται, τη φλόγα που την καίει.
* Το ποίημα αυτό αφορμάται από πραγματική διήγηση μιας Κωνσταντινουπολίτισσας γιαγιάς για τα χρόνια που πήγαιναν στο κάτεργο κοντά στην Αγιά Σοφιά για να μάθουν τα απαγορευμένα Ελληνικά γράμματα από το δάσκαλο που έκανε το ράφτη. Η φράση «Η Αγιά Σοφιά είναι ατέλειωτη» ανήκει στη γιαγι
ιερομ. Λ.Γ. της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.
…Όταν προσεγγίζουμε την ιστορία εκκλησιαστικά, στην πραγματικότητα θεολογούμε. Ψηλαφούμε τα ίχνη της παρουσίας του Θεού μέσα στην ιστορία. Ο Κύριος είναι παρών στην ιστορία δια των ακτίστων ενεργειών του, προνοών και ρυθμίζων τα πάντα προς το συμφέρον και την σωτηρία μας: «Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί» (Α’ Βασιλ. 2, 7). Πίσω από το γεγονός της Αλώσεως κρύβονται οι ανεξιχνίαστες βουλές του Θεού…. …Προσεγγίζοντες, το γεγονός της Αλώσεως φέρομε στην μνήμη μας τέσσερα σημεία, με την ελπίδα ότι θα προκύψη και η ανάλογη πνευματική ωφέλεια σε όλους μας.
Α΄.Σήμερα, ημέρα μνήμης του μεγάλου πόνου για την πτώσι της Βασιλευούσης. Μνήμης των θανατώσεων, των βασανισμών, των εξανδραποδισμών, των διωγμών, των ταπεινώσεων, των παιδομαζωμάτων, των εξισλαμισμών και των λοιπών αμετρήτων ταλαιπωριών που υπέστη ο Ορθόδοξος λαός πριν από την Άλωση στις γύρω από την Βασιλεύουσα πόλεις και επαρχίες, κατά την Άλωση…
Σκηνοπηγία ή εορτή της Συγκομιδής[iii] ή εορτή των Σκηνών[iv], ονομαζόταν και ονομάζεται η τελευταία από τις τρεις μεγάλες γιορτές των Ιουδαίων, μετά το Πάσχα και την Πεντηκοστή, διάρκειας επτά ημερών[v], που “τελείται προς ευχαριστίαν για την συγκομιδή των καρπών και προς ανάμνηση της καθοδήγησης του Ισραήλ από τον Θεό στην Έρημο του Σινά μετά την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο και την διαμονή τους σε σκηνές.”[vi].
Ήταν ετήσια γιορτή και ξεκινούσε πέντε μέρες μετά την ημέρα του Εξιλασμού[vii], δηλ. τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου), του έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολόγιου. Ο Ιώσηπος την χαρακτηρίζει ως “εορτήν σφόδρα παρά τοις Εβραίοις αγιωτάτην και μεγίστην”[viii].
Την εποχή της τελικής εκδόσεως του Λευϊτικού (6ος αι. π.Χ.), εορταζόταν μόνο στην Ιερουσαλήμ. Κατά τη διάρκεια της στήνονταν σκηνές από κλαδιά στα δώματα των σπιτιών, στους δρόμους, τους κήπους και τις πλατείες και μέσα εκεί έμεναν μέχρι το τέλος της γιορτής[ix].
Έτσι, οι Εβραίοι μιμούμενοι τη διαβίωση του λαού τους μετά την έξοδο από την Αίγυπτο[x], απέδιδαν ευχαριστίες στο Θεό για τις τότε θαυματουργικές εκδηλώσεις του[xi]. Επίσης, με αυτή την “χαναανιτικής προελεύσεως αγροτική εορτή, οι Ισραηλίτες με ευγνωμοσύνη έκλειναν τον τρύγο και την συγκομιδή των ελαιών το φθινόπωρο”[xii] ντύνοντας την όμως και “με μια σημασία δεμένη με τη σωτηρία του Ισραήλ [που] θυμίζει το νομαδικό παρελθόν και την περιπλάνηση του λαού μέσα στην έρημο”[xiii].
H Μισνά στην πραγματεία Sukka, αναφέρει τις εξής εκδηλώσεις της γιορτής:
“Κατά τας νύκτας οι ιερείς και λευίται έψαλλον εις την αυλήν του Ναού τους καθωρισμένους ψαλμούς και έπαιζον μουσικά όργανα, από της πρώτης δε ημέρας όλοι οι εορτάζοντες Ιουδαίοι έφερον εις χείρας κλάδους φοινίκων και διαφόρους καρπούς, οι οποίοι εσυμβόλιζον την εσοδείαν που εχάρισεν εις αυτούς ο Θεός κατά την διάρκειαν του έτους.
Καθημερινώς εγίνετο περιφορά πέριξ του θυσιαστηρίου, την δε 7ην ημέραν η περιφορά επανελαμβάνετο επτάκις εις άνάμνησιν της καταλήψεως της Ιεριχούς. Κατά την τελευταίαν ημέραν της εορτής, ήτοι την 8ην ημέραν μετά την παρέλευσιν του επταημέρου, ήτις εθεωρείτο ως το εξόδιον όλων των εορτών του έτους και εκαλείτο ημερα του ‘μεγάλου Ωσαννά’, εγίνετο πανηγυρική σύναξις του λαού και εψάλλοντο διάφοροι ψαλμοί”[xiv].
Η γιορτή αυτή ήταν τόσο χαρμόσυνη που οι ραββίνοι συνήθιζαν να λένε πως εκείνος ο οποίος “δεν παρέστη εις τας τελετάς αυτάς, δεν εγνώρισε τι είναι χαρά!”[xv]. Ο Πλούταρχος μάλιστα, ο οποίος είχε προφανώς παρακολουθήσει την γιορτή, κάνει λόγο για όλα τα παραπάνω και θεωρούσε ότι “εικός δε βακχείαν είναι τα ποιούμενα”[xvi] δηλ. μοιάζουν με όσα τελούσαν οι Έλληνες στις γιορτές του Διονύσου.
Η Σκηνοπηγία στην Καινή Διαθήκη
Η γιορτή της Σκηνοπηγίας αναφέρεται και στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον. Κατά τη διάρκειά της οι αδελφοί του Χριστού του συνέστησαν να μεταβεί από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, για να προβάλλει σαφέστερα το έργο του. Ο Ιησούς, “μεσούσης της εορτής”[xvii] ανέβηκε και δίδασκε στα πλήθη.
Η συνέχεια του κηρύγματος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας φαίνεται στο Ιω 7:37 όπου κατά την πρωινή λατρεία της 8ης ημέρας, της εξόδιας ημέρας, γίνονταν σπονδή νερού, μια παράσταση της ευλογίας του ύδατος κατά την είσοδο στη γη της επαγγελίας μετά τη δύσκολη ζωή της ερήμου [xviii].
Ποιο Πρόσωπο τιμάται στους ναούς που φέρουν το όνομα «Αγία Σοφία» και πότε εορτάζει ένας τέτοιος ναός;
Πολλές είναι οι εκκλησίες σ’ όλη την Ορθοδοξία που φέρουν το όνομα αυτό: Πρώτη η εν Κωνσταντινουπόλει «μεγάλη εκκλησία» που συγκινεί για τη μεγαλοπρέπεια, αλλά και τις περιπέτειές της, όλο τον Ορθόδοξο κόσμο και που χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο( έστω και σε μικρότερη κλίμακα) για την ανέγερση των άλλων, μεταγενέστερων, ναών. Φημισμένη και η της Τραπεζούντας που είχε την ίδια τύχη και τις ίδιες περιπέτειες με την της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωστή σε όλους και αυτή της Θεσσαλονίκης, κτίσμα, κατά πάσα πιθανότητα, του 8ου αιώνα, πάνω σε θεμέλια προϋπάρχουσας βασιλικής.
Και ο μεγαλοπρεπής ναός στο Κίεβο, που κτίστηκε τον 11ο αιώνα, εκείνος στη Σόφια της Βουλγαρίας, που κτίστηκε τον 12ο αιώνα, από τον οποίο πήρε το όνομα και η πόλη, καθώς και ο πρώτος ναός των Ελλήνων στο Λονδίνο. Μέχρι και τη φτωχική Πάφο, με την κοινότητα του Στρουμπιού να σεμνύνεται για ναό της Αγίας Σοφίας. Αναντίλεκτα από τους μεγαλοπρεπέστερους και ευρυχωρότερους είναι και ο ναός σας.
Οι Τούρκοι, ως γνωστόν, ονομάζουν «Αγιά Σοφιά» όσες εκκλησίες μας με τρούλλο κατέκτησαν και μετέτρεψαν σε τζαμιά. Ονομάζουν το τέμενος στην Τίμη Αγία Σοφία, ενώ είναι γνωστό πως ήταν εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Στον Μούτταλο ονομάζουν πάλι το τέμενος Αγία Σοφία, παρόλο που ήταν ο ναός του Αγίου Φιλαγρίου επισκόπου Πάφου.
Στο όνομα ποιου αγίου προσώπου ήταν αφιερωμένες οι εκκλησίες αυτές; Υπάρχει μια πληθώρα τέτοιων προσώπων στην θρησκευτική μας παράδοση. Οι περισσότερες θεωρούνται ότι ήταν αφιερωμένες στο Άγιο Πνεύμα γι’ αυτό και γιόρταζαν τη Δευτέρα μετά την Πεντηκοστή, Θεωρούσαν ως Σοφία του Θεού το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Άγιο Πνεύμα.
Άλλοι γιόρταζαν την Κυριακή της Πεντηκοστής και θεωρούσαν ότι ήσαν αφιερωμένες στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Κάποιες άλλες γιόρταζαν στα Εισόδια ή στην Κοίμηση της Θεοτόκου και μερικές ακόμα θεωρούνταν ως αφιερωμένες στη μάρτυρα Σοφία και στις τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη.
Ο μ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε μια μελέτη του, αποδεικνύει ιστορικά ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ήταν αφιερωμένος στον Λόγο του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το οποίο, στην Παλαιά Διαθήκη, προτυπώνεται και ονομάζεται ως Σοφία του Θεού, ενώ στην Καινή Διαθήκη ξεκάθαρα ομολογείται ως «η Σοφία του Θεού». Στον Μυστρά, στον ναό της Αγίας Σοφίας, μνημονεύεται επιγραφή στην οποία αναφερόταν ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος «τω παντοποιώ του Θεού Πατρός Λόγω».
Ασφαλώς το σχετικό ερώτημα σε ποιο πρόσωπο ήταν ή πρέπει να είναι αφιερωμένες οι εκκλησίες με το όνομα «Αγία Σοφία» λύνεται εύκολα αν όντως αποδειχθεί και κατοχυρωθεί σε ποιον ήταν αφιερωμένος ο πρώτος και μεγαλοπρεπέστερος όλων τέτοιος ναός, εκείνος της Κωνσταντινουπόλεως. Και προς αυτή την κατεύθυνση θα στρέψουμε την προσοχή μας:
Στην Παλαιά Διαθήκη η Σοφία παρουσιάζεται-όχι βέβαια τόσο ξεκάθαρα όπως στην Καινή Διαθήκη- ως θεϊκό πρόσωπο. Κάτω από το φως της Καινής Διαθήκης, για μας, τα χωρία αυτά μιλούν για τον Χριστό, που είναι «η Σοφία του Θεού».
Έτσι η Σοφία, στο βιβλίο των Παροιμιών, παρουσιάζεται να είναι παρούσα στη Δημιουργία και να έχει γεννηθεί από τον Θεόν πριν από αυτή (τη Δημιουργία): «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού…προ πάντων των βουνών γεννά με»[xix](Παροιμ.8,22-25). Και παρακάτω «Ηνίκα ητοίμαζε τον ουρανόν, συμπαρήμην αυτώ…..ήμην παρ’ αυτώ αρμόζουσα∙ εγώ ήμην ή προσέχαιρε»[xx](Παροιμ.8,27-31). Και αλλού: «Ο Θεός τη σοφία εθεμελίωσε την γην, ητοίμασε δε ουρανούς φρονήσει..»[xxi](Παροιμ.3,19).
Στη Σοφία Σειράχ η Σοφία παρουσιάζεται να υπάρχει από πάντα και για πάντα. «Προ του αιώνος απ’ αρχής έκτισέ με και έως του αιώνος ου μη εκλίπω»(Σειρ.24,9). Έχει ως κατοικία της τον ουρανό: «Εγώ εν υψηλοίς κατεσκήνωσα και ο θρόνος μου εν στύλω νεφέλης»(Σειρ.24,4). Είναι απόρροια του στόματος του Υψίστου, όπως ο Λόγος Του: «Εγώ από στόματος Υψίστου εξήλθον και ως ομίχλη κατεκάλυψα την γην»[xxii](Σειρ.24,3).
Η Σοφία Σολομώντος φτάνει σε λεπτομερείς περιγραφές της Σοφίας, παρόμοιες μ’εκείνες που χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος. Αναφέρει η Σοφία Σολομώντος: «Ατμίς γαρ εστι της του Θεού δυνάμεως και απόρροια της του Θεού παντοκράτορος δόξης ειλικρινής…απαύγασμα γαρ εστι φωτός αϊδίου και έσοπτρον ακηλίδωτον της του Θεού ενεργείας και εικών της αγαθότητος αυτού»(Σοφ.Σολ.7,25-26[xxiii]).
Αυτή ζει πολύ κοντά στον Θεό «Συμβίωσιν Θεού έχουσα»(Σοφ.Σολ.9,3) και μοιράζεται τον θρόνο Του, αφού η παράκληση του ευσεβούς αναφέρει «δος μοι την των σων θρόνων πάρεδρον σοφίαν»(Σοφ.Σολ.9,4). Συνεχίζει δε να κυβερνά τον κόσμο: «Διατείνει από πέρατος εις πέρας ευρώστως και διοικεί τα πάντα χρηστώς»(Σολ.8,1).
Η οικειότητα μαζί της δεν ξεχωρίζει από την οικειότητα με τον ίδιο τον Θεό, αφού «φίλους Θεού και προφήτας κατασκευάζει»(Σοφ.Σολ.7,27). Όλες αυτές οι αναφορές αφήνουν να διαφανεί η ανεξιχνίαστη προσωπικότητα του Υιού του Θεού, χωρίς και να σκανδαλίζουν όσους ήσαν προσηλωμένοι στον αυστηρά μονοθεϊστικό χαρακτήρα της Ιουδαϊκής θρησκείας.
Όταν η Καινή Διαθήκη θα ταυτίσει τη Σοφία με τον Χριστό, Υιό και Λόγο του Θεού, θα βρει σ’ αυτή, την τελευταία διδασκαλία, την ακριβή προετοιμασία μιας πλήρους αποκαλύψεως: Ο άνθρωπος ενωμένος με τον Χριστό, συμμετέχει στη θεϊκή Σοφία και νιώθει να εισάγεται στο οικείο περιβάλλον του Θεού.
Ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή αναφέρεται στον Χριστό ως «Σοφία του Θεού». «Ημείς δε κηρύσσομεν… Χριστόν, Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν»(Α΄Κορ.1,23-24). Αν ο Χριστός αποκαλείται έτσι δεν είναι μόνο γιατί μεταδίδει τη σοφία στους ανθρώπους, αλλά γιατί ο ίδιος είναι η Σοφία.
Γι’ αυτό και μιλώντας για την προΰπαρξη του Χριστού κοντά στον Πατέρα, ο Παύλος, χρησιμοποιεί τους ίδιους όρους που προσδιόριζαν παλαιότερα τη θεϊκή Σοφία. Έτσι στην προς Κολασσαείς επιστολή λέγει: «Ος εστιν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως»(Κολ.1,15). Όπως στην Παλαιά Διαθήκη «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού και έργα αυτού…..προπάντων των βουνών γεννά με»(Παροιμ.8,22).
Στην προς Εβραίους επιστολή λέγεται για τον Χριστό «Ος ων απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού, φέρων τε τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού..»(Εβρ.9,13). Μα και η Σοφία Σολομώντος όπως αναφέραμε πιο πάνω έτσι λέγει: «Ατμίς γαρ εστι της του Θεού δυνάμεως και απόρροια της του Θεού παντοκράτορος δόξης ειλικρινής…απαύγασμα γαρ εστι φωτός αϊδίου και έσοπτρον ακηλίδωτον της του Θεού ενεργείας και εικών της αγαθότητος αυτού»(Σοφ.Σολ.7,25-26).
Είναι, λοιπόν, χωρίς αμφιβολία ο Χριστός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, η Σοφία του Θεού. Αυτή η προσωπική Σοφία ήταν άλλοτε κρυμμένη μέσα στον γενικότερο όρο «Θεός» αν και κυβερνούσε το σύμπαν, κατηύθυνε την Ιστορία και φανερωνόταν στον Νόμο και στη διδασκαλία των προφητών. Τώρα αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Ερχόμαστε τώρα στη διερεύνηση της υποθέσεως αν η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως τιμώταν επ’ονόματι του Χριστού, ως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Από το Συναξάριον της Εκκλησίας ξέρουμε ότι «τα εγκαίνια της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ήτοι της Αγίας Σοφίας», εορτάζονται στις 23 Δεκεμβρίου. Τα πρώτα εγκαίνια, ξέρουμε από την Ιστορία, ότι έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου 537, και τα δεύτερα εγκαίνια, μετά την κατάρρευση του τρούλου έγιναν στις 24 Δεκεμβρίου 563. Είναι γνωστό ότι υπήρχε αρχαία συνήθεια, που σε μερικές περιπτώσεις εφαρμόζεται μέχρι σήμερα, να εορτάζει ο ναός κατά την ημέρα των εγκαινίων του.
Μια άλλη πληροφορία φαίνεται χρήσιμη και συμπληρωματική των πιο πάνω: Ο ναός της Αγίας Σοφίας είναι προσανατολισμένος Νοτιοανατολικά, σε γωνία 33,7 μοιρών, γιατί από εκεί ανατέλλει ο ήλιος στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Όλα αυτά συγκλίνουν στο ότι ο ναός πανηγύριζε αρχικά στις 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα των Χριστουγέννων, όντας αφιερωμένος στον Ιησού Χριστό. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός αυτής της αφιέρωσης.
Μετά την αντιμετώπιση του Αρειανισμού, προκειμένου να εξαρθεί ο Χριστός ως «ομοούσιος τω Πατρί», ως «φως εκ του φωτός» και ως «η δημιουργική και συνεκτική των απάντων Θεού Σοφία και Δύναμις» κτίστηκαν πολλοί ναοί, κυρίως από το τέλος του 4ου αιώνος, που αφιερώθηκαν στον Χριστό, ως την του Θεού Σοφίαν.
Ανάμεσα σ’ αυτούς, ο πρώτος μάλιστα, στην Κωνσταντινούπολη, που πιθανόν να σχεδιάστηκε από τον ίδιο τον Μ.Κωνσταντίνο, εγκαινιάστηκε, όμως, το 360 υπό των διαδόχων του.
Ήταν επιβεβλημένο το κτίσιμο σε κεντρικό σημείο της Πρωτεύουσας του νέου Κράτους ναού επ’ όνόματι της του Θεού Σοφίας για να διακηρύττεται στην πράξη η πίστη στο δόγμα της Α΄Οικουμενικής Συνόδου. Ήταν φυσικό και ο επί Ιουστινιανού κτισθείς περικαλλής ναός να ήτο αφιερωμένος και πάλιν στον Υιό και Λόγο του Θεού.
Τότε που είχε διατυπωθεί και ο όρος της Χαλκηδόνος για τον Χριστό ότι είναι «έν πρόσωπον εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως, γνωριζόμενος».
Η παράδοση μάλιστα συνδέει τον ύμνο «Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού» με τον Ιουστινιανό και τον ναό της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Είναι γνωστό πως και ο ναός της Αγίας Ειρήνης, δίπλα στην Αγία Σοφία, είναι αφιερωμένος και αυτός στην Ειρήνη του Θεού και όχι στη μεγαλομάρτυρα Ειρήνη.
Ο Κωνσταντίνος Καλοκύρης, μετά την ιστορική απόδειξή του ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ήταν αφιερωμένος στον Ιησού Χριστό και αρχικά γιόρταζε στις 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα των Χριστουγέννων, υποστηρίζει ότι οι ναοί που είναι αφιερωμένοι στην «του Θεού Σοφίαν» πρέπει να εορτάζουν την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, όπως εξάγεται από την υμνογραφία της μεγάλης αυτής εορτής, της άγνωστης, όμως, στο ευρύ κοινό.
Ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, από την άλλη, μας πληροφορεί ότι, όντως, η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν «η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως».
Παραπέμπει, μάλιστα, στην έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως γινόταν μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903, που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος Στ΄ του Σοφού.
Αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε στη διαμόρφωση αυτής της εορτής και τη σύνδεσή της με τον Χριστό ως Σοφία του Θεού.
Είναι γνωστό πως από πολύ νωρίς είχαν καθοριστεί οι ευαγγελικές περικοπές, όπως και οι αντίστοιχες αποστολικές, που θα αναγινώσκονταν στις εκκλησίες αμέσως μετά το Πάσχα για λόγους συστηματικής διδαχής των νεοεισερχομένων στην Εκκλησία, όσων δηλαδή εδέχοντο το άγιο βάπτισμα το βράδυ του Μ.Σαββάτου. Ξεκινούσε έτσι η ανάγνωση των Πράξεων και του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.
Ο Γεώργιος Μπεκατώρος αναφέρει ότι, τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα, κατά την Τετάρτη της δ΄ εβδομάδος του Πάσχα, η οποία δεν μαρτυρείται πουθενά, να ήτο τότε εορτή, διαβαζόταν, όπως και σήμερα, στη Θ.Λειτουργία η περικοπή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου που αρχίζει με την πρόταση: «Της εορτής μεσούσης, ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν και εδίδασκεν». Η εορτή που αναφέρει ο Ευαγγελιστής είναι η εορτή της Σκηνοπηγίας.
Μετά την καθιέρωση της εορτής της Μεσοπεντηκοστής, σε χρόνους μεταγενέστερους, ως του μέσου της περιόδου που ενώνει τις δύο μεγάλες εορτές, του Πάσχα και της Πεντηκοστής, εξελήφθη από μερικούς, λανθασμένα, ότι η αναφερόμενη στο Ευαγγέλιο εορτή ήταν η εορτή της Πεντηκοστής η οποία στους Εβραίους θύμιζε την παραλαβή του Νόμου στο όρος Σινά. Αφέθηκε, λοιπόν, η ίδια ευαγγελική περικοπή, ως ενώνουσα τώρα, τις δύο χριστιανικές εορτές: το Χριστιανικό Πάσχα και την Χριστιανική Πεντηκοστή.
Πήρε, φυσικά, άλλο περιεχόμενο ως ενώνουσα, το Πάσχα που γιορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού και την Πεντηκοστή, που γιορτάζουμε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, οπότε έχουμε και τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού.
Πολλοί διείδαν στην καθιέρωση της εορτής της Μεσοπεντηκοστής την επανάληψη της προηγούμενης πράξης της Εκκλησίας να θεσπίσει την εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Όπως δηλαδή στο μέσον της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προβάλλεται προς προσκύνηση ο Τίμιος Σταυρός για ενίσχυση των πιστών, προκειμένου να αξιωθούν να προσκυνήσουν τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, έτσι και τώρα, στο μέσο του Πεντηκοσταρίου, προβάλλονται οι λόγοι του Χριστού για τη θεία καταγωγή Του(όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω) για να μπορέσουμε, φυλλάσοντας τις εντολές Του, «και την ανάληψιν εορτάσαι και της παρουσίας τυχείν του Αγίου Πνεύματος».
Στην ευαγγελική περικοπή αυτής της μέρας διαβάζουμε ότι ο Χριστός εδίδασκε ως εξουσίαν έχων και ως Υιός του Θεού Πατρός. «Και εθαύμαζον οι Ιουδαίοι λέγοντες πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;»
Ο Χριστός αποκάλυψε τότε τη θεότητα Του: «Η εμή διδαχή ουκ εστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με. Εάν τις θέλη το θέλημα αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής, πότερον εκ του Θεού εστιν, ή εγώ απ’ εαυτού λαλώ»[xxiv](Ιω.7,15-17) Εδώ σαφέστατα δηλώνεται ότι ο Χριστός είναι η Σοφία του Θεού και δεν έχει σχέση με τη σοφία των ανθρώπων.
Στο Συναξάριο της ημέρας, λόγω την ως άνω ευαγγελικής περικοπής, ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος γράφει: «Επεί ουν τη διδασκαλία ταύτη, ο Χριστός Μεσσίαν εαυτόν απέδειξε, μεσίτης και διαλλάκτης ημών γενόμενος, και του αιωνίου αυτού Πατρός, διά ταύτην την αιτίαν την παρούσαν εορτήν εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες, τον Μεσσίαν τε ανυμνούμεν Χριστόν, και το τίμιον των παρ’ εκάτερα δύο μεγάλων εορτών παριστάνομεν». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται «κεχρισμένος». Ηχητικά όμως μοιάζει προς το μέσο.
Έτσι έγινε αφορμή η παρετυμολογία αυτή στο συναξάριο να παρουσιαστεί ο Χριστός ως Μεσσίας-μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός», σε συνδυασμό με την εορτή που επισημαίνει το μέσο της χρονικής απόστασης μεταξύ Πάσχα και Πεντηκοστής.
Στην ακολουθία που διαμορφώθηκε για την εορτή της Μεσοπεντηκοστής έχουμε πολλά τροπάρια να αναφέρονται στον Χριστό ως Σοφία του Θεού. Έτσι στα ιδιόμελα των Στίχων του εσπερινού ψάλλουμε: «Εν τω Ιερώ επέστης η Σοφία του Θεού, μεσούσης της εορτής…» Στο δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού πάλι λέγεται: «…αγνοούντες(οι Ιουδαίοι) ότι συ ει η σοφία η κατασκευάσασα τον κόσμον».
Σ’ ένα τροπάριο της η΄ ωδής του κανόνα του Όρθρου αναφέρεται: «Η σοφία του Θεού, της εορτής μεσούσης καθώς γέγραπται, τω ιερώ επέστη και εδίδασκεν ότι όντως αυτός ην ο Μεσσίας Χριστός δι’ου η σωτηρία». Στο πρώτο στιχηρό των Αίνων πάλι ψάλλουμε: «Η σοφία και δύναμις, του Πατρός το απαύγασμα, Λόγος ο αΐδιος και Υιός του Θεού, εν Ιερώ παρεγένετο σαρκί και εδίδασκε..»
Είναι επίσης χαρακτηριστικό το τρίτο ανάγνωσμα του εσπερινού της εορτής, παρμένο από τις Παροιμίες Σολομώντος, που αναφέρεται στη Σοφία του Θεού, το γνωστό και από άλλες εορτές: «Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον..»
Πέραν της ταύτισης του Χριστού με τη Σοφία του Θεού σε πολλά τροπάρια της ακολουθίας της Τετάρτης της Μεσοπεντηκοστής ο Χριστός παρουσιάζεται να κυριαρχεί με τη διδασκαλία Του, που παίρνει αφορμή από όσα συνέβαιναν στην εορτή της Σκηνοπηγίας και διχάζει τους Ιουδαίους. Οι αντιδράσεις ήσαν ποικίλες.
Άλλοι έλεγαν «Ούτος εστιν αληθώς ο προφήτης», «ούτος εστιν ο Χριστός»(Ιω.7,40-41), «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος»(Ιω.7,46) και άλλοι έλεγαν ότι είναι Σαμαρείτης και έχει δαιμόνια. Γι’ αυτό και «σχίσμα εν τω όχλω εγένετο δι’ αυτόν». Μάλιστα επιχείρησαν να Τον συλλάβουν και να Τον σκοτώσουν.
Η υμνολογία της εορτής αναφέρεται και στη διδασκαλία που έκανε ο Χριστός την τελευταία ημέρα της εορτής της Σκηνοπηγίας, που είναι, όμως, το περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής της εορτής της Πεντηκοστής.
Παίρνοντας αφορμή από το τελετουργικό της εορτής, κατά το οποίον, με μιαν πομπή, οι Ιουδαίοι πήγαιναν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και μετέφεραν νερό το οποίο έχυναν στο θυσιαστήριο των ολοκαυτομάτων, πράγμα που συμβόλιζε την έκβλυση νερού από την πέτρα στην έρημο και το ξεδίψασμα των προγόνων τους, ο Χριστός δίδαξε πως αυτός είναι το πραγματικό νερό που ξεδιψά τον άνθρωπο. «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω», είπε.
Συνδέει μάλιστα το πρόσωπό Του με τις προαγγελίες των Προφητών: «Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η Γραφή..» συνεχίζει. Έχει πλήρη αυτοσυνειδησία του ποιος είναι και αυτό αφήνει να ακουστεί στον λάο.
Παίρνοντας, επίσης, αφορμή από τη φωτιά που άναβαν οι Ιουδαίοι κατά την εορτή, για να φαίνεται σ’ όλη την Ιερουσαλήμ, ο Χριστός διακήρυξε ότι Αυτός ήταν το φως του κόσμου. «Εγώ ειμι το φως του κόσμου∙ ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής». Παραπέμπει, έτσι, ο Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη όπου ως Σοφία του Θεού διακηρύττεται ότι είναι «απαύγασμα φωτός αΐδιου και έσοπτρον ακηλίδωτον της του Θεού ενεργείας»[xxv](Σοφ.Σολ.2,25).
Από την υμνολογία της ημέρας που αναφέρεται σ’ αυτή την διδασκαλία του Χριστού αναφέρω ενδεικτικά το απολυτίκιο της εορτής: «Μεσούσης της εορτής, διψώσαν μου την ψυχήν, ευσεβείας πότισον νάματα.
Ότι πάσι Σωτήρ εβόησας∙ ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω…», καθώς και το κοντάκιον: «Της εορτής της νομικής μεσαζούσης, ο των απάντων ποιητής και Δεσπότης, προς τους παρόντας έλεγες Χριστέ ο Θεός∙ Δεύτε και αρύσαθε ύδωρ αθανασίας…» Ιδιαιτέρως, όμως, το εξαποστειλάριον εκφράζει και την ευχή κάθε πιστού: «Ο τον κρατήρα έχων, των ακενώτων δωρεών, δος μοι αρύσαθαι ύδωρ, εις άφεσιν αμαρτιών∙ ότι συνέχομαι δίψη, εύσπλαχνε μόνε οικτίρμον».
Η υμνολογία κάνει χρήση και της διδασκαλίας του Χριστού ως φωτός του κόσμου, ιδιαίτερα στους κανόνες της εορτής. Ξεκινώντας από τον ειρμό «Συ Κύριε μου φως εις τον κόσμον ελήλυθας», αναφέρουν τα τροπάρια: «..Όντως γαρ ήλθε Χριστός και πάντας εφώτισε..»(β΄κανόνας, δ΄ωδή). Και σε άλλο: «..Ύμνον σοι δε προσάγομεν, τω δι’ημάς επί γης οφθέντι και κόσμον φωτίσαντι»(β΄κανόνας, ε΄ωδή).
Σε άλλο αποκαλείται ο Χριστός «φως το ακατάληπτον»(α΄κανών, η΄ωδή) και σε άλλο καλείται ο Χριστός όπως «τα όμματα φωτίση επί κλίνης οδύνης μου..»(β΄κανών, θ΄ωδή).
Είναι, απ’ όλα τα πιο πάνω, φανερό ότι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής έχει ξεχωριστό λαπρό περιεχόμενο Δεσποτικής εορτής, με μια διαφορά από τις άλλες Δεσποτικές εορτές. Δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο γεγονός της ζωής του Χριστού(όπως Γέννηση, Βάπτιση, Σταύρωση, Ανάσταση, Ανάληψη κλπ) αλλά σε μια διδασκαλία του Χριστού και σε μια διδασκαλία της Γραφής και της Εκκλησίας περί Αυτού.
Και αιτιολογείται, κατά τη γνώμη μου, πλήρως ότι αυτή την ημέρα της μεγάλης εορτής της Μεσοπεντηκοστής με το ιδιαίτερο θεολογικό περιεχόμενο, που υμνείται ο Χριστός ως το ύδωρ το ζων και το φως του κόσμου, που είναι η Σοφία του Θεού, γιόρταζε και η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, κατά την πληροφορία του καθηγητή Ιωαννη Φουντούλη.
Την πληροφορία αυτή-που είναι αποδεδειγμένη, αναντίλεκτη γνώση για το Οικουμενικό Πατριαρχείο-, άκουσα για πρώτη φορά από τον Μητροπολίτη Σεβαστείας Δημήτριο όταν συνόδευσα τον Μακαριώτατο στην επίσημη επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη. Προς επίρρωση αυτής της θέσης προβάλλεται από πολλούς και το στοιχείο του φωτός που κατακλύζει τον ναό της Αγίας Σοφίας.
Όσοι ασχολούνται με τη μελέτη του Ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τονίζουν το φως που περιλούζει τον ναό αφού οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος και Ισίδωρος ήθελαν να δηλώσουν το Άκτιστο φως που βγαίνει από τον Χριστό που είναι η Σοφία και ο Λόγος του Θεού, το πραγματικό «Φως του κόσμου».
Ο Κωνσταντίνος Καλοκύρης[xxvi] σημειώνει ότι «το άπλετο φως, το οποίον καταιονιστικώς εισβάλλει διά των παραθύρων, η τοσαύτη του φωτός παρουσία καταυγάζει τον χώρον και συμβάλλει εις την εντύπωσιν της εξαϋλώσεως και μεταστοιχειώσεως των πάντων».
Η Κωνσταντινούπολη, όπως είναι γνωστό, είχε αφιερωθεί στην Παναγία. Το υπενθυμίζει σε όλους το κοντάκιο «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…αναγράφω σοι η πόλις σου Θεοτόκε». Στο κέντρο της Πόλεως υπήρχε ο ναός της του Θεού Σοφίας, της αφιερωμένης στον Χριστό. Με αυτές τις δυο αφιερώσεις είναι σαν να εικονογραφείται πάνω στον χώρο η εικόνα της Παναγίας που κρατά στην αγκαλιά της τον Χριστό.
Ο καθηγητής του Παν/μίου Κρήτης Θεοχάρης Δετοράκης εξέδωσε πολυτελή τόμο-λεύκωμα με τίτλο:[xxvii] “ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ – Ο Ναός της του Θεού Σοφίας”, εκδόσεις ΕΦΕΣΟΣ 2004, τόμος που παρουσιάστηκε επίσημα στις 26 -10 – 2004 στο Μουσείο Μπενάκη.
Περιγράφοντας εν συντομία την αρχιτεκτονική του Ναού, στη σ. 67 αναφέρει: “… Έχει παρατηρηθεί ότι ο Ναός της Αγ. Σοφίας δεν βλέπει κανονικά προς την Ανατολή, όπως όλες οι ορθόδοξες εκκλησίες, αλλά στρέφεται λίγο ΝΑ, σε γωνία 33,7 μοιρών. Σωστά παρατηρεί ο Προκόπιος ότι ο Ναός προσανατολίσθηκε προς “ανίσχοντα ήλιον”.
Ο ναός, αφιερωμένος στο δεύτερο πρόσωπο της Αγ. Τριάδας τον Ιησού Χριστό, τιμάται την ημέρα των Χριστουγέννων, δηλαδή την ημέρα της επιφάνειας του Θεού, του νοητού ηλίου. Και επειδή την περίοδο αυτήν ο ήλιος βρίσκεται στο χειμερινό ηλιοστάσιο, ήταν φυσικό οι αρχιτέκτονες να προσδιορίσουν τον άξονα του Ναού προς το σημείο του ορίζοντα από το οποίο φαίνεται να ανατέλλει ο ήλιος αυτήν την εποχή του έτους”.
Πραγματικά, παρατηρήστε ότι όλες τις εορτές, δηλ. τα διάφορα εγκαίνια ή θυρανοίξια του Ναού εορτάζονται γύρω από τα Χριστούγεννα. Δεν είναι τυχαίο: 27-12-537 έγιναν τα πρώτα εγκαίνια. 24-12-563 τα δεύτερα, μετά την κατάρρευση του τρούλλου το 558. Ο ίδιος καθηγητής γράφει επίσης (σ. 37):
“Στο επίσημο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας, όπως διασώζεται στον Πατμιακό κώδικα 266 (θ΄- ι΄ αιώνα), τα θυρανοίξια του ναού εορτάζονται την 22 Δεκεμβρίου μαζί με το “φωτοδρόμιον”, μια μορφή λιτανείας με αναμμένες λαμπάδες γύρω από τον ναό και την 23 τιμάται η ανάμνηση των εγκαινίων με ειδική ακολουθία, η οποία λεπτομερώς περιγράφεται”.
Μια άλλη εκδοχή γι αυτό, πάλι από τον παραπάνω τόμο του κ. Δετοράκη (σ. 45), που αξίζει σαφώς να σημειωθεί είναι και η εξής:
“Ο γιος και διάδοχος του Κων/νου Πορφυρογέννητου Λέων Στ΄ο Σοφός αφιέρωσε την ψηφιδωτή εικόνα στην κόγχη πάνω από τη βασιλική πύλη του νάρθηκα, με το Χριστό ένθρονο και στα πόδια του γονατιστό και δεόμενο έναν αυτοκράτορα. Η ταυτότητα του εικονιζόμενου αυτοκράτορα έχει προβληματίσει τους μελετητές.
Γενικά πιστεύεται ότι είναι ο ίδιος ο Λέων Στ΄ο Σοφός, που θέλησε να εκφράσει με τον τρόπο αυτόν τη μεταμέλειά του για το αμάρτημα της τετραγαμίας στο οποίο είχε περιπέσει και για το οποίο ο πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός του είχε επιβάλλει επιτίμιο, απαγορεύοντας την είσοδό του στη Μεγάλη εκκλησία”. Η παραπάνω άποψη ίσως έχει μεγάλη σημασία καθώς ίσως είναι πιο λογική.
Συμπερασματικά: Νομίζω πως είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ήταν αφιερωμένος στον Χριστό, την ενυπόστατο Σοφία του Θεού.
Ο χρόνος ανέγερσής του, μετά τις Χριστολογικές έριδες, στο κέντρο της νέας πρωτεύουσας, ο προσανατολισμός του εκεί που ανατέλλει ο ήλιος στο χειμερινό ηλιοστάσιο, τα εγκαίνια του γύρω στις 25 Δεκεμβρίου, η ύπαρξη εκεί κοντά και του άλλου μεγαλοπρεπούς ναού του αφιερωμένου εις την Ειρήνη του Θεού δεν αφήνουν αμφιβολίες για τούτο.
Από την άλλη, η διαμόρφωση της ακολουθίας της Τετάρτης της Μεσοπεντηκοστής με τέτοιο τρόπο ώστε τόσο τα αναγνώσματα όσο και η υμνολογία να αναφέρονται στον Χριστό ως την Σοφίαν του Θεού, «την κατασκευάσαν τον κόσμον», και ως τον μοναδικό Μεσσίαν και σωτήρα του κόσμου, ως φως του κόσμου και πηγή εκ της οποίας «ρέουσι ποταμοί ύδατος ζώντος», πείθει ότι πολύ νωρίς η εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας μετατέθηκε στην ημέρα αυτή της Μεσοπεντηκοστής.
Η έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου είναι ξεκάθαρη. Πολύ σοβαρή και η μαρτυρία του καταξιωμένου καθηγητού μ. Ιωάννη Φουντούλη καθώς και η παράδοση που μεταφέρουν μέχρι σήμερα οι Κωνσταντινουπολίτες.
Επακόλουθο αυτού είναι πως και οι άλλοι ναοί που κτίστηκαν «κατά μίμησιν» εκείνου του λαμπρού κτίσματος, θα πρέπει να ετιμώντο και να τιμώνται στο όνομα του Χριστού, και να γιορτάζουν όπως και εκείνος, την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής.
Στη δική μας περίπτωση, εδώ στην Κύπρο, πέραν του θεολογικού μηνύματος της εορτής της Μεσοπεντηκοστής, υπάρχει και η συναισθηματική σύνδεση με ότι προέρχεται από την Πόλη των ονείρων μας, που συνιστά ταυτόχρονα και τη μεγάλη πληγή της καρδίας μας.
Αφού το κέντρο της εθνικής και θρησκευτικής μας ζωής, που και σήμερα, παρά τα χαλάσματα και τους εθνικούς κατακλυσμούς, παραμένει τέτοιο, γιόρταζε αυτή τη μέρα δεν θα μπορούσαμε και εμείς να κάμουμε διαφορετικά.
Γιορτάζοντας στον ναό μας η σκέψη μας ασφαλώς περιφέρεται στον Βόσπορο και παρακολουθεί με συγκίνηση την ανέλιξη του άγνωστου σ’ εμάς σχεδίου του Θεού για τον Ελληνισμό αλλά και τη σωτηρία του καθενός μας.
Τέλος, ας μην λησμονούμε ότι η Εκκλησία είναι ο παράδεισος που φυτεύθηκε σε αυτόν τον κόσμο.
[xiii] Chouraqui Andre, ‘Η Καθημερινή Ζωή των Ανθρώπων της Βίβλου’, Παπαδήμας, Αθήνα 1992, σελ. 153
[xiv] ΘΗΕ, ό.π., στ. 225.
[xv] λήμμ. “Σκηνοπηγία”, Κολιτσάρας Θ. Ιωάννης, Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, εκδ. ‘Η Ζωή’, 2η έκδ., Αθήναι 1998
[xvi] Συμποσιακών Προβλήματα, IV, 6, 2.
[xvii] Ιω 7:14
[xviii] Αγουρίδης Σάββας, Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, τόμ. Α’, Πουρναράς, θεσσαλονίκη 2005, σελ. 422.
[xix] Παροιμ.8,22-25
[xx] Παροιμ.8,27-31
[xxi] Παροιμ.3,19
[xxii] Σειρ.24,3
[xxiii] Σοφ.Σολ.7,25-26
[xxiv] Ιω.7,15-17[
xxv] Σοφ.Σολ.2,25
[xxvi] Καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Δ. Καλοκύρη, Ὁ Μουσουργός Ἰωάννης Θ. Σακελλαρίδης καί ἡ Βυζαντινή Μουσική, Θεσσαλονίκη 1988, Παράρτημα ἐκ 15 σελίδων μέ τίτλο: ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥΣ (Οἱ εἰκονογραφικοί τύποι Μεσοπεντηκοστῆς καί ἁγίας Σοφίας).[xxvii] Καθηγητής του Παν/μίου Κρήτης Θεοχάρης Δετοράκης -ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ – Ο Ναός της του Θεού Σοφίας”, εκδόσεις ΕΦΕΣΟΣ 2004,
Μετά τη μετατροπή σε τζαμί του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας, οι Τούρκοι έχουν αναρτήσει μορφή φωτεινής επιγραφής επάνω στο Ναό της Αγίας Σοφίας, όπου βλασφημείται ο Αληθινός Τριαδικός Θεός ως δήθεν ανύπαρκτος. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Βήμα Ορθοδοξίας (vimaorthodoxias.gr) στις 9/5/2021, το οποίο τιλοφορείτο ‘’«Ο Θεός είναι ένας και αυτός είναι ο Αλλάχ»: Ύστατη πρόκληση στην Αγία Σοφία – Ύψωσαν μουσουλμανικό λάβαρο’’, ανεφέροντο μεταξύ άλλων τα εξής : ‘’Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τοskai.gr, ανάμεσα στους δύο μιναρέδες που κτίστηκαν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σήμερα τοποθετήθηκε για πρώτη φορά η επιγραφή «Δεν υπάρχει άλλος θεός, εκτός από τον Αλλάχ»’’.
Μετά την προκλητική ‘’μετατροπή’’ σε τζαμί του Ναού της Αγίας Σοφίας, ήλθε αυτή η μορφή φωτεινής επιγραφής, όπου βλασφημείται ο Αληθινός Τριαδικός Θεός ως δήθεν ανύπαρκτος. Είναι αλήθεια πως η οποιαδήποτε διαμαρτυρία στην Τουρκία θα πληρωθεί πολύ ακριβά, γεγονός που επιβάλλει τη σιωπή του φόβου των…
Κατά καιρούς εκφράστηκαν και εκφράζονται απόψεις, που αμφισβητούν τα ειλικρινή κίνητρα του Αγίου Κωνσταντίνου, όσον αφορά την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων, θεωρώντας τα ως δήθεν πολιτικά κίνητρα, απόψεις οι οποίες είναι αυθαίρετες και αθεμελίωτες ιστορικά.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος με το Διάταγμα των Μεδιολάνων «έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την αναγνώριση της Χριστιανικής Πίστης, ως επίσημης θρησκείας της αυτοκρατορίας ευνοώντας έμπρακτα τους Χριστιανούς», αναφέρει χαρακτηριστικά η καθηγήτρια της Ιστορίας στο King’s College του Λονδίνου, Judith Herrin στο σύγγραμμα της «Τι είναι το Βυζάντιο». Αξίζει επίσης να αναφερθούν τα λόγια του Χάϊνριχ Κράφτ, ο οποίος σημειώνει ότι «ο Ρωμαϊκός κόσμος ήταν ώριμος να γίνει χριστιανικός και ο Κωνσταντίνος ανταποκρίθηκε στην ανάγκη της εποχής, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του χριστιανό» (1).
Εάν όντως συνέβαινε αυτό που οι αμφισβητούντες λέγουν, πως ένας Αυτοκράτορας, που αναμφισβήτητα για την εποχή του ήταν ο Πανίσχυρος Αυτοκράτορας της Οικουμένης, θα κατεδείκνυε ως άλλος Ιωάννης Πρόδρομος εμπράκτως, το «εκείνον δει αυξάνειν , εμέ δε ελαττούσθαι» Ιω.3,30, αποποιούμενος το παλαιόν έθος, της θεοποίησης του Αυτοκράτορα και ανταλλάσσοντας την βασιλικήν αλουργίδα με το λευκό του Αγίου Βαπτίσματος ένδυμα, το οποίο και διετήρησε μέχρι τον θάνατό του; Είναι άξια αναφοράς τα λόγια του Ρούντολφ Χέρνεγκερ, ο οποίος σημειώνει ότι «δεν υπάρχει στην Ιστορία σχεδόν καμία άλλη προσωπικότητα που η ακτινοβολία της να διαρκεί αδιάκοπα επί δεκαεπτά αιώνες»(2). Και το μεγαλείο τούτο αφορά τον καθοριστικό ρόλο του Αγίου Κωνσταντίνου στην εξάπλωση του Χριστιανισμού.
Η μετέπειτα πορεία των δύο αυτοκρατόρων, του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Λικινίου αποδεικνύει την πρόθεση, καθώς και τα κίνητρα ενός εκάστου. Το κίνητρο της πολιτικής σκοπιμότητος, θα μπορούσε κάποιος να το αποδώσει κάλλιστα στον Λικίνιο, ο οποίος παρεβίασε το Διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας, μετά που ηττήθηκε από τον Άγιο Κωνσταντίνο, διώκοντας και πάλι τους Χριστιανούς. Αντιθέτως η μετέπειτα στάση του Αγίου Κωνσταντίνου του πρώτου Χριστιανού Αυτοκράτορα, του «μεγαλύτερου ηγέτη της Ρωμιοσύνης», όπως τον καλεί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, αποδεικνύει ότι η υποστήριξη προς τους χριστιανούς, κάθε άλλο παρά επιφανειακή ήταν και το κατ’ εξοχή κίνητρο, ήταν η πίστη του Αγίου Κωνσταντίνου στον Χριστό.
Όταν εγκαινίαζε ο Μέγας Κωνσταντίνος τη Νέα Ρώμη, η αφιέρωση στην αναθηματική ιδρυτική στήλη ανέγραφε «Σοι Χριστέ Κόσμου Βασιλεύς και δεσπότης, σοι προστίθημι την δε την δούλην πόλιν και σκήπτρα της δε και το παν Ρώμης Κράτος, φύλαττε ταύτην, σώζε δ’ εκ πάσης βλάβης». Ο καθιερωθείς επίσης τίτλος του κάθε βυζαντινού αυτοκράτορος, «πιστός εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων», τίτλος ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι την άλωση της Πόλης, όπως σημειώνει η Ελένη Γλυκατζή –Αρβελέρ στο σύγγραμμά της «Γιατί το Βυζάντιο», καταμαρτυρεί τούτη την αλήθεια.. Το γεγονός ότι «γρήγορα η Κωνσταντινούπολη ονομάστηκε εκτός από Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ και Νέα Σιών», όπως αναφέρει η συγγραφεύς, συνηγορεί επίσης προς τούτο.
«Οπωσδήποτε, αυτά τα δύο σημαντικότατα γεγονότα, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η αποδοχή του Χριστιανισμού, οφείλονται σ’ έναν μόνο άνθρωπο, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο», αναφέρει η Ελένη Γλυκατζή –Αρβελέρ. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε τα λόγια του π. Ιωάννη Ρωμανίδη από το σύγγραμμά του «Ρωμιοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», ο οποίος σημειώνει τα εξής : «Αφ΄ενός μεν οι Ρωμαίοι έγιναν Έλληνες, αφ’ ετέρου δε οι Έλληνες έγιναν Ρωμαίοι. Ακολουθούν πως το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου, το έθνος των Χριστιανών εταυτίσθη με το έθνος των Ρωμαίων, ιδίως εν τω προσώπω του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ούτως εγεννήθη ή ετελειοποιήθη η Ρωμαιοσύνη ή ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός με κέντρον την Κωνσταντινούπολιν νέαν Ρώμην».
Επιπρόσθετη απόδειξη ότι είναι παντελώς λανθασμένη η άποψη ότι ο Άγιος Κωνσταντίνος εξέδωσε το Διατάγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας με σκοπό να κερδίσει τη εύνοια των χριστιανών, αποτελεί και το γεγονός ότι οι χριστιανοί αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία στην Αυτοκρατορία κατά τον καιρό εκείνο της έκδοσης του διατάγματος. Όπως αναφέρει ο βυζαντινολόγος Steven Runciman στο βιβλίο του «Η Βυζαντινή Θεοκρατορία», «έχει υπολογιστεί ότι την εποχή του Διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, όταν η Χριστιανική Εκκλησία απέκτησε πλήρη ελευθερία λατρείας και νομική υπόσταση, οι χριστιανοί δεν αριθμούσαν περισσότερο από το ένα έβδομο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας».
Πως ήταν λοιπόν δυνατό, τα ελατήρια του Μεγάλου Κωνσταντίνου να ήταν πολιτικά, εφ’όσον οι Χριστιανοί αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία στην αυτοκρατορία; Συνεπώς είναι παράλογο να υποθέσει κανείς ότι το έπραξε με ιδιοτελή σκοπό, για να κερδίσει την εύνοια των χριστιανών. Ο μεγάλος αυτός Άγιος, αναμφισβήτητα έγινε η αιτία η Πίστις της Αληθείας να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Β. Καραστάθη: «Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική. Ιστορική μελέτη». Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Αθήνα Μάιος 2006. Σελ. 35-41.
Και ως ειδωλολάτρης ο Κωνσταντίνος, ήταν ένας άνθρωπος με εξαιρετικό χαρακτήρα και χαρίσματα, και δεν έχει καμία σχέση με τα ψεύδη που του καταμαρτυρούν οι εχθροί της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ακόμα και αν δεν υπήρχαν άλλοι λόγοι για την αγιοκατάταξη του Κωνσταντίνου από τον Κύριο, θα αρκούσαν οι διαχρονικές συκοφαντίες των Παγανιστών και των αιρετικών εναντίον του, για να του δώσει ο Κύριος τον ουράνιο μισθό!
Κατά τα λόγια του Κυρίου μας: «Μακάριοι αυτοί που έχουν διωχθεί εξαιτίας τής δικαιοσύνης· επειδή, δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι είστε, όταν σας ονειδίσουν, και σας θέσουν υπό διωγμό, και πουν εναντίον σας κάθε κακό λόγο, λέγοντας ψέματα, εξαιτίας μου. Χαίρεστε και αγάλλεστε, επειδή ο μισθός σας είναι πολύς…
Η 19η Μαΐου για τους ΄Ελληνες Ποντίους αποτελεί ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των 353.000 προγόνων τους, που εξολόθρευσε ο κεμαλισμός και απαιτούν την διεθνή αναγνώρισή της. Οι διωγμοί εναντίον των Ελλήνων του Πόντου από τους Οθωμανούς εντάθηκαν το 1914, με την εμφάνιση του Κινήματος των Νεοτούρκων και κορυφώθηκαν από τον Μουσταφά Κεμάλ το 1919 που έφερε το τελικό πλήγμα στον ελληνισμό.
΄Ήταν 19 Μαΐου του 1919, όταν πήγε ο Κεμάλ με πλοίο στη Σαμψούντα, και σε ομιλία του ξεσήκωσε τους Μουσουλμάνους, ξυπνώντας μέσα τους το μίσος κατά των Ελλήνων. Τους προτρέπει: «αν εξοντώσετε τους Γκιαούρηδες, ο πλούτος, οι περιουσίες που έχουν θα γίνουν δικά σας!». Και την επομένη στο γειτονικό χωριό Καβάκ, εξάπτει περισσότερο τον θρησκευτικό φανατισμό: «Σκοτώστε κάθε μη μουσουλμάνο!» δείχνοντας με το ματωμένο του δάκτυλο, τον χριστιανικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας… Η εξόντωση των Ποντίων άρχισε με τη σύλληψη προκρίτων (δημοσιογράφων, δικηγόρων, εμπόρων, μητροπολιτών, ιερέων, δασκάλων) την καταδίκη τους με στημένες δίκες σε θάνατο και εκτέλεση.
Ακολούθησαν ομαδικές εκτελέσεις σε πόλεις και χωριά, στρατολόγηση των ανδρών στα διαβόητα «Αμελέ Ταμπουρού» στην ουσία Τάγματα εξοντώσεώς τους, και τέλος τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα που έστελναν στην εξορία, σε πολυήμερες πορείες στην ενδοχώρα για να τους αφανίσουν. Και το πιο φρικτό: τους κατοίκους δυο χωριών, Πάτλαμα και Μάλαχα, τους έβαλαν μέσα στην εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου και τους έκαψαν ζωντανούς!
Η εκρίζωση του Ποντιακού Ελληνισμού αποτέλεσε εθνική καταστροφή.
Ελληνικές πόλεις με συνεχή, αδιάκοπη ζωή και πολιτισμό 27 και πλέον αιώνων, διακόπηκε και κατεστράφη, ενώ ιδρύματα, σχολεία και εκκλησιές έκλεισαν κι ερημώθηκαν.
Γενοκτονία ή εθνοκάθαρση;
Επειδή πολλοί υποστηρίζουν ότι τα γεγονότα της 19ης Μαϊου 1919 και ό,τι ακολούθησε δεν αποτελούν γενοκτονία, αλλά εθνοκάθαρση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πρώτα τι είναι Γενοκτονία και τι Εθνοκάθαρση.
Γενοκτονία: Είναι το έγκλημα, διαπραττόμενο με σκοπό την εξόντωση ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι ανήκουν εις το αυτό Έθνος ή εις την αυτήν φυλή ή εις την αυτή θρησκεία ή εις την αυτήν εθνολογική Ενότητα. (ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ, τομ. 4Γ σελίς 831)
Εθνοκάθαρση: Στα λεξικά υπάρχει η λέξη εθνοκτόνος που σημαίνει, «ο καταστρέφων το Έθνος». Επομένως δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο εξολοθρεύσεως των Ποντίων που είναι σύμφωνα με τον ως άνω ορισμό αποκλειστικά Γενοκτονία.
Στο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, η επισήμανση της διαφοράς μεταξύ Γενοκτονίας και Εθνοκάθαρσης.
Γενοκτονία: Η βάσει σχεδίου συστηματική και ολοκληρωτική εξόντωση φυλής ή έθνους.
Εθνοκάθαρση: Ο μαζικός αφανισμός ή εκδίωξη των μελών μιας Εθνότητας από μια περιοχή για γεωπολιτικούς σκοπούς.
– Επειδή εδώ έχουμε 350.000 νεκρούς από δολοφονίες και εμπρησμούς, άρα και οι όροι στο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, δεν αφήνουν περιθώρια, άλλης επιλογής πλην της Γενοκτονίας.
– Η Βουλή των Ελλήνων έστω και με καθυστέρηση 70 ετών αναγνώρισε επισήμως την γενοκτονία και τις σφαγές των Ποντίων. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων έγινε με ομόφωνη απόφαση της Βουλής την 24η Φεβρουαρίου 1994. Νόμος 2193/1994 (ΦΕΚ Α! 32). Επίσης αξιοσημείωτο είναι, ότι τον Ιούνιο του 1998 διακομματική επιτροπή από το Ελληνικό Κοινοβούλιο επισκέφθηκε τον Ο.Η.Ε. και υπέβαλε υπόμνημα, για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, δυστυχώς χωρίς συνέχεια. Για τον λόγο αυτό, έχει καθιερωθεί η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ο οποίος σφαγιάσθηκε και εκδιώχθηκε βίαια από τις πατρογονικές του Εστίες.
Έχουν μεγάλη σημασία για το θέμα της Γενοκτονίας του Ελληνισμού του Μικρασιατικού Πόντου οι φωνές κατά καιρούς Τούρκων Πανεπιστημιακών:
-Μπασκίν Οράν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας είπε: «… η ανταλλαγή του 1923 ήταν Εθνική και Θρησκευτική κάθαρση…» (δημοσιεύτηκε όλη η ομιλία του στις Εφημερίδες Βατάν 11/11/08 και Μπιρ Γκιούν 12/11/08).
– Ονούρ Γιλντιρίκ, καθηγητής Οικονομολογίας στο Πολυτεχνείο Μέσης Ανατολής, αφού πρώτα αναφέρθηκε στο διεθνές Δίκαιο είπε: «…η ανταλλαγή πληθυσμών βάσει του διεθνούς δικαίου θεωρείται Γενοκτονία…» Δεν δίστασε επίσης ν’ αναφερθεί ότι: «…οι συνθήκες τρομοκρατίας κάτω από τις οποίες έγινε η ανταλλαγή των Χριστιανικών πληθυσμών, προϋπήρχε ήδη από την εποχή των Νεοτούρκων, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις Έλληνες απεβίωσε στα Στρατόπεδα συγκέντρωσης…». Και συνέχισε ως ειδικός: «…Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας καθυστέρησε τουλάχιστον πενήντα χρόνια, εξ αιτίας της αποκλήρωσης του χριστιανικού Στοιχείου, που αποτελούσε την μεσαία επιχειρηματική τάξη της χώρας». (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σαμπάχ 17-11-08).
-Χαλίλ Μπερκτάι, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σαπαντζί, με άρθρο του καυτηρίασε την Στρατηγική Οικοδόμησης του Τουρκικού Έθνους πάνω στον φόβο και το μίσος του Τουρκικού Λαού, προς κάθε εθνικό και θρησκευτικό, που δεν είναι δικό του. (Εφημερίδα Ταράφ 20-11-08).
Μία συγκλονιστική ιστορική αφήγηση.
Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη.
Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες. Μεταξύ των άλλων γράφει:
«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες, περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιό τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω. Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διέταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων – συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό.
Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Οι μητέρες ξετρελαμένες έσφιγγαν αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».