Πρωτοχρονιάτικες ευχές.

16 - 1.gif

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί

Η αγαθότητα  του Κυρίου επέτρεψε ν’ αντικρύσουμε το νέον έτος « της χρηστότητος Αυτού». Πρέπει να γίνει δεκτό από ημάς σαν έτος σωτήριο, κατά το οποίο η Χάρις του Θεού θα αναπτύξει στις  καρδιές μας, το έργο της σωτηρίας μας. Ας αφήσουμε τις όποιες οδυνηρές εμπειρίες γευτήκαμε να μπολιάσουν ευεργετικά τον καινούργιο χρόνο ώστε η διάβασή μας σ’ αυτόν να είναι αναγεννητική και δημιουργική.

Και αν το τέρμα των αψύχων όντων είναι η ανυπαρξία.,το τέρμα της επιγείου ζωής του ανθρώπου είναι η είσοδος στην αιωνιότητα. Είναι η διάνοιξη των θυρών του  Ουρανού. Γι΄αυτό ο,τι «εν χρόνω» πράττομε, έχει αμετάκλητες συνέπειες  για  την άχρονο  αιωνιότητα.

Εύχόμαστε  το νέο  έτος είναι ευλογημένο, ειρηνικό, πλήρες αγαθών, πνευματικής προόδου και μετανοίας.

Χ ρ ό ν ι α   Π ο λ λ ά !

       ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ              3/ ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΑ(Ιω.Καρδάση)

   

 

Η Χριστολογία χωρίς Τριαδολογία δεν μπορεί να νοηθεί. Η Χριστολογία ξεκινάει από την ευδοκία του Πατέρα, περνάει από την ανάληψη από τον Υιό της μοίρας του πεσμένου κτιστού και καταλήγει σ’ ένα Χριστό που περιλαμβάνει όλους μας, όλη την κτίση με τη μορφή, στην οποία εκλύεται πλέον το Άγιο Πνεύμα ως δωρεά του Χριστού. Το Άγιο Πνεύμα ενεργεί πάντοτε περνώντας από τον Χριστό, διότι εκεί είναι το σημείο, στο οποίον η ανθρωπότητα και η κτίση ολόκληρη έχει αναληφθεί, έχει ενωθεί με το άκτιστο.

Αυτό που πρέπει να τονιστεί μ’ όλα αυτά είναι, ότι δεν πρέπει να πάρουμε τη σωτηρία, αυτή την ένωση κτιστού και άκτιστου σαν μια μαγική, μηχανική ένωση φύσεων. Η Χριστολογία δεν είναι υπόθεση ένωσης δύο φύσεων με ένα τρόπο χημικής σύνθεσης (τόση θεία φύση και τόση ανθρώπινη και φτιάχνουμε τη σωτηρία). Συνεπώς ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος, ο ρόλος του Πατέρα είναι πολύ σημαντικός -και δεν εξαντλήσαμε το ρόλο του Πατέρα-, διότι πάντοτε το μυστήριο της Χριστολογίας ξεκινάει από τον Πατέρα και καταλήγει στον Πατέρα. Διότι εκεί πρέπει ο Υιός και το Πνεύμα να φέρουν όλη αυτή την πραγματικότητα της ένωσης του κτιστού και του άκτιστου, στον Πατέρα. Είναι λοιπόν όλη η Χριστολογία μια κίνηση από τον Πατέρα προς τον Πατέρα, με παρουσία και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μόνιμη και διαρκή. Είναι μια υπόθεση ελευθέρων προσώπων και όχι φύσεων, που διενεργούν θαύματα με το να συναντώνται κατά τρόπο μηχανικό.

Έτσι θέτουμε τη Χριστολογία σ’ αυτά τα πλαίσια των προσωπικών και όχι των φυσικών σχέσεων, διότι είναι μια λεπτομέρεια με μεγάλη σημασία και κάτι που δεν λέγεται. Μας έχουν συνηθίσει σε μια Χριστολογία των φύσεων. Οι συνέπειες του ότι ο Χριστός, του ότι ο Υιός και Λόγος πήρε την πεσμένη ανθρώπινη φύση επάνω Του είναι πολύ σημαντικές, γιατί τίθεται με τη Χριστολογία στην περίπτωση αυτή ένα μεγάλο πρόβλημα. Πώς είναι δυνατόν ο απαθής Θεός να υφίσταται τις συνέπειες της πτώσης, που είναι τα πάθη Του, να πάσχει δηλαδή και πώς πρέπει να εννοήσουμε όλη αυτή την πλευρά της Χριστολογίας, που δεν είναι η δόξα αλλά η ταπείνωση, η κένωση και ο θάνατος;

Το ένα λοιπόν από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, ο Υιός, κενούται, δηλαδή δεν διακόπτει την προσωπική Του σχέση με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, γιατί αυτό είναι αδιανόητο, αλλά Αυτός και μόνον αναλαμβάνει τη μοίρα του κτιστού σαν προσωπική Του μοίρα. Το ότι δεν συμπαρασύρει σ’ αυτή την πράξη Του, σ’ αυτή την ενέργεια και τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, οφείλεται στο ότι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι πλήρη και ελεύθερα όντα. Το κάθε πρόσωπο έχει οντότητα, έχει πληρότητα οντολογική, και γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία αυτό που τονίζεται στο περί Θεού δόγμα. Τόνισαν οι Καππαδόκες, ότι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας υπάρχουν ελεύθερα, διότι αυτή η ελευθερία κάνει δυνατή τη διάκριση στο έργο του καθενός. Αυτό οφείλεται στο ότι υπάρχει προσωπική ελευθερία στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να μην συμπαρασύρει στην κένωση ο Υιός και τα άλλα πρόσωπα. Δεν τα συμπαρασύρει, κενούται μόνον Αυτός. Αυτό οφείλεται σ’ αυτά τα δύο πράγματα, που σημαίνουν το ίδιο, στην οντολογική αυτοτέλεια και πληρότητα του κάθε προσώπου και στην ελευθερία του κάθε προσώπου.

Ελεύθερα ο Υιός, ως πλήρες πρόσωπο, ως πλήρης υπόσταση, λέει εγώ θα πάρω επάνω μου την μοίρα του κτιστού, μ’ αυτήν τη μορφή της πτώσης και θα εκπληρώσω κατ’ αυτό τον τρόπο την ευδοκία του Πατέρα. Επίσης και το Πνεύμα, ελεύθερα συγκατατίθεται να συνεργήσει. Έτσι, ενώ όλα τα πρόσωπα μετέχουν και το καθένα με τον δικό του τρόπο, ο Υιός μετέχει ειδικά με τον τρόπο αυτό της κένωσης, δηλαδή της ανάληψης επάνω Του της μοίρας του πεσόντος κτιστού. Άπαξ λοιπόν και έγινε αυτή η κένωση, η είσοδος του Λόγου στην πεσμένη πραγματικότητα της ύπαρξης του κόσμου, ο Υιός πήρε ελεύθερα επάνω Του όλες τις συνέπειες αυτού του γεγονότος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε, ποιες ήταν οι συνέπειες:

Οι συνέπειες ήταν η φθορά και ο θάνατος κυρίως, διότι το κτιστό έπαψε να έχει αναφορά, ενότητα και κοινωνία με το άκτιστο, υποδουλώθηκε στα δικά του όρια, τα οποία περιείχαν τη φθορά και το θάνατο λόγω της ανυπαρξίας. Έτσι, ο Λόγος γενόμενος σάρκα, γενόμενος άνθρωπος και πεινά και διψά και κουράζεται και πονά και υποφέρει και πεθαίνει. Όλα αυτά είναι πραγματικά και δεν είναι φαινομενικά. Η Χριστολογία πέρασε απ’ αυτή την κρίση, από τον πειρασμό τις πρώτες μέρες, να θεωρήσει φαινομενικά όλα αυτά. Θα ήταν πολύ βαρύ για τον άνθρωπο και μάλιστα τον ευσεβή άνθρωπο, να δεχθεί το ότι ο Θεός υπέστη πραγματικά όλα αυτά, διότι ήταν θεμελιωμένη η αρχή ότι ο Θεός είναι απαθής, ότι ο Θεός δεν υπόκειται στον πόνο, στη θλίψη και στο θάνατο. Συνεπώς, ήταν σκάνδαλο να λέμε, ότι ο Υιός, Θεός ων πλήρης, έπαθε όλα αυτά και γι’ αυτό πέρασε η Χριστολογία από τον πειρασμό του Δοκητισμού. Ο Δοκητισμός ήταν μια μορφή εκφυγής απ’ αυτή την αλήθεια, δηλαδή θεωρήθηκε, ότι φαινομενικά υπέφερε ο Χριστός όλα αυτά και όχι πραγματικά.

Η Εκκλησία, λοιπόν, πήρε την απόφαση, ότι όλα αυτά ήταν πραγματικά και όχι φαινομενικά. Αλλά απ’ την ώρα που πήρε αυτή την απόφαση, δημιούργησε ένα πρόβλημα. Πώς μπορούμε να συμβιβάσουμε την απάθεια του Θεού με το πάθος, που περιέχει η Χριστολογία; Η νεότερη Χριστολογία, που έχει τάση να μεταφέρει στην αιώνια ύπαρξη του Θεού καταστάσεις που βλέπουμε στην «Οικονομία», έφτασε στο σημείο να πει ότι το πάθος δεν είναι άσχετο με τη φύση του Θεού, με τον Θεό. Δεν αντίκειται στο Θεό αλλά και ο Θεός είναι, λόγω της αγάπης που έχει, αιωνίως πάσχων, εξοικειωμένος με την θλίψη, με την οδύνη, και προπαντός είναι πάσχων απ’ την ώρα που βλέπει, ότι ο άνθρωπος πάσχει. Λόγω της αγάπης Του προς τον άνθρωπο, έχει μέσα στην ίδια την αιώνια ύπαρξή Του το Σταυρό και επομένως ο Σταυρός του Χριστού δεν είναι κάτι καινούργιο, κάτι που συγκρούεται με τη φύση του Θεού.

Αυτή η Χριστολογία σήμερα έχει πολλούς οπαδούς, έχει συγκινήσει πολλούς ανθρώπους, κυρίως τον Moltmann και πρέπει να πούμε ότι δεν συμβιβάζεται με την Ορθόδοξη και Πατερική αντίληψη, η οποία θέλει το Θεό, όπως στην αιώνια ύπαρξή Του απαθή, δηλαδή ελεύθερο από κάθε περιορισμό που έχει το κτιστό, γιατί αυτό σημαίνει να είσαι άκτιστος. Συνεπώς θέλει ό,τι συνέβη στο Χριστό απ’ την άποψη αυτή της υποταγής στον πόνο, στη θλίψη και το θάνατο, να το θεωρεί σαν μια άκρα και ακατανόητη ταπείνωση και συγκατάβαση. Δηλαδή, στέκεται ο Ορθόδοξος με δέος μπροστά στην Χριστολογία, σε αυτό το μυστήριο και λέει, μα πώς ένας Θεός πάσχει, καθώς δεν μπορεί να εξηγήσει, πώς ο Χριστός πάσχει. Αλλά αυτό δεν είναι απλό δέος θαυμασμού, είναι και δέος ευγνωμοσύνης, γιατί αυτό μεταφράζεται σε μια τέτοια αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού, που μας καθιστά ευγνώμονες απέναντί Του. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό το να διατηρήσουμε αυτή την αρχή, ότι δεν πάσχει ο Χριστός, διότι αυτό είναι σύμφωνο με την φύση Του. Πάσχει παρά τη φύση Του, πάσχει παρά τη θεϊκή Του φύση, διότι θέλει ελεύθερα να υποστεί όλο αυτό προς χάρη μας. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο βασικό σημείο. Πάσχοντας ο Χριστός όλα αυτά προς χάρη μας, παύει να είναι Θεός;

Όταν λέμε παύει να είναι Θεός εννοούμε κυρίως, εάν διακόπτεται η προσωπική Του σχέση με τον Πατέρα. Η προσωπική Του σχέση με τον Πατέρα δεν διακόπτεται, η φύση Του, συνεπώς, η οποία τον ενώνει με τον Πατέρα Του είναι κοινή μαζί Του, εξακολουθεί να υπάρχει. Το ότι πάσχει ως άνθρωπος, οφείλεται στο ότι πήρε και την ανθρώπινη φύση και συνεπώς και τις συνέπειες της ανθρώπινης φύσης και έτσι φθάνουμε στην θέση, ότι στο Χριστό έχουμε πλήρη Θεό· τίποτε δηλαδή από τη θεότητα του Χριστού δεν υπεχώρησε από την ενσάρκωση, αλλά έχει και πλήρη ανθρωπότητα. Άρα έχουμε ένα μυστήριο, που δεν μπορούμε λογικά να το εξηγήσουμε, αλλά το εξηγούμε μόνο με την ελευθερία του Θεού, ο Οποίος ελεύθερος ων δεν είναι μόνον ελεύθερος να επιδεικνύει, να ασκεί την δύναμή Του, αλλά είναι ελεύθερος να ασκεί και αδυναμία και έτσι η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος δογμάτισε, ότι στο Χριστό έχουμε πλήρη θεότητα και πλήρη ανθρωπότητα, τίποτε δηλαδή από τα δύο δεν λείπει και επεξήγησε προσθέτοντας τα εξής:

Πρώτα, ότι η ένωση αυτών των δύο, της θεότητας και της ανθρωπότητας, είναι τόσο πλήρης, ώστε να είναι αδιαίρετος, είναι δηλαδή η θεότητα και η ανθρωπότητα ενωμένες αδιαιρέτως. Η άλλη επεξήγηση είναι, ότι παρά την ενότητα αυτή, την πλήρη και την αδιαίρετη, οι δύο φύσεις δεν συνετέθησαν στον βαθμό, που να γίνει σύγχυση αυτών των δύο και να παύσει η μία να διαχωρίζεται από την άλλη και αυτό το ονόμασε η Σύνοδος ασυγχύτως. Ενωμένες λοιπόν οι δύο φύσεις αδιαιρέτως και ασυγχύτως. Και το τρίτο που επεξήγησε είναι, ότι η ένωση αυτών των δύο φύσεων λαμβάνει χώρα στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού, δεν δημιουργήθηκε ένα νέο πρόσωπο ανθρώπινο, δεν έχουμε δηλαδή δύο πρόσωπα και δύο υποστάσεις, αλλά ένα πρόσωπο και μία υπόσταση και αυτό είναι ο Λόγος του Θεού και συνεπώς, αυτό που ενώνει τις δύο φύσεις και τις κάνει ένα είναι το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Πρόκειται δηλαδή για προσωπική ενότητα των φύσεων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα κι’ όχι με φύσεις.

Ο τονισμός του ενός προσώπου αντί των δύο προσώπων, δηλαδή, το ότι έχουμε μόνο το θείο πρόσωπο και όχι το ανθρώπινο, έγινε σε αντίθεση με τη θέση του Νεστόριου και των Νεστοριανών, οι οποίοι έβλεπαν το πρόσωπο του Χριστού και ήθελαν να διατηρήσουν το πρόσωπο του Χριστού πλήρως με την ανθρωπότητα και φοβήθηκαν ότι, εάν πούμε ότι δεν έχουμε ανθρώπινο πρόσωπο στο Χριστό, έχουμε μειωμένη την παρουσία της ανθρωπότητας. Η θέση που πήρε η Εκκλησία είναι, ότι δεν έχουμε ανθρώπινο πρόσωπο, έχουμε μόνο θείο πρόσωπο. Πώς θα το εννοήσουμε αυτό χωρίς να υποτιμήσουμε, χωρίς να μειώσουμε την παρουσία της πλήρους ανθρωπότητας; Μα ο Χριστός είναι πλήρης Θεός και πλήρης άνθρωπος. Μπορεί να είναι πλήρης άνθρωπος, όταν δεν έχει καθόλου πρόσωπο; Εδώ έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα, στο οποίο στη Δύση σκοντάφτουν πάρα πολλοί δογματικοί.

Πρέπει να καταλάβουμε καλά τι είναι πρόσωπο. Πρόσωπο είναι μια ταυτότητα που πηγάζει από μια σχέση. Όλοι μας είμαστε πρόσωπα, λόγω των σχέσεων που έχουμε. Έχουμε την προσωπική μας ταυτότητα από τις σχέσεις μας, τις βιολογικές με τους γονείς, από τις σχέσεις μας τις φυσικές με το περιβάλλον, με την τροφή που παίρνουμε, τις σχέσεις μας τις κοινωνικές. Όλα αυτά είναι απαραίτητα για να έχουμε το πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο είναι αυτό που αυτές τις σχέσεις τις μετουσιώνει, τις κάνει δικές του. Όλοι μας αναπνέουμε τον ίδιον αέρα και έχουμε σχέσεις με αυτό τον αέρα, αλλά αυτός ο αέρας γίνεται προσωπικός περνώντας από τον καθένα μας σαν πρόσωπο. Το πρόσωπο λοιπόν προσλαμβάνει δια των σχέσεων, προσλαμβάνει φύσεις, αλλά αυτό που μας δίνει την ταυτότητά μας την προσωπική, δεν είναι ο αέρας που προσλαμβάνουμε. Εξαρτάται από αυτό που είναι το πιο σημαντικό, το πιο αποφασιστικό να μας κάνει να είμαστε εμείς και όχι κάποιος άλλος. Έτσι, από την ελευθερία μας εξαρτάται ποια σχέση απ’ όλες θα είναι καθοριστική για την ταυτότητά μας την προσωπική. Εάν η σχέση μας με τους γονείς μας είναι καθοριστική, όλες τις άλλες σχέσεις τις φυσικές, τις κοινωνικές, τις εντάσσουμε σ’ αυτή την σχέση μας με τους γονείς μας, από την οποίαν αποδεικνύεται, ότι αντλούμε την προσωπική μας ταυτότητα. Γίνεται δηλαδή το κριτήριο, η αποφασιστική σχέση, η οποία μας κάνει να είμαστε εμείς.

Εάν δεν θέλουμε την προσωπική σχέση με τους γονείς μας να την καταστήσουμε αποφασιστική για την προσωπική μας ταυτότητα, τότε μεταθέτουμε τη σχέση και αυτό γίνεται. Το παιδί έχει με την μάνα του προσωπική σχέση. Σιγά – σιγά την μεταθέτει, είτε στις κοινωνικές του σχέσεις, είτε αργότερα στις βιολογικές του σχέσεις, οι οποίες το απομακρύνουν. Οπότε, η προσωπική του ταυτότητα δεν κρίνεται από τη σχέση με τους γονείς, αλλά από άλλες σχέσεις.

Αυτό επεκτείνεται σε όλη μας την ύπαρξη. Εάν υποθέσουμε, υπό μορφή καθαρής υπόθεσης, ότι ένας άνθρωπος εξαρτά την προσωπική του υπόσταση από το να τρώει, δηλαδή μια σχέση μ’ ένα φαγητό, πραγματικά εάν επιμείνει σ’ αυτή τη σχέση, όλη η προσωπική του ταυτότητα εξαρτάται απ’ αυτή του τη σχέση.

Η προσωπική μας λοιπόν ταυτότητα είναι θέμα σχέσεων. Οποιαδήποτε κι’ αν είναι αυτή η σχέση. Αυτό κρίνει τελικά και στο μέτρο που η σχέση αυτή είναι αποφασιστική και υποτάσσει όλες τις άλλες σχέσεις και τις εντάσσει μέσα εκεί. Αυτός που ερωτεύεται ένα πρόσωπο είναι σαφές, ότι εκείνη την στιγμή αυτή είναι η σχέση η προσωπική, διότι όλα τα βλέπει μέσα απ’ αυτό το πρίσμα. Η προσωπική σχέση, η οποία μας δίνει την ταυτότητά μας είναι αυτή πάντοτε που μας κάνει πρόσωπο. Για να επανέλθουμε στο πρόβλημα της Χριστολογίας, αυτό που κάνει το Χριστό να είναι πρόσωπο, δηλαδή αυτή η σχέση μέσα από την οποία περνάνε όλες οι άλλες σχέσεις και η οποία καθορίζει τελικά την ταυτότητά Του, είναι η σχέση Του με τον Πατέρα.

Με την ενσάρκωση ο Χριστός προσλαμβάνει και άλλες σχέσεις. Έχει σχέση με την Παναγία, με τους μαθητές Του, με το φυσικό περιβάλλον, προσλαμβάνει τροφή, είναι Ιουδαίος, έχει σχέσεις με την Ιουδαϊκή κοινότητα. Όλα αυτά είναι σχέσεις, που εντάσσονται στην προσωπική του σχέση. Όλη η ανθρωπότητα δηλαδή που παίρνει, όλο το κτιστό που προσλαμβάνει δεν είναι ξένο προς το πρόσωπό Του. Επομένως η ανθρωπότητα δεν είναι λιγότερη με το να είναι ενταγμένη μέσα σε κείνη την σχέση Του με τον Πατέρα. Όλες τις υπόλοιπες σχέσεις, ο Χριστός τις έχει σε δεύτερη μοίρα, ακόμη και τις σχέσεις του με το θετό του πατέρα (τον Ιωσήφ), αλλά και τη φυσική του μητέρα (τη Μαρία) και τους αδελφούς του (τα τέκνα του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο). Είναι χαρακτηριστικές και πολύ κατατοπιστικές των σχέσεων οι φράσεις που αναφέρει. Σε μια ομιλία του, κάποιος του είπε, ότι τον ζητούν η μητέρα και τ’ αδέλφια του και Εκείνος απάντησε: «τις εστίν η μήτηρ μου και τίνες οι αδελφοί μου; και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού είπεν. ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου. όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν» (Ματθ. 12. 48-50). Στην περίπτωση της αναζήτησης Του από τον Ιωσήφ και τη Μαρία, όταν 12ετής δίδασκε στη συναγωγή και σε ερώτηση τη μητέρας του: «τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμεν σε», Εκείνος απάντησε: «ουκ ήδειται ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με;» (Λουκ. 2. 48-49). Δηλ. «Γιατί μ’ εζητούσατε; Δεν ηξέρατε ότι πρέπει να είμαι εις το σπίτι του Πατέρα μου;». Εδώ η σχέση με τον επουράνιο Πατέρα είναι προφανής.

Όταν λέμε ότι ο Χριστός -προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το δόγμα της Χαλκηδόνας- έχει ένα πρόσωπο μόνο, αλλά δύο φύσεις, αυτό σημαίνει ότι οι φύσεις και η θεία και η ανθρώπινη και ο,τιδήποτε άλλο περιλαμβάνουν αυτές οι φύσεις, εντάσσονται μέσα σε μια προσωπική σχέση, που δίνει την ταυτότητα στο Χριστό και είναι η σχέση της Υιότητας με τον Πατέρα. Είναι λοιπόν και παραμένει, παρά τις νέες σχέσεις που προσλαμβάνει με την ενσάρκωση ως πρόσωπο, ο Υιός του Πατέρα. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί θα μπορούσε π.χ. να προσλάβει νέες σχέσεις. Εμείς προσλαμβάνοντας νέες σχέσεις μετατοπίζουμε το κέντρο της ταυτότητάς μας. Στο «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» ο Προυστ προβληματίζεται πάρα πολύ με το θάνατο και κάνει τις πολύ σημαντικές παρατηρήσεις, ότι, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος που αγαπάμε, αυτό που έχει σημασία τελικά είναι, ότι θα τον αντικαταστήσουμε με κάποιον άλλον. Εάν δεν τον αντικαταστήσουμε, κινδυνεύει η ταυτότητά μας, διότι πραγματικά δεν μπορούμε να συνδεθούμε, να έχουμε ταυτότητα με κάτι που δεν υπάρχει, εκτός αν το πρόσωπο αυτό το μεταθέσουμε σε μια υπαρκτή σφαίρα, αλλά ο θάνατος χτυπά το πρόσωπο σ’ αυτό ακριβώς το σημείο. Όσο καιρό διατηρούμε τη σχέση μας με αυτό το πρόσωπο, αυτό το πρόσωπο μας δίνει την ταυτότητά μας, το εγώ αλλάζει, όταν αλλάξει το εσύ.

Όταν ο Χριστός λέει εγώ, τι εννοεί; Από που παίρνει τη συνείδηση του εγώ; Έγινε ολόκληρη συζήτηση στον αιώνα μας, κυρίως στους Παπικούς κύκλους, εάν ο Χριστός είχε δύο συνειδήσεις, επειδή είχε δύο φύσεις. Εάν είχε δύο συνειδήσεις, ανθρώπινη και θεία συνείδηση. Πολλοί θεολόγοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε δύο συνειδήσεις. Το πρόβλημα είναι, ότι για να έχεις συνείδηση του εγώ, για να είσαι εγώ, να είσαι εσύ, είναι αδύνατο χωρίς κάποια σχέση. Είτε είμαι εγώ, διότι δεν είμαι λ.χ. αυτό το τραπέζι, άρα εν σχέσει με αυτό το τραπέζι είμαι εγώ, και σαν εκλείψει αυτό το τραπέζι δεν μπορώ να είμαι εγώ, τότε είμαι εγώ εν σχέσει με κάποιον άλλον. Πάντα σε σχέση με κάποιον άλλον είμαστε αυτό που είμαστε σαν ταυτότητα προσωπική. Δεν μπορείς να πεις εγώ, εάν δεν υπάρχει ένα εσύ. Η φιλοσοφία ύστερα από αιώνες, στα χρόνια μας, έφτασε σ’ αυτή την απλή αλήθεια· το εγώ, χωρίς το εσύ είναι μύθος, είναι αδιανόητο.

Ο Χριστός, λέγοντας εγώ, από που αντλεί την συνείδηση του εγώ; Την αντλεί από την σχέση Του τελικά με τον Πατέρα. Αυτό είναι, το ότι το πρόσωπο του Χριστού είναι μόνο ένα, ο Υιός. Εάν αντλούσε την σχέση Του και από την Μαρία, την Παναγία, σαν παιδί από την μητέρα, τότε θα είχαμε δύο πρόσωπα, θα ίσχυε η θέση του Νεστορίου, θα είχαμε έναν άνθρωπο με δύο πρόσωπα. Μια σχέση από εδώ, μια σχέση από εκεί, αλλά και οι δύο θα του έδιναν την ταυτότητά Του. Αλλά και να σου δώσουν δύο σχέσεις την ταυτότητά σου, είναι κάτι που δεν ευσταθεί τελικά, διότι η μία από τις δύο σχέσεις θα είναι η αποφασιστική.

Αυτό απεικονίζεται και στην εικονογραφία. Σε μια δυτική εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, το πρόσωπο του Χριστού είναι ένα ωραίο μωρό, που έχει μια σχέση μητρότητας, η οποία όμως εξαντλεί την ταυτότητα του εικονιζόμενου μωρού. Εάν πάρουμε μια εικόνα Βυζαντινή, θα δούμε, ότι ο αγιογράφος προσπαθεί να δώσει την εντύπωση, ότι αυτός που κρατάει η Παναγία στην αγκαλιά της είναι Θεός, παρά το ότι υπάρχει σχέση μητρική μεταξύ τους. Η μητρική αυτή σχέση δεν είναι η καθοριστική σχέση της ταυτότητας του παιδιού. Σαν να λέει το παιδί, ότι Ναι μεν εγώ έχω σχέση με την μάνα, αλλά αυτή η ταυτότητά μου, το εγώ μου, κρίνεται από μιαν άλλη σχέση, από την σχέση μου με τον Πατέρα.

Πώς κρίνονται τελικά οι προσωπικές μας ταυτότητες; Κρίνονται από την υπαρξιακή μας τοποθέτηση. Εάν δηλαδή ο Πατέρας ζητήσει να πάει ο Υιός στο Σταυρό και η Παναγία σαν μάνα πει παιδί μου μην πας ή σκεφτεί τη μάνα Του ο Υιός και πει η σχέση μου με την μητέρα είναι καθοριστική της ταυτότητός μου, δεν θα πάω στο Σταυρό, τότε πραγματικά το πρόσωπό Του δεν είναι η σχέση με τον Θεό και τον Πατέρα, αλλά η σχέση Του με ένα άλλο πρόσωπο, την Παναγία. Η πρωτεύουσα σχέση λοιπόν του Χριστού με τον Πατέρα κάνει τη σχέση του με τη μητέρα να είναι δευτερεύουσα. Αυτό φαίνεται σ’ όλη την Κ.Δ. και ειδικά στα Ευαγγέλια. Στις δυο περιπτώσεις, που ο Χριστός απευθύνεται προς την Παναγία, δεν την αποκαλεί «μητέρα», αλλά «γυναίκα». Η πρώτη, στο γάμο της Κανά: «τι εμοί και συ γύναι;» (Ιω. 2. 4) και η δεύτερη στο Σταυρό: «γύναι, ίδε ο υιός σου» (Ιω. 19. 27). Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι στις επιστολές των  Παύλου, Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη, καμία αναφορά δεν γίνεται στην Παναγία.

Αυτό λοιπόν κάνουμε διαρκώς, όταν επιβεβαιώνουμε την προσωπική μας ταυτότητα. Αυτός που τελικά κερδίζει τη ταυτότητά μας είναι αυτός, για τον οποίο δίνουμε την ύπαρξή μας και τούτο επιβεβαιώνεται με τους Μάρτυρες. Οι Μάρτυρες, οι Άγιοι, επιβεβαιώνουν αυτή την ιστορία. Γιατί υπάρχει θέωση, γιατί θεούται ο Μάρτυρας; Τι θα πει θέωση; Δεν είναι Πλατωνικός μυστικισμός. Είναι υπαρξιακά, απλά πράγματα. Θεούται ο Μάρτυρας, γιατί εκείνη την ώρα ταυτίζεται σαν πρόσωπο με το Χριστό. Παραμερίζονται όλες οι άλλες σχέσεις. Όταν η μάνα ρίχνει τα παιδιά της στα στόματα των λιονταριών, για να μαρτυρήσουν, τι γίνεται εκείνη τη στιγμή; Ανατοποθετείται η προσωπική σχέση και συνεπώς απ’ εκείνη την στιγμή κρίνεται εκείνη η μητέρα. Αυτοί οι Μάρτυρες έθεσαν τη σχέση με το Θεό, όπως και ο Χριστός, σαν καθοριστική σχέση της ταυτότητάς τους. Επομένως, στο πρόσωπό τους βλέπει ο Θεός το πρόσωπο του Υιού Του. Ό,τι έκανε ο Υιός κάνουν και αυτοί, αναγνωρίζονται από το Θεό ως υιοί, και αυτοί αναγνωρίζουν τον Θεό ως Πατέρα και με αυτή τη σχέση σφραγίζουν διαπαντός τη ζωή τους, θεούνται. Ο Χριστός δεν θεώθηκε παίρνοντας μια τέτοια απόφαση, όντας προηγουμένως άνθρωπος, έχοντας προηγουμένως την ανθρώπινη σχέση σαν καθοριστική και μετατοπίζοντάς την πλέον στη σχέση με το Θεό. Διότι σ’ Εκείνον προηγείτο η σχέση με τον Πατέρα. Αυτό που έκανε ο Χριστός ήταν να εμμένει στη σχέση με τον Πατέρα σαν καθοριστική σχέση, κι’ έτσι δεν έχουμε θέωση του Χριστού, δεν έχουμε πρόσληψη, μετατόπιση της σχέσης και ανάδειξη ενός νέου προσώπου, έχουμε απλώς επιβεβαίωση της ταυτότητας, που υπήρχε πάντα. Τη σχέση των ανθρώπων με το Χριστό και σε σχέση με τους δικούς τους ανθρώπους και τους συγγενείς τους την καθορίζει σαφέστατα ο ίδιος: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος. και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. 1. 37).

Ο Χριστός δεν παίρνει ταυτότητα από τον εαυτό Του, γιατί υπάρχει κι’ αυτή η κατεξοχήν δαιμονική σχέση -όταν κανείς βάλει σαν απώτερο κριτήριο των αποφάσεών του των υπαρξιακών, το δικό του θέλημα και το δικό του συμφέρον, όπως έκανε και ο Αδάμ, που έβαλε τον εαυτό του στην θέση του Θεού και πήρε ταυτότητα από τον εαυτό του-. Ο Χριστός δεν παίρνει ταυτότητα απ’ το κτιστό, παρά το γεγονός ότι παίρνει το κτιστό μέσα στην ταυτότητά Του. Εντάσσει μέσα στην σχέση Του με τον Πατέρα όλες τις άλλες σχέσεις και εντασσόμενες αυτές όλες οι σχέσεις στη σχέση με τον Πατέρα λυτρώνονται από όλους τους περιορισμούς, που έχουν και ελευθερώνονται και προσλαμβάνονται μέσα στο σώμα Του, σαν μέρος της ταυτότητάς Του.

Είναι σημαντικό να επιμείνουμε σ’ αυτό που λέει η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, ότι είναι ένα το πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Και η λέξη Υιός άλλωστε είναι λέξη σχέσης, η υϊκή σχέση. Γιατί μόνο εντασσόμενη μέσα σ’ αυτή τη σχέση η ανθρωπότητα πληρούται. Τότε είναι το πλήρωμα της ανθρωπότητας.

Εάν η ανθρωπότητα, όπως τη θέλουν οι προβληματιζόμενοι δυτικοί θεολόγοι, είχε δικό της πρόσωπο, τότε δεν θα ήταν ολοκληρωμένη, γιατί θα περιοριζόταν τελικά, θα έκριναν αυτή την ταυτότητα, τα όρια του κτιστού, που κρίνουν τα όρια του ανθρώπου. Συνεπώς, με το να δεχόμαστε ένα πρόσωπο στη Χριστολογία, και το πρόσωπο αυτό να είναι ο Υιός, δίνουμε άπειρες δυνατότητες στην ανθρωπότητα. Πρόκειται για ένα ανθρωπολογικό μαξιμαλισμό και όχι μινιμαλισμό. Δεν έχουμε εδώ υποτίμηση του ανθρώπου. Έτσι, το δόγμα της Χαλκηδόνας έχει μεγάλη υπαρξιακή σημασία. Αρκεί να το καταλάβουμε με τη σημασία της έννοιας του προσώπου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Έγινε αναφορά, στο κάπως δύσκολο θέμα, στο οποίο σκοντάφτουν όλοι με το δόγμα της Χαλκηδόνας, πώς δηλαδή είναι δυνατόν να είναι τέλειος ο Χριστός χωρίς να έχει τέλειο πρόσωπο. Και αυτό αναλύθηκε στα παραπάνω, λέγοντας τι είναι πρόσωπο και πώς το πρόσωπο μπορεί να υπάρχει χωρίς να ταυτίζεται, να εξαντλείται σε μια φύση. Δηλαδή το να λέμε ότι, επειδή έχει ανθρώπινη φύση τέλεια ο Χριστός, πρέπει να έχει και πρόσωπο ανθρώπου, σημαίνει ότι υποτάσσουμε το πρόσωπο στην φύση και λέμε ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει φύση, χωρίς να έχει δικό της πρόσωπο. Αλλά η φύση δεν έχει ποτέ δικό της πρόσωπο. Η φύση υποστασιάζεται σ’ ένα πρόσωπο, υποστασιάζεται από το πρόσωπο και επομένως ένα πρόσωπο μπορεί να υποστασιάσει περισσότερες από τη μία φύσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι αυτό συμβαίνει και με τα ανθρώπινα πρόσωπα, όπου ένα ανθρώπινο πρόσωπο δεν έχει μόνο την ανθρώπινη φύση. Φαίνεται παράξενο αυτό, αλλά έχουμε και τη φύση των ζώων σε μεγάλο βαθμό. Είμαστε μέτοχοι της φύσης και της μη έμβιας φύσης, της άψυχης φύσης.

Η φύση, λοιπόν, δεν είναι αυτή που καθορίζει το πρόσωπο. Το πρόσωπο προσλαμβάνει τη φύση. Συνεπώς, το πρόσωπο του Υιού του Θεού, το οποίον έχει υποστασιάσει αιώνια τη θεία φύση, προσλαμβάνει πλέον και υποστασιάζει και την ανθρώπινη φύση. Με τον τρόπο αυτό, η ανθρώπινη φύση, όχι μόνο δεν υποτιμάται, δεν μειώνεται, αλλά ανυψώνεται στην προσωπική κατάσταση, που έχει η θεία φύση. Ανυψώνεται δηλαδή στην κατάσταση του Θεού και συνεπώς θεούται. Θεούται λοιπόν η ανθρώπινη φύση στο Χριστό, όχι για άλλον λόγο, αλλά διότι δεν έχει δική της υπόσταση. Αν  είχε δική της υπόσταση, δεν θα μπορούσε να θεωθεί. Άρα έχουμε ανθρωπολογικό μαξιμαλισμό και όχι μινιμαλισμό. Δεν υποτιμούμε τον άνθρωπο. Εκείνο που μας δυσκολεύει στη Χριστολογία να καταλάβουμε αυτό το μυστήριο των δύο φύσεων και του ενός προσώπου είναι η προϋπόθεση που έχουμε, 1/ ότι η φύση πρέπει να έχει και το δικό της πρόσωπο, πράγμα το οποίο δεν είναι σωστό, και 2/ μια άλλη προϋπόθεση που έχουμε, ότι ο άνθρωπος, η ανθρώπινη φύση, έχει μια αυτονομία, την οποία δεν μπορεί να την ξεπεράσει. Είναι η δυτική αντίληψη για το φυσικό και το υπερφυσικό, που ξεχωρίζει αυτά τα δύο επίπεδα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορούμε να τα ενώσουμε. Βεβαίως, το κτιστό και το άκτιστο ποτέ δεν μπορούν να υπερβούν τα όριά τους και το μεν άκτιστο να γίνει κτιστό, το δε κτιστό να γίνει άκτιστο και συνεπώς η θέωση της ανθρώπινης φύσης, που γίνεται στο Χριστό, δεν σημαίνει, ότι παύει να είναι ανθρώπινη και γίνεται θεία φύση. Αυτό είναι μια σοβαρή λεπτομέρεια. Ούτε η θεία φύση λόγω της υποστατικής ένωσης γίνεται ανθρώπινη φύση. Κάθε φύση διατηρεί τα φυσικά χαρακτηριστικά της, αλλά ενούμενες οι δύο φύσεις στο ίδιο πρόσωπο, χωρίς να παύσουν, χωρίς να αλλάξουν από την άποψη της φύσης, της ουσίας, αποκτούν η μια τα ιδιώματα της άλλης και είναι αυτό που λέμε αντίδοση ιδιωμάτων.

Λέγοντας Θεότητα, δεν κατονομάζουμε σ’ αυτή τα ιδιώματα της ανθρωπότητας (γιατί δε λέμε Θεότητα παθητή ή κτιστή), ούτε πάλι στη σάρκα, δηλ. στην ανθρωπότητα αποδίδουμε τα ιδιώματα της Θεότητας (γιατί δε λέμε σάρκα, δηλ. ανθρωπότητα, άκτιστη). Στην υπόσταση όμως, και εάν την ονομάσουμε από τα δυο μαζί και εάν κατά ένα από τα δυο μέρη, βάζουμε τα ιδιώματα και των δυο φύσεων. Γιατί ο Χριστός, που είναι και τα δυο και Θεός και άνθρωπος (όχι Θεάνθρωπος, κατά τους Πατέρες), λέγεται και κτιστός και άκτιστος και παθητός και απαθής. Και όταν κατά ένα από τα δυο μέρη και Υιός Θεού και Θεός ονομάζεται, δέχεται τα ιδιώματα και της άλλης φύσης, που είναι ενωμένη και αυτή στην υπόσταση, δηλ. τα ιδιώματα της σάρκας, ονομαζόμενος Θεός παθητός και Κύριος της δόξας σταυρωμένος, όχι κατά το ότι είναι Θεός, αλλά κατά το ότι είναι και άνθρωπος ο ίδιος και όταν ονομάζεται άνθρωπος και Υιός ανθρώπου, δέχεται τα ιδιώματα και το μεγαλείο της θείας ουσίας, ως παιδί προαιώνιο και άνθρωπος άναρχος, όχι ότι είναι παιδί και άνθρωπος, αλλά κατά το ότι ως Θεός προαιώνιος έγινε τελικά παιδί. Και αυτός είναι ο τρόπος της αντίδοσης των ιδιωμάτων καθεμιάς φύσης, που αντιδίδει στην άλλη τα δικά της ιδιώματα, γιατί υπάρχει η ταυτότητα της υπόστασης και η περιχώρηση μεταξύ των φύσεων. Έτσι μπορούμε να πούμε για το Χριστό: «Ούτος ο Θεός ημών επί της γης ώφθη» (Βαρούχ 3. 38) και «ο άνθρωπος ούτος άκτιστος εστι και απαθής και απερίγραπτος».

Σύμφωνα με τα ανωτέρω και εξ αιτίας της υποστατικής ένωσης των δυο φύσεων, της θεότητας και της ανθρωπότητας, στη μια υπόσταση του Λόγου, ο ίδιος ο Χριστός είναι πάντοτε, που ενεργεί και τα θεία και τα ανθρώπινα. Επειδή ακριβώς υπάρχει η ταυτότητα της μιας υπόστασης και η περιχώρηση των δυο φύσεων, γι’ αυτό ο Χριστός δεν ενεργεί μεμονωμένα πότε τα ανθρώπινα ως άνθρωπος και πότε τα θεία ως Θεός, αλλά τα ανθρώπινα ενεργεί ως άνθρωπος και Θεός και τα θεία, ως Θεός και άνθρωπος. Αυτή λοιπόν η ταυτότητα της μιάς υπόστασης σε κάθε πράξη, ανθρώπινη ή θεία, συντελεί, ώστε η μια φύση να «αντιδίδει» στην άλλη τα δικά της γνωρίσματα (Ι. Δαμασκηνού: Έκδοση ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως). Έτσι, ο ίδιος ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος (όχι Θεάνθρωπος), άκτιστος και κτιστός, απαθής και παθητός και οι πράξεις του πάντοτε, είτε υψηλές, είτε ταπεινές γίνονται από τον ίδιο. Τούτο λέγεται αντίδοση ή κοινοποίηση των ιδιωμάτων. Ποτέ λοιπόν δεν πρέπει να λέγεται, ότι στο σταυρό έπαθε η ανθρώπινη φύση, αλλά ο ένσαρκος Λόγος ή ο Χριστός, κατά την ανθρωπότητα, ούτε ότι η φύση του Λόγου έπαθε κατά τη σάρκα, αλλά ο Χριστός έπαθε κατά τη σάρκα.

Όλη η λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ’ όλα σχεδόν τα λειτουργικά κείμενα, τους ύμνους και τις ευχές, ως προς το χριστολογικό δόγμα, εκφράζει αυτή την ταυτότητα της μιας υπόστασης του σαρκωμένου Λόγου, του Χριστού. Το κατανυκτικό εκείνο αντίφωνο της Μ. Παρασκευής με μια συγκλονιστική διαβεβαίωση μας λέγει απερίφραστα, πως στο σταυρό υψώνεται ο δημιουργός του κόσμου, που δεν είναι άλλος από τον σαρκωμένο Λόγο: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Πως όμως μπορεί να διανοηθεί κανείς, ότι οι σταυρωτές μπόρεσαν και συνέλαβαν το δημιουργό του κόσμου και τον κρέμασαν στο σταυρό; Σίγουρα κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, κατά την ανθρώπινη λογική. Ωστόσο, εξ αιτίας της υποστατικής ένωσης των δυο φύσεων και της ταυτότητας της μιάς υπόστασης, έχει γίνει πραγματικότητα. Ο Χριστός, ο σαρκωμένος Λόγος είναι εκείνος, που κρεμάστηκε πάνω στο σταυρό και έπαθε κατά την ανθρωπότητα. Ούτε η Θεότητα έπαθε (γιατί είναι απαθής), ούτε η ανθρωπότητα μόνη (γιατί είναι υποστατικά ενωμένη με τη Θεότητα του Λόγου), αλλά έπαθε ο ίδιος ο Λόγος, «ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» κατά την ανθρωπότητα, δηλ. σαρκί: «ότι και Χριστός άπαξ περί αμαρτιών απέθανεν, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα υμάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί ζωοποιηθείς δε πνεύματι…..» (Πέτρου Α΄ 3. 18). Δηλ. ο Χριστός θανατώθηκε κατά τη σάρκα και ζωοποιήθηκε κατά τη σάρκα διαμέσου της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Αυτή ακριβώς είναι η εικόνα, που παρουσιάζει ολόκληρη η λατρευτική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μιας και εκφράζει κατά βιωμένο και σαρκωμένο τρόπο τη δογματική διδασκαλία. Το ίδιο δε βεβαίως συμβαίνει και σε όλες τις άλλες μορφές τέχνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

30.12.16

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

 

 

O ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΞΕ ΤΗΝ ΕΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΓΑΠΗ

%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82

Του   Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

__________________

Λίθινος υετός καταμάτωνε το σώμα  του Πρωτομάρτυρα Στέφανου.  Και ο Πρωτομάρτυρας το μαρτύριο τούτο του λιθοβολισμού γενναίως υπέμεινε.  Το μαρτυρικό αίμα του, ήταν  καρπός της ομολογίας του προς τον Ζώντα Κύριο, καρπός της προς τον Αληθινό Θεό αγάπης. ‘’Όντως γραφίς γέγονε’’ το μαρτυρικό αίμα του, καταγράφουσα αλλοτρόπως την προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπη.   Ο θείος έρωτας του, καρπό είχε την προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπη.  Αυτή είναι η αληθινή αγάπη.  Αυτή είναι η εν αληθεία αγάπη. ‘’(Αύτη εστίν) η αγάπη εκ του Αγίου Πνεύματος προσγινομένη’’, για να χρησιμοποιήσομε τα λόγια του Αγίου Διαδόχου Φωτικής.

 

Την εν αληθεια αγάπη ο Άγιος Πρωτομάρτυρας Στέφανος ‘’ημάς εμπράκτως εδίδαξεν’’.  Αυτή είναι η αληθινή αγάπη.  Την επίκληση του Πρωτομάρτυρος,  ‘’Κυριε Ιησού δέξαι το πνέυμα μου’’ (Πραξ. 7,59), συμπλήρωνε το ‘’Κύριε, μη στήσης συτοίς την αμαρτίαν ταύτην’’ (Πραξ. 7,60).  Αυτή είναι η αληθινή  προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπη.  Η ανθρωπάρεσκη αγάπη κουράγιο δεν έχει ούτε μικρόν λίθον να δεχθεί, και όχι το μαρτύριο του λιθοβολισμού.  Δεν νοείται αληθής προς τον Θεόν αγάπη, χωρίς την αγάπη προς τον πλησίον και δεν νοείται αληθινή προς τον πλησίον αγάπη, χωρίς την αληθινή προς τον Θεόν αγάπη.

 

Ο  Άγιος Πρωτομάρτυρας Στέφανος που πριν λίγο δεν εφείδετο να τους καλεί ‘’σκληροτάχηλους και απερίτμητους τη καρδία’’ (Πραξ. 7,51), τώρα έχοντας υψωμένα τα χέρια ικέτευε με το ‘’Κύριε, μη στήσης συτοίς την αμαρτίαν ταύτην’’ (Πραξ. 7,60).  Αυτός που πριν λίγο τους έλεγε ότι ‘’υμείς αεί τω  Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς’’ (Πραξ. 7,60), τώρα με διάπυρο προσευχή παρακαλεί τον Κύριο γι’ αυτούς.   Αυτός που πριν λίγο τους έλεγε, ‘’τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε’’ (Πραξ. 7,51), προσευχήθηκε γι’ αυτούς στον Χριστό.  Δεν χρησιμοποίησε λόγους που εκπίπτουν της αλήθειας, από αυτούς που η ανθρωπάρεσκη αγάπη αρέσκεται, αλλά τον λόγο της αλήθειας.

 

Δεν προτίμησε ανθρωπάρεσκα λόγια, αλλά με ένθεο ευθύτητα συνέχισε προσθέτοντας το ‘’οίτινες ελάβετε τον νόμον εις διαταγάς των αγγέλων, και ουκ εφυλάξατε’’ (Πραξ. 7,53).  Ήταν ευκολότερο το ολίσθημα της άλλης οδού, αλλά προτίμησε τον λόγο της αλήθειας και το συνεπαγόμενο μαρτύριο.  Γιατί δεν είναι τούτο ακρότητα;  Το καταμαρτυρεί η διάπυρος αυτού προσευχή, που καταματωμένος ικέτευε το ‘’Κύριε, μη στήσης συτοίς την αμαρτίαν ταύτην’’ (Πραξ. 7,60).   Αυτή είναι η εν αληθεία αγάπη, που την ώρα του λίθινου υετού, την επίκληση του Πρωτομάρτυρος  ‘’Κυριε Ιησού δέξαι το πνέυμα μου’’ (Πραξ. 7,59), συμπλήρωνε το ‘’Κύριε, μη στήσης συτοίς την αμαρτίαν ταύτην’’ (Πραξ. 7,60).

 

Το εύλαλον του θείου πόθου και έρωτος, είναι η προς τον Αληθινό Θεό και τον πλησίον αγάπη.  Τούτο είναι το ‘’αγαπάν τον Θεόν και τον πλησίον γνησίως’’.  ‘’Αγαπών τον Θεόν και πιστεύει γνησίως και τα έργα της πίστεως επιτελεί οσίως∙ ο δε πιστεύων μόνον και μη ων εν τη αγάπη ουδέ αυτήν την πίστιν ην δοκεί έχειν έχει∙ ελαφρότητι γαρ τινι πιστεύει νοός ως υπό του βάρους της δόξης της αγάπης μη ενεργουμένος.  Πίστις ουν δι’ αγάπης ενεργουμένη το μέγα των αρετών’’, λέγει ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής (Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια).  Ο  Άγιος Πρωτομάρτυρας Στέφανος, εμπράκτως μας δίδαξε την εν αληθεία αγάπη.

ΑΝΩΘΕΝ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΕΣΤΕΚΕΤΟ

asimop2

                                                                   Του Β. Χαραλάμπους

___________

Τη νυχτιά εκείνη

καθώς επλησίαζεν

η των Χριστουγέννων εορτή

ο Όσιος εκείνος Σίμων

έξω από το σπήλαιον

θέαμα ηξιώθη φοβερόν

«κι ηγάσθη ατενίζων »

αντικρύ εις την πέτραν

όπου ολόλαμπρος αστήρ

ωσεί του ουρανού χωριζόμενος

άνωθεν της πέτρας εστέκετο

και η θεία εκείνη φωνή ηκούσθη

«ώδε το Μοναστήριον θεμελιώσαι».

 

 

* ηγάσθη – εθαύμασεν

Χριστός γεννιέται για να του δώσουμε τις αμαρτίες μας!

Δος μου τις αμαρτίες σου!
Λίγο αργότερα από την εποχή του μεγάλου Κωνσταντίνου, ένας σπουδαίος άνθρωπος, ξεκίνη­σε από την Ρώμη και πήγε στη Βηθλεέμ. Έφτιαξε εκεί το κατάλυμά του και ζούσε δίπλα στο σπή­λαιο που γεννήθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Πρόκειται για τον περίφημο άγιο, τον σοφό άγιο Ιερώνυμο, αυτόν που μετέφρασε στα λατινικά όλη την Αγία Γραφή και έγραψε πολλά θαυμάσια βι­βλία, όλα για την δόξα του Χριστού και για την σωτηρία των ανθρώπων.

Κάθε τόσο, ο άγιος Ιερώνυμος πήγαινε και γονάτιζε μπροστά στο σπήλαιο που γεννήθηκε ο Χριστός και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για την αιώνια ζωή.
Μια μέρα, Χριστούγεννα, – το έχει γράψει ο ίδιος αυτό το γεγονός – ενώ προσευχόταν, βλέπει τον Χριστό μπροστά του να του λέει:

Ιερώνυμε, σήμερα είναι η γιορτή μου. Σή­μερα είναι η επέτειος της καθόδου μου στη γη, που γεννήθηκα στο σπήλαιο αυτό. Τί δώρο θα μου κάνεις;

Απαντάει ο άγιος:
Υιέ του Θεού, για Σένα άφησα την πρωτεύ­ουσα του κόσμου, την Ρώμη, και όλα τα πλούτη που είχα εκεί. Ήλθα εδώ και ζω φτωχός κοντά Σου. Τί δώρο θέλεις να σου κάνω; Τί έχω πια Χρι­στέ μου, να σου δώσω;
Κάτι έχεις ακόμη. Και θέλω να μου το δώ­σεις.
Χριστέ μου, είχα σοφία. Μόρφωση απέραντη. Την είχα αποκτήσει με τις μελέτες μου. Μα και αυτή την έκανα θυσία μπροστά Σου. Την θε­ώρησα σκόνη και στάχτη. Τώρα πια, ασχολούμαι μόνο με τον λόγο Σου. Τί άλλο να σου δώσω;
Κάτι έχεις ακόμη, Ιερώνυμε. Θέλω να μου δώσεις και από αυτό.
Χριστέ μου, είχα δυνάμεις σώματος και έχω δυνάμεις πνεύματος. Τα άφησα όλα στα πό­δια Σου. Δεν θυμάμαι να έχω τίποτε άλλο να Σου δώσω.
Και όμως, κάτι έχεις ακόμη.
Ποιό Χριστέ μου, πες το μου. Και αμέσως θα Σου το προσφέρω.
Του λέει ο Χριστός:
Τις αμαρτίες σου! Αυτές θέλω να μου τις δώσεις!
Χριστέ μου, τί να τις κάνεις τις αμαρτίες μου, το βόθρο της ψυχής μου; Τί τον θέλεις;
Να τον πάρω εγώ. Να φύγει από εσένα. Να σου τον συγχωρήσω. Και να μείνεις εσύ καθαρός, με την χάρη μου και με την αγάπη που έχεις για μένα.

* * *
Γι’ αυτό ήλθε ο Χριστός στον κόσμο.
Μας άπλωσε το χέρι, για να απλώσουμε και εμείς το δικό μας, και να Του βάλουμε στο χέρι τις αμαρτίες μας. Όχι με το χέρι μας, αλλά ΜΕ την καρδιά μας. Και ΑΠΟ την καρδιά μας. Ήλθε λυ­τρωτής. Ελευθερωτής από την δουλεία της αμαρ­τίας και από τον κίνδυνο να βρεθούμε – εξ αιτίας του χωρισμού που φέρνει στον άνθρωπο η αμαρτία μακρυά από τον Θεό. Μακρυά από την Βασιλεία Του. Μακρυά από την αιώνια ζωή. Μακρυά και έξω από τον Παράδεισο. Να βρεθούμε στον σκουπιδοτενεκέ της αιώνιας ζωής, που είναι η Κόλαση.
Για να μη καταντήσουμε εκεί – γιατί εκεί πη­γαίναμε με τα στραβά βήματά μας – ήλθε ο Χρι­στός, ο Ελεήμων και Εύσπλαγχνος, κοντά μας.
Άφησε την τιμή Του, την υπόληψή Του, το μεγαλείο Του και ταπεινώθηκε και ήλθε στη γη, για μας. Για να μας πάρει κοντά Του. Γιατί ο Θεός μας, είναι αγάπη, καλωσύνη, ευσπλαγχνία. Δεν θέλει να χαθεί κανένας. Όποιος χάνεται, χάνεται μόνο από δική του υπαιτιότητα.

Ας Τον δοξολογήσουμε. Ας Τον ευχαριστή­σουμε. Ας Τον προσκυνήσουμε. Ας Τον τιμήσουμε. Και ας Του πούμε:
Κύριε Ιησού Χριστέ,
όπως αξίωσες τους αποστόλους Σου να είναι κοντά Σου,
όπως αξίωσες τον ληστή πάνω στο Σταυρό, να μπει μαζί Σου στην Βασιλεία Σου,
όπως αξίωσες τόσα εκατομμύρια παιδιών Σου να τους πάρεις κοντά Σου και να τους ελε­ήσεις,
αξίωσε και εμάς της αγάπης Σου, της ευσπλαγχνίας Σου, της συγχωρήσεώς Σου. Και κράτα μας κοντά Σου. Αμήν.

(+Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, Ο Θεός επί γης, Έκδ. Ι. Μ. Προφήτου Ηλιού, Πρέβεζα 2015, σ. 13-18).

Πηγή

’ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΝΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΊΖΟΥΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ’’, ΕΛΕΓΕ Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Του Β. Χαραλάμπους,  θεολόγου

______________________

«Τις γιορτές για να τις ζήσουμε πρέπει να έχουμε στο νου μας στις Άγιες Ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε τις Άγιες Ημέρες.    Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε Άγιας Ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας τον Θεό.  Έτσι να γιορτάζουμε με ευλάβεια κάθε γιορτή», έλεγε ο Όσιος Παΐσιος (Οσιου Γέροντος Παϊσίου ‘’Περί προσευχής, Λόγος στ΄).

Διαβάζοντας αυτά που είπε ο Όσιος Παΐσιος, θυμήθηκα ότι στο σκλαβωμένο σήμερα χωριό μου δεν είχαμε ιδιαίτερα παραδοσιακά έθιμα, ανήμερα των Χριστουγέννων.  Ούτε και  ιδιαίτερο στολισμό είχαμε, εκτός από την απαιτούμενη καθαριότητα η οποία προηγείτο.  Εκείνη τη μέρα τα παλιά χρόνια το μόνο που έκαναν αρκετοί συγχωριανοί μου ήταν να πηγαίνουν αχάραδα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού (τώρα δυστυχώς οι Τούρκοι την έκαναν τζαμί), για τη Θεία Λειτουργία της Γέννησης του Χριστού.  Οπωσδήποτε θα συμμετείχαν οι περισσότεροι στο Μυστήριο της…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 207 επιπλέον λέξεις

ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ        2/ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ(Iω.Καρδάση)

 

 b_2005_13109

Η σάρκωση του Λόγου, η Χριστολογία, όπως τη λέμε, πρέπει και αυτή να ικανοποιεί αυτές τις προϋποθέσεις. Η μια προϋπόθεση είναι να είναι σάρκωση ανθρώπου, ο οποίος να μην έχει προσωπική υπόσταση κτιστού, αλλά να έχει υπόσταση άκτιστου. Η δεύτερη προϋπόθεση, σαν συνέπεια της πρώτης, είναι να μη γεννηθεί αυτός ο Σωτήρας με τον τρόπο που γεννάται ο κτιστός άνθρωπος. Συνεπώς, το δόγμα της συλλήψεως του Χριστού κατά τρόπο μη βιολογικό, δηλαδή όπως γράφουν τα Ευαγγέλια: «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», είναι ουσιαστικό στοιχείο στην πίστη αυτή, διότι αν ο Χριστός εγεννάτο μέσω του βιολογικού κύκλου, με τον οποίο γεννιόμαστε εμείς, τότε θα ήταν δέσμιος αυτής της ανακύκλησης, αυτής της ψεύτικης ζωής, που έχει μέσα της το θάνατο και δε θα μπορούσε να προσφέρει τη λύση. Η εκ παρθένου σύλληψη λοιπόν του Χριστού, είναι ουσιαστικό στοιχείο της Δογματικής, δε μπορούμε να το παραμερίσουμε. Και όταν ληφθεί υπ’ όψη αυτό, μετά τίθεται το θέμα, γιατί «η εκ παρθένου σύλληψη» του Κυρίου έγινε με τον τρόπο που έγινε, δηλαδή εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου; Ο λόγος είναι, ότι δεν ήταν απλώς απαραίτητο να αναλάβει το άκτιστο την πρωτοβουλία και ο Χριστός να ήταν άκτιστος στην υπόστασή Του, αλλά ήταν επίσης απαραίτητο, όλη αυτή η διαδικασία να γίνει ελεύθερα. Ελεύθερα από την πλευρά του Λόγου, που σαρκώθηκε και ελεύθερα από την πλευρά του ανθρώπου. Διότι δεν ήταν νοητό, αφού άφησε ο Θεός ελεύθερο τον Αδάμ να πραγματώσει το σχέδιο της σωτηρίας και εκείνος ελεύθερα αρνήθηκε να το πραγματώσει, δεν ήταν νοητό σ’ αυτή τη φάση, που θέλει ο Θεός να διορθώσει την κατάσταση, να άρει την ελευθερία και να επέμβει κατά τρόπο ανελεύθερο. Να πει δηλαδή ο Θεός, θέλει δεν θέλει ο Αδάμ, θέλει δεν θέλει ο άνθρωπος, επεμβαίνω και σώζω τον κόσμο.

Το ότι τηρήθηκε ο κανόνας, ο όρος της ελευθερίας, αυτό το βλέπουμε στον τρόπο με τον οποίον έγινε η ενσάρκωση και κυρίως στο ρόλο, τον οποίο διαδραμάτισε η Παναγία. Εδώ θα πρέπει να επιμείνουμε, να τονίσουμε τη σημασία του ρόλου της Παναγίας, η οποία σημασία συνίσταται στο Ναι, που είπε στην κλήση του Θεού, για την πραγμάτωση αυτού του μυστηρίου του Χριστού. Το Ναι της Παναγίας, ήταν η έκφραση της ελευθερίας του ανθρώπου, η συγκατάνευση, η συναίνεση της ελευθερίας του ανθρώπου στην πρωτοβουλία αυτή του Θεού. Και γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι μπορούσε η Παναγία να πει όχι και βέβαια η πρόσκληση εκ μέρους του Θεού να προσφέρει η Παναγία τον εαυτό της για ένα τέτοιο σχέδιο, προσκρούει φυσιολογικά στη λογική, σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα περίμενε κανείς το φυσιολογικό, το λογικό να ήταν μια άρνηση της Παναγίας, διότι δεν ήταν λογικό, χωρίς υπέρβαση της λογικής, χωρίς πίστη, όπως ορίστηκε παραπάνω, να συγκατανεύσει η Παναγία σ’ αυτή την κλήση του Θεού. Συνεπώς, ο Αδάμ «εν τη ελευθερία του», επιζεί και στην περίπτωση του Χριστού. Ο Χριστός γίνεται πλέον ο άνθρωπος, ο Αδάμ, ο οποίος από την ίδια του τη σύσταση, τη βιολογική ας πούμε, δεν είναι ένα αναγκαστικό ον, το οποίο δουλεύει στην ανάγκη, αλλά είναι ένα ελεύθερο ον, ένα ον το οποίο πηγάζει από μια ελεύθερη συγκατάνευση, συναίνεση του ανθρώπου. Το ότι συνεπώς γεννάται κατ’ αυτό τον τρόπο ο Χριστός είναι και αυτό μια προϋπόθεση, για να ισχύσει όλο αυτό, δηλαδή η προσωπική σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου. Η ενσάρκωση του Λόγου συνεπώς, διαφέρει από τις διάφορες ενσαρκώσεις, που παρατηρούμε σε άλλες θρησκείες και από τις διάφορες γεννήσεις και αναγεννήσεις των θεών, δια μέσου των φυσικών φαινομένων, διότι όλες αυτές οι γεννήσεις, οι Θεογονίες και οι οποιεσδήποτε γεννήσεις στις θρησκείες είναι αναγκαστικές, δεν στηρίζονται σε μια ελεύθερη προσωπική συγκατάθεση εκ μέρους του ανθρώπου. Στηρίζονται πάνω σε φυσικούς νόμους.

Ο Χριστός γεννιέται λοιπόν κατ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς να παρεμβαίνουν οι φυσικοί νόμοι, όχι απλώς για να δείξει την δύναμή Του, ότι είναι Θεός, διότι πολλοί το ερμηνεύουν κατ’ αυτό τον τρόπο, αλλά γιατί μια μη θαυματουργική γέννησή Του, θα σήμαινε τη συμμόρφωση στην ανάγκη των βιολογικών νόμων της φύσης. Δεν θα ήταν προϊόν ελευθερίας η γέννηση του Χριστού, το πρόσωπο του Χριστού. Και έτσι θα φεύγαμε από εκείνη την αρχική κατάσταση, στην οποία, τ’ άφησε όλα ο Θεός στην ελευθερία, σε σημείο που ο Αδάμ «ανέτρεψε όλα τα σχέδιά Του». Ό,τι είχε σκεφτεί ο Θεός ανετράπη, εξαιτίας της ελευθερίας του Αδάμ. Αυτή λοιπόν η ελευθερία της Παναγίας να συγκατανεύσει, είναι μια ελευθερία, η οποία συνεχίζεται σ’ όλο το μυστήριο του Χριστού, σ’ όλο το μυστήριο της σωτηρίας. Και θα την παρακολουθήσουμε τώρα σε στενή σχέση, με το τι συνέβη στην ενσάρκωση του Λόγου μετά τη σύλληψή Του, μετά τη γέννησή Του, τη βιολογική, μέχρι την Ανάστασή Του και επίσης το τι συμβαίνει σ’ αυτό το μυστήριο της σωτηρίας και μετά την Ανάσταση του Χριστού. Θα δούμε, ότι ο παράγων ελευθερία τηρείται απαρεγκλίτως σ’ όλες τις μεγάλες φάσεις του μυστηρίου της σωτηρίας.

Είδαμε τη Χριστολογία σε σχέση με το όλο δόγμα περί δημιουργίας, διότι όπως κάνει και ο Μ. Αθανάσιος στο «Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου», η όλη λογική της ενανθρώπησης του Λόγου απορρέει από το γεγονός, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, για να τον καταστήσει μέτοχο της δικής Του μακαριότητας. Συνεπώς, για να μπορέσει να βρίσκεται σε σχέση προσωπική μαζί Του ο κόσμος και μέσα στα πλαίσια αυτής της πρόθεσης, αυτού του σκοπού του Θεού, δημιούργησε τον άνθρωπο σαν κρίκο μεταξύ του Θεού, δίνοντάς του ελεύθερα, όπως έχει και ο ίδιος ο Θεός, το αυτεξούσιο και του υλικού κόσμου ή του ζωικού κόσμου γενικά, ο οποίος δεν έχει αυτεξούσιο, δεν έχει ελευθερία, και συνεπώς ο άνθρωπος θα γινόταν το σημείο εκείνο, δια του οποίου ολόκληρη η φύση θα μετείχε στην ζωή του Θεού.

Το ότι ο άνθρωπος «εν τη ελευθερία του» αποφάσισε, αντί να συνδέσει τον κόσμο με το Θεό να τον συνδέσει με τον εαυτό του και να ανατρέψει έτσι αυτό το σχέδιο του Θεού, δεν οδήγησε τον Θεό στο να πει, ότι αφήνω τα πράγματα, όπως έχουν, αλλά Τον έκανε να επιμείνει και πάλι στο αρχικό Του σχέδιο, στον αρχικό Του στόχο, αλλά μετατρέποντας πλέον κατά κάποιο τρόπο την πορεία του σχεδίου, η οποία θα έπρεπε τώρα να λάβει υπ’ όψη τα νέα δεδομένα, τις νέες καταστάσεις.

Οι νέες καταστάσεις ήταν, ότι με αυτή την απόφαση που πήρε ο άνθρωπος ελεύθερα, να στρέψει τη φύση προς τον εαυτό του και όχι προς το Θεό, έκανε την κτίση και τον εαυτό του να υπόκεινται πλέον στους νόμους και στη δουλεία των νόμων του κτιστού, να μην μπορεί να ξεπεράσει τις συνέπειες που έχει η κτιστότητα. Οι συνέπειες που έχει η κτιστότητα συνοψίζονται κυρίως στη φθορά και στο θάνατο, διότι η κτιστότητα προέρχεται από την ανυπαρξία και συνεπώς η ανυπαρξία διαπερνάει το κτιστό. Άρα η ανυπαρξία διαλύει την ενότητα του κτιστού, αυτό είναι η φθορά και καθιστά το κτιστό ευάλωτο από την ανυπαρξία, δηλαδή από το θάνατο.

Συνεπώς, αυτό ήταν μια νέα πραγματικότητα, που εισήγαγε ο άνθρωπος, ο Αδάμ με την ελεύθερη απόφασή του. Δεν μπορούσε ο Θεός, αυτή την πραγματικότητα να την αγνοήσει. Το αρχικό σχέδιο του Θεού δεν περιείχε αυτή την πραγματικότητα. Ο Θεός λοιπόν δεν είχε προγραμματίσει κατά κάποιον τρόπο όλη αυτήν την κατάσταση, που δημιούργησε η πτώση του ανθρώπου στο αρχικό Του σχέδιο. Αυτό είναι το συγκλονιστικό μυστήριο της ελευθερίας, το ότι ο άνθρωπος έχοντας αυτή την ελευθερία, που του έδωσε ο Θεός, μπόρεσε να ανατρέψει ολόκληρο το σχέδιο του Θεού ως προς την μέθοδο. Ως προς τον τελικό στόχο δεν μπόρεσε, διότι ο Θεός δεν άφησε.

Η Χριστολογία λαμβάνει νέα μορφή από ό,τι θα ελάμβανε, αν δεν έπεφτε ο Αδάμ. Αν δεν έπεφτε ο Αδάμ, πάλι θα μιλούσαμε για Χριστολογία, αλλά θα ήταν η Χριστολογία με την εξής μορφή, όπως την βλέπει ο Άγιος Μάξιμος: Ο Αδάμ τοποθετούμενος μέσα στο χώρο και στο χρόνο, ασκώντας την ελευθερία του κατά τρόπο θετικό, δηλαδή ενώνοντας το κτιστό με το άκτιστο ελεύθερα, θα οδηγούσε τελικά όλη την κτίση «εν τω προσώπω του» στην ένωση κτιστού και άκτιστου, η οποία ένωση θα συνεπαγόταν την υπέρβαση των ορίων του κτιστού, δηλαδή το θάνατο. Έτσι η Χριστολογία θα είχε πλέον την μορφή της μεταμόρφωσης του Αδάμ σε Χριστό. Ο Χριστός, λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, θα υπήρχε, θα ήταν μια πραγματικότητα και αν δεν έπεφτε ακόμα ο Αδάμ. Θα είχε όμως αυτή τη μορφή που είπαμε, της «εν χρόνω και χώρω» μέσω της εξάσκησης της ελευθερίας του ανθρώπου, μεταμόρφωσης του κόσμου σε μια ύπαρξη, που δεν θα υφίστατο τις συνέπειες του κτιστού, δηλαδή τη φθορά και το θάνατο, λόγω του ότι θα βρισκόταν σε ένωση με το άκτιστο.

Αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο του Θεού και αυτό θα συνέβαινε και αυτή θα ήταν η Χριστολογία, για την οποία θα μιλούσαμε, αν δεν έπεφτε ο Αδάμ. Το ότι έπεσε, δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα, που υποχρεώνει το Θεό να τροποποιήσει το αρχικό σχέδιο, γιατί, δεν ήταν δυνατόν πλέον να περάσει αυτή η ένωση κτιστού και άκτιστου από τον άνθρωπο, χωρίς να περάσει μέσα από την «πεπτωκυία» κατάσταση του ανθρώπου, δηλαδή από τη φθορά και το θάνατο. Συνεπώς, η Χριστολογία με αυτή τη μορφή είναι η είσοδος του Θεού, η πραγμάτωση του γεγονότος του Χριστού μέσα από την πεσμένη ύπαρξη του ανθρώπου, μέσα από τη φθορά και το θάνατο, διότι έτσι πλέον η ανθρώπινη ελευθερία δεν ισχύει κατά τρόπο θετικό, όπως αρχικά την προέβλεψε το σχέδιο του Θεού, αλλά ισχύει πλέον κατά τρόπο αρνητικό. Και μέσα απ’ αυτή την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν όλη η κτίση, λόγω του ότι έκοψε την επικοινωνία με τον Θεό, με το άκτιστο, η Χριστολογία παίρνει πλέον μορφή ενός τραγικού γεγονότος, που δεν ευχαριστεί τον Θεό, που δεν το ήθελε ο Θεός, ήταν όμως αναπόφευκτο.

Σ’ αυτό το νέο γεγονός, σ’ αυτή τη Χριστολογία, που γέμει από την πτώση του Αδάμ, ο Θεός ενεργεί πάντα με τρόπο που δείχνει, ότι σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Θέλει ο Θεός να προέλθει πάλι από τον άνθρωπο αυτή η ένωση κτιστού και άκτιστου ελεύθερα, και γι’ αυτό χρησιμοποιεί την Παναγία, σαν έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να πει και όχι, αλλά, αν έλεγε Ναι, θα βοηθούσε στο να γίνει με την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου, όλο αυτό το σχέδιο πραγματικότητα. Και πράγματι το Ναι της Μαρίας διευκολύνει τα πράγματα. Αλλά αυτό το Ναι συνοδεύεται από την πρώτη στιγμή της πραγμάτωσης πλέον δια του Ναι αυτού, της εισόδου του Θεού στον άνθρωπο, συνοδεύεται από την εμπειρία της φθοράς και του θανάτου, στην οποία πέφτει πλέον ο ίδιος ο Θεός. Πριν ν’ αναλυθεί αυτή η δυσάρεστη εμπειρία, που περιέχει η ενανθρώπηση, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί μια λεπτομέρεια πολύ σημαντική:

Αυτό το σχέδιο, αυτή η είσοδος του Θεού στον κόσμο, στην κτίση, η είσοδος του άκτιστου στο κτιστό, για να ενώσει τα δύο, γίνεται μόνο από ένα πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, η είσοδος με την μορφή της ένωσης, της ανάληψης αυτού του ρόλου της γέφυρας. Αλλά επειδή τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας δεν χωρίζονται μεταξύ τους ποτέ, δεν απουσιάζουν απ’ αυτή την ενέργεια του ενός προσώπου και τα άλλα πρόσωπα και συνεπώς κάθε πρόσωπο πλέον της Αγίας Τριάδας μετέχει σ’ αυτό το γεγονός της Χριστολογίας. Η Χριστολογία δεν είναι υπόθεση μόνο του ενός προσώπου της Αγίας Τριάδας, αλλά και των τριών, με μια διαφορά, ότι το κάθε πρόσωπο αναλαμβάνει ιδιαίτερο ρόλο, που δεν αναλαμβάνουν τα άλλα και ο ρόλος που αναλαμβάνει ο Υιός είναι ακριβώς η ταύτισή Του με την πεσμένη πραγματικότητα του κτιστού. Η ανάληψη δηλαδή επάνω Του της φθοράς και του θανάτου και όλων των συνεπειών, που είναι ο πόνος, η θλίψη κ.λπ. Αλλά αυτό δεν θα το έκανε ο Υιός, αν δεν ευδοκούσε ο Πατέρας. Συνεπώς, η Χριστολογία έχει ως αφετηρία όχι το Χριστό αλλά τον Πατέρα.

Ο Πατέρας θέλει, είναι ο πρώτος θέλων, όλα πηγάζουν απ’ τον Πατέρα. Είναι, όπως είναι ο αίτιος της ύπαρξης των προσώπων της Αγίας Τριάδας και όλα πηγάζουν από την ελεύθερη θέληση του Πατέρα, η ύπαρξη η ίδια του Θεού, έτσι και στην «Οικονομία», το σχέδιο της Χριστολογίας πηγάζει από την ελεύθερη θέληση του Πατέρα. Ο Πατέρας λοιπόν ευδοκεί. Αυτός θέλει να γίνει αυτό το σχέδιο. Ο Υιός συμφωνεί, λέγει Ναι στην θέληση του Πατέρα και εισέρχεται Αυτός στην πραγματικότητα του πεσμένου κτιστού και όχι ο Πατέρας. Επομένως, ενώ μετέχει ο Πατέρας δια της ευδοκίας Του στο χριστολογικό γεγονός, δεν μετέχει με τον ίδιο τρόπο που μετέχει ο Υιός. Η διαφορά είναι, ότι ο Υιός μόνο σαρκούται, δηλαδή μόνον ο Υιός παίρνει επάνω Του, αναλαμβάνει Αυτός τη μοίρα του πεσμένου ανθρώπου. Ο Πατέρας ευδοκεί, ο Υιός συγκατατίθεται, αναλαμβάνει Αυτός την μοίρα του κτιστού επάνω Του, ο Πατέρας δεν αναλαμβάνει επάνω Του αυτή τη μοίρα. Το Πνεύμα και Αυτό συνεργάζεται σ’ όλο αυτό το σχέδιο, χωρίς να αναλαμβάνει επάνω Του τη μοίρα του κτιστού, χωρίς να σαρκούται, μόνον ο Υιός σαρκούται. Τι κάνει το Πνεύμα; Το Πνεύμα συμπαρίσταται στον Υιό κατ’ αυτή την οδυνηρή εμπειρία που έχει, της ένωσης, της ανάληψης της μοίρας του κτιστού, του πεσμένου κτιστού, της φθοράς και του θανάτου. Συμπαρίσταται ως το πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίον ελευθερώνει τον Υιό από τις συνέπειες της κένωσης και της ανάληψης της μοίρας του πεσμένου κτιστού.

Το Πνεύμα είναι Αυτό, το οποίο συμπαρίσταται στις μεγάλες αποφάσεις που παίρνει ο Χριστός, προκειμένου ν’ ασκήσει την ελευθερία Του, το Πνεύμα της ελευθερίας, το οποίο κάνει κάθε τι που συνιστά το κύριο γεγονός της Χριστολογίας, το κάνει να είναι μια ελεύθερη απόφαση και όχι μια φυσική ανάγκη. Επομένως, δε μπορούμε να δούμε τη Χριστολογία χωρίς αναφορά στον Πατέρα, αλλά ούτε χωρίς αναφορά στο Πνεύμα. Και υπήρξε λάθος της Δογματικής στο παρελθόν, να ξεχωρίσει τη Χριστολογία από αυτά τα άλλα δύο, τη Τριαδολογία και την Πνευματολογία. Το Πνεύμα λοιπόν, επειδή είναι το Πνεύμα της ελευθερίας, όπου πνέει αίρονται οι δεσμεύσεις, οι αναγκαιότητες της φύσης και ελευθερώνεται το ον από τις αναγκαιότητες αυτές. Αλλά ελευθερώνεται και ως πρόσωπο, για να ελευθερωθεί από τις αναγκαιότητες ελεύθερα, δηλαδή με την δική του συγκατάθεση και όχι διότι του επιβλήθηκε.

Συνεπώς, το Πνεύμα είναι παρόν σ’ όλα τα κρίσιμα σημεία, που αποφασίζεται η όλη πορεία της Χριστολογίας, του γεγονότος του Χριστού. Στο Ναι της Μαρίας, που οδηγεί στη σύλληψη του Υιού, του Λόγου, από την Παναγία, στη γέννηση, το Πνεύμα είναι παρόν. Εκ Πνεύματος Αγίου συλλαμβάνει η Θεοτόκος. Θα μπορούσε ο Λόγος να ενοικήσει στην Παναγία μόνος Του. Εάν ήταν θέμα θείας επέμβασης, απλώς δεν θα ήταν ανάγκη να γίνει όπως έγινε. Τι χρειάζεται το Πνεύμα; Δεν πρόκειται γι’ αυτό. Έχουν μεγάλη σημασία οι λεπτομέρειες αυτές. Το Πνεύμα είναι παρόν και «εν Πνεύματι Αγίω» συλλαμβάνει η Θεοτόκος. Και το Πνεύμα σημαίνει, ότι ό,τι συμβαίνει εκείνη την στιγμή συμβαίνει «εν ελευθερία». Δεν είναι απλώς μια εισβολή του ακτίστου μέσα στο κτιστό· γιατί κάθε εισβολή του Θεού μέσα στο κτιστό, αν δεν γίνεται ελεύθερα, σημαίνει κατ’ ανάγκη τη συντριβή του κτιστού, διότι αν έχουμε δύο δυνάμεις, από τις οποίες η μία είναι απείρως μεγαλύτερη από την άλλη και τις βάλουμε μαζί, θα συντρίψει η μεγαλύτερη τη μικρότερη. Δεν πρέπει να δούμε τη Χριστολογία στα πλαίσια ενός άκτιστου, που μπαίνει μέσα στο κτιστό απλώς και μόνο με την δύναμή Του. Δεν είναι θαύμα ό,τι γίνεται με την έννοια επίδειξης μιας κάποιας δύναμης εκ μέρους του Θεού, αλλά το ότι παρίσταται το Πνεύμα, το ότι «εν Πνεύματι» γίνεται όλη αυτή η ιστορία πραγματικότητα, υποδηλώνει ότι έχουμε ένα γεγονός ελευθερίας.

Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία η συμβολή του Αγίου Πνεύματος. Και αν προχωρήσουμε στα περαιτέρω γεγονότα της Χριστολογίας, θα δούμε πάλι ότι το Πνεύμα είναι παρόν σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές της ελευθερίας. Το Πνεύμα συνοδεύει το Χριστό στην έρημο, προκειμένου να πειρασθεί από τον σατανά. Δεν είναι τυχαίο, γιατί μας βάζει μέσα στη Χριστολογία, γιατί μπαίνει το Πνεύμα σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές. Διότι τη στιγμή του πειρασμού ο Χριστός ως άνθρωπος, θα πει ελεύθερα το Ναι στο Θεό και αυτό θα γίνει «εν Πνεύματι». Ο Χριστός ως Χριστός -και η λέξη το λέει- είναι κεχρισμένος από το Πνεύμα, δηλαδή έχει το Πνεύμα μαζί Του πάντοτε. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε Χριστολογία, χωρίς Πνευματολογία. Και μόνο η λέξη Χριστολογία έχει μέσα της την έννοια του Πνεύματος, διότι Χριστός θα πει κεχρισμένος από το Πνεύμα.

Λοιπόν, ο Χριστός στην όλη Του ύπαρξη έχει το Πνεύμα, αλλά είναι χαρακτηριστικό, ότι στις μεγάλες στιγμές, που κρίνεται ελεύθερα η πορεία του σχεδίου αυτού, η εφαρμογή του σχεδίου αυτού του Θεού για την σωτηρία του κόσμου, το Πνεύμα είναι παρόν. Παρόν είναι το Πνεύμα και στη Γεθσημανή, τότε που μια άλλη απόφαση έπρεπε να ληφθεί: Να πιεί το ποτήρι, που ως άνθρωπος δεν θέλει να πιεί. Και εκείνη την ώρα, μας λένε οι Ευαγγελιστές, συνοδεύει το Χριστό, το Πνεύμα και το Πνεύμα παίζει κάποιο ρόλο. Δεν είναι απλώς συμπαραστάτης. Η μεγάλη απόφαση να πάει στο Σταυρό ο Χριστός, είναι και αυτή «εν Πνεύματι». Και όταν πάμε στην Ανάσταση, που είναι πλέον η υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, πάλι δεν πρέπει να λησμονούμε αυτό, που δυστυχώς λησμονούμε και δεν μας το λέει η Δογματική, αλλά η Γραφή στην Κ. Διαθήκη, ότι «ο Θεός ήγειρε τον Χριστόν δια του Πνεύματος» («ει δε το Πνεύμα του εγείραντος Ιησούν εκ νεκρών οικεί εν υμίν, ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια του ενοικούντος αυτού Πνεύματος εν υμίν» Ρωμ. 8. 11). Το θαύμα της σύλληψης, της γέννησης, της ενσάρκωσης, της Ανάστασης όμως, δεν είναι θαύμα που πραγματοποιείται χωρίς την παρέμβαση του Αγίου Πνεύματος.

Θα μπορούσε ν’ αναστηθεί ο Χριστός και μόνο λόγω του ότι ήταν Θεός, είχε θεία φύση. Τι χρειάζεται η αναφορά στο Άγιο Πνεύμα; Γιατί ανασταίνεται ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος; Μια λεπτομέρεια, που σχεδόν αποσιωπάται. Ποιος από τους πιστούς, ποιος από μας ακούει αυτή την αλήθεια; Για όλους μας η Ανάσταση είναι ένα θαύμα, που γίνεται λόγω του ότι ο Χριστός ήταν Θεός και είχε θεϊκή δύναμη και νίκησε τον θάνατο. Τότε το εν Πνεύματι, το δια του Πνεύματος, που λέει ο Παύλος, είναι άνευ σημασίας; Αλλά τίποτε δεν είναι άνευ σημασίας. Η Χριστολογία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αναφορά στο ρόλο του Πατέρα και στο ρόλο του Πνεύματος. Το Πνεύμα λοιπόν, όχι μόνον ενοικεί στο Χριστό και τον κάνει Χριστό, αλλά περνώντας απ’ αυτά τα κρίσιμα σημεία της πορείας της Χριστολογίας, που είναι οι μεγάλες αποφάσεις, τα μεγάλα βήματα που γίνονται, όπως η σύλληψη, οι πειρασμοί, ο Σταυρός, η Ανάσταση, καθιστά τη Χριστολογία ένα γεγονός ελευθερίας, στο οποίο μετέχει πλέον ο άνθρωπος ελεύθερα, διότι ο Χριστός ως άνθρωπος και όχι μόνον ως Θεός παίρνει αυτές τις ελεύθερες αποφάσεις, για να εφαρμόσει το σχέδιο του Θεού με όλες τις συνέπειες που είχε. Αποτέλεσμα αυτού του πράγματος είναι ότι το Πνεύμα, το οποίον απελευθερώνει από τους πειρασμούς του κτιστού, που είναι η φθορά και ο θάνατος, αυτό το Πνεύμα, περνάει πλέον στην ανθρώπινη φύση δια του Χριστού. Και αφού στο πρόσωπο του Χριστού με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, υπερβαίνεται η φθορά, υπερβαίνεται ο θάνατος, αφού συμβαίνουν αυτά στο Χριστό και το πρόσωπο του Χριστού καθίσταται πλέον ένα σώμα, επάνω στο οποίον η όλη ανθρωπότητα γίνεται μέτοχος του Αγίου Πνεύματος. Και έτσι ο Χριστός παύει να είναι ένα άτομο, γίνεται μια καθολική ύπαρξη, η οποία πήρε πάνω της τη μοίρα του πεσμένου κτιστού και έτσι τώρα παίρνει επάνω της τη μοίρα του λυτρωμένου κτιστού, του απελευθερωμένου κτιστού από τα όριά του, γιατί αυτή είναι η λύτρωση από τα όρια του κτιστού. Αυτή η λύτρωση, αυτή η απελευθέρωση από τα όρια του κτιστού είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, που συντελείται πρώτα στο πρόσωπο του Χριστού, διότι το Πνεύμα ανασταίνει το Χριστό και εν συνεχεία περνάει στους ανθρώπους, πάλι ως δωρεά και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και ο Χριστός, ως το καθολικό αυτό ον, στο οποίον υπερβαίνονται τα όρια του κτιστού, αυτός ο Χριστός μεταδίδει ή πραγματοποιεί την υπέρβαση των ορίων του κτιστού για όλη την ανθρωπότητα, όχι σαν άτομο Χριστός αλλά δια του Αγίου Πνεύματος, δίνοντας το Άγιο Πνεύμα.

Έτσι το Άγιο Πνεύμα κάνει το Χριστό: Χριστό. Τον απελευθερώνει από τα όρια του κτιστού με την Ανάσταση, αλλά και συγχρόνως Τον κάνει πηγή της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και για όλη την ανθρωπότητα, ούτως ώστε ολόκληρη η ανθρωπότητα ν’ αποκτήσει τις δυνατότητες που έγιναν πραγματικότητες στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι η Χριστολογία δεν είναι απλώς το πρόσωπο του Χριστού, που παίρνει το Άγιο Πνεύμα, αλλά είναι επίσης το πρόσωπο του Χριστού που δίνει το Άγιο Πνεύμα. Αυτό οδηγεί τελικά στη σημασία της Εκκλησιολογίας.

20.12.16

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

 

 

Εις μνήμην του Μανώλη,ενός μικρού μας αδελφού «Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;»

Σχετικές παλιότερες δημοσιεύσεις
Αφιερωμένο στο μικρό 11χρονο Μανώλη, από χωριό του ορεινού Βάλτου Αιτ/νίας, που μας άφησε νωρίς.

ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ: 10χρονος,με οξεία λευχαιμία,από χωριό του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, μας έχει όλους ανάγκη. (κοινοποιήστε το)

Νέα έκκληση για βοήθεια της οικογένειας του 10χρονου παιδιού,από χωριό του Ορεινού Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, που πάσχει από οξεία λευχαιμία.(κοινοποιήστε το)

Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
 
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
 
Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
 
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζει;
 
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα
κι αντί να ‘ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;


Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
(ποίημα του Γ.Δροσίνη)


κι ένα ακόμη εξίσου όμορφο τραγούδι:

Στο στερνό το ξεψύχημα δειλινού μυρωμένου

Κάποια ρόδα μαραίνονται, κάποια ρόδα πεθαίνουν.



Κι΄ένα ρόδο σκορπίζοντας τ’ ανοιχτά πέταλά του

Κάποιο φύλο που τούμεινε για στερνό στολισμά του



το τινάζει και κείνο και το ρίχνει μπροστά του

στο κρυστάλλινο φλοίσβισμα τ’ αρυακιού του δροσάτου.



-Που τραβάς ανθοπέταλο τη ζωή σου να σβήσεις;

-Πάω να φέρω την άνοιξη σ’ένα κόσμο άλλης ζήσης



Μεσ’ στης γης τα κατάβαθα τον Απρίλη θα φέρω,

θα σκορπίσω το μήνυμα μιας αλήθειας που ξέρω.



Μιας αλήθειας το κήρυγμα το τρανό θα κηρύξω

και θα πω την Ανάσταση στους νεκρούς που θα σμίξω.


Γ. Βερίτης

ΠΗΓΗ.ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ.
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ
πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου