Αγιορείτικη μέθοδος για το πως θα βρείτε σύντροφο.

ΠΗΓΗ. Ζωντανό Ιστολόγιο 

Γάμος σταχτοπούτα ευτυχία

—–

Αφορμή για να γράψω αυτό το κείμενο, είναι μια φίλη μου …παραπονιάρα, που την αγαπούμε πολύ, τα παιδιά μου, η γυναίκα μου και εγώ και δε θέλουμε να της χαλάμε κανένα χατίρι!

Έτσι σήμερα, μετά τη θαυμάσια εμπειρία της συμμετοχής μας σε έναν ακόμη Επιτάφιο- τη μοναδική αυτή Ορθόδοξη ακολουθία- όπου οι πιστοί συνοδεύουν τον Θεό της Αγάπης στο μνήμα, όπου κείται προσωρινά <<νεκρός>> ,για να μας σώσει εκ της αμαρτίας και με την προσμονή της Αναστάσεως Του, που ολοκληρώνει το μοναδικό συναίσθημα της χαρμολύπης, που βιώνουν μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο, όχι ως ειδικός, αλλά ανησυχώντας για την υποβάθμιση- με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- του ιερού θεσμού του γάμου.

Γι αυτό, αν παρατηρήσετε τη ζυγαριά της αξιολόγησης του κειμένου μου, να γέρνει προς την πλευρά της ανακρίβειας και της απεραντολογίας, παρακαλώ να με συγχωρήσετε και να προσθέσετε στην άλλη πλευρά την καλή μου προαίρεση, μήπως και ισορροπήσει.

Μετά από τον υπερβολικά μεγάλο πρόλογο, που οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο φόβο μου, μη σκανδαλίσω ψυχές που θα το διαβάσουν, μπαίνω στην ουσία!

Αν θελήσουμε, να επισημάνουμε τους λόγους, που μένουν πολλοί νέοι και νέες ανύπαντροι(ες) σήμερα, πρέπει πιστεύω να το ψάξουμε πολύπλευρα και να εξετάσουμε τα παρακάτω ενδεχόμενα:

1.Μπορεί να έχει ως βάση τις άσχημες εμπειρίες από ένα κακό οικογενειακό περιβάλλον, που οφείλεται σε λόγους, που περιέγραψα στο κείμενο που προηγήθηκε, για τους παντρεμένους αδελφούς μας.

2.Πιθανόν αντίθετα να οφείλεται σε μια <<υποδειγματική>> οικογένεια, με γονείς <<άψογους>>, που δε μαλώνουν ποτέ μπροστά στα παιδιά τους και τους δίνουν μια εικόνα υποκριτική και ψεύτικη, ανθρώπων <<άμεμπτων>> και <<αψεγάδιαστων>>, οδηγώντας τους όταν μεγαλώσουν, να ψάχνουν αντίστοιχους συζύγους υποδείγματα, πράγμα φυσικά που είναι παντελώς αδύνατο!

Γιατί δεν υπάρχουν άψογοι άνθρωποι. Είναι υποκριτές, όσοι υποδύονται τους τέλειους. Ούτε η διαρκής ενασχόληση με τον Θεό, ακόμη κι αν συνοδεύεται από συνεχή εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, ακόμη και πράξεις φιλανθρωπίας, εξασφαλίζει -από μόνη της- στον άνθρωπο τελειότητα εν ζωή.

Αυτό που <<διαφοροποιεί>> τον άνθρωπο του Θεού από τους υπολοίπους, είναι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω με την απόλυτη γνώση της ασημαντότητας τους και ως εκ τούτου, με διαρκή προσπάθεια ελέγχου του κακού τους εαυτού και άμεσης αίτησης ειλικρινούς συγγνώμης, από όποιον αδίκησαν και μεταμέλειας προς τον Θεό, μέσω του Ιερού Μυστηρίου( δεν είναι τυχαία η λέξη) της Εξομολογήσεως. Αν συνοδεύονται δε αυτά και με διάθεση ανιδιοτελούς θυσίας προς τον συνάνθρωπο και αγάπης, ακόμη και προς τον εχθρό, τότε υπάρχει σοβαρή ελπίδα, ο Πανάγαθος Κύριος μας να τον ελεήσει για τα υπόλοιπα αμαρτήματα του, επιβραβεύοντας την καλή του πρόθεση.

3. Πιθανότατα να επηρεάζει η κατεστημένη νοοτροπία, πως είναι προτιμότερο ο νέος, να κάνει τις …αλητείες του ελεύθερος, παρά όταν παντρευτεί, άρα χρειάζεται το χρόνο του για να …ωριμάσει. Λες και είναι δεδομένο, πως πρέπει ο άνθρωπος, να τα δοκιμάσει …όλα στη ζωή του! Και φυσικά πολλές φορές, αντί να ωριμάσει, μπορεί τελικά να …σαπίσει με τέτοιες θεωρίες και κυρίως συμπεριφορές!

4. Άλλη αιτία είναι, <<πως πρέπει οι άνθρωποι, όταν παντρεύονται, να είναι αποκατεστημένοι>>, με δουλειές καλές και σπίτια έτοιμα! Πω πω πλάνη! Σε μια εποχή, που οι λογαριασμοί των κινητών κοστίζουν όσο ένα ενοίκιο και υπάρχουν δάνεια, ακόμη και για διακοπές, ποιος νέος έχει σπίτι έτοιμο; Εκτός αν έχει ο πατέρας του. Αν δεν έχει δε, υπάρχει περίπτωση -με τους σημερινούς μισθούς- να το φτιάξει πριν τα 40; (Δεν εννοώ πριν τα 40 του χρόνια, εννοώ τα 40 χρόνια από σήμερα και με μια πιο ελεύθερη μετάφραση καλά …σαράντα!).

5. Η αίσθηση του νεανικού σφρίγους συνδυασμένη με την απολύτως δικαιολογημένη αδυναμία κατανόησης της φθαρτότητας του ανθρωπίνου σώματος από τους νέους, είναι ένας άλλος πιθανός λόγος.

6. Η έλλειψη γνώσεων βασικών αρχών επικοινωνίας ένας άλλος λόγος.

7. Η σύγχρονη προσπάθεια των γυναικών να αποδείξουν, πως είναι όμοιες προς τους άνδρες και μπορούν να πετύχουν παντού τα ίδια μ’ αυτούς, είναι μια παγίδα της παγκοσμιοποίησης (άλλη φορά το γιατί, είναι ολόκληρη συζήτηση), στην οποία δυστυχώς έπεσαν οι γυναίκες μέσα και οδήγησαν και τους περισσότερους άνδρες, σε πλήρη αδυναμία να επικοινωνήσουν μαζί τους (δεν αθωώνω καθόλου τους άνδρες για την δική τους αδυναμία, στον άκρατο εγωισμό τους οφείλεται, δεν αλλάζει πάντως την πραγματικότητα). Έτσι υπάρχει το τραγικό φαινόμενο, ο άντρας να φοβάται να συνυπάρξει και να παντρευτεί με μια γυναίκα νέα, όμορφη, καλλιεργημένη, οικονομικά ανεξάρτητη και επαγγελματικά επιτυχημένη, γιατί δε θα …κρέμεται από πάνω του και δε θα εξαρτάται απ’ αυτόν, άρα θα γίνει <<ρόμπα>> στον περίγυρο. Έναν ανδρικό περίγυρο δε, που βιώνει τα ίδια συναισθήματα, για τους ίδιους λόγους και το κρύβει, όπως η γάτα το ..παλτό της! Η δε γυναίκα να χαίρεται από τη μια, που παίζει τους <<δυνατούς>> άντρες στα δάχτυλα, τους έχει του χεριού της και αποδεικνύει διαρκώς τη δύναμη της και από την άλλη να στενοχωριέται, γιατί χάνει τη ζωή της, που δεν βρίσκει ταίρι αντάξιο της (η παγίδα που λέγαμε).

8. Το κυριότερο όμως απ’ όλα όσα θεωρώ ως αιτίες, που κάποιοι νέοι μένουν ανύπαντροι, το άφησα για το τέλος. Πιστεύω, πως οι άνθρωποι βάζουν στη ζωή τους προτεραιότητες, σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις αλληλένδετες εμπειρίες τους (δες αιτίες 1 και 2). Δυο αλληλοσυγκρουόμενες βασικές επιλογές υπάρχουν- κατά τη γνώμη μου- για τους ενήλικες. Μία είναι η όμορφη οικογενειακή ζωή, με τις απολαύσεις και τις στενοχώριες της και δεύτερη η <<καριέρα>>, που στα μάτια ενός νέου ανθρώπου δεν είναι εντελώς ξεκαθαρισμένο, τι ακριβώς σημαίνει και τι θυσίες συνεπάγεται.

Όταν λοιπόν ο …πρώην νέος (χαριτολογώντας το λέω, όχι ειρωνικά), που επέτυχε να αποκτήσει ..πτυχία, πλούτη ή (και) αξιώματα, αντιληφθεί κάποια στιγμή, πως έκανε λάθος επιλογή, είναι συνήθως σε μια ηλικία, όπου οι μέχρι τότε εμπειρίες του τον έχουν οδηγήσει, αφενός μεν σε καχυποψία αφετέρου δε σε διστακτικότητα απέναντι στους ανθρώπους. Από την άλλη πλευρά, πώς να παραδεχτεί ένας <<επιτυχημένος>>, στους ανθρώπους που τον θαυμάζουν για ό,τι <<πέτυχε>>, πως είναι δυστυχής, για την λάθος επιλογή που έκανε νεότερος, διαλέγοντας πρώτα την καριέρα και μετά …<<έχουμε όλα τα χρόνια μπροστά μας>>;

Τέλος να επισημάνω, πως υπάρχει η περίπτωση, ειδικά στους αγωνιζόμενους Ορθόδοξους νέους κι επειδή όλα εκ Θεού επιτρέπονται προς <<οικοδομήν και ωφέλειαν>>,να μην ισχύει τίποτε από τα παραπάνω και απλώς ο Πανάγαθος να θέλει, να δοκιμάσει τους νέους σε έναν τιτάνιο αγώνα κοσμικής ερημίας, που μόνο όσοι τον βιώνουν τον αντιλαμβάνονται, άρα ούτε και ο γράφων.

Επειδή όμως υπάρχει η τάση στον κάθε άνθρωπο, να παίρνει την εκδοχή που τον βολεύει, για να νιώσει καλύτερα, θα σας πρότεινα να μην το διαπράξετε, αλλά να πάρετε εκείνη την εκδοχή, που αντιπροσωπεύει τη δική σας περίπτωση καλύτερα και όχι την τελευταία βολική! Γιατί αν ισχύει πραγματικά η τελευταία, δε θα το μάθετε ποτέ εν ζωή. Θα το μάθουν οι επόμενες γενιές, όταν θα προσκυνούν το άγιο σκήνωμά σας!

Επίσης ποτέ δεν είναι αργά για έναν Χριστιανό, να παραδεχτεί ότι έπραξε ένα λάθος, γιατί έτσι ελκύει τη Χάρη του Θεού.

Κι επειδή είπα ήδη πάρα πολλά και σας ζητώ συγγνώμη αν σας κούρασα, θα κλείσω με μια διδακτική ιστορία.

Πριν κάμποσα χρόνια, είχα επισκεφτεί το Άγιον Όρος με δυο ξαδέλφια της γυναίκας μου. Στη μονή Ιβήρων, πριν πέσουμε για ύπνο, ζητήσαμε από έναν προορατικό μοναχό,, να μας πει μια ευχή. Μόλις μας αντίκρυσε, απευθύνεται σε μένα και με ρωτάει πόσα παιδιά έχω! Στον ένα ξάδελφο τι δουλειά κάνει. Και τέλος ρωτάει τον άλλο ξάδελφο, αν είναι παντρεμένος. Όταν αυτός του απάντησε πως δεν είναι, τότε ο μοναχός τον επιτίμησε λέγοντας:

– Στην ηλικία σου θα έπρεπε, ή να είσαι μοναχός η παντρεμένος. Αλλά φαίνεται πως δεν προσεύχεσαι αρκετά τα βράδια!

– Πως δεν προσεύχομαι (του λέει λίγο αμήχανα και ίσως και κάπως ενοχλημένος ο ξάδελφος)!

– Αποκλείεται να προσεύχεσαι! Τι, πέφτεις δηλαδή στα γόνατα, κλαις με λυγμούς και παρακαλάς την Παναγιά λέγοντας: Παναγιά μου σε παρακαλώ, εγώ δεν είμαι άξιος, μόνος μου να βρω γυναίκα, εσύ που γνωρίζεις τις καρδιές όλων των ανθρώπων, στείλε στο δρόμο μου μία, γιατί θέλω να παντρευτώ; Αν το έκανες αυτό αδελφέ, αποκλείεται να μη στο έδινε, αυτό που ζητούσες!

Είναι σημαντικό να γνωρίζετε, πως σας γράφει όλα τα παραπάνω ένας άνθρωπος, που στα 24 του χρόνια (και σε μια περίοδο της ζωής του που νόμιζε, πως <<όλα τα σφάζει κι όλα τα μαχαιρώνει>> και απολάμβανε την ικανοποίηση της αμηχανίας των περισσοτέρων ανθρώπων, τη στιγμή που τον άκουγαν να εφευρίσκει …ευρηματικές βλασφημίες), αναγνωρίζοντας πως είναι πολύ κακός άνθρωπος, ενώ έκανε μπάνιο, έκλαψε με λυγμούς και παρακαλούσε τον Θεό (ναι, αυτόν που βλαστημούσε), να του βρει γυναίκα να παντρευτεί, γιατί με τα χάλια που είχε , αν μεγάλωνε και λίγο ακόμη, θα έμενε μόνος, ενώ αυτός ήθελε παιδιά και οικογένεια!

Και ω του θαύματος, την επόμενη εβδομάδα εμφανίστηκε η γυναίκα του εντελώς <<τυχαία>> (αν σας πω πως!) στη ζωή του και την άλλαξε!

Γι αυτό εφαρμόστε αυτό που προτρέπει ο μοναχός στον …ξάδελφο και δε θα χάσετε!

Και μη φοβάστε να παραδεχτείτε τα λάθη, που τυχόν κάνετε. Είσαι ελεύθερος, αν νιώθεις ασήμαντος και γεμάτος κόμπλεξ, αν πρέπει να αποδεικνύεις διαρκώς, πόσο ικανός είσαι! Άλλωστε <<ο μεγαλύτερος μπούφος είναι, όποιος κάνει τον αετό κι ο μεγαλύτερος αετός, αυτός που κάνει το μπούφο>>.

Επειδή δε και ως νυν εκπαιδευτής ενηλίκων και λόγω συγκεκριμένων σπουδών στην Οργάνωση και Διοίκηση των Επιχειρήσεων και το Μάρκετινγκ, πρέπει να ξεκινώ με την εκφώνηση στόχων και να κλείνω με την αποτίμηση της επίτευξης τους, ελπίζω η πολύ καλή μου φίλη, που μου ζήτησε το παρόν κείμενο, να έμεινε ικανοποιημένη, που ανταποκρίθηκα άμεσα!

Καλή Ανάσταση! Και Χριστός Ανέστη, για όσους το διαβάσουν μετά το Πάσχα!

Ξημερώματα Μεγάλου Σαββάτου 26 Απριλίου 2008

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Λιμάνι των φτωχών είναι τα χέρια του ελεήμονος.(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου)


Συ, βέβαια, τρέχεις σε τραπέζι ετοιμασμένο και δεν μπορείς καθόλου να περιμένεις· ο φτωχός, όμως, περιμένει μέχρι αργά το βράδυ, και ανυπομονεί και επιθυμεί να εξασφαλίσει την ημερήσια τροφή. Και βλέποντας από τη μια μεριά την ημέρα να τελειώνει, από την άλλη μεριά τα χρήματα να μη φθάνουν για την καθημερινή τροφή και να μην έχουν συμπληρωθεί ακόμη, υποφέρει και εξοργίζεται και αναγκάζεται να κάνει πράγματα μεγαλύτερα από τη δύναμή του. Γι’ αυτό και το βράδυ μας επιτίθενται πιο ορμητικά, ορκίζονται, εξορκίζουν άλλους, θρηνούν, οδύρονται, απλώνουν τα χέρια τους, και αναγκάζονται να κάνουν αμέτρητες άλλες αδιάντροπες ενέργειες. Διότι φοβούνται, μήπως, αφού αναχωρήσουν όλοι για τα σπίτια τους, καταντήσουν να περιπλανούνται μέσα στη πόλη, σαν μέσα σε μία ερημιά. Και, όπως ακριβώς εκείνοι, που κατά τη διάρκεια της ημέρας ναυάγησαν, αφού πιαστούν από σανίδι, βιάζονται να φθάσουν στη ξηρά, πριν βραδιάσει, ενώ ακόμη βρίσκονται έξω από το λιμάνι και πάθουν κάποιο ναυάγιο χειρότερο, έτσι και οι φτωχοί, επειδή φοβούνται την πείνα, σαν το ναυάγιο, ανυπομονούν να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για την τροφή τους, πριν βραδιάσει, ώστε να μη συμβώ και μείνουν έξω από το λιμάνι, όταν όλοι μεταβούν στα σπίτια τους. Διότι λιμάνι γι’ αυτούς, είναι τα χέρια εκείνων που τους ελεούν.

Εμείς, όμως, ούτε μέσα στην αγορά συγκινούμαστε από τις συμφορές εκείνων, ούτε όταν μεταβούμε στο σπίτι μας· αλλά και ενώ το τραπέζι βρίσκεται δίπλα μας και πολλές φορές είναι γεμάτο από αμέτρητα αγαθά (εάν, βέβαια, πρέπει να ονομάζουμε αγαθά, εκείνα που τρώμε για κατάκριση της απανθρωπιάς μας), αλλ’ όμως, ενώ το τραπέζι είναι δίπλα μας στρωμένο και ακούμε κάτω εκείνους να βαδίζουν μέσα στα δρομάκια, να φωνάζουν δυνατά μέσα στις συνοικίες, να υποφέρουν μέσα στο βαθύτατο σκοτάδι και να είναι εντελώς έρημοι, ούτε έτσι συγκινούμαστε, αλλά και όταν χορτάσουμε και πηγαίνουμε για να κοιμηθούμε, ακούγοντας πάλι και την ώρα εκείνη να υποφέρουν κάτω φοβερά, σαν να ακούμε όχι ανθρώπινη φωνή, αλλά λυσσασμένου σκύλου, δείχνουμε τόση μεγάλη αδιαφορία. Και ούτε από την ώρα αλλάζουμε στάση απέναντί τους, διότι, ενώ είναι προχωρημένη πολύ η νύκτα και όλοι κοιμούνται, εκείνος μόνον οδύρεται· ούτε από το ελαφρό αίτημά του, διότι δεν μας ζητά τίποτε περισσότερο από ψωμί, ή από λίγα χρήματα· ούτε από το μέγεθος της συμφοράς, διότι παλεύει με συνεχή πείνα· ούτε από την καλωσύνη του ικέτη διότι, αν και βρίσκεται σε τόση μεγάλη ανάγκη, δεν τολμά να έλθει στις πόρτες, ούτε να τις αγγίσει, αλλ’ από μακρυά κάνει την αίτησή του. Και αν πάρει, δίνει αμέτρητες ευχές· αν, πάλι, δεν πάρει, ούτε έτσι βγάζει κακό λόγο από το στόμα του, ούτε βρίζει και βλασφημεί εκείνους, που μπορούν να δώσουν και δεν δίνουν· αλλά σαν κάποιος που οδηγείται από κάποιο δήμιο σε κόλαση ανυπόφορη, και, ενώ παρακαλεί όλους τους περαστικούς και τους ικετεύει, και, χωρίς να πάρει καμμία βοήθεια, οδηγείται στην τιμωρία με μεγάλη απανθρωπιά, έτσι και αυτός, σαν να σύρεται από τον δήμιο της πείνας μέσα στη νύχτα και την ανυπόφορη αγρυπνία, απλώνει μεν τα χέρια του και παρακαλεί με δυνατή φωνή εκείνους που κάθονται πάνω στο σπίτι, μη δεχόμενος, όμως, καμμία φιλανθρωπία, διώχνεται άσπλαχνα και με μεγάλη σκληρότητα. Δεν φοβούμαστε μήπως δούμε τον φτωχό στους κόλπους του Αβραάμ;

Τίποτε, όμως, από αυτά δεν λυγίζει την καρδιά μας, αλλά μετά από τόση μεγάλη απανθρωπιά, τολμούμε να απλώσουμε τα χέρια μας στον ουρανό, να συνομιλήσουμε με το Θεό και να ζητήσουμε συγχώρεση των αμαρτημάτων μας· και δεν φοβούμαστε, μήπως πέσει κεραυνός, μετά την τέτοιου είδους προσευχή, ύστερα από την τόσο μεγάλη σκληρότητα και απανθρωπιά.

Πες μου, πώς μπορούμε να πάμε να κοιμηθούμε και να αναπαυθούμε και δε φοβούμαστε μήπως παρουσιασθεί στον ύπνο μας αυτός ο ίδιος ο φτωχός, αγριωπός, ρυπαρός, ντυμένος με κουρέλια, ξεσπώντας σε οδυρμούς και θρήνους και κατηγορώντας τη σκληρότητά μας; Γιατί άκουσα πολλές φορές να λέγουν, ότι από την ημέρα εκείνη, που ξέχασαν να βοηθήσουν τους φτωχούς, είδαν τους εαυτούς των δεμένους με σχοινιά, να σέρνονται από το χέρι των φτωχών, να κατασπαράσσονται και να παθαίνουν αμέτρητα κακά.

Αυτά, βέβαια, είναι ύπνος και όνειρο και πρόσκαιρη τιμωρία. Πες μου, όμως, εμείς δεν φοβούμαστε, μήπως τον φτωχό αυτόν, που οδύρεται και φωνάζει και θρηνολογεί, τον δούμε στους κόλπους του Αβραάμ, όπως κάποτε είδε το Λάζαρο ο πλούσιος εκείνος; Τα όσα είναι στη συνέχεια, βέβαια, τα αφήνω στη συνείδησή σας, τα φοβερά, δηλαδή, και απαρηγόρητα εκείνα βάσανα, πως ζήτησε νερό, πως δεν έλαβε ούτε σταγόνα, πως η γλωσσά του κατατηγανιζόταν, πως, αν και παρακαλούσε πάρα πολύ, δεν απόλαυσε καμμία συγγνώμη, και πως τιμωρούνταν αιώνια. Εύχομαι, όμως, να μη τα δοκιμάσουμε αυτά στην πράξη, αλλά από τα λόγια που ακούσαμε, να αποφύγουμε την έμπρακτη απειλή, και, αφού αποδειχθούμε άξιοι της φιλοφροσύνης του προπάτορα Αβραάμ, να βρεθούμε στον ίδιο τόπο μ’ εκείνον, με τη χάρι και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού…

 

(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Λόγος Ε΄ ΕΠΕ 8,90-96. )

 

 

 

 

Η Ορθόδοξη λατρεία στα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού.



ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β.ΤΖΕΡΠΟΣ
Λέκτωρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 

Κείμενο από το ΣΤ’ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο
Ἀθῆναι, 20-23 Σεπτεμβρίου 2004
Γενικό Θέμα «Χριστιανική λατρεία καί εἰδωλολατρία».
Τῆνος

Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ ὅρος «λειτουργία» μέ τόν ὁποῖο δηλώνεται σήμερα κυρίως τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, σημαίνει ἐτυμολογικά ἔργο τοῦ λαοῦ, δηλαδή, ἔργο τό ὁποῖο γίνεται ἀπό τό λαό καί γιά τό λαό(1). Προφανῶς ἡ ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία υἱοθέτηση τοῦ ὅρου αὐτοῦ δέν ἔγινε τυχαῖα, ἀλλ᾿ ἀπέβλεπε στήν ὑπογράμμιση τοῦ λαϊκοῦ χαρακτήρα, τόν ὁποῖο ἀπό τή φύση της ἔχει καί πρέπει νά ἔχει γενικά ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, ὡς συλλειτουργία κλήρου καί λαοῦ, κατά τήν λατρευτική συγκρότηση και φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας σ᾿ ἕνα σῶμα(2). Ὡς ὁμοούσιο γέννημα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας θά πρέπει νά θεωρήσουμε κατ᾿ ἀναλογία καί τίς ἀπό τόν ἁπλό λαό ἐνασκουμένες διάφορες χριστιανικές λατρευτικές πρακτικές, οἱ ὁποῖες δέν ἐντάσσονται μέν στήν ἐπίσημη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀσκοῦνται ὅμως κατ᾿ ἔθος καί κατά παράδοση καί συνιστοῦν ἕνα ἐξ ἴσου σεβάσμιο τμῆμα τῆς γενικώτερης πνευματικῆς μας κληρονομιᾶς(3). Διότι ἀποτελοῦν τό ξεχείλισμα τῆς λατρεύουσας λαϊκῆς ψυχῆς, πού μορφοποιεῖται σέ ἤθη καί ἔθιμα(4), ὡσάν ἐκεῖνα πού τόσο παραστατικά μᾶς περιγράφει στά διηγήματά του ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης(5) καί εἶναι αὐτά πού λίγο – πολύ ὀνομάζουμε ὀρθόδοξη λειτουργική εὐσέβεια(6).

Παράλληλα, σήμερα, χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα καί ὁ ὅρος λαϊκή λατρεία(7), μέ τόν ὁποῖο νοεῖται γενικά τό σύνολο τῶν ὑπό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ τηρουμένων τελετουργικῶν τύπων(8), καί ἡ ὁποία ὡς τμῆμα τοῦ γενικώτερου λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἀποτελεῖ ἀντικείμενο σπουδῆς πολλῶν σχετικῶν ἐπιστημονικῶν κλάδων, κυρίως ὅμως τῆς Λαογραφίας(9). Στήν ἐπιστήμη αὐτή ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία θά πρέπει κατ᾿ ἀρχήν νά εἶναι εὐγνώμων, διότι χάρη σ᾿ αὐτήν γνωρίζουμε σήμερα πολλά βασικά στοιχεῖα τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας, ἰδιαίτερα χρήσιμα κατά τήν ἐνάσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα, ὅμως, καταγράφεται καί ἡ ἀνάγκη μιᾶς πιό συστηματικῆς θεολογικῆς διερεύνησης καί ἑρμηνείας τῶν λαογραφικῶν αὐτῶν φαινομένων, τουλάχιστον γιά νά ἀποφεύγονται ἀκρότητες, ὅπως ἡ ἀναγωγή ὅλων τῶν λαϊκῶν θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων στήν εἰδωλολατρία, τήν μαγεία ἤ τήν δεισιδαιμονία(10), ἤ γενικεύσεις ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν κατώρθωσε σέ καμμιά περίπτωση νά ἐκχριστιανίσει οὐσιαστικά τόν κόσμο(11).Τό γεγονός δέν ἐκπλήσσει καθόλου ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς, ὅτι κατά τόν προηγούμενο αἰώνα ὁρισμένοι ἐκπρόσωποι τῆς λεγόμενης θρησκειολογικῆς σχολῆς διισχυρίζοντο, ὅτι τά ἱερά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ὑπό χριστιανικό μανδύα συνέχιση τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρικῶν μυστηρίων(12). Ἀλλά καί ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας διατυπώνεται σήμερα ἕνας ἀνάλογος προβληματισμός μέ τήν κατάδειξη συγκεκριμένων συμπτωμάτων, τά ὁποῖα χαρακτηρίζονται ὡς περιπτώσεις διολίσθησης πρός μιά μαγική καί δεισιδαίμονα κατανόηση τῆς χριστιανικῆς λατρείας(13). Οἱ διαπιστώσεις αὐτές, σέ συνδυασμό μέ τή σύγχρονη πρόκληση τοῦ Νεοπαγανισμοῦ(14), ὑπογραμμίζουν γιά μιά ἀκόμη φορά τήν σπουδαιότητα τοῦ γενικωτέρου θέματος τῆς σχέσεως χριστιανικῆς λατρείας καί εἰδωλολατρίας.Προσδιορίζουν δέ καί τήν εἰδική στοχοθεσία τῆς μελέτης αὐτῆς, ἡ ὁποία καλεῖται οὐσιαστικά νά ἀπαντήσει στά ἑξῆς δύο βασικά ἐρωτήματα: α)πῶς καί σέ ποιό βαθμό ἡ ἐκκλησιαστική λατρεία συνετέλεσε διαχρονικά στήν διαμόρφωση τῶν διαφόρων ἠθῶν καί ἐθίμων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ· καί β) ποιά σημασία ἔχουν αὐτά τά παραδοσιακά ἤθη καί ἔθιμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ γιά τήν πνευματική ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλληνικῆς Ἐκκλησία μας σήμερα.

1. Κατ᾿ ἀρχήν θά πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ὑπάρχει μιά θεμελιακή διαφορά μεταξύ τῆς χριστιανικῆς ἀντιλήψεως περί λατρείας γενικά καί οἱασδήποτε ἄλλης ἐννοιολογικῆς προσεγγίσεως τοῦ πανθρησκειακοῦ αὐτοῦ φαινομένου. Ἐπ᾿ αὐτοῦ εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδεικτική ἡ ἱστορική διαπίστωση, ὅτι τό μήνυμα τοῦ χριστιανικοῦ εὐαγγελίου οὐδέποτε κηρύχτηκε ὡς μιά σώζουσα λατρεία, ἀλλά πάντοτε ὡς μιά σώζουσα πίστη(15). Ἤδη στό κήρυγμα τῶν προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης καί σέ ἀντίθεση μέ τίς μνημονευόμενες ἀπ᾿ αὐτήν διάφορες μορφές εἰδωλολατρίας, ὅπως ἡ μαγεία καί ὁ λειτουργικός συγκρητισμός, ὑπογραμμίζεται ἡ ὕπαρξη τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο ὁ πιστός λάτρης ἀνάγεται μόνο μέ τήν δικαιοσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν ἁγιότητα(16). Τόν πνευματικό αὐτό χαρακτήρα τῆς λατρείας τονίζει ἰδιαίτερα ἡ Κ. Διαθήκη μέ τήν προβολή τῆς μοναδικότητας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἔχει τήν τελική ἀναφορά της διά τῆς Ἐκκλησίας ἡ χριστιανική λατρεία (Ἐφ. 1, 3-14. 2, 18-22). Διότι οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς( Πράξ. 4,12). Ἑπομένως ἡ χριστιανική λατρεία δέν μπορεῖ ποτέ νά αὐτονομηθεῖ ὡς θεσμός, ἀλλά νομιμοποιεῖται μόνο στό μέτρο πού ἐκφράζει τό δόγμα καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.

Στά πλαίσια, λοιπόν, τῆς ἐν Χριστῷ θείας ἐνανθρωπήσεως καί πρός ἀποφυγή κάθε εἴδους λειτουργικοῦ μονοφυσιτισμοῦ, καταφάσκεται μαζύ μέ τήν πνευματικότητα καί ἡ διαμέσου ὑλικῶν συμβόλων καί τελετουργικῶν τύπων αἰσθητοποίηση τῆς λατρείας, ὡς συγκατάβαση καί ἔκφραση τῆς ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν ἀπό σῶμα καί ψυχή ἀποτελούμενο ἄνθρωπο. Ἀλλά καί πάλιν τονίζεται ὁ ἀναγωγικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ὡς λατρείας λογικῆς( Ρωμ. 12,1 ), πού προσφέρεται ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ ( Ἰωάν.4,24) καί διαμέσου τῆς ὁποίας ὁ ὑλικός κόσμος μεταμορφώνεται ἐν Χριστῷ σ’ ἕναν παγκόσμιο ναό φανέρωσης τῆς δόξας τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος ἔκπτωσης ἀπ᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς λατρείας σέ κάθε εἴδους εἰδωλοποίηση τῶν στοιχείων τοῦ ὑποταγμένου στήν ἁμαρτία φθαρτοῦ τούτου κόσμου εἶναι καί ὁ βασικός λόγος, ὁ ὁποῖος ἐξηγεῖ τόν ὡς ἕνα μεγάλο βαθμό ἀπόκοσμο χαρακτήρα, πού ἐμφάνιζε ἡ χριστιανική λατρεία κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες(17).

2. Ἀπό τόν 4ο αἰ., ὅμως, καί ἑξῆς, μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν καί τήν καθιέρωση τῆς ἀνεξιθρησκείας, ἡ ὁποία στήν πράξη σήμαινε ἐλεύθερη τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας, δημιουργήθηκε μιά ἐντελῶς καινούργια ποιμαντική κατάσταση στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔμελε νά ἐπηρεάσει καθοριστικά καί τήν περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς λειτουργικῆς της ζωῆς. Ἀναφερόμαστε ἰδιαίτερα στό μεγάλο θέμα τῆς μεταστροφῆς καί τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν ἐθνικῶν, τῶν ὁποίων ἡ μαζική πλέον προσέλευση στήν Ἐκκλησία δημιουργοῦσε πρόβλημα ἐκχριστιανισμοῦ τῆς ἴδιας τῆς κοινωνίας μέ τήν ὀργανωμένη της μορφή, τά ἤθη καί ἔθιμα καί τό πιό σπουδαῖο, τή θρησκευτική της ψυχολογία. Μέ βάση δέ τό γεγονός, ὅτι στόν προχριστιανικό κόσμο θρησκεία καί λατρεία ἦταν ἔννοιες σχεδόν ταυτόσημες, ὥστε ἡ εἰδωλολατρία ν᾿ἀποτελεῖ οὐσιαστικά ἕνα σύστημα λατρειῶν, ἐκεῖνο πού ἀναπόφευκτα προσείλκυσε ἰδιαίτερα τήν προσοχή τῶν λαϊκῶν μαζῶν κατά τήν ἔνταξή τους στή Ἐκκλησία ἦταν ἡ λατρεία της(18). Κατά τήν διαδικασία δ᾿ αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς λειτουργικῆς μεταστροφῆς τῶν ἐξ ἐθνῶν χριστιανῶν ἑστιάζεται καί ἡ οὐσία τοῦ προβλήματος, πού μᾶς ἀπασχολεῖ στή μελέτη αὐτή.

Εἶναι, δηλαδή, γνωστό ὅτι τό μεγαλύτερο πνευματικό ἐμπόδιο, πού συνάντησε ἡ ἱεραποστολή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας κατά τόν ἐκχριστιανισμό τοῦ τότε ἑλληρωμαϊκοῦ κόσμου, δέν ἦταν τόσο ἡ πίστη στούς μεγάλους καί ἐπώνυμους θεούς, ὅσο στήν ὕπαρξη ἀπειράριθμων μικρῶν θεῶν-δαιμόνων, πού συνδέονταν μέ μιά λιγότερο ἤ περισσότερο ἐξελιγμένη πρωτόγονη λατρεία τῆς φύσης(19). Πρόκειται γιά μιά μορφή λαϊκῆς θρησκευτικότητας, πού παρότι δέν ἀνῆκε στίς ἀνώτερες μορφές τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, ἦταν αὐτή πού παρουσίασε τήν μεγαλύτερη ἀνθεκτικότητα, διότι συνδέονταν πολλαπλῶς μέ τή γῆ, ἀπό τήν καλλιέργεια τῆς ὁποίας καί ζοῦσαν κυρίως οἱ στήν πλειονότητά τους ἀγροτικοί πληθυσμοί τῆς ἐποχῆς αὐτῆς. Γιαυτό καί εὔστοχα παρατηρήθηκε ὅτι ὁ ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρίας γνώρισε μιά ξεχωριστή ἔνταση, ὅταν ἡ Ἐκκλησία συγκρούστηκε μέ τό «χωριό», δηλαδή, τό στρῶμα ἐκεῖνο τοῦ πληθυσμοῦ, γιά τό ὁποῖο ἡ εἰδωλολατρική λατρεία ἀποτελοῦσε ἕνα ὀργανικό μέρος τῆς σχέσης τῶν ἀνθρώπων μέ τή φύση. Τήν πιό δέ εὔγλωττη ἐπ’ αὐτοῦ μαρτυρία μᾶς παρέχει τό φαινόμενο τῆς διπλῆς πίστης, πού ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει ὡς σήμερα ἀνάμεσα σ’ ὅλους σχεδόν τούς λαούς τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ (20). Καί αὐτό ἦταν ὡς ἕνα σημεῖο φυσικό. Διότι μαζύ μέ τήν ἀπάρνηση μιᾶς αἰωνόβιας θρησκείας, ὅπως ἦταν ἡ εἰδωλολατρία, ὁ πολύς λαός ἐκαλεῖτο νά ἐγκαταλείψει ταυτόχρονα κι ἕνα πλῆθος λαϊκῶν συνηθειῶν, πού ἐξακολουθοῦσαν καί μετά τήν μεταστροφή του τό χριστιανικό εὐαγγέλιο, νά τόν συγκινοῦν(21). Διότι συνδέθηκαν μακραίωνα μέ τά σπουδαιότερα γεγονότα τῆς καθημερινῆς του ζωῆς, ὅπως εἶναι ἡ γέννηση, ὁ γάμος, ἡ ὑγεία, οἱ χαρές καί οἱ λύπες τῆς ζωῆς, ἡ γονιμότητα τῆς γῆς, ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν καί γενικά τό μυστήριο τοῦ χρόνου, ὁ θάνατος καί ἡ μετά θάνατον ἐπιβίωση. Πολλά δέ ἀπ᾿ αὐτά ὑπαγορεύονταν ἀπό τούς κοινούς γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους νόμους τῆς φύσεως καί μποροῦσαν, εἴτε αὐτούσια, εἴτε ἀνανοηματοδοτούμενα χριστιανικά, νά ἐνσωματωθοῦν εὔκολα στήν προοδευτικά δημιουργούμενη χριστιανική λαϊκή παράδοση. Πρός τήν δημιουργία αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς νέας παράδοσης ἐπικεντρώθηκε στό ἑξῆς ἡ ὅλη ἱεραποστολική προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας(22), μέ ἰδιαίτερη, ὅμως, ἔμφαση στήν ἀποκάθαρση τοῦ βίου τῶν χριστιανῶν, ἀπό οἱοδήποτε θύραθεν στοιχεῖο ἐρχόταν σέ εὐθεῖα ἀντίθεση μ᾿ αὐτό καθαυτό τό δόγμα καί τό ἦθος τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

3. Σήμερα ἔχουμε, εὐτυχῶς, μιά λίγο-πολύ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα γιά τά λαϊκά λατρευτικά ἔθιμα τοῡ ἑλλαδικοῦ χώρου, πού τήν ὀφείλουμε, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, στήν μεγάλη ἀνάπτυξη πού γνώρισαν οἱ λαογραφικές σπουδές στήν πατρίδα μας τά τελευταῖα χρόνια. Παρά δέ τίς παρατηρούμενες μεταξύ τῶν λαογράφων διαφορές σχετικά μέ τόν τρόπο ἑρμηνείας τους, κοινή εἶναι ἡ διαπίστωση, ὅτι ἡ ἐπίσημη λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς νεοελληνικῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας, καί καλύπτει σέ ἐντυπωσιακό βαθμό ὅλες τίς ἐπιμέρους πτυχές τῆς ἰδιωτικῆς καί δημόσιας ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἀρκεῖ πρός τοῦτο νά θυμηθεῖ κανείς τόν μαζικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ νεοέλληνες συμμετέχουν σήμερα στίς μεγάλες ἐτήσιες χριστιανικές γιορτές, ὅπως εἶναι τό Πάσχα, τά Χριστούγεννα, τά Φῶτα, οἱ ἄλλες μεγάλες δεσποτικές καί θεομητορικές ἑορτές, οἱ πανηγύρεις τῶν ναῶν, ὁ καθαγιασμός τῶν μεγάλων στιγμῶν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου -γέννηση, γάμος, θάνατος-μέ τίς ἀντίστοιχες λειτουργικές ἀκολουθίες τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Γάμου καί τῆς Κηδείας, ἤ τό πλῆθος τῶν παλαιῶν καί νέων περιστατικῶν εὐχῶν, μέ τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἁγιάζει τά καθημερινά ἔργα τῶν ἀνθρώπων.

Ἐπιπλέον ὅλες αὐτές οἱ ἐκκλησιαστικές λειτουργικές ἀκολουθίες πλαισιώνονται μ᾿ ἕνα ἀκόμη πλῆθος παραλειτουργικῶν τελετουργικῶν στοιχείων καί ἐθίμων, τά ὁποῖα ἀπό ἄποψη πνευματική εἶναι ὁμόλογα καί ὁμοούσια πρός ὅσα ἄλλα ἔχουν ἤδη ἐνσωματωθεῖ ὡς δομικά στοιχεῖα στίς διάφορες λειτουργικές ἀκολουθίες(23), τίς ὁποῖες καί γειώνουν σέ αὐθόρμητα λαϊκά βιώματα. Διότι, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπό τή φύση του γεωχαρής(24). Γιαυτό καί ὁποιαδήποτε εἰδολογική προσομοιότητα τῶν στοιχείων αὐτῶν πρός ἀντίστοιχα προχριστιανικά ἤ ἐξωχριστιανικά, δέν πρέπει νά μᾶς ὁδηγεῖ πρός ἄχρωμες θρησκειολογίζουσες καί κοινωνιολογίζουσες συγχύσεις, διότι αὐτό πού βαραίνει ἰδιαίτερα στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἡ διαφορετικότητα τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους πού ἐκφράζουν(25). Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος «οὐκ ἐν σχήμασιν καί τύποις ἐξωτέροις ἡ ἀλλοίωσις τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει, ὡς οἱ πολλοί ἐν τούτῳ οἴονται εἶναι τήν διαφοράν καί διάκρισιν μεταξύ κόσμου και αὐτῶν, ἐν σχήματι και τύποις… ἐν γάρ τῇ τοῦ νοός ἀνακαινώσει καί τῇ τῶν λογισμῶν εἰρήνῃ καί τῇ τοῦ Κυρίου ἀγάπῃ καί οὐρανίῳ ἔρωτι ἡ καινή κτίσις τῶν χριστιανῶν πάντων ἀνθρώπων τοῦ κόσμου διαφέρει· διό καί ἡ ἔλευσις τοῦ Κυρίου γέγονεν»(26).

Ἀπό τόν ἐκτενῆ κατάλογο τῶν ἐθίμων αὐτῶν, πού ποικίλουν κατά τόπους καί ἐποχές καί ἀπαιτεῖ τό καθένα εἰδική διαπραγμάτευση, ἀναφέρουμε ἐδῶ τά σπουδαιότερα ἀπ᾿αὐτά, ὅπως εἶναι οἱ ἑορταστικοί ἀγ(υ)ερμοί μέ τά παιδικά κάλαντα τῶν Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιᾶς καί τά λαζαρίσματα τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, τό χριστουγεννιάτικο δένδρο καί ἡ φάτνη, ὁ ἁγιασμός τῶν ὑδάτων τά Θεοφάνεια μέ τήν πανηγυρική κατάδυση τοῦ τιμίου σταυροῦ σέ θάλασσες καί ποταμούς(27), ἡ πάνδημη συμμετοχή στόν ἐπιτάφιο καί τήν πολύκροτη καί πολύφωτη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, τά κόκκινα αὐγά καί ὁ ὀβελίας τοῦ Πάσχα(28), τά πανηγυρικά κόλυβα, τά ὑψώματα τοῦ ἄρτου καί οἱ τελετουργικές συνεστιάσεις στίς μνῆμες τῶν ἁγίων, τό μοίρασμα τῶν εὐλογημένων λουλουδιῶν στίς ἑορτές τοῦ Σταυροῦ, τό χριστιανικό περιεχόμενο πολλῶν δημοτικῶν ἀσμάτων(29) καί λαϊκῶν ἐκφράσεων(30) καί πολλά ἄλλα(31). Μεταξύ ὅλων αὐτῶν μιά ξεχωριστή θέση κατέχουν ἀναμφισβήτητα οἱ ἀναρίθμητοι προσκυνηματικοί ναοί τῆς Παναγίας(32) καί οἱ πολυώνυμες θαυματουργές της εἰκόνες(33), διαμέσου τῶν ὁποίων ἡ λαϊκή εὐσέβεια ἀποδέχεται τόν κορυφαῖο μεσιτικό της ρόλο, «ὄχι δίκην μαγικῆς καί ἄλογης συμπεριφορᾶς, ἀλλά γιατί ἀναγνωρίζει στό πρόσωπό της «τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», «τήν τό γένος τῶν ἀνθρώπων ρυσαμένην προγονικῆς ἀποφάσεως»(34).

4. Ὑπάρχει, ὡστόσο, καί μιά ἄλλη κατηγορία λαϊκῶν λατρευτικῶν ἐθίμων, τά ὁποῖα σχετίζονται μέν κατά κάποιο ἐξωτερικό τρόπο μέ τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πρόκειται ὅμως οὐσιαστικά γιά μαγικοῦ τύπου(35) τελετές καί ἀντιλήψεις, ἤ δεισιδαίμονες συμπεριφορές καί προλήψεις, πού πόρρω ἀπέχουν ἀπό τήν ἀληθινή πίστη καί τό αὐθεντικό λειτουργικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἤδη κατά τήν χριστιανική ἀρχαιότητα καί κάτω ἀπό εἰδωλολατρική ἐπίδραση, εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀντίληψη, ὅτι τά ἱερά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μποροῦν νά δράσουν καί χωρίς τήν πίστη τοῦ μετέχοντος σ᾿ αὐτά. Γιαυτό καί παρετηροῦντο περιπτώσεις μετάδοσης τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας σέ ἤδη τεθνεῶτες(36), καθάπερ ἐπί σκηνῆς παίζοντες, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος(37). Καταχρηστική μετάδοση ἱερῶν μυστηρίων στούς νεκρούς παρατηρεῖται καί κατά τήν μετέπειτα περίοδο μέ τήν τοποθέτηση γραπτῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς τοῦ πνευματικοῦ στά νεκρολείψανο αὐτῶν πού δέν πρόλαβαν νά ἐξομολογηθοῦν πρό τοῦ θανάτου(38), ἤ τήν τέλεση τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου ὡς ἀναπληρώματος τῆς πρό τοῦ θανάτου μετάνοιας σέ περιπτώσεις ψυχορραγούντων ἤ καί ἤδη θανόντων. Τήν πιό ἀκραία ἐξέλιξη τῆς κατάχρησης αὐτῆς ἀποτελεῖ ἡ κατά τόν 14ο αἰ. ἐμφάνιση σέ ὁρισμένα χειρόγραφα Εὐχολόγια καί εἰδικῆς ἀκολουθίας Νεκρωσίμου Εὐχελαίου, μέ προφανῆ τελετουργικά στοιχεῖα ὁμοιοπαθητικῆς μαγείας(39) γιά τήν μετά θάνατο ἄφεση ἁμαρτιῶν ἀμετανοήτως θανόντων, ἡ ὁποία εὐτυχῶς διεγράφη ἀπό τήν λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, μόλις ἔγινε εὐρύτερα γνωστή με τήν συμπερίληψή της στήν πρώτη ἔκδοση τοῦ ἔντυπου Εὐχολογίου τό 1526(40).

Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω, κατά τό παρελθόν παρατηρήθηκαν καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις ἀναμείξεως χριστιανικῶν καί εἰδωλολατρικῶν λατρευτικῶν στοιχείων, οἱ ὁποῖες, δυστυχῶς, παρά τήν ἄνοδο τοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τοῦ λαοῦ καί τήν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καταβληθεῖσα κατηχητική προσπάθεια, παραμένουν ὡς σήμερα ἀνεξάλειπτες.Ὅπως λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικλοδημος ὁ Ἁγιορείτης«Ἀπό ἄλλην, ἀδελφοί μου, ἀφορμήν δέν ἐστερεώθη ἡ ἁμαρτία καί αὔξησεν εἰς τόν κόσμον, πάρεξ ἀπό τάς κακάς συνηθείας τῶν μωρῶν καί διεφθαρμένων ἀνθρώπων, ἀπό τάς ἀλόγους προλήψεις μερικῶν ἀνοήτων, καί ἀπό παρανόμους καί ἀσυλλογίστους παραδόσεις, τάς ὁποίας ἐφεύρηκαν μέν οἱ παλιοί ἄνθρωποι, τάς ἠκολούθησαν δέ ὡς τυφλοί καί τάς ἐφύλαξαν οἱ μεταγενέστεροι…Ἐκ τούτου δέ τί ἠκουλούθησε; Τό νά νομίζουσιν οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι τό ἄνομον νόμιμον, τό ἀνεύλογον εὔλογον, τό ἄπρεπον πρέπον, τό βλαβερόν ὠφέλιμον»(41). Ἀντιπροσωπευτικά μνημονεύομε ἐδῶ τρεῖς μόνο ἀπ᾿ αὐτές τις περιπτώσεις, πού παρουσιάζουν τή μεγαλύτερη μεταξύ τοῦ λαοῦ διάδοση καί τίς συναντᾶμε καθημερινά στήν λειτουργικοποιμαντική μας διακονία.

Ἡ πρώτη περίπτωση εἶναι τά λεγόμενα φυλακτά(42), ἤτοι, ὁρισμένα μαναδυναμοῦχα ἀντικείμενα(43), τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν πολλοί ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀνεξαρτήτως πολιτισμοῦ καί θρησκείας, πρός ἀποτροπή οἱουδήποτε κακοῦ(44). Γιά τόν μαγικό χαρακτήρα τῆς χρήσεως αὐτῶν, πού καταδικάζεται αὐστηρά ἀπό τούς ἅγιους πατέρες καί τούς ἱερούς κανόνες(45), εἶναι ἐνδεικτικά τόσο τά ὑλικά πού συνήθως ἐπιλέγονται κατά τήν κατασκευή τους(46), ὅπως κόκκαλο νυχτερίδας ἤ φιδοπουκάμισο, ἀπήγανος, σκόρδο ἤ κρεμμύδα, κόκκινη κλωστή, πέταλο ἀλόγου, μαγνῆτες, γαλάζιες χάντρες, μαγικές ἐπιγραφές κ.λπ., ὅσο καί τό χερικό, δηλαδή, ἡ ἰδιαίτερη μαγική δύναμη τοῦ κατασκευαστῆ τους.Παράλληλα ὑπάρχουν καί τά καθαρά χριστιανικά φυλακτά, τά ὁποῖα οἱ πιστοί λαμβάνουν ὡς εὐλογία ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, καί τά ὁποῖα δέν ἔχουν καμμιά οὐσιαστική σχέση μέ τά ἀντίστοιχα εἰδωλολατρικά. Ἀλλ᾿ εἴτε ἀπό τή φύση, εἴτε ἀπό τή χρήση τους αἰσθητοποιοῦν τήν προστατευτική παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ὅπως π.χ. ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου, τά ἱερά λείψανα, οἱ ἱερές εἰκόνες καί τά ἱερά ἐνδύματα, τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Μικροῦ καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ καί τῶν ἱερῶν ἁγιασμάτων, τά ἄνθη τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ ἐπιταφίου, τά δαφνόκλαδα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαῒων, τό θυμίαμα τοῦ Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας…καί πολλά ἄλλα(47).

Δυστυχῶς, ὅμως, δέν ἀπολείπει καί ἐδῶ ἡ ἐπιστροφή ἐπί τά ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα (Γαλ. 4,9) εἴτε μέ τήν κατασκευή φυλακτῶν μέ ἀνάμεικτο χριστιανικό καί εἰδωλολατρικό περιεχόμενο(48), εἴτε μέ τήν ἀπό ὁρισμένους χριστιανούς κατανόηση καί χρήση γενικά τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων τῆς πίστεως μέ μαγική καί δεισιδαίμονα σημασία. Ἀναφέρουμε ἐπ᾿ αὐτοῦ δύο ἐνδεικτικά παραδείγματα: Πρῶτο τήν ἀπό Νομοκάνονα τοῦ 18/19ου αἰ. μαρτυρούμενη ἀκραία περίπτωση τῆς ἀνάμειξης τῆς θείας κοινωνίας μέ νερό, ὥστε νά κολυμβοῦν σ᾿ αὐτό οἱ γυναῖκες γιά νά τίς ἀγαποῦν οἱ ἄνδρες τους(49)· καί δεύτερο τήν ἀπό μαγική συνταγή συνιστώμενη χρήση τοῦ ἀντιμηνσίου γιά τήν λύση ἤ τό δέσιμο «τῶν κόμπων», δηλαδή, τόν θετικό ἤ ἀρνητικό ἐπηρεασμό τοῦ θύματος σέ κάποιο τομέα τῆς ζωῆς του(50). Ἔτσι δίδονται πράγματι τά ἅγια τοῖς κυσίν, τίθενται οἱ μαργαρίτες ἔμπροσθεν τῶν χοίρων (Ματθ. 7,6) καί ἐπιβεβαιώνεται γιά μιά ἀκόμη φορά τό φαινόμενο τῆς διπλῆς πίστης, γιά τά ὁποῖο μιλήσαμε προηγουμένως. Ἀλλά τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστοῦ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; τίς δε συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων; ( Β΄Κορ. 6,14-16.Πρβλ. Ματθ. 6, 24).

Κατά δεύτερο λόγο αὐτός ὁ ἐπαμφοτερισμός ὁρισμένων χριστιανῶν μεταξύ Θεοῦ καί Σατανᾶ φαίνεται καί στό θέμα τῆς ἀνάμειξης τῶν λεγομένων μαγικῶν ἐπωδῶν μέ διάφορα ἁγιόλογα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως βιβλικούς στίχους, εὐχές καί ὕμνους, πού ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιπλέον τέχνασμα τοῦ Σατανᾶ γιά τήν ἐξαπάτηση τῶν ἀφελῶν καί τήν διευκόλυνση τοῦ ψυχοφθόρου ἔργου του ( Β΄Κορ. 11,14). Α΄Ἰωάν. δ,1) (51). Νά διευκρινίσουμε ἐδῶ, ὅτι ἐπωδές ὀνομάζονται οἱ λαϊκοί ἐκεῖνοι μαγικοί λόγοι, πολλές φορές ἀσυνάρτητοι, ἀκατανόητοι ἤ καί ξενόγλωσσοι, μέ τούς ὁποίους οἱ γητευτές ἀποσκοποῦν στή θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν πού προκαλοῦν τά πονηρά πνεύματα(52). Ἐπειδή δέ οἱ τελετουργικές αὐτές πρακτικές ἀνέκαθεν καταδικάζονταν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς εἰδωλολατρία καί ἀποστασία γι᾿ αὐτό καί τίς ἐπένδυαν μέ κάποιο χριστιανικό ἔνδυμα, γιά νά γίνονται εὐκολότερα ἀποδεκτές καί ἀπό τούς χριστιανούς(53). Πρός τοῦτο χρησιμοποιοῦσαν καί ἄλλους τρόπους, ὅπως αὐτόν πού συνιστοῦσε μιά γητεύτρια γιά τή θεραπεία ἑνός παιδιοῦ: Γιά νά πιάσουν τά ξόρκια της ἔπρεπε νά τελεσθοῦν ἐπί τέσσερες συνεχόμενες ἑβδομάδες τέσσερες ἁγιασμοί ἡμέρα Πέμπτη καί τέσσερες λειτουργίες ἡμέρα Σάββατο. Ἡ χρήση ὁμοιοπαθητικῆς μαγείας εἶναι ἐδῶ προφανής. Οἱ ἁγιασμοί πρέπει νά τελεθοῦν ἡμέρα «Πέφτη», ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ λαός, γιά νά πέσει τό κακό, καί οἱ λειτουργίες ἡμέρα Σάββατο, ὥστε μαζί μέ τό τελείωμα τῆς ἑβδομάδας νά τελειώσει καί τό κακό. Ἐπιβάλλεται δέ οἱ λειτουργίες νά εἶναι τοῦ Μ. Βασιλείου γιά νά ἀκουσθεῖ ἡ λέξη «μεγάλο», ὥστε νά εἶναι μεγαλύτερη καί ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς προτεινόμενης μαγικῆς θεραπείας(54).

Δυστυχῶς ἀπό ὁρισμένους λαογράφους διατυπώθηκε ἡ γνώμη ὅτι οἱ μαγικές αὐτές ἐπωδές παρεισῆλθαν τελικά καί στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν μορφή τῶν ἐξορκιστικῶν εὐχῶν, οἱ ὁποῖες διαβάζονται ὡς σήμερα στούς κατηχουμένους καί γενικά στούς ὀχλουμένους ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων(55). Πρός στήριξη δέ τῆς ἀντίληψης αὐτῆς ἐπικαλοῦνται ὡς ἐπιχείρημα τήν ὕπαρξη στήν ἀρχαία Ἐκκλησία εἰδικῆς τάξεως ἐξορκιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν δύναμη τῶν ἐπωδῶν ἐξέβαλλαν ἀπό τούς ἀνθρώπους τά δαιμόνια καί ἐθεράπευαν τούς ἀσθενεῖς.Καί σ᾿ ὅ,τι μέν ἀφορᾶ τήν τάξη τῶν ἐξορκιστῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὅτι αὐτοί ἀποτελοῦσαν ἀρχικά μιά ὁμάδα χαρισματούχων λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι στή συνέχεια ἀντικαταστάθηκαν ἀπό τούς περιβεβλημένους μέ τήν χάρη τῆς χριστιανικῆς ἱερωσύνης κληρικούς καί ἄρα δέν ἔχουν καμμιά οὐσιαστική σχέση μέ τούς εἰδωλολάτρες ἐπαοιδούς. Σ΄ὅ,τι δέ ἀφορᾶ καθ᾿ ἑαυτές τίς ἐξορκιστικές εὐχές, αὐτές εἶναι τόσο χριστοκεντρικές, ὅσο καί ὅλες οἱ ἄλλες προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καί γνωρίζει νά διδάσκει τούς πιστούς της πῶς καί τί δεῖ προσεύχεσθαι( Ματθ. 6,5-13) κατά περίπτωση.Τό μόνο οὐσιαστικό θεολογικό πρόβλημα πού ἐπισημαίνεται στή συνάφεια αὐτή εἶναι ἡ παρατηρούμενη σήμερα τάση μιᾶς καθ᾿ ὑπέρβαση τῆς ἱερατικῆς χάριτος δημιουργία «εἰδικευμένων ἐξορκιστῶν ἱερέων», ἡ ὁποία σέ συνδυασμό μέ τήν αὐτονόμηση τῆς ἐξορκιστικῆς δραστηριότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία(56), προσδίδει σ᾿αὐτήν ἕναν «πανθρησκειακό χαρακτήρα» σέ βάρος τῆς μοναδικότητας τήν ὁποία ἀπό τή φύση της ἔχει ἡ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ λύση τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου (57).

Μιά τρίτη τέλος περίπτωση εἶναι ὁ τρόπος ἑορτασμοῦ τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν, κατά τίς ὁποῖες παρατηρεῖται διολίσθηση πολλῶν χριστιανῶν πρός συμπεριφορές ἀνάλογες πρός αὐτές μέ τίς ὁποῖες οἱ ἐθνικοί τιμοῦσαν τίς δικές τους ἑορτές(58).Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν λέγει, ὅτι πρέπει νά τιμοῦμε τίς χριστιανικές ἑορτές «μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς, μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως»(59). Ὁ ἐν λόγῳ ἐκφυλισμός εὐνοεῖται ἰδιαίτερα στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες κατά τίς ὁποῖες οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές ἀντικατέστησαν παλαιότερες ἐθνικές ἑορτές, πού ἐτελοῦντο τήν ἴδια ἐποχή, ὅπως π.χ. ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγένων( 25 Δεκεμβρίου) τήν ἐθνική ἑορτή τοῦ ἀνικήτου ἡλίου (χειμερινό ἡλιοστάσιο)(60), ἤ ἡ μνήμη τοῦ προφήτου Ἠλία καί ἡ πρός τιμή του ἀνέγερση ἐξωκκλησίων στίς κορυφές τῶν βουνῶν τήν ἑορτή τοῦ ἡλιακοῦ καί ὑετίου Διός, ὁ ὁποῖος καί αὐτός λατρευόταν στίς κορυφές τῶν βουνῶν(61).Ἔτσι ἐπιβιώνουν ὡς σήμερα προχριστιανικά ἤθη καί ἔθιμα, πού ὄχι μόνο δέν ἔχουν καμμιά σχέση πρός τήν ἑκάστοτε ἀγόμενη ἐκκλησιαστική ἑορτή, ἀλλ᾿ ἐνίοτε ἔρχονται καί σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τό χριστιανικό ἦθος. Ἀντιπροσωπευτικό ἐδῶ παράδειγμα ἀποτελοῦν οἱ κατά τήν περίοδο τῶν Ἀπόκρεω καί γενικά τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου καρναβαλικές ἐκδηλώσεις, μέ τίς μεταμφιέσεις, τήν βωμολοχία καί τίς ἄλλες ἀνηθικοτήτες, πού ἀποτελοῦν κατάλοιπο τῶν κατά τήν περίοδο τῆς ἀνοίξεως ἑορταζομένων ἐθνικῶν ἑορτῶν τῶν Βοτῶν καί Βουρμαλίων καί καταδικάζονται αὐστηρά ἀπό τόν ξβ΄κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (691)(62).

Ἕναν ἀνάλογο εἰδωλολατρικό χαρακτήρα εἶχαν ἀνέκαθεν καί οἱ διάφορες ἑορταστικές ἐκδηλώσεις πυρολατρίας μέ τήν καταδίκη τῶν ὁποίων ἀσχολήθηκε ἐπίσης ἡ προαναφερθεῖσα Σύνοδος(63) καί οἱ ὁποῖες ἐπιβιώνουν ὡς σήμερα μέ τά περίφημα ἀναστενάρια καί τίς φωτιές πού ἀνάβονται κατά τήν ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τοῦ τιμίου Προδρόμου( 24 Ἰουνίου). Καί τά μέν ἀναστενάρια (64) ἀποτελοῦν σήμερα ἔθιμο, πού τελεῖται τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης ἀπό κλειστό κύκλο μυημένων καί σέ ὁρισμένες μόνο περιοχές τῆς Μακεδονίας, ὅπου καί μεταφυτεύτηκε ἀπό τούς πρόσφυγες τῆς ἀνατολικῆς Θράκης μετά τό 1923. Ἐκτός δέ τῆς πυροβασίας, πού εἶναι γενικώτρο θρησκειολογικο φαινόμενο,τό ἔθιμο αὐτό περιέχει καί ἄλλα ἀνάμεικτα εἰδωλολατρικά καί χριστιανικά λατρευτικά στοιχεῖα, ὅπως λιτανεία εἰκόνων, ἐκστασιακό χορό, θυσία ταύρου κ.ἄλ. Τό δέ τελετουργικό ἄναμμα τῶν φωτιῶν κατά τήν ἑορτή τοῦ γενεθλίου τοῦ Προδρόμου μέ τούς διασκελισμούς καί τά ὑπεράλματα πάνω ἀπό τίς φλόγες τους εἶναι πολύ γενικώτερο ἔθιμο, πού ἀπαντᾶται σέ ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος καί προφανῶς ἔχει τήν καταγωγή του στίς παμπάλαιες συνήθειες τῶν ἀγροτικῶν πληθυσμῶν νά καῖνε αὐτή τήν περίοδο τά ξερά χόρτα καί γενικά κάθετι σάπιο καί βλαβερό πού θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει ἑστία μολύνσεως(65).

Μέσα ἀπό τήν φυσική αὐτή καθαρτική ἰδιότητα τοῦ πυρός εὔκολα μπορεῖ κανείς νά ἀναχθεῖ καί στόν μεταφυσικό ἁγνιστικό του χαρακτήρα, τόν ὁποῖο θεωρεῖται, ὅτι κατά τήν ἐποχή αὐτή εὐνοεῖ ἰδιαίτερα ἡ προοδευτική εἴσοδος τῆς ἀστρικῆς ὥρας στό θερινό ἡλιοστάσιο, φαινόμενο ἡλιοτροπικό πού ἐντυπωσίαζε ἰδιαίτερα τούς πρωτογόνους λαούς, ἀφοῦ δέν γνώριζαν τή φυσική του ἐξήγηση(66). Ἔτσι ὁ κρίσιμος αὐτός διαβατήριος χρόνος θεωρήθηκε ὁ εὐνοϊκότερος γιά κάθε εἴδους μαγικές δραστηριότητες ἐναντίον οἱουδήποτε κακοῦ, ὅπως π.χ. γιά τήν ἀναζωογόνηση τῆς βλάστησης καί τήν ἐξασφάλιση τῆς εὐκαρπίας τῆς γῆς, ἤ τό μάντεμα τῆς καλῆς τύχης μέ τόν κλήδωνα(67) καί τούς ἄλλους οἰωνισμούς.Ἐπιπλέον ἡ κατά τήν ἐποχή αὐτή πραγματοποιούμενη συλλογή θεραπευτικῶν βοτάνων καί ἀρωματικῶν ἀνθοφύτων, ὅπως ἡ ρίγανη, καί ἡ νυκτερινή ἔκθεσή τους στίς πεζοῦλες τῶν σπιτιῶν ἤ τῶν ἐξωκκλησίων γιά νά ἀστρισθοῦν, ἤ καί νά εὐλογηθοῦν κατά τήν προμνημονευθεῖσα ἑορτή τοῦ Προδρόμου, ὁδήγησε ὄχι μόνο στήν παρετυμολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου (ἅι-Γιάννης=αὐτός πού γιαίνει, θεραπεύει), ἀλλά καί στήν προσωνυμία του ὡς Ριγανᾶ. Κατά μία δέ ἐκδοχή καί ἡ συσχέτιση τῆς ἑορτῆς μέ τίς φωτιές τῆς ἐποχῆς ( ἅϊ-Γιάννης ὁ Λαμπαδάρης) ἐξηγεῖται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ «διαλαλημός» τοῦ θαυμαστοῦ τοκετοῦ τοῦ ἁγίου (Λουκ. 1,65) ἔγινε μέ τό ἄναμμα φωτιῶν ἀπό τόπο σέ τόπο, κατά τό σύνηθες σύστημα ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς(68).

Ἀκόμη ὡς περιπτώσεις ἐκμαγίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν καί πολλές ἄλλες εὐσεβεῖς κατ᾿ ἀρχήν λαϊκές λατρευτικές συνήθειες καί ἐκδηλώσεις, ὅπως τά ἀναθήματα (τάματα), ἡ ἰδιωτική τέλεση τῆς θείας λειτουργίας καί ἄλλων ἁγιαστικῶν τελετῶν, οἱ πάσης φύσεως προσφορές τῶν πιστῶν πρός τήν Ἐκκλησία, ἡ κηρόδεση τῶν ναῶν, ὁ ἐγκοιμισμός σ᾿ αὐτούς κ.ἄ., οἱ ὁποῖες, ὅμως, βρίσκονται μερικές φορές στά ὅρια μιᾶς ἀντίληψης ἐξαγορᾶς τῆς θείας βοηθείας, ἡ ὁποία δέν ἀπέχει πολύ τοῦ ἀξιώματος do ut des (: δίνω γιά νά δώσεις), πού βρίσκεται στή βάση τῆς μαγικῆς ἀντίληψης γιά τήν ὑποταγή τοῦ θείου στό ἀνθρώπινο θέλημα(69). Μιά γενικευμένη, ὅμως, καί χωρίς πνευματική διάκριση, ἀπόλυτα ἀρνητική θεώρηση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων μπορεῖ νά ὁδηγήσει στό ἄλλο ἄκρο καί νά μᾶς φέρει σέ ἀντίθεση μέ τό ἴδιο τό πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης(70), ὅπου ἐξαίρεται ἡ στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θαυματουργική θεραπεία ἀσθενῶν μέ τήν ἁπλῆ ἐπαφή τῶν ἱματίων του ( Μάρκ. 3,10. 6,56/Λουκ. 6, 19. 8,44), ἤ καί μέ μόνη τή σκιά τῶν ἀποστόλων( Πράξ., 15-16).

Τό πόσο, πράγματι, ἀγχίθυροι εἶναι ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική εὐσέβεια καί ἡ ἐκκοσμικευμένη λαϊκή λατρεία φαίνεται καί ἀπό τό ἀκόλουθο παράδειγμα περί τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ ὁποία κατά τήν ὀρθόδοξο θεολογία «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει»(71), καί ἡ ὁποία, παρά ταῦτα, διολίσθησε κατά τό παρελθόν πρός τήν εἰδωλολατρία, συνταράζοντας τήν Ἐκκλησία μέ τίς περίφημες εἰκονομαχικές ἔριδες. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μνημονεύει τή βάπτιση ἑνός παιδιοῦ πού ἔγινε μέ ἀνάδοχο τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, γεγονός τό ὁποῖο ἀποδίδει στήν ὑπερβολική τιμή καί ἀγάπη πού ἔτρεφε ὁ πατέρας τοῦ συγκεκριμένου παιδιοῦ πρός τόν ἅγιο καί τήν πίστη του στήν πραγματική παρουσία τοῦ ἁγίου διαμέσου τῆς εἰκόνας του(72).Σήμερα στήν Ἱερά Μονή Τσαμπίκας στό χωριό Ἀρχάγγελος Ρόδου ἀνδρόγυνα πού τεκνοποιοῦν ἀπό θαῦμα τῆς Παναγίας, βαπτίζουν τό παιδί τους μέ ἀνάδοχο τήν Παναγία, τηρώντας τό ἑξῆς ἰδιότυπο λαϊκό τυπικό:. «Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ μυστηρίου δένεται μιά κορδέλα, ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέχρι τήν κολυμβήθρα.Κατόπιν στό σημεῖο τῆς ἀλείψεως τοῦ παιδιοῦ μέ λάδι ἀπό τούς ἀναδόχους πρίν τήν τριττή κατάδυση, ὁ ἱερέας λύνει τήν κορδέλα ἀπό τήν κολυμβήθρα καί «βάφει» τήν ἄκρη της μέσα στήν κανδήλα τῆς Παναγίας.Ἐν συνεχείᾳ, μέ τήν ἄκρη αὐτῆς τῆς κορδέλας, ἀλείφει τό βαπτιζόμενο ὁ ἱερέας καί μετά οἱ ὑπόλοιποι νονοί. Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, ἡ Παναγία θεωρεῖται ὡς ὁ κυρίως ἀνάδοχος… Ἀσφαλῶς, μέ τό ἔθιμο αὐτό οἱ γονεῖς δείχνουν ὅτι αἰσθάνονται οἰκεία τήν Παναγία· θέλουν ἐπίσης νά τῆς δείξουν τήν εὐχαριστία τους γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ παιδιοῦ…Πίσω ὅμως ἀπό τό αἴσθημα ὅτι κάνουν νονά τήν Παναγία, συχνά κρύβεται καί μιά διάθεση δέσμευση τῆς Παναγίας καί σιγουριᾶς, ὅτι αὐτή θά εἶναι ὑπεύθυνη γιά τόν νεοφώτιστο σέ κάθε πτυχή τῆς ζωῆς του καί ἐγγυήτρια τῆς ἀσφάλειάς του…»(73).

Ἀνακεφαλαιώνοντας θά μπορούσαμε νά συνοψίσομε τή στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λαϊκῶν ἐθίμων στίς ἑξῆς τρεῖς βασικές ἀρχές: α. Ἀπόλυτος σεβασμός καί φροντίδα συντήρησης καί καλλιέργειας γιά τά ἔθιμα ἐκεῖνα πού συνηχοῦν πρός τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τό ὀρθόδοξο λειτουργικό ἦθος. β. Ποιμαντική ἀνοχή καί πνεῦμα παιδαγωγικῆς ἀξιοποίησης πρός ἐκεῖνα πού δέν δημιουργοῦν ἰδιαίτερα πνευματικά προβλήματα, ὅπως π.χ. αὐτά πού ἀναφέρονται στήν ἀγάπη πρός τή φύση, τήν προστασία τοῦ περιβάλλοντος καί τήν καλῶς νοούμενη ψυχαγωγία τῶν ἀνθρώπων.γ.Ἀπερίφραστη καταδίκη καί συστηματική ποιμαντική προσπάθεια ἐξάλειψης τῶν ἐθίμων ἐκείνων, τόσο τῶν παλαιῶν, ὅσο καί τῶν νεωτέρων πού ἔφερε ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς λατρείας, καί τά ὁποῖα δέν ἐναρμονίζονται μέ τό πνεῦμα τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἱερῶν κανόνων. Μέ τόν τρόπο αὐτό δημιουργεῖται μιά στέρεη βάση καί στόν διεπιστημονικό διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί Λαογραφίας, ἰδιαίτερα χρήσιμο σήμερα κατά τή συνάντηση τῆς ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς μέ καινούργιους πολιτισμούς, θρησκεῖες καί λαϊκές παραδόσεις(74). Ὅσο δ᾿ ἀφορᾶ τήν ἐδῶ καθαρά ἑλλαδική πραγματικότητα εἶναι ἀντιπροσωπευτικά ὅσα γράφει ὁ ἀείμνηστος καθηγητής τῆς Λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος σ᾿ ἕνα κείμενό του ὑπό τόν τίτλο «ἡ Ἐκκλησία καί τά λαογραφικά της» :

«Ὁποιαδήποτε κι ἄν θά εἶναι ἡ πολιτιστική ἐξέλιξη, ἤ ἡ ἀφομοίωση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους μέσα στόν παγκόσμιο μηχανικό τρόπο ζωῆς, μέ τούς καταρράκτες τῶν τουριστικῶν ἐπισκέψεων καί τήν οἰκονομική ἔνταξή του στήν Κοινή Εὐρωπαΐκή Ἀγορά, θά τοῦ μείνη πάντα μιά γωνιά ἰδιότυπης παραδοσιακῆς ζωῆς, μιά ἑστία ἀποτελεσματικῆς ἀντίστασης, ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική του ἐθιμοτυπία. Ἄν εἴχαμε γίνει Καθολικοί ἤ Διαμαρτυρόμενοι, τότε πολύ γρήγορα ὁ εὐρωπαϊκός ἤ διεθνής ἀσβέστης θά εἶχε σκεπάσει τά ἐθνικά φηφιδωτά μας. Ἐπειδή, ὅμως, ἀκολουθοῦμε τό πιό λαογραφικό δόγμα στίς τελετουργικές ἐκδηλώσεις καί ἐνέργειες, πού εἶναι πλούσιες καί συνεχεῖς καί οἰκεῖες, ὄχι μόνο στήν Ἐκκλησιά, ἀλλά καί μέσα στό σπίτι καί ἔξω, στόν δημόσιο βίο, κι ἐπειδή τό δόγμα αὐτό προσαρμόστηκε καί ζυμώθηκε ἀπό χρόνια, μέ τίς ἑλληνικές – ἀρχαῖες καί νέες – συνήθειες καί παραδόσεις μας, γι αὐτό δύσκολα θά φθάσουμε σέ συγχώνευση ἀφανιστική… Γιορτές, τελετές καί σύμβολα στήν ὀρθόδοξη ἑλληνική λατρεία εἶναι ἕνα ἐξαίρετο σύνολο ζωντανῶν ἐκδηλώσεων, πού γίνονται ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία γιά τό λαό, ἤ ἀπό τόν λαό γιά τήν Ἐκκλησία, γεμίζουν τή ζωή τοῦ ἔθνους καί κρατοῦν σέ ἀπόσταση, ἤ μή συμμετοχή, ὁποιαδήποτε εἰσβολή ἀπό ξένα καί δελεαστικά ἔθιμα.Καί μόνη ἡ διαφορά τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῶν βυζαντινῶν ἐκκλησιῶν μας, πού σφραγίζουν σ᾿ ὅλη τή Ἑλλάδα τό ἐθνικό μας τοπίο, θα ἀρκοῦσε γιά νά δηλώσῃ τόν ξεχωριστό χῶρο. Ἀλλά καί οἱ εἰκόνες, τά θυμιατήρια, τά κόλλυβα, τό σχῆμα τῶν παπάδων μας, ἡ ψαλτική, οἱ γορτές, φωνάζουν γιά τό ἰδιαίτερο λαογραφικό χρῶμα τοῦ τόπου, πού μποροῦν νά τό διαφεντεύουν γιά αἰῶνες…Ἄς κατακρίνουν οἱ θεολογικῶς αὐστηροί ἱεροκήρυκες τά «εἰδωλολατρικά» μικροέθιμα τοῦ λαοῦ. Ὅλοι τους, καί αὐτοί καί οἱ ἄλλοι, οἱ συμπαθητικοί κληρικοί τῶν χωριῶν, διατηροῦν μιάν ἐκκλησιαστική ὀρθόδοξη λαογραφία ἀπό τίς πιό ἀκατάλυτες. Ἡ λειτουργία μας κι οἱ ἄλλες ἀκολουθίες εἶναι γεμάτες ἀπό λαϊκά παραδοσιακά ἐνδιαφέροντα, σέ νόημα, σέ θέαμα, σέ μέλος…Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, διατηρεῖ θέλοντας καί μή, τά ἑλληνικά παραδοσιακά ἔθιμα καί μέσα στόν ὁποιοδήποτε ἐξευρωπαϊσμό μας, οἱ γιορτές, οἱ τελετές, και ἡ κοινωνική τους ἐπίδραση θά δείχνουν πάντα τήν ἐθνική φυσιογνωμία μας καί θά φωνάζουν μ᾿ ἕνα πανηγυρικό τρόπο: ἐδῶ Ἑλλάδα»(75).


Σημειώσεις

Διαβάστε σχετική Βιβλιογραφία

1. Βλ. Θεοδώρου Εὐ., Μαθήματα Λειτουργικῆς, τεῦχ. Α΄, Ἀθῆναι 31993, σ. 41.

2. Βλ. Σκαλτσῆς Π., « Ὁ λαός ὡς πλήρωμα στή Θεία Λειτουργία» στό Ἀναλόγιον, Τριμηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καί Κοζάνης, τεῦχ. 5, Καλοκαίρι 2003, σ. 54.

3. Μ. Βασίλειος, Περί Ἁγίου Πνεύματος 27,66. ΒΕΠΕΣ 52,286-287: «Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων, τὰ μὲν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα· ἅπερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν. Καὶ τούτοις οὐδεὶς ἀντερεῖ, οὐκοῦν ὅστις γε κατὰ μικρὸν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν πεπείραται. Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον· μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιιστῶντες τὸ κήρυγμα».

4. Μέγας Γ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Λαογραφίαν, Ἔκδοσις τρίτη, Ἀθῆναι 1975, σσ. 221-222: « Αἱ δύο αὐταί λέξεις συνεκφέρονται καί ἀποτελοῦν οἱονεί μίαν ἔννοιαν. Κάποια διαφορά ὑπάρχει μεταξύ των :μέ τήν λέξιν «ἤθη» ἐννοοῦμεν καί ἁπλάς ἐννοίας καί ἀντιλήψεις, ἐνῷ «ἔθιμον» σημαίνει πάντοτε πρᾶξιν. Ὅθεν τά ἤθη δυνατόν νά ἀπαγορεύουν μίαν πρᾶξιν, ἄν δέν ἐγκρίνουν τήν ἀντίληψιν, ἡ ὁποία ὑπόκειται ὡς βάσις εἰς αὐτήν. Τό ἔθιμον τοὐναντίον μόνον νά ἐπιτρέπει δύναται μίαν πρᾶξιν. Τά ἤθη, δηλαδή, ἔχουν τήν ἔννοιαν τοῦ ὑποχρεοῦντος, τοῦ ἠθικοῦ, τό ἔθιμον τήν ἔννοιαν τῆς παραδεδομένης συνηθείας…Ὅθεν ὑπό τάς λέξεις ἤθη καί ἔθιμα ἐννοοῦμεν κάθε κανόνα αὐθαιρέτου ἐνεργείας, ὅστις διεμορφώθη εἰς μίαν λαϊκήν ἤ φυλετικήν κοινωνίαν, χωρίς ἡ τήρησις αὐτοῦ νά ἐπιβάλλεται διά ρητῶν ἐντολῶν καί διά ποινῶν ἐπιβαλλομένων διά τήν μή τήρησίν του.

5. Κεσελόπουλος Ἀν., Ἡ λειτουργική παράδοση στόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000,σ. 10-11: « (Ὁ Παπαδιαμάντης) στά διηγήματά του προχωρεῖ ρωμαλέα σέ μιά θεολογική ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ χώρου καί ἀποτυπώνει μέ ἀνεπανάληπτο τρόπο τή λειτουργική παράδοση καί τό εὐχαριστιακό ἦθος τοῦ λαοῦ μας.Ἡ θεολογία πού κρύβεται στά ἔργα του εἶναι σέ τελική ἀνάλυση θεολογία τῆς Μεταμορφώσεως, ἀφοῦ ἀπεργάζεται τή λειτουργική ἀλλοίωση ἑνός λαοῦ σέ σῶμα Χριστοῦ. Γινεται θεολογία τῆς μεταπλάσεως τῆς ἁπλοϊκῆς εὐλάβειας τῶν ταπεινῶν καί ἀπερριμένων σέ λειτουργία, «δόξα» καί ἀλήθεια».

6. Γενικά γιά τήν ἔννοια τῆς λειτουργικῆς εὐσέβειας βλ.:Arsenief N., “Θεμελιακά χαρακτηριστικά τῆς λειτουργικῆς «θεωρητικῆς» καί μυστηριακῆς ζωῆς», στό Λαός τοῦ Θεοῦ, Δοκίμια εὐχαριστιακῆς Θεολογίας, μετφρ. Μητ. Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, Ἐκδ. Σπορᾶ ,χ. χ. σ. 18. Γιανναρᾶς Χρ., «Λειτουργική εὐσέβεια καί ἠθική – διάγραμμα συστηματικῆς ἑρμηνείας τῶν ὅρων», στόν τόμο: «Πόνημα εὔγνωμον»,τιμητικός τόμος ἐπί τῇ 4οετηρίδι συγγραφικῆς δράσεως καί τῇ 35ετηρίδι καθηγεσίας τοῦ Β. Βέλλα, Ἐπιμελείᾳ καθηγητοῦ Ἀ.Π. Χαστούπη, ἐν Ἀθήναις 1969, σ. 175,177. Παπαθεμελῆ Σ., « Ἡ ἀθέατη ὄψη τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας», στό Ὀρθοδοξία καί πολιτική, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 50-51.

7. Nilsson M., Ἑλληνική λαϊκή θρησκεία. Μετάφραση Ἰ. Θ. Κακριδῆ. Ἀθήνα 1979.

8. Μέγας Γ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Λαογραφίαν, σ. 11:»Τήν λαογραφίαν δέν ἐνδιαφέρουν αἱ προσωπικαί ἰδέαι καί τά ἐξαιρετικά διά λόγου ἤ ἔργου ἐπιτεύγματα τῶν καθ᾿ ἕκαστον προσώπων, ἀλλά τά φαινόμενα ἐκεῖνα, πού ἀποτελοῦν ἐκδηλώσεις τῆς λαϊκῆς ψυχῆς. Διότι αἱ καθ᾿ ἑκάστην λαϊκαί ὁμάδες, οἱ λαοί ἐν γένει, εἶναι ἡνωμένοι καί εἰς σαφεῖς πνευματικάς ἑνότητας, καθώς εἶναι καί εἰς πολιτικάς καί οἰκονομικάς ἑνότητας συνδεδεμένοι· ἐκεῖνο δέ πού τάς κάμνει νά ξεχωρίζουν μεταξύ των, εἶναι μία γενικωτέρα τῆς ψυχῆς διάθεσις καί ροπή καί αἱ διάφοροι ἐκδηλώσεις της».

9. Πολίτης Ν., Λαογραφία, στό Λαογραφία, Δελτίον τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφικῆς Ἑταιρείας, τόμ. Α΄,Ἐν Ἀθήναις 1909, σ. 7: Ἡ ἐπιστήμη αὐτή «ἐξετάζει τάς κατά παράδοσιν διά λόγων πράξεων ἤ ἐνεργειῶν ἐκδηλώσεις τοῦ ψυχικοῦ καί κοινωνικοῦ βίου τοῦ λαοῦ· τάς ἐκδηλώσεις, δηλαδή, ἐκείνας , ὧν ἡ πρώτη ἀρχή εἶναι ἄγνωστος, μή προελθοῦσα ἐκ τῆς ἐπιδράσεως ὑπερόχου τινος ἀνδρός, αἵτινες κατ᾿ ἀκολουθίαν δέν ὀφείλονται εἰς τήν ἀνατροφήν καί τήν μόρφωσιν, καί ἐκείνας, αἵτινες εἶναι συνέχεια ἤ διαδοχή προηγηθείσης κοινωνικῆς καταστάσεως ἤ εἶναι μεταβολή ἤ παραφθορά ἄλογος ἐλλόγων ἐκδηλώσεων τοῦ βίου ἐν τῷ παρελθόντι. Συνεξετάζει δ᾿ ἀναγκαίως καί τάς μή ἐκπορευομένας μέν ἀμέσως ἐκ τῆς παραδόσεως ἐκδηλώσεις τοῦ βίου, ἀλλ᾿ ἀφομοιουμένας ἤ συναπτομένας στενῶς πρός τάς κατά παράδοσιν. Πρβλ. Μέγας, μν. ἔργ. σ. 8 ἑξ.

10. Φουντούλης Ἰ., Λειτουργική, ( Πανεπιστημιακές Παραδόσεις),Ἐκδοτικός Οἶκος Ἀ/φῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 23-24.

11. Μέγας Γ., Ἑλληνικές γιορτές καί ἔθιμα τῆς λαϊκῆς λατρείας. Τρίτη ἔκδοση στή Δημοτική, Ἐστία, Ἀθῆναι 2003, σσ. 302: «Ὁ χριστιανισμός δέν κατώρθωσε νά μεταβάλλει κατά βάση τόν παλαιό ἄνθρωπο, νά ἐξαλείψει τόν κόσμο τῶν πρωταρχικῶν ίδεῶν του. Ἡ μεταβολή, πού αὐτός ὑπέστη ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, περιορίστηκε κυρίως στήν ἐξωτερική μορφή. Ἔδωσε δηλαδή ἡ Ἐκκλησία στίς τελετές τῆς λατρείας μορφή χριστιανική, σύμφωνη μέ τή διδασκαλία καί τίς παραδόσεις τοῦ χριστιανισμοῦ, ἄλλαξε τίς ἐξωτερικές μορφές, καί τίς ἐπικάλυψε μέ τά χριστιανικά σύμβολα, ἀλλά τό ἰδεολογικό περιεχόμενο, τόν μαγικό τρόπο σκέψης τοῦ λαϊκοῦ ἀνθρώπου δέν κατώρθωσε νά τόν μεταβάλει. Ἡ παλαιά πίστη διαφαίνεται πάντοτε κάτω ἀπό τό χριστιανικό της περικάλυμμα».

12. Βλ. Τζέρπος Δ.(Πρωτ/ρος), «Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀνάσταση τῆς φύσεως. Ἕνα παράδειγμα ἐκχριστιανισμοῦ τῶν ἐθνικῶν μυστηρίων», στό Λειτουργική ἀνανέωση, Δοκίμια λειτουργικῆς ἀγωγῆς κλήρου καί λαοῦ, Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθῆναι 2001, σσ. 166-176.

13. Βλ. Παπαδόπουλος Κ. (Πρωτ/ρος), «Τό μαγικό στοιχεῖο στή χριστιανική λατρεία». Σύναξη 67(1998), σσ. 27-29.

14. Βλ. Ξυδιᾶς Β., «Οἱ Ἕλληνες ξανάρχονται». Σύναξη 69(1999), σσ. 5-22. Μήνη Χ., Νεοπαγανισμός, Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Ἐκδόσεις Ἀρχέτυπο, Σειρά Δρόμοι τῆς Γνώσης, Θεσσαλονίκη 2000.

15. Σμέμαν Ἀλ.(Πρωτ/ρος),Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη. Εἰσαγωγή στή λειτουργική θεολογία. Μετάφραση-ἐπιμέλεια π. Δημήτριος Τζέρπος. Ἀκρίτας 22003,σ. 136. Σκαλτσῆς Π., «Ἡ θεοτόκος στή λαϊκή λειτουργική εὐσέβεια»,στό Λειτουργικές μελέτες 1, Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1999, σ. 212: «Ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ, δηλαδή, τά δόγματα τῆς πίστης καί ὁ σωστός τρόπος χριστιανικῆς ζωῆς μέ ὅλες τίς ἀρετές, δέν μπορεῖ νά αὐτονομηθεῖ καί νά νοηθεῖ καθ᾿ ἑαυτήν, παρά μόνο σέ σχέση μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα χριστοκεντρικό καί εὐχαριστιακό. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ τῆς «εὐσεβείας Δεσπότης» καί ἡ Ἐκκλησία «τό σκάφος τῆς εὐσεβείας». Ἡ δέ εὐχαριστία εἶναι ἡ γεύση τοῦ Χριστοῦ, «ἡ ψυχοτρόφος τράπεζα καί ζωοποιός», τό πλήρωμα καί ἡ βίωση τῆς πίστης καί τῆς εὐσέβειας τοῦ ἀνθρώπου.Ἔτσι λοιπόν ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μέ τή χριστοκεντρική της διάσταση καί τήν ἐκκλησιολογική της βάση εἶναι λειτουργική, εὐχαριστιακή, ἀφοῦ Χριστός, Ἐκκλησία καί Εὐχαριστία δέν χωρίζονται».

16. Βέλλας Β., Θρησκευτικαί προσωπικότητες τῆς Π. Διαθήκης, τόμ. Α΄, Ἔκδοσις Τρίτη , Ἀθῆναι 1968, σσ. 324-325.

17. Βλ. Σμέμαν, μν. ἔργ., σσ. 122-123.

18. Βλ. Σμέμαν, μν. ἔργ., σ. 142.

19. Nilsson, μν. ἔργ., σ. 15: «Ὅποιος θέλει νά νοιώσει καλά τή θρησκεία τῆς ἀρχαιότητας θά πρέπει νά ἔχει μπροστά του μιά ζωντανή εἰκόνα τοῦ ἀρχαίου τοπίου, καθώς τό παρουσιάζουν μερικές τοιχογραφίες τῆς Πομπηῒας καί τοῦ Στράβωνα ἡ περιγραφή τῆς χαμηλής πεδιάδας πού βρίσκεται στίς ἐκβολές τοῦ Ἀλφειοῦ. Ὅλη ἡ περιοχή, λέει, εἶναι γεμάτη ἀπό ἱερά τῆς Ἄρτεμης, τῆς Ἀφροδίτης καί τῶν Νυμφῶν, μέσα στ᾿ ἀνθισμένα ἄλση πού χαρίζει τό ἄφθονο νερό· ὑπάρχουν καί πολλές ἑρμαϊκές στῆλες στούς δρόμους καί ἱερά τοῦ Ποσειδῶνα στά ἀκρωτήρια κοντά στή θάλασσα. Δύσκολα μποροῦσε κανείς νά κάνει ἕνα βῆμα ἔξω ἀπό τό σπίτι του, χωρίς νά συναντήσει ἕνα μικρό ἡρῶο, ἕναν ἱερό κλειστό χῶρο, ἕνα ἄγαλμα, μιά ἱερή πέτρα ἤ ἕνα ἱερό δένδρο. Οἱ νύμφες ζοῦσαν σέ κάθε σπηλιά καί σέ κάθε πηγή. Αὐτή ἦταν ἡ πιό σταθερή, ἄν καί ὄχι ἡ πιό ὑψηλή μορφή τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Αὐτή ἔζησε καί ὕστερα ἀπό τόν θάνατο τῶν μεγάλων Θεῶν».

20. Βλ.Σμέμαν, μν.ἔργ., σ. 142-145. Mircea Eliade, Εἰκόνες καί σύμβολα ,Ἐκδ. Ἀρσενίδης , Ἀθήνα 1994, σ. 48.

21. Κυριακίδης Στίλπ., Λαογραφία, τ. ΙΒ, σ. 142: « Ὁ ἄνθρωπος εἰς οἱονδήποτε στάδιον τῆς ἀναπτύξεως καί τοῦ πολιτισμοῦ του καί ἄν εὑρίσκεται, οὐδέποτε ὑπῆρξεν ὄν μόνον καί κατ’ ἐξοχήν λογικόν. Ἀλλ’ ὅπως τό ἀνθρώπινον σῶμα, παραλλήλως πρός τό νευρικόν σύστημα τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων ἔχει καί τό ἄλλο, τό καλούμενον συμπαθητικόν σύστημα, το ὁποῖον ὑποσυνειδήτως μέν, ἀλλ’ ἀσφαλῶς κανονίζει τήν λειτουργίαν τῆς ζωῆς, οὕτω καί ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή, παραλλήλως καί πολλάκις κάτω ἀπό τόν λεγόμενον ὀρθόν λόγον κρύπτει εἰς τό βάθος της συναισθήματα βαθέα και ὁρμάς σκοτεινάς, αἱ ὁποῖαι συνδέονται πρός αὐτάς τάς πηγάς τῆς ζωῆς καί κανονίζουν πολλάκις τάς σκέψεις καί πράξεις τοῦ ἀνθρώπου οὐχί συμφώνως πρός τήν Λογικήν, ἀλλά κατά ἰδικούς των νόμους και κανόνας. Εἶναι, δηλαδή, συναισθήματα θεμελιώδη, συνυφασμένα πρός αὐτήν τήν ὕπαρξιν καί συντήρησιν τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ( φόβος ἀσθενείας καί θανάτου, ἀνήσυχος προσδοκία τοῦ μέλλοντος κλπ.). Τά συναισθήματα ταῦτα ρυθμίζουν τήν ἀνθρωπίνη ζωήν. Ἡ λογική ὑπάρχει εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τούς πολιτισμούς ἐν σπέρματι, συνήθως ὅμως εἶναι στοιχεῖον ἐπίκτητον, ἀποτελεῖ τόν φλοιόν, κάτωθι τοῦ ὁποίου ἐξακολουθεῖ νά κινῆται μέ ἀκατάβλητον δύναμιν ὁλόκληρος ὁ σκοτεινός κόσμος τοῦ συναισθήματος καί τῶν ὁρμῶν.Οὕτως αἱ λαϊκαί ἐκδηλώσεις καί ὅταν εἶναι παράλογοι δέν παύουν νά εἶναι ἀληθιναί ἐκδηλώσεις τῆς λαϊκῆς ψυχῆς. Ἡ ἐξήγησις λοιπόν δέν εὑρίσκεται μέ τό λογικόν…ὑπάρχει καί τό συναίσθημα, ὁ ψυχικός κόσμος, ὅστις ὑποβάλλει εἰς τόν ἄνθρωπον πράξεις καί ἐνεργείας πολλάκις ἀντιθέτους πρός τάς ὑπαγορεύσεις τῆς λογικῆς».

22. Ἐνδεικτικό τῆς προσπάθειας αὐτῆς εἶναι καί τό γεγονός, ὅτι μεγάλοι πατέρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς τῶν μετέπειτα αἰώνων ἀσχολήθηκαν μέ τήν θεολογική μελέτη τῶν λαϊκῶν συνηθειῶν. Βλ σχετικά: Κυριακίδης Στίλπ., «Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς λαογράφος», στό Λαογραφία, τόμ. ΙΑ(1934/37), σσ., 634-641. Λουκάτος Δ., «Λαογραφικαί περί τελευτῆς ἐνδείξεις παρά Ἰωάννῃ τῷ Χρυσοστόμῳ», Ἑλληνικόν Λαογραφικόν Ἀρχεῖον 2( 1940)σσ. 30-117. Κουγέας Σωκρ., Αἱ ἐν τοῖς σχολίοις τοῦ Ἀρέθα λαογραφικάι εἰδήσεις, Λαογραφία τόμ. Δ΄(1912-1913) σ. 239. Μέγας Γ., «Ὁ Μιχαήλ Ψελλός ὡς λαογράφος». Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, τ. ΚΓ (1953), σσ. 99-109. Κουκουλές Φ., Θεσσαλονίκης Εὐσταθίου τά Λαογραφικά, τ. Α-Β, ἐν Θεσσαλονίκῃ 1950. Allatius L., De Graecorum hodie quorundam opinationibus epistola, Coloniae Agrippinae , σ. 113 ἑξ. Πλούσια σέ λαογραφικές παρατηρήσεις εἶναι καί ὅλα τά ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἰδιαίτερα τό Πηδάλιον. Πρβλ. Μέγας Γ. Εἰσαγωγή εἰς τήν Λαογραφίαν, σσ. 27-29.

23. Γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τά στοιχεῖα αὐτά ἐνσωματώθηκαν στή λατρεία βλ. ἀντιπροσωπευτικά: Σκαλτσῆς Π., «Οἱ συμβολισμοί στήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος», στό Λειτουργικές μελέτες,τόμ. 1, Ἐκδόσεις Π.Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 53-84.Τζέρπος Δ.(Πρωτ/ρος), «Σύμβολα καί συμβολισμοί κατά τήν τέλεση τοῦ Ὀρθόδοξου Γάμου», στό Ὁ γάμος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πρακτικά Δ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου. Ἔκδοσις Κλάδου Ἐκδόσεων Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2004,σσ. 95-118.Τοῦ ἴδιου «Τό νεκρικό λείψανο καί ἡ ἐπιτάφια φροντίδα του» στό Νεκρώσιμα Τελετουργικά, Εἰσηγήσεις-Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας, ἔτους 2001, Δράμα 2001, σσ. 185-240. Τοῦ ἴδιου, «Θρῆνος καί ψαλμωδία κατά τήν ταφή τῶν νεκρῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκκλησία», Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ΛΖ (2002), σσ. 689-703.

24. Μερακλῆς Μ.Γ., Ἡ πιό μεγάλη ἑλληνική γιορτή τῆς χαρᾶς.Πεμπτουσία 14(2004),σσ. 87.

25. Ξυδιᾶς,μν.ἔργ., σ. 16, σημ. 17 :Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι χριστιανικά λατρευτικά καί ἄλλα λαϊκά ἔθιμα ἀνάγονται γενετικά σέ προχριστιανικές παραδόσεις. Ὅπως ἐπίσης δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι κάποια νήματα πού διαπεροῦν τά βάθη τῆς ἱστορίας καί τῆς λαϊκῆς ψυχῆς συνδέουν μεταξύ τους τίς μορφές τῆς ἀρχέγονης θηλυκῆς θεότητας, τῆς Ἀθηνᾶς ἤ τῆς Κυβέλης μέ τή θεομητορική μορφή τῆς Παναγίας, ὅπως συνδέουν τή μορφή τοῦ Περσέα μ᾿ αὐτές τοῦ Ἅη –Γιώργη καί τοῦ Διγενῆ, ἀκόμη καί τίς μορφές τοῦ Ὀρφέα και τοῦ Διονύσου μέ τή θεανδρική μορφή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ λίγα λόγια, πολλά ἀπ᾿ τά σχήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί τῆς ἑλληνικῆς δημοτικῆς παράδοσης ἀνάγονται πράγματι σέ θεμελιώδη ψυχικά-πολιτιστικά ἀρχέτυπα, πού χάνονται στά βάθη τῆς ἀνθρώπινης προϊστορίας. Ἄν περιοριστοῦμε ὅμως στά θρησκειολογικά, ἐθνολογικά, λαογραφικά κριτήρια, οἱ μορφολογικές ὁμοιότητες κινδυνεύουν νά μᾶς παρασύρουν σέ μιά σύγχυση μεταξύ ψυχικοῦ-πολιτιστικοῦ καί πνευματικοῦ-ὀντολογικοῦ ἐπιπέδου. Ἐπίσης, μιά ἀνιστορική σύγκριση ἀφηρημένων τύπων καί δομῶν μᾶς ἀποκρύβει τή σημασία τῆς προσωπικῆς καί ἱστορικῆς συγκυρίας, τήν προσωπική ὑπαρξιακή ταλάντευση καί τά πνευματικά διλήμματα τῶν συγκεκριμένων ὑπαρκτῶν προσώπων μέσα στό συγκεκριμένο ἱστορικό χῶρο καί χρόνο. Ἔτσι, μ᾿ ὅλα αὐτά, δέν ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι μεγάλες πνευματικές ρήξεις καί ἐπαναστάσεις τῆς ἱστορίας συντελοῦνται παρά τή φαινομενική συνέχεια τῶν πολιτιστικῶν σχημάτων καί μόνο χάρη σέ κάποιες-ἀνεπαίσθητες πολλές φορές-μετατοπίσεις στούς συμβολισμούς τῶν ἀρχετύπων. Χωρίς αὐτόν τό μίτο δέν μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθεῖ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία πέτυχε σταδιακά τόν ἐκχριστιανισμό τῶν «ἐθνῶν», καί τήν πνευματική μετάπλαση τῶν ἀρχαίων παραδόσεων. Χωρίς αὐτή τήν ἑρμηνευτική κατανόηση καί διείσδυση στό πνευματικό ὀντολογικό περιεχόμενο τῶν δημοτικῶν μας παραδόσεων, δέν μένει παρά μιά πνευματικῶς «οὐδέτερη» μορφολογία (ἠθῶν, ἐθίμων καί διαφόρων ἄλλων πολιτιστικῶν στοιχείων), πού ἀφήνει περιθώριο γιά μιά σειρά θρησκειολογίζουσες καί κοινωνιολογίζουσες συγχύσεις. Ἄν κανείς ξεπεράσει ὅλους αὐτούς τούς σκοπέλους καί εἰσέλθει στό πνευματικό βάθος τῆς παράδοσης, τότε καταλαβαίνει πόσο φτωχές εἶναι ἀπό πνευματική ἄποψη καί γιατί δέν τελεσφοροῦν οἱ διάφορες προσπάθειες φολκλορικῆς ἀναβίωσή της, ἤ μ᾿ ἄλλα λόγια, γιατί στερημένη ἀπ᾿ τόν πνευματικό δυναμισμό της, ἡ παράδοση αὐτή δέν ἐκφράζει παρά ἕναν ἐπιφανειακό καί ἄγονο συναισθηματισμό».

26. 50 Πνευματικαί Ὁμιλίαι 16,8.

27. Νικολάου Ν., Ὁ μεγάλος ἁγιασμός τῶν φώτων μέσα ἀπό τά ἁγιωτικά κείμενα,Λαογραφία καί λογοτεχνία, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθῆναι 2003.

28. Μερακλῆς, μν.ἔργ., σ. 87: «Ἕνας σημαντικός ἀριθμός ἀπό τίς πιό πάνω συνήθειες καί δοξασίες ἀποτελοῦν ἕνα προχριστιανικό στρῶμα, ἡ σημασία καί ἀξία τοῦ ὁποίου ἔγκειται κατά τή γνώμη μας στό γεγονός ὅτι πραγμάτωσαν, μέσα στούς κόλπους τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ μιά διπλῆ ζωή: ἀφενός ἔχουν διαποτισθεῖ ἀπό τόν ( κατά τόν λαϊκό ἄνθρωπο ἐννοούμενο) χριστιανικό γιά τήν ἀκρίβεια ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα, ἀφετέρου ὅμως διασώζουν κάποιους δομικούς πυρῆνες τῆς ἀρχικῆς σύστασής τους, κι αὐτό ἐξασφαλίζει μιά βαθύτερη συνοχή καί συνέχεια τοῦ ἄλλοτε καί τοῦ τώρα. Μπορεῖ κανένας ἀπό τούς νεώτερους φορεῖς τους νά μήν θυμᾶται τήν θυσιαστική ἔννοια τοῦ κοκκίνου χρώματος, την δύναμη «ἀποδιοπόμπησης» πού ἀποδιδόταν στούς θορύβους καί κρότους, τή σχέση τῆς νεότερης δοξασίας γιά τήν ἐαρινή ἄνοδο τῶν ψυχῶν μέ τά ἀρχαῖα ἀνθεστήρια, τήν μαγική αἰώρηση στήν ἀνθισμένη φύση τῆς ἄνοιξης, ὅμως ὁ λαϊκός ἄνθρωπος τό κράτησε ζωντανά βάζοντας μέσα τους δικές του ἰδέες ἤ καί τήν καθαρή πλέον διασκέδασή του, ἀφοῦ τά ἔδεσε κιόλας γερά μέ τή θρησκευτική του συνείδηση καί πίστη».

29. Ἀποστολόπουλος Θ., «Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό ἑλληνικό δημοτικό τραγοῦδι», Διμηνιαία ἔκδοση Γραμματείας Κατηχήσεως Ἱερᾶς Μητροπόλεως Περιστερίου, Ἔτος 9ο, Τεῦχ. 47, Ἰανουάριος Φεβρουάριος 2004,σ. 7: «Ὁ κόσμος τοῦ ἑλληνικοῦ δημοτικοῦ τραγουδιου εἶναι σαφῶς ἕνας ἐκχριστιανισμένος κόσμος…Στά ὑπάρχοντα κείμενα τῶν τραγουδιῶν, πού διαμορφώνονται μέ τήν ἐπικράτηση τῶν δημωδῶν διαλέκτων καί ἀνάγονται τουλάχιστον μέχρι τόν 10ο αἰ., συναντᾶται ἕνα περιβάλλον μέ δεδομένη τήν κυριαρχία τῆς χριστιανικῆς λατρείας: τό Πάσχα ὡς «Λαμπρή» καί μεγαλύτερη γιορτή, ἡ Κυριακή ὡς «ἐπίσημη»ἡμέρα, τά Χριστούγεννα καί ὅλος ὁ κύκλος τοῦ ἑορτολογίου, ὁ Σταυρός ὡς ἱερό Σύμβολο, ἡ Παναγία καί οἱ δημοφιλεῖς ἅγιοι, οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἐκκλησιές, τά μοναστήρια, ἡ Ἁγιά Σοφιά, ὁ παπᾶς, ὁ δεσπότης, ὁ ἡγούμενος, οἱ καμπάνες, τά σήμαντρα, τά θυμιατά, τά «κρίματα» καί ἡ ἐξομολόγηση, ἡ Θεία Κοινωνία, τά στεφανώματα, ἡ ἀντίσταση στήν ἄρνηση τῆς πίστης, τό ἐμπλουτισμένο ἀπό τή λατρεία λεξιλόγιο, τό «Κύριε ἐλέησον». Βλ. ἀκόμη Κεφαλληνιάδης Ν., Ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στήν Ἑλλάδα μέσα ἀπό δημοτικά καί λαϊκά τραγούδια, τόμ. Δ΄, Λαογραφία – Παράδοση 24, Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα,1997. Ἀναγνωστόπουλος Ἰ., Ὁ θάνατος καί ὁ κάτω κόσμος στή δημοτική ποίηση.(Ἐσχατολογία τῆς δημοτικῆς ποίησης). Διδακτορική διατριβή, Ἀθήνα 1984.

30. Λουκάτος Δ., «Ἐκκλησιαστικές φράσεις στή νεοελληνική γλώσσα». Σύναξη 15(1985), σσ. 33-38.

31. Βλ. σχετικά: Λουκάτος Δ., Χριστουγεννιάτικα καί τῶν γιορτῶν.Λαογραφία-Παράδοση 1. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 21984. Τοῦ ἴδιου, Πασχαλινά καί τῆς ἄνοιξης.Λαογραφία-Παράδοση 2. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 31995. Τοῦ ἴδιου, Συμπληρωματικά τοῦ χειμώνα καί τῆς Ἄνοιξης. Λαογραφία-Παράδοση 54. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 1985. Τοῦ ἴδιου, Τά καλοκαιρινά.Λαογραφία-Παράδοση 3. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 21992. Τοῦ ἴδιου, Τά φθινοπωρινά.Λαογραφία-Παράδοση 4. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 21995. Τοῦ ἴδιου, Σύγχρονα Λαογραφικά.Λαογραφία-Παράδοση 30. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 22003. Μολινός Στ., Τά λαογραφικά τοῦ δωδεκάμηνου Λαογραφία-Παράδοση 18. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 1993. Καραπατάκης Κ., Τό δωδεκαήμερο.Παλιά Χριστουγεννιάτικα ἤθη καί ἔθιμα.Ἐκδόσεις Παπαδήμα , Ἀθήνα 1981. Καλοκύρης Κ., Τό δένδρο τῶν Χριστουγέννων. ( Ἐπιστημονική θεμελίωση τῆς ἀνατολικῆς καταγωγῆς του). Ἡ φάτνη καί ὁ ἀστέρας τῆς Βηθλεέμ. University Studio Press. Θεσσαλονίκη 2001.

32. Κεφαλληνιάδης Ν., Ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στά ἑλληνικά νησιά. Τόμ. Α, Κυκλάδες. Λαογραφία-Παράδοση 11, Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα. Τοῦ ἴδιου, Ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στά ἑλληνικά νησιά. Τόμ. Β’, (Β.Σποράδες-Νησιά Β. καί Α. Αἰγαίου-Δωδεκάνησα-Ἑπτάνησα-Κρήτη-Κύπρος), Λαογραφία-Παράδοση 12, Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα. Τοῦ ἴδιου, Ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στή Στεριανή Ἑλλάδα, Τόμ. Γ ( Πελοπόνησος –Στερεά Ἑλλάδα-Θεσσαλία-Ἤπειρος-Μακεδονία-Θράκη),Λαογραφία-Παράδοση 19, Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα.Κυριακίδου-Νέστορος Ἄ., Λαογραφικά μελετήματα, ἄνευ τόπου και ἔτους, σ. 16-19.

33. Γριτσόπουλος Τ., Μαρία (Τά ἐπίθετα) , Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 8, στλ. 710-713.

34. Σκαλτσῆς , «Ἡ θεοτόκος στή λαϊκή λειτουργική εὐσέβεια», σ. 225.

35. Ψυχογιοῦ Ἑλ., «Μαγεία καί ἑλληνική λαογραφία», στό Μαγεία καί Χριστιανισμός, Εἰσηγήσεις εἰς τό Θεολογικόν Συνέδριον Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας , 22-23 Φεβρουαρίου 1992, Ἔκδοσις Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας , Ἀθῆναι 1993,σσ. 7: «Μέ τόν ὅρο μαγεία ἐννοοῦμε μιά πρωτογονική, δυναμική ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου καί ἕνα σύνολο τελετουργικῶν πράξεων μέ τίς ὁποῖες ἐπιδιώκεται κατά ἕνα τρόπο μυστηριώδη καί μέ βάση ὑποτιθέμενες ἀναλογίες μεταξύ ἐμψύχων καί ἀψύχων νά ἐπηρεασθοῦν οἱ φανερές ἀλλά καί οἱ μυστικές δυνάμεις τῆς φύσης, καθώς καί τά ἀνώτερα πνεύματα (δαίμονες- ἄγγελοι- Θεοί) νά μποῦν στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου-μάγου γιά νά τόν ὠφελήσουν ἤ νά βλάψουν τούς ἐχθρούς του. Ἡ πίστη στή μαγεία προϋποθέτει ὅτι ὁ κόσμος ἐλέγχεται ἀπό κάποιες ἀπρόσωπες δυνάμεις, ἀπό κάποιους ἀμετάβλητους καί ἄκαμπτους νόμους, στούς ὁποίους εἶναι ὑποταγμένα ὅλα τά θεϊκά κι ἀνθρώπινα ὄντα. Αὐτές οἱ δυνάμεις μποροῦν να μποῦν ἐξαναγκαστικά στήν ὑπηρεσία τῆς μαγείας καί τοῦ μάγου, μέσῳ μαγικῶν πρακτικῶν, οἱ ὁποῖες στηρίζονται σ᾿ αὐτούς τούς νόμους». Γιά τή σχέση γενικά θρησκείας καί μαγείας βλ. Δακουρᾶς Δ., «Θρησκεία καί μαγεία ἐξ ἐπόψεως θρησκειολογικῆς», στό Μαγεία καί Χριστιανισμός, Εἰσηγήσεις εἰς τό Θεολογικόν Συνέδριον Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας, 22-23 Φεβρουαρίου 1992, Ἔκδοσις Ἱ. Μητροπόλεως Ἠλείας , Ἀθῆναι 1993,σσ. 35-64. Ραμιώτης Κ.( Ἀρχιμ.), Ἡ μαγεία ὑπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀκολουθία λύσεως μαγειῶν. Οἱ εὐχές. Ἀθήνα 2002.

36. Κανών 18 (24-26) τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου. Ράλλης Γ.–Ποτλῆς Μ., Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, Τόμ. 3, Ἐκδόσεις Γρηγόρης (Φωτοστατική ἀνατύπωση) Ἀθήνα 1992, σσ. 354-355: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα τοῖς σώμασιν τῶν τελευτώντων εὐχαριστία μή δοθῇ.Γέγραπται γάρ:Λάβετε, φάγετε· τά δέ τῶν νεκρῶν σώματα οὐδέν λαβεῖν δύναται, οὐδέ φαγεῖν. Καί ἵνα μή τούς ἤδη τελευτῶντας βαπτισθῆναι ποιήσῃ ἡ τῶν πρεσβυτέρων ἄγνοια». Βλ. σχετικά Τζέρπος Δ.( Πρωτ/ρος), Ἡ ἀκολουθία τοῦ Νεκρωσίμου Εὐχελαίου κατά τά χειρόγραφα εὐχολόγια τοῦ ιδ’-ιστ’αἰ..Συμβολή στήν Ἱστορία καί τήν Θεολογία τῆς χριστιανικῆς λατρείας,(Ἵδρυμα Βυζαντινῆς Μουσικολογίας-Λατρειολογήματα 1) Ἀθήνα, 2000, σσ. 129-134. Τοῦ ἴδιου, Ἐφόδιον ζωῆς. Ἡ μετάδοση τῆς θείας κοινωνίας στούς ἀσθενεῖς πού ἀντιμετωπίζουν κίνδυνο θανάτου. Συμβολή στήν Ποιμαντική Λειτουργική. Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθῆναι 2001, σσ. 101-107.

37. Εἰς τήν Α΄πρός Κορινθίους,Ὁμιλία μ΄. PG 61,σ. 347.

38. Dmitriewskij Α., Opisanie liturgitsekich rukopisej, τόμ. 2. Georg Olms Verlagsbuchandlung, Hildesheim 1965, σσ. 781-782.

39. Δακουρᾶς, μν. ἔργ., σ. 41: «Ἡ μιμητική ἤ ὁμοιοπαθητική μαγεία πλησιάζει φαινόμενα μέ ἁπλῆν ὁμοιότητα καί ἐνεργεῖ παρομοίως. Μιμουμένη, δηλαδή, τό αἴτιον, πιστεύει ὅτι ἐκβιάζει τό σύνηθες ἀποτέλεσμα. Ὁ βασικός της νόμος εἶναι ἐκεῖνος τῆς ἀναλογίας: ὅμοιον προκαλεῖ ὅμοιον».

40. Βλ. σχετικά Τζέρπος , Ἡ ἀκολουθία τοῦ Νεκρωσίμου Εὐχελαίου,σσ. 31,205.

41. Χριστοήθεια τῶν χριστιανῶν, Ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος Θεσσαλονίκη 1984, σ. 16.Πρβλ. Rice T. T., Ὁ δημόσιος καί ἰδιωτικός βίος τῶν βυζαντινῶν. Ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1988, σ. 211.

42. Στίς διάφορες πηγές τά ἀντικείμενα αὐτά φέρονται καί μέ ποικίλα ἄλλα ὀνόματα , ὅπως φυλαχτάρια, φυλακτήρια, περιάμματα ἤ περίαπτα, ἐγκόλπια, πουγγία, γραπτά ἤ ἀποτρόπαια. Βλ. σχετικά: Παρασκευοπούλου Γερμ., (Ἀρχιμ.-Νῦν Μητροπολίτου Ἠλείας ), Τά φυλακτά τῆς Ἡλείας ὑπό τό φῶς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, Ἀθῆναι 1981,σ. 17.

43. Ὡς μαναδυναμοῦχο ἀντικείμενο θεωρεῖται «κάθε τί τό μέγα, τό θαυμαστόν, τό νέον, τό ἐκπλῆττον, τό τρομάζον, τό ἄηθες». Προέκυψε δέ ὁ ὅρος ἀπό τή λέξη mana τῆς γλώσσας τῶν πρωτογόνων τῆς Ὠκεανίας, μέ τήν ὁποία χαρακτηρίζεται ἡ ἔκτακτη δύναμη, τήν ὁποία θεωρεῖται ὅτι ἐμπεριέχουν τά ἀντικείμενα αὐτά. Βλ. σχετικά Φιλιππίδης Λ., Πρωτογόνων θρησκευτική ζωή, Ἀθῆναι 1964, σ. 32 .

44. Βλ.Frazer J., Tabou et les périls de l’ âme. Paris 1927. σσ.255 κ.ἑ. Spier J., «Medieval Byzantin magical Amulets and theier tradition».Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 56(1993), σσ. 25-62.

45. Μ. Ἀθανάσιος, Ἀποσπάσματα. ΒΕΠΕΣ 33, σ. 213 : «Τὰ γὰρ περίαπτα καὶ αἱ γοητεῖαι μάταια βοηθήματα ὑπάρχουσιν. Εἰ δέ τις αὐτοῖς κέχρηται, γινωσκέτω τοῦτο σαφῶς, ὅτι ἑαυτὸν ἐποίησεν ἀντὶ πιστοῦ ἄπιστον, ἀντὶ δὲ Χριστιανοῦ ἐθνικὸν, ἀντὶ δὲ συνετοῦ ἀσύνετον, ἀντὶ δὲ λογικοῦ ἀλόγιστον. Καταντλεῖ γάρ σοι γραῦς διὰ κ΄ ὀβολοὺς, ἢ τετάρτην οἴνου ἐπαοιδὴν τοῦ ὄφεως· καὶ σὺ ἕστηκας ὡς ὄνος χασμώμενος, φορῶν δὲ ἐπὶ τὸν αὐχένα τὴν ῥυπαρίαν τῶν τετραπόδων, παρακρουσάμενος τὴν σφραγῖδα τοῦ σωτηρίου σταυροῦ. ῝Ην σφραγῖδα οὐ μόνον νοσήματα δεδοίκασιν, ἀλλὰ καὶ πᾶν τὸ στῖφος τῶν δαιμόνων φοβεῖται καὶ τέθηπεν. Ὅθεν καί πᾶς γόης ἀσφράγιστος ὑπάρχει». Κανών ΛΣΤ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Οὐ δεῖ Ἱερατικούς ἤ κληρικούς…ποιεῖν τά λεγόμενα φυλακτήρια, ἅτινα ἐστι δεσμωτήρια τῶν ψυχῶν αὐτῶν, τούς δέ φοροῦντας ρίπτεσθαι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ἐκελεύσαμεν». Ράλλης- Ποτλῆς, μν. ἔργ., τόμ. Γ, σ. 203. Πρβλ. ΞΑ΄ Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου. Ράλλης- Ποτλῆς, μν. ἔργ., τόμ. Β, σ. 442. Γιά περισσότερες μαρτυρίες βλ. Παρασκευοπούλου , Τά φυλακτά, σσ. 153-157.

46. Γιά τά κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν εἰδῶν αὐτῶν βλ. Παρασκευόπουλος, Τά φυλακτά, σ. 88 ἑξ. Πέραν,ὅμως, τῶν εἰδῶν αὐτῶν ἐνίοτε ἐχρησιμοποιοῦντο καί δηλητήρια, γιαυτό καί κατέληξε ἡ λέξη μάγος νά εἶναι συνώνυμος τοῦ φαρμακός. Γιά τήν νομική ἀντιμετώπιση αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν μάγων-φαρμακῶν βλ. Τρωϊάνος Σ., «Ἀπό τή μαγεία στήν παρα-εκκλησιαστική μαγεία». Σύναξη 67(1998), σσ. 37-39.

47. Βλ. Παρασκευόπουλος, Τά φυλακτά, σ. 115 ἑξ.

48. Βλ. Παρασκευόπουλος, Τά φυλακτά, σσ. 153-159.

49. Γεδεών Μ., «Ἀρσενίου καί Διονυσίου Νομοκάνων ἐκ Γεθσημανῆ», στο Ἀρχεῖον ἐκκλησιαστικοῦ καί κανονικοῦ Δικαίου, 5, (1950), σ. 11: «Βλέπε καί τοῦτο πνευματικέ, ὅτι πολλαῖς τῶν γυναικῶν λαμβάνουν τήν θείαν κοινωνίαν καί ἑνώνουν αὐτήν μετά ὕδατος, καί κολυμβοῦν μετ᾿ ἐκεῖνο καί τοῦτο τό κάμνουν διά νά ταῖς ἀγαποῦν οἱ ἄνδρες». Delatte Ar., Anecdota Atheniensia , τόμ. I-II, Textes grecs inédits rélatifs à l’ histoire des réligions , Liège – Paris 1927, σ. 83: «Βάλε τό ἀντιμήνσιον πού λειτουργοῦσιν και βαρ’ το’ς την κεφαλήν τοῦ δημένου, και φεύγουσιν οἱ δαίμονες καί τό δῆμαν ἀπό τόν δημένον, ( καί λέγε) ὅτι δῆμαν νά ἀναλυθήσεται ἀνθρώπου μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ λύεται».

50. Delatte, Anecdota Atheniensia, σ. 83 :«Εἰς λῦμαν ἀνθρώπου.Βάλε τό ἀντιμήνσιον πού λειτουργοῦσι καί βαρ᾿ το ᾿ς τήν κεφαλήν τοῦ δημένου, καί φεύγουσιν οἱ δαίμονες καί τό δῆμαν ἀπό τόν δημένον, ( καί λέγε) ὅτι δῆμαν νά ἀναλυθήσεται ἀνθρώπου μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ λύεται».

51. Κορακίδης Ἀλ., Ἰωάσαφ Ἐφέσου(+1453)(Ἰωάννης Βλαδύντερος), Βίος, ἔργα διδασκαλία, Ἀθήνα 1992, σ. 238: «Ἐρώτησις: Εἰ ἔστιν ἁμαρτία γοητεύειν πληγάς ἤ ὀθόνας τιθέναι ἐπάνω τῶν πληγῶν. Ἀπόκρισις: Τοῦτο παντελῶς ἀλλότριον ἔνι χριστιανῶν. Εἰ γάρ καί ὀνόματα ἁγίων ἐπιλέγουσιν ἐν τῇ γοητείᾳ, ἀλλά πρός ἀπάτην ἐξεῦρεν τοῦτο ὁ διάβολος, κατά μικρόν ἀπάγων τούς χρωμένους ἀπό Θεοῦν καί πρός ἑαυτόν μεθιστῶν. Τούς γοῦν τοιούτους οἱ νόμοι ἀφειδῶς κολάζουσιν. Ὁμοίως καί τούς φυλακτά ποιοῦντας καί τούς ταῦτα βαστάζοντας κανονίζουσι οἱ ἅγιοι πατέρες μή κοινωνῆσαι ἐπί χρόνοις πέντε καί μετανοίας τριακοσίας(τ). Τό αὐτό ἐστι καί ἐπί τῶν ποιούντων τάς λεγομένας πεντάλφας καί διδόντων ἀνθρώποις ἤ κτήνεσιν δι᾿ ἴασιν λύσσης».

52. Γιά μιά σφαιρική θεώρηση τοῦ θέματος βλ. ἰδιαίτερα: Παρασκευοπούλου Γερμ., (Ἀρχιμ.-Νῦν Μητροπολίτου Ἠλείας ), Αἱ ἐν Ἡλείᾳ μαγικαί ἐπωδαί ( Τά ξόρκια) ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου Ποιμαντικῆς, Πύργος 1976.

53. Βλ. ΞΑ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης. Σχολιάζοντας τόν κανόνα αὐτό ὁ Βαλσαμών γράφει χαρακτηριστικά: «Γητευτάς δέ πόσους ἄν ἴδοις, λέγοντας θεῖά τινα ψαλμωδήματα καί μεμνημένους καί ὀνομάτων μαρτυρικῶν, ἤ καί αὐτῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου; ἅ πάντα οἱ θεοφόροι πατέρες καί τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι φεύγειν διορίζονται, καί μᾶλλον τῶν ἄλλων ὁ θεῖος Χρυσόστομος, λέγων εἰς τούς Ἀνδριάντας ταῦτα ρητῶς : Οὐ περίαπτα δέ μόνον, ἀλλά καί ἐπωδάς αὐτῶν περιάγεις, γραΐδια μεθύοντα καί παραπαίοντα εἰς τήν οἰκίαν σαυτοῦ εἰσάγων, καί οὐκ αἰσχύνῃ, οὐδ᾿ ἐρυθριᾷς μετά τοσαύτην φιλανθρωπίαν πρός ταῦτα ἐπτοημένος· καί τό χαλεπώτερον τῆς ἀπάτης, ὅταν καί παραινούμενος ταῦτα μή ποιεῖν, δοκῶν ἀπολογεῖσθαι φής· Χριστιανή ἐστιν ἡ γυνή ἡ ταῦτα ἐπᾴδουσα καί οὐδέν ἕτερον φθέγγεται, ἤ τό τοῦ Θεοῦ ὄνομα. Διά τοῦτο μέν οὖν αὐτήν μάλιστα μισῶ καί ἀποστρέφομαι, ὅτι τοῦ Θεοῦ τῷ ὀνόματι κατακέχρηται, ὅτι, λέγουσα χριστιανή εἶναι, τά τῶν ἑλλήνων ἐπιδείκνυται. καί γάρ οἱ δαίμονες τῷ τοῦ Θεοῦ ὀνόματι ἐφθέγγοντο, ἀλλ’ ἦσαν δαίμονες. Καί οὕτως ἔλεγον πρός τόν Χριστόν· Οἴδαμέν σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ· καί ὅμως ἐπεστόμισεν αὐτούς καί ἀπήλασεν». Ράλλης- Ποτλῆς, μν. ἔργ., τόμ. Β, σ. 444-445. Πρβλ. Ματθαίου Βλάσταρη, Σύνταγμα κατά Στοιχεῖον, Ράλλης- Ποτλῆς, μν. ἔργ., τόμ. ΣΤ, σ. 357.

54. Παρασκευοπούλου, Αἱ ἐν Ἡλείᾳ μαγικαί ἐπωδαί, σ.146.

55. Κυριακίδης Στλπ., Ἑλληνική Λαογραφία. ΜέροςΑ΄, Ἀθῆναι 1923, σ. 98 :»Ἐκ τῶν ἐθνικῶν ἡ χρῆσις τῶν ἐπωδῶν εἰσῆλθεν ὑπό τήν μορφήν τοῦ ἐξορκισμοῦ καί τῶν εὐχῶν καί εἰς τούς χριστιανούς, ὑπῆρχε δέ κατά τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους ἰδιαιτέρα τάξις ἐξορκιστῶν, οἵτινες εἶχον τήν δύναμιν διά τῶν ἐπωδῶν αὐτῶν νά ἐκβάλλουν δαίμονας καί νά θεραπεύουν ἀσθενείας.Τόση δέ ἦτο ἡ πίστις εἰς τήν δύναμιν τῶν ἐπωδῶν, ὥστε καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νηφάλιοι καί φιλοσοφικώτατοι, ὡς π.χ. ὁ Ὠριγένης, οὐ μόνον ἀναγνωρίζουν τήν δύναμιν τῶν λέξεων αὐτῶν, ἀλλά καί πλάττουν τοιαύτας, στηριζομένας εἰς τήν δύναμιν τῶν χριστιανικῶν ὀνομάτων πρός χρῆσιν τῶν χριστιανῶν. Οἱ ἐξορκισμοί τοῦ βαπτίσματος, οἱ εἰς τόν Μ. Βασίλειον ἀποδιδόμενοι ἀφορκισμοί, καί αἱ ποικίλαι εὐχαί εἶναι συνέχεια τῶν ἐπωδῶν ἐντός τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας».

56. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους ΧΙΙΙ. ΒΕΠΕΣ 2, σσ. 266-267: «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ, καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοίᾳ ὑμῶν τῆς πίστεως».

57. Βλ. Φίλιας Γ., «Πηγές καί ἐξέλιξη τῶν ἐξορκιστικῶν εὐχῶν γιά τούς «ἐνεργουμένους ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα» ». Σύναξη 67(1998), σσ. 92-94. Πρβλ. Brouette E., “ La civilisation chrétienne du XVIe s. devant le problème satanique », Satan ( Études Carmélitaines), Paris 1948, σσ. 352-359.

58. Βλ. Νικολαΐδης Ἀπ., Ἡ κοινωνική δυναμική τῶν ἑορτῶν. Κοινωνική προσέγγιση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου, Ἀθῆναι 1998, σσ. 250-255. Γιανναρᾶς Χρ.,Ἑορτολογικά παλινωδούμενα, Ἀκρίτας Ἀθήνα 1999.

59. Εἰς τά Θεοφάνεια , Λόγ. 38,4.ΒΕΠΕΣ 60, σ. 65.

60. Mossay J., Les fetes de Noël et d’ Épiphanie d’ après les sources littéraires cappadociennes du ive siècle. Textes et Études liturgiques 3. Abbaye du Mont César. Louvain 1965.

61. Πολίτης Ν., Λαογραφικά Σύμμεικτα Β.,Ἐν Ἀθήναις 1921, σ. 148, 6. Τοῦ ἴδιου, «Ὁ ἥλιος κατά τούς δημώδεις μύθους». Λαογραφικά Σύμμεικτα, τόμ. Β΄, (Κέντρο Ἐρεύνης τῆς Ἑλληνικῆς Λογραφίας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν), Ἀθῆναι 1975, σσ. 130-183. Λουκάτος , Τά καλοκαιρινά, σ. 95.

62. Ράλλης- Ποτλῆς, μν. ἔργ., τόμ. Β, σ. 448:»Τάς οὕτω λεγομένας καλάνδας καί τά λεγόμενα Βοτά καί τά λεγόμενα Βρουμάλια καί τήν ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ Μαρτίου μηνός ἡμέρᾳ ἐπιτελουμένην πανήγυριν καθάπαξ ἐκ τῆς τῶν πιστῶν πολιτείας περιαιρεθῆναι βουλόμεθα. Ἀλλά μήν καί τάς τῶν γυναίων δημοσίας ὀρχήσεις, ὡς ἀσέμνους καί πολλήν λύμην καί βλάβην ἐμποιεῖν δυναμένας, ἔτι μήν καί τάς ὀνόματι τῶν παρ᾿ Ἕλλησιν ψευδῶς ὀνομασθέντων θεῶν ἤ ἐξ ἀνδρῶν, ἤ γυναικῶν γινομένας ὀρχήσεις καί τελετάς, κατά τι ἔθος παλαιόν, καί ἀλλότριον τοῦ τῶν χριστιανῶν βίου, ἀποπεμπόμεθα, ὁρίζοντες, μηδένα ἄνδρα γυναικείαν στολήν ἐνδιδύσκεσθαι, ἤ γυναῖκα τήν ἀνδράσιν ἁρμόδιον. Ἀλλά μήτε προσωπεῖα κωμικά, ἤ σατυρικά ἤ τραγικά ὑποδύεσθαι· μήτε τό τοῦ βδελυκτοῦ Διονύσου ὄνομα, τήν σταφυλήν ἐκθλίβοντας ἐν ταῖς ληνοῖς, ἐπιβοᾶν· μηδέ τόν οἶνον ἐν τοῖς πίθοις ἐπιχέοντας γέλωτα ἐπικινεῖν, ἀγνοίας τρόπῳ ἤ ματαιότητος, τά τῆς δαιμονιώδους πλάνης ἐνεργοῦντας.Τούς οὖν ἀπό τοῦ νῦν τι τῶν προειρημένων ἐπιτελεῖν ἐγχειροῦντας, ἐν γνώσει τούτων καθισταμένους, τούτους, εἰ μέν κληρικοί εἶεν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· εἰ δέ λαϊκοί ἀφορίζεσθαι».

63. Κανών ξε΄: «Τάς ἐν ταῖς νουμηνίαις ὑπό τινων πρό τῶν οἰκείων ἐργαστηρίων, ἤ οἴκων ἀναπτομένας πυρκαϊάς, ἅς καί ὑπεράλλεσθαί τινες κατά τι ἔθος ἀρχαῖον ἐπιτηροῦσιν, ἀπό τοῦ παρόντος καταργηθῆναι προστάσσομεν. Ὅστις οὖν τοιοῦτόν τι πράξοι, εἰ μέν κληρικός εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δέ λαϊκός ἀφοριζέσθω.Γέγραπται γάρ ἐν τῇ τετάρτῃ τῶν Βασιλειῶν· Καί ὠκοδόμησεν Μανασσῆς θυσιαστήριον πάσῃ τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ, ἐν ταῖς δύο αὐλαῖς οἴκου Κυρίου, καί διήγαγεν τά τε τέκνα αὐτοῦ ἐν πυρί, καί ἐκλῃδονίζετο καί οἰωνίζετο καί ἐποίησεν ἐγγαστριμύθους καί γνώστας ἐπλήθυνε καί ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον Κυρίου, τοῦ παροργίσαι αὐτόν ( Β΄ Βασ. 21,5-6)». Ράλλης- Ποτλῆς, μν. ἔργ., τόμ. Β, σ. 448.

64. Βλ. Λουκάτος , Τά καλοκαιρινά, σσ. 18-29.

65. Βλ. Λουκάτος , Τά καλοκαιρινά, σσ. 43-53.

66. Γιά τή θρησκευτική σημασία τῆς μέ βάση τά ἀστρονομικά φαινόμενα μέτρησης τοῦ χρόνου βλ. ἰδιαίτερα: Θεοδοσίου Στρ.-Δανέζης Μαν., Ἡ Ὁδύσσεια τῶν ἡμερολογίων. Τόμ. Α: Ἀναζητώντας τίς ρίζες τῆς γνώσης. Τόμ Β: Ἀστρονομία καί παράδοση, Ἐκδόσεις Δίαυλος , Ἀθήνα 1995.

67. Κατά τόν Ζωναρᾶ «Κλῃδών (=φήμη, εἴδηση καί κατ᾿ ἐπέκταση φωνή ἐκλαμβανόμενη ὡς οἰωνός, μαντεία) λέγεται τό διά τινων σημείων ζητεῖν γνῶναι, εἰ μέλλοι τις εὐπραγῆσαι ἤ δυσπραγῆσαι, οἷα καί νῦν ποιοῦσιν τινες, θέλοντες τήν τύχην τήν ἰδίαν καταμαθεῖν· καί οἰωνίζετο· οἰωνισμός δέ ἐστιν τό ἐπιτηρεῖν τάς τῶν ὀρνέων πτήσεις· οἰωνοί γάρ τά ὄρνεα λέγονται· καί τάς αὐτῶν κλαγγάς, καί τοιαῦτα τινα, ἅ καί οἰωνοσκοπίαι παρά τοῖς Ἕλλησιν ὠνομάζοντο, καί ἐν τάξει τιμῆς μεγίστης ἡ οἰωνοσκοπική παρά Ρωμαίοις λελόγιστο». Ράλλης- Ποτλῆς, μν. ἔργ., τόμ. Β, σ. 457.

68. Λουκάτος , Τά καλοκαιρινά, σσ. 43-49.

69. Εἷναι ἐνδεικτικό ἐπ᾿ αὐτοῦ τό μοιρολόγι μιᾶς μάννας, πού πνίγηκε τό παιδί της στή θάλασσα τῶν Κυθήρων: «Ἅγιε Δημήτρη ἀφέντη μου, δέ σέ δοξολογήσαμε; Δέ σέ δοξάσαμε ποτέ; δέ σοῦ ᾿ φερ’ ὁ Δημήτρης μου τρία ἀσημοκάντηλα, χρυσόνε πολυέλαιο καί μανουάλια τέσσερα; Γιά δέν ἐβοήθησες καί σύ μες᾿ στοῦ Τσιρίγου τό νησί, ὅντ’ ἄστραψε καί βρόντηξε κι ἀστροπελέκι ἔπεσε κι ἀναθεούθη ἡ θάλασσα»; Μέγας, Ἑλληνικές Ἐορτές, σ. 18.

70. Χρυσόστομος, Σύνοψις τῆς Παλαιᾶς τε καί Καινῆς…PG 56, 313: «Καινή Διαθήκη λέγεται ἀπό τοῦ χρόνου καί ἀπό τῆς φύσεως τῶν ἐν αυτῇ γενομένων, ὅτι πάντα ἀνεκαινίσθη, καί πρῶτον ἄνθρωπος, δι᾿ ὅν τά πάντα, …καί καινός νόμος ἐδόθη, καιναί ἐντολαί, καινή ἡ χάρις διά τοῦ λουτροῦ, καινός ἄνθρωπος, καιναί ἐπαγγελίαι… Οὐκέτι γάρ ἐκεῖνα τά σωματικά, πρόβατον καί αἷμα καί κνῖσα καί κόπρος, ἀλλ᾿ ἡ λογική καί ἐνάρετος λατρεία».

71. Μ. Βασίλειος, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 18.45. ΒΕΠΕΣ 52, σ. 269. Μ.Ἀθανασίου, Ἀμφιβαλλόμενα, Πρός Ἀντίοχον ἄρχοντα, Ἀπόκρ. 39.ΒΕΠΕΣ 35,111: «Οὐχ ὡς θεούς προσκυνοῦμεν τάς εἰκόνας οἱ πιστοί· μή γένοιτο! ὡς οἱ Ἕλληνες· ἀλλά μόνον τήν σχέσιν καί τήν ἀγάπην τῆς ψυχῆς ἡμῶν τῆς πρός τόν χαρακτήρα τῆς εἰκόνος ἐμφανίζομεν· ὅθεν πολλάκις τοῦ χαρακτῆρος λειανθέντος, ὡς ξύλον ἀργόν, λοιπόν, τήν ποτε εἰκόνα καίομεν».

72. Ἰωάννῃ σπαθαρίῳ. PG 99, 962 ιζ΄: «Θεῖόν τι δρᾶμα ἀκηκοότες πεπρακέναι σου τὴν κυριότητα τεθαυμάκαμεν ἐπὶ τῇ μεγάλῃ σου ὡς ἀληθῶς πίστει, ἄνθρωπε τοῦ θεοῦ. φασὶ γὰρ ὁ διδάξας χρήσασθαί σε τῇ ἱερᾷ εἰκόνι τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ἀντὶ ἀναδόχου τινὸς καὶ οὕτως ἐπιτελέσαι τὸ φώτισμα τοῦ θεοφυλάκτου σου τέκνου. καὶ ὢ τῆς πεποιθήσεως· οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ εὗρον τοσαύτην πίστιν ὁ Χριστὸς οὐ μόνον τότε τῷ ἑκατοντάρχῃ δοκῶ ἐπιφθέγξασθαι, ἀλλὰ καὶ σοὶ ἄρτι τῷ ἐφαμίλλῳ τῇ πίστει. εὕρατο τοίνυν ἐκεῖνος ὃ ἐπεζήτησεν, ἐπέτυχες καὐτὸς οὗ πέποιθας. ἐκεῖ τὸ θεῖον πρόσταγμα ἀντὶ τῆς σωματικῆς παρουσίας, κἀνταῦθα ἡ σωματικὴ εἰκὼν ἀντὶ τοῦ πρωτοτύπου· ἐκεῖ συμπαρῆν τῷ λόγῳ ὁ μέγας λόγος ἀοράτως τῇ θεότητι τὸ παράδοξον τῆς ἰάσεως ἐργασάμενος, κἀνταῦθα δὲ συνῆν ὁ μεγαλομάρτυς πνεύματι τῇ οἰκείᾳ εἰκόνι τὸ βρέφος δεχόμενος. Ἀλλὰ βεβήλοις μὲν ἀκοαῖς καὶ ἀπίστοις ψυχαῖς ταῦτα ἀπαράδεκτα ὡς ἄπιστα, καὶ μάλιστα τοῖς εἰκονομάχοις, τῇ δὲ σῇ εὐσεβείᾳ ἐναργῆ τὰ γνωρίσματά τε καὶ ὑποδείγματα πεφανέρωται. τί γὰρ τῷ θεῷ ἀδυνατεῖ παρέχειν τοῖς πιστεύουσιν; καὶ πῶς οὐχὶ ἐν τῇ εἰκόνι ὁ εἰκονιζόμενος ὁμωνύμως ὁρᾶταί τε καὶ εἶναι πιστεύεται;».

73. Τσουρδιοῦ Γ., «Ἡ παναγία ὡς νονά», Σύναξη 67(1998), σσ. 95-96.

74. Στρατηγόπουλος Κ.,(Πρωτ/ρος), «Ἡ συνάντηση μέ τήν μαγεία τῶν πολιτισμῶν». Σύναξη 67(1998), σσ. 53-55.

75. Σύγχρονα Λαογραφικά, σσ. 105-110.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ἀναγνωστόπουλος Ἰ., Ὁ θάνατος καί ὁ κάτω κόσμος στή δημοτική ποίηση ( Ἐσχατολογία τῆς δημοτικῆς ποίησης). Διδακτορική διατριβή. Ἀθῆναι 1984.

Armand Delatte, Anecdota Atheniensia , I,II, Textes grecs inédits rélatifs à l’ histoire des réligions , Liège- Paris 1927.σ. 8

Danielou J., Mythes paiens, mystere chrétien. Encyclopédie du Catholique au XXe sicle. Fayard, Je sais- je crois, Paris 1966.

Danielou J., Ἁγία Γραφή καί λειτουργία. Ἡ βιβλική θεολογία τῶν μυστηρίων καί τῶν ἑορτῶν κατά τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.Κέντρο βιβλικῶν μελετῶν «Ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς», Ἀθήνα 1981.

Dmitriewskij, Opisanie II,

E.Brouette, “ La civilisation chrétienne du XVIe s. devant le problème satanique » , Satan ( Études Carmélitaines), Paris 1948, 352-359.

Godwin J., Μυστηριακές θρησκεῖες τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Μετάφραση Παναγιώτη Χιωτέλη. Ἰνστιτοῦτο τοῦ βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Ἀθῆναι 41996.

J.Spier, Medieval Byzantin magical Amulets and theier tradition.Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 56(1993),25-62.

M.Th. Fögen, Die Enteignung der Wahrsager.Studien zum Kaiserlichen Wissenmonopol in der Spätantike, Frankfurt a.M. 1993, σ. 43,.

Mircea Eliade, Εἰκόνες καί σύμβολα ,Ἐκδ. Ἀρσενίδης , Ἀθήνα 1994, σ. 48.

Morris J.,Ταφικά τελετουργικά ἔθιμα καί κοινωνική δομή στήν κλασσική ἀρχαιότητα. Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης. Ἡράκλειο 1997.

Nilsson M., Ἑλληνική λαϊκή θρησκεία. Μετάφραση Ἰ. Θ. Κακριδῆ. Ἀθήνα 1979.

Tamara Talbot Rice, Ὁ δημόσιος καί ἰδιωτικός βίος τῶν βυζαντινῶν. Ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1988, σ 211.

Βέλλας, Ἀρχαιολογία, 176

Βέλλας,Θρησκευτικές προσωπικότητες Α 1, 131.

Γανωτής Κ., Ἡ ἀνεπάρκεια τῆς εἰδωλολατρικῆς θεολογίας τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων. Ἀπό τόν Ὀρφέα μέχρι τόν Πλάτωνα. Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς. Πειραιᾶς 2002.

Γιάγκου Θ., Κανόνες καί λατρεία. Θεσσαλονίκη 2001.

Ἄγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Χριστοήθεια ταὼν χριστιανῶν, Ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος Θεσσαλονίκη 1984, σ. 16.

Γιούλτσης Β., Κοινωνιολογία τῆς θρησκείας. Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1996.

Δευτεραῖος Ἄγ., Ὁ ἄρτος κατά τήν γέννησιν καί τήν τελευτήν. Ἡ συμβολική καί μαγική χρῆσις του ὑπό τῶν νεωτέρων ἑλλήνων. Ἀθῆναι 1979.

Ἡ Καθημερινή – Ἑπτά ἡμέρες, Οἱ 12 μῆνες. Τόμ. ΜΖ΄ Χειμώνας, τόμ. ΜΗ΄ Ἄνοιξη, τόμ. ΜΘ΄ Καλοκαίρι, τόμ. Ν΄ Φθινόπωρο. Ἀθῆναι 2002.

Θανάτσης Γιῶργος, Ἀρραβῶνες καί γάμοι μικρῆς ἡλικίας. Λαογραφική ἐξέταση. Διδακτορική διατριβή, Ἀθήνα 1983.

Θεοδοσίου Σ.- Δανέζης Μ., Ἡ ὁδύσσεια τῶν ἡμερολογίων. Τόμ. Α: Ἀναζητώντας τίς ρίζες τῆς γνώσης. Τόμ. Β: Ἀστρονομία καί παράδοση. Ἐκδόσεις Δίαυλος, Ἀθῆναι 1995.

Θεοδοσίου Σ.- Δανέζης Μ., Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Ἀστρονομία, Ἱστορία, Φιλοσοφία. Ἐκδόσεις Δίαυλος, Ἀθῆναι 2000.

Θερμός Β.( Πρωτ/ρος), Το ξεχασμένο μυστήριο, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2003.

Κurtz d.- Βoardman J., Ἔθιμα ταφῆς στόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο.

Καργάκος Σ., Ὀλυμπία καί ὀλυμπιακοί ἀγῶνες. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθῆναι 2001.

Καριώτογλου Ἀλ. , Ὁ παγανισμός στό χριστιανισμό. Σύναξη 67(1998)

Καρπεντερ Ε., Παγανισμός καί χριστιανική θρησκεία. Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου. Ἐκδόσεις Περίπλους, Ἀθήνα 2002.

Καρυώτογλου Ἀλ., Ὁ παγανισμός στό χριστιανισμό. Σύναξη 67(1998), σελ. 46-52.

Κεσελόπουλος Ἀνέστ., Ἡ λειτουργική παράδοση στόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000.

Κεφαλληνιάδης Ν.Α., Ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στήν Ἑλλάδα, μέσα ἀπό δημοτικά καί λαϊκά τραγούδια. (Λαογραφία-Παράδοση 24) Ἐκδόσεις Φιλιππότη, Ἀθήνα 1997.

Κορακίδης Ἀλ., Ἰωάσαφ Ἐφέσου(+1453)(Ἰωάννης Βλαδύντερος), Βίος, ἔργα διδασκαλία, Ἀθήνα 1992, σ. 238.

Κουκουλές Θεσσαλονίκης Εὐσταθίου , τά Λαογραφικ

Κυριακίδης Στίλπ ,Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς λαογράφος.

Κυριακίδης Στίλπ., Λαογραφία , τόμ. ΙΑ, σσ., 634-641:

Κυριακίδης Στίλπ., Λαογραφία, τ. ΙΒ, σ. 142.

Κυριακίδης Στλπ., Ἑλληνική Λαογραφία.ΜέροςΑ

Ἀλεξιάδης Μ.(ἐπιμ.), Εἰσαγωγή στή λαογραφία. (Φάκελος βιβλιογραφικοῦ ὑλικοῦ). Ἀθῆναι 2000.

Λουκάτος Δ., Ἐκκλησιαστικές φράσεις στη νεοελληνική γλώσα.Σύναξη 15(1985), σσ. 33-38. Πρβλ. Νέα Ἐστία 20(1936).

Λουκάτος Δ., Πασχαλινά καί τῆς ἄνοιξης.Λαογραφία-Παράδοση 2. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 31995.

Λουκάτος Δ., Σύγχρονα Λαογραφικά.Λαογραφία-Παράδοση 30. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 22003.

Λουκάτος Δ., Συμπληρωματικά τοῦ χειμώνα καί τῆς Ἄνοιξης. Λαογραφία-Παράδοση 54. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 1985.

Λουκάτος Δ., Τά καλοκαιρινά.Λαογραφία-Παράδοση 3. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 21992.

Λουκάτος Δ., Τά φθινοπωρινά.Λαογραφία-Παράδοση 4. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 21995.

Λουκάτος Δ., Χριστουγεννιάτικα καί τῶν γιορτῶν.Λαογραφία-Παράδοση 1. Ἐκδόσεις Φιλιππότη Ἀθήνα 21984.

Μαγεία και Χριστιανισμός. Εἰσηγήσεις εἰς τό Θεολογικόν Συνέδριον Ἱ. Μητροπόλεως Ἡλείας, 22-23 Φεβρουαρίου 1992. Ἔκδοσις Ἱ. Μητροπόλεως Ἡλείας, Ἀθῆναι 1993.

Μέγας Γ., Εἰσαγωγή εἰς τήν λαογραφίαν. Ἔκδοσις τρίτη, Ἀθῆναι 1975.

Μέγας Ὀ Μιχαἠλ Ψελλός ὡς λαογράφος. Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν ΚΓ 1953, σς. 99-109

Μέγας Γ., Ἑλληνικές γιορτές καί ἔθιμα τῆς λαϊκῆς λατρείας. Τρίτη ἔκδοση στή Δημοτική, Ἐστία, Ἀθῆναι 2003, σσ. 302.

Μερακλῆς Μ., Κοινωνική συγκρότηση. Ἑλληνική λαογραφία. Α΄ τόμος . Ἐκδόσεις Ὀδυσσέας, Η΄ Ἔκδοση, Ἀθήνα 1998.

Μήνη Χ., Νεοπαγανισμός. Ἡ ἀναγέννηση τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Ἐκδόσεις Ἀρχέτυπο, Ἀθῆναι 2000. Ἰνστιτοῦτο τοῦ βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Ἀθῆναι 1994.

Μολινός Στρ., Τά λαογραφικά τοῦ Δωδεκάμηνου. Λαογραφία-Παράδοση 18. Ἐκδόσεις Φιλιππότη, Ἀθήνα 1993.

Νικολαΐδης Ἀπόστολος, Ἡ κοινωνική δυναμική τῶν ἑορτῶν. Κοινωνική προσέγγιση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου, Ἀθῆναι 1998

Νικολάου Ν., Ὁ μεγάλος ἁγιασμός τῶν Φώτων μέσα ἀπό τά ἁγιωτικά κείμενα. Λαογραφία και λογοτεχνία. Ἐκδόσεις Γρηγόρη Αθήνα 2003.

Ξυδιᾶς Β., Οἱ Ἕλληνες ξανάρχονται.Σύναξη 69(1999), σσ. 5-22.

Παπαδόπουλος Κ. (Πρωτ/ρος), Τό μαγικό στοιχεῖο στή χριστιανική λατρεία. Σύναξη 67(1998), σελ. 27-29.

Παρασκευοπούλου Γερμ., (Ἀρχιμ.-Νῦν Μητροπολίτου Ἠλείας ), Αἱ ἐν Ἡλείᾳ μαγικαί ἐπωδαί ( Τά ξόρκια) ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου Ποιμαντικῆς. Πύργος 1976.

Παρασκευοπούλου Γερμ., (Ἀρχιμ.-Νῦν Μητροπολίτου Ἠλείας ), Τά φυλακτά τῆς Ἡλείας ὑπό τό φῶς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, Ἀθῆναι 1981.

Πολίτης Ν., Ὁ ἥλιος κατά τούς δημώδεις μύθους . Λαογραφικά Σύμμεικτα Β΄ 1975. Κέντρο Ἐρεύνης τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας, σσ. 130-183

Πολίτης Ν., Λαογραφικά Σύμμεικτα Β., Ἀθήνα 1921, σ. 1948, 6.

Σκαλτσῆς Π., Ὁ λαός ὡς πλήρωμα στή Θεία Λειτουργία, στό «Ἀναλόγιον», Τριμηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καί Κοζάνης 5, Καλοκαίρι 2003, σ. 54-.

Σμέμαν Ἀλ.(Πρωτ/ρος),Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη. Εἰσαγωγή στή λειτουργική θεολογία. Μετάφραση-ἐπιμέλεια π. Δημήτριος Τζέρπος. Ἀκρίτας 22003.

Στρατηγόπουλος Κ. , Ἡ συνάντηση μέ τήν μαγεία τῶν πολιτισμῶν.

Τζέρπος Δ.(Πρωτ/ρος),Ἡ ἀκολουθία τοῦ Νεκρωσίμου Εὐχελαίου.

Τζέρπος Δ.(Πρωτ/ρος), Λειτουργική Ἀνανέωση.Δοκίμια λειτουργικῆς ἀγωγῆς κλήρου καί λαοῦ.Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθῆναι

Τρωϊάνος Σ., Ἀπό τή μαγεία στήν «παρα-εκκλησιαστική μαγεία». Σύναξη 67(1998), σελ. 37-45.

Τσιοῦρδος Γ., Ἡ Παναγία ὡς νονά. Σύναξη 67(1998), σελ. 95-96.

Φίλιας Γ. , Πηγές καί ἐξέλιξη τῶν ἐξορκιστικῶν εὐχῶν. Σύναξη 67(1998), σελ. 71-94.

Φιλιππίδου Λ., Πρωτογόνων θρησκευτική ζωή. Ἀθῆναι 1964.

Ψυχογιοῦ Ἑλένη, Μαγεία καί ἑλληνική λαογραφία

Από το Δημοτικό στα… βάσανα του Ιντερνετ (Έλλη Ισμαηλίδου)


Δίνοντας ψευδή στοιχεία, όλο και περισσότεροι μαθητές Δημοτικού δημιουργούν προφίλ στα social media

Η διαδικτυακή αυτοδιάθεση της νέας γενιάς Ελλήνων προχωρά με ρυθμούς τόσο ταχείς που οι γονείς αδυνατούν να τους παρακολουθήσουν. Αποτέλεσμα; Στις (μέχρι πρότινος) αθώες ηλικίες του Δημοτικού τα παιδιά χρησιμοποιούν πλέον μαζικά το διαδίκτυο, συχνά χωρίς την έγκριση των γονέων τους ή ακόμα και από ίντερνετ καφέ. Ενα σημαντικό ποσοστό εξ αυτών μάλιστα δημιουργούν προφίλ σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης δίνοντας ψεύτικα στοιχεία για την ηλικία τους!

Ταυτόχρονα πολλοί γονείς αδυνατούν να θέσουν επαρκή όρια στη διαδικτυακή δραστηριότητα των παιδιών τους, καθώς οι ίδιοι δεν έχουν επαρκή εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες και συνεπώς δεν μπορούν να αξιολογήσουν με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα τους κινδύνους αλλά και τα πλεονεκτήματα τους.
Σύμφωνα με στοιχεία του ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου, τα οποία παρουσιάστηκαν στην ημερίδα «Γονέας στον 21ο αιώνα» που διοργάνωσαν τα εκπαιδευτήρια Δούκα, η χρήση του διαδικτύου – με τους κινδύνους αλλά και τα πλεονεκτήματα που αυτή συνεπάγεται – διαδίδεται σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες.
Ειδικότερα, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, το 88% των μαθητών χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο εκτός σχολείου, το 80% χρησιμοποιούν το κινητό, ενώ το 60% δημιουργούν προφίλ σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ας σημειωθεί ότι για τη χρήση των social media απαιτείται – τυπικώς τουλάχιστον – το άτομο να είναι ενήλικο.
Κατά συνέπεια, όσοι μαθητές δημιουργούν προφίλ στο Facebook, στο YouTube, στο Twitter και σε σειρά άλλων δημοφιλών ιστοσελίδων δίνουν ψευδή στοιχεία για την ηλικία τους, παραβιάζοντας τους όρους χρήσης των εν λόγω ιστοσελίδων.
Μαθητές Δημοτικού στο Facebook
Σε ηλικίες κάτω των δεκατριών ετών, όπου υποτίθεται ότι η πρόσβαση πρέπει να είναι τουλάχιστον ελεγχόμενη – ή και κλειστή σε ορισμένες δραστηριότητες – η διαδικτυακή αυτονομία έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία πενταετία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Μονάδα Εφηβικής Υγείας της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με το Γραφείο Αγωγής Υγείας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α’ Αθηνών και το ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου σε 28 Δημοτικά σχολεία της Αττικής, το 46% των μαθητών Δημοτικού χρησιμοποιούν το διαδίκτυο εκτός σχολείου, το 36% χρησιμοποιούν κινητό τηλέφωνο, ενώ το 15% έχουν προφίλ σε ιστοσελίδα social media.
Τα εν λόγω στοιχεία φανερώνουν το κενό ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, που υπάρχει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και αφορά όχι μόνο τους ίδιους τους μαθητές, αλλά και τους δασκάλους τους. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως τα παιδιά φαίνεται να αντιδρούν στη γονική επίβλεψη, στην πραγματικότητα αποζητούν την καθοδήγηση μπροστά στο αχανές τοπίο του Διαδικτύου.
Ειδικότερα, το 17% των μαθητών δήλωσαν ότι θα ήθελαν οι γονείς τους να ασχολούνται περισσότερο με τις διαδικτυακές τους δραστηριότητες. Ταυτόχρονα, επτά στους δέκα εκπαιδευτικούς δήλωσαν ότι η εκπαίδευση γύρω από την ασφαλή χρήση του Διαδικτύου θα έπρεπε να ξεκινά από το Δημοτικό, ενώ μόλις το 5% εξ αυτών θεωρούν ότι η εν λόγω εκπαίδευση πρέπει να ξεκινά στο γυμνάσιο. Μάλιστα, το 25% υποστήριξαν ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, η εκπαίδευση στη διαδικτυακή ασφάλεια θα έπρεπε να ξεκινά… στο νηπιαγωγείο.
Δάσκαλοι, μόνοι, ψάχνουν
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών σε αυτό το περιβάλλον είναι κάθε άλλο παρά απλός. Επωμίζονται το έργο να καθοδηγήσουν και να ενημερώσουν τα παιδιά, τη στιγμή που οι ίδιοι συχνά δεν αντιλαμβάνονται τις λεπτές ισορροπίες της διαδικτυακής δραστηριότητας. Η φοβική προσέγγιση απέναντι στο ίντερνετ δεν βοηθά τους μαθητές να αναπτύξουν το σύνολο των δυνατοτήτων τους, ενώ μία υπερβολικά φιλελεύθερη αντιμετώπιση μπορεί να εκθέσει τους μαθητές σε κινδύνους όπως ο εκφοβισμός και η αποπλάνηση ανηλίκου.
Το 70% των μαθητών παραδέχτηκαν ότι οι δάσκαλοι τους έχουν χρησιμοποιήσει κάποιον τρόπο «διαμεσολάβησης», με στόχο να τους καθοδηγήσουν στη χρήση των νέων τεχνολογιών. Ωστόσο, οι ίδιοι οι δάσκαλοι φαίνονται προβληματισμένοι αναφορικά με το (ολοένα πιο διαδεδομένο) φαινόμενο να δημιουργούν οι μαθητές Δημοτικού προφίλ σε social media. Στο ερώτημα «γιατί όλο και περισσότερα παιδιά κάτω των δεκατριών ετών δημιουργούν προφίλ στο Facebook δίνοντας ψευδή στοιχεία για την ηλικία τους, παραβιάζοντας έτσι τους όρους του Facebook;» οι δάσκαλοι εμφανίστηκαν διχασμένοι.
«Επειδή έχουν και οι φίλοι τους προφίλ», ήταν η απάντηση που επέλεξαν το 82% των εκπαιδευτικών. Το 72% έριξαν το φταίξιμο στους γονείς, απαντώντας ότι αιτία του φαινομένου είναι ότι «οι γονείς δεν ελέγχουν τι κάνει το παιδί τους στο διαδίκτυο». Για το 52% των ερωτηθέντων ευθύνεται το Facebook «γιατί δεν ελέγχει επαρκώς» την τήρηση των όρων χρήσης, ενώ το 42% απάντησαν ότι «οι γονείς δεν διαβάζουν τους όρους χρήσης πριν επιτρέψουν στα παιδιά τους να επισκεφτούν κάποιον ιστοχώρο».
Ο ρόλος των γονέων οφείλει, σύμφωνα με τους ειδικούς, να εξελίσσεται σε «συμπαραστάτη» στο διαδικτυακό ταξίδι, αντί για αστυνόμο ή τιμωρό σε περίπτωση παραπτώματος. Υπό αυτή την οπτική, το ποσοστό των μαθητών Δημοτικού που σερφάρουν στο διαδίκτυο μαζί με τους γονείς τους (35%) θα όφειλε να αυξηθεί, ενώ θα ήταν σκόπιμο να μειωθεί το ποσοστό των μαθητών που δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο πάντα μόνοι τους, χωρίς την παρουσία των γονέων (38%). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 13% των μαθητών Δημοτικού δήλωσαν ότι σερφάρουν από… ίντερνετ καφέ.
Απόρροια της έλλειψης γονικής καθοδήγησης είναι και η συμπεριφορά των παιδιών σε περίπτωση που συναντήσουν κινδύνους ή προβλήματα. Αντί να στραφούν στους γονείς τους, το 71% των μαθητών δήλωσαν ότι συμβουλεύονται τους συνομήλικους τους. Σε ό,τι αφορά, τέλος, την «κοινωνική» ζωή των μαθητών στο ίντερνετ, το 39% εξ αυτών δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να συνομιλήσουν με άλλα παιδιά, ενώ μόλις το 9% παραδέχθηκαν ότι αποκαλύπτουν προσωπικές τους πληροφορίες στο Διαδίκτυο.

(Πηγή: «ΤΟ ΒΗΜΑ» 1/3/2012)

Η Μεγάλη Δοξολογία. (Θεολογικό σχόλιο) Α΄ (Α. Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγ. Παν/μίου)

 

«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως, δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».

 

Η Δοξολογία ψάλλεται στο μεταίχμιο μεταξύ του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας. Είναι ένας περιεκτικότατος δοξολογικός ύμνος προς τον Τριαδικό Θεό, μια ορθόδοξη προσευχή προς τον Πλάστη και Σωτήρα μας.

Η δοξολογική ανύμνηση του Θεού είναι το έργο των αγγελικών φύσεων στον ουρανό. Τα μακάρια πνεύματα, εισελθόντα μετά τη δοκιμασία τους στο χώρο της άφθορης θείας δόξας και καταλαμπόμενα από το τρισήλιο φως της θεότητας, ως φώτα δυνατά δεύτερα μετά το πρώτο άπειρο και μακάριο φως, αναλύονται σε ατελεύτητο ύμνο της θείας μεγαλοσύνης, την οποία ελεύθερα υπηρετούν. Το διακονικό έργο των αγγέλων είναι παράλληλα και έργο δοξολογικό. Αλλά και των ανθρώπων το έργο, που είναι πλάσματα της Σοφίας του Θεού, είναι ομοίως δοξολογικό και ευχαριστήριο, μάλιστα μετά το απολυτρωτικό έργο του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού, που σταυρώθηκε για τη σωτηρία τους.

«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως». Στο στίχο αυτό η ορθόδοξη ψυχή δοξάζει το Θεό που έδειξε το φως· το φυσικό φως που δημιουργήθηκε πριν απ’ όλα, στο οποίο θάλλει και ζωογονείται η κτίση και έξω από το οποίο υπάρχει το σκότος, η νέκρωση και ο θάνατος. Το φως με τη φωτιστικότητα και τη θαλπωρή του είναι η βάση κάθε ζωικής φύσεως, το πρώτιστο και το μεγαλύτερο αγαθό που έχουμε από τον Πλάστη μας. Νιώθοντας τη ζωογόνο θαλπωρή του, ο άνθρωπος ανατείνει αυθόρμητα στο φωτοδότη Δημιουργό, τον οποίο δοξάζει για την τόσο μεγάλη δωρεά του.

Παράλληλα όμως η δοξολογική ανύμνηση μπορεί να έχει αναφορά και στο άλλο φως, το μυστικό και αθέατο, που απορρέει αΐδια από την άπειρη ουσία του Θεού και καταλάμπει τις καθαρές πνευματικές φύσεις, το φως το ιλαρό και ανέσπερο, η άκτιστη ενέργεια του Χριστού και η μακάρια δόξα της Τριάδος, στους κόλπους της οποίας αναπαύονται τα κτιστά όντα και μάλιστα οι αμόλευτες πνευματικές φύσεις, και από την οποία αποκλείονται μόνον οι ακάθαρτες ψυχές, τα σκοτεινά πνεύματα της αποστασίας και οι πωρωμένοι στην κακία άνθρωποι.

Ο Θεός, που είναι φως και έδειξε το φως, βρίσκεται στους ουρανούς, στα «ύψιστα». Εκεί προσπαθεί να τον φθάσει η δοξολογική ανύμνηση της Εκκλησίας. Τί εννοούμε όμως εντοπίζοντας τον Θεό στα ύψιστα; Ο Θεός, ως άπειρο και απόλυτο ον, δεν μπορεί φυσικά να εντοπισθεί πουθενά. Πληροί τα πάντα και βρίσκεται πέρα και έξω από τα πάντα. Δεν σχετίζεται από τίποτε ο Θεός, γιατί είναι φύση ακατάσχετη. Ούτε βρίσκεται πουθενά, όπως εμείς χαρακτηρίζουμε τις φυσικές καταστάσεις στο χρόνο και τον τόπο που ζούμε. Παρόμοιες ιδέες, που σχετικοποιούν τον απόλυτο Θεό, είναι ανάξιες της θείας απειρίας. Τα «ύψιστα», όπως και το «εν ουρανοίς» της Κυριακής προσευχής που αναφέρονται στην κατοίκηση του Θεού, δεν είναι εκφράσεις πραγματικές και ουσιαστικές, αλλά περιγραφές ανθρωπομορφικές (δηλαδή όπως εμείς φανταζόμαστε ότι είναι ο Θεός), συμβατικές και σχηματικές, που θέλουν να παραστήσουν κάποια αλήθεια, που δεν μπορεί αλλιώτικα να εκφραστεί από τον πεπερασμένο άνθρωπο.

Έτσι με αυτές προσπαθούμε να παραστήσουμε τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια του Θεού, τον οποίον εντοπίζουμε με τη φαντασία μας στα υψηλά, στο «χώρο» όπου ενδιαιτώνται οι άγγελοι, η αστράφτουσα δορυφορία του «εν υψηλοίς» οικούντος Δεσπότου της κτίσεως. Παράλληλα διά των φράσεων αυτών θέλουμε να τονίσουμε την απόλυτη υπερβατικότητα, καθαρότητα και αγιότητα του Θεού, ο οποίος είναι απόμακρος, όχι με την έννοια της αδιαφορίας για τα πλάσματά του, αλλά γιατί η φύση του βρίσκεται πολύ μακριά από την ηθική ακαθαρσία και την αμαρτωλότητα της γης. Όποιος βρίσκεται ψηλά, δεν κοινωνεί με τα ευτελή και χαμαίζηλα. Είναι άγιος.

Ο «εν υψίστοις οικών» Θεός, ο απόμακρος και χωρισμένος από τη χθαμαλότητα της εγκόσμιας πραγματικότητος, δεν έχει καμιά αναφορά προς τα πράγματα της γης; Ασφαλώς έχει. Σ’ αυτό μας προσανατολίζει η συνέχεια του δοξολογικού στί­χου, «και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

Ο Θεός μπορεί μεν να μην έχει καμιά σχέση με την αμαρτωλή γη, όμως δεν παύει ο κόσμος να είναι έργο των χειρών του και αντικείμενο της θείας του πρόνοιας. Πρόκειται για τις εξωτερικές ενέργειες του Θεού με επίκεντρο την τύχη των λογικών πλασμάτων του, τα οποία ελεύθερα απομακρύνθηκαν από το θέλημά του και περιέπεσαν υπό το κράτος των δαιμονικών φύσεων.

Οι στίχοι ακριβώς αυτοί αποτελούσαν το νικητήριο μήνυμα, που έψαλαν οι άγγελοι κατά τη νύχτα της γεννήσεως του Χριστού, όταν ο ουρανός αγκάλιαζε τη γη και φωτίζονταν τα πέρατα από την αστραπή του Θεού. Το μήνυμα της γεννήσεως του Χριστού ήταν μήνυμα ειρηνικό· «και επί γης ειρήνη». Ήταν το μήνυμα ειρήνης του Θεού σ’ ένα κόσμο σπαρασσόμενο από τον πόλεμο και τα μίση, από το πύρωμα της έχθρας και το αγρίεμα της φύσεως, από το σκορπισμό της αμαρτίας και την κακουργία των δαιμονικών φύσεων. Με την ενέργεια της θείας ενανθρωπήσεως εγκαθίσταται στη γη η συμφιλίωση Θεού και ανθρώπων. Οι άνθρωποι γαληνεύουν στην ειρήνη του Θεού. Μαλακώνει η ζωή τους. Ελευθερώνονται από το αγκάλιασμα της φθοράς και του θανάτου. Φτερώνονται από τη μεγάλη χαρά και την ελπίδα της απολυτρώσεως. Νιώθουν παιδιά αγαπητά του Θεού. Ειρηνεύουν μεταξύ τους, με την εξωτερική φύση, με τον Θεό. Ζουν στη διάσταση της αγάπης, που έφερε στον κόσμο η σάρκωση της μεγάλης Αγάπης. Ο Χριστός είναι το κέντρο της συμφιλιώσεως και της ειρήνης, της ειρήνης που υπερέχει «πάντα νουν», το κέντρο συνοχής και επανενώσεως «των διεστώτων», που επιτεύχθηκε στο ξύλο του σταυρού.

Και όλ’ αυτά, γιατί με την ειρήνη που εγκαταστάθηκε στον κόσμο με τη γέννηση του Χριστού, σαρκώνεται η αγαθή βούληση του Θεού μεταξύ των ανθρώπων «εν ανθρώποις ευδοκία». Αυτό που πάντα ήθελε ο Θεός για τη σωτηρία του κόσμου και ήταν κρυμμένο στο απειρόσοφο σχέδιο της προαιώνιας θείας του βουλής, τώρα γίνεται πραγματικότητα. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος και σηκώνει τον άνθρωπο ψηλά στο Θεό. Γίνεται γνωστό το θέλημά του στους ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να αγιάζουν το Όνομά του, πράττοντας τις βουλές και το νόμο του, ακριβώς όπως γίνεται στον ουρανό με τους αγγέλους (Κυριακή προσευχή). Η θεία ευδοκία δημιουργεί μια νέα διάσταση ζωής για τα λογικά πλάσματα του Θεού πάνω στη γη, εμψυχωμένη από την αλήθεια και το Νόμο του Θεού, που είναι προάγγελος ελεύσεως της θείας βασιλείας. Στη διάσταση αυτή η αμαρτία απονευρώνεται, χάνεται. Ζει και υπάρχει μόνο εκείνο που θέλει ο Θεός. Το βούλημα του διαβόλου (κατ’ αρχήν φυσικά) εξαφανίζεται.

 

«Υμνούμεν σε, ευλογούμεν σε, προσκυνούμεν σε, δοξολογούμεν σε, ευχαριστούμεν σοι διά την μεγάλην σου δόξαν».

 

Ο δοξολογικός ύμνος συνεχίζεται. Με τέσσερα συνώνυμα ρήματα η ψυχή εκφράζει τη λατρεία της στον Κύριο της δόξης. Ο ύμνος, η ευλογία, η προσκύνηση, η δοξολόγηση και η ευχαριστία συνθέτουν το περιεχόμενο της δοξολογικής προσευχής της Εκκλησίας. Η δόξα του Τριαδικού Θεού είναι το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει την ορθόδοξη λατρεία. Είναι διάσπαρτη στην ασματική ακολουθία της.

«Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι», ψάλλει σε κάθε στιγμή η ορθόδοξη ψυχή. Ψάλλει τη δόξα της Τριάδος που είναι διάχυτη στο σύμπαν. Τόσο στα μικρά πλάσματα όσο και στα μεγάλα. Σε ό,τι ζει και κινείται, στις μικρές πνοές και τις μεγάλες· σε ό,τι έχει ουσίωση στα όντα ανακλάται η δόξα του Θεού, στα έργα του που βγήκαν από την ακτίνα της θείας του ενέργειας. Όλα ανυμνούν τη θεία μεγαλοσύνη, τη σοφία, την αγαθότητα και τη θεία παντοδυναμία. «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε των χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα», αναφωνεί έκπληκτος ο Ψαλμωδός, ατενίζοντας τις ομορφιές της κτίσεως, που ανακλούν το άφθιτο κάλλος του Θεού· για να προσθέσει· «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».

Κυρίως όμως ο άνθρωπος, το τελειότερο πλάσμα, που φέρει μέσα του όλες τις ομορφιές και τις χάρες του Θεού, η εικόνα και ομοίωση του πλάστη, ανυμνεί τον Θεό για την περίοπτη θέση που έχει στη φυσική κτίση και το μεγάλο προνόμιο να συγγενεύει προς το δημιουργό του. Και όχι μονάχα γι’ αυτό, αλλά και για την ιδιαίτερη θέση που κατέχει στην αγαθότητα και την πρόνοιά του, στο γεγονός ότι ο Υιός του Θεού γεννήθηκε άνθρωπος και πέθανε γι’ αυτόν, όταν ο ίδιος ασυλλόγιστα απομακρύνθηκε από την αυλή του Πατέρα και χάθηκε στην ερημιά της αποστασίας και του πνευματικού θανάτου. Έτσι η θριαμβική ανύμνηση της δόξας του Θεού που συγκρατεί και συνέχει τα πάντα, καταλήγει σ’ ευχαριστία για την άπειρη θεία δωρεά, που πνίγει τον άνθρωπο. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα. Ο άνθρωπος, έκθαμβος μπροστά στο μεγάλο θαύμα του Θεού και χωρίς ουσιαστικά να μπορεί να το κατανοήσει και να το ερμηνεύσει, και μη μπορώντας τίποτε άλλο, κάνει τραγούδι τη δόξα του Θεού, εκφράζοντας έτσι το θαύμα που διαδονεί την καρδιά του, και τα αισθήματα συγκινήσεως που κατακλύζουν την ψυχή του· ενώ παράλληλα ευχαριστεί τον Πλάστη του για την απειρία των δωρεών και των θαυμασίων του.

«Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυ­μασίων σου», αναφωνεί με εκστατικό δέος η Εκκλησία προς τον πάνσοφο δημιουργό της. «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος», αρχίζει τη Λειτουργία της η Εκκλησία. Αυτά και άλλα πολλά συνθέτουν τη δοξολογική λατρεία της Ορθοδοξίας. Δόξα μαζί και ευχαριστία, ανύμνηση και ευχαριστήριος αίνος για τις δωρεές και την άπειρη σοφία του τριαδικού Θεού.

 

«Κύριε Βασιλεύ, επουράνιε Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ· Κύριε Υιέ μονογενές, Ιησού Χρι­στέ, και Άγιον Πνεύμα».

 

Στο στίχο αυτό γίνεται μνεία του Τριαδικού Θεού της πίστεως, ο οποίος αποτελεί το κέντρο της δοξολογίας της Εκκλησίας. Οι πιστοί υμνολογούμε τον έναν τρισυπόστατο Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το άγιο. Η τριπλότης των υποστάσεων στην αγία Τριάδα δεν παραβλάπτει την ενότητα της θείας ουσίας. Οι υποστάσεις ή τα πρόσωπα είναι θεοπρεπείς διακρίσεις στη θεότητα, που εκφράζουν τον τρόπο υπάρξεως του ενός Θεού, χωρίς να καταστρέφουν την απλότητα της θείας ουσίας, να επιφέρουν δηλαδή σ’ αυτήν σύνθεση και μερισμό, όπως συμβαίνει στα κτιστά όντα. Επομένως ένας είναι κατ’ ουσίαν ο Θεός και όχι τρεις. Στο δόγμα μας δεν έχουμε τριθεϊσμό, όπως πολλοί συνήθως το κατηγορούν με περισσή επιπολαιότητα και άγνοια.

Βέβαια η ενότητα στην Τριάδα, όπως κι αν μελετηθεί, παραμένει απρόσιτο μυστήριο, στο οποίο δεν μπορεί να αναχθεί ο φυσικός ανθρώπινος νους. Είναι δόγμα που το δεχόμαστε με την πίστη μας, παρ’ ότι ενδεχομένως το απορρίπτουμε με το λογικό μας. Ούτε πάλι οι υποστάσεις είναι χρονικές διακρίσεις στο Θεό, αλλ’ αΐδιες σχέσεις, μη επιδεχόμενες το πρότερο και το ύστερο στην τριαδική θεότητα. «Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα και Πνεύμα το άγιον» είναι ο καθιερωμένος τύπος που εκφράζει τις θεοπρεπείς σχέσεις των προσώπων στη θεότητα.

Η πρώτη υπόσταση είναι ο Πατήρ. Λέγεται έτσι γιατί γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το άγιο. Είναι άναρχος και αγέννητος. Είναι η «πηγαία θεότης» από την οποία προέρχονται τα άλλα δύο πρόσωπα της αγίας Τριάδος. Δεν είναι υπέρμετρος των δύο άλλων προσώπων, τα οποία, ως φέροντα την ίδια ουσία (ομοούσια) είναι ομότιμα και ομοδύναμα με αυτόν. Παρόλο ότι τα πρόσωπα διακρίνονται μεταξύ τους (υπάρχει δηλαδή διαφορά στον τρόπο υπάρξεώς τους· τη φύση της οποίας αγνοούμε), παράλληλα συνάπτονται με την άγαπητική αλληλεπεριχώρησή τους. Κάθε πρόσωπο δηλαδή εμπεριχωρεί και εμπεριχωρείται από τα δύο άλλα, κ.ο.κ.

«Κύριε Βασιλεύ, επουράνιε Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ». Ο στίχος χαρακτηρίζει τον Πατέρα Κύριο, Βασιλέα, επουράνιο Θεό, Πατέρα παντοκράτορα. Όλα εκφράζουν την άπειρη δύναμη και εξουσία του. Είναι Κύριος. Όλα είναι υποταγμένα στην κυριότητά του. Δεν υπόκειται σε καμιά άλλη δύναμη έξω από αυτόν, γιατί τέτοια δύναμη δεν υπάρχει. Μόνο τα δημιουργήματα υπάρχουν, τα οποία όμως δεν έχουν αυτοτέλεια, είναι πλασμένα από τη θεία του ενέργεια και ως πλάσματά του υπακούουν σ’ αυτόν. Ο Πατήρ είναι Βασιλεύς. Άρχει επί των κτισμάτων του, βασιλεύει στην κτίση και στα πέρατα, το θείο του θέλημα είναι ρυθμιστικός παράγων του σύμπαντος, κυρίως των λογικών πνευματικών φύσεων. Ό,τι υπάρχει είναι δούλο στη θέλησή του, υπήκοο στη βουλή και τα προστάγματά του. Καμιά δύναμη δεν μπορεί ν’ αντικρούσει τη βασιλική του ιδιότητα.

Είναι παράλληλα Θεός επουράνιος. Βρίσκεται στους ουρανούς, σχηματική έκφραση που σημαίνει τη μεγαλοπρέπεια και τη δόξα του, καθώς και την απόλυτη αγιότητά του, το γεγονός ότι είναι απομακρυσμένος από την αμαρτία και την κακότητά της

Είναι, τέλος, Πατήρ παντοκράτωρ. Δεν είναι αυθαίρετος δυνάστης ο Θεός, όπως αυθαίρετοι είναι οι ηγεμόνες της γης, αλλά πατέρας στοργικός, πλήρης αγάπης για ό,τι πλάστηκε από τα χέρια του, και κυρίως για τη λογική εικόνα του, τον άνθρωπο. Δεν είναι όμως πατέρας αδύναμος, ο οποίος να κάμπτεται από την όποια περίσταση, αλλά παντοκράτωρ, παντοδύναμος. Τίποτε δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο θέλημά του, να ματαιώσει τη βουλή του. Επομένως το πλάσμα μπορεί να εμπιστεύεται την πρόνοια και την αγάπη του, γιατί είναι Πατέρας που αγαπά και θέλει και δύναται. Και μπορεί να συντηρήσει και να προστατεύσει τα παιδιά του στις όποιες ανάγκες και δυσκολίες τους.

Κατόπιν χαρακτηρίζεται ο Λόγος ως Κύριος, Υιός μονογενής, Ιησούς Χριστός. Ο χαρακτηρισμός «Υιός μονογενής» αναφέρεται στη θεολογική Τριάδα. Ο Λόγος είναι ο Υιός ο μονογενής του Πατρός. Ο Πατήρ δεν έχει πολλούς υιούς. Έχει έναν και μόνο, τον οποίο γεννά αϊδίως από την άπειρη ουσία του. Η γέννηση του Υιού είναι θεοπρεπής. Ουδέν πάθος υφίσταται ο Πατήρ γεννώντας τον Υιό. Είναι γέννηση απαθής και άφθαρτη. Η γέννηση είναι το υποστατικό ιδίωμα του Υιού, το οποίο είναι ακοινώνητο και αμετάδοτο. Μόνο ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και κανένας άλλος. Είναι δε η γέννηση του Υιού αναγκαία στη θεότητα. Δεν γεννάται ο Υιός επειδή το θέλει ο Πατήρ. Αντίθετα, τα κτίσματα προέρχονται από τη δημιουργική θέληση του Θεού. Υπάρχουν στο μέτρο που θέλει ο Θεός να υπάρχουν, ο οποίος και τα δημιουργεί εκ του μηδενός. Αν δεν θέλει να τα δημιουργήσει, δεν μπορούν να έλθουν στο είναι, να υπάρξουν. Ο Υιός όμως υπάρχει κατ’ ανάγκην στον Πατέρα, ο οποίος δεν μπορεί να νοηθεί Πατήρ, χωρίς τον Υιό. Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει ο Άρειος, ο οποίος δεχόταν τον Λόγο ως κτίσμα του Πατρός. Δεν μπορούσε να εννοήσει την αϊδιότητα της υπάρξεως του Υιού, διότι αυτό θα συνεπαγόταν αυτόματα και τη θεότητά του.

Ο χαρακτηρισμός «Ιησούς Χριστός» αναφέρεται στον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού. Ο Λόγος έγινε αληθινός άνθρωπος, για να ζήσει επί της γης και να λυτρώσει το γένος από το ζυγό της δουλείας της αμαρτίας, από τη φθορά της φύσεως και τη νέκρωση του πνευματικού θανάτου. Εκφράζει το στάδιο της ταπεινώσεως του Λόγου, την άφατη κένωσή του και το πάθος του για να κληρονομήσουμε εμείς τον πλούτο της θεό­τητάς του, τα ευχήματα της λαμπρότητας και της θείας δόξας του. Σημαίνει την πλήρη ανάληψη της ανθρώπινης φύσεως, την οποίαν ένωσε και θέωσε στο αΐδιο πρόσωπό του. Ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτόν λατρεύει με πανηγυρική χαρά, δοξάζει και ανυμνεί το λυτρωμένο σώμα της Εκκλησίας. Είναι η χαρά, η λύτρωση και η ελπίδα της.

Τέλος στην Τριάδα εντάσσεται, τρίτο κατά σειρά, το «Άγιον Πνεύμα». Το Πνεύμα εκπορεύεται αϊδίως εκ του Πατρός. Είναι Θεός εκ Θεού αληθινός. Δεν υποτάσσεται στον Πατέρα ούτε και στον Υιό. Είναι Πνεύμα εύθές και ηγεμονικό. Είναι άγιο και πηγή άγιότητος. Η χάρη του στηρίζει τα όντα, τα οποία συνάπτει με τη θεότητα. Τελειοποιεί το έργο, που προέρχεται «εκ Πατρός δι’ Υιού». Η εκπόρευσή του είναι διαφορετική από τη γέννηση του Υιού. Σε τί συνίσταται όμως η διαφορά αγνοούμε. Εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός και πέμπεται εγχρόνως στη γη διά του Υιού, προς τελείωση του έργου της απολυτρώσεως.

Το Filioque, ότι δηλαδή το Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, είναι λατινική αντίληψη λαθεμένη, κορυφαία αίρεση τριαδολογική. Το Πνεύμα το άγιο είναι η ψυχή της Εκκλησίας, η αρχή αγιασμού του σώματός της και των επί μέρους πιστών. Η Εκκλησία ζει και κινείται με τα χαρίσματα και τις διακονίες που χορηγεί σ’ αυτήν το Πνεύμα το άγιο, το οποίο την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν». Με τη χάρη του αγ. Πνεύματος αγιάζονται οι πιστοί, θεοποιούμενοι.

Τον έναν τρισυπόστατο Θεό, τον Θεό που φανέρωσε στους ανθρώπους ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το άγιο, με κύματα πανηγυρικής χαράς και ευχαριστήρια ευγνωμοσύνη, πανηγυρίζουμε οι πιστοί στη Δοξολογία μας, που ψάλλουμε στις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας.

 

(Ανδρέα Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Η Μεγάλη Δοξολογία»(Θεολογικό σχόλιο). Εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 7-21)

 

 

Η επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο. (Θεοφάνους Κεραμέως, ομιλία στο β΄ Εωθινό Ευαγγέλιο)


Όταν πλέον πέρασε η λύπη του Σαββάτου και ενεργήθηκε το μυστήριο της αναστάσεως και ο Ήλιος της δικαιοσύνης σαν από κάποιο ορίζοντα ανέτειλε, τότε η τριάδα των ιερών γυναικών που μετέφεραν τα αρώματα έφθασε στο ζωηφόρο μνήμα. «Και πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, έρχονται στο μνήμα, μόλις ανέτειλε ο ήλιος». Γιατί η Εύα, επειδή απατήθηκε κατά το δειλινό, εξορίζεται από τον τόπο της απολαύσεως (παράδεισο). Αντίθετα όμως, οι απόγονοί της σπεύδουν πολύ πρωί να μάθουν την αποκατάσταση της πρώτης μητέρας του ανθρώπινου γένους (Εύας), που έγινε μέσω της αναστάσεως.

Σπεύδουν λοιπόν, καθώς ανέτειλε ο ήλιος. Γιατί ο ήλιος σαν να ανέτειλε από τα κατώτερα μέρη της γης, δημιούργησε μια καινούργια ημέρα για τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Και επειδή το αρχικό φως, που δημιουργήθηκε την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η αμαρτία το αμαύρωσε, την ίδια ακριβώς ημέρα αφού αναστήθηκε ο Κύριος, δημιούργησε μια παρατεταμένη πρωία. Πράγμα το οποίο, όπως εγώ νομίζω, ο ευαγγελιστής έχει φανερώσει με την έκφραση· «και πολύ πρωί». Γιατί με την ανάσταση του Χριστού οι ψυχές δεν βρίσκονται πλέον φυλακισμένες στις σκοτεινές κρυψώνες του άδη. Και έλεγαν μεταξύ τους· «Ποιός θα μας κυλίσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος»; Η Μαρία λοιπόν η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, η οποία πιστεύουμε ότι είναι η υπέραγνη Δέσποινα (αυτήν δηλαδή ονομάζουν τα Ευαγγέλια μητέρα Ιακώβου και του Ιωσή), είχαν πάει από πριν στον τάφο, και δεν ήταν εντελώς άπειρες από το γεγονός της αναστάσεως, και μάλιστα, επειδή ήταν με πάρα πολύ φλογερό πόθο ενισχυμένες, έτρεχαν να πάρουν μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Η Σαλώμη δε, επειδή ήλθε στον τάφο για πρώτη φορά πριν από λίγο χρόνο, γνώριζε ότι μια μεγάλη πέτρα εμπόδιζε την είσοδο του μνήματος. Γιατί ήταν και αυτή μαζί με τον κύκλο των γυναικών που ακολουθούσαν τη Θεοτόκο την ώρα που τοποθετούσαν το Δεσποτικό σώμα στον τάφο και έβλεπε που έχει τοποθετηθεί, όπως ο Ματθαίος και ο Μάρκος μάς ανέφεραν. Ο μεν Ματθαίος τη γνώριζε από τα παιδιά της, ο δε Μάρκος από το όνομά της. Επειδή αγνοούσε τί επακολούθησε, απορεί σχετικά με την πέτρα· γιατί δικός της ήταν ο λόγος· «Ποιός θα μας κυλίσει την πέτρα». Γι’ αυτό και οι Μαρίες, επειδή πράγματι γνώριζαν ότι η πέτρα είχε αποκυλιστεί, λύνουν την απορία της με το γνέψιμο των ματιών· «Και όταν σήκωσαν τα μάτια τους, βλέπουν ότι η πέτρα είχε κυλιστεί»· γιατί με το «όταν σήκωσαν τα μάτια τους», δήλωσε το δείξιμο με το γνέψιμο (νεύμα) των οφθαλμών. Φανερώνεται επίσης και το μέγεθος της πέτρας, όταν λέει· «ήταν δε (η πέτρα) πάρα πολύ μεγάλη», και αποδεικνύοντας ότι την πέτρα δεν την κύλισαν τυμβωρύχοι και κλέφτες, προσπαθώντας να κλέψουν το νεκρό, σύμφωνα με τους συκοφάντες αρχιερείς, οι οποίοι έλεγαν στον Πιλάτο· « Μήπως αφού έλθουν οι μαθητές του κατά τη διάρκεια της νύχτας, τον κλέψουν». Πρέπει δε να γνωρίζουμε ότι ο τάφος εκείνος ήταν σπηλιά κατασκευασμένη με ανθρώπινα χέρια, της οποίας την είσοδο ο Ιωσήφ είχε κλείσει με τη μεγάλη εκείνη πέτρα, που την έσυρε με τη βοήθεια πολλών ανθρώπων, ούτως ώστε να μην είναι δυνατόν από πολλούς εύκολα να μετακινηθεί. Επιπλέον ήταν σημαδεμένος και με τις σφραγίδες. Αλλά ήταν αληθινά πάρα πολύ μεγάλος αυτός που είχε μετακινήσει την πέτρα· γιατί τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει το «Ήταν πάρα πολύ μεγάλη» και έτσι να το εκλαμβάνεις.

 

«Οι Μυροφόρες αντικρύζουν τον λαμπροφορεμένο άγγελο»

«Και όταν μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νέο με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τις κατέλαβε φόβος και έκπληξη». Όταν είδαν οι γυναίκες την πέτρα μετατοπισμένη από το ζωηφόρο μνήμα, μπαίνουν αμέσως προς τα μέσα· και όταν αντίκρυσαν ένα απροσδόκητο θέαμα που τις έφερε σε αμηχανία, τις κατέλαβε τρόμος και έκπληξη, γιατί είδαν ένα λευκοφορεμένο νέο στα δεξιά του τάφου και σάστισαν από την εκπληκτική μορφή του. Σημαίνει δε «θάμβος» κάποιο φόβο που προκαλείται από ένα ασυνήθιστο θέαμα. Το ότι ο άγγελος παρουσιάστηκε στα δεξιά του τάφου, ήταν ενδεικτικό ενός αίσιου γεγονότος και μηνύματος. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Γαβριήλ, όταν αναγγέλλει στο Ζαχαρία την ευχάριστη είδηση της γεννήσεως του Προδρόμου, παρουσιάζεται στο δεξιό μέρος του θυσιαστηρίου. Όσον αφορά στο λευκό χρώμα της στολής (του αγγέλου), αυτό φανερώνει τη λαμπρή και ολοφώτεινη ανάσταση. Η δε νεανικότητα της αγγελικής μορφής φανέρωνε ότι η μορφή των αγγέλων βρίσκεται πάντοτε και με τον ίδιο τρόπο στην άνθισή της. Γιατί τα θεία τα χαρακτηρίζει πάντοτε η νεανικότητα, μια και δεν συμμετέχουν στη διαδικασία της γήρανσης και βιώνουν τη θεϊκή μακαριότητα.

«Ο άγγελος αναγγέλλει την ανάσταση του Χριστού»

«Αυτός όμως τους είπε·  μην τρομάζετε·  ξέρω ότι ψάχνετε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο». Πρώτα ο άγγελος καταπραΰνει τον φόβο, απαλλάσσοντας τις γυναίκες από τον τρόμο που είχε καταλάβει τις ψυχές τους. Έπειτα, επειδή γνώριζε πολύ καλά και την αιτία για την οποία είχαν πάει στο μνήμα, τους λέγει· «Ξέρω ότι ψάχνετε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο». Αλλά για ποιό λόγο, αφού άφησε τις υψηλές σκέψεις που αρμόζουν στον Θεό, με τις οποίες φανερώνεται η Θεότητα του Λόγου, χρησιμοποίησε τα ταπεινά αυτά λόγια; Ίσως για να αποδοκιμάσει τις σκέψεις των γυναικών. Γιατί δεν τον αντιμετώπιζαν ολοκληρωτικά ως Θεό. Εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαν έλθει να τον αλείψουν με αρώματα. Αυτό που τους λέγει, σημαίνει τούτο· αυτόν που εσείς θεωρείτε ως απλό άνθρωπο προσέχοντας μόνο ό,τι φαίνεται -δηλαδή τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, αυτόν που δέ­χθηκε σταυρικό θάνατο για τη σωτηρία μας- αυτός αναστήθηκε. Δεν είναι τέτοιου είδους, όπως τον θεωρείτε. Γιατί το “ώδε” πρέπει να νοηθεί ως “ούτως”, για να σημαίνει· δεν ευρίσκεται μεταξύ των θνητών κατά τέτοιο τρόπο, που εσείς νομίζετε. Γιατί υπήρχε σε κάθε τόπο, χωρίς να περιορίζεται σ’ ένα τόπο ως Θεός που ήταν και κάλυπτε με την παρουσία του τα πάντα. Όταν πλέον τις μύησε στο μυστήριο της αναστάσεως, τις έστειλε στους αποστόλους με την αποστολή να μεταφέρουν σ’ αυτούς τη χαρούμενη είδηση.

«Η αποκατάσταση του Πέτρου»

«Πηγαίνετε και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο». Γιατί αφού είπε· «πείτε στους μαθητές του», πρόσθεσε, «και στον Πέτρο»; Επειδή ο ακλόνητος εκείνος στύλος όταν ταλαντεύτηκε για λίγο, αρνήθηκε το Δεσπότη· όταν όμως κατανόησε την πτώση του, έκλαψε πικρά. Και τη συνείδησή του βασάνιζαν τέτοιου είδους τύψεις και ήταν ταραγμένος από τη λύπη κι ο νους του ήταν γεμάτος από έννοιες, επειδή δεν γνώριζε αν τον συγχώρησε ο Θεός. Επειδή όμως είχε αυτή την αμφιβολία, δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο να συναριθμείται στον κύκλο των αποστόλων. Γι’ αυτό αφού ανέφερε τους μαθητές ο άγγελος, προσθέτει και το όνομα του Πέτρου, για να πληροφορηθεί ο Πέτρος το κέρδος από τα δάκρυα που έχυσε, εξαιτίας των οποίων δεν έχασε τη θέση του μεταξύ των μαθητών.

«Γιατί οι μυροφόρες αποσιωπούν την αποκάλυψη της αναστάσεως του Χριστού;»

Για να γίνει πιστευτή η αλήθεια της οπτασίας και να επιβεβαιωθεί η ανάσταση του Κυρίου, τις προτρέπει ο άγγελος να αναγγείλουν την ευχάριστη είδηση, κάτι που μόνοι οι μαθητές γνώριζαν. Γιατί τους λέει· «ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, όπως σας είπε.». Γιατί ο Σωτήρας είχε υποσχεθεί στους μαθητές πριν το πάθος, ότι θα τον δουν στη Γαλιλαία μετά την ανάστασή Του. Εκείνο που αξίζει να εξετασθεί είναι το εξής ερώτημα: πώς ο θεόπνευστος Λουκάς λέει ότι οι γυναίκες ανήγγειλαν όλα αυτά στους μαθητές; ενώ ο ευαγγελιστής Μάρκος ανέφερε ότι η Μαγδαληνή πήγε να τα αναγγείλει σ’ αυτούς που είχαν μείνει μαζί Του και που πενθούσαν και έκλαιγαν. Εδώ όμως αναφέρει· «έφυγαν από το μνήμα, και δεν είπαν σε κανέναν τίποτε, γιατί φοβόντουσαν». Οι μαθητές, όταν άκουσαν τις πρώτες οράσεις των γυναικών -τις οποίες εξιστόρησαν ο Ματθαίος και ο Ιωάννης και ο Λουκάς- δεν πίστεψαν. Γι’ αυτό και ο Κύριος, αφού εμφανίσθηκε στους ένδεκα, ενώ καθόντουσαν στο τραπέζι, έψεξε την απιστία τους. Γι’ αυτό το λόγο, επειδή οι γυναίκες φοβόντουσαν, μη φανούν πάλι οι μαθητές άπιστοι, όπως ακριβώς και πριν, αποσιωπούν την αποκάλυψη. Φοβόντουσαν μήπως γίνονταν αιτία μεγαλύτερης καταδίκης για τους μαθητές, αφού για οράσεις ολοκάθαρες και επαναλαμβανόμενες δυσπιστούσαν.

«Οι μυροφόρες πρότυπα μιμήσεως των πιστών»

 

Αυτές λοιπόν τις ένθεες και μακάριες γυναίκες, ας μιμηθούμε κι εμείς με ζέση. Και άλλος μεν ας επιδεικνύει ζήλο μιμούμενος τη Μαρία τη Μαγδαληνή όσον άφορα την πράξη. Και όπως εκείνη όλη τη νύκτα παρέμενε με ευχαρίστηση στον τάφο, ερευνώντας από κοντά την ανάσταση του Κυρίου, έτσι κι εκείνος ας επιζητεί σε όλη του τη ζωή την ανάσταση του λόγου που βρίσκεται μέσα του πεθαμένος. Αυτός όμως που θέλει να μιμηθεί τη Μαρία του Ιακώβου, ας προσηλώνει το νου του στο θεωρητικό μέρος. Αυτός ας ασχοληθεί σ’ όλη του τη ζωή με τη μελέτη των θείων εννοιών, και μέσα από την αληθινή γνώση ας γεννήσει μέσα του το λόγο και ας καρπώνεται τη συγγένεια που έχουμε με το Θεό κατά χάρη. Γιατί ο Σωτήρας μας, μας λέει· «Μητέρα και αδελφοί μου είναι όσοι εφαρμόζουν το θέλημά μου». Τέλος ας μιμηθεί τη Σαλώμη εκείνος που ως προς την αναζήτηση του καλού αποδείχθηκε ράθυμος στη νεανική του ηλικία, γιατί ήταν βυθισμένος στον ύπνο της ραθυμίας. Αυτός λοιπόν όταν ανατείλει ο ήλιος, δηλαδή όταν θα τον φωτίσει το θείο φως, ας αποδιώξει τη ραθυμία και ας συγκαταριθμήσει τον εαυτό του στη χορεία εκείνων που έχουν ήδη εντρυφήσει στο αγαθό. Το όνομα Σαλώμη ερμηνεύεται ειρηνική και δηλώνει την αγαθή ψυχή που νίκησε τα πάθη και ειρηνεύει όσο μπορεί. Αυτές λοιπόν αφού μιμηθούμε σχετικά με τη γνώση του λόγου, ας ζητήσουμε ολοπρόθυμα όταν ανατείλει ο ήλιος, όταν φωτιστεί δηλαδή το ηγεμονικό της ψυχής μας, και διασκορπιστεί σαν το σκοτάδι η άγνοια των λογισμών. Εάν λοιπόν συμπεριφερθούμε έτσι, θα δούμε την καρδιά μας να απαλλάσσεται από την σκλήρυνσή της, σαν να σηκώνεται μια πέτρα. Όταν δε μαλακώσει η καρδιά μας, θα φανεί σε μας ο άγγελος, η κίνηση δηλαδή της συνειδήσεως, που θα μας αναγγέλλει την ανάσταση του λογιστικού μέρους της ψυχής, που είχε νεκρωθεί μέσα μας. Ας γίνουμε λοιπόν στους άλλους διδάσκαλοι του καλού, σε όσων η ακοή πείθεται στην ακρόαση των θείων λόγων. Σε όσους όμως θεωρούν ότι η θεία διδασκαλία είναι ανοησίες, ας μην πούμε σε κανέναν τίποτα. Γιατί δεν είναι θεμιτό να αποκαλύπτουμε τα θεία μυστήρια στους απίστους, αυτά που εμείς αξιωθήκαμε να δούμε. Έτσι θα αποφύγουμε και ο λόγος να είναι ανώφελος και μείς να γίνουμε γι’ αυτούς αίτιοι μεγαλύτερης καταδίκης. Και ο Χριστός, ο Θεός μας, που μας ζωοποίησε με την ανάστασή του από τους νεκρούς, αυτός ας μας αναστήσει και από το θάνατο που προέρχεται από τις αμαρτίες, κι ας μας αξιώσει να κληρονομήσουμε τη βασιλεία του. Αμήν.

 

(Πρεσβ. Σταύρου Τρικαλιώτη, «Τα Ένδεκα Εωθινά Ευαγγέλια», εκδ. Τήνος, σ. 79-87)

Αναλυτικός χρονολογικός πίνακας με τα γεγονότα των επισκέψεων των Μυροφόρων (περισσότερων από μίας) και των εμφανίσεων του Αναστημένου Χριστού

Ο πίνακας βασίστηκε στο σημαντικό κείμενο του Αντωνίου Κραποβίτσκυ Μητροπολίτη Κιέβου: «Οι τρεις επισκέψεις της Μαγδαληνής στον Τάφο του Κυρίου»

 

Τὰ γεγονότα Ματθαῖος 28:1-10 Μάρκος 16 Λουκᾶς 23:54 ως 24:36 Ἰωάννης 20
Μερικές γυναίκες αγόρασαν αρώματα και μύρα την Παρασκευή πριν το τέλος της μέρας (πριν την δύση του ηλίου), . . 54 καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευὴ, σάββατον ἐπέφωσκε.
55 Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ,
56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν.
.
ενώ άλλες όπως και η Μαρία η Μαγδαληνή αγόρασαν στο τέλος του Σαββάτου μετά την 6η ώρα. . 1 Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. . .
Ο Κύριος ηγέρθη μυστικώς το βράδυ πριν το πρωινό της Κυριακής. . . . .
Μετά την έγερση Άγγελος απεκύλισε τον λίθο και γίνεται σεισμός. 2 καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.
3 ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών.
4 ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί.
. . .
Η Μαρία η Μαγδαληνή αφήνει τις άλλες και πηγαίνει μόνη στον τάφο νύκτα πριν ξημερώσει η Κυριακή, όπου δεν βρίσκει το σώμα του Κυρίου. . . . 1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου.
Χωρίς να γνωρίζουν την επίσκεψη της Μαγδαληνής άλλες ομάδες μυροφόρων επισκέπτονται τον τάφο αργότερα. . 2 καὶ λίαν πρωῒ τς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
4 καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.
5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.
6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.
7 ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς.
2 εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου,
3 καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήτεσιν ἀστραπτούσαις.
5 ἐμφόβων δὲ γενομένων καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;
6 οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ,
7 λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
8 καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ,
9 καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς.
.
Αμέσως η Μαγδαληνή ανακοινώνει στους Αποστόλους την κλοπή του σώματος.
Και από τις άλλες μυροφόρες έρχονται στους Αποστόλους και αναγγέλουν τα νέα.
. . 10 ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
11 καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.
2 τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.
Ο Πέτρος και ο Ιωάννης πηγαίνουν στον τάφο, επιβεβαιώνουν ότι λείπει το σώμα του Κυρίου και επιστρέφουν. . . 12 ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. 3 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον.
4 ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον,
5 καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν.
6 ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα,
7 καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον.
8 τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν·
9 οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι.
10 ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.
Η Μαρία η Μαγδαληνή στέκεται κλαίγοντας έξω από τον τάφο, της εμφανίζονται άγγελοι και μετά ο ίδιος ο Κύριος τον οποίο δεν αναγνωρίζει αμέσως. Οταν σπεύδει προς αυτόν δεν της επιτρέπεται να τον αγγίξει. . 9 Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. . 11 Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω.
12 ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
13 καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· Γύναι, τί κλαίεις; λέγει αὐτοῖς· Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.
14 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι.
15 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι, λέγει αὐτῷ· Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ.
16 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία. στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ· Ραββουνί, ὃ λέγεται, διδάσκαλε.
17 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν.
Υπακούοντας την εντολή του Κυρίου, πηγαίνει και ανακοινώνει στους μαθητές την εμφάνισή του. . 10 ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι.
11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν.
. 18 ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
Η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, γνωρίζοντας πλέον το νέο της Αναστάσεως πηγαίνουν για να δουν τον τάφο και τα οθόνια, τα οποία ο Πέτρος και ο Ιωάννης είχαν ήδη δει. Βλέπουν τον άγγελο που τις προτρέπει να μπούν στο τάφο και να δούν. 1 Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον.
5 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπε ταῖς γυναιξί· Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε·
6 οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος.
. . .
Ο άγγελος παραγγέλει σε αυτές να επιβεβαιώσουν το νέο της Αναστάσεως στους μαθητές. 7 καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν.
8 καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.
. . .
Τώρα έχοντας καταλάβει πλήρως τα γεγονότα οι δύο Μαρίες σπεύδουν να αναγγείλουν στους μαθητές πάλι, αλλά συναντούν τον Κύριο και αυτή την φορά τις επιτρέπει να τον αγγίσουν. 9 ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· Χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ.
10 τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται.
. . .
Εμφάνιση του Κυρίου στους δύο μαθητές κατά την πορεία τους προς την κώμη Εμμαούς. . 12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. 13 Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς.
14 καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων.
15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς·
16 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν.
17 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί;
18 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;
19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ,
20 ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρίμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.
21 ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο.
22 ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον,
23 καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν.
24 καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.
25 καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!
26 οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;
27 καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διερμήνευσεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.
28 Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι·
29 καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς.
30 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς.
31 αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.
32 καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;
.
Οι δύο μαθητές επιστρέφουν και ανακοινώνουν το νέο στους αποστόλους. . 13 κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. 33 Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς,
34 λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι.
35 καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
.
Εμφάνιση του Κυρίου στους ένδεκα μαθητές . 14 Ὕστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ τὴν σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. 36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν.

ΠΗΓΗ.www.nektarios.gr

Στην πραγματικότητα «ηγάπησαν… μάλλον το σκότος ή το φως»


Ναι, προσεύχομαι, ώστε το Πνεύμα το Άγιο να μην παύσει ποτέ να ενισχύει την πίστη σου, να βαθαίνει την αγάπη σου προς τον Χριστό, ο οποίος είναι το κύριο θεμέλιο όλης της ζωής του κόσμου αυτού. Οι άφρονες σοφοί του αιώνα μας, που θεωρούν τον εαυτό τους «σοφό», νομίζοντας ότι γνωρίζουν τα πάντα και κατά κάποιον τρόπο θα φέρουν τη μακαριότητα στους ανθρώπους πάνω στη γη, στην πραγματικότητα «ηγάπησαν… μάλλον το σκότος ή το φως». Μη βλέποντας κάποιος τον περιορισμό του, την αυτοκαταδίκη του σε θάνατο, μοιάζει με κτήνος. Μη αναγνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος δεν περιορίζεται στα όρια της πρόσκαιρης ζωής επάνω στη γη, μόνο στην ορατή και αισθητή διάστασή του, μη συνειδητοποιώντας την επικείμενη έξοδο στη θαυμαστή αιωνιότητα που μας αποκαλύπτεται με τον Χριστό, βρίσκεται κατ’ ουσίαν σε βαθύ σκοτάδι άγνοιας για το τί είναι ο Άνθρωπος.

Από την άποψη αυτή η εποχή μας βρίσκεται σε τέτοια οπισθοδρομική κατάπτωση, σε χιλιετίες παγανισμού και λατρείας της σάρκας και των παθών, πράγμα στο οποίο είναι φρικτό να σταθεί η ψυχή. Βλέποντας τους ανθρώπους στο καταχθόνιο αυτό σκοτάδι, ο Γέροντας επί δεκαετίες προσευχόταν γι’ αυτούς με ασυγκράτητη ορμή αγάπης προς τον άνθρωπο. Όταν η Θεία Αγάπη αγγίζει την ψυχή, τότε αυτή θεωρεί με ανέκφραστο τρόμο την Αγιότητα του Θεού, του Χριστού, και φλέγεται από τον πόθο να δει τους πάντες μέσα στο φως αυτής της Αγάπης. Της είναι βέβαια φοβερό να σκεφθεί ότι η ενότητα αυτή με τον Θεό μπορεί κάποτε να διασπασθεί, και εξαιτίας του φόβου αυτού για τον εαυτό της η ψυχή φοβάται και για τους άλλους. Ο ιερός φόβος της ψυχής έγκειται στο ότι γνωρίζει τα όριά της στην επίγεια εμπειρία, και έτσι, όταν η αιωνιότητα ανοίγεται μπροστά της με τέτοια δύναμη, η ψυχή αποκάμνει από την απειρότητα του Θεού, από κάποια «έκπληξη» η οποία δεν περιγράφεται με τίποτε, και από την ανικανότητα να πιστεύσει ότι αυτό είναι αληθινή πραγματικότητα. Έτσι και οι Απόστολοι στο όρος των Ελαιών «ιδόντες Αυτόν προσεκύνησαν Αυτώ, οι δε εδίστασαν». Ο δισταγμός σε τέτοιες στιγμές είναι φυσικός για τον φτωχό, μικρό άνθρωπο. Να γιατί όλοι, όσοι πιστεύουν στον Χριστό, πρέπει να βρουν στον εαυτό τους εκείνη την ιερή «μωρία», χωρίς την οποία είναι αδύνατο να αποφασίσουν να υπερπηδήσουν την άβυσσο που μας χωρίζει από την αιωνιότητα.

 

(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Γράμματα στη Ρωσία», εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ , σ. 148-149)

 

Νοικοκυρὰ διδάσκει τὸν Άγιο Χρυσόστομο πῶς νὰ κηρύττει

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἶναι σχεδὸν ὁ μόνος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους καὶ τοὺς μεταγενεστέρους του ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς βιογραφιῶν. Μέχρι στιγμῆς οἱ (βυζαντινὲς) βιογραφίες ποὺ ἔχουμε ξεπερνοῦν τὶς ὀκτώ. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος διασκευῆς ἀπὸ κάποια προηγούμενη, χωρὶς βέβαια δουλικὴ μίμηση τοῦ προτύπου. Κάποτε μέσα στὰ σχετικὰ κείμενα συναντᾶμε στοιχεῖα ἐντελῶς καινούργια καὶ ἴσως ἐντυπωσιακά. Τὸ πόσο ὅμως τὰ στοιχεῖα αὐτὰ εἶναι ἔγκυρα ἐπαφίεται στὴν ἐπιστημονικὴ ἱστορικὴ ἔρευνα νὰ τὸ ἐξακριβώσει. Πιθανότατα μερικὰ δὲν πρόκειται νὰ ἐπαληθευτοῦν. Ἐξάλλου, μερικὰ ἄλλα δημιουργοῦν τὴν ὑπόνοια ὅτι καταχωρήθηκαν ἀπὸ τὸ βιογράφο πρωτογενῶς γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν μιὰ κάποια καλῆς προθέσεως σκοπιμότητα. Προσγράφοντας ὁ βιογράφος μία ἄλφα ἢ βήτα συμπεριφορὰ στὸν βιογραφούμενο, διδάσκει ἔμμεσα ὅλους ἐκείνους ποὺ τιμοῦν τὸν ἅγιο ὅτι καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ τὸν μιμοῦνται στὴ ζωή τους καὶ νὰ συμπεριφέρονται ἀνάλογα.

 

Πιθανὸν κάτω ἀπὸ τέτοιες προϋποθέσεις κατέγραψε ὁ Κοσμᾶς Βεστήτωρ, ποὺ πρέπει νὰ ἔζησε στὸν 8ο ἢ 9ο αἰώνα, ἕνα περιστατικὸ τὸ ὁποῖο δὲ συναντιέται σὲ καμιὰ ἄλλη ἀπὸ τὶς βιογραφίες τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Μετὰ τὴν ἐξιστόρηση τῆς χειροτονίας τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου σὲ διάκονο καὶ στὴ συνέχεια σὲ πρεσβύτερο, μιλάει γιὰ τὸ συγγραφικό του ἔργο γιὰ νὰ καταλήξει ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἦταν «προσομιλητὴς τοῦ λαοῦ καὶ ἑρμηνευτὴς τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς».

 

Στὴν ἑπόμενη παράγραφο ἀναφέρεται σ’ ἕνα περιστατικὸ ποὺ συνέβη μὲ μία ἁπλῆ γυναίκα τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία δὲν δίστασε νὰ διακόψει τὸν ἅγιο τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ἔκανε κήρυγμα ἐπειδὴ δὲν τὸν καταλάβαινε:

 

«Μία μέρα ποὺ δίδασκε [ὁ Χρυσόστομος] καὶ μιλοῦσε στὸ λαὸ γιὰ τὴ σωτηρία του χρησιμοποίησε λέξεις μὲ θεωρητικὸ περιεχόμενο γιὰ νὰ ἐκφράσει βαθύτερες ἔννοιες. Τὴν ὥρα ἐκείνη μία γυναίκα τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριό του μὲ δυνατὴ φωνὴ εἶπε τὸ ἑξῆς:

«Πάτερ μου, μακάριος εἶναι ὁ λόγος σου καὶ τὸ νόημα ποὺ ἀνέπτυξες. Μακάριοι εἶναι ἐπίσης κι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ καταφέρνουν νὰ καταλάβουν τὰ λεγόμενά σου. Πρέπει ὅμως καὶ ἐμεῖς μὲ τὰ ἀδύνατα μυαλὰ νὰ καταλάβουμε τὰ θεοχαρίτωτα διδάγματά σου. Ἐγὼ ἄφησα ὅλες τὶς δουλειές μου στὸ σπίτι καὶ ἔτρεξα σὰν διψασμένο ἐλάφι γιὰ νὰ ξεδιψάσω ἀπὸ τὰ λόγια σου, ποὺ κυλοῦν σὰν εὐχάριστος χείμαρρος, καὶ νὰ ἀκούσω τὰ νοήματα τῆς διδασκαλίας σου, ποὺ ξεπηδοῦν σὰν πλούσια νερά. Φεύγω, ἐπειδὴ δὲν κατάφερα νὰ πάρω σταγόνα ἀπ’ αὐτὰ γιὰ ζημιὰ τῆς ψυχικῆς μου δίψας καὶ ἀφοῦ ἄφησα τὸ νοικοκυριό μου καὶ ἔχασα τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς μέρας μου μὲ ἀνώφελες φροντίδες».

 

Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ «θεοφρων», μετέβαλε τὸν τρόπο διδασκαλίας του καὶ στὸ ἑξῆς ἔβαζε τὰ κατάλληλα φάρμακα στὶς πληγὲς τῶν τραυματιῶν.

 

Βουλγαράκης Ἠλίας

ΠΗΓΕΣ-Καθημερινὲς ἱστορίες Ἁγίων καὶ Ἁμαρτωλῶν στὸ Βυζάντιο, Ἔκδ. Μαΐστρος, 2002

-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΜOΘΥΜΑΔΟΝ