Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Το φιλανθρωπικό – κοινωνικό έργο του και η στάση του απέναντι στους άπληστους πλουσίους.
Ο Άγιος και Μέγας Ιεράρχης της Εκκλησίας μας, ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος, υπήρξε όντως μέγας και ως προς την αρετή, την γνώση, την σοφία, την θεολογία, την ασκητικότητά του, την ανυποχώρητη υπεράσπιση των δογμάτων της Εκκλησίας και το ανδρείο φρόνημά του. Μέγας όμως υπήρξε ως επίσκοπος και ποιμήν ο Βασίλειος και ως προς την φιλανθρωπία και την εν γένει κοινωνική δράση και ευποιΐα που προσέφερε στο πλήρωμα της Εκκλησίας.Ο τόσο όμως ισχυρός, σκληραγωγημένος και ασκητικός Μ. Βασίλειος έφερε μέσα στο στήθος του μία καρδιά γεμάτη από αγάπη, ευσπλαχνία και ευαισθησία για τους ανθρώπους του πόνου και της ανάγκης. Διέθετε δε μία ανεξάντλητη διάθεση να υπηρετεί, να ανακουφίζει και να συμπαρίσταται με όλες του τις δυνάμεις στου θλιβομένους και υποφέροντας αδελφούς του. Στην εποχή του δεν υπήρχε ούτε κοινωνική πρόνοια, ούτε κοινωνικές ασφαλίσεις, ούτε παροχή κοινωνικών – φιλανθρωπικών υπηρεσιών σε ειδικά κρατικά ιδρύματα για τους ανθρώπους που είχαν ανάγκες. Από την άλλη οι πτωχοί και πάσχοντες ήταν πολλοί, ενώ και η απόσταση που χώριζε το βιοτικό επίπεδο των πτωχών τάξεων από τους πλουσίους ήταν τεράστια.Ο Μ. Βασίλειος ανήκε σε πλούσια οικογένεια και η περιουσία του (η νόμιμη μοίρα του) ήταν μεγάλης οικονομικής αξίας. Όταν λοιπόν χειροτονήθηκε, το έτος 360, διέθεσε υπέρ των πτωχών το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, που είχε από την κληρονομιά του πατρός του. Όταν αργότερα, το έτος 368, ενέσκηψε μέγας λιμός στην Καππαδοκία, λόγω παρατεταμένης ανομβρίας και έλειψαν τα αναγκαία τρόφιμα και αγαθά, ο Ιερός Πατήρ διάθεσε και την υπόλοιπη περιουσία του δια την ανακούφιση των πτωχών και πεινόντων. Οργάνωσε στην πόλη και στα χωριά συσσίτια και τράπεζες αγάπης για να σώσει τον λαό του Θεού από τον εκ πείνης θάνατο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αδελφός του Μ. Βασιλείου ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στον «Επιτάφιον Λόγον» αυτού προς τον αδελφό του, «όταν κάποτε χαλεπός και δυσβάσταχτος λιμός ενέσκηψε στην πόλη της Καισάρειας και σε ολόκληρη την Καππαδοκία, εκείνος (εννοεί τον αδελφό του Βασίλειο) προσέφερε όλη την περιουσία του για την αγορά τροφίμων και φαρμάκων. Καθ όλη δε την διάρκεια του λιμού εκείνος έτρεφε τους πάντες και κυρίως την νεολαία που προήρχετο από κάθε δήμο και πόλη, ακόμη και του εφήβους και τα νήπια και τους γέροντες των Ιουδαίων. Ω μεγαλείο αγάπης και μακροθυμίας».
Τότε ήταν που ο Μ. Βασίλειος με παρρησία εκφώνησε δημόσια τους δύο περίφημους λόγους του, « Προς τους πλουτούντας» και τον «Εν λιμώ και αυχμώ», με τους οποίους κατεδίκασε διά σκληράς και οξυτάτης γλώσσης τους άφρονες πλουσίους της επισκοπής του, επειδή αλύπητα, άπληστα, απάνθρωπα και σκληρόκαρδα έκρυβαν τα τρόφιμα και τα χρήματα τους για να μην βοηθήσουν τον λαό που πέθαινε έξω από τις θύρες των σπιτιών τους.
Την μεγάλη συμβολή του αγίου Πατρός στην αντιμετώπιση του λιμού του 368 υπογραμμίζει και ο εθνικός μας ιστορικός Κων/νος Παπαρηγόπουλος:«Επειδή ο Μ. Βασίλειος ήταν ισχυρός κατά την σύνεση, την επιστήμη και την διαλεκτική τέχνη, απέβη παντοδύναμος ιδιαίτερα δια των αγαθοεργιών και της ευποιΐας αυτού……. Κατά τον μέγαν λιμόν της Καππαδοκίας εθυσίασε πάσαν την υπολειπόμενην περιουσίαν αυτού και προσέφερε αυτήν, χωρίς καμία διάκριση δόγματος, εξ΄ ίσου ενισχύοντας αρειανούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρες»(Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τομ. Β. σελ. 543).
Η αγάπη λοιπόν του Μ. Βασιλείου, δεν έκανε διακρίσεις. Ήταν πλήρης και ολοκληρωμένη, όπως είναι και η αγάπη του Ουρανίου Πατρός, ο οποίος «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (ΜΘ, 5,45) Και θέτουμε το εύλογο ερώτημα: Πού να βρεις σήμερα τέτοια αγάπη σε ορισμένους δήθεν γνησίους Χριστιανούς ζηλωτές και φανατισμένους πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι είναι ικανοί να αφήσουν κάποιον να ξεψυχήσει στα πόδια τους, μόνον και μόνον επειδή δεν είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, κατά την πίστη του. Σ΄ όλους αυτούς δίδει αποστομωτική απάντηση ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος προσέφερε τότε τροφή σε όλους τους χριστιανούς, Ιουδαίους, ειδωλολάτρες και αρειανούς, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.
Ως επίσκοπος Καισαρείας ο Μέγας Βασίλειος έκτισε με δικά του χρήματα σύμπλεγμα φιλανθρωπικών και ευαγών ιδρυμάτων, το οποίο ονομάστηκε προς τιμήν του « Βασιλειάς». Το κτιριακό αυτό σύμπλεγμα περιελάμβανε πρωχοτροφεία (πτωχοκομεία), κινητά «λαϊκά συσσίτια», ορφανοτροφεία, γηροκομεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία και φαρμακεία τόσο στην Καισάρεια, όσο και στην υπόλοιπη επαρχία της Καππαδοκίας. Με την φροντίδα της λειτουργίας των ιδρυμάτων αυτών είχαν επιφορτιστεί οι μοναχοί του υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος υπήρξε ο πλέον αγαπητός φίλος του Μ. Βασιλείου, γράφει ότι« τόση ήταν η αγάπη του αγίου πατρός (του Μ. Βασιλείου), τόση η στοργή και η τρυφερότης αυτού προς τους ασθενείς, ώστε να καταδέχεται και να ασπάζεται τους άσημους (=ασήμαντους) πτωχούς. Και ποιος μπορεί να ερμηνεύσει τα συναισθήματα των αρρώστων εκείνων, όταν έσκυβε επάνω στο κρεβάτι τους ο Άγιος Ιεράρχης και έδιδε τον ασπασμόν της αγάπης ακόμη και σ΄ εκείνους τους λεπρούς και φυματικούς».Το πόσο γνωστό ήταν το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο του Μ. Βασιλείου, αποδεικνύεται και από το εξής περιστατικό:Τότε, στην περίοδο που άρχισε να λειτουργεί η «Βασιλειάδα», διάφοροι παράγοντες κατέβαλλαν προσπάθειες να ερεθίσουν τον θυμό του αυτοκράτορος Ουάλεντος κατά του Μ. Βασιλείου. Έτσι, ετοίμασαν διάταγμα εξορίας για τον άγιο Ιεράρχη και το υπέβαλαν στον αυτοκράτορα να το υπογράψει. Ενώ όμως ετοιμάζετο να το υπογράψει, είδε το χέρι του να τρέμει και να τον συγκρατεί από το αδίκημα. Τότε αντί της εξορίας απεφάσισε και του εχορήγησε γενναία οικονομική ενίσχυση για την αδιάκοπτη και απρόσκοπτη λειτουργία των φιλανθρωπικών και ευαγών ιδρυμάτων του, τα οποία εθαύμαζε και θεωρούσε ως πρότυπο για την κοινωνική και φιλανθρωπική πολιτική του κράτους, που την εποχή εκείνη ήταν παντελώς ανύπαρκτη.Το υπό ευρεία έννοια φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο του Μ. Βασιλείου φαίνεται επίσης και από τις πολυάριθμες επιστολές που έγραφε προς διάφορα πρόσωπα για να τα στηρίξει και να τα παρηγορήσει σε διάφορες θλιβερές περιστάσεις της ζωής τους. Είναι οι γνωστές «παραμυθητικές – παρηγορητικές» επιστολές του. Εύρισκε ακόμη χρόνο, ο άγιος ιεράρχης, να γράφει επιστολές και προς τους ισχυρούς κρατικούς υπαλλήλους για να ζητήσει την συμπαράσταση τους υπέρ ατόμων και οικογενειών που κινδύνευαν από κάποιο άδικο κρατικό μέτρο, από υπερβολική και δυσβάσταχτη φορολογία, από συκοφαντίες κ.λ.π.
Για όλα τα παραπάνω ο πατήρ τη ς νεωτέρας ελληνικής ιστορίας Κων/νος Παπαρηγόπουλος γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Μ. Βασίλειος υπήρξεν ο αληθής, του Ευαγγελίου Επίσκοπος, ο πατήρ του λαού, ο φίλος των δυστυχών, αδιάσειστος στην πίστη του, ανεξάντλητος στην ελεημοσύνη ….. Δεν είχε παρά ένα μόνο χιτώνα και δεν ζούσε παρά μόνο τρεφόμενος με άρτο και ευτελή λάχανα».
Από όλα αυτά αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο Μ. Βασίλειος είναι προ πάντων ο Ιεροκήρυξ της ελεημοσύνης, ο οποίος κατενόησε περισσότερο από τον καθένα χαρακτήρα εκείνο της χριστιανικής ευαγγελικής διδασκαλίας, που συνεπάγεται την κοινωνική ισότητα δια της εμπράκτου προς τον πλησίον αγάπης, είναι χριστιανός, είτε οποιασδήποτε άλλης θρησκείας πιστός.Ας δούμε ποια είναι η στάση και οι απόψεις του Μ. Βασιλείου για τον πλούτο και την χρήση του από του άπληστους και άφρονες πλουσίους. Ο Μ. Βασίλειος είναι ιδιαίτερα σκληρός και αυστηρός απέναντι των πλουσίων και γι’ αυτό στον λόγο του «Προς τους πλουτώντας» γράφει χαρακτηριστικά: «Όσον λοιπόν, ώ πλούσιε, υπερέχεις κατά τον πλούτο, τόσον υστερείς κατά την αγαπόν. Διότι προ πολλού θα είχες σκεφθεί να απομακρύνεις τα χρήματα, εάν είχες αγαπήσει τον πλησίον. Τώρα όμως τα χρήματα είναι συνδεδεμένα μαζί σου περισσότερο από τα μέλη του σώματός σου και ο χωρισμός από αυτά σε λυπεί, σαν τον ακρωτηριασμό των χρησιμότερων μελών του σώματος σου ….. Γνωρίζω ότι πολλοί νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν και φανερώνουν όλη την ανέξοδη ευλάβειά τους, αλλά δεν αφήνουν ούτε έναν οβολό, ούτε μία δραχμή υπέρ εκείνων που πονούν, πεινούν και θλίβονται. Ποιό άραγε είναι το όφελός τους από τις προσευχές και τις άλλες αρετές τους; Αυτοί οι ίδιοι είναι σκλάβοι και αλυσοδεμένοι με τις χρυσές αλυσίδες του χρυσού και του πλούτου τους. Διότι δεν τους δέχεται η Βασιλεία των Ουρανών, αφού είναι ευκολώτερο να περάσει μία καμήλα από την τρύπα μίας βελόνας, παρά να εισέλθει ένας πλούσιος στην βασιλεία των ουρανών. Τι θα αποκριθείς στον δίκαιο κριτή σου, εσύ που ενδύεις τους τοίχους και δεν ενδύεις άνθρωπο; Που στολίζεις τα άλογά σου αλλά περιφρονείς τον αδελφό σου που είναι γυμνός; Πού καταμουχλιάζεις το σιτάρι και δεν τρέφεις αυτούς που πεινούν μέχρι θανάτου; Που παραχώνεις τον χρυσό και τον άργυρο και καταφρονείς τους καταπιεσμένους και τους κατατρεγμένους; …….Αγαπάς το χρυσάφι και χαίρεσαι να είσαι δεμένος και σκλάβος με χειροπέδες, μόνον και μόνον επειδή είναι χρυσές. Να είσαι μεγαλόψυχος, όχι ψυχικά κούφιος και άκαρδος. Διότι όταν εισέλθω στο σπίτι ανδρός ξιπασμένου και νεόπλουτου και το δω να είναι στολισμένο με ποικίλα άνθη, ξέρω πολύ καλά ότι αυτός τίποτε από τα βλεπόμενα δεν έχει, ούτε κατέχει πολυτιμότερο, αλλά καλλωπίζει τα άψυχα και έχει παντελώς γυμνή και αστόλιστη την ψυχή του. Για πες μου, ποια είναι η χρησιμότητα που σου παρέχουν τα αργυρένια κρεβάτια και τα αργυρένια τραπέζια, τα ελεφάντινα καθίσματα και τα ελεφάντινα αμάξια, ώστε ο πλούτος εξ΄ αιτίας αυτών των άσκοπων στολισμών να μην πηγαίνει στους πτωχούς, παρόλο που αναρίθμητοι πτωχοί στέκονται έξω από την πόρτα σου και βγάζουν κάθε είδους λυπητερές και απελπισμένες φωνές…….Ο πλεονέκτης είναι κακός γείτονας στην πόλη, κακός και στην εξοχή. Η θάλασσα γνωρίζει τα σύνορά της και η νύχτα δεν παραβιάζει την παλαιά οροθεσία. Ο πλεονέκτης όμως δεν σέβεται τον χρόνο, δεν γνωρίζει σύνορα, δεν ανέχεται την σειρά της διαδοχής, αλλά μιμείται την ορμητικότητα της φωτιάς. Όλα τα αρπάζει και σε όλα εξαπλώνεται. …..Τίποτα δεν αντιστέκεται στην δύναμη του πλουσίου. Όλα υποκύπτουν στην τυραννία, όλα από φόβο προσκυνούν στην καταδυνάστευση……Τί λοιπόν θα συμβεί ύστερα από όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρείς πήχεις όλοι – όλοι; Δεν θα είναι αρκετό το βάρος ολίγων πετρών για να φυλαχθεί η δυστυχής σάρκα σου; Για ποιόν κοπιάζεις; Για ποιόν αδικείς; Γιατί με τα χέρια σου μαζεύεις ακαρπία; Δεν θα απαλλαγείς ποτέ από τη μέθη αυτή; Δεν θα συνέλθεις; Δεν θα φέρεις ενώπιον των οφθαλμών σου το μέγα δικαστήριο του Χριστού; Τί θα απολογηθείς όταν θα σε κατηγορούν στον μόνο δίκαιο κριτή σου; Ποιούς συνηγόρους θα πληρώσεις; Ποιούς ψευδομάρτυρες θα φέρεις; Πώς θα ξεγελάσεις τον δικαστή που δεν εξαπατάται ; Δεν παρίσταται δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει επιχειρηματολογία που να μπορεί να υποκλέψει την αλήθεια από τον δικαστή. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το μέγεθος του αξιώματος.
Οκτώ ημέρες μετά την μεγάλη Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων, την μητρόπολη των εορτών σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η Εκκλησία μας γιορτάζει άλλη μία μεγάλη Δεσποτική εορτή, την Περιτομή του Χριστού.
Η εικόνα της εορτής στην οποία θα αναφερθούμε προέρχεται από την Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσσικόν), του Αγίου Όρους. Ο οκταήμερος κατά την Μητέρα, και άναρχος κατά τον Πατέρα, ως βρέφος Χριστός εικονίζεται ξαπλωμένος ανάμεσα στην Παναγία, τον Ιωσήφ, και τούς Ιερείς του ναού να δέχεται από αγάπη και φιλανθρωπία για το ανθρώπινο γένος όχι μόνο την περιβολή των σπαργάνων, αλλά και αυτή την περιτομή της σαρκός.
Η εντολή του Θεού που δόθηκε αρχικά στον Αβραάμ προέβλεπε την περιτομή σε κάθε αρσενικό παιδί, «περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν, καὶ περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ παιδίον ὀκτὼ ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμῖν, πᾶν ἀρσενικὸν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν» (Γεν. κεφ. ιζ 10 – 12).
Η περιτομή αν και τρομερά επώδυνη και αιματηρή πράξη, ήταν απαραίτητη για να δηλώση τον πιστό και καθαρό Ισραηλίτη. Ωστόσο ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο γινόταν η περιτομή φαινεται από τον λόγο του Θεού στον Αβραάμ, «καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν». Έχει να κάνη δηλαδή με συμφωνία, με διαθήκη, ανάμεσα στον Θεό και τούς πιστούς Του. Αλλωστε περιτομή είχαν και άλλοι λαοί, οπως οι ειδωλολάτρες και οι ιερείς των Αιγυπτίων, οι Σαρακηνοί, οι Ισμαηλίτες και άλλοι, αλλά οι περισότεροι από αυτούς δεν την έκαναν από θεοσέβεια, αλλά χάριν συνηθείας (Σεβ. Μητρ. Ιεροθέου: «Οι Δεσποτικές Εορτές»).
Η περιτομή ήταν προτύπωση του Βαπτίσματος που θα δινόταν με την ενανθρώπηση του Χριστού. Ο Χριστός ήταν εκείνος που έδωσε τον Νόμο στην Παλαιά Διαθήκη, και ο ίδιος έπρεπε να τον εφαρμόσει και στον εαυτό Του. Έτσι ώστε να τον συμπληρώσει και να τον υπερβεί. Είναι πολύ χαρακτιριστικό το πρώτο στιχηρό ιδιόμελο του εσπερινού της εορτής «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν, οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν», διότι δείχνει ότι ο Χριστός δέχτηκε την περιτομή από φιλανθρωπία και αγάπη για τον άνθρωπο, καθώς και για να αποδείξει ότι προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση, και όχι όπως υποστήριζαν οι Δοκιτιστές κατά δόκησιν και κατά φαντασίαν.Ο Χριστός απέδειξε με την Περιτομή Του, ότι το Σώμα του δεν ήταν ομοούσιο με την θεότητα. Τό σώμα αφού θεώθηκε από την θεότητα του Λόγου, έγινε ομόθεο όχι όμως ομοούσιο με τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι και το Σώμα του Χριστού είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά δεν έχει την ίδια ουσία με την θεότητα. (Μητροπολίτου Ιεροθέου ένθ. ανωτ.).
Σύνφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η περιτομή ήταν τύπος του Βαπτίσματος, της αχειροποιήτου δηλαδή περιτομής όπου ο άνθρωπος αποβάλλει την αμαρτία.
Είναι έκδηλη στην εικόνα η ευλάβεια των γονέων αλλά και των ιερέων. Ο ένας από τούς ιερείς κρατά ανοικτό βιβλίο, υποδηλώνοντας έτσι τον νόμο που ήταν δοσμένος από τον Θεό, και ο άλλος με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο πλησιάζει προς τον Ιησού. Η τελετή λαμβάνει χώρα εντός του ναού. Πρέπει να τονίσουμε την σπουδαιότητα αυτής της μεγάλης Δεσποτικής εορτής, διότι αποτελούσε προεικόνιση του μεγάλου μυστηρίου του Βαπτίσματος. Ο Θεός εδωσε τον νόμο στην Παλαιά Διαθήκη για να προετοιμάση τον λαό για την υποδοχή του Χριστού. Ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής λέγει «ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο». Η θέωση του ανθρώπου δεν επιτυγχάνεται διά της εξωτερικής τηρήσεως του νόμου, αλλά διά της κοινωνίας με το Πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού.
Σημειώνη ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας πως η περιτομή δεν είχε την δύναμη να καταργήση τον θάνατο, σε αντίθεση με το βάπτισμα όπου ο άνθρωπος γίνεται μέρος του αναστημένου Σώματος του Χριστού, υπερβαίνει τον νόμο και κατατάσσεται στα τέκνα του θεού.
Για το θέμα της περιτομής και της ακροβυστίας έγινε μεγάλο ζήτημα στην Εκκλησία, όταν μετά την Πεντηκοστή τέθηκε ο προβληματισμός για το αν οι προσήλυτοι στον Χριστιανισμό έπρεπε να περιτέμνονται. Εκεί, οι Ιουδαίοι υποστήριζαν ότι άνευ περιτομής «ου δύνασθαι σωθήναι». Η απόφαση της Αποστολικής εκείνης Συνόδου ήταν να μή περιτέμνονται όσοι προσέρχονται εκ των εθνών, αλλά να απέχουν από ειδωλόθυτα, αίμα, πνικτό και πορνεία.. Οδηγήθηκαν σ’ αυτή την απόφαση ακριβώς διότι, εφ όσον η περιτομή ήταν προτύπωση του Βαπτίσματος προετοιμάζοντας τον λαό για την παρουσία του Σωτήρος, δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχει.
Η όλη παράσταση διακρίνεται για την λιτότητα και την σεμνότητά της, καθώς και για μία μεγαλοπρέπεια που κρύβεται πίσω από τις κινήσεις των προσώπων, ενώ κεντρικό παραμένει πάντοτε το σώμα του μικρού Χριστού.
Ως ύστατο χαίρε στον σεμνό εργάτη του Ευαγγελίου, ιερομόναχο Αυγουστίνο Μύρου, θα ήθελα να αφιερώσω λίγα λόγια, «εις μνημόσυνον αιώνιον» της αγιασμένης μορφής του.
Ο Θεός ευδόκησε να συναντηθούν οι ζωές μας κατά την πρώιμη νεότητά μας, όταν νεαροί φοιτητές διανύσαμε από κοινού μια ολόκληρη τετραετία (1970-1974) στη Θεολογική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών. Ο τότε Παναγιώτης Μύρου ξεχώριζε μέσα στους συμφοιτητές μας για τη σεμνότητά του. Το πρόσωπό του απέπνεε τη δροσερή αγνότητα της αληθινής ευσέβειας. Τα μάτια του ακτινοβολούσαν πεντακάθαρα, σαν μάτια μικρού παιδιού. Παρά την αθόρυβη παρουσία του, ήταν τω Πνεύματι ζέων. Είχε όλα τα γνωρίσματα εκείνα που καθιστούσαν τη μορφή του τοις πάσι συμπαθητική. «Μυρίπνοον άνθος του Παραδείσου», όντως όνομα και πράγμα. Η παρουσία του σημάδεψε έντονα τα αξέχαστα φοιτητικά μας χρόνια.
Στη συνέχεια ο αγαπητότατος Παναγιώτης, φέρων πλέον το όνομα του προσφιλούς του πνευματικού…
Το παρακάτω κείμενο,που δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο διαδίκτυο, είναι απόσπασμα μιας ιστορίας με κρυπτοχριστιανούς στο Ρέθυμνο της Κρήτης.Παρόλο που η ιστορία εκτυλίσσεται παραμονές Χριστουγέννων, συγκλονίζει τον αναγνώστη όποια χρονική στιγμή και αν την διαβάσει.
Ολόκληρο το κείμενο δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γ.Πρίντζιπα
-ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΩΝ ΚΡΥΦΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ- με τίτλο: Ο ηγούμενος και ο Πνιγάρης.
Ο τίτλος του αποσπάσματος είναι δικός μας.
Η φωτογραφία είναι από τον Πύργο των Κερίμηδων στην Επισκοπή Ρεθύμνου της Κρήτης, όπου έζησαν κρυπτοχριστιανοί.
π.Δ.Α.
———————————————————————————————————————
Αυτή τη νύχτα, που κορυφώθηκε η προσμονή, ο παπά – Ιωσήφ, γιομάτος χαρά, ζούσε την κάθε στιγμή σαν μικρό παιδί. Μαζεύτηκαν οι μέρες, η προετοιμασία ολοκληρώθηκε. Παραμονή Χριστουγέννων. Η εκκλησία πλημμυρισμένη με τη δόξα των ύμνων. Κάθε στασίδι και φλόγα. Οι καλόγεροι όλοι παρόντες. Έλειπαν μόνο όσοι ήταν στα διακονήματα. Ο τροχός του μοναστηριού δε λογά γιορτές και σχόλες. «Υπέρ των αδελφών ημών των εν ταις διακονίαις όντων». Ο…
ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ. (Κατά Λουκάν, 2, 11-12) Τα σπάργανα του Χριστού είναι οι φασκιές, δηλαδή οι μακριές και φαρδιές υφασμάτινες ταινίες, με τις οποίες τύλιγαν παλιά τα μωρά. Το έθιμο της σπαργάνωσης των νεογέννητων είναι πολύ παλιό, διήρκεσε επί χιλιετηρίδες και μόλις πρόσφατα σταμάτησε στην Ευρώπη (ίσως εδώ και σαράντα, πενήντα χρόνια).
Σύμφωνα με μια παράδοση, τα σπάργανα του Χριστού είχαν διασωθεί στα Ιεροσόλυμα και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από την Αγία Ευδοκία, σύζυγο του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β´.
Τα σπάργανα του Χριστού ήταν πολύ δημοφιλή ως χριστολογικό κειμήλιο στο Βυζάντιο και έχει διασωθεί μια μικρογραφία στο χειρόγραφο «Σκυλίτζης της Μαδρίτης» στην οποίαν παριστάνεται λιτανεία ιερών κειμηλίων, ανάμεσα στα οποία ήταν και τα σπάργανα του Χριστού, από το Μέγα Παλάτιο των Βυζ. αυτοκρατόρων ως την Παναγία των Βλαχερνών.
Πολύ γρήγορα μικροτεμάχια από τα σπάργανα του Χριστού ενσωματώθηκαν σε βυζαντινές σταυροθήκες Τιμίου Ξύλου μαζί με άλλα χριστολογικά και μαριολογικά κειμήλια, των οποίων οι κάτοχοι ήταν μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Κάποιες από αυτές τις βυζαντινές σταυροθήκες Τιμίου Ξύλου έχουν διασωθεί
Τουλάχιστον δύο σταυροθήκες με λείψανο των σπαργάνων του Χριστού έχουν διασωθεί στο Άγιον Όρος, το οποίο είναι ένας ανεξάντλητος θησαυρός κειμηλίων και λειψάνων που δεν έχει μελετηθεί ακόμα.
– στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου
– στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου
Η σταυροθήκη της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους με Σπάργανα Χριστού.
Τα σπάργανα του Χριστού περιήλθαν στην κατοχή των Σταυροφόρων το 1204 με την κατάκτηση και δήωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους.
Το 1238, τα σπάργανα του Χριστού μαζί με άλλα χριστολογικά κειμἠλια αγοράστηκαν από τον Λουδοβίκο Θ΄ ή Άγιο Λουδοβίκο (25 Απριλίου 1214 – 25 Αυγούστου 1270), βασιλιά της Γαλλίας (1226-1270). Η αγορά έγινε προκειμένου να εδραιώσει τη φήμη του Παρισιού ως ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κέντρα στον κόσμο, κάτι που θα του έδινε μεγάλη αξία στην εποχή του.
Το 1789, κατά τη διάρκεια των ταραχών της Γαλλικής Επανάστασης, καταστράφηκαν μαζί με άλλα χριστολογικά κειμήλια που προέρχονταν από το Βυζάντιο.
Εκτός όμως από τη βυζαντινή παράδοση, τεμάχια από τα σπάργανα του Χριστού εμφανίστηκαν στη Δύση ακόμα και από τις αρχές του 9ου αιώνα, πχ στην Ισπανία (Κάδιθ, Οβιέδο), αλλά και αργότερα στην Ιταλία (Ρώμη), Κροατία (Ντουμπρόβνικ), Γερμανία (Άαχεν) κτλ που όμως βασίζονται σε εξωπραγματικές ιστορίες σχετικά με την απόκτησή τους πχ σε υποτιθέμενα δώρα που έλαβε ο Καρλομάγνος και ούτω καθεξής.
Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα στο λεξιλόγιό μας επανέρχεται σε χρήση η λέξη φάτνη. Μια λέξη που δυστυχώς όλο το υπόλοιπο έτος μένει ξεχασμένη στα βιβλία, όπως και η φάτνη, που τοποθετούμε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στο κουτί της. Αυτές όμως τις Άγιες ημέρες άλλου λιγότερο, άλλου περισσότερο τα χείλη θα την προφέρουν.
Όμως τι σημαίνει η λέξη φάτνη; Βεβαίως το Ευαγγέλιο κάτι θα πρέπει να αναφέρει γι’ αυτήν. Αλλά τι ακριβώς; Αυτή η φάτνη της Γεννήσεως του Χριστού η πραγματική, όπου ξάπλωσε το Θείο Βρέφος, ξεχάσθηκε για πάντα μετά τη Γέννηση του Χριστού και τα ίχνη της τα έσβησε ο χρόνος; Ή μήπως όχι; Μήπως την ξαναείδε κανείς; Ποιος και πότε; Τι μορφή είχε η πραγματική φάτνη; Χάθηκε ή υπάρχει και σήμερα; Σ’ αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα σχετικά με τη Φάτνη της Γεννήσεως του Χριστού θα προσπαθήσει να δώσει πληροφορίες και να λύσει απορίες το παρόν άρθρο.
Α) Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο για τη Φάτνη του Χριστού
Από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, τα γεγονότα τα σχετικά με τη Γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αναφέρουν ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Ο Άγιος Λουκάς καταγράφει όσα συνέβησαν από την αναχώρηση της Παναγίας και του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ προς τη Βηθλεέμ, την ίδια τη Γέννηση, την προσκύνηση των βοσκών, την Περιτομή και την Υπαπαντή. Ενώ ο Άγιος Ματθαίος επικεντρώνεται στα γεγονότα που ακολουθούν μετά την άφιξη των Μάγων στα Ιεροσόλυμα. Αναφορά στη «φάτνη» κάνει μόνο ο Ευαγγελιστής Λουκάς στα ακόλουθα τρία1 χωρία:
Η Παναγία μας, αφού γέννησε τον πρωτότοκο, αλλά και μονογενή υιό της, τον σπαργάνωσε, δηλαδή τον τύλιξε με μητρική στοργή και κατά τη συνήθεια της εποχής με λευκές λωρίδες υφάσματος, τα σπάργανα (φασκιές). Και αμέσως τον ξάπλωσε μέσα στη φάτνη. Φάτνη ήταν το κατασκεύασμα εκείνο, στο οποίο τοποθετούνταν η τροφή των ζώων, συνήθως άχυρα, και βρισκόταν στους στάβλους. Το υλικό της φάτνης ποίκιλε, μπορεί να ήταν ξύλινη, πήλινη, πέτρινη, κτιστή, πλεκτή από κλαδιά κλπ.. Το γιατί αναγκάσθηκε να τοποθετήσει η Παναγία το βρέφος Χριστό σε φάτνη το επεξηγεί ο ίδιος ο Λουκάς «διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι»3. Δηλαδή, αν και αναζήτησαν χώρο στο πανδοχείο της Βηθλεέμ δεν βρήκαν, έτσι δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να μείνουν προσωρινά στο στάβλο. Ρητώς δεν αναφέρεται από τον Ευαγγελιστή ότι ο χώρος ήταν στάβλος ζώων, διότι γίνεται αμέσως αντιληπτό – ιδίως για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης – σε τι χρησίμευε, αφού εκεί υπήρχε μία φάτνη. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάς διευκρινίζει: «Ότι τεκούσα μεν ευθέως αυτό κατέκλινεν εκεί. άτε γαρ πολλών συνιόντων δια την απογραφήν ουκ ην οικίαν ευρείν»4. Δηλαδή η Παναγία μόλις γέννησε, ξάπλωσε το θείο Βρέφος αμέσως στη φάτνη. Δεν ήταν δυνατόν να βρουν σπίτι, επειδή είχαν συγκεντρωθεί πολλοί άνθρωποι εκεί, εξαιτίας της απογραφής. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, θαυμάζοντας τη θεία συγκατάβαση, γράφει: «Αυτός που ορίζει τα πάντα και δεν ορίζεται από κανέναν περιλαμβάνεται σε μία πρόχειρη και μικρή φάτνη»5.
Οι λόγοι αυτοί ανήκουν σε άγγελο Κυρίου, ο οποίος φανερώνοντας τη Γέννηση του Σωτήρος στους ποιμένες τούς δίνει ως αλάνθαστο σημάδι για να Τον βρουν και να Τον αναγνωρίσουν το εξής στοιχείο: είναι ένα βρέφος σπαργανωμένο και τοποθετημένο σε φάτνη. Στη Βηθλεέμ υπήρχαν πολλά βρέφη, όμως όλα ήταν μέσα σε σπίτια, ξαπλωμένα σε κούνιες ή απλά στρώματα. Ένα μόνο βρισκόταν σε φάτνη και αυτός ήταν ο Χριστός ο Κύριος. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο επίσκοπος Αχελώου Ευθύμιος: «Είναι φανερό ότι, με τον τρόπο αυτό, ο Ιησούς αρνήθηκε κάθε δυνατότητα ανέσεως για τον εαυτό του. Το σύνθημα της ζωής του – «ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» – το εφαρμόζει απ’ τη στιγμή της γεννήσεώς του»7.
Και οι καθαροί στην καρδιά και γεμάτοι με προσμονή για τον Μεσσία, απλοϊκοί βοσκοί, έτρεξαν και βρήκαν σύμφωνα με τις οδηγίες του αγγέλου το θείο Βρέφος τοποθετημένο σε μία φάτνη και έπεσαν και το προσκύνησαν. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος παροτρύνει τους ανθρώπους κάθε εποχής να μιμηθούν το παράδειγμα των βοσκών και να δείξουν ταπείνωση και να συναισθανθούν την κατάσταση που μας βρήκε ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Να προσκυνήσουν τη φάτνη, στην οποία ξάπλωσε ο Γεννηθείς Χριστός και να συλλογισθούν ότι, όπως τα άλογα ζώα τρέφονται από τη φάτνη, έτσι κι εμείς τρεφόμαστε από τον Υιό και Λόγο του Θεού τον παρέχοντα πνευματική τροφή: «και την Βηθλεέμ τίμησον την μικράν, η σε προς παράδεισον επανήγαγε. και την φάτνην προσκύνησον, δι’ ης άλογος ων, ετράφης υπό του Λόγου»9.
Β) Τα απόκρυφα Ευαγγέλια για τη Φάτνη
Τα απόκρυφα Ευαγγέλια, αποτελούν βιβλία εκτός του Κανόνα της Αγίας Γραφής, διότι στερούνται της θεοπνευστίας των Κανονικών της βιβλίων. Το μεγαλύτερο ποσοστό από τα απόκρυφα αυτά κείμενα αποτελούν μία κατηγορία βιβλίων, που είναι εντελώς απόβλητα και γεμάτα με πλάνες, αφού αποτελούν προϊόν αιρετικών ομάδων, όπως «των Γνωστικών, των Εβιωνιτών, των Μανιχαίων, των Ναζαρινών» και απέβλεπαν «προς διάδοσιν διά τούτων των πελανημένων των δοξασιών»10. Παράλληλα όμως με τα προαναφερθέντα υπάρχουν και εκείνα που προσπαθούν να συμπληρώσουν τα κενά των γνησίων βιβλίων της Καινής Διαθήκης, αλλά με μυθιστορηματικό τρόπο στο μεγαλύτερο μέρος της εκτάσεώς τους.
Κατά το απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου η ετοιμόγεννη Μαρία δεν προλαβαίνει να φθάσει στη Βηθλεέμ, για να αναζητήσουν δωμάτιο στο πανδοχείο, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς11. Αλλά, επειδή είχε έλθει η ώρα της γέννας, ο Ιωσήφ «εύρε σπήλαιον εκεί (δηλαδή κοντά στη Βηθλεέμ) και εισήγαγε αυτήν»12. Κι έτσι ο Χριστός γεννιέται στο σπήλαιο, αφού προηγουμένως έχει φθάσει η μαία, που είχε πάει να καλέσει ο Ιωσήφ. Η φάτνη δεν αναφέρεται καθόλου, παρά μόνο όταν η Παναγία θα κρύψει μέσα σ’ αυτήν το βρέφος Χριστό, για να το σώσει από τη σφαγή του βασιλιά Ηρώδη, αφού προηγουμένως για πρώτη φορά το σπαργάνωσε: «Όταν κατάλαβε ο Ηρώδης ότι τον ξεγέλασαν οι μάγοι, οργίστηκε και έστειλε φονιάδες παραγγέλνοντας τους: «Σκοτώστε τα βρέφη από δύο χρονών και κάτω». Όταν άκουσε η Μαριάμ ότι σκοτώνουν τα βρέφη, φοβισμένη πήρε το παιδί, το σπαργάνωσε και το έκρυψε σε ένα παχνί βοδιών»13. Όπως όμως όλοι γνωρίζουμε η προσκύνηση των Μάγων έγινε μήνες μετά τη Γέννηση του Χριστού. Γιατί, όπως εξηγεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «επειδή πολύν κατά την οδοιπορίαν έμελλον αναλίσκειν οι μάγοι χρόνον»14. Γι’ αυτό και οι Μάγοι δεν προσκύνησαν τον Χριστό στο σπήλαιο, αλλά σε σπίτι, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος15.
Ο ανώνυμος συγγραφέας του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου προσποιείται ότι είναι ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, όμως γράφει τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Χρησιμοποιεί ως υλικό τα κείμενα των Ευαγγελιστών Λουκά και Ματθαίου, αλλά προσθέτει και δικά του φανταστικά στοιχεία (μαία, απόκρυψη του Χριστού στη Φάτνη). Επίσης σε άλλα σημεία με πρόθεση διαφωνεί με αυτούς (πανδοχείο, χρονική σειρά των γεγονότων). Μικρή απόδειξη ότι το κείμενο δεν έχει γράψει ο Άγιος Ιάκωβος, ο υιός του Αγίου Ιωσήφ, ο οποίος ήταν γνώστης των περιοχών αυτών, αποτελεί και το εξής: παρουσιάζει τον Ιωσήφ να σχεδιάζει να ταξιδέψουν από τη Βηθλεέμ προς τη Ιουδαία, ενώ είναι γνωστό ότι η Βηθλεέμ βρίσκεται στην Ιουδαία.
Ας δούμε τι αναφέρει για τη Φάτνη το επίσης απόκρυφο και ψευδεπίγραφο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, το οποίο είναι γραμμένο τον 5ο-6ο αιώνα στη Δύση και αρχικά στη λατινική γλώσσα16: «και την τρίτη ημέρα από τη γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού η μακαριστή Μαρία βγήκε και μπήκε σ’ ένα στάβλο, όπου απέθεσε σε φάτνη το γιό της»17. Εδώ ο ανώνυμος συγγραφέας θέλει να παρουσιάσει το κείμενό του σαν να αποτελεί έργο του Αποστόλου Ματθαίου, δηλαδή ένα δεύτερο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, πέραν του κανονικού κατά Ματθαίον Ευαγγελίου που είναι ένα από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης. Επιθυμώντας να πρωτοτυπήσει, αλλά και να διαφωνήσει με το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, αναφέρει ότι η τοποθέτηση του Χριστού στη φάτνη δεν έγινε αμέσως μετά τη Γέννησή του και τη σπαργάνωσή Του, αλλά τρεις ημέρες μετά, διότι κατ’ αυτόν το σπήλαιο δεν χρησίμευε ως στάβλος και συνεπώς δεν υπήρχε και φάτνη μέσα σ’ αυτό. Όταν λοιπόν έγινε αλλαγή του καταλύματος, τότε βρέθηκε και χρησιμοποιήθηκε η φάτνη. Είναι φανερό ότι ο συντάκτης του απόκρυφου κειμένου γνωρίζει τα κείμενα των αυθεντικών Ευαγγελίων και τα χρησιμοποιεί για να συνθέσει το δικό του. Το κάνει όμως με αρκετά αδέξιο τρόπο που προδίδει και την αντιγραφή και την πλαστότητα.
Γ) Μαρτυρίες για διαφύλαξη της Αγίας Φάτνης στο Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ
α) Η ιστορία της Φάτνης και του σπηλαίου από το 100 μ.Χ. έως τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ.
Η ιστορία της Αγίας Φάτνης συνδέεται άρρηκτα με αυτήν του σπηλαίου της Γεννήσεως. Για τον Χριστιανισμό ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. το σπήλαιο της Βηθλεέμ αποτελούσε ιερό χώρο και τόπο προσκυνήματος και προσευχής. Γύρω στο 100 οι πιστοί οικοδόμησαν εκεί ευκτήριο οίκο18. Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτόν τον πρώτο ναό, αλλά δεν θα ήταν αβάσιμο να υποστηρίξουμε ότι ο χώρος του σπηλαίου και η περιοχή γύρω από αυτό πρέπει να ανήκαν στην ιδιοκτησία κάποιου Βηθλεεμίτη που είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό κι έτσι ανεμπόδιστα τα μέλη της πρώτης Εκκλησίας μπορούσαν να προσέρχονται για να προσευχηθούν και αργότερα να μπορούν να οικοδομήσουν εκεί και ευκτήριο οίκο19. Προφανώς αυτός και άλλοι πιστοί της Βηθλεέμ φρόντισαν να διαφυλάξουν και να διατηρήσουν τη φάτνη, όπου ανακλήθηκε ο Χριστός, ένα αντικείμενο που για τον υπόλοιπο κόσμο ήταν ευτελούς αξίας, αλλά για την Εκκλησία ήταν απροσμέτρητης πνευματικής σημασίας. Η μεγάλη τιμή των πρώτων Χριστιανών και η προσέλευση προσκυνητών στον ιερό χώρο του σπηλαίου προκαλούσε την οργή και εξερέθιζε τον φανατισμό των ειδωλολατρών και των πιστών του Ιουδαϊσμού.
Το 135 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός (117-138 μ.Χ.)20 με διάταγμά του όριζε ότι ο άγιος αυτός τόπος πρέπει να μεταβληθεί σε ιερό του Άδωνη και χώρο τελέσεως των μυστηρίων της μυθολογικής αυτής θεότητας, όπως μαρτυρεί ο Ευσέβιος Καισαρείας21. Με το μέτρο αυτό ο Αδριανός θέλησε να ενισχύσει την ειδωλολατρία – βασικό στήριγμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – σε μια επαρχία, στην οποία μόλις τότε είχε καταπνιγεί επανάσταση εναντίον των Ρωμαίων. Παράλληλα είχε την ελπίδα ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας ότι έτσι θα σταματήσει το προσκύνημα των Χριστιανών και θα βυθίσει στη λήθη το κοσμοϊστορικό γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Παρά όμως τα μέτρα αυτά τίποτε δεν κατάφερε να εμποδίσει τους Χριστιανούς να συνεχίσουν να προσέρχονται για να προσκυνήσουν όχι τον ανύπαρκτο ψευδοθεό Άδωνη, αλλά τον αληθινό και υπαρκτό Χριστό. Οι ηρωικοί αυτοί πιστοί, που με κίνδυνο της ζωής τους ομολογούσαν φανερά με αυτό τον τρόπο την πίστη τους στον ενανθρωπήσαντα Υιό του Θεού, δεν θα αδιαφόρησαν να απομακρύνουν και να αποκρύψουν σε ασφαλή χώρο – ίσως στην ίδια τη Βηθλεέμ – τη Φάτνη. Η αναφορά από κάποιους ότι η Φάτνη καταστράφηκε από τους ειδωλολάτρες, στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν τον χώρο σε ιερό του Άδωνη, αποτελεί μυθοπλασία και καταρρίπτεται από τις μαρτυρίες που ακολουθούν σε επόμενη ενότητα του παρόντος άρθρου.
Όπως παρατηρεί ο Νικόλαος Βασιλειάδης: «η ενέργεια όμως αυτή του Αδριανού συνέβαλε εις το να διατηρηθή ζωντανή η παράδοσις δια τον τόπον της θείας Γεννήσεως»22. Το 155-160 μ. Χ. ο Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος αναφερόμενος σ’ αυτόν γράφει ότι είναι μία σπηλιά, όχι πολύ μακριά από τη Βηθλεέμ23. Ο Άγιος Ιουστίνος καταγόταν από τη Φλαβία Νεάπολη (αρχαία Συχέμ της Παλαιστίνης), συνεπώς του ήταν αρκετά οικείες περιοχές όπως η Βηθλεέμ ως κοντινές. Σύμφωνα με τον Ωριγένη το 213 μ. Χ. η φήμη του σπηλαίου ήταν γνωστή ακόμη και σε μη χριστιανικούς λαούς, και υποδείκνυαν προς όλους το συγκεκριμένο σπήλαιο ως τον τόπο Γεννήσεως του Χριστού σαν κάτι το γνωστό24. Κατά τη διάρκεια της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια ο Ιεροσολύμων Μακάριος πληροφόρησε τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι στους Αγίους Τόπους, όπου συνέβησαν σημαντικά για τους Χριστιανούς γεγονότα, είχαν ιδρυθεί ειδωλολατρικοί ναοί, ενώ «οι Χριστιανοί ήσαν απομεμακρυσμένοι αυτών»25.
Σύντομα η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου, η Αγία Ελένη, ταξίδεψε στην Παλαιστίνη για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Όταν επισκέφθηκε τη Βηθλεέμ, διέταξε να γκρεμισθεί ο βωμός του Άδωνη στο σπήλαιο της Γεννήσεως. Το 327 η Αγία Ελένη, όπως μαρτυρεί ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας, ανέγειρε ένα περίλαμπρο ναό σε ρυθμό βασιλικής, αφήνοντας ανέπαφο κάτω από αυτήν το σπήλαιο της Γεννήσεως. Η ευσεβής Αυγούστα δώρισε μία φάτνη στο ναό, πιθανότατα κατασκευασμένη από άργυρο, η οποία τοποθετήθηκε σε χώρο που χρησίμευε ως παρεκκλήσιο και βρισκόταν κάτω από το Άγιο Βήμα26. Κάποιοι συγγραφείς αναφέρουν ότι υπάρχει προφορική παράδοση ότι η αυτοκράτειρα Αγία Ελένη βρήκε την αυθεντική πήλινη φάτνη του Κυρίου27. Αυτό βεβαίως ευσταθεί, αφού η παρουσία της Φάτνης μαρτυρείται τα κατοπινά χρόνια, αλλά όχι και το ότι η Αγία Ελένη τη μετέφερε στη Ρώμη. Το 333 ο Άγιος Κωνσταντίνος πρόσφερε πολύτιμα αναθήματα στο ναό της Γεννήσεως, πάλι σύμφωνα με τον Ευσέβιο. Ήταν τέτοια η ακτινοβολία του προσκυνήματος που ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα τα τέλη του 4ου αιώνα αναφέρει: «Βηθλεέμ … εν τη Οικουμένη πάση περίβλεπτος γέγονεν»28.
β) Η μαρτυρία της Αγίας Παύλης
Στο «Οδοιπορικόν της Παύλας», που συνέγραψε ο Άγιος Ιερώνυμος το 404, περιλαμβάνεται μία σημαντική μαρτυρία περί της Αγίας Φάτνης. Η Αγία Παύλα29 (347 – 404) υπήρξε γόνος αρχοντικής οικογένειας της Ρώμης. Ήδη χήρα από το 379 είχε άριστη πνευματική καθοδήγηση από την Αγία Μαρκέλλα τη Ρωμαία30 και τον Άγιο Ιερώνυμο, καθώς και τον Άγιο Επιφάνιο Σαλαμίνος. Το 385 η Αγία Παύλα και η θυγατέρα της Ευστοχία άφησαν τη Ρώμη με πρόθεση να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο στην Ανατολή, αφού πρώτα προσκυνήσουν σε όλα τα ονομαστά μέρη της Αγίας Γης και τα μοναχικά κέντρα της Αιγύπτου. Ο Άγιος Ιερώνυμος συνέταξε το οδοιπορικό της μετά την κοίμησή της το 404, προκειμένου να καταγράψει όλα τα μέρη και την πορεία απ’ όπου «η σεβασμία – μετ’ απιστεύτου πίστεως διέδραμεν»31. Ο Ιερώνυμος γνώριζε εκ του σύνεγγυς όλα τα γεγονότα, αφού στο οδοιπορικό αυτό συμμετείχε και ο ίδιος αποτελώντας τον πνευματικό οδηγό των προσκυνητών. Αναφέρει λοιπόν σ’ αυτό τα εξής σχετικά με τη Φάτνη: «ήλθεν (η Παύλα) εις Βηθλεέμ και εισελθούσα εις το σπήλαιον του Σωτήρος, αφ’ ου είδε τον ιερόν της Παρθένου ξενώνα και την φάτνην…»32. Λίγο παρακάτω ο Άγιος Ιερώνυμος αποδίδει σε πρώτο πρόσωπο τους λόγους της Αγίας Παύλας: «Εγώ δε, δύστηνος και αμαρτωλή, εκρίθην αξία ίνα καταφιλήσω την φάτνην, εν η Κύριος εκλαυθμήρισεν ως νήπιον, ίνα προσευχηθώ εν τω σπηλαίω εν ω η Παρθένος Μήτηρ έτεκεν υιόν, τον Κύριον»33. Σύμφωνα με τον Γάλλο Βενεδικτίνο μοναχό και εκκλησιαστικό ιστορικό Louis Saltet (1870-1952) η Παύλα βρέθηκε στη Βηθλεέμ το 386 για πρώτη φορά. Αλλά μετά την επιστροφή της από την Αίγυπτο παρέμεινε οριστικά στη Βηθλεέμ, όπου βρισκόταν και ο Άγιος Ιερώνυμος, μέχρι το 404, το έτος δηλαδή της κοιμήσεώς της34.
Από τη δική μας πλευρά θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι η επί 18 έτη παραμονή της Αγίας Παύλας στη Βηθλεέμ35, αλλά και του συγγράψαντος το οδοιπορικό Ιερωνύμου, δίνει στη μαρτυρία αυτή ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς είχαν τον χρόνο για να γνωρίσουν και να πληροφορηθούν τα σχετικά με τη Φάτνη και το σπήλαιο πολύ πιο αναλυτικά απ’ όσο ένας περαστικός προσκυνητής. Δυστυχώς όμως το κείμενο του οδοιπορικού δεν μας παρέχει περισσότερες πληροφορίες, όπως ίσως θα περίμενε κανείς και ιδίως μία περιγραφή της Φάτνης (σχήμα, υλικό κλπ.). Αν κρίνουμε όμως από τη φράση «εκρίθην αξία ίνα καταφιλήσω την φάτνην, εν η Κύριος εκλαυθμήρισεν ως νήπιον», φαίνεται ότι η Αγία Παύλα είναι απολύτως πεπεισμένη ότι προσκυνούσε την αυθεντική Φάτνη, την οποία είχε αγγίξει το Άγιο Σώμα του Θεανθρώπου, και όχι κάποιο αντίγραφό της.
γ) Η μαρτυρία του Αγίου Ιερωνύμου
Όμως σε άλλο έργο του ο Άγιος Ιερώνυμος γράφει σχετικά με την Αγία Φάτνη της Βηθλεέμ: «Ω, αν μου εδίδετο η χάρις να ίδω την φάτνην, όπου ο Κύριος ανεκλίθη ! Αλλά αλλοίμονο, το αίσθημα της ευλαβείας προς τον Χριστόν έκαμε ώστε να αφαιρεθή η πήλινη φάτνη και να αντικατασταθή από μιαν αργυράν φάτνην . Αλλά δι’ εμέ πόσον πολυτιμοτέρα ήτο η αφαιρεθείσα! Ο εις αυτήν γεννηθείς κατεδίκαζε τον χρυσόν και τον αργυρόν»36. Το κείμενο αυτό, γραμμένο μεταξύ του 404 – 420 μ.Χ., μιλάει σαφέστατα για αντικατάσταση της αυθεντικής Φάτνης, την οποία περιγράφει ως πήλινη, με άλλη η οποία ήταν ασημένια. Δεν προσδιορίζει όμως πότε ακριβώς έγινε αυτή η αντικατάσταση. Πρόσφατα ή παλαιότερα; Από ποιο πρόσωπο έγινε; Από την Αγία Ελένη, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, ή από κάποιον άλλο; Το μόνο που αναφέρει είναι ότι κίνητρο της αλλαγής υπήρξε η ευσέβεια, προκειμένου να τοποθετηθεί στη θέση της μία φάτνη πιο »αξιόλογη», φτιαγμένη από πολύτιμο υλικό και όχι από ευτελές υλικό, όπως αυτό της αυθεντικής. Με βάση τα γραφόμενα του Ιερωνύμου, αφού αιτία ήταν η ευσέβεια, με βεβαιότητα λοιπόν αποκλείεται η αρπαγή της ή η καταστροφή της κατά τη δύσκολη εποχή των διωγμών των τριών πρώτων αιώνων. Αυτό συνεπάγεται ότι κατά το διάστημα, όπου ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ανδριανός μετέτρεψε το σπήλαιο της Γεννήσεως σε Ιερό του Άδωνη, η φάτνη πρέπει να διαφυλάχθηκε από τους Χριστιανούς της Βηθλεέμ σε κάποιον ασφαλή χώρο, προκειμένου να μη βεβηλωθεί από τις ρωμαϊκές αρχές.
Ίσως όμως το σημαντικότερο – που δυστυχώς δεν αναφέρει ο Άγιος – είναι το τι απέγινε η απομακρυνθείσα πήλινη Φάτνη. Αυτή η έλλειψη θα μπορούσε να μας θέσει και άλλα ερωτήματα όπως: η Φάτνη παρέμεινε σε κάποιο άλλο σημείο στη Βασιλική της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ; Προφανώς όχι, γιατί λέει ότι έχει αφαιρεθεί και δεν μπορεί να την δει, αν και το επιθυμεί σφόδρα. Συνεπώς δεν βρίσκεται στη Βηθλεέμ. Τότε μήπως μεταφέρθηκε στη Ρώμη, όπως λέει η προαναφερθείσα παράδοση περί της Αγίας Ελένης ; Και πάλι η απάντηση είναι όχι, διότι, αν η αντικατάσταση είχε γίνει πριν το 404, τότε δεν εξηγείται γιατί δεν ανέφερε τίποτα σχετικό στο Οδοιπορικό της Παύλας. Άρα η απομάκρυνση της Φάτνης έγινε μετά το 404. Αυτό μας φαίνεται προσωπικά και η πιθανότερη εκδοχή. Εδώ – προλαμβάνοντας κάποιες ενστάσεις για την αξιοπιστία της μαρτυρίας – πρέπει να επισημάνουμε ότι για την ειλικρίνεια, αλλά και το υψηλό μορφωτικό επίπεδο του Αγίου Ιερωνύμου ουδείς αμφιβάλει. Όπως μάλιστα παρατηρούσε ο παλαιός καθηγητής Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήστου για τα ερμηνευτικά συγγράμματά του Αγίου Ιερωνύμου, αυτά «είναι αξιόλογα δια τας ιστορικάς, αρχαιολογικάς και φιλολογικάς παρατηρήσεις»37. Ένα λοιπόν πρόσωπο με τέτοιες γνώσεις, αλλά και ευσέβεια είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα έγραφε αβασάνιστα την παραπάνω πληροφορία.
δ) Η αναφορά του επισκόπου Ευχερίου
Άλλη μια μαρτυρία περί της Αγίας φάτνης είναι η «Ευχερίου επιτομή περί τινών Αγίων Τόπων – Επιστολή Ευχερίου Επισκόπου προς Φαυστίνον τον πρεσβύτερον» χρονολογούμενη το 440, δηλαδή λίγα έτη μεταγενέστερη από το Οδοιπορικό της Παύλης και τη μαρτυρία του Αγίου Ιερωνύμου. Σ’ αυτήν αναφέρονται τα εξής: «εξ μίλια μακράν της Ιερουσαλήμ προς μεσημβρίαν είνε η Βηθλεέμ, ήτις είνε χώρος στενός έχουσα χαμηλόν τείχος άνευ πύργων, εν ή η φάτνη του Κυρίου, κεκαλυμμένη δια καλλωπισμόν αργυρών και χρυσών, περιλαμβάνεται εν μεαλοπρεπεί οικοδομή»38. Από το απόσπασμα αυτό γίνεται φανερό ότι ο Ευχέριος, επίσκοπος Λουγδούνου39, αναφέρει ξεκάθαρα ότι «η φάτνη του Κυρίου» βρίσκεται ακόμα στη Βηθλεέμ, αλλά είναι καλυμμένη «δια καλλωπισμόν αργυρών και χρυσών». Η μεγαλοπρεπής οικοδομή, στην οποία περιλαμβάνεται είναι ο πρώτος ναός της Γεννήσεως, που ανοικοδόμησε η ευσέβεια των αυτοκρατόρων Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίας Ελένης. Ο ναός αυτός διασωζόταν την εποχή του Ευχέριου, αλλά καταστράφηκε το 521 – 530 κατά την εξέγερση των Σαμαρειτών. Και ξανακτίσθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
Όμως στο σημείο αυτό πρέπει να παραδεχθούμε ότι προκύπτει μία αντίφαση ανάμεσα στη μαρτυρία του Αγίου Ιερωνύμου και την αντίστοιχη του Ευχερίου. Ο πρώτος γράφει ότι η Φάτνη του Κυρίου έχει απομακρυνθεί από τη Βηθλεέμ, ενώ ο δεύτερος ότι βρίσκεται ακόμα εκεί. Κατά τη γνώμη μας η αντίφαση είναι φαινομενική και ίσως η εξήγηση να είναι η εξής: ο Άγιος Ιερώνυμος δεν αναφέρει επένδυση της Φάτνης, αλλά αντικατάστασή της με μία άλλη, η οποία ήταν αργυρή. Ενώ ο Ευχέριος κάποια χρόνια μετά αναφέρει ότι η Φάτνη ευρίσκεται μέσα σε θήκη – κάλυμμα από ασήμι και χρυσό. Ίσως λοιπόν πρέπει να υποθέσουμε ότι η Φάτνη προσωρινά απομακρύνθηκε από τη Βηθλεέμ την εποχή του Αγίου Ιερωνύμου και είχε επανέλθει σε αυτήν ύστερα από δύο ή τρεις δεκαετίες, όταν γράφει γι’ αυτήν ο Ευχέριος. Τη νεώτερη αυτή εξέλιξη πρέπει να πληροφορήθηκε ο Ευχέριος από προσκυνητές, που πρόσφατα είχαν επιστρέψει από προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Θα ήταν όμως εγωιστική παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι πέραν του πιθανού να έχουν συμβεί έτσι τα γεγονότα, δεν υπάρχει κάποια ιστορική πηγή που να θεμελιώνει τον συλλογισμό μας.
Αντίθετη άποψη σε κάποια σημεία από τα παραπάνω εκτεθέντα από εμάς έχει ο Ιταλός καθηγητής Μεσσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Fribourg της Ελβετίας Michele Bacci. Κατ’ αυτόν η φάτνη «ήταν μια λάρνακα από άργιλο, τοποθετημένη πάνω στο βράχο και έφερνε μαρμάρινη επένδυση. Ήδη στα χρόνια του Αγίου Ιερωνύμου (4ος αιώνας) είχε αντικατασταθεί από ένα πιο πολύτιμο κιβωτίδιο με ασημένια και χρυσή επένδυση. Σύμφωνα με την παράδοση η αρχική φάτνη είχε μεταφερθεί στον ναό της Santa Maria Maggiore της Ρώμης, αλλά οι επισκέπτες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι το λείψανο της φάτνης βρισκόταν μέσα στη μαρμάρινη επένδυση»40. Όμως, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι απλοί πιστοί είχαν τη λανθασμένη αυτή εντύπωση, πώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε ότι ο επίσκοπος Ευχέριος δεν θα ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει κατάλληλα πρόσωπα και να διασταυρώσει με ασφάλεια την πληροφορία για το αν η πραγματική Φάτνη του Κυρίου ήταν όντως στη Βηθλεέμ ή εκεί υπήρχε μόνο ένα αντίγραφό της – σαν κιβωτίδιο περικλεισμένο με πολύτιμη θήκη – προτού γράψει οτιδήποτε στην επιτομή περί τινών Αγίων Τόπων; Όπως επισημαίνει ο ίδιος «ως έμαθον εκ διηγήσεως ή αναγνώσεως βραχέως περιέλαβον και περιέγραψα»41, δηλαδή βασίστηκε τόσο σε σχετικά βιβλία, όσο και σε διηγήσεις προσκυνητών που είχαν μεταβεί στους Αγίους Τόπους. Συνεπώς χρησιμοποίησε πληθώρα πηγών, έτσι ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβή τα γραφόμενά του. Όσον αφορά την ειλικρίνεια του Ευχέριου, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός έλαμψε «ως ιεράρχης μεγάλης αρετής»42. Αλλά και για το μορφωτικό του επίπεδο θα αναφέρουμε μόνο ότι διακρίθηκε στο συγγραφικό έργο. Και επιπλέον ας προσθέσουμε ότι ο Ευχέριος δεν είχε κάποιο δεσμό με τη Βηθλεέμ, για να υποθέσουμε ότι, προκειμένου να την προβάλει ως προσκύνημα, θέλησε να διαδώσει δια του έργου του τη φήμη για την εκεί ύπαρξη της αυθεντικής Φάτνης. Εξάλλου η Βηθλεέμ δεν είχε, ούτε έχει τέτοια ανάγκη, αφού διατηρεί την ιερότητά της ως τόπος της Γεννήσεως του Σωτήρος.
Για να είμαστε όμως αντικειμενικοί, δεν πρέπει να αποκρύψουμε ότι βασικό μειονέκτημα αυτής της μαρτυρίας του Ευχερίου αποτελεί το ότι ο ίδιος δεν ταξίδεψε ποτέ στην Αγία Γη. Αν λοιπόν οι πληροφορίες, που έλαβε τόσο από τις προφορικές μαρτυρίες, όσο και τις γραπτές πηγές, δεν ήταν ακριβείς, μπορεί να παραπλανήθηκε. Το ενδεχόμενο όμως αυτό, με βάση όσα προαναφέραμε, το θεωρούμε το λιγότερο πιθανό. Κατακλείοντας τα σχετικά με τον Ευχέριο, να επισημάνουμε ότι η μαρτυρία του αποτελεί μία σοβαρή ένδειξη κατά της εκδοχής ότι η Αγία Ελένη μετέφερε τη Φάτνη στη Ρώμη. Ο Ευχέριος ζώντας στη Δυτική Ευρώπη, στη Λυών, αν υπήρχε εδώ και έναν αιώνα η Φάτνη στη Ρώμη, δεν θα είχε ακούσει κάτι; Δεν θα ερευνούσε το θέμα ή τουλάχιστον δεν θα προβληματιζόταν από την ύπαρξη και δεύτερης Φάτνης στη Βηθλεέμ; Αντιθέτως, όπως προείπαμε, εκείνος με σαφήνεια και βεβαιότητα αναφέρει ότι η Φάτνη του Κυρίου είναι στη Βηθλεέμ. Αλλά, όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα του παρόντος άρθρου, ακόμα και οι Ρωμαιοκαθολικοί υποστηρίζουν ότι η Αγία Φάτνη βρισκόταν στη Βηθλεέμ τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα.
ε) Η αναφορά του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έστειλε στην Ιερουσαλήμ το 817 ή 819 τον μοναχό Διονύσιο με επιστολή προς τον λόγιο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θωμά Α΄ (807-820). Στην επιστολή αυτή μεταξύ άλλων αναφέρει: «ὁρῶ τὴν ἁγίαν Βηθλεὲμ ὡς τὴν Ἐδέμ· προσκυνῶ τὴν θείαν φάτνην ὑπὲρ τὴν στάμνον τὴν χρυσῆν, ἐν ᾗ οὐ μάννα ἀλλ’ ὁ τῆς ζωῆς ἄρτος τέθειται»43. Ο Άγιος Θεόδωρος, ο υπέρμαχος των ιερών εικόνων, γράφοντας για τα ιερά Προσκυνήματα της Αγίων Τόπων, αναφέρεται και στη Βηθλεέμ, την οποία χαρακτηρίζει ως τον Παράδεισο της Εδέμ. Νοητά – αφού είναι μακριά και δεν μπορεί να προσέλθει ο ίδιος, διότι αυτή την εποχή είναι διωκόμενος από τους αιρετικούς εικονομάχους – προσκυνά «τὴν θείαν φάτνην». Μάλιστα, αυτή τη συγκρίνει με «τὴν στάμνον τὴν χρυσῆν», δηλαδή τη χρυσή στάμνο που περιείχε μάννα, από αυτό που έριχνε ο Θεός κατά την περιπλάνηση των Εβραίων στην έρημο μετά την Έξοδό τους από την Αίγυπτο υπό τον Μωυσή. Η χρυσή στάμνος ήταν τοποθετημένη στην Κιβωτό της Διαθήκης44. Από τη σύγκριση αυτή προκύπτει ότι ο Άγιος θεωρεί ανώτερη τη Φάτνη από την στάμνο, διότι στη δεύτερη φυλασσόταν το μάννα, που ήταν απλός άρτος – έστω και αν παρεχόταν θαυματουργικά – ενώ στη Φάτνη είχε τεθεί ο Άρτος της Ζωής, ο Χριστός. Συνεπώς ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρεται στη Φάτνη του Κυρίου, γνωρίζοντας ότι βρίσκεται ακόμη στη Βηθλεέμ. Στην ίδια επιστολή και στην ίδια συνάφεια αναφέρθηκε στον Γολγοθά, στον Πανάγιο Τάφο, στο όρος της Μεταμορφώσεως, στον Κήπο των Ελαιών, και στον Τάφο της Παναγίας στη Γεθσημανή, δηλαδή σε υπάρχοντα σεβάσματα των Αγίων Τόπων και όχι σε κάποια, που θα μπορούσε να είχαν εκλείψει. Αυτό συνεπάγεται ότι με έμμεσο, πλην σαφή τρόπο, ο Άγιος Θεόδωρος μάς διαβεβαιώνει περί της υπάρξεως της Αγίας Φάτνης «στην πόλη του Δαβίδ» στις αρχές του 9ου αιώνα.
στ) Οι μαρτυρίες του Βερνάρδου και του Ιωάννη Φωκά
Τον 9ο αιώνα μ.Χ. συναντούμε την επόμενη μαρτυρία. Το 870 τους Αγίους Τόπους επισκέφθηκε ένας μοναχός από τη Δύση, ο Βερνάρδος, την εποχή που Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Θεοδόσιος45. Ο Βερνάρδος, περιγράφοντας το σπήλαιο της Γεννήσεως, αναφέρει ότι «εντός δε του σπηλαίου προς δυσμάς δεικνύεται η Αγία Φάτνη»46.
Ο Ιωάννης Φωκάς47, ένας μοναχός από τη μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου, άφησε το μοναστήρι του στο νησί της Αποκαλύψεως, προκειμένου να επισκεφθεί τα Ιερά Προσκυνήματα της Αγίας Γης και των γειτονικών της περιοχών μεταξύ των ετών 1185 ή 118748. Βαθύτατα εντυπωσιασμένος, αλλά και γεμάτος κατάνυξη απ’ όσα είδε και άκουσε στη διάρκεια αυτής της ιεραποδημίας του, αισθάνθηκε την ανάγκη να τα γνωρίσει τόσο στους σύγχρονούς του όσο και στους μεταγενέστερους. Μετά λοιπόν την επιστροφή στη μονή του αποφασίζει να τα καταγράψει, βασιζόμενος στη μνήμη του, αφού δεν είχε κρατήσει σημειώσεις. Καρπός αυτής της συγγραφικής προσπάθειάς του υπήρξε το «Έκφρασις εν συνόψει των απ’ Αντιοχείας μέχρις Ιεροσολύμων κάστρων και χωρών Συρίας, Φοινίκης και των κατά Παλαιστινίων Αγίων Τόπων». Ο εκ Πάτμου μοναχός δεν παρέλειψε να προσκυνήσει στο ναό της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ, αλλά και στο ίδιο το σπήλαιο της Γεννήσεως του Χριστού. Με θαυμασμό ο Φωκάς για την επισκευή, που είχε επαναφέρει το ιερό προσκύνημα στο αρχαίο κάλλος του μετά από τις φθορές που του προκάλεσαν σεισμοί και επιδρομές, δεν παραλείπει να επαινέσει τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό: «ἀλλὰ καὶ τοῦτον τὸν περικαλλέστατον ναὸν καὶ πάμμεγαν ἡ τοῦ κοσμοσώστου μου Βασιλέως (Μανουὴλ Κομνηνού) ἀνήγειρε φιλότιμος χεὶρ καὶ ψηφῖσι κεχρυσωμέναις ὅλον τὸν ναὸν κατεκόσμησεν»49. Όπως γράφει, στο εσωτερικό του ναού, στην αριστερή πλευρά του Αγίου Βήματος είναι η είσοδος του Αγίου σπηλαίου50, όπου μέσα σ’ αυτό αναφέρει ότι είδε την Αγία Φάτνη. Σε ελεύθερη απόδοση στη νεοελληνική το σημείο του κειμένου του, που μας ενδιαφέρει, αναφέρει τα εξής: ένα σκαλοπάτι παρακάτω μπορείς να δεις τη φάτνη των ζώων, ορθογώνιου σχήματος, την οποία οι αρχαίοι κάλυψαν με λευκό μάρμαρο, αφήνοντας μια κυκλική οπή στο μέσον του, δια μέσου της οποίας μπορείς να δεις ένα τμήμα της φάτνης η οποία περιέβαλε Αυτόν, ο οποίος είναι πλατύτερος των ουρανών και πιο εκτεταμένος απ’ ότι όλη η γη, και η θάλασσα και τα τμήματα κάτω από τη γη, αυτή με ευκολία περιέκλεισε Αυτόν… Γεμίζω με χαρά όσο γράφω και εν πνεύματι είμαι μέσα στο Άγιο Σπήλαιο51.
Προφανώς ο Έλληνας μοναχός, αφού δεν μπορούσε να την αντικρίσει ολόκληρη, συμπεραίνει ότι η Φάτνη ήταν ορθογωνίου σχήματος, από το σχήμα που είχε η μαρμάρινη θήκη της. Εδώ να υπογραμμίσουμε ότι δεν αναφέρεται τίποτα για το κάλυμμα – θήκη από ασήμι και χρυσάφι που είδαμε στη μαρτυρία του Ευχερίου. Ίσως η Περσική επιδρομή του 614 και η Αραβική κατάκτηση των Αγίων Τόπων να ευθύνονται για την αφαίρεσή του. Εδώ χρειάζεται να ξανασχολιάσουμε την προαναφερθείσα άποψη του καθηγητή Michele Bacci «οι επισκέπτες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι το λείψανο της φάτνης βρισκόταν μέσα στη μαρμάρινη επένδυση»52. Όμως, αν η μαρμάρινη επένδυση ήταν εσωτερικά κενή ή περιείχε ένα πολύτιμο κιβωτίδιο, θα απέφευγαν οι μοναχοί της Αγιοταφίτικης αδελφότητος να αφήσουν μία οπή ανοικτή στο μαρμάρινο κάλυμμα. Προφανώς όμως το άνοιγμα αυτό δημιουργήθηκε σκόπιμα στη μαρμάρινη επιφάνεια, ίσως μετά από ερωτήματα των προσκυνητών για το αν όντως η επένδυση περικλείει την αυθεντική Φάτνη ή όχι. Επιπροσθέτως ο Ιωάννης Φωκάς αναφέρει ότι είδε ένα ορθογώνιο κιβώτιο, το οποίο κατά τη γνώμη μας, αν ήταν από ασήμι θα τον εντυπωσίαζε και θα το ανέφερε οπωσδήποτε. Μακάρι να είχε σημειώσει το υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένο αυτό. Διότι, αν ανέφερε ότι ήταν πήλινο, θα λυνόνταν πολλές απορίες και αμφισβητήσεις. Μπορούμε όμως να τον δικαιολογήσουμε, διότι, κοιτάζοντας μέσα από μια τρύπα προς το εσωτερικό ενός μαρμάρινου κλειστού κιβωτίου, θα ήταν αδύνατο να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι το ακριβές υλικό του κιβωτιόσχημου αντικειμένου που έβλεπε, δηλαδή αν ήταν πήλινο ή ξύλινο. Αν όμως ήταν ασημένιο, λογικά θα το αντιλαμβανόταν από τη λάμψη του.
Με την ψυχή του πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη ο μοναχός Ιωάννης που αξιώθηκε να προσκυνήσει τον τόπο όπου είχε σπαργανωθεί και τεθεί σε φάτνη ο Λυτρωτής του κόσμου, δεν παραλείπει στην περιγραφή του ψηφιδωτού της Γεννήσεως, που κοσμούσε την κόγχη του σπηλαίου, να αναφέρει: «Κοντά της (ενν. της Παναγίας) τοποθετούνται ο όνος, το μοσχάρι, η φάτνη και το βρέφος»53.
Την εποχή που ο Ιωάννης Φωκάς επισκέπτεται τη Βηθλεέμ τον έλεγχο των προσκυνημάτων είχαν αρπάξει με τη δύναμή των όπλων οι κατακτητές Σταυροφόροι (1099 – 1187) από το νόμιμο διακονητή τους, το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Οι πιέσεις που ασκούσαν στους Ορθόδοξους μοναχούς για να ενταχθούν στους Παπικούς, καθώς και οι εξορίες, οι διώξεις και οι ταπεινώσεις ήταν συνεχείς. Έχοντας εξορίσει τους Ορθόδοξους επισκόπους, είχαν παράνομα καταλάβει Ρωμαιοκαθολικοί τις επισκοπές. Γι’ αυτό και ο Φωκάς τον παράνομα κατέχοντα την Επισκοπή της Βηθλεέμ, Ραούλ, τον ονομάζει «ὁ τῶν ἐν τῷ χώρᾳ παρένθετος Λατίνων ποιμὴν»54. Όμως η θέση των Ελλήνων Αγιοταφιτών είχε γίνει κάπως ανεκτή από τους Ρωμαικαθολικούς την εποχή αυτή των επισκευών των Προσκυνημάτων από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος είχε βοηθήσει και στρατιωτικά τους Σταυροφόρους55. Τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία τα παραθέσαμε για να εξηγήσουμε ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί που ήταν παρόντες στους Αγίους Τόπους γνώριζαν ότι η αυθεντική Φάτνη βρισκόταν στη Βηθλεέμ, και όχι στη Ρώμη, όπου, όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι, είχε μεταφερθεί τον 7ο αιώνα επί Πάπα Θεοδώρου Α΄. Ακόμα και αν οι Ορθόδοξοι μοναχοί ήθελαν να παρουσιάζουν μια ψεύτικη Φάτνη στους προσκυνητές, οι Λατίνοι είχαν κάθε λόγο να αντιδράσουν και να ξεσκεπάσουν την υποτιθέμενη απάτη. Επειδή όμως η Φάτνη ήταν η αρχική, δεν διακινδύνευαν να εγείρουν ζήτημα σε ένα τόπο που κανείς από τους ντόπιους Χριστιανούς δεν θα τους πίστευε, γιατί όλοι γνώριζαν την αλήθεια. Έτσι προτιμούσαν να σιωπούν. Και να τονισθεί ότι εκείνη την περίοδο οι Λατίνοι είχαν τον πλήρη έλεγχο των Αγίων Τόπων χάρη στους Σταυροφόρους.
Μετά τη Λατινοκρατία (1099-1187) στους Αγίους Τόπους επανέκαμψαν οι Άραβες (1187-1268), τους διαδέχθηκαν οι Μαμελούκοι (1268-1517) και αυτούς οι Οθωμανοί (1517-1917). Μέσα σ’ αυτά τα σκοτεινά χρόνια, οι έτσι κι αλλιώς ολιγάριθμες σωζόμενες πηγές σιγούν για την παρουσία της Φάτνης. Σήμερα μέσα στο Άγιο σπήλαιο τον χώρο, όπου βρισκόταν η αυθεντική Φάτνη, κατέχουν οι Ρωμαιοκαθολικοί, αφού τον υπεξαίρεσαν από εμάς τους Ορθοδόξους. Ο τόπος αυτός είναι δεξιότερα του σημείου της Γεννήσεως του Χριστού και τρία σκαλοπάτια πιο χαμηλά από το υπόλοιπο δάπεδο και αποτελεί δικό τους παρεκκλήσιο. Εκεί οι Ρωμαιοκαθολικοί δείχνουν κάτι σαν βωμό, εξηγώντας στους προσκυνητές ότι πάνω σ’ αυτόν είχε τοποθετήσει η Παναγία τον μικρό Χριστό επάνω σε απλωμένα άχυρα και τον προσκύνησαν οι Μάγοι56.
Δ) Μαρτυρία για την ύπαρξη της Φάτνης στην Κωνσταντινούπολη
Μία μαρτυρία του 1157 αναφέρει την παρουσία της Αγίας Φάτνης στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με αυτήν ο Ισλανδός ηγούμενος Νικόλαος της Thyngeirar, του Τάγματος των Βενεδικτίνων ξεκίνησε το 1156 από τη μονή Munkathvera57 στην απομακρυσμένη βόρεια Ισλανδία για προσκυνηματικό ταξίδι. Στη διάρκεια της επίπονης και πολύμηνης διαδρομής του, που είχε ως τελικό προορισμό τους Αγίους Τόπους, αλλά και περιλάμβανε μεταξύ άλλων πολλούς σταθμούς, όπως τη Ρώμη, επισκέφθηκε και την Κωνσταντινούπολη. Ο ηγούμενος Νικόλαος διηγείται ότι μεταξύ των άλλων Αγίων λειψάνων που είδε και προσκύνησε στην Κωνσταντινούπολη ήταν και η Φάτνη της Γεννήσεως του Κυρίου. Δυστυχώς δεν αναφέρει κάτι περισσότερο όσον αφορά την περιγραφή της, καθώς και το σε ποιο ναό ή μονή της Βασιλεύουσας την αντίκρισε. Σύμφωνα με τον καθηγητή Michele Bacci, αν και δεν υπάρχει δεύτερη μαρτυρία περί υπάρξεως της Φάτνης στην Κωνσταντινούπολη, «δεν αποκλείεται να φιλοξενούνταν σε μια από τις ιερές συλλογές λειψάνων της Κωνσταντινούπολης, όπως ήταν το αυτοκρατορικό παρεκκλήσιο της Παναγίας του Φάρου και της Χαλκής, καθώς και το σκευοφυλάκιο των Βλαχερνών και η ίδια η Αγία Σοφία»58. Σύμφωνα με το «Περί βασιλείου τάξεως» – έργο του 10ου αιώνος που συνέταξε ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (912-959) – ο βυζαντινός αυτοκράτορας με επίσημη συνοδεία, ανήμερα τα Χριστούγεννα όδευε για να εκκλησιασθεί στο ναό της του Θεού Σοφίας στη Βασιλεύουσα. Εκεί μόλις έφθανε ασπαζόταν τα σπάργανα της Γεννήσεως του Σωτήρος, που φυλάσσονταν εκεί. Είναι λοιπόν σαφές ότι τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 10ου αιώνος στο ναό της Αγίας Σοφίας δεν υπήρχε η Αγία Φάτνη. Αλλά και ούτε σε κάποιον άλλο ναό στην Κωνσταντινούπολη μάς φαίνεται πιθανόν να υπήρχε και να μη μεταφερόταν εκείνη την ημέρα στην Αγία Σοφία για προσκύνηση κατά τη διάρκεια της πανηγυρικής Πατριαρχικής Θείας Λειτουργίας, στην οποία θα ήταν παρών και ο αυτοκράτορας. Φυσικά η επίσκεψη του Ισλανδού μοναχού έγινε δύο αιώνες μετά. Και γι’ αυτό δεν μπορούμε να αποκλείσουμε να έφθασε εκεί από τους Αγίους Τόπους η Φάτνη. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε ότι πριν από την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204 διαφυλάσσονταν σ’ αυτήν πολλά Ιερά αντικείμενα που σχετίζονταν με τον Χριστό και την Παναγία, τα οποία λεηλατήθηκαν και διασκορπίσθηκαν σε πολλούς ναούς και μονές της Ευρώπης. Επειδή όμως δεν υπάρχει κάποια άλλη αναφορά στις πηγές για την ύπαρξη της Φάτνης του Κυρίου στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί για την αξιοπιστία της μαρτυρίας του μοναχού Νικολάου. Συνάμα άλλο ιδιαίτερα σημαντικό επιχείρημα κατά της μαρτυρίας του ηγουμένου από την παγωμένη Ισλανδία είναι η προαναφερθείσα μαρτυρία του μοναχού Ιωάννη Φωκά, ο οποίος περίπου 20 έτη μετά αναφέρει ότι είδε τη Φάτνη στη Βηθλεέμ. Αν πρέπει να «ζυγίσουμε» τις δύο αυτές μαρτυρίες, αυτή του Φωκά μάς φαίνεται πιο αξιόπιστη, γιατί του Νικολάου είναι πολύ γενικόλογη και αόριστη.
Εδώ να προσθέσουμε ότι και ο M. Bacci αμφισβητεί ότι ο Ισλανδός είδε την αληθινή Φάτνη. Υποθέτει ότι η Φάτνη, που ανάφερε ο Νικόλαος, στην πραγματικότητα ήταν η πέτρα πάνω στην οποία γεννήθηκε ο Χριστός. Όπως εξηγεί: το 1489 απεσταλμένος του Οθωμανού Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ πρότεινε στον βασιλιά της Γαλλίας την αγορά της σουλτανικής συλλογής Αγίων λειψάνων. Στον κατάλογο της προσφοράς αναφέρεται αυτή η πέτρα και ότι το τίμημα για την αγορά της ήταν 100.000 δουκάτα59.
Σύμφωνα με τους Ρωμαιοκαθολικούς ένα τμήμα από την Ιερή Φάτνη (Sacra Culla) φυλάσσεται στη βασιλικής τηςSanta Maria Maggiore στη Ρώμη. Στο ναό αυτό διατηρούνται μέσα σε μια πολυτελή λειψανοθήκη πέντε μακρόστενες ξύλινες σανίδες. Από αυτές οι τρεις έχουν σχεδόν το ίδιο μήκος, ενώ οι άλλες δύο είναι κάπως πιο κοντές, όμως όλες τους έχουν διαφορετικό πάχος. Και οι πέντε είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους με δύο οριζόντιες λεπτές μεταλλικές ταινίες. Η επιφάνεια όλων τους φέρει το μαύρισμα που προκαλεί η πολυκαιρία σε ξύλινες επιφάνειες που δεν έχουν βαφεί. Μια από αυτές φέρει δυο οπές στην επιφάνειά της, ίσως για να συνδέεται με κάποια άλλη σανίδα.
Όπως υποστήριξε ο αμερικανός Φραγκισκανός μοναχός Stephen Donovan, στο λήμμα «φάτνη» – στην Καθολική Εγκυκλοπαιδεία το 1913 – αυτές μεταφέρθηκαν στο ναό αυτό της Ρώμης από την Αγία Γη κατά την περίοδο που Πάπας ήταν ο Θεόδωρος (640-649). Σύμφωνα με τον Donovan, αφενός ο Πάπας ήταν ο ίδιος καταγόμενος από την περιοχή της Παλαιστίνης και αφετέρου ήταν καλά ενημερωμένος για τον κίνδυνο να λεηλατηθεί η Φάτνη, τώρα που οι περιοχές αυτές βρίσκονταν στα χέρια των Μουσουλμάνων60. Ως στοιχείο που τεκμηριώνει τα λεγόμενά του ο Φραγκισκανός μοναχός επικαλείται το αρχικό όνομα του ναού, το οποίο ήταν Sancta Maria and Praesepe, Ιερή Μαρία της Φάτνης. Υποστηρίζει ότι το έλαβε την εποχή του Πάπα Θεοδώρου και ότι πήρε την ονομασία αυτή επειδή φυλάχθηκε εκεί η Φάτνη61. Όμως πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι στα λατινικά η λέξη praesepis έχει τη σημασία της Φάτνης, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει και το σπήλαιο62. Συνεπώς Sancta Maria and Praesepe μπορεί να σημαίνει και Ιερή – Αγία Μαρία του σπηλαίου, που είναι και κατά την άποψή μας το ορθότερο, καθώς πριν από τον 7ο αιώνα κάτω από το ναό είχε κατασκευασθεί αντίγραφο του σπηλαίου της Βηθλεέμ. Προκειμένου να αιτιολογήσουν τον τρόπο που έφθασαν τα τεμάχια αυτά στη Ρώμη, κάποια κείμενα ισχυρίζονται ότι τα δώρισε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος στον Πάπα Θεόδωρο, για να τα σώσει από τους Άραβες. Ένας ισχυρισμός εντελώς αβασάνιστος, καθότι ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε το 638, δηλαδή δύο έτη προτού ο Θεόδωρος γίνει Πάπας.
Αρχικά τα ξύλινα αυτά τεμάχια τοποθετήθηκαν σε μια λειψανοθήκη κάτω από το Αλτάριο63 του ναού. Επί αιώνες οι πιστοί του Ρωμαιοκαθολικισμού προσέρχονταν απ’ όλες τις γωνιές της γης να τα προσκυνήσουν. Το 1893 οι πέντε σανίδες, οι θεωρούμενες τμήματα της Φάτνης, εξετάσθηκαν από τον Ρωμαιοκαθολικό ιερέα και αστρονόμο Giuseppe Lais, που ήταν βοηθός διευθυντής του Βατικάνειου Αστεροσκοπείου. Τότε φωτογραφήθηκαν για πρώτη και τελευταία φορά έως σήμερα, δηλαδή να βρίσκονται αναπτυγμένες κατακόρυφα και εκτός της λειψανοθήκης τους. Από την εξέταση προέκυψε ότι οι σανίδες ήταν από ξύλο συκομουριάς, η οποία αφθονεί στην Αγία Γη και μάλιστα σε πολλές ποικιλίες64. Για το πώς ήταν αρχικά τοποθετημένες οι σανίδες ο Donovan υποστηρίζει τα εξής: οι δύο από αυτές τις σανίδες σχημάτιζαν το ένα από τα δύο Χ της βάσης της Φάτνης, και οι υπόλοιπες τρεις ήταν τοποθετημένες οριζόντια στην πάνω πλευρά του Χ. Το κατασκεύασμα αυτό θα χρησίμευε ως υποστήριγμα της εσωτερικής Φάτνης, η οποία πιθανόν αποτελούνταν από ένα κιβώτιο σκαλισμένο στον ασβεστόλιθο. Από το πέτρωμα αυτό αποτελείται και το ίδιο το σπήλαιο65. Μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι οι υπάρχουσες σανίδες, μαζί με αυτές που λείπουν, αποτελούσαν το ξύλινο υπόστρωμα της ασβεστολιθικής Φάτνης66. Εμείς οφείλουμε να επισημάνουμε ότι και οι δύο θεωρίες υποστηρίζουν την ύπαρξη ασβεστολιθικής Φάτνης, όμως έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την προαναφερθείσα μαρτυρία του Αγίου Ιερωνύμου περί πήλινης Φάτνης. Ο Άγιος δεν αναφέρει τίποτε για ξύλινα υποστηρίγματα, τα οποία δεν μας φαίνονται και απαραίτητα.
Ο Αυστριακός Ιησουίτης κληρικός και εκκλησιαστικός ιστορικός Hartmann Grisar (1845 – 1932) κατά το διάστημα που υπηρέτησε στη Ρώμη παρατήρησε ότι πάνω σε μία από τις πέντε σανίδες υπήρχε ένα κείμενο, το οποίο αντέγραψε και συμπεριέλαβε στο βιβλίο του Analecta Romana67. Πρόκειται για ελληνικό κείμενο, γραμμένο σχεδόν στο σύνολό του σε μεγαλογράμματη γραφή, εκτός από λίγα γράμματα, τα οποία αποδίδονται σε μικρογράμματη γραφή. Από το κείμενο της επιγραφής αυτής λείπει η αρχή και ένα τμήμα πριν από το διασωζόμενο »τέλος» της. Το κείμενο δεν έχει καμία αναφορά στη Φάτνη του Κυρίου κι έτσι μπορούμε να αποκλείσουμε με βεβαιότητα το ενδεχόμενο να αποτέλεσε μια μεταγενέστερη επιγραφή πάνω σε αυθεντικό υλικό της Φάτνης. Σ΄ αυτό αναφέρονται, εκτός του Χριστού, τα ονόματα πέντε Αγίων: του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Ευσταθίου, του Αγίου Ευστρατίου, του Αγίου Σισσινίου, ενώ το πέμπτο όνομα Αγίου ήταν στην αρχή και έχει χαθεί. Επίσης αναφέρεται η θέση τους στην εικόνα, η παρουσία αγγέλων με στεφάνια στα χέρια κ.λ.π.. Είναι σαφές λοιπόν ότι η επιγραφή αφορά κάποια χριστιανική εικόνα. Το πρώτο που μπορούμε να σκεφτούμε είναι ότι το ξύλο που έχει την επιγραφή αποτελούσε τμήμα κάποιας φορητής εικόνας και υπομνημάτιζε τα πρόσωπα που είχαν αγιογραφηθεί σ’ αυτήν. Άλλη εκδοχή είναι η επιγραφή να αποτελούσε τις πρόχειρες σημειώσεις ενός αγιογράφου πάνω σε ξύλο για την εικόνα, που του είχε παραγγελθεί από κάποιον πιστό, ο οποίος του είχε δώσει συγκεκριμένες οδηγίες περί του τι επιθυμούσε να αγιογραφηθεί σ’ αυτήν. Με δεδομένο ότι η ελληνική μικρογράμματη γραφή τυποποιήθηκε στις αρχές του 9ου μ.Χ. αιώνα, ενώ μέχρι τότε κυριαρχούσε η μεγαλογράμματη, πιθανόν το κείμενο αυτό να πρέπει να τοποθετηθεί ιστορικά σ’ αυτό τον αιώνα. Με βάση μάλιστα την εκδοχή ότι όλες αυτές μεταφέρθηκαν από τη Βηθλεέμ κατευθείαν στη Ρώμη είναι τουλάχιστον ανεξήγητο, αν όχι τραγελαφικό, να φαντασθούμε πως κάποιος Έλληνας αγιογράφος, γνωρίζοντας την ταυτότητά της, τη χρησιμοποίησε κάποτε μετά τον 7ο αιώνα για να γράψει επάνω της! Όλα όμως αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι τουλάχιστον αυτή η σανίδα δεν μπορεί να προέρχεται από τη Φάτνη της Βηθλεέμ.
Αλλά και οι δύο μεταλλικές ταινίες, με τις οποίες συνδέονται οι πέντε σανίδες, δεν αποτελούν αρχικό στοιχείο της κατασκευής, αφού περιλαμβάνουν και την αναμφισβήτητα άσχετη σανίδα. Συνεπώς αυτές οι ταινίες προστέθηκαν σε μεταγενέστερη εποχή, όταν τα ξύλινα τεμάχια ήδη παρουσιάζονταν στους πιστούς στη Ρώμη, προκειμένου να δίνουν την εντύπωση ότι αποτελούσαν όλες τους ένα ενιαίο τμήμα.
Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι οι προαναφερθείσες μαρτυρίες Βερνάρδου (9ος αιώνας) και Ιωάννου Φωκά (12ος αιώνας) για παρουσία της Φάτνης στη Βηθλεέμ καταρρίπτουν τουλάχιστον τον ισχυρισμό ότι τα θεωρούμενα τμήματα της Φάτνης έφθασαν στη Ρώμη τον 7ο αιώνα. Επίσης η μαρτυρία του Ισλανδού μοναχού Νικολάου (12ος αιώνας) – ανεξαρτήτως του αν είδε τη Φάτνη στην Κωνσταντινούπολη ή κάτι άλλο – κλονίζει τον ισχυρισμό για παρουσία της Φάτνης στη Ρώμη από τον 7ο αιώνα. Ο Νικόλαος είχε περιηγηθεί στη Ρώμη προτού φθάσει στην Κωνσταντινούπολη. Αν στην πόλη των Παπών είχε δει στην Santa Maria Maggiore τη Φάτνη, δεν θα το ανέφερε στο έργο του; Δεν θα το έλεγε στους Κωνσταντινουπολίτες; Δεν θα ζητούσε κάποια εξήγηση; Γι’ αυτό και κάποιοι ιστορικοί, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τους προβληματισμούς που θέτουν οι παραπάνω μαρτυρίες, υποστήριξαν ότι η Φάτνη έφθασε στη Ρώμη όχι τον 7ο αιώνα, αλλά πέντε αιώνες αργότερα, δηλαδή τον 12ο αιώνα.
Ήδη από την εποχή του Πάπα Σίξτου Γ΄ (432-440) διαμορφώθηκε κάτω από το δάπεδο, όπου βρίσκεται το κεντρικό Αλτάριο του ναού, ένα παρεκκλήσιο γνωστό ως «Κρύπτη της Φάτνης» ή «Σπήλαιο της Γεννήσεως». Μάλιστα η τοπική παράδοση θέλει να κατασκευάσθηκε με λίθους από το σπήλαιο της Βηθλεέμ68. και γι’ αυτό πιθανότατα ονομάστηκε ο ναός Sancta Maria and Praesepe, δηλαδή Ιερή Μαρία της Φάτνης. Στην κρύπτη αυτή φυλάσσονται έως σήμερα τα υποτιθέμενα τεμάχια της Φάτνης. Η αρχική τους λειψανοθήκη καταστράφηκε τον 18ο αιώνα, ενώ η δεύτερη αρπάχθηκε από τα Ναπολεόντεια στρατεύματα (1798-1799). Το 1830 δημιουργήθηκε αυτή που υπάρχει έως σήμερα και είναι σχεδιασμένη από τον Giuseppe Valladier. Αποτελείται από μεταλλικά επίχρυσα αγάλματα του Θείου Βρέφους και αγγέλων και μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο δοχείο – προθήκη φυλάσσονται τα υποτιθέμενα απομεινάρια της Φάτνης. Το 2019 ένα πολύ μικρό κομμάτι από το ένα από τα πέντε ξύλινα τεμάχια δωρίθηκε στον Ρωμαιοκαθολικό ναό της Αγίας Αικατερίνης69 στη Βηθλεέμ70.
Αλλά ας συνοψίσουμε τα συμπεράσματά μας, όσον αφορά την ενότητα Ε:
1) Η πέμπτη σανίδα με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία είναι ολοφάνερα μη αυθεντικό τμήμα.
2) Οι 2 μεταλλικές ταινίες είναι μεταγενέστερη προσθήκη.
3) Ο Άγιος Ιερώνυμος αναφέρει ρητώς πήλινη Φάτνη, χωρίς να μνημονεύει ξύλινα υποστηρίγματα.
4) Με βάση τις προαναφερθείσες μαρτυρίες η αυθεντική Φάτνη υπήρχε στη Βηθλεέμ τουλάχιστον μέχρι τον 12ο αιώνα.
5) Πέρα από την προφορική παράδοση για έλευση τμημάτων της Φάτνης στη Ρώμη τον 7ο αιώνα δεν προσκομίζεται κάποια άλλη μαρτυρία.
6) Η έρευνα του 1893 διαπίστωσε μόνο την προέλευση του ξύλου από συκομουριά. Αλλά δεν έχει ερευνηθεί η ηλικία – έστω και κατά προσέγγιση – του ξύλου, εκτός από τη γενικόλογη διαπίστωση ότι πρόκειται για κάτι το παλαιό. Συνεπώς, με βάση όλα τα παραπάνω, μόνο επιφυλακτικοί μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι στην αυθεντικότητα των φερομένων ως τμημάτων της Φάτνης.
Η Φάτνη απεικονίζεται ήδη από τα τέλη του 3ου αιώνα στη χριστιανική τέχνη. Στη Ρώμη τη συναντάμε σε τοιχογραφία του 3ου αιώνα στην κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού. Στο Palazzo Massimo της Ρώμης σε μαρμάρινη σαρκοφάγο του 330 έχουμε σμιλευμένη τη φάτνη με τον Χριστό μέσα σ’ αυτήν, ενώ μπροστά του στέκεται ένας ποιμένας. Σε ανάγλυφη πλάκα του 4ου αιώνα από το Κυκλαδίτικο νησί της Νάξου έχουμε τον Χριστό ξαπλωμένο σε φάτνη. Όλα αυτά είναι μερικές μόνο από τις πρωιμότερες απεικονίσεις της Φάτνης της Βηθλεέμ, που διασώζονται έως τις ημέρες μας.
Στη βυζαντινή αγιογραφία επικράτησε ο Χριστός να απεικονίζεται μέσα σε φάτνη κτιστή ή συνηθέστερα μαρμάρινη, η οποία να μοιάζει με σαρκοφάγο (λάρνακα). Έτσι ώστε τόσο η φάτνη – σαρκοφάγος όσο και τα σπάργανα που μοιάζουν με τα νεκρικά οθόνια να υπενθυμίζουν στον πιστό ότι ο Χριστός γεννιέται για να σταυρωθεί και να ταφεί για να ακολουθήσει η Ανάσταση.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τον αναγνώστη μας, το παρόν θέμα χρήζει περεταίρω εξετάσεως και απαιτεί την ανεύρεση και άλλων πηγών. Η ενασχόληση με τέτοια θέματα δεν πρέπει να παρεξηγηθεί και να θεωρηθεί ως ασέβεια. Η τιμή σε Ιερά αντικείμενα, που σχετίζονται με τον βίο του Χριστού και των Αγίων είναι αναπόσπαστο τμήμα της Ορθόδοξης ζωής και πνευματικότητας και προσδίδει αγιασμό σε όσους με ευλάβεια τα πλησιάζουν. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφήνουμε περιθώρια σε επιτήδειους να μας παρουσιάζουν ως γνήσια Άγια λείψανα, άσχετα αντικείμενα σαν αυτά που κατά εκατοντάδες δημιούργησε ο Παπισμός ιδίως κατά τον Μεσαίωνα.
Μακάρι να μπορούσαμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν σώζεται στις ημέρες μας η αυθεντική Φάτνη του Κυρίου μας και πού αυτή βρίσκεται, προκειμένου να μπορούσαν οι πιστοί να την προσκυνήσουν τιμητικά. Αλλά ας έχουμε όμως εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού. Αν θελήσει ο Θεός και κρίνει ότι είναι ωφέλιμο για τους ανθρώπους, ίσως κάποτε αποκαλύψει στην ανθρωπότητα κάποια πρόσθετη πληροφορία περί της Αγίας Φάτνης. Εμείς όμως ας υπακούσουμε στην προτροπή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «σπεύσον επί την Βηθλεέμ»71, για να συναντήσουμε τον Χριστό. Διότι αυτό είναι που περιμένει από εμάς ο ενανθρωπήσας για τη δική μας σωτηρία Υιός και Λόγος του Θεού. και στα εφετινά Χριστούγεννα, αλλά και κάθε ημέρα ολόκληρης της ζωής μας να οδεύουμε προς τη νοητή Βηθλεέμ και να προσκυνάμε ως άλλοι ποιμένες στη Φάτνη Του. Παράλληλα δε να μη λησμονούμε την πρόσκληση του Κυρίου να μετατρέψουμε την ψυχή μας σε θερμή και καθαρή Φάτνη, για να μπορεί να κατοικήσει σ’ αυτήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στο κατά Λουκάν υπάρχει και μία τέταρτη αναφορά σε φάτνη στο 13,15. Εδώ ο Κύριος, αφού έχει θεραπεύσει θαυματουργικά τη συγκύπτουσα γυναίκα, ελέγχει τον υποκριτή αρχισυνάγωγο που Τον κατηγόρησε γιατί θαυματούργησε την ημέρα του Σαββάτου, λέγοντάς του: «ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;»
2. Λκ. 2,7.
3. Λκ. 2,7.
4. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία Η΄, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1978, , τ.9, σελ.258-259.
5. Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Εις την κατά σάρκαν γέννησιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη, τ.11, σελ.463-465.
6. Λκ. 2, 12.
7. Ευθυμίου Στύλιου επισκόπου Αχελώου, «Εκείνος» Ο Ιησούς Χριστός, Αθήνα 2002, σελ.30.
8. Λκ. 2,16.
9. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Εις τα γενέθλια του Χριστού, Λόγος ΛΣΤ΄ 329-332.
18. Γκητάκου Μιχαήλ, Γεννήσεως Ναός εν Βηθλεέμ, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ.4, στ.305.
19. Ευκτήριοι οίκοι ή Κυριακά ονομάζονταν, ιδίως κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., χώροι που εξωτερικά δεν διέφεραν από τα άλλα σπίτια της περιοχής, αλλά εσωτερικά είχαν μετατραπεί σε Οίκους Λατρείας = Εκκλησίες. Βλέπε Αντουράκη Γεωργίου, Χριστιανική Αρχαιολογία, Αθήνα 1984, τ. Α΄, σελ.56-57.
20. Ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε διατάξει την ίδρυση ειδωλολατρικού ναού της Αφροδίτης στον χώρο του Γολγοθά και του Πανάγιου Τάφου στα Ιεροσόλυμα κατά τη μαρτυρία του Αγίου Ιερωνύμου. Είχε την ελπίδα ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας ότι έτσι θα σταματήσει το προσκύνημα των Χριστιανών και θα βυθίσει στη λήθη τα συμβάντα στους ιερούς αυτούς τόπους. Το ίδιο λοιπόν έπραξε και στη Βηθλεέμ.
21. P.G. 20,1089. Βλέπε και Ιερωνύμου επιστολή 58,3 και Παυλίνου Νόλης 31,3.
22. Βασιλειάδη Νικολάου, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, Αθήναι 1999, σελ.333.
23. Διάλογος προς Τρύφωνα, P.G. 6,660.
24. Ωριγένους, Κατά Κέλσου Α΄ 51.
25. Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου Αρχιμ., Ακμή της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων επί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Νέα Σιών, Ιερουσαλήμ 1908, τ. Ζ, τεύχος Θ΄- Ι΄, σελ. 684.
26. Καλοκύρη Κωνσταντίνου, Η φάτνη των Χριστουγέννων, Αθήνα 1992, 17-9.
27. Σφυρόερα Σοφία, Οδοιπορικόν στους Αγίους Τόπους, Αθήνα 2010, σελ.91.
28. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΝΖ΄,75.
29. Σε κάποια βιβλία η συναντάται και ως Πάολα.
30. Βοξάκη Βασιλείου,Τα ιερά λείψανα της Αγίας Μαρκέλλης, άρθρο αναρτημένο στο ιστολόγιο ΑΚΤΙΝΕΣ στις 20 Ιουλίου 2017.
31. Οδοιπορικόν της Παύλας υπό Ιερωνύμου, Νέα Σιών, Ιερουσαλήμ 1908, τ. Ζ, τεύχος Θ΄- Ι΄, σελ. 715.
32. Οδοιπορικόν της Παύλας υπό Ιερωνύμου, Νέα Σιών, Ιερουσαλήμ 1908, τ. Ζ, τεύχος Θ΄- Ι΄, σελ. 710.
33. Οδοιπορικόν της Παύλας υπό Ιερωνύμου, Νέα Σιών, Ιερουσαλήμ 1908, τ. Ζ, τεύχος Θ΄- Ι΄, σελ. 712.
34. Saltet Louis, Paula S., Catholic Encyclopedia, Vol. XIV, New York 1913-14, p.582-583.
35. Μέσα στην πόλη της Βηθλεέμ η Αγία Παύλα έμεινε τρία χρόνια σ’ ένα μικρό σπίτι σύμφωνα με το οδοιπορικό της. (Βλέπε Οδοιπορικόν της Παύλας υπό Ιερωνύμου, Νέα Σιών, Ιερουσαλήμ 1908, τ. Ζ, τεύχος Θ΄- Ι΄, σελ. 716). Κατόπιν ίδρυσε και δύο μοναστήρια ένα ανδρικό και ένα γυναικείο στη Βηθλεέμ. (Βλέπε Χρήστου Π., Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Α΄, σελ.251). Σύμφωνα με τον Β. Ψευτογκά τα δυο μοναστήρια τα ίδρυσε ο Άγιος Ιερώνυμος και το γυναικείο το ανέθεσε στην Πάουλα (βλέπε Β. Ψευτογκά, Ιερώνυμος, Θ.Η.Ε., τ.6, στ.845).
36. Uspensky Leonid, Γεννήσεως εικών, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 4. σελ. 300-305, και P.L. 22,490 και 886.
38. Ευχερίου επιτομή περί τινών Αγίων Τόπων, Νέα Σιών, Ιερουσαλήμ 1908, τ. Ζ, τεύχος Θ΄- Ι΄, σελ. 718.
39. Ο Ευχέριος υπήρξε επίσκοπος Λουγδούνου (σημερινή Λυών της Γαλλίας) από το 434 έως το 450 ή 455 μ.Χ.. Γι’ αυτόν βλέπε περισσότερα στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ.5, στ.1140-1141.
40. Bacci Michele, Το σπήλαιο της Γεννήσεως, Αφιέρωμα «Η Γέννηση του Χριστού» στο 7 ημέρες της Καθημερινής (23 Δεκεμβρίου 2001) σελ.3.
41. Ευχερίου επιτομή περί τινών Αγίων Τόπων, Νέα Σιών, Ιερουσαλήμ 1908, τ. Ζ, τεύχος Θ΄- Ι΄, σελ. 717.
42. Ευχέριος ο Λουγδούνου, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ.5, στ.1140.
43. Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου Αρχιεπ., Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήναι 1910 επαν. 2010, σελ.291, και PG 99, 1160 και εξ. .
44. Βλέπε Βοξάκη Βασιλείου, Η Κιβωτός της Διαθήκης καταστράφηκε ή αποκρύφθηκε ; Ιχνηλατώντας την πορεία της ιστορίας και των θρύλων της από την εποχή του Σολομώντα έως και σήμερα, άρθρο αναρτημένο στο ιστολόγιο ΑΚΤΙΝΕΣ στις 31 Μαρτίου, 7 Απριλίου, 24 Απριλίου και 2 Μαΐου 2020.
45. Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου Αρχιεπ., Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήναι 1910 επαν. 2010, σελ.342 .
46. Γκητάκου Μιχαήλ, Γεννήσεως Ναός εν Βηθλεέμ, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ.4, στ.305.
47. Ο Ιωάννης Φωκάς υπήρξε λόγιος από την Κρήτη. Συνόδευσε τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό στην εκστρατεία του στη Μικρά Ασία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρεται ως μοναχός στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, όπου χειροτονείται ιερεύς.
48. Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου Αρχιεπ., Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήναι 1910 επαν. 2010, σελ.348 .
49. Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου Αρχιεπ., Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήναι 1910 επαν. 2010, σελ.348 .
50.The Pilgrimage of Joannes Phocas in the Holy Land, Translated by Aubrey Stewart, London 1889, p.31.
51.The Pilgrimage of Joannes Phocas in the Holy Land, Translated by Aubrey Stewart, London 1889, p.32.
52. Bacci Michele, Το σπήλαιο της Γεννήσεως, Αφιέρωμα «Η Γέννηση του Χριστού» στο 7 ημέρες της Καθημερινής (23 Δεκεμβρίου 2001) σελ.3.
53. Βασιλάκη Μαρία, Το ψηφιδωτό της Γεννήσεως στη Βασιλική της Βηθλεέμ, Αφιέρωμα «Η Γέννηση του Χριστού» στο 7 ημέρες της Καθημερινής (23 Δεκεμβρίου 2001) σελ.5 και The Pilgrimage of Joannes Phocas in the Holy Land, Translated by Aubrey Stewart, London 1889, p.33.
54. Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου Αρχιεπ.., Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήναι 1910 επαν. 2010, σελ.349.
55. Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου Αρχιεπ.., Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήναι 1910 επαν. 2010, σελ.349.
57. Η Munkathvera αποτελούσε μονή του Τάγματος των Βενεδικτίνων και ιδρύθηκε το 1155. Ο Ισλανδός ηγούμενος Νικόλαος γεννήθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα και πέθανε περίπου το 1160.
58. Bacci Michele, Ιερά λείψανα της Γεννήσεως στην Κωνσταντινούπολη, Αφιέρωμα «Η Γέννηση του Χριστού» στο 7 ημέρες της Καθημερινής (23 Δεκεμβρίου 2001), σελ.7.
59. Bacci Michele, Ιερά λείψανα της Γεννήσεως στην Κωνσταντινούπολη, Αφιέρωμα «Η Γέννηση του Χριστού» στο 7 ημέρες της Καθημερινής (23 Δεκεμβρίου 2001) σελ.7.
60. Donovan Stephen, Crib, The Catholic Encyclopedia, Vol. IV, New York 1919, p.489. Οι Μουσουλμάνοι εκείνη την εποχή είχαν απαιτήσει να τους παραχωρηθεί το νότιο τμήμα του εγκαρσίου κλίτους του ναού της Γεννήσεως, προκειμένου να το χρησιμοποιούν ως τζαμί.
61. Donovan Stephen, Crib, The Catholic Encyclopedia, Vol. IV, New York 1919, p.489.
62. Σε σύγκριση με την ελληνική γλώσσα, η οποία είναι πλούσια σε λεξιλόγιο η λατινική είναι μία σχετικά φτωχή γλώσσα.
63. Αλτάριο αποκαλείται η Αγία Τράπεζα στους Ρωμαιοκαθολικούς ναούς.
64. Donovan Stephen, Crib, The Catholic Encyclopedia, Vol. IV, New York 1919, p.489. Στο Λκ.19,4 αναφέρεται ότι ο Ζακχαίος ανέβηκε σε μία «συκομορέαν» για να αντικρύσει τον Χριστό. Η συκομορέα αποτελεί διασταύρωση δύο δέντρων: της συκιάς και της μουριάς. Πρόκειται για δέντρο μακρόβιο και αειθαλές.
65. Donovan Stephen, Crib, The Catholic Encyclopedia, Vol. IV, New York 1919, p.489.
66. Η Αγία Φάτνη του Χριστού, Ιστοσελίδα Λειψανοθήκη (25 Δεκεμβρίου 2014).
67. Analecta Romana, dissertazioni, testi, monumenti dell’arte riguardanti principalmente la storia di Roma e dei Papi nel Medio Evo, Roma 1899, p.591.
68. Καλοκύρη Κωνσταντίνου, Η φάτνη των Χριστουγέννων, Αθήνα 1992, 20-4.
69. Associated Press (30-11-2019).
70. Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης στη Βηθλεέμ είναι μοναστήρι των Φραγκισκανών και βρίσκεται βόρεια του ναού της Γεννήσεως. Κοντά του έχουν εντοπισθεί κατάλοιπα της μονής του Αγίου Ιερωνύμου.
71. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία Ζ΄, Ε.Π.Ε., τ.9, Θεσσαλονίκη 1978, σελ.244.