Ο σύγχρονος Μετεωρίτικος Μοναχισμός ως μαρτυρία Χριστού

Αρχιμ. Ισιδώρου Τσιατά, Ηγουμένου Ι. Μονής Βαρλαάμ

Ό­ταν οι πρώ­τοι Α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τες α­σκη­τές έ­κτι­ζαν τις τα­πει­νές κα­λύ­βες τους στούς α­πό­κο­σμους βρά­χους η με­τέ­βαλ­λαν τις σκο­τει­νές σπη­λι­ές σε κα­τα­νυ­κτι­κούς να­ΐ­σκους, δεν θα εί­χαν πο­τέ φαν­τα­σθή ό­τι θε­με­λί­ω­ναν μια λαμ­πρή Μο­να­στι­κή πο­λι­τεί­α, που έ­μελ­λε να α­να­δεί­ξη χο­ρεί­α ο­σί­ων, να γί­νη ι­σχυ­ρός προ­μα­χώ­νας της Ορ­θο­δο­ξί­ας και του Ελ­λη­νι­σμού, να δι­α­λα­λη­θή στα πέ­ρα­τα της Οι­κου­μέ­νης και να προ­σελ­κύ­η ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρους θαυ­μα­στές της α­πό κά­θε γω­νιά της γης. Κι ό­ταν οι ό­σιοι Κτί­το­ρες των Μο­νών μας οι­κο­δο­μού­σαν με ά­με­τρες θυ­σί­ες τα Πε­ρί­λαμ­πρα Κα­θο­λι­κά και τα ευ­τρέ­πι­ζαν με μο­να­δι­κές τοι­χο­γρα­φί­ες, ό­ταν δη­μι­ουρ­γού­σαν για τις α­νάγ­κες των Α­δελ­φο­τή­των τους τα κα­λαί­σθη­τα κτι­ρια­κά συγ­κρο­τή­μα­τα η πλού­τι­ζαν τις μο­να­στη­ρια­κές βι­βλι­ο­θή­κες με α­νε­κτί­μη­τα χει­ρό­γρα­φα, ποι­ός θα μπο­ρού­σε να προ­σμε­τρή­ση το βά­ρος της κλη­ρο­νο­μιάς που θ’ ά­φη­ναν; Μιας κλη­ρο­νο­μιάς που φέ­ρει έ­κτυ­πη τη σφρα­γί­δα της ο­λο­κλη­ρω­τι­κής α­φο­σι­ώ­σε­ώς τους στον Θε­ο και των ι­σο­βί­ων μό­χθων τους.

Οι πρώ­τες γρα­πτές μαρ­τυ­ρί­ες της ι­στο­ρί­ας των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων ανά­γον­ται στον εν­δέ­κα­το η κα­τ’ άλ­λους στον δέ­κα­το αι­ώ­να, ε­πο­χή κα­τά την ο­ποί­α συγ­κρο­τεί­ται η Σκή­τη της Δού­πια­νης, με κέν­τρο Λα­τρεί­ας το μικρο Κυ­ρια­κό της, τον να­ο της Πα­να­γί­ας, που σώ­ζε­ται μέ­χρι και σή­με­ρα. Ε­ξέ­χου­σα φυ­σι­ο­γνω­μί­α ο «Πρώ­τος» της Σκή­της Νεί­λος ο Θε­ο­φι­λής, κτί­ζει τον 14ο αι­ώ­να,  πλην της Δού­πια­νης, και άλ­λες τρεις Μο­νές.

Ο 14ος αι­ώ­νας εί­ναι η πε­ρί­ο­δος της πρώ­της με­γά­λης κτι­το­ρι­κής δημι­ουρ­γί­ας στην Θη­βα­ΐ­δα των Στα­γών. Ο ό­σιος Α­θα­νά­σιος ο Με­τε­ω­ρίτης ι­δρύ­ει την ε­πο­χή αυ­τή την Μο­νή του Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου και θε­με­λιώ­νει με το «Τυ­πι­κό» του, που α­πε­τέ­λε­σε πρό­τυ­πο και για τις υ­πό­λοι­πες Μο­νές, τον κοι­νο­βια­κό τρό­πο ζω­ής. Οι Ό­σιοι Θε­ο­φά­νης και Νε­κτά­ριος οι Α­ψα­ρά­δες, κτί­το­ρες του Βαρ­λα­άμ, εί­ναι οι με­γά­λες α­σκη­τι­κές μορφές, που σφρα­γί­ζουν με την α­γι­ό­τη­τα της ζω­ής τους και με την κτι­το­ρι­κή τους δρα­στη­ρι­ό­τη­τα την ε­πο­χή της με­γα­λύ­τε­ρης ακ­μής των Με­τε­ώ­ρων, τον 16ο αι­ώ­να, κα­τά την ο­ποί­α οι Μο­νές φθά­νουν τις εί­κο­σι τέσ­σε­ρες, χω­ρίς να υ­πο­λο­γί­ζον­ται στον α­ριθ­μό αυ­τό οι κα­λύ­βες και τα μι­κρά ασκη­τή­ρια. Την άν­θη­ση αυ­τή, που συ­νε­χί­ζε­ται και τον 17ο αι­ώ­να, α­κολου­θεί η φθί­νου­σα πο­ρεί­α του 18ου και 19ου αι­ώ­νος, ό­ταν οι ε­πι­δρομες των Τούρ­κων κα­τα­κτη­τών, ο χρό­νος και η φύ­ση ε­ρη­μώ­νουν στα­διακα τις πε­ρισ­σό­τε­ρες Μο­νές. Τα δι­α­σω­θέν­τα με­γά­λα Μο­να­στή­ρια, α­κολου­θών­τας α­να­πό­φευ­κτα τις ε­θνι­κές μας πε­ρι­πέ­τει­ες, δι­έρ­χον­ται, κα­τά την Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή και στα με­τέ­πει­τα εί­κο­σι πε­ρί­που χρό­νια, πε­ρί­ο­δο με­γά­λης δο­κι­μα­σί­ας. Οι­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρει­ες, Α­δελ­φό­τη­τες με ε­λά­χιστους Μο­να­χούς, κτί­ρια ε­τοι­μόρ­ρο­πα α­πό την φθο­ρά του χρό­νου και α­πό τούς βομ­βαρ­δι­σμούς των Γερ­μα­νών, συν­θέ­τουν την με­τα­πο­λε­μι­κή ει­κό­να της άλ­λο­τε ακ­μαί­ας Μο­να­στι­κής Πο­λι­τεί­ας.

Η δά­δα, ό­μως, του α­σκη­τι­κού ι­δε­ώ­δους και μέ­σα σ’ αυ­τόν τον δει­νό χει­μώ­να δεν έ­σβη­σε. Οι λί­γοι η­λι­κι­ω­μέ­νοι Μο­να­χοί δι­α­τη­ρούν με θαυ­μα­στή αυ­τα­πάρ­νη­ση την α­σκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση, πε­ρι­μέ­νον­τας καρ­τε­ρι­κά την ευ­λο­γη­μέ­νη ώ­ρα που η Α­γί­α Λι­θό­πο­λη θα πε­ρι­βαλ­λό­ταν την πα­λιά της αί­γλη.

Και η ώ­ρα ήλ­θε. Οι πρε­σβεί­ες των ο­σί­ων Κτι­τό­ρων έ­φε­ραν Μη­τρο­πο­λί­τη Τρίκ­κης και Στα­γών τον α­πό Λη­μνου κυ­ρό Δι­ο­νύ­σιο, α­σκη­τι­κό και φι­λο­μό­να­χο ι­ε­ράρ­χη, ο ο­ποί­ος με­ρι­μνά με α­ξι­ο­θαύ­μα­στο ζή­λο να ε­παν­δρω­θούν οι Μο­νές, για να συν­τε­λε­σθή το θαύ­μα της πνευ­μα­τι­κής και κτι­ρια­κής α­να­γεν­νή­σε­ως. Η εγ­κα­τά­στα­ση, το έ­τος 1961, στην Μο­νή Βαρ­λα­άμ της Συ­νο­δεί­ας του μετέπειτα Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Πει­ραι­ώς κ.κ. Καλ­λι­νί­κου, δι­α­κρι­τι­κού και πο­λυ­δρά­στου Ι­ε­ράρ­χου, με κτι­το­ρι­κό έρ­γο στην Μο­νή, ο­ρο­θε­τεί την α­παρ­χή μιας νέ­ας λαμ­πρής πε­ρι­ό­δου στην ι­στο­ρί­α του Α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­κού Μο­να­χι­σμού.

Με­λος ε­πί­λε­κτο της Α­δελ­φό­τη­τος αυ­τής και σε­μνό καύ­χη­μα της μετέ­ω­ρης Μο­να­στι­κής Πο­λι­τεί­ας ο ση­με­ρι­νός σε­πτός Προ­κα­θή­με­νος της Ελ­λα­δι­κής Εκ­κλη­σί­ας κ.κ. Χρι­στό­δου­λος, ο ο­ποί­ος λαμ­πρύ­νει και ευ­λο­γεί με την πα­ρου­σί­α του και το Μο­να­στι­κό τού­το Συ­νέ­δριο. Με τον πλού­το των θε­οσ­δό­των χα­ρι­σμά­των του και την ευ­παρ­ρη­σί­α­στη τόλ­μη της α­ρετής του, δί­δει, στούς τω­ρι­νούς κρί­σι­μους για την  Εκ­κλη­σί­α και το  Έ­θνος μας και­ρούς, πο­λυ­μέ­τω­πους σκλη­ρούς α­γώ­νες υ­πέρ των ι­ε­ρών και των ο­σί­ων μας.

Δυ­ο α­κό­μη ε­κλε­κτοί βλα­στοί της Μο­νής Βαρ­λα­άμ α­πό την ί­δια Συ­νοδεί­α, ο μα­χη­τι­κός Μη­τρο­πο­λί­της Κα­λα­βρύ­των και Αι­γι­α­λεί­ας κ.κ. Αμβρό­σιος και ο μει­λί­χιος Ά­γιος Κι­τρους και Κα­τε­ρί­νης κ.κ. Α­γα­θό­νι­κος, μαρ­τυ­ρούν την α­δι­ά­κο­πη ευ­ερ­γε­τι­κή πα­ρου­σί­α των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων σε ό­λους τούς το­μείς του εκ­κλη­σι­α­στι­κού και ε­θνι­κού μας βί­ου, πα­ρου­σί­α που δεν λεί­πει ού­τε στις πιο δύ­σκο­λες στιγ­μές της ι­στο­ρί­ας τους.

Με τα ορ­γα­νω­μέ­να σή­με­ρα Μο­να­χι­κά Κοι­νό­βια α­να­βι­ώ­νει και γνωρί­ζει μια νέ­α άν­θη­ση πά­νω στούς ι­ε­ρούς βρά­χους η ι­σάγ­γε­λη πο­λι­τεί­α. Πι­στοί στις υ­πο­θή­κες των ο­σί­ων Πα­τέ­ρων τους οι ση­με­ρι­νοί Α­γι­ο­με­τεω­ρί­τες Μο­να­χοί και προ­ση­λω­μέ­νοι στην μα­κραί­ω­νη α­σκη­τι­κή πα­ρά­δοση, δί­δουν πο­λυ­τρό­πως την μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού. Ο ά­πει­ρος σε­βα­σμός και η α­γά­πη τους προς την α­τί­μη­τη πνευ­μα­τι­κή και πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά των κα­τά πνεύ­μα προ­γό­νων τους, η α­φο­σί­ω­ση στην υ­ψη­λή α­πο­στο­λή τους, η φι­λο­κα­λί­α και ο ζή­λος τους α­περ­γά­ζον­ται το ση­με­ρι­νό α­να­στηλω­τι­κό θαύ­μα που με­τα­μορ­φώ­νει την κτι­ρια­κή ει­κό­να των Μο­νών. Με ι­ε­ρό δέ­ος και ευ­λά­βεια για τα έρ­γα των χει­ρών των κτι­τό­ρων, με σε­βασμο στην πα­ρά­δο­ση και στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, με προ­σω­πι­κούς κόπους και θυ­σί­ες, ε­πί σα­ράν­τα ο­λό­κλη­ρα χρό­νια, συν­τη­ρούν, α­να­και­νίζουν και α­να­στη­λώ­νουν, σώ­ζον­τας έ­τσι α­πό τον α­φα­νι­σμό τα πα­λαι­ά κτί­σμα­τα και δί­νον­τας για αι­ώ­νες ζω­η στα α­πα­ρά­μιλ­λα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α.

Ε­κεί­νο, ό­μως, που βα­ραί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στούς ώ­μους μας εί­ναι η ευ­θύ­νη για την πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά μας, την σώ­ζου­σα και α­γι­ά­ζου­σα Πα­ρά­δο­ση του Ορ­θο­δό­ξου Α­να­το­λι­κού Μο­να­χι­σμού, που φθά­νει σ’ εμας δια των ο­σί­ων Με­τε­ω­ρι­τών Πα­τέ­ρων. Αυ­τήν κυ­ρί­ως την κλη­ρο­νομια α­γω­νι­ζό­μα­στε να δι­α­φυ­λά­ξου­με και να με­τα­δώ­σου­με α­νό­θευ­τη στις ε­πό­με­νες γε­νι­ές. Εί­ναι το βά­ρος των α­ρε­τών του ο­σί­ου Α­θα­να­σί­ου του Με­τε­ω­ρί­του, ε­νός εκ των με­γά­λων νη­πτι­κών πα­τέ­ρων της ε­πο­χής του· εί­ναι η α­γι­α­σμέ­νη βι­ο­τή ό­λων των κτι­τό­ρων μας, εί­ναι ο φι­λό­θε­ος ζή­λος, η φι­λά­δελ­φη δι­ά­θε­ση προ­σφο­ράς και η μέ­χρις αυ­το­θυ­σί­ας φι­λο­πα­τρί­α ό­λων των α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­τών πα­τέ­ρων, που α­νέ­δει­ξαν την θε­ό­κτι­στη Λι­θό­πο­λή μας σε θε­μα­το­φύ­λα­κα των θρη­σκευ­τι­κών και ε­θνι­κών μας α­ξι­ών.

Οι βρά­χοι των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, που εί­δαν στα πρό­σω­πα των ο­σίων μας το κάλ­λος και την ευ­πρέ­πεια της ει­κό­νος του Θε­ού, εί­ναι για τούς ση­με­ρι­νούς ε­νοί­κους τους το Θα­βώρ της προ­σω­πι­κής τους με­ταμορ­φώ­σε­ως. Με την α­πο­τα­γή του κό­σμου, που, ως εκ­ζή­τη­ση του Θε­ού και θυ­σί­α των τερ­πνών της ζω­ής, α­πο­τε­λεί μια τρα­νή μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού, ει­σέρ­χε­ται ο Με­τε­ω­ρί­της Μο­να­χός στο στά­διο των α­σκη­τι­κών α­γω­νισμά­των, ό­που νυ­χθη­με­ρόν «πυ­κτεύ­ει, υ­πο­πιά­ζει και δου­λα­γω­γεί» ε­αυτον, για να φθά­ση στην ε­σω­τε­ρι­κή κα­θα­ρό­τη­τα και να δε­χθή την έλ­λαμψη του α­κτί­στου φω­τός της Τρι­α­δι­κής Θε­ό­τη­τος. Α­κο­λου­θών­τας στα ί­χνη των πα­τέ­ρων του, ε­λεύ­θε­ρος α­πό τα δε­σμά της υ­λι­κής προ­σπα­θεί­ας, πορεύ­ε­ται την ο­δό του μαρ­τυ­ρί­ου της συ­νει­δή­σε­ως, α­πεκ­δύ­ε­ται το δι­κό του θέ­λη­μα, α­γνεύ­ει για την α­γά­πη του Χρι­στού και βρί­σκει μέ­σα στούς κόπους του την α­νά­παυ­ση της ει­ρή­νης του Θε­ού. Κα­τω α­πό το στορ­γι­κό βλέμ­μα των Α­γί­ων μας και μέ­σα στούς ί­διους χώ­ρους,  στούς ο­ποί­ους ε­κεί­νοι κέρ­δι­σαν τον ου­ρα­νό, δί­δει α­δι­ά­κο­πα την μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού και συ­νε­χί­ζει την μο­να­χι­κή πα­ρά­δο­ση, α­σκού­με­νος στις α­ρε­τές της παρθε­νί­ας, της α­κτη­μο­σύ­νης και της υ­πα­κο­ής, στη νη­στεί­α, στην α­γρυ­πνί­α, στην α­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Στούς να­ούς, που ά­γι­ες χεί­ρες οι­κοδό­μη­σαν και γε­νι­ές α­τέ­λει­ω­τες Μο­να­χών λά­τρευ­σαν τον Κυ­ριο, προσφέ­ρει με τούς ί­διους ύ­μνους τη δι­κή του λα­τρεί­α· στα κελ­λιά, που πο­τίσθη­καν α­πό ά­φθο­νους α­σκη­τι­κούς ι­δρώ­τες, εκ­ζη­τεί, με γο­νυ­κλι­σί­ες και κομ­βο­σχοί­νια, με πε­ρι­συλ­λο­γή και δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας, το έ­λε­ος του Θεού.

Στο Πο­τή­ριο της Ζω­ής, που δεν έ­παυ­σε να προ­σφέ­ρε­ται α­δι­ά­κο­πα μέ­σα στούς αι­ώ­νες, στο πε­τρα­χή­λι του Πνευ­μα­τι­κού, στην ι­ε­ρή υ­μνω­δί­α που δεν σί­γη­σε πο­τέ και στα νά­μα­τα της α­είρ­ρο­ης πα­τε­ρι­κής δι­δα­σκαλί­ας, δι­α­σώ­ζε­ται και με­τα­φέ­ρε­ται α­πό γε­νιά σε γε­νιά γνή­σια η ορ­θοδο­ξη α­σκη­τι­κή πνευ­μα­τι­κό­τη­τα στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα. Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, την ο­ποί­α η ε­ξω­τε­ρι­κή ει­κό­να, ό­πως δι­α­μορ­φώ­νε­ται α­πό τα ση­με­ρι­νά δε­δομέ­να, κά­νει α­θέ­α­τη σ’ έ­να ε­πι­πό­λαι­ο βλέμ­μα και σε μια α­βα­σά­νι­στη κρί­ση.

Με ρε­α­λι­σμό, με συγ­κα­τά­βα­ση στις α­παι­τή­σεις των και­ρών και με υψη­λό αί­σθη­μα ευ­θύ­νης αν­τι­με­τω­πί­ζει η Μο­να­στι­κή μας Πο­λι­τεί­α την συγχρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το μο­να­δι­κό φυ­σι­κό κάλ­λος της ό­λης α­γι­ο­με­τεω­ρι­κής πε­ρι­ο­χής, η ι­στο­ρί­α, τα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α και οι κει­μη­λια­κοί μας θη­σαυ­ροί προ­σελ­κύ­ουν πλή­θη ε­πι­σκε­πτών α­πό ό­λο τον κό­σμο, η δε πνευ­μα­τι­κή α­κτι­νο­βο­λί­α, τα ά­για λεί­ψα­να και η χά­ρη των θαυ­μα­τουρ­γών α­γί­ων κα­θι­στούν τα Με­τέ­ω­ρα έ­να παγ­κό­σμιο ορ­θό­δο­ξο προ­σκύ­νη­μα. Η νέ­α αυ­τή δι­ά­στα­ση ε­πι­φορ­τί­ζει τούς ση­με­ρι­νούς Με­τε­ω­ρί­τες με μια ε­πί πλέ­ον ευ­θύ­νη. Την ευ­θύ­νη της ι­ε­ρα­πο­στο­λής μέ­σα στα Μο­να­στή­ρια τους, που γί­νον­ται άμ­βω­νες και στέλ­λουν το μή­νυ­μα του Ευ­αγ­γε­λί­ου στα πέρα­τα της Οι­κου­μέ­νης. Η πα­ρου­σί­α και μό­νο του μο­να­χού εί­ναι έ­να ζωντα­νό κή­ρυγ­μα ό­χι μό­νο για τον προ­σκυ­νη­τή, αλ­λά και για τον αλ­λό­πι­στο η τον αλ­λό­δο­ξο ε­πι­σκέ­πτη. Ζώ­σα ει­κό­να και μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού, ε­νερ­γεί σε πολ­λές ψυ­χές την κα­λή αλ­λοί­ω­ση, με τη χά­ρη του Θε­ού που α­κτι­νοβο­λεί στο πρό­σω­πο, στο λό­γο και στη συμ­πε­ρι­φο­ρά του.

Δεν αμ­φι­σβη­τού­με την α­ξί­α της η­συ­χί­ας, ως ση­μαν­τι­κού πα­ρά­γον­τος πνευ­μα­τι­κής ζω­ής. Και στα Με­τέ­ω­ρα –ό­σο κι αν φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο– μπο­ρού­με να την δι­α­σφα­λί­σου­με κα­τά έ­να με­γά­λο μέ­ρος. Η αυ­στη­ρή τήρη­ση του ω­ρα­ρί­ου ε­πι­σκε­πτών, το ο­ποί­ο δεν υ­περ­βαί­νει το έ­να τέ­ταρ­το του ει­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου, μας ε­ξα­σφα­λί­ζει πολ­λές και τις κα­λύ­τε­ρες ώ­ρες για την λα­τρεί­α και την α­το­μι­κή μας προ­σευ­χή. Η δυ­να­τό­τη­τα ε­ναλ­λα­γής των δι­α­κο­νη­τών στα με­γα­λύ­τε­ρα κοι­νό­βια και η ε­ναλ­λα­κτι­κή λύ­ση του λα­ϊ­κού προ­σω­πι­κού στα ο­λι­γά­ριθ­μα, κα­θώς ε­πί­σης και το κλεί­σι­μο των Μο­νών μί­α η και δύ­ο φο­ρές την ε­βδο­μά­δα μας πα­ρέ­χουν υ­πρρ­δι­πλά­σιες η­μέ­ρες η­συ­χί­ας. Κι αυ­τό μό­νο για τούς θε­ρι­νούς μή­νες, δι­ό­τι η χειμε­ρι­νή πε­ρί­ο­δος εί­ναι κα­τά κα­νό­να η­συ­χα­στι­κή. Έ­χου­με δε και το πλε­ονέ­κτη­μα της μη δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σε­ως ε­πι­σκε­πτών στις Μο­νές, λό­γω στε­νό­τη­τος χώ­ρου και λό­γω των κον­τι­νών α­πο­στά­σε­ων της Κα­λαμ­πά­κας και του Κα­στρα­κί­ου, ό­που υ­πάρ­χει πλη­θώ­ρα ξε­νο­δο­χεί­ων.

Η αί­σθη­ση του χρέ­ους προς την πα­ρα­κα­τα­θή­κη των πα­τέ­ρων μας μας ε­πι­βάλ­λει την θυ­σί­α, εν μέ­ρει, της πο­θη­τής για κά­θε μο­να­χό η­συ­χί­ας και μας ε­πι­βα­ρύ­νει με πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­πο. Ο χώ­ρος αυ­τός, ο κα­θι­ε­ρω­μέ­νος ε­πί μί­α και πλέ­ον χι­λι­ε­τί­α στη λα­τρεί­α του Θε­ού, τέ­τοι­ος πρέ­πει να παρα­μεί­νη μέ­χρι της συν­τε­λεί­ας του αι­ώ­νος. Και η μό­νη εγ­γύ­η­ση για την δι­α­φύ­λα­ξη του α­σκη­τι­κού και λα­τρευ­τι­κού χα­ρα­κτή­ρος του εί­ναι η μο­ναχι­κή πα­ρου­σί­α.

Η α­να­γνώ­ρι­ση α­πό την Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος της ι­ε­ρό­τη­τος της ό­λης α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­κής πε­ρι­ο­χής και η νο­μο­θε­τι­κή κα­το­χύ­ρω­σή της, το έ­τος 1995, α­πό την Ελ­λη­νι­κή Πο­λι­τεί­α την πε­ρι­φρου­ρεί α­πό τούς έ­ξω­θεν προερ­χο­μέ­νους κιν­δύ­νους και α­πο­τε­λεί, ως εκ τού­του, μέ­γα ευ­ερ­γέ­τη­μα, για το ο­ποί­ο εί­με­θα πάν­το­τε ευ­γνώ­μο­νες. Αλ­λά ο σω­τή­ριος αυ­τός νό­μος, ό­πως και η προ­στα­σί­α της U­N­E­S­CO, η ο­ποί­α συμ­πε­ρι­έ­λα­βε τα Με­τέ­ω­ρα στα δι­α­τη­ρη­τέ­α μνη­μεί­α της Αν­θρω­πό­τη­τος, και κά­θε άλ­λο προ­στα­τευ­τι­κό μέ­τρο, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μό­νο με την πα­ρου­σί­α των Μο­να­χών μπορει να τε­λε­σφο­ρή­ση.

Αν και η ευ­λο­γη­μέ­νη Μο­να­στι­κή μας πο­λι­τεί­α δεν προ­σφέ­ρε­ται για α­να­χω­ρη­τι­σμό και τε­λεί­α η­συ­χί­α, δεν υ­στε­ρεί δι­ό­λου σε προ­ϋ­πο­θέ­σεις πνευ­μα­τι­κής τε­λει­ώ­σε­ως. Δεν εμ­πο­δί­ζει κα­νείς τον ση­με­ρι­νό Με­τε­ω­ρί­τη Μο­να­χό να ο­μο­λο­γή α­δι­ά­κο­πα Χρι­στόν στο στά­διο της μαρ­τυ­ρι­κής υπα­κο­ής και να φθά­ση στην έ­νω­ση με τον Θε­ο, κα­ταρ­ρί­πτον­τας, «το μεσό­τοι­χον του ι­δί­ου θε­λή­μα­τος». Κα­τά τον Ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Σι­να­ΐ­τη, ο μο­να­χός που α­σκεί την υ­πα­κο­ή, «πάν­τα τα πά­θη υ­φ’ εν πε­ρι­έ­κο­ψε· και δια της υ­πα­κο­ής και την η­συ­χί­αν κα­τώρ­θω­σε, τον Χρι­στόν ευ­ρών». Α­σφαλέ­στε­ρη και δο­κι­μώ­τε­ρη θε­ω­ρεί ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης της Κλί­μα­κος την α­ρετή που α­πο­κτά­ται δια της υ­πα­κο­ής, α­πό αυ­τήν, η ο­ποί­α καλ­λι­ερ­γεί­ται στην η­συ­χί­α. «Η μεν εξ η­συ­χί­ας κα­τορ­θου­μέ­νη του σώ­μα­τος α­πά­θεια, κό­σμω πολ­λά­κις πλη­σι­ά­ζου­σα, ουκ α­σά­λευ­τος έ­μει­νεν· η δε εξ υ­πα­κο­ής προσγι­νο­μέ­νη, παν­τα­χού δό­κι­μος και α­κρά­δαν­τος».

Η υ­πα­κο­ή εί­ναι για τον Με­τε­ω­ρί­τη Μο­να­χό α­σπί­δα προ­στα­σί­ας στην κα­θη­με­ρι­νή του δι­α­κο­νί­α, η ζων­τα­νή πα­ρου­σί­α των Α­γί­ων ε­νί­σχυ­ση στούς πει­ρα­σμούς, και η μνή­μη του Θε­ού με την α­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά προσευ­χή, την ο­ποί­α μπο­ρεί να δι­α­τη­ρή και μέ­σα στο θό­ρυ­βο των ε­πι­σκεπτών, το εν­τρύ­φη­μα και η α­γαλ­λί­α­ση της ψυ­χής του.

Η έν­το­νη λα­τρευ­τι­κή ζω­η με την α­νελ­λι­πή τέ­λε­ση των δι­α­τε­ταγ­μέ­νων Α­κο­λου­θι­ών και την συ­χνή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, οι α­γρυ­πνί­ες, η κα­τά μό­νας προ­σευ­χή, η με­λέ­τη, η συμ­με­το­χή στα Μυ­στή­ρια, η ε­ξα­γό­ρευ­ση των λο­γισμών, η νη­στεί­α και κά­θε μέ­σο που προ­σφέ­ρει η Α­γί­α μας Εκ­κλη­σί­α προς α­για­σμόν, με την προ­σω­πι­κή συμ­βο­λή της τη­ρή­σε­ως του νου και του ε­σω­τε­ρι­κού α­γώ­νος, εί­ναι και για μας πο­ρι­σμός Θεί­ας Χα­ρι­τος. Μέσα σ’ αυ­τήν την α­τμό­σφαι­ρα της προ­σευ­χής και μέ­σα στην χά­ρη του Θεού, ό­λες οι δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, α­κό­μη και οι υ­λι­κές, προσ­λαμ­βά­νουν για τον Με­τε­ω­ρί­τη, ό­πως και για κά­θε Μο­να­χό, πνευ­μα­τι­κές δι­α­στά­σεις. Έ­τσι, η δι­α­κο­νί­α των ε­πι­σκε­πτών, κα­τά την ο­ποί­α «Χρι­στός κα­ταγ­γέ­λεται»­, δια της ξε­να­γή­σε­ως και της ό­λης πα­ρου­σί­ας του Μο­να­χού, κα­θώς και το πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο των Μο­νών μας δεν α­πο­τε­λεί πα­ρέκ­κλι­ση α­πό τον βα­σι­κό σκο­πό της α­πο­τα­γής του κό­σμου, αλ­λά μια άλ­λη έκ­φρα­ση α­γά­πης προς τον Θε­ο και τον συ­νάν­θρω­πο, έ­να ε­πί πλέ­ον μέ­σον α­γιασμου και συ­νε­πώς μια α­κό­μη μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού.

Χρι­στός ο­μο­λο­γεί­ται και Χρι­στός μορ­φώ­νε­ται στις ψυ­χές τό­σων και τό­σων πι­στών που έρ­χον­ται να α­πο­θέ­σουν στο πε­τρα­χή­λι των ση­με­ρινων Με­τε­ω­ρι­τών πνευ­μα­τι­κών πα­τέ­ρων το βά­ρος των α­μαρ­τι­ών τους. Χρι­στός με­τα­δί­δε­ται στο πλή­θος των φι­λα­κο­λού­θων που προ­σέρ­χον­ται στις Α­γρυ­πνί­ες και στις Θεί­ες Λει­τουρ­γί­ες και γί­νον­ται τα Μο­να­στή­ρια μας κέν­τρα και πρό­τυ­πα εκ­κλη­σι­α­στι­κής ζω­ής.

Μια ση­μαν­τι­κή, ε­πί­σης, προ­σφο­ρά των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων στην Εκκλη­σί­α εί­ναι η εκ­παί­δευ­ση νέ­ων ι­ε­ρέ­ων στις αν­δρώ­ες Μο­νές, ό­που, εκτός α­πό την εκ­μά­θη­ση της λει­τουρ­γι­κής πρά­ξε­ως και τά­ξε­ως, με­τα­δί­δεται στούς ι­ε­ρείς η ευ­λά­βεια και ο ζή­λος της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής.

Μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού εί­ναι και το πο­λυ­σχι­δές κοι­νω­νι­κό και φι­λαν­θρωπι­κό έρ­γο των Μο­νών που ε­κτεί­νε­ται και πέ­ραν των ο­ρί­ων της Ελ­λη­νικης Ε­πι­κρα­τεί­ας. Η α­νέ­γερ­ση να­ών στην Κα­λαμ­πά­κα και στην Αλ­βα­νί­α, η α­νοι­κο­δό­μη­ση πνευ­μα­τι­κού κέν­τρου στην Κα­λαμ­πά­κα, η πα­ρο­χή οι­κο­νο­μι­κής βο­η­θεί­ας στην Σερ­βί­α και στις άλ­λες εμ­πε­ρί­στα­τες Χώ­ρες των Βαλ­κα­νί­ων, η α­φα­νής πο­λύ­πλευ­ρη, κα­θη­με­ρι­νή, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, φι­λαν­θρω­πι­κή προ­σφο­ρά, κα­θώς και η ε­νί­σχυ­ση του έρ­γου της Ε­ξω­τε­ρι­κής Ι­ε­ρα­πο­στο­λής εί­ναι πε­ρίσ­σευ­μα α­γά­πης και καρ­πός συ­νε­χών α­σκη­τι­κών κό­πων.

Προ­σή­λω­ση στην ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση, νή­φου­σα εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση και ο­μο­λο­για­κό φρό­νη­μα μαρ­τυ­ρεί και η ε­νερ­γός συμ­με­το­χή των Μο­νών μας στούς α­γώ­νες της Εκ­κλη­σί­ας για την προ­ά­σπι­ση των δι­καί­ων της και για την δι­α­φύ­λα­ξη της α­κε­ραι­ό­τη­τος της Πι­στε­ως. Οι θεσεις μας στο πρό­βλη­μα της εκ­κλη­σι­α­στι­κής πε­ρι­ου­σί­ας, της Συμ­φω­νί­ας Σεν­γκεν, του η­λε­κτρο­νι­κού φα­κελ­λώ­μα­τος, της δι­α­γρα­φής του θρη­σκεύμα­τος α­πό τα δελ­τί­α ταυ­τό­τη­τος και σε ό­λα τα φλέ­γον­τα σύγ­χρο­να ζητή­μα­τα, θέ­σεις, οι ο­ποί­ες εκ­φρά­σθη­καν με ψη­φί­σμα­τα, με έκ­δο­ση φυλλα­δί­ων και βι­βλί­ων και με κά­θε άλ­λο πρό­σφο­ρο μέ­σο, θε­με­λι­ω­μέ­νες στον α­ναλ­λοί­ω­το α­γι­ο­γρα­φι­κό και α­γι­ο­πα­τε­ρι­κό λό­γο, α­πη­χούν πι­στά την γνώ­μη της Εκ­κλη­σί­ας μας.

Η πα­ρά­δο­ση συ­νε­χί­ζε­ται στα Με­τέ­ω­ρα και με την ε­πί­δο­ση των Μονα­χών στις εκ­κλη­σι­α­στι­κές τέ­χνες. Με ι­δι­αί­τε­ρη ε­πι­μέ­λεια καλ­λι­ερ­γεί­ται η προ­σι­δι­ά­ζου­σα στην μο­να­χι­κή ι­δι­ό­τη­τα τέ­χνη της α­γι­ο­γρα­φί­ας και η Βυ­ζαν­τι­νή Μου­σι­κή, η ο­ποί­α α­νυ­ψώ­νει το ε­πί­πε­δο της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής. Η πα­ρα­σκευ­ή θυ­μι­ά­μα­τος και α­γνού κε­ριού, α­πα­ραι­τή­των για τις λει­τουργι­κές α­νάγ­κες, δεν λεί­πει α­πό τις ε­να­σχο­λή­σεις τους, δια δε της συγγρα­φι­κής δρα­στη­ρι­ό­τη­τος ε­πι­τε­λεί­ται έρ­γο ευ­αγ­γε­λι­σμού ψυ­χών και προ­α­γω­γής του γλωσ­σι­κού και πνευ­μα­τι­κού ε­πι­πέ­δου.

Το πο­λύ­μο­χθο και πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ών στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα, με ι­δι­αί­τε­ρη μέ­ρι­μνα, ε­κτός α­πό τις α­να­στη­λώ­σεις, στην ι­στό­ρη­ση να­ών και στην συν­τή­ρη­ση των χει­ρο­γρά­φων, δι­έ­σω­σε και α­νέδει­ξε τούς α­τί­μη­τους θη­σαυ­ρούς της κλη­ρο­νο­μιάς μας και εί­ναι μια μαρτυ­ρί­α Χρι­στού ό­χι μό­νο για τούς πρω­τερ­γά­τες Μο­να­χούς, αλ­λά και για ό­σους ήλ­θαν α­ρω­γοί στούς κό­πους μας. Εκ­φρά­ζου­με και α­πό τη θέ­ση αυ­τή θερ­μές ευ­χα­ρι­στί­ες προς τα πρό­σω­πα που στη­ρί­ζουν τις προ­σπάθει­ές μας και κα­τά πρώ­τον λό­γον στον Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη μας Στα­γών και Με­τε­ώ­ρων κ.κ. Σε­ρα­φείμ για την ποι­μαν­τι­κή μέ­ρι­μνα, την συμ­πα­ρά­στα­ση και την δι­α­κρι­τι­κή του α­γά­πη. Πι­στεύ­ου­με ό­τι η άρ­ση του προ­σω­πο­πα­γούς χα­ρα­κτή­ρος της Μη­τρο­πό­λε­ώς μας θα εί­ναι ευ­ερ­γε­τι­κή για τα Ά­για Με­τέ­ω­ρα και την ό­λη πε­ρι­ο­χή. Στο τε­ρά­στιο α­να­στη­λω­τι­κό έρ­γο συμ­βάλ­λει ου­σι­α­στι­κά το εν­δι­α­φέ­ρον, η δι­ά­κρι­ση και η α­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α του Προ­ϊ­στα­μέ­νου της 7ης Ε­φο­ρεί­ας Βυ­ζαν­τι­νών Αρ­χαι­ο­τή­των κ. Λα­ζά­ρου Δε­ρι­ζι­ώ­τη, δια δε της κα­τα­γρα­φής και με­λέ­της των χει­ρο­γρά­φων, κα­τε­γρά­φη ευ­γνω­μό­νως το ό­νο­μα του α­ει­μνή­στου Νι­κο­λά­ου Βε­η και του δι­α­δό­χου του Ελ­λο­γι­μω­τά­του Κα­θη­γη­τού του Ι­ο­νί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου κ. Δη­μη­τρί­ου Σο­φια­νού στην ι­στο­ρί­α της Α­γί­ας Λι­θο­πό­λε­ως.

Ε­πι­κλεί­ον­τας, πα­ρα­κα­λώ, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, εύ­χε­σθε η ζω­η­φό­ρος ορ­θοδο­ξη α­σκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση να μα­κραί­νη την χο­ρεί­α των Με­τε­ω­ρι­τών Α­γίων και η ου­ρα­νο­γεί­των α­γι­ό­τε­κνη Λι­θό­πο­λή μας να πα­ρα­μέ­νη «ου­ρα­νού αν­τί­τυ­πον», που θα «δι­η­γεί­ται δό­ξαν Θε­ού» «εις πά­σαν την γην».

*Εισήγηση στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο Ά­για Με­τέ­ω­ρα 12-14 Σε­πτεμ­βρί­ου 2000

ΠΗΓΗ.ΠΟΙΜΗΝ

Η πορεία της ψυχής μέσα από τους Ψαλμούς (π. Βασίλειος Θερμός)

 

Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟ

 

 

Οι Ψαλμοί έχουν υπάρξει από τα πιο αγαπημένα κείμενα ολόκληρης της Αγίας Γραφής και από τα πιο σημαντικά κείμενα της ανθρωπότητας. Η ποιητική τους φύση προσφέρεται σε όλες τις εποχές για ταύτιση του πιστού με τά συναισθήματα τα οποία εκφράζουν, για ατομική προσευχή, για την κοινή λατρεία της Εκκλησίας. Ο Αγιος Νικόδημος γράφει ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη κατάσταση ή πάθος που να μην βρίσκει την «ιατρείαν» του μέσα από αυτό το βιβλίο.[1]

Θα εξετάσουμε απόψε, εντελώς συνοπτικά, μια ψαλμική πρόταση για τον άξονα της λύτρωσης: πώς και με ποιούς τρόπους είναι εφικτό κάποιος οδοιπόρος της ζωής ετούτης που μάς δόθηκε, της πάντοτε άνισης και όχι σπάνια άδικης, να βγει στο «ύπαιθρο του κόσμου»; Πώς και με ποιούς τρόπους γίνεται να οδηγηθή κανείς από τις κραυγές στην αγαλλίαση, αυτός και τίποτε λιγώτερο είναι ο στόχος της ανθρωπολογίας των Ψαλμών. Καθώς οι Ψαλμοί δεν είναι διατεταγμένοι στο ομώνυμο βιβλίο με κάποια συγκεκριμένη θεματική σειρά που να υποδηλώνει την εν λόγω πορεία, έπεται πως η πρόταση που προβάλλω απόψε αποτελεί προσωπική ανάγνωση και ότι άλλες ιδέες διάρθρωσης είναι επίσης νόμιμες.

Σε συνθήκες κρίσης ο άνθρωπος αναζητά έναν λόγο (αιτία) από τον οποίο να κρατηθή, μα και ένα λόγο (ομιλία) που θα τον εμπνεύσει. Οι λογοι στους οποίους θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στο βιβλίο ετούτο αποτελούν τόσο αιτίες να κρατηθή κάποιος στην ενεργό ζωή («δεν θα πεθάνω αλλά θα ζήσω και θα διηγούμαι όσα έκανε ο Κύριος», Ψαλμ. 117: 17), όσο και ομιλίες αμφίδρομες μεταξύ ανθρώπου και Θεού («αγάλλομαι στον λόγο σου σαν κάποιος που βρήκε λάφυρα πολλά», Ψαλμ. 118: 162).

 

1: Ο Ψαλμός που μας εισοδεύει στο Βιβλίο του Ψαλτηρίου αποδίδει εύγλωττα τη διήκουσα έννοια ολόκληρης της Παλαιάς Διαθήκης, την κυρίαρχη ιδεολογία θα λέγαμε του ευσεβούς Εβραίου. Σύμφωνα με αυτήν, η τήρηση των εντολών του Θεού συνδέεται με ευλογία και γονιμότητα, ενώ η απομάκρυνση από αυτές με έκλειψη και ακαρπία. Για να παρασταθή με ενάργεια η διαφορά των δύο δρόμων χρησιμοποιούνται δύο έντονες εικόνες, του στέρεου δέντρου από τη μια και της σκονης που ριπίζεται στον άνεμο από την άλλη.

Σε αντίθεση με την επιθυμία του, δεν είναι ανάγκη να διακρίνει ο ευλαβής άνθρωπος σε τούτη εδώ τη ζωή ορατά σημάδια της αποτυχίας του ασεβούς. Λαμβάνει την πληροφορία ότι αυτος που περιφρόνησε το Νόμο του Θεού δεν θα έχει την ευλογία και τη χαρά να σταθή όρθιος κατά την Εσχατη Κρίση ώστε να γευθή τις δωρεές που ετοίμασε ο Θεός. Δεν θα ανήκει στους νικητές. Η προειδοποίηση λειτουργεί και ως κίνητρο.

Στο ερώτημα «εις τί έγκειται η οδός του Θεού;», η απάντηση είναι: στη μελέτη του Νόμου Του και στη στοίχηση του ανθρώπινου θελήματος με αυτόν. Θα το ξαναβρούμε σε λίγο.

 

62: 2 Θεέ, Θεός μου είσ’ εσύ,

σ’ αναζητώ απ’ τα χαράματα·∙

διψάει για σένα η ψυχή μου·∙

η σάρκα μου σ’ αποζητάει

σε μια έρημη, στεγνή

κι άνυδρη γη.

Η ψυχή διψά τον Θεό επειδή ο κόσμος αυτός της φαίνεται ξερός και δύσβατος. Η εμπειρία του Θεού τού αφήνει γεύση εξαίσια, τόσο ζωηρές είναι οι εικόνες που χρησιμοποιεί. Εχοντας ήδη δοκιμάσει την φροντίδα και προστασία του Θεού αισθάνεται προσκολλημένος επάνω Του.

 

Το ίδιο και ο 83:

2 Πόσο αγαπητοί είναι οι χώροι της λατρείας σου, Κύριε του σύμπαντος!

3 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο

για του Κυρίου τις αυλές·∙

χαράς τραγούδια λέει η καρδιά και το κορμί μου για τον αληθινό Θεό.

 

Το συναίσθημα εδώ κορυφώνεται ακόμη περισσότερο, ο ψαλμωδός μιλά για πόθο, για σχεδόν ερωτική προσκόλληση. Θυμίζει το βίωμα των βαθιά ερωτευμένων ότι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το αγαπημένο πρόσωπο παντού, ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες, μόνο που εδώ υπάρχει το πλεονέκτημα του απολύτως αξιόπιστου Συντρόφου.

Η προσκόλληση στον Θεό εδώ αποκτά ειδικώτερο χαρακτήρα: αναδεικνύεται η σημασία των σκηνωμάτων Του και του θυσιαστηρίου Του. Αν αυτά σήμαιναν πολλά και βαρυσήμαντα για τον Ιουδαίο, ο σημερινός πιστός ο οποίος θα διαβάσει αυτόν τον Ψαλμό στο πλαίσιο της χριστιανικής λατρείας στην οποία είναι ενταγμένος, αναγνωρίζει εκκλησιολογικής σημασίας διαπιστώσεις. Ο ναός γίνεται κατοικία του πιστού, κάτι που προφανώς χρειάζεται να εκληφθή βιωματικά και εκκλησιολογικά: η Εκκλησία είναι το σπίτι μας, με ό,τι και αν περιλαμβάνει αυτή η ιδιότητα.

 

50: Αλλά η πορεία έχει και εμπόδια, κυρίως τις αμαρτίες μας. Ο ψαλμωδός, μετανοώντας, δεν ζητά από τον Θεό μόνο την εξάλειψη της ενοχής του, δηλαδή την επαναφορά στην προ της αμαρτίας κατάσταση. Προχωρεί και ικετεύει για δημιουργία νέας καρδιάς μέσα του, καθαρής, που θα συνοδεύεται από πνεύμα ευθύτητας. Η αναδημιουργία αυτή θα πρέπει να λάβει χώρα στα «έγκατα» της καρδιάς. Η ευθύτητα αποτελεί σταθερή αξία στον ιουδαϊκό λόγο και δηλώνει δικαιοσύνη και πιστότητα. Ο στίχος θυμίζει την προφητεία του Ιεζεκιήλ (36: 26) και συνιστά υψηλό δείγμα πνευματικότητας για τα παλαιοδιαθηκικά δεδομένα. Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι σπάνια την συναντά κανείς σε εμάς τους σημερινούς μετανοούντες της εποχής της Χάριτος, όπου συνήθως αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πώς θα πάρουμε μια άφεση και τακτοποίηση χωρίς να νοιαζόμαστε για αληθινή αναγέννηση.

 

3: Ο ψαλμωδός μιλά για το πολυμήχανο των πειρασμών που κλείνουν τον δρόμο του ανθρώπου από όλες τις πλευρές. Κάποιες φορές αυτοί υλοποιούνται σε λογισμούς που ψιθυρίζουν: «Παράτα τα, δεν υπάρχει σωτηρία στον Θεό σου». Είτε λογισμοί είτε πραγματικοί άνθρωποι αμφισβητουν τον Θεό, αυτό του προκαλεί θλίψη. Σύντομα όμως συνέρχεται και με εμπιστοσύνη σε Αυτόν ζητά να τους τιμωρήσει. Ο λόγος περί τιμωρίας στην εκφραστική της Παλαιάς Διαθήκης πρέπει σήμερα να κατανοηθή ως λόγος περί επικράτησης του όντως Ισχυρού, ως λόγος νίκης της αλήθειας. Η αλήθεια πρέπει να δικαιωθή: αυτό αποτελεί την τιμωρία του ψέματος. Για να αποδώσει τις έννοιες αυτές ο Εβραίος (και όχι μόνο αυτός αλλά σχεδόν όλοι οι προνεωτερικοί λαοί) καταφεύγουν σε όρους που προκύπτουν από την ιστορική και κοινωνική εμπειρία τους. Εδώ συγκεκριμένα, αντλούν από την εικόνα του νικητή ηγεμόνα ο οποίος θα τιμωρήσει τους εχθρούς του.

 

24: Στιγμές ικεσίας.

16 Κοίτα με και σπλαχνίσου με,

έτσι μόνος κι αδύνατος που είμαι.

17 Αυξήθηκαν οι θλίψεις της καρδιάς μου·

λευτέρωσέ με από τα άγχη μου.

18 Κοίτα την αθλιότητά μου και το μόχθο μου·

κι εξάλειψε όλα τα αμαρτήματά μου.

19 Κοίταξε πόσο αυξήθηκαν οι εχθροί μου,

και με μισούν θανάσιμα.

20 Φύλαξε την ψυχή μου και λευτέρωσέ με·

ας μη βγω γελασμένος που σ’ εσένα κατέφυγα.

 

22: 4 Αν πορευτώ μες σε θανατερό σκοτάδι,

κακό κανένα δε φοβάμαι,

γιατί μαζί μου, Κύριε, είσ’ εσύ·

Εν τω μεταξύ συνεχώς η ικεσία εναλλάσσεται με ευχαριστία. Μόνο «στόν Ισραήλ η δοξολογία αποτελεί επακόλουθο της βεβαιότητας ότι η παράκληση έχει εισακουσθή».[2]

 

33: 21 Περιφρουρεί όλη την ύπαρξή του:

Ούτ’ ένα κόκκαλό του δεν θα συντριβεί.

Η συντριβή των οστών για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή. Ο δίκαιος δηλαδή ενδέχεται να υποστή ταλαιπωρίες και θλίψεις αλλά δεν θα συντριβή ολοκληρωτικά, θα τον ανορθώσει ο Θεός. Εδώ έχουμε και μια εισαγωγή στην εικόνα που θα συναντήσουμε στο Πάθος του Χριστού: δεν Του συνέτριψαν τα οστά όπως στους δύο ληστές, μια εξαίρεση που συμβολίζει και εικονίζει την επικείμενη Ανάσταση. Τελικά ο Θεός διαφύλαξε τον Υιό Του, ο Οποίος εν τω μεταξύ Τού είχε κάνει απόλυτη υπακοή.

 

37: Ο πόνος κλιμακώνεται. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σηκώσει το κεφάλι από την οδύνη, ενώ οι πληγές του είναι τόσο πολλές και άσχημες ώστε έχουν σαπίσει! Η καρδιά του στενάζει τόσο που το στόμα του ωρύεται! Η ανάγνωση που επιχειρούν οι Πατερες εδώ δεν περιορίζεται μόνο στις αδόκητες συμφορές, αλλά καλύπτει και το άλγος που προκύπτει από την αμαρτία. Μια τόσο έντονη οδύνη πάντα γίνεται χειρότερη όταν συνοδεύεται από μοναξιά και περιφρόνηση των άλλων, ή και από εχθρικότητα ακόμη

117: Εδώ έχουμε την θεολογία της παραχώρησης αλλά και την έννοια του επιτιμίου:

18 Με παίδεψε ο Κύριος πολύ

αλλά δε μ’ έδωσε στο θάνατο.

 

142: Σπουδαία και διαχρονική μεταφορά το σκοτάδι: «ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος». Οπως εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «αυτοί που βρίσκονται στο σκοτάδι α) δεν γνωρίζουν τη φύση των πραγμάτων, β) δεν βλέπουν τα κακά που έρχονται, γ) πράττουν το κακό χωρίς τύψεις, δ) βρίσκονται σε διαρκή φόβο».[3] Ποιό από τα τέσσαρα αυτά δεινά θα συμβούν εξαρτάται από τον λόγο για τον οποίο βρίσκεται κανείς στο σκοτάδι: αμαρτίες, εχθροί κ.ο.κ.

 

Αλλά ενίοτε βρίσκουμε τους εαυτούς μας ένα σκαλί πιο κάτω από την προηγούμενη κατάσταση, όπου η πολλή θλίψη αντισταθμιζόταν από την ελπίδα στον Θεό. Εδώ τώρα αμφισβητείται τόσο η δύναμη όσο και η αγαθότητά Του, κάτι γνώριμο σε καρδιές που βρίσκονται σε βαθειά κρίση. Η καλύτερη περίπτωση τότε είναι ο άνθρωπος να βιώνει την θολή και παραμορφωμένη όραση του κόσμου ως αρρώστια και να ικετεύει για θεραπεία. Η χειρότερη; Να εγκαλεί τον Θεό για αδιαφορία!

6: 4 Αλλά ώς πότε,

Κύριε, εσύ θα μένεις απαθής;

 

Τώρα εισερχόμαστε στά άδυτα της απορίας και αγωνίας, στα ύψιστο ερώτημα της ανθρώπινης καρδιάς ενώπιον του πόνου: Γιατί πάσχει ο δίκαιος; Εν τελει πόσο μπορώ να εμπιστευθώ έναν Θεό που αφήνει να πάσχει ο δίκαιος;

 

  1. Αρχετυπική η εγκατάλειψη του Χριστού.

«Ο Ψαλμός αυτός φερνει σε αντιπαράθεση δύο διαφορετικές συμπεριφορές του Θεού, συμπεριφορές αντιφατικές, που κάνουν τον άνθρωπο να αναρωτιέται γιατί συνυπάρχουν: ο Θεός τώρα είναι αφανής, αλλά ο Θεός φανερώθηκε στους προγόνους του ψαλμωδού με τις σωτήριες ενέργειές του. Αν δεν είχε φανερωθή στο παρελθόν, δεν θα υπήρχε τώρα ούτε Ψαλμός ούτε θρήνος, κανείς δεν θα ρωτούσε ‘γιατί;’ και θα υπήρχε μονάχα η σιωπή του χάους».[4] Με άλλα λόγια, αν βρίσκουμε το κουράγιο να αρθρώσουμε κραυγές ή ένα ‘γιατί;’, είναι επειδή έχει εγγραφή ήδη μέσα μας το αποτύπωμα μιας αγαθότητας, είτε ατομικά είτε στο συλλογικό ασυνείδητο. Η διαμαρτυρία των αθέων είναι-­‐ άθελά τους-­‐ σημάδι μιας υποτυπώδους εμπειρίας της καλωσύνης του Θεού, διακήρυξη της τεκμηριωμένης προσδοκίας τους…

 

Στον Ψαλμό 87 καθίσταται σαφέστερο το βιωμα πως η λησμοσύνη (εκ) του Θεού θα ισοδυναμούσε με θάνατο, με Αδη. «Αυτός ο Ψαλμός είναι ο ζοφερώτερος όλων των θρήνων του Ψαλτηρίου. Η αγωνιώδης κραυγή του ποιητή ακούγεται από την αρχή ώς το τέλος, αφού ο πόνος του διαρκεί από τη νεότητά του μέχρι τώρα. Η μόνη ανταύγεια ελπίδος που διαφαίνεται είναι το γεγονός και μόνο ότι ο ψαλμωδός προσεύχεται, ότι αναφέρεται στον ‘Θεόν της σωτηρίας του’».[5]

Ο γέροντας Σωφρόνιος, μαθητευθείς στην πείρα του Αγίου Σιλουανού αλλά μιλώντας και εξ ιδίας εμπειρίας, θεωρεί ως την βαρύτερη δοκιμασία του αγωνιζόμενου χριστιανού την αίσθηση της θεοεγκαταλείψεως. (Πρέπει να την αποκαλούμε αίσθηση και όχι πραγματικότητα, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς). Τότε, γράφει, αισθανόμαστε σα να βαραίνει πάνω μας κάποια κατάρα. Σε παρόμοιες περιστάσεις η ψυχή των τελείων συλλαμβάνει ολόκληρη την τραγωδία της ανθρωπότητας και η πίστη στην αγάπη του Χριστού την παροτρύνει σε ακόμη βαθύτερη μετάνοια. Αυτή η μορφή της ταπεινώσεως δεν επιτυγχάνεται με τις δικές μας προσπάθειες αλλά αποτελεί δώρημα του Θεού και συγκεκριμένα του Παρακλήτου ο Οποίος γίνεται αντιληπτός ως όντως παρηγορητής.[6]

Γιατί λοιπόν πρέπει να συμβαίνουν όλα αυτά τα οποία φέρνουν τον άνθρωπο στα όρια της αντοχής του; Ο ίδιος προσκομίζει την απάντηση, βγαλμένη από έναν δρόμο που τον βάδισε και όχι από κάποια θεωρία: Με την θεοεγκατάλειψη δινεται στον άνθρωπο η δυνατότητα να επιδείξει την ελευθερία και την πιστότητά του προς τον Θεό. Στη συνέχεια θα αποκαλυφθή η θεία αγάπη με τρόπο που υπερβαίνει την ανθρώπινη προσδοκία.[7]

Οπωσδήποτε χρειάζεται να τονίσουμε εδώ πως μια αίσθηση εγκατάλειψης από τον Θεό του μεγέθους και της έντασης που περιγράφει ο γέροντας Σωφρόνιος είναι σπάνια, παρατηρείται δε μόνο σε ψυχές του δικού του επιπέδου, οι οποίες έζησαν την παρουσία του Θεού προηγουμένως με μεγάλη αμεσότητα και συνεπώς έχουν την δυνατότητα μέσα στον ζόφο της κρίσης να επικαλεσθούν τις καλές στιγμές και να στηριχθούν με την ανάμνησή τους. Οι καρποί αυτής της δοκιμασίας τους συνίστανται σε μεγάλη πρόοδο πρός την αγιότητα. Οι υπόλοιποι, εμείς όλοι δηλαδή, βιώνουμε κάποιες φορές ένα αίσθημα εγκατάλειψης από τον Θεό πολύ ηπιότερο, το οποίο όμως οφείλεται περισσότερο σε αμέλειά μας ή σε ελαττωματική πίστη. Πρόκειται δηλαδή για μια εμπειρία η οποία είναι περισσότερο ψυχολογικού χαρακτήρα διότι αναπτύσσεται σε ψυχές οι οποίες δεν πρόλαβαν να λάβουν μεγάλη πείρα της θείας παρουσίας και ενέργειας, συνεπώς η στέρηση του Θεού εν πολλοίς αποτελεί (και) διακοπή των φαντασιακών κατασκευών και προβολών τις οποίες φιλοξενούσε η ψυχή και από τις οποίες ελάμβανε «παρηγοριά». Ετσι αναπτύσσεται η νέα προβολή, της δήθεν εγκατάλειψης από τον Θεό. Τόσο οι «φτασμένοι» όμως όσο και οι αρχάριοι, παρά τις διαφορετικές προϋποθέσεις του αισθήματος θεοεγκαταλείψεως που βιώνουν, καλούνται σε παρόμοια υπέρβαση: ένταση της μετάνοιας και καρδιακή συμμετοχή στα παθήματα του κόσμου.

 

101: 20-­‐21. Η παράξενη και σκανδαλώδης για μάς λογική του Σταυρού έχει και τη δική της λογική της λύτρωσης. «Θα σκύψει ο Κύριος από το άγιο ύψος Του να δει και να ακούσει τον στεναγμό των αιχμαλώτων και μελλοθανάτων». Οπως γράφει ο γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος γίνεται ικανός να ακολουθήσει τον Χριστό στη Γεθσημανή και στον Γολγοθά μόνο οταν τον εγγίσει η Φωτιά που έρριξε Αυτός στη γη. Η γνώση που προκύπτει από αυτή την εμπειρία οδηγεί σε πρόγευση της Αναστάσεως.[8] Θα ‘σκύψει’ ο Κύριος να τον αναστήσει.

 

Μετά από την διαδρομή της οδύνης έχουμε να αντιμετωπίσουμε το ερωτημα πώς βγαίνει κανείς από τον Αδη. Ο γέροντας Σωφρόνιος μάς πληροφόρησε ότι «το εκθαμβωτικό Φως της Θεότητος αντανακλάται προβαλλόμενο στη ζωή μας με τη μορφή των εντολών»![9] Αυτή είναι και η πρόταση της συγκεκριμένης αποψινής ερμηνευτικής οπτικής μου. Μέσα στον πόνο, η πιστότητα στον Νόμο.

Ο Θεός προτείνει στους ανθρώπους δρόμους ζωής που οδηγούν σε Αυτόν, δρόμους οι οποίοι στη θεολογική ορολογία λέγονται εντολές. Στους Ψαλμούς οι ακόλουθες λέξεις χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες: εντολή, νόμος, μαρτύριο/α, δικαιώματα, κρίμα, αλήθεια, διάταξις, οδός, λόγος/λόγιο. Εκφράζουν όλες το ίδιο, την πρόταση ζωής που απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο.

  1. Η απόλαυση του θεϊκού Νόμου δεν μπορεί να συγκριθή με καμιά γήινη. Γιατί; Επειδή μέσα σε αυτές κρύβεται ο Ιδιος ο Θεός!

14 Χαίρομαι να τηρώ τις εντολές σου,

σαν να ’τανε δικοί μου όλοι οι θησαυροί.

Ξανά το θέμα του φωτισμού, τα μάτια του νοός πρέπει να ξεσκεπασθούν (βλ. Λουκ. 24: 45, Β ́ Κορ. 3: 16):

 

18 Τα μάτια μου άνοιξε να δω

τα θαυμαστά του νόμου σου.

Οι εντολές του Θεού προορίζονται να γίνουν αντικείμενο πόθου αφού αποτελούν ενέργειες του Θεού:[10]

20 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο

για τις δικές σου αποφάσεις

κάθε στιγμή.

Οτιδήποτε είναι πιθανό να μας αποσπάσει από τον Θεό είναι ματαιότητα υπό την έννοια του άδειου και κουφιου.

37 Απόστρεψε τα μάτια μου από τη θέα της ματαιότητας·

οδήγησέ με ώστε να μπορώ να ζήσω.

Το θάρρος, καρπός της αφοσιωσης:

46 Για τις βουλές σου θα μιλώ μπροστά σε βασιλιάδες,

και δε θα ντροπιαστώ.

Η αυτογνωσία υπαγορεύει την παραδοχή ότι ενδεχομένως να μην είχε προσεγγίσει με τον τροπο αυτό τον θεϊκό Νόμο αν δεν είχαν προηγηθή συνθήκες που τον ταπείνωσαν:

71 Ηταν καλό για μένα που ταλαιπωρήθηκα

γιατί έμαθα τους νόμους σου.

Ολα εχουν τέλος, αλλά η εντολή του Θεού είναι απέραντη. Εδώ εγκωμιάζεται η απεραντωσύνη της σοφίας του Νόμου, αλλά και η βιωματική ευρυχωρία την οποία προσφέρει. Καθώς η τήρηση της εντολής καταλήγει να πλατύνει την καρδιά, ο άνθρωπος επιτυγχάνει να μετέχει στην ευρυχωρία του Θεού. Να γίνεται κατά τον άγιο Μάξιμο «άναρχος και ατελεύτητος». Πρόκειται για ομολογία που μόνο ένας προχωρημένος στην αρετή είναι σε θέση να εκφέρει, διότι πρέπει να έχει διανύσει και υπερβή το στάδιο εκείνο της «στενοχωρίας» και δυσφορίας που προκαλεί η επάνοδος από την αμαρτία στο θείο θέλημα.

96 Κάθε έργο που το λένε τέλειο

έχει όρια

αλλά η εντολή σου είναι στ’ αλήθεια τέλεια·

όρια δεν έχει.

Η ερωτική αφοσιωση είναι πάντα εφευρετική σε παρομοιώσεις:

103 Πόσο γλυκιά είναι η γεύση από τα λόγια σου,

μέσα στο στόμα μου πιότερο κι απ’ το μέλι!

Ο θείος φόβος, το δέος δηλαδή ενώπιον των θαυμασίων του Θεού, διασφαλίζει την τήρηση των εντολών:

120 Το σώμα μου αναρρίγησε από τον τρόμο που εμπνέεις,

κι από τις αποφάσεις σου φοβήθηκα.

Φανερώνοντας ο Θεός το Νόμο Του στο νου και στην καρδιά φωτίζει και εκείνους που είναι «νήπιοι» και δεν αντιλαμβάνονται.

130 Φωτίζει η αποκάλυψη των λόγων σου,

σύνεση δίνει στους απλούς (‘νηπίους’).

Η μελέτη του λόγου του Θεού επιφέρει πολλές ανακαλύψεις:

162 Αγάλλομαι στο λόγο σου,

σαν κάποιος που ηύρε λάφυρα πολλά.

Ο επίλογος αυτού του μοναδικού ύμνου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από ό,τι συμπυκνώνει την αυτοσυνειδησία των εκάστοτε αφοσιωμένων στον Θεό. Οσος θείος έρωτας και αν έχει εγκατασταθή στην ψυχή, όσο και αν έχει προοδεύσει κάποιος στον δρόμο που οδηγεί στα ύψη της θεότητας, θεμελιώδες βίωμα παραμένει η μετάνοια και η ταπείνωση:

176 Περιπλανήθηκα σαν πρόβατο χαμένο·∙

έλα, το δούλο σου ν’ αναζητήσεις,

γιατί τις εντολές σου δεν τις ξέχασα.

Νομίζω ότι πλέον έχουμε αντιληφθή γιατί ο Νόμος του Θεού γίνεται πηγή χαράς. Οπως μάς ερμήνευσε ο γέροντας Σωφρόνιος, ο θεϊκός Νόμος, δηλαδή οι εντολές Του, αποτελούν φανέρωση του Ιδιου του Θεού. Αν γίνονται αντιληπτές ως εντολές (κάτι όχι επιθυμητό συνήθως από τον σύγχρονο άνθρωπο του αντινομισμού) είναι λογω της πνευματικής ανωριμότητάς μας. Οσο προοδεύει κανείς στην αρετή τόσο φθάνει να αντιλαμβάνεται και να βιώνει την τήρηση των εντολών ως συνάντηση με τον ίδιο τον Χριστό.

Η πιστότητα δημιουργεί πλατυσμό. Η καρδιά εξέρχεται από την κρίση όταν αγαπήσει τις εντολές του Θεού ως φανέρωση του Ιδίου. Αλλά παραμένουμε ρεαλιστές: εννοείται πως είναι ασύγκριτα δυσκολώτερη η τήρηση του Νόμου σε καθεστώς π.χ. ψαλμού 21 ή 37 ή 87, παρά σε καθεστώς ψαλμού 1 ή 33 ή 118…

Πώς δικαιώνεται ο πόνος και με ποιό τρόπο εξέρχεται κάποιος από την οδύνη της κρίσης; Η ανθρωποκεντρική στάση ζωής έχει την απάντηση: με την καθαρή συνείδηση και με την ανθρωπιστική δράση αλληλεγγύης. Σε αυτή την θεώρηση κυριαρχούν η αξιοπρέπεια, η καρτερία, η αλτρουϊστική νοηματοδότηση της ζωής. Υπάρχει και άλλη στάση, αυτή που επικεντρώνεται γύρω από ένα πρόσωπο. Κατά την γνώμη μου και την μικρή μου πείρα, αυτή είναι ισχυρότερη. Ενα πρόσωπο είναι πιο αξιόπιστο κίνητρο από μια ιδέα ή αρχή.

 

Το πρόσωπο αυτό στην περίπτωσή μας είναι ο Μεσσίας, ο ερχόμενος Χριστός. Οι Ψαλμοί, αν και πολύ προγενέστεροι της έλευσης Του, διηγούνται πολλά για την εν λόγω συνάντηση. Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αναπνέει με την ελπίδα του ερχομού του Μεσσία και του θριάμβου Του, ενός θριάμβου στον οποίο θα μετάσχει και ο άνθρωπος.

Μια τόσο μακρά και επίπονη πορεία προορίζεται να καταλήξει σε κάτι εξ ίσου μεγάλο. Η δίοδος μέσα από το κακό και η έξοδος από την οδύνη, ανακουφίζονται μεν και παρηγορούνται από την μελέτη και εφαρμογή του Θείου Νόμου, δικαιώνονται δε μόνο από την αυτοπρόσωπη συνάντηση με τον Αγαπημένο. Αλλωστε «ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές» (κατά τον όσιο Μάρκο τον ασκητή)[11] και μόνο εξ αιτίας της πνευματικής μας ανωριμότητας η θεότητα γίνεται αντιληπτή ως Νόμος. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι εδώ έχει εφαρμογή το παύλειο «έχουμε μερική μόνο γνώση» (Α ́ Κορ. 13: 9) και ότι στόχος κάθε ασκητικής προσπάθειας είναι η αυτοπρόσωπη συνάντηση με τον Μεσσία και η μέθεξη της δόξας Του.

Μόνο ο έρωτας προς το Πρόσωπο είναι σε θέση να υπαγορεύσει την αγάπη για τον Νόμο. Διαφορετικά ξαναγυρίζουμε στο ξαναζεσταμένο φαγητό του νομικισμού και του ηθικισμού, κάτι που αποκλείει οριστικά την λύτρωση.

 

  1. Την περιγραφή των φοβερών παθημάτων του Μεσσία διαδέχεται η δοξολογία και η νίκη. Η σιγουριά του ψαλμωδού για τη σωτηρία οφείλεται στο γεγονός «ότι ο Θεός είναι μαζί με τους ανθρώπους που υποφέρουν αφού είναι και ο ίδιος ‘Θεός πάσχων’… Με την αναφορά του Ψαλμού αυτού στη μοναδική στιγμή της Σταύρωσης, ο Ιησούς, σύμφωνα με την ερμηνεία της Εκκλησίας, όχι μόνο δίδαξε τη βαθειά σημασία του εβραϊκού κειμένου, αλλά προσέδωσε στον Ψαλμό ένα ασυγκριτο, τελικό και υπέρτατο νόημα».[12]

Αλλά η παρακολούθηση των παθημάτων και της τελικής δόξας του Μεσσία θα ήταν χωρίς ενδιαφέρον για μάς αν δεν είχε υπαρξιακή σημασία. Η δική μας έξοδος από την κρίση ακολουθεί πιστά τα βήματα του Λυτρωτή, ο Οποίος υπήρξε ο τέλειος Ανθρωπος, ο πρώτος στον πόνο και πρώτος στην Ανάσταση. «Επρεπε λοιπόν να γίνει σε όλα όμοιος με τ’ αδέρφια του, ώστε να είναι σπλαχνικός και πιστός αρχιερέας στην υπηρεσία του Θεού,

ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του λαού. Ετσι, επειδή ο ίδιος υπέφερε και δοκιμάστηκε, μπορεί τώρα να βοηθήσει αυτούς που δοκιμάζονται» (Εβρ. 2: 17-­‐18). Γι’ αυτό άλλωστε ο άμωμος (118) ψάλλεται τόσο στη νεκρώσιμη ακολουθία όσο και στον επιτάφιο.

 

25 Κανένα δεν περιφρόνησε φτωχό

ούτε για τη θλίψη του αδιαφόρησε·∙

δεν έκρυψε απ’ αυτόν το πρόσωπό του

μα στην κραυγή του για βοήθεια ανταποκρίθηκε.

26 Ο έπαινός μου από σένα αρχίζει, Κύριε, σε σύναξη μεγάλη·∙ τα τάματά μου θα τα εκπληρώσω

μπροστά σ’ αυτούς που σε φοβούνται.

 

Γιατί άραγε οι Εβδομήκοντα έχουν στο πρωτότυπο «εκκλησία» (στον στίχο 26 ‘σύναξη’) πριν καν αυτή συσταθή;[13] Και γιατί στη συνέχεια (στίχος 27) αναφέρεται σε γεύμα; Πρέπει να θυμηθουμε ότι μετά τη θυσία των ζώων το σφάγιο διανεμόταν στους ιερείς, στους προσφέροντες, στους φτωχούς. Εχουμε εδώ λοιπόν την θυσία του προσφερομένου, ο Οποίος στην Καινή Διαθήκη συμπίπτει με τον απαγγέλλοντα. Η έξοδος από το οδυνηρότατο δράμα επιφέρει εγκαινιασμό Τραπέζης για τους «πένητες», δηλαδή για ολόκληρη την πεινώσα ανθρωπότητα. Η θέση της τροφής είναι καθοριστική στην παγκόσμια ιστορία επειδή είναι κεντρική στην ανθρώπινη φυση. Και δεν θα μπορούσε να λείπει η ευχή των τότε συμποσίων: «να ζη η καρδιά σας». Το ευχαριστιακό δείπνο βρίσκεται τώρα μπροστά μας προφητικά:

27 Θα φάνε οι φτωχοί και θα χορτάσουν·

όσοι ζητούν τον Κύριο θα τον δοξάσουν·∙

οι καρδιές τους θα ζήσουν αιώνια.

Για να δικαιωθή ο πάσχων πιστός πρέπει να νικηθούν οι εχθροί του. Εδώ χρειαζόμαστε εικόνες δύναμης τις οποίες ο Ψαλμός εξυμνεί. Αλλά ενώ η νίκη Του διεξάγεται κατά του διαβόλου, ένα άλλο νόημα της νίκης Του διαφαίνεται. Τα βέλη Του στην πραγματικότητα δεν είναι πολεμικά αλλά ερωτικά. Τα βέλη των λόγων Του «πληγώνουν» τους ανθρώπους και τους κερδίζουν («πληγωμένη από αγάπη είμαι εγώ», Ασμα Ασμάτων 5: 8). Απλούστατα διότι για τον Μεσσία κανείς δεν είναι εχθρός Του, έστω και αν ο ίδιος επιλέγει αυτή τη στάση.

44

6 Τα βέλη σου τα αιχμηρά

την καρδιά των εχθρών του βασιλιά θα διαπερνούνε, λαοί κάτω από σε θα πέφτουνε.

 

11 Ακουσε, κόρη μου, και δες,

δώσε την προσοχή σου·∙

ξέχασε το λαό σου και το σπίτι του πατέρα σου.

Η Εκκλησία, δηλαδή κάθε ψυχή ανθρώπου, καλείται τώρα σε μια νέα πραγματικότητα: «Προσκαλεί την Εκκλησία να ακούσει και να τηρήσει τις εντολές και την καθιστά οικεία με το να την ονομάζει θυγατέρα, την κάνει τέκνο δια της αγάπης… Επειτα, κάμπτοντας τον αλαζονικό της φρόνημα της λέει να σκύψει το αυτί της για να ακούσει την ταπεινή φωνή του ευαγγελικού λόγου, έτσι ώστε να εγκαταλείψει τις διδασκαλίες που είχε πάρει στο πατρικό της σπίτι, στις προηγούμενες συνήθειες».[14]Αφήνει τα προηγούμενα για να αποκτήσει νέο σπίτι και νέες συνήθειες. Η λατρεύουσα Εκκλησία τοποθέτησε τους στίχους αυτούς σε θεομητορικές ακολουθίες, δηλώνοντας έτσι την κοινή κλήση κάθε πιστού με την Θεοτόκο.

 

  1. Ο ψαλμός λαμβάνει προφητικό χαρακτήρα όταν αναγγέλλει τις δωρεές που θα δεχθή η Εκκλησία:

13 Αλήθεια, ο Κύριος διάλεξε τη Σιών,

θέλησε να την κάνει κατοικία του.

14 Και είπε: «Αυτή είναι η παντοτινή μου ανάπαυση

εδώ θα κατοικήσω, γιατί αυτή είναι η επιθυμία μου.

15 Θα ευλογήσω πλούσια τ’ αγαθά της,

τους φτωχούς της θα τους χορτάσω ψωμί.

16 Τους ιερείς της θα τους ντύσω τη θεία βοήθεια

και οι πιστοί της θα σκορπούν κραυγές χαράς.

Η Εκκλησία θα αποτελεί την μόνιμη κατοικία του Θεού, μέσα της δε οι «φτωχοί» θα χορτάσουν και οι αφοσιωμένοι στον Θεό θα αγαλλιάσουν. Ο πλουτος της θείας αγιότητας θα φανερωθή στο πρόσωπο του Μεσσία και θα μοιραστή σε όσους Τον αγαπούν. Εχουν κοινή περιουσία πλέον «ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι» (Εβρ. 2: 11)…

 

 

Σημειώσεις

 

1 Ευθυμίου Ζιγαβηνού, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τους ΡΝ΄ Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 12.

 

2 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 252.

 

3 Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τους Ψαλμούς, ρμβ΄, ΕΠΕ 7, 361-363.

 

4 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 254.

 

5 Dan Allender, Tremper Longman, The cry of the soul: how our emotions reveal our deepest questions about God. Navpress, 1994, σ. 139.

 

6 Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 195.

 

7 ό.π., σ. 204.

 

8 ό.π., σ. 208.

 

9 Περί προσευχής, σ. 179.

 

10 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Οι εντολές του Θεού ως θείες ενέργειες, ‘Πρόσωπο και θεσμοί’, εκδ. Πουρναρά, 1997.

 

11 Περί πνευματικού νόμου, 190, Φιλοκαλία, τόμος α΄, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, σ. 142.

 

12 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 256, 273-274.

 

13 Αλλού μεταφράζουν το καχάλ και ως «συναγωγή».

 

14 Μ. Βασιλείου, Εις τους Ψαλμούς, μδ΄, ΕΠΕ 5, 287.

 

*Oμιλία ότι αποτελεί περίληψη από το βιβλίο ‘Η καρδιά σε κρίση’ από τις εκδόσεις Αρμός.

 

 

 

πηγή: Aντίφωνο

Δημήτρης Νατσιός, Ελλάδα: το μεγάλο γαλάζιο εικονοστάσι της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης

Η e- βιβλιοθήκη

Σχετική εικόνα

Ελλάδα: το μεγάλο γαλάζιο εικονοστάσι της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης

Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς

Το χρέος του παλληκαριού είναι να λογίζεται σφαγάδι

και όχι ψοφίμι». (Γεώργιος Καραϊσκάκης)

«Αν η οικογένεια και το σχολείο πάψουν να εμφυτεύουν στους νέους το θείο σπόρο της αγίας πίστης μας, τότε οι επερχόμενες γενεές θα χάσουν παντελώς την ταυτότητά τους πράγμα που σημαίνει και το αυτοαφανισμό τους».

Είναι λόγια της Ιωάννας Τσάτσου, αδελφής του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, συζύγου του αείμνηστου Προέδρου της Δημοκρατίας  Κων. Τσάτσου. Στο ίδιο κείμενο το οποίο φιλοξενείται σε συλλογικό τόμο που εξέδωσε η Ι.Μ. Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, το 2000, θα σημειώσει  με τρόπο αντάξιο του σπουδαίου αδελφού της: « Ολόκληρη η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο γαλάζιο εικονοστάσι της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης και πλανάται πολύ μακράν της πραγματικότητας – της ιστορικής και της σύγχρονης – όποιος πιστεύει και ευμεθόδως διαδίδει άλλα. Ορθοδοξία και Ελληνισμός είναι ΕΝΑ». Κι όμως «πλανεμένοι» και εκκλησιομάχοι είναι τώρα και υπουργοί…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 926 επιπλέον λέξεις

OΛΕΣ ΟΙ ΠIΣΤΕΙΣ ΕIΝΑΙ ΨΕYΤΙΚΕΣ… ΜOΝΗ Η ΠIΣΤΙΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔOΞΩΝ ΕIΝΑΙ ΚΑΛH ΚΑΙ ΑΓIΑ (Δ. Νατσιός) «Ὀρθοδοξία, Πάσχα ἀκοῦν καὶ γυαλίζει τὸ μάτι τους».

Ὅλες οἱ πίστεις εἶναι ψεύτικες…
μόνη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία

Δημήτριος Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκὶς

 «Χριστὸς Ἀνέστη ἀληθῶς 
καὶ δίδαξε τσ᾽ ἀνθρώπους 
πῶς ζοῦν ἐφήμερες χαρὲς
Σὲ δανεισμένους τόπους» 

.             «Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστό μου, νὰ περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἔθιμα…. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλώσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ». (Παπαδιαμάντης). «Τὸ μοσκοβόλημα ποὺ βγάζουνε τὰ ἄνθη καὶ τὰ βότανα, τὸ κελάηδισμα τῶν πουλιῶν, τὸ λεπτὸ τ’ ἀγέρι ποὺ σαλεύει χλωρὰ κλαριά, τ’ ἀλαφρὸ κύμα ποὺ γλυκομουρμουρίζει στὴν ἀκρογιαλιά, στοὺς κάβους, στὰ νησιά, στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, ὅλα τὰ νιώθεις νὰ πανηγυρίζουνε μαζὶ μὲ τὰ μακάρια πνεύματα τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ». (Κόντογλου).
.             Πάσχα μὲ τοὺς ποιητὲς τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπέλεξε ὁ γράφων. Κόντογλου καὶ Παπαδιαμάντης: οἱ πιὸ ἔντιμες καὶ ἁγνὲς μορφὲς τῶν γραμμάτων μας. «Ζωγραφοῦν» σ’ ὅλη τους τὴ ζωή, «μετ’ ἔρωτος», τὴν γνησιότητα, ξεσκεπάζουν τὸ κίβδηλο, τὸ ψεύτικο, τοὺς «χαλασοχώρηδες». Ἐπιμένουν καὶ οἱ δύο στὴν τήρηση τῆς παράδοσης, ὄχι ὡς στείρα τυπολατρία καὶ ἀναιμικὴ μίμηση, ἀλλὰ ὡς πηγὴ ζῶσα ποὺ ἀρδεύει ἀδιαλείπτως «τὸ ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας».
.             Ὁ Κόντογλου εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔστρεψε ξανὰ τὴν ἁγιογραφία στὴν βυζαντινὴ παράδοση. Ὁ ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέει «δεῖξε μου τὶς εἰκόνες ποὺ προσκυνᾶς γιὰ νὰ σοῦ πῶ τί πίστη ἔχεις». Μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κόντογλου εἶχε ἐπικρατήσει στοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς ἡ δυτική, ἡ κοσμική, ἡ σαρκικὴ νοοτροπία, μὲ τὶς καταστολισμένες, γλυκανάλατες Μαντόνες, οἱ ὁποῖες κρατοῦν στὴν ἀγκαλιὰ ξανθοὺς μπέμπηδες, ποὺ παριστάνουν τὸ «θεῖο βρέφος». (Τέτοιες ἔβαλαν καὶ στὰ βλάσφημα βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν οἱ τωρινοὶ σταυρωτῆδες τοῦ Γένους). Ὅμως, ὅπως λέει ὁ Κόντογλου, οἱ βυζαντινοὶ ἁγιογράφοι ζωγραφίζουν μὲ ταπείνωση, χωρὶς περιττὰ ψιμύθια καὶ στολίδια, δίχως καμμιὰ φιλοδοξία νὰ ξαφνιάσουνε καὶ νὰ κάνουν ἐντύπωση, ζωγραφίζανε σὰν νὰ προσεύχονται. Στὰ χρόνια, διηγεῖται, τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ κάποιος ζωγράφος θέλησε νὰ ἱστορήσει τὸν Σωτήρα Χριστό, ὥστε νὰ μοιάζει μὲ τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα καὶ ἀμέσως παρέλυσε, «ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ».
.             Γιὰ τὴν βυζαντινὴ μουσική, σφοδρὸς ἐπικριτὴς τῶν καινοτομιῶν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης. Γινόταν θηρίο, ἂν μάθαινε πὼς κάποιος ἱερέας ἢ ψάλτης μετέφραζε τὰ ἱερὰ κείμενα στὴν «δημοτικιά». «Ὁ πόθος τῆς ἐπιδείξεως, ἡ δοκησισοφία, ἡ μανία τῆς καινοτομίας, ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς» ὁδηγοῦν  στὴν πλάνη. Τὸ «ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος» πῶς θὰ ἀποδοθεῖ: «θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ θὰ γεμίσει πνεῦμα καὶ θὰ βγάλω λόγο;». Τὰ τροπάρια, τονίζει, γίνονται νεκρὰ μέχρι νεκροφανείας. «Ποιός Ἕλληνας», γράφει ὁ Κόντογλου, «θὰ νιώσει κατάνυξη ἀπὸ τὰ μουσικὰ αὐτὰ μασκαριλίκια καὶ πῶς θὰ κάνει τὴν προσευχή του ἀκούγοντας τὰ λόγια τῶν ἁγίων μελωδῶν νὰ ἀλλοιώνονται καὶ νὰ γελοιοποιοῦνται ἀπὸ τὰ στόματα ψευτονεωτεριστῶν;» Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἀρνητικὸς ἔναντι τῆς τότε πολιτικῆς, διότι ἔβλεπε νὰ διαμορφώνεται ἕνας πολιτικὸς βίος ἔξω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ παράδοση της ἐκκλησίας, κάτι ποὺ ἐπιδεινώθηκε ἐντονότατα στὶς μέρες μας.
.             Ὁ Σπύρος Μελᾶς στὸν «Πρόλογο» τῶν «Ἁπάντων», ἀπὸ τὸν Γ. Βαλέτα (τόμ. Α, σελ. 18), παρατηρεῖ: «εἶναι ὁ μόνος ποὺ εἶδε ὅτι ἡ θρησκεία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ Ὀρθοδοξία, ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ σώματος». Ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πολιτικὴ παράδοση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη σήμαινε καὶ σημαίνει πολιτικὸ θάνατο τοῦ Γένους. Καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν σφόδρα πολέμιος αὐτῶν ποὺ συκοφαντοῦσαν τὴν βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ πνευματική, εἶναι παράδοση πολιτική, μέσα ἀπὸ τὴν θρησκευτική της ἔκφραση. Στὸ περίφημο διήγημά του «Λαμπριάτικος Ψάλτης», ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ 1893 στὴν «Ἀκρόπολη», γράφει τὰ ἀκόλουθα σαρκαστικά, γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν μυκτήριζαν γιὰ τὴν ἐμμονή του νὰ γράφει θρησκευτικὰ – ἑορταστικὰ διηγήματα: «Μὴ θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ! Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατευθείαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων….».
.             Ὁ Κόντογλου περισσότερο αἰχμηρός, καυτηριάζει τοὺς φθονεροὺς καὶ ἀνίκανους «ποὺ πιάνουν τὰ πόστα» καὶ κατατρέχουν τοῦ ἄξιους. Γράφει: «Καθαρίστε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πανούκλα τὴν δυστυχισμένη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ δουλέψουνε οἱ ἄξιοι δουλευταράδες. Τὰ σκουλήκια, γιὰ νὰ σώσουνε τὴν τιποτένια ὕπαρξή τους, δὲν ἀφήνουνε καμμιὰ ψυχὴ ἄξια νὰ ὀρθοποδήσει, ἀπὸ συμφέρον κι ἀπὸ φθόνο. Ὅλοι οἱ πνευματικοὶ σαλταδόροι ἔχουνε πιάσει τὰ πόστα. Καὶ εἶναι δεμένοι μεταξύ τους, ὅπως εἶναι οἱ κάμπιες κολλημένες ἡ μία πάνω στὴν ἄλλη. Μόλις τὶς χωρίσει κανένας ψοφᾶνε. Ἔτσι πρέπει νὰ γίνει καὶ μὲ τὶς ἀνθρωποκάμπιες ποὺ μαραζώνουνε τὸ ὁλόδροσο πνευματικὸ δέντρο τῆς φυλῆς μας».
.             Σὲ καιρούς, «σακάτικους» σὰν τοὺς δικούς μας, ὅπου νοθεύονται τὰ καίρια τοῦ βίου μας, ἔλειψαν καὶ οἱ γενναῖες φωνές, οἱ πολεμήτορες τοῦ πρόστυχου, τοῦ ἀνήθικου καὶ τοῦ ἄδικου. Στέρεψε αὐτὸς ὁ τόπος. Πάσχα ἔρχεται καὶ βουίζουν τὰ αὐτιά μας ἀπὸ τὶς τσιρίδες τῶν «γνωμηγητόρων»: «στὰ ὕψη οἱ τιμές», «ἀβοήθητοι οἱ καταναλωτές». Τὸ τηλεοπτικὸ «σπήλαιο ληστῶν» μαγαρίζει τὸ πανηγύρι τῆς Ὀρθοδοξίας. Προσκαλοῦν σὲ τραπέζια μὲ …εἰδωλόθυτα οἱ ἄθεοι, μαγαρίζουν οἱ καντιποτένιοι τὸ χαροποιὸν πένθος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ξεθάβουν καὶ τὸν φραγκολεβαντίνο Κοραὴ γιὰ τὸ “Ἅγιο Φῶς”, λύσσαξαν τὰ ταγκαλάκια. Ὀρθοδοξία, Πάσχα ἀκοῦν καὶ γυαλίζει τὸ μάτι τους. Εἶναι οἱ σύγχρονοι Ἰοῦδες. Πάσχουν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε ὁ Ἰούδας. Δὲν μπόρεσαν νὰ ἀγαπήσουν τὸν Χριστό. Ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ φυσικὸς πρόγονος ὅλων τῶν ματαιόδοξων διανοητῶν, ὅλων τῶν καιρῶν κι ὅλου τοῦ κόσμου. Ὑπάρχουν ὅμως οἱ δικοί μας, οἱ ἅγιοι, οἱ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ, ποὺ χωρὶς πτωχοαλαζονεῖες καὶ μωρὲς ἐπιδείξεις κηρύσσουν καὶ διδάσκουν: «Ὅλες οἱ πίστεις εἶναι ψεύτικες…μόνη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα. Νὰ εὐφραίνεσθε ὅπου εἶσθε Χριστιανοὶ», μᾶς κανοναρχεῖ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Δημήτριος Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκὶς

Η Ανάσταση πού άργησε…


ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ βράδυ. Ο Γέροντας, λαμπροφορεμένος, υποδεχόταν τον κόσμο και έ­παιρνε τις λειτουργίες. Είχε ετοιμάσει τα καντή­λια από νωρίς. Έτοιμα όλα, σβηστά. Άρχισε το «Ευλογητός», πήρε καιρό μέσα στά μαύρα του τα ράσα, με τους βοστρύχους των μαλλιών και των γενειών του να λάμπουν.
     Σοβαρός-σοβαρός. Ανοι­γόκλεινε την πόρτα, παραπατούσε, αλλά έτρεχε κιόλας, προσκυνούσε τις Δεσποτικές εικόνες, τον θρόνο, έμπαινε στο Ιερό, έπαιρνε τις λειτουργί­ες, ψέλναμε τον Κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Δεν είχε ο Γέροντας χρόνο κοσμικό, είχε χρόνο λει­τουργικό. Μαζευόταν ο κόσμος, πολύς κόσμος. Χριστιανοί, που τον αγαπούσαν, αλλά και άλλοι από την γειτονιά δρασκέλιζαν την μάντρα, σκύβον­τας από το μικρό πορτάκι, άρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί.   Καθυστερούσε ο Γέροντας. Σβηστά τα φώτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δεν έβγαινε να πη το «Δεῦτε, λάβετε φῶς».
 Έφευγα από το ψαλτήρι, να πάω στο Ιερό, μου έλεγε:
«Ξέρω, ξέρω». Αδημο­νία. Οι άλλες εκκλησίες σήμαναν ήδη Ανάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αυτός δεν έβγαινε.
«Ξέρω, ξέ­ρω», μου λέει.»Όποιος θέλει να φύγη. Δέν μπορεί. Ας τους βάλουμε στην εκκλησία, τά προβατάκια του Χριστού μας, Βαγγέλη. Μέσα στην κιβωτό είναι μιά φορά τόν χρόνο. Ας καθυστερήσουν. Ψάλλε εσύ, ψάλλε».
«Τά είπα, Γέροντα, πάλι καί πάλι».
Τέλος πάντων, βγήκε. Άλλο πανηγύρι. ‘Εκουνούσε την λαμπάδα γελώντας, 

βλέποντας το φως. «Επεφταν οι Χριστιανοί κι εκείνος εκουνούσε την λαμπάδα του. Πήραν το φως, διαδόθηκε παντού, έξω στις αυλές. Ψέλναμε: «Την Ἀνάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ». Βγήκαμε, καθυστερούσε, χαιρε­τούσε, ευλογούσε, σταύρωνε. Ανέβηκε σ’ ένα πε­ζούλι, απέναντι από τον ναό, και πήγαινε πέρα-δώθε. Γελούσε, έλαμπε το πρόσωπο του, σωστό παιδί. Ό κόσμος περίμενε το Εύαγγέλιο.
  Άφού «έπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, εστάθη. Άνοιξε το Ευαγγέλιο, δόξασε την Αγία Τριάδα, διάβασε το κείμενο, το εωθινό, όχι το σύνηθες, αλλά το άλλο, το μεγαλύτερο. Δόξα σοι, είπε το «Χριστός Ἀνέστη», χτύπησαν οι καμ­πάνες. Δεν είχαν πολλά βαρελότα. Ψέλναμε όλοι, όλος ο λαός. Νέα χαρά τώρα. «Χριστός Ἀνέστη», φώναζε. Περιδιάβαινε στο πεζούλι, μετά χάθηκε στον κόσμο. Είχε πάει η ώρα 1:30. Μπήκαμε στην εκκλησία.
 «Ψάλτε, ψάλτε», έλεγε. Λιβάνιζε σε κάθε ωδή. Ψέλναμε τις Καταβασίες. Εάν μας ξέφευγε κανένα τροπάριο και το λέγαμε μόνο μια φορά, αυτός μας έλεγε:
 «Πές το πάλι». Μνημόνευε στήν πρόθεση χιλιάδες ονόματα. Ειχε πάει 2:30 το πρωί. Ο κόσμος είχε εγκλωβιστεί. Μόνον οι Έλληνες ξέ­ρουν τι σημαίνει, να πας κάπου να αναστήσης και μετά να πας να φας. Ακόμα και οι Χριστιανοί θέ­λουν να είναι 2 η ώρα στο τραπέζι κι εμείς μόλις που είχαμε αρχίσει.
  Είπα το «Ὅσοι εἰς Χριστόν», τον Απόστολο, δια­βάστηκε και το Ευαγγέλιο και ήρθε η ώρα των κατηχουμένων. Τρείς την νύχτα άρχισε να μνημονεύη τους ζωντανούς, χιλιάδες ονόματα. Πολλοί έφυγαν από την εκκλησία. Πήγε η ώρα 4:00 κι ακόμα να βγουν τα Άγια. Τέλος πάντων, ευδόκησε να πάψη τα μνημόνια. Βγήκαν τα Άγια κι άρχισε πάλι να μνημονεύη. Μπήκα στο Ιερό και μου λέει: «Χαίρον­ται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οι πεθαμένοι». Κι εγώ του απαντώ: «Δεν ξέρω αν χαίρωνται οι πεθαμέ­νοι. Οι ζωντανοί όμως;».
 Μου λέει: «Χαίρονται κι αυτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε». Καί τι να ψάλλω; Περίμενα να τελειώση.
Τελείωσε, μας κοινώνησε όλους, μας έδωσε ό­λα του τα κρασιά και τα πρόσφορα και τ’ αυγά, και φύγαμε κατά τις 5:00. Σκέφθηκα: «Δεν ξανάρχομαι του χρόνου, απαπαπα!!!».
Τον επόμενο χρόνο δεν λειτούργησε. Ήταν η τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, που έκανε μόνος του, με το ποίμνιό του, ο ποιμένας ο καλός, ο ευλογημένος».
πηγή:Σίμωνος Μοναχού, π. Ευμένιος – ο κρυφός Άγιος της εποχής μας, Αθήναι 2009, σσ. 110-114.

Θεολογικό σχόλιο στον Κανόνα της Αναστάσεως

Επιλεγόμενα.

Εκ της προηγηθείσης εκθέσεως δυνάμεθα να συναγάγωμεν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

1. Κατά την ορθόδοξον διδασκαλία η Ανάστασις αποτελεί την κεντρικωτέραν στιγμήν του σωτηρίου έργου του Χριστού. Το έργον τούτο αρχόμενον από της στιγμής της θείας ενανθρωπήσεως και κορυφούμενον εν τω σωτηρίω πάθει σφραγίζεται ανεξιτήλως και κυρούται υπό της ενδόξου εκ νεκρών Εγέρσεως του Σωτήρος. Η Ανάστασις θεωρείται ως η λαμπροτέρα πιστοποήσις και το περιφανές επιστέγασμα της προαιωνίου βουλής του Θεού, της αφορώσης εις την απολύτρωσιν του πεπτωκότος εις την αμαρτία ανθρώπου.

2. Εν τη Αναστάσει του Κυρίου ο άνθρωπος καταξιούται εις τας γνησίας και αληθείς διαστάσεις αυτού, ως λογικού δημιουργήματος της απειροσόφου βουλής και ενεργείας του Θεού. Εξ αυτής (της Αναστάσεως) ελλείπει παντελώς το ξένον και παρασιτικόν στοιχείον της φθοράς. Η φύσις καθοράται ακεραία και αμιγής, ελευθέρα του άχθους της προγονικής παραβάσεως.

Εν τη Αναστάσει ο άνθρωπος ανευρίσκει το υπό της αμαρτίας παρασαλευθέν και μετατοπισθέν μεταφυσικόν κέντρον της υπάρξεώς του, ανευρίσκει τον ρυθμό της πραγματικής του ζωής, της παρά Θεού προορισθείσης και ηθελημένης. Εν τη Αναστάσει ο εν τω Λόγω λόγος του ανθρώπου ταυτίζεται μετά της εμπειρικής του φύσεως, ως αΐδιος προορισμός πραγματοποιηθείς εγχρόνως εν τω σχεδίω της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας. Εν τη Αναστάσει ο άνθρωπος καθοράται απηρτισμένος και τέλειος.

3. Η Ανάστασις αποτελεί θριαμβικόν γεγονός καθολικής σημασίας και δυνάμεως. Ως κατ’ εξοχήν έκφρασις του βασιλικού αξιώματος του Χριστού, σημαίνει νίκην περίδοξον και κραταιάν. Είναι νίκη συντριπτική κατά του θανάτου. Δι’ αυτής ο θάνατος ηττάται εις τέλος. Ως οψώνιον και κέντρον της αμαρτίας αποβάλλει ούτος τον χαρακτήρα αυτού ως δουλείας υπό την φθοράν, ως σημείου της προγονικής αποστασίας, ως χώρου επικυριαρχίας του εχθρού. Εν τη Αναστάσει ανακεφαλαιούται η παλιά ήττα του Αδάμ και συντρίβεται η ισχύς του πλάνου και ανθρωποκτόνου. Ο άδικος του ανθρώπου εκπορθητής τροπούται δικαίως υπό του παμβασιλέως.

4. Την κατά του θανάτου νίκην της ζωής τρανότατα φανερώνει η εις ‘Aδου κάθοδος του Λυτρωτού. Η κάθοδος αύτη είναι το φωτεινόν προμήνυμα της Εγέρσεως, η ετέρα όψις της αναστασίμου νίκης του Χριστού. Ο ‘Aδης ως σκοτεινή του θανάτου περιοχή, ως σφραγίς του κέντρου και της δυνάμεως της αμαρτίας, δέχεται πλήγμα θανάσιμον υπό του παραδόξου Επισκέπτου του. Δεν δύναται να κρατήση εις τα σπλάγχνα του τον της Παρθένου Υιόν. Εν αυτώ δεν ευρίσκει την γνώριμον και καθολικήν σφραγίδα της ανθρωπίνης διαφθοράς. Κατά τα φαινόμενα δέχεται εις το κράτος του φύσιν βροτού, υπ’ αυτήν όμως συναντά την απειροδύναμον ουσία του Θεού. Επί τη παραδόξω ταύτη συναντήσει αναμοχλεύονται τα βάθη του. Μη δυνάμενος να κρατήση εν τη κοιλία του την απάντων Ζωήν, εξεμεί μετ ‘ αυτής και το μακάβριον περιεχόμενον της κακουργίας του. Ο προβολεύς της Ζωής αφανίζει τα ζοφερά σκότη του θανάτου, καταργεί τας σκιερότητας τους ψεύδους και της ανομίας. Ο ‘Aδης αποτελεί την σκοτεινήν επίφασιν της αμαρτίας. Στηριζόμενος επί της ματαιότητος της αδικίας, είναι οικοδόμημα ετοιμόρροπον και σαθρόν. Εν πνεύμα της θείας δικαιοσύνης ήρκει δια να σωρεύση τούτο εις ερείπια.

5. Η κατάργησις του θανάτου σημαίνει και παράλληλον κατάργησιν της φθοράς. Η φθορά αποτελεί την φυσικήν του θανάτου συνέπειαν. Η αποσύνδεσις του ζώου και η διάλυσις του φυσικού μέρους αυτού (του σώματος), μη παρά Θεού ηθελημένα, είναι καταστάσεις αφύσικοι, προϊούσαι εκ των ερειπείων του αρχαίου κήπου της Εδέμ. Φθορά και θάνατος είναι έννοιαι ταυτόσημοι. Ούτω δια της Αναστάσεως, αναιρεθέντος του θανάτου, συναναιρείται και η σύστοιχος προς τούτον φθορά. Η κάθοδος του Κυρίου εις τον ‘Aδην διεκπορθούσα τον θάνατον, αφανίζει συγχρόνως και την οφειλομένην εις τούτον φθοράν.

6. Η ορθόδοξος σωτηριολογία βλέπει εν τη Αναστάσει την πραγμάτωσιν του ειδικού λόγου του σωτηρίου έργου του Χριστού. Είναι δε ο λόγος ούτος η δια της Αναστάσεως συντριβή της δυνάμεως του διαβόλου, η νέκρωσις του θανάτου και ο αφανισμός της δια της αμαρτίας επικαθισάσης επί της φύσεως του πεπτωκότος φθοράς. Δια της Αναστάσεως η πεπτωκυία φύσις του Αδάμ εγείρεται εις αφθαρσίαν και ζωήν. Λυτρούται εκ της αρπάγης του ανθρωποκτόνου και ελευθερούται εκ της σιδηροπαγούς του θανάτου λαβής. Αποτινάσσει τα της νεκρώσεως δεσμά. Το στοιχείον τούτο δια της Αναστάσεως ελευθερώσεως της φύσεως εξαίρει ιδιαζόντως η ορθόδοξος σωτηριολογία. Το στοιχείον της δια του Πάθους του Χριστού ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης (υπό την νομικήν της λέξεως αντίληψιν ) ενυπάρχει μεν εις αυτήν, κατέχει όμως πάντοτε θέσιν δευτερεύουσαν. Το προέχον δεν είναι απλώς η δια του Πάθους του Κυρίου άρσις της ενοχής του αμαρτωλού και η ικανοποίησις της δια της αμαρτίας τρωθείσης δικαιοσύνης και αγιότητος του Θεού, αλλά παραλλήλως προς ταύτα και πέραν τούτων η ελευθερία και αποκατάστασις της φύσεως εις την αρχαίαν ολοκληρίαν αυτής, η ανακαίνισις και καταλάμπρυνσις αυτής δια του φωτός της δόξης του Χριστού. Η σωτηρία του ανθρώπου δεν νοείται δια κατηγοριών δικανικών και νομικών, αλλ’ ως θέωσις της φύσεως, ως ένωσις αδιάστατος και αδιαχώριστος μετά του Θεού, ως κληρονομία της μακαρίας δόξης της Τριάδος, ως ζωή εν τω αιώνι και τη μακαριότητι των ουρανών. Εν πάση όμως περιπτώσει δέον όπως επιμελώς αποφεύγωνται αι εν προκειμένω σωτηριολογικαί εκείναι ακρότητες, αι οποίαι, εξαίρουσαι αποκλειστικώς ταύτην ή εκείνην την σωτηριολογικήν άποψιν, αποκλείουν εκ του περισκοπίου των οιανδήποτε άλλην.

7. Η Ανάστασις του Χριστού είναι δια την Ορθοδοξίαν η κατ’ εξοχήν πνευματική πανήγυρις και εορτή. Είναι εορτή κυρία και βασιλίς. Εν τω ορθοδόξω εορτολογίω αύτη δεσπόζει και κυριαρχεί ασφυκτικώς. Ευρίσκεται δε πάντοτε εν εναρμονίω οργανική συνδέσει μετά του ιλαστηρίου πάθους του Χριστού. Δια την ορθόδοξον Ανατολήν Σταυρός και Ανάστασις αποτελούν συνεδεομένας και αχωρίστους στιγμάς ενός και του αυτού σωτηριολογικού έργου, επιμέρους όψεις μιας και της αυτής σωτηριολογικκής ενότητος, ενός και του αυτού λυτρωτικού Πάσχα. Εν τω Σταυρώ υποφώσκει η Ανάστασις, εν τη Αναστάσει ενυπάρχει ο Σταυρός. Πάσχα σταυρώσιμον και Πάσχα αναστάσιμον, η ενιαία θριαμβική στιγμή της ανακλήσεως και σωτηρίας του πεπτωκότος!

8. Εν τη Αναστάσει του Χριστού η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία μυστικώς καθρεπτίζεται, βλέπει την ιδικήν της φυσιογνωμίαν, ελέγχει την ιδικήν της ταυτότητα. Η Ανάστασις αποτελεί το φωτεινόν όριον της ιδικής της πληρώσεως, τον πόλον έλξεως της δυναμικής της τελειώσεως, τον πνευματικόν χώρον της ουρανοδρόμου εν τη ιστορία πορείας της. Εν τη Αναστάσει αισθάνεται αύτη τον ιδικό της εσωτερικόν παλμόν, βλέπει αναγλύφους τους πνευματικούς εκστασιασμούς και τας ενατενίσεις της. Η φωτεινότης του ενδόξου μηνύματος συνέχει την καρδία της, διεμπυρίζει την χριστόμορφον σάρκα της, εξαντλεί τον πνευματοκίνητον δυναμισμόν της. Αι πνευματικαί διαστάσεις της Ανάστασεως -η ανακαίνισις, η αφθαρσία, η καταλάμπρυνσις και η θέωσις της φύσεως- αποτελούν την πνευματικήν της ιδιαιτερότητα, τον στόχον τον ένθεον προς τον οποίον κατατείνουν ο πνευματικός αγών, η άσκησις και το εσχατολογικόν ιδεώδες και τέλος της. Η Ορθοδοξία είναι στενότατα συνδεδεμένη μετά της Αναστάσεως, η ψυχή της είναι αρρήκτως συνηφασμένη μετά της ζωηφόρου Εγέρσεως. Εκτός της Αναστάσεως δεν δύναται να ζήση η Ορθοδοξία, η χριστόμορφος Νύμφη της Βασιλείας, το άχραντο σώμα του βασιλέως της δόξης. Όστις δεν ενεβαπτίσθη εις το αναστάσιμον κλίμα της Ορθοδοξίας, όστις δεν συνεχρονίσθη εις τον αναστάσιμον ρυθμό της και όστις δεν ηκροάσθη της μυστικής αναστασίμου αρμονίας της, ούτος ουδέν απολύτως εγνώρισε περί του βάθους και της θεοδυνάμου ουσίας της!

9. Η Ανάστασις είναι το φωτεινόν σημείον εν τω οποίω χριστοποιείται και αφθαρτίζεται ο χρόνος. Είναι το νυν και το αεί της Βασιλείας. Είναι ο νέος αιών, η απαρχή της νέας πνευματικής κτίσεως, το χρυσούν κέντρον εν τω οποίω ο μεν χρόνος ανατείνει και πληρούται εις το έσχατον, το δε έσχατον συγκλίνει και ενούται μετά του χρόνου. Η Ανάστασις εγκανιάζει τον νέο αιώνα, είναι η επί των υδάτων της γης ανάκλασις του αφθάρτου αιώνος του Θεού. Είναι η κλητή και αγία ημέρα, η καινή και καινοποιός, η μυστική και άφθιτος Ογδοάς, ο άϋλος χρόνος και η φαεινή σαρξ της απεράντου θείας αιωνιότητος. Είναι η μία των Σαββάτων, η απαρχή της νέας κτίσεως, το φύραμα του νέου πνευματικού και ανακεκαινισμένου κόσμου. Ο ζων την Ανάστασιν ζη την αιωνιότητα, βιοί εν χρόνω το άχρονον. Διότι η Ανάστασις είναι άφθαρτος σύγκρασις του Πλάστου μετά του πλάσματος, η φαεινή περιχώρησις του Κτίστου μετά του κτίσματος. Εν τη Αναστάσει η κτίσις αναθάλλει εις την αρχαίαν ευγένειαν, ενδύεται την θεία αμαρυγήν και ωραιότητα, αποστίλβει την άπειρον του Θεού λαμπηδόνα και φωτεινότητα, ενούται μετά της μαρμαρυγής της απείρου τριαδικής ενέργειας και λαμπρότητος. Η Ανάστασις είναι το τέλος, φωτεινότερον και λαμπρότερον της απαρχής, ο άρρητος θείος προορισμός, ο εξερχόμενος εκ του βάθους της απείρου τριαδικής βουλής. Είναι η σιγή της θεολογίας και η διάτορος κραυγή της οικονομίας. Είναι το κρυπτόν του Θεού, ενδεδυμένον τα φωτεινά ιμάτια της αποκαλύψεως. Εν τη Αναστάσει καθοράται πλήρης η φανέρωσις του Θεού, αναλάμπουν άπασαι αι ιδιότητες της απορρήτου ουσίας του Θεού, αι θείαι ακτίνες αι περικοσμούσαι την άπειρον και απερινόητον θείαν ουσίαν. Εν τη Αναστάσει καθοράται η αλήθεια του όντος εν τη αληθεία του απείρου Θεού. Η Ανάστασις είναι η συμπερίληψις του αυθεντικού και γνησίου είναι, ο εναρμόνιος λόγος πάσης φύσεως και μεταφυσικής υπάρξεως. Εκτός της Αναστάσεως υπάρχει το ψεύδος και η αναλήθεια, η νέκρωσις του θανάτου και η παγερότης της ανυπαρξίας. Υπάρχει η φθορά και ο αιώνιος πνευματικός όλεθρος!

Πάσχα Κυρίου Πάσχα, Α. Θεοδώρου, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 56-60

5/42 Σύνταγμα Ευζώνων – Δόξα και Ηρωισμός

Η e- βιβλιοθήκη

1

Ένα από τα ενδοξότερα Συντάγματα Ευζώνων είναι το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, το οποίο έχει συνδέσει το όνομα του με στιγμές δόξας και ηρωισμού.

Το 5/42 δημιουργήθηκε το 1912 με έδρα την Λαμία και αποτελείται από 6 τάγματα. Το σύνταγμα πήρε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13.

Το 1918-19 το «42ο Σύνταγμα Ευζώνων», με διοικητή το Νικόλαο Πλαστήρα, οδηγείται από ξενοκίνητα συμφέροντα στη Ρωσία, για να προσφέρει βοήθεια στο παλιό καθεστώς και να πολεμήσει την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917). Στις μάχες στο μέτωπο του Δνείπερου ποταμού, χάθηκαν πολύτιμες ζωές συμπατριωτών μας ευζώνων.

Όταν οι Γάλλοι, που παρακίνησαν την εκστρατεία, αποχώρησαν από τη Ρωσία, το εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Νίδερ, όπου υπαγόταν το «Ευζωνικό», συμπτύχθηκε προς τη Ρουμανία. Από το Γαλάζι της Ρουμανίας διέπλευσε τη Μαύρη θάλασσα, τον Ελλήσποντο και το Ανατ. Αιγαίο και αποβιβάσθηκε στη Μικρά Ασία.

Στην Μικρασιατική Εκστρατεία υπό την Διοίκηση του Νικολάου Πλαστήρα το…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 792 επιπλέον λέξεις