Hellen Keller: η τυφλή και κωφάλαλη που «είδε», «άκουσε», «μίλησε»…

Article938.Image.600x600

ΓΡΑΦΕΙ Η ΜΑΡΩ ΣΙΔΕΡΗ

 Στον πρώτο χρόνο της ζωής της λόγω ασθένειας (πιθανότατα οστρακιάς) έχασε όραση, ακοή και δυνατότητα ομιλίας! Ξαφνικά η φύση την καταδίκασε να ζει στο σκοτάδι και στη σιωπή, ένα μοναχικό μικρό αγρίμι ανίκανο να ενταχθεί στην κοινωνία. Αρκούσε μια δασκάλα με όραμα και πάθος και η δική της παθιασμένη ψυχή για να την απελευθερώσουν από τα δεσμά της: Η Helen Keller γνώρισε τον κόσμο, χωρίς να τον δει ποτέ, ένοιωσε τον συνάνθρωπό της χωρίς να τον ακούσει και επικοινώνησε τις σκέψεις της χωρίς να μιλήσει. Σύμμαχος και συνοδοιπόρος της η εξαιρετική δασκάλα της Anne Sullivan και όπλο της το κοφτερό μυαλό της, η αγάπη της για τη γνώση και η επιθυμία της να ζήσει με αξιοπρέπεια. Τα κατάφερε ακόμα καλύτερα από όσο είχε φανταστεί! Η Hellen Keller ξεκίνησε τη ζωή της ως ένα ανήμπορο πλασματάκι… όταν έκλεισε τα μάτια της 70 χρόνια αργότερα ήταν μια Ακαδημαϊκός, μια συγγραφέας, μια γυναίκα ελεύθερη… Μιλώντας για την αδυναμία της να δει εξηγούσε: «μπορώ να δω, κι αυτό με κάνει ευτυχισμένη, γιατί αυτό που εσείς αποκαλείτε σκοτάδι, εγώ το λέω χρυσό: δεν μπορώ να δω τον κόσμο που φτιάχνουν οι άνθρωποι αλλά μπορώ να δω τον κόσμο που έφτιαξε ο Θεός…»
Eπηρεασμένη από την Παιδεία στην Ελλαδα (και στον κόσμο) σήμερα σκέφτομαι την αντίφαση: Μια δασκάλα σαν την Anne Sullivan μπορεί να πάρει ένα παιδί που δεν βλέπει, δεν ακούει, δε μιλάει και να το κάνει να αντιληφθεί τον κόσμο της γνώσης και να τον κατακτήσει… αλίμονο από το δάσκαλο που θα πάρει στα χέρια του ένα παιδί που έχει όραση, ακοή και ομιλία και θα το παραδώσει στην κοινωνία τυφλωμένο, αδιάφορο και άβουλο: να μην βλέπει γύρω του, να μην αντιλαμβάνεται όσα συμβαίνουν και να παπαγαλίζει  άκριτα απόψεις άλλων…

Υ.Γ.  Στο παρακάτω Video μια σπάνια συνέντευξη της Sullivan όπου η Keller καταφέρνει να πει στο τέλος «I am not dumb now!» (δεν είμαι πια άλαλη)
(: http://www.youtube.com/watch?v=Gv1uLfF35Uw

ΠΗΓΕΣ.ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ

Ευχαριστήριο της διαδικτυακής ομάδας των Φίλων της Ορθόδοξης Ιεραποστολής.(Ο.Φ.Ο.Ι.)

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Αισθανόμαστε την ανάγκη για μια ακόμα φορά να επικοινωνήσουμε μαζί σας και να σας ευχαριστήσουμε  για την αυθόρμητη και πολύ συγκινητική προσφορά σας, για την ενίσχυση των Ιεραποστολικών φιλανθρωπικών και κοινωνικών σκοπών της διαδικτυακής  Ομάδας  Φίλων της Ορθόδοξης Ιεραποστολής,  η οποία πλέον στο εξής θα ονομάζεται

–Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΘΝΗ.

 Η αγάπη σας και η συμπαράστασή  σας είναι αξιέπαινη και συγκινητική. Σας είμαστε ευγνώμονες για την  εμπιστοσύνη που μας δείχνετε  και για την βοήθειά σας, διότι παρέχει μεγάλη ανακούφιση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Ορθόδοξες Ιεραποστολές στον κόσμο, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στην εκτέλεση της εντολής του Κυρίου “πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κηρύξατε το ευαγγέλιο πάση τη κτίσει” (Μάρκ.ιστ).

Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τους επώνυμους και ανώνυμους δωρητές που ανταποκρίθηκαν στην έκκλησή  μας για ενίσχυση του Ιεραποστολικού έργου στην μακρινή Μαδαγασκάρη.

Ήδη συγκεντρώθηκε και στάλθηκε στην Μητρόπολη Μαδαγασκάρης και   δεύτερο μεγάλο χρηματικό ποσό για την ενίσχυση των συσσιτίων και του ορφανοτροφείου της  Ορθόδοξης Ιεραποστολής.

Δυστυχώς όμως, ο μισόκαλος διάβολος  δεν έπαψε μέχρι τώρα  να μας πολεμά με διάφορους τρόπους και να μας δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στο έργο αυτό με βασικό σκοπό να αναστείλουμε κάθε δραστηριότητα προς τον χώρο της Ορθόδοξης Ιεραποστολής.

Τον ενοχλεί αφάνταστα  το αποτέλεσμα και η διαφάνεια που υπάρχουν σε όλες τις δραστηριότητές μας και χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους  για να εμποδίσει το έργο της οικονομικής ενίσχυσης της Ορθόδοξης Ιεραποστολής  σε διάφορα μέρη του κόσμου.

Και η τελευταία προσπάθεια που έγινε, για να εμποδιστεί  η δραστηριότητα ενίσχυσης του Ορθόδοξου Ιεραποστολικού κλιμακίου της Μαδαγασκάρης, οδηγήθηκε πάλι σε οικτρά αποτυχία, γιατί η Πρόνοια του Πανάγαθου Θεού μάς άνοιξε άλλους δρόμους και μάς έδειξε άλλους τρόπους.

Επικοινωνήσαμε με την Μητρόπολη Μαδαγασκάρης, την οποία ενημερώσαμε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε.

Μετά από σχετική πρόταση του Μητροπολίτη, αποφασίσαμε να γίνεται ως εξής η δραστηριότητα ενίσχυσης του Ιεραποστολικού κλιμακίου της Μαδαγασκάρης.

Α. Οι δωρητές θα καταθέτουν τις εισφορές τους στον παρακάτω λογαριασμό:

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ- ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ

ΟΝΟΜΑ: ΙΕΡΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗΣ

A/C: 146/296081-84

IBAN: GR4801101460000014629608184

SWIFT:(BIC) ETHNGRAA

Β. Στην συνέχεια  θα μας ενημερώνουν με e-mail για την κατάθεσή τους με όλα τα στοιχεία τους (ονοματεπώνυμο –διεύθυνση διαμονής) ώστε να ενημερώνουμε την Μητρόπολη Μαδαγασκάρης για την έκδοση αποδείξεων.

e-mail επικοινωνίας: fdathanasiou@gmail.com

Εμείς συνεχίζουμε το έργο μας και έχει ο Θεός…

πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.

————————————————————————————–

 

Δραστηριότητες Ιεράς Μητρόπολης Μαδαγασκάρης.

Α.Υδροφόρες.

137

Νέο έργο και καθοριστικής σημασίας για τη ζωή και την υγεία των κατοίκων είναι η δημιουργία δεξαμενών φύλαξης πόσιμου νερού. Στη Μαδαγασκάρη δεν υπάρχει μέριμνα από το κράτος ώστε το νερό να φτάνει στα σπίτια των κατοίκων. Αντιθέτως είναι υποχρεωμένοι μόνοι τους να το κουβαλάνε σε κουβάδες από πολύ μακρυά. Σε ορισμένες περιπτώσεις η απόσταση που χρειάζεται να διανύσουν για να βρουν πόσιμο νερό είναι και 15 χιλιόμετρα. 6 δεξαμενές και τρία πηγάδια παρέχουν το πολύτιμο νερό, ενώ υδροφόρα προσφορά από την Ελλάδα μεταφέρει καθαρά νερό σε κάποιες περιοχές.

Β.Υγεία και περίθαλψη

158

 

160

 

Οι γέροντες και οι ανήμποροι βρίσκουν καταφύγιο στο γηροκομείο της Μητροπόλεως όπου απολαμβάνουν εκτός από τη δωρεαν τροφή και στέγη, την φαρμακευτική τους περίθαλψη. Βρεφοκομείο 80 θέσεων στεγάζει εγκαταλελειμένα βρέφη που οι μητέρες-μικρής ηλικίας συνήθως και παρατημένες από τους άνδρες τους- αδυνατούν να μεγαλώσουν.

Αυτή τη στιγμή είναι υπό ανέγερση Ορφανοτροφείο θηλέων,200 κλινών, για τα ορφανά που όμως δεν εγκαταλείπονται μεγαλώνοντας, αλλά η εκκλησία προσπαθεί να τα προστατέψει και να τα εφοδιάσει για τη ζωή τους. Έτσι λειτουργεί σχολή κοπτικής-ραπτικής όπου φοιτούν 20 μαθήτριες και σε διάστημα έξι μηνών έχουν λάβει όλες τις απαραίτητες γνώσεις για να βρουν μια δουλειά. Η μητρόπολη δεν αφήνει φυσικά και τα απομακρυσμένα χωριά έρμαια στην τύχη τους, αλλά σπεύδει με συχνές εξορμήσεις να τα εφοδιάσει με ρούχα και τρόφιμα, γραφική ύλη και οικιακά σκεύη για να απαλύνει τις δύσκολες συνθήκες ζωής τους και φυσικά να τονώσει το αίσθημά τους με τη Θεία Λειτουργία και τον πνευματικό λόγο.

Γ.Κατήχηση και παιδεία

42

 

43

 

44

 

49

 

50

 

51

 

52

53

73

74

76

77

Κατηχήσεις και βαπτίσεις τελούνται και στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές. Σε όλες τις ενορίες λειτουργούν κατηχητικά σχολεία με την ευθύνη των Ιερέων και των λαικών κατηχητών.
Η εκπαίδευση είναι ένα μεγάλο και δύσκολο ζήτημα στο νησί της Μαδαγασκάρης. Τα σχολεία είναι επι πληρωμή και μιας και οι άνθρωποι δεν έχουν χρήματα ούτε για να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες είναι σπάνιο ακόμη και ακατόρθωτο να στέλνουν τα παιδιά τους σχολείο. Έτσι η Ιεραποστολή φροντίζει να καλύψει και αυτό το κενό με το να χτίζει σχολεία και να προσφέρει δωρεάν τη μόρφωση σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά. Σχολεία όλων των βαθμίδων χτίζονται σε πολλές περιοχές της Μαδαγασκάρης, χωρίς όμως ακόμη να έχουν καλύψει πλήρως τις ανάγκες. Συγκεκριμένα λειτουργούν 2 νηπιαγωγεία, 10 δημοτικά σχολεία, 1 γυμνάσιο και 3 λύκεια με περίπου 150 μαθητές το καθένα, μια τεχνική σχολή και 3 σχολές κοπτικής ραπτικής.

Δ.Συσίτια-Διανομή αγαθών

48

72

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

92

93

 

Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή σήμερα φροντίζει για το καθημερινό γάλα 1200 περίπου παιδιών, ενώ εβδομαδιάια καλύπτει τις ανάγκες πάμφτωχων οικογενειών σε τρόφιμα.
Ρύζι, λάδι, φασόλια, ζάχαρη και σαπούνι προμηθέυονται κάθε Δευτέρα από την αυλή της Μητρόπόλεως και μαζί με τα αγαθά παίρνουν και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο

Ε.Μυστήρια

88

89

90

91

138

139

140

141

Ο πατήρ Ιγνάτιος συνεχίζοντας και εδραιώνοντας το έργο του προκατόχου του κυρού Νεκταρίου, δρα ιεραποστολικά, αλλά και φιλανθρωπικά. Πολλά τα έργα. που προσφέρονται με ανιδιοτελή αγάπη, αφοσίωση και μεγάλες θυσίες. Ο απλός ο άνθρωπος καταλαβαίνει και νιώθει αυτή την αγάπη και το μεγαλείο που πηγάζει από την αγάπη του Χριστού. Έτσι δεν μας κάνει έκπληξη ότι πολλοί άνθρωποι ζητούν να βαφτιστούν και να συμμετάσχουν στα μυστήρια της εκκλησίας. Νέοι ναοί χτίζονται συνέχεια και το κατηχητικό έργο αυξάνει διαρκώς. χωρίς προσηλυτισμό και άλλα μέσα… μόνο από την προσφορά της αγάπης οι άνθρωποι συνειδητοποιούν την αλήθεια και προστρέχουν σε αυτήν. Έχουν δημιουργηθεί λοιπόν 104 ενορίες εκ των οποίων μόνο οι 56 έχουν κτιστό ναό, ενώ 4 μόνο έχουν και πνευματικό κέντρο. 35 Ιερείς και ένας διακόνος διατρέχουν τις ενορίες της Μητροπόλεως και τονώνουν πνευματικά το πλήρωμα της εκκλησίας. ΝΑ μην παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι υπάρχει σχολή για τους υποψηφίους ιερείς και κατηχητές όπου μαθαίνουν εκτός από τα δογματικά και πρακτικά θέματα της πίστεως μας όπως την παρασκευή προσφόρου.

Τη στιγμή αυτή οικοδομούνται 5 νέοι ναοί, 2 ιατρεία, 2 σχολεία, 1 ορφανοτροφείο 200 κλινών, ενώ παραδόθηκαν 4 καινουργιοι ναοι: της Αναλήψεως, του Αγίου Στυλιανού, Αγίου Νεκταρίου και Αγίου Ανδρέου.

Ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου



petros

29 ᾿Ιουν., Πέτρου καὶ Παύλου (Μθ 16,13-19)

Τιμῆς ἕνεκεν πρὸς τοὺς δύο μεγάλους ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο ἂς ξεδιαλύνουμε κάποιες παρεξηγήσεις τοῦ παπισμοῦ γύρω ἀπὸ τὸν Πέτρο, καθὼς ὁ ἐκτροχιασμός του ἔκτοτε τὸν ἔχει ρίξει στὸ λάκκο τῆς αἱρέσεως.

Στὴν Καισάρεια τοῦ Φιλίππου, λέει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς μνήμης τους, ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητάς του·

– Γιὰ ποιόν μὲ περνοῦν οἱ ἄνθρωποι;

Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι ἄλλοι τὸν περνοῦν γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸ βαπτιστὴ ἄλλοι γιὰ τὸν Ἠλία ἄλλοι γιὰ τὸν ᾿Ιερεμία καὶ ἄλλοι γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς προφῆτες. Τότε ὁ Κύριος τοὺς λέει·

– Ἐσεῖς τί λέτε; Ποιός εἶμαι;

Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε·

– Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ (15-16).

Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς·

– Εἶσαι μακάριος, Πέτρε, γιὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν σοῦ τὸ φανέρωσε κανένας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ οὐράνιος Πατέρας μου. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ τώρα μὲ τὴ σειρά μου σοῦ φανερώνω ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Πέτρος (ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς κάνει λογοπαίγνιο μὲ τὶς λέξεις Πέτρος-πέτρα) καὶ πάνω σ’ αὐτὸ ποὺ εἶπες, ποὺ εἶναι μία ὁμολογία στερεὴ σὰν τὴν πέτρα, θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἀήττητη καὶ ἀθάνατη ἐκκλησία μου. Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τὸ ἁμάρτημα ποὺ θὰ τὸ κρίνεις ἀσυγχώρητο στὴ γῆ, θὰ εἶναι ἀσυγχώρητο καὶ στὸν οὐρανό· τὸ ἁμάρτημα ποὺ θὰ τὸ συγχωρεῖς ἐσὺ στὴ γῆ, θὰ εἶναι συγχωρημένο καὶ στὸν οὐρανό» (ἐννοεῖται ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος θὰ παραμείνει θετικὸς δέκτης τῶν μηνυμάτων καὶ τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Πατρός).

Καὶ τοὺς ἐπέστησε τὴν προσοχὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν ὅτι εἶναι ὁ Χριστός (17-20).

Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ πέτρα, πάνω στὴν ὁποία ἐννοοῦσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι θὰ οἰκοδομήσει τὴν ἐκκλησία του; Ὁ Ἰησοῦς, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία, κτίζει τὴν ἐκκλησία του πάνω στὴν ἀλήθεια ποὺ μόλις διεκήρυξε ὁ Πέτρος, ὅτι εἶναι ὄχι ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ Γιὸς τοῦ ἑνὸς καὶ ζωντανοῦ καὶ αἰώνιου Θεοῦ. Εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς κτίζει τὴν ἐκκλησία του πάνω στὴν πίστη στὴ θεότητά του. Χωρὶς τὴν πίστη αὐτὴ ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει. Καὶ σωτηρία δὲν ὑπάρχει.

Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία προσφέρουν οἱ ἑρμηνευταὶ τῆς ἐκκλησίας. Σημειώνονται κάποιοι ἐνδεικτικῶς. «Ἐφ’ ἧς πέτρας ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος οἰκοδομήσειν αὐτοῦ τὴν ἐκκλησίαν… Πέτρα δὲ ἡ ὑψηλὴ ψυχὴ (= τὸ φρόνημα, ἡ πίστη) τοῦ μακαρίου Πέτρου ὠνόμασται»·Βασίλειος Καισαρείας, Εἰς τὸν Ἠσαΐαν 2,66· PG 30,233. «᾿Εφ᾿ ᾗ πέτρᾳ (= ὁμολογίᾳ)ᾠκοδόμητο ἡ ἐκκλησία κατὰ πάντα τρόπον»· Ἐπιφάνιος Κύπρου, Κατὰ αἱρέσεων 2,1,59· PG 41,1029. «Τῇ πίστει τῆς ὁμολογίας»· Ἰωάννης χρυσόστομος, ῾Ομ. εἰς Μθ 54,2· PG 58,534.«Αὕτη ἡ ὁμολογία ἣν ὠμολόγησας, θεμέλιον μέλλει εἶναι τῶν πιστευόντων»· Θεοφύλακτος, Εἰς Μθ 16,17· PG 123,320. «Ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ ἡ ἐκκλησία ἐστήρικται»· Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ ὀρθοῦ φρονήματος, 4· PG 94,1429.

Οἱ παπικοὶ λένε ὅτι πέτρα εἶναι ὁ Πέτρος. Τὸ λογοπαίγνιο τοῦ Χριστοῦ Πέτρος-πέτρα τὸ παρεξηγοῦν σοβαρά. Καὶ τοὺς βολεύει βέβαια. Καὶ κάνουν στὴ συνέχεια ὁλόκληρη συρραφὴ παραλογισμῶν. α) Ἄρα ὁ Πέτρος εἶναι ὁ ἀποκλειστικὸς διάδοχος καὶ ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ. β) Κι ἀφοῦ ὁ Πέτρος ὑπῆρξε κατ’ αὐτοὺς ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἄρα ὁ πάπας, ὁ κάθε πάπας, σὰν «διάδοχος» τοῦ Πέτρου, κληρονομεῖ ὅλα τὰ δικαιώματα τοῦ Πέτρου πάνω στὴν ἐκκλησία, γίνεται τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ (vicarius), ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς στρατευομένης καὶ θριαμβευούσης ἐκκλησίας, ἀρχηγὸς ὁλοκλήρου τοῦ χριστιανικοῦ καὶ πολιτικοῦ κόσμου, μπροστὰ στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ κάμπτεται κάθε γόνυ! γ) Ἐφ’ ὅσον ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἦταν ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν δώδεκα, καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ πάπας ἐπίσκοπος Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, ἄρα ὁ πάπας κατέχει τὸ πρωτεῖο μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐπισκόπων! Ἡ κακοδοξία αὐτὴ ἡ γνωστὴ ὡς παπικὸ πρωτεῖο ἔφτασε στὸ ἀποκορύφωμά της μόλις πρὶν ἀπὸ 150 χρόνια μὲ τὴ λεγομένη ἀπὸ αὐτοὺς Α΄ σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1870), στὴν ὁποία δόθηκε στὸ πρωτεῖο δογματικὸς χαρακτῆρας, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν παλαιοκαθολικῶν καὶ ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.

Εἶναι λυπηρὸ νὰ γίνεται τέτοια βάναυση κακοποίηση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ κατασκευάζεται ὁλόκληρη ἁλυσίδα παραλογισμῶν, προκειμένου νὰ ντυθεῖ ὁ πάπας τὴν πολιτικοεκκλησιαστικὴ ἐξουσία ποὺ ὀνειρεύεται. Εἶναι δυνατὸν πάνω σὲ πρόσωπο, σὲ ἄνθρωπο, ὅποιος κι ἂν εἶναι αὐτός, νὰ κτίσει ὁ Χριστὸς τὴν ἐκκλησία του; Ὁ ἀπόστολος Πέτρος δὲν εἶχε τέτοια συνείδηση ὅτι πάνω του οἰκοδομήθηκε ἡ ἐκκλησία, οὔτε ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Ὁ ἴδιος γράφει στὴν Ἐπιστολή του ὅτι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. «Ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον ἀκρογωνιαῖον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας» (Α΄ Πέ 2,6· ᾿Ησ 28,16). Εἶχε δὲ καὶ τὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ διέπραξε σοβαρὰ σφάλματα. Εἶναι περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ρητῶς ὅτι κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός (Ἐφ 5,23· 4,15· 1,22).

Ἐξ ἄλλου ὁ ἀπόστολος Πέτρος δὲν ὅρισε κανέναν ἄμεσο ἢ ἔμμεσο διάδοχό του, τὸ δὲ πολίτευμα τῆς ἐκκλησίας ἐξ ἀρχῆς εἶναι συνοδικὸ καὶ σὰν τέτοιο δὲν δικαιολογεῖ πρωτεῖο σὲ κανέναν. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τὰ στοιχεῖα ποὺ μᾶς παρέχει ἡ ἐκκλησία τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, εἶναι μεταξύ τους ἴσοι. Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ 28ος κανὼν τῆς Δ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου (451) δὲν ἀναγνωρίζει πρεσβεῖα στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης, ἀλλὰ παραχωρεῖ ἴσα πρεσβεῖα καὶ στὸν Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ 83ος ἀποστολικὸς κανὼν καθαιρεῖ τὸν κληρικό, ἐπίσκοπο ἢ πρεσβύτερο, ὁ ὁποῖος κατέχει καὶ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, προφανῶς ὑπαινισσόμενος τὸν πάπα καὶ τὴν παποκαισαρικὴ τάση του, ποὺ εἶχε δείξει ἀπὸ τότε.

Ἐκ τῶν πραγμάτων πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἀνταγωνιστὴς καὶ ἀντιποιητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀντίχριστος. Ἔτσι τὸν ἀποκάλεσε νεότερος ἅγιος καὶ μάρτυρας τῆς πίστεως, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ συνέστησε· «Τὸν πάπαν νὰ καταρᾶσθε…» (Α. Καντιώτου, Κοσμᾶς Αἰτωλός, σ. 286· 348).

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

(δημοσίευσις· 29 ἰουνίου 2013)

Ὅμιλία ἐγκωμιαστική στόν ἀπόστολο Παῦλο (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

 ap_paul_kriti

1.-. Τί τέλος πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς δικῆς μας φύσης καί πόσο ἱκανό στήν ἀρετή εἶναι αὐτό τό ὄν, μᾶς τό ἔδειξε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τούςἀνθρώπους ὁ Παῦλος. Καί τώρα σηκώνεται, ἀπό ἐκεῖ πού ἔχει φθάσει, καί μέ καθαρή φωνή πρός ὅλους ἐκείνους πού κατηγοροῦν τή φύση μας ἀπολογεῖται γιά χάρη τοῦ Κυρίου, προτρέπει γιά ἀρετή, κλείνει τά ἀναίσχυντα στόματα τῶν βλάσφημων καί ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι μεγάλη ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ἄν θέλουμε νά προσέχουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί χωρίς νά ἔχει ἄλλη φύση, οὔτε νά ἔχει λάβει ἄλλη ψυχή, οὔτε νά κατοίκησε σ᾿ ἄλλο κόσμο, ἀλλά ἄν καί ἀνατράφηκε στήν ἴδια γῆ καί τόπο καί μέ τούςἴδιους νόμους καί συνήθειες, ξεπέρασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἀπό τότε πού ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού λέγουν, ὅτι εἶναι δύσκολο πράγμα ἡἀρετή καί εὔκολο ἡ κακία; Γιατί ὁ Παῦλος τούς ἀντικρούει λέγοντας· «Οἱ θλίψεις μας πού γρήγορα περνοῦν, προετοιμάζουν σ᾿ ἐμᾶς σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δόξας» (Β´ Κορ. 4, 17). Ἐάν ὅμως τέτοιες θλίψεις περνοῦν εὔκολα, πολύ περισσότερο οἱ φυσικές ἡδονές. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό τό θαυμαστό του, ὅτι δηλαδή ἀπό πολλή προθυμία δέν αἰσθανόταν τούς κόπους του γιά τήν ἀρετή, ἀλλ᾿ ὅτι ἀσκοῦσε αὐτήν χωρίς ἀμοιβή.

Ἐμεῖς βέβαια δέν ὑπομένουμε κόπους γι᾿ αὐτήν ἄν καί ὑπάρχουν ἀμοιβές. Ἐκεῖνος ὅμως καί χωρίς τά ἔπαθλα τήν ἐπιζητοῦσε καί τήν ἀγαποῦσε, καί ἐκεῖνα πού θεωροῦνταν ὅτι εἶναι ἐμπόδιά της τά ξεπερνοῦσε μέ κάθε εὐκολία. Καί δέν ἐπικαλέσθηκε οὔτε τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος, οὔτε τήν τυραννίδα τῆς φύσης, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν καί εἶχε ἀναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα ἀπό τούς στρατηγούς καί ὅλους τούς βασιλεῖς τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὅμως κάθε ἡμέρα ἦταν ἀκμαῖος, καί ἐνῶ οἱ κίνδυνοί του ἐπαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Γιά νά δείξει αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε, «Ξεχνώντας τά ὅσα ἔγιναν στό παρελθόν καί φροντίζοντας γιά ἐκεῖνα πού εἶναι μπροστά μου» (Φιλιπ. 3, 14). Καί ἐνῶ περίμενε τό θάνατο, καλοῦσε σέ συμμετοχή τῆς ἡδονῆς αὐτῆς λέγοντας, «Χαίρετε καί νά χαίρεστε μαζί μου» (Φιλιπ. 2, 18). Καί ἐνῶ τόν ἀπειλοῦσαν κίνδυνοι καί προσβολές καί κάθε ἀτιμία, πάλι σκιρτοῦσε· καί ὅτανἔγραφε τήν ἐπιστολή στούς Κορινθίους ἔλεγε, «Γι᾿ αὐτό καί εὐφραίνομαι σέ ἀσθένειες, σέ προσβολές, σέ διωγμούς» (Β´ Κορ. 12, 10). Καί τά ὀνόμασε αὐτά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης,ἀποδεικνύοντας ὅτι καί ἀπό αὐτά εἶχε πολύ μεγάλες ὠφέλειες καί ἀπό παντοῦ ἦταν ἀκατάβλητος στούς ἐχθρούς του. Καί ἐνῶ παντοῦ τόν βασάνιζαν, τόν περιφρονοῦσαν, τόν κακολογοῦσαν, σάν νά βάδιζε σέ θριάμβους καί νά ἔστησε σταθερά τρόπαια σ᾿ ὅλα τά σημεῖα τῆς γῆς, ἔτσι ὑπερηφανευόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό λέγοντας· «Ἡ εὐχαριστία ἀνήκει στό Θεό ὁ ὁποῖος πάντοτε μᾶς ὁδηγεῖ σέ θρίαμβο» (Β´ Κορ. 2, 14).

2.-. Καί τήν κακοποίηση καί τήν προσβολή γιά τό κήρυγμα ἐπιζητοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τήν τιμή, καί τό θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τή ζωή, καί τή φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τόν πλοῦτο, καί τούς κόπους περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τίς ἀνέσεις, καί ὄχι ἁπλά περισσότερο, ἀλλά πολύ περισσότερο, καί τή λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τή χαρά, καί τό νά εὔχεται γιά τούς ἐχθρούς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τό νά τούς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καί ἀνάτρεψε τήν τάξη τῶν πραγμάτων, ἤ καλύτερα ἐμεῖς τήν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως τή νομοθέτησε ὁΘεός, ἔτσι τή φύλασσε. Γιατί ὅλα αὐτά ἦταν σύμφωνα μέ τή φύση, ἐκεῖνα ὅμως ἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τό ὅτι ὁ Παῦλος, ἄν καί ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτά παρά ἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερό γι᾿ αὐτόν καί ἀπόφευγε, τό νά ἀντιμάχεται τό Θεό, καί τίποτε ἄλλο. Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δέν τοῦ ἦταν ποθητό, ὅσο τό νά ἀρέσει στό Θεό. Καί δέ λέγω τίποτε ἀπό τά παρόντα, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά μέλλοντα. Καί μή μοῦ πεῖς τίς πόλεις καί τά ἔθνη καί τούς βασιλεῖς καί τά στρατόπεδα καί τά χρήματα καί τίς σατραπεῖες καί τίς δυναστεῖες, γιατί οὔτε ἱστό ἀράχνης τά θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλά σκέψου αὐτά πού ὑπάρχουν στούς οὐρανούς καί τότε θά καταλάβεις τή σφοδρή ἀγάπη πού εἶχε γιά τό Χριστό. Γιατί ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη δέ θαύμασε οὔτε τήν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο.

Εἶχε μέσα του πιό μεγάλο ἀπ᾿ ὅλα, τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μαζί μέ τοῦτο θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τόν πιό εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλους. Καί χωρίς αὐτό, δέν ἐπιθυμοῦσε νά γίνει ἕναςἀπό τίς κυριότητες, οὔτε ἀπό τίς ἀρχές καί ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων), ἀλλά μαζί μέ τήν ἀγάπη αὐτήν ἤθελε περισσότερο νά εἶναι ἀνάμεσα στούς τελευταίους καί τούς κολασμένους, παρά χωρίς αὐτήν ἀνάμεσα στούς πρώτους καί τιμημένους. Γιατί κόλαση γι᾿ αὐτόν ἦταν μία, τό νά χάσει τήν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτό ἦταν γιά τόν Παῦλο γέεννα, αὐτό τιμωρία, αὐτό ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπόλαυση, τό νά πετύχει τήν ἀγάπη. Αὐτό ἦταν ἡ ζωή του, αὐτό ὁ κόσμος του, αὐτό ὁ ἄγγελός του, αὐτό τά παρόντα, αὐτό τά μέλλοντα, αὐτό βασιλεία, αὐτό ὑπόσχεση, αὐτό τά ἄπειρα ἀγαθά. Καί κάθε ἄλλο πού δέν ὁδηγοῦσε ἐδῶ, δέν τό θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τά ὁρατά,ὅπως τό σάπιο χόρτο. Καί οἱ τύραννοι καί οἱ πόλεις πού ἄφριζαν ἀπό θυμό τοῦ φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καί οἱ τιμωρίες καί τά πάρα πολλά βασανιστήρια τοῦφαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Ἀλλά βέβαια τά ὑπόφερε γιά τό Χριστό.

3.-. Γιατί τότε τά δεχότανε μέ χαρά αὐτά καί στά δεσμά του ἔτσι ὑπερηφανευόταν, ὅπως δέ θά ὑπερηφανευόταν ὁ Νέρων ὅταν εἶχε στό κεφάλι του τό βασιλικό διάδημα. Καί ἔμεινε στή φυλακή, σάν νά ἦταν ὁ οὐρανός, καί δεχόταν τά κτυπήματα καί τίς μαστιγώσεις πιό εὐχάριστα άπό ἐκείνους πού ἁρπάζουν τά βραβεῖα. Καί τούς πόνους ἀγαποῦσε ὄχι λιγότερο ἀπό τά ἔπαθλα, θεωρώντας τούς πόνους ὅτι εἶναι ἔπαθλο. Γι᾿ αὐτό καί τούς ὀνόμαζε χάρη. Πρόσεχε ὅμως. Ἔπαθλο ἦταν, τό νά πεθάνει καί νά εἶναι μαζί μέ τό Χριστό, τό νά παραμείνει ὅμως στή ζωή, ἦταν αὐτός ὁ ἀγώνας. Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτό προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο καί λέγει ὅτι τοῦ εἶναι ἀναγκαιότερο. Τό νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τό Χριστό, ἦταν ἀγώνας καί κόπος, ἤκαλύτερα περισσότερο ἀπό ἀγώνα καί κόπο· τό νά παραμένει μαζί του, ἦταν ἔπαθλο. Αὐτό ὅμως προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά θά μποροῦσε ἴσως νά πεῖ κανείς, ὅτι ὅλα αὐτά τοῦ ἦταν εὐχάριστα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό λοιπόν λέγω καί ἐγώ, ὅτι δηλαδή ἐκεῖνα πού γιά μᾶς εἶναι αἰτία λύπης, αὐτά προκαλοῦσαν σ᾿ ἐκεῖνον μεγάλη εὐχαρίστηση. Καί γιατί λέγω τούς κινδύνους καί τίς ἄλλες ταλαιπωρίες; Ἀφοῦ πραγματικά ἦταν σέ διαρκή λύπη· γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε· «Ποιός ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ καί ἐγώ μαζί του; ποιός σκανδαλίζεται καί δέν δοκιμάζομαι καί ἐγώ; » (Β´ Κορ. 11, 19). Ἀλλ᾿ ὅμως καί τή λύπη θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι εἶχε σάν εὐχαρίστηση. Γιατί πολλοί καί ὅταν χάσουν τά παιδιά τους καί τούς ἐπιτρέπεται νά θρηνοῦν, παρηγοροῦνται· ὅταν ὅμως ἐμποδίζονται, στενοχωροῦνται. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Παῦλος, κλαίοντας νύκτα καίἡμέρα, παρηγοροῦνταν. Γιατί κανένας δέν πένθησε ἔτσι τά δικά του κακά, ὅπως ἐκεῖνος τά ξένα. Πῶς λοιπόν θεωρεῖς ὅτι συμπεριφέρεται, ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι δέ σώζονται, γιά νά σωθοῦν αὐτοί, ὅταν εὔχεται νά ἐκπέσει αὐτός ἀπό τήν οὐράνια δόξα; Ἑπομένως εἶναι φανερό ὅτι τό νά μή σωθοῦν αὐτοί ἦταν πολύ χειρότερο γι᾿ αὐτόν. Γιατί ἄν δέν ἦταν χειρότερο, δέν θά εὐχόταν ἐκεῖνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), ἀφοῦ τό προτίμησε σάν ἐλαφρότερο καί πού ἔχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Καί ὄχι ἁπλῶς ἤθελε, ἀλλά φώναζε λέγοντας, «Ὅτι ὑπάρχει μέσα μου λύπη καίἀδιάκοπος πόνος στήν καρδιά μου» ( Ρωμ. 9, 2).

Αὐτό λοιπόν πού ὑπόφερε καθημερινά, σχεδόν, γιά ὅλους τούς κατοίκους τῆς οἰκουμένης, καί γιά ὅλους μαζί, καί γιά τά ἔθνη, καί γιά τίς πόλεις καί γιά τόν καθένα χωριστά, μέ ποιόν θά μπορέσει νά τόν συγκρίνει κανείς; μέ ποιό σίδηρο; μέ ποιό διαμάντι; Τί θά μποροῦσε νά ἀποκαλέσει κανείς τήν ψυχήν ἐκείνη; χρυσή ἤ ἀδαμάντινη; γιατί ἦταν σκληρότερη ἀπό κάθε διαμάντι καί πολυτιμότερη ἀπό τό χρυσάφι καί τίς πολύτιμες πέτρες. Θά ξεπεράσει λοιπόν τήν ἀντοχή τοῦ διαμαντιοῦ καί τήν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Μέ ποιό λοιπόν στοιχεῖο θά μποροῦσε νά τήν συγκρίνει κανείς; Μέ κανένα ἀπό αὐτά πού ὑπάρχουν. Ἄν ὅμως ὁ Χριστός μποροῦσε νά γίνει διαμάντι καί τό διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θά μπορέσει νά τή συγκρίνει μέ τήν εἰκόνα τους.

4.-. Ἀλλά γιατί νά τήν συγκρίνω μέ διαμάντι καί χρυσό; Σύγκρινε ὅλο τόν κόσμο, καί τότε θά δεῖς ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία. Γιατί ἀφοῦ γι᾿ αὐτούς πού διακρίθηκαν φορώντας γιά ροῦχα δέρματα ζώων καί ζώντας σέ σπήλαια καί σέ τρύπες τῆς γῆς λέγει ὁ Παῦλος τοῦτο (Βλ. Ἑβρ. 11, 38), πολύ περισσότερο θά μπορούσαμε ἐμεῖς νά τό ποῦμε γι᾿ αὐτόν, ἐπειδή πραγματικά ἦταν πιό ἄξιος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐάν λοιπόν ὁ κόσμος δέν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός ἦταν ἰσάξιός του; μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλά καί αὐτό εἶναι μικρό. Γιατί ἀφοῦ αὐτός ἀπό τόν οὐρανό καί τά εὑρισκόμενα στούς οὐρανούς προτίμησε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πολύ περισσότερο ὁ Κύριος πού εἶναι τόσο ἀγαθότερος ἀπ᾿ αὐτόν, ὅσο ἡἀγαθότητα ἀπό τήν πονηρία, θά τόν προτιμήσει αὐτόν ἀπό ἄπειρους οὐρανούς. Γιατί δέν μᾶς ἀγαπᾶ μέ ὅμοιο τρόπο, πού ἐμεῖς τόν ἀγαποῦμε, ἀλλά τόσο περισσότερο, ὅσο οὔτε μέ λόγια δέν εἶναι δυνατό νά τό παραστήσουμε.

Πρόσεχε λοιπόν γιά πόσα τόν θεώρησε ἄξιο καί πρίν ἀπό τή μέλλουσα ἀνάσταση. Στόν Παράδεισο τόν ἅρπαξε, στόν τρίτο οὐρανό τόν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα ἄνθρωπο νά πεῖ. Καί πολύ σωστά. Γιατί ἐνῶ βάδιζε στή γῆ, σάν νά περιπολοῦσε μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ἔτσι ἔκαμε τά πάντα, καί ἐνῶ εἶχε θνητό σῶμα, παρουσίαζε τήν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καί ἐνῶ ὑπέκειτο σέ τόσες ἀνάγκες, προσπαθοῦσε νά μή φανεῖ καθόλου κατώτερος ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις. Γιατί πραγματικά σάνἀσώματος περιφρονοῦσε τούς πόνους καί τούς κινδύνους, καί σάν νά κέρδισε ἤδη τόν οὐρανό, περιφρονοῦσε τά γήινα, καί σάν νά συναναστρεφόταν μαζί μ᾿ αὐτές τίς ἀσώματες δυνάμειςἔτσι ἦταν σέ διαρκή ἐγρήγορση.

Βέβαια πολλές φορές ἄγγελοι ἀνέλαβαν νά προστατεύουν διάφορα ἔθνη. Ἀλλά κανένας ἀπό αὐτούς τό ἔθνος, πού τοῦ παραδόθηκε, δέν τό φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλοςὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Καί μή μοῦ πεῖς ὅτι ὁ Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού τά ἔκαμνε, καθόσον καί ἐγώ τό ὁμολογῶ. Γιατί καί ἄν δέν ἦταν αὐτός πού τά ἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλά οὔτεἦταν τόσο ἀνάξιος τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ἑαυτό του τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης χάρης. Ὁ Μιχαήλ ἀνάλαβε τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων (Βλ. Δαν. 12, 1 καί 10, 13.21), ὁΠαῦλος ὅμως τή γῆ καί τή θάλασσα καί τό κατοικούμενο μέρος καί τό ἀκατοίκητο. Καί αὐτά δέν τά λέγω μέ σκοπό νά προσβάλλω τούς ἀγγέλους, μακριά ἀπό μιά τέτοια σκέψη, ἀλλά γιά νά ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατό, ἐνῶ εἶναι κανείς ἄνθρωπος, νά εἶναι μαζί μ᾿ ἐκείνους καί νά στέκεται κοντά τους. Καί γιά ποιό λόγο δέν ἀνέλαβαν αὐτά οἱ ἄγγελοι; Γιά νά μήν ἔχεις καμία δικαιολογία ὅταν εἶσαι ἀδιάφορος, οὔτε νά καταφεύγεις στή διαφορά τῆς φύσης ὅταν παραμένεις ἄπρακτος. Ἄλλωστε καί τό θαῦμα γινόταν μεγαλύτερο. Πῶς λοιπόν δέν εἶναι θαυμαστό καί παράξενο, ὁ λόγος πού ἔβγαινε ἀπό ἀνθρώπινη γλώσσα νά διώχνει τό θάνατο, νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νά διορθώνει τήν ἀνάπηρη φύση καί νά κάνει οὐρανό τή γῆ;

5.-. Γι᾿ αὐτό ἐκπλήσσομαι μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτά θαυμάζω τήν προθυμία τοῦ Παύλου, ἐπειδή δέχτηκε τόση χάρη, ἐπειδή ἔκαμε τέτοιον τόν ἑαυτό του. Καί σᾶς παρακαλῶνά μή θαυμάζετε μόνο, ἀλλά καί νά μιμεῖσθε τό παράδειγμα αὐτό τῆς ἀρετῆς, γιατί ἔτσι θά μπορέσουμε νά λάβουμε τά ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον στεφάνια. Ἐάν ὅμως ἀπορεῖς ἀκούοντας ὅτι, ἄν κατορθώσεις τά ἴδια, θά πετύχεις τά ἴδια μέ τόν Παῦλο, ἄκουσε αὐτόν νά λέγει τά ἑξῆς· «Ἔχω ἀγωνισθεῖ τόν καλό ἀγώνα, ἔχω φθάσει στό τέλος τοῦ δρόμου, ἔχω διαφυλάξει τήν πίστη. Λοιπόν μοῦ ἐπιφυλάσσεται τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού θά μοῦ δώσει σάν ἀνταμοιβή ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη· καί ὄχι μόνο σ᾿ ἐμένα, ἀλλά καί σ᾿ ὅλους πούἔχουν ἀγαπήσει τήν ἐμφάνισή του» (Β´ Τιμ. 4, 7-8).

Βλέπεις πῶς ὅλους τούς καλεῖ στήν ἴδια κοινωνία; Ἐπειδή λοιπόν ὑπάρχουν τά ἴδια γιά ὅλους, ἄς φροντίσουμε ὅλοι νά γίνουμε ἄξιοι τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καί ἄς μή δοῦμε μόνο τό μέγεθος καί τήν ἔκταση τῶν κατορθωμάτων, ἀλλά καί τό πάθος τῆς προθυμίας, μέ τήν ὁποία ἀπέσπασε τόση χάρη, καί τή συγγένεια τῆς φύσης, γιατί εἶχε ὅλα αὐτά τά κοινά μ᾿ ἐμᾶς. Καί ἔτσι καί τά ὑπερβολικά δύσκολα θά μᾶς φανοῦν εὔκολα καί ἐλαφρά, καί ἀφοῦ κοπιάσουμε στό σύντομο αὐτό χρόνο, θά φορέσουμε τό ἄφθαρτο καί ἀθάνατοἐκεῖνο στεφάνι, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τoῦ Kυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε, καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΗΓΗ.ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

ΑΠ. ΠΕΤΡΟΣ Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ.(Ι.Καρδάση)

απόστολος Πέτρος


Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου

Ο Απόστολος Πέτρος θεωρείται ο κορυφαίος των Αποστόλων και από τον Παπισμό, ως ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης. Απλός αγράμματος ψαράς με το όνομα Συμεών ή την ελληνική εκδοχή Σίμων, κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, ως δευτερόκλητος μετά τον αδελφό του Απόστολο Ανδρέα. Υπήρξε η δεσπόζουσα μορφή της πρώτης Εκκλησίας ως το θάνατό του το 64 μ.Χ. Ο Χριστός τον ονόμασε Κηφά δηλ. βράχο/λίθο, από όπου η ονομασία του Πέτρος στην ελληνική και Petrus στη λατινική, όπου η αραμαϊκή λέξη kepha αντιστοιχεί στη λέξη petra. Ήταν γιός του Ιωνά και νυμφευμένος και συνεργάτης με τους Ιάκωβο και Ιωάννη. Ήταν μια σύνθετη και πολύ ανθρώπινη προσωπικότητα, ταλαντευόμενος και ασταθής, παρορμητικός και βίαιος, ευερέθιστος και με συχνές εκρήξεις θυμού. Ευγενικός και ικανός για μεγάλη πίστη και αγάπη. Μάθαινε αργά και αρκετές φορές έσφαλλε, αργότερα όμως, όταν ανέλαβε ευθύνες, απέδειξε ωριμότητα και ικανότητα, η δε ισχυρή προσωπικότητά του πρέπει ασφαλώς να έπαιξε κάποιο ρόλο στο προβάδισμά του έναντι των άλλων Αποστόλων.
Τα συνοπτικά Ευαγγέλια γενικά συμφωνούν και τονίζουν με την ίδια έμφαση την πρωτοκαθεδρία του Πέτρου ανάμεσα στους Δώδεκα Αποστόλους. Επίσης συμφωνούν στο γεγονός, ότι ο Πέτρος μιλούσε εξ ονόματος της ομάδας και απέλαυνε κάποιας πρωτοκαθεδρίας έναντι των άλλων Μαθητών, το δε όνομά του αναφέρεται πρώτο στη σειρά. Ήταν ο εκπρόσωπος και ο συλλογικός εκφραστής των Μαθητών. Η εντολή του Χριστού «ποίμενε τα πρόβατά μου» και «βόσκε τα αρνία μου» επιβεβαιώνει το μεγάλο κύρος του Πέτρου στην Αποστολική Εκκλησία, το οποίο διαφαίνεται στη Σύνοδο των Ιεροσολύμων. Σ’ αυτόν, πρώτο από τους Δώδεκα Αποστόλους εμφανίστηκε ο Χριστός μετά την Ανάσταση. Από τα Ευαγγέλια, τα τρία πρώτα τονίζουν ακριβώς αυτή την πρωτοκαθεδρία του Πέτρου, ενώ το τέταρτο του Ιωάννη έμμεσα την αμφισβητεί. Ο Ιωάννης καταγράφει, ότι ήταν αυτός που γνώρισε τον Πέτρο στο Μεσσία, αυτός ήταν ο μαθητής «ον ηγάπα» ο Ιησούς και την στενή σχέση του με τον Χριστό. Παρ’ όλα αυτά δεν αρνείται το μεγάλο κύρος του Πέτρου αναφέροντας τα λόγια του Χριστού «ποίμαινε τα πρόβατά μου» και «βόσκε τα αρνία μου» (Ιω. 21. 15-16), παρ’ όλο ότι σ’ ολόκληρο το Ευαγγέλιο φαίνεται να μοιράζεται ο Πέτρος την πρωτοκαθεδρία του με τον Ιωάννη .
Κήρυξε στη Σαμάρεια, στη Λύδδα, στην Ιόπη, στην Καισάρεια και στα Ιεροσόλυμα, όπου παρέδωσε αργότερα την εκεί διαποίμανση στον Ιάκωβο. Στην αποστολική του δραστηριότητα συνοδευόταν από την σύζυγό του (Κορ. Α΄ 9. 5). Ο ίδιος στην α΄ Επιστολή του αναφέρει αποστολική περιοδεία στον Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ασία και Βιθυνία. Μαρτύρησε στη Ρώμη το 64, με το διωγμό του Νέρωνα, σταυρώθηκε δε με την κεφαλή προς τα κάτω, σύμφωνα με δική του θέληση, σαν ένδειξη σεβασμού προς τον Κύριό του. Η μνήμη του εορτάζεται στις 29 Ιουνίου μαζί με τον Απόστολο Παύλο, η δε προσκύνηση των αλυσίδων του Αποστόλου Πέτρου εορτάζεται στις 16 Ιανουαρίου.

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
Σε κανένα βιβλίο της Κ. Διαθήκης δεν αναφέρεται σαφώς η παρουσία του Πέτρου στη Ρώμη. Όμως η αναφορά του ιδίου στην α΄ Επιστολή στους «εν Βαβυλώνι» είναι μια αρκετά αξιόπιστη ένδειξη, ότι ο Πέτρος κάποια περίοδο της ζωής του διέμεινε στη Ρώμη(Πέτρ. Α΄ 5. 13). Η ισχυρότερη ένδειξη σε ενίσχυση της θέσης, ότι ο Πέτρος μαρτύρησε στη Ρώμη βρίσκεται στην προς Ρωμαίους επιστολή του Ρώμης Κλήμη Α΄ το 96 (5. 1- 6. 4). Αλλά και μεταγενέστερες μαρτυρίες συνηγορούν στο ότι ο Πέτρος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Νέρωνα.
Έτσι, εκτός της ανωτέρω Αγιογραφικής μαρτυρίας, έχουμε τις κατωτέρω καταγεγραμμένες μαρτυρίες:
1.- Στις Αποστολικές Διαταγές, όπου κατά τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη «ουδέν άτοπον ή νενοθευμένον φαίνεταί μοι να περιέχουν» (Πηδάλιο, ερμηνεία β΄ κανόνα της Πενθέκτης, σελ. 221) φέρεται ο Πέτρος να δηλώνει: «Όταν επήγα εις την Σαμάρειαν, εκεί ευρέθη ένας μάγος Σίμων, όστις ιδών τα θαύματα της Χάριτος του Κυρίου, εζήτησε να εξαγοράση την Χάριν δια χρημάτων. Κλείσας όμως εγώ το στόμα αυτού, τον ηνάγκασα να φύγη εις Ιταλίαν. Όταν επήγα και εγώ εις Ρώμην δια να κηρύξω τον Λόγον του Κυρίου, παρουσιάζεται Σίμων ο μάγος και αφού άρχισε να καταφέρεται εναντίον μου αγρίως δια των ψευδοθαυμάτων του προσεπάθη να πλανήση τους ανθρώπους κερδίζων αυτούς» (Βιβλίο ΣΤ΄, Περί Σχισμάτων, VII, VIII, IX, ΒΕΠΕΣ σελ. 97-99).
2.- Στο Πασχάλιο Χρονικό της Εκκλησίας Ιεροσολύμων καταγράφεται: «Τω αυτώ έτει ο άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος και Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ον ενεθρόνισεν ο άγιος Πέτρος εις τον τόπον εαυτού ανιών επί την Ρώμην, ετελεύτησε και παρέλαβε το σχήμα της επισκοπής Ιεροσολύμων Συμεών ο και Σίμων, και γέγονε Πατριάρχης» (έκδοση Βόννης α΄, 460).
3.- Επιστολή του Ρώμης Κλήμη Α΄ προς τον Ιεροσολύμων Ιάκωβο: «Γνώριμόν έστω σοι, κύριέ μου, ότι ο Σίμων ο δια την αληθή πίστιν και την ασφαλεστάτην αυτού της διδασκαλίας υπόθεσιν της Εκκλησίας θεμέλιος είναι λίθος ορισθείς και δι’ αυτό τούτο υπ’ αυτού του Ιησού αψευδεί στόματι μετονομασθείς Πέτρος, η απαρχή του Κυρίου ημών, ο των αποστόλων πρώτος, ω πρώτω ο πατήρ τον υιόν απεκάλυψεν….. ο της Δύσεως το σκοτεινότατον του κόσμου μέρος (δηλ. την Ρώμη) ως πάντων ικανώτερος φωτίσαι κελευσθείς και κατορθώσαι δυνηθείς» ( έκδοση Dressel κεφ. 1).
4.- Ο Κύπρου Επιφάνιος αναφέρει σύγγραμμα του Ρώμης Κλήμη Α΄ «περίοδος Πέτρου», το οποίο καταστράφηκε από τους Εβιωναίους, όπου καταγράφεται η περίοδος του Πέτρου στη Ρώμη (περί της αιρέσεως των Εβιωναίων, κεφ. 15).
5.- Ο Ευσέβιος καταγράφει: «Λίνος δε, ου μέμνημαι συνόντος επί Ρώμης αυτώ (δηλ. τον Παύλο) κατά την δευτέραν προς Τιμόθεον επιστολήν, πρώτος μετά Πέτρον της Ρωμαίων Εκκλησίας την επισκοπήν ήδη [πρότερον] κληρωθείς δεδήλωται. αλλά και Κλήμης, της Ρωμαίων Εκκλησίας τρίτος επίσκοπος καταστάς, Παύλου συνεργός και συναθλητής γεγονέναι προς αυτού μαρτυρείται» (Βιβλίο ΙΙΙ, κεφ. δ΄). Ο Ευσέβιος λοιπόν αναφέρει στην Ιστορία του, ότι ο Πέτρος μετέβη στη Ρώμη και χειροτόνησε πρώτο Επίσκοπο Ρώμης τον Λίνο και θανατώθηκε επί Νέρωνος στη Ρώμη (Βιβλίο ΙΙ, κεφ. κε΄). Και αλλαχού: «Λίνος δε ου μέμνηται συνόντος επί Ρώμης (δηλ. τον Παύλο) πρώτος μετά Πέτρον της Ρωμαίων Εκκλησίας την επισκοπήν ήδη πρότερον κληρωθείς μετά Πέτρον» (Βιβλίο ΙΙΙ, κεφ. δ΄).
6.- Ο Λουγδούνου Ειρηναίος καταγράφει: «Θεμελιώσαντες ουν και οικοδομήσαντες οι μακάριοι Απόστολοι (δηλ. οι Πέτρος και Παύλος) την Εκκλησίαν (της Ρώμης), Λίνω την της επισκοπής λειτουργίαν ενεχείρισαν» (Ευσεβίου Ιστορία, Βιβλίο VI, κεφ. στ΄). Και αλλαχού: «Ο μεν δη Ματθαίος εν τοις Εβραίοις τη ιδία διαλέκτω αυτών και γραφήν εξήνεγκεν ευαγγελίου, του Πέτρου και του Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων και θεμελιούντων την Εκκλησίαν. Μετά δε την τούτων έξοδον Μάρκος, ο μαθητής και ερμηνευτής Πέτρου, και αυτός τα υπό Πέτρου κηρυσσόμενα εγγράφως ημίν παρέδωκε» (Βιβλίο VI, κεφ. η΄) και «εκύρωσε την γραφήν ο Απόστολος Πέτρος» (Βιβλίο ΙΙ, κεφ. ιε΄).
7.- Ο Κορίνθου άγιος Διονύσιος (29 Νοεμβρίου), περί το 170, γράφει προς τον Ρώμης Σωτήρα: «Ότι την υπό Πέτρου και Παύλου φυτείαν γεννηθείσαν Ρωμαίων τε και Κορινθίων συνεκεράσατε. και γαρ άμφω και εις την ημετέραν Κόρινθον φυτεύσαντες ημάς ομοίως εδίδαξαν, ομοίως δε και εις την Ιταλίαν ομόσε διδάξαντες εμαρτύρησαν κατά τον αυτόν καιρόν» (Ευσεβίου Ιστορία).
8.- Γάϊος ο Πρεσβύτερος σε επιστολή προς τον Κων/πόλεως άγιο Πρόκλο (20 Νοεμβρίου) το 434, γράφει περί των τροπαίων (αλύσεων) των Αποστόλων (Πέτρου και Παύλου) στη Ρώμη.
9.- Ο Συναξαριστής καταγράφει: «Πέτρος ο Απόστολος, και πρώτος των μαθητών πρότερον το Ευαγγέλιον κηρύξας εν Αντιοχεία, έπειτα εν Πόντω και Γαλατία και Καππαδοκία, Ασία τε και Βιθυνία, κατήλθε μέχρι Ρώμης αυτής. Και δια το παρευδοκιμήσαι αυτόν εν τοις θαύμασι τον Μάγον Σίμωνα, υπό Νέρωνος σταυρωθείς κατά κεφαλήν τελειούται» (Συναξάριον των Πρωτοκορυφαίων, 29 Ιουνίου).
10.- Απολυτίκιον: «Την Ρώμην μη λιπών, προς ημάς επεδήμησας, δι’ ων εφόρεσας τιμίων αλύσεων, των Αποστόλων πρωτόθρονε. ας εν πίστει προσκυνούντες δεόμεθα, ταις προς Θεόν πρεσβείαις σου, δώρησαι ημίν το μέγα έλεος» (Απολυτίκιον 16ης Ιανουαρίου).
11.- Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας καταγράφει στην Ιστοσελίδα του: «Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, όπως αναφέρεται στην προς Κολοσσαείς Επιστολή του Απ. Παύλου (Κολ. 4. 10) ο Μάρκος βρέθηκε στη Ρώμη μαζί με τον Απόστολο Πέτρο» (www.greekorthodox-alexandria. org, 17.12.07).
12.- Το Πατριαρχείο Αντιοχείας καταγράφει στην Ιστοσελίδα του: «Insomuch as Peter emerged from Antioch in 53 A.D. to establish the see of Rome where he fell martyr during the reign of Nero, Paul and Barnabas among other many apostles emerged from Antioch to all countries worldwide to preach the new religion», δηλαδή: «Όταν ο Πέτρος έφυγε από την Αντιόχεια το 53 για να ιδρύσει την επισκοπική έδρα της Ρώμης, όπου μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νέρωνα, ο Παύλος και ο Βαρνάβας μεταξύ άλλων πολλών αποστόλων έφυγαν από την Αντιόχεια σε άλλες χώρες για να κηρύξουν τη νέα εκκλησία» (www.antiochpat.org, 17.12.07).

ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΠΡΩΤΕΙΟΥ

Ο Πέτρος αναδείχθηκε, αμέσως μετά το θάνατο του Χριστού, ως ο ηγέτης της πρώτης Εκκλησίας. Επί 15 περίπου χρόνια μετά την Ανάσταση, η μορφή του Πέτρου κυριάρχησε στην κοινότητα. Προΐσταται στην εκλογή του Ματθία ως Αποστόλου. Ήταν ο πρώτος που έλαβε το λόγο και κήρυξε την ημέρα της Πεντηκοστής. Επίσης μίλησε εξ ονόματος των Αποστόλων στο Ιουδαϊκό θρησκευτικό δικαστήριο στην Ιερουσαλήμ. Ο Πέτρος οδήγησε τους Δώδεκα στη διεύρυνση της Εκκλησίας «δια πάντων» (Πράξ. 9. 32).Αναφέρεται επίσης, ότι είναι αυτός που βάπτισε τους υπόλοιπους μαθητές: «Ο Επιφάνιος Κύπρου ιστόρησεν, ότι ο μεν Θεολόγος Ιωάννης την Θεοτόκον βαπτίζει. ο Πέτρος δε και αυτός πάλιν, τους των Αποστόλων λοιπούς» (Πεντηκοστάριο, Αποστ. Διακονία, 1959, σελ. 164).
Από την παράθεση στοιχείων – Αγιογραφικών, Αγιοπατερικών και ιστορικών – μάλλον οδηγούμεθα στο συμπέρασμα, ότι υπήρχε εκκλησιαστική (όχι απαραίτητα Ρωμαϊκή) παράδοση, περί της καταφανούς ανωτερότητας του Πέτρου έναντι όλων των άλλων Αποστόλων και της παρουσίας του στη Ρώμη, στα οποία στηρίζονται οι Παπικοί, για να θεμελιώσουν το πρωτείο τους.
Στα Αγιογραφικά στοιχεία, πράγματι φαίνεται, ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στον Πέτρο, έναντι των άλλων Αποστόλων. Π.χ. στο «συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών.» (Ματθ. 16. 18-19), στο «ποίμαινε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21. 15-17), στο «αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω.» (Μάρκ. 16. 7) ή στο «και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» δείχνεται μια ιδιαίτερη προτίμηση προς τον Πέτρο, πράγμα που δεν δείχνεται στους άλλους Μαθητές, όπως π.χ. στον Ιωάννη, τον μαθητή «ον ηγάπα». Στην προηγούμενη δε αποστροφή, η αναφορά ιδιαίτερα στον Πέτρο και συλλήβδην στους άλλους Μαθητές, δείχνει αυτή την ιδιαιτερότητα. Εξ άλλου, η Εκκλησία θεωρεί τον Πέτρο ως τον κορυφαίο Μαθητή και όχι μόνο.
Αλλά και από την πλευρά του Αποστόλου Πέτρου έχουμε εξάσκηση πρωτείου στην περίφημη Σύνοδο των Ιεροσολύμων το 50 (που κανονικά έπρεπε να ονομαστεί Α΄ Οικουμενική) για το θέμα της σωτηρίας ή μη των εξ εθνών Χριστιανών (μη περιτετμημένων), καθώς και κατά των αιρετικών Σίμωνα του μάγου και Κηρίνθου. Στη Σύνοδο αυτή συγκεντρώθηκαν όλοι οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Αφού έγινε συζήτηση για τα θέματα αυτά σηκώθηκε ο Πέτρος και τους είπε: «Αδελφοί, εσείς ξέρετε καλά ότι ο Θεός από παλιά με διάλεξε από όλους μας εμένα, για ν’ ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου το λόγο του ευαγγελίου και να πιστέψουν». (Πράξεις 15. 7). Ο Πέτρος λοιπόν είναι ο Απόστολος των Εθνών, κατά τα λεγόμενά του και όχι ο Παύλος, είναι αυτός που θα είναι ο ποιμένας όλων των εθνών, μιας και ο ίδιος ο Θεός του εμπιστεύθηκε αυτό το ρόλο μεταξύ όλων των Αποστόλων, πράγμα που είναι απότοκο της εντολής του Κυρίου «ποίμαινε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21. 16).
Αλλ’ εκτός των Αγιογραφικών παραπομπών, υπάρχουν και οι Αγιοπατερικές και οι ιστορικές, που ανυψώνουν τον Πέτρο σε υψηλότερο βάθρο, δηλαδή σ’ αυτό του πρωτείου διαποίμανσης και διδασκαλίας και όχι μόνο του πρωτείου τιμής, δόθηκε δε αυτό το προνόμιο και στον εκάστοτε Πάπα με ένα ιδιάζοντα καταστατικό τρόπο, ως εξής:
1.- Ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης θεωρεί τον Πέτρο κορυφαίο μαθητή, αλλά και κορυφή των θεολόγων: «Και μην και αυτός ο των μαθητών κορυφαίος, μετά της ομοταγούς αυτού και ιεραρχικής δεκάδος, εις την του δυοκαιδεκάτου των μαθητών εληλυθώς ιερατικήν τελείωσιν, επί τη θεαρχία την εκλογήν ευλαβώς καταλέλοιπεν» (Δ. Αρεοπαγίτη. Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Κεφ. Ε΄ ΙΙΙ, V). Και αλλού: «Παρήν δε και ο αδελφόθεος Ιάκωβος, και Πέτρος, η κορυφαία και πρεσβυτάτη των θεολόγων ακρότης.» (Δ. Αρεοπαγίτη. Περί θείων ονομάτων, κεφ. Γ΄ ΙΙ). Έτσι, ο Πέτρος, ως κορυφή των θεολόγων είναι πάνω από τον Ιωάννη, τον Παύλο κ.λπ. Αλλά τότε γιατί το «στόμα του Χριστού» είναι ο Παύλος και όχι ο Πέτρος, κατά τον ιερό Χρυσόστομο;
2.- Ο Μ. Βασίλειος προχωρεί ακόμη περισσότερο. Καταγράφει, ότι ο Χριστός όρισε τον Πέτρο ποιμένα της Εκκλησίας μετά τον εαυτό Του. «Απ’ το Χριστό διδασκόμαστε και το εξής, όταν όριζε τον Πέτρο ποιμένα της Εκκλησίας μετά τον εαυτό του: Πέτρο του λέει, μ’ αγαπάς περισσότερο απ’ αυτούς; Βόσκησε τα πρόβατά μου. Και δίνει σ’ όλους τους μεταγενέστερους ποιμένες και διδασκάλους την ίδια εξουσία. Και απόδειξη αυτού είναι ότι όλοι μπορούν να δεσμεύουν με όμοιο τρόπο και να συγχωρούν (αμαρτίες) όπως εκείνος» (Μ. Βασιλείου. Ασκητικαί διατάξεις, κεφ. ΚΒ΄ P.G. 31, σελ. 1408). Δηλαδή, ο Πέτρος είναι ο ποιμένας της καθόλου Εκκλησίας μετά τον Χριστό, ο οποίος έτσι φαίνεται, ότι τον άφησε στο πόδι του, αφού και ο Πέτρος, τον αγαπάει περισσότερο από όλους τους άλλους μαθητές. Εδώ, η ανάθεση κάποιας μορφής ηγετικού ρόλου στον Πέτρο είναι έκδηλη.
Το πρωτείο εξουσίας και όχι μόνο τιμής του Πάπα δεν προέρχεται μόνο από τη Α΄ Βατικανή Σύνοδο, αλλά ήδη υπάρχει από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού: Η Α΄ Οικουμενική δεν αναφέρει λέξη για Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως. Απλώς δεν υπήρχε. Η Β΄ Οικουμενική αναγνώρισε για πρώτη φορά τον Επίσκοπο Κων/πόλεως: «Τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν νέαν Ρώμην» (γ΄ Κανόνας). Εδώ ο Κων/πόλως είναι μετά τον Ρώμης, όχι μετά του Ρώμης.
Το πρωτείο διαποίμανσης και διδασκαλίας, αντί του πρωτείου τιμής, δόθηκε στον Πάπα με καταστατικό τρόπο ως εξής:
1.- Σύνοδος της Σαρδικής. Επικύρωση Παπικού θεσμού από Σύνοδο. Θεωρείται μεγάλης σημασίας γεγονός για το κύρος του Παπικού θεσμού η απόφαση της Συνόδου Σαρδικής το 347 (ε΄ Κανόνας), η οποία επικύρωσε την αρχή (για πρώτη φορά) ότι ένας Επίσκοπος που καταδικάστηκε από Επισκόπους Επαρχιακών Συνόδων «μπορεί να καταφύγει στον Επίσκοπο της Ρώμης, τον αρχηγό του Επισκοπικού Σώματος, στην έδρα του αγίου Πέτρου» (έκκλητο). Αυτό σημαίνει ότι η υπεροχή του Επισκόπου Ρώμης, που μέχρι τότε στηριζόταν και επιβεβαιωνόταν από την Παράδοση, τώρα επικυρώνεται και στηρίζεται από μια Συνοδική απόφαση, που παίρνει μορφή νομοκανονική.
2.- Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (431). Δέχθηκε χωρίς καμία αντίρρηση την διατύπωση του πρωτείου διαποίμανσης, που διατύπωσε ο Πάπας Κελεστίνος Α΄. Με την δήλωση αυτή ο Πέτρος παρουσιάζεται ως έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, κίων της Πίστεως, θεμέλιο της Καθολικής Εκκλησίας, εδέξατο τας κλεις της βασιλείας και ζει και δικάζει δια των διαδόχων αυτού. Η σιωπή και η μη αντίδραση των Πατέρων της Συνόδου θεωρείται σιωπηρή επικύρωση των θέσεων του Πάπα.
3.- Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) απεκάλεσε τον Επίσκοπο Ρώμης Λέοντα Α΄ «Αρχιεπίσκοπον πάσης της Οικουμένης, Πατέρα τε και Πατριάρχην» (Acta Conciliorum Oecumenorum 1.1.2, 102. Δ. Βακάρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πέντε πρώτων αιώνων, σελ. 301). Δηλ. ο Πάπας είναι Αρχιεπίσκοπος πάσης της Οικουμένης, Πατέρας πάσης της Οικουμένης και Πατριάρχης πάσης της Οικουμένης, Επίσκοπος δηλ. της μιάς Οικουμενικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τις απόψεις του Αυγουστίνου, ότι όλες οι τοπικές Εκκλησίες υπάγονται, έπονται και εμπεριέχονται στη Μία Οικουμενική Εκκλησία, αντίθετα με την θεολογία της Ανατολής, που θεωρεί την κάθε τοπική Εκκλησία Οικουμενική Εκκλησία. Αλλά επίσης έχουμε και την αναφώνηση των Πατέρων της Συνόδου, ως προς τον Τόμο του Λέοντα: «Πέτρος δια Λέοντος ταύτα εξεφώνησεν.», πράγμα που θεωρείται ότι αποτελεί «τον μεγαλύτερο θρίαμβο του Παπισμού στην ιστορία της Συνόδου μέχρι την στιγμή εκείνη» (Mansi VI, 972. ACO II, 1, 2, 81 [277]. Και αλλαχού: «Τρίτον δε του μακαριωτάτου ανδρός πασών των Εκκλησιών Αρχιεπισκόπου Λέοντος του την Νεστορίου και Ευτυχούς αίρεσιν καταδικάσαντος τα αποσταλέντα γράμματα φανερούσιν ποία της αληθείας η πίστις» (Mansi VII, 9 ACO II, 1, 2, 93 [289]). Στα ανωτέρω παρατηρείται, ότι ο Πάπας φαίνεται να είναι ο Αρχιεπίσκοπος πάσης της Οικουμένης, ο Πατέρας πάσης της Οικουμένης και ο Πατριάρχης πάσης της Οικουμένης, Επίσκοπος δηλ. της μιάς Οικουμενικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τις θέσεις του ιερού Αυγουστίνου. Βέβαια, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Λέων να είναι ο μακαριώτατος άνδρας όλων των Εκκλησιών και όχι αποκλειστικά της Εκκλησίας της Ρώμης και μόνον αυτής; Ως προς δε τις αναφωνήσεις, δεν γνωρίζουμε τέτοιες παρόμοιες αναφωνήσεις για άλλους Πατριάρχες από Οικουμενική Σύνοδο, που είναι Σύνοδος Αγίων, Σύνοδος της καθόλου Εκκλησίας. Π.χ. δεν γνωρίζουμε προσφώνηση του τύπου «Ανδρέας δια Φλαβιανού, ταύτα εξεφώνησεν» ή «Μάρκος δια Κυρίλλου…..» κ.λπ. Υπάρχει δε το ερώτημα, εάν δεν υπήρχε πράγματι εκκλησιαστική παράδοση, περί της παρουσίας του Πέτρου στη Ρώμη, όπως κατά κόρον αναφέρεται από πολλούς καθηγητές, τότε πως οι Πατέρες έβαλαν τον Πέτρο να μιλάει δια στόματος του Λέοντος και δεν έβαλαν π.χ. τον Παύλο να μιλάει δια του Λέοντος;
Πάντως η ενδοτική στάση των Μαρκιανού και Πουλχερίας, καθώς και του Πατριάρχη Ανατόλιου, στις αξιώσεις του Πάπα Λέοντα Α΄ είχε σαν αποτέλεσμα το Σχίσμα Ορθοδόξων – Μονοφυσιτών, επειδή αγνόησαν τελείως την Γ΄ Οικουμενική, εξευτελίζοντας τον Αλεξανδρείας Διόσκορο, δεδηλωμένο εχθρό του Λέοντα. Στη διαμάχη των θρόνων, η Ρώμη έκλεινε προς την Κων/πολη, κτυπώντας αλύπητα την Αλεξάνδρεια στο πρόσωπο του Διόσκορου και κατ’ επέκταση το ελληνικό πνεύμα που είχε ριζώσει στην Αλεξάνδρεια και είχε ξεπεράσει και την κλασσική Αθήνα. Από αυτή την άποψη θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, ότι η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος υπήρξε μια εθνική συμφορά για τον Ελληνισμό (Μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 65).
Κατά τήν εκδίωξη του Αττίλα από την Ρώμη, ο Πάπας Λέων Α΄ με πλήρη αρχιερατική στολή, τέθηκε επικεφαλής πομπής Ιερέων και πήγε να συναντήσει τον Αττίλα (452). Προς γενική έκπληξη, ο βάρβαρος αυτός, που τον αποκαλούσαν «μάστιγα του Θεού», επέδειξε βαθύτατο σεβασμό στον άγιο Λέοντα και δεν δέχτηκε να μπει μέσα στη Ρώμη για χάρη του. Όταν οι στρατιώτες του τον ρώτησαν, για ποιο λόγο έδειξε τόσο ασυνήθιστη επιείκεια, ο Αττίλας απάντησε, ότι είδε στο πλευρό του Πάπα κάποιον Απόστολο, που λεγόταν Πέτρος, να κρατεί ξίφος στο χέρι του και να τον κοιτάζει με ύφος αυστηρό (π. Κ. Στρατηγόπουλος).
Άλλο ένα σημείο, όπου δείχνεται η, ανέκαθεν, «επηρμένη οφρύς» της Δυτικής Εκκλησίας, είναι η μη συμμετοχή ουδενός Πάπα σε Οικουμενική Σύνοδο, ακόμη και του Βιγίλιου στην Ε΄ Σύνοδο του 553, παρ’ ότι παρεπιδημούσε στην Κωνσταντινούπολη. Και τούτο διότι σύμφωνα με παλαιόν έθος, οι Πάπες δεν εγκατέλειπαν ποτέ την Ρώμη, (P.G. VI, 985, Δ. Μαρτζέλου. Γένεση και πηγές του όρου της Χαλκηδόνας, σελ. 24).
4.- Ιγνατιανή Σύνοδος (870). Σύνοδος της Πενταρχίας των Εκκλησιών, που συγκλήθηκε από τον Πάπα Αδριανό Β΄ στην Αγία Σοφία Κων/πόλεως, υπό την προεδρία των αντιπροσώπων του. Η Σύνοδος αυτή είναι μια επιτυχία της Ρώμης σε βάρος της Ανατολής, που υπετάγη στην Αυτοκρατορική πολιτική του Βασιλείου Α΄, καθότι στη Σύνοδο αυτή έγινε δεκτός ο Παπικός λίβελλος (libellus satisfactionis), που περιείχε την αναγνώριση του Ρωμαϊκού πρωτείου, την επικύρωση της καταδίκης του Φωτίου και την αποκήρυξη της καθαίρεσης του Ιγνατίου και του Νικολάου Α΄. Ο λίβελλος αυτός θυμίζει την Formula Hormisdae(Mansi, VIII, 407-408). Και στους δυο αυτούς λιβέλλους έχουμε αναγνώριση των Παπικών αξιώσεων. Η Παπόφιλη αυτή Σύνοδος έκαψε τα πρακτικά των Συνόδων 861 και 867, που κατεδίκαζαν τον Πάπα Νικόλαο Α΄. Με τον 21ο Κανόνα της αναγνωρίζει στον Κατριάρχη Κων/πόλεως την δεύτερη τιμητική θέση μετά τον Πάπα (όχι τα ίσα πρεσβεία τιμής, όπως ο 28ος Κανόνας της Δ΄). Η Σύνοδος αυτή αποτελεί σκάνδαλο στην ιστορία του Οικ. Πατριαρχείου, γιατί συνήλθε με πρόσκληση του Πάπα στο Ναό της Αγίας Σοφίας, η δουλοπρέπεια του Αυτοκράτορα προς τον Πάπα ήταν εμφανής και κατέστη ο τελευταίος, κριτής των αποφάσεων της Συνόδου. Αργότερα η Φωτιανή Σύνοδος του 880 (Η΄ Οικουμενική) ακύρωσε τις αποφάσεις της Ιγνατιανής (Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 114-124). Ο Πάπας Αδριανός Β΄, προ της Συνόδου αυτής, χειροτόνησε στη Ρώμη Ιερείς τους δυο μοναχούς ιεραποστόλους των Σλάβων Κύριλλο και Μεθόδιο, που είχαν έλθει από την Μοραβία, οι οποίοι μετέφεραν στη Ρώμη τα λείψανα του αγίου Πάπα και Αποστολικού Πατέρα Κλήμεντα Α΄, από την Χερσώνα του Πόντου, σκόπευε δε να χειροτονήσει τον πρώτο, ως Επίσκοπο, αλλά πέθανε αυτός αιφνίδια. Αλλά και ο διάδοχος του Αδριανού, Ιωάννης Η΄ δεν χάνει την ευκαιρία να τονίσει το πρωτείο σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Βασίλειο: «Καθάπερ γαρ ο Αποστολικός Θρόνος ούτος λαβών τας κλεις της βασιλείας των ουρανών παρά του πρώτου και μεγάλου αρχιερέως Ιησού Χριστού δια του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, ειπόντως προς αυτόν: σοι δώσω τας κλεις της βασιλείας των ουρανών και ον αν λύσης επί της γης….. Πάντα δι’ ημών των ελαχίστων εν ταις χερσί του κορυφαίου τέθειται, και δι’ αυτού εν τοις ώμοις Ιησού Χριστού».
Νομοθετική κατοχύρωση του πρωτείου του Πάπα Ρώμης. Με τον 131ο νόμο (νεαρά) του Ιουστινιανού Α΄ κατοχυρώνεται νομοθετικά το πρωτείο του Πάπα Ρώμης: «Σύμφωνα με απόφαση των τεσσάρων Συνόδων, ορίζουμε όπως, ο άγιος Πάπας της αρχαίας Ρώμης να είναι πρώτος από τους Επισκόπους και ο αγιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης να είναι δεύτερος». Ο νόμος δηλώνει ότι ο Πάπας Ρώμης είναι πρώτος από τους Επισκόπους και όχι πρώτος μεταξύ ίσων Επισκόπων ή ότι έχει τα πρεσβεία τιμής σύμφωνα με τον γ΄ της Β΄ και τον κη΄ της Δ΄. Ο Ιουστινιανός υπερέβη κάθε όριο όταν το 545 δημοσίευσε αυτή τη νεαρά, με την οποία αναγνώριζε το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας της Β. Αφρικής (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 70). Επίσης ο Ιουστινιάνειος Κώδικας καταγράφει (Ι,Ι): «Θέλουμε να δούμε όλους τους λαούς που βρίσκονται υπό την τακτική δικαιοδοσία μας, να ζουν στην πίστη την οποία ο άγιος Απόστολος Πέτρος μετέδωσε στους Ρωμαίους ποντίφηκες».

Αναγνώριση του πρωτείου στον Πάπα από Αγίους της Εκκλησίας:
1.- Στον Πάπα Κλήμη Α΄ (24 Νοεμβρίου) (88-97) έχουμε την πρώτη Παπική επέμβαση και εκδήλωση της Παπικής εξουσίας στην καθόλου Εκκλησία με την επιστολή του προς την Εκκλησία της Κορίνθου, με την οποίαν αποσκοπούσε να φέρει την ειρήνη και ομόνοια σ’ αυτή την πρωτοχριστιανική κοινότητα, την οποίαν τότε κατασπάραζε η διχόνοια και η αναταραχή, καίτοι είχε δικό της Επίσκοπο. Η επιστολή αρχίζει: «Η Εκκλησία του Θεού που παρεπιδημεί στη Ρώμη, προς την Εκκλησία του Θεού που παρεπιδημεί στην Κόρινθ». Η αξία της επιστολής αυτής οφείλεται στο ότι αποδεικνύει πως οι Επίσκοποι Ρώμης, ήδη από τα πρώτα βήματα της Εκκλησίας, είχαν επίγνωση της υψηλής αποστολής τους, να διδάσκουν δηλαδή και να ποιμαίνουν την απανταχού υπάρχουσα Εκκλησία και επομένως, όταν παρουσιάζεται ανάγκη και κυρίως για ό,τι αφορά την πίστη και την εκκλησιαστική τάξη και πειθαρχία, να επεμβαίνουν, ασκώντας το δικαίωμα αυτό που έλαβαν από το Χριστό, ιδρυτή της Εκκλησίας. Ο Πατρολόγος Καθηγητής κ. Στυλιανός Παπαδόπουλος μιλάει για επέμβαση του Ρώμης Κλήμεντος στην Εκκλησία της Κορίνθου. Ήταν επέμβαση, λέει, και όχι απλώς παραίνεση, οφειλόμενη και στην αυταρχικότητα του χαρακτήρα του, γιατί πραγματικά ο Κλήμης ζητάει από τους Χριστιανούς της Κορίνθου να υπακούσουν στα γραφόμενά του: «Χαράν και αγαλλίασιν ημίν παρέξετε, εάν υπήκοοι γενόμενοι τοις υφ’ ημών γεγραμμένοις» (63. 2), στο τέλος δε της επιστολής ζητάει έμμεσα να του απαντήσουν, μέσω των απεσταλμένων του, εάν συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις του (κεφ. 63). Άλλωστε και εάν ακόμη ο Κλήμης θεωρηθεί εκφραστής πρωτείου εξουσίας, αυτό αποτελούσε για την Εκκλησία παρέκκλιση, κάτι ξένο προς το πνεύμα Της, γι’ αυτό και το απέρριψε (Στ. Παπαδόπουλος).
Δεν είναι όμως η εκδήλωση διεκδίκησης πρωτείου του Πάπα Κλήμη μόνο προς την Εκκλησία της Κορίνθου, αλλά και προς την Εκκλησία των Ιεροσολύμων και τον Επίσκοπο αυτής Ιάκωβο (τον Αδελφόθεο). Σ’ αυτή κηρύττεται το πρωτείο του Πέτρου, η άφιξή του στη Ρώμη και ο μαρτυρικός θάνατός του εκεί: «Γνώριμόν έστω σοι, κύριέ μου, ότι ο Σίμων ο δια την αληθή πίστιν και την ασφαλεστάτην αυτού της διδασκαλίας υπόθεσιν της Εκκλησίας θεμέλιος είναι λίθος ορισθείς και δι’ αυτό τούτο υπ’ αυτού του Ιησού αψευδεί στόματι μετονομασθείς Πέτρος, η απαρχή του Κυρίου ημών, ο των αποστόλων πρώτος, ω πρώτω ο πατήρ τον υιόν απεκάλυψεν….. ο της Δύσεως το σκοτεινότατον του κόσμου μέρος (δηλ. την Ρώμη) ως πάντων ικανώτερος φωτίσαι κελευσθείς και κατορθώσαι δυνηθείς….. δια την άμετρον προς τους ανθρώπους στοργήν σαφώς δημοσία επί του ενεστώτος πονηρού τον εσόμενον αγαθόν όλω τω κόσμω μηνύσαι βασιλέα, μέχρις ενταύθα τη Ρώμη γενόμενος, θεοβουλήτω διδασκαλία σώζων ανθρώπους, αυτός του νυν βίου βιαίως το ζην μετήλλαξεν» (αγίου Νεκταρίου: Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, τ. Α΄ σελ. 33-34, ψευδοκλημέντιοι κώδικες).
2.- Ο Αντιοχείας Ιγνάτιος είναι από τους πρώτους Αγίους της Εκκλησίας μας (20 Δεκεμβρίου) (; -107), μαθητής του Ιωάννη θεολόγου, που διαδέχθηκε τον πρώτο Επίσκοπο Αντιοχείας Εύοδο και μαρτύρησε στη Ρώμη επί Τραϊανού, ο οποίος και αναγνώριζε την Ρώμη ως «προκαθημένη της Αγάπης», όχι βέβαια με την έννοια της κυριαρχίας επί των άλλων αδελφών Εκκλησιών, αλλά με την έννοια της «Διακονίας» και των έργων της «Αγάπης». Γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Ιγνάτιος, ο και Θεοφόρος, τη ηλεημένη εν μεγαλειότητι Πατρός Υψίστου και Ιησού Χριστού του μόνου Υιού Αυτού Εκκλησία ηγαπημένη και πεφωτισμένη εν θελήματι του θελήσαντος τα πάντα, α εστιν, κατά αγάπην Ιησού Χριστού, του Θεού ημών, ήτις και προκάθηται εν τόπω χωρίου Ρωμαίων, αξιόθεος, αξιοεπίτευκτος, αξιόαγνος και προκαθημένη της αγάπης, χριστώνυμος, πατρώνυμος, ην και ασπάζομαι εν ονόματι Ιησού Χριστού, υιού Πατρός».
3.- Ο Λουγδούνου (Λυών) Ειρηναίος (23 Αυγούστου) (130-208) υπήρξε μαθητής του Σμύρνης Πολύκαρπου και μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας. Ονομάζει την Εκκλησία της Ρώμης «μεγίστην, αρχαιοτάτην και τοις πάσι γνωστήν» και ως εκ τούτου «προς ταύτην δια το διαφέρον αυτής πρωτείον ανάγκη πάσαν συμβαίνειν Εκκλησίαν, τουτέστιν τους απανταχού πιστούς, εν η δια παντός υπό των οπουδήποτε συνετερήται παρά των Αποστόλων παράδοσις» (Περί αιρέσεων, Γ΄ 2), δηλ. όλοι οι Χριστιανοί απανταχού στον κόσμο βρισκόμενοι πρέπει να ομονοούν (συμφωνούν) με αυτή την Εκκλησία (δηλ. τη Ρώμη), διότι σ’ αυτήν ανέκαθεν διατηρήθηκε ανέπαφη η παράδοση, η ριζωμένη στους Αποστόλους.
4.- Ο Πάπας Ανίκητος (17 Απριλίου) (155-166) έκανε απόπειρα για εξάσκηση της ηγεμονικής εξουσίας στην Εκκλησία των Παπών της Ρώμης με την αξίωσή του, όπως οι Εκκλησίες της Ασίας συνεορτάζουν το Πάσχα την ημέρα που το εόρταζε η Ρώμη. Η αξίωσή του αυτή γέννησε έριδες μεταξύ του Ανίκητου και του Σμύρνης Πολυκάρπου, μαθητή του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ο Ανίκητος αξίωνε να επικρατήσει στην Εκκλησία η παράδοση του Πέτρου, ως παράδοση του Ηγεμόνος των Αποστόλων και έτσι αυτός 10ος διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου να επιβληθεί στον 1ο διάδοχο του Αποστόλου Ιωάννη. Την αξίωση αυτή δεν αναγνώρισε ο Πολύκαρπος, ούτε οι λοιπές Εκκλησίες (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 62-63).
5.- Ο Πάπας Στέφανος Α΄ (3 Αυγούστου) (254-257) απέρριψε την απόφαση αναβαπτισμού των αιρετικών, που έλαβαν δυο τοπικές Σύνοδοι στην Αφρική, οι οποίες συγκλήθηκαν με πρωτοβουλία του Καρχηδόνος Κυπριανού (ο οποίος είχε και τον τίτλο του Πάπα). Ο Πάπας Στέφανος απαίτησε από τον Κυπριανό να δέχεται τους εκ των αιρέσεων προσερχόμενους, χωρίς αναβαπτισμό, διότι οι Κανόνες τις Εκκλησίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραδόσεις ανθρώπων και γι’ αυτό οφείλουν να υποχωρούν στη Γραφή και τα θεία παραγγέλματα. Με αυτή του τη στάση, ο Στέφανος, ζητούσε να επιβληθεί ασκώντας το πρωτείο του Πάπα και γι’ αυτό σε επιστολή του στον Κυπριανό απειλούσε διακοπή κοινωνίας με τους Επισκόπους, που δεν συμφωνούσαν με τη δική του γνώμη. Ο Κυπριανός οργίστηκε και τον κατηγόρησε για τυφλότητα, σκληρότητα και πείσμα, λέγοντας, ότι ένας Επίσκοπος οφείλει να είναι ευπειθής και όχι μόνο να διδάσκει, αλλά και να διδάσκεται κάθε μέρα! Ο Κυπριανός συγκρότησε νέα Σύνοδο από 85 Επισκόπους της Αφρικής, Νουμιδίας και Μαυριτανίας το 256 για να επιληφθεί της διαμάχης. Στη Σύνοδο αυτή ο Κυπριανός μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Διότι ουδείς εξ ημών κατεστάθη Επίσκοπος Επισκόπω, ουδέ βιάζεται τους αδελφούς αυτώ υποτάσσεσθαι ή φόβω τυραννικώ πείθεσθαι αυτώ, διότι έκαστος Επίσκοπος πλήρη έχει την ιδίαν ελευθερίαν και εξουσίας το αυτεξούσιον, ομοίως τε μη δύνασθαι παρ’ ετέρου κρίνεσθαι, ή έτερον κρίνειν». Η Σύνοδος απέρριψε την γνώμη του Στεφάνου και αψήφησε τις απειλές του, έστειλε δε επιστολή προς αυτόν με την απόφασή της. Ο Στέφανος, αφού έμαθε την απορριπτική απόφαση της Συνόδου, αρνήθηκε να δεχθεί τους αντιπροσώπους της. Ο Καισαρείας Καππαδοκίας Φιρμιλιανός συνεκάλεσε Σύνοδο, που επικύρωσε τα της Συνόδου του Κυπριανού, ο δε Στέφανος τόσο πολύ ερεθίστηκε από την ενέργεια αυτή, ώστε κήρυξε αποβεβλημένους της εκκλησιαστικής κοινωνίας τους Επισκόπους της Ανατολής και της Αφρικής. Οι Επίσκοποι της Ανατολής και της Αφρικής δεν πτοήθηκαν, ούτε υποτάχθηκαν στον αφορισμό τους από τον Πάπα της Ρώμης, αλλά τον έλεγξαν με σφοδρότητα αποκαλώντας τον αλαζόνα, την δε πράξη αφορισμού δεν παραδέχθηκαν σαν πράξη αναγνώρισης εξουσίας, αλλά μόνο σαν πράξη όμοιου και ισότιμου, κατά ομοίων και ισοτίμων, που είχαν το δικαίωμα να την παρουσιάσουν στο πλήρωμα της Εκκλησίας προς τελική κρίση (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 74-82).
6.- Ο Ιππώνος Αυγουστίνος (15 Ιουνίου) (354-430) είναι θερμός υποστηρικτής του πρωτείου, που το προσωποποιούσε ο Ρώμης Ιννοκέντιος Α΄, ο οποίος δεν παρέλειπε να τονίζει παντού την ευθύνη του, ως διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου, για ολόκληρη την Εκκλησία. Οι πολλές επιστολές του Ιννοκέντιου προς όλες τις Εκκλησίες ακριβώς αυτή την πραγματικότητα τονίζουν: Τον ποιμαντικό του ζήλο και την αποστολική του ευθύνη για την Εκκλησία. Επικύρωσε τους Κανόνες, που θέσπισαν οι Σύνοδοι της Καρθαγένης και της Μιλέβης (417), αναφορικά με το προπατορικό αμάρτημα, την χάρη και την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Με την ευκαιρία αυτή ο Πάπας υπογραμμίζει την ύπατη εξουσία του Ρωμαίου Ποντίφηκα. Μετά την Παπική έγκριση αυτών των Κανόνων, ο Ιερός Αυγουστίνος είπε τη γνωστή φράση: «Η Ρώμη μίλησε, η συζήτηση έληξε» (Roma locuta est, causa finite est) (π. Ν. Βιδάλη, Οι Ρωμαίοι Ποντίφηκες, σελ. 93).
7.- Στον Πάπα Κελεστίνο Α΄ (8 Απριλίου) (422-432) οφείλεται η αναγνώριση του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης σ’ ολόκληρη την Εκκλησία. Τα λόγια του εκπροσώπου του, Πρεσβυτέρου Φιλίππου, στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, είναι χαρακτηριστικά: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας εδέξατο. Και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει. Τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος, ο Επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν Σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας απέστειλεν» (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 143).
8.- Στον Πάπα Λέοντα Α΄ το Μέγα (18 Φεβρουαρίου) (440-461) έχουμε τον πλήρη θρίαμβο του πρωτείου. Ο άγιος Πάπας Ρώμης Λέων Α΄ υπήρξε υπέρμαχος της αυθεντίας του Παπικού Θρόνου και αγωνίστηκε με ζήλο για την προβολή της, ιδιαίτερα στον ανταγωνισμό προς την Κων/πολη. Οι διοικητικές αποφάσεις της Δ΄ Οικ. Συνόδου και ιδιαίτερα για την δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κω/πόλως (κη΄ Κανόνας), προκάλεσαν τη βίαιη αντίδρασή του με την προβολή των εξαιρετικών προνομίων των τριών Θρόνων του αποστόλου Πέτρου (Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας) και με την αμφισβήτηση ανάλογων προνομίων για το Θρόνο της Κων/πολης. Η αρχή της Πετρίνειας αποστολικότητας των Θρόνων συστηματοποιήθηκε από τον Λέοντα στον αγώνα ενάντια στη Κων/πολη και χρησιμοποιήθηκε πάντοτε στις συγκρούσεις της Πρεσβυτέρας προς την Νέα Ρώμη, ως θεμελίωση των διεκδικήσεων για το Παπικό πρωτείο. Ο ίδιος μάλιστα στις ομολογίες του εξαίρει «την αξιοσύνη, την εξουσία και τη μέριμνα του αποστόλου Πέτρου, τον οποίον ο Χριστός είχε ορίσει θεμέλιο λίθο της Εκκλησίας του».
Το φρόνημα του πάπα Λέοντα Α΄ περί της ηγεμονίας των Παπών στην Εκκλησία και της υπεροχής του Επισκόπου Ρώμης φαίνεται στην επιστολή του προς την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο: «Δι’ ου την αγίαν ημών αδελφότητα προς ανατροπήν μεν των επιβουλών του διαβόλου, της δε της εκκλησιαστικής ειρήνης ανάκτησιν συνελθείν εβουλήθη, φυλαττομένων τω θρόνω του μακαριωτάτου Πέτρου του Αποστόλου των τε δικαίων, και της τιμής επί τοσούτον, ως και ημάς υπ’ αυτού προς τούτο δι’ οικείων προτραπήναι γραμμάτων, εφ’ ω τε την οικείαν παρουσίαν ημάς παρασχείν τη αγία Συνόδω, όπερ μεν ουν ουκ ηδύνατο, ουδέ η ανάγκη του καιρού, ουδέ μην τις επιτρέψαι συνήθεια».
Ο απεσταλμένος του Λέοντα Επίσκοπος Πασχαλίνος απευθυνόμενος προς την Σύνοδο της Χαλκηδόνας ανέφερε: «Του Μακαριωτάτου και Αποστολικού Επισκόπου των Ρωμαίων πόλεως κεφαλής υπάρχοντος πασών των Εκκλησιών, προστάξεις έχομεν, εν αις κατηξίωσε διαλαλήσαι, όπως Διόσκορος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας μη συγκαθεσθή εν τω συνεδρίω», σε ερώτημα δε των συνέδρων, γιατί αυτός ο αποκλεισμός, ο άλλος Παπικός Επίσκοπος Λουκίνσιος αποκρίθηκε: «Σύνοδον ποιήσαι επιτροπής δίχα του Αποστολικού θρόνου», ο δε Πασχαλίνος πρόσθεσε: «Ημείς υπεναντίον των προσταγμάτων του μακαριωτάτου και Αποστολικού Επισκόπου και χειρίζοντος τον Αποστολικόν θρόνον, ελθείν ου δυνάμεθα, ούτε μη υπεναντίον των εκκλησιαστικών κανόνων ή πατρικών παραδόσεων». Ο άγιος Νεκτάριος, πάνω στα ανωτέρω παρατηρεί: «Τοιαύτη υπήρξεν η γλώσσα και η συμπεριφορά των λεγάτων του Πάπα Λέοντος του Αγίου. δύναται πας τις να φαντασθή την γλώσσαν των μη φερόντων το προσόν του Αγίου! Ο Θεός να φυλάξη την Εκκλησίαν». Και παρακάτω διερωτάται, γιατί οι Πατέρες έδειξαν τέτοια ανοχή, γιατί ανέχθηκαν τέτοια ψέματα, δίνει ο ίδιος την απάντηση: «Επιβάλλουσα ανάγκη έθετο φυλακήν τοις στόμασιν αυτών….. η φρόνησις απήτει την ανοχήν χάριν της πίστεως και τούτο εποίησαν οι μακάριοι Πατέρες», δηλ. μπροστά στον κίνδυνο της διάσπασης για θέματα πίστεως, υποκύπτουμε στο πρωτείο διαποίμανσης της Εκκλησίας υπό του Πάπα Ρώμης! Σημειώνεται, ότι επειδή οι Παπικοί λεγάτοι αρνήθηκαν να υπογράψουν τον κη΄ Κανόνα της Συνόδου, περί των ίσων πρεσβείων τιμής του Κων/πόλεως μετά του Ρώμης, η Σύνοδος απέστειλε επιστολή προς τον Λέοντα, με την οποίαν του ζητούσε να τον υπογράψει. Ο πάπας Λέων με απαντητική του επιστολή αρνήθηκε να υπογράψει τον Κανόνα (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 149-154).
Εκτός των άλλων, ο Λέων εγκαινίασε και στήριξε το Παπικό πρωτείο σε ομιλίες του κατά την επέτειο της μνήμης του αποστόλου Πέτρου, κατά τις επετείους της εκλογής του στο Παπικό αξίωμα και σε επιστολές που έστελνε στις Εκκλησίες της Αφρικής, του Ιλλυρικού, της Γαλλίας, στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο, στον Πατριάρχη Κων/πόλεως Ανατόλιο και στους Αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, εκθέτοντας τις απόψεις του για τον Επίσκοπο Ρώμης ως primus omnium episcoporum και ότι σ’ αυτόν μεταβιβάζεται η plenitude potestatis, η solicitudo omnium pastorum και η communis cura universalis ecclesiae. Έτσι ο Λέων από το πρωτείο της χάριτος και από το πρωτείο της προσωπικής του αρμοδιότητος προέβαλε το Πρωτείο του δικαιώματος της διαδοχής. Αλλ’ ενώ ομιλεί πολύ ταπεινά για το άτομό του, εξαίρει μ’ αυτόν τον τρόπο τον επίσημο χαρακτήρα του αξιώματός του. Συνδυάζει την ταπεινότητα και την έπαρσι που εκφράζονται στις στερεότυπες εκφράσεις: «Δούλος των δούλων του Θεού», «αντιπρόσωπος του Χριστού» κι’ ακόμη «Θεός επί της γης» (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου. «Έλληνες και Λατίνοι», σελ. 54). Αλλά και ο Πατριάρχης Ανατόλιος κατηγορείται για δειλία στην απάντησή του προς τον Λέοντα για τον κη΄ Κανόνα της Δ΄, κι’ ακόμη γιατί βεβαίωνε τον Πάπα πως άνευ της εγκρίσεώς του ουδείς από τους Κανόνες θα εφαρμοστεί (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 66)
9.- Την εποχή του Πάπα Αγαπητού Α΄, (17 Απριλίου) (535-536) ο μεγάλος Αυτοκράτορας άγιος Ιουστινιανός (2 Αυγούστου), τα αισθήματα του οποίου προς την Ρώμη ήταν γνωστά, θεωρούσε την Εκκλησία της Ρώμης ως «κορυφή του ανωτάτου Ιερατείου», «πηγή της Ιερωσύνης», «Έδρα του Αποστόλου Πέτρου» και επομένως έπρεπε όλες οι Εκκλησίες να έχουν κοινωνία με τον Πάπα και Πατριάρχη της παλαιάς Ρώμης. Ο Αγαπητός επισκέφθηκε τον Ιουστινιανό με προτροπή του βασιλιά των Γότθων Θεοδάτου για να παραιτηθεί ο Αυτοκράτορας από τα Ιταλικά εδάφη. Ο Ιουστινιανός τον υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές. Ο Αγαπητός, θερμός υποστηρικτής της Δ΄ Οικουμενικής, δεν είχε κοινωνία με τον Κων/πόλεως Άνθιμο, εκλεκτό της Θεοδώρας, καθότι ο τελευταίος ήταν Μονοφυσίτης. Έπεισε τον Αυτοκράτορα να συγκαλέσει Σύνοδο με παρόντες όλους τους Ορθοδόξους Επισκόπους για την καταδίκη του Άνθιμου, πράγμα που έγινε. Ο κλήρος και ο λαός της Βασιλεύουσας εξέλεξε Πατριάρχη το Μηνά, τον οποίον χειροτόνησε ο ίδιος ο πάπας Αγαπητός, έστειλε δε σχετική επιστολή στον Ιεροσολύμων Πέτρο, για να του αναγγείλει τα της εκλογής και του ζητούσε να του απαντήσει «πως υποδέξονται την κρίσιν της Αποστολικής Καθέδρας». Ο Ιεροσολύμων συγκάλεσε Σύνοδο, η οποία επικύρωσε ως ορθή την εκλογή του Μηνά. Από τον τρόπο καταδίκης του Άνθιμου και την υποδοχή της απόφασης από την τοπική Σύνοδο Ιεροσολύμων καταφανώς δηλώνεται η ηγεμονία του Πάπα στην καθόλου Εκκλησία και η ευπείθεια και υποταγή προς αυτόν των άλλων Εκκλησιών και η αναγνώριση του αλαθήτου του (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 158-159).
10.- Ο Πάπας Μαρτίνος Α΄ (20 Νοεμβρίου) (649-655) επέδειξε εξαιρετικό θάρρος και επεδίωξε την ανεξαρτησία της Αποστολικής έδρας από το Βυζάντιο, γι’ αυτό δεν ζήτησε την επικύρωση της εκλογής του από τον Αυτοκράτορα Κώνστα Β΄, ενέργεια που πλήρωσε ακριβά. Κατηγορήθηκε για απείθεια κατά της «Αυτού Μεγαλειότητας» και ότι έλαβε το Παπικό αξίωμα χωρίς την Αυτοκρατορική επικύρωση, συνελήφθη, οδηγήθηκε στην Κων/πολη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε εξορία στη Κριμαία, όπου μετά από μαρτύρια πέθανε. Υπήρξε θαραλλέος και σταθερός στη διαφύλαξη των αληθειών της πίστης, ακλόνητος στο να υποστηρίζει το πρωτείο της Εκκλησίας της Ρώμης, άσχετα αν υπήρξε το τραγικό θύμα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και ο μισητός του Πατριάρχη Κων/πόλεως Παύλου Β΄ και του διαδόχου του Πέτρου.
11.- Ο Πάπας Αγάθων (20 Φεβρουαρίου) (678-681) άσκησε και τόνισε ιδιαίτερα το Πρωτείο. Επί ποιμαντορίας του καταργήθηκε η «λογία» (Κορ. Α΄ 16. 1) για την επικύρωση της εκλογής του από τον Αυτοκράτορα. Έκτοτε, η επικύρωση δεν συνοδευόταν από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δινόταν στον Αυτοκράτορα για την επικύρωση αυτή. Ενεργοποίησε την επιστολή του Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου, για τη σύσταση θεολογικών επιτροπών Ανατολικών και Δυτικών και την επίλυση του σχίσματος της Ραβέννας και της αίρεσης του Μονοενεργητισμού. Επ’ αυτών των θεμάτων παρακαλούσε ο Αυτοκράτορας τον Πάπα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο για την επίλυσή τους. Ο Πάπας δέχθηκε τη πρόταση και συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στη Ρώμη για τη προετοιμασία της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνεκλήθη στην Κων/πολη ως ΣΤ΄ Σύνοδος και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και Μονοενεργητισμό.
12.- Με το άγιο Θεόδωρο Στουδίτη (750-826) έχουμε καταγραφές κάποιων φιλοπαπικών ιεροκρύφιων ενεργειών του: «Οι δε μοναχοί υπό την αρχηγίαν Πλάτωνος, του ηγουμένου της μονής Σακκουδίωνος και των ανεψιών αυτού Ιωσήφ και Θεοδώρου του Στουδίτου, διότι απώλεσαν ήν διαχείρησιν των της πολιτείας εκέκτηντο πρότερον, ως και τα εκ ταύτης κτήματα και ωφελήματα, δεν έπαυσαν επί δέκα και πλέον έτη ταράττοντες την πολιτείαν και επικαλούμενοι την αντίληψιν του Πάπα Ρώμης, ως της θειοτάτης των όλων Κεφαλών Κεφαλής, του κορυφαιοτάτου Πατέρος Πατέρων, του Ισαγγέλου, Μακαριωτάτου και Αποστολικού Πατρός, ως του έχοντος τα πρωτεία θεόθεν, και ως δεξαμένου τας κλεις του Ευαγγελίου προς Χριστού δια μέσου του των Αποστόλων πρωτοστάτου (επιστολαί Θεοδώρου του Στουδίτου προς τον Πάπαν Ρώμης Λέοντα τον Γ΄, ο οποίος έστεψε το 800 τον Καρλομάγνο). Δια των ενεργειών αυτών ήσαν εγκάθετοι του Πάπα και επεδίωκαν την εις τα της Ανατολής επέμβασιν του Πάπα Ρώμης» (Αγίου Νεκταρίου, αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, σελ. 204-205). Αλλά και ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων αναφέρει: «Ο Νικόλαος (πάπας Νικόλαος Α΄) αντί να πεισθή, εξηρεθίσθη έτι μάλλον κατά του Φωτίου και αμέσως διήγειρε κατ’ αυτού τους εν τη Ανατολή εγκαθέτους του αρχιεπισκόπους Σμύρνης Μητροφάνη και Νεοκαισαρείας Στυλιανόν Μάπαν, εμφανιζομένους ως υποστηρικτάς του Ιγνατίου, αυτοί δε με την σειράν των διήγειραν ομάδα όλην επισκόπων και τους Στουδίτας μοναχούς, οι οποίοι φιλοπαπικοί υπάρχοντες ήδη από του περιφήμου ηγουμένου των Θεοδώρου του Στουδίτου, ήσαν τα νυν σφοδροί πολέμιοι του Φωτίου και όργανα του πάπα Ρώμης» (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Εισαγωγή, σελ. 37). Επίσης: «Νικηφόρος Α΄ Κωνσταντινουπόλεως (806-815).

Εγένετο εκ λαϊκού πατριάρχης. Προ τούτου ήτο ασηκρήτις, όπως και ο προκάτοχός του Ταράσιος και ο Φώτιος, τότε «εστασίασαν» εναντίον του ο Θεόδωρος Στουδίτης και ο θείος του Πλάτων δια την εκ λαϊκού δήθεν απότομον προβολήν του, αλλά τη αληθεία, λέγει ο Ζωναράς, δια «φιλαρχίαν» αυτών, διότι ήθελον αυτοί να γίνη ο εις εκ των δυο πατριάρχης. «ηβούλοντο γαρ της εκκλησίας εγκρατείς γενέσθαι και του αρχιερατικού της Κωνσταντινουπόλεως επιβήναι θρόνου περί πλείστου πεποίηντο»(Ιωάννης Ζωναράς, επιτ. Ιστ. 15,14,14-18). «Ίσως υπεκινούντο και υπό του Πάπα Ρώμης, του οποίου ήσαν φίλοι και εγκάθετοι εν Κωνσταντινουπόλει». (Δοσιθέου, ως ανωτέρω, Φωτίου επιστολαί, σελ. 209-210).
13.- Ο άγιος Ιγνάτιος, Πατριάρχης Κων/πόλεως (23 Οκτωβρίου) (846-858, 867-877) υπέγραψε το λίβελλο Αδριανού Β΄, στη Σύνοδο του 870 (Ιγνατιανή) με την οποίαν αναγνωριζόταν το πρωτείο δικαιοδοσίας του Πάπα Ρώμης. Στο λίβελλο αυτό, ο Πάπας Αδριανός Β΄ αποκαλείται «δέσποτας ισάγγελος» και «αγιώτατος δεσπότης, μεγάλος αρχιερεύς και οικουμενικός Πάπας» και ο θρόνος της Ρώμης «κορυφαιότατος αποστολικός θρόνος» και οι Πατέρες υπέγραψαν, ότι «ακολουθούμεν την του Αποστολικού Θρόνου αυθεντίαν». Τον λίβελλο υπέγραψαν άπαντες οι παριστάμενοι Επίσκοποι των πέντε Πατριαρχείων (Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 115).
Εκτός των ανωτέρω Αγίων της Εκκλησίας μας, που τόνισαν ιδιαίτερα το πρωτείο του Πάπα Ρώμης, έχουμε σωρεία Παπών, προ του Σχίσματος που το εξάσκησαν ιδιαίτερα και το τόνισαν, όπως: Βίκτωρ (189-199), Ιούλιος Α΄ (337-352), Δάμασος Α΄ (336-384), Συρίκιος (384-399), Ιννοκέντιος Α΄ (401-417), Ζώσιμος (417-418), Βονιφάτιος (418-422), Ορμίσδας (514-523), Ιωάννης Β΄ (533-535), Κωνσταντίνος (708-715), Γρηγόριος Β΄ (715-731), Νικόλαος Α΄ (858-867) και Αδριανός Β΄ (867-872).
Ο J. Gill έγραψε μια σύντομη μελέτη στην οποία εξιστορεί τα περιστατικά έντεκα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, που κατέφευγαν για σωτηρία στη Ρώμη με κύρια ελατήρια στη βοήθεια. Η παποδουλεία των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων δεν έχει επαρκώς μελετηθεί, γιατί υπάρχουν άφθονα κείμενα που μαρτυρούν τούτο. Πάντως αναφέρονται οι παρακάτω Αυτοκράτορες, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναγνώρισαν το πρωτείο διαποίμανσης στον Πάπα της Ρώμης ή δεν υπήρξαν Ορθόδοξοι:

1/ Αρειανοί: Κων/νος Α’ ο Μέγας , ο άγιος.
Κωνστάντιος.
Ουάλης.
2/ Ειδωλολάτρες: Ιουλιανός.
3/ Παπόφιλοι: Θεοδόσιος Β΄ ο άγιος.
Μαρκιανός ο άγιος.
Ιουστίνος Α΄.
Κων/νος Δ΄ ο Πωγωνάτος.
Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός.
Κων/νος Θ΄ ο Μονομάχος.
4/ Μονοφυσίτες: Βασιλίσκος.
Ζήνων.
Αναστάσιος Α΄ ο Δίκορος.
Φωκάς.
5/ Μονοθελήτες: Ιουστινιανός Α΄ ο άγιος.
Ηράκλειος Α΄.
Κώνστας Β΄.
Βαρδάνης Φιλιππικός.
6/ Εικονομάχοι: Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος.
Κων/νος Ε΄ ο Κοπρώνυμος.
Λέων Δ΄ ο Χαζάρος.
Λέων Ε΄ ο Αρμένιος.
Θεόφιλος.
7/ Παπόδουλοι: Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας.
Μανουήλ Α΄ Κομνηνός.
Αλέξιος Β΄ Κομνηνός.
Ισαάκιος Β΄ ο Άγγελος.
Αλέξιος Δ΄ ο Άγγελος.
Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης.
Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος.
Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός.
Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος.
8/ ΡΚαθολικοί: Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος.
Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος.
Ανδρόνικος Δ΄ Παλαιολόγος.
9/ Ουνίτες: Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος.
Κων/νος ΙΑ΄ Παλαιολόγος .

Σημειώνεται επίσης, ότι εκτός των διαφόρων, κατά καιρούς, Παπόφιλων Οικουμενικών Πατριαρχών Κων/πόλεως, υπάρχει η μοναδική ίσως περίπτωση, η ιδιότητα του Ορθόδοξου Πατριάρχη Κων/πόλεως και του Λατίνου Πατριάρχη Κων/πόλεως να ενυπάρχει στο αυτό πρόσωπο! Είναι γνωστό, ότι με την κατάληψη της Κων/πόλεως από τους Φράγκους το 1204 και την απομάκρυνση του Πατριάρχη, τοποθετήθηκε Λατίνος Πατριάρχης από τον Πάπα της Ρώμης Ιννοκέντιο Γ΄. Έτσι, ο πρώτος Λατίνος Πατριάρχης, που τοποθετήθηκε είναι ο Θωμάς Μοροζίνης, ο 29ος ο Φραγκίσκος Β΄, ο 30ος ο Ιωάννης Γ΄, ο 31ος ο Γρηγόριος, ο 32ος ο Ισίδωρος (ο πρώην Ορθόδοξος Μητροπολίτης Κιέβου), ο 33ος ο Βησσαρίων (ο πρώην Ορθόδοξος Μητροπολίτης Νικαίας) ο 34ος ο Πέτρος και ο 35ος ο Ορθόδοξος Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Γ΄ Μάμμας (1443-1450).
Ο Γρηγόριος Γ΄ (Γρηγόριος Μελισσηνός), πρώην πρωτοσύγκελλος και πνευματικός πατέρας του Αυτοκράτορα Ιωάννου Η΄ Παλαιολόγου, διαδέχθηκε στον Πατριαρχικό θρόνο, τον Μητροφάνη Β΄. Ο Αυτοκράτορας ζήτησε την εφαρμογή του όρου της Συνόδου Φλωρεντίας του 1439 από τον νέο Πατριάρχη και τη Σύνοδο με υπογραφή εγγράφου Ομολογίας. Ο Πάπας της Ρώμης Ευγένιος Δ΄, δραττόμενος της ευκαιρίας της εκλογής στο θρόνο της Κων/πόλεως Λατινόφρονα Πατριάρχη, διώρησε αυτόν και ως Λατίνο Πατριάρχη. Έτσι, ο Γρηγόριος Γ΄ ο Μάμμας είναι ο πρώτος και μοναδικός Πατριάρχης Κων/πόλεως, που υπήρξε επίσημα Ουνίτης.
Μετά την ανάληψη του Αυτοκρατορικού Θρόνου από τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, συνήλθε Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 1450, στην οποίαν παρευρέθησαν ο Αλεξανδρείας Φιλόθεος, ο Αντιοχείας Ανανίας και ο Ιεροσολύμων Θεοφάνης, η οποία και καθαίρεσε τον Γρηγόριο και εξέλεξε νέο Πατριάρχη τον Αθανάσιο Β΄. Ο καθαιρεθείς Γρηγόριος δραπέτευσε στη Ρώμη, ο δε Αυτοκράτορας δεν αναγνώρισε το νέο Πατριάρχη, ως ανθενωτικό.
Ο Αυτοκράτορας Κων/νος ΙΑ΄ επέμεινε στη φιλενωτική του πολιτική και ζήτησε βοήθεια από τον Πάπα Ρώμης Νικόλαο Ε΄, με την προϋπόθεση της επίτευξης της ένωσης των Εκκλησιών και την επιστροφή του Γρηγόριου στο θρόνο του. Ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ απέστειλε τον Καρδινάλιο Σαβίνων Ισίδωρο (τον πρώην Κιέβου), ο οποίος συναντήθηκε με τον Αυτοκράτορα τον Νοέμβριο του 1452 και κανόνισε τις λεπτομέρειες της ένωσης. Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 τελέσθηκε στον Ι. Ναό της Αγίας Σοφίας ενωτική λειτουργία, προεξάρχοντος του Καρδιναλίου Ισιδώρου και παρόντων του Αυτοκράτορα Κων/νου ΙΑ΄, Λατίνων και Ελλήνων κληρικών και λαϊκών. Αναγνώσθηκε από τον Καρδινάλιο ο ενωτικός όρος της Συνόδου Φλωρεντίας και μνημονεύθηκε στα δίπτυχα, ο Πάπας Ρώμης Νικόλαος Ε΄ και ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Γ΄ Μάμμας (αγίου Νεκταρίου, Μελέτη Ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, τ. Β΄, σελ. 259-262).
Συμπερασματικά, στην Ανατολή δεν σημειώθηκε ιδιαίτερη πρόοδος στο διοικητικό και κανονικό μηχανισμό της Εκκλησίας, όπως έγινε στη Δύση, γιατί στην Ανατολή όλη η δομή της Εκκλησίας είχε μυστηριακό χαρακτήρα και στηριζόταν στην ιδέα ότι αυτή είναι το μυστικό σώμα του Χριστού. Η βαθειά θρησκευτικότητα των Ελλήνων θεολόγων διέφερε πολύ από το νομικό θεολογικό ιδεώδες της Δύσης. Γι’ αυτό και οι ανατολικές αντιδράσεις στις Παπικές αξιώσεις έπαιρναν το χαρακτήρα του παραμερισμού των διαφορών και των απαιτήσεων της Ρώμης και όχι του πολέμου, με εξαίρεση το Φώτιο και το Μιχαήλ Κηρουλάριο. Π.χ. θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως η Ανατολή, δεν μπόρεσε να αναπτύξει πρωτοβουλία στα εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως πρόβαλλε αυτά κάθε τόσο ο Επίσκοπος Ρώμης. Για την άρση, π.χ. του Ακακιανού σχίσματος, την πρωτοβουλία είχε ο Αυτοκράτορας Ιουστίνος Α΄ και όχι ο Πατριάρχης Ακάκιος. Αυτός ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Ορμίσδα και είναι αυτός που ζήτησε οι Επίσκοποι της Ανατολής να υπογράψουν τον Παπικό λίβελλο (Formula Hormisdae), στον οποίον υπήρχαν φράσεις που υποδούλωναν την Ανατολική Εκκλησία σε τέτοιο βαθμό, ώστε ορισμένοι (Schmemann και άλλοι Ρώσσοι) διατείνονται πως με τη συμβιβαστική πολιτική τους οι Έλληνες άφησαν το Παπικό πρωτείο να εξελίσσεται δίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την εντύπωση, ότι συμμετέχουν στη δυτική περί Παπισμού άποψη. Ο λίβελλος του Ορμίσδα περιείχε τις φράσεις: «Επόμενοι εν πάσι τω Αποστολικώ Θρόνω και κηρύσσοντες αυτού πάσας τας διατάξεις» (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 66).
Ως εκ των ανωτέρω κατατεθέντων στοιχείων δείχνεται, ότι το πρωτείο εξουσίας, απροκάλυπτα ή καλυμμένα υπήρχε ανέκαθεν στον Παπισμό, ο οποίος ποτέ δεν παραιτήθηκε απ’ αυτό και απλώς η Α΄ Βατικανή Σύνοδος ήλθε να το επικυρώσει και επίσημα. Αντίθετα η Ανατολή είτε φανερά, είτε σιωπηρά, τουλάχιστον την 1η χιλιετία, το ανέχθηκε. Μετά το Σχίσμα του 1054 άρχισαν οι τριβές στο θέμα του πρωτείου, που κορυφώθηκαν με τη Α΄ Βατικανή

ΠΗΓΗ.ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Γιατὶ ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό; ( Γέροντος Ἰωσήφ του Ἡσυχαστή)  

Ἐρωτ.: Γέροντα, μᾶς μιλήσατε προηγουμένως γιά τό ἀτελές τοῦ Ἀπ. Πέτρου, πρό τῆς Πεντηκοστῆς. Λόγω τῆς ἀτέλειάς του ἀρνήθηκε τόν Κύριό μας;

Ἀπαντ.: Τό θέμα τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου, κατά τίς κρίσεις τῶν Πατέρων, εἶναι οἰκονομία. Διότι δέν ἦτο δυνατό ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἰς ὅλη τήν περίοδο ποὺ ἦταν μαζί μέ τόν Χριστό καί ἔδειξε τόσο ζῆλο καί τόση ταπεινοφροσύνη, νά πέση σέ τόσο μεγάλο λάθος, νά ἀρνηθῆ τρεῖς φορές τόν Δεσπότη Χριστό. Δέν εἶναι λογικό αὐτό. Θυμηθεῖτε τήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου!

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι;» ὁ Πέτρος ὡμολόγησε καί εἶπε: «Σύ εἰ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί ὁ Ἰησοῦς μας ἐγύρισε καί τοῦ εἶπε: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνά, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν». (Ματθ. 16,16-18).

Ὁ Πέτρος κατά φύσι ἦταν πολύ ζηλωτής καί ἀσυμβίβαστος. Μέσα στήν πανσοφία Του ὁ Θεός, μετά τήν θερμή του ὁμολογία, τόν ἔθεσε θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἐκκλησία θά ἀγκάλιαζε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύσι, ὅλους τοὺς χαρακτῆρες, ὄχι μόνο τούς ζηλωτές καί ἰσχυρούς ἀλλά καί τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους, ἐπιτρέπει ὁ Κύριος τήν τριπλῆ ἄρνησι. Διότι, μήν ξεχνᾶμε• οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι ἀσθενεῖς καί ἀδύνατοι. Οὔτε στούς πέντε ἀνά ἑκατό δέν θά εὕρωμε ἰσχυρούς χαρακτήρας, οἱ ὅποιοι ἀγάπησαν τόν Θεό ἐξ ὁλοκλήρου καί μέ τήν ὁρμή τῆς ἀγάπης τους ἔδειξαν αὐταπάρνησι. Γι’ αὐτούς λοιπόν τούς ὑπολοίπους ἀσθενεῖς ἔγινε οἰκονομία. Ὁ Πέτρος ὅμως ὡς ζηλωτής καί ἰσχυρός, ποὺ δέν εἶχε μέσα του νόημα συγκαταβάσεως, δέν θά τό καταλάβαινε αὐτό.

Ἑπομένως κάνει μία οἰκονομία ὁ Θεός καί ἐπιτρέπει νά τόν ἀρνηθῆ. Ὕστερα τόν θεραπεύει μόνος Του. Τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει: «Πέτρε, φιλεῖς με; Πέτρε, ἀγαπᾶς με;» Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, δέν τό κατάλαβε. Ἀλλά οἱ τρεῖς ἐρωτήσεις ἦταν ἡ θεραπεία τῆς τρισσῆς ἀρνήσεως.

Μέ τήν τριπλῆ Ὁμολογία, ὁ Πέτρος, ἐξήλειψε τήν ἐνοχή. Ἔμαθε ὅμως ἐκ πείρας, ὅτι καί οἱ ζηλωταί ἀκόμη ἔχουν ἀνάγκη ἐπιεικείας.

Τό ἴδιο κάνει ὁ Θεός καί στόν Ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἦταν ἡ σπονδυλική στήλη τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀφήνει στήν ἀρχή νά γίνη διώκτης, ἐχθρός• καί ὕστερα τόν παίρνει• καί αὐτός μέ συναίσθησι βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης λέγει: «Οὐκ εἰμί ἱκανός καλεῖσθαι Ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Ἔχω ὅμως ἕνα ἐλαφρυντικό, ὅτι «ἀγνοῶν ἐποίησα».

Βλέπετε μέ πόση πανσοφία ὁ Θεός οἰκονομεῖ γιά νά δώση καί σέ μᾶς παρηγοριά. Διότι αὐτοί οἱ κορυφαῖοι ἐάν ἔμπαιναν μέ τήν δύναμι τῆς ὁρμῆς τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ποῦ θά ἤξεραν ὅτι ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι δέν ἠμποροῦμε τώρα νά κρατήσωμε; Μέ αὐτό τόν τρόπο συγκαταβαίνει ἡ θεία ἀγαθότης πρός τίς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ἠμπορέσωμε καί ἐμεῖς νά φθάσωμε εἰς αὐτή. Κατεβαίνει ὁ Θεός γιά νά σηκωθοῦμε ἐμεῖς.

πηγη.αγια ζωνη

Πτυχές του χαρακτήρα του Αποστόλου Παύλου.

pavlos-1

Διαμορφωμένο κείμενο από το βιβλίο του Θ.Ρηγινιώτη. Εναντίον του Θεού», εκδ. Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο 2006.

Πριν από χρόνια, ένας φίλος μου είχε πει ότι ο απόστολος Παύλος ήταν πολύ καλός μάνατζερ. Εγώ πικράθηκα και θύμωσα μαζί του. Μου εξήγησε ότι δεν το είπε για κακό, αλλά γιατί πίστευε ότι ο Παύλος είχε προωθήσει το χριστιανισμό και οργανώσει τις τοπικές Εκκλησίες με τη μεθοδικότητα και το πνεύμα ενός ικανού σύγχρονου μάνατζερ, που αναλαμβάνει τη διαφήμιση μιας ιδέας η την οργάνωση και τη διοίκηση μιας μεγάλης επιχείρησης.

Α.Σήμερα, μετά από απείρως περισσότερη μελέτη και σκέψη, μπορώ να πω ότι επιμένω στην άποψη που είχα τότε: ο Παύλος δεν ήταν μάνατζερ. Δεν ήταν ο οργανωτικός νους που ρύθμιζε τη διοίκηση των χριστιανικών κοινοτήτων που ίδρυε κατά τόπους, που οργάνωνε τη λατρεία τους και καθόριζε με κάποιους ηθικούς κανόνες τη ζωή των μελών τους…

 Το αντίθετο: ήταν ένας αυθόρμητος άντρας, άσχετος από διοικητικά, που λειτουργούσε μόνο με τη φλόγα της ψυχής του, έκανε ό,τι νόμιζε σωστό την κάθε στιγμή, εμπιστευόταν τους πάντες, γι’ αυτό και δε σκεφτόταν τις πολύπλοκες συνέπειες που μπορεί να είχαν οι αυθόρμητες και ειλικρινείς ενέργειές του, μπερδευόταν, θύμωνε όταν έβλεπε αδικίες και διαμάχες (τις οποίες δεν άντεχε), πανηγύριζε όταν χαιρόταν, κοκκίνιζε όταν τον πρόσβαλλαν και αγαπούσε –αγαπούσε, αγαπούσε, αγαπούσε! Τον κατηγορούσαν ότι ήταν “κατά πρόσωπον ταπεινός” (ντροπαλός και δειλός) και διαμαρτύρεται γι’ αυτό στη Β΄ Κορινθ. 10, 1.

Β. Και μόνο η ύπαρξη των επιστολών αποδεικνύει ότι ο Παύλος δεν είχε στο νου του ένα συγκεκριμένο σύστημα ηθικής, που το δίδασκε ή το επέβαλλε στα μέλη των Εκκλησιών που ίδρυε. Κήρυττε απλά τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού, βάφτιζε (ο ίδιος η οι συνεργάτες του) όποιον αποδεχόταν το μήνυμά του, πιθανόν χειροτονούσε κάποιον επίσκοπο, όπως τον Τίτο στην Κρήτη και τον Τιμόθεο στην Έφεσο, και μετά πήγαινε παρακάτω, όπου θεωρούσε ότι τον οδηγεί ο Θεός. Γι’ αυτό χρειαζόταν αργότερα να στείλει τις επιστολές και να αναλύσει τις θεολογικές του απόψεις (π.χ. για τη σχέση μωσαϊκού νόμου και χριστιανισμού, τη συμπαντική διάσταση του προσώπου και του έργου του Χριστού ως συνδημιουργού του κόσμου ή ως δεύτερου Αδάμ κ.λ.π.), ν’ απαντήσει σε ερωτήματα των χριστιανών για ζητήματα ηθικής ή να προβεί σε παρεμβάσεις όπου παρουσιάζονταν προβλήματα.

Τι είδους προβλήματα; Κατ’ αρχάς, διχόνοιες και σχηματισμός παρατάξεων, όπως στην Κόρινθο, ηθικά έκτροπα, διείσδυση γνωστικών διδασκαλιών με λατρεία των αγγέλων, των άστρων κ.τ.τ. (π.χ. προς Κολοσσαείς, κεφ. 2, Α΄ προς Τιμόθεον, κεφ. 1, κ.α.), ιδιαίτερα προβλήματα, όπως η εμμονή των χριστιανών της Θεσσαλονίκης με τη δευτέρα παρουσία (γι’ αυτό το λόγο αναπτύσσει θεολογία της δευτέρας παρουσίας στη Β΄ προς Θεσσαλονικείς, ενώ πριν δε σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο), αλλά και φανατικοί ιουδαιοχριστιανοί που τον συκοφαντούσαν ως ψευδαπόστολο για να επιβάλουν το μωσαϊκό νόμο στους μη ιουδαίους χριστιανούς.

Στην προς Γαλάτας είναι πλέον εκτός εαυτού, προφανώς γιατί η δολιοφθορά έχει προχωρήσει σε βάθος και έχει επηρεάσει τους χριστιανούς. “Ακόμα κι αν εμείς οι ίδιοι ή και άγγελος εξ ουρανού σας διδάσκει άλλο ευαγγέλιο απ’ αυτό που σας διδάξαμε την πρώτη φορά, ας είναι ανάθεμα! Τι νομίζετε; Ότι επιδιώκω μ’ αυτά που κάνω ν’ αρέσω στους ανθρώπους; Όχι, γιατί τότε δε θα ’μουν δούλος του Χριστού”. Και συνεχίζει πιο ήρεμα, αφηγούμενος την ιστορία του, τη μετάνοιά του, την πρώτη του συνάντηση με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο “τον αδελφόν του Κυρίου”, τη συνεργασία του με το Βαρνάβα και τελικά την άνοδό του στα Ιεροσόλυμα, μόλις δεκατέσσερα χρόνια μετά, όπου ζήτησε και πήρε έγκριση με θερμή χειραψία από τους αποστόλους εκθέτοντάς τους τη χριστιανική διδασκαλία που κήρυττε, για να είναι βέβαιος ότι δεν κοπιάζει μάταια και μακριά απ’ την αλήθεια. Τότε έγινε και η αποστολική σύνοδος.

Γ.Ο Παύλος εμπιστευόταν τόσο τους ανθρώπους όσο και την καρδιά του, που ήταν το πηδάλιό του στα ταξίδια του, αλλιώς θα είχε φροντίσει να κατηχήσει σ’ όλα αυτά τους πιστούς του όταν ήταν εκεί. Πουθενά όμως δεν επικαλείται τέτοιες κατηχήσεις –γι’ αυτό και χρειάζεται τις επιστολές.

Δ.Ο θυελλώδης αυθορμητισμός του Παύλου (άλλη μια μαρτυρία για την ειλικρίνειά του) φαίνεται και σε σημεία όπου λυπάται η θυμώνει μ’ εκείνους που διαστρεβλώνουν το χριστιανικό μήνυμα και, για να στηρίξουν τη διδασκαλία τους, τον συκοφαντούν ότι δεν είναι κανονικός απόστολος και ότι διδάσκει εσφαλμένη θεολογία.

Ε. Ενώ ο ίδιος θεωρεί ότι είναι “ο ελάχιστος των αποστόλων”, ένα “έκτρωμα” (γι’ αυτό είδε τον αναστημένο Χριστό τελευταίος “από πεντακόσιους και περισσότερους αδελφούς”), που “δεν του αξίζει καν να ονομάζεται απόστολος, γιατί αρχικά καταδίωξε την Εκκλησία του Θεού” (Α΄ Κορ. 15, 5-9), όμως επιμένει ότι η χάρη του Θεού τον οδήγησε και κοπίασε περισσότερο απ’ όλους (“όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου”) κι έτσι, είτε οι άλλοι απόστολοι είτε αυτός, κηρύττουν και πιστεύουν τα ίδια πράγματα.

ΣΤ.Σε σημεία όπως τα κεφάλαια 10 και 11 της Β΄ προς Κορινθίους, ο Παύλος, με αγανάκτηση σχεδόν μέχρι δακρύων, δεν προσπαθεί πια να πείσει αλλά διακηρύσσει ότι είναι απόστολος και ότι εκείνοι που διαστρεβλώνουν το κήρυγμά του, που “κηρύσσουν έναν άλλο Ιησού και δίνουν ένα άλλο πνεύμα” (όχι το Άγιο Πνεύμα), είναι ψεύτες και υποκριτές. Πρόκειται για τους ιουδαιοχριστιανούς που διαφώνησαν με την αποστολική σύνοδο (με την οποία, κατ’ ουσίαν, έκλεισε ο ιουδαϊσμός) και άρχισαν να γυρίζουν εκεί όπου κήρυττε ο Παύλος και να προσπαθούν να επιβάλουν στους χριστιανούς την περιτομή και το μωσαϊκό νόμο ως απαραίτητα για τη σωτηρία (αυτό είναι ένα ζήτημα που αντιμετωπίζει ο Παύλος και στην προς Ρωμαίους, την προς Γαλάτας και αλλού, θεμελιώδες για τη θεολογία μας και για τη σχέση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, δηλαδή παλαιού και νέου κόσμου, παλαιών θυσιών και αναίμακτης θυσίας της θείας Μετάληψης, παλαιών θρησκειών και χριστιανισμού κ.τ.λ.).

Ζ. Από τη στιγμή που ο Παύλος έγινε αρχηγός της αποστολής, λόγω της ευφράδειας, του ζήλου του και της πίστης που του έδινε τη δυνατότητα να κάνει θαύματα (συγνώμη που το γράφω αυτό, αλλά υπάρχει κι αυτό το στοιχείο –και οι απόστολοι δεν ήταν αφελείς, να πέσουν στην παγίδα ενός τρυκαδόρου), ποτέ δεν περιόδευε ούτε κήρυττε μόνος του, αλλά πάντα με φίλους και συνεργάτες, τους οποίους αναφέρουν τόσο οι Πράξεις –ο Λουκάς, συγγραφέας των Πράξεων, είναι ένας απ’ αυτούς– όσο και ο ίδιος ο Παύλος σε πάρα πολλά σημεία των επιστολών του. Δεν έχουμε λοιπόν έναν απατεώνα, αλλά μια παρέα χριστιανούς, που μεταλαμπαδεύουν το μήνυμα από την Παλαιστίνη μέχρι τη Ρώμη (στην οποία ο Παύλος πήγε πρώτη φορά ως κρατούμενος), υφιστάμενοι πείνα και δίψα, ραβδισμούς, λιθοβολισμούς, μαστιγώσεις (και φραγγέλωση), διαπομπεύσεις και τελικά το θάνατο (βλ. και Β΄ Κορ, 11, 23-33). Αυτό νομίζω ότι έχει σημασία για την ψυχογραφία του Παύλου και την προσεχτική ερμηνεία των επιστολών του.

Στην προς Ρωμαίους, όπου τα προβλήματα με τους ιουδαιοχριστιανούς συνεχίζονται, στην αρχή του κεφαλαίου 9, αφού έχει αναλύσει διεξοδικά την υπεροχή του χριστιανισμού και της Καινής Διαθήκης έναντι του ιουδαϊσμού και της Παλαιάς, τη ματαιότητα της ιουδαϊκής επιμονής στις εντολές του μωσαϊκού νόμου ως δρόμου της σωτηρίας, την υπεροχή της αγάπης και την πεποίθηση ότι λαός του Θεού πλέον είναι οι χριστιανοί όλων των εθνών και όχι οι περιχαρακωμένοι στην παλαιά θρησκευτική τους κληρονομιά Ιουδαίοι, ο Παύλος ξεσπά: “Αλήθεια λέω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, μάρτυράς μου η συνείδησή μου εν Πνεύματι Αγίω, ότι λυπούμαι πάρα πολύ και πονώ αδιάκοπα στην καρδιά μου. Φτάνω στο σημείο να εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από το Χριστό, αρκεί να πήγαιναν κοντά Του οι αδελφοί μου, οι ομοεθνείς κατά σάρκα!”.

Ανάλογο ξέσπασμα υπάρχει και στη Β΄ Κορ, κεφ. 11: “Ο Θεός ξέρει ότι σας αγαπώ. Αλλά πέστε με τρελό, ώστε να καυχηθώ έστω και λίγο. Ανέχεστε όποιον σας εξαπατά και σας εκμεταλλεύεται. Σα να μη μπορούσαμε κι εμείς να κάνουμε τα ίδια! Όποιος τολμά να καυχηθεί (λέω βλακεία τώρα), τολμώ κι εγώ!”. Κι αρχίζει ν’ ανασκευάζει τη σημασία των ιδιοτήτων που επικαλούνταν εκείνοι, φωνάζοντας ότι τις έχει κι αυτός: “Είναι Εβραίοι; Κι εγώ! Ισραηλίτες; Κι εγώ! Απόγονοι του Αβραάμ; Κι εγώ! Υπηρέτες του Χριστού; Θα μιλήσω σαν ανόητος: πιο πολύ εγώ. Μόχθησα, φυλακίστηκα…” κ.τ.λ. (εξιστορεί το ξύλο που έφαγε, τους διωγμούς που υπέστη και τα λοιπά).

Επιμέλεια κειμένου: πρωτ.Δημήτριος Αθανασίου.

Ένα όραμα.(ποίημα αφιερωμένο στον Απόστολο Παύλο)

SAINT_PAUL_AND_SCENES_FROM_HIS_LIFE_2

 

Σάν μέσα σ᾽ ὄνειρο γλυκό, ἁγιόραμα μοῦ ᾽δόθη

– ἐντός τοῦ σώματος, ἐκτός – δέν μπόρεσα νά βρῶ,

καί σ᾽ ἄλλον κόσμο βρέθηκα, σάν σέ μιά ἄλλη ὄχθη,

μέ ὁδηγό καί σύντροφο ἕν᾽ ἄγγελο ἁβρό.

Γλυκά μοῦ μίλησε στ᾽ αὐτί, πού ρίγησ᾽ ἡ ψυχή μου,

῾θέ νά σοῦ δείξω᾽, ἄκουσα, ῾μέλος τρανό ᾽Ιησοῦ,

ἕν᾽ ἅγιο πού τό θωρῶ τιμή κι ἀναψυχή μου

νά κάνω λόγο γιά αὐτόν, τόν Παῦλο τῆς Ταρσοῦ.

Τήν ᾽Εκκλησία ρήμαζε, πρίν εὕρει τόν Χριστό του

κι ἔπνεε φόνο κι ἀπειλή τήν κάθε μιά στιγμή,

μά λάμψη, ὅταν φώτισε, τόν ἄδειο ἑαυτό του,

εἶδε τήν κατακρύλα του, στάθηκε μέ πυγμή.

Δέν θά μέ φτάσει ὁ καιρός τά ἔργα ν᾽ ἀριθμήσω

πάνω στή γῆ πού ἔκανε, σά θεία ἰαχή,

μόνο τό φῶς πού ἔριξε, γιά λίγο θά θυμήσω,

στή δόξα τοῦ Κυρίου μου, ῾Ελλήνων τήν ψυχή.

Στῶν Μακεδόνων μας τή γῆ βρέθηκε μ᾽ἅγια χάρη,

καθώς ῾διαβάς βοήθησον᾽ ἄκουσε τή φωνή,

δέν δείλιασε, δέν δίστασε τό βάρος της νά ἄρει

καί στούς Φιλίππους βρέθηκε τήν πίστη νά δονεῖ.

Στή φυλακή ἐρίχτηκε, δέν γεύτηκε τή νίκη,

τόν ἔδιωξαν, τόν ἔσπρωξαν σέ ἄλλης γῆς μεριά,

σ᾽ ᾽Αμφίπολη, σέ Βέροια καί στή Θεσσαλονίκη

ἐπῆγε ὁ ἀπόστολος κι ἄναψε κεῖ κεριά.

Μά, νά, ἡ ἀποκάλυψη κι ἡ ταραχή συνάμα!

Τά βήματά του σύρθηκαν στήν πόλη ᾽Αθηνᾶς.

Τό ὅραμά του φάνταξε ἴδιο Θεοῦ τό θάμα:

ἡ πόλη ῾ἡ κατείδωλος᾽, νά ᾽ ναι Χριστοῦ ἀμνάς!

Τά λόγια ἦρθαν σάν βροχή στή δίψα τῶν ἀνθρώπων,

νά τιθασεύσει πάλεψε νοῦ καί καρδιά μαζί,

῾δέν σᾶς κηρύσσω τούς Θεούς τῶν μακρινῶν μας τόπων᾽,

εἶπε, κι εὐθύς φανέρωσε τόν ᾽Ιησοῦ πού ζεῖ.

᾽Αλλίμονο! δέν ἔνιωσαν τή λογική τῆς πίστης,

μέ σηκωμένη τήν ὀφρύ φύγανε μονομιᾶς,

῾καί πάλι θά σ᾽ ἀκούσουμε᾽, εἶπ᾽ ὁ δικός τους μύστης,

τύλιξε τόν ἀπόστολο σύννεφο μοναξιᾶς.

Παρηγοριά καί βάλσαμο χύθηκε στήν καρδιά του,

ὅταν δειλά προχώρησαν κοντά του ξένοι δυό,

ἡ Δάμαρις πού γίνηκε ἕν᾽ ἀπό τά παιδιά του

κι ὁ δικαστής Διονύσιος, π᾽ ἀγάπησε σάν γιό.

῾Νά τα τά πρόβατα τ᾽ ἁγνά, τά λιγοστά Κυρίου᾽

θυμήθηκε καί ἔκλαψε ὁ μάρτυρας πιστός,

τήν ὄψη δέν φοβήθηκε τοῦ πονηροῦ θηρίου,

γιατί τή ρίζα ἔβλεπε πού ἦταν ὁ Χριστός᾽.

Σταμάτησε νά μοῦ μιλᾶ ὁ ὁδηγός ὁ ἅγιος

καί ἄρωμα ξεχύθηκε, κάλυψε τή σιωπή,

ἡ καιομένη μου καρδιά σάν τόπος πιά πανάγιος,

μέ θάρρος ἐκινήθηκε, νίκησε τήν ντροπή.

῾Θέλω τόν ἅγιο νά δῶ᾽, ψέλλισα μέ λαχτάρα,

῾κεῖνον πού ἦταν κι εἶναι πιά πνευματική μου ἀρχή,

τόν μάρτυρα τῆς πίστεως στοῦ ῞Ελληνα τή φάρα

κι ἴσως ἀκούσω καί ἐγώ τόν λόγο του νά ἠχεῖ᾽.

Πῆρε τό λόγο πάλι του ὁ φτερωτός μου φίλος,

ἀφοῦ μέ κοίταξε γλυκά, σάν ἥλιος τό πρωΐ,

῾κάθε μου λέξη γιά αὐτόν κινεῖ ὁ θεῖος ζῆλος῾

εἶπε, καί λάμψη γίνηκε ἡ ἅγια του πνοή.

῾Βάσανα πέρασε πολλά, φυλάκιση, ναυάγια,

– ν᾽ ἀπαριθμήσει δέν γροικᾶ ὁ κάθε νοῦς κτιστός –

μά ὅλα δόξα τά θωρεῖ καί κλάδους ἀπό βάγια,

στίγμα πού ἀφήνει πάνω του ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Κεῖ πού ἡ δόξα σκέπασε τό κουρασμένο σῶμα

ἦταν στό τέλος τό φρικτό, στή Ρώμη τήν πλατιά.

Τό βλέμμα ἔστρεψε ψηλά, πρίν γείρει μές στό χῶμα,

κι εἶδε Χριστοῦ τήν ἀγκαλιά, τή θεία Του ματιά᾽.

῾Θέλω τόν ἅγιο νά δῶ᾽, ξανάπα μ᾽ ἅγια ζέση,

῾τῆς οἰκουμένης τήν καρδιά, ἀγάπης τόν λυγμό᾽.

Κι ἔνιωσα μέσα στήν καρδιά, στή γῆ πού εἶχε δέσει,

τῆς χάρης τό φτερούγισμα, τόν θεῖο τόν νυγμό.

῾Νά τόνε δεῖς ἀπό κοντά δέν γίνεται ἀκόμα᾽,

ἀπάντησε μέ συστολή ὁ θεῖος τοῦτος νοῦς,

῾μόνο τή λάμψη του θά δεῖς ἀπ᾽τ᾽ ἅγιο του τό δῶμα,

κι αὐτό γιατί ἐγίνηκε ἴδιος ὁ ᾽Ιησοῦς!᾽

Πως «χτίστηκαν» οι Πυλώνες της Δημιουργίας;

Στο νεφέλωμα του Αετού υπάρχει μια περιοχή που έγινε διάσημη από μια φωτογραφία του Hubble.

Πρόκειται για μια περιοχή που αποτελείται από τρεις στήλες κοσμικής πυκνής ύλης οι οποίες λειτουργούν στην ουσία ως ένα εργοστάσιο νέων άστρων. Μια νέα προσομοίωση δείχνει το πώς δημιουργήθηκαν οι «Πυλώνες της Δημιουργίας» όπως ονόμασαν οι επιστήμονες αυτές τις στήλες.

Οι Πυλώνες

Την 1 Απριλίου του 1995 το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble έστρεψε το βλέμμα του στο νεφέλωμα του Αετού που βρίσκεται σε απόσταση 6.500 χιλιάδων ετών από εμάς στον αστερισμό του Όφεως. Μία από τις φωτογραφίες απεικόνιζε γιγάντιες «κολόνες» από διαστρικά αέρια και άλλη κοσμική ύλη.

Οι επιστήμονες ονόμασαν αυτές τις κολόνες «Πυλώνες της Δημιουργίας» αφού εκεί εξελίσσεται η παραγωγή νέων άστρων. Η συγκεκριμένη φωτογραφία θεωρείται σταθμός για την αστρονομία και είναι η διασημότερη από τις εκατοντάδες χιλιάδες εικόνες που έχει τραβήξει στα 24 χρόνια λειτουργίας του το Hubble.

Η φυσαλίδα

Ο Σκοτ Μπαλφούρ, μεταπτυχιακός φοιτητής της Σχολής Φυσικής και Αστρονομίας του Πανεπιστημίου Κάρντιφ στη Βρετανία, αποφάσισε να διερευνήσει την προέλευση των Πυλώνων.

Σχεδίασε μια προσομοίωση τα αποτελέσματα της οποίας έδειξαν ότι οι Πυλώνες δημιουργήθηκαν μέσα σε μια κολοσσιαία φυσαλίδα που δημιουργήθηκε με τη σειρά της από ισχυρούς ανέμους υπεριώδους ακτινοβολίας.

Τέτοιοι άνεμοι δημιουργούνται σε γιγάντια άστρα, πολλές φορές μεγαλύτερα από τον Ηλιο. Η μελέτη δείχνει ότι συμβολή των γιγάντιων άστρων στη γέννηση νέων άστρων είναι πιο ευρεία και σύνθετη από όσο θεωρούσαν οι ειδικοί μέχρι σήμερα. Η μελέτη παρουσιάστηκε στο εθνικό συνέδριο της Βασιλικής Εταιρείας Αστρονομίας της Βρετανίας που διεξάγεται αυτές τις μέρες στο Πόρτσμουθ.

Πηγή: Το Βήμα science

Οι Αόρατοι ασκητές της Κρήτης  

Το «Άγιον Όρος» της Κρήτης

 Όταν αναπτύχθηκε και στην Κρήτη ο αναχωρητισμός- ερημητισμός, επέλεξε να απλωθεί στην ευρύτερη περιοχή των Καλών Λιμένων (περιοχή στην οποία προσάραξε και παρέμεινε ο Απόστολος Παύλος, μεταφερόμενος στην Ρώμη), κι από εκεί σε όλα τα κεντρικά και νότια Αστερούσια όρη με τελικό επίκεντρο το Αγιοφάραγγο. Δικαίως ονομάστηκαν τα Αστερούσια «Άγιον Όρος της Κρήτης». Ο ερημητισμός αυτός έφθασε σε πολύ μεγάλη ακμή όχι μόνο σε αριθμό αλλά και σε ποιότητα. Απόδειξη το γεγονός ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης διδάχθηκε εκεί την νοερά προσευχή από τον ασκητή Αρσένιο, την οποία δίδαξε και ο ίδιος στην συνέχεια στο Άγιον Όρος.

Ορατές μαρτυρίες του ερημητισμού των Αστερουσίων είναι τα μέχρι σήμερα σωζόμενα ασκητήρια, τα οποία είναι παντού εγκατεσπαρμένα.

Οι ερημίτες υπήρχαν ως τα μέσα του 20ου αιώνα και μάλιστα σε απόλυτη απομόνωση. Μέχρι σήμερα ακούγονται παραδόσεις για αόρατους ασκητές, ασκητές δηλαδή που με την χάρη του Θεού έχουν φτάσει σε πολύ μεγάλα μέτρα αγιότητας και έχουν το χάρισμα να γίνονται αόρατοι από τους ανθρώπους. Και αυτό όχι γιατί τους φοβούνται, αλλά κυρίως για να μην αποσπώνται από τον σκοπό που πήγαν εκεί, να ενωθούν με τον Θεό.

Μαρτυρίες πολλές, διηγήσεις άπειρες …;. Αλλά πως μπορούμε εμείς να αναφέρουμε μόνο σε λίγες γραμμές το τι θαυμαστά γίνονται εκεί στην περιοχή των Αστερουσίων. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν θα αναφέρουμε τις πηγές από τις οποίες αντλήσαμε τα παρακάτω στοιχεία και αυτό για ευνόητους λόγους.

Υπάρχουν λοιπόν αρκετές μαρτυρίες για την εμφάνιση αόρατων αλλά και ορατών ασκητών στην περιοχή του Αγιοφάραγγου ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με μαρτυρίες ιερέων που κοινωνούν κάποιους από αυτούς, υπάρχουν δυο ασκητές οι οποίοι είναι ορατοί στους ανθρώπους. Μας διηγείται ο ιερεύς, ότι για να πάει να κοινωνήσει τον ασκητή Θεοδόσιο κάνει πορεία δυο με τρεις ώρες πάνω στα βουνά, πάνω σε μέρη δύσβατα και απρόσιτα. Όταν όμως φτάνει στο μέρος όπου ασκητεύει ο πατήρ Θεοδόσιος, μια ευωδία απλώνεται στην περιοχή.

Το ασκητήριο, δυο επί δυο. Ίσα- ίσα χωράει μέσα ο γέροντας Θεοδόσιος. Αλλά η καρδιά του χωράει όλη την κτίση, όλο τον κόσμο. Γιατί κοινωνεί και επικοινωνεί με τον κόσμο. Πως ; όταν ο ιερεύς πάει να κοινωνήσει τον γέροντα του δίνει χαρτιά με τα ονόματα ορισμένων ανθρώπων που χρήζουν βοηθείας. Έτσι ο γέροντας προσεύχεται διακαώς για αυτούς. Μας εξομολογείτε ο ιερεύς ότι το σώμα του γέροντα είναι γερασμένο αλλά το πρόσωπό του λάμπει σαν τον ήλιο. Σημαντικό δε είναι το γεγονός ότι, και άλλοι άνθρωποι έχουν συναντήσει τον γέροντα Θεοδόσιο, συζητώντας μαζί του ποικίλα θέματα.

Συγκλονιστική δε είναι η μαρτυρία τους ιερέως που επικοινωνεί με τον γέροντα Θεοδόσιο, όταν τον ρώτησε : Γέροντα πόσοι ασκητές είστε εδώ; Ο γέροντας χαμογέλασε, και με γλυκιά φωνή του απαντά, πολλοί.

Αυτό μπορούν να μας το διαβεβαιώσουν πολλοί από τα πλησιέστερα εκεί χωριά. Και αυτό γιατί υπάρχει η μαρτυρία ότι όταν είναι καιρός να κουρευτούν τα πρόβατα, τότε όλα τα ζώα και περισσότερο τα άγρια κατσίκια που ζουν στα αστερούσια είναι κουρεμένα. Και αυτό είναι δείγμα ότι υπάρχουν και άλλοι πολλοί ασκητές στην εκεί περιοχή, που ακόμη και τα άγρια ζώα υπακούουν σε αυτούς, όπως τόσοι άγιοι έγιναν προσιτοί στα άγρια ζώα και θηρία …;

          Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες έμπιστων ανθρώπων οι ασκητές οι οποίοι ζουν στα Αστερούσια είναι περίπου 20, και αυτό το λέμε και πάλι με επιφύλαξη. Ίσως είναι λιγότεροι ίσως περισσότεροι. Εμείς όμως πρέπει να σεβαστούμε την απόφασή τους αυτή, δηλ. την απομόνωσή τους από τον κόσμο και την απόλυτη αφοσίωσή τους προς Τον Θεό. Δια τούτο και όλοι οι Κρητικοί γνωρίζουμε αλλά δεν αποκαλύπτουμε.

          Μπορούμε όμως να αναφέρουμε άλλα δυο θαυμαστά γεγονότα τα οποία πραγματοποιηθήκαν στην εκεί περιοχή.

          Ήταν κάποτε μια ομάδα νέων ανθρώπων και ήθελε να περιηγηθεί στα δύσβατα μονοπάτια των Αστερουσίων. Όταν σκοτείνιαζε, αποφάσισαν να φύγουν. Τότε ένας από την ομάδα είπε : είδατε προλαβαίναμε να κάνουμε την παράκληση του Αγίου Αντωνίου που μας είπε εκείνος ο καλόγερος πάνω στο βουνό. Τότε οι άλλοι ξαφνιάστηκαν και του είπαν ότι δεν συνάντησαν κανένα καλόγερο καθ’ όλη την διάρκεια του περιπάτου. Εκείνος δε , επέμενε ότι τον συνάντησαν και τους είπε να ψάλλουν την παράκληση … Βλέπουμε λοιπόν ότι οι «αόρατοι ασκητές» εμφανίζονται μόνο σε αυτούς οι οποίοι έχουν καθαρή καρδιά και αγνό λογισμό.

Θαυμαστό είναι και το εξής γεγονός : όταν ένας περιηγητής τραβούσε με την βιντεοκάμερά του το καταπληκτικό τοπίο στο Αγιοφάραγγο, η κάμερά του συνέλαβε ένα καλόγερο. Και με την περιέργεια που διακρίνει την ανθρώπινη φύση, πήγαινε από πίσω του και τον βιντεοσκοπούσε. Όταν λοιπόν έβαλε την κάμερα να παίξει αυτά που έγραψε, είδε ότι τράβηξε, όλα τα τοπία, τα βουνά, τα νερά … αλλά ο μοναχός έλλειπε από την λήψη. Τότε ξαφνιάστηκε και κατάλαβε ότι επιτελούνται θαυμαστά έργα εκεί, και οι μοναχοί θέλουν την απόλυτη ησυχία και γαλήνη. Δια τούτο και εξαφανίστηκε ο μοναχός δια θαύματος από την λήψη της βιντεοκάμερας.
πηγή 

Στο Αγιοφάραγγο, νότια του νομού Ηρκαλείου Κρήτης (Αστερούσια Όρη) υπάρχουν πολλά παλαιά ερημητήρια σε σπηλιές. Εκεί λένε πως ζουν και σήμερα ακόμη αόρατοι ασκητές, που έχουν το χάρισμα να παραμένουν αθέατοι, αν θέλουν, ακόμη κι αν κάποιος περάσει δίπλα τους.

Σύμφωνα με παράδοση, που μας είχε αφηγηθεί η γερόντισσα Συγκλητική, μεγαλόσχημη μοναχή στο Ρέθυμνο (ηγουμένη στο μικροσκοπικό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στο λόφο του Τιμίου Σταυρού, εντός της πόλης του Ρεθύμνου), οι ασκητές αυτοί είναι υπεραιωνόβιοι, αφού παίρνουν παράταση από το Θεό να ζήσουν όσα χρόνια θέλουν. Η ίδια γερόντισσα μας είπε ότι με μια αόρατη ασκήτρια από το Αγιοφάραγγο είχε επικοινωνία ο άγιος γέροντας Κύριλλος Παναγιωτάκης από τα Ακούμια Ρεθύμνης (κοιμήθηκε 1986), εφημέριος της ίδιας μονής.

Θρύλους γι’ αυτούς αναφέρει ο Νίκος Ψιλάκης στο βιβλίο του Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, Ηράκλειο 1994, τόμ. Α΄, σελ. 236.

Παραθέτουμε τρεις: Στο Γουμενόσπηλιο έρχονταν μια φορά το χρόνο οι ασκητές, από τον Πρέβελη ώς τον Κουδουμά [μοναστήρια, το ένα νότια Ρεθύμνου, το άλλο νότια Ηρακλείου]. Είχε 300 πέτρες γύρω γύρω και καθένας καθόταν στη δική του. Μετρούσανε κεφαλές και, αν έλειπε κανείς, ελέγανε: «Ο Θεός να τόνε συχωρέσει». Μόνο τότε, κάθε Λαμπρή, εθωρούσε ο ένας τον άλλο.

Σ’ ένα σπήλιο στο Μάρτσαλο εζούσε ένας ασκητής. Πηγαίνανε και του ζητούσαν ευλογία οι ανθρώποι, αλλά αυτός δεν εμφανιζότανε ποτέ. Έβγαζε μόνο το δαχτυλάκι του από μια τρύπα και σταύρωνε. Άνθρωπος δεν είδε ποτέ το πρόσωπό του.

Στον Άγιο Αντώνιο στο Αγιοφάραγγο μαζώνονται κάθε νύχτα οι ασκητές και λειτουργούνε. Τυχερός όποιος τους δει. Ένας παλιός ηγούμενος της Οδηγήτριας σηκωνότανε τα μεσάνυχτα, πήγαινε και λέγανε πως πολλές φορές έπαιρνε κι αντίδωρο.

ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Ασκητές στην Κρήτη