Η ιστορία του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος,η λειτουργική του χρήση και τα χαρακτηριστικά του.

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.

Ο Ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα(Μ.Π.Κ)

Ο ποιητής λοιπόν του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος είναι ο Θεόδωρος Β´ Δούκας Λάσκαρις, βασιλιάς τῆς αυτοκρατορίας τῆς Νικαίας, ποὺ ιδρύθηκε μετα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως απο τους Φράγκους, σαν αντίσταση στην Φραγκοκρατία ποὺ επεβλήθηκε απὸ τὴν Δ´ Σταυροφορία κατὰ τὰ έτη 1204 – 1261.

Ὁ χρόνος άρα που γράφτηκε ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανόνας είναι ὁ ΙΓ´ μ.Χ. αιώνας καὶ συγκεκριμένα τὸ διάστημα των ετών 1204 – 1258 μ.Χ.που ἔζησε ὁ ποιητής του Θεόδωρος Β´ Λάσκαρις.

Ο Επιληπτικός Αυτοκράτορας

Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ήταν γιος του Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη, και εγγονός του Θεοδώρου Α΄Λάσκαρη δημιουργού του κράτους της Νικαίας. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή αυτοκρατορία, και το ίδιο δυνατή την παρέδωσε στους διαδόχους του.

Ήταν πολύ μορφωμένος, και είχε πλούσια φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση. Δάσκαλοί του ήσαν οι Νικήφόρος Βλεμμύδης και Θεόδωρος Ακροπολίτης.

Όταν πάντρεψε την κόρη του με τον Νικηφόρο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ και της Θεοδώρας , του παραχωρήθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια.

Πάσχοντας από επιληψία βαριάς μορφής αδυνατούσε να ασκεί τακτικά τα καθήκοντά του και με το πέρασμα του χρόνου η επιδείνωση της υγείας του, του προκαλούσε έντονες εμμονές, στρέφοντας πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους εναντίον του.Ειδικότερα η συναισθηματική του αστάθεια εκφράζεται κυρίως «σαν κατάθλιψη η σαν διάχυση του συναισθήματος ¨..

Σε μια από το πλήθος των επιστολών του ,ιδιαίτερα αποκαλυπτικών του εσώτερου ψυχισμού του γράφει: «Ίδης τον παντάπασιν χαροπόν,κατηφή ,δεινόν ,συννοίας μεστόν και παντοίως τη λύπη τρωθέντα και τιτρωσκόμενον .Οίμοι τι εν εμοί γέγονεν!Ουδέν άλλο είποιμι ή ότι πάντως κάθαρσις ψυχικλή και ταπείνωσις σαρκική ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον»(J.B.Papadopoulos)

Κάποτε στον δρόμο της Ιστορίας ,συναντήθηκε με το πρόσωπο της Θεοδώρας ,της Βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου και σημερινής Αγίας και πολιούχου της Άρτας.

Η κόρη του Μαρία παντρεύτηκε τον Νικηφόρο ,τον πρωτότοκο γυιό του Μιχαήλ και της Θεοδώρας. Ο χαρακτήρας της Θεοδώρας , ,που είχε αποκτήσει «υπομονή αγίας και συνέίδηση ειρηνοποιού»(D.M.Nicol), αλλά και η Θεοτοκοφιλία της ήταν παραδειγματική και καταλυτική γι αυτόν.Και στις δύσκολες ώρες του συλλογικού βίου και του ατομικού πόνου έμαθε από την Θεοδώρα ,(που οι περιπέτειες της ζωής της έκαναν να κυλήσουν από τα μάτια της ¨θρόμβοι δακρύων» και να στραφεί προσευχητικά πολλές φορές προς το πρόσωπο της Θεοτόκου ) να στρέφει τα βλέμματα στην μορφή της Γιάτρισσας Παναγίας .Και να απευθύνει σε Αυτή κατανυκτικές επικλήσεις ,που εκφράζουν ένα έντονο ψυχικό άλγος.

Αποτέλεσμα αυτών των διαρκών προσευχητικών επικλήσεων του Θεοδώρου προς την Θεοτόκο είναι και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας που αυτός συνέθεσε.

Καθώς ή υγεία του χειροτέρευε o Θεόδωρος  παραιτήθηκε από τον θρόνο της Νικαίας καί αποσύρθηκε στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, δπου καί έγινε  μοναχός λίγο πρίν τόν θάνατο του. «Αφησε την τελευταία του πνοή τόν Αύγουστο τοΰ 1258 πρίν ή κατά τήν διάρκεια τού μεθεόρτου οκταημέρου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Ό Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σέ κάποια ύφεση της ασθενείας του πού διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός πού αποδόθηκε σέ θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.

Η Λειτουργική χρήση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα.

Ό Κανόνας  γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σέ ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των  γύρω  Μονών. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ό Κανόνας χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Μεγάλη Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.

Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου ή Μεγάλη Παράκλησις τελούνταν καθημερινά  προς ίασή  του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως του Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι  ή ακολουθία της Μεγάλης Παρακλήσεως ψάλλονταν   καθημερινά  μέχρι την ώρα του θανάτου του. Είναι επίσης εύλογο νά δεχθούμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και έγινε  συνήθεια έκτοτε νά ψάλλεται ή ακολουθία κάθε Αύγουστο  σε μνήμη του ποιητή της.

Λίγο πρίν από τον θάνατό του ζήτησε να εξομολογηθεί.Έπεσε στα πόδια του εξομολογητή και ¨δακρύων απλέτοις ρεύμασι την γήν εν ή κατέκειτο έπλυνεν ,ώστε και πηλόν γεγενήσθαι εκ τούτων …το «εγκατέλιπόν σε Χριστέ» συνεχώς επεφώνει»(Γ.Ακροπολίτης )

Η ίδια αυτή κραυγή ενός έντονου ψυχικού άλγους ξεπηδά και και μέσα από τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα , που σήμερα αντηχεί στους ναούς στα δειλινά του ελληνικού Δεκαπενταύγουστου ,συγκινώντας τους πιστούς με τους έξοχους στίχους του ,γεμάτους από βαθιά εσωτερική οδύνη και συντριβή.

«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν και συμφορών νέφη την εμήνκαλύπτουσι καρδίαν»

. «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ήν έχω»

Στίς 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει τήν Κωνσταντινούπολη  γιά λογαριασμό τοϋ Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τοΰ 1204- Ή αναίμακτη ανάκτηση τής Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως σαν θαυματουργή παρέμβαση τής Θεοτόκου.

Ό Αυτοκράτορας  για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις του Δεκαπενταύγουστου.

Μεταξύ τής 25ης Ιουλίου καί 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γίνονταν  στην Κωνσταντινούπολη καί μεταξύ αυτών ήταν  και   ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανών τοΰ Θεοδώρου Λασκάρεως. ‘

Αλλά ή νέα Βασιλική Αυλή τοΰ Μιχαήλ,, βρέθηκε  μπροστά στο εξής δίλλημα.

ΟΙ δύο βασιλικές δυναστείες τοΰ Θεοδώρου Λασκάρεως καί Μιχαήλ Παλαιολόγου βρίσκονταν  σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ό Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιό του Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί ή Βασιλική Αυλή ακολουθίες πού θύμιζαν την δυναστεία του Θεοδώρου.

Η λύση βρέθηκε με την χρήση του παλιότερου  Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του μοναχού Θεοστήρικτου.

Ό  Μεγάλος Παρακλητικός κανόνας παρέμεινε σε χρήση μόνο κατά την νηστεία τοϋ Δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος μέ την μνήμη του Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε νά εναλλάσσεται μέ τον Μικρό, ό όποιος διαδόθηκε  έξ ϊσου ευρέως και χρησιμοποιείται πλέον καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου («εις πάσαν περίστασιν»).

Δέν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθηκε  ή εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά τό Δεκαπενταύγουστο. Είναι φυσικό να υποθέσουμε πώς αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και αφού ξεχάστηκαν οι διαφορές των δύο δυναστειών καθιερώθηκε ή εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά τό Δεκαπενταύγουστο σαν  εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.

ΟΙ δύο Παρακλητικοί Κανόνες, Μικρός καί Μεγάλος, παρέμειναν άγνωστοι στους Ρώσους Όρθοδόξους πού παρέλαβαν τά ελληνικά λειτουργικά κείμενα μέχρι τόν ενδέκατο αιώνα μεταφρασμένα στην σλαβονική γλώσσα. Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι οι δύο Παρακλητικοί Κανόνες δεν περιελαμβάνονταν στα ελληνικά λειτουργικά βιβλία της εποχής εκείνης.
Β.Χαρακτηριστικά του Μ.Π.Κ.
Ὁ Μεγάλος Παρακλητικός Κανών, όπως γράφουν οι ερευνητές Νικόλαος Τωμαδάκης καὶ Ιωάννης Φουντούλης, έχει περισσότερο προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ «αναφέρεται ειδικά στὰ παθήματα καὶ στις δυσμενείς περιστάσεις της ζωής του πολυπαθούς αὐτοῦ βασιλέως, ὁ ὁποίος έπασχε απὸ ανίατο ψυχικὸ νόσημα». Ἀναφέρει δὲ ὁ Τωμαδάκης ὅτι: «εαν ἡ περίπτωσις τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως προσαρμόζεται πρὸς την κατάθλιψη καὶ τὶς διακυμάνσεις της οργιζομένης καὶ αμαρτανούσης καὶ νοσούσης υπάρξεως των μυριάδων πιστών, αυτὴ ακριβώς είναι καὶ η αιτία της κατὰ τὰ τελευταία έτη της βυζαντινής αυτοκρατορίας εισαγωγής της ποιητικής αυτής συνδέσεως, δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, στὴν εκκλησιαστικὴ ακολουθία, προς λειτουργικὴ χρήση.
Η ποίηση του Μ.Π.Κανόνος ειναι έκφραση πόνου καὶ κραυγὴ αγωνίας πρὸς την Παναγία, που αυτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ αποτελοῦν ένδειξη μεγάλου ποιητή, ὅπως π.χ. «ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος», ἢ «ἵνα τὶ μὲ ἀπώσω ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἐκάλυψέ με τὸ ἀλλότριον σκότος τὸ δείλαιον», ἢ «ἀλλ΄ ἐπίστρεψόν με καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου τὰς ὁδούς μου κατεύθυνον, δέομαι» καὶ ἄλλα πολλά.
Εὰν συγκρίνωμε τώρα τὴν ποιητικὴ έκφραση του πόνου, της αγωνίας, της θλίψεως καὶ της κραυγαλέας οδύνης του Μ.Π.Κ. πρὸς την σύγχρονη εξομολογητικὴ ποίηση τῶν καιρών μας, θα διαπιστώσωμε τα εξής: ότι στην εξομολογητικὴ ποίηση του συγχρόνου κόσμου, ο ποιητής εκχέει προς τὸ κενό τον σπαραγμό της καρδίας του, το ἐσωτερικό του άλγος, χωρὶς να περιμένει από κανένα την διόρθωση της καταστάσεώς του, εφ΄ όσον δεν πιστεύει, ούτε ελπίζει σὲ κάτι. ‘Ετσι, ὁ ποιητής αυτὸς αφήνει ανοικτές τις πληγὲς της ψυχής του μὲ απόγνωση καὶ απογοήτευση, χωρὶς τὴν ελπίδα γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ασθενείας του. Ενώ ἀντίθετα η ποίηση του Μ.Π.Κ., όπως καὶ όλων των ύμνων της Εκκλησίας μας, παρὰ την έκφραση του πόνου, της θλίψεως, της ασθενείας, των πειρασμών καὶ των βασάνων, δεν κυριεύεται απὸ απόγνωση καὶ απελπισία, αλλὰ μὲ πίστη καὶ ελπίδα εκλιπαρεί την ευσπλαχνία καὶ την πρεσβεία της Υπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸ θείο έλεος τοῦ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μὲ θάρρος καὶ αισιοδοξία για να συνεχίσει τον ἀγώνα, με την βοήθεια εκείνων, για την διόρθωση όλων των δεινών του.

Η Ιστορία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνα και ο ποιητής του

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

 Γενικά.

Ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας στην Υπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιo λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ονομάζονται «Παρακλητικοί» οι δύο κανόνες στην Υπεραγία Θεοτόκο, επειδὴ οι πιστοί, τα αισθήματα των οποίων εκφράζουν οι κανόνες, ικετεύουν και παρακαλούν την Παναγία με τις μεσιτείες και πρεσβείες της προς τον φιλάνθρωπο Θεό και Υιό της (»πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου») να ικανοποιήσει και να εκπληρώσει τα φλέγοντα αιτήματα των προσευχών των προς αυτήν (»τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν…»).

Όπως αναφέρει ο καθηγητής  Ιωάννης Φουντούλης, οι δύο κανόνες ονομάζονται «Μικρὸς» ο α´ και «Μέγας» ο β´, ή Μικρὰ καὶ Μεγάλη Παράκλησις, αν καὶ έχουν ίσο  αριθμὸ τροπαρίων, τριάντα δύο συνολικά ο καθένας , τέσσερα σε κάθε ωδή. Όμως τα τροπάρια και οι ειρμοὶ του Μεγάλου Κανόνος είναι εμφανώς εκτενέστερα.  Ἀλλ᾿ αυτό, καθώς αναφέρει ο ίδιος καθηγητής, δεν είναι αρκετὸ για να αιτιολογήσει το επίθετο «Μέγας» σ᾿ αυτόν. Ο σπουδαιότερος λόγος είναι άτι ο Μέγας αυτός Κανόνας  ψέλνεται  πανηγυρικώτερα, ιδιαιτέρως κατὰ την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου, όπως δείχνουν και τα εξαποστειλάρια: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱέ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».

Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση των δύο κανόνων όσο και  στην τελική μορφολογία των δύο Παρακλήσεων.

Το  σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανόνας  της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα  της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως. Ο τίτλος του δούκα μας δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την ανάρρησή του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.

Η ιστορία του μικρού Παρακλητικού Κανόνα και ο ποιητής του.

Ο Μικρός παρακλητικός κανόνας, που είναι και ο πιο παλιός, αποδίδεται από ορισμένους στο μοναχό Θεοστήρικτο, που έζησε τον έννατο αιώνα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είναι έργο του Μητροπολίτη Νικαίας Θεοφάνη του Ομολογητή,του Γραπτού, που έζησε τον ίδιο αιώνα.

Αλλοι πάλιν τον αποδίδουν στον Αγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.

Στο εκκλησιαστικό  βιβλίο ΩΡΟΛΟΓΙΟ γράφεται ότι ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας είναι «Ποίημα Θεοστηρίκτου Μοναχού. Οι δε (υποστηρίζουν) Θεοφάνους».Τα δύο αυτά ονόματα είναι ενδεχόμενο να συμπίπτουν στο ένα και το αυτό πρόσωπο, με την έννοια ότι ο Θεοφάνης ήταν ο μετέπειτα μοναχός Θεοστήρικτος.

Σύγχρονοι ειδικοὶ ερευνητές, (Νικόλαος Τωμαδάκης – Καθηγητὴς Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο  Αθηνών – και Ιωάννης Φουντούλης – Καθηγητής της Λειτουργικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης –) διατυπώνουν τη γνώμη, ότι πρόκειται για ένα και το αυτὸ πρόσωπο, που φέρει δύο ονόματα, το κοσμικόν του όνομα Θεοφάνης και το μοναχικό του όνομα Θεοστήρικτος.

Νεώτερες έρευνες στο θέμα συγκλίνουν στην άποψη ότι ποιητής του Μικρού Παρακλητικού κανόνος είναι ο Άγιος Θεοστήρικτος ο  Ομολογητής. Αυτός  χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα,  Ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος. Ο Κανόνας του Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί  σαν  πρώτος κανών του όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων. Ο Θεοφάνης με  την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα του Ιωάννου Δαμασκηνού στην έγερση του Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανεισθεί τους ειρμούς της α’, γ’, ζ καί η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό. Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα

Ο Άγιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής και οι αγώνες του υπέρ των ιερών εικόνων.

Γεννημένος στις αρχές του 8ου αιώνος στην Τριγλία της Βιθυνίας, ο όσιος Θεοστήρικτος έγινε  μοναχός από νεαρή ηλικία στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, την αποκαλούμενη Πελεκητή, όπου αργότερα εκλέχθηκε ηγούμενος. Όταν κατά την διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄του Κοπρώνυμου (741-775) ο περιβόητος και αιμοσταγής κυβερνήτης της Μικράς Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας άρχισε να καταδιώκει τους ομολογητές των ιερών και σεπτών εικόνων ,εισέβαλλε στην μονή την νύχτα της Μεγάλης  Πέμπτης  του 763 μ.Χ.την ώρα της Θείας Λειτουργίας .

Ο  Ηγούμενος της Μονής Πελεκητής,  ο Θεοστήρικτος τελούσε την Θεία Λειτουργία με τους 780 υποτακτικούς του, εκ των οποίων οι 70 ήταν Ιερομόναχοι.

Η κατανυκτική ατμόσφαιρα, διακόπηκε ξαφνικά από άγρια χτυπήματα που σείουν την Πύλη του Μοναστηριού και άγριες φωνές δυο χιλιάδων στρατιωτών ,που προξενούν ρίγος και τρόμο.

Η Πύλη θραύεται από τα τσεκούρια και όλος αυτός ο συρφετός μπαίνει στην αυλή.Ο Αρχηγός Ηγεμόνας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας εισορμά μέσα στον Ναό μαζί με τον στρατό του, πλησιάζει τον Ηγούμενο κι’ αφού πετά κάτω  το Άγιο Δισκοπότηρο, του δίνει δυό δυνατές γροθιές στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να γίνει συμπλοκή στρατιωτών με τους Μοναχούς.

Μετά από αυτά ο Ηγούμενος,  αφού πρόσταξε τα τέκνα του να υποχωρήσουν, ο Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει ένα χαρτί στον Ηγούμενο και του λέγει άγρια.

-Πάρε και υπόγραψε αμέσως εναντίον των ειδώλων που τα λέτε εικόνες, γιατί θα σας σφάξουμε όλους. Είναι πρόσταγμα του Ευσεβούς Βασιλέως μας Κωνσταντίνου του Πέμπτου.

-Κοπρωνύμου να λες καλύτερα, λέγει ο Ηγούμενος Θεοστήρικτος .Δεν υπογράφομε ποτέ εναντίον των Ιερών Εικόνων, τις οποίες τιμητικά προσκυνούμε.

Αυτά αφού είπε  ο Άγιος Ηγούμενος, ο Λαχανοδράκοντας αγριεμένος προστάζει ν’ αρχίσουν οι στρατιώτες την σφαγή.

Σε λίγα λεπτά της ώρας, τετρακόσιοι (400) Μοναχοί πέφτουν  νεκροί.

Ο  Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει τώρα άλλη προσταγή. Να δέσουν με αλυσίδες τους υπόλοιπους και να τους βγάλουν στην αυλή. Έπειτα βάζουν φωτιά από όλες τις πλευρές του Μοναστηριού για να γίνουν  όλα στάχτη. Το ωραίο Μοναστήρι τυλίγεται στις φλόγες του πυρός.

Οι αιχμάλωτοι μοναχοί οδηγούνται  μπροστά στον Κοπρώνυμο τον ανάξιο Αυτοκράτορα του Βυζαντινού Κράτους.

-Πόσοι είναι; ρωτά ο Κοπρώνυμος τον Λαχανοδράκοντα κι’ εκείνος απαντά.

-Ιερομόναχοι 40 Μοναχοί 342 και ο Ηγούμενος.

Ο Κοπρώνυμος λυσσά από οργή. Απευθυνόμενος πρώτα-πρώτα στο πλήθος των Μοναχών τους προστάζει άγρια.

-Παλιοκαλόγηροι! Απειθείς και αντιδραστικοί στα Βασίλεια, ελάτε εδώ μπροστά μου. Είμαι ο Κωνσταντίνος ο Πέμπτος και εγώ δεν χορατεύω.

Στο πρόσταγμα του Κοπρωνύμου, κανένας δεν σαλεύει. Ένας μόνο με χαμογελαστό πρόσωπο Σινέσιος στο όνομα, Παλικάρι στο σώμα και στην ψυχή, πλησιάζει τον Κοπρώνυμο και του λέγει.

-Κοπρώνυμε! Εμείς είμαστε τέκνα ενός Θεοστηρίκτου και μάθαμε από τον Γέροντά μας να καταπατούμε την κεφαλή του Διαβόλου και των Εικονομάχων.

Ο Κοπρώνυμος κιτρινίζει και γνέφοντας στον υπασπιστή του, του λέγει. -Υπασπιστή μου, κόψε την αυθάδη κεφαλή του. Η κεφαλή του Οσίου υποτακτικού πέφτει.

Μετά ταύτα εξετάζει έναν – έναν όλους τους Μοναχούς. Βλέποντας όμως το ανδρείο φρόνημα της πίστεώς τους, προστάζει να τους αποκεφαλίσουν εκείνη την στιγμή.

Το αίμα τόσων Οσίων Μοναχών τρέχει σαν ποτάμι, η δε καρδιά του Κοπρωνύμου ευφραίνεται διπλά.

Μετά από την ομαδική αυτή σφαγή, ο Κοπρώνυμος προστάζει να φέρουν μπροστά του τον Ηγούμενο.

Ο Άγιος Ηγούμενος πλησιάζει με καρδιά, που από το ήμισυ χαίρει και απ’ το άλλο ήμισυ κλαίει.

Ο Κοπρώνυμος με πολύ σκληρή φωνή του λέγει.

-Φονιά. Δήμιε. που θανάτωσες τα 780 τέκνα σου για ένα καπρίτσο σου, να μη πετάξεις στον βόθρο τα είδωλα που λέτε Εικόνες. Φονιά που θα σε γράψει η Ιστορία ως παιδοκτόνο.

Ο Όσιος Ηγούμενος δεν απαντά. Κάνει λίγα βήματα, ξεκρεμά από τον τοίχο μια ζωγραφιά του Κοπρωνύμου, την ρίχνει στο πάτωμα, την πατά και λέγει.

-Αυτή η ατιμία σου αξίζει Κοπρώνυμε. Εγώ είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων και διψώ τον υπέρ αυτών θάνατο. Βιάζομαι μάλιστα για να προλάβω τα χρυσά και ευλογημένα τέκνα μου, τον στέφανο και το καύχημά μου.

Ο Κοπρώνυμος αφρίζει. Όμως αλλόκοτος θόρυβος που ακούγεται μέσα στο Παλάτι, τον κάνει να τρέμει. Νομίζει πως τον έχουν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του και ότι όλοι έγιναν εχθροί του.

Να τώρα ! Στρατηγοί, τουρμάχες, παρακοιμώμενοι, Συγκλητικοί και όλοι, πράγματι σηκώνονται εναντίον του.

-Αυλάρχη μου ! Αυλάρχη μου ! αρχίζει να φωνάζει ο Κοπρώνυμος, σώσε με. σώσε με.

Ο Αυλάρχης υψώνει το ξίφος και αρχίζει να κόβει κεφάλια. Ένα χέρι του αρπάζει το ξίφος και τον αφοπλίζει. Αυτός είναι ο Στρατηγός Αιμίλιος Τεραβίνος.Ο Στρατηγός Αιμίλιος αφού κάνει το σημείον του Σταυρού, βγάζει μια Εικόνα  του Χριστού μας από το στήθος του και φωνάζει δυνατά.

-Καταραμένε Αιρετικέ Κοπρώνυμε, είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων, σφάξε με.

Η Τίμια κεφαλή του Στρατηγού πέφτει στο δάπεδο, ενώ ο Κοπρώνυμος τρέμοντας και τρικλίζοντας αποτραβιέται στο Τρίκλινο.

Την άλλη μέρα ο θηριόψυχος Κοπρώνυμος, καλεί μπροστά του τον Ηγούμενο κι αφού παίρνει απ’ αυτόν τις ίδιες απαντήσεις προστάζει να κόψουν την μύτη, τα αυτιά και τα δάχτυλα των χεριών του. Έπειτα με τανάλιες τραβούν λουρίδες του δέρματος από όλο το σώμα του, και ενώ τα αίματα βάφουν ξανά το πάτωμα, προστάζει να τον κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, ώσπου να ξεψυχήσει.

Η προσταγή του αιμοσταγούς Αιρετικού Κοπρωνύμου εκτελείται.

Μέσα σ’ αυτή την απαίσια φυλακή μένει ο Άγιος Ηγούμενος Θεοστήρικτος επί ένα ολόκληρον χρόνο. Η ευσπλαχνία του Θεού αποστέλλει καλούς φρουρούς, οι οποίοι κρυφά-κρυφά του δίνουν λίγο ψωμί και λίγο νερό.

Στον χρόνο επάνω πεθαίνει ο Κοπρώνυμος από Άνθρακα και ανεβαίνει στον θρόνο του Βυζαντίου Λέων Δ’ γυιός του Κοπρωνύμου, φυματικός και ασθενικός στο σώμα, εύσπλαγχνος  όμως στην ψυχή.

Ο Λέων Δ΄ δίνει πάλι ελευθερία στους προσκυνητές των Σεβασμίων Εικόνων, και ελευθερώνει  από τις φυλακές όλους τους ευσεβείς.

Ο Ηγούμενος, Άγιος Θεοστήρικτος, ελευθερώνεται κι’ αυτός και μεταφέρεται στα ερείπια του Μοναστηριού του.

Τον μεταφέρουν στα χέρια προσκυνητές  των σεβασμίων εικόνων.

Φθάνει κάποτε στον τόπο, όπου άλλοτε κατοικούσαν τα 780 λατρευτά του πνευματικά τέκνα.

Στο Μοναστήρι, που βασίλευε χαρά πνευματική, σωστή αγκαλιά Αγγέλων.

Παρ’ ότι τα γύρω Μοναστήρια με στοργή και δάκρυα ζητούν να τον πάρουν κοντά τους, εκείνος αρνείται. Θέλει να μείνει εκεί, που γεύτηκε μαζί με τα άγια τέκνα του, τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της Καλογερικής του αγίας ζωής. Εκεί, σε μια άκρη των ερειπίων, φτιάχνει μια ξύλινη καλύβα για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, μόνος και έρημος με τις εικόνες των αναμνήσεων, επαναλαμβάνοντας τον θρηνητικό λόγο.«Εμνήσθην ημερών αρχαίων»

Εκεί, μέσα στα ερείπια ο Στρατηγέτης του Κοινοβιακού Μοναχισμού, συνθέτει έναν εκ των ωραιοτέρων ύμνων της Εκκλησίας. Την Μικρή Παράκλησι της Θεοτόκου.

«Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, προς Σε καταφεύγω σωτηρίαν επιζητών, ω Μήτερ του Λόγου και Παρθένε των δυσχερών και δεινών με διάσωσον».

Εκεί όμως και ένα θαύμα φοβερό και πρωτάκουστο γίνεται:

Μετά από τρία χρόνια, σμήνος νέων συμπυκνώνεται γύρω από τον Άγιο Θεοστήρικτο, ράκος σωστό χωρίς δάχτυλα, χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά.

Το πλήθος των νέων ζητά από τον Ηγούμενο να τους κρατήσει κοντά του για να γίνουν Μοναχοί.

Ο Ηγούμενος δεν τολμά να αντισταθεί στη Βουλή του Θεού, γι’ αυτό και τους δέχεται. Σε λίγο άλλοι και άλλοι προσθέτονται στην Συνοδία, μέχρις ότου μέσα σε λίγους μήνες, φθάνουν στον αριθμό των 800 οκτακοσίων Μοναχών, με Προεστώτα τον Ηγούμενον Θεοστήρικτο.

Έτσι αναστήνεται και πάλι το Μοναστήρι της Πελεκητής. Σε όλων των Μοναχών τα στήθη καίει η φλόγα της υπακοής και η φλόγα υπέρ της προσκυνήσεως των σεβασμίων Εικόνων. Ο Ηγούμενος προάγει αυτούς εις την τελειότητα, ζώντας μαζί τους πάνω από 25 χρόνια.

Είναι πολύ ειρηνική η ψυχή του, γιατί με την Βοήθεια της Θεοτόκου και την ανάμνησι, ότι τα 780 πρώτα τέκνα του, θυσιάστηκαν στον βωμό της πίστεως και της αρετής, κερδίζοντας έναν αιώνιο Παράδεισο, αναχωρεί με μεγάλη χαρά προς συνάντησί τους. Η μέρα της Οσίας Κοιμήσεως του υπήρξε η 17η Μαρτίου του έτους807 μ.Χ. τα τελευταία λόγια του Οσίου πατρός ημών Θεοστηρίκτου

«Την Άχραντον εικόναν Σου προσκυνούμεν Αγαθέ αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών Χριστέ ο Θεός….

Τύπος και ουσία.(Β. Π. Σστογιάννου)


Αρχίζει αύριο, η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου. Είναι οι δυο νηστείες, της Μεταμορφώσεως η πρώτη και της Παναγίας η δεύτερη, που εδώ και αιώνες έχουν ενωθεί, τόσο πρακτικά όσο και στη συνείδηση του λαού σε μια ενότητα, θεωρητικά όμως πρόκειται για δύο νηστείες. Η πρώτη αρχίζει την 1η και τελειώνει την 5η Αυγούστου, και η δεύτερη αρχίζει στις 7 και τελειώνει στις 14 Αυγούστου.

Στο άκουσμα της νηστείας οι αντιδράσεις πολλών  που απηχούν στο σημείο αυτό τη ζωντανή πραγματικότητα των πιστών μας, είναι διαμετρικά αντίθετες. Πολλοί θα πουν: «Δυστυχώς ο σημερινός άνθρωπος έχει ξεχάσει τη νηστεία, δεν την τηρεί πια. Οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί από το δρόμο του Θεού». Άλλοι αντιθέτως θα σκεφθούν αμέσως: «Τί χρειάζεται η νηστεία; Εδώ δεν τηρούμε άλλα, ουσιώδη πράγματα, η νηστεία είναι το πρόβλημά μας;» Ίσως υπάρξει και μια τρίτη άποψη: «Καλή η νηστεία, δεν λέει κανείς, αλλά δεν πρέπει να πιστεύομε ότι ο Θεός ενδιαφέρεται για το τι θα φάμε. Αυτό που ζητά ο Θεός είναι αγάπη και νηστεία από τις αμαρτίες μας». Αν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε και την πράξη των υποστηρικτών των διαφόρων απόψεων, τότε θα μπερδεύονταν ακόμη περισσότερο τα πράγματα, γιατί η θεωρία δεν συμβαδίζει, όπως ξέρομε από την πείρα μας, πάντα με την πράξη.

Το θέμα μας όμως δεν είναι η νηστεία. Είναι η αντιπαράθεση τύπου και ουσίας, που είδαμε με το παράδειγμα της νηστείας. Ό,τι συμβαίνει με τη νηστεία, συμβαίνει σχεδόν με κάθε πτυχή του χριστιανισμού. Πάντα χωρίζονται σε παρατάξεις οι άνθρωποι, θεωρητικά και πρακτικά. Έτσι γίνεται με τον εκκλησιασμό.

Έτσι γίνεται ακόμη και με τα βασικά χριστιανικά μυστήρια, τη θεία Ευχαριστία και την Εξομολόγηση, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ένα πλήθος από παραδείγματα, αλλά δεν είναι απαραίτητο, γιατί όλοι ξέρουμε από πείρα το πρόβλημα.

Βασικά υποστηρίχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου δυο απόψεις για τη σχέση τύπου και ουσίας. Πολλοί θεολόγοι και πιστοί υποστήριξαν ότι ο τύπος δεν έχει καμιά θεωρητική ή πρακτική αξία. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν πολλοί από τους αρχαίους αιρετικούς, που δεν δέχθηκαν κανένα τύπο ως αναγκαίο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Πολλοί από αυτούς έφθασαν στο σημείο να απορρίπτουν και τα βασικά μυστήρια, όπως το βάπτισμα. Φυσικά πολύ πιό εύκολα απέρριψαν τις εκκλησίες, τα άμφια και την ύπαρξη κληρικών γενικότερα, τις διάφορες τελετές. Μερικοί έφθασαν στο σημείο να αντιτίθενται και στην εξωτερική διάκριση των δύο φύλων. Χωρίς να φθάνουν σ’ αυτές τις ακρότητες, τους τύπους περιόρισαν και οι προτεστάντες στα νεώτερα χρόνια, κυρίως αμέσως μετά τη Μεταρρύθμιση. Και γι’ αυτούς οι τύποι δεν έχουν αξία, αν δεν εκφράζουν την αναγκαία ουσία, που δεν είναι άλλη από τη σώζουσα πίστη για τους προτεστάντες. Έτσι οι πρώτοι προτεστάντες πάνω στο ζήλο τους για το καινούριο δόγμα, έσπευσαν να καταργήσουν τα άμφια, τις εικόνες, τις νηστείες και τις τελετές, τη διακόσμηση των ναών και ό,τι άλλο νόμισαν απλό τύπο. Το πόσο κράτησε βέβαια στη πράξη αυτή η άποψη είναι άλλο ζήτημα. Τελικά η έμφυτη στον άνθρωπο τάση να τυποποιεί την πίστη του, οδήγησε τον προτεσταντισμό στη δημιουργία ένας νέου τυπικού, μιας νέας σειράς τύπων, που διαφέρουν από τους παλιούς μόνο στα εξωτερικά σημεία. Ωστόσο η θεωρία εξακολουθεί να ισχύει, και σε προτεσταντικές εκκλησίες που βρίσκονται μέσα σε καθολικό ή ορθόδοξο περιβάλλον εξακολουθεί να ισχύει και πρακτικά, μέχρις ένα βαθμό τουλάχιστον.

Στους αντίποδες αυτής της τάσεως που απορρίπτει τον τύπο, βρίσκονται όσοι θεωρητικά και πρακτικά υποστηρίζουν την προσκόλληση στους τύπους ως αναγκαία για τη σωτηρία και γενικότερα την πνευματική ζωή των πιοτών. Εδώ δεν θα βρούμε θεολόγους, αλλά θεολογούντες πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς, που αρνούνται να ξεχωρίσουν τύπο και ουσία. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να χωρίσουν την έκφραση ενός πράγματος ή μιας αλήθειας από το ίδιο το πράγμα ή την ίδια την αλήθεια. Άνθρωποι ζηλωτές τις περισσότερες φορές βλέπουν παγίδες του σατανά σε κάθε αλλαγή των εξωτερικών γνωρισμάτων της πίστεως. Έτσι στην αρχαία Εκκλησία έχουμε ολόκληρο σχίσμα με αφορμή την αλλαγή της ημερομηνίας του Πάσχα. Στα νεώτερα χρόνια η ελληνική Εκκλησία ταλαιπωρήθηκε επί δεκαετίες από το ανάλογο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την εισαγωγή του νέου ημερολογίου. Τελευταία μάλιστα, με την αλλαγή της ώρας κατά τους θερινούς μήνες παρουσιάστηκαν και παλαιο-ωρολογίτες, πιστοί που αρνούνται να αλλάξουν ακόμη και την ώρα. Σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που θεωρητικά και πρακτικά προσκολλιούνται στους τύπους, πρέπει να αναγνωρίσουμε μια καλή πρόθεση. Δεν αδιαφορούν για την ουσία, αλλά και δεν μπορούν να την ξεχωρίσουν από τον τύπο. Οι αιτίες είναι πολλές και διάφορες. Συνήθως υπάρχει μια άγνοια, ηθελημένη ή όχι δεν έχει σημασία, γύρω από τα ιστορικά περιστατικά που γέννησαν τους τύπους. Κοντά στην άγνοια της ιστορίας μπαίνει στη μέση πολλές φορές και μία φοβία για κάθε αλλαγή στη ζωή τους, άσχετο σε ποιόν τομέα θα σημειωθεί. Έτσι δημιουργείται μια απέχθεια για κάθε τι το νέο και μια ταυτόχρονη προσκόλληση στη σιγουριά του παλιού. Το αποτέλεσμα είναι η προσκόλληση στα καθιερωμένα μέχρι και των τελευταίων λεπτομερειών.

Οι δυο τάσεις που αναφέραμε είναι βέβαια τα ακραία παραδείγματα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Είναι οι άνθρωποι που τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ξέφυγαν από τα γενικώς αποδεκτά και δημιούργησαν δικές τους εκκλησίες. Δεν θα είχε πρακτικά κανένα νόημα να ασχοληθούμε με τις περιπτώσεις αυτές, γιατί δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια διαλόγου. Η συζήτηση μας απευθύνεται όχι σ’ αυτούς, αλλά σ’ όσους βρίσκονται μέσα στην Εκκλησία και δεν έχουν σαφή και ξεκαθαρισμένη άποψη για το θέμα.

Μια λύση μπορεί να δώσει στο πρόβλημα καθένας μόνος του, με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του πνευματικού του φυσικά. Αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε. Μόνον ο πνευματικός που ξέρει την πνευματική κατάστασή μας, που γνωρίζει την πνευματική δύναμή μας και τις αδυναμίες μας, μόνον αυτός μπορεί και πρέπει να μας δώσει την τελική λύση. Έτσι όσα θα πούμε στη συνέχεια δεν έχουν το νόημα να υποκαταστήσουν τον πνευματικό, αλλά να θυμίσουν μερικές γενικές αρχές της χριστιανικής πίστεως, σχετικές με το θέμα «τύπος και ουσία» στη χριστιανική ζωή.

Θεολογικά, θεωρητικά το θέμα παρουσιάζεται ως εξής. Κριτήριο για την εμμονή στον τύπο ή για την ελαστικότερη αντιμετώπισή του είναι η οικοδομή της Εκκλησίας. Αν η άκαμπτη εμμονή στον τύπο προξενεί σχίσμα στην Εκκλησία, τότε ο τύπος δεν είναι πια έκφραση της αγάπης, αλλά μέσο για την απομάκρυνση από το σωστό δρόμο. Σε μια τέτοια περίπτωση ο πιστός που βάζει ως κριτήριο έναν οποιοδήποτε τύπο για την πορεία του μέσα στην Εκκλησία, σφάλλει και βρίσκεται σ’ επικίνδυνο δρόμο. Και είναι επικίνδυνος ο δρόμος, γιατί καταργεί την ενότητα της Εκκλησίας και καταλύει την ιεραρχική δομή της, αφού πρακτικά κάθε πιστός αποφασίζει ο ίδιος για την αναγκαιότητα αυτού ή εκείνου του σημείου.

Πέρα από αυτό το σημείο, και στη συνέχειά του δεύτερο κριτήριο είναι η σωτηρία του αδελφού, «δι’ ον Χριστός απέθανε». Σε μια τέτοια περίπτωση αναφέρεται ο Απ. Παύλος στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους. Την αφορμή  έδωσε η διαμάχη γύρω από τη νηστεία. Οι πιό συντηρητικοί επέκριναν όσους δε νήστευαν. Οι πιό φιλελεύθεροι θεωρούσαν τη νηστεία ως ένα τύπο χωρίς βαθύτερο νόημα και περιφρονούσαν τους άλλους. Ο Παύλος τονίζει ότι δεν είναι η τήρηση ή η μη τήρηση του τύπου, της νηστείας εν προκει­μένω, που σώζει τον άνθρωπο. Σοβαρότερο και αποφασιστικότερο είναι το θέμα της σωστής στάσεως απέναντι στους αδελφούς. Αντί για κατάκριση ή περιφρόνηση, ορθότερο θα ήταν να θυμούνται και οι δυο παρατάξεις ότι και όσοι έχουν διαφορετική γνώμη για το επίμαχο θέμα είναι και αυτοί αδελφοί για τους οποίους σταυρώθηκε και απέθανε ο Χριστός. Κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι κριτήριο για τη στάση μας δεν είναι οι τύποι, οι οποιοιδήποτε τύποι, αλλά οι αδελφοί, αυτοί που έχουν άλλη άποψη από τη δική μας.

Φυσικά αυτό το τελευταίο δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια υποκριτική στάση σε θέματα που έχουμε διαφορετική άποψη. Δεν θα υποκριθούμε λ.χ. πως νηστεύομε για να κάνομε το χατίρι αυτών που νηστεύουν. Κάτι παρόμοιο δεν θα ήταν χριστιανικό ούτε δείγμα αγάπης. Αγάπη σημαίνει να κάνουμε μια θυσία, με τη θέλησή μας, χωρίς ενδοιασμούς. Αυτό λέει ο Απόστολος και αυτό είναι χριστιανική στάση στο θέμα.

Για να δούμε όμως και την κάπως πιό πρακτική πλευρά του ζητήματος. Δεν υπάρχει σε καμιά εκδήλωση της ζωής μας τύπος χωρίς ουσία. Πάντα στο βάθος κρύβεται κάποια πίστη για την αξία του τύπου για τη ζωή μας. Στην περίπτωση των θρησκευτικών τύπων, αν αναζητήσουμε την ουσία, μπορούμε να την βρούμε εύκολα. Αν δεν το κάνουμε και αν απορρίπταμε τον τύπο, είναι συνήθως γιατί η ουσία απαιτεί θυσίες. Έτσι συμβαίνει και με τη νηστεία, έτσι συμβαίνει και με πολλούς άλλους τύπους. Βιαζόμαστε να τα χαρακτηρίσουμε ως τύπους, για να μη χαλάσουμε την ησυχία μας. Το ίδιο δεν υπάρχει ουσία χωρίς κάποιο τύπο που την εκφράζει, Όσοι μιλούν για ουσία χωρίς τύπο, έχουν πρακτικά καταργήσει πιό πριν την ουσία από την καθημερινή πρακτική τους, γιατί απαιτεί —τί άλλο;— θυσίες από τον άνθρωπο. Σε τελευταία ανάλυση το όλο θέμα είναι πόσο πρόθυμος είναι ο άνθρωπος να αναλάβει το σταυρό του Χριστού, θυσιάζοντας τον εγωισμό του. Εδώ είναι το κέντρο του προβλήματος.

Σ’ ένα παλιό ελληνολατινικό χειρόγραφο της Κ. Διαθήκης σώζεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά ένα λόγιο του Χριστού, που δεν υπάρχει στις σημερινές έντυπες εκδόσεις: «Ο Ιησούς είδε κάποιον που εργαζόταν το Σάββατο και του είπε· «Άνθρωπέ μου, αν ξέρεις τι κάνεις, είσαι μακάριος. Αν όμως δεν ξέρεις τι κάνεις, είσαι καταραμένος, γιατί παραβαίνεις τον Νόμο». Αν η παράβαση του τύπου, της αργίας δηλ. του Σαββάτου, προέρχεται από μια  ελεύθερη και ώριμη θρησκευτική συνείδηση, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν όμως η πράξη είναι αποτέλεσμα άγνοιας και περιφρονήσεως του θείου Νόμου, τότε πρόκειται για αμαρτία. Αυτό ισχύει για όλους τους τύπους.

(Β. Π. Σστογιάννος, «Η Εκκλησία στην Ιστορία και το παρόν». Εκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νίκη)

Παράδοξο σημείο (Aπό τον βίο του Αγίου Σάββα του εν Καλύμνω)



Ο σύγχρονός  μας άγιος Σάββας (1862-1948), προστάτης και πολιούχος της Καλύμνου, τελούσε τη θεία λειτουργία με τέλεια προσήλωση στο μυστήριο.
Πολλές φορές συλλειτουργούσε και συνομιλούσε με αγίους, κάποτε μάλιστα με τους τρεις Ιεράρχες, ενώ συγχρόνως τον περιέβαλλαν χοροί αγγέλων.
Την ώρα της θείας μεταλήψεως, όπως είχαν παρατηρήσει συλλειτουργοί του η και άλλοι πιστοί, φούσκωνε και ξεχείλιζε το άγιο ποτήριο, χωρίς όμως να χύνεται η θεία Κοινωνία.

Η Νίκη Κουτελαίνα, αργότερα μοναχή Σαλώμη, είδε κάποτε τον όσιο στην προσκομιδή πολύ υψωμένο, ενώ τριγύρω παραστέκονταν αγγελικά τάγματα. Παρατήρησε μάλιστα κι αυτή ότι το άγιο ποτήριο φούσκωνε.
Φοβήθηκε η γυναίκα, αλλά δεν μίλησε. Αργότερα φανέρωσε στον άγιο Σάββα αυτά που είδε. Εκείνος όμως της είπε: Ω, παιδί μου, μη προς Θεού! μην τα πεις πουθενά!

 

(Παπανικολάου Βασ.,«Ο Άγιος Σάββας ο νέος, ο εν Καλύμνω»)

 

Σε όποιο αφεντικό δουλεύεις, από αυτό θα πληρωθείς! (Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης)


 

Οι απομακρυσμένοι άνθρωποι από το Θεό πάντα απαρηγόρητοι βρίσκονται και διπλά βασανίζονται.
Όποιος δεν πιστεύει στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή, εκτός που μένει απαρηγόρητος, καταδικάζει και τη ψυχή του αιώνια. Σε όποιο αφεντικό δουλεύεις, από αυτό θα πληρωθείς. Αν δουλεύεις στο μαύρο αφεντικό, σου κάνει τη ζωή μαύρη από εδώ.
Αν δουλεύεις στην αμαρτία, θα πληρωθείς από το διάβολο. Αν εργάζεσαι την αρετή, θα πληρωθείς από το Χριστό.

Και όσο εργάζεσαι στο Χριστό, τόσο θα λαμπικάρεσαι, θα αγάλλεσαι.
Αλλά εμείς λέμε: Χαμένο τόχουμε να εργασθούμε στον Χριστό;

Μα είναι φοβερό! Να μην αναγνωρίζουμε τη θυσία του Χριστού για τον άνθρωπο!
Σταυρώθηκε ο Χριστός, για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, για να εξαγνισθεί όλο το ανθρώπινο γένος.

Τί έκανε ο Χριστός για μας; Τί κάνουμε εμείς για το Χριστό;

Ο κόσμος θέλει να αμαρτάνει και θέλει το Θεό καλό. Αυτός να μας συγχωράει και εμείς να αμαρτάνουμε.
Εμείς δηλαδή να κάνουμε ό,τι θέλουμε και Εκείνος να μας συγχωράει. Να μας συγχωράει συνέχεια και εμείς το βιολί μας.

Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, γι’ αυτό ορμούν στην αμαρτία. Όλο το κακό από κει ξεκινάει, από την απιστία.

Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωή, οπότε δεν υπολογίζουν τίποτε.

Αδικούν, εγκαταλείπουν τα παιδιά τους … Γίνονται πράγματα …, σοβαρές αμαρτίες.
Ούτε οι Άγιοι Πατέρες έχουν προβλέψει τέτοιες αμαρτίες στους Ιερούς Κανόνες· όπως για τα Σόδομα και Γόμορρα είχε πει ο Θεός:

“Δεν πιστεύω να γίνονται τέτοιες αμαρτίες, να πάω να δω!”

Αν δεν μετανοήσουν οι άνθρωποι, αν δεν επιστρέψουν στο Θεό, χάνουν την αιώνια ζωή.
Πρέπει να βοηθηθεί ο άνθρωπος, να νιώσει το βαθύτερο νόημα της ζωής, να συνέλθει, για να νιώσει τη θεία παρηγοριά.

Σκοπός είναι να ανεβεί πνευματικά ο άνθρωπος, όχι απλώς να μην αμαρτάνει!

 

Ἁγίου Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως «Σημειώσεις περὶ ἐλαίου, θυμιάματος καὶ κηροῦ»

Ἁγίου Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως
«Σημειώσεις περὶ ἐλαίου, θυμιάματος καὶ κηροῦ»
Α.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες οἱ Χριστιανοὶ προσέφεραν στὸ ἅγιο θυσιαστήριο λάδι (τῆς ἐλιᾶς) καὶ θυμίαμα. Ὁ τρίτος Ἀποστολικὸς Κανόνας διατάσσει «Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρεται στὸ θυσιαστήριο τίποτα ἄλλο παρὰ λάδι στὴ λυχνία, καὶ θυμίαμα κατὰ τὸν καιρὸ τῆς θείας λειτουργίας»…
Τὸ λάδι καὶ τὸ θυμίαμα κατ’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ προσφερόταν στὸ θυσιαστήριο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στὸ 27ο κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου (στιχ. 20 – 25) ὁ Θεὸς δίνει ὁδηγίες στὸν Μωϋσὴ σχετικὰ μὲ τὸ λάδι καὶ στὸ 30ο κεφάλαιο (στίχ. 1- 10) σχετικὰ μὲ τὸ θυμίαμα.
Ἀπὸ αὐτὰ γίνεται φανερὸ ὅτι τὸ λάδι καὶ τὸ θυμίαμα ἦταν προσφορὲς ποὺ προσφέρονταν κατ’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες μέσω τῶν ἱερέων, καὶ εἴχαν μάλιστα χάρη ἐξιλεώσεως [γίνονταν δηλαδὴ δεκτὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἔκφραση λατρείας καὶ μετανοίας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔτσι ὁδηγοῦσαν στὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν].
Β.
Τὸ κερὶ τῆς μέλισσας, τὸ ὁποῖο ἀποκλειστικὰ χρησιμοποιόταν στὴν Ἐκκλησία, ὡς ἱερὴ προσφορὰ πρὸς τὸ Θεό, ἴση μὲ τὸ λάδι καὶ τὸ θυμίαμα, προσφερόταν ὡς σύμβολο τῆς ὁμολογίας τῶν πιστῶν ποὺ ὁμολογοῦν τὸν Θεὸ δημιουργὸ καὶ ποιητὴ καὶ κτίστη ὅλων τῶν δημιουργημάτων.
Τὸ κερί, ὡς προϊὸν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐκλεκτότερο θησαυρὸ τοῦ φυτικοῦ βασιλείου, γιὰ τὴν εὐωδία του, τὴν ἀγνότητά του καὶ τὴν εὐγένεια του, καὶ τὴ λεπτότητα τῆς ὕλης του θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους Χριστιανοὺς ὡς ἄξια προσφορὰ πρὸς τὸ Θεό. Προσφέροντας τὸ κερὶ προσέφεραν «τὰς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως». Ὁμολογούσαν ἔτσι τὸν Θεὸ δημιουργὸ ὅλων τῶν ποιημάτων καὶ ἐξέφραζαν τὶς ἐγκάρδιες πρὸς Αὐτὸν εὐχαριστίες γιὰ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς δωρεὲς ποὺ Αὐτὸς παρέχει κάθε μέρα καὶ ὥρα καὶ τὴν ἀδιάκοπη πρόνοια Του ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Τὸ κερὶ ἔχει καὶ τὸν συμβολισμὸ τῆς πνευματικῆς προσφορᾶς πρὸς τὸν Θεό. Τὸ εὐωδιαστὸ κερὶ ποὺ καίγεται εἶναι μία ὁλοκαύτωση μὲ πνευματικὸ χαρακτήρα ἐξ αἰτίας τῆς σύστασης του καὶ τῆς κατασκευῆς του καὶ ὑποτυπώνει τὴν πνευματική μας λατρεία. Ἡ εὐωδία τοῦ κεριοῦ μας μεταφέρει τὴν εὐωδία τῶν ἀνθέων ἀπὸ τὰ ὁποῖα συλλέχτηκε καὶ ὑποτυπώνει τὴν εὐωδία τῆς καθαρᾶς προσευχῆς ποὺ ἐκπέμπεται πρὸς τὸν Θεὸ ἀπὸ καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἀπὸ ἀγνὰ χείλη καὶ καθαρὸ νοῦ. Ἡ καθαρὴ φλόγα τοῦ κεριοῦ συμβολίζει τὴν θερμὴ λατρεία μας πρὸς τὸν Θεό καὶ τὴν ἀφοσίωση καὶ τὴν ἀγάπη μας πρὸς αὐτόν.
Αὐτὲς τὶς συμβολικὲς ἔννοιες ἔχει τὸ κερὶ τῆς μέλισσας καὶ μόνο τῆς μέλισσας, διότι ὁποιοδήποτε ἄλλο εἶδος κεριοῦ εἶναι ἀπαγορευμένο, ἀφοῦ εἶναι φτιαγμένο ἀπὸ λίπη καὶ ἄλλες ὕλες τὶς ὁποῖες ὁ Ἀποστολικὸς 3ος Κανόνας ἀπαγορεύει καὶ εἶναι ἀνάξιος γιὰ τὴν προσφορά του στὸ θυσιαστήριο.
Τὸ ἀγνὸ αὐτὸ κερὶ λόγω τῆς ἀφιερώσεως πρὸς τὸν Θεό ὀνομάστηκε ἅγιο, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἀπὸ ὅλους ἁγιοκέρι. Ὥστε λοιπὸν μόνο αὐτὸ τὸ κερί τῆς μέλίσσας πρέπει νὰ προσφέρεται στὸ Θεὸ καὶ κανένα ἄλλο εἴδος.
Γ΄
Σχετικὰ μὲ τὸ κερὶ, τὸ λάδι καὶ τὸ θυμίαμα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στὸν παναρμόνιο λόγο του γιὰ τοὺς κεκοιμημένους προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀνάβουν στοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων κεριὰ καὶ νὰ καῖνε λάδι θεωρώντας αὐτὰ ὡς προσφορὲς ἐξιλαστήριες. Καὶ νὰ οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Πατρός: «νὰ μὴ σταματᾶς νὰ ἀνάβεις λάδι καὶ κεριὰ στὸν τάφο προσευχόμενος στὸ Χριστὸ ποὺ εἶναι Θεός· διότι αὐτὰ γίνονται δεκτὰ ἀπὸ τὸν Θεό καὶ φέρνουν πολλὴ ἀνταπόδοση. Διότι τὸ λάδι καὶ τὸ κερὶ εἶναι ὁλοκαύτωση». Καὶ πάλι: «νὰ λοιπὸν μὲ ποιὰ διάθεση ὀφείλει κανεὶς νὰ προσφέρει λάδι καὶ κερὶ στὸν Θεὸ ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων: ὅπως ὅταν κάποιος ἔχει ἕνα πολὺ μικρὸ παιδάκι ποὺ δὲν μπορεῖ ἀκόμη νὰ μιλήσει καὶ εἶναι ἀδύναμο καὶ αὐτὸ ἀρρωστήσει, τότε τρέχει ἐκεῖνος στὸν ἱερὸ ναό φέρνοντας μαζί του κερὶ καὶ θυμίαμα καὶ λάδι γιὰ νὰ τὰ προσφέρει ὡς ὁλοκαύτωση ὑπὲρ τοῦ παιδιοῦ του. Καθὼς αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κρατήσει καὶ νὰ τὰ προσφέρει τὸ ἴδιο, τὸ κάνει ὁ γονέας ἀντὶ γι’ αὐτό, καὶ μάλιστα τὸ βαπτίζει ἐνῷ κάποιος ἄλλος (ὁ ἀνάδοχός του) δίνει τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ὁμολογίες ἐξ ὀνόματός του, ἀφοῦ τὸ παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει. Κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς κεκοιμημένους. Ὅταν ἐμεῖς προσφέρουμε γι’ αὐτοὺς τὸ κερὶ καὶ τὸ λάδι, εἶναι σὰν νὰ τὰ κρατοῦν καὶ νὰ τὰ προσφέρουν οἱ ἴδιοι στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνεται μὲ πίστη νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι δὲν γίνεται καθόλου μάταια».
Τὸ κερί φαίνεται ὅτι χρησιμοποιεῖται στὴν Ἐκκλησία ἤδη ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, διότι ὁ ἑβδομηκοστὸς δεύτερος Ἀποστολικὸς Κανόνας διατάζει νὰ ἀφορίζεται ὅποιος ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κερὶ ἢ λάδι.
Ὥστε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία προσφερόταν κερὶ καὶ λάδι καὶ θυμίαμα σύμφωνα μὲ ἀποστολικὴ ἐντολὴ καὶ παράδοση, καὶ μόνο αὐτὰ προσφέρονταν κατὰ τὸν καιρὸ τῆς θείας λειτουργίας.
Ὀρθὰ λοιπὸν οἱ ἅγιοι Πατέρες τὰ ὀνομάζουν ὁλοκαυτώματα καὶ προσφορὰ πνευματικὴ καὶ εὐάρεστη στὸ Θεὸ μὲ δύναμη ἐξίλεώσεως. Ἂς σιωπήσουν λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ διαστρέφουν τὰ πάντα καὶ δὲν βρίσκουν τίποτα τὸ πνευματικὸ στὴν προσφορὰ τοῦ λαδιοῦ, τοῦ θυμιάματος καὶ τοῦ κεριοῦ ἀλλὰ τὴν θεωροῦν σὰν μία ἐπικρατήσασα συνήθεια ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὶς κατακόμβες, ὅπου τάχα ἀποσκοποῦσε μόνο στὸν φωτισμό καὶ στὴν ἐξουδετέρωση της δυσοσμίας τῶν σπηλαίων.

(Ἀπόδοση στὴ νεοελληνικὴ καὶ διασκευὴ π. Ἠ. Κ.)

ΠΗΓΗ.ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Πού παραδινόμαστε; (Αγίου Ιωάννη της Κρονστάνδης)


Την ζωή μας την έχουμε κάνει παιδικό παιχνίδι· όχι όμως αθώο, αλλά αμαρτωλό. Γιατί, ενώ γνωρίζουμε τον σκοπό της ζωής μας, τον παραμελούμε και ασχολούμαστε με μάταια και άσκοπα ζητήματα.

*  Παραδινόμαστε στην απόλαυση των ενδυμάτων, αντί να σκεπάζουμε άνετα και ευπρεπώς το σώμα μας και έτσι να το προστατεύουμε από επιβλαβείς επιδράσεις.

*   Παραδινόμαστε στην απόλαυση του χρυσού και του αργύρου, θαυμάζοντάς τα στα θησαυροφυλάκια. Αντί να το χρησιμοποιούμε μόνον για τις πραγματικές μας ανάγκες και να δίνουμε τα τυχόν περισσεύματα σε όσους έχουν ανάγκη.

*    Παραδινόμαστε στην απόλαυση των κατοικιών μας. Αντί να έχουμε απλώς ασφαλή, άνετη και ευπρεπή στέγη για την προστασία μας από τα στοιχεία της φύσης.

*   Παραδιδόμαστε στην απόλαυση των διανοητικών μας χαρισμάτων, του νου και της φαντασίας και τα μεταχειριζόμαστε για να υπηρετήσουμε απλώς την αμαρτία και την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Αντί να χρησιμοποιήσουμε αυτά, προ παντός, για να γνωρίσουμε τον Πάνσοφο Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου για προσευχή· για ικεσία για δοξολογία του Θεού· και για να εσωτερικεύσουμε αμοιβαία αγάπη και σεβασμό.

*    Παραδινόμαστε στην απόλαυση της γνώσεως της κοσμικής ματαιότητας και για την απόκτηση της γνώσεως αυτής δαπανούμε πολύτιμο καιρό, ο οποίος μας δόθηκε για να ετοιμασθούμε για την αιωνιότητα.

* Παραδινόμαστε στην απόλαυση ωραίων ανθρωπίνων προσώπων και πολλές φορές τα μεταχειριζόμαστε για ικανοποίηση των παθών μας.

*   Παραδινόμαστε, τέλος, στην απόλαυση των εαυτών μας, με το να θεωρούμε είδωλα τους εαυτούς μας, ενώπιον των οποίων υποκλινόμαστε (και θαυμάζουμε!). Και, επιπλέον, περιμένουμε (και κάποτε απαιτούμε!) και οι άλλοι να υποκλίνονται).

Ποιός μπορεί, με τρόπο ικανοποιητικό, να περιγράψει και να θρηνήσει τη μεγάλη ματαιότητα και αθλιότητα, στις οποίες εκούσια ρίχνουμε τους εαυτούς μας;

Ποιά απάντηση θα δώσουμε στον αθάνατο Βασιλέα Χριστό, τον Θεό μας, ο Οποίος θα έλθει πάλι για να κρίνει ζώντες και νεκρούς; Και να αποκαλύψει τις κρυμμένες σκέψεις όλων των καρδιών και να λάβει από μας απάντηση και απολογία για κάθε λόγο και έργο μας;

Αλλοίμονο σε μας, οι οποίοι φέρομε το όνομα του Χριστού, δεν ακολουθούμε όμως την διδασκαλία του Ευαγγελίου! Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος μας προσκαλεί συνεχώς κοντά του και μας ενισχύει ποικιλοτρόπως σε αυτή μας την πορεία.

(Από το βιβλίο του: «Η εν Χριστώ ζωή»)

 

 

Η Προσευχή του Ιησού ( Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής)


 

Όταν καλλιεργήσετε την ευχή, δεν σας πειράζουν οι άνεμοι του πειρασμού. Εξασθενεί η δύναμή του, δε μπορεί να σας κάνει τίποτε.  Η προσευχή ας σου είναι τείχος, ασπίδα και θώρακας.  Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή και προσευχή. 

Το τέλος της ζωής μου εγγίζει. Σας παρακαλώ όλοι να ζήσετε βίο άγιο, να βαδίσετε σε γραμμές άγιες για να βοηθήσετε την Εκκλησία και την Ελλάδα μας. Οι καρδιές σας να γίνουν θυμιατήρια, που θα ανεβαίνει η προσευχή σας στο θρόνο του Θεού.

 

Ερώτηση: Όταν, Γέροντα σας πλησιάσει πρόσωπο ταραγμένο και σας εκτοξεύσει υβριστικούς λόγους τί κάνετε εκείνη τη στιγμή;

Απάντηση: Όταν κάθομαι σε υψηλό βράχο προσευχής, όσα κύματα και να έλθουν δε μου προξενούν τίποτε. Όταν όμως με βρουν χαμηλά με περιλούουν

 Η Νοερά προσευχή αφομοιώνει, συνδέει, αγιάζει. Όταν στη ψυχή ανάψει η πυρκαγιά της ευχής όλα τα ξηρά καίγονται και εξαφανίζονται. Η νοερά προσευχή είναι η βάση της τελειότητας.  Η πρώτη βαθμίδα της πνευματικής ανυψώσεως είναι η νοερά προσευχή. 

Στην αρχή της ευχής αισθάνεσαι χαρά, έπειτα γλυκύτητα και στο τέλος σαν καρπός έρχονται τα δάκρυα. Διότι αισθάνεσαι πλέον την παρουσία του Ιησού. 

Όταν θα καλλιεργήσετε την ευχή δε θα κουράζεστε, δε θα ταράζεστε, δε θα νυστάζετε στις ακολουθίες, διότι το σώμα σας θα είναι πλέον ένδυμα. Το φόρεμα ούτε λυπάται, ούτε κρυώνει, ούτε κουράζεται… Όσες ώρες και να στέκομαι δε κουράζομαι 

Βρισκόμαστε σ’ αυτή τη κατάσταση, διότι ο Μοναχισμός έχασε το χρωματισμό του, τη νοερά Προσευχή.

Εμπρός παιδιά, να καλλιεργήσετε την ευχή. Αυτή γέμισε τον Παράδεισο από τόσους αγίους ανθρώπους. 

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος καθαρισμού και αγιασμού από τη νοερά προσευχή. Καλοί είναι και οι ψαλμοί (οι εκκλησιαστικοί ύμνοι), αλλ’ αυτούς τους λέμε για να ελκύουμε και να συγκινούμε τον κόσμο. Εμείς πρέπει να μιλάμε στον Βασιλέα μυστικά στο αυτί του. Αυτοί που ψάλλουν μοιάζουν με ανθρώπους, που βρίσκονται έξω από το παλάτι του Βασιλέως και φωνάζουν διάφορα άσματα για να δείξουν τον ενθουσιασμό τους. Ευχαριστείται βέβαια ο Βασιλιάς και από αυτά, αφού γίνονται για το πρόσωπό του, αλλά ευφραίνεται και προσέχει περισσότερο τους μυστικούς της αυλής του, αυτούς που του μιλούν στο αυτί Του. 

Η υπακοή όταν της αφαιρέσει την κρυφή εργασία, την ευχή, δεν έχει αξία. Και ο κομμουνισμός υπακούει στην ιδεολογία του, αλλά τί είναι; 

Η ευχή είναι το σωσίβιο της ψυχής και του σώματός μας. Και στον ωκεανό ακόμα να βρεθείς με βάρκα να ταξιδεύεις άφοβα. 

Δια της ευχής γίνεται ο άνθρωπος σαν παιδί. Τον επαναφέρει στην απλότητα και την αθωότητα που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο πριν την πτώση. Παύει τη διαφορά του άλλου φύλου. Αποκτά ακατανόητη για τους κοσμικούς την ευλογημένη αγία απάθεια. 

Με την ευχή αγιάζεις τον τόπο που κάθεσαι και το έργο που κάνεις. 

Πρόσεξε τώρα ο διάβολος στενοχωριέται που τον πολεμάς με την ευχή. Θα προσπαθεί να σου αποσπά το νου σου με διάφορες σκέψεις. 

Όλοι οι πειρασμοί σου πρέπει να ξέρεις, είναι για να σε εμποδίσουν από την προσευχή του Ιησού. 

Μεταλαμβάνετε συχνά, προσεύχεστε θερμά με την καρδιά σας, υπομένετε και θα δείτε χέρι δυνατό να σας κρατάει.

Όταν θα καλλιεργήσετε τη νοερά προσευχή θα γίνετε πλέον παιδιά του παλατιού. Θα ξέρετε τη γλώσσα του Βασιλιά και τους βασιλικούς τρόπους. Τότε μόνο με ένα νεύμα θα έχει άγια σκιρτήματα η καρδιά σας. 

Καλλιεργήστε την ευχή. Αυτή θα σας οδηγήσει στον Παράδεισο. Θα βλέπετε τη χάρη του Θεού οφθαλμοφανώς, θα αποκτήσετε τη χαρά του Ουρανού. 

Παρεκάλεσα τον Κύριο να σας δώσει το χάρισμα της ευχής. Δεν έχω άλλο δώρο να σας δώσω. Θέλω αυτό που θεωρώ το πιο πολύτιμο να σας το παραδώσω. 

Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος κάνει τον άνθρωπο να εκπέμπει ακτίνες… θα πρέπει όμως ο άλλος να έχει καλό δέκτη για να το καταλάβει, για να πάρει είδηση τη θερμότητα των ακτίνων. 

Ο άνθρωπος δια της προσευχής του Ιησού είναι πάντα χαρούμενος, γεμάτος και φωτισμένος. 

Δια της ευχής θα κερδίσεις το πάν. Καθαρίζεται ο άνθρωπος, λαμπρύνεται, αγιάζεται. Προσπάθησε κάθε στιγμή να αναπνέεις τον καθαρό αυτόν αέρα της προσευχής του Ιησού. 

Τότε ο Μοναχός έχει την πραγματική χαρά, όταν έχει δια της ευχής τον Χριστό στην καρδιά του. 

Να προσεύχεστε να μου δίνει ο Θεός υπομονή, θερμή προσευχή και αναβάσεις προς τον Χριστό μας. 

Θα λεπτύνετε και θα πετάτε με την ευχή. Θα αισθάνεστε ζωντανή την παρουσία του Χριστού μας μέσα και γύρω σας. 

Είναι βασιλικός ο άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό. Είναι τότε πολύ προσεκτικός στους λόγους του. Επιθυμεί να μη διακόπτει τη μυστική συνομιλία του Βασιλιά και όσες φορές οι άλλοι, που τον πλησιάζουν δε τον καταλαβαίνουν τον κουράζει πολύ. 

Επιθυμώ να ιδρύσετε σταθμούς προσευχής στα νησιά μας. 

Θέλω ν’ ακούσω μέσα σας τη φωνή του Κυρίου. Από την καρδιά σας να μιλάει ο Κύριος. Να είστε θρόνοι Κυρίου, δια της ευχής. 

Η πνευματική ζωή έχει χαρές μεγάλες. Πετάς, φεύγεις απ’ τον κόσμο, δε λογαριάζεις τίποτε… Γίνεστε παιδιά που κατοικεί ο Θεός στην καρδιά σας. 

Η προσευχή όλα τα τακτοποιεί. Τη θάλασσα μπορεί να την περπατάς. Εκμηδενίζει τις αποστάσεις. Τις βουλήσεις των ανθρώπων μεταβάλλει. Δίνει θάρρος, πίστη και υπομονή στη ζωή μας πάντοτε. 

Την ένωση της ψυχής σας μετά του Θεού να φροντίσετε. 

Όταν θα βαδίσετε στις γραμμές της προσευχής, της σιωπής και της μελέτης, θα δείτε να κατοικεί ο Χριστός στην καρδιά σας. 

Η Παναγία να σε διαφυλάει, ο Χριστός να κατοικήσει στην καρδιά σου. Αυτό είναι παιδί μου η τελειότητα. 

Θέλω όταν σε πλησιάζω να μου μιλάει ο Χριστός από την καρδιά σου και εσύ πάλι να ακούς τον Νυμφίο σου να μιλάει μέσα από τη δική μου ψυχή και τότε είναι το πραγματικό μυστικό πανηγύρι. 

Η χάρη του Θεού, η πνευματική ένωση τον μεταμορφώνει, γίνεται άλλος άνθρωπος, φεύγει ο φόβος. Με την απεριόριστη χάρη δε φοβάται το θάνατο. Θεωρεί τη ζωή αυτή, όσο καλή και αν φαίνεται σκλαβιά.

 Υπομονή χρειάζεται και προσευχή, για να μη πέφτουμε σε λάθη. 

Για να απολαύσεις τις χαρές της πνευματικής ζωής, πρέπει να καλλιεργήσεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου την προσευχή, την υπομονή και τη σιωπή. Χωρίς την προσευχή δεν είναι εύκολο να υπομένεις, ούτε να σιωπάς. Με τη χάρη του Θεού, αυτά εφάρμοσα στη ζωή μου. Μας βοηθούν να έχουμε τον Χριστό κάτοικο στην καρδιά μας.

 

(Από το βιβλίο «Ο γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής. Μια σύγχρονη μορφή της Πάτμου», έκδοση Επτάλοφος)

 

«Έτι φοβούμαι».

Διηγείται ο μέγας Παφνούτιος.
« Αφού εκοιμήθη ο άγιος Μακάριος και η θεία αυτού ψυχή ανήρχετο εις τα ουράνια, κατεχομένη υπό του λαμπροτάτου εκείνου Χερουβείμ, το οποίον ωδήγει αυτόν και εφώτιζεν εις όλην του την ζωήν, η πρώτη φάλαγξ των εναερίων δαιμόνων εμακάριζεν αυτόν λέγουσα” «ιδού νυν εξέφυγες τας χείρας ημών». Ο δε Μακάριος ούτε ουν «εξέφυγον», είπεν, αλλ’ «έτι φοβούμαι». Είτα η δευτέρα φάλαγξ το αυτό είπε, και ο όσιος ωσαύτως απεκρίνατο. Αλλ’ και ότε έμελλε να έμβη εις τας θύρας του ουρανού, πάλιν εμακάριζον αυτόν οι δαίμονες. Ο δε άγιος απεκρίθη” «ακόμη χρείαν έχω δια να φύγω από τας χείρας σας». Οταν όμως εμβήκεν εις τους ουρανούς και έμειναν έξω οι δαίμονες, τότε μόνον εξεθάρρευσεν και τους είπε.

«Ναι, τώρα εγλύτωσα από τας τέχνας σας»1.

«έτι φοβούμαι»

Ο φόβος του Κυρίου στην οδό των αγίων” που δε λογιάζουν ότι έχουν κάτι κερδίσει, κάτι καταλάβει2” που κατεργάζονται ταπεινά, με φόβο και τρόμο την εαυτών σωτηρία3” και ελκύουν τη θεία χάρη” «επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους»4.

Στην οδό του ανθρώπου ο φόβος του Κυρίου, ως σεβασμός στον Θεο και ευλάβεια και δέος’ ως εφαρμογή των εντολών του Θεού’ «ου γαρ φόβος, εντολών τήρησις»5. Καθαίρει δε και λαμπρύνει την ψυχή ο φόβος του Θεού. «Ου εντολών τήρησις, σαρκός κάθαρσις. Ου δε κάθαρσις, έλλαμψις»5. Και οδοποιεί τη θεία αγάπη ο θείος φόβος. «Έλλαμψις δε πόθου πλήρωσις»5.

Τον φόβο του Κυρίου τον έκλεψε ο διάβολος στον Κήπο της Εδέμ με το ψέμα. «Ου θανάτω αποθανείσθε», είπε στους πρωτοπλάστους, και ναυάγησε η ανθρωπότης μέσα στον Παράδεισο. Οπως το καράβι χρειάζεται εξίσου τα άρμενα και το βάρος για να μη γέρνει επικίνδυνα στο ταξίδι του, έτσι κι ο άνθρωπος μαζί με την ελπίδα — που τον πληροί με ανδρεία — έχει ανάγκη και από τον φόβο του Θεού για ν’ ασφαλίσει την πορεία του.

«έτι φοβούμαι»

Κι είναι ο φόβος του Κυρίου αρχή της σοφίας6 και στέφανος σοφίας7. Αυτός δίνει αρχή στην κατά Χριστόν αρετή, αυτός δίνει την αύξηση και την τελειότητα στη σωτηρία μας. Γι’ αυτό και «άνθρωπος σοφός, εν παντί ευλαβηθήσεται»8. Σε όλα φοβάται και δεν εμπιστεύεται στον εαυτό του, αλλά με συνεσταλμένο φρόνημα τηρεί το θέλημα του αγίου Θεού’ και «ασφαλής έσται». Γιατί ο Κυριος «ευδοκεί εν τοις φοβουμένοις Αυτόν, και εν τοις ελπίζουσιν επί το έλεος Αυτού»9.

Κ.Μ.

1. Παρά τη α´ υποθέσει τη υπό Ιωάννου Αντιοχείας συλλεχθείση. 2. Φιλιππησίους γ´ 13. 3. Φιλιππησίους β´ 12. 4. Ησαΐας ξστ´ 2. 5. Γρηγ. Θεολόγου, Λογος Εις τα Φώτα, 8. 6. Σ. Σειράχ α´ 15. 7. Σ. Σειράχ α´ 18. 8. Σ. Σειράχ ιη´ 27. 9. Ψαλμός ριστ´ 11.

Από το Περιοδικό η Δράσις μας” τεύχος Ιουνίου – Ιουλίου 2008.

Καλέσματα και μηνύματα.


            Ο Άγιος Παχώμιος λέει: Ο κόσμος μοιάζει με ένα σπίτι κατασκότεινο, μέσα στο οποίο ζουν πολλοί άνθρωποι, που παλεύουν μέσα στο σκοτάδι! Και ξαφνικά φαίνεται από μια μικρή τρυπίτσα κάποιο φως· μια μικρή, ελάχιστη ακτίνα φωτός.

Το σπίτι αυτό συμβολίζει την ψυχή του ανθρώπου που βρίσκεται βυθισμένος στο σκοτάδι της αμαρτίας, της ζωής χωρίς Θεό! Τί κάνει ο Θεός; Στέλνει ένα μήνυμα. Και το πρώτο Του μήνυμα είναι μια ακτίνα φωτός. Γιατί μόνο τόσο; Γιατί τόσο λίγο; Γιατί θέλει να δει αν ο άνθρωπος: θέλει; επιθυμεί; ποθεί το φως του; Λοιπόν. Διερωτήσου! Θέλεις να πας κοντά του; Η επαναπαύεσαι στο μαλακό μαξιλαράκι, που σου προσφέρει το ψέμα: Εδώ είναι ο παράδεισος, εδώ και η κόλαση. Μια ζωή την έχουμε, να μην την διασκεδάσουμε;

Εκείνος, που θα αρπάξει αυτή την ευκαιρία, το μήνυμα του Θεού, την ακτίνα του θείου φωτός, είναι άνθρωπος που έχει ειλικρίνεια απέναντι στο Θεό και στο εαυτό του.

Ο Θεός μας καλεί πολλές φορές να γίνουμε πιό σοβαροί και πιό συνειδητοί! Τα καλέσματα του Θεού, αν θέλει κανείς τα βλέπει παντού. Ακόμα και σε ένα λουλούδι! Και αυτό κάλεσμα Θεού είναι. Το άφωνο λουλούδι φωνάζει γι᾿ αυτούς που έχουν αυτιά, και μας καλεί σε δοξολογία Θεού.

Δυστυχώς, επειδή οπό τον πόθο για καλοπέραση, είμαστε πωρωμένοι, αυτά τα καλέσματα δεν τα καταλαβαίνουμε! Μένουμε σ᾿ αυτά αναίσθητοι. Δεν τα πιάνουμε!

Γι᾿ αυτό ο Θεός έστειλε τον Υιό Του, να μας καλέσει σε μετάνοια και επίγνωση του θελήματός Του. Τί άλλο περισσότερο να έκανε;

Δέχθηκε να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο και να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Στο θάνατο που καταδικάζονταν οι εγκληματίες. Και πέθανε πάνω στο σταυρό αφήνοντας μας να καταντήσουμε το σώμα Του όλο μια πληγή. Και όλα αυτά από αγάπη για μας.

Ο Χριστός δεν μας δίδαξε μόνο με λόγια. Μας αγάπησε μέχρι θανάτου. σφράγισε την αγάπη Του με τη σταυρική Του θυσία. Και μετά δέχθηκε να μπει στον τάφο. Η Ζωή μέσα στον τάφο. Ο Θεός και Δημιουργός του κόσμου μέσα σε μια τρύπα της γης. Αυτός που έχει θρόνο Του τον ουρανό κατέβηκε πιό κάτω κι οπό τη γη. Για μας. Από αγάπη για μας.

Και εμείς, εξακολουθούμε να κοιμόμαστε; Και ο Θεός να κτυπάει για μας δυνατές καμπάνες! Μια οπό τις πιό δυνατές φωνές του Θεού, είναι η καμπάνα της ενορίας μας. Μερικές, ή μάλλον πολλές φορές, δεν την ακούμε! Και γι’ αυτό ο Θεός αναγκάζεται να κτυπάει και άλλες καμπάνες: με θλίψεις και με δοκιμασίες.

Εμείς πότε θα μάθουμε να τεντώνουμε τα αφτιά μας, να ακούμε τη φωνή του Κυρίου μας που μας καλεἰ κοντά Του;

Αρχιμ. Ιωήλ Ν.

 

(Πηγή:zoiforos. gr )