Επιστολή Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτη σε καρκινοπαθή μοναχό.

Την  27 η Φεβρουαρίου 1998 (ν.η) πριν 13 χρόνια έφυγε για τους ουρανούς ο παπα Εφραίμ ο Κατουνακιώτης.

Η επιστολή που ακολουθεί δημοσιεύθηκε από τη συνοδεία του γέροντος στη βιογραφία του πoυ εκδόθηκε από το Περιβόλι της Παναγίας το 2000, και απευθύνεται σε ετοιμοθάνατο καρκινοπαθή μοναχό.

Ας έχουμε την αγία ευχή τού παπα Εφραίμ. Ο καλός Θεός ας τον έχει αναπαυμένο στη Βασιλεία Του που πόθησε από μικρό παιδί…

Κατουνάκια 4-2-1993

Eν Χριστώ αγαπητέ αδελφέ π.Ιερεμία 
Με πολλήν αγάπη σε ασπάζομαι αδελφικά , ευχόμενος όπως Κύριος ο Θεός εξαποστείλη τον Αγγελον Ααυτού και σού χαρίση πνεύμα υπομονής , πνεύμα πίστεως και εμπιστοσύνης προς τον Θεόν. 
Χθες έλαβα το γράμμα σου και σήμερα πρωΐ έρχομαι να σου απαντήσω. Προ τριών μηνών κατέβηκα στην Αθηνα και έκανα εγχείρηση καταρράκτου στα μάτια και δεν έχει αποκτασταθή ακόμα η όρασις μου και δεν βλέπω καλά , και βάζω τον Ν. να σου γράψη ό,τι υπαγορεύω εγώ.Γενού άξιος της κλήσεως σου της «Θεοκλήτου».Μετά αγίων η κλήσις σου, μετά μαρτύρων η μερίς σου. 
Να σου πω και την αλήθεια , και σε μακαρίζω και σε ζηλεύω, αποβλέποντας τον  καρπόν αυτής σου της δοκιμασίας.Η πολλή αγάπη του Θεού προς εσένα εκεί σε οδήγησε, εις αυτό τον Γολγοθά.Ο άγιος Χρυσόστομος πλέκει δύο εγκωμιαστικούς λόγους προς τον πολύαθλο Ιώβ.Δεν τον επαινεί εις το πρότερον του βίον , προ της δοκιμασίας που ήτο θεοσεβής-φιλόξενος-απεχόμενος παντός κακού, αλλά τον εγκωμιάζει εις την υπομονήν  όπου έκαμε εις αυτή την δοκιμασίαν όπου του έστειλε ο Θεός.Στον καιρό της κατοχής ένας πατέρας πτωχός, παπουτσής, έκανε πολλά παπούτσια, και τα έδινε στην κόρη του να τα πουλήση στα γύρω χωριά.Το κοριτσάκι με διαφόρους καιρούς και ξυπόλυτο πήγαινε στα χωριά και τα πωλούσε. Πότε πεινασμένο, πότε ξυπόλυτο, πότε ημάρα και πότε νύκτα, με αποτέλεσμα το κοριτσακι να χτικιάση (να πάρη φυματίωσιν). 
Προτού να πεθάνη πρόλαβαν και το έκαμαν καλογριούλα και το ονόμασαν Ανυσία μοναχή. 
Όταν της έκαμαν ανακομιδή ,ευωδίαζαν τα λείψανα της.Να , λοιπόν, τι αποτέλεσμα έφερε η υπομονή εις τας θλίψεις.

Στο χωριό μου μια ομοια ψυχή, Βασιλική την ονόμαζαν, επειδή ήταν γερό κοριτσάκι, την έπαιρνε ο πατέρας της στις εξωτερικές δουλειές μαζί του.Από τις πολλές κακουχίες κλονίστηκε σοβαρά η υγεία της και στο τέλος απέθανε.Ένας γείτονας της, πολύ ευλαβής άνθρωπος, προσευχόμενος μια φορά είδε πέντε έξι αγγέλους και υμνολογούσαν τον Θεόν. Και μέσα στη μέση ήταν και αυτή η ψυχή. Να, λοιπόν , η υπομονή τι την αξίωσε.

Και ο Γέροντας μας, ο παππούς σας, ο ΄γεροντας Ιωσήφ, μάς έλεγε συχνά ότι όλος ο βίος του ένα μαρτύριο  ήταν και να τι τον αξίωσε ο Θεός να ευωδιάσουν τα λείψανα του. 
Σού ευχόμεθα δι ευχών τού αγίου Γέροντος μας και σ΄εσένα «τα ίδια». 
Με αδελφική αγάπη 
παπα Εφραίμ Κατουνακιώτης.

ΠΗΓΗ.misha.pblogs.gr

Ο συκοφαντημένος επίσκοπος (Aπο το «Λειμωνάριον», Ιωάννου του Μόσχου)


Σε 30  μίλια απόσταση από τη Ρώμη βρισκόταν η μικρή πόλη Ρωμίλλα.
Κάποτε μερικοί κάτοικοι της Ρωμίλλας κατηγόρησαν τον ενάρετο επίσκοπό τους στον πάπα της Ρώμης Αγαπητό (535-536), λέγοντας ότι χρησιμοποιεί για το φαγητό του το άγιο δισκάριο.

Αμέσως ο πάπας, έκπληκτος απ’ αυτό που άκουσε, έστειλε κι έφεραν τον επίσκοπό δεμένο και πεζό στη Ρώμη και τον έκλεισε αμέσως στη φυλακή.
Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Τη νύχτα του Σαββάτου ο πάπας βλέπει κάποιον στον ύπνο του να του λέει: Αυτή την Κυριακή δεν θα λειτουργήσεις ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος, αλλά ο φυλακισμένος επίσκοπος. Εκείνος θέλω να λειτουργήσει.
Επειδή ο πάπας δυσπιστούσε, η φωνή ακούστηκε για δεύτερη και για τρίτη φορά: «Σου είπα πως ο φυλακισμένος επίσκοπος θα λειτουργήσει»!
Όταν ξύπνησε ο πάπας, κάλεσε τον επίσκοπο και τον ρώτησε:
Ποιά είναι η πνευματική σου εργασία;

-Είμαι αμαρτωλός, απάντησε εκείνος.

Επειδή δεν φανέρωνε τίποτ’ άλλο, ο πάπας του είπε:

-Σήμερα εσύ θα λειτουργήσεις.

Ο επίσκοπος υπάκουσε.

Όταν λοιπόν παραστάθηκε στο ιερό θυσιαστήριο και συμπλήρωσε την ευχή της προσκομιδής, πριν να πει την τελική αγιαστική ευχή άρχισε για δεύτερη, για τρίτη και για τέταρτη φορά την αγία αναφορά.

Τί συμβαίνει; ρώτησε ο πάπας.

Γιατί άρχισες τέσσερις φορές την ευχή και δεν την ολοκλήρωσες;
-Συγχώρεσέ με, απάντησε ο επίσκοπος, αλλά δεν είδα, όπως συνήθως, την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Αν θέλεις, απομάκρυνε από το θυσιαστήριο το διάκονο που κρατάει το ριπίδιο, γιατί εγώ δεν τολμώ να του το πω.
Όταν ο διάκονος απομακρύνθηκε, τότε και ο πάπας και ο επίσκοπος είδαν αμέσως την παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

Αλλά συνέβη και τούτο: Το καταπέτασμα, που βρισκόταν πάνω από το ιερό θυσιαστήριο, σηκώθηκε μόνο του και σκέπασε τον πάπα, τον επίσκοπο και όλους τους διακόνους μαζί με το άγιο θυσιαστήριο για τρεις ώρες!

Τότε κατάλαβε ο ιερός Αγαπητός πως ο επίσκοπος ήταν πολύ ενάρετος και πως είχε συκοφαντηθεί.

Προσευχή και ελευθερία (+π. Δ. Στανιλοάε)

Η προσευχή ελευθερώνει τον άνθρωπο, τον απαγκιστρώνει από την εξωτερική φύση κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Με τον τρόπο αυτό, κρατά τη ψυχή του ανοιχτή απέναντι στο πρόσωπο του Θεού. Αυτός που δεν προσεύχεται μένει δέσμιος, εγκλωβισμένος στον σύνθετο μηχανισμό της εξωτερικής φύσης και των εμπαθών ροπών· των ροπών που κυριαρχούν μέσα του ακόμα περισσότερο κι από τη φύση.

Η προσευχή, ως αίτημα-παράκληση, εξασφαλίζει την ελευθερία απέναντι στους σύνθετους μηχανισμούς του εξωτερικού κόσμου, οι οποίοι εναρμονίζουν τους νόμους της φύσης μεταξύ τους. Με το αίτημα-παράκλησή του ο άνθρωπος εκδηλώνει την πεποίθηση του πως αυτοί οι μηχανισμοί είναι απλά ενδεχόμενα και παράγονται από την ελεύθερη παρέμβαση του υπέρτατου προσώπου που τους δημιούργησε. Αυτή η πεποίθηση στηρίζεται πάνω στο γεγονός πως ακόμη και τα ανθρώπινα πρόσωπα μπορούν να συνθέσουν ελεύθερα κάποιους μηχανισμούς φυσικών νόμων και να τους κατευθύνουν προς συγκεκριμένες στοχεύσεις της επιλογής τους. Το πνεύμα του ανθρώπου έχει τη δύναμη να επιλέγει και να βάζει το σώμα να εκτελεί κινήσεις της επιλογής του· μέσα από αυτές τις κινήσεις και μέσα από τα εργαλεία που προεκτείνουν τη δράση τους, αποκτά εξουσία πάνω στα πράγματα και τις δυνάμεις της φύσης. Αυτή την εξουσία μοιράζονται εξίσου και οι άλλοι άνθρωποι. Μπορώ να απευθύνω ένα αίτημα στους άλλους προκειμένου να επιτύχω μια χρήσιμη για μένα παρέμβαση τους στους μηχανισμούς των φυσικών νόμων. Έτσι, μέσα από τα πράγματα και τις δυνάμεις της φύσης, μπορούν οι άνθρωποι να αναπτύξουν μεταξύ τους έναν ελεύθερο διάλογο. Κάθε άνθρωπος με τη δράση του πάνω στη φύση, εκδηλώνει τη δική του ελευθερία, και απευθύνοντας στους άλλους ένα αίτημα, κάνει τη δική τους να εκδηλωθεί. Όμως αιτούμενος μια ελεύθερη παρέμβαση του άλλου, ο άνθρωπος προσδοκά μία απελευθέρωση και για τον εαυτό του, μιας και χωρίς αυτή την παρέμβαση του άλλου δεν θα μπορούσε από μόνος του να διαχειριστεί κάποιους συγκεκριμένους μηχανισμούς της φύσης.

Συνεπώς, γιατί να μην πιστέψουμε και στη δυνατότητα παρέμβασης του υπέρτατου προσώπου που δημιούργησε τη φύση μαζί με τους νόμους της; Αν γενικά φαίνεται πως η φύση αποτελεί για τον άνθρωπο ένα ενδεχόμενο δράσης, τότε αυτό αποδεικνύει πως η φύση δημιουργήθηκε ως πεδίο ανοιχτό στις παρεμβάσεις των πρωτοβουλιών ως πεδίο ελεύθερου διαλόγου μεταξύ των ανθρώπων.

Αυτό σημαίνει πως η φύση δημιουργήθηκε ως θεραπαινίδα της ελευθερίας και συνεπώς εκ μέρους μιας Ελευθερίας. Γιατί λοιπόν αυτή η δημιουργός ελευθερία να μην μπορεί να επέμβει στους μηχανισμούς της φύσης, και μάλιστα με έναν τρόπο πιο αποτελεσματικό από τις ελευθερίες των ανθρώπων; Ο κόσμος δεν έχει νόημα παρά ως πεδίο διαλόγου μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Οι άνθρωποι, μέσα από τα έργα τους, αποκρίνονται στο δημιουργικό έργο του Θεού στον κόσμο. Και με την προσευχή τους αιτούνται των παρεμβάσεων Του. Με την προσευχή τους οι άνθρωποι εκδηλώνουν την πεποίθησή τους πως η ελευθερία του Θεού παρεμβαίνει στον κόσμο για το δικό τους καλό. Με την προσευχή τους εκδηλώνουν την πεποίθηση πως ο άνθρωπος δεν είναι ένα απλό γρανάζι στο μηχανισμό της φύσης. Με την προσευχή τους εκδηλώνουν την ιδιαίτερη φροντίδα του Θεού στον άνθρωπο.

Θα μπορούσε να αντιταχθεί πως ο άνθρωπος μπορεί να επέμβει στους μηχανισμούς της φύσης, επειδή το πνεύμα του είναι τόσο στενά συνυφασμένο με το σώμα του (και μέσω αυτού με τη φύση που το περιβάλλει), ώστε οι κινήσεις του αντανακλούν αναπόφευκτα στη φύση. Όμως γιατί να μην δεχτούμε επίσης πως μεταξύ του Θεού και του κόσμου υπάρχει μία αδιάρρηκτη συνάφεια; Γιατί να μην δεχτούμε πως Θεός και κόσμος είναι τόσο συνυφασμένοι, ώστε ο κόσμος να είναι ριζωμένος στο Θεό και οι κινήσεις Του, αν και ελεύθερες, να αφήνουν πάντα το αποτύπωμά τους στη φύση; Επομένως, όπως η συνάφεια μεταξύ του ανθρώπινου πνεύματος και του υλικού κόσμου είναι ένα μεγάλο και άλυτο μυστήριο, κατά τον ίδιο τρόπο, κι ακόμα περισσότερο , η συνάφεια του κόσμου με τον Θεό είναι ένα μυστήριο μεγάλο και απροσπέλαστο. Έξαλλου, δεν μπορούμε να διακρίνουμε «ατόφια» ύλη (ως ουσία ξεχωριστή) ούτε μέσα στο σώμα του ανθρώπου, ούτε μέσα σ’ όσα προσλαμβάνει ο άνθρωπος διά των αισθήσεων του. Κι ακόμα πιο δύσκολα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στον κόσμο συνολικά, ύλη κενή θείου πνεύματος. Αν μπορούσαμε να βρούμε κάτι τέτοιο, τότε ο κόσμος αυτός, σαν περίκλειστος μηχανισμός απόλυτα προσδιοριζόμενος από νόμους επιστημονικούς, θα ήταν άνευ νοήματος.

Με την προσευχή του ανθρώπου εκδηλώνεται και ενεργοποιείται αυτός ο ελεύθερος διάλογος μεταξύ Θεού και ανθρώπου, σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλά και πέρα από αυτόν.

Όμως, με την προσευχή επίσης εκδηλώνεται και ενεργοποιείται η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα πάθη και τον εαυτό του.

Τα πάθη αλυσοδένουν τον άνθρωπο στην εξωτερική φύση, τον κάνουν δέσμιο της. Αν μέσα από την επιστήμη φανερώνεται η υποδούλωσή του στη φύση θεωρητικά, μέσα από τα πάθη συντελείται πρακτικά-ηθικά. Με τα πάθη ο άνθρωπος υποδουλώνεται σ’ αυτό που είναι η φύση: μια φύση μεταπτωτική. Εξαγριωμένη· κι αυτό δείχνει και πάλι πως η φύση δεν έχει τη δύναμη να αυτοπραγματωθεί. Τα πάθη είναι ένα κράμα φύσης και πνεύματος· ενός πνεύματος όμως αδυνατισμένου, που λειτουργεί πάνω στη φύση διαστροφικά· και μιας φύσης επομένως διεστραμμένης, που λειτουργεί πάνω στο πνεύμα κυριαρχικά.

Η προσευχή συμβάλλει στην υπέρβαση των παθών και προϋποθέτει μια ελευθερία από τα πάθη. Θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος πως κι αυτός που δεν προσεύχεται μπορεί, μέσα από την ελευθερία του, να κυριαρχήσει, στα πάθη του, και πως μπορεί επομένως να ανυψωθεί πάνω από τις ανελεύθερες ροπές της κατώτερης φύσης του. Όμως, αν ο άνθρωπος δεν αναγνωρίζει τίποτα άλλο πέρα από την ελευθερία του, τότε παραμένει δέσμιος ενός άλλου πάθους του, της αλαζονείας, η οποία δεν είναι καθόλου μικρότερη από τα άλλα πάθη. Επιλέγει μόνος του το κριτήριο των πράξεων του. Και πού νομίζει πως μπορεί να φτάσει αν δεν αναγνωρίζει τον Θεό; Παραμένει τελικά εγκλωβισμένος στο πεδίο μιας τυφλής φύσης και αποσυντίθεται από τον θάνατο.

Η προσευχή είναι επίσης ανύψωση του ανθρώπου πάνω από τον εαυτό του. Μόνο υπερβαίνοντας τον εαυτό του, υπερβαίνοντας δηλαδή αυτό που θεωρείται ελευθερία επιλογής, μπορεί ο άνθρωπος να δραπετεύσει από τη φύση και τον θάνατο. Μόνο απελευθερούμενος από τον εαυτό του, καταφέρνει ο άνθρωπος να κατασταθεί ελεύθερος, με την πραγματική σημασία της λέξης, και να μην κυριαρχείται από κανένα πάθος.

Ο Όσιος Νείλος λέει κάπου: «Η κατάσταση της προσευχής

 

είναι μία απαθής έξις, που με ακρότατο έρωτα εξυψώνει σε ύψος νοητό τον πνευματικό νου που αγαπά τη σοφία»

Μόνο μία σχέση άδολης αγάπης με ένα πρόσωπο μας παρέχει ελευθερία από την εξωτερική φύση και τον ίδιο μας τον εαυτό. Και μονάχα ο Θεός μπορεί να μας χαρίσει και να μας εμπνεύσει μία τέτοια αγάπη για ένα άλλο πρόσωπο. Η σχέση μας με τον Θεό μπορεί πραγματικά να μας ελευθερώσει από τον εαυτό μας με ένα τρόπο διαρκή, διότι το πρόσωπο του Θεού είναι τόσο ελκυστικό εξαιτίας του πλούτου της απεραντοσύνης Του, και τόσο δοτικό στην αγάπη Του, που ξεχνάμε τον εαυτό μας. Κατά συνέπεια, μόνο η σχέση μας με τον Θεό μας παρέχει την πληρότητα της ελευθερίας απέναντι στη φύση και τον εαυτό μας, και μας καθιστά ικανούς να εκφράζουμε κι εμείς αυτή την ελευθερία στη σχέση μας με τους ανθρώπους.

Ο άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος λέει πως στη σχέση μας με τον Θεό αισθανόμαστε παιδιά Του·  και πως αυτή η σχέση ενεργοποιείται από την προσευχή εν Πνεύματι Αγίω. Και σε άλλο σημείο συνδέει στενά τον φόβο με την υπερηφάνεια και την ελευθερία με την ταπείνωση.

Επιτυγχάνοντας να μας ελευθερώσει από τη φύση και τον εαυτό μας, η προσευχή φανερώνεται ως η πιο σπουδαία ενέργεια του πνεύματος, διότι το πνεύμα έχει την τάση και την εγγενή δυνατότητα, να ανυψώνεται και να μας ανυψώνει ακόμα και πάνω από το είναι μας, να εισέρχεται και να ενδημεί σε μία κρυστάλλινη σχέση με ένα άλλο πρόσωπο. Αυτή η τάση και η δυνατότητα απορρέουν από τη σχέση που το πνεύμα αναπτύσσει με το υπέρτατο Πρόσωπο. Η αληθινή ελευθερία εκδηλώνεται και διατηρείται μέσα σε μια σχέση άδολης αγάπης με ένα άλλο πρόσωπο και τελικά με το υπέρτατο Πρόσωπο. Διότι το υπέρτατο Πρόσωπο δεν πρόκειται ποτέ να εξουσιαστεί από οποιασδήποτε φύσεως εξουσία, και συνεπώς δεν πρόκειται ποτέ να μπει στον πειρασμό να εξουσιάσει προκειμένου να μην εξουσιαστεί. Στη σχέση μας με τον Θεό είμαστε τελείως ελεύθεροι, διότι ο Θεός, μη εξουσιαζόμενος από τίποτα, δεν αναζητά να εξουσιάσει. Δεν έχει ανάγκη να υπερασπιστεί την ελευθερία Του εξουσιάζοντας. Μόνο μέσα στη σχέση των αυθεντικά ελεύθερων υπάρξεων, μπορεί να διασφαλιστεί η ελευθερία κάθε προσώπου: καμιά δεν εξουσιάζεται, καμιά δεν επιζητά την εξουσία.

Δεν διασφαλίζουμε ποτέ την ελευθερία μας εξουσιάζοντας. Δεν υπάρχει αληθινή ελευθερία στην απομόνωση· ωθείται κανείς και παραμένει στην απομόνωση εξαιτίας μιας ανικανότητας να απελευθερωθεί από τον εαυτό του. Ο άνθρωπος τότε επιθυμεί να είναι κύριος του εαυτού του και εξουσιάζεται από τον εαυτό του· το ίδιο και με τη φύση: θέλοντας να είναι κύριος της φύσης, εξουσιάζεται απ’ αυτή. Σίγουρα, ο άνθρωπος πρέπει να στέκει υπεράνω της φύσης, όμως αυτό είναι άλλο πράγμα από το να θέλει να εξουσιάσει τη φύση με ένα τρόπο εμπαθή: είμαστε πραγματικά κύριοι της φύσης όταν είμαστε ελεύθεροι απέναντι της.

Μόνο μια άλλη αυθεντική ελευθερία, μια ελευθερία αδέσμευτη από πάθη και συνεπώς από εξουσιαστικές τάσεις, μπορεί να κάνει την ελευθερία μου να εκδηλωθεί και να συντηρηθεί. Μόνο η σχέση με το υπέρτατο Πρόσωπο, του οποίου η ελευθερία δεν μπορεί να απειληθεί, διασφαλίζει ακέραια την ελευθερία μου. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτή η σχέση μεταξύ των ελεύθερων υπάρξεων είναι μια σχέση εξωτερική, μια σχέση που αφήνει τον καθένα απομονωμένο στην ελευθερία του. Η ελευθερία του ενός υποβαστάζει κατά κάποιο τρόπο την ελευθερία του άλλου. Η αυθεντική ελευθερία του ενός γεννά, ή καλύτερα, ενεργοποιεί την ελευθερία του άλλου. Αισθάνομαι μέσα στην ελευθερία μου την ελευθερία εκείνου με τον οποίο σχετίζομαι. Δεν είναι μια ελευθερία που αδιαφορεί για μένα, ή που θέλει να με εξουσιάσει: είναι μια ελευθερία που ενεργεί από αγάπη και σεβασμό στην ελευθερία μου και στον ίδιο μου τον εαυτό.

Όταν ζητώ από κάποιον άνθρωπο την προσοχή του, την αγάπη του, αυτή η προσοχή και αυτή η αγάπη έρχονται σε μένα επειδή τις θέλησα, επειδή προσκλήθηκαν από την ελευθερία μου. Κι αν αυτός ο άνθρωπος μου δίνει την αγάπη και την προσοχή του, χωρίς να θέλει να κυριαρχήσει πάνω μου, τότε με καθιστά ελεύθερο από τον εαυτό μου. Διότι, μη επιζητώντας να υπερασπιστώ την ελευθερία μου δώρο της αγάπης του, την ελευθερία του από κάθε επιθυμία κυριαρχίας του πάνω μου. Επομένως, η αληθινή ελευθερία ενός άλλου ανθρώπου υποβαστάζει τη δική μου. Μόνο μέσα στην ατμόσφαιρα της ελευθερίας ενός άλλου ανθρώπου, μπορεί και η δική μου ελευθερία να γίνει πραγματικότητα. Μόνο η ελευθερία ενός άλλου ανθρώπου μπορεί να τροφοδοτήσει και να επιβεβαιώσει τη δική μου. Ταυτόχρονα όμως, μόνο μέσα στην ατμόσφαιρα της άκτιστης Ελευθερίας μπορούν να επιβεβαιωθούν όλες οι κτιστές ελευθερίες. Αυτές υποβαστάζουν η μία την άλλη διά της αγάπης, που επιζητείται και παρέχεται αμοιβαία.

Στη σχέση μου με τον Θεό βέβαια, η προσευχή δεν είναι αμφίδρομη: ο Θεός δεν προσεύχεται στον άνθρωπο·  ο άνθρωπος προσεύχεται στον Θεό. Υπάρχει ωστόσο, αμοιβαίο δόσιμο. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ελευθερία του όχι μόνο καθώς την αποδέχεται από τον Θεό μέσω της προσευχής, αλλά και καθώς προσφέρει τον εαυτό του στον Θεό. Μόνο με αυτό τον τρόπο κερδίζει ο άνθρωπος τήν ελευθερία από τον εαυτό του. Αν επιχειρήσει να κρατήσει για τον εαυτό του την ύπαρξη που του δωρίθηκε από τον Θεό εν αγάπη, χάνει την ελευθερία του: θέλοντας να είναι κύριος της ύπαρξής του, γίνεται σκλάβος της. Αν θέλει να είναι ελεύθερος από τον εαυτό του. πρέπει να θελήσει να αποδέχεται πάντα τη ζωή ως δώρο του Θεού. Θα πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του και να τον προσφέρει στον Θεό, από τον οποίο και δέχεται όλα όσα έχει. Μπορεί να είναι ελεύθερος μόνο αν ζει για τον Θεό και εν Θεώ. Δεν μπορεί να κρατά ενάντια στον Θεό την ελευθερία του, που έχει προέλθει από τον Θεό·  πρέπει διαρκώς να γίνεται άξιος της ελευθερίας που του παρέχει ο Θεός, μέσω της προσευχής. Όσο ο άνθρωπος επιζητά να κυριαρχήσει καταπάνω σε ό,τι έχει, γίνεται σκλάβος του πάθους και συνεπώς του εαυτού του.

Πρέπει να δοθούμε σε μία άλλη αληθινή ελευθερία, προκειμένου να δεχτούμε το δώρο της ελευθερίας, και η μόνη ελευθερία που είναι εκ της φύσεως της ανεξάντλητη είναι αυτή του υπέρτατου Προσώπου.

Προσευχή είναι η αντιστροφή της κυριαρχικής επιθυμίας. Γι’ αυτό και εγγυάται την ελευθερία του ανθρώπου: καταφάσκει σε μία άλλη ελευθερία, η οποία διασφαλίζει την ελευθερία του ανθρώπου που προσεύχεται. Αληθινή προσευχή είναι αυτή που απευθύνεται στον Θεό· είναι η σχέση με την Ελευθερία την ίδια, τήν απέραντη Ελευθερία που τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει και που συνεπώς κι η ίδια δεν εκπροσωπεί καμία απειλή. Αυτή η Ελευθερία επιζητά να επιβεβαιώνει και να υποστηρίζει την ελευθερία κάθε προσευχόμενου ανθρώπου, κάθε ανθρώπου που θέλει να επιβεβαιώνεται από τον Θεό κι όχι από τον εαυτό του.

Ως έκφραση της ελεύθερης σχέσης με τον Θεό,  δηλαδή ως εκδήλωση του Αγίου Πνεύματος, η προσευχή διαθέτει ήδη αφ’ εαυτής τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού, που δυναμώνει το πνεύμα του ανθρώπου και καθιστά τη σχέση του με τον Θεό πραγματικότητα.« Ωσαύτως δε και το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών το γαρ τί προσευξώμεθα καθ’ο δει ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ, 8, 26). Το Πνεύμα δημιουργεί μία τόσο στενή σχέση μεταξύ ημών και του Θεού, που αισθανόμαστε πως είμαστε υιοί του Θεού, και η εν προσευχή ενότητά μας με τον Θεό είναι τόσο τέλεια και ολοκληρωμένη, που δεν μπορούμε πλέον να πούμε πού τελειώνουν τα δικά μας έργα και πού ξεκινούν τα έργα του Θεού.

Η ενέργεια του Θεού γίνεται δική μας ενέργεια και συνεπώς δεν σωζόμαστε από τη δική μας δικαιοσύνη αλλά από τη δικαιοσύνη του Θεού. Εν Πνεύματι, λησμονούμε τον εαυτό μας τόσο βαθιά, αφήνουμε τον εαυτό μας πίσω τόσο ολοκληρωτικά, που δεν μπορούμε πλέον να ξεχωρίσουμε τη δική μας ενέργεια από την ενέργεια του Πνεύματος του Θεού. Η ελευθερία του Πνεύματος του Θεού έχει γίνει και δική μας ελευθερία, και η δική μας αδυναμία έχει γίνει η αδυναμία του Θεού. Δεν είμαστε πλέον εμείς που προσευχόμαστε και συνεπώς επιβεβαιώνουμε την ελευθερία μας, αλλά το Πνεύμα του Θεού. Μέσα στην αδυναμία της προσευχής επιβεβαιώνεται η δύναμη της ελευθερίας του Θεού -της ελευθερίας που έχει γίνει και δική μας ελευθερία. Η έξοδος του Θεοί προς συνάντησή μας, μας αποκαλύπτεται διά του Πνεύματος, όταν κι εμείς εξερχόμαστε από τον εαυτό μας προς συνάντησή Του. Η ένωση που προκύπτει (και που βιώνεται με τρόπο παράδοξο) εκφράζει επίσης, θα έλεγε κανείς, και την κατάστασή μας ως υιών του Θεού διά της θείας υιοθεσίας. Με την προσευχή προσφέρουμε τον εαυτό μας ολοκληρωτικά στον Θεό και ο Θεός προσφέρει τον εαυτό Του ολοκληρωτικά σε μας, όπως ο πατέρας στα παιδιά του. Κι έτσι, έχουμε μέσα μας την ελευθερία των υιών του Θεού. Δεν αισθανόμαστε ότι εξουσιαζόμαστε σαν δούλοι από τον Θεό, αλλά ότι είμαστε ελεύθεροι, κληρονόμοι της δίκης Του ελευθερίας, γεννημένοι από τη δική Του ελευθερία, άνθρωποι που ζουν εν ελευθερία.

 

Ήξερε ότι θα πεθάνει αλλά προτίμησε να γεννήσει.

Μια 32χρονη γυναίκα, η Donna Blanks, αποφάσισε να γεννήσει το μωρό που κυοφορούσε, παρά το ότι οι γιατροί την είχαν προειδοποιήσει πως αν συνέχιζε την κύηση θα έχανε τη ζωή της. Η Blanks, υπέφερε από νεφρική ανεπάρκεια η οποία συνεχώς επιδεινωνόταν. Μάλιστα, προσπαθούσε εδώ και 13 χρόνια να μείνει έγκυος αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι λοιπόν όταν τα κατάφερε, οι γιατροί τη συμβούλεψαν να κάνει έκτρωση προκειμένου να σώσει τη ζωή της. Η Donna όμως, όχι μόνο δεν τους άκουσε αλλά αποφάσισε να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα και να γίνει μητέρα.

Η κύηση της ήταν δύσκολη και η Donna υπέφερε από αφόρητους πόνους καθώς παράλληλα υποβάλλονταν και σε αιμοκάθαρση. Οι γιατροί θεωρούσαν ότι ούτε το μωρό θα κατάφερνε να επιβιώσει. Διαψεύστηκαν όμως καθώς έπειτα από 27 εβδομάδες γεννήθηκε ο μικρός Cade με σοβαρά προβλήματα στις βαλβίδες της καρδιάς του. Το νεογέννητο που ήταν πρώιμο, υπεβλήθη δυο φορές σε καρδιοχειρουργική επέμβαση ώστε να καταφέρει να επιβιώσει, και τελικά τα κατάφερε.

Ο μικρός Cade νοσηλεύτηκε για τρεισήμισι ολόκληρους μήνες, ενώ η κατάσταση της υγείας της Donna επιδεινωνόταν μέρα με την ημέρα. Οι γιατροί έκριναν πως ήταν απαραίτητη η μεταμόσχευση νεφρού στην νεαρή κοπέλα. Ωστόσο, αν και ο πατέρας και ο αδερφός της ήταν συμβατοί δότες, η εγχείρηση δεν μπορούσε να γίνει καθώς η 32χρονη απέκτησε παράλληλα και καρδιακά προβλήματα.
Η άτυχη γυναίκα, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο όπου και άφησε την τελευταία της πνοή από καρδιακή προσβολή έπειτα από 13 ολόκληρους μήνες που μαχόταν ηρωικά ώστε να κρατηθεί στη ζωή και να χαρεί το αγγελούδι της.

πηγή: http://exagorefsis.blogspot.com/

Μιά συγκινητική ιστορία αγάπης και αυτοθυσίας


Η Δήμητρα και ο Βασίλης Γαϊτάνου είναι από τα ζευγάρια που αποτελούν παραδείγματα αυτοθυσίας αφού με τη συγκλονιστική τους ιστορία παραδίδουν μαθήματα ζωής…

 

Σε κοινή συνέντευξή τους στο περιοδικό «People», ξετυλίγουν λες και ξαναζούν την ιστορία της ζωής τους… Η Δήμητρα, που έχασε την όραση της όταν ήταν 30 χρονών σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, μας λέει πως όχι μόνο δεν τα έβαλε κάτω με αυτό που της συνέβη αλλά βρήκε και τον άντρα της ζωής της, στον οποίο έδωσε το ένα της νεφρό, σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο…

«Ήταν ξημερώματα Σαββάτου, επέστρεφα στην Αθήνα από την Εθνική Αθηνών-Κορίνθου, είχε απόλυτο σκοτάδι, αφού οι κολόνες της ΔΕΗ δεν λειτουργούσαν, όταν είδα ξαφνικά την ασυνειδησία ενός οδηγού φορτηγού που το είχε παρκάρει παράνομα σε στροφή της Εθνικής. Συγκρούστηκα με την πλευρά της πόρτας του οδηγού και η λαμαρίνα μου ξύρισε όλα τα μετωπιαία οστά» αναφέρει χαρακτηριστικά και αγγίζει ασυναίσθητα το πρόσωπό της.

«Τα μετωπιαία οστά μπήκαν μέσα και δίκην μαχαιριών έκοψαν τα οπτικά νεύρα. Ο γιατρός που με παρακολουθούσε μου είπε αμέσως ότι δεν πρόκειται να ξαναδώ».

Στη συνέχεια περιγράφει πως έμεινε στην εντατική για πολλές ημέρες και έκανε πολλές πλαστικές… «Από εκείνη την ημέρα όλοι απομακρύνθηκαν σαν να έπεσε βόμβα να τους εξαφάνισε. Και είχα πολύ μεγάλο κύκλο από το επαγγελματικό περιβάλλον, ως στέλεχος της Εμπορικής Τράπεζας. Ένιωσα την εγκατάλειψη» λέει.

Ο Βασίλης Γαϊτάνου, ένας από τους μεγάλους Έλληνες πιανίστες και δημιουργούς, με μεγάλη καριέρα στους κύκλους της ομογένειας, μπήκε στη ζωή της Δήμητρας τον Ιανουάριο του 1999 μέσω μία κοινής φίλης και παντρεύτηκαν τον Αύγουστο του 2003. «Με το πρώτο άγγιγμα τον ερωτεύτηκα. Κατάλαβα ότι θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Η πρώτη ματιά για άλλους, για μένα έγινε το πρώτο άγγιγμα».

Τον Αύγουστο όμως του 2003 οι γιατροί διέγνωσαν στον κ. Γαϊτάνου, νεφρική ανεπάρκεια και μπήκε στην αιμοκάθαρση. Τον Σεπτέμβριο του 2004 διαπιστώθηκε μετάσταση στον λεμφαδένα και το 2006 το δεξί του νεφρό προσβλήθηκε από έναν νέο τύπο καρκίνου… Μεταμόσχευση δεν μπορούσαν να κάνουν , γιατί όπως εξηγεί η ίδια «έπρεπε να κλείσει άλλα τεσσεράμισι χρόνια για να δικαιούται μόσχευμα στη λίστα αναμονής».

Έτσι τον Οκτώβρη,«ξύπνησα ένα πρωί και δεν μπορούσα να τον νιώθω να πεθαίνει δίπλα μου. Εγώ, εγώ θα του δώσω το νεφρό μου είπα» εξομολογείται η Δήμητρα Γαϊτάνου.

Μετά από 3,5 εβδομάδες βγήκαν και τα αποτελέσματα που έδειξαν ότι ήταν απόλυτα συμβατή, δίνοντας το «πράσινο φώς» για τη μεταμόσχευση που έγινε ανήμερα της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου), της προστάτιδας των ματιών. Αξίζει να αναφερθεί ότι το δεύτερο όνομα του Βασίλη είναι Παρασκευάς…

«Μας έβαλαν τα φορεία δίπλα δίπλα και ο ένας έσφιγγε το χέρι του άλλου. Μου είχαν πει ότι πρώτα θα άνοιγαν τον Βασίλη κι αν έκριναν ότι τα όργανά του έπειτα από τόσους καρκίνους δεν μπορούσαν να το δεχτούν, δεν θα μου το έπαιρναν. Τελικά έγινε η μεταμόσχευση η οποία κράτησε πέντε ώρες»λέει η Δήμητρα.

Ο Βασίλης που συμπληρώνει τρία χρόνια με το νεφρό της γυναίκας του λέει «Το πιθανότερο είναι ότι θα χάσω το νεφρό ύστερα από μερικά χρόνια, αλλά νιώθω ότι θα τα καταφέρουμε. Εμείς τολμήσαμε να ζήσουμε τη ζωή»….

Star.gr

O κρυφοχριστιανός


Κωνσταντίνος Μαυροματάκης
Εισαγωγή
Πριν 10 περίπου χρόνια ένας ιερέας  με είχε ρωτήσει αν αισθάνομαι άνετα ανάμεσα στα άτομα της ηλικίας μου που είμαι παπαδοπαίδι. Τότε του είχα απαντήσει πως ναι, πλέον είμαι άνετος με το θέμα. Μου απάντησε πως αυτό είναι σχεδόν αδύνατον να συμβαίνει και πως κάποια στιγμή θα αναδυθεί και πάλι το προηγούμενο αίσθημα. Διαφώνησα μαζί του και έφυγα…
Έχει λίγο καιρό τώρα που αντιλήφθηκα πως ο ιερέας είχε δίκιο. Έπιασα τον εαυτό μου όχι μόνο να μην είναι άνετος με την ιδιότητα του παιδιού ιερέα και των στοιχείων που φέρει αυτή η ιδιότητα αλλά  πολλές φορές να κρύβω από τους γύρω με τεχνάσματα την ίδια μου την πίστη, ομοιάζοντας σχεδόν με αυτούς τους κρυφοχριστιανούς που ζουν σε μη χριστιανικά κράτη.
Άλλες φορές πάλι κινούμενος από τον λόγο του ευαγγελίου που λέει: “Αν ντραπεί κάποιος για Μένα ενώπιον των ανθρώπων, θα ντραπώ και Εγώ για αυτόν ενώπιον του πατέρα μου” Πίεζα τον εαυτό μου να κάνω το σταυρό μου περνώντας μπροστά από εκκλησίες, να αποκαλύπτω ότι πηγαίνω στην εκκλησία και άλλα πράγματα που όμως ποτέ δεν τα έκανα με αίσθημα άνεσης και ελευθερίας.
Η εναλλαγή μεταξύ των καταστάσεων του κρυφοχριστιανού και του «ανθρώπου της εκκλησίας που το ομολογεί». που και οι δυο από αυτές δεν εκπληρώνουν το αίτημα του Χριστού καθώς και οι δυο διέπονται από ντροπή, πίεση και όχι αίσθημα ελευθερίας. Αυτές οι καταστάσεις με έσπρωξαν σε  προβληματισμούς, ψάξιμο, πάλη με τον εαυτό μου, σκέψεις, συγκρούσεις με τον κόσμο, αλλαγές παρέας  και δημιουργία ερωτηματικών στα οποία δεν μπόρεσα να βρω ακόμα απάντηση και έτσι είπα να τα γράψω και να τα κάνω άρθρο.

Ένα οργανωμένο κακό...

Οι εκκλησιαστικές οργανώσεις ξεκίνησαν τη δράση τους στις αρχές του αιώνα μας αναπτύχθηκαν κυρίως την εποχή μετά τον εμφύλιο και η πλήρης τους άνθηση ήταν η 7ετία της χούντας. Εδώ και 15 χρόνια είναι αισθητή η παρακμή τους, και στις μέρες μας είναι σχεδόν μηδαμινή η παρουσία τους και δράση τους.
Οι άνθρωποι που δημιούργησαν αυτό το κίνημα ήταν κατά κύριο λόγο θεολόγοι που σπουδάσαν εκτός Ελλάδας και θέλησαν να μεταφέρουν στους αγράμματους Έλληνες τη θεολογική τους γνώση αλλά και να δημιουργήσουν μια «οργανωμένη χριστιανική κοινωνονικότητα»
Γενικά ασχολήθηκαν με το πως πρέπει να ντύνονται οι άνθρωποι, με το πως πρέπει να μιλάνε και εστίαζαν πάντα στο πως οι νέοι θα αποφύγουν τις σαρκικές αμαρτίες και θα διατηρηθούν αγνοί.
Αν και ίσως τα κίνητρά τους δεν ήταν κακόβουλα, μέσα από τον νόθο τρόπο δράσης τους* κατάφεραν πολλά καταστρεπτικά πράγματα για την εκκλησιαστική ζωή, για τους εαυτούς τους αλλά και για την ίδια την κοινωνία. Και έτσι έγινε της μόδας τελευταία άνθρωποι της εκκλησίας να τις κατηγορούν, να τις καταριούνται και να τις φορτώνουν πολλά απ’ τα κακά που μαστίζουν σήμερα τον τόπο και τις ψυχές μας…
Το θέμα είναι πως αυτοί οι άνθρωποι που τις καταριούνται δεν ερευνούν το γιατί αυτές οι οργανώσεις μπόρεσαν να ευδοκιμήσουν στους κόλπους της εκκλησίας. Που βρήκαν πάτημα;
Και δεύτερον και πιο σημαντικό είναι ότι ενώ οι ίδιοι βγήκαν από τις οργανώσεις δεν βγήκαν από τον τρόπο σκέψης τους και τον διαιωνίζουνε κιόλας.
Και το πιο βασικό στοιχείο του τρόπου αυτού σκέψης είναι: «ο άνθρωπος της εκκλησίας»

Ο άνθρωπος της εκκλησίας ως έννοια

Κάποτε στην εκκλησία πήγαιναν και φανερά αμαρτωλοί άνθρωποι. Πήγαιναν πόρνες, πήγαιναν κλέφτες, πήγαιναν φονιάδες. Οι ενορίες ήταν ζωντανές και είχαν και ενεργή κοινωνική υπόσταση που αγκάλιαζε τους πάντες χωρίς να διακρίνει αν αυτοί ήταν ενάρετοι ή όχι. Δεν υπήρχε άνθρωπος της εκκλησίας και άνθρωπος εκτός. οι άνθρωποι συμμετείχαν στην εκκλησιαστική ζωή στο βαθμό που ο καθένας ήθελε και μπορούσε.
Κάποια στιγμή όμως οι Θρησκευτικές οργανώσεις βάλανε στάνταρ ντυσίματος, ομιλίας, συμπεριφοράς, και γενικά αρετής. Είπανε: δεν μπορείς είσαι Χριστιανή και να φοράς παντελόνι, δεν μπορείς να είσαι Χριστιανός και να πηγαίνεις μια φορά το μήνα στην εκκλησία…
Και άλλα πολλά γνωστά που οι ίδιοι τα πληρούσαν και θέλανε να τα επιβάλλουν και στους άλλους. Έτσι πολύ γρήγορα διαμορφώθηκε στους ανθρώπους η έννοια: «ο άνθρωπος της εκκλησίας»
Ο άνθρωπος δηλαδή που θα πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, δε θα καπνίζει, θα πίνει ελληνικό καφέ και όχι φραπέ, θα προσέχει με ποιον κάνει παρέα και τι λέει, δε θα λέει κάποιες λέξεις και θα είναι γενικά πρότυπο αρετής και αγνότητας.
Οπότε τότε πολλοί από τους Χριστιανούς διαχωρίζοντας τη θέση τους από αυτήν την κατάσταση  είπανε: «εγώ δεν είμαι  της εκκλησίας» Αρνήθηκαν δηλαδή να ανήκουν στην ομάδα των «εναρέτων» και συνέχισαν τη ζωή τους φυσιολογικά δεχόμενοι τις επιρροές της μόδας και του σύγχρονου τρόπου ζωής.  Αραίωσαν ίσως λίγο τη συμμετοχή τους στη εκκλησιαστική ζωή (μιας και αυτή δεν τους ήθελε όπως είναι) αλλά δεν έπαψαν να πιστεύουν. Ίσως όμως η επιλογή τους αυτή – η άρνησή τους δηλαδή στο να θέσουν στους εαυτούς την ταμπέλα ενάρετος ή άνθρωπος με το «καταχριστόν ντύσιμο» να είναι πιο ώριμη αν όχι και πιο Χριστιανική.
Την ίδια περίοδο η άλλη ομάδα ταμπουρώθηκε πίσω από το κάστρο των προτύπων της, οργανώθηκε σε εσωστρεφείς ομάδες και δημιούργησε τον τρόπο σκέψης: «εμείς και αυτοί»
Τώρα βέβαια οι «άνθρωποι της εκκλησίας» έχουν βάλει πάρα πολύ νερó στο κρασί τους. Φτάσανε πολλές φορές και στο άκρο να δέχονται δηλαδή πράγματα που δεν θα ‘πρεπε. Όμως ο διαχωρισμός που τότε ξεκίνησε διατηρήθηκε και ενδυναμώθηκε.

Η κοινή αρρώστια με τα διαφορετικά συμπτώματα.

Εμείς και αυτοί

Ρώτησα ένα μοναχό από το Άγιο Όρος γιατί ο Θεός επιτρέπει οι Έλληνες να δοκιμαστούν μέσω αυτής της κρίσης. Ή απάντηση του ήταν:  Με 100.000 εκτρώσεις το χρόνο, πολύ λίγο του πέφτει του ελληνικού λαού που θα δοκιμαστεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Δε με κάλυψε η απάντηση…
Δεδομένου ότι ο μοναχός αυτός είχε 4 φωτογραφικές μηχανές, λάπτοπ, και κάμερα. Σχηματίστηκε η ανταπάντηση στο μυαλό μου αν και δεν την εξέφρασα…
Αν εσύ που είσαι μοναχός ζούσες με τα τελείως απαραίτητα και τα χρήματα που περίσσευαν  τα έδινες σε κάποια έγκυο που έχει ανάγκη (σίγουρα γίνονται και για οικονομικούς λόγους εκτρώσεις) ή σε κάποιο ίδρυμα αγέννητου παιδιού θα σώζονταν κάποιος άνθρωπος. Άρα και συ όπως και γω όπως καθένας συμμετέχουμε στο έγκλημα, είμαστε και εμείς μέλη αυτού του σώματος που πάσχει, αυτού του συστήματος που σκοτώνει τα παιδιά του.
Η αρρώστια μας είναι κοινή, είναι ο αυτιστικός τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα πάντα. Δηλαδή η μη έξοδος απó την ατομική άνεση οπότε και η μη εκπλήρωση της εντολής του Κυρίου: Να γίνετε ένα όπως και εγώ είμαι ένα με τον Πατέρα μου στους ουρανούς.
Τα συμπτώματα μόνο είναι διαφορετικά. Εμείς δεν κάνουμε εκτρώσεις αλλά είμαστε άπληστοι, δεν κάνουμε πορνείες αλλά ούτε δίνουμε τον περίσσιο χιτώνα και φυσικά επειδή έχουμε θέσει τους εαυτούς μας από την μεριά της εκκλησίας πετροβολούμε με τα λόγια μας τους άλλους.
Κάθε έκτρωση που κάνει ένας συνάνθρωπος δεν είναι δικιά του. Όλοι μαζί συμμετέχουμε σ’ αυτήν – μοιράζεται σε όλους.
Πρώτον δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γιατί δεν ξέρουμε το περιβάλλον που μεγάλωσε, τις καταβολές και τις εμπειρίες που είχε από μικρός ως σήμερα. Αν εμείς γεννιόμασταν στη θέση του μπορεί να κάναμε πολύ χειρότερα.
Δεύτερον δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γιατί εμείς δεν είμαστε τέλειοι – δεν έχουμε φέρει σε πέρας τις εντολές του Χριστού. Αν ζούσαμε εμείς τέλεια δεν θα χρειαζόταν να τον κατηγορήσουμε, ο ίδιος ο τρόπος της ζωής μας θα τον ενέπνεε, θα του δίνε λύσεις και  θα αποτελούσε προτάσεις ζωής ώστε να μην το κάνει. Άρα τα δικά μας κενά είναι η συνενοχή μας στο κάθε έγκλημα του διπλανού μας.
Αντί όμως να αγκαλιάσουμε αυτούς τους συνανθρώπους μας, χωρίσαμε το πληγωμένο σώμα του Χριστού (εκκλησία) και τοποθετήσαμε τους εαυτούς μας στο μέρος με τις λιγότερες πληγές. Αυτό το κομμάτι το ονομάσαμε ενάρετο και ξεχνούμε ότι εμείς δημιουργήσαμε την μεγαλύτερη πληγή δηλαδή το χώρισμα.
Το ψέμα αυτό ξεσκεπάστηκε πια (κι ας μη το έχουμε παραδεχτεί ακόμα), και αυτό έγινε με τον χειρότερο τρόπο, ο διαχωρισμός που δημιουργήσαμε δε μπόρεσε να προστατέψει τα παιδιά μας – όλες οι αρρώστιες μεταδόθηκαν.
Το δέντρο φαίνεται από τον καρπό είχε πει ο Χριστός. Και βλέπουμε πολλά από τα πιο ζηλευτά παπαδοπαίδια – παιδιά του ιερού να εξισώνονται μεγαλώνοντας σε όλα με τα «κοσμικά παιδιά» και να τα ξεπερνάνε κιόλας.

“η κακιά φουρνιά”
Οι νέοι μας έχουν ξεφύγει… Είναι αυτό που σκέφτονται πολλοί και απελπίζονται. Κυρίως το  πρόβλημα αυτό είναι ορατό στην εκκλησία καθώς οι περισσότεροι νέοι έχουν πια απομακρυνθεί καθιστώντας την εκκλησία ακόμα πιο δυσπρόσιτη και για τους  λίγους που έχουν παραμείνει κοντά. Και έτσι σιγά σιγά οι εκκλησιαστικοί χώροι και κύκλοι γερνάνε χωρίς ανανέωση. Το ανησυχητικό για τους πολλούς όμως είναι ότι οι νέοι μας έχουν αποκτήσει κακές συνήθειες. Δηλαδή γίνανε καταστροφικοί, αυτοκαταστροφικοί, εξαρτημένοι από ουσίες, εξαρτημένοι από μηχανές, είναι τεμπέληδες, βρίζουν και το χειρότερο για τους ανθρώπους της εκκλησίας είναι ότι έχουν αναπτύξει μια σεξουαλικότητα ενστικτώδη που φτάνει ως την ομοφυλοφιλία.
Δεν φτάσανε οι νέοι να γίνουν έτσι επειδή απλώς βγήκαν από “κακιά φουρνιά”. Η κοινωνία, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και το μεγάλωμα τους έχουν κλείσει όλους τους καλούς διεξόδους. Έτσι αντί να κατηγορούμε τους νέους και τις ιδιαιτερότητές τους ας δούμε τι πραγματικά έφταιξε και τι πρέπει και μπορεί να αλλάξει.
“Εκφράζουν ζωώδη σεξουαλικότητα και αμαύρωσαν την κοινωνία” λένε κάποιοι. Αλλά δεν έγιναν μόνο αυτοί ζώα. Άλογοι γίναμε όλοι και απλός αυτοί το εκφράζουν και μέσα από τη σεξουαλικότητά τους. Όλοι ζούμε σαν αρουραίοι παστωμένοι στις πολυκατοικίες μας. Όλοι στείλαμε τα παιδιά μας να τα μεγαλώσουν »οι ειδικοί» στα μαντριά που λέγονται παιδικοί σταθμοί. Όλοι ορμάμε κακαρίζοντας σαν τις κότες σε κάθε τι που “τρώγεται” (χρήματα λέγεται αυτό, προσφορές σούπερ μάρκετ, επιδοτήσεις).
Λοιπόν που ήταν ο λόγος της εκκλησίας όταν οι άνθρωποι αφήσανε τη ζωή τους στο χωριό και πήγαν να αρουραιοποιηθούν στις πόλεις; Που ήταν ο λόγος της εκκλησίας όταν όλοι οι χώροι ομαλής κοινωνικής  ανάπτυξης των παιδιών στις πόλεις γίνανε τσιμεντένιοι περιστερώνες; (μήπως έμεινε και κάποιος εκκλησιαστικός χώρος εντός πόλης ατσιμεντοποίητος για τα παιδιά;) Δεν ήξερε ότι σε ανώμαλο περιβάλλον παιδιά με ανωμαλίες θα μεγαλώσουν; Που είναι οι προτάσεις της εκκλησίας απέναντι στον σύγχρονο ρομποτικό τρόπο ζωής; Η “εκκλησία” όχι μόνο σιώπησε και σιωπά καθ’ όλη τη αλογοποίηση  των ανθρώπων αλλά ακολούθησε και ακολουθεί πολλές φορές το σύγχρονο αυτό ρεύμα πολύ πιστά.
Πότε επιτέλους θα κοιτάξει να εξετάσει την αρρώστια και θα πάψει να ασχολείται με το σύμπτωμα;
Έτσι όταν βγαίνει μια “κακιά φουρνιά” δεν φταίει το ψωμί. Φταίει ο αγρότης, φταίει ο μυλωνάς, φταίει και ο φούρναρης.

Ποιος είναι όμως η εκκλησία;

Οι παπάδες είναι η εκκλησία θα πουν πολλοί. Μια ανεύθυνη ιδέα που έχει έρθει από τη δύση και δυστυχώς ακόμα και άνθρωποι της εκκλησίας καθώς και πολλοί ιερείς την έχουν ενστερνιστεί.
Μα υποτίθεται  πως είναι οι εκπρόσωποι του θεού στον κόσμο θα πει κάποιος άλλος. Σ’ αυτό δεν συμφωνώ. Άλλωστε σ’ αυτό έγκειται και η διαφορά ορθοδοξίας – παπισμού (οι παπικοί θέλησαν να έχουν εκπροσώπους του θεού στη γη και αυτό έγινε φυσικά αφού υποβιβάσανε – χάσανε το Πνεύμα). Οι παπάδες αν  εκπροσωπούν κάποιον αυτός ο κάποιος είμαστε εμείς, δηλαδή εκπροσωπούν εμάς στον θεό. Έτσι είναι φυσικό αλλά και αντιπροσωπευτικό αν εμείς είμαστε κλέφτες, κλέφτες εκπροσώπους να έχουμε, αν εμείς είμαστε απόμακροι, απόμακρους εκπροσώπους να έχουμε κλπ. Και στο κάτω κάτω οι παπάδες δεν είναι αυτοδημιούργητοι, δεν πέφτουν σαν το μάννα απ’ τον ουρανό. Βγαίνουν από εμάς.
Δηλαδή οι παπάδες δεν φταίνε σε τίποτα; θα ρωτήσει κάποιος άλλος. Φυσικά και φταίνε, φυσικά και χάσανε τον δρόμο τους. Άλλωστε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός  το είχε πει πριν από χρόνια : “ Θα ρθει καιρός που οι κληρικοί θα γίνουν οι χειρότεροι και οι ασεβέστεροι των όλων” (Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προφητεία 57 σελ 342) Και αν δεν έχουμε φτάσει στην πλήρη προσέγγιση της, σίγουρα οδεύουμε προς τα κει…Ας τελειώνουμε τώρα όμως με τους παπάδες.
Ποιος είναι λοιπόν η εκκλησία;
Η εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού. Το σώμα που βρίσκεται πάνω σε ένα σταυρό έξω από τα τείχη του κράτους και που ο κόσμος το έχει λογχίσει στο πλευρό και η πληγή του αναβλύζει νερό και αίμα. Άτομα τις εκκλησίας λοιπόν είναι τα σταυρωμένα άτομα. Η εκκλησία δεν χωράει στα όρια ενός κράτους και ούτε νομίζω ότι την απασχολεί αν ο σταυρός είναι μέσα από τα τείχη ή απ’ έξω.  Επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα για τα όντος μέλη της εκκλησίας είναι ότι  χύνουν νερό και αίμα όπως το σώμα του Χριστού. Τουτέστιν πονάνε για τον πλησίον τους, δεν φοράνε πανοπλίες για γλυτώσουν τους ακοντισμούς του κόσμου. Το νερό χύνεται από τα μάτια τους και το αίμα απ τις πληγές τους.
Και ποιος είναι ο εκπρόσωπος του θεού;
Ο Χριστός απάντησε σ’ αυτό: Φεύγω Εγώ αλλά θα στείλω το Άγιο Πνεύμα. Το άγιο πνεύμα λοιπόν είναι ο εκπρόσωπος του Θεού και ο πνευματικός μας. Ούτε οι γεροντάδες ούτε οι ηγούμενοι ούτε ο αρχιεπίσκοπος  ούτε κανείς δεν έχει διοριστεί απ’  τον Θεό ώς εκπρόσωπός του. Άνθρωποι που έχουν το άγιο πνεύμα μπορούμε να πούμε ότι μιλάει το Άγιο Πνεύμα από αυτούς. προς στιγμή είναι  εκπρόσωποι του θεού, αλλά με την οντολογική έννοια. Δηλαδή ισχύει για αυτούς ο λόγος του Α. Παύλου. “δεν ζω εγώ, αλλά ο Χριστός μέσα μου”  Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι αλάθητοι.

Το ιστορικό ανδραγάθημα

όποιος δεν γράφει ιστορία, απλώς την μελετάει…
Είμαστε οι καλύτεροι μελετητές της ιστορίας μας. Μόνο που κοιτάμε με μεγεθυντικό φακό τα ανδραγαθήματα των προγόνων μας και με αντεστραμμένο τηλεσκόπιο τα λάθη τους. Και έτσι αναπαράγουμε τα ίδια λάθη. Αλλά αν δεν ρθουμε εις εαυτόν, δεν αντιληφθούμε τα λάθη των προγόνων μας και δεν εστιάσουμε στο πως θα μπορέσουμε να αλλάξουμε ριζικά τρόπο σκέψης (αν δεν μετανοήσουμε δηλαδή) θα συνεχίσουμε τα ίδια και τα ίδια.
Μαθαίνουμε λοιπόν για την άλωση, αλλά λίγοι δίνουν βάρος στο ότι η άλωση ξεκίνησε από μέσα. Πως το “Χριστιανικό” κράτος είχε σαπίσει τόσο από τον κοσμάκη ως τον αυτοκράτορα που πέντε άτομα δεν βρισκόταν αρεστά στο Θεό. Όμοια ιστορία με διαφορετικούς ηθοποιούς βλέπει κανένας   μετά την επανάσταση, στην Σμύρνη , στον εμφύλιο, στην Κύπρο. Μικροσυμφέροντα μεταξύ μεγάλων και μικρών, φανατισμός, προβοκάτσιες, προδοσίες και ευτυχώς ή δυστυχώς την χαριστική βολή την ρίχνει η Τουρκία ή δια πάντων υπεύθυνη.
Ως εδώ είναι τα λάθη που πράξαμε απέναντι στους εαυτούς μας. Υπάρχουν και λάθη που πράξαμε απέναντι άλλων. Θα παραθέσω μόνο τρία: Η σφαγή στην Τριπολιτσά το 1821,  η σφαγή στις περιοχές της  Περγάμου και της Μεναιμένης το 1919 και η εισβολή στην Βουλγαρία το 1925. Ήταν περιπτώσεις που είπαμε στον Θεό: Να μας λείπει η αγάπη σου, να μας λείπουν οι εντολές σου. Εμείς θα δράσουμε σύμφωνα με την εκδίκηση και σύμφωνα με το νόμο του ισχυρού. Που είναι λοιπόν η αγάπη προς τους εχθρούς;
Όλα τα λάθη μας τα πληρώσαμε και τα πληρώνουμε. Στο κάτω κάτω της γραφής τα λάθη των προγόνων μας είναι η καλύτερη κληρονομιά που μας αφήσανε. Μόνο που πρέπει να την αξιοποιήσουμε. Μπορούμε να την κάνουμε πυξίδα και χάρτη και να κινηθούμε μέσα στην ιστορία με σύνεση και προσοχή,  αποφεύγοντας τους υφάλους  ή απλά να την μεγαλώσουμε ώσπου να ρθει μια γενιά άξια να την χρησιμοποιήσει.

Εμάς όμως… Η Εύα μας φταίει ακόμα.

Όσες φορές και αν έχω κάνει συζήτηση (πολιτική, ιστορική, εκκλησιαστική, περί ειδήσεων) με ανθρώπους τις εκκλησίας, με Ιερείς ή μοναχούς  σχεδόν πάντα καταλήγει στο ότι υπαίτιοι όλων των κακών που μαστίζουν τη χώρα μας είναι κάποιοι άλλοι και αν φταίει κάποιος Έλληνας ή κάποιος  Χριστιανός τότε αυτός είναι  υποκινούμενος από άλλους (Μασόνοι, Τούρκοι, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Εβραίοι) και εκεί πάντα λήγει συζήτηση. Είναι γνωστό σαν εικόνα:  ένας άνθρωπος της εκκλησίας ή ένας μοναχός με ύφος αθώας  περιστεράς να καταλήγει στις γνωστές φράσεις: δάκτυλος Εβραίων ήταν, μα το λένε τα πρωτόκολλα των σοφών της Σιών,  μας διοικούν οι μασόνοι, Ντολμές ήταν, πίσω από όλα είναι ο Σιωνισμός και άλλες  πολλές.  Και φυσικά οι Εβραίοι ήταν αυτοί που δημιουργήσαν το Μουσουλμανισμό, αυτοί που κάψανε τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδειας, αυτοί που επιβάλλανε τον Κομουνισμό στη Ρωσία κ.α..
Δεν μπορώ να πω τίποτα πάνω σ’ όλα αυτά, μπορεί να έχουν απόλυτο δίκιο και σ’ όλες τις συμφορές μας να ήταν μπλεγμένοι. Παρόλα αυτά οι αποδείξεις για πολλές από τις περιπτώσεις είναι ελλιπείς. Πράγμα που με κάνει να πιστεύω πως ίσως και να μην είναι όλα τα πράγματα έτσι, αλλά πλασμένα έτσι από την ευθυνόφοβη φαντασία τους.
Πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα πάντα η συζήτηση θα λήξει στο ότι κάποιος άλλος φταίει για τα παθήματά μας και εκεί θα σταματήσει. Ποτέ δεν έχει τύχει να αναλάβουμε έστω και ένα μέρος ευθύνης. Και εδώ μπαίνει το ερώτημα αν εμείς ήμασταν σ’ όλα εντάξει θα μπορούσαν αυτοί να δράσουν; Μήπως εμείς μέσω των κακιών μας και της αδιαφορίας μας δημιουργούμε μόνοι μας κατάλληλο χώρο δράσης για αυτούς;
Για μένα όλες αυτές οι συζητήσεις και αυτές οι καταλήξεις είναι η μεγέθυνση μιας φράσης που άκουσα κάποτε από κάποιον:  “Τα δαιμόνια φταίνε που με σπρώξανε στον φόνο…”
Εμείς φταίξαμε παιδιά και αν δεν το παραδεχτούμε δε θα διορθωθούμε ποτέ. Δεν φταίει κάποιος άλλος που το 44 αρχίσαμε γενοκτονία στον εαυτό μας ή που στις αρχές της χιλιετίας υποθηκεύσαμε τα σπίτια μας για να τα διπλασιάσουμε και τώρα φτάσαμε να είμαστε σκλάβοι του χρήματος.
Μη γελιόμαστε λοιπόν. Και να λείπανε οι  Τούρκοι δε θα λείπει η κακία, και να λείπανε οι Άγγλοι δε θα έλλειπε η διχόνοια και να λείπανε οι Εβραίοι δεν θα έλλειπαν τα τόσα κακά που τους καταλογίζουμε… Από μας λείπουν βιταμίνες που αν τις είχαμε όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να μας μολύνουν με διχόνοια, κακία, αθεΐα, απληστία κα. Αλλά εμείς θα τους μεταδίδαμε την αγάπη, ομόνοια και άλλα. Ας κοιτάξουμε λοιπόν τι ακριβώς είναι αυτό που φταίει από τη μεριά μας και τι πατήματα δώσαμε εμείς σ’ αυτούς που κατά καιρούς μας βλάπτουνε και ας πάψουμε να ρίχνουμε τις ευθύνες σε άλλους.
Ας πάψουμε επιτέλους να θεωρούμε τους εαυτούς μας ανίκανα έρμαια των κακών της γης, που άλλοι χάραξαν την ιστορική μας πορεία, κάνοντας έτσι τους εαυτούς μας πιο ευάλωτους σε μελλοντικά παθήματα. Ας σταματήσουμε να ψάχνουμε για το τι λένε τα πρωτόκολλά τους. Αν εμείς δεν τα επαληθεύσουμε δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε.
Και όσο δε μας λείπει αυτή η λογική θα κοιτάμε την ιστορία άπραγοι, στραμμένοι προς το παρελθόν, στέλνοντας μόνο αποδιοπομπαίους τράγους προς το μέλλον…

Βοήθα Παναγιά μου,
και ‘συ Πατροκοσμά…

Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο στους “εκκλησιαστικούς” αλλά και μοναστηριακούς κύκλους δεσπόζουν εσχατολογικές συζητήσεις εστιαζόμενες συνήθως στην γνωστή προφητεία περί διάλυσης της Τουρκίας και παραχώρησης της Κωνσταντινούπολης στους Έλληνες.
Κάθε τρις και λίγο ακούγεται ότι πρέπει να ετοιμαστούμε γιατί ο επικείμενος πόλεμος έρχεται εντός του έτους ή εντός του τριμήνου. Τρέχουν όλοι οι καλοί Χριστιανοί και γεμίζουν αποθήκες με τρόφιμα. Και δώστου φόβος και δώστου συζητήσεις.
Λένε λοιπόν σ’ αυτές τις συζητήσεις ότι 20 εκατομμύρια Τούρκοι θα σκοτωθούν. Και άλλα 20 θα γίνουν Χριστιανοί. Και κάνουνε υπολογισμούς και λένε και λεπτομέρειες. Και ακούει κανείς λόγια όπως: “επιτέλους θα πληρώσουνε οι Τούρκοι τα κακά που κάνανε…”
Πάντως αυτές οι συζητήσεις δεν διακρίνονται από αγάπη προς τους εχθρούς. Μάλλον από χαιρεκακία διακρίνονται και εκδικητικότητα. Πως γίνεται να μιλά κάποιος και να υπολογίζει το θάνατο 20 εκατομμυρίων ανθρώπων και να μη συγκλονίζεται; πως μπορεί κάποιος να χαίρεται με  τον οραματισμό μιας τέτοιας καταστροφής;
Στην Κωνσταντινούπολη ζούνε αυτή τη στιγμή γύρω στα 17 εκατομμύρια. Αυτοί που ονειρεύονται  το πάρσιμο της και συζητούν αυτά ας αναλογιστούν πως το κάνουν αυτό πάνω από ένα τάφο των 17 εκατομμυρίων. Ας το κάνουν αυτό και ας προσπαθήσουν να ακούσουν συγχρόνως τις κραυγές παιδιών που πεθαίνουν. Πως γίνεται να μιλάς για πράγματα σαν αυτά πίνοντας τον καφέ σου μετά από έναν εσπερινό;
Να μη σώσει ποτέ η Κωνσταντινούπολη να γίνει Ελληνική. Το έχουμε χάσει το μυαλό μας αλλά φαίνεται έχουμε χάσει και την καρδιά μας. Η καρδιά μας είναι για τον κάθε ένα μας η Κωνσταντινούπολη και αυτή πρέπει να πάρουμε πίσω. Την έχουν κυριέψει οι πιο βάρβαροι Τούρκοι: οι κακίες δηλαδή.
Η προφητεία αυτή (επαληθευτεί ή όχι) δεν είναι μια θετικού αποτελέσματος προφητεία. Δεν είναι μια προφητεία που για ένα Χριστιανό αρμόζει να χαίρεται στο άκουσμά της.  Είναι μια προφητεία που μόνο για τη μη εκπλήρωσή της θα ‘πρεπε να προσευχόμαστε.
Ας έλθουμε λοιπόν σε συναίσθηση, ας αναλογιστούμε την θέση μας. Έχουμε μια χώρα η οποία από πλευρά φυσικής ομορφιάς, κλίματος, ποικιλομορφίας, παραγωγικότητας της γης, πόσιμου νερού παραγωγικότητας της θάλασσας, αρχαιολογικού πλούτου αλλά και κοιτασμάτων είναι μάλλον σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τις υπόλοιπες του κόσμου. Τι κάναμε λοιπόν; ερημώσαμε τα νησιά, δηλητηριάσαμε τη γη και τα νερά, ξεζουμίσαμε τα ποτάμια, κάψαμε τα δάση, γεμίσαμε σκουπίδια τα πάντα,  εξαφανίσαμε τα άγρια ζώα, ερημώσαμε τελείως την ύπαιθρο, καταστρέψαμε την αρχιτεκτονική κληρονομιά των παππούδων μας, χτίσαμε τσιμεντένιες κακάσχημες πόλεις, στοιβάξαμε τις ζωές μας σ’ αυτές και τώρα που δεν νοιώθουμε καλά ονειρευόμαστε την Κωνσταντινούπολη “γιατί μας ανήκει”. Και τι καλύτερο έχουμε να προτείνουμε εμείς για αυτήν την πόλη; να την δώσουμε αντικαταβολή να έχουν σπίτι τα παιδιά μας;
Ή μήπως είμαστε τόσο καλοί Χριστιανοί, ώστε μας αξίζει σαν δώρο από τον Θεό;
Ας επιστρέψουμε όμως λίγο πάλι στις προφητείες. Οι προφητείες δόθηκαν για να τονώσουν την πίστη του λαού και σε κάποια δύσκολη στιγμή να αισθανθεί πως υπάρχει κάποιος ποιο δυνατός στον οποίο μπορεί να ελπίζει.
Δεν μας  δόθηκαν ούτε για να υπολογίζουμε πάνω σ’ αυτές, ούτε για να τονώσουμε το εθνικό μας αίσθημα, ούτε για να την γλυτώσουμε (εμείς που πιστεύουμε και ο διπλανός μας που δεν πιστεύει ας ψωφίσει…) αποθηκεύοντας συμπυκνωμένα γάλατα και ρύζια στις αποθήκες μας.
Υπάρχουν πολλές προφητείες θετικές ή αρνητικές που έχουν εκπληρωθεί με πολύ μεγάλη  ακρίβεια. Για να αρχίσουμε με τις θετικές, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έχει προφητεύσει για την απελευθέρωση, για την έκβαση κάποιων μαχών, για την εξέλιξη της τεχνολογίας και για την εικόνα του σημερινού κόσμου. Έχει προφητεύσει όμως και για την αποχαύνωση των ανθρώπων από την τηλεόραση, για την διαφθορά των Ιερέων και άλλες πολλές που τις αγνοούμε ή τις αποσιωπούμε σκοπίμως. Αλλά αυτά είναι πράγματα για τα οποία θα έπρεπε να ανησυχούμε και να ψάχνουμε τρόπους να αλλάξουμε.
Καλό θα ήταν να μην ασχολούμαστε πια με τα αλύτρωτα χώματα εκτός Ελλάδας. Πρωτίστως ας ασχοληθούμε με τις ψυχές μας. Μετά ας δούμε τα αλύτρωτα χώματα εντός Ελλάδας. Αυτά που μπορούν να μας δώσουν φτάνουν και περισσεύουν.

Πες μου Χριστιανάκο, υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;

Ας δούμε λίγο τα χάλια μας. Ζούμε μέσα στο φόβο, στη καχυποψία, στο ψέμα και στην άγνοια. Μια καλημέρα μας λέει κάποιος και για μας μεταφράζεται ότι κάποιο συμφέρον έχει, κάτι θα θέλει να μας ζητήσει, κάτι θέλει να εξαγοράσει με αυτήν. Ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα μας ρίχνει κάποιος και από πίσω για εμάς κρύβεται εμπάθεια, κρύβεται σαρκικότητα. Δεν μπορούμε πια να δεχτούμε ένα ποτήρι ψυχρού ύδατος από κάποιον γιατί μέσα σ’ αυτό έχει ρίξει ναρκωτικά…
Τα παιδιά τα μεγαλώνουμε μέσα στο φόβο και τους υπολογισμούς: ο νηπιαγωγός είναι παιδεραστής, οι γείτονες θέλουν να τους δώσουν ναρκωτικά,  τα παιδιά της γειτονιάς είναι φορείς μικροβίων και κακών συνηθειών. Το χώμα λερώνει, αν χαϊδέψεις ένα γατάκι θα πέσουν τα μαλλιά σου…
Μετά τα στέλνουμε να σπουδάσουν και όταν πηγαίνουν ταξίδι τα βάζουμε σε διαφορετικό λεωφορείο ώστε αν γίνει δυστύχημα να μην χάσουμε και τα δυο…
Περνάνε ένα χρόνο σε συχνή επικοινωνία. Συγχρόνως όμως αυτά γίνονται ναρκομανείς, γίνονται σεξομανείς, πηγαίνουν με 3 κάθε βράδυ ώσπου βαριούνται τα ίδια και τα ίδια και το ρίχνουν στην ομοφυλοφιλία… ξαφνικά μας τα ξεφουρνίζουν όλα.
και όλα αυτά γιατί θεέ μου τα στέλνεις σε μένα; αναρωτιούνται οι γονείς;
Δεν αγγιζόμαστε, δεν μιλάμε τρυφερά ο ένας στον άλλο. Γίναμε απόμακροι…
Τελειώνει η εκκλησία και στο προαύλιο οι προσεγγίσεις μας προς τον αδελφό – Χριστιανό κινούνται στα ίδια πλαίσια:
Καλημέρα, τι κάνετε;
δόξα το θεό όλα καλά, εσείς;
Να εμείς έχουμε πρόβλημα με τον μικρό, θα ξέρετε…
κάτι άκουσα, έχει ο θεός θα βρει το δρόμο του.
Που είναι το αλλήλων τα βάρη βαστάζετε;
Ποιος από μας θα καθόταν να του πλύνει τα πόδια ο γείτονάς του; Ποιος θα μπορούσε έστω να σκεφτεί να καλέσει τον πλούσιο χριστιανό του μπροστά στασιδιού σε κοινό γεύμα μετά την λειτουργία;
Δεν ζούμε, και ελπίζουμε στη μέλλουσα ζωή… είμαστε οι εργάτες της κόλασης και ελπίζουμε στον παράδεισο…
Πλέον βέβαια όλοι το νιώθουν πως κάτι δεν πάει καλά. Φταίνε οι παπάδες; Φταίνε οι μοναχοί;  Αλλά όλοι φάγαμε το μήλο, ας μην κατηγορούμε της Εύες που βρέθηκαν να μας το προσφέρουν.

Η νοθεία

Λέει ο διάβολος στον Αδάμ* “φάε αυτό και θα γίνεις ως Θεός”, και αυτός το τρώει… Το ίδιο κάνουμε και εμείς. Ποτέ ο διάβολος δεν προτείνει κάτι που να φαίνεται δαιμονικό. Πάντοτε προτείνει κάτι θεϊκό, μόνο που αυτό έχει και ένα “ως” από μπροστά. Με απλά λόγια προτείνει κάτι “ως” αγάπη “ως” έρωτα, κάτι “ως” ενότητα, κάτι “ως” Χριστιανός, κάτι “ως” μοναχός, κάτι “ως” κοινωνία. Και σε μεγάλο βαθμό το αποδεχόμαστε.
Για παράδειγμα ένα από τα όργανα του κακού στην εποχή μας είναι η τηλεόραση εκεί δεν είναι δύσκολο κάποιος να διακρίνει αυτό το “ως”. Η αγάπη που προτείνεται μέσα από τα σίριαλ, τις ειδήσεις και τα λοιπά είναι μια διαβεβλημένη αγάπη, μια αγάπη με ημερομηνία λήξης που σήμερα θα ναι έτσι αύριο αλλιώς. Ένα είδος εμπορευματοποιημένου αλλά και πλαστικοποιημένου έρωτα (σε όλα τα επίπεδα, από τα λόγια ως τη σάρκα). Μια αυτιστική στάση ζωής που θέλει τον άνθρωπο αποδέκτη ηδονών αποφεύγοντας πάντα τον πόνο που είναι συνημμένος μ’ αυτές.
Δυστυχώς οι νέο-Χριστιανοί δεν κουράστηκαν και πολύ ψάχνοντας άλλα πράγματα να την αντικαταστήσουν ώστε να μην την έχουν ανάγκη. Οπότε οι αντιστάσεις τους γρήγορα κατέρρευσαν, και η τηλεόραση διείσδυσε στα σαλόνια τους και διδάσκει τα παιδιά τους.
Το  πόσιμο νερό για να γίνει αηδιαστικό δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, μια σταγόνα λάσπης το θολώνει. Έτσι κάθε αρετή μια σταγόνα κακίας* να έχει, γίνεται αηδιαστική και δυσφημίζεται.  Αυτό είναι και το όπλο του διαβόλου. Προτείνει ένα Χριστιανικό καθ’ όλα τρόπο δράσης αλλά με μια σταγόνα λάσπη νοθευμένο. Οι Χριστιανοί τον αποδέχονται, μετά τους εξευτελίζει στα μάτια όλων και στο τέλος βγαίνει το συμπέρασμα: “καλύτερα να μην είναι κάποιος Χριστιανός”

Δεν είμαστε πια αδερφοί…

Τελειώνοντας οι διωγμοί σιγά σιγά χάθηκαν οι κοινότητες και οι συνήθειες των πρώτων Χριστιανών. Η εκκλησία ανέθεσε την κοινωνική της διάσταση στα συστήματα του κράτους που τότε ταίριαζε ίσως κάπως. Μετά την ξεχάσαμε εντελώς και ίσως πια να μη την θεωρούμε καν της εκκλησίας. Τα κράτη όμως δεν είναι το σώμα του Χριστού και γρήγορα αλλάζουνε ιδέες, θρησκείες, βασιλιάδες και σημαίες. Και έτσι πλέον χάσαμε εντελώς την κοινωνική μας διάσταση. Δηλαδή πάψαμε πια να είμαστε η εκκλησία. Η εκκλησία πλέον για όλους  είναι κάτι αφηρημένο κάτι απόμακρο. Πια είμαστε »άτομα της εκκλησίας» δηλαδή ξεχωριστές μονάδες. Πάψαμε να αλληλοαποκαλούμαστε αδερφοί…
Στη σύγχρονη εκκλησία που είναι οι αγάπες; ποιος μιλάει πια για κοινοκτημοσύνη, για κοινές τράπεζες και για life shearing;  ούτε έκφραση δεν έχουμε στα ελληνικά…
Σε ποιο κύρηγμα ακούγεται η εντολή »ο έχων δύο… να δώσει στον μη έχοντα».  Για μας αυτό εκπληρώνεται ρίχνοντας κανά κέρμα στο φιλόπτωχο…  Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα στα αλήθεια και ούτε μπορούμε να περιορίσουμε την εντολή αυτή στα μόνο υλικά. Αν νοιώθαμε μέλη του ίδιου σώματος η εντολή θα μεταφραζόταν: αυτός που έχει πόδια ας δώσει κίνηση σ’ αυτόν που δεν έχει. αυτός που έχει μάτια ας τα μοιραστεί με τον τυφλό γειτονά του. Αυτός που έχει δυο χαρές ας τις μοιραστεί μ’ αυτόν που δεν έχει…
Ξεχάσαμε το πάθημα του Ανανία και της Σαπφείρας. Το ξεχάσαμε εντελώς. Και παθαίνουμε ακριβώς το ίδιο, μόνο που ο δικός μας θάνατος είναι αργός και ατελείωτος. Είμαστε νεκροί χρόνια τώρα και σκορπίζουμε σαπίλα και μικρόβια στους γύρω μας και στα παιδιά μας.
Πηγαίνουμε στους ναούς, γυρίζουμε. Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο άνθρωπος με τον οποίο κοινωνάμε μαζί. Δεν ξέρουμε ποιος μένει δίπλα μας. Δεν ξέρουμε καν ποιος έχει ανάγκη το δεύτερο και τρίτο χιτώνα – την δεύτερη και τρίτη χαρά μας, και καλύτερα που δεν ξέρουμε.  Παρ’ όλα αυτά όμως είμαστε όλοι μέλη του σώματος του Χριστού.
Και έτσι αν δούμε το παρελθόν μας καταλαβαίνουμε πως έχουμε χάσει εντελώς τον μπούσουλα. Τον έλεγχο των ζωών μας στον μεγαλύτερο βαθμό τον έχουμε παραχωρήσει σε άλλους. Δρούμε ή μάλλον μόνο αντιδρούμε κάποιες φορές, σποραδικά (για καμιά ταυτότητα) με μια αντίδραση ξερή χωρίς αυτή η αντίδραση να έχει να προτείνει κάτι.
Γυρίζουμε πού και πού αντίθετα στη ροή του ποταμιού που μας έχουν βάλει  κάνουμε ένα δυο βήματα προς τα πίσω και μετά πάλι στη ροή.
Έτσι, μας λένε: πρέπει να μην συζητάτε πια με τον γείτονα αλλά να ακούτε τον τάδε Αθηναίο  δημοσιογράφο – καμιά αντιπρόταση.
Μας λένε πρέπει να φύγετε από τα χωριά σας να πάτε να στοιβαχτήτε στις πόλεις, να ζείτε πλέον σαν αρουραίοι- καμιά αντιπρόταση.
Μας λένε ότι πρέπει να δουλεύουν και οι δυο γονείς και να μεγαλώνουν τα παιδιά σε παιδικούς σταθμούς –  καμιά αντιπρόταση.
Που είναι η εκκλησιά στον τρόπο ζωής μας;
Το κενό αυτό μας στοίχισε πολλά πρόσφατα αλλά και παλιότερα. Αυτό το κενό ήταν που έφερε τη βυζαντινή Αυτοκρατορία στις διάφορες φάσεις αποσύνθεσης και  παρακμής,  άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους  και στο τέλος βλέπουμε μια χριστιανική Αυτοκρατορία να είναι γεμάτη με ανισότητες πολύ μεγάλες. Από την μια σκλάβοι Χριστιανοί και από την άλλη ευγενείς που είχαν τόσο χρυσάφι που και ο ίδιος ο Μωάμεθ έμεινε σαστισμένος όταν το αντίκρισε. Ε, λοιπόν γίνετε σκλάβοι όλοι για 400 χρόνια όλοι μπας και μάθετε…
Αφού ελευθερωθήκαμε, το ότι δεν ήμασταν – δεν νοιώθαμε αδερφοί, μας οδήγησε στην κατάσταση να έχουμε ανάγκη επιβολής ξένου βασιλέα. Αυτό το κενό έκανε πρόσφορο το έδαφος για διχόνοιες και μας οδήγησε στον εμφύλιο. Σ’ αυτό το κενό μπόρεσε να βλαστήσει ο κομουνισμός στην ορθόδοξη Ρωσία.
Τι είναι πιο στενό, σε τι υπάρχει μεγαλύτερο μοίρασμα; στο να είναι τα πρόσωπα της κοινωνίας αδερφοί ή σύντροφοι; ε λοιπόν στην εκκλησία δόθηκε η κλήση να είναι αδερφοί. Το ότι ακούστηκε η προσφώνηση “σύντροφε” στους κόλπους ενός “Χριστιανικού κράτους” ξεσκέπασε τελείως την υποκρισία μας. Γιατί αν η  “Χριστιανική μας κοινωνία” ως σύνολο εκπλήρωνε τις εντολές του Χριστού δεν θα υπήρχε περίπτωση να ακουγόταν σοσιαλιστική – κομουνιστική πρόταση.
Και τώρα βλέπουμε την “εκκλησία” να ζητά από το  κράτος να την φιλοξενήσει στους κόλπους του και στα συστήματά του. Παρακαλάει να μην βγουν οι εικόνες απ’ τα σχολεία, να λέγεται η προσευχή και άλλα πολλά. Δηλαδή προσπαθεί να αναθέσει σε ένα κράτος άθεο, σκληρό και απάνθρωπο το ρόλο του ιεραποστόλου της. Ξεχνά ότι τα κράτη είναι δημιούργημα ανθρώπινο και ότι στους ανθρώπους δεν μπορούμε να πούμε παρά το “όστις θέλει πίσω μου ελθείν”.
Αν δεν γίνει κάτι καινό στον τομέα της κοινωνικής ζωής, θα μείνουμε με το κενό. Δηλαδή δεν έχουμε κάτι να προτείνουμε έμπρακτα, κάποιος άλλος θα προτείνει κάτι άλλο (ίσως όχι  πολύ καλό) και έτσι ένα νέου τύπου κοινωνικό σύστημα  με  όπλο του πια και την παγκοσμιοποίηση θα ευδοκιμήσει και εμείς εκτός του ότι θα ήμαστε συμμέτοχοι σ’ αυτό, το μόνο που θα κάνουμε θα είναι αντίδραση ξέρη μη έχοντας τίποτα να προτείνουμε.

Τι κάνουμε τώρα;

Πρώτα από όλα πρέπει να δούμε τα χάλια μας ότι φτάσαμε δηλαδή με τις πράξεις μας να αποδεχτούμε έναν χριστιανισμό χωρίς πλησίον – έναν αυτιστικό χριστιανισμό. Όμως  Χριστιανισμός χωρίς πλησίον = Χριστιανισμός χωρίς Χριστό.
Πρέπει να αποκτήσουμε κάποια οράματα. Όσον αφορά την κοινωνική ζωή κάποιο κοινωνικό όραμα. Και όταν λέμε για κοινωνικό όραμα δεν εννοούμε καμιά επανάσταση ούτε δημιουργία κάποιου Χριστιανικού συστήματος. Σπορά χρειάζεται να γίνει με τους λόγους και τις εντολές που για χρόνια δεν τα σπέρνανε-γιατί δεν βόλευε.
Μιλάμε πρώτα – πρώτα για την θύμηση της ξεχασμένης εντολής που μας έδωσε ο Χριστός φεύγοντας. »Να γίνεται ένα όπως είμαι και γω με τον πατέρα μου». Σε πρώτο βαθμό μόνο η θύμηση της εντολής αυτής είναι αρκετή. Ας αισθανθούμε όλοι ότι αυτό θέλει από εμάς ο Χριστός.
Μιλάμε επίσης για την ενεργοποίηση του καθένα μας ως μέλος του ίδιου σώματος. Και όσο δεν συμβαίνει αυτό – ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις- μας δείχνει ότι έχουμε χάσει εντελώς την πορεία μας.
Είναι καιρός να μειωθούν τα κηρύγματα περί ηθικής και να αυξηθούν τα κηρύγματα που περιέχουν την λέξη πλησίον, μοίρασμα και ενότητα.
Στην εκκλησία μας τα τελευταία χρόνια υπήρξαν πολλοί πρωταθλητές, πράγμα που δείχνει ότι δεν πάνε όλα στραβά – υπάρχει ελπίδα. Αλλά η εκκλησία δεν είναι μόνο για τους πρωταθλητές, η εκκλησία είναι για τους πάντες. Σ’ αυτούς τους πάντες λοιπόν πρέπει να γίνει σπορά με παραδείγματα.

πηγή: Aντίφωνο

 

Ένας ανόητος δάσκαλος.(Από τον βίο του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη)

Στόν βίο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου (1866-1938) διαβάζομε τό παρακάτω περιστατικό, ὅταν ὁ Σιλουανός ἦταν περίπου τεσσάρων ἐτῶν.

Μία ἑορτάσιμη ἡμέρα ὁ πατέρας του προσκάλεσε στό σπίτι του κάποιον πλανόδιο πωλητή βιβλίων. Λυπόταν γιά τό «σκοτάδι» τῆς ἀμάθειάς του. Καί  ἔλπιζε, νά μάθει ἀπ’ αὐτόν, τόν «γραμματισμένο« πωλητή, κάτι τό ἐνδιαφέρον. Προσέφερε τσάϊ καί φαγητό στόν ξένο. Ὁ μικρός Σιλουανός μέ περιέργεια παιδιοῦ τόν ἐκοίταζε καί ἄκουγε προσεκτικά τήν συνομιλία.

Ὁ βιβλιοπώλης ἔλεγε στόν πατέρα, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός καί ὅτι γενικά Θεός δέν ὑπάρχει. Τόν μικρό Σιλουανό ἐξέπληξαν ἰδιαιτέρως τά λόγια: «Ποῦ εἶναι, λοιπόν, αὐτός ὁ Θεός;»

Σκέφθηκε τό παιδί:

-Ὅταν μεγαλώσω, θά γυρίσω ὅλη τήν γῆ ψάχνοντας γιά τόν Θεό.

Φεύγει ὁ ξένος καί ὁ μικρός Σιλουανός λέγει στόν πατέρα:

-Ἐσύ μέ διδάσκεις νά προσεύχομαι καί αὐτός λέγει ὅτι Θεός δέν ὑπάρχει.

Ἀπάντησε ὁ πατέρας:

-Νόμισα ὅτι αὐτός ἦταν σπουδαῖος ἄνθρωπος, ἀλλά ἀποδείχθηκε βλάκας. Μήν τόν ἀκοῦς.

Ἡ ἀπάντηση ὅμως τοῦ πατέρα δέν ἔσβυσε ἀπό τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ τήν ἀμφιβολία.

Πέρασαν, ἀπό τότε, πολλά χρόνια. Ὁ Σιλουανός, δεκαεννιάχρονος νεαρός, ἐργαζόταν σ’ ἕνα μεγάλο κτῆμα. Μιά φορά ἡ διαχειρίστρια τοῦ κτήματος ἐπισκέφθηκε τόν τάφο ἑνός σπουδαίου ἀσκητοῦ, τοῦ ἐγκλείστου Ἰωάννου Σεζένωφ. Ὅταν γύρισε, εἶπε γιά τά θαύματα πού γινόντουσαν στόν τάφο του. Καί ἄλλοι ἐργάτες ἐπιβεβαίωσαν τά γεγονότα αὐτά. Καί ὅλοι συμφώνησαν,  ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι ἅγιος.

Ὁπότε, ὁ Σιλουανός σκέφθηκε:

-Ἄν αὐτός εἶναι ἅγιος, ἄρα ὁ Θεός εἶναι μαζί μας· καί δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά γυρίσω ὅλο τόν κόσμο γιά νά Τόν βρῶ.

Καί μέ αὐτή τήν σκέψη, γέμισε ἡ νεανική του καρδιά ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό.

Ἔτσι, ὁ λογισμός ἀμφιβολίας, πού ἔρριξε στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ ὁ πλανόδιος ἐκεῖνος πωλητής βιβλίων, καί διατηρήθηκε ἐπί δεκαπέντε χρόνια, διαλύθηκε μέ αὐτόν τόν παράδοξο καί, φαινομενικά, ἀφελῆ τρόπο (ἀρχιμ. Σωφρονίου   «Ὁ Γέρων Σιλουανός», ἔκδ. Ὀρθοδ. Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1976, σελ. 12-13).

 

Καρναβάλι: προβολή ειδωλολατρικών εθίμων και η στάση των Χριστιανών – Πατρ. Γεωργίου Μεταλλυνού, ομοτίμου καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών.

O π. Γεώργιος Μεταλληνός εξ αφορμής ειδωλολατρικής προελεύσεως εθίμων που αναβιώνουν και προβάλλονται ιδιαίτερα κατά την περίοδο των Απόκρεω, σε άρθρο του με τίτλο «Θανατηφόρες συντηρήσεις και παλινδρομήσεις», που δημοσιεύε­ται στο βιβλίο του «Σύγχυση – Πρόκληση – Αφύπνιση» (Εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991, σσ. 112-117), αναφέρει και τα εξής σημαντικά, τα οποία μεταφέρουμε εδώ, διότι αποτελούν ουσιαστική απάντηση στη σύγχρονη πρόκληση του νεοπαγανισμού.

Η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι η εις βάθος κατήχηση του λαού μας. Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται τόσο στην επιβίωση ειδωλολατρικών εθίμων, κυρίως στης αγροτικές και ορεινές πε­ριοχές, στις οποίες ο προχριστιανικός βίος πα­ρουσιάσθηκε περισσότερο ανθεκτικός και δυσπολέμητος.

Πιστεύουμε, ότι περισσότερο βα­ρύνει η καταβαλλόμενη από πολλούς σήμερα επιμελής προσπάθεια, ώστε αυτά τα έθιμα, που είναι τελείως αναιρετικά της χριστιανικής παραδόσεως, να ανανεώνονται, να προβάλ­λονται και να επαναφέρονται ακόμη και εκεί που έχουν εξαφανισθεί από πολλούς αιώνες.

Είναι μια τάση, που εμφανίζεται με τον Δια­φωτισμό στους τελευταίους αιώνες και κυρίως μετά την ίδρυση του Κράτους μας τον 19ο αιώ­να. Οι έντονα αρχαιολατρικές τάσεις, με πα­ράλληλη υποτίμηση, λόγω της αρχαιοπληξίας, που απαιτούσε η σύνδεσή μας με την Ευρώπη, της ορθοδόξου παραδόσεως, οδήγησαν, κυ­ρίως τους διανοουμένους, στην ανάσταση του αρχαιοελληνικού βίου σε όλο το φάσμα του. Ιδιαίτερα η πρόκληση του Φαλλμεράϋερ, που έθιγε την συνέχεια του Έθνους μας, παρέσυρε σε υπερτονισμούς των λαϊκών εθίμων για να δειχθεί η άμεση καταγωγή μας από τους αρχαίους και, συνεπώς, και η εθνική γνησιό­τητα μας. Ακόμη, πρόσωπα με μειωμένη πίστη και χαλαρή ή μηδενική σχέση με τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος, και πάντοτε για χά­ρη της αναγνώρισης εκ μέρους της Ευρώπης, που δεν θέλει Ελλάδα ορθόδοξη, αλλά αρχαι­οελληνική, φέρνουν στην επιφάνεια καθαρά ειδωλολατρικά έθιμα, που έχουν από αιώνων χαθεί στην ιστορική μας μνήμη.

Μήπως, αλή­θεια, η τελετή του ανάμματος της Ολυμπιακής Φλόγας, με προσευχές σε ανύπαρκτες αρχαίες θεότητες, δεν αναβίωσε μόλις στα 1936 για την Ολυμπιάδα, που οργάνωσε στο Βερολίνο η ναζιστική μάλιστα Γερμανία και παραμένει ακόμη; Σ’ αυτό το κλίμα τελούνται και προβάλλον­ται και τα λεσβιακά έθιμα (Σημ. «Π»: δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, τα νεοπαγανιστικά δρώμενα στην Αγιάσο της Λέσβου). Και δεν είναι βέβαια μόνο η αρχαιολατρία που τα συν­τηρεί, αλλά και ο Μινώταυρος του τουρισμού, που καταβροχθίζει τα πάντα με το αντάλλα­γμα του υλικού κέρδους. Και όταν τα οικονο­μικά κριτήρια υπερισχύουν, τότε η ψυχή και η πνευματικότητα είναι ευνόητο να συμπνίγονται. Και είναι γεγονός, ότι όσοι παίρνουν μέρος σε τέτοια έθιμα, με οποιοδήποτε τρόπο, δεν είναι άθρησκοι ή άθεοι. Είναι δε βέβαιο, ότι οι περισσότεροι από αυτούς, έστω «για το καλό του χρόνου», όπως συνήθως λέγεται, θα προσέλθουν στην Θεία Κοινωνία τη Μ. Πέμ­πτη. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς ποια σύγ­χυση κουβαλούμε μέσα μας, όταν για το ίδιο (ανύπαρκτο φυσικά) καλό, συμμετέχουμε στην Τράπεζα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και στις Διονυσιακές —δαιμονικές κατ’ ουσίαν— συνάξεις. Είναι η τραγική σύγχυση, που κυριαρχεί σ’ όλη τη ζωή μας, και επηρεάζει τόσο τη χριστιανικότητά μας, ώστε να μη διαφέρει σε πολλές περιπτώσεις από ειδωλολατρία, κάτι που ένας ακατάσχετος συχνά εθνικισμός δεν μας αφήνει να παραδεχθούμε. Γι’ αυτό και νο­μίζουμε, ότι η διατήρηση αυτών των εθίμων εξασφαλίζει την ελληνικότητα μας, λησμονώντας ότι ελληνικότητα είναι τώρα η Ορθοδοξία μας. Υπάρχει λοιπόν, ευρύ πεδίο ιεραποστολής, ακόμη και στον ίδιο μας τον τόπο, και ανάγκη εκχριστιανισμού ενός μέρους της ζωής μας, που συντηρεί ακόμη ή επαναφέρει δαιμονικά στοιχεία του ειδωλολατρικού της παρελθόντος.

(Πηγή: Περιοδικό ‘ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ’)

Και με διέταξε να σφάξω αμέσως δεκατέσσερα αρνιά!(Μια παιδική εμπειρία από τον καιρό της κατοχής)


 

Απόκρεω. Μια παιδική εμπειρία από τον καιρό της κατοχής

Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Απόκρεω του ’43, σίγουρα η προσευχή μας εισακούστηκε. Ο πατέρας μου, παπάς του φτωχού χωριού, και μείς τα τέσσερα παιδιά του, περιμέναμε το αποκριάτικο δείπνο, που σιγοέβραζε στη χύτρα: άγρια ραδίκια. Ο πατέρας μας έλεγε ιστορίες για την αγάπη του Θεού, προσπαθώντας έτσι να μας κάνει να ξεχάσουμε την πείνα. Κάποια στιγμή, μας είπε να κλείσουμε τα μάτια και να παρακαλέσουμε το Θεό να μας θυμηθεί τις δύσκολες εκείνες ώρες.

Τότε χτύπησε η πόρτα μας. Ο μπιστικός του μοναστηριού, ο Γεράσιμος, εντολοδόχος του Θεού και του ηγουμένου, πλήρης μεμψιμοιριών που αναγκάστηκε να κατέβει βραδιάτικα από το βουνό, έφερνε ένα ολόκληρο αρνί!

-Ο ηγούμενος, είπε, σας το στέλνει για να κάνετε κι εσείς Αποκριές! Αποχωρήσαντος του Γεράσιμου, ο πατέρας μάς απέσπασε από την άλαλη θέαση του πράγματος, και μάς οδήγησε στο εικονοστάσι, όπου ευχαριστήσαμε το Θεό, ψάλλοντας όσους ύμνους είχαμε μάθει ως τότε. Κοιμηθήκαμε με την καρδιά πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη και απορίες για την απρόσμενη, σύμφωνα με όσων είχαμε πείρα, χειρονομία του ευλογημένου ηγουμένου.

Την επομένη, με την πείνα κορεσμένη, ανεβήκαμε όλοι μαζί στο βουνό για να φιλήσουμε το χέρι του φιλάνθρωπου γέροντα. Στο ναό της Μονής τελέσαμε Παράκληση, όλοι γονατιστοί, και ο πατέρας, καλλίφωνος φύσει, αλλά και εν ευφορία εκ του φημισμένου οίνου της Μονής που τον κέρασε ο ηγούμενος, έκανε προσευχή υπέρ μακροημερεύσεως του ευεργέτη μας, ευφορίας των καρπών της γης του μοναστηριού και πολλαπλασιασμού των κτηνών κυρίως δε των κτηνών..!

Ξάφνου, ο ηγούμενος, σε πλήρη αμηχανία, διέκοψε τον αδολεσχούντα πατέρα και του είπε με συντριβή:

– Σταμάτα, βρω παπά – Αχιλλέα, να χαρείς. Δεν πρέπει να με ευγνωμονείς, και ο Θεός ας με συχωρέσει. Δεν ήταν δική μου η ιδέα να στείλω το αρνί. Ο Θεός, για να με τιμωρήσει για τις αμαρτίες μου, επέτρεψε σ’ αυτόν τον τρισκατάρατο τον Φουρτούνα, ξέρεις τον άθεο κομμουνιστή, μαζί με τους συντρόφους του, εικοσιπέντε άτομα, και κατέλαβαν με το έτσι θέλω το μοναστήρι ένα μήνα τώρα. Έτρωγαν και έπιναν για να πάρουν δύναμη, λέει, να συνεχίσουν τον αγώνα. Χτές το μεσημέρι, πάνω στο τραπέζι, δεν άντεξα να τους βλέπω να τρώνε και να μπεκρουλιάζουν και είπα με αγανάκτηση στο Φουρτούνα:

–    Εσείς τρώτε και πίνετε, ενώ οι φτωχοί πεινάνε. Έτσι αγωνίζεστε εσείς για το λαό;

Τί ήθελα κι άνοιξα κουβέντα; Ο άθεος ληστής μου απάντησε χλευαστικά:

–    Ξέρεις τί είναι αύριο, ηγούμενε;

–    Η Κυριακή των Απόκρεω, του αποκρίθηκα.

–    Και ξέρεις γιατί την λένε έτσι;

-Γιατί είναι η τελευταία ημέρα προ της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που η Αγία μας Εκκλησία επιτρέπει την βρώση κρέατος, απάντησα.

–    Ξέρεις μήπως, μου ξαναλέει, πόσοι είναι οι παπάδες του νησιού;

–    Δεκατέσσαρες, λέω.

-Αναρωτήθηκες αν αυτοί οι παπάδες έχουν να φάνε κρέας τις Απόκριες; μου λέει.

Και με διέταξε να σφάξω αμέσως δεκατέσσερα αρνιά και να σας τα στείλω. Τί να κάνω που φοβόμουν πως θα με σκότωνε ο αδίσταχτος; Έβαλα λοιπόν τον Γεράσιμο και έσφαξε τα αρνιά, βοήθησαν και αυτοί που ήξεραν καλά από σφαξίματα, και έτσι φάγατε και σεις αρνί.

Ο πατέρας, γονατισμένος ακόμα, δεν ήξερε αν έπρεπε να συνεχίσει την προσευχή, και για ποιόν να ευχηθεί…

(Γιάννης Σούκης, Η όνος του Βαλαάμ, περ. Σύναξη)