ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ(Iω.Καρδάση)

 

ANEKROTAFEIO

– Γενικά περί θανάτου.

 

            Ο θάνατος δεν είναι κάτι υποστατικό. Ουσιαστικά δεν υπάρχει, είναι η άρνηση της ζωής, η μη ύπαρξη ζωής. Όπως το σκοτάδι είναι η ανυπαρξία φωτός, έτσι και ο θάνατος είναι η ανυπαρξία ζωής. Όταν μιλάμε στην θεολογία για τον θάνατο, εννοούμε κυρίως τον χωρισμό του ανθρώπου από τον Θεό, την απομάκρυνση από τον Χριστό, που είναι η ζωή: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14. 6) και αλλού: «ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. 8. 12). Με αυτές τις προϋποθέσεις ο πρώτος νεκρός, πριν τη δημιουργία του ανθρώπου, είναι φυσικά ο διάβολος. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ένας άνθρωπος μπορεί να περπατάει, αλλά να είναι νεκρός (ως προς τον Θεό) και ένας άλλος να είναι βιολογικά νεκρός, αλλά να είναι σε κοινωνία με τον Θεό!

 

Ο άνθρωπος προτίμησε την παρακοή και τον θάνατο που απορρέει από την αμαρτία  και έτσι: » … ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν … αλλ’ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως …» (Ρωμ. 5. 12-14). Άρα ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας και αυτός κληρονομείται σ’ ολόκληρη την φύση και όχι το ίδιο το αμάρτημα. Όλοι οι μετέπειτα άνθρωποι φέρουν μέσα στην ύπαρξή τους το αποτέλεσμα αυτής της παρακοής, το σπέρμα του θανάτου. Επετράπη ο σωματικός θάνατος, για να μη μείνει ο άνθρωπος αιωνίως ζωντανός νεκρός και επομένως να μη μείνει και η αμαρτία αιώνια και αθάνατη.

 

– Η απομάκρυνση της ψυχής από το σώμα

 

            Ο θάνατος είναι ένα μυστήριο, που δεν μπορεί να τον συλλάβει η λογική του ανθρώπου. Και βέβαια εξετάζεται η συνήθης κατάσταση του ανθρώπου κατά την ώρα του βιολογικού του θανάτου, δηλ. την ώρα που αποχωρίζεται η ψυχή από την σύνδεσή της με το σώμα και δεν υπάρχει πλέον «πνοή ζωής» στο σώμα. Τούτο είναι πλέον νεκρό. Όσον αφορά την ψυχή αυτή δεν πεθαίνει, με την βιολογική έννοια του όρου, αλλά παραμένει αθάνατη, είτε ζώσα, είτε νεκρή (ως προς τον Θεό).

 

Η ένωση της ψυχής με το σώμα γίνεται με την δημιουργία του ανθρώπου, αμέσως με την σύλληψή του. Κατά την στιγμή του θανάτου, η ψυχή δεν θέλει να ζήσει χωρίς το σώμα, γιατί ποτέ δεν υπήρχε μόνη της χωρίς το σώμα. Έτσι η απομάκρυνσή της από το σώμα γίνεται με βίαιο τρόπο, χωρίς η ψυχή να το θέλει. Η αρμονική σχέση μεταξύ των δυο αυτών συστατικών της ανθρώπινης υπόστασης και ο φυσικότατος δεσμός τους διασπάται βίαια και αυτό συνιστά το φοβερό μυστήριο του θανάτου, ο δε ψαλμωδός το επισημαίνει χαρακτηριστικά: «θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον«.

 

Για τον χριστιανό, εκείνον που βιώνει την Χάρη του Θεού, όλος ο βίος του είναι η προετοιμασία του γι’ αυτό τον χωρισμό. Αυτή η προετοιμασία δεν γίνεται με άγχος, αλλά τουναντίον με αισιοδοξία και χαρά, αφού εμπνέεται από την Χάρη του Θεού και κάνει ανθρωπινότερη την ζωή του, αυτός δε που προετοιμάζεται είναι ο πλέον κοινωνικός άνθρωπος, γιατί γνωρίζει να αντιμετωπίζει με τον καλύτερο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή. Γι’ αυτούς ισχύει αυτό που είπε ο Χριστός: «έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. 14. 30). Αντίθετα, αυτός που δεν βιώνει την Χάρη του Θεού τρέμει στην ιδέα του θανάτου, δεν θέλει να τον σκέπτεται και η όλη βιωτή του είναι ένα άγχος που επιτείνεται όσο πλησιάζει το τέλος. Γι’ αυτούς τους ήδη πνευματικά νεκρούς ανθρώπους, ο Απόστολος αναφέρει: «Και υμάς όντας νεκρούς τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις, εν αίς ποτε περιεπατήσατε κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας» (Εφ. 2. 1-2).

 

– Τα μετά τον χωρισμό συμβαίνοντα.

 

            Η ψυχή μετά τον χωρισμό της από το σώμα και μέχρι την δεύτερη εμφάνιση του Χριστού ζει σε μια μεταβατική κατάσταση. Στο διάστημα αυτό το σώμα, αφού εκπλήρωσε τον προορισμό του σαν όργανο της ψυχής, διαλύεται «εις τα εξ ων συνετέθη» σύμφωνα με την εντολή του Θεού: «ότι γη ει και εις γην απελεύση» (Γέν. 3. 19). Η κατάσταση αυτή δεν είναι φυσική για την ψυχή, αφού ζει χωρίς το σώμα με το οποίον είχε συνδεθεί αμέσως μετά την δημιουργία της. Χωρίς το σώμα είναι ανενεργής, δεν έχει πάθη, δεν έχει λογισμούς, δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση στην οποίαν ευρίσκεται: «εν τω Άδει ουκ έστι μετάνοια».

 

Εφ’ όσον η ψυχή δημιουργείται από τον Θεό μαζί με το σώμα, σημαίνει ότι είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο και όταν η ψυχή αποχωριστεί του σώματος δεν παύει να υπάρχει η υπόσταση του ανθρώπου, δηλ. δεν παύει να υπάρχει ο άνθρωπος σαν πρόσωπο: «… ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού» (Λουκ. 16. 23). Ο πλούσιος είδε τον Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ, δεν είδε μόνο την ψυχή του. Παρ’ όλον ότι η ψυχή του Λάζαρου βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ, όμως ο πλούσιος είδε τον Λάζαρο, του οποίου το σώμα έκειτο στον τάφο. Η ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, έχει γνώση και ενθύμηση των στοιχείων από τα οποία αποτελείτο το δικό της σώμα, έστω και αν τα μέλη του σώματος διασκορπίστηκαν με άλλα στοιχεία της όποιας ύλης. Η ψυχή πάντοτε γνωρίζει το σώμα της, γιατί είναι ενωμένη με αυτό, παρ’ ότι το σώμα βρίσκεται σε τάφο ή είναι διασκορπισμένο.

 

Έτσι ο άνθρωπος παραμένει ως υπόσταση και μετά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, ο δε χωρισμός αυτός είναι προσωρινός, αφού πάλι θα επανενωθούν τα δυο χωρισθέντα μέρη στην δεύτερη έλευση του Χριστού. Επομένως στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν γίνονται δεκτά: ο θάνατος της ψυχής και η μετενσάρκωση της ψυχής. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μια ψυχή σε πολλά σώματα, δηλ. πολλά πρόσωπα με μια ψυχή. Ο Απ. Παύλος είναι σαφέστατος: «και καθ’ όσον απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις, …» (Εβρ. 9. 27).

 

Αλλά που βρίσκονται οι ψυχές των κοιμηθέντων αδελφών; Στον Παράδεισο, στην Κόλαση, στην Βασιλεία των Ουρανών ή στον Άδη; Οι ψυχές των κοιμηθέντων ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση στην οποία ευρίσκοντο, όταν ήταν ενωμένες με τα αντίστοιχα σώματα. Εάν μια ψυχή εν ζωή ευρίσκετο στον Παράδεισο (δηλ. ήτανε σε κοινωνία με τον Θεό), τότε εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση και μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα. Μετά την δεύτερη έλευση του Χριστού, οπότε θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, η τελική κρίση και θα καταργηθεί ο χώρος και ο χρόνος, τότε θα ενταχθεί στην Βασιλεία των Ουρανών. Τώρα βρίσκεται σε αρραβώνα με αυτήν, τότε θα βρίσκεται σε γάμο διηνεκή και αδιάσπαστο. Αντίθετα, εάν μια ψυχή βρίσκεται εν ζωή στον Άδη (δηλ. δεν είναι σε κοινωνία με τον Θεό), τότε εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση και μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα, οπότε όταν θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων και η τελική κρίση, τότε θα ενταχθεί στην αιώνια Κόλαση.

 

Είναι αδύνατος ο προσδιορισμός ενός ιδιαίτερου τόπου κατοικίας των ψυχών. Χρησιμοποιείται ο όρος Παράδεισος για να δείξει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ψυχές των αγίων και φωτισμένων, όπου απολαμβάνουν την φωτιστική δόξα του θείου πυρός. Αντίστοιχα, Άδης ονομάζεται η κατάσταση εκείνη των ψυχών, στην οποίαν βρίσκονται οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, οι οποίοι δέχονται την καυστική δόξα του θείου πυρός.

 

Οι ψυχές των κοιμηθέντων θυμούνται τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκαν στη ζωή και ενδιαφέρονται γι’ αυτούς: «ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου. έχω γαρ πέντε αδελφούς. όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου» (Λουκ. 16. 27-28). Οι ψυχές των δικαίων, γνωρίζοντας την κατάστασή μας, δέχονται τις προσευχές μας και παρακαλούν τον Θεό για μας. Αυτές οι προσευχές εισακούονται από τον Θεό, γιατί οι ψυχές αυτές βρίσκονται σε κοινωνία με Αυτόν και όχι στην αντίπερα όχθη.

 

– Το σώμα του ανθρώπου στον τάφο.

 

            Όταν η ψυχή απομακρυνθεί από το σώμα, αυτό γίνεται πτώμα. Το πτώμα δεν έχει ούτε την ζεστασιά, ούτε την λαμπρότητα, ούτε την ωραιότητα του έμψυχου ανθρώπου. Είναι ένα άψυχο σώμα, ένα νεκρό σώμα. Ο ψαλμωδός το τονίζει χαρακτηριστικά: «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος …«. Παρ’ όλα αυτά ο θάνατος δεν αίρει την σχέση ανάμεσα στην στρατευομένη και τη θριαμβεύουσα Εκκλησία. Ο άνθρωπος διαχωρισμένος, με την ψυχή στον χώρο των ψυχών και το σώμα στον τάφο εξακολουθεί να είναι μέλος του σώματος του Χριστού (της θριαμβεύουσας Εκκλησίας) και γι’ αυτό πρέπει να εξακολουθούμε να σεβόμαστε και να προσευχόμαστε γι’ αυτόν.

 

Ο σεβασμός προς το νεκρό σώμα δείχνεται με την μέριμνα για τον ευπρεπισμό και την ταφή του σώματος. Η μη κήδευση θεωρείται μεγάλη βεβήλωση, ενώ η κήδευση επιβάλλεται σε ένδειξη σεβασμού, τιμής και αγάπης προς τον κοιμηθέντα αδελφό, γίνεται δε κατά το πρότυπο της ταφής του Κυρίου με κάθε τιμή στον τόπο κατοικίας του νεκρού και με την παρουσία των οικείων του. Ο σεβασμός προς την ζώσα ψυχή δείχνεται με τις προσευχές για την ανάπαυσή της, τα μνημόσυνα και τις ελεημοσύνες.

 

Οι τρεις βασικές αλήθειες της ορθόδοξης διδασκαλίας σχετικά με τον άνθρωπο είναι: α/ ο άνθρωπος έχει ψυχοσωματική οντότητα, β/ η ψυχή είναι αιώνια και γ/ το σώμα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή και η ψυχή με την θεϊκή πραγματικότητα. Η Εκκλησία δεν έχει μόνο την διδασκαλία της για την ψυχή, αλλά και βαθιά εμπειρία, δεν λέγει απλώς αυτό που ξέρει, αλλά μεταγγίζει αυτό που βιώνει και όταν βλέπει τον άνθρωπο, βλέπει την εικόνα του Θεού.

 

Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή ως μια οντότητα και επειδή η ψυχή μπορεί να μετέχει της θ. μακαριότητας, θεωρείται ιερό στοιχείο και επειδή αυτό είναι ιερό στοιχείο και κάθε τι συνδεδεμένο με αυτό, θεωρείται ιερό.

 

Το τελικό αποτέλεσμα της φυσικής αποσύνθεσης, τα λείψανα (οστά) προσπαθούμε να τα διατηρήσουμε, όσο περισσότερο σ’ αυτό τον κόσμο και αυτό ισοδυναμεί με την ανάγκη μας να διατηρήσουμε όσο περισσότερο το πρόσωπό του στον άλλο κόσμο. Ο σεβασμός στα νεκρά λείψανα πιστοποιεί την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί, ότι οι νεκροί δεν είναι «πεθαμένοι», αλλά «κεκοιμημένοι«, ο δε τόπος ταφής τους αποκαλείται: κοιμητήριο. Νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει), αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί), ο δε ιερέας εύχεται κατά την θ. λειτουργία: «… και υπέρ των εν πίστει τετελειωμένων«. Τα οστά αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσας ζωής, ενθύμηση της παρούσας κατάστασης και υπόμνηση της μελλοντικής προοπτικής. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα του, που δεν μας την θυμίζει μόνον όταν λειτουργεί, αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται- αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.

 

Το ότι η ψυχή του ανθρώπου ζει φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν και αυτά ζωή, όχι βέβαια από βιολογικής πλευράς, αλλά κάποιας μορφής πνευματικής, που όμως διαπιστώνεται. Πολλά από αυτά, που έχουν ζήσει την θ. μακαριότητα, εμφανίζουν μιαν ιδιάζουσα χάρη, π.χ. διατηρούν μιαν εντυπωσιακή ευκαμψία μετά την κοίμηση ή αποδεδειγμένη ευωδία ή ακόμη και αφθαρσία. Εξ άλλου στα λείψανα των αγίων της η Εκκλησία εδράζει το άγιο θυσιαστήριο της, θεωρώντας ότι είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει.

 

Η ψυχή υπάρχει, ζει και αναγνωρίζει το σώμα της και μετά την απομάκρυνσή της από αυτό. Η ίδια στην κατάσταση που βρίσκεται δεν βλάπτεται από τις δικές μας ενέργειες, ούτε όταν της καταστρέφουν το δικό της σώμα. Η ασέβεια προς αυτήν φθείρει όμως εμάς και πιστοποιεί ότι αρνούμαστε την αθανασία της.

 

Είναι αδύνατον, όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζει την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο, να μην τιμάει και το σώμα. Το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον, απ’ όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά την διάρκεια της ζωής του.

 

– Το κοιμητήριο

 

            Έτσι, ο τόπος ανάπαυσης των κεκοιμημένων, είναι ο τόπος όπου τα σώματα κείνται μέχρι την τελική αποσύνθεση, αλλά και ο τόπος όπου τα λείψανα (τα οστά) θα παραμείνουν μέχρις ότου κληθούν από τον Δημιουργό να επανασυντεθούν με την ψυχή στην κατάσταση που βρέθηκε το σώμα του Ιησού μετά την Ανάσταση. Γι’ αυτούς όλους τους προαναφερθέντες λόγους, το κοιμητήριο οφείλει να διατηρεί μια εικόνα τόπου ιερού, τόπου φιλικού και πολύ οικείου, τόπου ενθυμήσεων και χριστιανικής παιδείας, γι’ αυτό πρέπει να διατηρεί το χώρο του καθαρό, φιλικό, χώρο ανακούφισης και περισυλλογής.

 

Έχουν τα δικά μας κοιμητήρια αυτές τις απαραίτητες προδιαγραφές; Αποπνέουν ιερότητα, εμπνέουν το σεβασμό, διδάσκουν ή απωθούν; Μια απλή περιήγηση σε πολλά κοιμητήρια, ιδίως των επαρχιών, θα απογοητεύσει τον επισκέπτη. Τάφοι κατεστραμμένοι και χαίνοντες, χωροθεσία των τάφων ανύπαρκτη, σκουπίδια όλων των ειδών και ποιοτήτων, μια μικρή χωματερή, οστεοφυλάκιο βρωμερά και τρισάθλια με τα κιβώτια των λειψάνων ατάκτως ερημένα, πολλά μικρά οστεοφυλάκια καταρρεύσαντα ή υπό κατάρρευση, πλήρης ακαταστασία, πραγματική σκωλήκων βρώμα και δυσωδία, απαράδεκτη εγκατάλειψη και ασέβεια προς τους κεκοιμημένους. Βέβαια αυτά συμβαίνουν σε λίγα κοιμητήρια, αλλά συμβαίνουν.

 

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εισχώρησε και στα μνήματα ο ΡΚαθολικισμός, νέα πρότυπα ήλθαν από την αμαρτωλή Δύση, τα αγάλματα αγγέλων, του Ιησού Χριστού και της Παναγίας. Ως προς μεν τα αγάλματα των αγγέλων, ίσως υπάρξει το κατ’ οικονομίαν, εάν πρόκειται για διακοσμητικούς λόγους, κατά το πρότυπο της Κιβωτού της Διαθήκης, αλλά ως προς τα αγάλματα του Ιησού και της Παναγίας, αυτό αποτελεί σαφή παράβαση του όρου της Ζ΄ Οικ. Συνόδου, όπου: «….. ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς…..«. είναι δε γνωστό, ότι η Ορθόδοξη διδασκαλία δεν δέχεται την παρουσία αγαλμάτων σε Ι. Ναό ή εκκλησιαστικό χώρο, όπως είναι το κοιμητήριο, δια να αποφύγει παντελώς την ομοιότητα προς τα είδωλα και επομένως την προσκύνησή των.

 

Βέβαια, τόσο η αθλία κατάσταση ορισμένων κοιμητηρίων, ιδίως επαρχιακών, όσο και η ανοχή της τοποθέτησης και διατήρησης αγαλμάτων βαρύνει κατά κύριο λόγο το εκκλησιαστικό συμβούλιο, αλλά και όλους εμάς, που ανεχόμαστε να συντηρούμε ένα τέτοιο άθλιο περιβάλλον, που προσβάλει πρώτα εμάς τους ίδιους, την πολιτιστική μας κληρονομιά, την ορθόδοξη πίστη μας, τη φύση που μας φιλοξενεί, αλλά το σοβαρότερο προσβάλει τους προσφιλείς ανθρώπους, που τα σώματά τους κείνται σε ένα αφύσικο περιβάλλον και που θα μας το καταλογήσουν  «εν εκείνη τη ημέρα».

 

30.4.17

 

            Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ     

Η ΑΓΙΑ ΤΟΛΜΗ ΤΩΝ  ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΑΠ’ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ

Η e- βιβλιοθήκη

Αποκαθήλωσις-Άγ.-Ιωσ.-Αριμαθαίος

Του   Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

__________________

‘’Τι τα μύρα τοις δάκρυσι Μαθήτριαι κιρνάτε;  Ο λίθος κεκύλισται, ο τάφος κεκένωται, ίδετε την φθοράν, τη ζωή πατηθείσαν, τας σφραγίδας τηλαυγώς, υπνούντας δεινώς τους φύλακας των απειθών, το θνητόν σέσωσται σαρκί Θεού, ο Άδης θρηνεί, δραμούσα χαρά, είπατε τοις Αποστόλοις∙ ο νεκρώσας Χριστός τον θάνατον, πρωτότοκος εκ νεκρών, προάγει εις την Γαλιλαίαν’’ (Δοξαστικόν του Εσπερινού την Κυριακή των Αγίων Μυροφόρων).

Κατά τη Θεία Λειτουργία, την Κυριακή των Αγίων Μυροφόρων γυναικών και Ιωσήφ του Δικαίου, γίνεται ανάγνωση της σχετικής περικοπής από το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον.  Η Ευαγγελική αυτή περικοπή αρχίζει με την τόλμη του Ιωσήφ του Δικαίου, οποία αναφέρει τα εξής : ‘’Tω καιρώ εκείνω, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον, και ητήσατο το σώμα του Ιησού’’ (Μαρκ. ιε΄, 43).

Η αγία εκείνη τόλμη του Ιωσήφ του Δικαίου, γίνεται η αιτία…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 287 επιπλέον λέξεις

«Το καψιμο του Ιούδα και η  ποιμαντική αντιμετώπισή του.

 Αναδημοσίευση απο τις εφημερίδες ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ και ΜΑΧΗΤΗΣ

 

Επιμέλεια έρευνας: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου

«Προκάλεσε εντύπωση η έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2015 από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και υπό την αιγίδα της βρετανικής προεδρίας της Διεθνούς Συμμαχίας για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (IHRA). Η έρευνα διαπίστωνε ανησυχητική αύξηση του αντισημιτισμού και απόψεων που υποτιμούν ή αρνούνται το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο του 2014 είχε δημοσιευτεί παγκόσμια έρευνα της αμερικανικής οργάνωσης Anti Defamation League, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια σε αντισημιτισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών με ποσοστό 69%.

Οι θλιβερές αυτές διαπιστώσεις εξηγούν πολλά για το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο κατόρθωσε να ευδοκιμήσει μια ναζιστική και φυσικά κατά πρώτο λόγο αντισημιτική οργάνωση. Στην ίδια κατεύθυνση μας οδηγεί και η εμπειρική διαπίστωση ότι ένα από τα σπάνια έθιμα που επιβιώνουν στις μέρες μας είναι και το πασχαλινό κάψιμο του Ιούδα (ή του Εβραίου), η τελετουργική δηλαδή διαπόμπευση ενός σκιάχτρου ή ομοιώματος ανθρώπου, το οποίο προτού γίνει στάχτη γίνεται στόχος πυροβολισμών και πετροβολήματος ».(πηγή. http://www.efsyn.gr)

.(Σημείωση: Ως αντισημιτισμός χαρακτηρίζεται η συστηματική αντίθεση προς την Εβραϊκή φυλή, καθώς και η προσπάθεια περιορισμού της έκφρασής της, φθάνοντας πολύ συχνά στην εχθρότητα, αλλά και σε προσπάθειες ακόμη μέχρι και την εξόντωσή της)

 

Σε πολλά χωριά της ελληνικής επικράτειας οι κάτοικοι συνηθίζουν να κατασκευάζουν ένα ομοίωμα του Ιούδα, το οποίο γεμίζουν με άχυρα, εξυπηρετώντας έτσι τον συμβολισμό του ιστορικού προσώπου, ενώ στη θέση των ματιών βάζουν εκρηκτικά. Το συγκεκριμένο έθιμο χρονολογείται από τον Μεσαίωνα.

Η ημέρα που γίνεται το κάψιμο του Ιούδα διαφοροποιείται: σε μερικές περιοχές γίνεται τη Μεγάλη Παρασκευή κατά τη διάρκεια της περιφοράς του Επιταφίου, ενώ σε άλλες μετά την Ανάσταση. Τον καίνε σε ψηλό σημείο του χωριού, κρεμασμένο από δέντρο, παρουσιάζοντας ένα εντυπωσιακό θέαμα στους παρισταμένους. Η αναβίωση του εθίμου λειτουργεί στην Ορθοδοξία ως ένα είδος παραδειγματικής τιμωρίας του προδότη, που δεν κατάφερε να εξιλεωθεί ούτε μετά θάνατον, καθώς έγινε αυτόχειρας.
Φωτογραφία0098

 

Το έθιμο με το κάψιμο του Ιούδα στην Άρτα.

Το έθιμο του καψίματος του Ιούδα, αναβιώνει το Μεγάλο Σάββατο  και στην Άρτα,.

Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.agia-theodora.gr (ιστοσελίδα της Ενορίας Αγίου Νικολάου-Αγίας Θεοδώρας) δημοσιεύονται τα εξής:

«Το απόγευμα του Μ. Σαββάτου οι νέοι και των δύο εκκλησιών της ενορίας, κατασκευάζουν ένα ομοίωμα ανθρώπου από άχυρο, που συμβολίζει τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, το ντύνουν με ρούχα και το τοποθετούν σε αυτοσχέδια κρεμάλα. Την ώρα που ο ιερέας στις 12 τα μεσάνυχτα θα πει το «Χριστός ανέστη» το καίνε. Παλαιότερα τα παιδιά των δύο εκκλησιών συναγωνίζονταν ποιο θα έχει τον πιο καλό «Ιούδα». Και αυτό το έθιμο είναι αρκετά παλαιό και δεν γνωρίζουμε την απαρχή του».

Φωτογραφία0092

Παρόμοια πρακτική εφαρμόζεται και στην εκκλησία της Παρηγορήτισσας. Και εκεί σε αυτοσχέδια κρεμάλα τοποθετείται ομοίωμα ανθρώπου,(που καίγεται το βράδυ του Μ.Σαββάτου) αλλοιώνοντας πλήρως την ιεροπρέπεια του περιβάλλοντος χώρου του Βυζαντινού ναού.

Η λαογραφία του εθίμου.

Το έθιμο περιγράφει ως εξής ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας: «Ως πνεύμα κακόν ο Ιούδας πρέπει να καή, να εξαφανισθή και πραγματικώς εις πλείστα μέρη της Ελλάδος κατά την Μεγ. Παρασκευήν ή κατ’ αυτήν την ημέραν του Πάσχα ή και την επομένην ανάπτονται πυραί (φανοί, οφανοί, ορφανοί, αρφανοί κ.τ.τ.) και παραδίδεται εις τας φλόγας το ομοίωμα του Ιούδα. Αλλ’ όπως ο διάβολος εις το πνεύμα του λαού μας έγινε πρόσωπον κωμικόν, το οποίον και πολλαχώς σατυρίζεται, ούτω και ο Ιούδας. Εις τα Σελλιά της Κρήτης παρά το Ρέθυμνον την Μεγάλην Εβδομάδα «κάνουνε τον οφανό και απάνω σταίνουνμε τον Ιούδα. Τόνε ντύνουνε με παλιόρουχα και του κρεμνούνε στη χέρα ένα σακκουλάκι με τριάντα χοχλιδόκουπες μέσα, δηλαδή τριάντα τσέφλια από σαλιαγκούς άδεια. Είναι τα τριάκοντα αργύρια απού πήρενε και πρόδωκεν το Χριστό». Και ως να μη ικανοποιούνται με το καύσιμον του ομοιώματός του, αι γυναίκες των Καρδαμύλων της Χίου λέγουν: «Ε, και να ’ταν αληθινός!», ενώ οι Ζακύνθιοι, οι Κορωναίοι, οι Θηβαίοι ίσως δε και άλλοι, κάμνουν τον Ιούδαν αληθινόν πυροτέχνημα».

Όσοι επιμένουν στη διατήρηση του  εθίμου επικαλούνται δύο επιχειρήματα. Αφενός, λένε, πρόκειται για παράδοση, για ένα παμπάλαιο έθιμο. Και κατά δεύτερο λόγο δεν πρόκειται εδώ για Εβραίους, αλλά για τον Ιούδα, ο οποίος έτυχε να είναι Εβραίος. Κατά συνέπεια, στο πρόσωπό του δεν τιμωρούνται οι ομοεθνείς του αλλά οι «προδότες», οι «αγνώμονες», οι «αμαρτωλοί», οι «αποστάτες».Εξ άλλου ο  καθηγητής της λαογραφίας Μέγας μιλά για Ιούδα και όχι για Εβραίο.

Όμως ους διαψεύδουν οι υποσημειώσεις της ίδιας λαογραφικής μελέτης του Μέγα. Εκεί αναφέρεται ότι στην περιφέρεια Μετρών και Αθύρων της Αν. Θράκης «τα παιδιά κατασκεύαζαν τον Οβριγιό από τσάτζαλα (=κουρέλια) παραγεμισμένα με άχυρα και τον περιέφεραν από θύραν εις θύραν, για να κατσβελέψ’ (=ζητιανέψη) προσανάμματα, με τα οποία να τον καύσουν την νύκτα της Μεγ. Παρασκευής κατά την περιφοράν του Επιταφίου», ενώ στην Πέτρα της Λέσβου «ανήμερα τη λαμπρή γυρίζουν τον Οβραίο: γεμίζουν έναν Οβραίο μ’ άχερα, του βάνουν μπροστά πανέρια κρεμασμένα με παλιοχτένια, παλιομπουκάλια, πατσαβούρις κι λένι, Οβριγιός μι τα πανέργια. Τον παγαίνουν απά στη Μπαναγιά, τον βάνουν σι μια γουνιά, τον βάνουν κι έναν τζιγάρου στο στόμα τ’ κι τουν ντουφεκούν, ύστιρα τον βάνουν και φουτιά». Στα Τελώνια της Λέσβου τη Μεγάλη Παρασκευή «καίγανε τα’ Οβριού τα γένεια».

Ας ληφθεί υπόψη και η ημερομηνία που γράφτηκε το κείμενο του Μέγα. Ηταν 18 Ιουνίου 1943, η στιγμή δηλαδή που κορυφωνόταν η εκτόπιση των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα του θανάτου.

Ας μη γελιόμαστε λοιπόν. Αυτός που υφίσταται όλα αυτά είναι ο Εβραίος-Ιούδας. Ολα τα χαρακτηριστικά που υποτίθεται ότι αποδίδουν στον προδότη, φιλάργυρο και τιποτένιο Ιούδα είναι εκείνα που συνοδεύουν την εικόνα του Εβραίου στη πρακτική  του αντισημιτισμού.

Η αλήθεια είναι ότι όσοι μετέχουν στις σχετικές τελετές δεν συνειδητοποιούν ακριβώς τι κάνουν. Ακολουθούν αυτό που βλέπουν να πραγματοποιείται από άλλους και δεν έχουν, λέει, ιδέα για Εβραίους, Ιούδες, κ.λπ. Τους προσελκύουν μόνο το θέαμα και η φωτιά. Και επικαλούνται τη γνωστή φράση ότι «ο Ελληνας δεν είναι ρατσιστής» και ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει αντισημιτισμός. Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης έχει παραθέσει ένα παρόμοιο επιχείρημα από μια εφημερίδα του τέλους του 19ου αιώνα. Με τίτλο «Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα», η «Εφημερίς» της 25.1.1891 αναφέρεται στο διεθνές φαινόμενο και δηλώνει ανακουφισμένη που αυτό το «αιμοβόρο και τρομακτικό θηρίο», δηλαδή ο αντισημιτισμός, δεν βρίσκει χώρο να εκδηλωθεί στην Ελλάδα: «Ευρίσκεται, δόξα τω Θεώ, και ένας ευλογημένος τόπος εις την ανατολήν όπου το θηρίον αυτό δεν το ευρίσκετε, ή, διά να είμαι ακριβέστερος, το ευρίσκετε υπό άλλην μορφήν, ακίνδυνον όλως. Ο τόπος αυτός είναι η Ελλάς».

Το πόσο «ακίνδυνο» ήταν αυτό το θηρίο φάνηκε μέσα σε λίγες βδομάδες. Στις 2.4.1891, και πάλι παραμονές του Πάσχα, ξέσπασαν αντιεβραϊκές ταραχές με πολλούς νεκρούς στην Κέρκυρα. Πολύ γρήγορα οι ταραχές εξαπλώθηκαν και σ’ άλλα νησιά του Ιουνίου. Αφορμή ήταν η διάδοση της φήμης ότι οι Εβραίοι είχαν απαγάγει και είχαν πάρει το αίμα ενός εντεκάχρονου κοριτσιού. Η γνωστή δηλαδή «συκοφαντία του αίματος» που ανασυρόταν μέχρι την περίοδο του Μεσοπολέμου, προκειμένου να στοχοποιούνται οι Εβραίοι σε διάφορες χριστιανικές χώρες. Αυτό το επεισόδιο περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο τελευταίο του διήγημα («Ο αντίκτυπος του νου»), το οποίο δημοσιεύτηκε πλήρες μετά τον θάνατό του και είναι μια σπαρακτική άρνηση του αντισημιτισμού.

Η ποιμαίνουσα Εκκλησία μπροστά στο φαινόμενο.

Για τη σχέση της «καύσης του Ιούδα» με τον αντισημιτισμό μαρτυρά το γεγονός ότι μόλις ξέσπασαν οι ταραχές στην Κέρκυρα έσπευσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος να εκδώσει ειδική εγκύκλιο στις 12.4.1891 με παραινέσεις για κατάργηση του εθίμου:

«Από των χρόνων της δουλείας του Εθνους ημών επεκράτησε πολλαχού το βάρβαρον έθος, ίνα κατά την αγίαν εορτήν του Πάσχα πυρπολήται πομπωδώς έξω των ιερών ναών ομοίωμα του Ιούδα, του πλήθους αλαλάζοντος, τας χείρας κροτούντος, κραυγάς αναπέμποντος και το καιόμενον άμορφον ομοίωμα πυροβολούντος.

[…] Τούτο αντίκειται εις τας θεμελειώδεις αρχάς του Ευαγγελίου, το οποίον διδάσκει ημάς την προς πάντας αγάπην, και ανοχήν και ανεξικακίαν, και εντέλλεται να αγαπώμεν και αυτούς τους εχθρούς ημών, να ευλογώμεν τους καταρωμένους ημάς και να ευχώμεθα υπέρ των επηρεαζόντων και διωκώντων ημάς. Διότι αντιβαίνει εις αυτό το παράδειγμα του πραοτάτου Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του αποκαλέσαντος ανεξικάκως εν αυτή τη ώρα της παραδόσεως τον Ιούδα φίλον, ειπών αυτώ: «εταίρε, εφ’ ω πάρει». Διότι αντιμάχεται τέλος την ανεξικακίαν, ην ο Ιησούς Χριστός έδειξε προς τους σταυρωτάς αυτού κρεμάμενος επί του σταυρού, ότε είπε τους θείους εκείνους λόγους, «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Συμφώνως λοιπόν προς τας αρχάς του ιερού Ευαγγελίου οφείλομεν ημείς ως γνήσιοι οπαδοί του Ιησού Χριστού να δεικνύωμεν ανοχήν προς τους Ιουδαίους, όντας πλάσματα του Θεού και τέκνα αυτού, τοσούτω δε μάλλον, καθ’ όσον συζώμεν μετ’ αυτών εν τω αυτώ Κράτει, και βαστάζουσι και ούτοι, άτε πολίται τυγχάνοντες, τα αυτά κοινά βάρη, οία και ημείς, επομένως δέον να απολαύσωσι των αγαθών της ησυχίας, της ειρήνης, της τάξεως, μηδενός έχοντος το δικαίωμα του παρενοχλείν αυτοίς.

Η δε πομπώδης και οχλαγωγική καύσις του ομοιώματος του Ιούδα κατά την επίσημον ημέραν του Πάσχα, είναι εσχάτη χλεύη προς τους συμπολίτας ημών Ιουδαίους και εξερεθίζει τα θρησκευτικά μίση, του λαού κατ’ αυτών, ώστε να πιστεύη ευκόλως ούτος και πάσαν κατ’ αυτών κατηγορίαν, και υποθάλπη την διχόνοιαν και τας έριδας μεταξύ ημών και εκείνων, τούτο δε δίδωσιν αφορμήν προς τους εχθροπαθώς διακειμένους προς τε την γεραράν ημών Εκκλησίαν και το θεοφρούρητον Ελληνικόν έθνος, ίνα εκτοξεύσωσι καθ’ ημών κατηγορίας επί φανατισμώ, επί αξενία, και επί μη ευνομία» (αρ. πρωτ. 1843).

Πριν περάσουν είκοσι χρόνια, η Ιερά Σύνοδος αισθάνεται υποχρεωμένη να επανέλθει στο ζήτημα, προφανώς επειδή δεν υπήρχε ανταπόκριση στις εντολές της. Σε νέα εγκύκλιό της στις 10.5.1910 που φέρει τον τίτλο «Περί ανάγκης εξαλείψεως του εθίμου της κατά το Αγιον Πάσχα περιφοράς και καύσεως ομοιώματος του προδότου Ιούδα», η Σύνοδος επαναλαμβάνει:

«Εν τη ημέρα της λαμπροφόρου Αναστάσεως, οπότε η μήτηρ ημών Εκκλησία επί μάλλον προτρέπεται και παρακελεύεται τα πιστά αυτής τέκνα επιδείξασθαι αγάπην και προς αυτούς τους μισούντας ημάς […] εν ταύτη τη πανευφροσύνω εορτή, ενιαχού του θεοφρουρήτου Βασιλείου, προς προσβολήν και ονειδισμόν των συμπολιτών ημών Ιουδαίων, περιφέρεται ομοίωμα του προδότου Ιούδα, και εν μέσω ανοικείων και αξιομέμπτων αλαλαγμών και ατάκτων κραυγών και εκτρόπων σκηνών, πυροβολείται τούτο και καίεται, ει και η Σύνοδος διά της από 12 Απριλίου 1891 Εγκυκλίου ρητώς τον κατάκριτον τούτον αναχρονισμόν απηγόρευσεν, ως αντιβαίνοντα εις τα ιερά της αμωμήτου ημών πίστεως παραγγέλματος. […] Η διά πυροβολισμών και καύσεως ομοιώματος του προδότου διακωμώδησις και εξουθενισμός των συμπολιτών ημών Ιουδαίων, προφανώς διεγείρει θρησκευτικόν μίσος και υποθάλπει κατ’ αυτών φανατισμόν, αμαυροί δε και την υπόληψιν των μερών, ων εν μέσω επισυμβαίνει το τοιούτον κακόν» (αρ. πρωτ. 2014).

Θα χρειαστεί και τρίτη εγκύκλιος στις 17.4.1918:

«Εις γνώσιν της Ιεράς Συνόδου περιήλθεν, ότι επικρατεί εις τινα εισέτι του Κράτους μέρη, έθιμον ξένον εντελώς προς την Εκκλησίαν, καθ’ ο κατά την Μ. Παρασκευήν γίνεται χρήσις λαϊκών ασμάτων, εν οις υπάρχουσι φράσεις καθαπτόμεναι του Εθνους των Εβραίων, ότι δεν κατά την ημέραν του Πάσχα εξακολουθεί ενιαχού να γίνηται η καύσις του λεγομένου «ομοιώματος του Ιούδα». Η Ιερά Σύνοδος θεωρεί καθήκον Αυτής, όπως φέρη εις γνώσιν πάντων των χριστιανών, ότι η τήρησις τοιούτων εθίμων αντιβαίνει προς την βάσιν και το θεμέλιον της πίστεως ημών, ήτις είναι η αρετή της αγάπης εν γένει προς πάντα άνθρωπον. Πλην τούτο όμως, καθηκόντως υποδεικνύει άμα η Σύνοδος, ότι τα αντιχριστιανικά ταύτα έθιμα, συντελούσι τα μέγιστα και εις την δημιουργίαν ψυχρότητος μεταξύ του ορθοδόξου πληρώματος και των συμπολιτών ημών Ισραηλιτών, οι οποίοι κοινήν σήμερον μεθ’ ημών έχουσι την πατρίδα και τα αυτά προς αυτήν δικαιώματα και καθήκοντα, επ’ ουδενί δε λόγω επιτρέπεται να θίγηται η φιλοτιμία αυτών διά πράξεων και φράσεων, αίτινες ευκόλως δύνανται να εκληφθώσιν ως προσβλητικαί διά το Εθνος των Ισραηλιτών. Τούτων πάντων ένεκεν η Ιερά Σύνοδος έγνω, έχουσα προ οφθαλμών την τε βάσιν της χριστιανικής ημών πίστεως και το συμφέρον της εν ομονοία συμβιώσεως των τέκνων της πατρίδος, όπως ρητώς απαγορεύση τα έθιμα ταύτα, προτρέπεται δε πάντας εις αποφυγήν τούτων» (αρ. πρωτ. 3476).

Από το 1918 δεν εκδόθηκε άλλη σχετική εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου.

Η απαγόρευση του εθίμου και τα αποτελέσματα

Αυτό που δεν κατάφερε με τις εγκυκλίους της η Εκκλησία, επιχείρησε να το πραγματοποιήσει η πολιτεία, να εξαλείψει δηλαδή το έθιμο. Αλλά η απαγόρευση του εθίμου, που συνέβη μόνο μία φορά, κατέληξε σε αντίθετο αποτέλεσμα.

Ηταν πριν από ενάμιση αιώνα και η απαγόρευση είχε αποτέλεσμα αντιεβραϊκές ταραχές στην Αθήνα, που κατέληξαν ακόμα και στον αποκλεισμό του Πειραιά και των άλλων ελληνικών λιμανιών από τους στόλους των μεγάλων δυνάμεων.

Ηταν η γνωστή υπόθεση Πατσίφικο (1847-1850). Αλλά εκείνη την εποχή είχε μόλις ιδρυθεί το ελληνικό κράτος. Το τελετουργικό κάψιμο του Ιούδα ήταν εξαιρετικά διαδομένο κατά τον τελευταία αιώνα της οθωμανικής κυριαρχίας και όπως γράφει ο Γιώργος Μαργαρίτης «ήταν μια από τις πρακτικές που μεταβαλλόταν ενίοτε σε κανονική κήρυξη πολέμου, με τις επακόλουθες ταραχές ενάντια στους Εβραίους».

Εκείνη την περίοδο ο ανταγωνισμός Χριστιανών και Εβραίων υπηκόων του σουλτάνου είχε κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις, με τις δύο εθνότητες να διεκδικούν καλύτερες θέσεις σε πολλούς εμπορικούς τομείς. Και οι αντιθέσεις αυτές έφταναν μέχρι πραγματικά πογκρόμ εναντίον των Εβραίων, όπως συνέβη επανειλημμένα στην Οδησσό μέρες του Πάσχα με δράστες Ελληνες και Ρώσους.

Αλλά σήμερα πια, και ειδικά μετά το Ολοκαύτωμα, κανείς δεν μπορεί ανοιχτά να υποστηρίξει τη βαρβαρότητα. Παρ’ όλα αυτά, το έθιμο συνεχίζεται και μάλιστα αναβιώνει σε ορισμένες περιοχές ως τουριστικό αξιοθέατο, γεγονός που έχει προκαλέσει και διεθνές ενδιαφέρον.

Στις αρχές του 2005 περιλήφθηκε μάλιστα και στην έκθεση περί παγκόσμιου αντισημιτισμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ: «Ο ΕΟΤ συνεχίζει να προβάλλει στον ιστότοπό του πασχαλινές παραδόσεις όπως η καύση ενός ομοιώματος του Ιούδα σε ορισμένα νησιά, κάτι που είναι γνωστό ως «κάψιμο του Εβραίου», με αποτέλεσμα να ενισχύονται το μίσος και ο φανατισμός εναντίον των Εβραίων» (U.S. Department of State, «Report on Global Anti-Semitism», 5.1.2005).

Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, δύο μέρες μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, έσπευσε στο κυριακάτικο κήρυγμά του να αντιδράσει, λέγοντας ότι «οι Ελληνες δεν είμαστε ρατσιστές» και προσθέτοντας: «Η έκθεση αυτή επικεντρώνεται στο κάψιμο του Ιούδα τις μέρες του Πάσχα, έθιμο το οποίο γίνεται σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας και δεν στρέφεται εναντίον όλων των Εβραίων, αλλά ενός προσώπου, του προδότη Ιούδα». Ήταν μια σαφής υποχώρηση από την αυστηρότητα των τριών εγκυκλίων.

Ας το ξανασκεφτούμε, όταν θα βρεθούμε για μία ακόμα φορά μπροστά στην αναβίωση αυτού του τάχα «αθώου» εθίμου.

 

Η έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και η αντίδραση της Εκκλησίας.
Στην ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α. για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως, κατονομάζουν την Ελλάδα ως μια χώρα στην οποία, κατά κάποιο τρόπο, θίγονται και προσβάλλονται τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας μερίδας συμπολιτών μας, των Εβραίων Ελλήνων. Έτσι, η πατρίδα μας στιγματίζεται γιατί ένα από τα Πασχαλινά της έθιμα, στρέφεται, όπως λένε, κατά του Εβραϊκού λαού προκαλώντας κλίμα αντισημιτικό. Το έθιμο αυτό είναι το γνωστό «κάψιμο του Ιούδα».

Πέραν των γνωστών εξηγήσεων που έδωσε ο μακαριστός  Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, περί του θέματος, είναι καλό να θυμίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Ελληνικός λαός, με επικεφαλής την Εκκλησία του, αντιμετώπισε τους Εβραίους ομοεθνείς του, τα τελευταία 150 χρόνια. Η αναφορά μας αυτή δε γίνεται για να θυμίσει απλά την ιστορία ή να καλλιεργήσει την απολογητική μας διάθεση, έναντι οιουδήποτε ανιστόρητου κριτού, αλλά αποκαλύπτει την διαχρονική αντίσταση του Ορθοδόξου Ελληνικού λαού κατά του ρατσισμού και εθνοφυλετισμού, αντίσταση της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι ο Ορθόδοξος χαρακτήρας. Τα στοιχεία που ακολουθούν προέρχονται από τον περίφημο τόμο «Μνήμες από τα ΄40 και την κατοχή» που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, προ ολίγων ετών, ακριβώς για την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης και αλήθειας.

«… Η  Εκκλησία μας και ο πιστός λαός μας στάθηκαν στο πλευρό των Εβραίων, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, σώζοντας χιλιάδες ανθρώπινων ζωών από τα στρατόπεδα θανάτου της ναζιστικής Γερμανίας, διδάσκοντας σ’ όλο τον κόσμο τις αξεπέραστες αρετές της αγάπης, του αλτρουισμού, της αυτοθυσίας, της υπέρβασης θρησκευτικών και άλλων διαφορών. Αναφέρουμε επιγραμματικά μερικά μόνο χαρακτηριστικά γεγονότα:

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός Παπανδρέου, προκειμένου να σώσει τους Εβραίους της πρωτεύουσας από τη ναζιστική παράνοια, τους προμήθευε με πλαστά πιστοποιητικά και στη συνέχεια, ο τότε διοικητής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ εξέδιδε πλαστές αστυνομικές ταυτότητες, με Ελληνορθόδοξα ονόματα κι ένδειξη στο θρήσκευμα «Χριστιανός Ορθόδοξος». Όταν δε απειλήθηκε από τον Γερμανό Στρατηγό Στρόπ με τυφεκισμό, για το ενδιαφέρον και την φροντίδα του για τους Εβραίους των Αθηνών, απάντησε θαρραλέα: «Οι Ιεράρχες της Ελλάδος δεν τυφεκίζονται, απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ, σεβαστείτε αυτήν την παράδοσιν».

Ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ, σε συνεργασία με τον Αρχιραββίνο του Βόλου Μωυσή Συμεών Πέσαχ, φυγάδευσε στα χωριά του Πηλίου και έσωσε τη ζωή του 98% του Εβραϊκού στοιχείου της πόλης. Στους Ναούς του Βόλου δε φυλάχτηκαν πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή των διωκομένων Εβραίων τα οποία επεστράφησαν στο ακέραιο μετά την απελευθέρωση. Για την όλη δράση του ο Μητροπολίτης Ιωακείμ τιμήθηκε από το Ισραηλιτικό κράτος το οποίο τον συμπεριέλαβε στους «Δικαίους των εθνών».

Στη Ζάκυνθο ο Γερμανός φρούραρχος ζήτησε από τον Δήμαρχο τον κατάλογο των Εβραίων του νησιού προκειμένου να τους οδηγήσει στο θάνατο. Ο Δήμαρχος κατέφυγε στον Μητροπολίτη ζητώντας τη βοήθεια και τη συμβουλή του και από κοινού επέστρεψαν στον Γερμανό αξιωματικό επιδίδοντάς του κατάλογο με δύο ονόματα: Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος και Δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ. Ο Μητροπολίτης δε διακήρυξε ότι «Αν εκτελεσθεί η εκτόπιση θα πάω με τους Εβραίους να μοιραστώ τη μοίρα τους». Αμέσως μετά οι Έλληνες Εβραίοι φυγαδεύτηκαν στα απομακρυσμένα χωριά του νησιού και σώθηκαν όλοι.
…Στις ανιστόρητες αιτιάσεις των Αμερικανών, οι οποίες, επειδή είναι επαναλαμβανόμενες, καθίστανται επικίνδυνες, θα αντιπαραβάλουμε μερικές αράδες από το συλλυπητήριο τηλεγράφημα του Ραβίνου της Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Μόλχο στις 23/5/1949, επί τω ακούσματι της θλιβερής είδησης του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού: «Μόνο όσοι ξέρουν την αγωνία του διωγμού μπορούν να νιώσουν τί σημαίνει ν’ ακούσεις, την ώρα που σε σκεπάζει η σκιά του θανάτου, τη φωνή ενός ανθρώπου που σου δίνει θάρρος και δε φοβάται τον εχθρό σου. Εμείς ακούσαμε μια τέτοια φωνή, τη φωνή του Δαμασκηνού, σε μια εποχή που μερικοί συνεργάζονταν με τον εχθρό και πολλοί σώπαιναν, πίσω από κλειδωμένες πόρτες. Ο Δαμασκηνός δε σώπασε και δε φοβήθηκε. Στις κρυψώνες μας αισθανόμασταν την παρουσία του και την ηθική του δύναμη. Μας ενεθάρρυνε το γεγονός πως στη συμφορά μας είχαμε ένα φίλο. Και το φίλο που στάθηκε δίπλα μας στις τραγικές στιγμές της κατοχής, τον άνθρωπο που μας αγκάλιασε σαν αδέλφια, τον παπά που ένιωσε την βαθύτερη έννοια της αποστολής του, χαιρετίζομε, σήμερα που μας αφήνει, με τη συναίσθηση ότι χάνουμε κάτι περισσότερο από έναν Αρχιεπίσκοπο».

(πηγή::http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees/press/epifanios/epifanios_text11.htm

 

Συμπεράσματα.

Α.  «Η Ιερά Σύνοδος θεωρεί καθήκον Αυτής, όπως φέρει εις γνώσιν πάντων των Χριστιανών, ότι η τήρησις τοιούτων εθίμων αντιβαίνει προς την βάσιν και το θεμέλιον της πίστεως ημών, ήτις είναι η αρετή της αγάπης προς εν γένει πάντα άνθρωπον η Ιερά Σύνοδος , έχουσα προ οφθαλμών την τε βάσιν της χριστιανικής ημών πίστεως και το συμφέρον της εν ομονοία συμβιώσεως των τέκνων της πατρίδος, όπως ρητώς απαγορεύση τα έθιμα ταύτα, προτρέπεται δε πάντας εις αποφυγήν τούτων» (αρ. πρωτ. 3476).» (Εγκύκλιος 13/4/1918). 

Επομένως θα πρέπει να καταργηθεί το συγκεκριμένο έθιμο επειδή επι πλέον  σε τοπικό επίπεδο βεβηλώνει τους  λατρευτικούς χώρους  της Παρηγορήτισσας και της Αγίας Θεοδώρας.

Β.«Πρόκειται για μια εντελώς απαράδεκτο έθιμο που δηλητηριάζει και  εθίζει στο ρατσισμό και τον αντισημιτισμό. Μεταμορφωμένη σε τουριστική ατραξιόν, αυτή η ακραία αντιεβραϊκή παράσταση συνδυάζει την αναπαραγωγή του ρατσιστικού στερεότυπου με την απαραίτητη φαντασμαγορία. … Αν παραμένει σε κανέναν αμφιβολία για το πραγματικό περιεχόμενο του εθίμου, αρκεί να διαβάσει τα πολλά δημοσιεύματα των εντύπων πολιτικού κόμματος με τις ενθουσιώδεις περιγραφές της καύσης. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω κείμενο που προβάλλει στο προσωπικό του ιστολόγιο  βουλευτής του κόμματος αυτού  με τίτλο «Το «κάψιμο του Ιούδα» και η συμβολική του αξία για τον Ελληνα».

«Στην Ορθόδοξη Πίστη το συγκεκριμένο έθιμο λειτουργεί ως ένα είδος παραδειγματικής τιμωρίας της προδοσίας και του προδότη υπό την γενική έννοια, καθώς ο Ιούδας δεν κατάφερε να εξιλεωθεί ούτε μετά θάνατον, κατά την ευαγγελική παράδοση, αφού ήταν αυτόχειρας. Η μεγαλύτερη όμως και πιο σημαντική, συμβολική αξία του εθίμου, παρά την αέναη προσπάθεια ΜΜΕ και επίσημης Εκκλησίας να καταργηθεί, είναι πως στο πρόσωπο του Ιούδα η Ορθοδοξία και κατ’ επέκταση ο Χριστιανισμός έστελνε στην πυρά το γένος των Εβραίων. Των θεοκτόνων όπως αναφέρουν τα Ευαγγέλια και τα εγκώμια. Ο Εβραίος Ιούδας αντιπροσωπεύει δύο αναίσχυντες ιδιότητες, τη φιλαργυρία και τη δειλία. Στην Ελλάδα η φυλετική ψυχή του λαού μας σε συνδυασμό με το θρησκευτικό του συναίσθημα αποστρέφονται μετά βδελυγμίας τις παραπάνω «αρετές» όντας πλήρως αντίθετες με τα φυλετικά του πρότυπα και είναι ένας από τους λόγους που παρά τη συνεχή προπαγάνδα το κάψιμο του Ιούδα παραμένει ένα έθιμο ζωντανό και με τεράστια απήχηση σε όλο το ηλικιακό φάσμα».

Δεν νομίζουμε ότι μένει καμιά αμφιβολία για την επικαιρότητα του μηνύματος μίσους που αποπνέει το έθιμο. «Αμφέβαλλα αν θα συμφιλιωνόμουνα ποτέ με τούτο το έθιμο», γράφει σε ένα από τα πρόσφατα μυθιστορήματά της η Ρέα Γαλανάκη, με την τόλμη που αντλεί από την τέχνη της. Και συνεχίζει: «Ασυνείδητα πλην σταθερά, θα ενίσχυε και στον εικοστό πρώτο αιώνα την αρχέγονη άκριτη σκέψη, την εκδίκηση μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον μιας άλλης ομάδας, εν ονόματι του διαφορετικού. Με δυο λόγια, την τυφλή βία του ρατσισμού, του φανατισμού, των ακραίων αντιλήψεων».

Ας το ξανασκεφτούμε, όταν θα βρεθούμε για μία ακόμα φορά μπροστά στην αναβίωση αυτού του τάχα «αθώου» εθίμου.(Τάσος ΚωστόπουλοςΑντα ΨαρράΔημήτρης Ψαρράς-ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ)

 

Anthony Bloom: Πως έγινα Χριστιανός.

*Ὁ Τιμόθεος Οὐίλσον εἶχε τήν παρακάτω συνέντευξη μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τοῦ Σουρόζ κ. Ἀντώνιο Μπλούμ.

Τ.Ο.: Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στή ζωή σας καμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς;

Α.Μπλούμ: Αὐτό ἔγινε σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καί ἐπιθετικά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτόν καί μισοῦσα καθετί σχετικό μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.

Τ.Ο.: Καί ὅλα αὐτά, παρά τά «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;

Α.Μπλούμ: Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη. Δέν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ἐγώ ἤμουνα ἐσωτερικός σέ ἕνα σχολεῖο πού ἦταν πολύ αὐστηρό, βίαιο θά ἔλεγα. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σέ διαφορετικά σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μία πραγματική εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι, σέ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νά βρεῖ μία τέλεια εὐτυχία, καί ὅμως αὐτό συνέβαινε. Τότε γιά πρώτη φορά, μετά τήν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.

Πρέπει ὅμως νά πῶ πώς, πρίν ἀπό ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μέ ἔστειλαν σέ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖ συνάντησα ἕναν ἱερέα πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη πού τήν σκορποῦσε στόν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτή δέ ἡ ἀγάπη του δέν εἶχε σχέση μέ τό ἄν εἴμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νά μᾶς ἀγαπάει χωρίς προϋποθέσεις. Ποτέ πρίν στή ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους πού μ’ ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμιά ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλά βρῆκα σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί ταυτόχρονα μοῦ ἄρεσε πολύ. Μόνο μετά ἀπό χρόνια, ὅταν πιά ἦρθα σέ ἐπαφή μέ τό Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πώς αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιὰ ἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό τόν ἴδιο. Δηλαδή μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη. Ἤ, ἄν προτιμᾶτε, ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιά καί πλατιά, μέ τέτοια ἀνοίγματα ὥστε, μποροῦσε νά ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπό τόν πόνο εἴτε μέσα ἀπό τή χαρά, ἀλλά πάντα μέσα στήν ἴδια καί μοναδική ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιά πνευματική ἐμπειρία πού εἶχα.

Τ.Ο.: Τί ἔγινε μετά ἀπό αὐτό;

Α.Μπλούμ: Τίποτε. Γύρισα στό σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικός καί ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τήν στιγμή πού βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ζώντας μέ τήν οἰκογένειά μου, ὅπως εἶπα, γεύτηκα τήν πλήρη εὐτυχία, ἀλλά τότε συνέβηκε κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν μποροῦσα, λοιπόν, νά δεχτῶ μιὰ ἄσκοπη εὐτυχία. Γιά νά ξεπεράσεις τίς δυσκολίες καί νά ὑποφέρεις τά βάσανα ἀποβλέπεις σέ κάτι πού εἶναι πέρα ἀπό αὐτά. Ἐγώ ὅμως δέν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σέ κάτι, γι’ αὐτό ἡ εὐτυχία μου φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πώς ἔπρεπε νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιὰ προθεσμία- ἕνα χρόνο τουλάχιστο – νά ἀνακαλύψει ἄν ἡ ζωή εἶχε ἤ ὄχι κάποιο νόημα. Ἄν στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δέν θά ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχα ἀποφασίσει νά μή συνεχίσω νά ζῶ, νά αὐτοκτονήσω.

Τ.Ο.: Καί πῶς βγήκατε ἀπό αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;

Α.Μπλούμ: Ἄρχισα νά ψάχνω γιά κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό κεῖνο πού μποροῦσα νά βρῶ μέσα στίς σκοπιμότητες. Τό νά σπουδάζει κανείς νά γίνει χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν ἄδεια, χωρίς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί καθετί γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρό καί ἀνόητο.

Πέρασαν μῆνες καί τίποτε στόν ὁρίζοντα, νόημα δέν φάνηκε πουθενά! Μιὰ μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στό Παρίσι- ἕνας ἀπό τούς ὑπεύθυνους ὀργάνωσης μέ πλησίασε καί μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήσει. Ἔλα καί σύ στή συγκέντρωση». Ἐγώ ἀπάντησα μέ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα νά τόν ἀκούσω. Δέν εἶχα ἀνάγκη τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετά ἔξυπνα τό θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τά μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο ἄν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.

«Μήν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δέν μέ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιά μιὰ τυπική παρουσία». Ἐ! μέχρι σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στήν ὁμιλία καί ἔμεινα μέχρι τό τέλος. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικές φράσεις πού μέ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικά ἀπ’ ὅτι ἐγώ πίστευα, πού ἤθελα βαθύτατα νά τά ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στό σπίτι μέ ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά ἐλέγξω ἄν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτά πού εἶπε ὁ ὁμιλητῆς. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νά μοῦ δώσει. Ἤθελα πολύ νά διαπιστώσω ἄν τό Εὐαγγέλιο θά συμφωνοῦσε μέ τήν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δέν περίμενα τίποτα καλό ἀπό τήν ἀνάγνωση αὐτή καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο. Δέν ἤθελα νά χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.

Ἐνῶ διάβαζα τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου καί πρίν φτάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι, στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτός ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ ἕως τώρα δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει.

Τό γεγονός αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν Παρουσία του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτό πού τό Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιά τή Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καί ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στό φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολύ καλά ὅτι καθετί ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καί αὐτό, γιατί τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο γεγονός τῆς ἱστορίας. Τήν ἱστορία πρέπει νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάσταση τήν ἔμαθα ἀπό προσωπικό γεγονός.

Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἀρχή μέ τό ἀρχικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιὰ ἱστορία τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νά πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιά μένα, ἄρχισε μέ ἕνα γεγονός πού παραμέρισε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μία ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία.

Τ.Ο.: Αὐτή ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία ποὺ εἴχατε, παρέμεινε σέ ὅλη σας τή ζωή; Δέν ὑπῆρξε κάποια ἐποχή ποὺ νά ἀμφιβάλλετε γιά τήν πίστη σας;

Α.Μπλούμ: Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ὅτι μερικά πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικά δέν πῆρα σέ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλά ἔχοντας ζήσει αὐτή τή μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιά βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει γιά μένα πίστη. Ἀπό τή μιά, δηλαδή, νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς ἔτσι πού νά ἔχει μέσα του σύγχυση καί περιπλοκές, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως νά διερωτᾶται μέ σκοπό νά ἀνακαλύψει τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς. Νά ἔχεις, δηλαδή, αὐτό τό εἶδος τῆς ἀμφιβολίας πού σέ κάνει νά θέλεις νά ρωτᾶς, νά ἀνακαλύπτεις ὅλο καί περισσότερο, νά θέλεις διαρκῶς νά ἐρευνᾶς.

πηγή: http://www.agiazoni.gr/

Η Εκκλησία εἶναι τό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ. Ὀφείλετε μέ προσοχή πολλή νά διερευνᾶτε καί νά ψάχνετε τούς γύρω σας, μήπως εἰσχώρησε στίς τάξεις μας κάποιος ἀλλόφυλος (αἱρετικός ἤ ἀσεβής).

Ὑπόδειγμα Ἐπισκόπου

Τρεῖς φορές διώχθηκε καί ἐξορίστηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπό τήν ‘’ἐπίσημη ἐκκλησία’’. Τήν τελευταία του πνοή, στήν ἐξορία τήν ἄφησε.

Ὁ Μεγάλος μας Ἱεράρχης, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δέν χαρίστηκε σέ κανέναν ἀπό τούς τότε ἰσχυρούς καί ὑπερήφανους. Ἀντιστάθηκε μέ αὐταπάρνηση στίς αὐθαιρεσίες τῶν δυναστῶν, ἤλεγξε μέ αὐστηρότητα τήν αὐτοκρατορική φαυλότητα, ἀπέβαλε ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κάθε ἀνάξιον ἐπίσκοπο καί προπαντός ὕψωσε τεῖχος ὑψηλό καί ἀπροσπέλαστο ἀπέναντι στήν αἵρεση καί τήν ἀσέβεια.

Οἱ διδαχές του πάνω σέ θέματα διαφύλαξης τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν μάστιγα τῶν αἱρέσεων εἶναι σαφεῖς καί ἄκρως ἐπίκαιρες. Γράφει σχετικά:

‘’Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ. Ὀφείλετε μέ προσοχή πολλή νά διερευνᾶτε καί νά ψάχνετε τούς γύρω σας, μήπως εἰσχώρησε στίς τάξεις μας κάποιος ἀλλόφυλος (αἱρετικός ἤ ἀσεβής). Καί νά τόν φανερώνετε ἀμέσως. Ὄχι φυσικά γιά νά τόν φονεύσουμε ἤ νά τόν τιμωρήσουμε, ἀλλά γιά νά τόν ἀπαλλάξουμε ἀπό τήν πλάνη καί τήν ἀσέβεια καί νά τόν καταστήσουμε ἐξ ὁλοκλήρου δικό μας. Διότι ὅποιος ξέρει αὐτόν πού κάνει τό κακό καί τόν ἀνέχεται καί τόν ἀποκρύπτει, εἶναι σάν νά τοῦ δίνει τήν ἄδεια νά διαπράττει μέ μεγαλύτερη θρασύτητα τό κακό’’.(*)

Μέ φρόνημα ὑποδειγματικῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης, ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης διαβλέποντας τούς κινδύνους ἀπό τήν συγκάλυψη τῶν αἱρετικῶν, συμβουλεύει τούς πιστούς καί λέει: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ. Βάλτε τριγύρω της ἐπισκόπους, φύλακες προσεχτικούς καί ἄγρυπνους. Τά μάτια σας δεκατέσσερα, μή τυχόν καί σᾶς ξεφύγει κανένας αἱρετικός καί περάσει ἀνενόχλητος μέσα στό στρατόπεδο.

Μόλις ἀντιληφθείτε αἱρετικόν ἤ ἀσεβή νά παραβιάζει τά συρματοπλέγματα καί νά μπαίνει παρανόμως στόν χῶρο τοῦ στρατοπέδου, χτυπῆστε ἀμέσως συναγερμό. Πρῶτον, γιατί χρειάζεται ὁ ἴδιος ὁ αἱρετικός βοήθεια -ἀπαλλαγή καί σωτηρία ἀπό τήν πλάνη- καί δεύτερον, νά προλάβουμε, μή τυχόν καί κάνει κακό στούς στρατιῶτες μας.

Προσέξτε καλά. Ὅποιος φρουρός ἐπισκοπών ἐπιτρέπει τήν εἰσοδο αἱρετικοῦ ἐντός τοῦ στρατοπέδου καί δέν τόν ξεμπροστιάζει, ἀλλά ἀντιθέτως συντρώγει μαζί του καί τόν περιποιεῖται, εἶναι σάν νά βάζει φωτιά στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία Του.

……………………………………………………………………………………………………………………………

(*) ’’Στρατόπεδόν ἐστε τοῦ Χριστοῦ. Μετά ἀκριβείας ἐρευνᾶτε καί περιεργάζεσθε, εἴ τις τῶν ἀλλοφύλων ὑμῖν ἀναμέμικται καί ποιεῖτε δῆλον, οὐχ ἵνα ἀποκτείνωμεν οὐδ’ ἵνα κολάσωμεν καί τιμωρησώμεθα, ἀλλ’ ἵνα αὐτόν ἀπαλλάξωμεν τῆς πλάνης καί τῆς ἀσεβείας καί ἡμέτερον ἐξ ὁλοκλήρου ποιήσωμεν. Ὁ γάρ συνειδώς τῷ τά πονηρά πράττοντί τινι, καί περιστέλλων αὐτόν καί ἀποκρύπτων, πλείονα αὐτῷ παρέχει ραθυμίας ὑπόθεσιν καί μετά μείζονος ἀδείας παρασκευάζει τήν πονηρίαν ἐργάζεσθαι’’. (Ε.Π.Ε. 34, 118)

(Ἀπό τό ‘’Χρυσοστομικό λεξικό’’ τοῦ π. Δανιήλ Ἀεράκη, σελ. 135)

Φώτης Μιχαήλ
Ἰατρός

Η αλήθεια για την Σταύρωση και την Ανάσταση τού Χριστού.

Η e- βιβλιοθήκη

Έως σήμερα έχουν εγερθεί με μεγάλη μανία πολλές αντιρρήσεις, περί της αναστάσεως του Χριστού και έχουν παρουσιαστεί επιχειρήματα για να πείσουν ότι η Ανάσταση τού Χριστού δεν έγινε.

Τα επιχειρήματα τα οποία υψώνονται για να αμφισβητήσουν την Ανάσταση τού Χριστού κατατάσσονται στις τρεις παρακάτω κατηγορίες:

α. Η πρώτη κατηγορία υποστηρίζει ότι ο Χριστός δεν πέθανε επάνω στον Σταυρό και συνεπώς αφού δεν απέθανε και δεν «ανεστήθη».

β. Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων κατά της Αναστάσεως, είναι η αμφισβήτηση για τις εμφανίσεις που ρητά περιγράφουν τα Ευαγγέλια ότι συνέβησαν μετά την ανάσταση τού Χριστού.

γ. Η τρίτη, περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι βρέθηκε κενός ο Τάφος Του.

Το εάν ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό ασφαλώς είναι θέμα που έχει απόλυτη συνάφεια με την επιστήμη της Ιατρικής γιατί αυτή είναι εκείνη η οποία μελετάει τη φύση και τις συνέπειες όλων των σωματικών κακώσεων, ενώ παράλληλα μελετάει τις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 6.289 επιπλέον λέξεις

 ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ

 

 agios-gewrgios-708

            Ο άγιος Γεώργιος, ο Τροπαιοφόρος, είναι ένας από τους πιο γνωστούς αγίους του Χριστιανισμού και από τους περισσότερο τιμώμενους στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γεννήθηκε το 275 στην Καππαδοκία από χριστιανική οικογένεια (πατέρας από την Καππαδοκία και μητέρα από τη Λύδδα της Παλαιστίνης). Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του τον μετέφερε στη Λύδδα, όπου μορφώθηκε και διακρίθηκε για την ευφυΐα και την ευγένειά του. Στρατεύθηκε στα 18 του χρόνια στη Νικομήδεια στο τάγμα των τριβούνων (διοικητών πεζικού) και σύντομα έφθασε σε πολύ ψηλό βαθμό και διάκριση και τελικά πήρε το τίτλο του κόμη, οπότε ως τέτοιος υπηρέτησε ως ιδιαίτερος σύμβουλος του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.

 

Το 305, σε ηλικία 30 ετών αποκαλύφθηκε η ιδιότητά του ως χριστιανού (την οποία επιμελώς απέκρυπτε), οπότε συνελήφθη και παρά τις προσπάθειες του αυτοκράτορα να μεταστραφεί, εκείνος αρνήθηκε, σύμφωνα δε με το σχετικό διάταγμα, αποκεφαλίστηκε (παρά τη μεγάλη λύπη του αυτοκράτορα που έπρεπε να θυσιάσει ένα τέτοιο άξιο αξιωματικό). Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του συνέβησαν θαυμαστά πράγματα τέτοια, που συνέβαλαν στο να γίνει χριστιανή ακόμη και η σύζυγος του αυτοκράτορα, Αλεξάνδρα. Για τη μεταστροφή της αυτή φυλακίστηκε από τον σύζυγό της Διοκλητιανό, με το διάταγμά του δε αποφασίστηκε ο αποκεφαλισμός της, ο οποίος όμως δεν πραγματοποιήθηκε, διότι πέθανε στη φυλακή την ώρα της προσευχής. Η μνήμη της εορτάζεται στις 21 Απριλίου.

 

Ο Γεώργιος ανακηρύχθηκε άγιος και ήδη από τον 4ο αιώνα υπήρχαν ναοί στο όνομά του στην Αίγυπτο, Συρία, Κωνσταντινούπολη, αλλά και στη Δύση. Η ΡΚαθολική «εκκλησία» κατά το 1961 τον διέγραψε από το αγιολόγιό της, με το δικαιολογητικό της έλλειψης αυθεντικών μαρτυριών!!! Τόσο η υμνογραφία, όσο και ο πλούτος των θαυμάτων είναι πάρα πολλά. Αποτελεί τον ελευθερωτή των αιχμαλώτων, υπερασπιστή των πτωχών, ιατρό των ασθενούντων και υπέρμαχο των βασιλέων, η δε μνήμη του στις 23 Απριλίου συνδέθηκε με πλήθος λαογραφικών εθίμων. Εάν η μνήμη της εορτής του προηγηθεί της εορτής του Πάσχα, τότε εορτάζεται την δεύτερη ημέρα του Πάσχα.

 

Η ημέρα της εορτής του αποτελεί για τον αγροτικό και κυρίως για τον ποιμενικό πληθυσμό, το ορόσημο του τέλους του χειμώνα και της έναρξης του θέρους, το οποίο τερματίζεται στην μνήμη ενός άλλου μεγάλου αγίου, του αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου. Την ημέρα της εορτής του αγίου Γεωργίου άρχιζαν οι ποικίλες χρονικές συμβάσεις των αγροτών και ιδιαίτερα αυτές που αφορούσαν τη πρόσληψη βοσκών για τα ποιμνιοστάσια. Η εορτή του είναι μια προέκταση της Πασχαλιάς, γι’ αυτό μοιράζονται κόκκινα αβγά και τελούνται ζωοθυσίες.

 

Η λαϊκή παράδοση έχει δημιουργήσει τη δοξασία της δρακοντοκτονίας του αγίου. Σύμφωνα με αυτή ένας δράκοντας φύλαγε μια νεροπηγή απ’ όπου υδρευόταν μια πόλη και για να αφεθεί το νερό, έπρεπε να ταϊστεί ο δράκοντας με ανθρώπινη τροφή, που κάθε φορά οριζόταν με κλήρωση. Όταν στην κλήρωση έλαχε σαν τροφή η κόρη του βασιλιά, τότε επενέβη έφιππος ο άγιος ο οποίος σκότωσε τον δράκοντα και απελευθέρωσε την κόρη. Ο θρύλος αυτός συνδέεται με παρόμοιο, που υπήρχε στον αρχαίο ελληνικό μύθο της απελευθέρωσης της Ανδρομέδας από τον Περσέα. Επίσης στις 3 Νοεμβρίου, όπου εορτάζεται η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου έχει συνδεθεί η εορτή του, με το άνοιγμα και τη δοκιμή των κρασιών της νέας εσοδείας, γι’ αυτό αναφέρεται τότε, ως ο άγιος Γεώργιος ο Μεθυστής. Σε άλλες περιοχές την ημέρα της εορτής γίνονται αγώνες δρόμου, πάλης και ιπποδρομιών.

 

23.4.17

 

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ 

ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ      

Θεία Κοινωνία (Ο Χριστός κοινωνάει τον Παύλο)

ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ

Τα της συχνότητας της θ. κοινωνίας επεξεργάζονται οι εξής κανόνες της Εκκλησίας: θ΄ Αποστολικός, ξς΄ και ρβ΄ της Πενθέκτης Οικουμενικής, β΄ της Αντιόχειας, γ΄ της Νεοκαισαρείας, οδ΄ Μ. Βασιλείου, γ΄ και ιγ΄ Τιμοθέου Αλεξανδρείας (ΠΗΔΑΛΙΟ):

 

            1/ Για όλους τους πιστούς, που δεν έχουν επιτίμιο από πνευματικό.

 

Η θ. κοινωνία επιβάλλεται σε όλους τους πιστούς (τους μη έχοντες επιτίμιο), τους μετέχοντες στη θ. λειτουργία, οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδας: «Πάντας τους εισιόντας πιστούς, και των Γραφών ακούοντας, μη παραμένοντας δε τη προσευχή, και τη αγία Μεταλήψει, ως αταξίαν εμποιούντας τη Εκκλησία, αφορίζεσθαι χρη» (θ΄ Αποστολικός).

 

Με τον κανόνα αυτόν κανονίζεται, ότι όλοι εκείνοι που μπαίνουν στην Εκκλησία, για να συμμετάσχουν στη θ. λειτουργία, ακούν τις άγιες Γραφές και αποφεύγουν τη θ. μετάληψη (από ευλάβεια ή ταπεινοφροσύνη) πρέπει να αφορίζονται. Σύμφωνα και με τους υπόλοιπους κατωτέρω αναφερόμενους κανόνες, πρέπει να μεταλαμβάνουν συνεχώς και αδιαλείπτως, κάθε φορά που συμμετέχουν στη θ. λατρεία.

 

Ο άγιος Αμβρόσιος λέγει γι’ αυτούς που δεν κοινωνούν καθημερινά: «Ο Θεός έδωσεν εις ημάς τον άρτον τούτον καθημερινώς και ημείς ποιούμεν αυτόν ενιαύσιον». Εξ άλλου η Κυριακή προσευχή, αυτό επισημαίνει: «….. τον άρτον ημών τον επιούσιον, δος ημίν σήμερον…..» (Ματθ. 6. 9-13) και: «….. τον άρτον ημών τον επιούσιον δίδου ημίν το καθ’ ημέραν…..» (Λουκ. 11. 2-4). Το ίδιο απαιτεί και ο Ι. Χρυσόστομος περί της συνεχούς θ. κοινωνίας (λόγος η΄ προς Ρωμαίους, λόγος ιζ΄ και ιη΄ προς Εβραίους, λόγος ε΄ στις Πράξεις, λόγος α΄ προς Τιμόθεον, λόγος γ΄ προς Εφεσίους, λόγος κη΄ προς Α΄ Κορινθίους, λόγος προς Φιλογόνιο και λόγος περί νηστείας). Το αυτό πραγματεύεται και ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του προς την Πατρικίαν Καισαρίαν και στον α΄ λόγο, περί βαπτίσματος. Αλλά και οι ευχές της θ. λειτουργίας σ’ αυτό προτρέπουν. Εξ άλλου και ο ιερέας καλεί στη θ. κοινωνία να προσέλθουν οι πιστοί, που έχουν φόβο Θεού, πίστη στο Χριστό και αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον.

 

Τα αυτά διαλαμβάνει και ο β΄ κανόνας της Συνόδου της Αντιόχειας: «Πάντας τους εισιόντας εις την Εκκλησίαν, και των ιερών Γραφών ακούοντας, μη κοινωνούντας δε ευχής άμα τω λαώ, ή αποστρεφομένους την μετάληψιν της Ευχαριστίας, κατά τινα αταξίαν, τούτους αποβλήτους γίνεσθαι της Εκκλησίας, έως αν εξομολογησάμενοι και δείξαντες καρπούς μετανοίας και παρακαλέσαντες, τυχείν δυνηθώσι συγγνώμης…..». Δηλ. όσοι πιστοί πηγαίνουν στην Εκκλησία, ακούουν τις Γραφές και δεν συμπροσεύχονται ή δεν μεταλαμβάνουν, όχι για καμιά εύλογη αιτία, αλλά από ταπείνωση και ευλάβεια τάχα, αποφεύγοντες αυτήν, αφορίζονται της Εκκλησίας μέχρι να τύχουν συγχώρησης.

 

Επί πλέον, κατά την Διακαινήσιμο εβδομάδα, οι πιστοί θα πρέπει να συμμετέχουν καθημερινά στη θ. λατρεία και να κοινωνούν καθημερινά, επειδή όλη αυτή η εβδομάδα θεωρείται Κυριώνυμος ημέρα: «Από της αγίας αναστασίμου Χριστού του Θεού ημών ημέρας, μέχρι της καινής Κυριακής, την όλην εβδομάδα….. τη των Θείων Γραφών αναγνώσει προσέχοντας, και των αγίων μυστηρίων κατατρυφώντας…..».(ξς΄ Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου).

 

2/ Για τους εγγάμους πιστούς

 

Οι έγγαμοι πιστοί κοινωνούν, όπως και οι υπόλοιποι πιστοί, απέχοντες βέβαια της προς αλλήλους κοινωνίας και αναγκαστικά τα Σάββατα και τις Κυριακές, όπου μεταλαμβάνουν, αλλά ακόμη και στις ημέρες εορτών (ιγ΄ κανόνας Τιμοθέου Αλεξανδρείας).

 

3/ Για τους δαιμονιζομένους

 

            Ο δαιμονιζόμενος δύναται να κοινωνεί κάθε Κυριακή, όχι βέβαια τις καθημερινές, αρκεί να μην βλασφημεί τα άγια μυστήρια (γ΄ κανόνας Τιμοθέου Αλεξανδρείας). Η θ. κοινωνία δίδεται στους δαιμονιζομένους, για καθαρισμό της ψυχής και του σώματος και εις κατάφλεξη του πονηρού πνεύματος, του εγκαθημένου εις τα μέλη του σώματος του ανθρώπου. Όταν εμποδίζουμε την κοινωνία από τους δαιμονιζομένους, δίδομεν άδεια εις τον δαίμονα συχνότερα και βαθύτερα να τους ενεργεί, ως στερουμένους της εκ της θ. Κοινωνίας διδομένης βοηθείας του Θεού (άγιος Κασσιανός).

 

            4/ Για τους τριγάμους

 

Για τους τριγάμους, η θ. κοινωνία επιτρέπεται μόνον τρεις φορές το χρόνο, την Ανάσταση, τα Χριστούγεννα και την Κοίμηση της Θεοτόκου, αν είναι 30 ετών δίγαμοι και χωρίς παιδιά και τελέσουν τρίτο γάμο. Όταν είναι 40 ετών δίγαμοι, χωρίς παιδιά και τελέσουν τρίτο γάμο, τότε να κοινωνούν μια φορά το χρόνο, την Ανάσταση. Ο πάνω από 45 ετών δίγαμος και χωρίς παιδιά απαγορεύεται να τελέσει τρίτο γάμο (γ΄ κανόνας Συνόδου Νεοκαισαρείας).

 

5/ Για τους έχοντες επιτίμιο από πνευματικό

 

Οι κανόνες δίνουν στους πνευματικούς την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν με τα διάφορα επιτίμια, ανάλογα με τον αν υπάρχουν θανάσιμα ή συγγνωστά αμαρτήματα, την διάθεση του αμαρτωλού προς μετάνοια, την μεγαλοψυχία ή μικροψυχία αυτού, πάντοτε προσέχοντας να μην απολεσθεί ο πιστός, λαμβάνοντας υπόψη τη διάθεση και την κλίση του αμαρτωλού. Ο πνευματικός επιμετρά το έλεος και προσέχει να μην κάνει χειρότερη την πληγή, αλλά να σκοπεύει στην ιατρεία του αμαρτωλού, μη ρίπτοντας σ’ αυτόν βαρειά επιτίμια (ρβ΄ κανόνας Πενθέκτης Οικουμενικής, οδ΄ κανόνας Μ. Βασιλείου).

 

Όλοι οι κανόνες αναφέρουν επιτίμια ανάλογα με την βαρύτητα του αμαρτήματος, τα δε επιτίμια είναι διάφορα, όπως προσευχή, γονυκλισία, παραμονή με τους προσκλαίοντας, απαγόρευση τη θ. κοινωνίας κ.ά. Βέβαια, πουθενά δεν αναφέρεται απαγόρευση της θ. κοινωνίας, χωρίς να υπάρχει σχετικό επιτίμιο.

 

20.4.17

 

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ