ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ-Θεραπεία των δύο τυφλών (Πρεσβυτέρου Αθανασίου Μηνά))

Η e- βιβλιοθήκη

Πίστις, Χριστός Μεσσίας, ἀγαθή προαίρεσις, ὁμολογία τυφλῶν, ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ « Υἱέ Δαβίδ ἐλέησον ἡμᾶς».

Τό θαῦμα τελεῖται, ἡ ἴασις γίνεται, ἡ θεραπεία πραγματοποιεῖται. Οἱ δύο πρώην τυφλοί, ἀπέκτησαν τώρα τό φῶς τους. Ἔγνωσαν ἐμπειρικά τόν ἀνεξερεύνητο πλοῦτο τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, ἐγεύθηκαν δέ, ὅτι χρηστός ὁ Κύριος. Ἀποκαλύπτεται ἔτσι στόν κόσμο ἀνά τούς αἰῶνες, ὅτι πίστις εἶναι νά ἐμπιστεύεται κανείς κατά πάντα καί διά πάντα, ὑπακούοντας στόν Ἰησοῦν, ἄν χρειαστεῖ καί ἀς πεθάνει γιά χάρη τῶν ἐντολῶν Του, πιστεύοντας ὅτι ἡ θυσία αὐτή θά τοῦ γίνει πρόξενος ζωῆς αἰωνίου καί θεώρηση τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου. Διότι ἡ πίστις καί ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Χριστόν, τόν ἀληθινόν Θεόν, γεννᾶ τήν ἐπιθυμία τῶν καλῶν καί τῶν ὡραίων, ἀλλά καί τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν φοβερή ἄγνοια, πού καταντᾶ τό ἄτομο ἄ-λογο καί ἀ-νόητο.

Σήμερα, σεβαστή γερόντισσα, στήν ἴαση τῶν δύο ἀσθενῶν τυφλῶν διακρίνουμε τήν θέα…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 362 επιπλέον λέξεις

Ο Τούρκος αξιωματικός του Ναυτικού

«Οι κρυπτοχριστιανοί στη σύγχρονη Τουρκία»

Ο Τούρκος αξιωματικός του Ναυτικού

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

            Α΄ Μέρος

            Από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τον π. Κύριλλο φύγαμε λίγο μετά το ξημέρωμα, με το πούλμαν, για τη Σμύρνη. Πολύωρο και σχετικά δύσκολο ταξίδι, αλλά όμορφο, μέσα από περιοχές, που ευωδιάζουν πάντα το άρωμα των Ελλήνων και του πολιτισμού τους. Το πούλμαν μας άφησε κοντά στην παραλία, στο περίφημο (λέξη από τα γαλλικά) «Και» της «άπιστης» για τους τούρκους, ελληνικής Σμύρνης.

            Στην παραλία ήταν λίγος ο κόσμος.

–        Ας σταθούμε λίγο όρθιοι εδώ, κοιτάζοντας τη θάλασσα και το Κορδελιό, μου είπε ο π. Κύριλλος. Ας προσευχηθούμε για όσους σφαγιάσθηκαν σε αυτήν παραλία από τους Τούρκους, με πρώτο τον Άγιο Μάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης.

–        Έχω αναμνήσεις από αυτήν την παραλία, του απάντησα. Εδώ κινδύνευσε και η μητέρα μου, μικρό παιδί τότε, να την σφάξουν οι τσέτες. Ορφανή από τον άγιο ιερέα πατέρα της, βρέθηκε στη Σμύρνη μακριά από τη μητέρα της, που αγνοούσε πού βρισκόταν, με την πρώτη εξαδέλφη της, την Ευαγγελία. Μαζί διώχθηκαν από την Πάρσα και χαθήκαν στο μακελειό στην παραλία, που τώρα βρισκόμαστε.  Είναι δύσκολο να νιώσουμε το συναίσθημα των Ελλήνων, που περίμεναν ή τον θάνατο ή τη σωτηρία με κάποιο καράβι…

Κλονίστηκα εκείνη την ώρα. Έσπασε η φωνή μου, μου ήρθε ένας λυγμός που με δυσκόλεψε στην αναπνοή και μου ήταν δύσκολο να συνεχίσω. Το κατάλαβε ο π. Κύριλλος και μου είπε:

–        Σταμάτα, αν δεν μπορείς να συνεχίσεις.

–        Όχι πάτερ, θα σου τα πω όσα μου είχε πει η μητέρα μου, στη μνήμη της και στη μνήμη όλων των Μικρασιατών, θυμάτων της Γενοκτονίας. Πήρα μιαν βαθιά ανάσα και συνέχισα:

–        Η μητέρα μου, ένα κορίτσι 15 ετών, αδύναμο, γλυκό, κοντούλικο, βρώμικο, με το πρόσωπο μαυρισμένο από την καπνιά, που της είχε βάλει η ξαδέλφη της μην την δουν οι Τούρκοι και την αρπάξουν, σπάραζε στο κλάμα. Φώναζε «μάνα μου, μάνα μου, πού είσαι μάνα μου» και «Ευαγγελία, που είσαι», με φωνή που νόμιζες πως θα βγουν τα σωθικά της. Μόνη της γύριζε σα ζαλισμένη πεταλούδα, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό. Έτσι που ήταν ένα στιβαρό μεγάλο χέρι  της άρπαξε το δικό της χεράκι κοντά στον ώμο, την πήγε στην άκρη της παραλίας και την πέταξε προς τη θάλασσα. Η μάννα μου αιωρήθηκε στο κενό έως ότου έπεσε στα χέρια ενός άλλου χειροδύναμου ψηλού άντρα που ήταν σε μια βάρκα. Αργότερα κατάλαβε ότι ήσαν δύο ναύτες του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού. Από την τρομάρα της σταμάτησε να φωνάζει. Η βάρκα ανοίχτηκε στον κόλπο και πήγε στο πλοίο. Χωρίς να κοιτάζει πίσω της ανέβηκε τη σκάλα και φθάνοντας επάνω άλλος ναύτης την άρπαξε, τη σήκωσε στα χέρια του και την πέταξε στο κενό, στο αμπάρι του πλοίου, όπου την έπιασε άλλος ναύτης και την απίθωσε σε μια γωνιά. Καθώς είχε κλειστοφοβία προσπαθούσε να δει λίγο ουρανό…Με το βλέμμα της άρχισε να γυρεύει την ξαδέλφη της, καθώς δεν είχε πια φωνή από τα όσα πέρασε. Πίστευε πως θα ήταν στο ίδιο αμπάρι, αλλά τόσος κόσμος που ήταν, δεν ήταν εύκολο να την βρει…Ευτυχώς το πλοίο τους κατέβασε στη Μυτιλήνη , για να γυρίσει γρήγορα να παραλάβει και άλλους Έλληνες. Όταν βγήκε είδε τον ουρανό, αισθάνθηκε πιο ήρεμη, πιο ασφαλής  και έκανε τον Σταυρό της, ευχαριστώντας τον Θεό και με τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Αισθανόταν μόνη, σαν καλαμιά στον κάμπο. Ο Θεός ήταν συντροφιά της και την βοήθησε να βρει την εξαδέλφη της, που ήταν στο ίδιο πλοίο. Αγκαλιάστηκαν και έμειναν αχώριστες, μέχρι την Κρήτη που κατέληξαν και στην Αθήνα που εγκαταστάθηκαν, όπου η μητέρα μου βρήκε και τη μητέρα της…

–        Συγκινητική ιστορία, σχολίασε ο π. Κύριλλος, παρόμοια με αυτές του Πόντου.

–        Παρόμοιες είναι οι ιστορίες για όλους τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του απάντησα…

    Αρχίσαμε να περπατάμε χωρίς να μιλάμε στην παραλία, με το μυαλό μας στον χαμένο Ελληνισμό. Το «Και» το αισθανόμασταν σα να ακούγονταν ακόμα οι απεγνωσμένες κραυγές των Ελλήνων, σα να υπήρχε στα κράσπεδα των πεζοδρομίων ακόμη αίμα ελληνικό, σα να ακούγαμε σε απόηχο τις συζητήσεις των Σμυρνιών…

  Έτσι απορροφημένοι που ήμασταν κάποια στιγμή κατάλαβα ότι κάποιος ήταν πίσω μας και μας ακολουθούσε. Γύρισα με τρόπο και κοίταξα. Ήταν εν στολή ένας αξιωματικός του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού. Συνεχίσαμε τον περίπατό μας και πάντα πίσω μας ο αξιωματικός.

–        Λες πάτερ να έχουμε τα ίδια του Πόντου; ρώτησα τον π. Κύριλλο.

–        Αμέσως θα το διαπιστώσουμε, μου είπε και περάσαμε απέναντι. Ο Τούρκος αξιωματικός μας ακολούθησε. Όταν φτάσαμε σε μια γωνιά πήραμε έναν δρόμο προς τα ενδότερα της παραλίας. Ο Τούρκος αξιωματικός πάντα λίγα βήματα πίσω μας. Τότε ο π. Κύριλλος απότομα σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος του και τούπε με τα λίγα αγγλικά του:

–        Θέλετε κάτι από εμάς κύριε;

–        Καλά το καταλάβατε, του απάντησε. Θέλω να μιλήσουμε.

–        Πείτε μας, σας ακούμε, του είπε ψυχρά ο π. Κύριλλος.

–        Όχι εδώ, κάπου κοντά να γευματίσουμε κιόλας μαζί, αν θέλετε.

Με κοίταξε ο π. Κύριλλος και μου λέει στα ελληνικά μπροστά του, λές και δεν ήξερα αγγλικά και δεν είχα καταλάβει τι του είπε:

–        Ο κύριος από εδώ, που μας είναι ένας άγνωστος Τούρκος με στολή τούρκου αξιωματικού, μας ζητάει να πάμε μαζί του σε κοντινό εστιατόριο και εκεί θέλει να μας μιλήσει. Τί λες;

Πριν απαντήσω κοίταξα το τούρκο αξιωματικό. Μου φάνηκε  έντιμος άνθρωπος και είχε ένα παρακλητικό ύφος…

–        Πάτερ, του λέω, προτείνω να του δείξουμε εμπιστοσύνη…

Ο π. Κύριλλος συμφώνησε μαζί μου.

–        ΟΚ, είπε στον Τούρκο, θα έρθουμε. Σας ακολουθούμε εμείς τώρα.

Β΄ Μέρος

Ο Τούρκος αξιωματικός προχώρησε σε έναν κάθετο δρόμο στην προκυμαία της Σμύρνης. Πήγαινε μπροστά από εμάς κάπου δέκα μέτρα. Φτάσαμε σε ένα πολύ αξιοπρεπές εστιατόριο όχι μακριά από την προκυμαία. Ο Τούρκος αξιωματικός μίλησε με το γκαρσόνι που ήταν στην υποδοχή και αυτό μας οδήγησε σε μια χωριστή πολυτελή μικρή αίθουσα.

–        Είναι αίθουσα που γίνονται συσκέψεις και γεύματα, συνήθως από επιχειρηματίες, που θέλουν να είναι μακριά από τους περίεργους και να μην ακούγονται οι συζητήσεις τους, μας είπε.

Αφού παραγγείλαμε ο Τούρκος αξιωματικός μας συστήθηκε:

–        Ονομάζομαι Ουργκούν …., είμαι αξιωματικός του τουρκικού πολεμικού ναυτικού και υπηρετώ στο ΝΑΤΟ και στο  κλιμάκιο της Σμύρνης.

 Συστηθήκαμε και εμείς. Ο π. Κύριλλος του είπε ότι κατάγεται από τον Πόντο και εγώ από την κοντινή στη Σμύρνη Μαγνησία, την υπό το Σίπυλο όρος. Συμπληρώσαμε ότι έχουμε αναμνήσεις από τα μέρη καταγωγής μας, χωρίς να θίξουμε την γενοκτονία, που έζησαν οι δικοί μας.

Ο Ουργκούν μας άκουσε ψύχραιμος, χωρίς να υπάρξει κάποια σύσπαση στο πρόσωπό του, σα να του είχαμε μιλήσει για τον καιρό της Σμύρνης εκείνη την ημέρα… Όμως αμέσως μετά ρώτησε τον π. Κύριλλο:

–        Είσθε παπάς;

–        Ναι του απάντησε.

Εκείνη την ώρα φέραν τα πολυτελή πιάτα με τα όσα είχαμε παραγγείλει. Όταν έφυγαν τα γκαρσόνια ο Ουργκούν κοίταξε τον π. Κύριλλο στα μάτια και του είπε:

–        Πάτερ αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι η γιαγιά μου ήταν Σμυρνιά και Ρωμιά. Ξέμεινε εδώ χωρίς τη θέλησή της, παντρεύτηκε με Τούρκο, έγινε μουσουλμάνα. Μουσουλμάνα λέω, αλλά αποδείχθηκε στο τέλος της ζωής της ότι ήταν στο φέρσιμό της τουρκάλα και μουσουλμάνα, στην ψυχή της ήταν πάντα Ρωμιά και Χριστιανή Ορθόδοξη. 

Δεν τον ρωτήσαμε πολλά, που μπορεί και να μην τάξερε κιόλας. Δεν τον ρωτήσαμε πώς «ξέμεινε» στη Σμύρνη η γιαγιά του και πώς παντρεύτηκε τον Τούρκο παππού του…Μόνο εγώ τον ρώτησα.

–        Πότε πέθανε η γιαγιά σου και πότε έμαθες το μυστικό της;

–        Πέθανε πριν από οκτώ χρόνια. Λίγο πριν ξεψυχήσει, με φώναξε κοντά της. Μου παραμένει μυστήριο γιατί φώναξε εμένα. Τώρα έχω μιαν ιδέα, ότι ίσως να με αγαπούσε ιδιαίτερα από τα άλλα της εγγόνια, γιατί μπορεί να της έφερνα στη μνήμη τον Ρωμιό πατέρα της… Και συνέχισε:

–        Με τη σιγανή φωνή εκείνου που είναι κοντά στον θάνατο, που δεν περιμένει τίποτε πλέον από τη ζωή και είναι απελευθερωμένος, αλλά και που είναι καλά στο μυαλό  του, μου είπε: Ουργκούν τώρα που φεύγω θέλω να ξέρεις ότι είμαι Χριστιανή. Πάντα ήμουν χριστιανή. Ο μακαρίτης ο παππούς σου ήταν στρατιώτης και με βίασε. Εγώ από ντροπή έμεινα στη Σμύρνη. Με βρήκε και με παντρεύτηκε. Γίναμε καλό ζευγάρι. Υποτάχτηκα στη μοίρα μου. Κάναμε, όπως ξέρεις περιουσία, παιδιά, εγγόνια… Δεν έδειξα ποτέ ποια στην αλήθεια ήμουν. Και δεν με ρώτησε ποτέ κανείς. Αλλά μέσα μου είχα μια κρυφή αγιάτρευτη πληγή. Όταν άκουγα για Ελλάδα η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά. Έχασα γονείς, αδέλφια, άλλους συγγενείς. Για κείνους είμαι από το 1922 χαμένη και πεθαμένη… Έτσι θέλω να πιστεύω ότι πιστεύουν… Σε λίγες ημέρες θα με θάψετε σα μουσουλμάνα, αλλά  μια χάρη μεγάλη σου ζητάω πριν φύγω. Να βρεις έναν Ρωμιό παπά και να του δώσεις το όνομά μου, αυτό που με βάφτισαν και ήταν Ειρήνη, να το μνημονεύει. Να με μνημονεύει και να ζητάει από τον Θεό να συγχωρέσει την Ειρήνη την Ρωμιά, την αμαρτωλή.

Και γυρίζοντας προς τον π. Κύριλλο του είπε με σπασμένη τη φωνή και με ύφος παρακλητικό:

–        Γι’ αυτό παπά σας ακολούθησα, όταν τυχαία σας συνάντησα στην παραλία. Στην αρχή δίστασα να σας μιλήσω, αλλά μετά σκέφθηκα ότι ήσασταν μια ευκαιρία για μένα να πραγματοποιήσω την τελευταία επιθυμία της γιαγιάς μου.   

Είχαμε συγκινηθεί από την ιστορία του Ουργκούν και της γιαγιάς του. Γιατί και ο Ουργκούν, ένας τούρκος αξιωματικός, έδειξε θάρρος να μας μιλήσει.

–        Ο παππούς μου φυσικά ήξερε την καταγωγή της γιαγιάς μου, ίσως να την ήξερε και η μητέρα μου, αλλά ποτέ δεν εκδηλώθηκαν. Δεν ήταν και ο πιο καλός τρόπος του παππού μου να την παντρευτεί. Η μητέρα μου πιστεύω ότι ήξερε την καταγωγή της μητέρας της και πως χωρίς να μας έχει πει κάτι πιστεύω πως είναι κρυπτοχριστιανή.

–        Πες μου το όνομα και της μητέρας σου να μνημονεύω.

–        Δεν ξέρω αν έχει χριστιανικό όνομα. Το τούρκικο είναι Φατμέ.

–        Θα μνημονεύω λοιπόν υπέρ αναπαύσεως την Ειρήνη και υπέρ υγείας την Φατμέ.

–        Σας ευχαριστώ παπά. Να σ΄ έχει καλά ο Θεός.

Ο π. Κύριλλος θέλησε να μάθει περισσότερα για τον ίδιο τον Ουργκούν.

–        Ουργκούν, έχεις οικογένεια;

–        Έχω σύζυγό και τρία παιδιά.

–        Η γυναίκα σου δεν θα ξέρει κάτι από τα όσα μας είπες…

–        Όχι, τίποτε απολύτως.

–        Εσύ πώς αισθάνεσαι μετά την αποκάλυψη της γιαγιάς σου.

–        Ώρες – ώρες πολύ άσχημα. Έχω εφιάλτες. Μέσα στον ύπνο μου πετάγομαι από το κρεβάτι για να πιστέψω ότι δεν είναι αλήθεια ότι κλήθηκα να πολεμήσω εναντίον των συγγενών της γιαγιάς μου. Εύχομαι να έχουμε πάντοτε ειρήνη Τούρκοι και Έλληνες. Πρέπει να σας πω ότι στο ΝΑΤΟ συνεργάζομαι με Έλληνες αξιωματικούς, που έχουν ήθος και αισθάνομαι άνετα μαζί τους…

Είχε προχωρήσει η ώρα. Σουρούπωνε. Στο υπόλοιπο της συζήτησης συζητήσαμε ουδέτερα θέματα, όπως για τα αξιοθέατα της Σμύρνης… Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Χαιρετηθήκαμε θερμά, αλλά δεν ανταλλάξαμε διευθύνσεις, ούτε τηλέφωνα. Ήταν σα μια συνάντηση που δεν έγινε… Μόνο τα ονόματα «Ειρήνη» και «Φατμέ» σημείωσε ο π. Κύριλλος, για να τα μνημονεύει όσο θα ζει.-

……………………………………………………..           

στις 6:52 μ.μ. 

Ετικέτες ΤΟΥΡΚΙΑ

«Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΕΘΝΟΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ»

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Ὁ «Ἐπίσκοπος» Ἀντανίας κ. Παρθένιος ἐλειτούργησεν εἰς τὸν Ἱ. Ν. Παναγούδας τῆς Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης (17.7.2022) μὲ εὐλογίαν τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου ἄνευ ἀδείας τῆς Ἱεραρχίας, ἐνῶ ἡ «Ἐκκλησία» τῶν Σκοπίων ἐξακολουθῆ νὰ ὀνομάζεται «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ»!

Ὁ Σεβ. Περιστερίου πρὶν γίνη Ἐπίσκοπος διετύπωνε μεγάλας ἀληθείας, καταγγέλλων τοὺς σχισματικούς:

«Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΕΘΝΟΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ»

«Ὅπως ἐμεῖς λέμε «Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος», ἐκεῖνος ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ θὰ ἀποκαλῆται «Ἀρχιεπίσκοπος Σκοπίων καὶ πάσης Μακεδονίας» ἤ, ἀκόμη χειρότερα… «Ἀρχιεπίσκοπος Σκοπίων καὶ πασῶν τῶν Μακεδονιῶν», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦν καὶ σήμερα “ΑΧΡΙΔΩΝ”»!

Ἀποσπασματικὰ θὰ παραθέσωμεν ὅσα ἔγραφεν ὡς Ἀρχιμανδρίτης ὁ Σεβ. Περιστερίου Γρηγόριος (Παπαθωμᾶς) εἰς βιβλιοκρισίαν διὰ τὸ πόνημα τοῦ Γεωργίου Τσούπρα «Ἐκκλησία καὶ Ἐθνογένεση. Ἡ «Μακεδονικὴ» Ὀρθόδοξη Ἐκ­κλησία στὴν ὑπηρεσία τῶν Σκοπίων» (ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τ. 89, Ἀθήνα 2018). Προφανῶς σήμερα, μετὰ τὴν ἐπισκοποποίησίν του καὶ τὰ ὅσα ἀνήκουστα ὑπεστήριξεν εἰς τὸ «Οὐκρανικὸν» θὰ ἔχη πιθανῶς ἀναθεωρήσει τὰς ἀπόψεις του… Ἴσως ὑποστηρίξη ὅτι ἐλύθη τὸ ζήτημα, ἐπειδὴ τὸ…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.278 επιπλέον λέξεις

«Καί ἰδού, προσέφερον αὐτῷ παραλυτικόν ἐπί κλίνης βεβλημένον»

Η e- βιβλιοθήκη

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

Ἡ παράλυσις αὐτή, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας εἶναι προτύπωσις τῆς αἰωνίου παραλύσεως τῶν ἀμετανοήτων ἀνθρώπων, ὅταν θά φανεῖ τό σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, ὁ Τίμιος Σταυρός· ὄψονται εἰς ὅν ἐξεκέντησαν»(βλέπε τήν ἀντίδραση τῶν Ἰουδαίων, στό Εὐαγγέλιο σήμερα).

Ἐντούτοις, ἦλθεν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμον, μέ ἀκακία καί σπλάχνα οἰκτιρμῶν καί φιλανθρωπίας νά μᾶς πεῖ ὅτι μᾶς ἀγαπάει εἰς τέλος καί δέν θέλει κανενός τήν ἀπώλεια.Μέ θεϊκή τρυφερότητα καί πατρική ἀγάπη μᾶς άποκαλεῖ παιδιά Του. Ἐπιθυμεῖ τό πλάσμα Του νά προβληματιστεῖ, ἀπό τήν ἀνεξικακία, (οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδέ εἰς τόν αἰῶνα μηνιεῖ), ὥστε ἐφ’ὅσον ἀνανήψει διά τῆς μετανοίας, νά σηκωθεῖ καί νά ξετινάξει τήν τυραννία τῆς ἁμαρτίας, πού παραλύει τήν ψυχή καί τό σῶμα. Μέ γνώμονα τή γνώση καί τή σοφία τοῦ λόγου, ὅπου εἶναι οἱ δύο φυσικές ἀρετές πού παραστέκονται στήν φρόνηση, ἀποσπᾶται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν φοβερή ἄγνοια, ἡ ὁποία τόν κάνει ἄλογον, ἄφρονα…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 861 επιπλέον λέξεις

Ρετρό 3: Ο κομμουνισμός (ο κορωνοϊός) και το παιδομάζωμα

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Κωνσταντίνος Βαθιώτης

Μυριβήλης: Από το 1948 στο 2022

Τοκαλοκαίρι του 1948, από τον εξώστη του ξενοδοχείου«Ακταίον»στην πλατεία Βασιλέως Γεωργίου της Καλαμάτας, οΣτρατής Μυριβήληςέδωσε από μικροφώνου μια διάλεξη για τον Κομμουνισμό και το παιδομάζωμα με θέμα: «Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα».

Η διάλεξη εκείνη τυπώθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Λαϊκής Βιβλιοθήκης της Καλαμάτας και σήμερα κυκλοφορεί σε ακριβή ψηφιακή επανατύπωση από τις εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις. Ήδη στις εισαγωγικές σκέψεις του ποιητή καταγράφεται μια μεγάλη αλήθεια:

«Κάθε φορά που μια μεγάλη χαρά ή μια θλίψη έρχεται να συνταράξη ώς τις Εθνικές του ρίζες ένα λαό, τα άτομα που τον αποτελούν αισθάνονται τη βιολογική ανάγκη να συμπλησιαστούν και να συνειδητοποιήσουν όσο περισσότερο μπορούν την ομαδική τους αλληλεγγύη. Το ίδιο γίνεται όταν ένας μεγάλος κίνδυνος σταθεί πάνω από το Εθνικό σύνολο.Τότε κάθε άτομο υπακούει σε μια μυστική, κεντρομόλο δύναμη, που το σπρώχνει να συσπειρωθή γύρω στην…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.640 επιπλέον λέξεις

ΤΙ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ

Η e- βιβλιοθήκη

π. Δημητρίου Μπόκου

Από τους καλλιτέχνες που έγιναν πολύ της μόδας στην εποχή μας, είναι και ο παλιός (1789-1854) Βρεττανός ζωγράφος Τζον Μάρτιν. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η ιδιαίτερη ενασχόληση στους πίνακές του με το θέμα του τέλους του κόσμου. Αναδείχθηκε «ο μάστορας του οράματος της Αποκάλυψης», μοναδικός σπεσιαλίστας του θέματος.

«Ανάμεσα στο 1812, όταν ξεκίνησε να φαντάζεται αυτό το τέλος, και τον θάνατό του, το 1854, υπήρξε ο καλύτερος αφηγητής της τελευταίας στιγμής της ανθρωπότητας. Πριν από αυτόν πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν να το φανταστούν. Ο Μιχαήλ Άγγελος, ας πούμε, στην Καπέλα Σιξτίνα. Όμως ο Τζον Μάρτιν υπήρξε μοναδικός και μάλιστα, ξεπερνώντας όλους όσοι έχουν ασχοληθεί με κόμικς ή ταινίες με θέμα την Αποκάλυψη, σήμερα φιγουράρει σε κάθε βρεττανικό σπίτι που μπορεί να αντέξει οικονομικά έναν πίνακά του…

Παιδί καλβινιστών γονέων, ο Μάρτιν άκουγε από τη μάνα του, ότι θα τσουρουφλιστεί στην κόλαση, αν δεν ζούσε χριστιανικά. Κι εκείνος με…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 498 επιπλέον λέξεις

ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ 630 ΠΑΤΕΡΩΝ Δ’ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ

Η e- βιβλιοθήκη

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

«Πᾶσα φυτεία ἥν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ Πατήρ μου ἐκριζωθήσεται». «Πᾶς ὅς οὐκ ὁμολογεῖ τόν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Ἀντιχρίστου ἐστί». Οἱ ἐξακόσιοι τριάντα θεοφόροι πατέρες μας τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, αὐτήν τήν ἀλήθεια διετράνωσαν τῆ ἐπικουρία τῆς Ἁγίας Παρθένου καί μάρτυρος καί πανευφήμου Εὐφημίας. Ὁ ἄσαρκος Θεός Λόγος, προσλαμβάνει τήν ἀνθρωπίνην ἔννουν φύσιν, δηλαδή μέ ψυχή ξέχωρη τῆς θεότητας, ἀπό τά παρθενικά, ἄχραντα αἵματα τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Αειπαρθένου Μαρίας.

Τουτέστιν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐνυποστασιάσθη στό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἅμα τῇ συλλήψει ἑνώθηκε μέ τήν θείαν φύσιν καί άπό τήν στιγμήν τῆς συλλήψεως τοῦ Λόγου, οἱ δύο φύσεις οὐδέποτε ἐχωρίσθησαν, οὔτε χωρίζονται στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἔγινεν αὐτό τό μυστήριον κατά ἄκραν οἰκονομίαν, μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν ὑποστατικήν παρουσίαν στήν παρθενική γαστέρα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου.

Ἐκένωσεν ἑαυτόν ὁ Θεός Λόγος…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 776 επιπλέον λέξεις

Ανυπόστατα τα περί ‘’κοινών αξιών’’ με το Ισλάμ

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

_________________________

Οι διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς και η πρέπουσα αγάπη προς κάθε άνθρωπο, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως αφορμή διαθρησκειακών ατοπημάτων στις συναντήσεις που πραγματοποιούνται με μωαμεθανούς. Η αγωνιώδης αναζήτηση ‘’κοινών αξιών’’, καταλήγει συνήθως σε συγκρητιστικά ατοπήματα και όχι σε ουσιαστικό διάλογο.

Πολλές φορές καταντούν να ομιλούν οι στηρίζοντες τέτοιας μορφής ‘’διαλόγους’’, με κοινωνιολογισμούς περί δήθεν‘’ετεροφοβίας’’και ότι αυτό γίνεται στα πλαίσια ‘’να γνωρίσουν δήθεν τον άλλο’’. Για ποια συνάντηση και γνωριμία με τον άλλο ομιλούν; Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει για την αντιτριαδική αυτή πλάνη, μέσα από το πλήθος αιρέσεων που περιμάζεψε ο Μωάμεθ. Για ποια ‘’ετεροφοβία’’ λοιπόν ομιλούν; Το πράττουν για να γνωρίσουν δήθεν τον άλλο, του οποίου την πλάνη γνωρίζουν; Τα περί δήθεν προκατάληψης μπροστά στο άγνωστο που προβάλλουν δεν υφίστανται.

Στα πλαίσια της επιχειρηματολογίας που χρησιμοποιούν, παραπέμπουν σε προηγούμενους διαλόγους Χριστιανών με μωαμεθανούς. Όσες φορές όμως έγινε διάλογος Χριστιανού με μωαμεθανό, κατέληξε σε ομολογητική…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 284 επιπλέον λέξεις

Γέροντας Μουσταφά, ο κατά Χριστό σαλός

 «Οι κρυπτοχριστιανοί στη σύγχρονη Τουρκία»

Γέροντας Μουσταφά, ο κατά Χριστό σαλός

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

            Ημέρα επίσκεψης στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Βαζελώνος. Η προηγούμενη ημέρα ήταν κουραστική και γεμάτη συγκινήσεις, ιδιαίτερα για τον π. Κύριλλο. Πίστευα ότι θα αργούσε στο πρωινό. Αλλά τον βρήκα να με περιμένει.

Πάτερ μου, πάντα πρωινός βλέπω.

Έτσι είμαι μαθημένος, μου απάντησε.

Επομένως θα έκαμες και τον Όρθρο…

Φυσικά, πήρα τις ψυχικές μου ανάσες, μου είπε χαμογελώντας.

Οι «γκρίζοι λύκοι» ήσαν και αυτοί στην ώρα τους… Όταν τους είδα πρωί – πρωί να μας παίρνουν πάλι φωτογραφίες και να μας βιντεοσκοπούν νευρίασα. Πήγα να σηκωθώ και να πάω να τους πω να σταματήσουν αυτόν τον πόλεμο νεύρων που μας κάνουν.

Με συγκράτησε ο π. Κύριλλος.

Κάτσε κάτω, μου είπε. Αυτό θέλουν, να μας εκνευρίσουν, να πάμε να τους μιλήσουμε, να προκαλέσουν επεισόδιο, να μας τρέχουν στην αστυνομία, να μας ταλαιπωρήσουν. Δεν θα τους κάνουμε το χατήρι. Εμείς ατάραχοι. Αυτοί τη δουλειά τους κι εμείς τη δική μας…

Στην ώρα του είχε έρθει και ο Ιμπραήμ και ξεκινήσαμε. Στη διαδρομή ο π. Κύριλλος μου είπε δυο λόγια για τη Μονή Βαζελώνος:

Από την Τραπεζούντα είναι λίγο πιο μακριά από τις δυο άλλες Μονές Σουμελά και Περιστερεώτα και δυτικά αυτών και της Τραπεζούντας. Η περιοχή ονομάζεται Ζαβουλών ή Βαζελών και η Μονή αυτή είναι η αρχαιότερη του Πόντου. Η φήμη της ανέβηκε στα ύψη κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Σήμερα και αυτή είναι ένας σωρός ερειπίων. Τα τελευταία του λόγια συμπλήρωσαν δάκρυα συγκίνησης, που έκαμαν τα μάτια του να λαμπιρίζουν….

Αδελφέ μου συχώρα με, μου είπε, αλλά το μυαλό μου πέταξε πάλι για το  τι είχαμε και τι χάσαμε και σε ποιών τα χέρια έμειναν… 

Από εκείνη την ώρα επικράτησε σιωπή στο αυτοκίνητο. Η αναπόληση της αίγλης που γνώρισαν ο Πόντος και τα Μοναστήρια του και η εφιαλτική σκέψη της καταστροφής τους κυριάρχησαν μέσα μας μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.

            Το αυτοκίνητο άφησε τη δημοσιά και άρχισε την ανάβαση προς την Μονή. Ήταν ένας φαρδύς δρόμος με χώμα, έτοιμος να ασφαλτοστρωθεί, Ένας στρατιώτης με κόκκινο περιβραχιόνιο, νεαρό παλληκάρι, σταμάτησε το αυτοκίνητο μας. Ρώτησε στα τούρκικα τον Ιμπραήμ, ποιοι είμαστε και πού πάμε, του είπε και του απάντησε ότι για λόγους ασφαλείας μας, το αυτοκίνητο πρέπει να σταματήσει σε εκείνο το σημείο… Του είπε ο Ιμπραήμ ότι ο δρόμος είναι βατός και ασφαλής για αρκετά χιλιόμετρα ακόμη, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.

            Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με τα πόδια. Ο Ιμπραήμ έμεινε στο αυτοκίνητο. Το ψιλόβροχο με το κρύο και το βοριαδάκι περόνιαζαν το σώμα μας και έπρεπε να ανηφορίσουμε για περίπου μιάμιση ώρα. Όμως ήμασταν αποφασισμένοι κανένα εμπόδιο να μην αποτρέψει το προσκύνημά μας. Βαδίζαμε πάνω στον αμαξιτό δρόμο. Σε λίγο μας προσπέρασε ένα στρατιωτικό καμιόνι. Ήταν γεμάτο στρατιώτες. Μας προσπέρασε και το αυτοκίνητο με τους «γκρίζους λύκους». Ένας από αυτούς είχε βγάλει το μισό του υπέρογκο σώμα έξω από το παράθυρο και μας βιντεοσκοπούσε.            Εκεί που τέλειωνε ο δρόμος και άρχιζε το απότομο μονοπάτι ο στρατιωτικό καμιόνι ήταν σταματημένο και άδειο. Και οι γκρίζοι λύκοι είχαν ξεμείνει. Τους προσπεράσαμε σε κοντινή απόσταση.

Μην τους κοιτάξεις, μου είπε ο π. Κύριλλος.

Εγώ δεν μπόρεσα κι έριξα την κρυφή ματιά μου. Τους είδα που χαζογελούσαν μεταξύ τους για το καψόνι που μας έκαμαν… Σε λίγο κατάλαβα γιατί οι «Γκρίζοι λύκοι» δεν μας ακολούθησαν. Το τελευταίο στάδιο της ανάβασης ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Σε μιαν  κοντινή από το μοναστήρι απόσταση έπρεπε να περάσουμε ένα πολύ στενό και γλιστερό από τη βροχή εξόγκωμα βράχου, ενώ και από τις δύο μεριές έχασκε γκρεμός  βάθους εκατοντάδων μέτρων.

Δεν διστάσαμε. Κάναμε το Σταυρό μας, δεν κοιτάξαμε ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, αλλά ίσια το μοναστήρι και περάσαμε.

Μπροστά στην είσοδό του ήσαν παρατεταγμένοι οι στρατιώτες. Όλοι φορούσαν το κόκκινο περιβραχιόνιο και είχαν το χέρι στη σκανδάλη του αυτόματου όπλου τους. Ο επικεφαλής τους αξιωματικός μας πλησίασε, μας χαιρέτισε στρατιωτικά και μας ζήτησε τα διαβατήριά μας. Του τα δώσαμε. Ευτυχώς εκείνη την ώρα είχε κόψει η βροχή. Τα κοίταξε για κάποια λεπτά και μετά μας ρώτησε:

Γιουνάν;

Γκρικ, του απάντησε ο π. Κύριλλος.

Νο φότος, νο πρέϊ, μας είπε με σπασμένα αγγλικά. ΟΚ;

ΟΚ, απαντήσαμε.

Μας έδωσε πίσω τα διαβατήριά μας και εμείς προχωρήσαμε προς τα ερείπια του μοναστηριού, με τη συνοδεία των φαντάρων.

    Ήμασταν περίπου στο κέντρο των ερειπίων, περικυκλωμένοι από τους στρατιώτες..  

Θα καθίσουμε σιωπηλοί και θα προσευχόμαστε. Να δούμε τις αντοχές τους, μου είπε ο π. Κύριλλος.

       Είχε δίκιο. Κάποια στιγμή σηκώθηκαν και σε παράταξη ανά δύο αποχώρησαν. Η αποστολή τους είχε ολοκληρωθεί… Μας έδειξαν ότι είναι κυρίαρχοι και ότι είμαστε υπό έλεγχο και έφυγαν… Ο π. Κύριλλος ξέσπασε. Έκαμε τρισάγιο για τις ψυχές  των μοναχών που διαβίωσαν στη Μονή Βαζελώνος και μετά έψαλε δυνατά το «Τις Θεός Μέγας, ως ο Θεός ημών…», το απολυτίκιο του Βαπτιστή και το «Τη Υπερμάχω…». Μείναμε για ώρα μέσα στην παγωνιά. Σκεφτόμασταν, προσευχόμασταν, αναπολούσαμε την προσφορά των τριών μοναστηριών και το δέσιμό τους με τους Ποντίους.

            Ήταν περασμένες τρεις μετά το μεσημέρι και είχε ο τόπος σκοτεινιάσει από ένα μαύρο σύννεφο, που ήταν μερικές δεκάδες μέτρα πάνω μας.

Πάμε να φύγουμε μου είπε ο π. Κύριλλος. Σταυροκοπηθήκαμε για μιαν ακόμη φορά και πήραμε την κατηφόρα.

     Η κατάβαση ήταν πιο άνετη και είδαμε καλύτερα το τοπίο. Ήταν άγριο, με πολλούς  βράχους, αλλά και πλούσια βλάστηση. Κατεβαίναμε αμέριμνοι, με γλυκές σκέψεις από την επίσκεψη,  όταν   από μια λόχμη πετάχτηκε ένας αλλόκοτης εμφάνισης γέροντας. Ήταν με παλιά και σκισμένα ρούχα, χοντρές μάλλινες κάλτσες και τσόκαρα στα πόδια, με μακριά κάτασπρη γενειάδα, γεμάτος ρυτίδες, σκελετωμένος. Ξαφνιαστήκαμε. Περπάτησε προς το μέρος μας με λυγισμένα τα γόνατα, λες και δεν ήθελε να φαίνεται από μακριά.

Παπάς; Ρώτησε τον π. Κύριλλο σε άπταιστα ελληνικά.

Παπάς!…Ναι, παπάς, του απάντησε. Εσύ γέροντα ποιος είσαι;

Οι Τούρκοι με περνούν για δικό τους, με φωνάζουν Μουσταφά και με πιστεύουν για τρελό. Εγώ όμως είμαι βέρος Ρωμιός. Οι γονείς μου με τάξανε σε τούτο το Μοναστήρι και με ονομάσανε Ιωάννη… Για πάνω από εβδομήντα χρόνια μένω σε μια καλύβα κάτω από το δρόμο, στην απότομη πλαγιά. Ο Θεός με έχει προικίσει με καλό αυτί και είναι τόση η ησυχία εδώ πέρα, που ξέρω πότε ανεβαίνουν αυτοκίνητα προς το μοναστήρι. Πιάνω και τον ήχο από το βάδισμα των οδοιπόρων προσκυνητών και ευχαριστώ το Θεό που το μοναστήρι δεν πέθανε στις μνήμες των ρωμιών…

Μέρος Β΄

Ο Μουσταφά – Ιωάννης κοίταξε στα μάτια τον π. Κύριλλο.

Εσένα πώς σε λένε; 

Με λένε Κύριλλο και τον φίλο μου… Είπε το όνομά μου. Είμαστε από την Ελλάδα και ήρθαμε για προσκύνημα στα Μοναστήρια του Πόντου. Και συνέχισε:

Εσύ πώς ζεις, εδώ; Δεν σε πήραν είδηση τόσα χρόνια οι Τούρκοι;

 Με ξέρουν και Τούρκοι και κρυπτορωμιοί και μου φέρνουν τρόφιμα, και πετρέλαιο. Με ξέρουν για αγρίμι και δεν τους εμφανίζομαι. Τα αφήνουν σε ένα συγκεκριμένο βράχο, κάτω από τον δρόμο, και φεύγουν… και με μια αποφασιστική κίνηση μας είπε:

Πάμε στην καλύβα μου, εκεί ουδείς πλησιάζει και θα σας πω περισσότερα…

Πήραμε την κατηφόρα περπατώντας στα βράχια, που ανάμεσά τους υπήρχε πυκνή βλάστηση. Είδαμε τον βράχο που κάνει ένα κοίλωμα στην κορυφή του και εκεί αφήνουν την ελεημοσύνη τους  όσοι τον φροντίζουν. Η καλύβα ήταν ένας ενιαίος χώρος με χωμάτινο πάτωμα και κεραμίδια πολύ παλιά, που έμπαζαν σε κάποιες μεριές.  Όλα όσα υπήρχαν μέσα ήσαν ξύλινα, φτιαγμένα με τα χέρια του. Τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτι. Μαυρισμένα τα μεταλλικά σκεύη της κουζίνας, μια ξυλόσομπα  και μια λάμπα πετρελαίου. Για εξώπορτα σανίδες ενωμένες, που έκλειναν με μια ξύλινη μπάρα. Μια ξύλινη στενή παράγκα για αποχωρητήριο και πιο μακριά ρυάκι με γάργαρο νερό από πηγή που ερχόταν από το βουνό. Όταν πήγαμε να καθίσουμε έπιασε ο γέροντας τον π. Κύριλλο από τον ώμο και του είπε:

Πρώτα θα με ευλογήσεις, θα με εξομολογήσεις θα μου δώσεις άφεση και ύστερα θα καθίσεις. Είμαι πάνω από ενενήντα ετών και θέλω να πάω έτοιμος κοντά στον Χριστό και στον Άγιο Ιωάννη…

Πήγαν σε μια γωνιά, ο Ιωάννης γονάτισε και κλαίγοντας μιλούσε στον π. Κύριλλο, που είχε βάλει το πετραχήλι, που έφερε πάντοτε μαζί του. Στο τέλος τον σήκωσε, τον ευλόγησε και του έβαλε εκείνος μετάνοια. Ήρθαν κοντά μου και καθίσαμε, οι δυο μας στις δύο καρέκλες που υπήρχαν, ο γέροντας κάθισε στο κρεβάτι του. και άρχισε να μας λέγει την ιστορία του.

Σας ξαναλέω, ότι είμαι πάνω από ενενήντα ετών. Σε λίγο θα είμαι κοντά στον Κύριο.  Ήμουν στα δέκα οκτώ  δόκιμος μοναχός όταν έζησα όλη την τραγωδία των Ελλήνων του Πόντου. Έζησα την προδοσία των Μπολσεβίκων, την εγκατάλειψη των συμμάχων και τη σφαγή χιλιάδων Ελλήνων. Έζησα τον σκοτωμό των δικών μου ανθρώπων. Προσωπικά ξέφυγα από τη σφαγή, αλλά δεν θέλησα να φύγω μακριά από το μοναστήρι και περιτριγύριζα από τότε σαν αγρίμι σε αυτά τα μέρη.

Είχα διαβάσει για τους κατά Χριστόν σαλούς και σκέφθηκα να κάνω τον τρελό. Έβαλα τούρκικα ρούχα και ζούσα απόκοσμα. Αν κάποιος με πλησίαζε έφευγα με τρελές κινήσεις μέσα στο δάσος. Κάποιος μου έδωσε το όνομα Μουσταφά, που μου έμεινε. Έτσι οι Τούρκοι με περνούν για τούρκο. Ποτέ δεν μου ζητήθηκε να πάω στο τρελοκομείο, ποτέ δεν μου ζητήθηκε να βγάλω ταυτότητα. Ήμουν το τρελό τίποτα γι’ αυτούς. Για εμένα με προστάτευε ο Χριστός και ο Άγιος Ιωάννης, που δεν ήθελε να αφήσω μόνο το μοναστήρι του.

Έτσι όλα αυτά τα εβδομήντα τόσα χρόνια ζω ως Χριστιανός και ας με φωνάζουν Μουσταφά. Ο Θεός με ευλογεί. Το μοναστήρι δεν είναι ερείπιο. Έχει τον Χριστό, την Παναγία, τον Άγιο Ιωάννη, τους Αγγέλους που το προσέχουν και εμένα που κρυφά το υπηρετώ…

            Είχαμε μείνει άφωνοι από αυτά που ακούσαμε. Η πρώτη μου σκέψη ήταν «ΖΗ ΚΥΡΙΟΣ». Ο για τους Τούρκους Μουσταφά ο τρελός ήταν στην πραγματικότητα ο Ιωάννης, ο κατά Χριστόν σαλός.

            Και η ευλογία που παίρναμε συνεχίστηκε. Μας είπε ο Ιωάννης:

Ελάτε μαζί μου. Τον ακολουθήσαμε έξω από την καλύβα. Σε ένα ξέφωτο ήταν ένα παλιό πέτρινο κτίσμα που έμοιαζε με εκκλησιά. Η είσοδος ήταν κλεισμένη από δεμάτια σανού και κλαδιά. Τον βοηθήσαμε να τα πετάξει στην άκρη. Μπήκαμε μέσα και ώ Θεέ μου, τι ήταν αυτό που αντικρίσαμε. Ένα παρεκκλήσιο περιποιημένο, με την παλιά καντήλα του και εικονογραφίες παλιές φθαρμένες και κακοποιημένες παλιά από τους Τούρκους, αλλά που φαινόταν η ομορφιά τους. Είχε διατηρηθεί και η μαρμάρινη Αγία Τράπεζα. Φίλησε στον τοίχο τον Σταυρό  και μας είπε:

Ο Κύριος με διατήρησε στη ζωή και με προφύλαξε από τους άπιστους για να το φυλάω όσο ζω. Τρελός Τούρκος για τους Τούρκους έκαμα την Εκκλησιά αποθήκη για σανό. Είναι ένα κανονικό παρεκκλήσιο, που προσεύχομαι και βρίσκω παρηγοριά και κουράγιο. Στα τελευταία του λόγια έβαλε μετάνοια και έκαμε το Σταυρό του.

Δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τη συγκίνησή μας. Αφήσαμε τα άφθονα δάκρυά μας να κυλίσουν στο πέτρινο πάτωμα. Βρισκόμασταν μπρος σε έναν άγιο άνθρωπο, έναν άγιο που θα πεθάνει χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιος ήταν και τι πίστευε. Θα πεθάνει χωρίς κανείς να γνωρίζει τον επί εβδομήντα τόσα χρόνια αγώνα του να παριστάνει τον τρελό για να είναι κοντά και να διατηρεί το παρεκκλήσιο της Μονής Βαζελώνος.

Άλλη μια φορά που είχαμε ξεχαστεί, ζώντας μια πρόγευση της κοινωνίας με τους Αγίους στην ατέλειωτη πραγματική ζωή. Όμως ο Ιωάννης μας σκέφθηκε, σκέφθηκε τις υποχρεώσεις μας και θέλησε να μας προφυλάξει.

Ώρα να πηγαίνετε μας είπε γλυκά.

Θέλαμε να μείνουμε για πολύ ακόμη κοντά του, αλλά ξέραμε ότι είχε δίκιο…  Το κατάλαβε και μας είπε με την ίδια γλυκύτητα:

Πηγαίνετε, γιατί θα αρχίσουν να σκέφτονται ότι κάτι σας συμβαίνει και θα κινήσουν να ψάξουν να σας βρουν.

Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τον αφήσουμε. Πέσαμε στα γόνατα για να του φιλήσουμε τις άκρες των ποδιών του, αλλά δεν μας άφησε. Πήγε πίσω και μας είπε:

Πηγαίνετε και από τώρα και στο εξής θα είμαστε ενωμένοι στην προσευχή.

Η καρδιά μας ήταν γεμάτη από άφατη αγαλλίαση και είχαμε ξεχάσει  κάθε μέριμνα…Που όμως μας περίμενε σε λίγη ώρα… Όταν φτάσαμε στο αυτοκίνητο είδαμε τον Ιμπραήμ να ξεφυσά ανακουφισμένος.

Επί τέλους ήρθατε. Είχαν αρχίσει τα παιδιά – υπονοώντας τους «γκρίζους λύκους» – να αδημονούν… Καλά που είναι απότομα εκεί επάνω και βαρέθηκαν να σας αναζητήσουν…

Δεν πειράζει, του είπαμε. Μόνοι τους το θέλουν να κάνουν αυτοί τη δουλειά.. Για εμάς καλύτερα θα ήταν να μην μας παρακολουθούν και να μην είναι τσιμπούρια….

 Η συζήτηση σταμάτησε εκεί. Ο Ιμπραήμ μας ρώτησε τι θα φάμε για βράδυ. Του είπαμε κάτι πρόχειρο αν βρούμε στο ξενοδοχείο ή κάπου κοντά. Είχαμε κουραστεί, αλλά είχαμε και χορτάσει. Πού να του εξηγήσουμε με ποια εκλεκτή τροφή…-         

πηγη.ΑΚΤΙΝΕΣ