Πώς πρέπει να προσεύχεσαι;


 

     «Ζητάς να διδαχθείς, πώς πρέπει να προσεύχεσαι. Κι αυτό το δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος με τήν απαγγελία του «Πάτερ ημών» (Ματθ. 6,9). και με το να μη ζητούμε τίποτε το πρόσκαιρο, αλλά τη βασιλεία Του και την αιώνια δικαιοσύνη (Ματθ. 6,33).

Ωστόσο απ’ τους Πατέρες έχει οριστεί πρώτα η ευχαριστία στον Θεό, έπειτα η εξομολόγηση σ’ Αυτόν των αμαρτημάτων, κι έτσι ακολουθεί η αίτηση της άφεσης των αμαρτιών και η κατόρθωση των άλλων σωτηριωδών μέσων.

Όταν λοιπόν πρόκειται να προσευχηθείς…

Ευχαρίστησε τον Κύριο και Δεσπότη, γιατί σε έφερε στην ύπαρξη απ’ το μηδέν (Β΄ Μακ. 7, 28), γιατί σε γλύτωσε από κάθε πλάνη ειδωλολατρική κι αιρετική, καλώντάς σε να γίνεις μέτοχος της επιγνώσεώς Του. Έπειτα ευχαρίστησέ Τον γιατί σε προετοίμασε να βρεθείς μέσα στη μοναχική και ισάγγελη ζωή, μετά από την απόλαυση της κοινωνικής ζωής. Αυτών η σκέψη είναι ικανή να προετοιμάσει την ψυχή σου για κατάνυξη και ροή δακρύων, από τα οποία προκαλείται φωτισμός της καρδιάς, γλυκύτητα του πνεύματος, επιθυμία του Θεού. Κι όταν υπάρχει αυτή στην καρδιά, γίνεται απομάκρυνση κάθε κακίας.

     Αφού αναπέμψεις με τέτοιο τρόπο ευχαριστίες στον Θεό, εξομολογήσου σ’ αυτόν λέγοντας: «Εσύ, Δέσποτα, γνωρίζεις πόσο αμάρτησα σε Σένα και πόσο αμαρτάνω κάθε ώρα», αναλογιζόμενη αυτή την αμαρτία κι αυτό το πλημμέλημα κι όλα όσα γνωρίζεις σκι αγνοείς. Όμως να μην εξιστορείς έτσι στην τύχη όσα προκαλούν βλάβη στην ψυχή απ’ τη ζωντανή περιγραφή τους. Κι απ’ αυτά θα ανατείλει μέσα σου η χάρη της ταπεινοφροσύνης, με συντριβή της καρδιάς και φόβο ανταποδόσεως του Θεού.

Μετά απ’ αυτό ζήτησε, στέναξε, ικέτευσε τον Κύριο σου για τη συγχώρησή τους και την ενδυνάμωσή σου στο μέλλον, για να Τον ευχαριστείς λέγοντας «Ποτέ πια, Κύριε μου, Κύριε, δεν θα Σε εξοργίσω, ποτέ δεν θα αγαπήσω τίποτ’ άλλο, εκτός από Σένα τον μόνο αγαπητό. Κι αν σ’ εξοργίσω πάλι, προσπίπτω στην ευσπλαχνία Σου, να μου δοθεί δύναμη για να συνηθίσω να σου είμαι αρεστή».

Ακόμη ζήτησε με θέρμη ό,τι άλλο καλό σου έρχεται στο νου που πρέπει να επιτύχεις.

Και μετά απ’ αυτά επικαλέσου την άγια Θεοτόκο να σε ελεήσει, τους Αγίους Αγγέλους και τον Άγγελο που έχεις φύλακα της ζωής σου για να σε φρουρεί και να σε καλύπτει, τον Πρόδρομο, τους Αποστόλους, όλους τους Αγίους, κι εκείνους που συνηθίζεις να επικαλείσαι κατ’ εξαίρεση, και τον Άγιο που μνημονεύεται την ήμερα εκείνη.

     Αυτά λοιπόν νομίζω ότι έχουν τη δύναμη της προσευχής, έστω κι αν κάποιος άλλος προσεύχεται με άλλα λόγια κι όχι οπωσδήποτε με τα ίδια, γιατί ούτε ο ίδιος προσευχόμενος μέσα του λέγει τα ίδια πάντοτε. Όμως πιστεύω ότι η δύναμη είναι οπωσδήποτε ίδια σε όλους.

Είθε λοιπόν να συνεχίσεις να προσεύχεσαι αυτά που πρέπει και να βελτιώνεσαι κάθε φορά, παρουσιάζοντας όλο τον εαυτό σου, με την ακριβή και προσεκτική ζωή σου, αρεστό στον Κύριο».

 

(Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτη. Επιστολή  ΜΒ΄)

 

 

 

Για μια αγιότατη παρθένο.

        

     Επισκεφτήκαμε τον αββά Ιωάννη τον αναχωρητή, το λεγόμενο Πυρρό, και μας διηγήθηκε τα εξής: «Άκουσα τον αββά  Ιωάννη το Μωαβίτη να λέει ότι ήταν κάποια μονάστρια στην αγία πόλη πολύ ευλαβής και προκομμένη κατά Θεό. Επειδή λοιπόν φθόνησε ο διάβολος την παρθένα, βάζει σε κάποιο νέο σατανικό έρωτα προς αυτήν. Η θαυμαστή όμως εκείνη παρθένα, βλέποντας τη σκευωρία του δαίμονα και τον κίνδυνο να χαθεί ο νέος, παίρνει σ’ ένα μαντήλι λίγα βρεγμένα όσπρια κι έρχεται στην έρημο προξενώντας και στο νέο την απαλλαγή από την ενόχληση και τη σωτηρία με την αναχώρηση και στον εαυτό της την ασφάλεια της ερημιάς. Μετά πολύ λοιπόν καιρό κατ’ οικονομία Θεού, για να μη μείνει άγνωστη η ενάρετή της ζωή, τη βλέπει κάποιος αναχωρητής στην έρημο του Ιορδάνη και της λέει: «Αμμά, τί κάνεις σ’ αυτή την έρημο;» Αυτή, θέλοντας να κρυφτεί από τον αναχωρητή, του λέει: «Συμπάθα με, γιατί έχασα το δρόμο· αλλά, κάνε αγάπη, πάτερ, για τον Κύριο, και δείξε μου τον». Αυτός, επειδή ήξερε από Θεού την υπόθεσή της, της λέει: «Σε διαβεβαιώνω, αμμά, ότι ούτε έχασες το δρόμο, ούτε δρόμο αναζητάς, αλλά μια και ξέρεις ότι το ψέμα είναι από το διάβολο, πες μου αληθινά την αίτια για την οποία ήρθες εδώ». Τότε λέει η παρθένα: «Συμπάθα με, αββά, κάποιος νέος σκανδαλίστηκε με μένα και γι’ αυτό ήρθα σ’ αυτήν την έρημο, προτιμώντας μάλλον να πεθάνω εδώ παρά να γίνω πρόσκομμα σε κάποιον, κατά το λόγο του  Αποστόλου».Της λέει ο γέροντας: «Και πόσο καιρό έχεις εδώ;». Αυτή του λέει: «Έχω, με τη χάρη του Χριστού, δεκαεφτά χρόνια». Της ξαναλέει ο αναχωρητής: «Και από πού τρως;» Αυτή βγάζει το μαντήλι με τα βρεγμένα όσπρια και λέει στον αναχωρητή: «Να, τούτο το πανί που βλέπεις βγήκε μαζί μου από τήν πόλη μ’ αυτά τα λίγα βρεγμένα όσπρια και τέτοια οικονομία έκανε ο Θεός σε μένα την ταπεινή, ώστε τόσο καιρό τρώω απ’ αυτά και δεν ελαττώθηκαν. Κι αυτό να ξέρεις, πάτερ, ότι τόσο με σκέπασε η αγαθότητά Του. ώστε αυτά τα δεκαεφτά χρόνια δεν με είδε άνθρωπος, έκτος από σένα μόνο σήμερα· εγώ όμως τους έβλεπα όλους». Και μαθαίνοντας αυτά ο αναχωρητής δόξασε το Θεό».

 

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

 

 

 

Μία ταπεινή απάντηση στους διορθωτές του Θεού

Την ιστορία αυτήν, μου την διηγήθηκε πριν αρκετά χρόνια, ένας πολύ καλός μου θείος, ο οποίος συγχωρέθηκε πρόωρα. Όταν μου την διηγήθηκε, την κατάλαβα μεν και με άγγιξε συναισθηματικά, δεν περίμενα όμως ότι θα είχε τόση μεγάλη πνευματική αξία. 
Θα ήθελα να αφιερώσω αυτή την ιστορία, στη σημερινή εποχή, στη σημερινή αγχωτική κοινωνία, σε όλους όσους με ανησυχία βλέπουν το μέλλον, αυτούς που σκύβουν το κεφάλι και υποτάσσονται στο θέλημα της νέας εποχής, του οικουμενισμού και της παγκόσμιας διακυβέρνησης. 
Θα γράψω αυτή την ιστορία, όπως την θυμάμαι, επειδή την γνωρίζω μόνο από εκείνη την φορά που μου την διηγήθηκε ο θείος μου. 

Κάποτε είπε ο Θεός σε έναν Άγγελό Του. 
– Πήγαινε κάτω στη Γη. Στο τάδε μέρος στο τάδε σπίτι, εκεί θα βρεις έναν ετοιμοθάνατο. Βρες τον και φέρε μου την ψυχή του! 
Ξεκίνησε ο Άγγελος και πήγε στο μέρος που του είπε ο Θεός. Ήταν ένα φτωχικό λιτό δωμάτιο, χωρίς πολλά έπιπλα, υγρό, κρύο και μουντό. Εκεί βρισκόταν ο ετοιμοθάνατος, ένας άντρας στο κρεβάτι και δίπλα του ήταν ένα παιδί που έκλαιγε με λυγμούς κρατώντας το χέρι του άντρα. Προφανώς ήταν ο γιος του ετοιμοθάνατου. Το θέαμα τραγικό. Δεν άντεξε ο Άγγελος και γύρισε στον Θεό με άδεια χέρια. 
– Που είναι η ψυχή που σου ζήτησα; Τον ρώτησε ο Θεός; 
– Δεν άντεξα να πάρω την ψυχή αυτού του ανθρώπου, απάντησε ο Άγγελος. Αυτός ο ετοιμοθάνατος, έχει έναν γιο και είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει δίπλα του. Αν του πάρω τον πατέρα, τότε τί θα απογίνει ο μικρός; Ποιός θα τον φροντίζει; 
– Πολύ καλά λοιπόν. Πήγαινε στον ωκεανό, στο πιο βαθύ σημείο του. Εκεί θα δεις μία πέτρα. Σήκωσέ την και από κάτω θα βρεις ένα μικρό σκουλήκι. Πάρτο και φέρτο μου. 
Ξεκινάει ο Άγγελος και πηγαίνει στον βυθό του ωκεανού. Βρίσκει την πέτρα, βρίσκει το μικρό σκουλήκι, το παίρνει και το πηγαίνει στον Θεό. 
Το παίρνει ο Θεός και του λέει δείχνοντάς του το. 
– Ποιός νομίζεις ότι φροντίζει γιαυτή την μικρή ύπαρξη στο βυθό του ωκεανού;! Πήγαινε τώρα να μου φέρεις την ψυχή που σου ζήτησα. 

Αυτή η ιστορία, θίγει βασικά ζητήματα. Πίστη, ελπίδα, αγάπη, υπακοή, εμπιστοσύνη, αμφιβολία. 
Ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Δεν είναι μόνο εδώ ή εκεί. Ο Θεός φροντίζει για τα πάντα. Για όλη την πλάση, για όλον τον μακρόκοσμο και όλον τον μικρόκοσμο. Η βαθιά και χωρίς αμφιβολία πίστη στον Θεό είναι ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο. Η Ορθή πίστη είναι η βάση της σωτηρίας. Όχι η χλιαρή πίστη, όχι η θεωρία, ή η ιδεολογία, όχι η προσωπική ερμηνεία. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, το θέλημα του Θεού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε να κριθεί, ούτε να διορθωθεί, δεν μπορεί να συζητηθεί, ούτε μπορεί να μην εκπληρωθεί. 

Ο Άγγελος, στην ιστορία αυτήν, δεν υπακούει στο θέλημα του Θεού, βασιζόμενος στην προσωπική του κρίση. Αναλύει ο ίδιος την κατάσταση που αντικρύζει και αποφασίζει να παρακούσει το θέλημα Του, και στη συνέχεια επιδιώκει να διορθώσει την απόφαση Του, προφασιζόμενος το τραγικό της κατάστασης, προβάλλοντας την ανησυχία του για το μέλλον του παιδιού. 
Αυτή θα μπορούσε να ήταν η πλοκή μίας χολυγουντιανής ταινίας, ή μίας ιστορίας ανυπέρβλητου συναισθηματισμού της δυτικής κουλτούρας της νέας εποχής, μιας και η νέα εποχή, αρέσκεται στο να διορθώνει συνεχώς τον Θεό και να τον πλάθει στα μέτρα της. 
Σε μία τέτοια ιστορία δυτικού σεναρίου και συναισθηματικού ξεχειλίσματος, ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ο Άγγελος, ο οποίος στο τέλος δικαιώνεται, αφού καταφέρνει να λυγίσει το (λανθασμένο) σκληρό θέλημα του απόλυτου Θεού, και να σώσει το κακόμοιρο παιδί (από την μοναξιά και την έλλειψη φροντίδας) καθώς και την ψυχή του ετοιμοθάνατου (από ποιον;). Στο τέλος μαζεύονται όλοι, κοιτάζουν ευτυχισμένοι και αγκαλιασμένοι στην κάμερα με πλατύ χαμόγελο και μεγάλη συγκίνηση και μας χαιρετάνε. Απαλή μουσική υπόκρουση από αρμόνιο συνοδεύει τους τίτλους τέλους, η κάμερα κάνει zoom-out σιγά σιγά και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλλίτερα. 

Θα μπορούσαμε επίσης να παραλληλίσουμε αυτή την ανησυχία του Αγγέλου για το μέλλον του παιδιού, με την δική μας ανησυχία για το μέλλον μας, για τις βιωτικές μας ανάγκες, σε σχέση με τις επιταγές της νέας εποχής και της διάθεσής (ή αδιαθεσίας) μας να αντισταθούμε  (βλ. ΑΜΚΑ). Κάνοντας τον παραλληλισμό αυτόν, μπορούμε να δούμε κατά κάποιον τρόπο, πόσο κοντά μας νιώθουμε την παρουσία του Θεού, πόσο βαθιά πιστεύουμε και κατά πόσο αυτή η πίστη μας είναι ορθή. Μπορούμε να μετρήσουμε την εμπιστοσύνη, που έχουμε στο Θεό, η οποία είναι αποτέλεσμα της πίστης μας. Άραγε γνωρίζουμε πραγματικά το θέλημά Του, και πόσο διατεθιμένοι είμαστε να το υπακούσουμε; 

Η ιστορία αυτή είναι μία πολύ καλή απάντηση στην οικουμενιστική διάθεση της εποχής, θίγοντας το θέμα της αληθινής εν Θεώ αγάπης. Ο Θεός είναι η αγάπη και η δικαιοσύνη. Στο τέλος τους δικαιώνει όλους. Από την μία τον ετοιμοθάνατο, αφού παίρνει την ψυχή του κοντά Του και από την άλλη τον γιο αφού αναλαμβάνει την κηδεμονία του. Ο Άγγελος ορμώμενος ίσως από τον αυθορμητισμό του και τον συναισθηματισμό του, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δικαιώνει τον εαυτό του. Είναι μία επιπόλαια κίνηση, αφού ο Άγγελος ούτε σωτήρας είναι, ούτε κηδεμόνας μπορεί να γίνει, αλλά ούτε και τα μέλλοντα γνωρίζει. Ουσιαστικά δεν κινείται με αυθεντικά κριτήρια αγάπης, αλλά με εγωιστική διάθεση, με προσωπική κρίση αφού ερμηνεύει αυθαίρετα μία κατάσταση και πάει να επέμβει στο θέλημα του Θεού δείχνοντας να μην γνωρίζει πως ο παντοδύναμος Θεός είναι αυτός που θα αναλάβει πλέον την φροντίδα του παιδιού που θα μείνει ορφανό. 
Κάπως έτσι λειτουργούν και οι οικουμενιστές. Κάνουν στην άκρη τον Θεό (απορρίπτοντας σχεδόν όλη την Ιερά Παράδοση, μεταφράζοντας τα αρχαία λειτουργικά κείμενα στα νέα ελληνικά κτλ), ερμηνεύουν όπως θέλουν την κατάσταση (με αγαπολογίες και συναισθηματισμούς, με ποιηματάκια και χαμογελάκια.) και αντικαθιστούν διακριτικά και υποχθόνια το θέλημά Του με το δικό τους θέλημα (όλοι μας είμαστε μέρος μίας παγκόσμιας αλήθειας.)

Αναδημοσίευση απο το ιστολόγιο-ΑΓΑΠΗ-ΠΙΣΤΗ-ΕΛΠΙΔΑ

Όταν υπάρχει το όνομα του Θεού, όλα πάνε καλά.(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)


 

Τίποτε δεν είναι ισάξιο με την προσευχή, διότι και τα αδύνατα τα κάνει δυνατά και τα δύσκολα εύκολα και κάθε δυσχέρεια την εξομαλύνει. Αυτήν κατόρθωσε και ο μακάριος Δαυίδ, γι’ αυτό κι έλεγε: «πολλές  φορές  κατά τη διάρκεια της  ημέρας σε δοξολόγησα για τις δίκαιες κρίσεις σου» (Ψαλμ. 118, 164). Κι εάν άνθρωπος βασιλιάς, βυθισμένος μέσα σε χιλιάδες φροντίδες που τον τραβούσαν από παντού, παρακαλούσε το Θεό τόσες φορές την ημέρα, ποιά απολογία ή συγχώρηση θα έχουμε εμείς, που αν και έχουμε τόσο ελεύθερο χρόνο, δεν Τον ικετεύουμε συνεχώς και μάλιστα όταν πρόκειται να καρπωθούμε τέτοιο κέρδος;

Τίποτε δεν μας βοηθά τόσο να επιδοθούμε στην αρετή, όσο το να μιλούμε συνεχώς στο Θεό και διαρκώς να τον ευχαριστούμε και να του ψάλλουμε. Χωρίς τη θεία συμπαράσταση κανένα αγαθό δεν θα έλθει στις ψυχές μας η δε βοήθεια του Θεού αγγίζει τους πόνους μας και τους ανακουφίζει πολύ, εάν δει ότι αγαπούμε την προσευχή και συνεχώς παρακαλούμε το Θεό και προσδοκούμε όλα τα αγαθά να μάς έλθουν από Εκείνον.

Όταν λοιπόν δω κάποιον που δεν αγαπά την προσευχή, ούτε έχει θερμό και μεγάλο έρωτα γι’ αυτήν, είναι ήδη σ’ έμενα φανερό ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τίποτε γενναίο στη ψυχή του. Αλλά όταν δώ κάποιον που αχόρταγα επιδίδεται στη λατρεία του Θεού και θεωρεί σαν μία από τις μεγαλύτερες ζημιές το να μην προσεύχεται συνεχώς, συμπεραίνω ότι αυτός ασκεί με βεβαιότητα κάθε αρετή και είναι ναός του Θεού.

Κανένα όφελος δεν θα προέλθει από την προσευχή, κι αν ακόμη διαρκέσει πολύ, όταν αυτός που προσεύχεται επιμένει στις αμαρτίες. Γι’ αυτό σε άφησε να πέσεις σ’ αυτό το απροσδόκητο κακό, για να Τον επικαλεσθείς. Αλλά οι πολλοί σε τέτοιες καταστάσεις αποβάλλουν και την ευλάβεια που είχαν, ενώ πρέπει να κάνουν το αντίθετο. Διότι, επειδή ο Θεός μας αγαπά πάρα πολύ, γι’ αυτό μας αφήνει να θλιβόμαστε, για να συνδεθούμε στενότερα μαζί του. Γιατί και οι μητέρες φοβερίζοντας τα ατίθασα παιδιά τους με διάφορες μάσκες τα αναγκάζουν να καταφεύγουν στην αγκαλιά τους, μη θέλοντας να τα στενοχωρήσουν, αλλά με αυτούς τους τρόπους να τα κρατήσουν κοντά τους.

Έτσι και ο Θεός, θέλοντας να μας έχει μόνιμα συνδεδεμένους μαζί Του, σαν κάποιος μανιώδης εραστής, ή μάλλον επειδή είναι πιο μανιώδης από κάθε εραστή, σε αφήνει να περιέλθεις σε τέτοιες ανάγκες, για να ασχολείσαι συνεχώς με την προσευχή και αφήνοντας τα άλλα, να Τον επικαλείσαι διαρκώς και να μεριμνάς για την σχέση σου με αυτόν.

Δεν εμποδιζόμαστε να προσευχηθούμε καρδιακά και περπατώντας, και ο νους μας να βρίσκεται ψηλά… Όταν υπάρχει το όνομα του Θεού, όλα πάνε καλά· όλα να τα κάνεις στο όνομα του Κυρίου και όλα θα ευοδωθούν τίποτε δεν είναι ίσο με το όνομα αυτό: «Το όνομά σου είναι σαν μύρο που άδειασε » λέγει (Άσμα 1,  2). Αυτός που το πρόφερε γέμισε αμέσως με ευωδία… Εάν πεις «στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» με πίστη, τα πέτυχες όλα. Με αυτό το όνομα επέστρεψαν στην πίστη όλη την οικουμένη, καταλύθηκε η τυραννία, απατήθηκε ο διάβολος, ανοίχθηκαν οι ουρανοί, εμείς αναγεννηθήκαμε. «Ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη…» (Ψαλμ. 8,  2). Φθάνει μόνο να επικαλεσθούμε το όνομα του Θεού και θα τα επιτύχουμε όλα σε υπερβολικό βαθμό.

(«Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)

Ο σύγχρονός κόσμος και η σχέση του προς τον άνθρωπο. (Γερ. Σωφρονίου)


 

  Τί συμφορά να ζούμε σε παρόμοιες μεταβατικές εποχές! Πολλά εκατομμύρια ανθρώπων υποφέρουν σε όλη τους τη ζωή. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι εφιαλτική με αδιάκοπους αδελφοκτόνους πολέμους. Και μέχρι σήμερα -συγχωρήστε με για την έκφραση- η ανθρωπότητα παραμένει, όπως και προηγουμένως, άγρια και αιμοδιψής, βίαια και εγκληματική. Τα άγια λόγια, «οι πραείς κληρονομήσουσι την γην», αναμφίβολα θα πραγματοποιηθούν σε κάποια απροσδιόριστη ακόμη στιγμή, αλλά για την ώρα τρόμος και φρίκη. Η φρίκη αυτή αυξήθηκε στην εποχή μας, γιατί σε κάθε στιγμή ολόκληρη η Γη γνωρίζει λίγο πολύ όλα τα γεγονότα που είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εγκληματικά και ζοφώδη.

Ωστόσο θα ελπίζουμε πέρα από κάθε ελπίδα ότι θα διευθετηθεί η συνάντησή μας πριν από το τέλος της εδώ παραμονής μας…

Η συνάντησή σου με την Ν., από όσο μπορώ να κρίνω. ήταν και ευχάριστη και σημαντική για όλους σας. Ασφαλώς αυτή γνώριζε ότι ζεις φτωχικά, και από αυτήν την άποψη δεν περίμενε τίποτε. Το κύριο είναι η ειρηνική επικοινωνία ανοικτών ψυχών με αγάπη και εμπιστοσύνη. Για τον καιρό μας αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Ήδη κατά τη δεκαετία του 1930 ο Μπερντιάγιεφ έλεγε ότι κατά το μέτρο της τελειοποιήσεως του κοινωνικού συστήματος η προσωπική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων γίνεται ολοένα σπανιότερη, και συνεπώς πιο πολύτιμη. Η επικοινωνία σχεδόν παντού οικοδομείται πάνω σε πολιτική ή επαγγελματική βάση (εμπόριο, βιομηχανία και τα όμοια), σπανιότερα πάνω σε βάση κοινών πνευματικών ενδιαφερόντων, και ακόμη σπανιότερα είναι απλώς επικοινωνία ανθρώπου με άνθρωπο. Γράφεις ότι η Ν. είναι «εξαιρετικός άνθρωπος. Σε όλους αρέσει, έχει την ασυνήθιστη ικανότητα να δημιουργεί κάποια ιδιαίτερη ψυχική επαφή με τους ανθρώπους από την πρώτη συνάντηση. Τους κατακτά όλους».

Το μυστικό των «κατακτητικών δυνάμεών» της έγκειται στο ότι καλλιέργησε στον εαυτό της, από τον καιρό της εμβαθύνσεώς της στη χριστιανική έννοια των πραγμάτων, τη συμπεριφορά προς τον κάθε άνθρωπο ως προς ανεπανάληπτη αιώνια αξία, απολύτως αναντικατάστατη με την πιο σοβαρή έννοια του λόγου αυτού. Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς η «κορωνίδα» του ζωικού βασιλείου, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται, είναι εγκληματικό να τον αριθμοποιούμε (ένας, δύο, τρεις, χίλιοι, εκατομμύρια κλπ.). Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει με την έννοια της πλήρους εκμηδενίσεως. Το πνεύμα του μεταβαίνει σε άλλη σφαίρα του Είναι. Μετάβαση από τη μία μορφή υπάρξεως σε άλλη, ατε­λεύτητα μεγαλειωδέστερη. Να τί είναι ο θάνατος.

Η ίδια η Ν. εκφράζεται ως εξής: «Η φιλία πρέπει να είναι σαν χάρη. όχι απαιτητική, απλή, με σταθερή ετοιμότητα να δίνει και με την ίδια απλότητα να λαμβάνει…». «Η προσέγγιση του ανθρώπου πρέπει να γίνεται έξω από κάθε ιδιοτέλεια κατωτέρου επιπέδου, ώστε να διεγείρει σε αυτόν την έκφραση των καλυτέρων ποιοτήτων του και όχι των χειρότερων. Η εμπιστοσύνη, η φιλία, η αγάπη οδηγούν σε αυτό το είδος επικοινωνίας. Η δυσπιστία, η καχυ­ποψία, η δυσαρέσκεια, η επιδίωξη καριέρας, η ιδιοτέλεια προκαλούν αντιθέτως την αλλοτρίωση και σε τελική ανάλυση τους πολέμους. Αυτά είναι η μακραίωνη κατάρα, που βαραίνει ολόκληρη την ανθρωπότητα». Αυτή προσευχήθηκε πολύ και προσεύχεται. Αγωνίζεται να ζήσει χριστιανικά και όχι σύμφωνα με τον ζωώδη νόμο της γήινης υπάρξεως. Τέτοια προσέγγιση των ανθρώπων στον κόσμο μας συνδέεται με την διακινδύνευση να γίνει κάποιος θύμα της εμπιστοσύνης και να «χάσει». Αλλά κατά τη χριστιανική προσέγγιση προς τους ανθρώπους η ζωή παίρνει άλλον χαρακτήρα, ανθρώπινο, ακόμη και ανώτερο από αυτόν, θεϊκό. Συνεπώς το κέρδος είναι ασυγκρίτως μεγαλειωδέστερο από την απώλεια.

Τον τελευταίο καιρό ασχολήθηκα με τη μετάφραση του βιβλίου «Ο Γέρων Σιλουανός» στα ελληνικά. Και πάλι έπρεπε να ζω τον κάθε λόγο προσεκτικά. Η διδαχή του πραγματικά στρέφεται προς τον άνθρωπο, την ομοίωση με τον Θεό, δηλαδή είναι αυθεντικά χριστιανική. Η Ν. αγαπά τον Γέροντα Σιλουανό.

Και εσύ να στρέφεσαι συνεχώς προς τον λόγο του, για να εννοήσεις πραγματικά τον λόγο αυτό της ζωής. Τότε οι ασθένειές σου θα λάβουν άλλον χαρακτήρα και θα τις εκμεταλλευθείς για «κρείττονα ανάβασιν». Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγαπήσουν με πραγματική αγάπη τον Χριστό. Αυτοί, σαν τα ζώα, αγαπούν μόνο εκείνους που τους πλησιάζουν με τα ίδια ζωώδη «αισθήματα». Αυτή λοιπόν η «ζωώδης» αγάπη υπαγορεύεται από την προκαθορισμένη κοσμική διαδικασία της φυσικής ζωής. Η αγάπη όμως του Χριστού αγκαλιάζει όλο τον κόσμο σε όλες τις διαστάσεις του μέσα στον χώρο και τον χρόνο του, δηλαδή στους αιώνες που πέρασαν και σε αυτούς που ακόμη έρχονται. Για την αγάπη αυτή είναι απόλυτα αναγκαίο να νικήσουμε την υπερηφάνεια που μας «εμποδίζει να αγαπάμε». Και όταν ταπεινωνόμαστε, καταδικάζοντας τον εαυτό μας και μόνο τον εαυτό μας, τότε δεν υπάρχει σε μας αμαρτία, και με τον τρόπο αυτό παρέχεται η δυνατότητα στο Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει μέσα μας. Και αν αυτό το Άγιο Πνεύμα έρθει στην ψυχή, τότε η νίκη επάνω στον θάνατο γίνεται οφθαλμοφανέστερη από την υλική πραγματικότητα του φθαρτού αυτού κόσμου. Τότε όλα όσα φαίνονται στον άνθρωπο-ζώο αδύνατα, ανόητα, ολέθρια κλπ. παρουσιάζονται ως το αληθινό νόημα, η σοφία, η δικαιοσύνη, ως ενιαία αυθεντική ζωή, έξω από τη φθορά, από το σκοτάδι, και απ’ όλα εκείνα τα κακά, με τα οποία καταστρέφεται η ανθρωπότητα.

Συνεπώς, να δώσει σε σένα ο Κύριος από το Πνεύμα Αυτό, ώστε όλοι να φθάσουμε στο τέλος της ζωής μας Εκείνον, που αγάπησε η ψυχή από τα νεανικά χρόνια. Εκείνο το Φως, έξω από το οποίο υπάρχει η αδιέξοδη τραγωδία του εξώτερου σκότους.

 

(Αρχ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Γράμματα στη Ρωσία» – επιστολή 47, αποσπάσματα. Εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου –Έσσεξ, σ.216-219)

 

 

 

«… τολμάν επικαλείσθαι Σε τον επουράνιον Θεόν Πατέρα και λέγειν» εκφώνηση του ιερέα, πριν από το «Πάτερ ημών»

 
του Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Λέει λοιπόν η προσευχή «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς»: Πατέρα μας που κατοικείς στους ουρανούς. Απλή προσευχή, πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, αλλά για να σκεφθούμε καμιά φορά το πόσο μεγάλο πράγμα είναι, ο άνθρωπος να επικαλείται το Θεό «Πατέρα του». Και βλέπετε και κάτι άλλο που θα πούμε μετά, δεν είπε ο Χριστός «Πάτερ μου ο εν τοις ουρανοίς» αλλά «Πάτερημών ο εν τοις ουρανοίς» για να μας δείξει ότι δεν είμαστε άτομα μέσα στην εκκλησία, δεν είμαστε μόνοι μας, αλλά είμαστε όλοι μαζί και ο Θεός δεν είναι ο πατέρας μου, αλλά είναι ο Πατέρας μας και μεις δεν είμαστε εγώ, αλλά είμαστε εμείς, όλοι, είμαστε ένα σώμα οι πολλοί, εν σώμα οι πολλοί, λέει η γραφή και ο Θεός είναι πατέρας μας και είναι ο Πατέρας μας που είναι στον ουρανό.
Θυμάμαι το γέρο Παΐσιο που συχνά έλεγε και ονόμαζε το Θεό, Ουράνιο Πατέρα και έλεγε και για τα παιδάκια που έχουν δυσκολίες στη ζωή τους και χάνουν τους γονείς τους, τον πατέρα τους και έλεγε «πόσο αναλαμβάνει ο Ουράνιος Πατέρας τη φροντίδα αυτών των παιδιών, που χάνουν τον επίγειο πατέρα και πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να έχουμε μαζί μας τον Ουράνιο Πατέρα, ο οποίος είναι αθάνατος και ο οποίος είναι αιώνιος. Και όταν ο άνθρωπος έχει αυτή την αίσθηση ότι ο Θεός είναι πατέρας του, τότε μπορεί να κινείται μέσα στον κόσμο, μέσα στη κτίση, μέσα στη φύση, μεσ’ στη δημιουργία, παντού οπουδήποτε, οποτεδήποτε και με οποιεσδήποτε συνθήκες μπορεί να κινείται μέσα σε μεγάλη άνεση, όπως κάποιος που κινείται μέσα στο σπίτι του πατέρα του, γιατί το σπίτι του πατέρα του είναι και σπίτι δικό του και έτσι αισθάνεται ασφάλεια μέσ’το δικό του σπίτι, αισθάνεται άνεση, δεν αισθάνεται καμιά δυσκολία. Αφού λοιπόν ο Θεός είναι πατέρας μας και εμείς αισθανόμαστε τον Θεό σαν πατέρα μας τότε λοιπόν καταργούνται όλα τα δύσκολα πράγματα που στέκονται μπροστά μας, καταργείται κι’ο φόβος, καταργείται κι’ ανησυχία, καταργείται το άγχος, καταργείται η αγωνία, καταργείται η καχυποψία για τον άλλο άνθρωπο και όλα κυλούν τόσον όμορφα και τόσον ωραία. Γιατί; Γιατί είναι μαζί μας ο Ουράνιος Πατέρας ο οποίος είναι στον ουρανό και είναι στον ουρανό και είναι και μαζί μας ταυτόχρονα και είναι στον ουρανό για ν’ ανεβάζει και μας εις τον ουρανό, να μη μας κρατά κάτω στη γη με τις πολυποίκιλες περιπέτειες της καθημερινότητας, αλλά να μας βγάζει πάνω από την τροχιά των γήινων πραγμάτων. Αλλά πότε μπορούμε να πούμε ότι είμαστε παιδιά του Θεού, γιατί για να λέμε τον Θεό Πατέρα, σημαίνει και μεις πρέπει να αισθανόμαστε παιδιά του Θεού. Είπαμε πολλές φορές, ότι στη πνευματική ζωή υπάρχουν τρεις καταστάσεις πνευματικής σχέσης με το Θεό ας τις πω έτσι, και θα το επαναλάβω για όσους δεν το θυμούνται.Η πρώτη πνευματική κατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό, είναι όταν ο άνθρωπος αισθάνεται σαν δούλος του Θεού, δηλαδή όπως ένας δούλος κάμνει κάτι γιατί φοβάται επειδή το λέει ο αφέντης του, το λέει ο διευθυντής του, το λέει αυτός που τον έχει αγορασμένο και κάμνει αυτό το οποίο διατάσσει ο αφέντης, γιατί φοβάται.
Το κάμνει μεν αλλά φοβάται, φοβάται ότι θα τιμωρηθεί, φοβάται ότι θα θυμώσει το αφεντικό του, φοβάται ότι θα πάθει κάτι κακό, γι’ αυτό το λόγο κάμνει τις διαταγές του αφέντη του, αλλά αυτή η υπακοή βγαίνει από φόβο. Αυτός είναι ο δούλος και δούλον ονομάζουν οι πατέρες τον άνθρωπο ο οποίος φοβάται το Θεό και κάμνει αυτά που κάμνει γιατί φοβάται μήπως πάθει κάτι, μήπως του συμβεί κάτι ή μήπως πάει στην κόλαση και λέει να μη κάμω αυτό το πράμα γιατί φοβούμαι μήπως πάω στη κόλαση, μήπως χάσω την ψυχή μου. Καλό είναι κι αυτό, δεν είναι κακό, είναι καλό, αλλά είναι νηπιώδες φρόνημα, είναι ατελές φρόνημα, όμως χρειάζεται πολλές φορές, χρειάζεται γιατί είμαστε τόσο νήπια πνευματικά που δεν έχουμε άλλο αισθητήριο και η ψυχή μας δεν καταλαβαίνει τίποτα και μόνο με την απειλή και το φόβο κάπως συνέρχεται. Αν απειλήσουμε τον εαυτό μας ότι, κοίταξε άμα κάμεις αυτό το πράμα θα πας στη κόλαση, θα καταστραφείς αιώνια, θα έχεις αντιμέτωπο τον Θεό, φοβάται η ψυχή του ανθρώπου μαζεύεται και κάπως συναισθάνεται ότι δεν πρέπει να κάμει αυτό το πράμα, τουλάχιστον γλυτώνει από μιαν έμπρακτη αμαρτία, είναι ένας τρόπος κι’ αυτός αποφυγής της αμαρτίας και τηρήσεως της εντολής του Θεού. Αλλά δεν είναι ο τέλειος τρόπος, είναι ο νηπιώδης τρόπος όμως είναι κι’ αυτός χρήσιμος όπως και τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, ναι μεν είναι νηπιακά μαθήματα, είναι το άλφα και το βήτα, αλλά άμα δεν μάθεις το άλφα και το βήτα δεν θα πας και στα υπόλοιπα και στο πανεπιστήμιο, πρέπει να πας από το δημοτικό και αρχίζει και από το νηπιαγωγείο ακόμα. Αυτός ο τρόπος λοιπόν είναι του δημοτικού σχολείου, όμως είναι χρήσιμος και χρειάζεται.

Ο δεύτερος τρόπος λεν οι Πατέρες, είναι ο μισθωτός άνθρωπος, αυτός ο οποίος κάμνει κάτι γιατί θέλει κάτι. Κάμνει το καλό, κάμνει τις εντολές του Θεού, τηρεί το λόγο του Θεού γιατί θέλει να πάει στο Παράδεισο, γιατί θέλει ο Θεός να του κάμει τα χατίρια του, γιατί θέλει ο Θεός νάναι μαζί του, γιατί θέλει, ξέρω ‘γώ, η ζωή του να είναι ευτυχισμένη σ’ αυτό το κόσμο και μετά που θα φύγει απ’ αυτό τον κόσμο πάλι να είναι καλά, δηλαδή αποβλέπει σε κάτι, σαν κάποιον ο οποίος έρχεται σπίτι σου π.χ. σου σκουπίζει το σπίτι σου, σφουγγαρίζει, αλλά το κάμνει γιατί θέλει από σένα να του δώσεις μιαν αμοιβή, περιμένει να του κάμεις ένα δώρο, περιμένει να του πεις ένα καλό λόγο να τον υποστηρίξεις κι’ εσύ μια μέρα, να τον βοηθήσεις κι’ εσύ κάποτε που θα έχει ανάγκη ή να του δώσεις χρήματα γιατί έκαμε κόπο. Αυτός είναι ο μισθωτός άνθρωπος, είναι κάπως καλύτερα από τον προηγούμενο, από το δούλο είναι καλύτερο, αλλά δεν είναι τέλειο, ούτε είναι σ’ αυτό το οποίο θα πρέπει να φθάσει ο άνθρωπος, είναι όμως κι’ αυτό κάτι καλό τουλάχιστον όταν η ψυχή μας δεν έχει αυτή την τελείαν αγάπη, ας είναι, ας σκεφτόμαστε τ’αγαθά της Βασιλείας του Θεού, ας έχουμε μέσα μας αυτά τα οποία θα επακολουθήσουν στους ανθρώπους που αγαπούν το Θεό, ας σκεφτόμαστε τον Παράδεισο, τη δόξα των Αγίων, τη συγκατοίκηση την αιώνια μαζί με τους Αγίους και τους Αγγέλους, αυτή τη σχέση με τον Θεό, ας σκεφτόμαστε τέλος πάντων όλα τα αγαθά που θα απολαύσουμε αν τηρήσουμε τον λόγο του Θεού και είναι και αυτό καλό, καλό αλλά όχι τέλειο, μεσαίο, έτσι, μέση εκπαίδευση, το τέλειο είναι να κάμνουμε αυτό το οποίο θέλει ο Θεός σαν τέκνα Θεού.

Είναι η πρώτη κατάσταση οι δούλοι, η δεύτερη οι μισθωτοί και τρίτοι οι υιοί του Θεού, τέκνα του Θεού. Και να κάνουμε αυτό το οποίον ο Θεός θέλει, όχι γιατί τον φοβόμαστε, ούτε γιατί θέλουμε να μας πληρώσει, αλλά γιατί τον αγαπούμε τον Θεό και ο Θεός είναι Πατέρας μας και κάνουμε ότι κάνουμε γιατί αυτό είναι μέσα μας, όπως όταν κάνουμε κάτι για τον πατέρα μας, το κάνουμε γιατί είναι πατέρας μας και τον αγαπούμε και δεν έχουμε τίποτε άλλο, δεν ζητούμε τίποτα, είναι η φύση μας, η σχέση μας τέτοια με τους γονείς μας.
Αλλά για να φτάσουμε όμως σε αυτή την κατάσταση της υιοθεσίας, πρέπει να τηρήσουμε μια μέθοδο, μια διαδικασία για να φτάσουμε να είμαστε τέκνα του Θεού, παιδιά του Θεού. Πρέπει οπωσδήποτε αυτό που λέει πιο κάτω «αγιασθήτω το όνομα σου», δηλαδή ας αγιασθεί το όνομα σου. Πού να αγιασθεί το όνομα του Θεού, στον ουρανό; Αφού είναι Άγιο αφ’ εαυτού το όνομα του Θεού, αλλά εμείς να αγιάσομε το όνομα του Θεού με την αγία ζωή μας, όταν εμείς υπακούσομε στις εντολές του Θεού τότε οι εντολές του Θεού λειτουργούν μέσα μας από μόνες τους σαν καθαρτήριο πυρ, το οποίο καθαρίζει την ψυχή μας και την ύπαρξή μας από τα πάθη και την αμαρτία, μας φωτίζει το νου μας, φωτίζει την καρδία μας και σιγά-σιγά αρχίζουμε να λειτουργούμε φυσιολογικά. Αρχίζει να λειτουργεί μέσα μας αυτή η αρμονία της φύσεως, όπως μας έπλασε ο Θεός. Όλες οι ψυχικές και σωματικές μας δυνάμεις αποκτούν τη σωστή τους θέση και λειτουργούν μέσα σε μια θαυμάσια αρμονία και εμείς έτσι γινόμαστε τόπος, όπου μπορεί να έρθει να κατοικήσει ο Θεός.
*  περικοπή από απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μ. Λεμεσού κ. Αθανασίου.

Η παιδεία στους Τρεις Ιεράρχες.(Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, πρ. Πρύτανη Παν/μίου Αθηνών)

 


 

 

Οι τρεις Ιεράρχες, διαθέτοντας οι ίδιοι ευρύτατη παιδεία, ήταν φυσικό, περισσότερο από όλους τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, να συλλάβουν τη σημασία της Παιδείας για τον άνθρωπο και μάλιστα για τον «νέο άνθρωπο» της εποχής τους, τον χριστιανό άνθρωπο. Κι επειδή γι’ αυτούς Παιδεία δεν σημαίνει κατάκτηση γνώσεων αλλά καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής, ως κύριος σκοπός της Παιδείας προσδιορίζεται η αγωγή των νέων παιδιών: «Τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών φαίνεται μοι, άνθρωπον άγειν, το πολυτροπώτατον ζώον και ποικιλώτατον», θα πει ο Γρηγόριος (Ε.Π.Μ.35,325).

Βεβαίως το «άνθρωπον άγειν», η ανθρωπαγωγή, ας νεολογίσουμε, δεν μπορεί στη σύλληψη των Πατέρων της Εκκλησίας παρά να είναι χριστοκεντρική. Σκοπός της αγωγής είναι: «ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως, η δε γνώσις ουκ εκτός των διδαγμάτων», διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος (Ε.Π.Μ. 32,69Β).

Για τους Τρείς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ουσία της παιδείας είναι η αγωγή και δεν νοείται αγωγή χωρίς «πνευματικά μαθήματα» και «επιμέλεια ψυχής»: «Ότι των οικείων αμελούμεν παίδων, και των μεν κτημάτων αυτών επιμελούμεθα, της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν, εσχάτης ανοίας πράγμα» (Ε.Π.Μ. 51,327), προειδοποιεί ο Χρυσόστομος.

Αν κάτι χαρακτηρίζει την παιδεία μας σε ευρωπαϊκό ίσως επίπεδο είναι ότι εξακολουθεί και σήμερα να μας διαφεύγει η ουσία, που ήταν και είναι η αγωγή ψυχών.

Με άλλα λόγια, «περί άλλων τυρβαζόμεθα», ενώ «χρεία εστί ενός», να αναπτύξουμε την αγία πλευρά του ανθρώπου, την καλλιέργεια της ψυχής και του νου του και να τον οδηγήσουμε σε μια πνευματική ανάταση και εγρήγορση, ώστε να βλέπει και να ενεργεί σωστά, διακρίνοντας το καίριο από το ασήμαντο, το μόνιμο από το πρόσκαιρο, την ουσία από τα «συμβεβηκότα» της ουσίας, για να θυμηθούμε τον ημέτερο Αριστοτέλη.

Η επιμονή των Ιερών Πατέρων στην αγωγή της ψυχής, και μάλιστα κατά Χριστόν, δεν σημαίνει ότι υποτιμούν τη σημασία των γνώσεων ή την σπουδαιότητα των γραμμάτων. Σημαίνει διαφορετική ιεράρχηση των αναγκών του ανθρώπου: πρώτα το πνεύμα και μετά το σώμα, πρώτα η αγωγή και μετά η γνώση. Ο Ιερός Χρυσόστομος προλαμβάνει ενδεχόμενες παρεξηγήσεις: « Και μη με τις νομιζέτω νομοθετείν αμαθείς τους παίδας γίνεσθαι…Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγω, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν». (Ε.Π.Ε. 28, 518-20).

Η παιδεία για τους σεπτούς Ιεράρχες είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Σε μια στιγμή εξάρσεως, ο Χρυσόστομος φθάνει να πει τη γνωστή ρήση: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστι» (Ε.Π.Ε. 25, 282). Να τι ύψος αλλά και τι νόημα δίνουν στην Παιδεία οι «μυσταγωγοί της Παιδείας, οι Μεγάλοι Ιεράρχες.

Επειδή, όπως είναι φυσικό, τα περί παιδείας διδάγματα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διδασκαλίας ετών, θα θίξω δύο μόνον ακόμη διδάγματα των Πατέρων: την έμφαση που δίνουν στον δάσκαλο και στους γονείς, παράγοντες οι οποίοι όλο και περισσότερο στις μέρες μας συνυπολογίζονται στους βασικούς πόλους της Παιδείας. Η βασική αρχή για τον δάσκαλο είναι, κατά τους Μεγάλους Ιεράρχες, το παράδειγμα: «Τον δε παιδεύοντα, ου διά ρημάτων μόνον, αλλά διά πραγμάτων παιδεύειν χρή», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε.14,554). Η «πολιτεία» του δασκάλου, η ζωή και οι πράξεις του, το παράδειγμά του, όχι η απλή διδασκαλία του είναι αυτή που οδηγεί στην παιδεία, γιατί τα λόγια φαίνεται πως περίσσευαν από τότε…

Ο Θεολόγος και ποιητής Γρηγόριος θα πει τη μνημειώδη επιγραμματική φράση: «Μισώ διδάγμαθ’ οις ενάντιος βίος».

Σ’ αυτό που ιδιαίτερα επιμένουν και οι τρείς Μεγάλοι Πατέρες στις κατευθύνσεις που δίνουν προς τους γονείς είναι η ευθύνη των γονέων να αναθρέψουν τα παιδιά τους με χριστιανικές αρχές και αξίες: με «φόβον Θεού», με καλλιέργεια των αρετών της ψυχής και του πνεύματος και με παιδεία τέτοια, που ο νέος να αντιληφθεί ότι σκοπός της ζωής δεν είναι να πασχίζει για την απόκτηση χρημάτων ή διαφόρων καταναλωτικών αγαθών και μάταιης εξουσίας, αλλά για ό,τι συνιστά την ουσία της ζωής και για τις αξίες που πρέπει να εμπνέουν τη ζωή του Χριστιανού (σύνεση, ταπεινοφροσύνη, εγκράτεια, δικαιοσύνη, αυτογνωσία). Πόσο επίκαιρος είναι και σήμερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν σχολιάζει ποιά πρότυπα προβάλλουν συνήθως οι γονείς στα παιδιά τους προς μίμηση και πόσο έξω από την χριστιανική πραγματικότητα βρίσκονταν και βρίσκονται και σήμερα πολλοί γονείς: « Και τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν να ακούσει κανείς όταν οι πατέρες μιλούν προς τα παιδιά τους και τα παρακαλούν να σπουδάσουν ρητορική, παρά αυτά εδώ τα λόγια· ο τάδε, λέγει, ενώ είναι κατώτερος και κατάγεται από κατώτερους γονείς, αφού απέκτησε την εκ των ρητορικών σπουδών ικανότητα, ανήλθε στα ύψιστα αξιώματα, απέκτησε πολύν πλούτον, νυμφεύθηκε πλούσια γυναίκα, έκτισε πολυτελές σπίτι, είναι φοβερός σε όλους και φιλόδοξος. Άλλος πάλι λέει, ο τάδε που έμαθε την ιταλική γλώσσα, είναι ένδοξος στα ανάκτορα και κυβερνά όλα τα εσωτερικά θέματα. Και άλλος πάλι δείχνει άλλον, όλοι όμως τους επιτυχημένους στη γη. Κανένας δε ούτε μια φορά δε θυμάται τα ουράνια πράγματα» (Ε.Π.Ε 28, 474).

Αν συγκρίνει κανείς την παιδεία που προτείνουν οι σοφοί Ιεράρχες με τη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, όπου η διδασκαλία των χριστιανικών αξιών και των αρχών του Ευαγγελίου από τη μια μεριά έχουν συμπιεσθεί σ’ ένα συχνά αποστεωμένο και σχολαστικό-πληροφοριακό μάθημα Θρησκευτικών, στριμωγμένο κάπου στο σχολικό πρόγραμμα και υπό συνεχή συρρίκνωση, κι από την άλλη μεριά, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οργιάζει σε όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα ό,τι άμεσα και δραστικότατα καταργεί μέσα σε λίγα λεπτά αυτά που ο δάσκαλος στο σχολείο και ο παπάς στην Εκκλησία αγωνίζονται να χτίσουν στην ψυχή των παιδιών, αν συνειδητοποιήσει κανείς τη λειτουργία και τις επιπτώσεις αυτής της αποδομητικής και σχιζοφρενικής (για την ψυχή και την προσωπικότητα των νέων παιδιών) διαδικασίας, τότε θα καταλάβει αν η Παιδεία στις μέρες μας μπορεί να επιτελέσει τον ανθρωποπλαστικό και δημιουργικό ρόλο που οραματίστηκαν οι φωτισμένοι Ιεράρχες. Στην ερώτηση πως θεραπεύεται αυτή η κατάσταση, η απάντηση είναι, νομίζω, μία: ο τρώσας και ιάσεται…

 

( Γ. Δ. Μπαμπινιώτης, «Χριστιανική και Ελληνική Πνευματικότητα», εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ.).

 

 

 

Ο Ναός και οι πιστοί

 

 

«Υπέρ του αγίου ναού τούτου και των μετά πίστεως, ευλάβειας και φόβου Θεού εισιόντων εν αυτώ, του Κυρίου δεηθώμεν».

 

(Γι’ αυτόν εδώ τον άγιο ναό και για εκείνους που μπαίνουν εδώ μέσα με πίστη, με ευλάβεια και με φόβο Θεού, ας παρακαλέσουμε τον Κύριο.)

 

 

Ο ναός της ενορίας είναι το πνευματικό μας κέντρο. Η φράση «πνευματικό κέντρο» λέγεται εδώ με πραγματική σημασία. Πνευματικά κέντρα ακούμε πολλά, αλλά εμείς ένα πνεύμα ξέρουμε, το Άγιο Πνεύμα. Εδώ ίσως έχουν θέση τα λόγια του ευαγγελιστή Ιωάννη· «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν…»· να μην πιστεύετε σε κάθε πνεύμα, αλλά να εξετάζετε τα πνεύματα αν είναι από το Θεό. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις πνεύμα και πνευματικός, τόσο λιγότερο έχουν σχέση μ’ αυτά τα πράγματα οι πραγματικά πνευματικοί άνθρωποι δεν μιλάνε για την πνευματικότητά τους. Και οι τόποι, που με διάφορους τρόπους λέγονται «πνευματικά κέντρα», δεν είναι πάντα τέτοια. Ένα είναι στ’ αλήθεια το πνευματικό κέντρο για τους χριστιανούς, ο ναός της ενορίας, αλλά και κάθε ναός, όπου γίνεται η θεία Λειτουργία.

Τί είναι γενικά ο ναός ή  Εκκλησία; Γιατί ο ναός λέγεται και εκκλησία; Ο ορθόδοξος λαός στη συνείδησή του βλέπει την ίδια την Εκκλησία στο κτίσμα και το σχήμα του ναού. Ο ιερός και καθαγιασμένος χώρος, μέσα στον οποίο συνάζεται ο λαός και γίνεται η θεία Λειτουργία, λέγεται και είναι η Εκκλησία. Γι’ αυτό και στις εικόνες των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου βλέπομε οι δύο Απόστολοι να κρατάνε ένα ναό· είναι η Εκκλησία, που ίδρυσαν και οργάνωσαν στους διάφορους τόπους. Η Εκκλησία, που καθώς το είπαμε, δεν είναι εύκολο να την ορίσουμε και να πούμε τι είναι, η Εκκλησία λοιπόν εικονίζεται στα μάτια μας και εκφράζεται με το σχήμα του ναού. Και είναι αυτός ο εικονισμός πολύ επιτυχημένος και  άγιος, γιατί η θεία Λειτουργία, που είναι η Εκκλησία, αγιάζει και μεταμορφώνει τον υλικό χώρο, μέσα στον οποίο τελείται.

Ο χώρος, όπου μέσα σ’ αυτόν τελείται το θείο Μυστήριο, είναι ο ίδιος εκείνος που έγινε ο μυστικός δείπνος στο υπερώο της Σιών. Τότε που ο Ιησούς Χριστός σύστησε και παράδωσε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, όλη η Εκκλησία ήταν εκεί ο Χριστός και οι δώδεκα μαθητές ήσαν η Εκκλησία· και ο τόπος, μαζί με τα πρόσωπα και τα τελούμενα, ήταν η Εκκλησία. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει ότι η Εκκλησία κι ο ναός είναι σαν η ψυχή του ανθρώπου και το σώμα του. Την ψυχή δεν την βλέπουμε, το σώμα βλέπομε και λέμε· «Να ο άνθρωπος». Το ίδιο, βλέπουμε το ναό και λέμε· «Να η Εκκλησία». Η Εκκλησία, που είναι μια θεία και πνευματική πραγματικότητα, άρχεται σε επικοινωνία με τον υλικό κόσμο και εκφράζεται μέσον του ιερού ναού και με ό,τι τελείται μέσα σ’ αυτόν «διά του ναού το κόσμιον έχουσα», λέει ο άγιος Μάξιμος.

Έπειτα ο ορθόδοξος ναός, όπως είναι στο σχέδιο του χτισμένος και διακοσμημένος, δείχνει τον ουρανό μαζί και τη γη. Το ιερό Βήμα είναι η εικόνα του ουρανού. Η αγία Τράπεζα είναι ο τύπος του υπερουράνιου θυσιαστηρίου, όπου αδιάλειπτα ιερουργεί ο Μέγας Αρχιερέας Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Το εικονοστάσιο, με τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων και με τις τρεις πύλες δείχνει μπροστά στα μάτια των πιστών και θυμίζει ένα τρόπο αέναης επικοινωνίας της γης με τον ουρανό. Η μεσαία πύλη είναι η θέση στην οποία εμφανίζεται, ευλογεί και κηρύττει το Ευαγγέλιο ο λειτουργός ιερέας, μια μορφή ανάμεσα στον ουρανό και τη γη στη σειρά των Αγίων του εικονοστασίου. Τελευταία ψηλά στο θόλο η μορφή του Παντοκράτορα Χρίστου ο ήλιος της δικαιοσύνης, που βλέπει κάτω προς τη γη και τη φωτίζει, μεταδίδοντας σ’ όλη την κτίση το πνευματικό φως της λειτουργικής σύναξης. Ο ορθόδοξος ναός είναι μια αληθινή θεοφάνεια. Μέσα στο ναό είναι η Εκκλησία, μέσα στην Εκκλησία η θεία Λειτουργία, μέσα στη θεία Λειτουργία ο Θεός.

Στο τέταρτο αίτημα της Μεγάλης Συναπτής ο διάκονος δέεται για τον άγιο ναό, μέσα στον οποίο τελείται η θεία Λειτουργία, και για εκείνους, που με πίστη, με ευλάβεια και με φόβο Θεού μπαίνουν σ’ αυτόν. Τι είναι ο ναός το είπαμε, και πως πρέπει οι χριστιανοί να μπαίνουν στον ιερό χώρο και να στέκονται την ώρα της θείας Λειτουργίας το λέει η δέηση του διακόνου· «μετά πίστεως, ευλάβειας και φόβου Θεού». Στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας ως το τέλος πολλές φορές θα ακούσουμε το διάκονο να προτρέπει τους πιστούς για τη στάση τους και για την ψυχική τους διάθεση, με την οποία πρέπει να συμμετέχουν στην ιεροτελεστία. Δεν θα πρέπει βέβαια να είμαστε πολύ ευχαριστημένοι με ό,τι συνήθως γίνεται, που ή καθυστερούμε να πάμε το πρωί στην Εκκλησία ή βιαζόμαστε να φύγουμε πριν από την Απόλυση ή δεν δείχνουμε πολλή ευλάβεια και φόβο Θεού, όταν τελείται η θεία Λειτουργία.

Λυπούμαστε που δεν έχουμε τον τρόπο να μιλήσουμε περισσότερο για όλα αυτά, καθώς και γιατί δεν μπορούμε να ακούσουμε τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο πως συχνά πυκνά στις ομιλίες του διδάσκει για τον ιερό ναό και για το πως οι χριστιανοί πρέπει να είναι μέσα στην Εκκλησία. Θα περιοριστούμε μόνο σε ό,τι γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για τη μεγάλη πνευματική ωφέλεια, που έχει κάθε χριστιανός να μη λείπει από την Εκκλησία, όταν γίνεται σύναξη και τελείται η θεία Λειτουργία. Ο εκκλησιασμός είναι όχι μόνο χρέος, αλλά και δικαίωμα και προνόμιο για κάθε πιστό, να είναι δηλαδή παρών στη σύναξη της Εκκλησίας, αφού κι αυτός είναι ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού. Στην αρχαία εποχή μόνο όσοι είχαν βαριά επιτίμια δεν μπορούσαν να είναι στη θεία Λειτουργία. Για τους άλλους, που χωρίς λόγο απουσιάζουν, υπάρχουν κανόνες που τους τιμωρούν πνευματικά, και μόνο για εκείνους που δικαιολογημένα θα λείψουν δέεται η Εκκλησία· «υπέρ των δι’ ευλόγους αι­τίας απολειφθέντων».

Να λοιπόν τι γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής· «Πρέπει να συχνάζουμε στην αγία Εκκλησία του Θεού και να μην απολείπουμε από την αγία σύναξη, που γίνεται σ’ αυτήν. Πρώτα, γιατί στην Εκκλησία βρίσκονται άγιοι Άγγελοι, που κάθε φορά καταγράφουν εκείνους που μπαίνουν, και τους παρουσιάζουν στο Θεό και δέονται γι’ αυτούς. Κι έπειτα, γιατί πάντα χωρίς να φαίνεται είναι παρούσα εκεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και μάλιστα την ώρα της αγίας σύναξης, όπου τον καθέναν από τους παρόντες, ανάλογα με τη δεκτικότητά του, τον αλλάζει και τον ξαναφτιάχνει και πραγματικά τον ξαναγεννά πνευματικά και τον οδηγεί προς τα εκεί που φανερώνουν τα τελούμενα μυστήρια». Η μεταβολή που γίνεται στον καθέναν, όταν ζωντανά μετέχει στην εκκλησιαστική σύναξη, φαίνεται όταν βγαίνει από την Εκκλησία. Έτσι, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πρέπει να βγαίνουμε από την Εκκλησία, που να φαινόμαστε πως κατεβήκαμε από τον ουρανό. Από την Εκκλησία, αν τύχει και μπούμε λυπημένοι, βγαίναμε χαρούμενοι· αν μπούμε αγριεμένοι, βγαίνομε ήμεροι· αν μπούμε λύκοι, βγαίνουμε πρόβατα. Ύστερα από τη θεία Λειτουργία γυρίζουμε στα σπίτια μας, φέρνοντας μαζί μας την ευλογία και τη χαρά του Θεού,

Η σημασία που έχει ο ναός στη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων φαίνεται παντού σε όλους τους λαούς, όχι μόνο τους χριστιανικούς, αλλά και τους ειδωλολάτρες· γράφει ο αρχαίος Πλούταρχος, «κανένας δεν είδε ούτε που θα δει πόλη χωρίς ναούς και χωρίς πίστη». Η αρχαία Καππαδοκία ήταν γεμάτη Εκκλησίες, πολλές από τις οποίες σώζονται ακόμα. Ο Γρηγόριος ο επίσκοπος Νύσσης σε μια περίφημη επιστολή του γράφει το εξής· «αν απ’ ό,τι βλέπει κανείς θα μπορούσε να συμπεράνει την παρουσία του Θεού, τότε θα νόμιζε πως ο Θεός κατοικεί στην Καππαδοκία». Το ίδιο θα λέγαμε και για τα δικά μας νησιά, που είναι όλα γεμάτα εκκλησίες. Και τη σημασία που έχει να χτίζεται ένας ναός τη βλέπομε σε μια επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου σε κάποιον επίσκοπο της αρχιεπισκοπής του· «Μας υπερευχαρίστησε», του γράφει, «η φροντίδα σου, που ταιριάζει σε κάθε χριστιανό, να χτίσετε Εκκλησία, για να δοξάζεται το όνομα του Χριστού. Καθώς είναι γραμμένο, αγαπήσατε πραγματικά την ευπρέπεια του οίκου του Κυρίου και ετοιμάσατε για σας κατοικία στον ουρανό, εκείνην που περιμένει όσους αγαπούν το όνομα του Χριστού». Την ανέγερση ναών και τη φροντίδα για τους ναούς η Εκκλησία την εκτιμά πολύ, γι’ αυτό και σε κάθε σύναξη δέεται· «Υπέρ των μακαρίων και αοιδίμων κτιτόρων» του ναού, και σε κάθε θεία Λειτουργία στην αρχή ο διάκονος δέεται «Υπέρ του αγίου ναού τούτου…» και στο τέλος ο ιερέας παρακαλεί· «αγίασον τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του οίκου σου». Αμήν.

 

(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)

 

Η πίστη της Χαναναίας. (Κυριακή ΙΖ΄Ματθαίου)

 

 

     Η Χαναναία γυναίκα εκπροσωπεί τον εθνικό και ειδωλολατρικό κόσμο. Από τους παραδοσιακούς Ισραηλίτες δεν θεωρείται μόνο αλλοεθνής άλλα και αλλόθρησκη. Κατά συνέπεια, η γυναίκα αυτή καθώς και όλος ο κόσμος που εκπροσωπεί, είναι άπιστος και αμαρτωλός. Αξίζει, λοιπόν, της απόρριψης και της αιώνιας καταδίκης. Εξάλλου υπάρχει γενική πεποίθηση σε όλο τον πιστό κόσμο των εβραίων, ότι ο Θεός δεν έχει περιλάβει αυτούς στο σχέδιο της σωτηρίας και άρα τους αξίζει μια γενική περιφρόνηση.

     Αυτό το αρνητικό πνεύμα εκφράζουν και οι μαθητές προς τον Ιησού, όταν ενοχλούνται από τις κραυγές της απελπισμένης γυναίκας που παρακαλεί τον Διδάσκαλο να θεραπεύσει την κόρη της· «ελέησόν με, Κύριε…, η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Εθνικός κόσμος σημαίνει στην θρησκευτική και θεολογική γλώσσα, κόσμος δαιμονοκρατούμενος. Ο Θεός έχει καταδικάσει αυτόν τον κόσμο από τώρα. Αυτή είναι η κοινή πεποίθηση όλων.

      Ο Κύριος, όμως, εκτιμά τα πράγματα διαφορετικά. Δεν μένει στα εξωτερικά γεγονότα και ούτε κρίνει τους ανθρώπους με κριτήρια εθνικά, φυλετικά ή θρησκευτικά. Διαβλέπει στη Χαναναία μια θαυμαστή πίστη, έξω από θρησκευτικές κατηγορίες αξιολόγησης. Πρέπει αυτή η πίστη να προβληθεί, να φανεί και στους άλλους και να εκτιμηθεί δεόντως από όλους. Γι’ αυτό και ο Ιησούς μπαίνει σε μια διαδικασία περίεργη, μιας φαινομενικής περιφρόνησης της γυναίκας αυτής, χρησιμοποιώντας μάλιστα μια σκληρή γλώσσα που δεν ταιριάζει με τη γνωστή ήπια και φιλάνθρωπη φρασεολογία του. Αυτή η τακτική αντιμετώπισης της αμαρτωλής έστω και ταλαίπωρης αυτής γυναίκας ξαφνιάζει και αυτούς τους μαθητές ακόμη.

     Ομιλεί για «τέκνα» και για «κυνάρια». Τέκνα είναι ο λαός Ισραήλ και κυνάρια ο κόσμος των εθνικών. Φοβερή διάκριση. Αυτή η ωμή σε σκληρότητα γλώσσα φανερώνει τα κριτήρια του θρησκευτικού κόσμου της εποχής και όχι του Κυρίου την κρίση. Σε λίγο, όταν θα μιλήσει για την υποχρέωση των γονέων να δίνουν ψωμί στα παιδιά τους και όχι στα σκυλιά τους και μετά την επιμονή της γυναίκας ότι και τα σκυλιά τρέφονται από τα ψίχουλα των πλουσίων, ο Ιησούς αποκαλύπτει τη βαθιά πίστη αυτής της σεμνής και ταπεινής μητέρας: «ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις»! Και το θαύμα της θεραπείας της θυγατέρας της Χαναναίας μάνας έγινε, εξαιτίας μιας πίστεως που προέρχεται από μια αμαρτωλή και άθρησκη γυναίκα.

      Είναι ενδιαφέρουσα και η παρατήρηση εκ μέρους του ευαγγελιστού Μάρκου, κατά την εξιστόρηση του γεγονότος αυτού. Αναφέρει, ότι η Χαναναία ήταν ελληνικής καταγωγής και κάτοικος στην περιοχή της Συροφοινίκης. Γνωρίζουμε, ότι στις περιοχές αυτές της Τύρου, της Σιδώνος και της ευρύτερης περιοχής της Χαναάν και Συ­ροφοινίκης, υπήρχε μεγάλη ελληνική κοινότητα που ασχολείτο κατά κύριο λόγο με το εμπόριο. Σ’ αυτό τον ελληνικό κόσμο της περιοχής αυτής δραστηριοποιήθηκε ο Ιησούς με πολύ θετικά αποτελέσματα, συνάντησε μια εκπληκτική πίστη, πνευματικής ποιότητας ψυχή, που έδωσε και ένα πρώτο δείγμα μελλοντικής προοπτικής της χριστιανικής εποποιίας προς τον κόσμο των εθνών.

 

 Νέα κριτήρια αληθινής πίστεως

 

      Η συγκεκριμένη περίπτωση συνάντησης του Ιησού με τον κόσμο των εθνικών μας αποκαλύπτει μιαν άλλη εικόνα περί πίστεως, που υπερβαίνει τα γνωστά θρησκευτικά κριτήρια. Όσο κι αν αιφνιδιάζει αυτή η προσέγγιση, ένα είναι γεγονός, ότι με το ευαγγελικό μήνυμα του Κυρίου μπήκαμε σε μια νέα εποχή, νέας αντίληψης των πνευματικών ανθρώπων. Δυστυχώς κι εμείς ακόμη σήμερα, μετά από είκοσι αιώνες χριστιανικής εμπειρίας, παραμένουμε και κρίνουμε τους ανθρώπους με ιουδαϊκά και καθαρά νομικά κριτήρια.

       Η ελληνίδα γυναίκα από τη Χαναάν, παρόλη την εθνική της καταγωγή, διατηρούσε μια θαυμαστή αντίληψη πίστεως και πνευματικότητας. Παρουσιάζεται στον Ιησού σεμνή και ταπεινή, χωρίς να κομπάζει και να διεκδικεί, όπως θα έπραττε μια Ιουδαία πιστή γυναίκα. Ασήμαντη μπροστά στην Αγιότητα και τελειότητα του συνομιλητή της. Άξια απόρριψης και περιφρόνησης από τους εκλεκτούς της ιουδαϊκής θρησκείας. Όμως αληθινή, με μια βαθιά αγάπη και ταπεινοφροσύνη, που μεταμορφώνεται σε μια ισχυρή και δυνατή πίστη. Μια πίστη που ο Ιησούς δεν βρήκε άλλη όμοια ούτε στον κόσμο των πιστών.

      Η πίστη της εθνικής γυναίκας γίνεται κριτήριο πλέον αξιολόγησης της πίστεως του κάθε ανθρώπου. Από εξωτερικά και τυπικά κριτήρια μπήκαμε σε μια διαδικασία εσωτερικών κριτηρίων ποιότητας και αληθινότητας. Η πίστη δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα, όπως συνήθως θεωρείται, μόνο των θρησκευόμενων ανθρώπων. Είναι φορές, που οι κοσμικοί άνθρωποι διαθέτουν μια ανυποψίαστη και συγκλονιστική πίστη, συνδυασμένη συνήθως με μια εκπληκτική ποιότητα ζωής. Αυτοί προσεγγίζουν πιο πολύ τη διδασκαλία του Ιησού και το δικό του προβαλλόμενο πνευματικό ήθος ζωής, παρά οι εκ παραδόσεως και εξ επαγγέλματος θρησκευτικοί άνθρωποι.

      Αυτό τον υγιή προβληματισμό προβάλλουν οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος με τη διάσωση του γεγονότος αυτού της εθνικής γυναίκας. Η περιγραφή εκ μέρους των Ευαγγελιστών είναι άκρως ενδιαφέρουσα, ρεαλιστική και αποκαλυπτική. Από τη μια προβάλλεται η περιφρόνηση της γυναίκας αυτής και του κόσμου της που εκπροσωπεί από τους ιουδαίους και από την άλλη εξαίρεται η πίστη της και η έμμονη της στο δικαίωμα του θαύματος και της σωτηρίας. Οι Ιουδαίοι έβλεπαν τον Ιησού μόνο ως ένα Ραββί και Διδάσκαλο και η Χαναναία τον έβλεπε και τον πίστευε ως Λυτρωτή και Σωτήρα. Η γυναίκα αυτή ξεπέρασε την απλή και εξωτερική εντύπωση της εμφάνισης του Κυρίου στην ιστορία και μπήκε στο μυστήριο της σωτηριολογικής παρουσίας του στον κόσμο των ανθρώπων.

      Η πίστη μιας αληθινής μάνας και η αληθινότητα μιας πραγματικής γυναίκας είναι ικανή να κάνει και τον Θεό ακόμη να «αλλάξει» τακτική έναντι των ταπεινών και αμαρτωλών ανθρώπων. Η πίστη αυτής της Χαναναίας μάνας, που ξέρει και έχει τη δύναμη να ταπεινώνεται και να παρακαλεί κραυγάζουσα προς τον Θεό, γίνεται Ικανή να τελεσθεί το θαύμα στη ζωή. Πράγματι, με αυτή την ευαγγελική περικοπή ανατρέπεται μια λανθασμένη θρησκευτική αντίληψη αιώνων και προβάλλεται ένας νέος «τύπος» πιστού ανθρώπου, που συνδέεται άμεσα αν όχι με τη θρησκεία, οπωσδήποτε όμως με το θαύμα.

     Αυτό που πρωτεύει στο Χριστιανισμό δεν είναι η θρησκευτική νομική κατοχύρωση των ανθρώπων, αλλά η εμμονή στην αληθινή πίστη και η επιμονή στην αναγκαιότητα λειτουργίας του θαύματος στη ζωή μας. Το θαύμα, δηλαδή η χάρη, σε συνδυασμό με την πίστη στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, οδηγεί τα πράγματα της πνευματικής ζωής στην αληθινή τους έκφραση.

     Το πρόβλημα δεν είναι, αν η θρησκευτικότητα παρεμποδίζει την αληθινή πίστη και αν οι θρησκευτικοί κανόνες εγκλωβίζουν την πνευματική ζωή να εξελιχθεί και ανα­πτυχθεί φυσιολογικά. Το ζητούμενο είναι, πως είναι δυνα­τόν, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τοποθετήσεις, είτε Ιουδαίος είτε εθνικός είναι κάποιος, να έχει μια εντιμότητα και να διαθέτει μια βαθιά αναγκαιότητα κοινωνίας με τον Ιησού Χριστό, γιατί σ’ αυτόν τελικά βρίσκεται η οδός, η αλήθεια και η ζωή.

     Αν και πλήθος ανθρώπων, ακολούθων και θαυμαστών, συνωθούνταν γύρω από τον Ιησού, όπως και οι μαθητές του ακόμη, όλοι έμειναν ανυποψίαστοι για την αληθινή πίστη της Χαναναίας γυναίκας. Οι κραυγές και οι παρακλήσεις της, η ταπείνωση και η επιμονή της, άφησαν όλους ασυγκίνητους εξαιτίας της διαφορετικής κοινωνικής και θρησκευτικής τοποθέτησης. Μόνο ο Κύριος διέγνωσε τα βάθη της καρδιάς της και των αισθημάτων της και εκεί αναγνώρισε έναν σπάνιο άνθρωπο και μια εκλεκτή ψυχή.

       Μήπως είναι καιρός και τα δικά μας κριτήρια για τους άλλους να τα αναθεωρήσουμε και να μπούμε στη λογική του Ιησού Χριστού, που αποσκοπεί το σημερινό Ευαγγέλιο, άστε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην εσωτερική ποιότητα του ανθρώπου και όχι στην εξωτερική εμφάνιση και προέλευσή του;

 

(Γ. Π. Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγητού στο Παν/μίο Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Α΄, εκδ. Αποστ. Διακονία)

28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ- Μνήμη Αγίου Ισαάκ του Σύρου, «Πρίγκηπος των ερημιτών και μεγάλου δασκάλου της μυστικής ζωής».

 

Ο Αγ.  Ισαάκ  μας απαντά.

 

Α. Τί σημαίνει το «γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν;»

 

« Να προσεύχεσαι, λέγει, να μην εισέλθεις σε πειρασμούς της πίστης σου. Να προσεύχεσαι να μην εισέλθεις στον πειρασμό του δαίμονα της βλασφημίας και της υπερηφάνειας με την οίηση του νου σου. Να προσεύχεσαι να μην εισέλθεις, κατά παραχώρηση του Θεού, στους φανερούς πειρασμούς των αισθήσεων, που ο διάβολος ξέρει πως να σου δημιουργεί όταν το επιτρέπει ο Θεός λόγω των ανόητων λογισμών που καλλιεργείς…Να προσεύχεσαι να μην εισέλθεις στους πειρασμούς της ψυχής μέσα από αμφιβολίες και προκλήσεις, με τις οποίες η ψυχή σύρεται βίαια σε μεγάλη σύγκρουση. Ακόμα και έτσι, ετοιμάσου να δεχτείς ολόψυχα σωματικούς πειρασμούς. Να τους διαπλεύσεις με όλα σου τα μέλη και να γεμίσεις τα μάτια σου με δάκρυα, έτσι ώστε ο άγγελος που σε φυλάει να μη σε εγκαταλείψει. Επειδή χωρίς δοκιμασίες δεν φαίνεται η Πρόνοια του Θεού και δεν μπορείς να αποκτήσεις παρρησία μπροστά στον Θεό, ούτε να μάθεις τη σοφία του Πνεύματος, ούτε μπορεί να εδραιωθεί μέσα σου ο θείος πόθος. Πρίν από τους πειρασμούς ο άνθρωπος προσεύχεται στον Θεό σαν να είναι ξένος, αλλά όταν εισέρχεται στους πειρασμούς για χάρη της αγάπης του και δεν αφήνεται να εκτραπεί, τότε άμεσα έχει, ούτως ειπείν, τον Θεό ως χρεώστη του και ο Θεός τον υπολογίζει ως αληθινό φίλο, διότι για χάρη του θελήματός Του πολέμησε εναντίον του εχθρού του και τον νίκησε. Αυτό σημαίνει «προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν». Και πάλι, να προσεύχεσαι να μην εισέλθεις στο φοβερό πειρασμό του διαβόλου για την αλαζονεία σου, αλλά επειδή αγαπάς τον Θεό, ώστε η δύναμή Του να σου είναι αρωγός, και διά μέσου σου να συντρίψει τους εχθρούς Του. Να προσεύχεσαι να μην εισέλθεις σε τέτοιες δοκιμασίες εξαιτίας της αφροσύνης των λογισμών και των έργων σου, αλλά αντίθετα για να δοκιμαστεί η αγάπη σου πρός τον Θεό και για να δοξαστεί η δύναμη Του στην υπομονή σου».

 

Β. Γιατί ο Θεός παραχωρεί τους πειρασμούς;

 

« Έχοντας πείρα των πολλών επεμβάσεων της θείας συνδρομής στους πειρασμούς, ο άνθρωπος αποκτά επίσης σταθερή πίστη. Απ’ εκεί και έπειτα γίνεται άφοβος και με την άσκηση που έκανε αποκτά θάρρος στους πειρασμούς. Ο πειρασμός ωφελεί τον καθένα…Οι αγωνιστές δοκιμάζονται για να αυξήσουν τον πλούτο τους. Οι οκνηροί δοκιμάζονται για να προφυλαχθούν απ’ ό,τι είναι βλαβερό σ’ αυτούς. Οι νυσταλέοι δοκιμάζονται, για να παρασκευαστούν για αγρυπνία. Εκείνοι που βρίσκονται μακριά δοκιμάζονται για να μπορέσουν να πλησιάσουν τον Θεό. Αυτοί που είναι του Θεού, δοκιμάζονται για να εισέλθουν με παρρησία στον οίκο του…Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μην αισθάνεται συνθλιμμένος τον καιρό της άσκησής του. Και δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος, που να μη βρίσκει πικρό τον καιρό που ποτίζεται με το φαρμάκι των δοκιμασιών. Χωρίς πειρασμούς ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποκτήσει ισχυρή κράση…».

 

Γ. Οι πειρασμοί μας φέρνουν πιο κοντά στον Θεό;

 

« Μόλις η θεία Χάρις καταστήσει το φρόνημά του ασφαλές…, ώστε να στηρίξει την εμπιστοσύνη του στον Θεό, αρχίζει, λίγο λίγο, να τον εισάγει στούς πειρασμούς. Επιτρέπει να του στέλλονται πειρασμοί που να ταιριάζουν στα μέτρα του, για να μπορεί να βαστάξει την ισχύ τους. Αλλά μέσα σ’ αυτούς τους πειρασμούς, η βοήθεια της Χάριτος βρίσκεται ολοφάνερα κοντά του, για να παίρνει θάρρος, έως ότου σιγά σιγά γυμναστεί, αποκτήσει σοφία και περιφρονήσει τους εχθρούς του, έχοντας εμπιστοσύνη στον Θεό. Διότι δεν είναι δυνατόν χωρίς πειρασμούς να αποκτήσει ένας άνθρωπος σοφία στον πνευματικό πόλεμο, να γνωρίσει τον Ευεργέτη του, να αισθανθεί τον Θεό και να στερεωθεί μυστικά η πίστη του, παρά με τη δύναμη της εμπειρίας που έχει κερδίσει…Η θαυμαστή αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο δεν του γίνεται γνωστή παρά όταν βρίσκεται μέσα σε περιστάσεις που του στερούν την ελπίδα. Εδώ είναι που ο Θεός δείχνει τη δύναμη Του σώζοντάς τον».

 

Δ. Πότε έχουμε περισσότερους πειρασμούς;

 

«Όσο ταξιδεύεις στην οδό πρός την πόλη της Βασιλείας, και πλησιάζεις την πόλη του Θεού, τούτο να σου γίνει δείκτης: η δύναμη των πειρασμών που συναντάς. Όσο πλησιάζεις και προοδεύεις στην πορεία σου, τόσο οι εναντίον σου πειρασμοί πληθύνονται. Όποτε αισθάνεσαι στη ψυχή σου διάφορους και ισχυρότερους πειρασμούς στον δρόμο σου, να ξέρεις πως εκείνη τη στιγμή η ψυχή σου έχει όντως εισέλθει μυστικά σ’ ένα ανώτερο επίπεδο και ότι της προσετέθη Χάρις στην κατάσταση όπου βρέθηκε. Διότι ο Θεός οδηγεί τη ψυχή στις θλίψεις των δοκιμασιών κατά το μέτρο της Χάριτος που παραχωρεί».

 

Ε. Τί γίνεται με αυτόν που δεν αντέχει τους πειρασμούς;

 

« Αν η ψυχή του ανθρώπου έχει κάποια αδυναμία και δεν διαθέτει αρκετή δύναμη για μεγαλους πειρασμούς και συνεπώς ζητά να εισέλθει σ’ αυτούς, και την εισακούσει ο Θεός, τότε γνώριζε σαφώς πως όσο η ψυχή είναι ανεπαρκής για μεγάλες δοκιμασίες, στον ίδιο βαθμό είναι ανεπαρκής και για τα μεγάλα χαρίσματα. Και όσο αποτρέπονται οι μεγάλοι πειρασμοί από το να εισέλθουν στη ψυχή, στον ίδιο βαθμό παρακρατούνται από αυτήν και τα μεγάλα χαρίσματα. Ο Θεός δεν χορηγεί ένα μεγάλο χάρισμα χωρίς μια μεγάλη δοκιμασία. Ο Θεός, κατά τη σοφία Του, που βρίσκεται πέρα από την κατανόηση των πλασμάτων Του, όρισε τα δώρα Του να παραχωρούνται ανάλογα με τους πειρασμούς».

 

ΣΤ. Οι πειρασμοί βοηθούν την πνευματική μας πρόοδο;

 

« Οι δοκιμασίες που επιβάλλονται για την προκοπή και την αύξηση της ψυχής και εκείνες με τις οποίες ασκείται, είναι οι εξής: η οκνηρία και η κατάπτωση του σώματος, η χαύνωση των μελών, η κατάθλιψη, η σύγχυση της διάνοιας, οι σωματικοί πόνοι, η προσωρινή απώλεια της ελπίδας, ο σκοτισμός των λογισμών, η απουσία ανθρώπινης βοήθειας, η ένδεια για τις σωματικές ανάγκες και τα πάρόμοια. Με αυτούς τους πειρασμούς η ψυχή του ανθρώπου αισθάνεται έρημη και ανυπεράσπιστη, η καρδιά του απονεκρώνεται και ταπεινώνεται, δοκιμάζεται δε μ’ αυτό τον τρόπο για να φτάσει να επιθυμεί τον Δημιουργό της. Η θεία Πρόνοια, ωστόσο, κατανέμει αυτές τις δοκιμασίες ανάλογα με τη δύναμη και τις ανάγκες εκείνων που τις υφίστανται. Σ’ αυτές αναμιγνύονται η παρηγοριά και οι θλίψεις, το φως και το σκοτάδι, οι πόλεμοι και η βοήθεια…Αυτό είναι το σημάδι της προκοπής του ανθρώπου με τη βοήθεια του Θεού».

 

( Τα κείμενα του Αγίου Ισαάκ από το βιβλίο: Ιλαρίων Αλφέγιεφ, Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σ. 119- 125).