«Kαίει και την πίστη σας, η φωτιά στην Αττική»;! – π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος

13

«Kαίει και την πίστη σας, η φωτιά στην Αττική»;!

«Και την τρομερή εκείνη μέρα που το παιδί ήταν παρόν στον απαγχονισμό ενός άλλου παιδιού, που το πρόσωπό του, από ό, τι μας λέει, έμοιαζε με δυστυχισμένο άγγελο, άκουσε κάποιον πίσω του να στενάζει: Μα πού είναι ο Θεός; Πού είναι; Πού είναι τέλος πάντων ο Θεός;

Και μέσα μου μια φωνή του απαντούσε:

– Πού είναι; Να ‘τος! Μπροστά σου είναι κρεμασμένος εδώ σ’ αυτή την κρεμάλα».

Ελί Βίζελ, «Η Νύχτα», σελ 26,

Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006

«Νομίζετε, ότι εκείνοι οι δεκαοχτώ, πάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους σκότωσε, ήταν οι χειρότεροι από όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ; Σας διαβεβαιώνω πως όχι, αν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι θα χαθείτε κατά τον ίδιο τρόπο…» (δηλαδή αιφνίδια) (Λουκ. 13, 4-5).

Επεξηγεί ο Χριστός ένα απρόοπτο φυσικό φαινόμενο (έπεσε ένας πύργος και σκότωσε ανθρώπους) και διευκρινίζει ότι αυτή η συμφορά που τους βρήκε δεν είχε το νόημα της τιμωρίας του Θεού, επειδή ήταν αμαρτωλοί ούτε λόγω της κακίας τους, αλλά τους υπενθυμίζει ότι υπάρχουν πράγματα πέρα και έξω από το βεληνεκές του ανθρώπινου μυαλού, για τα οποία καλό είναι να σιωπούν, ενώ ταυτόχρονα τους παροτρύνει να νοιάζονται για την βαθύτερη, προσωπική του ο καθένας διάθεση και ποιότητα (τη μετάνοια).

«Θυμώνει» ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Τον ρωτά: «Τί οὖν; Ἵνα γένωμαι ἐγώ βελτίων ἐκεῖνος κολάζεται;» «Τι δηλαδή; Για να γίνω εγώ καλύτερος τιμωρείται εκείνος;» Και απαντά: «Όχι βέβαια! Αλλά για τα δικά του, του Θεού, (αόρατα στα μάτια μας) δεδομένα».

Το κεφάλαιο 13 στο Ευαγγέλιο του Λουκά, που αρχίζει με τη σφαγή των Γαλιλαίων την ώρα της θυσίας και τον θάνατο των δεκαοχτώ από την πτώση του πύργου, συνεχίζει με την παραβολή της άκαρπης συκιάς. Ακολουθεί η θεραπεία της συγκύπτουσας, οι παραβολές του σπόρου του σιναπιού και του προζυμιού, και τέλος η διδασκαλία για την στενή πύλη!

Η συκιά της παραβολής παρουσιάζει μια όμορφη εικόνα: φύλλα χωρίς καρπούς. Είναι ένα δέντρο που άδικα πιάνει τον τόπο! Παίρνει, λοιπόν, παράταση… για καρποφορία! (Εμείς όμως αρκούμαστε στην εικόνα… στα φύλλα!).

Η υπομονή που καλλιεργήθηκε στη διάρκεια μιας δεκαοκτάχρονης αναμονής δίνει τη δυνατότητα σωστών αξιολογήσεων και τοποθετήσεων. (Εμείς όμως θέλουμε να τα ξέρουμε όλα και τώρα!).

Ένας ελάχιστος σε μέγεθος σπόρος έχει τον δυναμισμό να γίνει «ενεργείᾳ» ένα δέντρο μεγάλο, «αναπαυτικό» για πολλούς, όταν τον αφήσουμε ν’ αναπτυχθεί και του εξασφαλίσουμε τις κατάλληλες προϋποθέσεις. (Εμείς όμως νομίζουμε ότι όλα «αγοράζονται» έτοιμα!).

Και το «προζύμι» μπορεί και αλλάζει τα δεδομένα των συνθηκών. Το αλεύρι, που στην ακατέργαστη μορφή του δεν τρώγεται, γίνεται ψωμί που στηρίζει και συνεχίζει την ζωή! (Εμείς όμως όντας ανόητοι… «ακυρώνουμε και αχρηστεύουμε το προζύμι» και τελειώνουν όλα εκεί).

Όλα τα παραπάνω επισημαίνουν κάποιον κόπο που «απαιτείται» για να μπορέσουμε να «μπούμε» από την στενή πύλη στην Βασιλεία του Θεού! Θέλει μάζεμα το μυαλό μας, για να δεχθεί ταπεινά ότι δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι… παντογνώστης (!), ούτε να ελέγχει και να εγκρίνει τα πάντα! Χρειάζεται απλότητα (όχι απλοϊκότητα) ταπείνωσης για να δεχθεί κανείς αυτό που γράφει ο Χαίλντερλιν, ότι: «Ο Θεός φτιάχνει τον κόσμο, όπως η θάλασσα την στεριά: Με το να αποτραβιέται (αποσύρεται)».

Είναι φυσικό, όσο θα υπάρχουν άνθρωποι μέσα στον πόνο, στο κακό και στην δυστυχία, όπως και τώρα με τις φωτιές της Αττικής, δεν θα παύει να μας ταράζει το δίλημμα: Ή ο Θεός είναι παντοδύναμος, αλλά δεν μας αγαπάει· ή μας αγαπάει, αλλά δεν είναι παντοδύναμος. Αν ο Θεός υπάρχει και είναι αγάπη, όπως λένε οι χριστιανοί, γιατί να υπάρχει το κακό και ο πόνος; Είναι ένας Θεός που θέλει το κακό μας;

Όλοι ήρθαμε κάποτε αντιμέτωποι με την δυστυχία ή την συμφορά, με την μία ή την άλλη από τις τόσες μορφές της! Την αρρώστια, την οδύνη, τον θάνατο! Συμφορές δικές μας ή αγαπημένων μας προσώπων. Από την άλλη, όλοι γνωρίζουμε την απίστευτη ικανότητα του ανθρώπου να κάνει κακό και να προκαλεί πόνο στον αδερφό του. Από τον Κάιν που σκότωσε τον Άβελ, μέχρι την Ρουάντα, τους πολέμους όπου γης, και τις φυσικές καταστροφές, σαν το τσουνάμι παλαιότερα ή τις φωτιές τώρα στην Αττική. Όλοι λίγο-πολύ έχουμε θέσει στον εαυτό μας το ερώτημα: «Αν υπάρχει Θεός, γιατί αφήνει να συμβεί το ένα ή το άλλο;».

Εμείς οι χριστιανοί σφάλαμε, δίνοντας μια εικόνα του Θεού, που στηρίζεται στην παντοδυναμία Του. Ο Θεός κρατιέται σε απόσταση, δεν είναι όμως απών, αλλά η προσεκτική και αγαπητική παρουσία Του γίνεται διακριτικά. Η απόσταση Του δεν είναι δήλωση αδυναμίας, ούτε σημάδι αδιαφορίας, αλλά ένδειξη αγάπης.

Ωστόσο μπροστά στην ευγενική σιωπή του Θεού και στην απόστασή Του λόγω σεβασμού της ελευθερίας μας, η ανυπομονησία του ανθρώπου εκδηλώνεται με τρόπο φυσικό. Η προσευχή ως ικεσία μέσα στην Αγία Γραφή έχει ξεχωριστή θέση. Οι Ψαλμοί και τα βιβλία των Προφητών είναι γεμάτα από αιτήματα για παρέμβαση του Θεού. Φωνάζουν διαρκώς να σταματήσει επιτέλους ο Θεός να κρύβει την δύναμή Του.

Ο Χριστός εγκαταλείπει κάθε ισχύ και συντάσσεται στο πλευρό μας. Στην αρχή των Ευαγγελίων, οι αφηγήσεις για τους πειρασμούς στην έρημο λένε ότι ο Χριστός αρνείται κάθε κοσμική δύναμη και εξουσία. Στο τέλος του Ευαγγελίου, ο Χριστός εισέρχεται στο πάθος, βιώνει την ανθρώπινη κατάσταση σε όλη της την τραγωδία. Συντάσσεται με το μέρος μας, μαζί μας στη δυστυχία, στον πόνο και στο θάνατο. Τα αναλαμβάνει, δεν τα ερμηνεύει! Εκείνος ξέρει το γιατί. Αλλά τα Ευαγγέλια δεν σταματούν στον Σταυρό. Ο θάνατος του Χριστού είναι πέρασμα προς τη ζωή. Ο παραμερισμός της θεϊκής του παντοδυναμίας γίνεται το πέρασμα μέσα από την ανθρώπινη αδυναμία, και οδηγεί στην «Ισχύ» της Αναστάσεως. Έτσι ο Χριστός στέκεται στο πλάι μας, ενάντια στην δυστυχία και στον θάνατο.

Να όμως που έρχονται οι περιστάσεις να μας πείσουν ότι η δυστυχία είναι ο κανόνας στη ζωή και οι στιγμές της ευτυχίας η εξαίρεση. Ας μη βιαστούμε. Ας προτιμήσουμε την σιωπή. Ας σκεφτούμε την Παναγία κάτω από το Σταυρό σιωπηλή. Κανένας δεν την φαντάζεται να λέει στο γιο της λόγια παρηγοριάς. Απλώς σιωπά και ακούει αυτόν που είναι Σταυρωμένος να φωνάζει: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Ίσως και αυτή να έλεγε μέσα της τα ίδια λόγια!!

Ο Θεός είναι και παραμένει το μεγαλύτερο μυστήριο. Οι χριστιανοί δεν αμφιβάλλουν για την παντοδυναμία Του γιατί πιστεύουν, όχι στο τι μπορεί να κάνει, αλλά στην δύναμη της Αναστάσεώς Του, και αυτό είναι το κέντρο της πίστεως. Ούτε πάλι αμφιβάλλουν για την καλοσύνη του Θεού, γιατί η χριστιανική πίστη είναι εμπιστοσύνη σε έναν προσωπικό Θεό, που νοιάζεται για τα πλάσματα Του. Ο τρόπος που νοιάζεται για τα πλάσματα Του, αυτό είναι το ασαφές και άγνωστο στο δικό μας μυαλό. Το πώς νοιάζεται! Ο τρόπος! Ο τρόπος μάς είναι δύσκολα αποδεκτός, γιατί είναι ακατανόητος και άγνωστος. Οι χριστιανοί το ξέρουν και το πιστεύουν ότι δεν υπάρχει μια «πλήρης» και απόλυτη διαφάνεια στις ενέργειες και στον τρόπο του Θεού. Ο Θεός και «βλεπόμενος παραμένει μυστήριο» που όσο κι αν θέλουμε δεν μπορούμε να το καταλάβουμε.

Ο Θεός δεν είναι ένας μάγος. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και έβαλε ένα μεγάλο στοίχημα γι’ αυτόν. Η δύναμη του Θεού υπάρχει μέσα μας, για να υπομείνουμε το κακό, είτε είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό είτε όχι.

Την τελευταία λέξη δεν θα την πει το κακό, αλλά η δύναμη του Χριστού, που υπάρχει μέσα μας, και με την Ανάσταση Του νικάει το κακό. Αν ο Θεός ενεργούσε με τρόπο μαγικό (ρυθμίζω τα πάντα χωρίς εσένα και την ελευθερία σου) θα σήμαινε ότι δεν είμαστε τίποτα γι’ Αυτόν.

Παρόλα αυτά ισχύει αυτό που απαντάει η μεγάλη δημοσιογράφος Mireille Dumas όταν την ρωτούν:

– Ας φανταστούμε ότι, μια μέρα, έχετε απέναντι στο μικρόφωνο και στην κάμερά σας τον Θεό ως πρόσωπο. Ποια ερώτηση θα Του κάνατε;

– Καταρχάς θα Τον ρωτούσα, γιατί άργησε τόσο να απαντήσει στην επείγουσα πρόσκλησή μου! Ας σοβαρευτούμε όμως. Νομίζω πως θα είχα μόνο μία ερώτηση να Του κάνω: Γιατί τόσος πόνος;

π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος

Πηγή: enoriako.info

«Σημεία των καιρών» σε ανοχύρωτη χώρα…

Η e- βιβλιοθήκη

 του Νεκτάριου Δαπέργολα

Διδάκτορος Ιστορίας

Την ώρα που ακόμη καπνίζουν τ’ αποτρόπαια αποκαΐδια από την έσχατη (αλλά βεβαίως όχι και στερνή) εθνική τραγωδία μας, πολλά λέγονται και γράφονται για τις ευθύνες και τα λάθη που οδήγησαν σ’ αυτήν. Και εδώ δεν μιλάμε βεβαίως για απλά λάθη, αλλά για μία απερίγραπτη κατάσταση αθλιότητας που παραπέμπει φυσικά και στη δεδομένα ανίκανη κι εγκληματικά ανεύθυνη κυβέρνηση και στην ανυπαρξία του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού και στην τρομακτική αδυναμία περιφρούρησης της χώρας από εμπρηστές και κάθε λογής άλλους ορκισμένους εχθρούς, αλλά ασφαλώς και σε σφάλματα του παρελθόντος (όπως η άναρχη και αυθαίρετη δόμηση). Μια συνολική δηλαδή κατάσταση που συνάδει (αυτή τη φορά όμως με πολύ πιο ζοφερά χρώματα) με όσα ήδη γνωρίζουμε για μια χώρα προδομένη, διαλυμένη, ακυβέρνητη, χυδαία ξεπουλημένη, έρμαιο σε οποιονδήποτε ντόπιο και αλλόφυλο επίβουλο, ένα οικόπεδο ξέφραγο όπου τίποτε απολύτως δεν λειτουργεί, ένα άντρο αλητείας, παρανομίας, απάτης και προχειρότητας. Μια χώρα πλήρως…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.126 επιπλέον λέξεις

Γιατί δεν μας αρέσει το «τιμωρεί ο Θεός»;

…Εμείς όμως, σταθερά αμετανόητοι, μάθαμε απλά να θρηνούμε όλο και πιο «ωραία» τους νεκρούς μας…

Οι παλαιοί άνθρωποι μπροστά στην ασέβεια έλεγαν «θα ρίξει ο Θεός φωτιά να μας κάψει». Εκείνοι οι άνθρωποι ζούσαν με τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους στην καθημερινότητά τους. Τους μιλούσαν σα να τους είχαν δίπλα τους. Δεν έβλεπαν τον Θεό σαν έναν εκδικητικό και μοχθηρό μπαμπούλα που περίμενε στη γωνία με το μαστίγιο στο χέρι. Αντιθέτως, ακόμη και αυτή η φράση, «θα μας ρίξει ο Θεός φωτιά να μας κάψει», δείχνει μια οικειότητα, ένα φιλότιμο βρε αδερφέ, που είχαν οι παλαιοί άνθρωποι. Να είναι σωστοί απέναντι στον Θεό.

Βλέπουμε και τους ταπεινούς Αγίους, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τους πιο αμαρτωλούς, με φόβο Θεού να ελπίζουν στο έλεός Του την ημέρα της Κρίσεως. Θυμήθηκα τώρα και μία πρόσφατη ομιλία του π. Ευάγγελου Παπανικολάου στην οποία διηγήθηκε την μετάνοια ενός ομοφυλόφιλου, του Σταμάτη, μετά την συνάντησή του με τον Άγιο Παΐσιο. Στο τέλος ο Σταμάτης έδωσε παραγγελιά να τον θάψουν σε έναν γυμνό τάφο, ούτε καντήλι ούτε τίποτα, για να τον πατάνε όλοι καθώς θα πηγαίνουν στους τάφους των οικείων τους. Θεωρούσε τον εαυτό του «του πατήματος», όπως είχε πει. Ο ίδιος δηλαδή επέβαλε στον εαυτόν του αυτήν την τιμωρία έχοντας συναίσθηση των αμαρτιών του.

Εμείς τώρα που να τ’ ακούσουμε όλα αυτά; Βγάζουμε φλύκταινες και επαναστατούμε. Δεν ζούμε πια με τον Χριστό στην καθημερινότητά μας και όλα τούτα μας φαίνονται ξένα. Στα χρόνια της στέρησης οι παλαιοί άνθρωποι κρατούσαν τον Χριστό κοντά τους έχοντας συναίσθηση της αμαρτίας. Στα ‘παχουλά’ χρόνια της καλοπέρασης εμείς αντικαταστήσαμε τον Ιησού Χριστό με την ψευδαίσθηση των δικών μας δυνάμεων και χάσαμε την συναίσθηση της αμαρτίας. Τον δικό Του νόμο τον βγάλαμε από την ζωή μας και Του λέμε: Εσύ αρχίζεις από εδώ, εμείς από εκεί. Αυτά δικά σου, αυτά δικά μας. Αυτά αφορούν εμάς, αυτά εσένα. Έτσι του λέμε του Ιησού Χριστού.

Σήμερα μπροστά σε τραγικά γεγονότα όταν ακούμε για «πνευματικούς νόμους» και «τιμωρία» νοιώθουμε απειλή. Χάσαμε εκείνη την ωραία απλοϊκή σχέση, τον φόβο Θεού που είχαν οι παλαιότεροι, και αντιμετωπίζουμε τον Θεό σαν κάποιον ξένο που ήρθε να καταπατήσει την ιδιοκτησία μας. Το διανοούμαστε; Τόσο πολύ έχουμε απομακρυνθεί από κοντά Του. Πόσα θύματα έχουμε θρηνήσει σε αυτήν την ταλαίπωρη Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Τί άλλο πρέπει να γίνει για να καταλάβουμε ότι φταίει το τείχος της αμαρτίας που υψώσαμε και νομιμοποιήσαμε; Μήπως η δική μας αμετανοησία καθρεπτίζεται ακόμη και σ’ αυτούς τους τρισάθλιους της κυβέρνησης που δεν αναγνωρίζουν καμμία ευθύνη; Μα πόσο τυφλοί είμαστε που ούτε αυτό δεν μπορούμε να δούμε;

Εμείς όμως, σταθερά αμετανόητοι, μάθαμε απλά να θρηνούμε όλο και πιο «ωραία» τους νεκρούς μας.

Μιλούσα με μία ξαδέλφη μου χθες. Είναι άθεη, ή ντεμί άθεη, πιστεύει αλλά και πάλι δεν πιστεύει, θέλει να πιστέψει αλλά το σκέπτεται. Συζητούσαμε για τις πυρκαγιές και μου είπε μονομιάς και με απόλυτη σιγουριά: «ΕΜΕΙΣ φταίμε.» Και λέω, κοίταξε βρε παιδί μου αυτή η άθεη που, ανεξαιρέτως πως το εννοεί, τουλάχιστον ξεκινά απ’ την σωστή αφετηρία. Και βλέπεις μετά την Εκκλησία της Ελλάδος να μην λέει ούτε κουβέντα για μετάνοια και θλίβεσαι για την κατάντια μας.

***

Φαίη για το Αβέρωφ

Δέηση καταπαύσεως εμπρησμών

Δέηση καταπαύσεως εμπρησμών των δασών
 
Ἀπολυτίκιον εἰς κατάπαυσιν ἐμπρησμῶν.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον  (υπό Χαραλ. Μπούσια)
   Βρέμων πῦρ ἀναλίσκον καθάπερ φρύγανα ἡμῶν πατρίδος τὰ δάση σύ πανσθενῇ δεξιᾷ σβέσον, Σῶτερ πολυέλεε Φιλάνθρωπε, 

θείας Μητρός σου προσευχαῖς ὑπό βάτου ἐν Σινᾷ ἀφλέκτως τῆς καιομένης, 

 

προτυπουμένης, καὶ αὔραις ἁγιασμοῦ σου πάντας δρόσισον.
Εὐχή εἰς Ἐμπρησμούς Δασῶν
 
   Δέσποτα Πολυέλεε καὶ Φιλάνθρωπε, ὁ Φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὁ Μεγαλουργός καὶ Παντοκράτωρ, ὁ Ὑπεράγιος ὡς πῦρ καταναλίσκον καὶ ἅμα Ἐλεήμων, ὁ Ἰσχυρός, ὁ Ζῶν, ὁ πᾶσαν διακρατῶν καὶ διακυβερνῶν τὴν Οἰκουμένην, ἔπιδε, Σοῦ δεόμεθα, ἱλέῳ ὄμματι ἐπί τὸ Ἔθνος τοῦτο, τὸ ἠρημωμένον ἐκ τῶν ἐμπρησμῶν καὶ κατάπαυσον τὴν θεομηνίαν ταύτην, ἥν αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν προεκάλεσαν.
   Ἴδε τὴν ταλαιπωρίαν καὶ τὸν ἐναγώνιον ὀδυρμόν τῶν δούλων σου. Ἐπίβλεψον οἰκτιρμόνως ἐπί τοὺς κεκαυμένους καὶ εἰς ἔρημον δεινῶς μεταστραφέντας χλοερούς τὸ πρότερον τόπους. Πρόσχες ἐπί τὰ πετεινά ταῦτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπί τὰ ζωα τοῦ δρυμοῦ, τὰ καλά λίαν ἔργα τῶν χειρῶν Σου.
   Ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται, ὁ διακόπτων τῇ φωνῇ Σου φλόγα πυρός, ὁ ἀνοίγων τὴν χεῖρα Σου καὶ ἐμπιπλῶν τοῖς σύμπασι χρηστότητα καὶ εὐδοκίαν, ὁ διδούς τροφήν πάσῃ σαρκί, τοῖς θηρίοις τῶν ὀρέων, ταῖς ἐλάφοις τῶν κοιλάδων, τοῖς λαγῳοῖς τῶν πετρῶν καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων καὶ περί πᾶσαν μεριμνῶν καὶ προνοῶν καὶ ζωογονῶν τὴν Οἰκουμένην.
   Ἐξαπόστειλον τὸν Λόγον Σου, Δέσποτα, καὶ στῆσον τὴν μάστιγα. Πνεύσει τὸ Πνεῦμά Σου καὶ ῥυήσονται ὕδατα. Ὡς ὄμβρος εἰρηνικός ἐπ’ἄγρωστιν καὶ ὡσεί νιφετός, οἷα σποδός πάσσοντος, ἐπί χόρτον, οὕτω καταβήτω εφ’ἡμᾶς καὶ τὴν πλᾶσιν ἅπασαν τὸ ἔλεός Σου. Καὶ βλαστησάτω τοίνυν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου ὡς τάχιστα καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν. Καὶ ἐξανθήσει καὶ ὑλοχαρήσει τῇ σῇ Χάριτι καὶ εὐμενείᾳ τὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἀγαλλίασιν οἱ βουνοί αὖθις περιζώσονται. Καὶ ἀναβήσεται μυρσίνη καὶ κυπάρισσος, ἄρκευθοι ἀειθαλλεῖς καὶ κέδρα τοῦ Λιβάνου.
   Ότι Σὺ ὑπάρχεις προσκυνητός καὶ ὑπεράγαθος, ἐλπίς καὶ εὐεργέτης τῆς ζωῆς ἡμῶν, καὶ Σοί τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΚΗΡΥΞΑΤΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΕ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΙ.

«Δε χωρά ανθρώπου νους την τραγωδία». Τάδε έφη ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος αναφερόμενος στις καταστροφικές πυρκαγιές που πλήττουν την πατρίδα μας.
Ποιος, αλήθεια,μπορεί να μείνει ασυγκίνητος και απαθής μπροστά στο είδος και το μέγεθος της καταστροφής, ανθρώπων και φύσεως;
Θάνατοι συνανθρώπων μας και συμπατριωτών μας επώδυνοι και μαρτυρικοί (μεταξύ των οποίων βρεφών και μικρών παιδιών), σοβαροί τραυματισμοί, ξεσπιτώματα, καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που είναι δύσκολο επί του παρόντος να αποτιμηθούν, συνιστούν το παζλ της συμφοράς που ενέσκηψε στην καρδιά του καλοκαιριού στη χώρα μας. Λίαν ορθώς ο αρχιεπίσκοπος έκανε λόγο, στη δήλωσή του, για το ανυπερβλήτου αξίας και ακαταλύτου ισχύος όπλο της προσευχής. Επιπροσθέτως, η Εκκλησία της Ελλάδος ήδη έθεσε κορυφαίο εκκλησιαστικό οργανισμό στην υπηρεσία του Κράτους και της τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εκπληρώνουσα στοιχειώδες χριστιανικό καθήκον. Είμαστε βέβαιοι ότι οι κατά τόπους αρχιερείς και ιερείς αλλά και οι απλοί πιστοί θα συνδράμουν, ηθικά και υλικά, τους πληγέντες συνανθρώπους μας.
Δεν αρκεί, όμως, μονάχα η ηθική και υλική συμπαράσταση. Ούτε μόνη η προσευχή. Πρωτίστως και κυρίως απαιτείται η επίσημη διακήρυξη από την πλευρά της διοικούσης Εκκλησίας της ανεπιδέκτου αμφισβητήσεως αληθείας επί τη βάσει της οποίας ο εν Τριάδι Θεός, ο κύριος της ζωής και του θανάτου, επιτρέπει να συμβαίνουν στη ζωή μας τέτοιου είδους γεγονότα ένεκα των φρικαλέων αμαρτημάτων μας και ανομιών μας, προσωπικών, κοινωνικών, εθνικών και εκκλησιαστικών. Ως μέσον τιμωρίας (ας σοκάρονται μερικοί «αγαπολόγοι» και «σχεσιολόγοι» εξυπνάκηδες εντός του εκκλησιαστικού χώρου, ΝΑΙ! ΤΙΜΩΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ!), και μέσο συνετισμού και εξαγνισμού αλλά και σωφρονισμού και παραδειγματισμού.  Μπας και αφυπνισθούμε από το βαθύ και βαρύ ύπνο της αμελείας και της ραθυμίας και προσέλθουμε ΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ σε Αυτόν τον Οποίον τόσο δεινώς καταφρονήσαμε!
Ουδέποτε το έθνος των Ελλήνων, το ιδιαιτέρως  ευνοημένο και προικισμένο από το Θεό, το Έθνος των περισσότερων μαρτύρων, ομολογητών, αγίων και ιεραποστόλων, έφθασε σε τέτοιο ηθικό και πνευματικό κατάντημα. Δεν αμαρτάνουμε πλέον εκ συναρπαγής και αδυναμίας αλλά εκ προθέσεως και εκ φρονήματος. «Μελέτην ποιούμεθα την αμαρτίαν». Το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στο ότι αμαρτάνουμε αλλά στο γεγονός ότι δεν συναισθανόμαστε ότι αμαρτάνουμε. Αυτό και αν δε χωρά ο νους του ανθρώπου, Μακαριώτατε! Αυτή είναι η πραγματική καταστροφή για τους χριστιανικώς και ουχί κοσμικώς σκεπτομένους! Ο χωρισμός της ψυχής από το Θεό διά της αμετανοησίας και της σατανικής εμμονής στη θεομίσητη αμαρτία, τη μόνη διασπαστική δύναμη μεταξύ Θεού και ανθρώπου.
Και αυτή είναι η βαθύτερη αιτία των δεινών που κατά καιρούς μαστίζουν την αποστάτιδα χώρα μας αλλά και την αποστάτιδα ανθρωπότητα γενικότερα.
Κάποιοι, οπωσδήποτε θα καγχάσουν, χλευάσουν και ειρωνευθούν, επί τη θέα και τω ακούσματι της παραπάνω παρατεθείσης αλήθειας. Πλην όμως, τους διαψεύδει ο απολύτου ισχύος και αιωνίου κύρους λόγος του Θεού, η Ιστορία και η κοινή λογική. Όση αξία έχει ένα ράκος και ένα βρώμικο ρούχο άλλη τόση αξία έχει εν προκειμένω ο λόγος των αθέων, των απίστων και των μηδενιστών.
Διαχριστιανικός και διαθρησκειακός οικουμενιστικός συγκρητισμός, πολεμική εναντίον της αμωμήτου ημών Πίστεως από τη μεριά του Κράτους, των σχολείων και των Πανεπιστημίων , του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου, των εξαχρειωμένων ΜΜΕ( μέσων μαζικής εξαπάτησης),αδιαφορία για τα θέματα της πίστεως, τρομερή έλλειψη ορθής κατηχήσεως του ελληνικού λαού επί θεμάτων Δόγματος, Ήθους και λατρείας, η μείωση του εκκλησιάσματος των Κυριακών, η πολύμορφη εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού βίου, εκατοντάδες χιλιάδες νομιμοποιημένων αμβλώσεων-εν ψυχρώ εμβρυοκτονιών, η σατανική αποφυγή της τεκνογονίας-ολιγοτεκνία, επενδεδυμένη και με «θεολογικό’ και «εκκλησιαστικό μανδύα» κάποτε( ας όψονται κάποιοι δοκησίσοφοι και κοσμικόφρονες  ακαδημαικοί θολο-λόγοι- ψευτοθεολόγοι),πορνείες (κλασσικό παράδειγμα οι προγαμιαίες σχέσεις που τις αμνηστεύουν κάποιοι α-πνευμάτιστοι «πνευματικοί» , Μακαριώτατε…), μοιχείες, διαζύγια, συζυγικές απιστίες και καταπατήσεις της ιερότητος του γαμικού- συζυγικού δεσμού, ασέλγειες, ανήκουστα διαστροφικά νομοθετήματα,προκλητικότατες παρελάσεις των σοδομιτών με συνοδό διακωμώδηση αγίων της Εκκλησίας μας και αφόρητη προσβολή της δημοσίας αιδούς αλλά και με την έλλειψη αντιδράσεως των αρμοδίων δικαστικών και αστυνομικών αρχών, άσεμνη και ελεεινή εμφάνιση, ιδίως των γυναικών (ακόμη και εντός των ιερών ναών, «αγελάδες της Βασάν-δαμάλεις παροιστρήσασαι», όπως ευστόχως τις παρομοίασε κάποτε ο μακαριστός Ν.Σωτηρόπουλος σε παλαιότερο άρθρο του στο περιοδικό Ο ΣΤΑΥΡΟΣ) , καπηλικές βλασφημίες και αισχρολογία, κλοπές, αρπαγές, αδικίες, φρικώδη εγκλήματα, πορνικά και διαστροφικά τηλεοπτικά θεάματα-σκουπίδια, θεατρικά και κινηματογραφικά βοθρολύματα του τύπου «corpus christi» και «Jesus Christ super star), είσοδος του βδελύγματος της ερημώσεως (Χάρρυ Πότερ), εντός ιερών μονών της πατρίδας μας, διαστροφικός μετασχηματισμός του μαθήματος των Θρησκευτικών, ανήκουστη ανοχή της διοικούσης Εκκλησίας έναντι των αντίχριστων, αμοραλιστών και μηδενιστών πολιτικών εξουσιαστών μετά τα όσα εγκληματικά  έχουν διαπράξει οι τελευταίοι,υλοφροσύνη και ευδαιμονισμός, ωχαδελφισμός και δεν-μεμελισμός, ο θλιβερός αν-ιδανικισμός και η ενασχόληση με τις αηδίες τύπου survivor, ο κρετινισμός της ποδοσφαιρο-λαγνείας, η προδοσία της πατρίδας (βλέπε Σκοπιανό ζήτημα, ακολουθεί οσονούπω και η πολύπαθη Βόρειος Ήπειρος).
Πρόκειται για μερικά μόνο από τα κομμάτια που συνθέτουν το παζλ της συλλογικής μας εξαχρειώσεως και αλλοτριώσεως και της αποστασίας μας από τον Τριαδικό Θεό
Και έχουμε την ακατανόητη, αδιανόητη και θρασύτατη απαίτηση, μετά από όλα αυτά τα ανήκουστα και φρικαλέα και αποκρουστικά και ιδιαζόντως ειδεχθή  εγκλήματά μας, για τα οποία κάθε άλλο παρά μετανοούμε αλλά εμμένουμε πεισματικά στη διάπραξή τους, να διαθέτουμε την ευλογία Του! Ω της φρικτής απονοίας μας! Ω της σχιζοφρενικής μας απαιτήσεως!
Και απορούμε μετά γιατί  παραχώρησε ο Θεός να μας κυβερνά μία ανάξια και επικίνδυνη πολιτική εξουσία και μία επίσης ανάξια και κατώτερη των περιστάσεων πολιτειακή και εκκλησιαστική εξουσία, που παίζει, δυστυχώς, διά  της ανηκούστου ανοχής της το ρόλο του νεροκουβαλητή και του αβανταδόρου της πρώτης.
Δεν προτιθέμεθα να παραδεχθούμε ότι τα ανομήματά μας είναι αίτια των διαφόρων συμφορών που μας βρίσκουν;
Ε τότε αλλοίμονό μας! Οι συμφορές μας θα επιταθούν και πολλαπλασιασθούν!
Αν, όμως, παραδεχόμαστε την παραπάνω αλήθεια τι πράττουμε σχετικώς; Προσευχόμαστε με θέρμη να μας ελεήση ο δεινώς καταφρονούμενος από την πλευρά μας εν Τριάδι Θεός; Σπεύδουμε στα εξομολογητήρια; Συμμορφώνουμε τη ζωή μας με τις ευαγγελικές επιταγές;
Τότε ο Θεός, αφού μας επάταξε επ ολίγον, στρέφει προς ημάς και ιάται. Και όχι μόνο ιάται αλλά και μας αποκαθιστά ενώπιόν του και μας δοξάζει.
Μακαριώτατε, άγιο συνοδικοί! Συγκαλέσατε εκτάκτως την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και καλέστε το λαό σε μετάνοια. Διακηρύξατε την αλήθεια προς πάσα κατεύθυνση. Στην παρούσα περίσταση μονάχα η μετάνοια θα μας σώσει. Αμαρτήσαμε, ανομήσαμε, ασεβήσαμε. Ας σκυθρωπάσουμε, ας κλαύσουμε, ας πενθήσουμε. Ας κλίνουμε γόνυ σώματος και καρδίας σε εκτενή προσευχή προς το φιλάνθρωπο Θεό, επικαλούμενοι τις πρεσβείες της Παναγίας μητρός Του, των μαρτύρων και των οσίων.

Όλα τα δοκιμάσαμε και φθάσαμε εκεί που φθάσαμε! Ας δοκιμάσουμε και τη μετάνοια και δεν θα διαψευσθούμε!
Λυκούργος Νάνης

Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ…

(η εικόνα της  Αγίας Παρασκευής στο ομώνυμο εκκλησάκι της, στην πλατεία της Ιστιαίας, στην Εύβοια…)

π. Δημητρίου Μπόκου

Ἦ­ταν ἕ­νας νέ­ος ἄν­θρω­πος ἡ ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή. Μὲ ὅ­λες τὶς προ­ο­πτι­κὲς γιὰ μιὰ ὡ­ραί­α ζω­ή. Γιὰ νὰ τὴ ζή­σει ὅ­πως ἤ­θε­λε. Νὰ κά­νει τὴ ζω­ή της, ὅ­πως λέ­με.

  1. Ἡ ἐ­πι­λο­γή της

Μὰ ἡ ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ὴ δὲν βρέ­θη­κε κα­θό­λου σὲ δί­λημ­μα, ὅ­ταν τῆς ζη­τή­θη­κε νὰ δι­α­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στὸν Χρι­στὸ καὶ τὴ ζω­ή της. Ἂν καὶ ἦ­ταν μιὰ πο­λύ νε­α­ρὴ κο­πέ­λα, μὲ τὰ ὄ­νει­ρα ὅ­λα μπρο­στά της, ἀλ­λὰ καὶ μὲ ὅ­λες τὶς δυ­να­τό­τη­τες νὰ τὰ πε­τύ­χει, δὲν εἶ­χε κα­θό­λου πρό­βλη­μα νὰ θυ­σιά­σει τὰ πάν­τα, πα­ρὰ νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὸν Χρι­στό. Εἶ­χε ἤ­δη εὐ­θυ­γραμ­μί­σει τὴ ζω­ή της μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Νό­η­μα τῆς ζω­ῆς της, γιὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή, ἔ­κα­με τὸν Χρι­στὸ (Ἰ­ω. 14, 6). Χω­ρὶς αὐ­τὸν δὲν ἤ­θε­λε νὰ ζή­σει. Γι’ αὐ­τὸ καὶ προ­τί­μη­σε τὸ μαρ­τύ­ριο μὲ ὁ­λο­πρό­θυ­μη δι­ά­θε­ση, ἀ­π’ τὸ νὰ ζεῖ ἀ­νο­η­μά­τι­στα, μιὰ ἄ­-χρι­στη (χω­ρὶς Χρι­στὸ) καὶ συ­νε­πῶς ἄ­χρη­στη ζω­ή.

Εἶ­ναι ἡ βα­σι­κή της δι­α­φο­ρὰ μὲ μᾶς, τοὺς ση­με­ρι­νοὺς Χρι­στια­νούς. Ποὺ δὲν κα­λού­μα­στε φυ­σι­κὰ νὰ μαρ­τυ­ρή­σου­με. Δὲν μᾶς ὁ­δη­γοῦν ἐ­νώ­πιον βα­σι­λέ­ων καὶ ἡ­γε­μό­νων, δὲν μᾶς τρα­βο­λο­γοῦν «εἰς συ­νέ­δρια καὶ εἰς συ­να­γω­γὰς» (Μάρκ. 13, 9). Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α Χρι­στια­νοί, σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες, ποὺ καὶ σή­με­ρα δί­νουν τὴ μαρ­τυ­ρί­α τους ἐ­νώ­πιον βα­σι­λέ­ων καὶ ἡ­γε­μό­νων, βα­σα­νί­ζον­ται τὸ ἴ­διο σκλη­ρὰ μὲ τοὺς πα­λιοὺς μάρ­τυ­ρες καὶ σφρα­γί­ζουν μὲ τὸ αἷ­μα τους τὴ μαρ­τυ­ρί­α τους γιὰ τὸν Χρι­στό.

Ἐ­μεῖς ὅ­μως σήμερα ἐδῶ ζοῦ­με σὲ μιὰ ἐντελῶς ἄλλη δι­ά­στα­ση. Δὲν κα­λού­μα­στε ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι νὰ μαρ­τυ­ρή­σου­με. Καὶ εὐ­τυ­χῶς, για­τὶ ἡ δι­ά­θε­ση ποὺ μᾶς χα­ρα­κτη­ρί­ζει εἶ­ναι ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Καὶ σ’ αὐ­τὸ δι­α­φέ­ρου­με καί­ρια ἀ­π’ τὴν ἁγί­α Πα­ρα­σκευ­ὴ καὶ ὅ­λους τοὺς μάρ­τυ­ρες καὶ τοὺς ἁ­γί­ους. Γιὰ ποι­ὰ ὅ­μως ἄρ­νη­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου μι­λᾶ­με; Ποι­ὸ εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ μαρ­τύ­ριο;

  1. Ἡ ψεύ­τι­κη ζω­ὴ

«Δὲν θὰ γί­νω ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρας», εἶ­πε μιὰ νε­α­ρὴ κο­πέ­λα, τῆς ἐ­πο­χῆς μας αὐ­τή. Ἐν­νο­οῦ­σε πὼς δὲν τό ’χε σκοπὸ νὰ κά­τσει νὰ σκάσει ὑ­πο­μέ­νοντας ἕ­να σύ­ζυ­γο, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο πλέ­ον δὲν μποροῦσε, ἢ καὶ ἴσως νὰ μὴν ἤθελε, νὰ τὰ βρεῖ. Τόσες ἄλλες εὐκαιρίες ἔχει πλέον ἡ ζωή! Γιατί νὰ μὴν προτιμήσει καὶ αὐτὴ νὰ κά­νει τὴ ζω­ή της, ἀντὶ νὰ τὴ χα­ρα­μί­σει; Ὁ ση­με­ρι­νὸς Χρι­στια­νὸς ζω­ὴ θε­ω­ρεῖ ὅ,τι καὶ ὁ κό­σμος, ποὺ δὲν ἔ­χει φρό­νη­μα Θε­οῦ.

Ὁ Χρι­στὸς ὅμως λέγει κάποια παράξενα πράγματα. Ἐνάντια στὴ δική μας λογική. Ὅ­τι ὅ­ποι­ος προ­σπα­θεῖ νὰ ζή­σει τὴ ζω­ή του, θὰ τὴ χά­σει (Ματθ. 10, 39). Δὲν θὰ ζή­σει τί­πο­τε. Δὲν θὰ νοιώσει τίποτε ἀπὸ ζωή. Αὐ­τὸ ποὺ θὰ ζεῖ δὲν θά ‘ναι ζω­ή, μὰ ἀ­που­σί­α ζω­ῆς. Ἄ­νο­στη, ἀ­νού­σια, ἀ­νο­η­μά­τι­στη. Φάν­τα­σμα ζω­ῆς, ὄ­χι χα­ρά. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο θὰ τὴ ζεῖ, τό­σο πιὸ πο­λὺ θὰ τοῦ φεύ­γει ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια του καὶ θὰ μέ­νει ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος. Ὅ­σο θὰ τὴ γε­μί­ζει ἡ­δο­νές, ἀ­πό­λαυ­ση, δι­α­σκε­δά­σεις, τό­σο πιὸ ἄ­δεια θὰ γί­νε­ται. Σὰν τὸ τρύ­πιο πι­θά­ρι τῶν Δα­να­ΐ­δων τοῦ ἀρ­χαί­ου μύ­θου, ποὺ ὅ­σο κι ἄν προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τὸ γε­μί­σουν μὲ νε­ρό, ἔ­με­νε ἄ­δει­ο πάν­το­τε, ἀ­φοῦ ἦ­ταν τρύ­πιος ὁ πά­τος του.

Αὐτὴ ἡ ζω­ὴ θὰ ἔχει μία καὶ μό­νο προ­ο­πτι­κή: τὸν θά­να­το. Γιατὶ θὰ εἶναι ζωὴ χωρὶς ἀγάπη (Α΄ Ἰω. 3, 14). Ἡ ἀ­κό­ρε­στη ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας συ­νε­πά­γε­ται τὸν ἄ­με­σο ὑ­πο­βι­βα­σμὸ τοῦ κά­θε ἄλ­λου σὲ δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Τὴν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα νὰ ἀ­γα­πή­σου­με κάποιον ἄλ­λον πά­νω ἀ­π’­ τὸν ἑ­αυ­τό μας. Αὐτὸ ὅμως λέγεται: ἀ­πό­λυ­τη μό­νω­ση, καὶ εἶναι τὸ ἰ­σο­δύ­να­μο τῆς κό­λα­σης, τοῦ θα­νά­του. Δὲν εἶναι κόλαση τὸ νὰ μὴ σὲ ἀγαποῦν, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν ἀγαπᾶς.

Τί τὴ θέ­λου­με τό­τε μιὰ ζω­ή, στὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει ἤ­δη εἰ­σβά­λει καὶ ἔχει κάνει κα­το­χὴ ὁ θά­να­τος; Τό­σο μι­κρὲς εἶ­ναι λοι­πὸν οἱ ἀ­παι­τή­σεις μας; Τό­σο μί­ζε­ρα τὰ ὄ­νει­ρά μας; Τερ­μα­τί­ζουν μόνο σὲ μιὰ χα­μο­ζω­ὴ-κό­λα­ση; Ποῦ εἶ­ναι τὰ ὁ­ρά­μα­τά μας;

  1. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ὴ

Καὶ πά­λι λέ­γει ὁ Χρι­στός, ὅ­τι ὅ­ποι­ος χά­σει μιὰ τέ­τοι­α ζω­ὴ γιὰ χά­ρη του, αὐ­τὸς θὰ βρεῖ τὴ ζωὴ καὶ θὰ τὴ ζή­σει πραγ­μα­τι­κὰ (Ματθ. 10, 39). Καὶ τί ἐν­νο­εῖ ὁ Χρι­στός, ὅ­ταν λέ­γει νὰ χά­σει κά­ποι­ος τὴ ζω­ή του γιὰ χά­ρη του;

Κά­ποι­ες φο­ρές, ὅ­πως στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς, νὰ τὴ θυ­σι­ά­σου­με ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου γι’ αὐ­τὸν μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο.

Συ­νή­θως ὅ­μως, κα­θη­με­ρι­νά, σημαίνει νὰ βγαί­νου­με ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ τὸν ἐ­γω­κεν­τρι­κό μας τρό­πο ζω­ῆς. Νὰ δί­νου­με προ­τε­ραι­ό­τη­τα ὄ­χι στὰ δι­κά μας θε­λή­μα­τα, στὸ δι­κό μας ἐ­γώ, ἀλ­λὰ στὸν ἄλ­λον (Α΄ Κορ. 10, 24). Τὸν κά­θε ἄλ­λον. Τὸν Θε­ὸ ἢ τὸν ἄν­θρω­πο. Νὰ συγ­κρα­τοῦ­με κά­θε πά­θος, κά­θε κα­κί­α, κά­θε ἐ­γω­ι­στι­κὴ καὶ ἐκ­δι­κη­τι­κὴ κί­νη­ση πρὸς τὸν ἄλ­λο. Νὰ ἀ­γα­πή­σου­με αὐ­τὸν τὸν ἄλ­λο, ποὺ κά­πο­τε μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­ναι πιὰ τοῦ γού­στου μας, νὰ μὴ μᾶς ἀ­ρέ­σει κα­θό­λου. Μὲ μιὰ σχεδὸν παράλογη ἀγάπη, γιὰ τὸ δικό του καλό, τὴ δική του σωτηρία καὶ μόνο. Χωρὶς νὰ θέτουμε ὅρους ἢ δικές μας ἀπαιτήσεις, ξεχνώντας κάθε δικό μας θέλημα, συμφέρον, ὑπολογισμό. Νὰ ξε­φύ­γου­με δηλαδὴ ἀ­πὸ τὰ ἐν­τε­λῶς φυ­σι­κά (δηλαδὴ ἐ­γω­κεν­τρι­κὰ καὶ γι’ αὐ­τὸ ἀ­νά­ξια λό­γου) αἰ­σθή­μα­τά μας καὶ νὰ δοῦ­με στὸ πρό­σω­πό του τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Τὰ σπά­νια καὶ ἀ­νε­κτί­μη­τα χα­ρί­σμα­τα μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α τὸν τί­μη­σε ὁ Θε­ός, καὶ ποὺ ὁ τυ­φλός μας ἐ­γω­κεν­τρι­σμὸς πει­σμα­τι­κὰ τὰ θά­βει καὶ τὰ ἀ­γνο­εῖ.

  1. Τὸ μαρ­τύ­ριο

Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­μως γιὰ μᾶς ἀ­νὰ πᾶ­σα στιγ­μὴ κά­ποι­ο μι­κρὸ ἢ με­γά­λο μαρ­τύ­ριο. Πρᾶγ­μα ποὺ ἀ­πὸ φυ­σι­κοῦ μας ἀ­πο­στρε­φό­μα­στε. Πῶς ἐ­νερ­γοῦ­σαν οἱ ἅ­γιοι ὅ­μως;

Ἐ­πι­σκέ­φθη­κε κά­πο­τε τὸν ἀβ­βᾶ Ἀ­χιλ­λᾶ ἕ­νας γέ­ρον­τας μο­να­χὸς καὶ τὸν εἶ­δε νὰ βγά­ζει αἷ­μα ἀ­πὸ τὸ στό­μα του.

–  Τί εἶ­ναι αὐ­τό, πά­τερ; τὸν ρώ­τη­σε.

–   Αὐ­τό, ἀ­πάν­τη­σε ὁ ἀβ­βᾶς Ἀ­χιλ­λᾶς, εἶ­ναι ὁ λό­γος κά­ποι­ου ἀ­δελ­φοῦ ποὺ μὲ στε­νο­χώ­ρη­σε καὶ ἀ­γω­νί­στη­κα νὰ μὴν τὸν φα­νε­ρώ­σω. Καὶ προ­σευ­χή­θη­κα στὸν Θε­ὸ νὰ τὸν ἐ­ξα­φα­νί­σει ἀ­πὸ μέ­σα μου. Καὶ ἔ­γι­νε ὁ πι­κρὸς αὐ­τὸς λό­γος σὰν αἷ­μα στὸ στό­μα μου καὶ τὸν ἔ­φτυ­σα καὶ ἔ­τσι ἀ­να­κου­φί­στη­κα καὶ ξέ­χα­σα τὴ στε­νο­χώ­ρια μου.

Μᾶς πα­ρα­πέμ­πει τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ αὐ­τὸ εὐ­θέ­ως στὰ λό­για τοῦ ἀβ­βᾶ Λογ­γί­νου: «δὸς αἷ­μα καὶ λά­βε πνεῦ­μα» (Γε­ρον­τι­κόν, ἀβ­βᾶς Ἀ­χιλ­λᾶς, δ΄, ἀβ­βᾶς Λογ­γῖ­νος, ε΄).

Τὸ νὰ συγ­κρα­τεῖς κά­ποι­ο πά­θος, νὰ θυ­σιά­ζεις κά­ποι­α ἐ­πι­θυ­μί­α σου χάριν τοῦ ἄλλου, εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο. Σὰν νὰ χύ­νεις αἷ­μα. Νά, λοιπόν, τὸ μαρτύριο. Χύ­νον­τας ὅ­μως τὸ «αἷ­μα» αὐ­τό, λαμβάνουμε πνεῦ­μα. Τότε νοι­ώ­θου­με, κα­τὰ τὸν λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ, τί θὰ πεῖ ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή. Μό­νο τό­τε δη­λα­δὴ χαιρόμαστε πραγ­μα­τι­κὰ τὴ ζω­ή μας. Μόνο τότε αὐτὴ ἔ­χει νό­η­μα, ποι­ό­τη­τα, χα­ρά. Ἡ κά­θε μας θυ­σί­α ἔ­χει καὶ ἄμεση ἀν­τί­δο­ση: τὴν εἰ­σβο­λὴ τῆς εὐ­λο­γί­ας τοῦ Θε­οῦ στὴ ζω­ή μας, ποὺ ἀν­τιστρέ­φει ὁ­ρι­στι­κὰ τὴν προ­ο­πτι­κή της: ἀντὶ γιὰ προ­ο­πτι­κὴ θα­νά­του τῆς δίνει προ­ο­πτι­κὴ ζω­ῆς. Ὅ­λο καὶ κα­λύ­τε­ρης ζω­ῆς. Καὶ ὄ­χι μό­νο τῆς αἰ­ώ­νιας, ὅ­πως νο­μί­ζουν με­ρι­κοί, ἀλ­λὰ καὶ τῆς ἐ­πί­γειας. Ποὺ μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ μό­νο γί­νε­ται ὄχι ἁπλῶς βι­ώ­σι­μη, ἀλλὰ καὶ χαρούμενη. Ἀλ­λι­ῶς δὲν ὑ­πο­φέ­ρε­ται (ἅγ. Νι­κό­λα­ος Βε­λι­μί­ρο­βιτς).

Σ’ αὐ­τὸν τὸν ὄν­τως δυ­σκο­λώ­τα­το ἀ­γώ­να, στὸ κα­θη­με­ρι­νὸ μαρ­τύ­ριο τῆς ἀ­πάρ­νη­σης τῶν ἐ­γω­κεν­τρι­κῶν θε­λη­μά­των, μᾶς κα­λεῖ ὁ Χρι­στός.

  1. Ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου

Καὶ ἐ­δῶ εἶ­ναι ποὺ σή­με­ρα ὁ Χρι­στια­νὸς ἀρ­νεῖ­ται τὸ μαρ­τύ­ριο. Τοῦ εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­το νὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ ὅ­σα τοῦ ἀ­ρέ­σουν γιὰ χά­ρη κά­ποι­ου ἄλ­λου. Προ­σβάλ­λει ἔ­τσι καὶ ὑ­βρί­ζει ἀ­προ­κά­λυ­πτα τὴν ἁ­γί­α μας Πα­ρα­σκευ­ὴ καὶ ὅ­λους τοὺς ἁ­γί­ους, ἀ­φοῦ δεί­χνει μὲ τὴν πρά­ξη του πό­σο με­γά­λη ἀ­νο­η­σί­α καὶ βλα­κεί­α θε­ω­ρεῖ τὴ δι­κή τους ἐ­πι­λο­γή. Τυ­φλὸς καὶ μω­ρός, ἀλ­λὰ καὶ κου­φὸς γιὰ τὰ λό­για τοῦ Θε­οῦ (Μάρκ. 8, 17-18), ψά­χνει σὰν ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους κι αὐ­τὸς γιὰ τὴ δική του εὐ­και­ρί­α στὴ ζω­ή. Γιὰ μιὰ βου­λι­μι­κὴ ἀ­πό­λαυ­σή της. Κι ὅ­σο περ­νά­ει ἡ ἡ­λι­κί­α, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν πιά­νει ὑ­στε­ρί­α. Μὴ δὲν προ­λά­βει νὰ ρου­φή­ξει καὶ τὴν τε­λευ­ταί­α στα­γό­να ἀ­π’ τὸ πο­τή­ρι τῆς ἡ­δο­νῆς.

Νὰ μιὰ ἀ­νά­γλυ­φη πε­ρι­γρα­φὴ τῆς νο­ο­τρο­πί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς ἐ­πο­χῆς μας, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ταυ­τί­ζε­ται δυ­στυ­χῶς ἀ­πό­λυ­τα καὶ ὁ Χρι­στια­νός, ποὺ σή­με­ρα προσβλέπει πλέον στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὄχι γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια, ὄχι γιὰ τὴ σωτηρία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλ­λὰ γιὰ ψυ­χο­λο­γι­κὴ καὶ μό­νο εὐ­φο­ρί­α, γιὰ νὰ νοι­ώ­σει ἁ­πλῶς κα­λά, νὰ δι­ώ­ξει τὸ ἄγ­χος καὶ ὅ,τι ἄλ­λο τὸν τα­λαι­πω­ρεῖ ψυ­χο­λο­γι­κά.

«Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος δὲν κα­τα­τρέ­χε­ται ἀ­πὸ ἐ­νο­χὴ για­τὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ εὐ­θυ­γραμ­μί­σει τὸν βί­ο του μὲ κά­ποι­ον ὑ­περ­κεί­με­νο καὶ δε­σμευ­τι­κὸ Νό­μο, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ἀ­γω­νί­α καὶ ἄγ­χος για­τὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ δι­α­κρί­νει κά­ποι­ο νό­η­μα σὲ ὅ,τι κά­νει. Ζεῖ στὸ ἀ­πό­λυ­το τώ­ρα, χω­ρὶς τὸν ὁ­ρί­ζον­τα τοῦ μέλ­λον­τος καὶ μὲ ἰ­σχνὸ ἕ­ως μη­δε­νι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸ πα­ρελ­θόν…

Τὸ κυ­ρί­αρ­χο πά­θος συ­νί­στα­ται στὸ νὰ ζεῖς γιὰ τὴ στιγ­μή, ἐ­πι­κεν­τρω­μέ­νος στὸν ἑ­αυ­τό σου, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ προ­γό­νους καὶ ἀ­πο­γό­νους, χω­ρὶς τὴν αἴ­σθη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας, τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ὡς ἄν­θρω­ποι ἀ­νή­κου­με σὲ μί­α δι­α­δο­χὴ γε­νε­ῶν ποὺ ἐκ­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θὸν καὶ προ­ε­κτεί­νον­ται στὸ μέλ­λον.

Τὸ πρό­βλη­μα ἐν­τεί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ θε­ρα­πευ­τὲς ποὺ γί­νον­ται σή­με­ρα δη­μο­φι­λεῖς, …ἑ­στιά­ζουν τὴν πα­ρέμ­βα­σή τους στὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν ἀ­παι­τή­σε­ων τοῦ ἀν­θρώ­που. Τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ἐν­θαρ­ρυν­θεῖ ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος νὰ ὑ­πο­τά­ξει τὶς ἀ­νάγ­κες του καὶ τὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά του σὲ αὐ­τὰ ἑ­νὸς ἄλ­λου ἀν­θρώ­που, ἀ­κό­μα καὶ τῶν πιὸ κον­τι­νῶν καὶ «ἀ­γα­πη­τῶν», …εἶ­ναι συ­νή­θως ἐ­κτὸς συ­ζή­τη­σης. Ἡ ἀ­γά­πη ὡς θυ­σί­α καὶ προ­σφο­ρά, τὸ νό­η­μα ὡς ὑ­πο­τα­γὴ σὲ μί­α πί­στη ποὺ μᾶς ὑ­περ­βαί­νει, κρί­νον­ται ὡς ἀ­φό­ρη­τα κα­τα­πι­ε­στι­κές, προ­σβλη­τι­κὲς γιὰ τὸν κοι­νὸ νοῦ καὶ ἐ­πι­ζή­μι­ες γιὰ τὴν προ­σω­πι­κὴ εὐ­η­με­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­πι­λο­γὲς» (π. Εὐ­αγγ. Γκα­νᾶ, Ἡ Ποι­μαν­τι­κὴ στὰ χρό­νια τῆς ἐκ­κο­σμί­κευ­σης, ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 81, 2 [2010], σ. 58-59).

Ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὅ­τι ἡ ζω­ὴ ἀ­λη­θεύ­ει, γί­νε­ται αὐ­θεν­τι­κὴ καὶ ἀ­πο­κτά­ει πλη­ρό­τη­τα, μό­νο ὅ­ταν πε­τυ­χαί­νει τὴ θυ­σι­α­στι­κὴ συ­νύ­παρ­ξη μὲ τὸν ἄλ­λον, γιὰ χά­ρη τοῦ ἄλ­λου. Κά­τι ποὺ μπο­ρεῖ νὰ λά­βει χώ­ρα μό­νο στὴν ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α καὶ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος, τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­που οἱ πάν­τες «μέ­λη ἐ­σμὲν» (Ἐ­φεσ. 5, 30). «Μέ­σα στὴν ἀ­μοι­βαί­α αὐ­τὴ κοι­νω­νί­α κα­νέ­νας δὲν προ­σπα­θεῖ νὰ κά­νει κά­τι γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ ὅ­λοι συν­δέ­ον­ται με­τα­ξύ τους μὲ τὴν ἀ­δι­αί­ρε­τη χά­ρη καὶ δύ­να­μη τῆς μιᾶς πί­στε­ως. Καὶ ὅ­λων ἡ καρ­διὰ καὶ ἡ ψυ­χὴ εἶ­ναι μί­α, ὥ­στε ἀ­πὸ πολ­λὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ μέ­λη νὰ φαί­νε­ται ἕ­να σῶ­μα ἄ­ξιο ἀ­λη­θι­νὰ τοῦ Χρι­στοῦ» (ἁγ. Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Μυ­στα­γω­γί­α, 1, 3).

  1. Ὁ ἄ­θε­ος Χρι­στια­νὸς

Ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Χρι­στια­νοῦ νὰ συμ­με­τά­σχει στὸ ὄν­τως συγ­κλο­νι­στι­κὸ γε­γο­νὸς μιᾶς τέ­τοι­ας κοι­νω­νί­ας, εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἄρ­νη­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ἂν δὲν φο­βᾶ­ται τὶς λέ­ξεις, πρέ­πει νὰ τὸ πα­ρα­δε­χθεῖ ξε­κά­θα­ρα, πὼς μὲ μιὰ τέ­τοι­α ἐ­πι­λο­γὴ παύ­ει πιὰ ὁ­ρι­στι­κὰ νὰ εἶ­ναι Χρι­στια­νός. Δὲν ἀ­νή­κει στὸ ἑ­νια­ῖο σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ ποὺ δὲν ἐγ­κολ­πώ­νε­ται τὸ πνεῦ­μα αὐ­τα­πάρ­νη­σης ποὺ ζη­τᾶ ὁ Χρι­στὸς (Λουκ. 9, 23) καὶ ἀ­πορ­ρί­πτει τὰ μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ, (ἕ­να ἢ πολ­λά, δὲν παί­ζει ρό­λο), ἔ­χει ἀ­πορ­ρί­ψει τὸν Χρι­στό. Καὶ ἀ­πορ­ρί­πτε­ται φυ­σι­κὰ καὶ ἀ­πὸ αὐ­τόν. «Οὐκ ἔ­στι μου ἄ­ξιος», λέ­ει γι­’­ αὐ­τὸν ὁ Χρι­στὸς (Ματθ. 10, 38), ποὺ μᾶς θέ­λει Χρι­στια­νοὺς στὰ ἔρ­γα καὶ ὄ­χι μόνο στὰ λό­για (Ματθ. 7, 21).

Ἂς μὴ ζεῖ κα­νεὶς λοι­πὸν μὲ αὐ­τα­πά­τες. Ἂς βγεῖ ἐ­πι­τέ­λους ἀ­πὸ τὴν ψευ­δαί­σθη­ση, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­κοι­μί­ζει τὴ συ­νεί­δη­σή του. Ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ ποὺ δὲν σταυ­ρώ­νει τὶς ἁ­μαρ­τω­λὲς (νό­ει πάν­τα: ἐ­γω­κεν­τρι­κὲς) ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ τὰ πά­θη του (Γαλ. 5, 24), ἀλ­λὰ συ­σχη­μα­τί­ζε­ται (Ρωμ.12, 2) καὶ ζεῖ σὰν ὅ­λο τὸν κό­σμο ποὺ «κεῖ­ται ἐν τῷ πο­νη­ρῷ» (Α΄ Ἰ­ω. 5, 19), ζεῖ δη­λα­δὴ μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, τότε δὲν εἶ­ναι πιὰ Χρι­στια­νός, ἀλ­λὰ ἀρ­νη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν ἔ­χει καμ­μιὰ σχέ­ση μα­ζί του. Δὲν εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ. Τε­λεί­α καὶ παῦ­λα. Δὲν γί­νε­ται νὰ πλέ­ει ἀδιάκοπα πα­τών­τας σὲ δυ­ὸ βάρ­κες ταυ­τό­χρο­να. Εἶ­ναι «υἱ­ὸς τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του» (Λουκ. 16,8· 13), ναί! Ὄ­χι ὅ­μως καὶ Χρι­στια­νός.

Καὶ ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴ σει­ρά του, σε­βό­με­νος ἁ­πλῶς ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος ἐν ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ ἐ­πιλέγει, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σει γιὰ δι­κόν του (Λουκ. 13, 25-27).

  1. Ἡ ἀν­τι­στρο­φὴ τῆς πο­ρεί­ας

Ὁ ση­με­ρι­νὸς Χρι­στια­νὸς θά ‘πρε­πε νὰ συγ­κλο­νι­σθεῖ ἀ­πὸ τὴν εἰ­λι­κρι­νῆ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς Γαλ­λί­δας συγ­γρα­φέ­ως Σι­μὸν ντὲ Μπο­βου­ὰρ (στὸ ἔρ­γο της «Πῶς ἔ­γι­να συγ­γρα­φέ­ας»): «Πο­τὲ δὲν ἀ­παρ­νι­ό­μουν πράγ­μα­τα ποὺ μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν, ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν ὁ Θε­ὸς τὰ ἀ­πα­γό­ρευ­ε.Ἄ­ρα δὲν πί­στευ­α πιὰ σ’ ἐ­κεῖ­νον!»

Και­ρὸς λοιπὸν νὰ ἀλ­λά­ξει πο­ρεί­α, νὰ δι­α­χω­ρί­σει τὸν δρό­μο του ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Νὰ ἀρ­χί­σει νὰ γί­νε­ται σι­γὰ-σι­γὰ τοῦ Χρι­στοῦ, σταυ­ρώ­νον­τας τὰ ἀ­να­ρίθ­μη­τα, ἀ­νό­η­τα καὶ κα­τα­στρο­φι­κὰ «θέ­λω» του, τὰ φυσικά του (καὶ γι’ αὐτὸ καθόλου πνευματικὰ) αἰσθήματα, ἀ­πο­δε­χό­με­νος μὲ καλή, θυσιαστικὴ καὶ ἀγαπητικὴ διάθεση τὸν κά­θε ἄλ­λον «ἀ­δελ­φὸ» τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­πὸ τὴ λα­τρεί­α τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ποὺ συ­νι­στᾶ ἔμ­πρα­κτη ἀ­πι­στί­α καὶ ἀ­θε­ΐ­α, νὰ γί­νε­ται ὅ­λο καὶ πιὸ συ­νει­δη­τὰ πι­στός, «ποι­ῶν τὸ θέ­λη­μα τοῦ Πα­τρὸς» (Ματθ. 7, 21), δηλαδὴ τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἐντολή του γιὰ γνήσια, θυσιαστικὴ ἀγάπη, χωρὶς ὅρους καὶ ὑπολογισμό, πρὸς τὸν κάθε ἄλλον (Α΄ Ἰω. κεφ. 3, 4, 5· Β΄ Ἰω.· Α΄ Κορ. 10, 24· 33). Καὶ ὁ Χρι­στὸς ἀπ’ τὴ μεριά του πάν­τα τὸν περιμένει, τὸν ἀγαπάει, τὸν ἀγκαλιάζει ὁποτεδήποτε θελήσει νὰ ἐπιστρέψει, νὰ ξαναγίνει πιστός.

Ἡ ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ὴ ποὺ θυ­σί­α­σε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴ ζω­ή της προ­σφέ­ρον­τας τὸ αἷ­μα της γιὰ τὸν Χρι­στό, ἂς μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες της νὰ κα­τα­νο­οῦ­με πρῶτα καὶ κατόπιν νὰ ἀ­πο­δε­χό­μα­στε τὸ κα­θη­με­ρι­νό μαρ­τύ­ριο τῆς θυ­σί­ας τῶν ἐ­γω­κεν­τρι­κῶν μας θε­λη­μά­των.Καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ προ­σφέ­ρου­με μὲ πρό­θυ­μη δι­ά­θε­ση τὸ «αἷ­μα» τῆς θυ­σί­ας μας αὐ­τῆς ὡς λο­γι­κὴ λα­τρεί­α στὸν Κύ­ριο (Ρωμ. 12, 1), γιὰ νὰ λά­βου­με κι ἐ­μεῖς πνεῦ­μα, χά­ρη, ζω­ὴ ἀ­λη­θι­νή, ὅ­πως ἐ­κεί­νη, με­τὰ πάν­των τῶν ἁ­γί­ων. Ἀ­μήν.

Ἀ ν τ ι ύ λ η

Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα

Τηλ. 26820 25861/23075/6980 898 504

e-mail: antiyli.gr@gmail.com

Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας, ο Λεωνίδας της Κερύνειας

Η e- βιβλιοθήκη

Κύπρος 1974 : Ένα αφιέρωμα στο Λοχαγό ΚΔ Νικόλαο Κατούντα, Δκτή του 31ου ΛΚ της 33ης ΜΚ που μπροστά του ο Αμερικάνος Ράμπο φαντάζει ως «προσκοπάκι»!
Γράφει ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης
Ο Λοχαγός ΚΔ Νικόλαος Κατούντας, Δκτής του 31ου ΛΚ της 33ης ΜΚ  που είχε έδρα στο Πέλλα Πάις, κοντά στην Κερύνεια το 1974, ήταν τότε 31 χρονών, στο άνθος της παραγωγικής ηλικίας του σαν Έλληνας Στρατιωτικός και δη Καταδρομέας αποφοιτήσας από τα σχολεία Αλεξιπτωτιστών, Βατραχανθρώπων και Χιονοδρόμων και Αλπινιστών. Μορφωμένο παλικάρι, τελειόφοιτος και της Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγκροτημένος Αξιωματικός, Λεβέντης, Πατριώτης, ικανότατος και βέβαια οικογενειάρχης.

Μετά την επικράτηση του Πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου στο νησί τα πράγματα έμοιαζαν ήρεμα. Όμως αυτή η φαινομενική ηρεμία κράτησε μόνο 3-4 μέρες. Σε λίγο η καταιγίδα θα ξέσπαγε. Όλα αυτά βέβαια οι αξιωματικοί, που υπηρετούσαν σε μονάδες στη νήσο, τα αγνοούσαν. Ήδη από τις 19 Ιουλίου έρχονται εικόνες στην τηλεόραση από το BBC με τον Τουρκικό στόλο να έχει αποπλεύσει μαζί…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 934 επιπλέον λέξεις

Την νύχτα του Αγίου Παϊσίου, πίσω από τις βεντάλιες κλαίγαμε. Μετράει;

Ξημερώνοντας η γιορτή σου, η νύχτα έκαιγε (λες τους δικούς σου πόνους φορτωμένη) και στις λιγοστές γειτονιές που απέμειναν να φυλάνε Θερμοπύλες ανάμνησης και ανθρωπιάς, οι άνθρωποι καθόταν στις αυλές σαν να σε περίμεναν…
Εγώ πήγα στην αγρυπνία, στην στολισμένη σου εικόνα, στο χαμόγελό σου που όλα τα σκέπαζε στο ναό και χαμήλωνε τον δείκτη δυσφορίας από την ζέστη και την υγρασία αλλά κυρίως από τα άνομα και τα παράνομα του καθενός μας.
Σχεδόν σκοτάδι -μόνο τα καντηλάκια- , παράφωνος παπάς, το όμοιον και οι ψάλτες αλλά τίποτε δεν ενοχλούσε απόψε. Είχαμε έρθει για σένα και συ μας αντάμειψες με γαλήνη κλεμμένη από τον ουρανό, όπως παίρνεις κρυφά ένα κομμάτι καλό φαγητό από επίσημο τραπέζι για να το πας σ’αυτούς που αγαπάς….
Μας έφερες και τον Παπαδιαμάντη -ως ύφος και ήθος-για παραστάτη και συ ο ίδιος πηγαινοερχόσουν (και το νιώθαμε) από την Σουρωτή στις πολλές εκκλησιές που αγρυπνούσαν στη μνήμη σου, στην γιορτή σου, στην γιορτή ..μας, τελικά!
Ψηλός, αδύνατος και λίγο γερτός, υπομειδιών, περίφροντις για τον κόσμο, ανυπόμονος για τον Παράδεισο, ευωδιάζοντας τα λιβάνια που έκαψες σε όλη σου την ζωή για τους Φίλους Αγίους έσερνες τα τρύπια σου υποδήματα στον σολέα και αθέατος αλλά τόσο γλυκά παρών έπαιζες με τις βεντάλιες των κυριών, χάιδευες απαλά τα κεφάλια των προσδοκούντων πιστών, ευλόγησες το αντίδωρο, άναψες ένα κερί για μας, έσβησες ένα άλλο που είχε λιώσει και αναχώρησες….
Και όμως ήσουν τόσο πολύ εδώ: Στους ανθρώπους που δεν έλεγαν να φύγουν με το τέλος της θείας λειτουργίας αλλά βγήκαν στην αυλή του ναού και καθισμένοι στα παγκάκια, έτρωγαν το αντίδωρο απαλά και σεβαστικά σαν να κατάπιναν έρωτα τρυφερό που δεν ήθελαν να τον πονέσουν ή να τον φοβίσουν και να τους φύγει ή σαν να κατέλυαν έγνοιες και πόνους και ήθελαν να το κάνουν αθόρυβα για να μην ξυπνήσουν τα πάθη και πονέσει το μέσα τους.
Ήσουν εσύ στην αγάπη που κυλούσε από εντός μας απαλά και έφτανε στους αγνώστους που έλεγαν προσευχές δίπλα μας, στην εξοχή που ταξιδεύαμε μεταμεσονύκτια ενώ απλά επιστρέφαμε σπίτι, στα λόγια που ψιθυρίζαμε και είχαν τ’όνομά σου, στις εικόνες που βλέπαμε στα φώτα των αντικρινών αυτοκινήτων και ήταν η μορφή σου….
Ήσουν εσύ και σ’ ευχαριστούμε που ήσουν!
Τα άλαλα και τα μπάλαλα της ζωής μας τα ξέρεις. Κομπόδεσέ τα, σε παρακαλούμε, στο μαντήλι σου και κει που πορεύεσαι -στον δρόμο ουρανός-γη- πέταξέ τα σε βαθύ γκρεμό να μην εμποδίζουν πια τις ζωές μας ν’ανέβουν ή αν δεν υπάρχει στον δρόμο αυτό γκρεμός, βάλτα να καούν στις φωτιές που ζεσταίνουν τους αγίους που σπεύδουν σε βοήθεια των ανθρώπων ή αν και φωτιές δεν καίνε, κάνε τα ό,τι θέλεις αλλά ας μείνουν μακριά μας, έξω απ’την αυλή μας, από το σπίτι, από την ψυχή, από την πατρίδα, από τον δρόμο που βγάζει στο υπέροχο Αλλού, απ’ όπου μας ήρθες απόψε.
Και να μας συγχωρείς που δεν υπήρξαμε ούτε απόψε αντάξιοι σου και που προδώσαμε την Αγάπη.
Αλλά έχω ένα μυστικό να σου φανερώσω: Πίσω από τις βεντάλιες κλαίγαμε. Μετράει;