Η Αγία Οικογένεια.(Ιωάν.Καρδάση)

            Εισαγωγικά

 

    Μεγάλη είναι η γιορτή, που με τόση λαμπρότητα γιορτάζει ολόκληρη η Χριστιανοσύνη την περίοδο αυτή του χρόνου. Είναι ένας από τους τρεις μεγάλους σταθμούς στην εκκλησιαστική, αλλά και στην κοινωνική μας πορεία, που περιλαμβάνει: Γέννηση Χριστού, Ανάσταση Χριστού και Κοίμηση της Θεοτόκου.
            Πάνω σ’ αυτή τη μεγάλη γιορτή της γέννησης του Θεανθρώπου έχουν γίνει πλήθος απεικονίσεων, άλλοτε Ορθόδοξων και άλλοτε Δυτικών παραστάσεων του μεγάλου αυτού γεγονότος. Στις Ορθόδοξες παραστάσεις ο μνήστορας Ιωσήφ φαίρεται να είναι εκτός του κάδρου της απεικόνισης. Στις Παπικές όμως βρίσκεται εντός, που μπορεί ακόμη και να δηλώνει την πολύ στενή σχέση Ιωσήφ – Μαρίας, όπου απεικονίζεται και ο (υποτίθεται) καρπός της σχέσης αυτής!
            Δυστυχώς, αυτή η διαστρεβλωμένη παπική απεικόνιση έχει παρεισφρήσει και στην καθ’ ημάς Ανατολή και την βλέπουμε κυρίως στις πολυποίκιλλες φάτνες, στις εικονίτσες, που μοιράζονται στα παιδιά των Κατηχητικών Σχολείων, αλλά ακόμη και σε αγιογραφίες.
            Ένα τέτοιο νοσηρό και αντορθόδοξο μήνυμα έρχεται να στηλιτεύσει η παρούσα μικρή συγγραφή, ώστε να μπορέσουμε να αντιληφθούμε ποιά είναι η πραγματική διάσταση του θέματος και ποιά η διαστρεβλωτική.

 img1530

Η «Αγία Οικογένεια Ιωσήφ και Μαρίας» είναι η απεικόνιση του «ζεύγους» Ιωσήφ και Μαρίας μαζί με τον μικρό Ιησού και προέρχεται, όπως όλα τα αιρετικά και οι πλάνες, από τον Παπισμό, πλην όμως έχει διεισδύσει και στην Ορθοδοξία, εδώ και πάρα πολλά χρόνια και ιδίως διαδόθηκε και στα Κυριακά Σχολεία (τα «Κατηχητικά»), εμφανίζεται δε και στις διάφορες «φάτνες», που στήνονται, κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων, από διάφορους φορείς, αλλά και από Ενορίες και Μητροπόλεις.

Μετά την απόσχιση των Λατίνων από την Ορθοδοξία, δεν έμεινε τίποτε όρθιο στον Παπισμό. Η μεγαλύτερη βέβαια αιρετική απόκλιση, η βάση όλων των πλανών του Παπισμού, είναι η θεώρηση ενός δούλου Θεού, ενός Πατέρα του οποίου η γενεσιουργός αιτία ύπαρξής του είναι η φύση του και όχι το πρόσωπό του. Η βασική αυτή πλάνη, η γενεσιουργός αιτία όλων των πλανών του Παπισμού και ως επακόλουθο, η άρνηση της κοινής Θεολογίας και η παραδοχή μιας νέας ειδωλολατρικής θεολογίας, κατ’ απομίμηση του Πλάτωνα, με κύριο εκφραστή τον άγιο Αυγουστίνο, διαστρέφει την αγιογραφική και αγιοπατερική θεώρηση πάνω στα κύρια δόγματα της Ορθοδοξίας.

Η Αγιογραφία στην Ορθοδοξία είναι μια εικαστική Θεολογία, μια τέχνη υπερβατική, ποιητική, η οποία δεν απεικονίζει φωτογραφικά, νατουραλιστικά, κάποια σημαντικά γεγονότα. Φανερώνει το γεγονός μέσα στη διαχρονική του διάσταση, την ολική του αλήθεια. Η Γέννηση, η Ανάσταση, η Πεντηκοστή, για παράδειγμα, απεικονίζονται σαν πολυδιάστατα γεγονότα και όχι σαν χρονικές στιγμές.

Η Ορθοδοξία αρνείται την ύπαρξη την «Αγίας Οικογένειας του Ιωσήφ και της Μαρίας» σαν πρότυπο όλων των χριστιανικών οικογενειών. Τα πάντα ήταν υπερβατικά, υπερφυσικά στην οικογένεια του Ιωσήφ, της Μαρίας και του Ιησού. Όπως μαρτυρούν τα Ευαγγέλια, ο Ιησούς ποτέ δεν αποκάλεσε τη Θεοτόκο «Μητέρα», αλλά «Γυναίκα», γιατί η πρωτεύουσα σχέση του ήταν αυτή με τον Πατέρα και όχι με την μητέρα του, που ήταν η δευτερεύουσα σχέση.

Η σχέση παιδιού και μητέρας στην οικογένεια του Ιωσήφ ήταν υπερβατική, υπερφυσική. Η Θεοτόκος γνώριζε ότι το τέκνο της ήταν Θεός. Η υπερφυσική σύλληψη και η υπερφυσική γέννηση και το άφθορο της παρθενίας της, είχαν διαμορφώσει μια υπερβατική προσωπικότητα και στην Παναγία. Η στάση της απέναντι στο παιδί της είναι ακατανόητη για μας. Κυρίως η υπερβολική Χάρη του αγίου Πνεύματος, που σκήνωσε στη Θεοτόκο, της είχε δώσει μια προσωπικότητα ανώτερη από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Αυτό επηρέαζε και τη σχέση της Μαρίας και του Ιωσήφ. Αλλά και ο Ιωσήφ είχε δεχτεί και αυτός τον πλούτο της Χάρης για να διακονήσει σ’ αυτό το υπερβατικό και υπερφυσικό μυστήριο. Προφανώς, έβλεπε στη Θεοτόκο κάτι ιερό, κάτι Χερουβικό, στην ομιλία της, στο βλέμμα της. Μπορούμε δε να πάρουμε μια γνώση αυτής της συμβίωσης, από την άλλη σχέση της Παναγίας με την ξαδέλφη της Ελισάβετ, τη μητέρα του Προδρόμου. Η σχέση του Ιωσήφ με τα άλλα δυο υπερβατικά Πρόσωπα της οικογένειάς του ήταν σχέση διακονίας, μια σχέση προστασίας και φροντίδας. Το άγιο Πνεύμα, που κατοικούσε στον Ιωσήφ, αυτό το Πνεύμα τον δίδασκε, πως η Μαρία είναι αειπάρθενος και πάντα, προ, κατά και μετά τον τόκο, Παρθένος. Ο Ιωσήφ, άχρι καιρού, θα ήταν ο προστάτης της οικογένειας του Χριστού.

Η οικογένεια του Χριστού δεν μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα για τις χριστιανικές οικογένειες, διότι στον κοινωνικό χώρο οι οικογένειες είναι τελείως φυσικές. Ασχολούνται με τη φροντίδα των παιδιών τους, έχουν φίλους και φίλες, με τους οποίους συζητούν την καθημερινότητα, εναγκαλίζονται οι σύζυγοι, οι γυναίκες συνουσιάζονται με τους συζύγους τους, υπακούοντες στο παύλειο: «Μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο Σατανάς δια την ακρασίαν υμών» (Κορ. Α΄ 7. 5). Αυτό είναι το φυσικό πλαίσιο της οικογένειας, που με εντελώς φυσικές διαδικασίες διαιωνίζει το ανθρώπινο είδος, πάντα με την ευλογία του Χριστού. Αν θα θέλαμε να δώσουμε υπόδειγμα χριστιανικής οικογένειας, θα χρησιμοποιούσαμε εκείνο αγίων οικογενειών, όπως του Μ. Βασιλείου, των αγίων Εσπέρου και Ζωής και των τέκνων αυτών Θεοδούλου και Κυριακού (2 Μαΐου), Τιμοθέου και Μαύρας και πολλών άλλων.

Δυστυχώς, ο Παπισμός περιέπεσε σε ακρότητες και στο θέμα αυτό. Από το ένα μέρος εξύψωσε τη Θεοτόκο, ώστε να λατρεύεται, με μια μαριολατρεία, που αρμόζει μόνο στο Θεό και από την άλλη υποτίμησε την υπερβατική οικογένεια του Ιωσήφ και την υποβίβασε σε πρότυπο της χριστιανικής οικογένειας του κοινωνικού χώρου. Διάφοροι ζωγράφοι απεικόνισαν την «Αγία Οικογένεια», κάθε ζωγράφος με τη δική του αντίληψη, φθάνοντας μέχρι του σημείου της απεικόνισης του Ιωσήφ, της Μαρίας και του Ιησού, εν μέσω γυμνών μορφών αμφιβόλου καθαρότητας του φύλου (Capella Sixtina).

Σ’ αυτή τη παπική πλάνη, δυστυχώς, έχουν περιπέσει και διάφοροι Ορθόδοξοι χώροι και φορείς, ακόμη και Μητροπόλεις, όπου αποδεικνύεται, ότι η διείσδυση του παπικού πνεύματος και νοοτροπίας είναι τόσο βαθειά και η αλλοτρίωση τόσο πλήρης, που τέτοια σοβαρά θέματα περνάνε στα ψιλά και δεν συγκινούν πλέον. Έτσι, βλέπουμε «αγιογραφίες» με θέμα την «Αγία Οικογένεια», όπου υπάρχει συζυγικός εναγκαλισμός του Ιωσήφ και της Μαρίας και βεβαίως υπονοείται, ότι ο συμπεριλαμβανόμενος Ιησούς αποτελεί τον καρπό της ευλογημένης σχέσης των γονιών του Ιωσήφ και Μαρίας και αυτό παρουσιάζεται σαν πρότυπο για κάθε χριστιανική οικογένεια. Τέτοιες παραστάσεις οφείλει η Εκκλησία μας να καταδικάσει και να λάβει τα δέοντα μέτρα, ώστε να αποσυρθούν  και να τονιστεί παράλληλα, ότι πρόκειται για βλάσφημες απεικονίσεις, που προσβάλλουν βάναυσα το Ορθόδοξο αίσθημα.

 

30.11.14

            Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

           

Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης. Ο μέγας πολέμιος της παναίρεσης του Παπισμού

[el]image1

 

Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης

Ο ΜΕΓΑΣ ΠΟΛΕΜΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ

Ο Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός είναι εξέχουσα μορφή αγίου Ιεράρχου όχι μόνον του 16ου αιώνος μ.Χ., αλλά όλων των χρόνων της δουλείας, και ως εκ τούτου αποτελεί πνευματικό φάρο που κατέλαμψε το τότε πνευματικό σκότος του Γένους, δοξάζοντας και την περίφημη Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, η οποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σε αυτόν.

Γεννημένος περί το 1520 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη όπου έλαβε άριστη μόρφωση, ο άγιός μας – κατά κόσμον ίσως Δημήτριος – μετέβη νέος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πριν το 1546 μ.Χ. έγινε Μοναχός της Αδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός και την προσωνυμία «Στουδίτης»· ήδη ως υποδιάκονος, σπουδάζοντας στην περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, υπήρξε και περιφανής ιεροκήρυκας της Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ωφελείας, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του «Θησαυρός».

Μεταξύ των ετών 1550 μ.Χ. και 1558 μ.Χ. ο Άγιος Δαμασκηνός δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή των Τρικάλων, πιθανότατα ως Διδάσκαλος της εκεί Σχολής, και πριν το 1558 μ.Χ. έλαβε την Ιερωσύνη. Στο ίδιο διάστημα μετέβη και στην Βενετία για να τυπώσει τον δημοφιλή «Θησαυρό».

Το 1560 μ.Χ. στο Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνόςχειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά (τον προ του 1560 – 65 μ.Χ.· δεν πρόκειται περί του γνωστού αγίου).

Παρά το ότι ο Άγιος Δαμασκηνός ήταν μόνον Επίσκοπος, ωστόσο δεν έπαυσε να διαλάμπει με τον συνδυασμό της λαμπρής παιδείας του και της άμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ο Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546 – 1612 μ.Χ.), μολονότι εχθρικός προς την Ορθοδοξία, επιβεβαιώνει ότι ο Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνόςήταν ένας από τους τρείς πιο μορφωμένους Ορθοδόξους Κληρικούς της εποχής του και από αυτούς ήταν ο πιο επαινετός «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφροσύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».

Λόγω των χαρισμάτων του αυτών ο Άγιος απέλαυε της εμπιστοσύνης των Πατριαρχών για σημαίνουσες αποστολές ως Έξαρχος, όπως στο Άγιον Όρος (1567 μ.Χ.), αλλά και στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία), όπου στα έτη 1565 – 1572 μ.Χ. ο Δαμασκηνός συνετέλεσε αποφασιστικά στην κατανίκηση της αιρετικής ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Αργότερα, κατά την Πατριαρχία του Ιερεμίου Β΄ του Τρανού (†1595 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αγίου, ο Δαμασκηνός έλαβε μέρος στην σύνταξη της πατριαρχικής δογματικής απαντήσεως (1572 – 73) στους Λουθηρανούς Προτεστάντες της Τυβίγγης, διετέλεσε δε και τοποτηρητής του Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη επί αρκετούς μήνες, κατά την απουσία του Πατριάρχου.

Το 1574 μ.Χ., ο Άγιος μας προβιβάσθηκε σε «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ως Δαμασκηνός Γ’ ο Στουδίτης, θρόνο που υπηρέτησε επί δύο περίπου έτη, μέχρι το 1576 μ.Χ., όταν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των λογίων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο αργότερα, το σωτήριον έτος 1577 μ.Χ., εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη στη μητροπολιτική του περιφέρεια, στη Ναύπακτο ή την Άρτα. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».

Στα συγγράμματά του, εκτός από το βιβλίο «Θησαυρός», το οποίο εκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ.) και που μαρτυρεί τα γνήσια μοναχικά του βιώματα και το σέβας στην Ορθοδοξία και τους Αγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, όπως Κανόνες προς τιμή του Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554 μ.Χ.), ποιήματα προς τιμήν της Παναγίας σε ομηρική γλώσσα, μία Παραίνεσις προς Μοναχούς, και άλλα, όπως σύγγραμμα ζωολογίας και έτερο μετεωρολογίας, που πιστοποιούν την ευρεία παιδεία του. Ο Άγιος Δαμασκηνός πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος και ενός από τους τελευταίους Στουδίτες, του Οσίου Διονυσίου του «Ρήτορος» (†1606 μ.Χ.), μετέπειτα ασκητού στη Μικρά Αγία Άννα του Αγίου Όρους.

Παρά τη λιπαρή του παιδεία, χάρις στην οποία κατείχε άριστα την ομηρική και την αττική διάλεκτο, ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης, έγραφε και σε απλή και καθαρή Ελληνική γλώσσα για τον απλό λαό της εποχής του, που είχε πολλή ανάγκη της «στερεᾶς τροφῆς» του λόγου του Θεού. Ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού υπήρξε το πιο διαδεδομένο στον τομέα του βιβλίο και ενίσχυσε το δούλο Γένος στις θλίψεις και τα μαρτύρια. Η προσφορά του επεκτάθηκε όταν μεταφράσθηκε και στα τουρκικά (1731 μ.Χ.), για τους τουρκόφωνους Ρωμηούς, στα σερβικά (1580 μ.Χ.) και τα ρωσικά (1656, 1715 μ.Χ.). Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.

Εορτάζει στις 27 Νοεμβρίου εκάστου έτους.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.

saint.gr

Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα

Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη (προεικονομαχικής περιόδου) της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα.
Παραδόθηκε από τον Θωμά Παλαιολόγο στον Πάπα Πίο Β΄ για να διασωθεί από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Στο βιβλίο του θεολόγου Αριστείδη Γ. Πανώτη, Παύλος Στ’ – Αθηναγόρας Α’: Ειρηνοποιοί, Ίδρυμα Ευρώπης ΔΡΑΓΑΝ, Αθήναι 1971, σσ. 261, διαβάζουμε τα εξής ενδιαφέροντα σχετικά με την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτόκλητου από τη Ρώμη στην Πάτρα στις 26 Σεπτεμβρίου 1964:“Η ιστορία της επιστροφής της κάρας του Αγίου Ανδρέα άρχισε τον Φεβρουάριο του 1963 σε μια συνάντηση Ορθοδόξων και Καθολικών στην Αθήνα. Γίνονται οι σχετικές εισηγήσεις στη Ρώμη, με θετικά αποτελέσματα. Υποδεικνύεται στον Μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο από τον γράφοντα, ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει το διάβημά του. Συντάσσεται το κείμενο και αποστέλλεται. Η απάντηση είναι αρίστη. Στα μέσα Μαΐου έρχεται στην Πάτρα ο Ιω. Βίλλεμπρανς για μυστικές συνεννοήσεις με τον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, ο οποίος και γράφει προσωπικό γράμμα στον Πάπα Παύλο ΣΤ’. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ απαντά καταφατικά στο αίτημα. Θέλει όμως να επιστραφεί η Κάρα “με νέα λειψανοθήκη ανταξία του περιεχομένου της” που τα έξοδά της θα κατέβαλε ο ίδιος, γιατί η αρχική λειψανοθήκη, με την οποία ο Θωμάς Παλαιολόγος παρέδωσε την κάρα στον Πάπα Πίο Β’, το 1462, είχε αντικατασταθεί με νεωτέρα και είχαν χαθεί τα ίχνη της παλαιάς σε κάποιο Σκευοφυλάκιο. Ζητούνται σχέδια λειψανοθήκης ορθοδόξου τεχνοτροπίας από την Αθήνα, αλλά παράλληλα γίνονται και έρευνες για την ανακάλυψη της αρχικής λειψανοθήκης. Ανακαλύπτεται. Ήταν στο μουσείο της πατρίδος του Πάπα Πίου Β’. Είναι χρυσή και η επιστημονική εξέτασή της από διαπρεπείς αρχαιολόγους και βυζαντινολόγους αποδεικνύει ότι είναι σπάνιο έργο τέχνης της προεικονομαχικής περιόδου (Ζ’ αιώνος) και έτσι έχει μεγάλη καλλιτεχνική αξία. Μετά την υπεύθυνη αυτή γνώμη, ο Πάπας αποφασίζει να κάνει διπλό δώρο στη Μητρόπολη Πατρών, την κάρα και την αρχαία λειψανοθήκη. Την επισκευάζουν και της προσθέτουν μόνο μία βάση από πολύτιμο λίθο “κύανο” (lapis lazuli) με την επιγραφή “εν πνεύματι ομονοίας και ως δείγμα μεγάλης αγάπης”. Μέσα στη μοναδική αυτή λειψανοθήκη, με σχετική τελετή, παρουσία των Ορθοδόξων Παρατηρητών, ο Πάπας κλείνει το ιερό λείψανο, σφραγίζει την λειψανοθήκη, η οποία παραδίδεται στον Μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο, στις 26 Σεπτεμβρίου 1964”.

Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Αρχιερατικό συλλείτουργο το 1967 στην Μονή του Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία
προεξάρχοντος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
Η λειψανοθήκη συγκέντρωσε φωτογραφίες αρχείου με την αρχαία βυζαντινή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα, τις οποίες μπορείτε να δείτε παρακάτω. Δυστυχώς η χρυσή αυτή βυζαντινή λειψανοθήκη με την οποία ο Θωμάς Παλαιολόγος παρέδωσε την κάρα στον Πάπα Πίο Β’, το 1462, για να διασωθεί από τους Οθωμανούς καταστράφηκε στην Πάτρα λίγα χρόνια μετά την παράδοσή της. Αν κάποιος αναγνώστης γνωρίζει περισσότερα, παρακαλείτε θερμά να πληροφορήσει και τη λειψανοθήκη.

Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Η ανάγνωση του επισήμου εγγράφου βεβαιώσεως της ταυτότητος του λειψάνου,
ενώ ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ προσβλέπει στο διασωθέν τεμάχιο της κάρας
που διαφυλάσσεται σε βάμβακα παρουσία κληρικών του οίκου του.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Η σεπτή κάρα τοποθετείται εντός της αρχαίας λειψανοθήκης παρουσία του τότε παρατηρητή
στην Βατικανή Σύνοδο π. Παντελεήμονα Ροδόπουλου, μετέπειτα μητροπολίτη Τυρολόης και Σερεντίου,
και του καρδιναλίου Βίλλεμπρανς.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ μεταξύ της νεώτερης λειψανοθήκης της κάρας του Αποστόλου Ανδρέου
και της αρχαίας και πολυτιμότατης προεικονομαχικής λειψανοθήκης που την παρέδωσε στη Ρώμη
ο Θωμάς Παλαιολόγος και βρέθηκε και την όψη της γνωρίζουμε από σχέδια του ΙΕ’ αιώνα!
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ με συγκίνηση μεταφέρει την αρχαία λειψανοθήκη
επάνω στην πολύτιμη από κύανο βάση της που φέρει και το οικόσημό του.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Η παράδοση στις 26 Σεπτεμβρίου 1964 της σεπτής κάρας στον μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο
από τον καρδινάλιο Μπέα, τον αρχιεπίσκοπο Βίλλεμπρανς και τον π. Πέτρο Ντυπρέ.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Ο Πατρών Κωνσταντίνος φέρει πλέον στον παλαιό ναό του Αποστόλου την σεπτή κάρα.
Την ιστορική στιγμή παρακολουθεί ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Λιτάνευση του σεπτού λειψάνου στην Πάτρα παρουσία πολλών ιεραρχών.
Πρώτοι είναι ο Χανίων Νικηφόρος και ο Λαρίσης Ιάκωβος.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Από την επανακομιδή της σεπτής κάρας του Αποστόλου Ανδρέα τον Σεπτέμβριο του 1964.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Από την επανακομιδή της σεπτής κάρας του Αποστόλου Ανδρέα τον Σεπτέμβριο του 1964.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Στιγμιότυπο από την έλευση της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα το 1967
στο λιμάνι της κατεχόμενης σήμερα Αμμοχώστου.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’ εισέρχεται  με την κάρα του Αποστόλου Ανδρέα
στον ναό της ομώνυμης Μονής στην κατεχόμενη σήμερα Καρπασία.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Αρχιερατικό συλλείτουργο το 1967 στην Μονή του Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία
προεξάρχοντος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα http://leipsanothiki.blogspot.be/
Η σπάνια βυζαντινή χρυσή λειψανοθήκη (προεικονομαχικής περιόδου) της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα.
Επιβίωσε των Οθωμανών, διατηρήθηκε από τους Λατίνους, καταστράφηκε από τους Νεοέλληνες.

 

Πηγές:

Προσωπικό αρχείο Αριστείδη Πανώτη.

Ιστολόγιο: Ιδιωτική Οδός – Παναγιώτης Ανδριόπουλος

Ιστολόγιο: Συλλεκτικό Παζάρι

Ιερά Μητρόπολις Πατρώς

Myriobiblos, Online Library of the Church of Greece

Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ .ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ

Ὁμιλία ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ἐπί τῇ Θρονικῇ Ἑορτῇ (30/11/2007). (Μακαριστού Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κυρού Θεοκλήτου.

 IMG_0139
«Ἄρτι δέ… ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς… ὁ Χριστός… τῇ ράβδῳ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως, ἥτις ἐστί ὁ σταυρός, τήν ἄνικμόν μου πλήξει διάνοιαν… διά τῆς ἑαυτοῦ χάριτος προσκορεῖ τάς ἀκοάς ὑμῶν ἀπεργάσεται ὕδατα ἐκκρουνίσας εὐλογίας…. Ἀρξώμεθα δ’ οὖν ἐντεῦθεν…» .Παναγιώτατε καί Θειότατε Πάτερ καί Δέσποτα,«…Σήμερον γάρ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἐάν ἀκούσητε, καρδίας μή σκληρυνθῆτε, ὥς ποτέ ὁ Ἰσραήλ παρεπίκρανεν. Ἐπάγει οὖν τῷ ἑξῆς ψαλμῷ τῷ Κυρίῳ ἡ σύμπασα γῆ ἄσατε. Εὑρήκαμεν δεῦτε τόν ποθούμενον» .

Αὕτη ἡ φωνή τοῦ «μυστολέκτου τῆς Θείας οἰκονομίας Χριστοῦ» Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, «εὑρήκαμεν τόν ποθούμενον», πρός τόν ὅμαιμόν του Ἅγιον Ἀπόστολον Πέτρον, ἰδού ὁ ἀνά τούς αἰῶνας λόγος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγος προσκαλῶν εἰς τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, λόγος καταφάσκων τό νόημα τῆς εὐχαριστίας Της καί φανερώνων τήν ἀποκεκαλυμένην Ἀλήθειαν Αὐτῆς, ἥτις καθοδηγεῖ τήν παρρησίαν τοῦ κηρύγματος διά τόν «Λόγον τόν προάναρχον» καί «ὁδοποιεῖ» τούς ποθοῦντας «Χριστῷ συγγενέσθαι», «θείοις ῥεύμασιν», εἰς «ποταμούς Θεογνωσίας» .

Κατά τήν εὐχαριστηριακήν σύναξιν, τό μυστήριον τοῦτο τῆς ἑνότητος κτιστοῦ καί ἀκτίστου, εἰς τόν λειτουργούμενον χρόνον τῆς παρουσίας, μέ ἀνεῳγμένους τούς οὐρανούς, συλλειτουργοῦντες τοῖς ἁγίοις ἀγγέλοις, συμμετέχομεν τοῦ Βασιλείου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὑπό τόν θρόνον τοῦ Ἀμνοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων προεξαρχόντων καί δή τοῦ Πρωτοκλήτου, καί προσευχόμεθα ὑπέρ μιᾶς κοσμικῆς ἀποκαταστάσεως, μιᾶς κοσμικῆς Πεντηκοστῆς, ὑπέρ τῆς ὑπό πάντων μεταλήψεως τοῦ πληρώματος, τοὐτέστιν τῆς πληρότητος τῆς Θεοποιημένης ἀνθρωπότητος καί τοῦ μεταμεμορφωμένου σύμπαντος, κοινωνοῦντες καί μεταδίδοντες τόν Ὅλον τοῖς πᾶσιν.

Ἐντός αὐτοῦ τοῦ εὐχαριστηριακοῦ χρόνου τῆς φανερώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, «σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία τῶν υἱῶν τοῦ Βαπτίσματος», δοξολογοῦσα τόν ἐν Τριάδι Ἅγιον Θεόν δι’ ὅσα τήν Ἐκκλησίαν κατεκόσμησε ὁ «θεόληπτος ἀνήρ», ὁ «μυστοπόλος αὐτόπτης καί ῥήτωρ, τῆς ἀποῤῥήτου γνώσεως Χριστοῦ», ὁ «ἐθνῶν πνευματικός», ὁ «πρῶτος Χριστῷ καλοῦντι», τό «ἅλας τό τίμιον», τῶν «μαθητῶν ὁ πρώτιστος» .

Τῆς παρούσης πανηγύρεως τοῦ Θρόνου Σου, Παναγιώτατε, «… ὁ μέγας οὗτος Ἀνδρέας τάς προφάσεις δέδωκεν…», «… ὁ πρῶτος διδάσκαλον τόν Δεσπότην ἐπιγραψάμενος…», «… ἡ πρώτη τῶν ἀποστόλων φυτεία, οὗτος ἠνέῳξε τῆς Χριστοῦ μαθητείας τάς πύλας…», «πρῶτος τῶν παρά πάντων προσδοκώμενον περιπτύσσεται…» , κατά τόν Μέγαν τῆς Ἀλεξανδρείας πατέρα καί διδάσκαλον. «… Θαῦμα ξένον καί φοβερόν! ἡ πηλώδης γλῶσσα, ἡ πηλίνη φύσις, τό σῶμα τό χοϊκόν, ὁ ‘’δεξάμενος ἄνωθεν Πνεῦμα Ἅγιον…‘’ τήν νοεράν καί ἄυλον ὑπεδέξατο γνῶσιν» .

Τό μέγιστον σημεῖον ἀναφορᾶς τῆς ἀποδιδομένης τιμῆς τῷ Πρωτοκλήτῳ, τῷ ἱδρυτῇ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, σημεῖον ἐκ τοῦ ὁποίου ἀναβλύζει ἡ εὐφροσύνη σήμερον, ἐπικεντροῦται εἰς τό γεγονός ὅτι ἀπό τῆς πολιᾶς ἀρχῆς ὁ Θρόνος Σου, Παναγιώτατε, κατέστη Θρόνος διά τοῦ ὁποίου «… ὁ πάντας ἑλκύσας σταυρῷ τούς θεομύστας, ἐκληροδότησεν ὑμῖν, τοῖς θεολόγοις αὐτοῦ» , διά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, καθέδραν τῆς περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὀρθοδόξου θεολογίας τῶν πρώτων αἰώνων. «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν», «… ὅν προφητικαί βοῶσαι σάλπιγγες ἀναμένειν ἐκέλευον». Ὁ Ἀνδρέας «παραιτεῖται τόν νόμον τῷ νόμῳ πειθόμενος. Ἤκουσε Μωσέως λαλοῦντος ‘’Αὐτοῦ ἀκούετε‘’. Ἤκουσεν Ἰωάννου βοῶντος ‘’Ἴδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ‘’ καί γέγονεν πρός τήν δεῖξιν αὐτόμολος» . Καί ὁ Θρόνος Σου καί ἦν καί ἔστι καί ἔσται εἰς τούς αἰῶνας αὐτόμολος πρός τήν δεῖξιν τοῦ ἀναμενομένου, ἐν τε τῷ νῦν παρόντος καί ἐν ταὐτῷ ἐρχομένου.

Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία δικαίως ἀγάλλεται ὅτι ἡ τοῦ Πρωτοκλήτου φωνή εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν κατέπηξε κατά τάς ἀπαρχάς Αὐτῆς μυστικόν θυσιαστήριον, ἐπί τοῦ ὁποίου ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός κατέδειξε τό πρόσωπον τοῦ σεσαρκωμένου Υἱοῦ, τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, διά τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Εἰς τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, τήν νέαν Σιών, οἱ πατέρες, ἐν ἁγίαις καί οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, ἐκήρυξαν τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ἐλειτούργησαν τό θαῦμα τῆς ἑνώσεως κτιστοῦ καί ἀκτίστου εἰς τήν βυζαντινήν λειτουργικήν θεολογίαν, ἀπεκάλυψαν τό μέγεθος τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐδογμάτισαν τήν ἐλευθερίαν τῶν προσώπων ὡς βάσιν τῆς Τριαδολογίας, ἔφυγον τόν πειρασμόν τῆς κεχωρισμένης θεωρήσεως Τριαδολογίας, Χριστολογίας, Πνευματολογίας, καθώρισαν μέ σαφήνειαν τόν Χαλκηδόνιον χωροχρόνον τῆς σωτηριολογίας, ᾖραν τάς μεταβλητάς τῶν αἱρέσεων ὡς παραθεωρήσεις καί παραχαράξεις τῆς σωτηρίας ὁδοῦ καί, κατ’ ἀκρίβειαν ἐκκλησιολογοῦντες, κατέδειξαν λειτουργικόν τό μυστήριον τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου, ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Οὕτως, ὁ Θρόνος Σου ἑορτάζει τόν τιμώμενον Πρωτόκλητον, ὡς Πρωτόθρονος ἐν τιμῇ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Πῶς, ὅμως, ἐνῶ πάντα ταῦτα μεταγενεστέρως ἐπισυνέβησαν, ἐν τούτοις εὑρίσκονται ἐν συμφωνίᾳ μετά τῆς πρός τόν Αἰγεάτην εὐχαριστηριακῆς μαρτυρίας τοῦ Πρωτοκλήτου «Ἐγώ τῷ παντοκράτορι Θεῷ τῷ μόνῳ ἀληθινῷ ὑπάρχοντι καθ’ ἑκάστην ἡμέραν θυσίαν προσκομίζω, οὗτινος τό σῶμα πᾶς ὁ τῶν πιστῶν λαός μεταλαμβάνων καί τό αἷμα αὐτοῦ πίνων, ὁ ἱερουργηθείς ἀμνός μετά τοῦτο ὁλόκληρος διαμένει καί ζῶν. Ἀληθῶς οὖν ἱερουργεῖται, καί ἀληθῶς τό σῶμα αὐτοῦ παρά τοῦ λαοῦ βιβρώσκεται καί τό αἷμα αὐτοῦ ὁμοίως πίνεται, ὅμως, καθώς ἔφην, ὁλόκληρος διαμένει καί ἀμώμητος καί ζῶν» ;

Ἰδού λοιπόν πῶς ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας, «εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν», «τόν ποθούμενον», «ὡς κῦμα γαληνόν πραέῳ πνεύματι κινούμενον…» εἰσοικίζει, «πόθῳ πόθον προσθεῖσα…» , τά μέλη Της εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Θά ἦτο ὅμως ἐλλιπής ὁ λόγος σήμερον, ἐάν δέν ἀνεφέρετο εἰς τήν δήλωσιν τοῦ σημαίνοντος, τῆς εὑρέσεως δηλονότι, τοῦ Μεσσίου. Ἰδού τίνι τρόπῳ ὁ Μέγας Ἀλεξανδρινός Πατήρ σημαίνει τό σημαινόμενον: «… ἐπιγνούς δέ τόν προφητευθέντα…, χειραγωγεῖ τόν ἀδελφόν πρός τήν εὕρεσιν. Ἀγνοοῦντι τῷ Πέτρῳ τόν θησαυρόν, δείκνυσιν ‘’εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν‘’ ὅν ἐπιποθοῦμεν. Οὗ τήν παρουσίαν ἠλπίσαμεν, τούτου τήν θεωρίαν ἁρπάσωμεν… καί μερίζεται πρός αὐτόν τῆς θεωρίας τόν θησαυρόν. Χειραγωγεῖ πρός τόν Δεσπότην τόν Πέτρον… Οὕτω μαθητής Ἀνδρέας καί καθηγητής ἀνθρώπων καθίσταται. Ἀπό τοῦ διδάσκειν, τοῦ μανθάνειν ἀπήρξατο, ἁρπάζει τῆς ἀποστολῆς τήν ἀξίαν… Τοῦτο πρῶτον Ἀνδρέου κατόρθωμα. Ηὔξησε τῶν ἀποστόλων τόν ἀριθμόν, προσήνεγκε Πέτρον, ἵν’ εὕρῃ Χριστός τόν τῶν μαθητῶν κορυφαῖον. Ὥστε καί ἐν οἷς ὕστερον εὐδοκιμῶν ὁ Πέτρος εὑρίσκεται, παρά Ἀνδρέου τῆς εὐδοκιμήσεως ἔχει τά σπέρματα. Ἀλλ’ ἡ τῶν ἐπαίνων ἰσόρροπος ἐξ ἑκατέρων πρός ἀλλήλους ἀντίδοσις γίνεται…» . Τό θαυμαστόν τοῦ Μεγάλου Πατρός ἐγκωμιαστικόν ἀπόσπασμα ἐπαναφέρει εἰς τήν σήμερον τήν εὐλογίαν τῆς χθές.

Ἐν τούτοις ἡ χαρά ἀπομειοῦται, διότι ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία τῶν πρώτων δέκα αἰώνων ἀφίσταται τῆς κοινωνίας, κρίμασιν οἷς οἶδεν Κύριος. Ὁμιλοῦμεν περί τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας καί οὐχί περί τῶν ἱδρυτῶν ἀποστόλων. Λέγομεν ἅ λέγομεν ἐν διασταλτικῇ ἐννοίᾳ, σεβόμενοι καί τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν τήν περί τῆς Ἐκκλησίας αὐτῶν θεώρησιν. Πρός τιμήν καί οἰκονομίαν ὀνομάζομεν τήν ἀδελφήν ὡς τοῦ Κορυφαίου, ἔχοντες δι’ ἐλπίδος καί πίστεως τήν βεβαιότητα ὅτι πρός ὅν ἐπιποθοῦμεν ἡ χειραγώγησις γίνεται. Ὡς μαθηταί τῆς καθηγεσίας τοῦ Πρωτοκλήτου ὁμιλοῦμεν, ἀπό τοῦ μανθάνειν τήν σπουδήν τῆς ἑνότητος ἀρχόμεθα καί ἁρπάζομεν τῆς ἀποστολῆς τήν εὐθύνην διά τήν κοινωνίαν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Λαβόντες ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν τούς τοῦ Πέτρου ἀδελφούς, προσάγομεν τῷ Δεσπότῃ τούς μεριστάς τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας, τοὐτέστιν τῆς παρ’ Αὐτοῦ δοθείσης ἑνότητος, κοινωνούς τῆς διδασκαλίας Ἀνδρέου συναπεργαζόμενοι.

Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν ἀναφωνεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερον, καί, ὡς παραγγέλλει ὁ χρυσοῤῥήμων τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας προκάτοχός Σου, Παναγιώτατε, «ἄκουσον δέ καί τούτου μετά τῆς ἄρθρου προσθήκης λέγοντος. Οὐ γάρ εἶπε, Μεσσίαν, ἀλλά, τόν Μεσσίαν, οὕτως ἕνα τινά Χριστόν προσεδόκων, οὐδέν κοινόν πρός τούς ἄλλους ἔχοντα. Θέα δέ μοι καί ἐξ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τήν εὐπειθῆ καί εὐήνιον τοῦ Πέτρου διάνοιαν. Εὐθέως γάρ ἐπέδραμε μηδέν μελλήσας. Ἤγαγε γάρ αὐτόν, φησί, πρός τόν Ἰησοῦν…» .

Αὐτόν τόν ἕνα καί μόνον Χριστόν, τόν Μεσσίαν, Ὅν εὑρήκαμεν καί παρά τῶν Ἀποστόλων ἐδιδάχθημεν, Αὐτόν ἐπαύσαμεν νά ὁμολογῶμεν ἐν Πνεύματι καί διά Πνεύματος ἁγίου. Ὁ μερισμός τῆς πίστεως θλίβει καί λυπεῖ, διότι ἀπουσιάζει ἡ κηρυττομένη ὑπό τοῦ Ἀποστόλου «ἑνότης τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» , ἑνότης, τοὐτέστιν, ὀντολογικῆς ὑφῆς καί κοινωνίας μετά τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ὁποίου καί μόνον δύναται αὕτη νά ὑπάρξῃ ἀληθῶς.

Ἐδήλωσας, Παναγιώτατε, πρό ὀλίγων ἐτῶν, τήν αὐτήν μέ τήν σήμερον ἡμέραν, βασικήν τινα ἀρχήν ἐπί τῆς ὁποίας ἑδράζεται ἡ σαφής ὀρθόδοξος θεώρησις τοῦ ὅλου προβλήματος. Εἶπας, «ἡ συμφωνία αὐτή προϋποθέτει ὀντολογικήν ἕνωσιν τῶν συνηγμένων πιστῶν μετά τοῦ Χριστοῦ, τό νά δύναται ἕκαστος αὐτῶν νά εἴπῃ: ‘’ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός‘’ (Γαλ. 2,20)» .

Τήν σημαίνουσαν ἀξίαν τῶν λόγων Σου ἑρμηνεύει εἷς τῶν ἐπιφανεστάτων ἐπισκόπων τοῦ θρόνου Σου, λέγων: «… εἰς τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὑπερβαίνεται ἡ φθορά, ὑπερβαίνεται ὁ θάνατος. Ἀφοῦ συμβαίνουν ταῦτα εἰς τόν Χριστόν, τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ καθίσταται πλέον ἕν σῶμα ἐπί τοῦ ὁποίου πᾶσα ἡ ἀνθρωπότης γίνεται μέτοχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὕτως, ὁ Χριστός παύει νά εἶναι ἕν ἄτομον, γίνεται Καθολική ὕπαρξις, ἥτις λαμβάνει τήν μοῖραν τοῦ πεπτωκότος κτιστοῦ καί οὕτω λαμβάνει καί τήν μοῖραν τοῦ λελυτρωμένου κτιστοῦ, τοῦ ἀπηλευθερωμένου ἐκ τῶν ὁρίων του κτιστοῦ, διότι αὕτη εἶναι ἡ λύτρωσις ἐκ τῶν ὁρίων τοῦ κτιστοῦ. Αὕτη ἡ λύτρωσις, αὕτη ἡ ἀπελευθέρωσις εἶναι ἔργον τοῦ ἁγίου Πνεύματος συντελούμενον πρῶτον εἰς τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, καί ἐν συνεχείᾳ εἰς τούς ἀνθρώπους, πάλιν ὡς δωρεά καί ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διά τοῦτο ὁ Χριστός, ὡς τό Καθολικόν Ὄν εἰς τό ὁποῖον ὑπερβαίνονται τά ὅρια τοῦ κτιστοῦ, μεταδίδει ἤ πραγματοποιεῖ τήν ὑπέρβασιν τῶν ὁρίων τοῦ κτιστοῦ δι’ ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, οὐχί ὡς ἄτομον Χριστός, ἀλλά διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χορηγῶν τό Ἅγιον Πνεῦμα» .

Τάς ἀρχάς αὐτάς τάς ὁποίας ἡ συνόλη, ὑπό τήν ἐν τιμῇ πρωτοκαθεδρίαν Σου, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀσπάζεται καί ἐν ἀσπασμῷ ἁγίῳ, συνεχομένη τῷ Θείῳ θελήματι, προσέρχεται εἰς τούς διαλόγους μετά τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν τῆς Ρώμης, ὡς καί τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν, τραυματίζουν ἐνίοτε ἐκ τῶν ἔσω πείσμονες ψευδαδελφοί, συγκροτοῦντες ὁμάδας φανατικῶν ὑποστηρικτῶν τῶν δῆθεν «θεσμίων», δέσμιοι ἐν πολλοῖς μιᾶς θρησκευτικῆς ἀπιστίας, ἑνός νεομανιχαϊστικοῦ φονταμεν-ταλισμοῦ, μιᾶς προβολικῆς μεταφυσικῆς ἐνοχῆς, ἑνός ἔργου εὐκόλου διά νά ζοῦν δίκην σεκτῶν οἱ μεταπράται τῆς «καθαρᾶς θρησκείας». Τό ἴδιον φαινόμενον ταλαιπωρεῖ καί τήν ἀδελφήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν.

Ἐν τούτοις, ἡ μή φωνασκοῦσα κοινοβλαβῶς ἀνθρωπότης, ἀλλά ἀναμένουσα θεοφρόνως, ὡς καί οἱ ἄνθρωποι καλῆς θελήσεως οἱ ἐνδιαφερόμενοι διά τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος, τῆς ὁμονοίας καί τῆς καταλλαγῆς, ὅπου δεῖ, ἐπικροτεῖ, προσδοκᾶ καί προσεύχεται, ὅπως ἡ διάφανος πραγματικότης τῆς Ἐκκλησίας στήσῃ τόν κόσμον εἰς τήν θέαν τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ.

Τά μετανεωτερικά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου εἰς ὅλους τούς τομεῖς καί τάς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του ἀρχίζουν νά ἀποκτοῦν χροιάν «τεχνογνωστικῆς ἐσχατολογίας» καί ἐπ’ αὐτοῦ αἱ Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι ὀφείλουν νά λειτουργοῦν βάσει τοῦ προφητικοῦ – ἐσχατολογικοῦ χαρίσματος, διότι ἡ εὐθύνη ἡμῶν ἔναντι τῶν ραγδαίων, ἀσαφῶν καί πολυσυνθέτων προβλημάτων καί ἐξελίξεων ἐγγράφει εἰς βάρος ἡμῶν πίστωσιν ἔναντι τοῦ Πατρός, τοῦ σεσαρκωμένου Υἱοῦ καί τοῦ ἐπιδημοῦντος Ἁγίου Πνεύματος.

Οὐδόλως ἀγνοεῖ ὁ θρόνος Σου ὅτι ὁ Χριστός «ἦλθεν ἁρμοσόμενος τήν Ἐκκλησίαν» , στήκει οὖν καί κράττει τῆς θελήσεως τοῦ Κυρίου Σου.

Κατά τόν δοθέντα μοι, δι’ εὐλογίας, λόγον σήμερον, ἐπιθυμοῦμεν, ἁδραῖς γραμμαῖς, νά σημειώσωμεν τήν ἀγαθήν καρδίαν τῶν ἀκολουθησάντων τόν Ἰησοῦν πρώην μαθητῶν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἐν οἷς καί ὁ Ἀνδρέας, θαυμάζοντες τήν πρό τῶν μακαρισμῶν μακαριότητά των. Λέγει ὁ χρυσοῤῥήμων Ἱερός Πατήρ: «… Οὐδέν γάρ οὐδέπω μαθόντες παρ’ αὐτοῦ, οὐδέ ἀκούσαντες, διδάσκαλον αὐτόν καλοῦσιν, εἰς τούς μαθητάς εἰσωθοῦντες ἑαυτούς, καί τήν αἰτίαν δεικνύντες, δι’ ἥν ἠκολούθουν, ὥς τι τῶν χρησίμων ἀκουσόμενοι. Θέα δέ μοι καί τήν σύνεσιν. Οὐκ εἶπον. Δίδαξον ἡμᾶς περί δογμάτων ἤ τινος ἑτέρου τῶν ἀναγκαίων, ἀλλά τί; ‘’Ποῦ μένεις;‘’ … Διά τοῦτο ὁ Χριστός οὐ λέγει τά σημεῖα τῆς οἰκίας, οὐδέ τόν τόπον, ἀλλ’ ἐπισπᾶται πλέον αὐτούς πρός τήν ἀκολούθησιν, δεικνύς ὅτι αὐτούς ἀπεδέξατο…» .

Ὁ Ἱερός Πατήρ ἑρμηνεύει στοχαστικῶς καί διευκρινίζει τόν ἱερόν ζῆλον καί τήν χαράν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καί τοῦ ἄλλου μαθητοῦ, εἰς τό ἐρώτημά των πρός τόν Ἰησοῦν σχετικῶς μέ τόν τόπον τῆς διαμονῆς Του. Ἡμεῖς ὅμως ἐρωτῶμεν Σέ, τόν Πατριάρχην: Ποῦ μένεις; Ὅστις σπεύσει εἰς ἀπόκρισιν ἴσως διαμαρτήσῃ τῆς ἀληθείας. Οἱ ἐνταῦθα κατέναντί Σου ἐρωτοῦν «διατί μένεις;». Καί, ὤ τῆς παραλόγου συμφωνίας, συναντῶνται μετά τῶν ἐκτός «τῶν ὁρίων Τύρου καί Σιδῶνος» εἰς τό αὐτόν ἐρώτημα. Μέ διαφόρους τρόπους ἡ κακία, δι’ ὅσους ἀδίκως αἰσθάνονται ὅτι κινδυνεύουν ὑπό Σοῦ, καταφάσκει τούς κατεναντίους.

Ἀσχάλλουν, διότι παραμένεις ἐδῶ εἰς τήν ὑπό τήν φυλακτήριον σκέπην καί τό ἀπροσμάχητον κράτος τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ παναρχαίαν ἕδραν Σου, ἐνοχλοῦνται τόσον διά τήν πίστιν ὅσον καί διά τόν τόπον. Προσβλέπουν εἰς τήν φυγήν, ἐπιθυμοῦν τήν ἔξοδόν Σου δι’ ὅσα ἐκράτησας ἑρμητικῶς κεκλεισμένα, καί, εἰ δυνατόν, «διά τῆς μαρτυρικῆς τοιαύτης θύρας» νά μεταφέρῃς τήν καθέδραν Σου. Ὀνειρεύονται, ὅταν ἀπογοητεύωνται, νά ὑποκύψῃς εἰς τάς ἐπινοήσεις τοῦ νεοϊστορισμοῦ, νά συνδιαλλαγῇς, νά ἀπολέσῃς τήν ἀλήθειαν τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποδεχθῇς νέας ἑρμηνείας, νά προσχωρήσῃς εἰς τόν παραλογισμόν τῆς δυνάμεως τοῦ κόσμου τούτου, ἡ ὁποία κακοφρόνως ἑδράζεται εἰς τόν ἀριθμητικόν ὄγκον, προδίδων οὕτω καί ἀπορρίπτων τήν δύναμιν τοῦ λήμματος καί ἀφιστάμενος τοῦ μεγέθους τῆς Πεντηκοστῆς.

Ἀδελφοί καί τέκνα ὁμογάλακτα ἐν τῇ πίστει τῶν Ὀρθοδόξων, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἑτερότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως, ἥτις ἀδυνατεῖ νά ἑρμηνεύσῃ καί νά ἀποδεχθῇ τό ἄ-λογον τῆς θεωρήσεως ταύτης –τιμή ἥπερ τῆς ἀναλογεῖ καί τῆς ἀναγνωρίζεται- ἐπιχειροῦν ματαίως νά συγγράψουν νέαν ἱστορίαν ἐρήμην τῶν πηγῶν, ἀποβλέποντες εἰς ἴδιον ὄφελος. Διαπιστοῦται ἐδῶ ἡ ἀπόκλισις ἐκ τοῦ Δόγματος τῆς Τριαδολογίας, δίδουν ἐπίφασιν δυνάμεως εἰς τήν ἐκτός προσώπων οὐσίαν, ἄγουν τήν οὐσίαν τῆς δυνάμεως ὡς κέντρον τῆς Ἐκκλησίας, ἐρειδόμενοι εἰς τήν δύναμιν τήν προερχομένην ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἀγνοοῦν ὅτι ἡ ἀμφισβήτησις τῆς Οἰκουμενικότητος τοῦ Θρόνου Σου θρυμματίζει τό Θυσιαστήριον πάσης τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑφίσταται διά τῆς κενώσεως τῆς Οἰκουμενικῆς τοῦ Θρόνου Σου διακονίας.

Ἡ ἀπώλεια τῆς διορατικότητος, χαρίσματος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς καθιστᾶ εὐαλώτους εἰς τήν ἐπιδιωκομένην, ἀλλά καί ἀλυσιτελῆ μένουσαν παρ’ αὐτοῖς δυναμικήν τῆς ἀριθμήσεως. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως φανεροῖ εἰς τόν κόσμον τό «καινόν», τοὐτέστιν τό νέον, διά τοῦ ὁποίου κοσμεῖ τήν Οἰκουμενικότητα τῆς Ἐπισκοπῆς Σου. Ἀπότοκοι τοῦ «καινοῦ» εἶναι ὅλαι αἱ νέαι Ἐκκλησίαι, τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, αἱ Αὐτοκέφαλοι, Αὐτόνομοι καί Ἡμιαυτόνομοι Ἐκκλησίαι.

Τό θυσιαστήριον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι «πρεσβυγενές θυσιαστήριον», ἀλλά καί τό μόνον ἐκ τῶν πρεσβυγενῶν τό ὁποῖον ἅμα τῇ κλάσει τοῦ Ἄρτου ἔδωκεν τόν μελιζόμενον καί μηδέποτε διαιρούμενον, Θεοῦ εὐδοκίᾳ καί οἰκείᾳ βουλήσει πρός πῆξιν θυσιαστηρίων καί ἐν ἄλλοις τόποις καί εἰς πάντα τά ἔθνη, πιστόν εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὥστε μένειν Αὐτόν μηδέποτε δαπανώμενον ἐν τῇ ἀληθείᾳ ταύτῃ.

Οὐδεμία ἄλλη πρεσβυγενής Ἐκκλησία ἀπήλαυσεν τοιαύτης «εὐτεκνίας», ὡς ἡ πρεσβυγενής Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τήν ὁποίαν ὅμως δέν ἀντεπεδόθη καί «ἡ ἀκατάγνωστος διαγωγή». Ὅστις εἶναι μετά τῆς Ἐκκλησίας Σου ἡνωμένος, οὐδέν ἀπειλεῖται, διότι Σύ ἔδωκας ἅ κατέχει. Ἀντιθέτως, ὁ κίνδυνος ἐπικρέμαται, καθ’ ὅσον ὅτε τοῦ γεννήτορος ἡ φωνή οὐ βοᾷ, τότε καί τό τῆς υἱοθεσίας χάρισμα παύει.

Μένεις λοιπόν εἰς τό θυσιαστήριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν τῷ ὁποίῳ λειτουργεῖς τό μυστήριον τῆς ἑνότητος πασῶν τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, διαμερίζων ἐν τῇ Οἰκουμένῃ κατά τόπους Ἐκκλησίας, συνδράμων Αὐτάς ἔκπαλαι, διά τῆς ἐξ ὕψους δυνάμεως, καί ἕως τάς προσφάτως δεινῶς δοκιμασθείσας καί δοκιμαζομένας τοιαύτας, παρ’ ὅ,τι ἡ δοκιμασία «μένει ἐν Σοί» ἐπί χρόνους τεσσάρους καί πεντήκοντα καί πεντακοσίους, καθ’ ὅν χρόνον ἤρχισεν ἡ Βαβυλώνιος δοκιμασία Σου, ἡ ὁποία ὅμως κατέστησεν τόν Θρόνον Σου μαρτυρικόν καί ἐν ταυτῷ Ἀναστάσιμον τῇ Οἰκουμένῃ, κατάστικτον τοῖς μώλωψιν καί πανσθενουργόν. Μένει ὁ Θρόνος Σου πιστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν Ἐθνῶν, Αὐτήν διακονεῖ εἰς τήν Οἰκουμένην καί τοῦτο ἀντιμάχεται ἐν τῷ προσώπῳ Σου ἡ αἵρεσις τοῦ νεοεθνοφυλετισμοῦ.

Μένεις ἐδῶ εἰς τήν Πόλιν τῶν Πόλεων ἐστερημένος ἐνίοτε τοῦ ὀφειλετικοῦ σεβασμοῦ καί τῆς στηρίξεως τῆς θυγατρικῆς ἀγάπης, παραδεδομένος ὅμως ἀπολύτως εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πιστός εἰς τήν Ἀποστολικήν εὐεργεσίαν καί χάριν. Οὕτω πως Σέ προσλαμβάνομεν καί διά τοῦτο ἀναφωνοῦμεν μετά τοῦ Ἁγίου πατρός τῆς Ἐκκλησίας καί προκατόχου Σου, ὅστις προφητικῶς ἀνεφώνησεν: «τίς ἴδε ποτέ νεκρούς ἁλιεύοντας, καί ζῶντας ἁλιευομένους;» .

Ἡ ἑορτάζουσα σήμερον τήν Θρονικήν Αὑτῆς Ἑορτήν ἐν τιμῇ, εὐθύνῃ καί διακονίᾳ Πρωτόθρονος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων, πιστή εἰς τήν Ἀποστολικήν κλῆσιν τοῦ Πρωτοκλήτου ἱδρυτοῦ Της, ὑπηρετεῖ εἰς τόν νῦν αἰῶνα τόν Θεόν Λόγον. Αὕτη ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων «ἐψηλάφησε σαρκωθέντα τόν ἀσχημάτιστον», διά τῆς Θεολογίας τῶν Ἱερῶν Πατέρων Της «ἠκολούθησε βαδίζοντα τόν πανταχοῦ ὄντα», μετά τῶν ἡσυχαστῶν Της «ἤκουσε τῆς φωνῆς τοῦ ποιήσαντος λόγῳ τά πάντα», μετά τῶν Ἱεραποστόλων Της «ἐσαγήνευσε διά γλώττης τόν κόσμον καί περιῆλθεν διά τοῦ κηρύγματος πάντα τά πέρατα». Διά τῆς ἀνά τόν κόσμον διακονίας Της «συνήγαγε τήν Ἐκκλησίαν ὡς ποίμνιον καί ἐσώρευσε τούς Ὀρθοδόξους ὡς σῖτον», διά τῶν μαρτύρων καί ὁμολογητῶν Της «ἀπεσκυβάλισε τάς αἱρέσεις ὡς ἄχυρα» .

Ἐνταῦθα οὖν μένεις εἰς ὅλα, ὅσα παρέλαβες, διά τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις «ἠροτρίασεν τῷ σταυρῷ τήν φύσιν»  καί ἐφανέρωσεν τόν Θεόν εἰς τήν ἱστορίαν. Σύ δέ πορεύεσαι, ἀπ’ ἀρχῆς, μέ τήν Χάριν τοῦ Παρακλήτου εἰς χρόνους ἀποδεσμευμένους ἀπό τήν φθοράν καί τόν θάνατον, ἐκεῖθεν τῶν περί τοῦ κόσμου τούτου θεωρήσεων.

Ζεῖ ὁ Θρόνος Σου εἰς τούς χρόνους καθ’ οὕς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰσήγαγεν τά ἔσχατα εἰς τήν ἱστορίαν, καθ’ ὅτι οἱ καιροί Σου εἶναι ἐσχατολογικοί. Δι’ αὐτό καί δέν νοοῦν μήτε καταλαμβάνουν τό ἐν τῇ Βασιλίδι μυστήριον τῆς ζωῆς τοῦ Θρόνου Σου, οἱ θρησκευόμενοι ἀπίστως καί οἱ πιστῶς ἀντιθεΐζοντες. Ἐρευνοῦν, ἀναλύουν, ὑπολογίζουν καί ἀναμένουν θεοδικοῦντες. Ὅμως ὁ Θεός, Κύριος ὤν τῆς ἱστορίας, ἄλλα θέλει καί ἐκεῖνα μέλλει νά ἀποκαλύψῃ διά τήν Ἐκκλησίαν Σου. Ἐσύ μένεις πιστός εἰς τόν Κύριον καί Θεόν Σου «… ἵνα τῇ κοινωνίᾳ τοῦ πάθους δείξῃς τοῦ πόθου τό μέγεθος…» .

Οἱ στίχοι τοῦ Συναξαρίου τῆς ἑορτῆς τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἁγίου Ἀνδρέου ἀνέφερον σήμερον:
«Ἀντίστροφον σταύρωσιν Ἀνδρέας φέρει,
Φανείς ἀληθῶς οὐ σκιώδης ἀντίπους».

Ἡ ἀντίστροφος σταύρωσις τοῦ πάτρωνος τοῦ Θρόνου Σου, Παναγιώτατε, ἐγένετο εἰς καιρούς και χρόνους ἀντιστροφῆς τοῦ ῥοῦ τῆς ἱστορίας διά τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ζῶμεν πλέον εἰς αὐτούς τούς καιρούς τῆς ἀντιστροφῆς, κατά τούς ὁποίους φαίνει ἀληθῶς ἡ δύναμις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν ζεῖς καί ὁμολογεῖς. Ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν εἰς τήν ἀντίστροφον φοράν τῆς ἱστορίας, οὐχί πρός τήν φθοράν καί τόν θάνατον, ἀλλά εἰς τήν εἴσοδον τῶν ἐσχάτων εἰς αὐτήν. Ταύτην τήν μαρτυρίαν καταθέτεις καί αὐτῆς τῆς μαρτυρίας ἐσμέν προσκυνηταί καί διά ταύτην στεῤῥῶς μένομεν ἐν Σοί.

Ζῆθι, Παναγιώτατε καί Θειότατε Πάτερ καί Δέσποτα, ἔτη πολλά ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί ἀντίστρεψον ταῦτα εἰς τό ἀεί τῆς ὄντως ζωῆς τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαρτυρῶν τῷ λαῷ Αὐτοῦ ὅτι εὗρες τόν ποθούμενον καί ἀναμενόμενον, Ὅν καί προσδοκῶμεν εἰς Ἀνάστασιν ζωῆς. Ἀμήν.

 

Οι ιστορικές περιπέτειες του ιερού λειψάνου του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα.(Π.Τρεμπέλα)

3

Το ιερόν λείψανον του αγίου Ανδρέου εις Κωνσταντινούπολιν

Κατά τας εκ των Πράξεων93 ειδήσεις, η Μαξιμίλλα μετά της πιστοτάτης και αφοσιωμένης εις αυτήν Φαιδαμίας ή Ιφιδάμας πλησίον του τάφου του Πρωτοκλήτου εγκατασταθείσαι, δεν απεμακρύνθησαν εκείθεν «μέχρι τέλους ζωής αυτών». Πλουτούσαι εις έργα ευποιΐας και κοινής ωφελείας, διέθεσαν μετά του Στρατοκλέους ολόκληρον την περιουσίαν των υπέρ των πτωχών και υπέρ ανεγέρσεως εκκλησιαστικών κτισμάτων και «ευαγών κτιρίων ανδρών τε και γυναικών». Εις βαθύ δε γήρας και αυταί και ο Στρατοκλής καταφθάσαντες «και ανεπιλήπτως τον βίον αυτών πολιτευσάμενοι μακαρίως ετελεύτησαν».

Μετά τον θάνατον των ευλαβών τούτων φυλάκων και επιμελητών του τάφου του ενδόξου Πρωτοκλήτου, μολονότι δεν είχον εισέτι καταπαύσει οι χρόνοι των διωγμών, παρέμεινε το ιερόν μνημείον του αποστόλου ανέπαφον και κατησφαλισμένον, «πολλών ιάσεων χάριτος επομβρίζον πάσι τοις νοσημάτων και παθημάτων φλογμώ κεκακωμένοις»94. Αλλ’ ότε έλαβε τέλος «ο κατά των χριστιανών βαρύτατος και φρικωδέστατος διωγμός», απέθανε δε και ο μέγας της Εκκλησίας προστάτης «ο ευλαβέστατος και ισαπόστολος βασιλεύς Κωνσταντίνος». «Κωνστάντιος ο υιός αυτού, ος και της βασιλείας εγεγόνει διάδοχος, επιθυμίαν έσχε θεοφιλή» να συντελέση την «ανακομιδήν και συλλογήν αποστολικών λειψάνων» και να μεταφέρη ταύτα εις «την βασιλίδα των πόλεων, την πανευδαίμονα μεγαλόπολιν Νέαν Ρώμην, εις φυλακτήριον ταύτης ασφαλές και αρραγέστατον εδραίωμα»95. Ότε λοιπόν ο Κωνστάντιος περιοδεύων ευρίσκετο εν Οδυσσοίς, επληροφορήθη εκεί παρά τινος των επισκόπων, ότι το μεν σώμα του αποστόλου Ανδρέου ευρίσκετο τεθαμμένον εν Πάτραις, το δε του Ευαγγελιστού Λουκά εν Θήβαις της Βοιωτίας. Τούτο ακούσας ο Κωνστάντιος ηυχαριστήθη βαθύτατα και ευθύς, απευθυνθείς προς τους περί αυτόν μετά φωνής ζωηράς και περιχαρούς, είπε: «Καλέσατέ μοι τον Αρτέμιον»96. Ήτο δε ο Αρτέμιος στρατιωτικός «περιβόητος, μετέπειτα το του μαρτυρίου στέφος αναδησάμενος επί της βασιλείας Ιουλιανού του αποστάτου, ανήρ περίδοξος πάνυ, ευγενής τε και σοφός, πάσης συνέσεως και λογιότητος έμπλεος»97.

Προσελθών κατεσπευσμένως ο Αρτέμιος ενώπιον του βασιλέως, έλαβε παρ’ αυτού την εντολήν ταύτην: Άπιδε ανδρών άριστε και το τάχος εν Κων/πόλει την των ιερών λειψάνων άνοδον ποίησον»96. Πράγματι δε ο Αρτέμιος «επορεύετο την επί τους αποστόλους οδόν ανακομίσων τα τούτων πανάγια λείψανα επί την Κωνσταντινούπολιν».

Και ότι μεν οι ευσεβείς κάτοικοι των Πατρών αρνηθέντες το κατ’ αρχάς να παραδώσουν τον πολύτιμον θησαυρόν, συγκατετέθησαν έπειτα, ο δε Κωνστάντιος εκδηλών την επι τη συγκαταθέσει ταύτη ευαρέσκειαν, προέβη αυθορμήτως και γενναιοδώρως εις την κατασκευήν υδραγωγείου προς ύδρευσιν της πόλεως των Πατρών, μόνον υπό παραδόσεως πολύ μεταγενεστέρας διαθρυλείται. Ότι δε τα ιερά λείψανα του τε Πρωτοκλήτου Ανδρέου και του Ευαγγελιστού Λουκά διεκομίσθησαν εις Κων/πολιν υπό του Αρτεμίου και κατετέθησαν «ένδον της αγίας Τραπέζης του ναού των αγίων αποστόλων», τον οποίον είχε ήδη ανεγείρει Κωνστάντιος ο μέγας, μαρτυρείται υπό τε του Φιλοστοργίου και υπό του παλαιού Βυζαντινού Συναξαρίου πολλαχού98 αλλά και υπ’ άλλων παλαιών τε και νεωτέρων συγγραφέων. Η κατάθεσις αύτη, γενομένη μετά μεγίστης πομπής, έλαβε χώραν την 3ην Μαρτίου του έτους 357, καθά συνάγεται εκ ρητής μαρτυρίας του Πασχαλίου Χρονικού99.

Ότε δε βραδύτερον ανωκοδομήθη υπό του αυτοκράτορος Ιουστινιανού λαμπρότερος ο ναός των Αγίων Αποστόλων, τα ιερά λείψανα του αποστόλου Ανδρέου και του Ευαγγελιστού Λουκά, καθώς και του συνεκδήμου του Παύλου Τιμοθέου, ανακομισθέντα κατά τον χρόνον της ανοικοδομήσεως του ναού, ανακατετέθησαν κατά το έτος 550 εν τη «εξ αργυρού καθαρωτάτου» κατασκευασθείση αγία τραπέζη100 μετά εξαιρετικής μεγαλοπρεπείας, του πανηγυρισμού της καταθέσεως διαρκέσαντος, ως φαίνεται επί ολόκληρον εβδομάδα. Ούτω κατά μεν το παλαιόν βυζαντινόν Συναξάριον101 εορτάζεται τη «Κ΄Ιουνίου η εύρεσις και κατάθεσις χιτώνων και περιβολαίων των αγίων αποστόλων και Ευαγγελιστών Ιωάννου και Λουκά, Ανδρέου… άτινα κατετέθησαν εν τω ναώ των αγίων αποστόλων των μεγάλων». Κατά δε τον χρονογράφον Μαλαλάν102 «μηνί Ιουνίω κη’ εγένετο τα εγκαίνια των αγίων αποστόλων και η κατάθεσις των τιμίων λειψάνων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου και διήλθεν ο επίσκοπος Μηνάς μετά των αυτών αγίων λειψάνων». Και κατά τον Νικηφόρον Κάλλιστον103 «οπηνίκα και τα εγκαίνια του νεώ των αγίων αποστόλων εγένετο τη εικοστή ενάτη Ιουνίου μηνός, εν οχήματι χρυσώ, Μηνά (του Πατριάρχου) τα θεία των αποστόλων λείψανα περιαγαγόντος». Γνωστού όντος ότι κατά την παλαιοτέραν διάταξιν η τελετή των εγκαινίων κατατέμνετο συνεχιζομένη επί δύο ημέρας, ο εορτασμός δε των εγκαινίων της αγίας Σοφίας παρετάθη επί του αυτού Ιουστινιανού επί ολόκληρον δεκαπενθήμερον104, δεν θα κατηντώμεν εις υπερβολήν, εάν ελέγομεν, ότι ολόκληρον το τελευταίον δεκαήμερον του Ιουνίου διετέθη διά την μεγαλοπρεπή ταύτην κατάθεσιν.

Ολόκληρον το ιερόν λείψανον διεκομίσθη εις Κων/πολιν;

Δύναται εν τούτοις να τεθή ζήτημα περί του αν ολόκληρον το ιερόν λείψανον του Αγίου Ανδρέου μετεκομίσθη εις Κων/πολιν ή μέρος μόνον αυτού. Υπάρχουν λόγοι αρκούντως ισχυροί συνηγορούντες υπέρ του ότι τμήματα μόνον του ιερού λειψάνου διεκομίσθησαν και κατετέθησαν εις το εν Κων/πόλει ναόν των Αγίων Αποστόλων. Και πρωτίστως η εκδοχή αύτη εξηγεί πληρέστατα τα όσα ο θείος Χρυσόστομος εν τη κστ’ ομιλία αυτού εις την προς Εβραίους επιστολήν παρατηρεί λέγων: «Τι δε, ειπέ μοι, του Μωϋσέως αυτού τα οστά ουκ εν ξένη κείται; Τα δε Ααρών, τα δε του Δανιήλ, τα δε του Ιερεμίου, τα δε των αποστόλων ουδέ ίσμεν των πολλών όπου κείται. Πέτρου μεν γαρ και Παύλου και Ιωάννου και Θωμά δήλοι οι τάφοι. Των δε άλλων τοσούτων όντων, ουδαμού γνώριμοι γεγόνασιν»105. Εάν ολόκληρον το σώμα του Πρωτοκλήτου ήτο κατατεθειμένον εν τω εν Κων/πόλει ναώ των Αγίων Αποστόλων, ο Χρυσόστομος ως Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, μόλις εξήκοντα έτη μετά την κατάθεσιν ταύτην, θα εκήρυττεν αγνοούμενον τον τόπον, όπου παν το σώμα του αγίου Ανδρέου είχε αποθησαυρισθή;

Ετέρα ένδειξις παρέχεται εξ αυτής ταύτης της δευτέρας καταθέσεως των τριών τιμίων λειψάνων των αγίων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου κατά τα δεύτερα εγκαίνια του ανοικοδομηθέντος εις μέγαν ναού των Αγίων Αποστόλων. Κατά την μεγαλοπρεπή πομπήν και λιτανείαν, την επί τη μεταφορά των τριών ιερών λειψάνων εις τον εκ δευτέρου εγκαινιαζόμενον ναόν, όπως κατατεθώσι και πάλιν εις αυτόν, μόνος ο Πατριάρχης Μηνάς, επί χρυσού φορείου καθήμενος, κρατεί τα λείψανα ταύτα. Εάν ταύτα ήσαν ολόκληρα, ασφαλώς δεν θα επήρκει μόνος ο Μηνάς προς μεταφοράν αυτών.

Τρίτην ένδειξιν έχομεν εξ αυτού του παλαιού της Κων/πόλεως συναξαρίου, το οποίον, ενώ εξ ενός μαρτυρεί επανειλημμένως περί της κατά τον Δ’ αιώνα μεταφοράς του τιμίου λειψάνου του αγίου Ανδρέου εις Κων/πολιν και της καταθέσεως αυτού εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων, εξ άλλου αναφέρει, ότι ο κατά τον Θ’ αιώνα ακμάσας Ιωάννης ο Υμνογράφος «εν τοις ορίοις της Θεσσαλονίκης γενόμενος, λείψανον ευρών του αγίου αποστόλου Ανδρέου έλαβε και ναόν επ’ ονόματι αυτού εδομήσατο»106.

Εξ άλλου κατά τους χρόνους τους προ της αλώσεως της Κων/πόλεως υπό των Τούρκων, ίσως δε και προ της υπό των Σταυροφόρων καταλήψεως αυτής, η τιμία κάρα του Πρωτοκλήτου φέρεται υπάρχουσα εν Πάτραις. Κατά δε το μνημονευθέν συναξάριον, ο όσιος Φαντίνος, ελθών εις Κόρινθον «τας Αθήνας καταλαμβάνει το ιερόν και άγιον τέμενος της Θεοτόκου προσκυνήσων και του τιμίου Ανδρέου το λείψανον ασπασόμενος»107, τουθ’ όπερ υποδηλοί, ότι εγγύς της Κορίνθου και των Αθηνών υπήρχε λείψανον του αγίου Ανδρέου.

Εις ταύτα δέον να προστεθή και το ότι και εν τω αγίω Όρει και αλλαχού της Ελλάδος μοναί εκ Κων/πόλεως προικοδοτηθείσαι παρουσιάζουσι μεταξύ των ιερών κειμηλίων αυτών και λείψανα του αγίου Ανδρέου108.

Τέλος υπάρχουν, καθώς θα ίδωμεν, και εκ της Δύσεως παραδόσεις αρκούντως ενωρίς κυκλοφορήσασαι, κατά τας οποίας ιερά λείψανα του Πρωτοκλήτου διεκομίσθησαν και μέχρι των βορειοτέρων εσχατιών αυτής. Ταύτα πάντα πείθουσιν, ότι ουχί ολόκληρον το λείψανον του Πρωτοκλήτου μετεφέρθη εις την Κων/πολιν, αλλά μόνον τμήματα αυτού.

Παράδοσις της μεταφοράς ιερών λειψάνων του Πρωτοκλήτου εις Σκωτίαν

Παλαιά παράδοσις, εκ Δύσεως προερχομένη, ποιείται λόγον περί μεταφοράς ιερών λειψάνων του αγίου Ανδρέου εις Σκωτίαν. Εκδόσεις της παραδόσεως ταύτης υπάρχουν διάφοροι. Διότι άλλοι μεν τοποθετούν την μεταφοράν ταύτην εις Σκωτίαν επί των χρόνων Θεοδοσίου του Μικρού μεταξύ των ετών 408 και 450. Άλλοι καταβιβάζουν αυτήν μέχρι του ενάτου αιώνος, επί των ημερών του Ούγγου, βασιλέως των Πικτών. Και άλλοι αναβιβάζουν ταύτην εις αυτήν την εποχήν, κατά την οποίαν εγένετο και εκ Πατρών η μετακομιδή του αγίου λειψάνου εις την Κων/πολιν109. Κατά την εν τω Σκωτικώ Χρονικώ αφήγησιν του Σκώτου χρονογράφου Ιωάννου Fordum, όταν επρόκειτο να παραληφθή κατά διαταγήν του Κωνσταντίου το λείψανον του Πρωτοκλήτου εκ Πατρών, άγγελος Κυρίου επιφανείς καθ’ ύπνους εις τον μοναχόν ή κατ’ άλλην παράδοσιν επίσκοπον Ρέγουλον, παρήγγειλεν εις αυτόν να αφαιρέση εκ των ιερών λειψάνων τρεις δακτύλους εκ της δεξιάς χειρός, μίαν ωμοπλάτην, ένα οδόντα και την μίαν επιγονατίδα. Κατά νέαν δε εντολήν του αγγέλου, επιβιβασθείς ο Ρέγουλος επί πλοίου προς άγνωστον κατεύθυνσιν εναυάγησε, διασωθείς μετά των ιερών λειψάνων εις λιμένα της Σκωτίας εν πόλει καλουμένη τότε Mucros, μετέπειτα δε, περί το έτος 518, αναχθείση εις πρωτεύουσαν των Σκώτων και μητέρα πασών των εν Σκωτία εκκλησιών, ήτις μετωνομάσθη εις Ανδρεόπολιν110.

Ότι όμως μετακομιδή λειψάνων του Αγίου Ανδρέου εις Σκωτίαν παρουσιάζεται σφόδρα απίθανος, δύναταί τις να συναγάγη τόσον εκ της συγχύσεως των χρονολογιών (τω 395 κατά τους μεν, 518 κατά τους δε, κατά τον Θ’ αιώνα κατ’ άλλους) και του τόπου (Πάτραι ή Κων/πολις) εκ του οποίου φημολογείται η μετακομιδή, όσον και εκ του ξενικού ονόματος του Ρεγούλου. Γεννάται όμως το ερώτημα: Εκ ποίας λοιπόν αιτίας ο προστάτης της πόλεως των Πατρών εγένετο και προστάτης της Σκωτίας; Τινές ανεζήτησαν την αιτίαν της τοιαύτης ευλαβείας των Σκώτων εις την καταγωγήν των Πικτών, θεωρήσαντες τούτους ως φύλον συγγενές προς τους Σκύθας, εις τους οποίους, ως είδομεν, εκήρυξεν ο άγιος Ανδρέας κατά παλαιοτάτην παράδοσιν και υπό του Ωριγένους υιοθετηθείσαν. Αλλ’ η εκδοχή αύτη εθεωρήθη απίθανος και απαράδεκτος. Ετέρα υπόθεσις, την οποίαν εισηγείται ο αείμνηστος Στεφ. Θωμόπουλος111, παρουσιάζεται περισσότερη πιθανή. Κατ’ αυτήν, αποικία εκ Πατρών περί τον Δ’ αιώνα αναχωρούσα μετέδωκε τοις εν Σκωτία εγχωρίους παραδόσεις και έθιμα ελληνικά και ενδυμασίαν μεταποιηθείσαν λόγω του κλίματος. Η γνώμη αύτη παρουσιάζεται μετ’ ουχί ασθενών ερεισμάτων, εάν είναι ακριβές, ότι μετά του Ούγγου συνεβασίλευσεν επί των Πικτών και έτερός τις καλούμενος Αχαιός.

Πρέπει εν τούτοις να έχωμεν υπ’ όψιν ότι η προς τον απόστολον Ανδρέα τιμή εις τας Αγγλικάς νήσους προήλθε και εξ επιδράσεως της Ρώμης. Ήδη ο πάπας Σιμπλίκιος (περί το 470) αναφέρεται, ότι ετέλεσεν εγκαίνια βασιλικής εν Ρώμη εις τιμήν του αγίου Ανδρέου, ολίγον δε βραδύτερον (περί το 500) ο πάπας Σύμμαχος μετέτρεψε το Vestiarium του Νέρωνος εις ναόν, φέροντα την ονομασίαν «Αγίου Ανδρέου επι του Σταυρού»112. Ο Αυγουστίνος δε, ο αποσταλείς κατά τον Ζ’ αιώνα εις Αγγλίαν υπό του Πάπα ως αρχιεπίσκοπος Καντερβουργίας, προήρχετο εκ του εν τω λόφω Καιλίω της Ρώμης μοναστηρίου του Αγίου Ανδρέου και ενέπνευσε εις τον βασιλέα Edilbert να ανεγείρη ναόν εις Rochester προς τιμήν του Πρωτοκλήτου. Εις τον Αυγουστίνον δε τούτον πολλοί εκ των νεωτέρων αποδίδουν την μεγάλην παρά τοις Άγγλοις δημοτικότητα του αποστόλου Ανδρέου, της οποίας την έκτασιν δύναταί τις να υπολογίση, εάν λάβη υπ’ όψιν ότι, κατά τον ΙΑ’ αιώνα είχον κτισθή εις Αγγλίαν εις τιμήν του Πρωτοκλήτου περί τους 800 ναούς113.

Η εις Αμάλφην μετακομιδή

Εξ ολοκλήρου λατινικής προελεύσεως, μη έχουσα ουδέν έρεισμα επί συγχρόνων βυζαντινών πηγών και μαρτυριών, τυγχάνει και άλλη τις παράδοσις αναφερομένη εις μετακομιδήν των ιερών λειψάνων του αγίου Ανδρέου εις Ιταλίαν. Κατά την παράδοσιν δηλαδή ταύτην, μεταξύ των λειψάνων, άτινα μετά την υπό των Λατίνων άλωσιν της Κων/πόλεως ήρπασαν ούτοι εν έτει 1204, ήτο και το ιερόν λείψανον του αποστόλου Ανδρέου, το οποίον ο καρδινάλιος του αγίου Μαρκέλλου Πέτρος ο από Καπύης, αφαιρέσας από το εν Κων/πόλει ναόν των Αγίων Ασποστόλων απέστειλεν εις την Ιταλικήν Αμάλφην, όπου και κατετέθη το 1208 εις τον εκεί ναόν του αγίου Ανδρέου, ως ιστορεί ο εξ Αμάλφης αρχιδιάκονος Ματθαίος114.

Καταχωρηθέν δε το λείψανον υπό των υποδεχθέντων αυτό εις βαθύ μέρος της Εκκλησίας ταύτης, εν τέλει ηγνοήθη, διότι τον ασφαλή τόπον, εν τω οποίω απεκρύβη, ετήρησαν διά τον φόβον της κλοπής μυστικόν οι παραλαβόντες αυτό και απέθανον πριν ή γνωστοποιήσωσι τούτο εις τους επιζώντας. Το ότι όμως ηγνοήθη ο τόπος της καταθέσεως του ιερού λειψάνου, επί πλέον δε και το ότι νεώτεροι εν Ρώμη λόγιοι οι Ιωσήφ Θωμαζέτος και Ιωάννης Σιμέρια επληροφόρησαν τον αοίδιμον Στεφ. Θωμόπουλον115, ότι ουχί το σώμα ολόκληρον του Πρωτοκλήτου, αλλ’ απλά λείψανα ευρίσκονται εν Αμάλφη, παρουσιάζουν ύποπτον και ουχί επί αδιασείστων τεκμηρίων βασιζομένην την περί της μεταφοράς ταύτης παράδοσιν.

Η εις Ρώμην μεταφορά της τιμίας κάρας του Πρωτοκλήτου

Περισσότερον ενδιαφέρουσα, επιβεβαιουμένη δε και υπό ελληνικών πηγών, παρουσιάζεται η είδησις της μεταφοράς της τιμίας κάρας του Πρωτοκλήτου εκ Πατρών εις Αγκώνα και εκείθεν εις Ρώμην. Πώς ευρέθη πάλιν εις Πάτρας η τιμία αύτη κάρα, παραμένει άγνωστον. Πιθανολογείται μόνον, ότι απεστάλη εκ Κων/πόλεως υπό Βασιλείου του Μακεδόνος (867-884) τη μεσιτεία και παρακλήσει της πλουσιωτάτης ευνοουμένης αυτού και αριστοκράτιδος των Πατρών δεσποίνης Δανιηλίδος, ως δώρον εις τον ναόν του Πρωτοκλήτου, εις τον οποίον ο Βασίλειος, ότε συνώδευσεν εις Πάτρας τον αυτοκράτορα Θεόφιλον, ως απλούς στρατιώτης και ιπποκόμος, είχε προσέλθει, ίνα προσκυνήση τον τάφον του αποστόλου και όπου ήκουσε παρά μοναχού τινος πρόρρησιν αναφερομένην εις την μέλλουσαν άνοδον αυτού επί του αυτοκρατορικού θρόνου116. Όπως όμως είδομεν, εν τη δευτέρα καταθέσει των τιμίων λειψάνων των αγίων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου, τη γενομένη κατά την υπό του Ιουστινιανού ανοικοδόμησιν του ναού των αγίων Αποστόλων, τα ιερά λείψανα και των τριών τούτων αγίων εφέροντο υπό μόνου του Πατριάρχου Μηνά και πιθανώς δεν ήσαν ολόκληρα. Πιθανώτερον λοιπόν είναι, ότι ήδη επί του Ιουστινιανού η τιμία κάρα του Πρωτοκλήτου δεν υπήρχε εις Κων/πόλιν.

Οπωσδήποτε αύτη κατά τους χρόνους της αλώσεως της Κων/πόλεως υπό των Τούρκων, εφυλάσσετο εις τον εν Πάτραις ναόν αυτού. Ότε δε επρόκειτο να περιέλθουν και αι Πάτραι εις χείρας των Τούρκων, ότε δε επρόκειτο να περιέλθουν και αι Πάτραι εις χείρας των Τούρκων, συναπεκόμισε ταύτην μεθ’ εαυτού ο Θωμάς Παλαιολόγος τη 16 Νοεμβρίου 1460 φεύγων εκ Πατρών εις τον Αγκώνα και εκείθεν εις την Ρώμην, όπου κατά το δεύτερον έτος της αρχιερωσύνης του πάπα Πίου του δευτέρου έδωκεν εις αυτόν «την κεφαλήν του λειψάνου του αγίου και Πρωτοκλήτου Ανδρέου, κακείνος αυτώ προς το μόλις ζην μετά των αυτού εδωρήσατο την μόνην και αναγκαίαν τροφήν»117. Ταύτα κατά τον Φραντζήν. Κατ’ άλλας δε λατινικάς πληροφορίας, ο Πίος παρεχώρησεν εις τον Θωμάν κατοικίαν εν τη μονή του αγίου Πνεύματος (In Sassia), παρέσχε δε εις αυτόν χορηγίαν κατ’ έτος τριακοσίων σκούδων, εις τα οποία οι καρδινάλιοι προσέθεσαν και έτερα διακόσια, έτι δε και η Βενετία ώρισεν υπέρ αυτού επίδομα πεντακόσια δουκάτα. Επί πλέον ο Πάπας θέλων να τιμήση τον Θωμάν ως ηγεμόνα, απένειμεν εις αυτόν πανηγυρικώς τη 15 Μαρτίου 1461 το παράσημον του χρυσού ρόδου, όπερ εφέρετο υπ’ αυτού του Πάπα άπαξ του έτους εν πανηγυρική πομπή την Δ’ Κυριακήν των Νηστειών κατά την θείαν λειτουργίαν, απενέμετο δε κυρίως εις ηγεμόνας118. Και ταύτα μεν ως προς τον Θωμάν.

Ως προς δε την κάραν του αγίου Ανδρέου, παρελήφθη αύτη άμα τη αποβιβάσει του Θωμά εις Αγκώνα υπό του καρδιναλίου της αγίας Σωσάννης Αλεξάνδρου Ολίβα, επίτηδες σταλέντος εκεί υπό του Πάπα και ήχθη εις την φύσει οχυράν πόλιν Ναρνίαν, κατασφαλισθείσα εν ευκτηρίω οίκω εκτισμένω εντός του φρουρίου της πόλεως. Εν τω ευκτηρίω τούτω οίκω εφυλάχθη η κάρα του αποστόλου από των αρχών του 1461 επί ολόκληρον έτος και μήνάς τινας, έως ότου αποκατασταθείσης της τάξεως και της ασφαλείας των περιχώρων της Ρώμης, τρομοκρατουμένων υπό δεινών επιδρομών, εγένετο η ανακομιδή εις Ρώμην κατ’ Απρίλιον του 1462. Από της πόλεως Ναρνίας παρέλαβον την κάραν τρεις καρδινάλιοι, εις των οποίων ήτο και ο Βησσαρίων, και την Κυριακήν των Βαΐων, 12 Απριλίου, έφθασαν ούτοι εις απόστασιν δύο χιλιομέτρων από της Ρώμης, παρά την Μουλβίαν γέφυραν,όπου ήτο εκτισμένος πύργος, εντός του οποίου κατετέθη η ιερά κάρα, προκειμένου εν ιερά πομπή και λιτανεία να μεταφερθή αύτη την επομένην εις την Ρώμην. Και εφάνη μεν κατά την νύκτα λόγω ενσκηψάσης καταιγίδος ότι θα ανεβάλλετο η λιτανευτική και πομπώδης μεταφορά. Αλλά την πρωΐαν, ως εκ θαύματος, αποδοθέντος εις τον άγιον Ανδρέαν, παρουσιάσθη αίθριος ο ουρανός και επέλαμψε λαμπρός ο ήλιος. Ούτω δεν ημποδίσθη η πανυγηρική μεταφορά. Έφιππος πομπή, της οποίας προηγούντο οι τρείς καρδινάλιοι, ηκολούθουν δε ο Πάπας μετ’ άλλων δεκατεσσάρων καρδιναλίων και σύμπαντος του κλήρου, και συμμετείχον οι αντιπρόσωποι των ηγεμόνων και οι προύχοντες της Ρώμης, εξεκίνησεν εκ της πόλεως και διελθούσα διά της Φλαμινίας οδού, έφθασε προ του παρά την Μουλβίαν γέφυραν πύργου. Αφιππεύσαντες δε πάντες κατά παραγγελίαν του Πάπα και περιβληθέντες οι καρδινάλιοι και οι ιερείς λευκάς στολάς, επροχώρησαν προς την επί τούτω εστημένην εξέδραν, όπου ο Πάπας παρέλαβε κλαίων από τας χείρας του Βησσαρίωνος, κλαίοντος και τούτου, το ιερόν λείψανον119. Η πομπή ήδη ετράπη πεζή προς την Ρώμην. Η κάρα του αποστόλου εβαστάζετο υπό του Πάπα, υπό του Πάπα, περιστοιχιζομένου υπό πλήθους λαμπάδων και ακολουθουμένου υπό των καρδιναλίων, των επισκόπων και του ιερατείου, φερόντων πάντων μετά του συρρέοντος πλήθους βαΐα εις τας χείρας. Όταν δε έφθασαν προ της πύλης της πόλεως, απετέθη το ιερόν λείψανον εν τη εκκλησία της Παναγίας του Λαού, προκειμένου να συνεχισθή η εκτέλεσις του προγράμματος της λιτανευτικής μεταφοράς την επομένην ημέραν. Και ηπειλήθη μεν πάλιν κατά την νύκτα λόγω νέας καταιγίδος η αναβολή της λιτανείας, αλλά και πάλιν την πρωΐαν εγένετο αίθριος ο ουρανός. Ούτω περί την πρώτην μεταμεσημβρινήν ώραν εκκινήσασα η πομπή, έχουσα επί κεφαλής τον Πάπαν επί χρυσού επιβαίνοντα φορείου, κατέληξεν εις την πλατείαν του αγίου Πέτρου, ήτις ήτο κατάμεστος λαού. Προχωρήσας δε ο Πάπας εις τον ναόν, εντός του οποίου συνωθείτο πυκνόν πλήθος, κατέθηκε την ιεράν κάραν επί του βωμού, υπό τον οποίον έκειντο, κατά την παράδοσιν, τα ιερά λείψανα των αποστόλων Πέτρου και Παύλου120. Μετά την τελετήν ταύτην η ιερά κάρα παρελήφθη υπό του Πάπα εις την ιδίαν του κατοικίαν, όπως φυλαχθή εν τω φρουρίω του Αρχαγγέλου, μέχρι της παρασκευής χώρου καταλλήλου εν τω αγίω Πέτρω. Του χώρου τούτου κατασκευασθέντος τη 17 Ιουνίου 164, ετελέσθη επισήμως εν τω ευκτηρίω του πάπα Πίου η τοποθέτησις της τιμίας κάρας εντός επίτηδες κατασκευασθείσης αργυράς λειψανοθήκης και η κατάθεσις αυτής εν τω εις τον ναόν του Αγ.Πέτρου ετοιμασθέντι τόπω. Έκτοτε δε η κατάθεσις αύτη επανηγυρίζετο επισήμως εν τω αγίω Πέτρω εκάστην Κυριακήν του Ιουνίου121.

Αι Πάτραι δεν εχωρίσθησαν του προστάτου των

Ούτω η πρωτεύουσα της Πελοποννήσου άμα τη εφαπλώσει του σκοτεινού πέπλου της δουλείας και επ’ αυτήν, εστερήθη και του τελευταίου πολυτίμου τμήματος του ιερού λειψάνου του Πρωτοκλήτου και προστάτου της. Δεν έπαυσαν όμως οι κάτοικοι αυτής να τιμώσι τον διά του αίματος αυτού καθαγιάσαντα το χώμα της πατρίδας των απόστολον. Της ευλαβούς ταύτης τιμής εκδήλωσις υπήρξε το ότι ευθύς άμα τη απελευθερώσει του πρώτου τμήματος της Ελληνικής Πατρίδος και αρχομένου του έτους 1835, συνεκρότησαν επιτροπήν προς συλλογήν εράνων, ίνα ανεγερθή «οικοδομή λαμπροτάτη και ανάλογος του σεβασμού και της οφειλομένης ευλαβείας προς τον Πρωτόκλητον απόστολον», «τον οποίον η πόλις αύτη (των Πατρών) τιμά ως προστάτην και έφορόν της». Πράγματι δε η οικοδομή του σημερινού ναού, αρξαμένη από του έτους 1836, απεπερατώθη κατά το έτος 1845122.

Αλλά και ο Πρωτόκλητος απόστολος οιονεί αναγνωρίζων ως δευτέραν πατρίδα αυτού τας Πάτρας και αναζητών να επανέλθη και αισθητότερόν πως εις αυτήν, επιβραβεύων δε και τον εις αυτόν εκδηλούμενον σεβασμόν των Πατρέων, ενέπνευσε την ευλαβή διάθεσιν εις τον κατά Νοέμβριον του 1847 επισκεφθέντα εις προσκύνησιν του τάφου του Πρωτοκλήτου τας Πάτρας Ρώσσου αυλικού Ανδρέου Μουράβιεφ, ίνα δωρήσηται εις τον ναόν του αποστόλου τεμάχιόν τι εκ του δακτύλου του Πρωτοκλήτου, όπερ είχε παραλάβει εκ του εν αγίω Όρει εφησυχάζοντος επισκόπου πρώην Μοσχονησίων Καλλινίκου123.

Διά της προσκτήσεως του ιερού τούτου λειψάνου, η ήδη διά του από της 26 Νοεμβρίου του έτους 1836 ψηφίσματος του δημοτικού συμβουλίου αποφασισθείσα «λιτανεία επακολουθουμένη από την δημοτικήν αρχήν και από τον λαόν»124, προσέλαβεν ιδιαιτέραν λαμπρότητα. Και κατηργήθη μεν από του έτους 1868 υπό του τότε Αρχιεπισκόπου Πατρών και Ηλείας Κυρίλλου Χαιρωνίδου, ένεκα εκτρόπων λαμβανόντων χώραν μεταξύ σωματείων φιλονικούντων τίνος εξ αυτών τα μέλη θα υπεβάσταζαν την εικόνα κατά την περιαγωγήν αυτής εν τη λιτανεία, επανασυνέστη όμως από του 1930, διεξαγομένη μετά πάσης λαμπρότητος. Ευκταίον μόνον θα ήτο λόγω των ανωμαλιών, τας οποίας τη 30η Νοεμβρίου εμφανίζει συνήθως ο καιρός, επαπειλών ουχί σπανίως την ματαίωσιν της λιτανείας, να μετετίθετο αύτη εις μίαν των ημερών, είτε του πρώτου δεκαημέρου του Μαρτίου, είτε του τελευταίου δεκαημέρου του Ιουνίου, εις ανάμνησιν και των εν Κων/πολει μεγαλοπρεπών κατά τας ημερομηνίας ταύτας καταθέσεων των ιερών λειψάνων εις τον εκεί ιερόν ναόν των αγίων Αποστόλων.

ΠΗΓΗ.ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ

Ο γέροντας Παϊσιος,ο Απόστολος Ανδρέας και η Πάτρα.

PAISIOS-PATRA-600X

(γράφει ο κ.Βουτσινάς Ηλίας)

Εμείς οι Πατρινοί, εκ φύσεως αγνώμονες και αχάριστοι (μηδενός του γράφοντος εξαιρούμενου), οφείλουμε να θυμόμαστε συνέχεια τω κάτωθι γεγονός:
Ήταν αρχές Ιουλίου του 1993, όταν ένας φοβερός μεσημεριάτικος σεισμός, μας ταρακούνησε και μας τρόμαξε. Ζημιές, καταστροφές, τραυματισμοί, ένα χάος.
Τήν ώρα του σεισμού, ο γέροντας Παϊσιος, στο κρεββάτι του πόνου, έναν χρόνον πριν κοιμηθεί, είδε το εξής όραμα: Τον Άγιο Απόστολο Ανδρέα, προστάτη και πολιούχο της πόλεως μας (πόσοι το θυμόμαστε άραγε;), να παρακαλεί θερμώς και με δάκρυα τον Κύριον μας Ιησού Χριστό, λέγοντάς του: Σώσε την πόλιν μου, σώσε την πόλιν μου.
Αμέσως ο γέροντας Παϊσιος, επικοινώνησε με τον τότε Μητροπολίτη Πατρών, κυρό Νικόδημο και του ανέφερε το γεγονός, το οποίο και γνωστοποίησε στο χριστεπώνυμο ποίμνιο του ο μακαριστός Μητροπολίτης μας.
Και για αυτό η πόλις μας από τον σεισμό βλάφτηκε ελάχιστα σε σχέση με το μέγεθος και το επίκεντρο του σεισμού.
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι λέγανε το εξής, το οποίο ασπάζομαι εξ ολοκλήρου:
«Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός, από τον αχάριστο ευεργετηθέντα«.

ΠΗΓΗ.gero-paisios.blogspot.com

Άγιος Φιλούμενος (29 Νοεμβρίου)

     Σαν σήμερα πριν 35 ακριβώς χρόνια , εσφαγιάσθη με φρικτό τρόπο, ο ελληνοκύπριος ιερομόναχος άγιος Φιλούμενος , στον τόπο όπου ο Χριστός   συνάντησε την Σαμαρείτιδα.

Την ώρα του εσπερινού κι ενώ τελούσε ακόμη ή μόλις είχε τελειώσει την ακολουθία, μπήκαν στο μοναστήρι  ΣΙΩΝΙΣΤΕΣ τον χτύπησαν με τσεκούρι στο κεφάλι , του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού χεριού, και φεύγοντας πέταξαν μια χειροβομβίδα για να ολοκληρώσουν το έγκλημα τους…

Μάλλον ο άγιος Φιλούμενος δεν πέθανε αμέσως, αλλά έμεινε για αρκετές ώρες αιμάσσων και οδυνόμενος, μέχρι να παραδώσει την παρθενική ψυχή του στο Εσφαγμένο Αρνίο…

Παραθέτουμε την μαρτυρία του φίλου του π.Σωφρονίου ο οποίος βρέθηκε κοντά του αμέσως μετά το μαρτύριο του…Δεν είμαστε ενάντια στη φιλία των λαών και των πολιτισμών , εξάλλου ο απόστολος Παύλος ευχόταν να σωθούν οι συμπατριώτες του Εβραίοι κι ας χανόταν εκείνος.Ομοίως και ο Πρωτομάρτυς Στέφανος την ώρα που τον λιθοβολούσαν ευχόταν στον Χριστό να τους συγχωρέσει αυτήν τους την αμαρτία.

Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει φιλία με ναζιστικά καθεστώτα όπως αυτό του Σιωνιστικού παρακράτους …

Filumen_ikon.jpg

«Ο μακαρίτης ο πατήρ Φιλούμενος μας έλεγε ότι κάθε Παρασκευή πολλοί από τους θρησκευόμενους (Εβραίους) πήγαιναν για να προσευχηθούν στο φρέαρ του Ιακώβ.

  Στη συνέχεια του έλεγαν να σηκώσει όλες τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο ακόμη και να τις πάρει να φύγει, διότι το φρέαρ είναι δικό τους και όχι δικό μας. Είδ’ άλλως θα το μετανοήσει πικρά αλλά θα είναι αργά. Από τον καιρό που πήγε εκεί όλο και τον φοβέριζαν. Αυτός όμως ήξερε τα εβραϊκά και τους αποστόμωνε. Δεν ειδοποίησε ποτέ την Αστυνομία να το έχει απ’ όψιν της, ούτε το φαντάζονταν ότι θα τον σκότωναν.

  Στις 16 Νοεμβρίου (29 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) είχε μεγάλη βροχή αστραπές, βροντές χαλασμός Κυρίου όλη την μέρα. Βρήκαν ευκαιρία, που δεν υπήρχε κανένας, λόγω της κακοκαιρίας πήγαν και τον σκότωσαν μέσα στο φρέαρ του Ιακώβ, μεταξύ του Ναού και του θυσιαστηρίου, όπως έκαμαν και στον προφήτη Ζαχαρία τον πατέρα του Προδρόμου. Την ώρα που έκαμε εσπερινόν, εκείνη την ώρα όρμησαν, Κύριος είδε πόσοι ήσαν, και τον σκότωσαν με το τσεκούρι στα μούτρα και στο δεξί χέρι, κόβοντας τα δάκτυλά του. Επίσης, η σιαγόνα του και το ένα του μάτι βγαλμένο και το άλλο κτυπημένο.

 Το πώς μπήκαν μέσα στο Μοναστήρι, Κύριος είδε, διότι ο φύλακας έφυγε στις 4 το απόγευμα και έκλεισε το μοναστήρι. Ο φόνος έγινε μετά τις 5. Το πρωί, πηγαίνει ο φύλακας στις 7.

Φωνάζει: πάτερ Φιλούμενε;

Στο δωμάτιο του δεν τον βρίσκει. Πηγαίνει στην Εκκλησία και τον βλέπει σκοτωμένο, μέσα στα αίματα. Αμέσως ειδοποίησε την αστυνομία και η Αστυνομία το Πατριαρχείο. Πήγαν οι Πατέρες ο Καισαρείας Βασίλειος ο Πέτρας Γερμανός, ο π. Γρηγόριος, ο π. Μελίτωνας, ο π. Διονύσιος κ. ά. Αλλά αφού τον σκότωσαν έριξαν και χειροβομβίδα έξω στην Προσκομιδή και τα έκαμαν όλα κομμάτια, ούτε μανουάλια άφησαν γερά, ούτε εικόνες. Και Αυτόν τον εσταυρωμένο του έκοψαν το χέρι Του το αριστερό. Τα Άγια Ποτήρια χαμένα. Ήταν τόσο τρομερή η κατάσταση σα να μην κατοικούσε άνθρωπος μέσα από χρόνια. Τον πήγαν στο νεκροτομείο. Μετά τον έκαμαν νεκροψία στο Τελ Αβίβ και στις 21 Νοεμβρίου μας ειδοποίησαν. Εγώ πήγα μαζί με άλλους τρεις Πατέρες του Πατριαρχείου και μας τον έδωσαν γυμνόν. Όταν τους ρωτήσαμε που είναι τα ρούχα του, μας είπαν είναι στην Νεάπολη. Ευτυχώς που είχαμε πάρει μαζί μας όλα τα χρειαζούμενα για να τον ντύσουμε.

Αλλά δεν φαντάζεστε, όταν μας τον παρέδωσαν κομματιασμένο, το πρόσωπο του αγνώριστο, φέρων τα στίγματα του μαρτυρίου όπως οι Πέρσες έσφαξαν τους Πατέρες του άγιου Σάββα και λοιπών Μοναστηριών. Έτσι και σήμερα ακολούθησε νέο μαρτύριο στον π. Φιλούμενο. Πέντε μέρες τον είχαν στο ψυγείο. Και όμως ήταν σαν να μην είχε πεθάνει.

  Όταν άρχισα να τον ντύνω -διότι οι άλλοι δεν μπορούσαν, δεν άντεχαν να τον βλέπουν από τις κακουχίες που είχε- του λέγω σαν να ήταν ζωντανός: Γέροντα μου, τώρα θα με βοηθήσεις να σε ντύσω, διότι βλέπεις είμαι μόνος μου. Όταν άρχισα και του έβαλα την φανέλα, το πρώτο χέρι αμέσως το έκατέβασε μόνος του. Όπως και το άλλο χέρι. Και τα πόδια ομοίως. Του μάζευα τα πόδια να του φορέσω τα ρούχα και όταν τελείωνα τα άπλωνε μόνος του. Στο αριστερό πόδι από κάτω, είχε κτύπημα με το τσεκούρι.

  Από το νεκροτομείο, τον φέραμε στο Πατριαρχείο. Στην Αγία Θέκλα, έγινε η Νεκρώσιμος ακολουθία εν μέσω Αγιοταφιτών Πατέρων, των αδελφών του μακαρίτη και άλλων πολλών.

Ήλθαν μέχρι και πολλοί ξένων δογμάτων και Μουσουλμάνοι και Χοτζάδες.

 Γιατί όμως-όλοι αυτοί~ Διότι όλοι τον αγαπούσαν και ήρθαν να του δώσουν τον τελευταίον ασπασμόν.

 Τί οδυρμός τί θρήνος! τί κοπετός! ήταν αυτός! Ή κυβέρνηση, από το πρωί, μέχρι και τον ενταφιασμό στην Σιών, έστειλε Αστυνομία κοντά στους Αγιοταφίτες Πατέρες φοβούμενη αντίποινα. Πήρε αυστηρά μέτρα. Και νεκρόν ακόμα τον εφοβούντο. Το αίμα του, όπως το είπα, να τούς εύροι μέχρι τετάρτης γενεάς όπως το λέει και το Ευαγγέλιο…

 Τον π. Φιλούμενο όλοι τον κλάψαμε, διότι ήταν ένας καλός και άγιος πνευματικός.

 Ο Πατριάρχης τον αποκαλούσε πτωχοπρόδρομο. Και όντως ήταν.

 Οι τέλειοι, κληρονομούν την Βασιλεία των Ουρανών. Υπέμεινε λίγο μαρτύριο και βρίσκεται μεταξύ των Ιερομαρτύρων και Οσιομαρτύρων, ων ταις πρεσβείας είθε να αξιωθούμε και εμείς της Βασιλείας των Ουρανών».

Ιερομόναχος Σωφρόνιος Aγιοταφίτης

ΠΗΓΗ: http://filoumenos.com/-misha.pblogs.gr

Θαυματουργὸς καὶ ἰαματικὴ ἡ Ἁγιὰ Σοφιὰ Κωνσταντινούπολης

Εἶναι γνωστὸ τὸ δέος ποὺ προκαλεῖ στοὺς Τούρκους ἡ ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸ μεγάλο αὐτὸ σύμβολο τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδοξίας ποὺ δεσπόζει στὴν βασιλίδα τῶν πόλεων.Τὰ τελευταία χρόνια τὸ δέος αὐτὸ ἔχει πάρει ἐξαιρετικὲς διαστάσεις, καθὼς ὅλο καὶ περισσότερα ἄγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεῖα ἀπὸ τὸ μεγάλο αὐτὸ μνημεῖο, μὲ τὴν πρωτοβουλία τῶν ἴδιων τῶν Τούρκων μουσουλμάνων, βγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια ἀποκαλύπτοντας γιὰ πολλοὺς ἄγνωστες καὶ χαρισματικὲς ἰδιότητες τοῦ ναοῦ.

Ἔτσι, στὶς 3 Ὀκτωβρίου τοῦ 2012, σὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τουρκικὲς εἰδησεογραφικὲς ἰστοσελίδες, στὴνInternethaber, δημοσιεύτηκε ἕνα καταπληκτικὸ ἄρθρο μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο,«Ayasofya efsaneleri», δηλαδὴ «Οἱ Θρύλοι τῆς Ἁγίας Σοφίας». Τὸ ἄρθρο αὐτὸ παρουσιάζει μία διαφορετικὴ εἰκόνα τῆς ἁγίας Σοφίας, μὲ ἄγνωστες ἰδιότητες ὅπως ἡ θαυματουργικὴ καὶ ἰαματική της χάρη ποὺ ἐντυπωσιάζει ἀκόμα καὶ σήμερα. Τὸ ἄρθρο ἐπικαλεῖται τὰ γραπτά του γνωστοῦ Ὀθωμανοῦ περιηγητῆ,ποιητῆ καὶ συγγραφέα, τοῦ Ἐλβιᾶ Τσελεμπῆ, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε καὶ ἔγραψε γιὰ τὰ«φυλακτά», «tilsimlar», τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τὰ «φυλακτὰ» αὐτὰ μὲ τὸν ἰαματικό τους χαρακτήρα, θεράπευαν τοὺς περασμένους αἰῶνες ἀνεξαρτήτου θρησκείας δεκάδες ἀσθενεῖς ὅταν αὐτοὶ εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ τὰ πλησιάσουν, νὰ τὰ ἀκουμπήσουν καὶ νὰ προσευχηθοῦν στὴν….

ἰαματική τους δύναμη.
Ὅταν ἡ Ἁγία Σοφία ἔγινε μετὰ τὴν πτώση τῆς Πόλης τζαμί, ὁ πρῶτος μουσουλμάνος ἱεροδιδάσκαλος ποὺ ἄρχισε νὰ κηρύττει στοὺς ὀπαδοὺς τοῦ μέσα στὸ τζαμὶ ἦταν ὁ Aksemseddin. Ὁ μουσουλμάνος αὐτὸς θεολόγος λέγεται πὼς ἔκανε τὸ κήρυγμά του ὄρθιος πλάι σὲ ἕνα παράθυρο τοῦ ναοῦ, ποὺ εἶχε τὴν συμβολικὴ ὀνομασία,«Τὸ Κρύο Παράθυρο». Ἀπὸ τὸ παράθυρο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸν θρύλο, φυσοῦσε ἕνας ἰδιαίτερα δροσερός, ἀναζωογονητικὸς ἀέρας. Ο Aksemseddin πίστευε καὶ αὐτὸ τὸ τόνιζε καὶ στοὺς μαθητές του, πὼς ὅποιος καθόταν μπροστὰ ἀπὸ τὸ «Κρύο Παράθυρο» καὶ δροσίζονταν ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀέρα, τὸ μυαλό του ὡς ἐκ θαύματος ἀμέσως «καθάριζε» ἀπὸ κάθε βλαβερὴ σκέψη καὶ τότε μποροῦσε νὰ κατανοήσει θεολογικὲς ἔννοιες ποὺ πρὶν τοῦ φαίνονταν ἀκατανόητες.

Στοὺς διαδρόμους της νότιας πλευρᾶς τῆς ἁγίας Σοφίας, ὑπάρχει μία μεγάλη πέτρα μὲ μία κοιλότητα στὸ κέντρο της. Ἡ πετρὰ αὐτὴ λέγεται πὼς ἦταν ἡ κούνια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ κούνια στὴν ὁποία ἡ Παναγία ξάπλωνε καὶ νανούριζε τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ πέτρα αὐτὴ πιστεύεται πὼς ἔχει θαυματουργικὲς ἰδιότητες. Ὁποία καινούργια μάννα, τῆς ὁποίας τὸ μωρὸ ἦταν πολὺ ἀνήσυχο καὶ ἔκλεγε συνέχεια, τὸ πήγαινε καὶ τὸ ξάπλωνε μέσα στὴν κοιλότητα τῆς πέτρας, τότε αὐτὸ ἀμέσως ἠρεμοῦσε καὶ ἡσύχαζε. Ὅπως ἀναφέρεται χαρακτηριστικά, ἡ εὐεργετικὴ ἐπίδραση τοῦ ἴδιου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι γνωστὸ πόσο ἀγαποῦσε τὰ παιδιά, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἠρεμοῦσε καὶ ἀνάπαυε ἀμέσως ὅλα τὰ ἀνήσυχα καὶ κλαψιάρικα μωρά.

Σύμφωνα μὲ τοὺς πιστούς, ἕνας ἅγιος, ὁ Hizir, (γιὰ τοὺς Ἄραβες σύντροφος τοῦ Μωυσῆ, ἀλλὰ στὴν Τουρκία εἶναι πιὸ γνωστὸς σὰν Hidrellez, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἅγιο Γεώργιο τῶν ὀρθοδόξων της Μικρᾶς Ἀσίας), ποὺ πιστεύεται ὅτι θεράπευε ἀκόμα καὶ θανατηφόρες ἀσθένειες, πῆγε κάποτε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πολυέλαιο τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ προσευχήθηκε. Ὁ θρύλος λέει ὅτι ἂν κάποιος πάει στὸ ἴδιο σημεῖο καὶ προσευχηθεῖ συνεχῶς ἐπὶ 40 πρωινά, τότε θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὸν ἴδιο τὸν Hizirκαὶ νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ τὸν θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ τὸν βασανίζει. Αὐτὸς τότε θὰ τὸν εὐσπλαχνιστεῖ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσει.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸνHizir, οἱ μουσουλμάνοι πιστεύουν ὅτι καὶ οἱ τέσσερεις ἄγγελοι, ποὺ ὅπως ἀναφέρεται στηρίζουν οἱ ἴδιοι τὸν μεγάλο τροῦλο, ἔχουν θεραπευτικὲς ἱκανότητες καὶ εἶναι«φυλακτὰ» γιὰ τὶς ἀσθένειες τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ πιστεύεται ὅτι θεραπεύουν πολλὲς ἀρρώστιες ὅπως ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος θεράπευε πολλοὺς ἀρρώστους ἀπὸ τὴν πανούκλα ποὺ εἶχε σπείρει τὸν θάνατο τοὺς περασμένος αἰῶνες στὴν Κωνσταντινούπολη.

Οἱ Τοῦρκοι λένε πὼς ἡ Ἁγία Σοφία ἔχει 316 πόρτες ἀλλά… κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τὶς μετρήσει ἀκριβῶς. Μὲ τὸ θέμα αὐτὸ ὑπάρχουν πολλοὶ θρύλοι καὶ ἐνδιαφέρουσες ἱστορίες. Ὅπως ἀναφέρεται, ἡ μεγάλη κεντρικὴ πύλη εἶναι ἕνα μεγάλο «φυλακτὸ» ποὺ προστάτευσε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ ἀκόμα προστατεύει τὸ ὅλο κτίσμα ἀπὸ σεισμοὺς καὶ ἄλλες συμφορές. Ἐδῶ ὑπάρχει σύμφωνα μὲ τοὺς θρύλους ἕνα ἄλλο παράδοξο. Ὅταν κάποιος ἀποπειραθεῖ νὰ μετρήσει μία μία αὐτὲς τὶς πόρτες, μόλις φτάνει στὸ τέλος τότε θὰ φανερωθεῖ ἀκόμα μία καινούργια πόρτα ποὺ δὲν τὴν ἔχει μετρήσει. Αὐτὸ θέλει νὰ καταδείξει ὅτι τὸ κτίσμα εἶναι μαγικὸ καὶ πὼς ἕνας θνητὸς ποὺ ἔχει ἀρχίσει νὰ μετρᾶ τὶς πόρτες τοῦ θαυματουργικοῦ αὐτοῦ ναοῦ, μόλις φτάνει στὸ τέλος, τότε καταλαβαίνει πὼς δὲν ἔχει τελειώσει τὸ μέτρημα καὶ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τοῦ μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ θαῦμα.

Κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο τροῦλο λένε πὼς βρίσκεται κρυμμένο ἕνα μεγάλο σεντούκι. Ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ τοὺς θρύλους βρίσκεται ἡ σωρὸς τῆς «βασίλισσας Σοφίας». Ἂν κάποιος ἀποπειραθεῖ νὰ ἀνοίξει τὸ σεντούκι τότε θὰ γίνει μεγάλος σεισμὸς καὶ θὰ τρέμει ὅλη ἡ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του γιὰ τὴν ἱεροσυλία τοῦ αὐτή. Ἀλλὰ μέσα στὸν ναὸ κάπου ἀλλοῦ κρύβεται καὶ μία ἄλλη σαρκοφάγος ποὺ λέγεται πὼς ἐκεῖ μέσα εἶχε τοποθετηθεῖ τὸ πορτραῖτο τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ ποὺ τὸ ἔχει φιλοτεχνήσει ὁ Ἰταλὸς ζωγράφος Μπελίνι ὅταν τὸ πρόσφερε σὰν δῶρο στὸν Πορθητή. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἐξ’ αἰτίας αὐτοῦ του πορτραίτου ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς κατηγορήθηκε γιὰ ἱεροσυλία καθὼς τὸ Ἰσλὰμ ἀπαγορεύει ρητὰ τὶς ἀπεικονίσεις προσώπων.

Ὁ κεντρικὸς θόλος τῆς Ἁγίας Σοφίας πιστεύεται πὼς ἔχει μεγάλες ἰαματικὲς ἰδιότητες. Ὁ ἴδιος ὁ Ἐλβιγιὰ Τσελεμπή, ὅπως ἀφηγεῖται στὰ ἔργα του, ὅταν εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ μία πολὺ δύσκολη ἀσθένεια μὲ ἔντονο πυρετό, πῆγε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ θόλο καὶ ἔχοντας μαζί του ἑπτὰ μαῦρες ρῶγες ἀπὸ σταφύλι προσευχήθηκε ζητώντας τὴν ἴαση.Πράγματι, μετὰ τὴν προσευχὴ ἔφαγε τὰ σταφύλια καὶ ἀμέσως, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, ἔγινε καλὰ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του.

Στὸ πίσω μέρος τῆς Ἁγίας Σοφίας, στὴν δυτικὴ πύλη, ὑπάρχει ὅπως ἀναφέρεται μία δοκὸς ποὺ ὀνομάζεται«Ἡ Ἱδρωμένη Δοκός». Αὐτὴ ἡ «ὑγρὴ στήλη» ὅπως χαρακτηρίστηκε, ἔχει θεραπευτικὲς ἰδιότητες καὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες χιλιάδες ἀσθενεῖς πήγαιναν ἐκεῖ καὶ ἀκουμποῦσαν προσευχόμενοι τὰ χέρια τους στὴν σιδερένια στήλη γιὰ νὰ θεραπευτοῦν. Τὰ ἀμέτρητα χέρια ποὺ ἀκουμποῦσαν στὸ σημεῖο αὐτὸ μετὰ ἀπὸ αἰῶνες δημιούργησαν μία μεγάλη κοιλότητα στὴν σιδερένια ἐπιφάνεια τῆς δοκοῦ. Σήμερα αὐτὴ ἡ κοιλότητα, ὅπως ἀναφέρεται, ἀπεικονίζει τὸ μέγεθος τῆς θεραπείας ποὺ χάρισε ἡ «Ἱδρωμένη Δοκὸς» στοὺς ἀμέτρητους ἀσθενεῖς ποὺ ἀπελπισμένοι εἶχαν βρεῖ καταφύγιο στὴν χάρη της καὶ θεραπευτῆκαν ἀπὸ τὴν εὐεργετική της δύναμη.

Στοὺς περασμένους αἰῶνες ὅταν κάποιος ἔμπορος ἢ κάποιος καπετάνιος ἐπρόκειτο νὰ φύγει σὲ ταξίδι γιὰ δουλειές, πρὶν ξεκινήσει καὶ γιὰ νὰ πάει καλὰ τὸ ταξίδι του, πήγαινε στὴν πύλη αὐτὴ ὅπου βρίσκεται ἡ «ὑγρὰ στήλη» καὶ προσεύχονταν στὸν Νῶε. Αὐτὸ εἶχε ἕναν ἐνδιαφέροντα συμβολισμὸ γιατί ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Βίβλο ὁ Νῶε μετὰ ἀπὸ θεία παρέμβαση εἶχε σωθεῖ ὁ ἴδιος καὶ παράλληλα εἶχε σώσει τὸ ζωικὸ βασίλειο ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ ποὺ εἶχε πλήξει τὸν κόσμο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Πίστευαν πὼς ἔτσι τὸ ταξίδι τους θὰ γίνει χωρὶς κανένα πρόβλημα καὶ πὼς οἱ δουλειές τους θὰ πᾶνε πολὺ καλά.

Γιὰ τοὺς ἀρρώστους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ δύσπνοια καὶ ἄλλες ἀσθένειες τῶν πνευμόνων, λέγεται πὼς ἂν πήγαιναν νωρὶς τὸ πρωὶ στὴν πηγὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη καὶ ἔπιναν νηστικοὶ τρεῖς κοῦπες ἀπὸ τὸ νερό της, τότε θὰ θεραπεύονταν ἀμέσως.

Ὅλα αὐτὰ δείχνουν γιὰ ἄλλη μία φορὰ πὼς ὁ μεγαλοπρεπὴς αὐτὸς ναός, τὸ αἰώνιο σύμβολο τῆς Ὀρθοδοξίας, προκαλοῦσε πάντα τὸ δέος καὶ οἱ θρύλοι τοῦ σκορποῦν μέχρι σήμερα ἕνα μεγάλο μυστήριο γιὰ τὸ θαυματουργὸ αὐτὸ κτίσμα ποὺ περιμένει ὑπομονετικὰ τὴν πνευματική του ἀπελευθέρωση.

ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ

Η ομολογία ενός μουσουλμάνου μουφτή· μια αληθινή ιστορία

 

Η ομολογία ενός μουσουλμάνου μουφτή· μια αληθινή ιστορία

Πολλές φορές στα χρόνια που εργαζόμαστε εδώ, αντιμετωπίσαμε μεγάλες δυσκολίες, ώστε να βρούμε τα κατάλληλα οικόπεδα μέσα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, για να χτίσουμε βάσεις και Ιερούς Ναούς, όπου οι νεοφώτιστοι ιθαγενείς θα κατηχούνται, θα λειτουργούνται, θα συγκεντρώνονται, θα γνωρίζουν και θα ζουν τη ζωντανή Ορθόδοξη πίστη.

Όλα τα κεντρικά σημεία των πολυσύχναστων συνοικιών είναι ήδη κατειλημμένα από διάφορα αιρετικά δόγματα που έχουν και περίβλεπτα κτήρια. Αυτό πολύ μας πονά· η Ορθόδοξη Εκκλησία νοιώθουμε ότι αξίζει να έχει τα καλύτερα, όχι για την ανθρώπινη δόξα αλλά για τη δόξα του Αληθινού Θεού. Με τον καιρό όμως είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι ο ίδιος ο Θεός προνοεί και βρίσκει διάφορες λύσεις με τον τρόπο Του.

Έτσι, πριν από μερικά χρόνια, θεωρήθηκε μεγάλη ευλογία για μας να μπορούμε να αγοράσουμε σε πολύ λογική τιμή – πράγμα που έκανε όλους να απορούν – ένα κεντρικότατο οικόπεδο σε περιοχή, όπου από πολλά χρόνια είχε σχηματιστεί ένας Ορθόδοξος πυρήνας ένθερμων ιθαγενών.

Η πρώτη χαρά της ανεύρεσης του ωραίου οικοπέδου δεν κράτησε πολύ, διότι αμέσως άρχισαν τα προβλήματα και οι πειρασμοί από παντού. Χριστιανικές και μουσουλμανικές ομάδες άρχισαν να δυσανασχετούν για το απροσδόκητο γεγονός να «φυτρώσει» μια Ορθόδοξη εκκλησία ανάμεσά τους!

Από εδώ ξεκίνησε ένας μεγάλος πνευματικός αγώνας. Ο ζήλος των πιστών ιθαγενών τους οδήγησε να πηγαίνουν καθημερινά στο μέρος εκείνο και να προσεύχονται με πόνο και πίστη. «Πώς να μην έχουμε πειρασμούς και πώς να μην έχουμε και άνωθεν βοήθεια;», έλεγαν.

Απειλητικά, ανώνυμα τηλεφωνήματα μάς γίνονταν συχνά και συκοφαντικά σχόλια διαδίδονταν για τους Ορθοδόξους συνεργάτες που εργάζονταν στην περιοχή. Η μεγαλύτερη δυσκολία όμως δεν είχε φανεί ακόμη.

Ξαφνικά, οι μουσουλμάνοι ήγειραν εδαφικές διεκδικήσεις και αξίωναν να μείνει το οικόπεδο ως έχει και να μην ανεγερθεί εκεί Ορθόδοξος ναός, ενώ εμείς ξεκινήσαμε μια νόμιμη αλλά χρονοβόρα και κουραστική διαδικασία συζητήσεων με τις τοπικές και τις μουσουλμανικές αρχές, ώστε να βρεθεί λύση.

Η πολιτεία δε θα έδινε άδεια να χτίσουμε οτιδήποτε, εάν δεν είχαμε την επίσημη σύμφωνη γνώμη των μουσουλμάνων και έτσι άρχισαν οι συναντήσεις με ηγετικά μουσουλμανικά στελέχη, ώστε να βρεθεί λύση στο πρόβλημα.

Η προσπάθεια ήταν σκληρή και η διαπραγμάτευση, λεπτή και δύσκολη, έδινε μια κατεύθυνση, ώστε το οικόπεδο να μπορεί να τακτοποιηθεί με έξοδα και φροντίδα της Εκκλησίας μας…

Συχνά μάς έμπαινε ο λογισμός να παραιτηθούμε από το όλο εγχείρημα, αλλά πιο δυνατά νικούσε ο πόθος μας να παλέψουμε όσο μπορούμε για το καλό της Εκκλησίας και ο Θεός όλο μας στήριζε. Ουδέν κακό αμιγές καλού!

Οι συναντήσεις λοιπόν με τους μουσουλμάνους ξεκίνησαν και -παρά τα διάφορα εμπόδια- συνεχίστηκαν. Στη μουσουλμανική ομάδα διαπραγμάτευσης εκπρόσωπος της μουσουλμανικής κοινότητας ήταν και ο μουφτής. Η θέση του μουφτή είναι σημαντική και υπολογίσιμη. Είναι ώριμος, βαθύς γνώστης του Κορανίου, μα συγχρόνως ένας καλοπροαίρετος και συνετός άνθρωπος.

Στις πολυάριθμες συναντήσεις μας, εκτός από το πρόβλημα που μας απασχολούσε, η συζήτηση επεκτεινόταν και σε θέματα πίστεως. Εμείς από τη μία σεβόμαστε ειλικρινά το δικαίωμα του καθενός να έχει το δικό του πιστεύω, από την άλλη όμως, όπου οι περιστάσεις το επιτρέπουν, με παρρησία ομολογούμε και το δικό μας πιστεύω, που είναι η δυνατή εμπιστοσύνη μας στον Αληθινό Θεό, που μας φανέρωσε την Τριαδική Του φύση, κατέβηκε από τον Ουρανό, σαρκώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, έπαθε και αναστήθηκε, για να σωθεί η ανθρωπότητα.

Αυτές τις ημέρες, μετά από τον πολύχρονο αγώνα, αρχίσαμε να βλέπουμε τους πρώτους καρπούς. Βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο των υποχρεώσεών μας και το όλο θέμα φαίνεται να ολοκληρώνεται και να κλείνει. Σίγουρα οι θερμές προσευχές των ιθαγενών Ορθοδόξων αλλά και των Ελλήνων αδελφών εισακούστηκαν.

Ενώ λοιπόν το θέμα του οικοπέδου έχει δρομολογηθεί και βρίσκεται στην τελική φάση και ενώ δε συνέτρεχε κάποιος τυπικός λόγος για συνάντηση με το μουφτή, ο μουσουλμάνος ηγέτης ήρθε στο γραφείο της Ιεραποστολής μας να μας συναντήσει.

Μόνος, χωρίς τη συνοδεία των ομοθρήσκων του, διστακτικός και συνεσταλμένος αυτή τη φορά, και χωρίς το γνώριμο αέρα του ηγέτη που μας είχε συνηθίσει…

Ήρθε μόνος και ταπεινά μας άνοιξε την καρδιά του και μας εμπιστεύτηκε το εξής θαυμαστό:

Εγώ σιγά-σιγά έχω καταλάβει ότι η αλήθεια είναι ο Χριστός! Και ότι εσείς, η Ορθόδοξη Εκκλησία, κρατάτε την αληθινή πίστη 100%. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να πάτε στο χωριό μου και να διδάξετε τους συγχωριανούς μου για την πίστη σας και να τους βαπτίσετε! Υποφέρουν από άγνοια. Θα κάνετε μεγάλο καλό, μάλιστα, αν τους χτίσετε μια εκκλησία!

Το ακούσαμε έκπληκτοι. Του μιλήσαμε, τον ενθαρρύναμε και του είπαμε να βαπτιστεί και ο ίδιος. Εκεί δε μας είπε πολλά. Σιώπησε… Καταλαβαίνουμε ότι, εάν ένας μουσουλμάνος, που κατέχει τη θέση του, τολμήσει να αλλαξοπιστήσει, δε θα αφήσει αδιάφορους του φανατικούς οπαδούς της πίστης του που αδίστακτα κόβουν ζωές χωρίς το φόβο του Θεού της αγάπης…

Εμείς, όπως καταλαβαίνετε, μείναμε εμβρόντητοι! Έφυγε από το γραφείο της Ιεραποστολής, υποσχόμενος για μια ακόμη φορά να κάνει το παν για να ξεπεραστεί και το τελευταίο εμπόδιο και να μπορέσουμε να χτίσουμε την εκκλησία μας.

Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου! Δύσκολες οι σωστές επιλογές του καθενός μας. Το κακό έργο γίνεται συνήθως εύκολα, αλλά φέρνει γρήγορα περισσότερα κακά, ενώ η κάθε τίμια στροφή προς το καλό θέλει κόπο και θυσίες, μικρές και μεγάλες.

Δεν απελπιζόμαστε ποτέ και για κανένα λόγο! Έχουμε Θεό ζωντανό και έχουμε όπλο πανίσχυρο την προσευχή. Έχουμε σφαίρες αόρατες που μπορούν να ανατρέψουν πολύπλοκες και φαινομενικά αδιέξοδες καταστάσεις. Ας ορμήσουμε, λοιπόν, όλοι στο καλό, στον πνευματικό αγώνα, για να βρούμε πρόοδο!

Ας προσευχηθούμε θερμά για κάθε δυσκολία. Και με την ψυχή μας, ας προσευχηθούμε με πόνο για το μουφτή και για τον κάθε εγκλωβισμένο μουφτή. Ας προσευχηθούμε για την πατρίδα μας και για το κάθε έθνος να βρει τον αληθινό Θεό. Ας προσευχηθούμε και για όλους τους Ορθοδόξους που αξιωθήκαμε την ορθή πίστη να την κρατήσουμε, γιατί είναι ο μόνος πολύτιμος θησαυρός στη ζωή μας. Αμήν!

http://ierapostoles.gr/?p=6441

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ

Όσοι δεν καταλαβαίνουν την απόφανση του αποστόλου και δεν μπορούν να δουν σε βάθος την σοφία των λόγων του, εξέλαβον σαν ακίνδυνη υπόθεση να παρερμηνεύουν τις αποστολικές εντολές και κινδυνεύουν να παραλογιστούν. Τί λένε μεθυσμένοι από την φιλαρχία τους; Επικαλούνται την διατύπωση του Παύλου: «Αν κάποιος έχει έφεση για το επισκοπικό αξίωμα, επιθυμεί καλό έργο». Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι αυτό έχει παραδοθεί γραπτώς, αλλά έχω ενστάσεις ότι το νόημά του είναι όπως το θέλουν ετούτοι. Πρέπει, λοιπόν, πριν ακόμη προσπαθήσω να το ερμηνεύσω, να προσθέσω κάτι άλλο που μπορεί να αναστείλει αυτήν την επιθυμία σε πολλούς. Γιατί δεν έχουν όλοι την δύναμη να αναλάβουν μια τέτοια εξουσία, η οποία είναι ανώτερη ακόμη και από την βασιλική, αφού η πρώτη κυβερνά τις θείες υποθέσεις, η άλλη τις ανθρώπινες. Αυτή είναι δουλειά πολύ λίγων ανθρώπων, που ως προς την δικαιοσύνη πρέπει να διαφέρουν από όσους καλούνται να κυβερνήσουν όσο διαφέρουν οι βοσκοί από τα πρόβατά τους,για να μην πω και κάτι περισσότερο.
Τί λέει λοιπόν; «Πρέπει ο επίσκοπος να είναι ανεπίληπτος, νηφάλιος σώφρων, κόσμιος, φιλόξενος, ικανός να διδάξει, ανεξίκακος, να μην είναι επιρρεπής στα μεθύσια και στους καυγάδες, αλλά μετριοπαθής, ούτε να αγαπά τις έριδες και τα χρήματα’ να μπορεί να διοικεί επιτυχώς την οικογένεια την δική του και να έχει πολλά σεμνά παιδιά που να τον υπακούουν (αν δεν ξέρει να είναι αρχηγός της οικογένειάς του της ίδιας, πώς θα γίνει υπεύθυνος για την Εκκλησία του Θεού;)’ επίσης να μην είναι καινούργιος στην Εκκλησία, για να μην τον παρασύρει ο διάβολος στο αμάρτημα της αλαζονείας». 
Ποιό από όλα αυτά τα κατορθώματα επέτυχαν οι πολλοί, ένας απο τους οποίους είσαι και συ, και επιθυμούν διακαώς ένα πράγμα τόσο απλησίαστο γι’αυτούς; Μήπως διαθέτουν άψογη ζωή; Μήπως, πάλι, επέτυχαν τέτοιο επίπεδο ασκητικής βιοτής, ώστε να μην κοιμούνται ποτέ οι ψυχικές τους αισθήσεις; Μήπως λάμπουν τόσο πολύ από σωφροσύνη, που και με μόνη την σιωπή τους συνετίζουν τους αφηνιασμένους και ξετρελαμένους για ερωτικές συνευρέσεις; Μήπως η κοσμιότητά τους είναι τόση που να μπορούν να προκαλούν σε όσους τους βλέπουν έκπληξη με το βάδισμά τους, με το βλέμμα τους και την φωνή τους; Εκείνοι που έπεσε ο κλήρος να γίνουν επίσκοποι, πρέπει σε όλα να παρουσιάζονται σαν χαριτωμένη επιτομή όλων των κατά Χριστόν αρετών. 
Οι εν λόγω είναι τόσο φιλόξενοι ώστε να προσκαλούν στο σπίτι τους ακόμη και άγνωστους φτωχούς για να φάνε μαζί τους; Μελέτησαν τόσο πολύ και κατέκτησαν λόγο ικανό να διδάξει, ώστε τόσο μεγάλη Χάρις ήρθε εξ ουρανού να τους φωτίσει και η γλώσσα τους έγινε πηγή λόγων πνευματικών; Τους διακρίνει τέτοια λαμπρή μετριοπάθεια ώστε ποτέ τους δεν συγχύστηκαν μα αποτέλεσμα να προσβάλλουν κανένα; Τόσο αδιαφορούν για τον πλούτο, ώστε να μοιράζουν σε όσους έχουν ανάγκη όση περιουσία απέκτησαν με δίκαιο τρόπο; Τόσο ανεξίκακοι είναι που να αντέχουν αναιτιολόγητες προσβολές και κατηγορίες; Διαθέτουν άραγε και τα άλλα πλεονεκτήματα που πρέπει κατά την περιγραφή του Παύλου να κατέχει ο άριστος ποιμένας;
Μα τί τους έπιασε και έχασαν σε τέτοιο βαθμό τα λογικά τους; Θα έπρεπε να τους αρκεί να ανήκουν στην τάξη εκείνων που κάνουν υπακοή (για να μην πω ότι εξαιτίας των πράξεών τους θα ήταν δίκαιο και από αυτήν ακόμη να εκδιωχθούν, αν και εκεί υπήρχε μια σωστή σειρά). Επιθυμούν, λοιπόν, πράγματα ανέφικτα και μέσα τους τρέφουν έρωτα για τον επισκοπικό θρόνο και επικαλούνται σαν συνήγορο του νοσηρού έρωτά τους τον Απόστολο, ο οποίος κατέβαλε κόπους για να τους θεραπεύσει από το καταστροφικό αυτό πάθος τους.
Ο λόγος μου θέλει, λοιπόν, να τους επιτεθεί και περνάει πόνους παρόμοιους με της γέννας προκειμένου να μην αφήσει τα χαλινάρια και να μην ξεχυθεί σαν άλογο στην πεδιάδα, εγώ όμως τον συγκρατώ με πολύ κόπο τραβώντας τον πίσω, για να ασχοληθώ με σπουδαιότερα πράγματα και να δείξω ότι άνθρωποι που εμπαίζουν έτσι τις ιερές Γραφές και παίζουν με πράγματα μη επιδεχόμενα ελαφρότητος, δεν δικαιούνται ούτε να συγκαταλέγονται στους Χριστιανούς, γι’ αυτό και τον κατεύθυνα να ερμηνεύσει το ρητό.
Τί είπε ο θείος αυτός άνδρας, ο νους αυτός που έβλεπε τα πάντα, ο οποίος άσκησε αυτή την εξουσία με τρόπο άμεμπτο; «Αν κάποιος έχει την έφεση για το επισκοπικό αξίωμα….». Δεν είπε, «Ο καθένας ας επιθυμεί να γίνει επίσκοπος». Δεν διέταξε, δεν παρεκίνησε, δεν νομοθέτησε. Γνώριζε, όμως, ότι πολλοί είναι σαν μεθυσμένοι από την επιθυμία της εξουσίας, χωρίς να είναι εραστές της αρετής, αλλά μόνο διεκδικητές του αξιώματος, γι’ αυτό και δεν συνυπολογίζουν την προσπάθεια, τους κόπους και τους κινδύνους, τις φροντίδες και τα ξενύχτια, όλες τις ανάγκες του ποιμνίου που βαραίνουν τους ώμους του επισκόπου. Και ποιές είναι αυτές;
Να εξετάζει τους υποψηφίους για την ιεροσύνη, να τρέφει τους πεινασμένους, να ποτίζει τους διψασμένους, να ντύνει τους γυμνούς, να προστατεύει όσους αδικούνται, να γίνεται κηδεμόνας όσων θρηνούν για την ορφάνια τους, να στηρίζει τις χήρες, να τιμωρεί εκείνους που αδικούν, να ματαιώνει τις απόπειρες κάποιων να καταλάβουν παράνομα την εξουσία, να εξασφαλίζει θεραπείες για τους αρρώστους, να στήνει ξανά στα πόδια τους όσους σκανδαλίζονται από ερωτικές επιθυμίες, να απελευθερώνει αιχμαλώτους, να παρηγορεί όσους έπεσαν σε κάποια συμφορά, να σωφρονίζει όσους υποπίπτουν σε σφάλματα. Αυτά, είναι, λοιπόν τα βραβεία που συνοδεύουν την ανάρρηση στον επισκοπικό θρόνο και ακόμη περισσότερα, που τα παραλείπω για να μην μακρηγορήσω’ και όμως, υπάρχουν μερικοί που την επισκοπή την θεωρούν εξουσία και άνεση και καλοπέραση και ούτε τον εαυτό τους εξετάζουν ούτε το μέγεθος του αξιώματος αντιλαμβάνονται γι’ αυτό και βιάζονται να το κατακτήσουν.
Προσπάθησε, λοιπόν, να αναστείλει την επικίνδυνη βιασύνη τους λέγοντας τα εξής: «Αν κάποιος έχει έφεση για το επισκοπικό αξίωμα, επιθυμεί ένα ωραίο έργο». Δεν είπε, » εμπρός, λοιπόν, καλά κάνει ο καθένας να το επιθυμεί!». (Αν έλεγε αυτό, δεν θα επαινούσε το έργο, αλλά τον έχοντα την έφεση). Μίλησε, λοιπόν, για καλόν, για ωραίο έργο.
Για να πάω παρακάτω, θα πω αυτό που καταλαβαίνουμε όλοι ανεξαιρέτως, ότι όχι μόνον οι εθνικοί σοφοί αλλά και οι ιερές Γραφές «έργον» ονομάζουν το δύσκολο και ακατόρθωτο, όταν λένε «άνδρα δε πιστόν έργον ευρείν» (είναι δύσκολο πράγμα να βρει κανείς πιστόν άνθρωπο), που θα πει, αγαπητέ μου, πράγμα δύσκολο, όχι άνετο’ μέριμνα, όχι καλοπέραση’ υπεύθυνο λειτούργημα, όχι ανεξέλεγκτη εξουσία’ πατρική κηδεμονία, όχι τυραννική αυθαιρεσία’ υπεύθυνη προστασία, όχι ανεύθυνη εξουσία. Εγώ επαινώ υπερβαλλόντως το έργο του επισκόπου γιατί είναι θεϊκό, όμως δεν επαινώ τον έρωτα για τον επισκοπικό θρόνο, γιατί είναι επικίνδυνος. Δεν λέω, «κάνει καλά» όποιος τον τρέφει μέσα στην ψυχή του, ακόμη και ο πιο δοκιμασμένος, λέω ότι πρέπει να τον αποβάλει με κάθε του δύναμη. 
(Προς Τιμόθεον, α’. Εις το, «Εί τις επισκοπής ορέγεται…», P G78,893-90-
Περιοδικό Σύναξη    τεύχος 127, Για τον Επίσκοπο).-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ