«Όπως Παύση τα Σκιώδη» (Αντί για πρωτοχρονιάτικες ευχές)

——————————————————–

Στην αρχή της Αλεξιάδας της, η πορφυρογέννητη βασίλισσα Άννα η Κομνηνή λέγει ότι «ο ρέων χρόνος τα μεν ουκ άξια μνήμης παρασύρει και καταποντοί.Τα δε άξια μνήμης εά διολισθαίνειν εις λήθης βυθούς». Σε ένα τέτοιο χρόνο έχει περισφύγξει η μνήμη μου κάτι. Κάτι από την ανέορτη και «ακάλανδη» «καλή βραδυά» του ’55 στο Πατριαρχείο…….

Ήταν η πρώτη «καλή βραδυά» με νωπά τα αλησμόνητα «σκιώδη», που το τροπάριο της ημέρας κάθε χρόνο τα μνημονεύει. Κάθε χρόνο ζητεί «όπως παύση». Και κάθε χρόνο υπάρχουν. Αλλά πάντα τα αναφέρει η Εκκλησία μας. Και μάλιστα πανηγυρικά. Και καλά κάνει.

Είχε βραδυάσει, θυμούμαι, για καλά μετά τον Εσπερινό και το τυπικό κόψιμο της πίττας. Κι ένα παιδί, ένα ρωμηόπουλο φανερά πικραμένο και φτωχοντυμένο, μ’ ένα κόκκινο κασκολάκι στο λαιμό, ζήτησε από τον Πατριάρχη «να του τα πει». Να του πει τα κάλαντα. Έβγαλε κι ένα τυμπανάκι -ένα νταβουλάκι- που κρατούσε. Έτοιμο να αλαλάξει, με χεράκια παγωμένα και με μάτια βουρκωμένα.

Ο Πατριάρχης το κύτταξε κάμποση ώρα ακίνητος. Προσεκτικά αλλά πρόσχαρα. Ύστερα άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, όπως το συνήθιζε, και το αγκάλιασε. Χάθηκε το παιδί μέσα στην αγκαλιά του. Πήρε όμως θάρρος. Ξεμπλέχτηκε από τα ράσα του. Στήθηκε αντίκρυ του κι άρχισε «να του τα λέγει».

Μα το παιδί δεν είπε κάλανδα. Ούτε στροφές τραγουδιών για το καλό του καινούργιου χρόνου. Χτυπώντας και το νταβούλι του έψαλε το τροπάρι της ημέρας: «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες…». Και ξανά και ξανά. Κι όταν έφθανε στην ικεσία «όπως παύση τα σκιώδη», τότε έκραξε. Κι αφού το επανέλαβε δυό-τρεις φορές, τότε σταμάτησε και του είπε :

Παππού, δεν φτάνει πια;

Κι ήταν σα να του έλεγε: Εσύ, ο Πατριάρχης, ο πρώτος μας, ο πλησιέστερα στο Θεό, ο πιο χρυσοντυμένος κι ο πιο μαυροφορεμένος της Ρωμηοσύνης, πες του να σταματήσει ό,τι δεν μας αφήνει να γιορτάσουμε. Ό,τι μας εμποδίζει να χαρούμε. Να παίξουμε μ’ όλα τα χρώματα. Ν’ ακούμε σε κάθε γλώσσα τον ύμνο της αγάπης. Ν’ ανταλλάσσουμε μ’ όλους τον ασπασμό της αδελφωσύνης.

Ο Πατριάρχης δάκρυσε. Κι ήταν σα ν’ άκουε εκείνη την στιγμή ολόκληρη την Ρωμηοσύνη να του ψάλλει την ίδια στροφή: «όπως παύση τα σκιώδη». Τη Ρωμηοσύνη που αιώνες συνεχίζει να νιώθει τα σκιώδη, και αιώνες να ζητεί από το Θεό της ειρήνης «όπως παύση τα σκιώδη και περιέλη και το κάλυμμα των παθών ημών». Να σκεπάσει τις αδυναμίες μας, τις μικρότητές μας.

Ένας φωτογράφος έχει απαθανατίσει τη σκηνή αυτή με το παιδί κατάντικρυ στον Πατριάρχη να «του τα λέγει». Και τον Πατριάρχη, όρθιο, με σταυρωμένα τα χέρια, να το κατοπτεύει πικρά. Αλλά και μένα, τον κάτοχο αυτής της φωτογραφίας και Διάκο του τότε, ακουμπισμένο στην πόρτα του Πατριαρχικού Γραφείου, να παρακολουθώ αυτήν την εκ στόματος νηπίων ικεσία της Ρωμηοσύνης. «Όπως παύση τα σκιώδη».

Κάθε πρωτοχρονιά έρχεται στο νου μου αυτή η εικόνα. Με τον αντίλαλο του τυμπάνου και το μυριστικό της λόγο. Το συμβολισμό της, που είναι η έκφραση και το πάθος της ίδιας της Ρωμηοσύνης. Το παράπονό της. Που είναι και μέρος του τρόπου της βιοτής της. Κι ακόμη, το κρίσιμο προνόμιο να γεύεται βαθειά την υπαρξιακή της πίκρα και νάχει τη δύναμη να την παρέρχεται. Να αισθάνεται κατάβαθα τα σκιώδη και νάχει το σθένος να ζυμώνει την πίττα της και να γεύεται τον δικό της ευλογημένο άρτο της ζωής. Και να προσεύχεται φανερά και μυστικά. Και αγόγγυχτα να ακολουθεί την παράδοση και τη μοίρα της. Όπως κάνει και ο Πατριάρχης της. Κινούμενος σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Με την Ιεραρχία μαζί του. Με τη Ρωμηοσύνη πλάι του. Με την Ορθοδοξία μέσα του και κοντά του.

«Μαζί μας και σήμερα και πάντα ένα παιδί, ένα τύμπανο και τα μελίσματά τους. Σαν να λέμε, η Ρωμηοσύνη, ο καημός της και η προσδοκία της. Εμείς με το κερί και την προσευχή μας «εν χώρω τον Αχώρητον θεωρούντες». Και τον Παντοδύναμο επικαλούμενοι «ως βοηθόν και σκεπαστήν».

Όλα, ένα εφύμνιο στο χρόνιο πολίτικο τραγούδι της ζωής μας. Το θυμούμαι ζωντανά όταν προσδοκούμε και πάλι να «παύση τα σκιώδη».

Μόνον όποιος ζει Χριστούγεννα στην Πόλη, Πρωτοχρονιά ή Θεοφάνεια στην Πόλη, μπορεί να νιώσει πόσο «λελάτρευται εδώ το ιερόν» και πόσο «λελάξευται το σιωπηρόν», ώστε να γίνουν φωνή Μεγάλης Μάνας. Τραγούδι του Γένους.

Μόνο μιά ψυχή που κατακλίνεται στη σκιά των κάστρων της Επταλόφου μπορεί και πaίζει την άλλη μέρα με τη χαρά της ανατολής της ημέρας. Με τη χαρά της ανατολής της του Θεού επιφανείας. Όπως και σήμερα «κατά το περίορθρον», όπως θα έλεγε και η Άννα Κομνηνή, είδαμε τα πάντα «θεαστικά». Σαν εμπνευσμένα από το Θεό. Σά λόγο του Λόγου, που εντέλλλεται να παύση τα σκιώδη. Και να χαρούμε το εκ Φωτός Φως. Τον επιφανέντα Θεόν».

Πέργης Ευάγγελος απο το βιβλίο-«Εκ Φαναρίου Γ΄»)

Υποστηρίξτε το έργο της ιεραποστολικής μας ομάδος -ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ.(2024)

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί «Ο Χριστός είη εν τω μέσω ημών»

Προσευχητικές δοξολογικές  ευχαριστίες  οφείλουμε  προς τον Τρισάγιο Θεό μας για το έτος που πέρασε και για τα όσα μας επεφύλαξε η αγάπη Του, ευχάριστα ή δυσάρεστα, αλλά και για το ότι μας αξιώνει   να υποδεχτούμε  ένα ακόμη έτος. Όμως δεν αρκούν οι ελπίδες και οι ευχές για τον καινούργιο χρόνο αλλά οφείλουμε όλοι να ελέγξουμε τους εαυτούς μας και να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε προς το καλύτερο περιορίζοντας τα πάθη και τις αμαρτίες μας και πράττοντας το θέλημα του Θεού. Και αυτό θα είναι το σημαντικότερο και καλύτερο επίτευγμα σ’ αυτήν την νέα αρχή που βάζουμε. Διότι αυτό που έχουμε ανάγκη είναι να γνωρίζουμε και να μην ξεχνάμε ότι ο σκοπός της ζωής μας είναι ο αγιασμός και προορισμός μας η Βασιλεία των Ουρανών.Το πέρασμα του χρόνου μας δείχνει ότι η ζωή είναι σύντομη και δεν γνωρίζουμε αν μέσα στον καινούριο χρόνο πρόκειται ο Θεός να μας καλέσει κοντά Του. Επίσης  πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η αγάπη και η ελεημοσύνη προς τους εμπερίστατους αδελφούς μας  δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον  αυτές τις εόρτιες ημέρες, αλλά να μας απασχολεί όλο το έτος ως ένα πολύ σημαντικό πνευματικό κεφάλαιο.

Η διαδικτυακή μας ομάδα, παρόλες τις δυσκολίες  που παρουσιάστηκαν, συνεχίζει την δραστηριότητά της στο ιεραποστολικό έργο.

Κατά το προηγούμενο έτος (2023) η  ιεραποστολική μας δραστηριότητα αναπτύχθηκε στους παρακάτω  τομείς.

Α. Συγκεντρώσαμε ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό που δόθηκε σε εμπερίστατη οικογένεια για την ανοικοδόμηση της  κατεστραμμένης οικίας της σε χωριό της Κορίνθου και ήδη η οικογένεια αυτή εγκαταστάθηκε εκεί.

Β. Βοηθήσαμε συγκεκριμένες οικογένειες πλημμυροπαθών της Θεσσαλίας.
Γ. Ενισχύσαμε  με  τέσσερες αποστολές χρηματικών ποσών,  το ιεραποστολικό έργο του Ορθόδοξου ιεραποστόλου π.Τιμοθέου Νtumba στην περιοχή της επισκοπής Γκόμα του Ανατολικού Κονγκό.
Δ Συνεχίσαμε το ιεραποστολικό μας κατηχητικό  έργο με την βοήθεια των  ιστολογίων που διατηρούμε στο διαδίκτυο.
Ε. Εκδόθηκε το δέκατο έκτο  βιβλίο μας με τίτλο -ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΗ)  και ετοιμάστηκαν για έκδοση άλλα δύο βιβλία για το νέο έτος.  

Αισθανόμαστε την ανάγκη για μια ακόμα φορά να  ευχαριστήσουμε  τους δωρητές για την αυθόρμητη και πολύ συγκινητική προσφορά σας, για την ενίσχυση των  φιλανθρωπικών και κοινωνικών σκοπών του ιεραποστολικού έργου της διαδικτυακής ομάδας «ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ».

Η αγάπη σας και η συμπαράστασή  σας είναι αξιέπαινη και συγκινητική.

Σας είμαστε ευγνώμονες για την  εμπιστοσύνη που μας δείχνετε  και για την βοήθειά σας, διότι παρέχει μεγάλη ανακούφιση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν εμπερίστατοι αδελφοί μας καθώς και οι ορθόδοξες ιεραποστολές στον κόσμο.

Ιδιαίτερα ευχαριστούμε την εκ Κύπρου οικογένεια της κ. Ο.Κ. για την πάντοτε πρόθυμη οικονομική συμμετοχή της στις ιεραποστολικές μας δραστηριότητες καθώς και τον κ. Χ.Κ. για τον ίδιο λόγο.

Η ιεραποστολική μας δραστηριότητα θα συνεχισθεί με αμείωτο ζήλο και την νέα χρονιά (2024) ενισχύντας και ιεραποστολικά κλιμάκια και εμπερίστατους αδελφούς μας.

Όσοι επιθυμούν να συνδράμουν στο έργο μας μπορούν να καταθέσουν την χρηματική τους δωρεά στον παρακάτω λογαριασμό της διαδικτυακή μας όμάδας.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ  
————————————————————————————————-
Eurobank / 0026-0469-64-0100058162.  
(IBAN, GR 6102604690000640100058162)  
ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ π.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ   

Παρακαλούμε τους δωρητές να μας ενημερώνουν σχετικά με τις δωρεές τους στο e-mail  dosambr@gmail.com προκειμένου να μνημονεύουμε τα ονόματά τους στις Θείες λειτουργίες.

Ευχόμαστε σε όλους τους φίλους και δωρητές-συνεργάτες για την νέα χρονιά:

«Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ….εἴη μετά πάντων ὑμῶν»

Για την διαδικτυακή ομάδα

πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.

Υπέρ Χριστού, το Μαρτύριον των Αγίων Νηπίων ελογίσθη

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

_________________________

Σε άρθρο του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, το οποίο δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο anastasiok.blogspot  στις 26 Δεκεμβρίου 2023 και το οποίο τιτλοφορείτο, ‘’«Αχ!»…, Χριστούγεννα λειψά!’’, ανεφέροντο μεταξύ άλλων  τα εξής : ‘’ Κι ερχόμαστε στο τρίτο βήμα, την παράδοξη γιορτή της 29ης Δεκεμβρίου. Εδώ ακούγεται ένα άλλο «Αχ!», το «Αχ!» του θρήνου. Κι αυτό σκάει μύτη μέσα στην ατμόσφαιρα της χαράς, σφιχτά δεμένο με την γέννα του Χριστού. Τη μέρα αυτή τιμώνται τα βρέφη τα οποία, σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ματθαίου, σφάχτηκαν από τον βασιλιά Ηρώδη στην μανία του να εξοντώσει τον επίφοβο Ιησού’’. 

‘’Παράδοξη γιορτή’’, καλεί ο αρθρογράφος Θανάσης Ν. Παπαθανασίου  την Εορτή των Αγίων Νηπίων’’. Δεν θα συμφωνήσουμε με τον κ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου.  Καμιά παραδοξότητα δεν χαρακτηρίζει την Εορτή αυτή. 

Εις την Ακολουθίαν  ‘’επί τη μνήμη των Αγίων Νηπίων, των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, ων ο αριθμός χιλιάδες ιδ΄’’, ψάλλουμε και το εξής : ‘’Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν   σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική, τυθείσα δια σφαγής μαρτυρίου, και θείας αθλήσεως’’.  ‘’Χορός θεόλεκτος βρεφών’’  τονίζει, με το θεόλεκτος να ερμηνεύεται ως ο διαλεγμένος από τον Θεό. 

‘’Κι αυτό σκάει μύτη μέσα στην ατμόσφαιρα της χαράς’’, τονίζει εμφαντικά ο αρθρογράφος, συνοδεύοντας ‘’το «Αχ!» του θρήνου’’, το οποίο επίσης με έμφαση αναφέρει. Αυτός είναι ένας συναισθηματισμός ξένος προς το ήθος της Εκκλησίας μας.  Τι θα πει ‘’Αχ’’, για ένα μαρτύριο υπέρ Χριστού;  Εορτή Μάρτυρος Πανήγυρις εστί.

Ως κανονικό μαρτύριο υπέρ Χριστού, το αντιμετωπίζει η Εκκλησία μας, αυτό των Αγίων Νηπίων. Είναι ένα μαρτύριο υπέρ Χριστού και ως εκ τούτου ένα τέτοιο επιφώνημα δεν έχει θέση. 

Και συνεχίζει ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, ο οποίος είναι Αν. Καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας και Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη», ως ακολούθως : ‘’Από πολύ νωρίς η Εκκλησία δέχτηκε τα βρέφη αυτά ως μάρτυρες, ως άγιους και άγιές της. Δείτε λοιπόν πού φτάνει το τρίτο βήμα, η τρίτη έγνοια του εορτολογίου. Αν ο Στέφανος εκπροσωπεί αυτούς που προσωπικά επέλεξαν αυτό τον δόμο, το εορτολόγιο τώρα αγκαλιάζει τους «άμαχους»: τους αθώους κείνους που τους χτυπάει ο απόλυτος παραλογισμός, η εξουσία που λυσσομανά να ηγεμονεύει. Τα βρέφη δεν έχουν καν επιλέξει ιδεολογικό προσανατολισμό. Εκπροσωπούν τον απόλυτα αθώο και τον απόλυτα αδύναμο. Τα βρέφη της Ραμά αναγνωρίζονται ως άγια, παρόλο που δεν δήλωσαν χριστιανοί και παρόλο που δεν πρόλαβαν καν να αποφασίσουν. Κι όμως αναγνωρίζονται ως άγια, υπό την έννοια ότι είναι τα απόλυτα θύματα. Συνοψίζουν την ιερότητα του αδικημένου. Η γιορτή αυτή εν τέλει ανοίγει μια γενναία προοπτική για την αποδοχή κάθε θύματος της απανθρωπιάς, πέρα από οιονδήποτε θρησκευτικό, εθνικό, ιδεολογικό προσδιορισμό. Αυτό δεν είναι παράκαμψη της πίστης. Είναι ακριβώς αυτό που ζητά η πίστη’’.

Θυσία υπέρ Χριστού λογίσθηκε το μαρτύριό τους.  ‘’Σκιρτάτω τα Νήπια, υπέρ Χριστού σφαττόμενα, Ιουδαία οδυρέσθω’’, ψάλλει η Εκκλησία μας.   Δεν είναι απλά και γενικά, ένας άδικος θάνατος, όπως τονίζει ο αρθρογράφος, υπό την ‘’έννοια ότι είναι τα απόλυτα θύματα’’ και τα οποία ‘’συνοψίζουν την ιερότητα του αδικημένου’’.   Θυσία υπέρ Χριστού λογίσθηκε το μαρτύριό τους.  Από αυτό ερείδεται η αγιοκατάταξή τους. 

Αυτό το οποίο τονίζει ο αρθρογράφος ότι, ‘’η γιορτή αυτή εν τέλει ανοίγει μια γενναία προοπτική για την αποδοχή κάθε θύματος της απανθρωπιάς, πέρα από οιονδήποτε θρησκευτικό, εθνικό, ιδεολογικό προσδιορισμό’’, είναι ωσάν να μη πρόκειται  για θυσία υπέρ Χριστού. 

Με τέτοιες θέσεις, επιχαίρουν οι υπέρμαχοι του Οικουμενισμού.  Αν δεν ήταν θυσία υπέρ Χριστού που ελογίζετο ο μαρτυρικός θάνατος των Αγίων Νηπίων, δεν θα είχαμε τη μεγάλη αυτή Εορτή.  

Με αυτό το σκεπτικό του αρθρογράφου, θα μπορούσε να καθιερωθούν και ‘’γιορτές’’ για τα τόσα παιδιά που αδίκως έχουν σφαγιασθεί.      

Τα παιδιά των Εβραίων είναι που σφαγιάστηκαν.  Την εποχή εκείνη πριν να αρχίσει ο Χριστός το κήρυγμά του, αυτή την πίστη είχε ο λαός του Θεού. 

Η Εορτή έχει θεσπιστεί από την Εκκλησία, καθότι τα Νήπια, υπέρ Χριστού εσφαγιάστηκαν.  Δεν είναι η γιορτή των αδίκως σφαγιασθέντων παιδιών ανά τον κόσμο,  ‘’πέρα από οιονδήποτε θρησκευτικό, εθνικό, ιδεολογικό προσδιορισμό’’, αλλά των υπέρ Χριστού μαρτυρησάντων. Αυτό που αναφέρει ο αρθρογράφος είναι παράκαμψη της πίστης. 

Υπέρ Χριστού έχουν θυσιαστεί, γι’ αυτό ψάλλει η Εκκλησία μας, ‘’Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού, Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται’’. 

Δεν εορτάζουμε αβάπτιστα Άγια  Νήπια σήμερα.  Η Εκκλησία μας αναγνωρίζει και το δι’ αίματος βάπτισμα υπέρ Χριστού.   Θεωρούμε μήπως τον Άγιο Αχμέτ, ή τον Άγιο Τούνομ (ο οποίος είδε το Άγιο Φως), καθώς και πλήθος άλλων μαρτύρων, οι οποίοι έλαβαν το δι’ αίματος βάπτισμα υπέρ Χριστού, ως αβάπτιστους όταν τους εορτάζουμε ;  Δεν είναι αυτά που γνωρίζει η Εκκλησία μας.

Όπως αναφέρει ο Άγιος Φώτιος, ‘’τοσούτων αυτοίς εκείθεν αιωνίων τε και αδιηγήτων αναβλαστησάντων αγαθών’’*, από τον ‘’εκθεσμόν τε και άωρον των βρεφών’’ υπέρ Χριστού θάνατόν τον.   Έτσι λοιπόν η Εκκλησία μας εθέσπισε την Εορτή Αγίων Νηπίων, των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, των ‘’Μαρτύρων εν αίματι’’, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας.

*Αγίου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ‘’Τα Αμφιλόχια Α΄ – Ερωταποκρίσεις (Α΄-ΞΓ΄).

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΟΗΘΟΣ (π. Δημητρίου Μπόκου)

«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ» (Εβρ. 1, 1). Σε δύο μόλις γραμμές η προς Εβραίους επιστολή μάς δίνει όλο το πλάνο του σωστικού σχεδίου που η άπειρη αγάπη του Θεού απεργάσθηκε για τον κόσμο. «Πολλές φορές και με πολλούς τρόπους παλιότερα ο Θεός μίλησε στους πνευματικούς μας προγόνους διά μέσου των προφητών. Μα δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Τώρα μας μίλησε διά μέσου του Υιού του».

Γιατί όμως ήταν αναγκαίο να κατεβεί στη γη, να σαρκωθεί ασπόρως «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» και να περπατήσει ανάμεσά μας, όμοιος με μας («καθ’ ημάς άνθρωπος»), ο ίδιος ο Υιός του Θεού; Δεν έκαναν καλά το έργο τους οι δίκαιοι και οι προφήτες; Δεν ομολόγησε ο ίδιος ο Θεός π. χ. για τον «εαυτού φίλον», τον Μωυσή, ότι τον αναγνωρίζει ως τον πιο εκλεκτό του ανάμεσα στους ανθρώπους; «Οίδα σε παρά πάντας και χάριν έχεις παρ’ εμοί» (Εξ. 33, 12).

Οι προφήτες έκαμαν πολύ καλά τη δουλειά τους. Μα η αποστολή τους δεν ήταν να σώσουν τον κόσμο. Ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους αυτό. Άνθρωποι οι ίδιοι, φορώντας την πεσούσα φύση του Αδάμ, υποκείμενοι στη φθορά και τον θάνατο που η αμαρτία είχε εισαγάγει στον κόσμο, δεν μπορούσαν να δώσουν στον άνθρωπο αυτό που δεν είχαν οι ίδιοι. «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» (Λουκιανός). Ο ρόλος τους ήταν όχι να σώσουν, αλλά να προαναγγείλουν μόνο τον Σωτήρα.

Και όταν ο Λόγος του Πατρός «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1, 14), μας έδειξε με τη θαυμάσια παραβολή «του εμπεσόντος εις τους ληστάς», γιατί προέκρινε να μας σώσει με τον τρόπο αυτόν. Η παραβολή μιλάει για τον ιερέα και τον λευΐτη που, «διά το ανίατον» του τραύματος «μη φέροντες την ψυχοφθόρον αλγηδόνα», δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο που οι ληστές εγκατέλειψαν ημιθανή. Μιλάει όμως και για κάποιον αλλογενή Σαμαρείτη, που έσωσε τον τραυματισμένο, επιδένοντας τις πληγές του και μεταφέροντάς τον στο πανδοχείο.

«Ιερέα ονομάζει τον μακάριο Μωυσή και Ααρών. Είναι τούτος λοιπόν ο αξιοθαύμαστος Μωυσής που δοξάστηκε, που με τη δεκαπλή μάστιγά του χτύπησε τους Αιγυπτίους, που έσχισε και ξέρανε την Ερυθρά, που πίσω από το σύννεφο μίλησε με τον Θεό. Αυτός που έκαμε πολλά αξιοθαύμαστα, αυτός, αφού είδε τον άνθρωπο πληγωμένο στη γη, τον προσπέρασε χωρίς να τον σηκώσει. Όμοια κι ο Λευΐτης, η τάξη των προφητών. Ούτε ο Μωυσής με τα θαύματά του, ούτε οι προφήτες με τα σημεία τους, κανένας δεν τον λύτρωσε από τον θάνατο, κανένας δεν έκλεισε το τραύμα της αμαρτίας. Γιατί οι ίδιοι ήσαν της αμαρτίας δεσμώτες. Μ’ όλο που με τη σεμνή ζωή τους έγιναν φίλοι του Θεού, όμως, επειδή ήσαν ομόσαρκοι με τον Αδάμ και προέρχονταν από τη νεκρή ρίζα, δεν μπορούσαν, κλαδιά αυτοί, να αποσπάσουν τη ρίζα της αμαρτίας» (Χρυσόστομος). Χρειαζόταν λοιπόν κάποιος ικανότερος.

Έτσι έρχεται ο μέγας βοηθός, ο Χριστός, «ουκ εκ Σαμαρείας, αλλ’ εκ Μαρίας». Κατέρχεται από την Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία των Ουρανών. Ακολουθεί την πορεία του ανθρώπου και έρχεται στην Ιεριχώ, στη ληστρική χώρα της αμαρτίας. Έρχεται να θεραπεύσει το μέγα τραύμα του ανθρώπου, «επιχέων έλαιον και οίνον». Από τους άπειρους τρόπους σωτηρίας που το βάθος της σοφίας του γνωρίζει, διαλέγει το λάδι (την αγάπη του) και το κρασί (το αίμα του).

Η σάρκωσή του είναι ο δρόμος της υπέρτατης θυσίας, γιατί αυτή εκφράζει καλύτερα την άφατη φιλανθρωπία του.

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 413, Δεκ. 2017)

Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του Νύσσης: δεύτερον εγκώμιον εις τον Άγιον Στέφανον τον πρωτομάρτυρα.

Επεδήμησε Χριστός τω κόσμω εις σωτηρίαν, και μετ’ αυτόν εβλάστησαν οι καρποί της Εκκλησίας. Έλαμψεν ο μάρτυς της αληθείας, και συνέλαμψαν οι μάρτυρες της μεγάλης οικονομίας. Ηκολούθησαν οι μαθηταί τω Διδασκάλω, τοις Κυριακοίς ίχνεσιν οδεύοντες˙ μετά Χριστόν οι Χριστοφόροι˙ μετά τον ήλιον της δικαιοσύνης οι φωστήρες της οικουμένης˙ και πρώτος μεν ημίν ο Στέφανος ήνθησεν, ουκ εκ των Ιουδαϊκών ακανθών πλακείς, άλλ’ εκ της εκκλησιαστικής ευθηνίας πρώτος καρπός τω Κυρίω προσενεχθείς. Ιουδαίοι μεν γαρ στέφανον εξ ακανθών πλέξαντες, τη κεφαλή του Σωτήρος επέθηκαν, αξίους της κακής γεωργίας αυτών τους καρπούς επιδειξάμενοι τω Δεσπότη του αμπελώνος, ως δια της προφητείας προανεφώνει, λέγων˙ «αμπελών Κυρίου Σαβαώθ, οίκος του Ισραήλ εστί, και ο άνθρωπος Ιούδα, νεόφυτον ηγαπημένον. Έμεινα του ποιησαι σταφυλήν, εποίησε δε ακάνθας». Οι δε της ευαγγελικής αληθείας εργάται πρώτον προοίμιον ευσεβείας και πρώτην απαρχήν της γεωργίας Στέφανον τον άγιον άνδρα προσφέρουσι τω Δεσπότη, οία δη τινά στέφανον αληθώς εκ πολλών και διαφόρων αρετών συνηρμοσμένον…

Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να τον σώσει και μετά από αυτόν βλάστησαν οι καρποί της Εκκλησίας. Έλαμψε ο μάρτυρας της αλήθειας και μαζί του έλαμψαν οι μάρτυρες της μεγάλης οικονομίας. Ακολούθησαν οι μαθητές το δάσκαλο βασίζοντας τα ίχνη του Κυρίου. Μετά τον Χριστό οι Χριστοφόροι, μετά τον ήλιο της δικαιοσύνης οι φάροι της οικουμένης. Και πρώτος για χάρη μας άνθησε ο Στέφανος, όχι στεφάνι πλεγμένο από ιουδαϊκά αγκάθια, αλλά από την άφθονη εκκλησιαστική σοδειά πρώτος καρπός που προσφέρθηκε στον Κύριο. Οι Ιουδαίοι έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν στο κεφάλι του Σωτήρα, παρουσιάζοντας στον Κύριο του αμπελώνα καρπούς αντάξιους της κακής γεωργίας τους, όπως προανήγγελλε με την προφητεία λέγοντας˙ «αμπελώνας του Κυρίου Σαβαώθ είναι ο οίκος του Ισραήλ και ο άνθρωπος από τη φυλή του Ιούδα είναι νέος αγαπημένος βλαστός. Περίμενα να κάνει σταφύλια, αλλά έκανε αγκάθια».1 Οι εργάτες όμως της ευαγγελικής αλήθειας ως πρώτο προοίμιο της ευσέβειας και πρώτες επαρχές της καλλιέργειας προσφέρουν στον Κύριο τον άγιο άνδρα Στέφανο, σαν κάποιο αληθινό στέφανο συναρμοσμένο από πολλές και διάφορες αρετές…

Χριστουγεννιάτικη ομιλία Μακαριστού Γέροντος Δοσιθέου

Μιά ομιλία για τα Χριστούγεννα του μακαριστού γέροντος Δοσιθέου, επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, αν και εκφωνήθηκε πριν 39 χρόνια.

Ἀκίνδυνος καὶ Ἐπικίνδυνος Χριστός

Ἑσπερινὴ ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Δοσιθέου,

ἐκφωνηθεῖσα ἐν Καρπενησίῳ, ἐν ἔτει 1984ῳ.

Ὅσο πλησιάζουν οἱ ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τόσο ὁ λεγόμενος δυτικὸς κόσμος (καὶ ἐμεῖς τρέχοντας ἀπὸ πίσω λαχανιασμένοι νὰ προλάβουμε τὸ τελευταῖο βαγόνι γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε καθυστερημένοι καὶ ὀπισθοδρομικοὶ ἀνατολῖτες), τόσο, λοιπόν, ὁ λεγόμενος δυτικὸς κόσμος θὰ προετοιμάζεται νὰ ἑορτάσει Χριστούγεννα ἄνευ Χριστοῦ. Μουσικές, δῶρα, διακοπές, δεξιώσεις, συναυλίες, ἐπισκέψεις, χιόνια, ἐξορμήσεις, τραπέζια, λιχουδιές, συγκινήσεις, παιχνίδια, παρέα, ξεκούρασις. Θὰ ἑορτάσουμε καὶ πάλι τὰ Χριστούγεννα. Παντοῦ διακοσμήσεις, δένδρα Χριστουγεννιάτικα, χαρὲς καὶ πανηγύρια. Παντοῦ φάτνες μὲ ἄχυρο, ζωάκια, ποιμένες, ἀγγέλους, γιρλάντες, φῶτα. Μιὰ νέα γυναῖκα καὶ ἕνας ἄνδρας σὲ λατρευτικὴ στάσι, προφανῶς ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἰωσήφ, καὶ στὸ μέσον ἕνα κουκλάκι ξανθό, στρουμπουλό, χαμογελαστό, μὲ ἀνοιχτὰ χεράκια καὶ γαλανὰ ματάκια, τὸ Θεῖον Βρέφος (ἂν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς σημίτης κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύσι Του κάθε ἄλλο παρὰ ξανθὸς καὶ γαλανομάτης ἦταν). Ὅλα ὡραῖα, ὅλα χαρούμενα, ὅλα καλά, βολεμένα μέσα στὴν ἐμπορικὴ κίνησι τῶν μεγάλων δρόμων, μέσα στὸν φαῦλο κύκλο τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας.

Καὶ ὅταν οἱ γιορτὲς περάσουν, ὅταν τὰ φῶτα σβήσουν καὶ ὅταν οἱ φάτνες διαλυθοῦν, τότε τὸ στρουμπουλὸ κουκλάκι θὰ μπῇ σὲ κάποιο κουτὶ ὅπως-ὅπως γιὰ νὰ ξαναχρησιμοποιηθῇ τὸν ἑπόμενο χρόνο σὰν κράχτης τοῦ ἐμπορικοῦ καταστήματος ἢ σὰν ὄμορφο, γραφικὸ καὶ ἀπαραίτητο «ἀξεσουὰρ» τῶν ἑορταστικῶν ἡμερῶν στὸ σαλόνι μας, ἢ στὴν πλατεῖα τῆς γειτονιᾶς μας.

Καὶ τί μένει; Τίποτε ἢ σχεδὸν τίποτε. Μένει, ἴσως, μιὰ ὡραιοποιημένη μνήμη παιδικῶν χρόνων, ἀνακατεμένη μὲ πολὺ παραμύθι. Μένει ὁ ἀκίνδυνος Χριστός, τόσο ἀκίνδυνος ὅσο τὸ κουκλάκι τῆς Χριστουγεννιάτικης βιτρίνας. Τόσο ἀκίνδυνος ὅσο τὸ κουκλάκι στὴν φάτνη τῆς γωνίας τοῦ σαλονιοῦ. Μένει ἕνας Χριστὸς ὡς ὁ «γλυκὺς Ἰησοῦς» τῶν γλυκαναλάτων τοιχογραφιῶν τῆς Ἀναγεννήσεως, ἕνας Χριστὸς ποὺ κάποτε κήρυξε στὶς ἀκρογιαλιὲς τῆς Γαλιλαίας τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους[1]», τὸ ὕψιστο σύνθημα τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Μένει ὁ λογοκεκριμένος Χριστός, ὁ κομμένος στὰ μέτρα τῆς ἀτομοκεντρικῆς εὐημερίας, ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν στοιχίζει καὶ δὲν κοστίζει τίποτα, ὁ Χριστὸς ποὺ τοῦ ἔχει ἀφαιρεθῆ κάθε στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ἀφυπνίσῃ τὸ «σύστημα». Μένει ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς ποὺ μποροῦμε κάθε χρόνο τέτοια ἐποχὴ νὰ Τὸν βγάζουμε ἀπ’ τὸ κουτὶ τὴς ντουλάπας, νὰ Τὸν ἐκθέτουμε κάτω ἀπ’ τὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο, καὶ ὕστερα πάλι νὰ Τὸν ἀποθηκεύουμε στὸ σκοτεινὸ ἑρμάριο τοῦ σπιτιοῦ μας. Αὐτὸς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι τὸ «σημεῖον τὸ ἀντιλεγόμενον», τὸ «κείμενον εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν[2]», δὲν εἶναι ὁ λίθος στὸν ὁποῖον ὅποιος σκοντάψη «συνθλασθήσεται» (θὰ τσακισθῇ), «ἐφ’ ὃν δ’ ἂν πέσῃ λικμήσει αὐτόν[3]» (θὰ τὸν κάμῃ σκόνη). Δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας Του. Εἶναι ἕνας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ Χριστός.

Δὲν ἐξαντλεῖται ὁ Χριστὸς στὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», οὔτε σὲ κανόνες φθηνῆς ἠθικολογίας ἢ κοινωνικῆς προσφορᾶς. Ὅταν δὲν θίγεται τὸ ὑπαρκτικὸ πρόβλημα τῆς σωτηρίας, ἡ περιπέτεια ἢ ἡ τραγωδία τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ κυρίως τῆς ἐλευθερίας ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ἀκίνδυνο Χριστό, ὅπως τὸ κουκλάκι· ὄχι ὅμως μὲ τὸν «Χριστό». Πέρα ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἀκίνδυνο Χριστό, τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, ὑπάρχει ὁ ἐπικίνδυνος Χριστός. Αὐτὸς ποὺ ἐδίδαξεν ὡρισμένα ἐπικίνδυνα πράγματα, ποὺ σκοπίμως κρατᾶμε στὴν σκιά, διότι εἶναι διδαχὲς ποὺ μποροῦν νὰ τινάξουν στὸν ἀέρα τὶς κοινωνικές μας δομὲς καὶ ποῦ μπορεῖ ν’ ἀποβοῦν ὀλέθριες γιὰ τὰ ἄνομα συμφέροντά μας.

Ποιός ἀπὸ μᾶς θέλει νὰ θυμᾶται, φέρ’ εἰπεῖν, τοὺς παρακάτω λόγους τοῦ Κυρίου: «δοκεῖται ὅτι εἰρήνην παραγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῆ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἢ διαμερισμόν[4]», «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν[5]», καὶ «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;[6]». Ποιός τολμᾷ νὰ μιλήσῃ γι’ αὐτὴν τὴν συνεχῆ καὶ ἀένναο ἐπανάστασι ἐναντίον τῶν παθῶν μας καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας; Ποιός θυμᾶται τὴν τέλεια ἀντιστροφὴ τῶν κοινωνικῶν μας ἀξιῶν, τοὺς πρώτους ποὺ γίνονται τελευταῖοι καὶ τοὺς τελευταίους ποὺ γίνονται πρῶτοι: «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι;[7]». Ποιός πουριτανὸς ἠθικολόγος δέχεται νὰ μιλήσῃ στὴν «ἀγγελικὰ» πλασμένη κοινωνία μας γιὰ τὶς πόρνες καὶ τοὺς τελῶνες ποὺ «προάγουν» ἡμᾶς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν[8]; Ποιός ἀπὸ μᾶς ἀποδέχεται τὴν καταδίκη «τῶν πεποιθότων ἐφ’ ἑαυτοῖς[9]» ὅτι εἰσὶ δίκαιοι;

Μέσα στὸν πολιτισμὸ τῆς ἀποταμιεύσεως  (ἄλλωστε γράφουν καὶ ἐκθέσεις οἱ μαθηταὶ περὶ τῆς ἀποταμιεύσεως, ἢ τοὐλάχιστον ἔγραφαν κάποτε) ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ σαμποτάρῃ τὸ «σύστημα» θυμίζοντας τὴν ἄσκησι ποὺ κηρύττει ὁ Κύριός μας, ὁ ἐπικίνδυνος Χριστός, σὰν ῥιζοσπαστικὴ ὁδὸ ἐλευθερίας καὶ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς μέριμνας καὶ τοῦ θησαυρισμοῦ τῶν ἀγαθῶν[10]; Πόσες φορὲς ἀκούσαμε τὸ «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ[11]» καὶ «δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται· εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν[12]»; Ποιός τόλμησε νὰ μᾶς διδάξῃ τὸν ἀντίλαλο τῆς διδαχῆς τοῦ Κυρίου, τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο; «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν· ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, […] ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς. Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τόν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν[13]». Ὑπάρχει ἄραγε ἐπαναστατικότερο μανιφέστο ἀπὸ τοῦτα τὰ λόγια;

Ποτὲ δὲν ἄκουσα στὴν ζωή μου νὰ μοῦ ποῦν ὅτι ὁ Χριστός μας ἐκήρυξε τὴν ἰσότητα. Καὶ ἔπρεπε νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ καὶ νὰ μείνω ἐμβρόντητος ὅταν ἀνεκάλυψα μέσα στὸν ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο (τὸ τοῦ Χριστοῦ στόμα) καὶ τὸ πράγμα καὶ τὸ ὄνομα: «οὐ γὰρ ἵνα  ἄλλοις ἄνεσις, ὑμῖν δὲ θλῖψις, ἀλλ’ ἐξ ἰσότητος ἐν τῷ νῦν καιρῷ τὸ ὑμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης[14]». Καὶ ἀλλoῦ: «οἱ κύριοι τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε[15]». Ποιός ἔχει τὴν παῤῥησία νὰ πῇ ὅτι ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει πολλὴ σχέσι μὲ τὴν elite καὶ τὴν inteligencia, ἀλλὰ μὲ τὰ νομιζόμενα κατακάθια, μὲ τὸ luben proletariat, μὲ τὰ μωρά, μὲ τὰ ἀγενῆ καὶ μὲ τὰ ἐξουθενημένα καὶ τὰ μὴ ὄντα[16], ὅπως ὁ Παῦλος χωρὶς ἐντροπή, ἀλλὰ τοὐναντίον μὲ καύχησι ὁμολογεῖ, συνεπὴς ἑρμηνευτὴς τῶν λόγων τοῦ Κυρίου γιὰ τοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς; Ποιός δοκιμάζει σήμερα εἴτε νὰ κηρύξῃ εἴτε νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ «εἶ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι[17]»;

Πολὺ ἐπικίνδυνα πράγματα…

Δίπλα, λοιπόν, στὸν ἀκίνδυνο Χριστὸ τῆς ἐλεγχομένης εὐζωΐας καὶ τοῦ πνευματικοῦ εὐνουχισμοῦ, θεληματικὰ λησμονημένος, ὑπάρχει ὁ ἐπικίνδυνος Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς σωτηρίας. Ἐδῶ, ὅμως, χρειάζεται μιὰ διευκρίνισις. Ἐκκλησία δὲν σημαίνει αὐτὸ ποὺ ἔχουν οἱ πλεῖστοι στὸ μυαλό τους, δηλαδὴ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι ποὺ εἴτε ἔχει ὑποταχθῇ στὸ «σύστημα», εἴτε ὑπηρετεῖ τὴν καταναλωτικὴ ἀντίληψι τῶν «θρησκευτικῶν ἀναγκῶν» τοῦ λαοῦ. Ἐκκλησία σημαίνει τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας· σημαίνει τὴν συγκεφαλαίωσι κόσμου καὶ ἱστορίας ἐν Χριστῷ.

Θὰ ἑορτάσουμε, λοιπόν, Χριστούγεννα. Θὰ ἑορτάσουμε, ὅμως, μᾶλλον τὴν γέννησι τοῦ ἀκινδύνου Χριστοῦ, ποὺ στὴν καλλίτερη περίπτωσι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἀφελῆ τραγούδια ὅπως τὸ «Ἅγια Νύχτα» καὶ «Χιόνια στὸ καμπαναριό».

Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἑορτάσει τὴν γέννησι τοῦ ἐπικινδύνου Χριστοῦ, τῆς ἰδικῆς της ἀσυμβίβαστης Ἀληθείας, τὴν γέννησιν Αὐτοῦ ποὺ χώρισε τὴν ἱστορία στὰ δύο. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι μυστικὴ καὶ τὸ μυστήριον ξένον, μέγα καὶ παράδοξον! «Χριστὸς τὸ τεχθέν· ἡ δὲ μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις[18]»; Ὁ Χριστὸς γεννηθεὶς «ἐξοιστρουμένου κόσμου καθεῖλε πανσθενῶς ἁμαρτίαν[19]». Ὁ ἱερὸς ὑμνῳδὸς μὲ πέντε γραμμὲς δίδει τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς: «Ὁ Πατὴρ εὐδόκησεν, ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα· Ἀστὴρ μηνύει, Μάγοι προσκυνοῦσι, Ποιμένες θαυμάζουσι, καὶ ἡ κτίσις ἀγάλλεται[20]». Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ἑορτὴ καλοπεράσεως, ματαίων στολισμῶν καὶ λαμπιονιῶν· εἶναι ἑορτὴ πτωχείας: «Φάτνην ὁρῶ καὶ βρέφος καὶ σπάργανα· λοχὸν Παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον· ὅλα πτωχείας ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέμοντα… οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν εἶχεν, ἀλλ’ ἐπὶ ξηρᾶς ἔῤῥιπτο φάτνης[21]». Ἐσχάτη πτωχεία. Συμπληρώνει ὁ ἱερὸς ὑμνῳδός: «τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων[22]»;

Ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἱερὸν Αὐγουστῖνον: «Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς αἰῶνας παρατεινόμενος». Ἄρα ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἀκίνδυνος καὶ ἐπικίνδυνος Χριστός, ὑπάρχει ἀκίνδυνος καὶ ἐπικίνδυνος Ἐκκλησία.

Καὶ ποιά εἶναι ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία»; Εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀρκεῖται στὸ νὰ εἶναι ἕνα κοινωνικὰ ἀνίσχυρο καὶ πολιτικὰ οὐδέτερο θρησκευτικὸ συμπλήρωμα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κι ἂν δὲν ὑπῆρχε δὲν χάλασε κι ὁ κόσμος. Ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» εἶναι ἐκείνη ποὺ μοναδική της ἔγνοια εἶναι νὰ θεωρῆται ἀπ’ τὸ σύνταγμα τοῦ κράτους «προστατευομένη θρησκεία». Εἶναι ἐκείνη ποὺ ποτὲ δὲν τῆς πέρασε ἀπ’ τὸν νοῦ ὅτι δὲν εἶναι κἂν θρησκεία, ἀλλ’ εἶναι ἀποκάλυψις τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Εἶναι ἐκείνη ποὺ μένει ἀπόλυτα ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὸν διακοσμητικὸ ῥόλο ποὺ τῆς ἐπιβάλλει ἡ κρατική της θεσμοποίησις. Ἐναβρύνεται γιὰ τὸ ὅτι μετέχει σὲ δοξολογίες καὶ παρελάσεις καὶ φανφάρες, ἐνῷ παραμένει τραγικὰ ἀνυποψίαστη γιὰ τὸ τί οὐσιαστικῶς ἀντιπροσωπεύει καὶ γιὰ τὸ ποιά ῥιζοσπαστικὴ ἀλήθεια ἐνσαρκώνει. Ἀρκεῖται στὴν συμβατικὴ ἀποστολὴ ἑνὸς κρατικοῦ φορέως γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι καὶ ἐκτόνωσι τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τοῦ λαοῦ, καὶ σὰν ἀντάλλαγμα γι’ αὐτὴν τὴν τόσο βολικὴ γιὰ ὅλους ἀφασία της, εἰσπράττει τὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξι καὶ τὶς ἐθιμοτυπικὲς τιμὲς ποὺ τῆς παρέχει τὸ κράτος. Ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» εἶναι αὐτὴ ποὺ οἱ πιστοί της θεωροῦνται εὐήθεις, σκοταδισταί, μοιρολάτραι, πολῖται τρίτης καὶ τετάρτης κατηγορίας, κάτι ἀπολιθώματα ποὺ ὁ σύγχρονος κόσμος, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία τοὺς ἔχει πρὸ πολλοῦ ξεπεράσει.

Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» ἔχει τὰ σπέρματα τῆς δημιουργίας της στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἐφεξῆς, τότε ποὺ ὁ πρεσβύτερος ἔγινε ἱερεύς, καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἀρχιερεύς· τότε ποὺ τὰ προνόμια τῆς κρατικῆς εἰδωλολατρίας ἐξεχωρήθησαν στὴν νέα ἐπίσημη «κρατικὴ θρησκεία»: τὸν Χριστιανισμό. Πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ «βαβυλώνειο αἰχμαλωσία» τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπ’ τὰ χρόνια αὐτά. Ἡ πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ ξεχάσθηκε σιγά-σιγά, ἀπὸ πολλοὺς «ἐκπροσώπους» Του, καὶ ὁ ζῶν λόγος πνίγηκε μέσα στὴν ἄφθονη κρατικὴ ἐπιχορηγία ὅλο καὶ περισσοτέρων προνομίων, πράγμα ποὺ ἔκαμε τοὺς μεγάλους Πατέρας νὰ διαμαρτύρωνται ἐντόνως, ἀλλὰ νὰ μὴ εἰσακούωνται· καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἤθελαν τὴν πραγματικὰ χαρισματικὴ ζωὴ νὰ ἐξέρχωνται στὶς ἐρήμους. Τὸ ἴδιο συνέβη αἰῶνες ἀργότερα καὶ στὴν ἐκκλησία τῆς Ῥωσσίας, ποὺ ἀπ’ τὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Πέτρου προσεδέθη, ὅπως προσφυῶς ἐλέχθη, ἀπὸ τὴν καλτσοδέτα τῆς Τσαρίνας.

Τοῦτ’ αὐτὸ ὅμως, δὲν συνέβη καὶ μὲ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία; Μήπως δὲν σύρεται ὄπισθεν τῶν κρατούντων, ἀδύναμη καὶ ἀκίνδυνη, ὅπως τὸ πτῶμα τοῦ Ἕκτορος ἐσύρετο πίσω ἀπ’ τὸ ἅρμα τοῦ Ἀχιλλέως; Βλέπουμε ὅτι ἡ πολιτεία βρίσκεται σὲ τελεῖα ἄρνησι νὰ δῇ στὴν Ἐκκλησία κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ταυτοποιημένο θεσμὸ τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ποὺ συμβάλλει κάπως στὴν ἠθικοποίησι τῶν ἀνθρώπων (ὁ χωροφύλακας τῆς ἠθικῆς), ἢ τῆς δίνει τὸν συμπληρωματικὸ ῥόλο τοῦ ὑπουργείου κοινωνικῆς προνοίας (μόνο γιὰ νὰ μοιράζῃ μερίδες φαγητοῦ). Ἄν, βεβαίως, δὲν τὴν βλέπει ὡς ἕνα ἀνώφελο παράσιτο τῆς συντηρήσεως καὶ τῆς ὀπισθοδρομήσεως. Τῆς ἀναγνωρίζει, πρὸς τὸ παρόν, μιὰ θεσούλα κάπου στὴν ἄκρη, διότι τὴν θεωρεῖ ἀκόμη ὡς ἕνα παρωχημένο φορέα κάποιων ῥητορικῶν «ἰδεωδῶν» τοῦ ἐθνικοῦ βίου (ἴσως τὴν χρειάζεται ἅμα γίνῃ πόλεμος… γιὰ νὰ εὐλογήσῃ τὰ ὅπλα).

Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» δὲν ἔχει πέσει σὲ μιὰ δυσκόλως καλυπτομένη ἀνυποληψία ἐκ μέρους τῆς πολιτείας; Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» δὲν ἐμφανίζει μιὰ εἰκόνα μικροτήτων, πνευματικῆς ὑπαναπτύξεως καὶ κοινωνικῆς ἀναξιοπρεπείας; Κουφοκαίει δὲ στὸν λαὸ ἕνας φοβερὸς ἀντικληρικαλισμὸς ποὺ μόνο στὰ χρόνια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως βρίσκουμε ὅμοιό του. Ἐπὶ χρόνια τώρα, δυνάμεις σκοτεινὲς καὶ ὀλέθριες γιὰ τὸ Γένος ἀπεργάζονται μὲ μέθοδο, μὲ σατανικὴ ἐντελέχεια τὴν στείρωσι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς ποιμαινούσης καὶ τῆς ποιμαινομένης, ὥστε νὰ παραμένῃ ἄβουλο ὄργανο καὶ πιόνι γιὰ καταχθονίους σκοπούς. Θέλουν μίαν Ἐκκλησία σὲ κῶμα. Θέλουν ἐκκλησιαστικοὺς λειτουργοὺς κατωτάτης στάθμης, ὥστε αὐτὴ μὲν διαρκῶς νὰ ὑποβαθμίζεται, αὐτοὶ δὲ νὰ φωνάζουν γιὰ τὰ ἀλλεπάλληλα σκάνδαλα ποὺ γίνονται στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Θέλουν χριστιανοὺς γραφικοὺς καὶ φαιδρούς, ὥστε αὐτὴ μὲν διαρκῶς νὰ καταφρονεῖται, αὐτοὶ δὲ νὰ παίζουν τὸν ῥόλο τοῦ σωτῆρος.

Φοβοῦνται πολὺ τὴν ζωντανὴ Ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ποὺ κρατεῖ μάχαιρα δίστομη. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ communio sanctorum, ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων. Δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδεολογία, οὔτε θρησκευτικὸ συμπλήρωμα γιὰ γρηὲς καὶ γέρους, οὔτε ἁπλῶς ἀτομικὴ ἠθική. Εἶναι κοινωνία ποὺ μᾶς δείχνει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἑνότης τῶν ἀνθρώπων, ὄχι σὰν ἁπλὴ συμβατικὴ συμβίωσι σὲ στεγανὰ διαμερίσματα, ἀλλὰ σὰν μία ἑνότητα καρδιῶν, ψυχῆς καὶ πνεύματος. Εἶναι ἡ κοινωνία, ὅπου μέσα της ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι νούμερο, παύει νὰ εἶναι ἄτομο ἢ ὄχλος καὶ γίνεται πρόσωπο. Εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀντανακλᾷ ἐντός του τὴν Παναγία Τριάδα, εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἡ εἰκὼν γίνεται ὁμοίωσις. Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία εἶναι θυσία, εἶναι σταυρός· καὶ ὅπως ὁ Τίμιος Σταυρός, ἔχει δύο κεραῖες, κάθετη καὶ ὁριζόντια, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀρκεῖται στὴν κάθετη σχέσι πιστῶν καὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ζῇ ἐν ταὐτῷ καὶ τὴν ὁριζόντια σχέσι πιστοῦ μὲ πιστό, ἀνθρώπου μὲ ἄνθρωπο. Μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ λύσις τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων συνδέεται ἄμεσα μὲ μία ἐσωτερικὴ μεταλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σπάζει τὸ φράγμα τοῦ κλειστοῦ ἀτομικισμοῦ, καὶ βγαίνει στὴν σφαῖρα τοῦ κοινωνικοῦ, τὴν σφαῖρα τοῦ πλησίον καὶ τῆς ἀγάπης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ζῶσα Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ ἀπάντησις γιὰ τὴν λύσι τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων.  Ἐδῶ ἡ θυσία τοῦ «ἐγὼ» καὶ ἡ βίωσις τῆς ἀγάπης στὴν κοινωνία τοῦ «ἐσύ», δημιουργεῖ τὸ «ἐμεῖς» ποὺ εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς λύσεως παντὸς κοινωνικοῦ προβλήματος.

Ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» προσπερνάει αὐτὰ τὰ προβλήματα (ὅπως ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ λευίτης «ἀντιπαρῆλθεν» αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς) καὶ ἀρκεῖται σὲ εὐχολόγια, ὥστε νὰ μὴ ἔχῃ ἄδικο ὁ μαρξιστὴς Φρίντριχ Ἔνγκελς[23] ὅταν ἰσχυρίζετο ὅτι «ἡ ἐκκλησία ἀντὶ νὰ λύσῃ τὰ προβλήματα τῆς κοινωνίας, τὰ μεταθέτει στὸν οὐρανό». Ἡ ὑγιὴς ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία, στέκεται σὰν ἄλλος καλὸς Σαμαρείτης καὶ ἐπιχέει ἔλαιον καὶ οἶνον στὶς πληγὲς τῆς ἀνθρωπότητος, σωματικὲς καὶ πνευματικές, καὶ ἔτσι γίνεται ὁδοδείκτης πορείας πρὸς τὸν οὐρανό. Δὲν μεταθέτει τὰ προβλήματα στὸν οὐρανό, ἀλλὰ ποιεῖ ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κάνει τὴν γῆ οὐρανό. Καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἐπικίνδυνη· διότι ἀντιτάσσεται τοῖς λῃσταῖς.

Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπικίνδυνη διότι δὲν ἀνέχεται τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ δὲν συμμαχεῖ, πτωχὴ αὐτή, μὲ τοὺς δυνάστες τῆς γῆς. Ὅλη ἡ ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, εἶναι ἀφ’ ἑνὸς προσκλητήριο γιὰ ἑκούσια πτωχεία, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἕνα μαστίγωμα κατὰ τοῦ πλούτου. «Ἀεὶ κολλᾶσαι τοῖς πλουσίοις» κατηγοροῦσαν τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο. «Κολλῶμαι αὐτοῖς», ἀπαντοῦσε ὁ ἀκτήμων πατήρ, «ὅτι κολλῶνται πτωχοῖς». Ἀλλὰ ποιός ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς ἀσπάζεται τὴν ἑκούσια πτωχεία; Πολλὰ γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς τὴν ὁμιλίαν του πρὸς τοὺς πλουτοῦντας. Παραθέτω ὀλίγα ψήγματα: «ὁ ἀγαπῶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτόν, οὐδὲν περισσότερον κέκτηται τοῦ πλησίον», «ὄσον γὰρ πλεονάζεις τῷ πλούτῳ, τοσοῦτον ἐλλείπεις τῇ ἀγάπῃ», «οἶδα πολλοὺς νηστεύοντας, προσευχομένους, στενάζοντας, πᾶσαν τὴν ἀδάπανον εὐλάβειαν ἐνδεικνυμένους, ὀβολὸν δὲ ἕνα μὴ προϊεμένους τοῖς θλιβομένοις· τί ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς;», «τί ἀποκριθήσῃ τῷ Κριτῇ; ὁ τοὺς τοίχους ἀμφιεννύς, ἄνθρωπον οὐκ ἐνδύεις; ὁ τοὺς ἵππους κοσμῶν, τὸν γυμνὸν ἀδελφὸν περιορᾷς; ὁ κατασήπων τὸν σίτον, τοὺς πεινῶντας οὐ τρέφεις; ὁ τὸν χρυσὸν κατορύσσων, τοῦ  ἀγχομένου καταφρονεῖς;», «πόσους δύναται εἷς σου δακτύλιος χρεῶν ἀπολύσαι; πόσους οἴκους καταπίπτοντας ἀνορθῶσαι; μία σου κιβωτὸς τῶν ἱματίων δύναται δῆμον ὅλον ῥιγῶντα περιβαλεῖν», «ἐὰν δὲ καὶ γυνὴ φιλόπλουτος συνοικεῖ, διπλάσιον ἡ νόσος», «οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ»…

Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ζῶσα ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία ἀκούεται πάντα ὁ προφητικὸς λόγος «οὐκ ἔξεστί σοι». Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται. Ἠκούσθη στὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρῴδου, ἠκούσθη ἀπὸ τὸν Βαβύλα πρὸς τὸν Φίλιππο τὸν Ἄραβα, ἠκούσθη ἀπὸ τὸν Ἀμβρόσιο στὰ Μεδιόλανα ἐναντίον τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου, ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο (γιὰ ἕνα μικρὸ ἀγρὸ μιᾶς χήρας) κατὰ τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιον πρὸς τὸν Βάρδα, ἀπὸ τὸν Στουδίτη Θεόδωρο πρὸς Λέοντα τὸν Ἀρμένιο, ἀπὸ τὸν Ἀρσένιο πρὸς Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγο. Ὅλα αὐτά, ὅμως, εἶχαν καὶ ἀποτελέσματα, συνέπειες. Ἐξορίες, βασανισμούς, καθαιρέσεις, τυφλώσεις, θάνατο. Ἐμεῖς ἔχουμε μάθει, ἔχουμε συνηθίσει ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» νὰ φωνάζῃ ἀκινδύνως, νὰ μὴ δύναται νὰ ἐλέγξῃ, νὰ μὴ δύναται νὰ βροντοφωνάξῃ «οὐκ ἔξεστί σοι», νὰ μὴ γίνεται ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων, ὁ κυματοθραύστης τῆς παρανομίας· νὰ μὴ γίνεται ὁ ἔλεγχος τῆς νομοθετουμένης ἁμαρτίας καὶ ἡ κατακεραύνωσις τῆς φαυλότητος. Ἄλλωστε, μήπως εἶναι φυσικὸ νὰ σέρνεται σὰν κισσὸς στὸν κορμὸ τῆς πολιτείας, νὰ συμβιβάζεται μὲ τὰ ἑκάστοτε καθεστῶτα; Ἡ νεοελληνικὴ ἱστορία ἔχει ἢ δὲν ἔχει καταγράψει φθηνὲς ὑποχωρήσεις καὶ ἀτυχεῖς συμπαρατάξεις μὲ τὸ ὁποιοδήποτε κατεστημένο;

Ἀρκούμεθα πάντοτε στοὺς συνεχῶς διατυμπανιζομένους «διακριτοὺς ῥόλους». Ἢ μήπως ἀρκούμεθα στὸ βόλεμά μας; Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δὲν ζῇ στὸ διάστημα. Μεταμορφώνει τὴν κοινωνία ἐν Χριστῷ. Γιατί δὲν ἠρκέσθη στοὺς «διακριτοὺς ῥόλους» ὁ μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν ἅγιος Ἰωάννης ὁ Προφήτης καὶ Πρόδρομος; Ἀποστολή του ἦταν νὰ προοδοποιήσῃ καὶ βαπτίσῃ τὸν Κύριο. Γιατί ἤλεγξε τὸν Ἡρῴδη; Γιατί δὲν ἠρκέσθη στοὺς «διακριτοὺς ῥόλους» ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀλλὰ ἔχασε τὸν θρόνο του καὶ τελικῶς τὴν ἐπὶ γῆς ζωή του, ἕνεκα τοῦ ὅτι ἐκραύγαζε στὴν αὐτοκράτειρα: «οὐκ ἔξεστί σοι»;

Ἡ πραγματικὴ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία εἶναι ἀνοιχτὴ στὴν σκέψι, στὴν ἀμφιβολία, ἀκόμη καὶ στὴν ἄρνησι. Ποτὲ δὲν μπορεῖ ὡς ἐκ τῆς φύσεώς Της νὰ εἶναι σκοταδιστική, ἐφ’ ὅσον κεφαλή Της εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου[24]». Ξέρει νὰ διαλέγεται, νὰ πείθῃ, νὰ σώζῃ. Ξέρει νὰ διώκεται. Γνωρίζει ὅτι καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ τραγικὴ πρόκλησις τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ μεταμορφώνεται σὲ γιορτὴ καὶ χαρά. Ξέρει νὰ ἐξάγῃ «ἄξιον ἐξ ἀναξίου[25]». Δὲν δέχεται τὴν ἀποτελμάτωσι, τὴν ἀπραξία, τὴν ἀδράνεια. Δὲν δέχεται τὸν χριστιανὸ τῆς ἡμίωρης Κυριακάτικης παρουσίας στὸν Ναό, ποὺ μόνον Φαρισαίους δημιουργεῖ, οὔτε τὴν τυπικὴ ἄκαρδη ἐλεημοσύνη ποὺ θὰ πετάξῃ εἴτε στὸ κουτὶ τοῦ φιλοπτώχου ταμείου εἴτε ἐνοχλημένος στὸν περιαγόμενο δίσκο ποὺ θὰ περάσῃ μπροστά του. Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δημιουργεῖ χριστιανοὺς ζέοντας τῷ πνεύματι, θυσιαζομένους, ἐν τῷ κόσμῳ ἀλλ’ οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου· χριστιανοὺς «μὴ τὸ ἑαυτῶν ζητοῦντας ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου[26]»· χριστιανοὺς «μηδὲν ἔχοντας καὶ τὰ πάντα κατέχοντας[27]»· χριστιανοὺς «μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντας, προνοουμένους δὲ καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων[28]».

Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δὲν ἀνέχεται νὰ χρησιμοποιῆται. Ἕνα ἐλάφι δῶρο στὸν Καίσαρα εἶχε πάνω του μιὰ ἐπιγραφή: «Noli me tangere, Caesaris sum». «Νὰ μὴ μὲ ἀγγίξῃ κανείς· ἀνήκω στὸν Καίσαρα». Νὰ μὴ μὲ ἀγγίξῃ κανείς! Ἀνήκω στὸν Χριστό! Στὰ χρόνια τῶν Τσάρων γιὰ νὰ διορισθῇ κανεὶς δημόσιος ὑπάλληλος ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐφοδιασμένος μὲ πιστοποιητικὸ τοῦ παπᾶ τῆς ἐνορίας του ὅτι κοινωνεῖ καὶ ἐξομολογεῖται. Οἱ ὑπουργοὶ τοῦ Franco στὴν Ἱσπανία ὁρκίζονταν γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἂς μὴ ἀναφερθοῦμε στὰ καθ’ ἡμᾶς, ὅπου κάποιοι μᾶς ἐχρησιμοποίησαν κατὰ τὸν πλέον ἐπαίσχυντο τρόπο. Αὐτὴ ἡ Ἁγία Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀγκαλιάζει ὅλα τὰ παιδιά Της, ἀνεξαρτήτως ποῦ ἀνήκουν πολιτικῶς. Εἶναι ὁ πελεκᾶν ποὺ τρέφει μὲ τὸ αἷμά του τὰ παιδιά του. Δὲν ὑπάρχουν πρόβατα ψωραλέα καὶ τράγοι ἀποδιοπομπαῖοι.

Καὶ θέλει τὰ παιδιά Της ἐλεύθερα ἀπὸ πάθη, ἐλεύθερα ἀπὸ βαρίδια, ἐλεύθερα ἀπὸ τὸν συσχηματισμὸ τοῦ αἰῶνος τούτου[29]. Διότι εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ ὁ χῶρος τῆς πνευματικῆς καὶ σωματικῆς ἐλευθερίας. «Ὑμεῖς ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί[30]», καὶ «ἠγοράσθητε τιμῆς[31]». Ἀφήνει ἐλεύθερα τὰ παιδιά Της ἀκόμη καὶ νὰ Τῆς στρέφουν τὸν νῶτο, διότι τὰ ἀγαπάει. Εἶναι Μήτηρ Ἐκκλησία. Δὲν προστρέχει ποτὲ ἐκλιπαροῦσα στὴν συνδρομὴ τοῦ (ἀθέου) κράτους· δὲν ἀνέχεται τὰ προνόμια ποὺ στὴν οὐσία Τὴν δεσμεύουν. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς εἰρήνης, ὄχι ἐπειδὴ πιστεύει ἁπλῶς στὴν εἰρήνη, ἀλλὰ διότι κεφαλή Της εἶναι ἡ ὄντως εἰρήνη, ὁ Χριστός. Καὶ μέσα σ’ Αὐτὴν ἐπαληθεύονται οἱ λόγοι τοῦ Ἡσαΐου: «συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνῶν, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ· καὶ μοσχάριον καὶ λέων καὶ ταῦρος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν ἔσονται· καὶ λέων ὡς βοῦς φάγεται ἄχυρα. Καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ κοίτης ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ καὶ οὐ μὴ κακοποιήσουσι[32]», καὶ ἀλλαχοῦ: «καὶ συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα, καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ’ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν[33]».

Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὀργάνωσις πολὺ ἐπικίνδυνη καθὼς καὶ ὁ ἀρχηγός Της, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, γι’ αὐτὸ καταζητεῖται καὶ ἔχει ἐκδοθῇ ἔνταλμα συλλήψεως ἀρχηγοῦ καὶ μελῶν.

Ἀλήθεια! Μέσα στὴν ἐθνικὴ μειονεξία ποὺ ζοῦμε, μέσα στὴν ὡραία ἀκαταστασία μας καὶ στὴν ἔλλειψι πνευματικῆς ταυτότητος, μέσα στὸν δυτικὸ τρυφηλὸ τρόπο ζωῆς ποὺ ἔχουμε ἐμπλακεῖ, δέν γνωρίζω τί θὰ μᾶς ἄρεσε περισσότερο. Ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς ποὺ μᾶς νανουρίζει, ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς τῆς πλαστικῆς ψεύτικης φάτνης τοῦ σαλονιοῦ, τῆς πλατεῖας καὶ τῆς βιτρίνας, ἡ ἀκίνδυνη Ἐκκλησία ποὺ δὲν μᾶς δημιουργεῖ συνειδησιακὰ προβλήματα καὶ ἀπαιτεῖ ἕνα minimum προσφορᾶς ἢ ὑποκρισίας, ἢ ὁ ἐπικίνδυνος Χριστὸς τῆς ἀγωνίας τῆς Γεθσημανῆ καὶ ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία τῆς θυσίας καὶ τῆς ὑπερβάσεως;

Φοβοῦμαι ὅτι ἡ πρώτη κατάστασις μᾶς ταιριάζει περισσότερον. Κάποτε σὲ μιὰ πόλι τῆς Ἰταλίας ἔφεραν ἀπὸ μακρυὰ τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Πατρικίου. Ἄρχισαν νὰ γίνωνται θαύματα. Τυφλοὶ ἀνέβλεψαν καὶ χωλοὶ περπατοῦσαν. Δύο σακάτηδες ζητιάνοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μόνον ἀπὸ τὴν ζητιανιά τους, τὸ ἔμαθαν καὶ λέει ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: ‒Πᾶμε νὰ φύγωμε ἀπ’ ἐδῶ, διότι ὑπάρχει φόβος ὁ ἅγιος νὰ μᾶς θεραπεύσῃ καὶ τότε… χαθήκαμε!

Ἴσως καὶ ἐμεῖς νὰ μὴ θέλουμε τὴν θεραπεία μας, διότι αὐτὸ δὲν συμφέρει. Τὸ ἴδιο συνέβη εἰς τὸν Ἰησοῦν ὅταν εἶδαν ὅτι αὐτὰ ποὺ ἐδίδασκε δὲν συνέφεραν. Ἄρχισαν νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν σιγά-σιγά, ἕνας-ἕνας. Ἐστράφη πρὸς τοὺς μαθητάς Του: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;», καὶ οἱ μαθηταὶ ἀπήντησαν: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις[34]»!

Καὶ ἡμεῖς ποῦ πορευσόμεθα; Στὶς ἀποκαλυπτικὲς καὶ τραγικὲς ἡμέρες μας,  πιστεύω ἀκραδάντως πῶς μία λύσις ὑπάρχει:

Ὁ Ἐπικίνδυνος Χριστός!

[1] Ἰω. ΙΓ΄, 34.

[2] Λουκ. Β΄, 34.

[3] Λουκ. Κ΄, 18.

[4] Λουκ. ΙΒ΄, 51.

[5] Ματθ. Ι΄, 34.

[6] Λουκ. ΙΒ΄, 49.

[7] Ματθ. Κ΄, 16.

[8] Ματθ. ΚΑ΄, 31.

[9] Λουκ. ΙΗ΄, 9.

[10] Ματθ. ΣΤ΄, 25 καὶ ἑξῆς, Λουκ. Η΄, 14, Λουκ. Ι΄, 41 καὶ ἀλλαχοῦ.

[11] Α΄ πρὸς Τιμ. Ε΄, 18.

[12] Μάρκ. Ι΄, 23, 25.

[13] Καθ. ἐπιστ. Ἰακ. Ε΄, 1-6.

[14] Β΄ Κορ. Η΄, 13-14.

[15] Πρὸς Κολασσαεῖς Δ΄, 1.

[16] Α΄ Κορ. Α΄, 27-28.

[17] Ματθ. ΙΘ΄, 21.

[18] Στίχοι Συναξαρίου κε΄ Δεκεμβρίου.

[19] Ζ΄ ᾠδὴ ἰαμβικοῦ κανόνος Χριστουγέννων.

[20] Αἴνοι Χριστουγέννων.

[21] Ἰω. Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

[22] Ὑπακοὴ Χριστουγέννων.

[23] 1820-1895.

[24] Ἰω. Η΄, 12.

[25] Ἱερεμίας ΙΕ΄, 19.

[26] Α΄ Κορ. Ι΄, 24.

[27] Β΄ Κορ.  ΣΤ΄, 10.

[28] Ῥωμ. ΙΒ΄,17.

[29] Ῥωμ. ΙΒ΄, 2.

[30] Γαλ. Ε΄, 13.

[31] Α΄ Κορ. Ζ΄, 23.

[32] Ἡσαΐας ΙΑ΄, 1 καὶ ἑξῆς.

[33] Ἡσαΐας Β΄, 4.

[34] Ἰω. ΣΤ΄, 67-68.

Τριάντα τρείς (33)Προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἐκπληρώθησαν στήν Πρώτη Παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

α) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ξεκάθαρα ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά γεννηθεῖ ἄνευ σπορᾶς ἀνδρός, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀφοῦ ἡ νεάνις πού θά τόν γεννήσει θά εἶναι Παρθένος καί τό ὄνομά Του θά εἶναι «Ἐμμανουήλ», πού σημαίνει «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὅτι δηλαδή ὁ Θεός θά γίνει ἄνθρωπος καί θά εἶναι δίπλα μας, κοντά μας, ἀνάμεσά μας, μαζί μας:

«Διά τοῦτο δώσει Κύριος αὐτός ὑμῖν σημεῖον· ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». (Ἡσαΐας ζ’, 14)-(Ματθ. α’, 23)

β) Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας μᾶς λέγει ὅτι, κάποια στιγμή θά ἔλθει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιά νά κάνει καινούργια συμφωνία καί νά δώσει μιά Νέα Διαθήκη, συμπληρωματική τῆς πρώτης (τῆς Παλαιᾶς), στό νέο Του λαό, τόν νέο Ἰσραήλ, τήν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία, ἀφοῦ οἱ Ἰσραηλῖτες ἀθέτησαν πρῶτοι αὐτοί, τήν παλαιά συμφωνία πού εἶχαν κάνει μέ τόν Θεό. Ἔτσι καί ὁ Θεός, ἀφοῦ δέν τόν ἤθελαν πλέον θά τούς ἄφηνε καί θά ἀπευθύνετο σέ ἄλλους ἀνθρώπους, στά ἔθνη (τό νέο Ἰσραήλ), κάνοντας μαζί τους μιά Νέα συμφωνία καί Διαθήκη:

«Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται, φησί Κύριος, καί διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰούδα διαθήκην καινήν οὐ κατά τήν διαθήκην, ἥν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρός αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτούς ἐκ τῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοί οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καί ἐγώ ἠμέλησα αὐτῶν, φησί Κύριος. ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη μου, ἥν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ μετά τάς ἡμέρας ἐκείνας, φησί Κύριος· διδούς δώσω νόμους εἰς τήν διάνοιαν αὐτῶν καί ἐπί καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καί ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καί αὐτοί ἔσονταί μοι εἰς λαόν».  (Ἱερεμία λη’, 31-33)-(Ἑβρ. η’, 8-10)

γ) Ὁ Προφήτης Δανιήλ μᾶς λέγει ρητά, ὄχι μόνον ὅτι θά ἔλθη ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλά καί τό πότε ἀκριβῶς θά γεννηθεῖ, ποιό ἔτος δηλαδή, καθώς καί τό πότε θά χρισθεῖ, ἀλλά καί πότε θά πεθάνει.

Ὅπως γνωρίζουν οἱ περισσότεροι πού μελετοῦν τήν Παλαιά Διαθήκη, σύμφωνα μέ τόν Δανιήλ, ὁ Χριστός θά γεννιόταν 460 περίπου ἔτη, μετά ἀπό τό τέλος τῆς Βαβυλωνιακῆς αἰχμαλωσίας, (605-535 π.Χ.) καί ἀφοῦ θά ἐπέστρεφαν πίσω στήν πατρίδα τους τήν Ἱερουσαλήμ καί θά ἀνοικοδομοῦσαν τά Τείχη τῆς Πόλεως. Σέ ἡλικία δέ 30 ἐτῶν, θά ἐχρίετο (ὡς ἄνθρωπος) ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, Βασιλεύς καί Ἀρχιερεύς, ἐνῶ στήν συνέχεια μετά ἀπό 3,5 ἔτη θά πέθαινε, στή μέση ἀκριβῶς τῆς τελευταίας ἑβδομάδος. Μέσα δηλαδή στό διάστημα τῶν ἑβδομήκοντα ἑβδομάδων (490 ἔτη: 70×7=490 ἡμέρες-ἔτη) μετά ἀπό τήν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερουσαλήμ, πού ἔγινε ἐπί Βασιλείας τοῦ Ἀρταξέρξη, γύρω στό 453 π.Χ. θά ἐγίνοντο ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά πού ἀναφέρονται μέσα στήν σχετική Προφητεία τοῦ Δανιήλ. (Βλέπε καί τήν μελέτη Ἀρχ. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, «Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο΄», Τόμος 7ος, σελ. 124-131).

«…Δανιήλ, νῦν ἐξῆλθον συμβιβάσαι σε σύνεσιν· ἐν ἀρχῇ τῆς δεήσεώς σου ἐξῆλθε λόγος, καί ἐγώ ἦλθον τοῦ ἀναγγεῖλαί σοι, ὅτι ἀνήρ ἐπιθυμιῶν εἶ σύ· καί ἐννοήθητι ἐν τῷ ρήματι καί σύνες ἐν τῇ ὀπτασίᾳ. ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες συνετμήθησαν ἐπί τόν λαόν σου καί ἐπί τήν πόλιν τήν ἁγίαν σου τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν καί τοῦ σφραγίσαι ἁμαρτίας καί ἀπαλεῖψαι τάς ἀνομίας καί τοῦ ἐξιλάσασθαι ἀδικίας καί τοῦ ἀγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον καί τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καί προφήτην καί τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων. καί γνώσῃ καί συνήσεις· ἀπό ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι καί τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλήμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτά καί ἑβδομάδες ἑξηκονταδύο· καί ἐπιστρέψει καί οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα καί τεῖχος, καί ἐκκενωθήσονται οἱ καιροί. καί μετά τάς ἑβδομάδας τάς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καί κρίμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καί τήν πόλιν καί τό ἅγιον διαφθερεῖ σύν τῷ ἡγουμένῳ τῷ ἐρχομένῳ καί ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καί ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖς. καί δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομάς μία· καί ἐν τῷ ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καί σπονδή, καί ἐπί τό ἱερόν βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων, καί ἕως τῆς συντελείας καιροῦ συντέλεια δοθήσεται ἐπί τήν ἐρήμωσιν». (Δανιήλ θ’, 22-27)

δ) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, θά γεννηθεῖ ἕνα παιδί γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους, πού δέν θά ἔχει ἀρχή («ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, παιδίον γέγονεν», ἑορτή Ὑπαπαντῆς), ὁ δέ ἐρχομός του θά εἶναι τό πιό χαρούμενο ἄγγελμα πού θά ἔχουν ἀκούσει ποτέ οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ χάρη σ’ αὐτό τό παιδί θά πραγματοποιηθεῖ ἡ μεγάλη βουλή τοῦ Θεοῦ νά γίνει ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεόν κατά χάριν. Τό παιδί αὐτό, τό ὁποῖο θά καθίσει εἰς τόν θρόνον τοῦ Δαυΐδ καί θά βασιλεύσει αἰώνια, θά εἶναι ταυτόχρονα καί ἰσχυρός Θεός, ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης, ὁ ἐξουσιαστής τοῦ σύμπαντος καί ὁ Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος:

«Ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἐγώ γάρ ἄξω εἰρήνην ἐπί τούς ἄρχοντας, εἰρήνην καί ὑγίειαν αὐτῷ· μεγάλη ἡ ἀρχή αὐτοῦ, καί τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον ἐπί τόν θρόνον Δαυίδ καί τήν βασιλείαν αὐτοῦ κατορθῶσαι αὐτήν καί ἀντιλαβέσθαι αὐτῆς ἐν κρίματι καί ἐν δικαιοσύνῃ ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τόν αἰῶνα· ὁ ζῆλος Κυρίου σαβαώθ ποιήσει ταῦτα». (Ἡσαΐας θ’, 6-7)

ε) Ὁ ἴδιος Προφήτης μᾶς λέγει ἀκόμη ὅτι, ὁ Χριστός θά προέρχεται  ἀπό τήν ρίζα τοῦ Ἰεσσαί (ὁ πατέρας τοῦ Βασιλέως Δαυίδ). Θά ἔχει τά ἑπτά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Θά κυβερνήσει ὅλα τά ἔθνη τοῦ κόσμου. Καί ὅτι ὅλα τά ἔθνη θά ἐλπίζουν σ’ Αὐτόν:

«Καί ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται. καί ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτόν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καί ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καί εὐσεβείας… Καί ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἡ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί καί ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν, ἐπ’ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι, καί ἔσται ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῦ τιμή». (Ἡσαΐας ια’, 1-2 καί 10)-(Ρωμ. ιε’, 12)

ς) Ὁ Πατριάρχης καί Προφήτης Ἰακώβ μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα, πού ἦταν ἕνα ἀπό τά 12 παιδιά τοῦ Ἰακώβ:

«Ἰούδα, σέ αἰνέσαισαν οἱ ἀδελφοί σου· αἱ χεῖρές σου ἐπί νώτου τῶν ἐχθρῶν σου· προσκυνήσουσί σοι οἱ υἱοί τοῦ πατρός σου. σκύμνος λέοντος Ἰούδα· ἐκ βλαστοῦ, υἱέ μου, ἀνέβης· ἀναπεσών ἐκοιμήθης ὡς λέων καί ὡς σκύμνος· τίς ἐγερεῖ αὐτόν; οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐάν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ, καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν. δεσμεύων πρός ἄμπελον τόν πῶλον αὐτοῦ καί τῇ ἕλικι τόν πῶλον τῆς ὄνου αὐτοῦ· πλυνεῖ ἐν οἴνῳ τήν στολήν αὐτοῦ καί ἐν αἵματι σταφυλῆς τήν περιβολήν αὐτοῦ». (Γένεσις, μθ’, 8-11)

ζ) Ὁ Προφήτης Μιχαίας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά γεννηθεῖ στήν πόλη Βηθλεέμ. Θά γίνει ἄρχοντας-Βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ ἀρχή Του δέ, εἶναι πολύ πρίν τήν δημιουργία τῶν αἰώνων καί τοῦ κόσμου:

«Καί σύ, Βηθλεέμ οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστός εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καί αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος». (Μιχαίας ε’, 1)

η) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας καί πάλιν μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά γεννηθεῖ ἁπλά, ταπεινά, φτωχικά μέσα σέ ἕνα σπήλαιο, καί σέ φάτνη δύο ζώων, ἑνός βοδιοῦ καί ἑνός ὄνου:

«Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ…». (Ἡσαΐας α’, 3)

θ) Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διά μέσου τοῦ Βαρλαάμ προφητεύει καί μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά προέλθει ἀπό τό σπέρμα τοῦ Ἰακώβ (ἀπό τόν υἱόν του, Ἰούδα). Ὅταν θά γεννηθεῖ, θά φανερωθεῖ στόν οὐρανό ἕνα μεγάλο καί ξεχωριστό ἄστρο (χάριν αὐτῆς τῆς προφητείας γνώρισαν οἱ Μάγοι τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ). Ὅτι θά πάει στήν Αἴγυπτο καί θά ξαναέλθει ἀπό ἐκεῖ (φυγή στήν Αἴγυπτο γιά νά μήν θανατωθεῖ ἀπό τόν Ἡρώδη). Θά κυριεύσει ὅλα τά ἔθνη (πνευματικά, ὡς Θεός). Θά κοιμηθεῖ (πεθάνει) ὡς λεοντάρι-βασιλιάς καί στήν συνέχεια θά ἀναστηθεῖ:

«Ὡς καλοί οἱ οἶκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ! ὡσεί νάπαι σκιάζουσαι καί ὡσεί παράδεισοι ἐπί ποταμῷ καί ὡσεί σκηναί, ἅς ἔπηξε Κύριος, καί ὡσεί κέδροι παρ’ ὕδατα. ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ καί κυριεύσει ἐθνῶν πολλῶν, καί ὑψωθήσεται ἤ Γώγ βασιλεία αὐτοῦ, καί αὐξηθήσεται βασιλεία αὐτοῦ. Θεός ὡδήγησεν αὐτόν ἐξ Αἰγύπτου, ὡς δόξα μονοκέρωτος αὐτῷ· ἔδεται ἔθνη ἐχθρῶν αὐτοῦ καί τά πάχη αὐτῶν ἐκμυελιεῖ καί ταῖς βολίσιν αὐτοῦ κατατοξεύσει ἐχθρόν· κατακλιθείς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καί ὡς σκύμνος· τίς ἀναστήσει αὐτόν; οἱ εὐλογοῦντές σε εὐλόγηνται, καί οἱ καταρώμενοί σε κεκατήρανται… δείξω αὐτῷ, καί οὐχί νῦν· μακαρίζω, καί οὐκ ἐγγίζει· ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ καί θραύσει τούς ἀρχηγούς Μωάβ καί προνομεύσει πάντας υἱούς Σήθ».  (Ἀριθμοί κδ’, 5-9 καί 17)

ι) Ὁ Προφήτης Βαρούχ μᾶς λέγει ὅτι, σάν τόν Θεόν μας δέν ὑπάρχει ἄλλος «θεός». Ἔχει δέ τόση ἀγάπη γιά τά παιδιά Του, ὥστε ἄν καί Θεός θά γίνει ἄνθρωπος, θά ἔλθει στή γῆ καί θά συναναστραφεῖ τούς ἀνθρώπους:

«Ἐκάλεσεν αὐτούς καί εἶπον· πάρεσμεν, ἔλαμψαν μετ’ εὐφροσύνης τῷ ποιήσαντι αὐτούς. οὗτος ὁ Θεός ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρός αὐτόν. ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης καί ἔδωκεν αὐτήν Ἰακώβ τῷ παιδί αὐτοῦ καί Ἰσραήλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ’ αὐτοῦ. μετά τοῦτο ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη». (Βαρούχ γ’, 35-38)

ια) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας καί πάλιν μᾶς λέγει ὅτι, ὅταν γεννηθεῖ, θά τοῦ φέρουν γιά δῶρα χρυσό, λιβάνι καί σμύρνα:

«…πάντες ἐκ Σαβά ἥξουσι φέροντες χρυσίον καί λίβανον οἴσουσι καί λίθον τίμιον καί τό σωτήριον Κυρίου εὐαγγελιοῦνται». (Ἡσαΐας ξ’, 6)

ιβ) Ὁ Προφήτης Ὠσηέ μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Χριστός σάν νήπιο, θά εἶναι στήν Αἴγυπτο καί ἀπό ἐκεῖ ὁ Θεός θά τόν καλέσει νά ἔλθει πίσω στήν πατρίδα Του. (Ἡ φυγή στήν Αἴγυπτο):

«Ὄρθρου ἀπερρίφησαν, ἀπερρίφη βασιλεύς Ἰσραήλ· ὅτι νήπιος Ἰσραήλ, καί ἐγώ ἠγάπησα αὐτόν καί ἐξ Αἰγύπτου μετεκάλεσα τά τέκνα αὐτοῦ». (Ὠσηέ ια’, 1)

ιγ) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰσραηλιτικός λαός θά δεχθεῖ τρίτος στήν σειρά τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, μετά τούς Ἀσσύριους (Μάγοι μέ τά δῶρα) καί τούς Αἰγύπτιους (Φυγή στήν Αἴγυπτο):

«Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔσται Ἰσραήλ τρίτος ἐν τοῖς Ἀσσυρίοις καί ἐν τοῖς Αἰγυπτίοις εὐλογημένος ἐν τῇ γῇ, ἥν εὐλόγησε Κύριος σαβαώθ λέγων· εὐλογημένος ὁ λαός μου ὁ ἐν Αἰγύπτῳ καί ὁ ἐν Ἀσσυρίοις καί ἡ κληρονομία μου Ἰσραήλ». (Ἡσαΐας ιθ’, 24-25)

ιδ) Ὁ ἴδιος Προφήτης μᾶς λέγει ἀκόμη ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μαζί Του, τόν Θεόν (θά εἶναι δηλαδή Θεός καί ἄνθρωπος) καί θά ἔλθει προκειμένου νά μᾶς κηρύξει τήν ἀλήθεια Του καί νά μᾶς σώσει. Θά κάνει δέ πολλά καί μεγάλα θαύματα:

«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, καλέσαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν καί ἡμέραν ἀνταποδόσεως τῷ Θεῷ ἡμῶν…». (Ἡσαΐας ξα’, 1-2)-(Λουκ. δ’, 18-20)

ιε) Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι θά τόν δεχθοῦν καί θά τόν ἐπευφημοῦν λέγοντας:  «ὡσσανά ἐν τοῖς Ὑψίστοις εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». (Κυριακή τῶν Βαΐων):

«Ὦ Κύριε, σῶσον δή, ὦ Κύριε, εὐόδωσον δή. εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐξ οἴκου Κυρίου». (Ψαλμ. ριζ’, 25-26)-(Ἰω. ιβ’, 13)

ις) Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά ἔλθει καθήμενος ἐπί πώλου ὄνου, ἐνῶ ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ θά τόν ἐπευφημεῖ ὡς βασιλιά καί σωτήρα του (Κυριακή τῶν Βαΐων):

«Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκώς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».  (Ζαχ. θ’, 9)-(Ἰω. ιβ’, 13)

ιζ) Ὁ Προφήτης Σολομών μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι, τυφλωμένοι ἀπό τήν μεγάλη κακία καί τό φθόνο τους καί μή ἀνεχόμενοι τόν ἔλεγχο καί τίς νουθεσίες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό ὅτι ἔλεγε τόν ἑαυτόν Του Υἱόν Θεοῦ, θά τόν κυνηγήσουν, θά τόν ταλαιπωρήσουν, θά τόν βασανίσουν, θά τόν προδώσουν καί ἐν τέλει θά τόν ὁδηγήσουν καί στόν θάνατο, αὐτόν τόν ἴδιο τόν Μεσσία καί Σωτήρα τους, Ἰησοῦ Χριστό:

«Ἐνεδρεύσωμεν δέ τόν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καί ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν και ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καί ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν· ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ καί παῖδα Κυρίου ἑαυτόν ὀνομάζει· ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν ἡμῖν καί βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καί ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ· εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καί ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπό ἀκαθαρσιῶν· μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καί ἀλαζονεύεται πατέρα Θεόν. ἴδωμεν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καί πειράσωμεν τά ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ· εἰ γάρ ἐστιν ὁ δίκαιος υἱός Θεοῦ, ἀντιλήψεται αὐτοῦ καί ρύσεται αὐτόν ἐκ χειρός ἀνθεστηκότων. ὕβρει καί βασάνῳ ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τήν ἐπιείκειαν αὐτοῦ καί δοκιμάσωμεν τήν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ· θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν, ἔσται γάρ αὐτοῦ ἐπισκοπή ἐκ λόγων αὐτοῦ. Ταῦτα ἐλογίσαντο, καί ἐπλανήθησαν· ἀπετύφλωσε γάρ αὐτούς ἡ κακία αὐτῶν, καί οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ, οὐδέ μισθόν ἤλπισαν ὁσιότητος, οὐδέ ἔκριναν γέρας ψυχῶν ἀμώμων. ὅτι ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καί εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν». (Σοφία Σολομ. β’, 12-23)

ιη) Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά προδοθεῖ, ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων:

«Καί ἐρῶ πρός αὐτούς· εἰ καλόν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστι, δότε στήσαντες τόν μισθόν μου ἤ ἀπείπασθε· καί ἔστησαν τόν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς».  (Ζαχαρίας ια’, 12)-(Ἱερ. λβ’, 6-9)

ιθ) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά μαστιγωθεῖ, θά δεχθεῖ χτυπήματα στό πρόσωπό Του, ἀλλά καί σ’ ὁλόκληρο τό σῶμα Του καί θά ὑπομείνει γενικά ἀπό τούς ἀνθρώπους, μεγάλο ἐξευτελισμό:

«Τόν νῶτόν μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τάς δέ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τό δέ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπό αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων». (Ἡσαΐας ν’, 6)-(Ματθ. κζ’, 30)

κ) Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι θά σταυρώσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ τά ἱμάτιά Του θά τά βάλουν σέ κλῆρο:

«Ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καί πόδας… διεμερίσαντο τά ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καί ἐπί τόν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον». (Ψαλμ. κα’, 17 καί 19)-(Ματθ. κζ’, 35)

κα) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά σταυρωθεῖ, ἐν μέσω δύο ληστῶν (ἀνόμων-παρανόμων) σηκώνοντας στούς ὤμους Του τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου:

«Διά τοῦτο αὐτός κληρονομήσει πολλούς καί τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκύλα, ἀνθ’ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχή αὐτοῦ, καί ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καί αὐτός ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καί διά τάς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη». (Ἡσαΐας νγ’, 12)-(Ματθ. κζ’, 38)

κβ) Ὁ ἴδιος Προφήτης μᾶς λέγει ὅτι, τό Ξύλο τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ θά ἀποτελεῖτο ἀπό κυπαρίσσι, πεῦκο καί κέδρο. Τό Ξύλο δέ αὐτό θά ἁγιαστεῖ καί θά δοξαστεῖ χάρη τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ:

«Καί ἡ δόξα τοῦ Λιβάνου πρός σέ ἥξει ἐν κυπαρίσσῳ καί πεύκῃ καί κέδρῳ ἅμα, δοξάσαι τόν τόπον τόν ἅγιόν μου καί τόν τόπον τῶν ποδῶν μου δοξάσω». (Ἡσαΐας ξ’, 13)

κγ) Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ μᾶς λέγει ἀκόμη ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως θά τόν ποτίσουν μέ ὄξος καί χολή:

«Καί ἔδωκαν εἰς τό βρῶμά μου χολήν καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος». (Ψαλμ. ξη’, 22)-(Ματθ. κζ’, 34)

κδ) Ὁ Προφήτης Μωϋσῆς  μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι κάποια στιγμή θά δοῦν κρεμασμένη ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τους, τήν ζωή τους, δηλαδή τόν Σωτήρα καί Θεό τους. Ἐπειδή  δέν θά πιστεύσουν σ’ Αὐτόν καί θά τόν ὁδηγήσουν οἱ ἴδιοι στήν σταύρωση, λέγοντας μάλιστα «τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα μας», ὡς τιμωρία θά λάβουν νά ζοῦνε μιά ζωή κυνηγημένοι καί φοβισμένοι:

«Καί ἔσται ἡ ζωή σου κρεμαμένη ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου, καί φοβηθήσῃ ἡμέρας καί νυκτός καί οὐ πιστεύσεις τῇ ζωῇ σου». (Δευτερ. κη’, 66)

κε) Ὁ ἴδιος Προφήτης ὁ Θεόπτης Μωϋσῆς μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι θά σταυρώσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ τό σῶμα Του δέν θά τό ἀφήσουν γιά δεύτερη μέρα πάνω στόν Σταυρόν, ἀλλά θά τόν θάψουν τήν ἴδια μέρα, σύμφωνα μέ τό Νόμο τους, προκειμένου νά ἑορτάσουν τό Πάσχα τους ἥσυχοι καί ἀνενόχλητοι:

«Ἐάν δέ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία κρίμα θανάτου καί ἀποθάνη καί κρεμάσητε αὐτόν ἐπί ξύλου, οὐ κοιμηθήσεται τό σῶμα αὐτοῦ ἐπί τοῦ ξύλου, ἀλλά ταφῇ θάψετε αὐτό ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπό Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπί ξύλου· καί οὐ μή μιανεῖτε τήν γῆν, ἥν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ». (Δευτερ. κα’, 22-23)

καί

«οὐ καταλείψουσιν ἀπ’ αὐτοῦ εἰς τό πρωΐ… κατά τόν νόμον τοῦ πάσχα ποιήσουσιν αὐτό». (Ἀριθμοί θ’, 12)

κς) Ὁ Προφήτης Ἀμώς μᾶς λέγει ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἐνῶ θά εἶναι μέρα μεσημέρι, θά γίνει σκότος σέ ὅλη τήν γῆ:

«Καί ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος ὁ Θεός, καί δύσεται ὁ ἥλιος μεσημβρίας, καί συσκοτάσει ἐπί τῆς γῆς ἐν ἡμέρᾳ τό φῶς». (Ἀμώς η’, 9)

κζ) Ὁ Προφήτης Ἰωήλ μᾶς λέγει ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μας, θά γίνει σκότος σέ ὅλη τή γῆ, ἐνῶ ταυτόχρονα θά γίνει καί μεγάλος σεισμός:

«Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη συσκοτάσουσι, καί οἱ ἀστέρες δύσουσι φέγγος αὐτῶν. ὁ δέ Κύριος ἐκ Σιών ἀνακεκράξεται καί ἐξ Ἱερουσαλήμ δώσει φωνήν αὐτοῦ, καί σεισθήσεται ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ· ὁ δέ Κύριος φείσεται τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καί ἐνισχύσει τούς υἱούς Ἰσραήλ». (Ἰωήλ δ’, 15-16)

κη) Ὁ Προφήτης Μωϋσῆς μᾶς λέγει ὅτι, κατά τήν Σταύρωση δέν πρόκειται νά πάθει τίποτε σημαντικό τό σῶμα τοῦ Κυρίου μας, οὔτε νά σπάσει ἤ νά συντριβεῖ κάποιο ὀστό του:

«Οὐκ ἀπολείψετε ἀπ’ αὐτοῦ ἕως πρωΐ καί ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ’αὐτοῦ». (Ἔξοδος ιβ’, 10)

καί

«οὐ καταλείψουσιν ἀπ’ αὐτοῦ εἰς τό πρωΐ, καί ὀστοῦν οὐ συντρίψουσιν ἀπ’ αὐτοῦ». (Ἀριθμοί θ’, 12)

κθ) Οἱ Προφήτες Ἡσαΐας καί Ὠσηέ μᾶς λέγουν ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά πεθάνει καί θά κατέβει στόν Ἅδη, παίρνοντας ἀπό κεῖ ὅλους τούς νεκρούς. Ὁ Ἅδης δέ, θά πικραθεῖ γι’ αὐτό, πού ἔχασε τούς νεκρούς, ἀλλά καί τήν ἐξουσία καί τή δύναμή του:

«Ὁ ᾅδης κάτωθεν ἐπικράνθῃ συναντήσας σοι, συνηγέρθησάν σοι πάντες οἱ γίγαντες οἱ ἄρξαντες τῆς γῆς, οἱ ἐγείραντες ἐκ τῶν θρόνων αὐτῶν πάντας βασιλεῖς ἐθνῶν». (Ἡσαΐας ιδ’, 9)

καί

«ἐκ χειρός ᾅδου ρύσομαι καί ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτούς. ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τό κέντρον σου, ᾅδη; παράκλησις κέκρυπται ἀπό ὀφθαλμῶν μου». (Ὠσηέ ιγ’, 14)

λ) Ὁ Προφήτης Ὠσηέ μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά πεθάνει καί θά Ἀναστηθεῖ τήν τρίτη ἡμέρα, ἀνασταίνοντας μαζί Του καί ὅλους ἡμᾶς:

«Ὑγιάσει ἡμᾶς μετά δύο ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἐξαναστησόμεθα καί ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ καί γνωσόμεθα· διώξωμεν τοῦ γνῶναι τόν Κύριον, ὡς ὄρθρον ἕτοιμον εὑρήσομεν αὐτόν, καί ἥξει ὡς ὑετός ἡμῖν πρώϊμος καί ὄψιμος γῇ».  (Ὠσηέ ς’, 2-3)

λα) Ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς μᾶς λέγει ὅτι, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά μείνει εἰς τήν καρδιά τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἴδιος ὁ προφήτης ἔμεινε εἰς τήν κοιλία τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας, ἐνῶ στήν συνέχεια τό κήτος θά τόν ἐκβάλει, δηλαδή θά ἀναστηθεῖ:

«Καί προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τόν Ἰωνᾶν· καί ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας…καί προσέταξε Κύριος τῷ κήτει, καί ἐξέβαλε τόν Ἰωνᾶν ἐπί τήν ξηράν». (Ἰωνᾶς β’, 1-11)-(Ματθ. ιβ’, 40)

λβ) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως θά ἀναστηθοῦν πολλοί νεκροί καί θά βγοῦν μέσα ἀπό τούς τάφους τους, βλέποντάς τους, πολλοί ἄνθρωποι. Καί ἀκόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν δική Του Ἀνάσταση θά σταθεῖ ἀφορμή νά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροί κατά τήν ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας:

«Ἀναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις, καί εὐφρανθήσονται οἱ ἐν τῇ γῇ· ἡ γάρ δρόσος ἡ παρά σοῦ ἴαμα αὐτοῖς ἐστιν, ἡ δέ γῆ τῶν ἀσεβῶν πεσεῖται». (Ἡσαΐας κς’, 19)

λγ) Καί τέλος ὁ Προφητάναξ Δαυίδ μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά πεθάνει μέν ὡς ἄνθρωπος, θά Ἀναστηθεῖ δέ ὡς Θεός, συντρίβοντας καί διασκορπίζοντας ὅλους τούς ἁμαρτωλούς καί ἐχθρούς Του, κάνοντας τους μάλιστα νά λιώνουνε μπροστά Του, ἀπό τόν φόβο τους, ὅπως λιώνουν τά κεριά ἀπό τήν φωτιά:

«Ἀναστήτω ὁ Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ, καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν. ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν· ὡς τήκεται κηρός ἀπό προσώπου πυρός, οὕτω ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοί ἀπό προσώπου τοῦ Θεοῦ. καί οἱ δίκαιοι εὐφρανθήτωσαν…». (Ψαλμ. ξζ’, 2-3)

ΠΗΓΗ.ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

Άγιε Ιωάννη Χρυσόστομε, έλα να μας διδάξεις και να μας ποιμάνεις

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Εισαγωγικά.

Δημοσιεύτηκε η Εγκύκλιος που εξέδωσε η η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και απέστειλε προς την Ιερά Αρχιεπισκοπή και τις Ιερές Μητροπόλεις στην οποία παραθέτει συνοπτικά τις θέσεις της για το ζήτημα της τεκνοθεσίας και τον λεγόμενο γάμο ομόφυλων ζευγαριών. Μελετώντας την Εγκύκλιο αυτή διαπιστώνουμε τα εξής:

Α. Περιλαμβάνει έξι (6) παραγράφους στις οποίες αναπτύσσονται οι θέσεις της Κρατικής Εκκλησίας για  το ζήτημα. Τα θέματα των παραγράφων αυτών είναι τα εξής:

  •  Θεώρηση του γάμου από την Εκκλησία της Ελλάδος
  • Θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος απέναντι σε ομοερωτικές τάσεις και πράξεις
  •  «Ισότητα» στον γάμο και στην υιοθεσία (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ενωσιακό Δίκαιο)
  • Σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα
  • Ανέφικτη η επέκταση του γάμου σε ομόφυλα ζευγάρια χωρίς δικαίωμα υιοθεσίας
  • Θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος για την ομόφυλη γονεϊκότητα

Β. Σε όλο το κείμενο υπάρχει πληθώρα νομικών επιχειρημάτων, απουσιάζει όμως  ο θεολογικός λόγος και η παραπομπή σε ευαγγελικά χωρία και πατερικές θέσεις. Είναι δηλαδή ένα κείμενο της μεταπατερικής θεολογίας, στο οποίο  οι λέξεις «αμαρτία», «διαστροφή», «ανατροπή της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας», «χριστιανική άσκηση», «πάθος» κ.α, που είναι διάχυτες και στον Απόστολο Παύλο και σε Πατέρες της Εκκλησίας, δεν υπάρχουν.

Τον χριστιανό δεν τον διακρίνει από τον εκτός της Εκκλησίας κόσμο μόνον η χριστιανική πίστη, αλλά και η χριστιανική άσκηση προς αποφυγή «παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β’ Κορ. 7, 1). Τα σώματα των χριστιανών είναι ενώπιον του Θεού «θυσία ζώσα, αγία τω Θεώ ευάρεστος», διότι ο νους αυτών δεν «συσχηματίζεται τω αιώνι τούτω», αλλά διακρίνει «τι το θέλημα του Θεού το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12, 1-2).

Γ. Το κείμενο παραπέμπει σε σύλλογο, που αγωνίζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και όχι στην ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή  της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μην ξεχνάμε ότι η Ιερά Σύνοδος «μεριμνά διά την τήρησιν των Δογμάτων της Ορθοδόξου Πίστεως, των Ιερών Κανόνων και των Ιερών Παραδόσεων…… Μελετά και αποφασίζει περί των ληπτέων μέτρων διά την πραγμάτωσιν της κατά Χριστόν ζωής του ιερού Κλήρου και του Χριστεπωνύμου λαού».

Απάντηση στο κείμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας για το θέμα της ομοφυλοφιλίας δίνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μέσα από τα συγγράμματά του. Μας λέει λοιπόν ο Χρυσορρήμων Άγιος τα εξής:

Τα ποικίλα ερεθίσματα της σαρκός του άνδρα και της γυναίκας έχουν μόνον μια διέξοδο, τον γάμο. «Διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω και έκαστη τον ίδιον άνδρα εχέτω» (Α’ Κορ. 7, 2), «ουχ ίνα ασελγώμεν, ουδ’ ίνα πορνεύωμεν, αλλ’ ίνα σωφρονώμεν» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις το αποστολικόν ρητόν Διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω].

-Ο γάμος μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας είναι, μεταξύ άλλων, και «πορνείας αναιρετικόν φάρμακον», «την αμετρίαν εκκόπτων» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις το αποστολικόν ρητόν Διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω]. 

Κάθε σεξουαλική σχέση εκτός του γάμου ονομάζεται πορνεία και είναι θανάσιμο αμάρτημα. Με την παράνομη μείξη ο πορνεύων αμαρτάνει επάνω στο ίδιο του το σώμα (Α’ Κορ. 6, 18), ώστε ο όλος άνθρωπος να αμαρτάνει: και ο νους, με την αθέμιτη επιθυμία, και το σώμα, ως αποδέκτης αυτήςΗ εντολή του Θεού είναι σαφής και ρητή: «φεύγετε την πορνείαν» (Α’ Κορ. 6, 18)· «δοξάσατε δη τον θεόν εν τω σώματι υμών» (Α’ Κορ. 6, 20)· «ο νυν ζώμεν εν σαρκί, εν πίστειζώμεν τη του Υιού του Θεού» (Γαλ. 2, 20). Δηλαδή, το σώμα «ου διά τούτο κατεσκευάσθη, ίνα ασώτως ζη και πορνεύη, αλλ’ ίνα τω Χριστώ έπηται ως κεφαλή» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Α’ Προς Κορινθίους Επιστολήν].

-Σε μία τέτοια θεοδίδακτη αντίληψη και νομοθέτηση περί του σώματος και της γενετήσιας συμπεριφοράς του, η ομοφυλοφιλία αποτελεί αισχύνη της φύσεως και καταπάτηση του θείου νόμου  Και την φύσιν ήσχυναν και τους νόμους επάτησαν», Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Προς Ρωμαίους Επιστολήν], την εσχάτη και βδελυρωτάτη μορφή πορνείας, μάλιστα δε «τοσούτον πορνείας χείρων» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΓ’, όπου εισάγει τον Λωτ να προκρίνει την ασέλγεια των Σοδομιτών επί των θυγατέρων του, ως μικρότερη, έναντι της επί των δύο φιλοξενουμένων του ανδρών απειλουμένης ασελγείας, όχι βεβαίως μόνον λόγω των κρατούντων περί φιλοξενίας: «μηδέ αθέσμουςεπινοήσητε μίξεις· αλλ’ εί και βούλεσθε της μανίας υμών (της ομοφυλοφιλικής) τον οίστρον παραμυθήσασθαι. εγώ τούτο παρέξω, ώστε κουφότερον υμών γενέσθαι το τόλμημα»].

– Στην πορνεία, «ει και παράνομος, αλλά κατά φύσιν η μίξις», ενώ στην ομοφυλοφιλία «και παράνομος και παρά φύσιν». Στην Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) αναφέρεται ως παροιμιώδης η τιμωρία των πόλεων Σοδόμων και Γομόρρας, των οποίων «αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα» υπήρξαν (Γεν. 18, 20) και «ουχ αι τυχούσαι, αλλά και μεγάλαι, και σφόδρα μεγάλαι. Ξένον γαρ τρόπον παρανομίας επενόησαν και αλλοκότους και αθέσμους των μίξεων νόμους εφεύρον», δηλαδή, «ανέτρεψαν τους της φύσεως νόμους και ξένας και παρανόμους επενόησαν μίξεις» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΒ’].

– Η τιμωρία τους υπήρξε παραδειγματική, επειδή τα ομοφυλοφιλικά τους πάθη είχαν πλέον καταστή καθολικά, «ως άπαντας της λύμηςαναπλησθήναι πάσης», και «ανίατα» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΒ’], ως «μηδεμίαν θεραπείαν επιδέξασθαι βουλομένους» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΓ’].

Η σοδομική τιμωρία αποτέλεσε και «υπόμνημα διηνεκές ταις μετά ταύτα γενεαίς, ώστε μη τοις αυτοίς επιχειρείν, ίνα μη τοις αυτοίς περιπέσωσι» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΜΒ’, Στις μεγάλες αμαρτίες των Σοδομιτών συμπεριλαμβάνονται ασφαλώς και άλλες, όπως η καταδυνάστευση των «ασθενεστέρων» από τους δυνατωτέρους και των «πενήτων» από τους πλουσίους (Ομιλία MB’), η αναφερομένη όμως έκτοτε ως «σοδομική» αμαρτία της ομοφυλοφιλίας υπήρξε «η άφατος και πάσης συγγνώμης απεστερημένη» (αυτόθι), ώστε «αφανισμού δείσθαι παντελούς» (αυτόθι). Σε αυτήν αποκλειστικά αναφέρεται το κείμενο της Γενέσεως με το παράδειγμα, το οποίο παρατίθεται προ της αποφασισμένης και ήδη επικειμένης καταστροφής, της προσπαθείας των Σοδομιτών, «από νεανίσκου έως πρεσβυτέρου, άπας ο λαός άμα» (Γεν. 19, 4), να αποσπάσουν από τον Λωτ τους δύο ανθρώπους (Αγγέλους), λέγοντας «τα της ασελγείας εκείνα ρήματα» (αυτόθι, Ομιλία ΜΓ’): «εξάγαγε αυτούς προς ημάς, ίνα συγγενώμεθα αυτοίς» (Γεν. 19, 5). Τις ασελγείς προθέσεις τους διευκρινίζει πλήρως η ανωτέρω απάντηση του Λωτ, να τους εκδώσει τις δύο θυγατέρες του αντ’ αυτών προς απόλαυση (Γεν. 19, 7-8), και αποσαφηνίζει δεόντως ο ιερός Χρυσόστομος ως «άφατον της παρανομίας υπερβολήν», «ασύγγνωστον επιχείρησιν», «τόλμαν αναιδή και αναίσχυντον» (αυτόθι), «πονηράν πράξιν», «παραδειγματισμόν (διαπόμπευση) της φύσεως», «αθέσμους μίξεις», «μανίας οίστρον», «παρανομίαν», «ύβριν» (αυτόθι), «πονηράν και ακόλαστον επιθυμίαν» (αυτόθι).

Στο Λευιτικό αναφέρεται δύο φορές στο «βδέλυγμα» της αρσενοκοιτίας: «και μετά άρσενος ου κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν (δεν θα συνευρεθείς με άρρενα, όπως με γυναίκα), βδέλυγμα γαρ εστιν» (18, 22)· «και ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι» (20, 13). Στην απαγόρευση αυτή του θείου Νόμου αναφερόμενες οι Αποστολικές Διαταγές εντέλλονται: «Ουκέτι δε και η παρά φύσιν βδελυκτή μίξις… εχθρά γαρ Θεού υπάρχουσα· και γαρ παρά φύσιν εστίν η Σοδόμων αμαρτία», την οποία δεν ονομάζουν απλώς αμαρτία, αλλά «ασέβημα», οι φορείς του οποίου «διάλυσιν κόσμου μηχανώνται, τα κατά φύσιν παρά φύσιν επιχειρούντεςποιείν» [Βιβλ. IV, κεφ. κη’, PG 1.984Α. 

-Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, απευθυνόμενος σε χριστιανούς προερχομένους κατά πλειοψηφία από τον εθνικό κόσμο, είναι ιδιαιτέρως σαφής και κατηγορηματικός με το ομοφυλοφιλικό βδέλυγμα της  ειδωλολατρικής πλάνης, το οποίο ως εκ προοιμίου αφορίζει από την Εκκλησία της Ρώμης: Αυτοί, οι οποίοι «ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου», παραδόθηκαν (εγκαταλείφθηκαν) «εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν εαυτοίς» (1, 23-24). Αυτοί, οι οποίοι «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (1, 25), παραδόθηκαν «εις πάθη ατιμίας· αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως τε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήνχρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν, ην έδει της πλάνης αυτών, εν εαυτοίς απολαμβάνοντες» (1, 26-27), δηλαδή, «εν αυτή τη ηδονή ταύτην την κόλασιν ούσαν» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Προς Ρωμαίους Επιστολήν]

Στην επικρατούσα σήμερα πλάνη γύρω από το θέμα αυτό και στην προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο Θεός δεν ασχολείται με τα γενετήσια προβλήματα των ανθρώπων, η φωνή του Παύλου, επίκαιρη και αποκαλυπτική, αποκαθιστά την αλήθεια: «μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται… βασιλείαν θεού κληρονομήσουσι» (Α’ Κορ. 6, 9- 10). Και οι μαλακοί, δηλαδή οι παθητικοί στην ομοφυλοφιλική πράξη, οι «αισχροπαθούντες» [Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, Προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής Εξήγησις], οι εκθηλυσμένοι και οι κίναιδοι, οι «ηταιρηκότες» [Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Α’ Προς Κορινθίους Επιστολήν].

Επίλογος

Στον χώρο του Θεού, στην Εκκλησία «ο χθές και σήμερον, ο αυτός και εις τους αιώνας» θείος Νόμος του Χριστού είναι ο Κώδικας, ο οποίος  ρυθμίζει τη γενετήσια συμπεριφορά του ανθρώπου του Θεού, χωρίς να αναγνωρίζει ανθρώπινα δικαιώματα στην αμαρτία, και ο οποίος είναι αδύνατο να υποκατασταθεί από την ψυχιατρική επιστήμη, η οποία μετατρέπει το αμάρτημα σε ανωμαλία ή παρέκκλιση ή παραλλαγή από κάποιο κανόνα [Ντ. Μουστερή, «Ψυχολογική άποψη της ομοφυλοφιλίας», Σεμινάριο «Η Ομοφυλοφιλία» της Παγκύπριας Εταιρείας Ψυχικής Υγιεινής, Λευκωσία 1982]. Η ομοφυλοφιλία είναι ανθρώπινο δικαίωμα όντως, εφ όσον το άτομο που τη διεκδικεί δεν είναι «συντεταγμένο στον Χριστό»Με την ελεύθερη σύνταξή του σε αυτόν επαναλαμβάνει το «ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26, 39), «αλλ’ ου τι εγώ θέλω, αλλά τι συ» (Μάρκ. 14, 36).

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης: «Πριν γεννηθεί ο Χριστός, Άγγελος Κυρίου θανάτωσε όλους τους ομοφυλόφιλους, καθώς είναι Θεομίσητη αμαρτία»

Σε σημείωση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, στα Προλεγόμενα του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως, από το Εορτοδρόμιο (τόμος Α’, σελ. 145), αναφέρονται τρία θαύματα που ακολούθησαν την Γέννηση του Χριστού.

Παραθέτουμε εδώ το τρίτο συγκλονιστικό θαύμα: «Τρίτον δε και τελευταίον θαύμα ηκολούθησεν εν τη Χριστού Γεννήσει· λέγει γαρ ένας Διδάσκαλος, ότι την νύχτα εκείνην, κατά την οποία εγεννήθη ο Δεσπότης Χριστός, έστειλε πρώτον ένα Άγγελον και εθανάτωσεν όλους τους αρσενοκοίτας, όπου ήσαν εις τον Κόσμον, και έπειτα εγεννήθη, διά να μη ευρεθή τότε εις την γην μία τοιαύτη Θεομίσητος αμαρτία (παρά Ιερονύμω)»…

Σχόλιο : «Ίσως τώρα να γίνεται ακόμα πιο φανερό σε καλοπροαίρετους αναγνώστες ότι το αμάρτημα αυτό αποτελεί βδέλυγμα στα μάτια του Θεού και ότι όσοι επιχειρούν να θεσμοθετήσουν «γάμους» και «σύμφωνα συμβίωσης» μεταξύ ανθρώπων του ιδίου φύλου, βλασφημούν και αντιτίθενται στο θέλημα του Θεού.».