O άγιος μελισσοκόμος που μοίρασε όλο του το βιός κι έγινε από άρχοντας φτωχαδάκι

Την 1η Δεκεμβρίου  γιορτάζει ένας πολύ σπουδαίος άγιος,μια σπάνια περίπτωση πίστης κι αγάπης στον Θεό και στους αδελφούς Του.

Ο άγιος Φιλάρετος αξίζει παραπάνω από μία αναφορές και αυτό θα πράξουμε

 

Image Hosted by ImageShack.us


                                         Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ
Μεγάλη είναι η χαρά της προσφοράς και της ελεημοσύνης στον άνθρωπο με διαστάσεις αιωνιότητας, ενώ η ευχαρίστηση και η ικανοποίηση της ιδιοκτησίας και γενικά των υλικών και φθαρτών αγαθών είναι ευτελής και πρόσκαιρη.
Ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου και Απόστολος της αγάπης πάντα έλεγε το «τεκνία αγαπάτε αλλήλους». Έλεγε να αγαπάτε τους άλλους με τα έργα και την αλήθεια και όχι με τα λόγια.
Αυτή η έμπρακτη αγάπη και η ελεημοσύνη αλλά και η ταπείνωση και άλλες χάριτες έβαλαν το φωτοστέφανο στο όμορφο και ιλαρό πρόσωπο του Άγιου Φιλάρετου.
Ο ψαλμωδός της εκκλησίας μας αναφέρει: «Τοις Αγίοις τοις εν τη γή αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος και δια του Αγίου Φιλάρετου». Το συναξάρι της 1ης του μηνός Δεκεμβρίου μεταξύ των άλλων Αγίων αναφέρει: «Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος».
Ο Άγιος Φιλάρετος γεννήθηκε το 702μ.Χ. στην Άμνια της Παφλαγονίας, η οποία δέχονταν όπως και οι άλλες επαρχίες της Μικράς Ασίας τακτικές Αραβικές επιδρομές. Ήταν από τους ευγενείς του Πόντου και της Γαλατίας, γιος του Γεωργίου του Φερωνύμου.
Γεννήθηκε την ταραγμένη εκείνη εποχή όπου το Βυζάντιο σπαράσσονταν από την αίρεση της Εικονομαχίας. Είχε μεγάλη περιουσία και στην κατοχή του εκατοντάδες ζώα, βόδια, άλογα και μουλάρια για τις εργασίες του όπως όργωμα και μεταφορές, αλλά και δώδεκα χιλιάδες πρόβατα. Είχε ακόμα 48 τεράστια κτήματα εύφορα με πηγές για να ποτίζει τις καλλιέργειες και 250 δυνατά μελίσσια και πολλούς υπηρέτες.
Η γυναίκα του ήταν η Θεοσσεβώ από ευγενική οικογένεια και θεοσεβούμενη. Μαζί είχαν τρία παιδιά, ένα όμορφο γιο, τον Ιωάννη και δύο κόρες εξαιρετικά όμορφες, την Υπατία και την Ευανθία. Ο ίδιος έμοιαζε με τον φιλόξενο Αβραάμ και Ιακώβ. Και όσο έδινε τόσο πλήθαιναν τα αγαθά του.

Ο θεός όμως θέλησε να τον δοκιμάσει όπως άλλοτε και τον πολύαθλο Ιώβ. Και ενώ αυτός ο άνθρωπος συνέχιζε αδιάκοπα και με χαρά να μοιράζει στους φτωχούς και πεινασμένους τα αγαθά του, ο θεός σταμάτησε να του αποδίδει τα εκατονταπλάσια.
Τα κτήματα του τα άρπαζαν οι γείτονες του, το βίος του όλο το διασκόρπισε με γενναιοδωρία του, με τις επιδρομές των Ισμαηλιτών και με πολλές άλλες αιτίες και οδηγήθηκε σε μεγάλη φτώχια.
Όλα αυτά τα υπέμεινε χωρίς ποτέ να λυπηθεί ή να βλαστημήσει ή να αγανακτήσει.
Στο τέλος του έμειναν μόνο τα μελίσσια του, 250 κυψέλες, δυνατές και παραγωγικές. Και όταν ερχόταν προς αυτόν κάποιος φτωχός, μη έχοντας τι άλλο να του δώσει, τον έπαιρνε, πήγαινε στα μελίσσια, τρυγούσε μια κυψέλη και έδινε το μέλι στο φτωχό για να χορτάσει. Με τον τρόπο αυτό είτε ήταν καιρός για να τρυγήσει είτε δεν ήταν, εξάλειψε όλα τα μελίσσια του.

Ο Άγιος Φιλάρετος είχε και πολλά εγγόνια μεταξύ των οποίων η εγγονή του Μαρία κόρη της Υπατίας, της κόρης του, η οποία παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Στ΄ όπου βασίλευε εκείνη την εποχή στο Βυζάντιο μαζί με την μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Τους γάμους ετέλεσε ο Άγιος Ταράσιος το έτος 788μ.Χ. τον Νοέμβριο, ο οποίος ήταν τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Άγιος και η οικογένειά του μετά από αυτό έζησε κοντά στο παλάτι τέσσερα χρόνια χωρίς να δεχθεί να φορέσει μεταξωτά ρούχα και χρυσή ζώνη, αλλά πάντα βοηθούσε τους φτωχούς ανθρώπους και πεινασμένους.

Ο Θεός φανέρωσε στον Άγιο πότε θα έφευγε από τη ζωή και ο Άγιος κάλεσε κοντά του όλη την οικογένεια και τους συμβούλευσε να κάνουν καλά έργα στη ζωή τους, να κάνουν ελεημοσύνες στους φτωχούς και να ζουν ευτυχισμένοι και τότε μόνο θα έχουν θησαυρούς άφθαρτους εις την Βασιλεία των Ουρανών.
Θα σας υποδείξω, τους είπε, έμπιστους αγγελιοφόρους στους οποίους θα εμπιστευτείτε τα χρήματά σας που θα θελήσετε να στείλετε εκεί για να μη σας ζημιώσουν καθόλου. Προσέξτε, τους είπε, να μην μου τα στείλετε με τους πλούσιους αλλά με τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, τους ξένους, τους φυλακισμένους και τους ομοίους τους.
Προείδε ο Άγιος τη ζωή συγγενών του και τα χρόνια που θα ζούσαν στη γη και τους συμβούλεψε να πράττουν έργα αγαθά. Ευχήθηκε επίσης στον εγγονό του και πνευματικά γιο του Νικήτα προσευχόμενος στον θεό να ζήσει το παιδί αυτό πολλά χρόνια και να τον αξιώσει ο θεός να λάβει το άγιον και αποστολικόν σχήμα και να τηρεί τις εντολές και παραγγέλματα του.
Τους ευχήθηκε όλους και ενώ τους ευλογούσε ξαφνικά έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και άρχισε να χαμογελά και να ψέλνει: «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι Κύριε».
Και όταν τελείωσε τον ψαλμό, το σπίτι ευωδίασε από αρώματα. Μετά άρχισε να λέει το «Πιστεύω» και όταν το τελείωσε άρχισε το «Πάτερ Ημών» και όταν έφθασε στις λέξεις «γενηθήτω το θέλημά Σου» παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο πλήρης ημερών, αφού είχε φθάσει ενενήντα ετών και με όψη ανθηρή ωσάν τριαντάφυλλο και χρώμα ζωηρό.

Με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος την 1η Δεκεμβρίου εκάστου έτους θα πρέπει οι μελισσοκόμοι όλης της χώρας με τα αρμόδια όργανά τους, μελισσοκομικοί σύλλογοι και συνεταιρισμοί να τιμούν τον προστάτη τους Άγιο τελώντας Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία. Πρέπει επίσης την ημέρα εκείνη να μοιράζονται στον κόσμο προϊόντα της μέλισσας όπως μέλι, γύρη κ.λ.π. και συγχρόνως να ενημερώνεται ο κόσμος για τα αγνά προϊόντα της μέλισσας και τις ευεργετικές επιδράσεις, που έχουν στον ανθρώπινο οργανισμό.
Πρέπει να γίνει γνωστό στον κόσμο και περισσότερο στη νεολαία της χώρας μας η μεγάλη προσφορά των μελισσών στο περιβάλλον όπως οι επικονιάσεις δένδρων, φυτών και γενικά στην ισορροπία του περιβάλλοντος που στις μέρες το περιβάλλον περισσότερο από κάθε άλλη φορά βομβαρδίζεται ασύστολα και αλόγιστα από επικίνδυνα φυτοφάρμακα σε διάφορες καλλιέργειες, διάφορα απόβλητα, ρυπογόνες ουσίες κ.α.

Στέλιος Μαγαλιός
Μελισσοκόμος – Ιεροψάλτης

misha.pblogs.gr

Η προετοιμασία για την προσευχή (Αγ. Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ)

Η προσευχή έχει μεγάλη σημασία για τον άνθρωπο και γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρξει η σωστή προετοιμασία πριν από αυτήν – όπως λέει και η Παλαιά Διαθήκη: «Προετοιμάσου πριν προσευχηθείς και μην γίνεσαι σαν ένας που πειράζει τον Κύριο».

«Όταν θα σταθούμε μπροστά στον βασιλέα και Θεό μας για να συζητήσουμε μαζί Του», λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «ας μην βιαστούμε να το κάνουμε χωρίς προετοιμασία μήπως και μας δει από μακρυά να μην έχουμε τα όπλα και την στολή που αρμόζουν για την παρουσίαση ενώπιον του Βασιλέως και διατάξει τους υπηρέτες και δούλους Του να μας δέσουν και να μας εξορίσουν μακριά από το πρόσωπό Του και τις δεήσεις μας να τις σχίσουν και να τις πετάξουν στο πρόσωπό μας».

Η πρώτη προετοιμασία συνίσταται στο να εκδιωχτεί η πικρία και η κατάκριση για τον πλησίον. Αυτή η προετοιμασία διατάσσεται από τον Κύριό μας.

«Και όταν στήκητε προσευχόμενοι αφίετε είτι έχετε κατά τινός ίνα και ο πατήρ υμών ο ουράνιος αφή υμών τα παραπτώματα υμών. Ειδέ υμείς ουκ αφίετε, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών».

Η περαιτέρω προετοιμασία περιλαμβάνει την εκδίωξη των βιοτικών μεριμνών με την δύναμη της πίστης στο Θεό και με τη δύναμη της υπακοής και της παράδοσης στο θέλημα του Θεού. Επίσης με την αναγνώριση της προσωπικής αμαρτωλότητας που έχει σαν επακόλουθο την συντριβή και ταπείνωση του πνεύματος. «Αν επιθυμούσες θυσίες θα σου τις πρόσφερα» λέει ο προφήτης Δαυίδ στον Θεό εκ μέρους οποιουδήποτε που έπεσε και παραμένει στην πτώση. Όχι μόνο μια μερική θυσία του σώματος και της ψυχής αλλά ολόκληρη, «…ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει».

Ο Άγιος  Ισαάκ ο Σύρος επαναλαμβάνει το απόφθεγμα ενός άλλου αγίου: «Εάν ένας δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σαν αμαρτωλό, η προσευχή του δεν είναι δεκτή στον Θεό».

Θα πρέπει να στέκεται ένας μπροστά στον αόρατο Θεό σαν να Τον βλέπει και με την πεποίθηση ότι τον βλέπει και τον ακούει προσεκτικά. Θα πρέπει να στέκεται ένας μπροστά στον αόρατο Θεό, ακριβώς όπως ένας ένοχος εγκληματίας που είναι καταδικασμένος για αναρίθμητα εγκλήματα σε θάνατο στέκεται μπροστά σ’ένα αυστηρό και αμερόληπτο δικαστή. Ακριβώς! Στέκεται μπροστά στον κυρίαρχο Δεσπότη και Κριτή του, μπροστά στον Δικαστή στο βλέμμα του οποίου καμμιά ανθρώπινη ψυχή δεν θα δικαιωθεί· ο οποίος πάντα δικαιώνεται στις κρίσεις Του· ο οποίος, δεν καταδικάζει παρά μόνον όταν μέσα στην ανέκφραστη αγάπη Του συγχωρεί κάποιου τις αμαρτίες  και δεν «εισέρχεται εις κρίσιν μετά του δούλου Του».

Νοιώθοντας τον φόβο του Θεού και αισθανόμενος σ’ αυτόν τον φόβο την παρουσία του Θεού, όταν ένας προσεύχεται θα δει -χωρίς να βλέπει – με μια πνευματική αίσθηση, Αυτόν που είναι αόρατος, θα αντιληφθεί ότι η προσευχή είναι το να στέκεται με συναίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά στην φοβερή κρίση του Θεού.

Στάσου στην προσευχή με το κεφάλι σκυφτό και τα πόδια αλύγιστα και ακίνητα· βοήθησε την προσευχή σου με συντριβή της καρδιάς με αναστεναγμούς από τα βάθη της ψυχής και άφθονα δάκρυα. Μια ευλαβική εσωτερική στάση στην προσευχή είναι πολύ βοηθητική για όλους που παλεύουν στην κονίστρα της προσευχής, ιδίως στους αρχαρίους στους οποίους η διάθεση της ψυχής συμμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό με τη στάση του σώματος.

Ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει ευχαριστίες όταν προσευχόμαστε; «Τη προ­σευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία». Ο Απόστολος λέει ακόμη ότι την ευχαριστία την προστάζει ο ίδιος ο Θεός: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε· εν παντί ευχαριστείτε. Τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς».

Ποιά είναι η σημασία της ευχαριστίας; Είναι ότι δίνει ευχαριστίες στον Θεό για τις άπειρές Του ευλογίες που ξεχύνονται σε όλη την ανθρωπότητα και στον καθένα. Με μια τέτοια ευχαριστία η ψυχή γεμίζει με μια θαυμάσια ειρήνη· και γεμίζει με ειρήνη παρά το γεγονός ότι λύπες την περιζώνουν απ’ όλες τις πλευρές. Με την ευχαριστία ο άνθρωπος αποκτά μια ζωντανή πίστη έτσι ώστε να απορρίπτει κάθε ανησυχία για τον εαυτό του, καταπατά τον φόβο των ανθρώπων και των δαιμόνων και παραδίδεται ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού.

Μια τέτοια διάθεση της ψυχής είναι μια θαυμάσια προδιάθεση και προετοιμασία για προσευχή. Λέει ο Απόστολος: «Ως ουν παρελάβετε τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εν αυτώ περιπατείτε, ερριζωμένοι εν αυ­τώ και βεβαιούμενοι εν τη πίστει καθώς εδιδάχθητε, περισσεύοντες εν αυτή εν ευχαρι­στία» – δηλαδή μέσω της ευχαριστίας λαμβάνεται μια πληρότητα πίστεως. «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε· πάλιν ερώ, χαίρετε… ο Κύ­ριος εγγύς· μηδέν μεριμνάτε, αλλ’ εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν».

Η σημασία της πνευματικής προσπάθειας της ευχαριστίας εξηγείται με ιδιαίτερη πληρότητα από τους αγίους Πατέρες Βαρσανούφιο και Ιωάννη στο έργο τους «Καθοδήγηση στην πνευματική ζωή».

 

(Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη μαρτυρία», εκδ. Παγκυπρίου συλλόγου Ορθοδόξου παραδόσεως – Οι φίλοι του αγ. Ό

Συζυγία αρετής και μωρίας (Ιωαν. Κορναράκη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών)


 

    Ο αγώνας για την απόκτηση μιας αρετής δεν είναι πάντοτε ένα απλό εγχείρημα, δηλ. εύκολη και αυτονόητη κατάκτηση. Χρειάζεται ένας μεγάλος βαθμός εγρηγόρσεως και νήψεως στον αγώνα για την κατάκτηση μιας οποιασδήποτε αρετής, επειδή κάθε αρετή ζευγαρώνεται πολύ εύκολα με την αντίθετή της κακία

Σε κάθε αρετή αντιστοιχεί η αντίθετη προς αυτήν κακία και δεν είναι συχνά δύσκολο, αγωνιζόμενος κάποιος για την κατάκτηση μιας αρετής, να ολισθήσει στην αντίθετή της κακία. Αυτήν την πραγματικότητα την περιγράφει ως εξής ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (της Κλίμακος).

«Μερικές φορές καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και ένα βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπλεγμένες μαζί τους. Επί πα­ραδείγματι: Με την φιλοξενία συμπλέκεται η γαστριμαργία, με την αγάπη η  πορνεία, με την φρόνηση η πονηρία, με την πραότητα η υπουλότητα και η νωθρότητα και η οκνηρία… Με την σιωπή η διδασκαλική υπεροψία… Σε όλα δε αυτά ακολουθεί σαν κοινό κολλύριο ή μάλλον δηλητήριο, η κενοδοξία».

Στην περίπτωση επομένως που ο πνευματικός, καλοπροαίρετος αγωνιστής, δεν εφαρμόζει την εγρήγορση και νήψη, κινδυνεύει να εμπλακεί στην παγίδα κάποιας κακίας χωρίς να το αντιληφθεί, επειδή ο νους του και ο λογισμός του είναι προσηλωμένος στην απόκτηση κάποιας σημαντικής αρετής, χωρίς την υποψία της πιθανότητας κάποιας διολισθήσεώς του στην αντίθετη ή παραπλήσια προς αυτήν κακία. Αλλά και ο  Αββάς Θα­λάσσιος θα παρατηρήσει ότι.«Δίπλα σε όλες τις αρετές είναι φυτεμένες οι κακίες· και μάλιστα τόσο κοντά, ώστε οι πονηροί άνθρωποι να βλέπουν ακόμη και τις αρετές ως κακίες».

Και η παρατήρηση αυτή του αγίου Θαλασσίου δείχνει επίσης ότι η επιδίωξη μιας αρετής είναι συνδεδεμένη με πολλούς κινδύνους εκτροπής του πνευματικού αγωνιστή στους σκόλιους δρόμους της κακίας. Και μάλιστα ο μεγαλύτερος κίνδυνος φαίνεται πράγματι να είναι το «δηλητήριο» της κενοδοξίας, δεδομένου ότι κάθε κακία υπηρετεί την φιλαυτία την εγωλατρία και γενικώς τη στήριξη της ατομικής δαιμονικής αξιώσεως για κάθε είδους «θεοείδειαν», υλόφρονα και γεώδη ή πνευματική», στα πλαίσια της δαιμονικής υποβολής «και έσεσθε ως θεοί».

      Ο όσιος Νείλος ο ασκητής μας δίνει την εικόνα της συζυγίας, της σύμπλεξης αρετής και κακίας στην αδυναμία των πέντε μωρών παρθένων, της γνωστής ευαγγελικής περικοπής, να εισέλθουν μαζί με τον νυμφίο στη χαρά των γάμων, επειδή δεν προνόησαν να έχουν μαζί τους επαρκές έλαιον για τις λαμπάδες τους, αφού υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να χρονίσει ο ερχομός του νυμφίου.

Αλλά ποιά ήταν άραγε η κακία που διέπραξαν οι χαρακτηρισθείσες ήδη υπό του Κυρίου ως μωρές παρθένες;

Κατά τον όσιο Πατέρα, η κακία η οποία αμαύρωσε το κατόρθωμα της παρθενίας των πέντε νεαρών γυναικών ήταν η φιλοχρηματία, η οποία τους στέρησε τη δυνατότητα να κοσμήσουν την παρθενική ψυχή τους με την αρετή της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας προς τον πάσχοντα ποικιλοτρόπως πλησίον και συγχρόνως τις εμπόδισε να εισέλθουν στη χαρά των γάμων με τον νυμφίο.

Έτσι οι μωρές παρθένες παρουσιάζουν μια αντίφαση, την οποία ο όσιος Νείλος προβάλλει με τα ζωηρά χρώματα μιας ως μη ώφειλε συμπεριφοράς.

Είναι βέβαια γεγονός ότι, κατά τον όσιο Πατέρα, οι μωρές παρθένες απεδύθησαν σ’ ένα σκληρό αγώνα για να κατακτήσουν την αρετή της παρθενίας· «ενίκησαν την τυραννίδα της φύσεως, εχαλίνωσαν μαινόμε­νη επιθυμία, κατέσβεσαν την καιόμενη φλόγα της ηδονής, εφίμωσαν με τη δύναμη του πνευματικού νόμου το φρόνημα της σαρκός, επάτησαν, χωρίς να βλαβούν στο παραμικρό, τους καιόμενους άνθρακες των ερε­θισμών προς ακολασίαν».

Ενώ λοιπόν οι μωρές παρθένες έκαναν αυτόν τον δυσκολότατο αγώνα (που για πολλούς ανθρώπους είναι αδύνατος), έμειναν απαθείς στην εκδήλωση και προσφορά συμπαθείας και ελέους προς τους αναξιοπαθούντες αδελφούς, που αποτελούσε έργο ευχερές, αφού «ου πόνος, ούχ ιδρώς, ου κάματος, βούλησις δε μόνη» εχρειάζετο για τη θεοφιλή πραγματοποίησή του.

Αυτή η αντίφαση μεταξύ της κατακτήσεως μιας τόσο σπουδαίας αρετής, όπως η παρθενία, και της παραλείψεως ενός τόσο σημαντικού χρέους φιλανθρωπίας και οικτιρμών προς τους πάσχοντας αδελφούς δικαιολογεί, κατά τον όσιο Νείλο, τον χαρακτηρισμό των πέντε αυτών γυναικών ως μωρών, που τους προσήψε η θεία Γραφή. Διότι· «το δυ­σχερές, και του αδυνάτου πλησίον την παρθενίαν κατορθώσασαι, του ελάττονος και λίαν αν ευκόλου κατημέλησαν».

Συχνά, ο καλοπροαίρετος – συνειδητός πνευματικός αγωνιστής, εφόσον νήφει και γρηγορεί και διαλέγεται με πνεύμα ταπεινώσεως με τον εσώτερο εαυτό του, τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπο, μπορεί να εντοπίσει στην προσωπική του ζωή αυτή τη συζυγία αρετής και μωρίας. Ίσως οι περισσότεροι χριστιανοί είμαστε ενάρετοι σε κάποιες πλευρές της ζωής μας αλλά συγχρόνως και θύματα ή δούλοι μιας μωρίας, κάτω από την σκέπη της οποίας φιλοξενούνται αντιφάσεις και αναπαύονται παραβάσεις ευαγγελικής ζωής.

Σε τέτοιες περιπτώσεις εντοπίζονται, με πειστική ενάργεια, ενδοψυχικές ακαταστασίες, διασπάσεις και δυσαρμονίες, οι οποίες έχουν επισημανθεί επιγραμματικά από την αποστολική γραφίδα του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου· «Ανήρ δίψυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού».

Συχνά έχουμε ίσως καθορίσει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) ένα «κομ­μάτι» του εαυτού μας για τα «θρησκευτικά» μας καθήκοντα ή για κάποιο είδος πνευματικής ζωής, που καθησυχάζει τη συνείδησή μας, ότι είμαστε άνθρωποι του Θεού. Αλλά έχουμε επίσης εγκαταλείψει ένα άλλο «κομμάτι» του εαυτού μας στο έλεος της λατρείας των ειδώλων του κόσμου τούτου. Αυτή ακριβώς είναι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η μωρία των χριστιανών· μια ανόσια συμπόρευση με τη μωρία του κόσμου, που μας αποδεικνύει ανθρώπους του κόσμου τούτου. Συχνά συλλαμβανόμαστε άνθρωποι του κόσμου τούτου, τη στιγμή που διατηρούμε μέσα μας την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου του Θεού και της Εκκλησίας Του.

Τέτοιες πάντως ανόσιες συζυγίες έχουν διδάξει τον πατερικό άνθρωπο να είναι αποκλειστικά προσανατολισμένος στον κακό εαυτό του, στα κρύφια και άγνωστα σ’ αυτόν αίτια των αδυναμιών του και των συμπεριφορών εκείνων, που προκαλούνται από υποβολές του παλαιού ανθρώπου, ο οποίος, ως ανύστακτος και επίβουλος ανταγωνιστής του, προσπαθεί να εξουδετερώνει το όφελος των πνευματικών του κατακτήσεων.

Η στάση αυτή του πατερικού ανθρώπου μάς διδάσκει να κλείνουμε τα μάτια μας στη λάμψη κάποιας αρετής ή κάποιου χαρίσματός μας και να τα κρατάμε αδιάλειπτα ανοικτά στο «σκότος το εν ημίν». Μια τέτοια εγρήγορση και νήψη δεν ευνοεί ασφαλώς ανόσιες και μωρές συζυγίες αρετής και κακίας.

 

(Περιοδικό: «Ορθόδοξη μαρτυρία», έκδοση Παγκυπρίου συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως, Οι φίλοι του Αγίου Όρους.)

Eικόνες από το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στην κατεχόμενη Καρπασία

Παράδοση και μαρτυρίες

Η παράδοση θέλει τον Απόστολο Ανδρέα να έχει αποβιβαστεί στο μέρος όπου είναι κτισμένο το μοναστήρι, όταν το καράβι, με το οποίο ταξίδευε, αναγκάστηκε να σταθμεύσει σε παρακείμενο λιμανάκι. Εκεί ο Απόστολος δημιούργησε πηγή στο βράχο, το σημερινό αγίασμα, και προσέφερε νερό στους διψασμένους ταξιδιώτες. Στην ίδια τοποθεσία κτίστηκε αργότερα από τον καπετάνιο του καραβιού, του οποίου το τυφλό παιδί θεράπευσε ο Απόστολος, ναός αφιερωμένος στον πρωτόκλητο μαθητή του Χριστού.
Η πρώτη μαρτυρία, που υπάρχει για την ονομασία του
λιμενίσκου, που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι, είναι από τον Αγγλοσάξονα προσκυνητή Seawolf, του 1103 μ.Χ., που το αποκαλεί «λιμανάκι του Αποστόλου Ανδρέα». Ο Seawoff δεν δίνει άλλες πληροφορίες και ούτε αναφέρει οτιδήποτε για την ύπαρξη μοναστηρίου στην περιοχή. Όμως, η αναφορά του αυτή είναι πολύ σημαντική, συνδέει το όνομα του Αποστόλου με το άκρο της Καρπασίας από τα βυζαντινά χρόνια, ένδειξη ότι η σχετική παράδοση για τον Απόστολο Ανδρέα ήταν διαδεδομένη από τότε. Μια άλλη σημαντική μαρτυρία με σαφή αναφορά, αυτή τη φορά, σε ύπαρξη μοναστηρίου στην περιοχή, γίνεται το 1191 από τον Άγγλο ιερωμένο Benedict of Peterborough (+1193), ο οποίος αναφέρει ότι ο τότε διοικητής της Κύπρου Ισαάκιος Κομνηνός (1185-1191) συνελήφθη από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο σε πολύ καλά οχυρωμένο μοναστήρι, «πού ονομαζόταν Ακρωτήριον του Αποστόλου Ανδρέα». Φαίνεται ότι το όνομα του
Αποστόλου επεκράτησε από τότε για το ακρωτήρι, αφού σημειώνεται σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου με το όνομα «Capo de Sando Andrea». Από τα κτίσματα του πρώτου αυτού μοναστηρίου δεν διασώθηκαν καθόλου ίχνη. Στη θέση τους ανηγέρθη αρκετά χρόνια αργότερα – κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα – ναός που υπάρχει μέχρι τις μέρες μας, όχι όμως και τα κτίρια που τον περιέβαλλαν. Παρόμοια αναφορά στο όνομα του ακρωτηρίου γίνεται και από πολλούς περιηγητές, που επισκέφθηκαν την Κύπρο, τόσο κατά την περίοδο της λατινοκρατίας (1191-1571), όσο και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1571-1878). Ο Άγγλος περιηγητής Richard Pococke, που επισκέφθηκε Το μοναστήρι το 1738, αναφέρει πως ήταν τότε ακατοίκητο και πως ζούσαν σ’ αυτό παλαιότερα δύο ή τρεις μοναχοί.
(Κ. Κοκκινόφτα, «Το Μοναστήρι του Απ. Ανδρέα…», Κυκκώτικα Μελετήματα Α’, Λευκωσία 1997, σσ. 205.)



Έρημο το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα χωρίς τον σταυρό του. Τον απέκοψαν οι τούρκοι κατακτητές


Η πλατεία του Απ. Ανδρέα (1998) πριν την καταστροφή της από τους τούρκους με την ανοχή και συνδρομή δυστυχώς και δικών μας ανθρώπων.


Ιδού πως κατάντησαν οι «ειδικοί» την πλατεία του Αγίου μας. Τη όργωσαν κυριολεκτικά


Η φωτογραφία αυτή λήφθηκε προτού γίνουν οι καταστροφικές εργασίες από την UNOPS που χάριν του ονόματος «τοπιοτέχνηση» κατάστρεψαν την όμορφη πλατεία σε χώρο άχρηστο και γεμάτο αγριόχορτα.
Η πλατεία προς τη νοτιοδυτική πλευρά. Στο βάθος ο δρόμος (το δεύτερο καντζιέλλι. Αριστερά το κέντρο του Απ. Ανδρέα. Δεξιά η χαβούζα όπου οι επισκέπτες έπιναν νερό για να ξαποστάσουν. Αριστερά από τη χαβούζα στο βάθος φαίνονται μέρος των κοιτώνων όπου κατέλυαν οι προσκυνητές. Στο βάθος κέντρο τα κρεοπωλεία (κάθε Σαββατοκύριακο ερχόταν κρεοπώλες από το Ριζοκάρπασο και πουλούσανε κρέας στους επισκέπτες.(Μέσσιος, Όττομος, Κάμηλος, Ττούλος, Στελιούρι, Όμπασιης και άλλοι.


Η μοναδική μοναχή του αποστόλου Ανδρέα


Η Χαρακτηριστική σε όλους του Ριζοκαρπασίτες φιγούρα  Τάκης του Ττοφουρκού, που από το 1974 υπηρετεί την χάρη του ενώ κάποιο άλλοι, εμείς δηλαδή τον εγκαταλείψαμε έρμαιο στα βρώμικα χέρια των κατακτητών


Ο οικονόμος του Απ. Ανδρέα πάτερ Παπαζαχαρίας που από το 1974 στάθηκε άγρυπνος φύλακας του μοναστηριού κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες.


Η παλιά εκκλησία


Τα τάματα του Αποστόλου Ανδρέα. Σημάδια της πίστης των Ελλήνων της Κύπρου


Πλήθος τα τάματα μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων


Η βορειοδυτική (πίσω) πλευρά του μοναστηριού


Αρχιεπισκοπικό εξοχικό μέγαρο. Το έκτισε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος γύρω στο 1970


Όταν κάποτε δεν το’σκιαζε η φοβέρα και δεν το πλάκωνε η σκλαβιά.

ΠΗΓΗ.Ριζοκάρπασον.

Ένα μεγάλο θαύμα του Απ. Ανδρέα το 1912.


(α. περιγραφή) Την 10ην Αυγούστου 1912 γίνεται μέγα και πρωτάκουστον θαύμα. Ακούσατε με πολλή προσοχή να θαυμάσετε και να δοξάσετε τον πανεύφημον θαυματουργόν Απ. Ανδρέαν. Από την πόλιν Αλλαγίαν της Μικράς Ασίας ήταν μια γυναίκα Ελληνίδα ονόματι Μαρία, που είχε έναν υιόν 13 ετών, τον Παντελή. Μίαν ημέραν ενώ είχε βγη έξω ο Παντελής, τον επήραν οι Τούρκοι και τον έφεραν κρυφά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον εσπούδασαν, παρά τη θέληση του, τα τούρκικα και τον έκαμαν δερβίσην. Φανερά ήταν δερβίσης, αλλά εις το κρυπτόν ήτο ορθόδοξος Χριστιανός και έκρυπτε πολύ μυστικά μέσα στα ενδύματα του ένα εικόνισμα της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, το οποίον προσκυνούσε τακτικά.
Η δυστυχής μητέρα, που δεν εγνώριζε πού ευρίσκετο ο υιός της και αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, έκλαιε απαρηγόρητα ημέρα και νύκτα. Εγονάτιζε και παρακαλούσε θερμά το Θεό και όλους τους Αγίους δια να της φανερώσουν πού βρίσκεται ο υιός της, αν ζη ή απέθανε δια να υπάγη να τον εύρη. Μια νύχτα ενώ ήταν γονατισμένη και έκλαιγε απαρηγόρητα παρακαλώντας το Θεό και τους Αγίους, απεκοιμήθη με συντροφιά τον πόνο. Ενώ εκοιμάτο είδε στο όνειρο της τον πολυθαύμαστον Απόστολον Ανδρέαν, ο οποίος της είπε:

-«Γρηά, γιατί κλαίεις απαρηγόρητα;» Κι’ αυτή του αποκρίνεται:

– «Έχασα το γιο μου 20 χρόνια τώρα, εγύρισα πόλεις και χωριά πολλά, μα δεν άκουσα πουθενά αν ζη ή απέθανε».
Και τότε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού, της λέγει:

-«Ακουσε γρηά να σε καθοδηγήσω για να βρης το γιο σου. Να υπάγης την τάδε ημέρα του τάδε μηνός με ένα Αυστριακό καράβι, που πηγαίνει στην Κύπρο και εκεί θα βρης το γιο σου, ο οποίος ζη και είναι καλά. Να επιστρέψης με το ίδιο πλοίο. Να σημειώσης την ημερομηνία κατά την οποίαν θα υπάγης στο λιμένα της Μερσίνας και θα εύρης το πλοίο. Θα παρακαλέσης τον Καπετάνιο και θα του πης όλα τα συμβάντα».
Πραγματικώς όταν κατέβη η γρηά στο λιμένα την ημέρα που της είπεν ο άγιος, ήταν το πλοίο έτοιμο για το ταξείδι του. Το καράβι ανεχώρησε για την Κύπρο. Κάποτε εφάνησαν τα παράλια της και στο βάθος πρόβαλλε η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου. Οι Κύπριοι επιβάται όταν την είδαν, έκαμαν το σταυρό τους λέγοντας: Να, η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου. ..

.Σε μια στιγμή την πλησιάζει και ένας δερβίσης (ο υιός της), που είχε την ίδια επιθυμία, δηλ. να ανταμωθή με τους γονείς του και να απαλλαγή από αυτή τη μισητή ζωή. Ο δερβίσης, λοιπόν, που ήταν μορφωμένος και φορούσε τούρκικο σαρίκι και μεγάλο γένι, λέγει της γρηάς:

– Γιατί, κυρά μου, κλαίεις έτσι απαρηγόρητα; Τι έχεις;

Η γρηά βλέποντας και ακούοντας έναν τούρκο, του λέγει:

-Αφέντη, αφού τόσον επιμένεις και θέλεις να μάθης τους πόνους μου, άκουσε. Προ 20 ετών εχάθη ο υιός μου πηγαίνοντας σχολείο και από τότε δεν ηκούσθη τίποτε πού βρίσκεται. Μετά, όμως, από πολλάς δεήσεις που έκαμα εις τον Θεόν και τους αγίους, με ωραμάτισεν ο Απόστολος Ανδρέας να υπάγω στην Κύπρο όπου είναι η Εκκλησία του για να προσκυνήσω. Τότε, Θεού οικονομία και του Αγίου ενεργεία, ο δερβίσης εγύριζε κι αυτός να βρη τους γονείς του. Λέγει, λοιπόν, προς αυτήν:

– Άκουσε γρηά, να σου ειπώ κάτι γι’ αυτά που ζητάς vq μάθης. Πες μου, ο σύζυγος σου ζη ακόμη και πώς ονομάζεται; Η γρηά του λέγει:

-Έχει καιρόν που απέθανεν ο άνδρας μου και ωνομάζετο Δημήτριος.

-Έχεις και άλλον υιόν;

– Μάλιστα.

– Πες μου, εσύ πώς ονομάζεσαι;

– Μαρία, του λέγει εκείνη.

– Και το όνομα του υιού σου, που εχάθηκε;

– Παντελής, του λέγει η γρηά.

Ο δερβίσης όταν άκουσε το όνομα του πατέρα του, της μητέρας του, του αδελφού του, το δικό του, συνεκινήθη πολύ, αλλά εβάσταξε ακόμη την τελευταίαν και σπουδαιοτέραν απόδειξιν, που είχε για τον εαυτό του, δηλαδή το σημάδι που είχεν εκ γενετής πάνω του, μια εληά κάτω από το μάγουλο.

– Γρηά, θα σε ερωτήσω ακόμη κάτι. Ενθυμείσαι αν ο υιός σου είχε κανένα σημάδι πάνω του; Τότε η γρηά συγκινήθηκε γιατί κατάλαβε ότι κάτι ήξευρεν ο δερβίσης για το γιο της και του λέγει: – Μάλιστα, είχε μίαν εληά κάτω από το μάγουλο.
Ο δερβίσης με τρεμάμενο χέρι σηκώνει το μεγάλο του γένι, το υψώνει και παρουσιάζεται η εληά, στο ίδιο σημείο που την είχεν ο υιός της ο Παντελής.

Η γρηά βλέποντας την ελιποθύμησε, έπεσε κάτω. Αμέσως ο δερβίσης και οι άλλοι επιβάται έχυσαν νερό στη γρηά και την συνέφεραν. Τότε αναστέναξε βαθειά και φώναξε άγρια:

– Αχ Θεέ μου και Απ. Ανδρέα, αυτός είναι ο χαμένος γιος μου που τον ζητώ 20 χρόνια… Τότε ενηγκαλίσθη τη γρηά μητέρα του και εφιλήθηκαν επί ένα λεπτόν, συνοδευόμενοι από δάκρυα χαράς και συγκινήσεως. Πόση χαρά δοκίμασαν, που εκφράστηκε σαν δοξολογία προς το Θεό και τον Άγιον. Μετά την βάπτισιν του Παντελή επήγαν και οι τρεις εις την εκκλησίαν του Απ. Ανδρέου, τον οποίον και προσεκύνησαν με δάκρυα χαράς, μετανοίας και συγκινήσεως. Όλη δε η Κύπρος εχάρη δια το θαύμα του Απ. Ανδρέου.

(β. περιγραφή) Την περίοδο της ηγουμενίας του Οικονόμου Χριστόφορου Κυκκώτη συνέβηκε ένα θαυμαστό γεγονός, που συγκλόνισε τους κατοίκους της Κύπρου και αύξησε το σεβασμό και την αγάπη τους προς τον Απόστολο Ανδρέα και το μοναστήρι του. Συγκεκριμένα γύρω στο 1896, οι Τούρκοι είχαν απαγάγει στην πόλη Αλλαγιά της Μικράς Ασίας το μοναχογιό μιας φτωχής Ελληνίδας της Μαρίας. Παρά τις προσπάθειες της γυναίκας να επανεύρει το γιο της, τούτο δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό. Ο μικρός Παντελής Χατζηγεώργη είχε οδηγηθεί από τους απαγωγείς του στις στρατιωτικές σχολές του κατακτητή και τα ισλαμικά τάγματα ώστε, μετά την αποφοίτησή του, να υπηρετήσει το Σουλτάνο και το Μωάμεθ. Έκτοτε η μητέρα του εναπόθεσε στο Θεό τις ελπίδες της για την ανεύρεσή του και με καθημερινές και συνεχείς προσευχές Τον ικέτευε να την ελεήσει. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1912, είδε στον ύπνο της κάποιον Ανδρέα, και της ανακοίνωσε ότι σύντομα θα συναντούσε το χαμένο γιο της. Η μάνα πεπεισμένη ότι ο επισκέπτης της δεν ήταν άλλος από το πρωτόκλητο μαθητή του Χριστού, αναχώρησε αμέσως με το αυστριακό ατμόπλοιο που εκτελούσε το δρομολόγιο Σμύρνης – Λάρνακας για προσκύνημα στο μοναστήρι του Αγίου, στην Κύπρο. Με το ίδιο καράβι ταξίδευαν επίσης πολλοί Κύπριοι – άνδρες και γυναίκες – οι οποίοι εργάζονταν στη Μερσίνα και στα Άδανα ως υπάλληλοι γερμανικής εταιρίας που κατασκεύαζε τα μεγάλα σιδηροδρομικά έργα της Ανατολής. Στο καράβι υπήρχε επίσης και μια μικρή ομάδα από δερβίσηδες, που επισκέπτονταν την Κύπρο για να διευθετήσουν διάφορες οικονομικές εκκρεμότητες των τεκέδων του νησιού.
Σε κάποια στιγμή, η Μαρία διηγήθηκε τα συμβάντα στις άλλες γυναίκες που συνταξίδευαν μαζί της και εξέφρασε τη βαθιά της πεποίθηση πως με τη βοήθεια του Αγίου θα επανεύρισκε το γιο της. Τη διήγησή της ακροαζόταν με πολύ ενδιαφέρον ένας από τους Δερβίσηδες, ο οποίος και παρατηρούσε προσεχτικά τη γυναίκα. Τελικά την πλησίασε και της απηύθυνε το λόγο, διαπιστώνοντας ότι ήταν η μητέρα του, αφού όπως φαίνεται, παρά την πολύχρονη παραμονή του στα τουρκικά ιεροδιδασκαλεία, εξακολουθούσε να διατηρεί ενθυμήσεις από την παιδική του ζωή. Αφαίρεσε τότε το κάλυμμα της κεφαλής και αφού ντύθηκε με ελληνικά ρούχα, ομολόγησε την χριστιανική του πίστη. Η χαρά και των δύο, όπως και όσον άλλων Χριστιανών ταξίδευαν μαζί τους, ήταν πολύ μεγάλη και ξεπερνούσε τα όρια της συγκίνησης. Μόλις δε το καράβι προσάραξε στη Λάρνακα, μητέρα και γιος έτρεξαν στο ναό του Αγίου Λαζάρου, όπου προσευχήθηκαν θερμά και ευχαρίστησαν τον Απόστολο Ανδρέα. Στη συνέχεια ο Παντελής ομολόγησε για δεύτερη φορά, μπροστά στον ιερέα του ναού παπά Ιωάννη Μακούλη, πίστη στο Τριαδικό Θεό. Ο παπά Ιωάννης σφράγισε την επάνοδο του Παντελή στο Χριστιανισμό με την τέλεση του μυστηρίου του χρίσματος. Ακολούθως αφού επισκέφθηκαν το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, όπου προσκύνησαν τον Άγιο και τον ευχαρίστησαν για τη θαυμαστή βοήθειά του, μετέβησαν στο μοναστήρι του Κύκκου στο οποίον παρέμειναν για λίγες μέρες.
» ΠΟΛΙΤΗΣ» 14/2/1999 


Ο Παντελής με τη μητέρα του

 

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το λαϊκό ποίημα που γράφτηκε για το θαύμα αυτό.Το ποίημα γράφτηκε από τον αείμνηστο λαϊκό ποιητή μας Ανδρέα Π. Μαππούραν το 1973.
 πηγη.Ριζοκάρπασον

Η Χρυσταλλού και το θαύμα του Αποστόλου Ανδρέα

Μιά φορά, ήταν μιά γυναίκα που την έλεγαν Χρυσταλλού. Τούτη η γυναίκα στον κόσμο είχε μόνο ένα γιό.Κι ήταν έξυπνος-έπαιρνε τα γράμματα πολλά- κι όμορφος και ζωηρός.
Μιάν ημέρα, μάνα μου, εβγήκαν οι Τούρκοι κι είδαν το παιδί πως ήταν παλλικάρι κι επήραν το. Από τότε η μάνα του… μέρα-νύκτα έκλαιε.
-Α, το γιό μου, α το γιό μου…Απόστολε Αντρέα μου, φανέρωσε μου τον, Απόστολε Αντρέα μου…
Μιά νύχτα πήγε ο Απόστολος Αντρέας και της λέει:
-Τι έχεις και κλέεις;
-Τι έχω; Μου κλέψαν το παιδάκι μου και δεν ηξέρω που ένι. Τον σκότωσαν; Ζεί; Τι τον εκάμαν δεν ηξέρω.
-Να μην μαραζώνεις, της λέει, τον έχουν πολλά καλά. Να μην κλέεις και σε δέκα χρόνους από τώρα να πάεις στο Μοναστήρι μου στην Καρπασία και θα τον εύρεις.
Έκτοτε σιώπησε η κακορίζικη, πήρε παρηγοριά.Πέρασε ένας χρόνος, άλλος ένας χρόνος…Τέλος πάντων να μην τα πολυλογούμε, τελείωσαν οι δέκα χρόνοι. Ετοιμάστηκε η Χρυσταλλού κι έπιασε τα τάματα που έταξε στον Απόστολο Αντρέα και πήγε στο Μοναστήρι του στην άκρη της Κύπρου. Πήρε πρόσφορα, άναψε λαμπάδες, έκαμε γιορτή, παράκληση, λειτουργήθηκε, μετάλαβε και βγήκε έξω από την εκκλησία. Είχε έγνοια, παρατηρούσε…Έρχονταν ξένοι πολλοί. Από ένα καράβι κατέβηκαν κάμποσοι κι ένας αξιωματικός των Τούρκων, ψηλός, όμορφος, λεβέντης. Παρατηρεί, εγνώρισεν την εκείνος.»Είναι η μάνα μου, λαλεί τούτη»! Πάει κοντά και της λέει:
-Ε, ποιά είσαι εσύ;
-Εκλέψαν μου το γιό μου, γιέ μου, εκλέψαν μου τον, εσκοτώσαν μου τον, τι τον εκάμαν δεν ηξέρω. Μου είπε όμως ο Απόστολος Αντρέας να’ ρτω σε δέκα χρόνους και θα τον εύρω.
-Θένα τον αναγνωρίσεις; Λαλεί της. Έχει τόσον καιρό να τον δεις.
-Θένα μου βοηθήσει, γιέ μου, ο Απόστολος Αντρέας να τον αναγνωρίσω.
Δεν έχει κανένα σημάδι πάνω του; Λαλεί της.
-Πάνω στο πόδι του. Από τον καιρό που ήταν μωρό, καθώς έπαιζε κοντά στη νεστιά, εκύλισ’ ένα κάρβουνο πάνω στο πόδι του.Μέχρι ν’ αρχίσει φωνές, μέχρι να πάω κοντά, κάηκε και σούρωσε. Τον πήρα στο γιατρό και του έβαλε κάτι πάνω και γλύκανε ο πόνος, και λίγο-λίγο υγίανε. Τού έμεινε όμως σημάδι.
-Έχω κι εγώ λαλεί της, ένα σημάδι. Σηκώνει τα ρούχα του…αρχίνησε κλάματα.
-Γιέ μου, λαλεί του, μα είσαι εσύ;
-Εγώ είμαι! Και λούστηκαν στο κλάμα.
Μάνι-μάνι πήγε κι αγόρασε ρούχα χριστιανικά για να βγάλει τα τούρκικα και πήγε εις τους παπάδες και τους είπε την ιστορία του.
-Να έρθετε να με διαβάσετε, να με λειτουργήσετε να φωρέσω τα ρούχα μου τα χριστιανικά, γιατί ηύρα τη μάνα μου.
Ήρθαν, εδιαβάσαν τον, ελειτουργήσαν τον, εκοινωνήσαν τον κι έκαψε τα ρούχα τα τούρκικα κι εφόρεσε τα ρωμεΐκα.

Είδες ο Απόστολος Αντρέας…! Πρέπει να’ χεις πίστη πάνω σου για να σε ακούει ο αφέντης μου ο Θεός.Πίστη και καλοσύνη.

Κυπριακό λαϊκό διήγημα βασισμένο σε΄αληθινή ιστορία
Μεταφέρθηκε σε γραπτό λόγο από τον Χαράλαμπο Επαμεινώνδα

ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΝΟCTOC

Πότε η υπομονή είναι τέλεια. (Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου)


 

H υπομονή σας πρέπει να είναι τέλεια και να κρα­τήσει ως το τέλος. Και πότε είναι τέλεια η υπομονή; Όταν σηκώνει κανείς τις δοκιμασίες όχι μόνο καρτε­ρικά, αγόγγυστα, αλλά και με χαρά, ευγνωμονώντας το Θεό για ό,τι παραχωρεί, όσο βαρύ κι αν είναι, όπως θα Τον ευγνωμονούσε για μια μεγάλη ευεργεσία. Πι­στέψτε ακράδαντα -γιατί αυτή είναι η αλήθεια- πως, υπομένοντας την άδικη κατηγορία, αξιώνεστε να συμπεριληφθείτε στη χορεία των μαρτύρων. Δεν πρέπει να χαίρεστε γι’ αυτό; Απεναντίας, αφήνοντας την καρ­διά σας να κυριεύεται από τη λύπη και το παράπονο, εκμηδενίζετε την άξια και την ωφέλεια του θείου δώ­ρου.

Όλοι οι άνθρωποι θα κριθούν από τον Κύριο στη δευτέρα παρουσία Του. Οι δίκαιοι, όμως, θα παρασταθούν στο θεϊκό Κριτήριο με αγαλλίαση ανέκφρα­στη, καθώς θα οδηγηθούν στην αγκαλιά του Θεού και στην αιώνια χαρά. «Είσελθε εις τήνχαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. 25:21), θ’ ακούσει τότε κάθε γνήσιος δούλος του Χριστού, όποιος δηλαδή εχει πίστη ορθή και ζωή θεάρεστη. Πίστη και ζωή, βλέπετε, είναι οι δύο απαραίτητες προύποθέσεις της σωτηρίας. Όπως είπε ο ίδιος ο Ιησούς, «ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύ­ριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, άλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 7:21).

«Υπομονής έχετε χρείαν» (Εβρ. 10:36). Η σοφή συμβουλή δεν είναι δική μου, αλλά του αποστόλου Παύλου. Να υπομείνετε, λοιπόν. Με την υπομονή κερδίζεται η σωτηρία της ψυχής, ή μάλλον αγοράζεται σαν ακριβό εμπόρευμα.

Υπομονή! Υπομονή και γενναιοψυχία! Πιστέψτε πως όλα από το Θεό προέρχονται και όλα για το καλό σας παραχωρούνται, εστω κι αν δεν μπορείτε να το δείτε καθαρά. Άλλωστε, η πίστη χρειάζεται σ’ εκείνα που δεν βλέπουμε και δεν καταλαβαίνουμε. Τα ορατά και κατανοητά δεν απαιτούν πίστη. Γι΄ αυτό λέει ο απόστολος: «Έστι πίστις… πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ, 11:1).

Ο Κύριος ας σας ελεήσει και ας σας ανακουφίσει, όπως Εκείνος ξέρει, με τις πρεσβείες της πολυεύ­σπλαχνης Παναγίας Μητέρας Του και του ακοίμητου φύλακα αγγέλου σας. Να σκέφτεστε όσους υποφέρουν, όσους καταδιώκονται, όσους βασανίζονται, όσους καταπιέζονται… και να παίρνετε κουράγιο από την υπο­μονή τους.

Η υπέρβαση της δυσκολίας τι σημαίνει; Ότι υπομένετε. Υπομένοντας, φυσικά, πονάτε. Άλλά δεν γί­νεται αλλιώς.

Είστε, είναι αλήθεια, πολύ ευαίσθητη και πληγώ­νεστε βαθιά από την τραγική κατάσταση πού αντιμε­τωπίζετε. Βέβαια, για την -ψυχοσύνθεση σας δεν έχετε καμιά ευθύνη. Ευθύνη, όμως, έχετε για την πιθανή υποταγή σας σε εμπαθή αισθήματα. Αν οργίζεστε, μαλώνετε, κατηγορείτε, βαρυγγωμάτε, τότε αμαρτάνετε ενώπιον του Θεού. Αν μονάχα πονάτε, αλλά υπο­μένετε δίχως γογγυσμό, δεν αμαρτάνετε.

Πάνω άπ’ όλα ασκηθείτε στην αγάπη. Το αίσθημα της αγάπης ας κυριαρχεί στην καρδιά σας. Τα έργα της αγάπης ας κυριαρχούν στη ζωή σας. Αγάπη να νιώθετε για όλους και να δείχνετε σε όλους, ακόμα κι εκείνους που σας πικραίνουν.

Να λέτε: Δόξα τω Θεω για όλα! Δόξα τω Θεώ, που μου στέλνει κάτι για να υπομένω! Δόξα τω Θεώ, που μου δίνει μια ακόμα ευκαιρία για να μπω στη βασι­λεία Του, τη βασιλεία που ανήκει σ’ όσους υπομείνουν ως το τέλος: «Ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ, 24:13). Εμείς βάζουμε την υπομονή. Και ο Θε­ός τη σωτηρία.

 

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Χειραγωγία στην Πνευματική Ζωή», Ι. Μ. Παρακλήτου)

Είναι απαραίτητη η άσκηση; (+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)


Η αγωνία για τον όλεθρο, που επιβάλλεται δυναμικά σ’ όλο τον κόσμο και η κραυγή της απόγνωσης, που από παντού ακούεται, μας έδωσαν την αφορμή και το σύνθημα να γράψουμε τα όσα περιλαμβάνονται σ’ αυτό το βιβλίο.

Ο όλεθρος στον οποίο οδηγούνται αναπόφευκτα οι άνθρωποι, οφείλεται ασφαλώς στη λανθασμένη χρήση των νοημάτων· αυτήν ακολουθεί η λανθασμένη χρήση των πραγμάτων που αποτελεί το πρακτικό βίωμα των ανθρώπων. Κατά τη Γραφή «ό γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει» (Γαλ. στ΄7). Είναι φυσική ανάγκη και συνέπεια, κάθε ενέργειά μας να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Αλλά κάθε ενέργειά μας μπορεί να υπόκειται, πέρα από την ελεύθερη επιλογή και προτίμηση, στη δουλεία, για την οποία ο θεόσοφος Πέτρος μάς ειδοποιεί «ώ γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. β΄ 19)

Αυτή η αποκάλυψη του Πέτρου μάς πληροφορεί για το μυστήριο αυτής της χρεοκοπίας όλων των ανθρώπων, οι οποίοι στενάζουν λόγω της δυναμικής επιβολής του ολέθρου. Ερευνώντας τη ρίζα του «ηττήματος» (Α΄Κορ. στ΄ 7) και της δουλείας που επακολουθεί, βρίσκουμε ότι είναι φυσική συνέπεια της μεταπτωτικής μας καταδίκης.

Η ίδια η Γραφή μας ερμηνεύει ότι η αρρωστημένη αυτή συνέπεια έγινε σε μας μόνιμο τραύμα στην παρούσα ζωή. «Και είπε Κύριος ο Θεός διανοηθείς· ου προσθήσω έτι του καταράσασθαι την γην, διά τα έργα των ανθρώπων, ότι έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. η΄ 21). Μετά την πτώση, μας επιβλήθηκε η ηττοπάθεια και η ροπή «επί τα πονηρά» εκεί δηλαδή που βρίσκεται το σύμπλεγμα του παραλόγου.

Αυτήν τη συμφορά μας, θρηνεί ο Παύλος περιγράφοντας με πικρία την καταδίκη: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ.ζ΄24). Και πραγματικά. Αποκτήσαμε σώμα θανάτου μαζί με το σωματικό θάνατο που ακολούθησε την πτώση.

Όσο λοιπόν, αυξάνουν οι οδύνες των ολέθριων συνεπειών, που κληρονομικά μεταφέρουμε, τόσο ταυτόχρονα αναπτύσσεται και η συναίσθηση της ανάγκης για την υπερνίκησή τους. Όσο και αν φαίνεται φθαρμένη και καταστραμμένη η προσωπικότητά μας με την πτώση, δεν χάθηκε το κεντρικό σημείο της δύναμής μας, που είναι η θέληση. Και όντας κύριος της θέλησής του ο άνθρωπος, έχει δικαίωμα επιβολής της κρίσης του. Να γιατί ο Παύλος μας υπενθυμίζει ότι αν και «πάντα ημίν έξεστιν, αλλ΄ ου πάντα συμφέρει»(πρβλ.Α΄Κορ.στ΄12).Με την ελεύθερη θέληση επιλέγουμε τις επιταγές της λογικής, που δεν θα είναι άλλες παρά το επιβεβλημένο καθήκον του προορισμού μας. Το «ου πάντα συμφέρει», μας πείθει ότι βαδίζουμε σύμφωνα με κάποιο σκοπό που βιαζόμαστε να επιτύχουμε.

Το σώμα όμως του θανάτου, το οποίο φορέσαμε μετά την πτώση, ο λεγόμενος «παλαιός άνθρωπος» (Ρωμ. στ΄6, Εφ. δ΄ 22, Κολ. γ΄ 9), αντιστέκεται δυνατά και ο ταπεινός και αδύναμος άνθρωπος σύρεται βίαια παντού. Στο έβδομο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής του ο Παύλος κάνει ακριβέστερη περιγραφή αυτής της δυστυχίας: «Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ΄ ό ου θέλω κακόν τούτο πράσσω… ευρίσκω άρα τον νόμον τω θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, ότι εμοί το κακόν παράκειται» (Ρωμ.ζ΄19,21). Ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται στο νόμο της διαστροφής, που ως δεύτερη φύση μας επιβάλλεται αν δεν αντισταθούμε.

Πέραν όμως του νόμου της διαστροφής, που επιμένει αδιάλειπτα είναι και η παρουσία του σατανά, που είναι αδίστακτος και ανύστακτος εχθρός του ανθρώπου. «Ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8). Και τώρα «τίς σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψαλμ. ρστ΄ 43). Το ισχυρό αντίδοτο αυτής της διαμάχης, αδελφοί μου, για να ανασυρθεί «το θνητόν υπό της ζωής» (Β΄ Κορ. ε΄ 4) είναι η περιεκτική άσκηση.

Εδώ στην «κοιλάδα του κλαυθμώνος» (Ψαλμ. πγ΄ 7), της μόνιμης εξορίας μας, υπάρχει η βίαιη ώθηση του γενικού ολέθρου. Και ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή. Το «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν» αυτό σημαίνει. Η «καρδία είναι το ταμείο, όπου προβάλλονται τα νοήματα και λαμβάνονται οι αποφάσεις» (πρβλ. Ματθ. ιε΄ 18-19). Χρειάζεται λοιπόν, διαρκής και ανύστακτη άμυνα για να καταπολεμεί ο άνθρωπος τις αντιθέσεις και να σωθεί απ’ αυτές. Η άσκηση μάς επιβάλλεται ως απαραίτητο μέσο εξυγίανσης, για να επιτελέσουμε σωστά το καθήκον μας. Εφ’ όσον λοιπόν, το νόημα της ύπαρξής μας δεν βρίσκεται στα πάθη και στο νόημα του παραλόγου – από τα οποία απειλούμαστε και στο παρόν και στην αιωνιότητα- αναπόφευκτα υπάρχει το πρόβλημα της καταπολέμησής τους για τη σωτηρία μας. Αυτό το πράγμα επιτυγχάνεται στη ζωή των λογικών υπάρξεων με ελεύθερο αγώνα, δηλαδή με την άσκηση.

Η άσκηση άλλωστε είναι από τα αρχαιότατα επιτεύγματα του ανθρώπου. Αρχίζει αμέσως με την έξοδο του ανθρώπου από τον Παράδεισο στον τόπο εξορίας του. Η άσκηση προβαλλόταν από τον άνθρωπο, που αισθανόταν την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής. Ιδιαίτερα όμως επέμενε στην άσκηση για να επιτύχει τις θρησκευτικές του αναζητήσεις.

Ολόκληρη η ανθρώπινη φύση, που υποδουλώθηκε στο νόμο της φθοράς και του θανάτου, δεν μπορεί με κανένα άλλο τρόπο να απαλλαγεί από τη βιαιότητα του παραλόγου παρά μόνο με την άσκηση. Λέγει ο Εκκλησιαστής: « Εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής» (Εκκλ. ι΄ 4) και πάλιν: «Αντίστητε τω διαβόλω και φεύξεται αφ’ υμών» (Ιακ. δ΄ 7).

Με την είσοδό μας στη ζωή απαιτείται ασφαλώς η επίγνωση και η προσπάθεια για πραγμάτωση του προορισμού μας. Η αρχική μας κατασκευή έγινε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του δημιουργού. Και η ανάπλασή μας απέδειξε αυτήν την αλήθεια.

Δίκαια πληροφορούμαστε ότι «ουκέτι εαυτοίς εσμεν αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι Χριστώ» (πρβλ. Β΄ Κορ. ε΄ 15). Και αυτό ακριβώς δείχνει το κεντρικό σημείο του προορισμού μας. Κανόνας της ανθρώπινης φύσης θεωρείται η ηθικότητα. Η σαφής πληροφορία ότι «ουκέτι εαυτοίς εσμεν» μας ανεβάζει σε ανώτερο καθήκον. Επειδή ανήκουμε ολοκληρωτικά στην κυριότητα και εξουσία του ανακαινιστή μας Ιησού Χριστού, οφείλουμε πλήρη υποταγή στο θείο θέλημα και άρα η ευθύνη της αποστασίας μας είναι βέβαιη και καταστροφική.

Πέραν όμως της ευθύνης της παρακοής και αποστασίας, γεννάται και το θέμα της προσωπικής μας σωτηρίας και εξυγίανσης, που είναι αποτέλεσμα της ακριβούς πρακτικής εφαρμογής των εντολών του ιατρού και σωτήρα μας. Εάν κατά τη Γραφή «ψυχή η αμαρτάνουσα αποθανείται» (Ιεζ. ιη΄ 20) τότε κλείνει κάθε στόμα και καθίσταται υπόδικος όλος ο κόσμος στο Θεό. Άρα δεν τίθεται πλέον θέμα επιλογής ή προτίμησης αλλά απόλυτου καθήκοντος. Ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα, που είναι σαφές και εκφράζει ελεύθερα την προτίμησή του: ή γίνεται οπαδός της «στενής και τεθλιμμένης οδού» που οδηγεί στη ζωή, τη Βασιλεία και όλο το πλήρωμα των θείων επαγγελιών ή εκλέγει την «πλατείαν και ευρύχωρον οδόν», που οδηγεί οριστικά στην απώλεια (πρβλ. Ματ. ζ΄ 13-14, Λουκ. ιγ΄ 24). Και εκτός της αλήθειας που περιέχεται στον ανωτέρω λόγο της θείας αποκάλυψης, υπάρχει και η μακρόχρονη και σαφέστατη ιστορία που υποδεικνύει την πραγματικότητα. Και «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».

Εάν ένα και μόνο πρόσωπο, ένας και μόνο άνθρωπος γινόταν υπήκοος και εφαρμοστής των εντολών του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, του σωτήρα και ανακαινιστή μας, ήταν αυτό μόνο αρκετό για να μας αποδείξει την αλήθεια ότι «πιστός Κύριος εν πάσι τοις λόγοις αυτού» (Ψλαμ. ρμδ΄ 13). Αλλά από τότε μέχρι σήμερα εκατομμύρια αθλητών επισφραγίζουν καθημερινά, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, τη μοναδική αυτήν αλήθεια. Η απέραντη στρατιά των αθλητών και ηρώων του μεγαλοπρεπούς αυτού θριάμβου, με το διαρκές και ακαταπόνητο στοιχείο της άσκησης, πέτυχε το σκοπό της και υποκινεί και μας επίμονα σ’ αυτό. Τώρα «τίς σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψλαμ. ρστ΄ 43).

Αναλύσαμε σύντομα το απαραίτητο της άσκησης και το ότι σε όλη την κοινωνική μας ζωή και αγωγή είναι απόλυτα αναγκαίο. Τώρα περισσότερο θα ασχοληθούμε με το κεντρικώτερό μας θέμα. Να δώσουμε με συντομία και σαφήνεια τη γενική εικόνα της ορθόδοξης χριστιανικής άσκησης. Γιατί, όπως ο Κύριος επεσήμανε, «ενός δε εστι χρεία» (Λουκ. ι΄ 42).

Για μας τους ορθοδόξους, χριστιανός είναι μόνο εκείνος, ο οποίος δέχεται το Χριστό, ως την απόλυτη αλήθεια και δικαιοσύνη, ως το μόνο Θεό δημιουργό και σωτήρα. Ο Χριστιανισμός αποτελεί για μας μοναδική αποκλειστικότητα, που δεν δέχεται συμβιβασμό, επιμειξία ή εξέλιξη. Με βάση τους λόγους του ίδιου του λυτρωτή μας πιστεύουμε ότι «ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. ια΄ 27) και «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιω. ιδ΄ 6) και «εάν μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών» (Ιω. η΄ 24).

Τονίσαμε τη σημασία της άσκησης ως του πιο κατάλληλου μέσου γι’ αυτούς που αγωνίζονται και προσπαθούν να επιτύχουν το σκοπό τους. Δεν κρύβουμε όμως, ότι και αυτό το κατόρθωμα δεν είναι ο σκοπός αλλά ένα επωφελέστατο μέσο. Ο παράγοντας της ελευθερίας, της εξυγίανσης και αυτής της ανάστασής μας είναι μόνο η θεία Χάρη. Η σπουδή και η προσπάθειά μας να βρισκόμαστε σε επιφυλακή, φανερώνει αυτό το οποίο ομολογήσαμε στο βάπτισμα ότι «αποτασσόμεθα τω σατανά και πάσι τοις έργοις και τη πομπή αυτού και συντασσόμεθα τω Χριστώ». Με την εκούσια εκλογή και ταυτόχρονα προτίμηση, εκδηλώνεται η ελευθερία μας ως λογικών υπάρξεων και αποδεικνύεται η θεοειδής καταγωγή μας.

Ερχόμενοι με την πίστη στη θεογνωσία, διδασκόμαστε αμέσως τα απαραίτητα καθήκοντα διαμέσου των οποίων θα πάρουμε μέρος στις θείες επαγγελίες. Ο Κύριός μας, μας πείθει ότι δεν αρκεί και δεν μας ωφελεί να γνωρίζουμε αφηρημένα μόνο ότι υπάρχει ο Θεός. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. ζ΄ 21). Θα πάρει μέρος στις επαγγελίες μου μόνο «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς» (Ιω. ιδ΄ 21). Ο «έχων», δηλαδή όποιος φρόντισε να μάθει τα νοήματα και το σκοπό των εντολών μου και μετά να γίνει «τηρών», δηλαδή να τις εφαρμόσει. Και τονίζει τη σημασία της τήρησης των εντολών· «εκείνος εστιν ο αγαπών με» (Ιω. ιδ΄ 21). Και επαναβεβαιώνει: «Ο μη αγαπών με τους λόγους μου ου τηρεί» (Ιω.ιδ΄ 24).

Αλλωστε η ανακεφαλαίωση όλου του νόμου δεν είναι σ’ αυτές τις δύο εντολές; «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ. ιβ΄ 30-31). Με τις δύο εντολές αποδεικνύεται η ακεραιότητα της ανθρωπίνης προσωπικότητας και παρέχεται το δικαίωμα στον άνθρωπο να γίνει κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος του Υιού του.

Τονίσαμε και προηγουμένως ότι η άσκηση δεν είναι σκοπός αλλά μέσο. Μέσο όμως αναγκαίο και απαραίτητο προς εξυγίανση και επιστροφή στην αξία του καθολικού μας προορισμού.

Η θεία αποκάλυψη είναι η βάση της υγιούς μας γνώσης. Από αυτήν γνωρίσαμε τους εαυτούς μας, τον κόσμο που μας περιβάλλει και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Η αποκάλυψη, ως απόρροια και ενέργεια της θείας Χάρης, αλάνθαστα μας οδηγεί στην υγιή φύση των πραγμάτων στην οποία ο δημιουργός και προνοητής Θεός τα έταξε προς τον τελικό τους στόχο κατά το θεοπρεπή τους σκοπό.

Είναι γεγονός ότι η πτώση του ανθρώπου αλλοίωσε σε τρόπο και χρόνο τη ροή των πραγμάτων, πράγμα όχι άγνωστο στον πανσθενουργό Θεό Λόγο «δι’ ου τα πάντα εγένετο». Έτσι γεννήθηκε η αναγκαιότητα της προσπάθειας, από την πλευρά του ανθρώπου που πάσχει για να ισορροπήσει και να ανακτήσει την υγεία της φθαρμένης φύσης.

Και ένα μέρος της παναγάπης του σεσαρκωμένου Θεού Λόγου ήταν και αυτό. Να μην ενεργήσει προστακτικά, να μη διατάξει τον τρόπο επιστροφής του καταπεσόντος ανθρώπου, αλλά να υποδείξει με φιλανθρωπία, πρακτικά, την επιστροφή και να τονίσει τη σημασία των θείων εντολών. Ποιά πρόφαση μπορεί να δικαιολογήσει την ανθρώπινη αυθάδεια και ραθυμία αφού ο γλυκύς μας Ιησούς «ήρξατο ποιείν τε και διδάσκειν» (Πραξ. α΄ 1).

Να, λοιπόν που όχι μόνο η λογική, αλλά και η αποκάλυψη, μας συνιστά αλλά και μας επιβάλλει την ανάγκη της άσκησης ως απόλυτου μέσου για την επιτυχία του σκοπού μας.

Εάν «οι του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε΄ 24), είναι πλέον καταφανές, ότι μόνο με την άσκηση θα πετύχουμε την προαγωγή μας. Μας συναρπάζει ο Παύλος, ως ο πιο ακριβής γίγαντας της άσκησης, διδάσκοντάς μας καθαρά ότι το πήλινό μας σώμα, «η σαρξ, επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός, ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις, ίνα μη α αν θέλητε ταύτα ποιήτε» (Γαλ. ε΄ 17). Δεν είναι λοιπον, θέμα πρόθεσης ή εκλογής η άσκηση, αλλά επιταγή και απόλυτα απαραίτητη.

Εάν δανεισθούμε τα λάφυρα της μοναστικής άσκησης, όσο και αν φαίνεται τολμηρό, δεν θα αποτύχουμε στην ουσία. Εξ άλλου τί άλλο είναι ο μοναχισμός παρά μια μορφή της χριστιανικής πραγματικότητας, που εφαρμόστηκε με επιτυχία;

Σκοπός και στόχος, όπως αναφέραμε προηγουμένως, είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού . Εμείς, κατά τον Παύλο, «πεπραμένοι υπό την αμαρτίαν» (Ρωμ. ζ΄ 14) πιεζόμαστε να πράξουμε «ο ου θέλομεν κακόν» (Ρωμ. ζ΄ 19). Ποιός άλλος παράγοντας ή σύμμαχος θα μας απαλλάξει «εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ.ζ΄ 24). Η προσφυγή μας στην ασκητική εμπειρία της μοναστικής αγωγής είναι αναγκαία και απαραίτητη επειδή η μάχη και η πάλη για την ελευθερία μας είναι πολλαπλή και ποικίλη. Και προς τα πάθη, τις έξεις και τις συνήθειες αλλά και «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους» (Εφ. στ΄ 12) και όλων των δυνάμεών του. Η λεπτομερέστερη άμυνα στον πνευματικό αυτόν αγώνα βρίσκεται όντως στα συστήματα της μοναστικής πολιτείας και δεν υπερβάλλουμε όταν τα συνιστούμε ως παράδειγμα στη ζωή του καθενός μας.

 

(Γέροντος Ιωσήφ, «Άσκηση η μητέρα του Αγιασμού». Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 7, σ. 9-19)

 

Άγιος Φιλούμενος: (29 Nοεμβρίου)

Ο ΕΞΥΨΩΘΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ  ΤΑΠΕΙΝΌΣ

Ο συμπατριώτης μας Σοφοκλής Ορουντιώτης στην πορεία της ζωής και της αγιοποίησής του.

Στα μονοπάτια που ανέβαιναν

Μια σεπτή μορφή κινούσε τον δρόμο της. Σιωπηλή, γλυκιά, άκακη -λες κι ήταν αόρατη και άυλη- προχωρούσε με βήματα ανάλαφρα. Στην αρχή δεν διέκρινες τίποτα -τι να καταλάβεις από ένα παιδί- τα μονοπάτια είχαν ροπή ανάβασης. Ανέβαιναν κι όλο ανέβαιναν, χωρίς εκείνου να αλλάζει η μορφή, παρά να γίνεται σοφότερη, ίσως φωτεινότερη. Σίγουρα ταπεινότερη. Ο δρόμος είχε προ πολλού χαραχθεί -ο μοναχικός και δύσβατος- που αν έβαζες λουλούδια με την πρώτη θα φύτρωναν. Πήρε η ζωή την πορεία της -η μοίρα είχε γράψει τις σελίδες της- με τα μονοπάτια να συνεχίζουν στην ίδια κλίση: ψηλά, εκεί που δεν υπάρχει πάρα πέρα.

Τον είχαν πάρει από μόνα τους τα μονοπάτια της ζωής στην υψηλότερη θέση: της αγιοσύνης. Έγινε άγιος -ένας σύγχρονος άγιος- που μόλις μετρά δύο χρόνια από τότε. Στις 29 Νοεμβρίου 2009 συγκεκριμένα, ο μοναχός Φιλούμενος Σο­φοκλής Ορουντιώιης ως λαϊκός- αγιοποιήθηκε από την Εκκλησία. Συμπατριώτης μας από την Ορούντα, η μορφή του -η τόσο σεπτή και ταπεινή- έχει περάσει πια στις χρυσές σελίδες της ορθοδοξίας. Μα μέχρι να φτάσει εκεί, είχε διαβεί ένα δρόμο πολύ πειθαρχημένο, που το επίγειο τέλος του έθρυβε μαρτύριο. Κατάκτηση παράλληλα του κόσμου του ουράνιου.

Ουρανός και γη, γη και ουρανός, δέσιμο διάφανο και αθέατο σε μας, ήταν για τον Φιλούμενο κρατήρας ψυχής. Από κάτω είχε στραμμένο το εσωτερικό βλέμμα προς τα πάνω, σε μια σχέση Θεού και ανθρώπου ανώτερη. Ήταν ένα παιδί όπως όλα τα άλλα -έτσι θα νόμιζες- που μεγάλωνε αλλά διακριτικά ξεχώριζε από τους γύρω του, καθώς και ο δίδυμος αδελφός του Αλέξανδρος, όμως, έκρυβαν κάτι το μοναδικό. Το μοναδικό εξελίχθητε και στους δύο, σε αυτές τις όμοιες στάλες μορφών, διαφορετικού ωστόσο χαρακτήρα.

Χάραξε η μέρα και έδωσε φως -μπορεί και να πετούσαν περιστέρια στον ουρανό –όταν τα δυο αγόρια, Σοφοκλής και Αλέξανδρος, γεννιούνταν. Ήταν στις 15 Οκτωβρίου 1913 στην ενορία του Αγίου Σάββα Λευκωσίας, όπου έρχονταν στη ζωή. Οι γονείς Γεώργιος και Μαγδαληνή Ορουντιώτη από την Ορούντα, παντρεύ­τηκαν και κατέληξαν στη Χώρα, φέρνοντας στον κόσμο 10 παιδιά. Χάνι, ένα μικρό πανδοχείο και φούρνος ήταν οι δουλειές του πατέρα, που ήθελε τα αγόρια του να ακολουθήσουν το εμπόριο (τα μεγαλύτερα αγόρια ασχολήθηκαν με το εμπόριο γαϊδουριών στο Παρίσι).

Στο σπίτι, την εποχή του μεγαλώματος των παιδιών, ήταν και η γιαγιά η Λωξανδρού. Μια γλυκύτατη γυναίκα, με μαντίλα και σοφία ζωής, έβαζε τα παιδιά γύρω γύρω απ’ το τραπέζι για να της διαβάζουν -καθότι αγράμματη- συναξάρια αγίων. Εκείνα μετά αποσύρονταν με τη σειρά στο προσευχητάρι του σπιτιού -με τα εικονίσματα και τα καντήλια- για να προσευχηθούν. Κι ύστερα κατευθείαν για ύπνο.

Τα δίδυμα, όμως, περνούσαν ώρες στο προσευχητάρι και τα άλλα παιδιά διαμαρτύρονταν. Να προσκυνήσουν ήθελαν βιαστικά-βιαστικά και να πάνε να ξαπλώσουν. Σύσκεψη η οικογένεια: αποφασίστηκε να πηγαίνουν πρώτα οι υπόλοιποι κα τελευταία τα δίδυμα, ώστε να περνούν όσο χρόνο θέλουν εκεί μέσα Πολλές ήταν οι φορές, όπου σηκώνονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας και πήγαιναν στο προσευχητάρι. Η γιαγιά κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε με τα δίδυμα -που τα παρότρυνε κιόλας· με τα οποία εκκλησιαζόταν στο ναό του Τρυπιώτη. Τα ενέπνεε εκείνα ο χώρος· το αμυδρό φως των κεριών, οι παλιές θαυματουργικές εικόνες, το ξυλόγλυπτο χρυσοποίκιλτο εικονοστάσι νιώθοντας εκεί πιο κοντά στον Θεό.

Ο πατήρ Νεόφυτος ήταν ο πνευματικός τους και ο βίος του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτου σαν την Αγία Γραφή τους. Το κάλεσμα ήταν πασιφανές -δεν θα οργούσε να ‘ρθει- επιθυμώντας τα δίδυμα να αφιερωθούν στη μοναστική ζωή. Τελειώνουν το δημοτικό και αποφασίζουν να αναχωρήσουν για το Σιαυροβούνι. Κα­λοκαίρι του 1927 -14 χρόνων- και αφού εξασφαλίζουν την ευχή του παπά Νεό­φυτου (γνωρίζοντας ότι ο πατέρας τους δεν θα τους επέτρεπε να φύγουν) καταστρώνουν το σχέδιο απόδρασης. Πρότειναν να μείνουν εκείνα κοντά στον πατέρα στις δουλειές και να πάνε τα μεγαλύτερα αγόρια στην Ορούντα με τους άλλους. «Γιατί να στερούνται πάντα οι άλλοι, την εξοχή;» είπαν του πατέρα και έφυγαν. Βέβαια, δεν έμειναν να βοηθήσουν στο χάνι και στο φούρνο, αλλά πήραν τον δρόμο για το Σταυροβούνι. Με τα πόδια. Και στο δρόμο απαντούν έναν αμαξά…

«Πού πάτε;», ρώτησε ο αμαξάς τα δύο αγόρια, που
τους αναγνώρισε από το χάνι του πατέρα που στάθμευε συχνά. «Πάμε στο Σταυροβούνι», απάντησαν, προτείνοντας ο αμαξάς να τους μεταφέρει παρά πέρα –ως εκεί που πήγαινε- με την άμαξά του. «Σε παρακαλούμε. Μην μας μαρτυρήσεις στον πάτερα μας, γιατί θα έρθει να μας πάρει» Το υποσχέθηκε ο αμαξάς, ωστόσο δεν τήρησε την υπόσχεσή του, ενημερώνοντας την επομένη τον πατέρα τους. Πιάνει τότε εκείνος το καμπριολέ μαζί και η σύζυγος και η μικρότερη του κόρη Γαλάτεια -κινώντας για τα βουνά του Στουροβουνίου. «Μπαμπά, μπαμπά, να ο Σοφοκλής και ο Αλέξανδρος», αναγνώρισε η Γαλάτεια τα δύο αδέλφια της, τα οποία με ρούχα καλόγερων σκάλιζαν τη γη στις γεωργικές εργασίες τους.

Τους βάζει ο πατέρας στο καμπριολέ και όλοι φτάνουν στο μοναστήρι. Συζητούν με τον ηγούμενο Βαρνάβα -καθοδηγητή των διδύμων- εκείνα ικετεύουν -«και να μας πάρεις πίσω, εμείς θα ξανάρθουμε»- και ο πατέρος λυγίζει. Τα δίδυμα πια ζουν στο μοναστήρι· επιστρέφουν μόνο μία φορά στο πατρικό καθότι αρρωστούν· και το 1934 κινούν για ένα μακρύτερο δρόμο: των Ιεροσολύμων. Τους πρόσεξε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και Αρχιεπίσκοπος Τιμόθεος, όταν βρέθηκε στο
Σταυροβούνι, για ακολουθία, ζητώντας την άδεια του πατέρα Βαρνάβα για να τους πάρει μαζί του.

Στα Ιεροσόλυμα πηγαίνουν γυμνάσιο. Ο Σοφοκλής -ο άγιος της ιστορίας μας- παρουσιάζει κάτι το ιδιαίτερο: η συμπεριφορά του, η ομιλία του, σε έκαναν να τον συμπάθησης αμέσως. Μιλούσε πάντα με χαμόγελο, ποτέ δεν θύμωνε, καμία φιλοδοξία δεν εξέφραζε. Αντιθέτως ο Αλέξανδρος ήταν μια ηγετική μορφή.

Το 1937 Σοφοκλής και Αλέξανδρος εκάρησαν από τον Πατριάρχη Τιμόθεο μοναχοί, λαμβάνοντας αντιστοίχως τα ονόματα Φιλούμενος και Ελπίδιος. Τον ίδιο χρόνο χειροτονούνται διάκονοι, καθώς αποφοιτούν το 1939 από το γυμνάσιο. Το 1940 ο Ελπίδιος προχειρίζεται πρεσβύτερος. Το 1947 παραλαμβάνεται από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και αναχωρεί από τα Ιεροσόλυμα. Αλλιώτικη η πορεία του Φιλούμενου που παραμένει στην Αγία γη.

Διορίζεται εργοδηγός το 1940 στο Πατριαρχείο, μετά διάκονος στη Μονή του Αγίου Σάββα, αναλαμβάνοντας αργότερα καθήκοντα επιμελητή των πατριαρχικών γραφείων. Χειροτονείται πρεσβύτερος. Ακολούθως υπηρετεί ως βοηθός φροντιστής στο κεντρικό μαγειρείο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1946. Διορίζεται ηγούμενος στην Τιβεριάδα και το 1946 χειροτονείται αρχιμανδρίτης.

Στην Ιόππη υπηρετεί για έξι χρόνια. Από το 1959 μέχρι το 1961 είναι διευθυντής του οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ενώ τον Μάιο της ίδιας χρονιάς διορίζεται στη μονή του Αρχαγγέλου. Τον Φεβρουάριο του 1962 αποστέλλεται στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Ακολουθεί η Ραμάλα 1965-1967, όπως και τις χρονιές 1976-1979. Υπηρετεί και στον Άγιο Θεοδόσιο και στον Προφήτη Ηλία. Ο Φιλούμενος γρήγορα αποκτά τη φήμη του εξαίρετου πνευματικού ιερομόναχου. Με ένα μεγάλο ποίμνιο. αναπτύσσει συνομιλίες, πίνει καφέ μαζί τους και συμβουλεύει: «ταπείνωση, προσευχή, ελεημοσύνη». Καθημερινά τον επισκέπτονται χριστιανοί από όλες τις γωνιές του Ισραήλ, τον αγαπούν, τον σέβονται. Φορά αντερί γκρίζο -το αγαπημένο του χρώμα- και σκουφάκι μαύρο, ανεβοκατεβαίνοντας τα σκαλιά του Προφήτη Ηλία και εξυπηρετώντας κόσμο. Αφηγείται βίους αγίων κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, ψάλλει και προσφέρει φρούτο και γλυκά. Ταπεινός -ένας καθόλα σωστός μοναχός- ο Φιλούμενος γαλήνιος μελετά τα βιβλία του. Βοηθά, νηστεύει και προσεύχεται.

Τον Μάιο του 1979 μετακινείται στη Νεάπολη, ηγούμενος στο Φρέαρ του Ιακώβ, αλλά εκεί δεν είναι από όλους αγαπητός. Σιωνιστές, φανατικοί Εβραίοι, θέλουν να τον εξοντώσουν και τον απειλούν…


Η απειλή, η επίθεση και το φρικτό μαρτύριο.

Κατέβασε τα εικονίσματά σου. Αυτός ο χώρος μας ανήκει. Φύγε, γιατί θα το μετανιώσεις πικρά», αγριεμένοι αλλόθρησκα φοβερίζουν τον Φιλούμενο. Διεκδικούσαν το ναό, με τη δικαιολογία ότι ήταν εβραϊκός, εξηγούσε ήρεμα εκείνος ότι ο χώρος μετρά αιώνες χριστιανικής παρουσίας. Τίποτα. Εκείνοι, έρχονταν κάθε Πα­ρασκευή με τις απειλές τους. Ο Φιλούμενος διαισθάνθηκε ότι θα τον σκότωναν, και το είπε στον γέροντα Θεοδόσιο: «Τι να κάνω γέροντα; Με απειλούν. Ας με σκοτώσουν. Ένα μαρτύριο θα μας σώσει» κι αποφάσισε να μείνει στο ναό.

Λίγο καιρό μετά, μια εβδομάδα πριν, επισκέπτεται γνωστούς και φίλους μοναχούς. Μια εβδομάδα πριν το προαίσθημά του βγει αληθινό. Ήταν απόγευμα Πέμπτης, της 29ης Νοεμβρίου 1979. Ημέρα βροχερό, ημέρα γιορτής του αγίου Μάρτυρος Φιλουμενου (μαρτύρησε στην Άγκυρα τοα270). Γιόρταζε ο ηγούμενος μας και μετά τις 4 ήταν μονός στο ναό, μιας και ο φύλακος είχε φύγει. Γύρω σιωπή, μόνα η βροχή και κάποιες σκοτεινές φιγούρες κρυμμένες. Όπως και ο Φιλούμενος -ώρα 5- να τελεί τον εσπερινό. Επίθεση. Επίθεση στον Φιλούμενο με τσε­κούρι: 36 τσεκουριές σε σχήμα σταυρού στο κρανίο. Ξερίζωσαν μάτια. Ξερίζωσαν δόντια. Έκοψαν χέρια. Έκοψαν πόδια Έκοψαν γεννητικά όργανα. Ο δίδυμος Ελπίδιος από τη θεία χάρη «ενημερώνεται»: «αδελφέ με σκοτώνουν». Η εκκλησία βεβηλώνεται.

Την επομένη τον βρήκαν νεκρό. Ειδοποιούνται αστυνομία και πατριαρχείο. Μετά από πέντε ημέρες ιερείς παραλαμβάνουν το σκήνωμα. Ήταν γυμνός ο Φιλούμενος, και παρότι πέρασαν μέρες από τον θάνατό του δεν παρουσίαζε το φαινόμενο της νεκρικής ακαμψίας. «Βοήθα γέροντα να σε ντύσω», είπε ο πατέρας Σωφρόνιος στο νεκρό Φιλούμενο, με το σώμα να «συνεργάζεται» στο ντύσιμό του. Στις 4 Δεκεμβρίου 1979 τελείται από το ναό της Αγίας Θέκλας η κηδεία του. Θάβεται στο κοιμητήριο της Αγιοταφικής Αδελφότητας στην Αγία Σιών. Στο Φρέαρ του Ιακώβ τον τόπο μαρτυρίου του Φιλούμενου- διορίζονται διάφοροι ιε­ρείς, με τελευταίο τον πατέρα Ιουστίνο. Το 1982 δέχεται επίθεση, αλλά νεότερος ο Ιουστίνος τον αφοπλίζει με ένα κηροπήγιο. Έτσι συλλαμβάνεται ο δολοφόνος του Φιλούμενου. Εξακολουθούν φανατικοί να πολιορκούν το Φρέαρ, με τον Φιλούμενο να «προστατεύει» ναό και ιερέα.

Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, σης 29 Νοεμβρίου 1963, πεθαίνει και ο δίδυμος του Ελπίδιος. Εκείνον τον καιρό αποφασίζεται η ανακομιδή των οστών του Φιλούμενου και ο ενταφιασμός τους στο Φρέαρ. Όταν, όμως, άνοιξαν τον τάφο μια ευχάριστη μυρωδιά αναδυόταν. Το σώμα άφθαρτο: το χρώμα σκούρυνε λίγο, μαλλιά, γένια, ρούχα –όλα εκεί. Τοποθετείται για προσκύνημα στο ιερό βήμα της Αγίας Σιών. Να ξαναταφεί σε άλλη γη, σε νέο τσιμεντένιο τάφο, για να διαπιστωθεί αν θα φθαρεί. Στις 8 Ιανουαρίου 1985 ανοίγουν τον τάφο. Το σώμα έπλεε στο νερό, ελάχιστη η φθορά του. Σε γυάλινο φέρετρο πια, στην Αγία Τριάδα της Σιών, μέχρι τον Αύγουστο του 2008 όπου μεταφέρεται στο Φρέαρ.

Θαύματα! Είναι άγιος, ο οποίος, ανακηρύσσεται στις 29 Νοεμβριίου 2009.

Απόψε τελείται εσπερινός από τον μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο στο ναό της Ορούντας στη μνήμη και το όνομα του αγίου Φιλουμένου. Του αγίου μας.

(Αναστασία Σιακαλλή. Αφιέρωμα της Εφημερίδας «Φιλελεύθερος» της Κυριακής. Λευκωσία 28 Νοεμβρίου 2010)

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΜΕΡΟ.Παιδικές αναμνήσεις του Γιάννη Βαρδακουλά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ενώ ετοιμαζόμουνα ν’ αρχίσω κάποια εργασία μου στή γραφομηχανή και συμβουλευόμουνα το ημερολόγιό μου, για να ρυθμίσω το βήμα προόδου, είδα ότι σήμερα είναι του Αγίου Φιλίππου και ο νούς μου στράφηκε σε παλιές εικόνες. Στο Φίλιππο, που παρ’ ό,τι ήταν των Απόκρεω, αυτός εργαζόταν στο χωράφι κατά την παράδοση που λέει: “Κι ο φτωχός ο Φίλιππος στο χωράφι απόκρευε….”. Δέν ήταν βέβαια αμαρτία ότι Απόκρεω, χρονιάρα ημέρα, αυτός έκανε τις αγροτικές εργασίες του. Από την εποχή ακόμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, νομοθετική ρύθμιση (Νεαρά 69), απαγόρευε την εργασία τις γιορτινές ημέρες μόνο στούς “εκ τεχνών βιούντας”’ οι αγρότες, όπως ο Φίλιππος, εξαρτώμενοι από τις καιρικές συνθήκες, μπορούσαν να εργασθούν και κατά τις ημέρες της θρησκευτικής αργίας. Σοφοί οι πρόγονοί μας προέβλεπαν και τις εξαιρέσεις του ρυθμιστικού κανόνα, εξανθρωπίζοντας έτσι το Δίκαιο.

Γύρισα και πάλι πίσω, τόσο προσφιλές αυτό σε μένα, και θυμήθηκα ότι από την επομένη αρχίζει το Σαραντάμερο. Ξύπνησαν μέσα μου οι παιδικές και μαθητικές μου μνήμες, που για πολλή ώρα με είχαν απορροφήσει… Αυτές τις στιγμές με την ομορφιά και τή συγκίνησή τους θα προσπαθήσω ν’ αποτυπώσω στή συνέχεια.

Ήμουν από ένα σπίτι στο οποίο βαραινε η εκκλησιαστική ζωή’ μετά το βραδυνό φαγητό, αρκετή ώρα έψαλλε ο πατέρας μου και οι αδελφές μου’ ήσαν και οι τρείς γλυκόφωνοι, σωστοί και “παπαδιαμαντικοί” με χαμηλούς τόνους’ οι προσταγές της Εκκλησίας ρύθμιζαν σε πολλά σημεία τή ζωή μας. Έτσι βρέθηκα κι εγώ από μικρός υπηρέτης στο Ιερό του ναού και αργότερα χειροθετημένος αναγνώστης. Τό τυπικό της Εκκλησίας ήταν ο ρυθμιστικός κανόνας ενός μέρους της ζωής μας, υπό τον έλεγχο πάντα του πατέρα, που ήταν παπαδοπαίδι…

Από την επομένη της εορτής του Αγίου Φιλίππου αρχίζει το Σαραντάημερο’ αρχίζει η περίοδος της προπαρασκευής για τα Χριστούγενα με νηστεία και καθημερινό εκκλησιασμό. Τό τεσσαρακονθήμερο επαναλαμβάνεται και σε άλλες εκδηλώσεις του θρησκευτικού μας βίου, όπως μεταξύ Χριστουγέννων και Υπαπαντής και τοκετού και πρώτου εκκλησιασμού της λεχώνας.

Όταν άρχιζε η περίοδος του Σαραντάμερου, κάθε πρωΐ, στις τέσσερις τή νύχτα χτυπούσε η καμπάνα της Εκκλησίας για τον εκκλησιασμό. Επί σαράντα ημέρες, και αν ακόμη ήθελα να κοιμηθώ περισσότερο, ο πατέρας μου με ξυπνούσε να τρέξω γρήγορα στην Εκκλησία, γιατί ο Ιερέας, ο Παπακάρμας θα με περίμενε, για να τον υπηρετήσω. Δέν υπήρχε δυνατότητα ν’ αποφύγω, γιατί ο πατέρας μου δεν μού το επέτρεπε οποιεσδήποτε και αν ήσαν οι καιρικές συνθήκες, κρύο ή βροχή’ πραγματική πολιτεία στρατοπέδου…Φυσικά, μετά τις πρώτες δύο-τρείς ημέρες συνήθιζα τόσο που πολλές φορές ξυπνούσα πρίν το “εγερτήριο” του πατέρα μου’ το είχα από βραδίς έγνοια, που ζυμωνόταν με την ύπαρξή μου. Πολλές φορές έφτανα πρίν ακόμη κατέβει από το αντικρυνό στην εκκλησία σπίτι του ο Ιερέας και τον περίμενα.

Κι άρχιζε σιγά-σιγά η Λειτουργία. Η Εκκλησία έπλεε στο μισοσκόταδο με τα καντήλια που τρεμούλιαζαν, τα λίγα αναμμένα κεριά και την ευωδία του μοσχολίβανου, ενώ ο ψάλτης, ο Κώστας ο Κονταξής, που είχε σύζυγο την ανεψιά του παλαιότερου Μητροπολίτη Δαυΐδ, άρχιζε τις ψαλμωδίες του, που τα λόγια τους σε συνέπαιρναν. Μού έχει μείνει η ηχώ του “Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ” και το άλλο με τα δοξαστικά του λόγια και τή θριαμβική του ψαλμωδία “Χριστός γεννάται δοξάσατε…”. Στό σύθαμπο της εκκλησιάς γλιστρούσαν μιά-μιά οι γριές στ’ αραδιασμένα στασίδια, στην ίδια πάντα θέση, λές και κάποιοι γέροντες, σκελετωμένοι καλόγεροι, έμπαιναν σάν αερικά, για να μήν ταράξουν τή θρησκευτική εκκλησιαστική γαλήνη…..

Δέν έλειπαν ποτέ μαθητές και μαθήτριες, που πολλοί κρατούσαν στα χέρια τα βιβλία τους, γιατί, σάν σχόλαγε η εκκλησιά, παίρναμε το δρόμο για το Σχολείο. Συνήθιζαν να φέρνουν σιτάρι για τις ψυχές των πεθαμένων, που σε μερικές περιπτώσεις αποτελούσε το “πρωϊνό” τους. Δέν έλειπε, βέβαια, πάντα και κάποιος καθηγητής. Στό παγκάρι της εκκλησιάς πάντα παρών ο κ. Σχολάρχης, ο Φιλόλογος καθηγητής Λαούρδας, που μέτραγε και ξαναμέτραγε τις δεκαρούλες του δίσκου και στή συνέχεια κατέθετε την όποια είσπραξη σε ειδικό λογαριασμό στην Τράπεζα για τις ανάγκες και τούς μισθούς του ψάλτη και του νεωκόρου.

Αυτές οι μνήμες γυρίζουν πολλές φορές στο μυαλό μου, καθώς τώρα εσίγησε η νυκτερινή καμπάνα του Σαραντάημερου και ξεθώρισε εκείνη η παλαιά παράδοση και μαζί η νύχτια εκκλησιαστική μυσταγωγία, που απαλλαγμένη από τή σημερινή “εκκοσμίκευση” πληρούσε με ευωδιά και χρώμα την ανθρώπινη ύπαρξη.

Θά τελειώσω το ψυχογράφημά μου αυτό με τή στροφή από ένα ποίημα, που αναφέρεται στο Σαραντάημερο και πολλές φορές αυτή την περίοδο ανεβαίνει στα χείλη μου:

Ώ Νύχτα, νύχτα των ψυχών με τή μυσταγωγία!

Τού Σαραντάημερου νυχτιά πώς έχεις βουβαθεί;

Νά ήταν τότε άραγε αλλοιώτικ’ η θρησκεία

ή νά’ μουν τότε άδολο κι αγνό μόνο παιδί..;

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ