
Σε διάφορα άρθρα, που βλέπουν, κατά καιρούς, το φως της δημοσιότητας και επιτίθενται στην Εκκλησία, φαίνεται σαφώς, ότι οι συντάκτες τους δεν είναι μέλη της Εκκλησίας και βλέπουν και αναλύουν κάποια εκκλησιολογικά θέματα, όντες εκτός της Εκκλησίας και εξηγούμεθα:
Για να μπορέσει ένας άνθρωπος να σχολιάσει κάποια θέματα, που άπτονται της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης θα πρέπει να γνωρίζει αυτή την Πίστη και την Παράδοση. Aυτή η γνώση δεν λαμβάνεται δι’ επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος, ούτε κοινωνείται με το Βάπτισμα. Δηλ. το Βάπτισμα στον Ορθόδοξο ναό σημαίνει, ότι ο βαπτιζόμενος γίνεται εν δυνάμει μέλος της Εκκλησίας. Αλλά δεν μπορεί να ονομαστεί πιστός, αν δεν γίνει και εν ενεργεία μέλος της Εκκλησίας και αυτό γίνεται με το βάπτισμά του στο άγιο Πνεύμα, που δεν επιτελείται με τυμπανοκρουσίες, όπως με το βάπτισμα στο νερό, αλλά «εν τω κρυπτώ» και τότε μόνο θεωρείται εν ενεργεία μέλος της Εκκλησίας και τότε μόνον μπορεί να του αποκαλυφθεί ο ίδιος ο Θεός!
Όλα τα ανωτέρω ασφαλώς θα φαντάζουν «κινέζικα», για τα μη μέλη ή τα εν δυνάμει μέλη, αλλά είναι κοινός τόπος για τα εν ενεργεία μέλη. Έτσι, όπως δεν μπορούμε να εμβαθύνουμε στα άδυτα του Βουδδισμού, αν δεν ήμαστε πιστά μέλη του ή δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον κανονισμό μιας λέσχης κυνηγών, αν δεν ήμαστε μέλη της λέσχης αυτής ή δεν θα μπορέσουμε να ελέγξουμε αν καλώς ή κακώς έδωσε penalty ή off site ο διαιτητής, αν δεν γνωρίζουμε πολύ καλά τους κανονισμούς του ποδοσφαίρου.
Για τα εν δυνάμει μέλη της Εκκλησίας λοιπόν, θα πρέπει να οριοθετήσουμε κάποιες βασικές αρχές, για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε και να μην σχολιάζουμε πράγματα που αγνοούμε, Έτσι:
Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το Σώμα των αγίων, των πραγματικών μελών της (των εν ενεργεία μελών της). Κεφαλή του Σώματος είναι ο Χριστός και τα μέλη της (οι άγιοι) είτε ζώντες, είτε τεθνεώτες είναι άνθρωποι, οι οποίοι είτε αμαρτάνουν και κάνουν λάθη (οι ζώντες), είτε αμάρτησαν και έκαναν λάθη (οι τεθνεώτες), με την διαφορά ότι και οι μεν και οι δε έχουν μετανοήσει για τα ατοπήματά τους (αμαρτήματά τους). Έτσι, τα μέλη της Εκκλησίας δεν είναι αναμάρτητα, όπως ο ίδιος ο Χριστός, αλλά προσπαθούν να τον φθάσουν και αυτή η προσπάθεια ξεκινάει από αυτή τη ζωή και συνεχίζεται και στην άλλη! Το νομιζόμενο, ότι Εκκλησία είναι κάποια Σύνοδος Ιεραρχών είναι παντελώς ξένο προς την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση.
Όπως είπαμε, τα μέλη της Εκκλησίας είναι τα βαπτισμένα στο νερό και στο άγιο Πνεύμα και μέλημά τους είναι να εκτελούν τις εντολές της κεφαλής, δηλ. του Χριστού. Αυτοί είναι και οι μόνοι, που πιστεύουν στο Χριστό και λέμε, ότι πιστεύουν στο Χριστό και όχι απλά στο Θεό, γιατί στο Θεό λένε ότι πιστεύουν πάρα πολλοί (αόριστα Θεό, Αλλάχ, ανώτερη δύναμη κ.λπ.), ενώ στο Χριστό ελάχιστοι θα πουν ότι πιστεύουν, γιατί πίστη στο Χριστό σημαίνει τήρηση κάποιων κανόνων, που είτε ο ίδιος έχει θέσει, είτε έχει αποκαλύψει στους εκλεκτούς του (δηλ. στους αγίους). Επομένως ά-Θεοι είναι λίγοι, ά-θρησκοι πάρα πολλοί και ά-Χριστοι σχεδόν οι πλείστοι.
Αλλά γιατί να υπάρχουν τόσοι πολλοί ά-Χριστοι; Αυτό συμβαίνει, είτε γιατί υπάρχει άγνοια ή αδιαφορία ή καπηλεία του Χριστού (το χριστεμπόριο) ή εχθρότητα. Για την καπηλεία βέβαια δεν φταίει ο ίδιος ο Χριστός (του οποίου το όνομα δύσκολα προφέρεται και από τους Χριστιανούς), αλλά ούτε και οι Γραφές και οι νόμοι του Θεού. Η καπηλεία αυτή οφείλεται σε εκείνους τους κληρικούς και μοναχούς, οι οποίοι το λειτούργημά τους το έχουν μετατρέψει σε επάγγελμα και το χειρότερο σε καριέρα.
Η Ορθόδοξη Πίστη εκφέρεται από τον ίδιο το Χριστό και τους Αποστόλους και τους διαδόχους αυτών, η δε Παράδοση της Εκκλησίας εμπεριέχει εκτός από τη διατυπωθείσα Πίστη και την ανάλυσή της, όπως καταγράφεται στις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας ή σε γραπτά μεμονωμένων μελών της (αγίων). Κάθε καταγραφή, που δεν στηρίζεται στις ανωτέρω προϋποθέσεις είναι παρέκκλιση από τις αρχές της Εκκλησίας και κάθε τέτοια παρέκκλιση αποκαλείται αίρεση.
Όσον αφορά το πολλάκις αναφερόμενο θέμα της θεοπνευστίας των κειμένων των Γραφών και το αλάθητο της Εκκλησίας έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Είναι λάθος να συγχέεται η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής με το αλάθητο. Η Αγία Γραφή είναι αλάθητη μόνο σε θέματα σωτηρίας και μόνο ερμηνευόμενη από την Εκκλησία, η οποία είναι και αυτή που έγραψε την Αγία Γραφή.
Τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη, έχουν γίνει προσθήκες και αφαιρέσεις ή μετατροπές σε διάφορα σημεία τους. Βεβαίως οι μετατροπές είναι μικρής δογματικής σημασίας, εφόσον ξεκαθαρίζονται από άλλα σημεία, όμως δεν παύουν να είναι διαφορές.
Ο συγγραφέας ενός κειμένου της Αγίας Γραφής, συχνά μας γράφει αυτό που θυμόταν ή αυτό που κατάλαβε από μια ομιλία ή μια ιστορία. Μερικοί ακόμα, όπως ο ευαγγελιστής Λουκάς, δεν ήταν καν αυτόπτες μάρτυρες των όσων έγραψαν, αλλά μας μεταφέρουν όσα «διερεύνησαν» από τους αυτόπτες, όπως ο ίδιος ο Λουκάς παραδέχεται στην αρχή του βιβλίου του (1. 2): «καθώς παρέδοσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου». Έτσι έχουμε το Χριστό που μίλησε, αυτόν που τον άκουσε και κατάλαβε όσα κατάλαβε, τον Λουκά, στον οποίο μεταφέρθηκαν αυτά τα λόγια και τον τρόπο που τα κατάλαβε ο Λουκάς. Στη συνέχεια, έχουμε τον Λουκά να τα καταγράφει και εμάς με τη σειρά μας, να τα διαβάζουμε και να τα κατανοούμε με τους δικούς μας περιορισμούς και τις δικές μας προκαταλήψεις και αντιλήψεις.
Επομένως «θεοπνευστία» δεν σημαίνει «αλάθητο». Ο Θεός εκπληρώνει το σκοπό του, μέσα από την ανθρώπινη αδυναμία και τα λάθη. Και τότε είναι φανερό, ότι δεν είναι κανένας άνθρωπος ο αλάθητος οδηγός και φωστήρας, αλλά μόνον ο Θεός είναι Αυτός που μπορεί να οδηγήσει ασφαλώς την Εκκλησία Του.
Η Αγία Γραφή δεν είναι «υπαγορευμένο κείμενο». Οι συγγραφείς της, δεν είχαν τη συναίσθηση, ότι αυτό που έγραφαν θα ενσωματωθεί στην Αγία Γραφή. Έγραφαν περί της Αποκάλυψης του Θεού σ’ αυτούς. Δεν τους υπαγόρευσε ο Θεός την Αγία Γραφή, υπό τύπον προϊσταμένου και γραμματέως. Κατέγραψαν κάποια πράγματα ωφέλιμα (είτε κατ’ εντολή του Θεού, είτε από μόνοι τους), στα οποία υπήρχε και θεία Αποκάλυψη. Και αυτή η θεία Αποκάλυψη που περιείχαν, τα έκανε να συγκαταριθμηθούν από την Εκκλησία ως Θεόπνευστα. Δεν ήταν ολόκληρα Θεία Αποκάλυψη. Αλλά περιείχαν Θεία Αποκάλυψη. Αυτό σημαίνει, ότι δεν είναι σωστό να θεωρούμε κάθε τους λέξη ως αλάθητη. Αλλά μόνον εντός της παράδοσης της Εκκλησίας είναι δυνατό να γίνει η ορθή κατανόηση του κειμένου.
Αν ο σκοπός του Θεού ήταν να είναι η Αγία Γραφή αλάθητη, θα είχε αποτύχει! Γιατί έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω προβλήματα που αναφέραμε, κανείς δεν είναι δυνατόν να τη διαβάσει και να ισχυρισθεί, ότι διαβάζει και αντιλαμβάνεται το ακριβές νόημα, που είχε υπόψη του ο συγγραφέας του κάθε βιβλίου. Το ακριβές νόημα της Θείας Αποκάλυψης δεν είναι δουλειά της Αγίας Γραφής, αλλά της Εκκλησίας συνολικά και διαχρονικά.
Αλλά η Αγία Γραφή, ως θεόπνευστο σύγγραμμα, είναι γραμμένο με τη Θεία Πρόνοια. Και τίποτα εκεί μέσα δεν είναι τυχαίο. Ο Θεός δια της Εκκλησίας Του, φρόντισε να γραφεί και να μαζευτεί, οτιδήποτε χρειαζόταν για το σκοπό της Αγίας Γραφής. Αυτό σημαίνει, ότι έχουν το σκοπό τους εκεί, ακόμα και τα λάθη! Έτσι ο πιστός πρέπει να ζητάει βοήθεια κατανόησης από «τον στύλο και εδραίωμα της αληθείας» (Τιμόθ. Α΄ 3. 15), δηλ. την Εκκλησία.
Υπάρχει επίσης η εντύπωση στα εν δυνάμει μέλη της Εκκλησίας, ότι κάποιες εντολές που υπάρχουν στην Π. Διαθήκη αναιρούνται με την ανοχή ή την προτροπή της Εκκλησίας. Αυτό δεν ισχύει, γιατί η κεφαλή της Εκκλησίας, ο ίδιος ο Χριστός, είπε ότι ήρθε για να εκπληρώσει το νόμο του Θεού (την Π. Διαθήκη) στις σύγχρονές του πνευματικές συνθήκες. Έτσι, ενώ ο νόμος του Μωυσή επέτρεπε το διαζύγιο για οποιοδήποτε λόγο, ο Χριστός το περιόρισε μόνο στην περίπτωση της πορνείας, αργότερα δε η Εκκλησία επέτρεψε τον 2ο και 3ο γάμο, γιατί στάθμισε τα πράγματα και είδε, ότι καλύτερα είναι ένας τέτοιος γάμος, παρά η ζωή στην αμαρτία της πορνείας. Ο νόμος του Θεού (της Π. Διαθήκης) γράφτηκε το 1200 π.Χ. για ανθρώπους, που ζούσαν στην ειδωλολατρία και σε αγρία κατάσταση. Έπρεπε λοιπόν αυτοί οι νόμοι να λάβουν υπ’ όψη τους τις τότε συνθήκες και το χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Δεν μπορούσε κανείς να ειπεί σ’ αυτούς τους ανθρώπους, ότι πρέπει να αγαπάει τον εχθρό του, γιατί δεν θα το καταλάβαινε, όπως δεν καταλαβαίνει το παιδί του Δημοτικού τον ολοκληρωτικό λογισμό στα Μαθηματικά, μιας και είναι γνώση του Πανεπιστημίου. Έτσι, η Π. Διαθήκη είναι η γνώση στην υποχρεωτική εκπαίδευση, όπου υπάρχει και μια σχετική αταξία, λόγω του νεαρού της ηλικίας (και της πνευματικής) και όπου σε κάποιες περιπτώσεις πέφτει και λίγο ξύλο. Ο λαός της Π. Διαθήκης οδηγείτο κάποιες φορές και με το βούρδουλα, γιατί ήταν πνευματικά ανώριμος. Αντίθετα, η Κ. Διαθήκη απευθύνεται σε πνευματικά ώριμους ανθρώπους, ας τους παραλληλίσουμε με εκείνους του Πανεπιστημιακού επιπέδου, όπου πολλοί έχουν τον τίτλο του master (οι φωτισμένοι) και του doctor (οι άγιοι).
Στην Εκκλησία συμβαίνει κάτι ανάλογο που συμβαίνει και στην Πολιτεία. Στην Πολιτεία, η ανώτατη Παιδεία δίνει bachelor, η μεταπτυχιακή το master και η ανώτατη διάκριση το doctor. Στην Εκκλησία η αντίστοιχη κατάσταση αφορά τους καθαρμένους, δηλ. αυτούς που καθάρισαν την ψυχή τους από ό,τι βρωμερό την είχε κατακλύσει και έχουν διώξει από πάνω τους την ηδονή και την οδύνη. Στην επόμενη κατάσταση έχουμε τους φωτισμένους από το άγιο Πνεύμα, οι οποίοι έχουν συνεχή μνήμη Θεού και στην τελική κατηγορία υπάγονται οι δοξασμένοι (οι άγιοι), οι οποίοι ζουν σε απάθεια, δηλ. δεν τους προσβάλει κανένα πάθος.
Αν τα ανωτέρω, τα οποία δόθηκαν σε συντομία και σε γενικές γραμμές, έγιναν κατανοητά, τότε θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε, για να λύσουμε τις απορίες, που δικαιολογημένα λόγω άγνοιας των κανονισμών και κανόνων της Εκκλησίας, διατυπώνονται σε διάφορα κυκλοφορούντα κείμενα:
1.- Ο τίτλος «Θεοτοκολατρεία και Ορθόδοξη ειδωλολατρία» είναι θεμιτός και όντως υπάρχει κάτι τέτοιο και μάλιστα είναι σε έξαρση. Πράγματι, η τιμή προς την Θεοτόκο και τους Αγίους έχει αναχθεί από ορισμένους (μεταξύ των οποίων και αγράμματοι ή χριστοκάπηλοι κληρικοί) σε Θεοτοκολατρεία, Αγιολατρεία και τελικά ειδωλολατρία. Κάτι τέτοιο όμως είναι διαστροφή της Πίστης της Εκκλησίας (των αγίων και όχι του ΝΠΔΔ που ονομάζεται Εκκλησία), η οποία καθορίζει (δογματίζει) λατρεία μόνο στο Θεό και μάλιστα στον Τριαδικό Θεό (στον Θεό που είναι ένας, αλλά όχι μόνος), δηλ. στην Τριαδολατρεία. Ακόμη και η μεμονωμένη Χριστολατρεία (των ΡΚαθολικών) είναι ξένη προς την Εκκλησία. Όντως δε, υπάρχει έξαρση της θρησκοληψίας (φερμένης από τη Δύση) και σ’ αυτό έχει δίκαιο ο K. Marx, όταν καταγράφει, ότι η θρησκεία είναι το όπιο των λαών. Πράγματι, ενώ η Εκκλησία είναι βίωμα, η θρησκεία, δηλ. η μετατροπή του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ιδεολογία, είναι διαστροφή της έννοιας της Εκκλησίας και καταντάει ειδωλολατρία. Ο Marx δεν γνώριζε την Ορθοδοξία, όταν έγραφε τα ανωτέρω, αλλά μόνο τον ΡΚαθολικισμό, που πράγματι είναι θρησκεία και όχι Εκκλησία.
2.- Όλο αυτό το σκηνικό των λιτανειών, των αγημάτων, των μουσικών, ακόμη και του Επιταφίου είναι ένα σκηνικό που ευδοκιμεί κατά κόρον στη Δύση και έχει μεταφερθεί στην καθ’ ημάς Ανατολή και προσφέρεται σε έναν αποίμαντο λαό, που αρέσκεται σε «άρτον και θεάματα». Αυτά όμως είναι ξένα προς την Εκκλησία, η οποία δεν δέχεται τις φανφάρες, αλλά συμβουλεύει για προσευχή, νηστεία, νήψη και εγρήγορση και όχι θέατρα.
3.- Όταν μιλάμε για θρησκευτικές παραδόσεις και όχι για την Παράδοση της Εκκλησίας, τότε πάλι πέφτουμε στο ιδεολόγημα της θρησκείας, οπότε δικαιολογημένα η ψυχή βρίσκεται σε πνευματικό χειμώνα και τέτοιος χειμώνας της ψυχής δεν την προάγει, ούτε καν στο 1ο στάδιο της κάθαρσης, που είναι προϋπόθεση για την πνευματική ανέλιξη και την αγιότητα.
4.- Το μάντρωμα, το άρμεγμα και η παραπλάνηση των λογικών (ή μάλλον αλόγων) προβάτων από εγγράμματους κληρικούς και θεολόγους αποτελεί εγκληματική πράξη στρεφόμενη κατά της Εκκλησίας. Αυτοί είναι οι χριστοκάπηλοι, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τον Σταυρό, καθήμενοι πάνω του και καθοδηγούν το αμαθές ποίμνιο στον γκρεμό. Πράγματι, αυτοί θα ακούσουν εκείνο το φοβερό «ουδέποτε σας γνώρισα», «εν εκείνη τη ημέρα».
5.- Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί, ότι η πηγή της Πίστης είναι η αποκάλυψη – φανέρωση του θελήματος του Θεού στους αγίους, οι οποίοι έγραψαν την Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) και την ερμήνευσαν. Έτσι, η Π.Δ. δεν είναι ξεκομμένη από την Κ.Δ. Άλλωστε στην Κ.Δ. πολλά χωρία της είναι αυτούσια από την Π.Δ.
6.- Για το θέμα της θεοπνευστίας θα πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις, ώστε να κατανοηθούν, από εκείνους, που δεν γνωρίζουν λεπτομέρειες σχετικά με την αποκάλυψη του Θεού στους αγίους.
Είναι λάθος να συγχέεται η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής με το αλάθητο. Η Αγία Γραφή είναι αλάθητη μόνο σε θέματα σωτηρίας και μόνο ερμηνευόμενη από την Εκκλησία, η οποία είναι και αυτή που έγραψε την Αγία Γραφή.
Όταν η Αγία Γραφή από μόνη της ερμηνευτεί ξέχωρα από την Ιερά Παράδοση, δεν διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο και περιέχει λάθη. Παράδειγμα: Γράφει ο Ματθαίος (27. 9): «τότε επληρώθη το ρηθέν δια Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος. και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ». Λοιπόν, όσο και αν ψάξει κανείς στον Ιερεμία, αυτή τη παράγραφο δεν θα τη βρει! Και ας γράφει ο Ματθαίος, ότι το λέει ο Ιερεμίας. Υπάρχει όμως αυτό το εδάφιο; Ναι, υπάρχει, αλλά στον προφήτη Ζαχαρία (11. 12): «και ερώ προς αυτούς ει καλόν ενώπιον υμών εστιν, δότε στήσαντες τον μισθόν μου ή απείπασθε. και έστησαν τον μισθόν μου τριάκοντα αργυρούς». Εδώ είναι προφανές, ότι ο Ματθαίος έγραψε από μνήμης τη προφητεία και έκανε λάθος! Νόμιζε ότι την είχε διαβάσει στον Ιερεμία, αλλά την είχε διαβάσει στο Ζαχαρία! Συνεπώς αυτά που έγραφε, δεν του τα υπαγόρευε ο Θεός. Δικά του ήταν! Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να του υπαγόρευσε λάθος πληροφορία. Μήπως ο Θεός δεν ήξερε ποιος έγραψε την προφητεία; Όμως ο Θεός τον άφησε να κάνει αυτό το λάθος, για να είναι αυτό το λάθος σήμερα, ατράνταχτη απόδειξη, απέναντι σ’ αυτούς που έχουν την άποψη, ότι η Αγία Γραφή είναι αλάθητη!
Επομένως, αν έγιναν κατανοητά τα ανωτέρω, είναι λάθος να λέμε, ότι η Π. Διαθήκη ή η Κ. Διαθήκη είναι θεόπνευστες. Θεόπνευστα είναι ορισμένα μόνον αποσπάσματα αυτών, τα οποία αποσκοπούν αποκλειστικά στη σωτηρία των πιστών και μόνο. Και για να γίνουμε πιο λεπτομερείς: Για τα βιβλία των Γραφών και όπως διδάσκει η Εκκλησία έχουμε την εξής κατάταξη των αγίων Γραφών, οι οποίες δεν είναι ο λόγος του Θεού, αλλά ο λόγος περί του Λόγου του Θεού:
άγια |
Βοηθητικά, ωφέλιμα βιβλία, χωρίς δογματική αξία. |
αναγινωσκόμενα |
Αυτά που μπορούν να διαβάζονται στην Εκκλησία. |
αναγνωστέα |
Χρήσιμα να διαβάζονται. |
σεβάσμια |
Οφείλουν οι Χριστιανοί να τα σέβονται. |
θεία |
Γράφτηκαν με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. |
Θεόπνευστα |
Περιέχουν αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος. |
κανονιζόμενα |
Αυτά που αν και είναι στον κανόνα, δεν οριστικοποιήθηκαν. |
κανονικά |
Αυτά που ανήκουν οριστικά στον Κανόνα. |
7.- Με τα ανωτέρω δεδομένα, μπορούμε να εξηγήσουμε άνετα (όχι εμείς βέβαια, αλλά οι άγιοι της Εκκλησίας, που είναι οι ερμηνευτές) τις δυο πρώτες εντολές του Δεκαλόγου, που δεν είναι απλώς θεόπνευστες, αλλά και θείες. Οι εντολές αυτές είναι ξεκάθαρες, για την εποχή τους και λέμε εποχή τους, διότι αφορούν ανθρώπους της Π. Διαθήκης, δηλ. ανθρώπους του νόμου. Βεβαίως και απαγορεύουν την κατασκευή οποιουδήποτε ειδώλου (δεν λέει εικόνας, γιατί άλλο είναι το είδωλο και άλλο η εικόνα) και η προσκύνηση και η λατρεία αυτού και τούτο, γιατί ο λαός αυτός του νόμου ήταν επιρρεπής σε τέτοιου είδους καταστάσεις (πολλές φορές είχε κατασκευάσει χρυσά μοσχάρια και τα προσκυνούσε ή τα είδωλα του Βάαλ).
Στην Κ. Διαθήκη, όπου ισχύει ο νόμος της Χάριτος και όχι ο Μωσαϊκός, αυτά έχουν τροποποιηθεί, γιατί το πνευματικό επίπεδο έχει ανελιχθεί. Τώρα, ακολουθώντας την πορεία που έχει χαράξει ο Χριστός, λατρεύουμε μόνο το Θεό (δηλ. την αγία Τριάδα) και κανέναν άλλον άγιο ή την Παναγία (η Μαριολατρεία είναι διαστροφή του Παπισμού). Προσκύνηση της εικόνας των αγίων επιβάλλεται, γιατί με τον τρόπο αυτό τιμούμε τους αγίους (δηλ. αυτούς, που αξιώθηκαν να δουν τη δόξα του Θεού), όπως ακριβώς φιλάμε τη φωτογραφία προσφιλών μας προσώπων (και ασφαλώς το φιλί απευθύνεται στο εικονιζόμενο πρόσωπο και όχι στο χαρτί). Η κατασκευή αγαλμάτων των αγίων (δηλ. ειδώλων) απαγορεύεται από την Εκκλησία και κάθε τέτοια εκτροπή (όπως στον Παπισμό) είναι ειδωλολατρία.
8.- Όσον αφορά τις «Παρακλήσεις» προς την Παναγία ή και σε άλλους αγίους, έχουν αυτά όλα το σκοπό να τους παρακαλέσουμε να πουν «κάποιες καλές κουβέντες» στο Χριστό και μόνον σ’ αυτόν, ώστε αυτός να τις μεταφέρει στον Πατέρα του, ως ο μόνος «μεσίτης». Έτσι, η Παναγία και οι άγιοι είναι απλώς «μεσίτες» προς το Χριστό και τίποτε άλλο. Δεν σώζουν, γιατί ο Σωτήρας είναι ένας, ο Χριστός. Αυτοί, απλώς παρακαλούν το Χριστό για τη σωτηρία μας, δηλ. με απλά λόγια τον παρακαλούν να μας επιτρέψει να πλησιάσουμε ακόμη περισσότερο κοντά του.
9.- Στο σώμα του θεανθρώπινου οργανισμού της Εκκλησίας, δυστυχώς, υπάρχουν εξωεκκλησιαστικά στοιχεία (αν και μπορεί να φέρουν και ράσα), τα οποία εκμεταλλεύονται άγρια τον οργανισμό αυτό προς ίδιον όφελος. Έτσι δημιουργούν ιστορίες περί θαυματουργών εικόνων και από τις ιστορίες αυτές, φέρουν στα θυλάκιά τους χρυσόν. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι τα θαύματα δεν είναι έκτακτες επεμβάσεις του Θεού, αντικείμενες προς τη τάξη της όλης δημιουργίας, όπως παραδέχεται ο Παπισμός, αλλά και ορθόδοξοι καθηγητές, ενώ οι Πατέρες διδάσκουν, ότι δεν είναι συμβάντα που ξεπερνάνε τις φυσικές και ιστορικές δυνατότητες, φανερώνουν δε απλώς τη παρουσία της θείας τάξης στον κόσμο. Το θαύμα δύναται να γίνει μόνο από το Θεό, μέσω της Χάριτός του, την οποίαν διαχέει στους αγίους, που είναι απλώς διαχειριστές της. Έτσι δεν υπάρχουν αποκλειστικοί άγιοι που θαυματουργούν, ούτε εικόνες, ούτε σταυροί και άλλα αντικείμενα, αλλά μέσω αυτών διαχέεται η Χάρις του Θεού. Μ’ αυτή την προϋπόθεση, όλοι οι άγιοι είναι «θαυματουργοί» και όλες οι εικόνες και όχι ειδικά κάποιες από αυτές. Βέβαια, η Χάρις του Θεού μέσω των αγίων ή των εικόνων δεν δρα κατά μαγικό τρόπο, αλλά για να ενεργοποιηθεί θα πρέπει να βρει τον κατάλληλο υποδοχέα, δηλ. να γεμίσει ένα κατάλληλο δοχείο χάριτος, δηλ. έναν άνθρωπο, που να είναι δεκτικός της Χάριτος αυτής, αλλιώς παραμένει ανενεργός.
10.- Βέβαια, το να παρουσιάζονται σε διάφορα κείμενα άγιοι, οι οποίοι να απειλούν, να βρίζουν, να καταρρώνται, να επισείουν ασθένειες, να φοβερίζουν κ.ά. θα πρέπει να μην αφορούν αγίους, αλλά δαίμονες. Αν οι άγιοι δεν έχουν ταπεινοφροσύνη και πραότητα, δεν είναι ειρηνοποιοί και αγαθοποιοί, τότε δεν θα πρόκειται για αγίους. Τώρα, το αν π.χ. το προσκύνημα της Παναγίας της Τήνου, έχει καταντήσει ειδωλολατρία, είναι πέραν του δέοντος αντιληπτόν και απορριπτέον. Εξ άλλου, γνωρίζουμε, ότι η εικόνα της Παναγίας της Τήνου είναι παπικής προέλευσης.
11.- Βέβαια κανείς άγιος, ούτε η Παναγία απαιτούν να προσκυνούνται. Η προσκύνηση είναι εκδήλωση τιμής προς τον εικονιζόμενο άγιο και δεν απαγορεύεται από τον Χριστό, το δε χωρίο του Ιωάννη, λέει ότι ο Θεός είναι Πνεύμα και αυτοί που το προσκυνούν, το προσκυνούν «εν πνεύματι και αληθεία». Στο χωρίο αυτό, αναφέρεται πώς πρέπει να προσκυνείται ο Θεός, δεν απαγορεύει την προσκύνηση των αγίων, αλλά αντίθετα μπορεί να επεκταθεί και στους αγίους. Στην περίπτωση αυτή οι άγιοι της Εκκλησίας μας επεξηγούν, ότι το «εν πνεύματι» εννοεί τον τρόπο που ταιριάζει στο δέσιμο του ασύλληπτου Θεού με εγκόσμιες ιδιότητες, ενώ το «αληθεία» συνδέεται με την αποκάλυψη αυτού του Θεού από τον Ιησού στους ανθρώπους. Εξ άλλου, ο ίδιος ο Χριστός έχει αυτοαποκληθεί, ως «η αλήθεια». Τελικά, το χωρίο αυτό αποτελεί το τελικό κτύπημα κατά της εθνικής συγκεντρωτικής θρησκείας των Ιουδαίων.
12.- Όσον αφορά το άλλο χωρίο της Αποκάλυψης, όπου ο άγγελος αποτρέπει τον Ιωάννη, από του να τον προσκυνήσει, πολύ καλά κάνει. Γιατί ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού, ενώ ο άγγελος όχι. Γιατί ο άνθρωπος έχει το τριπλό του Θεού: Νου, Λόγο, Πνεύμα, ενώ ο άγγελος έχει μόνο Νου και Λόγο. Ο άγγελος είναι απλώς ο υπηρέτης του Θεού, ενώ ο άνθρωπος μπορεί να γίνει «εις τύπον και τόπον Θεού», δηλ. ιερέας, ο άγγελος δεν μπορεί. Θα αντιτείνει κανείς. Μα καλά, ο Ιωάννης δεν το ήξερε; Και βέβαια το ήξερε, αλλά με τον τρόπο αυτό ήθελε να πολεμήσει ένα είδος αγγελολατρείας στην περιοχή των εκκλησιών της Ασίας («λατρεία αγγέλων» Κολοσ. 2. 18).
13.- Το χωρίο από το Δευτερονόμιο (13. 1-4) θέλει να πει, ότι ο Θεός διατάζει το λαό του Ισραήλ να εφαρμόζει επακριβώς τους νόμους του και να μην αφήνεται να παρασύρεται από προφήτες και ονειροκρίτες, που πραγματοποιώντας και θαύματα, τους οδηγούν σε άλλους θεούς. Είναι προφανές, ότι αυτό το προφήτες και ονειροκρίτες, αφορά τους ψευδοπροφήτες και αναλυτές ονείρων (κάτι τέτοιο αντιμετώπισε και ο Παύλος στους Φιλίππους). Βέβαια τέτοιους ψευδοπροφήτες έχουμε και στις μέρες μας και μάλιστα αρκετούς, που εκμεταλλεύονται την άγνοια των πιστών και την μη ποίμανσή τους από τους –υποτίθεται- (μισθωτούς) ποιμένες τους. Ας θυμηθούμε τα ίδια τα λόγια του Χριστού, ότι ο ποιμένας δεν μπορεί να είναι μισθωτός. Βέβαια, γι’ αυτή την κατάντια δεν φταίει το μαύρο ράσο, αλλά οι άνθρωποι, που κρύβονται κάτω από το ράσο αυτό. Δηλ. αν ήταν ποιμένας με άσπρο ράσο ή χωρίς ράσο (με κοστούμι) θα ήταν όλα καλά; Προφανώς εδώ ισχύει το ρητό: «το ράσο δεν κάνει τον παπά», αλλά βέβαια ο παπάς κάνει το ράσο να εκπέμπει, ορισμένες φορές, αγιότητα.
14.- Ποιος είπε, ότι στα σχολεία της Πολιτείας θα πρέπει να διδάσκεται η χριστιανική Πίστη; Το είπε ο Χριστός, το είπαν οι άγιοι, το είπε η Εκκλησία (το σώμα των αγίων); Προφανώς όχι. Αυτό το λέει ο ανθρώπινος οργανισμός (όχι θεανθρώπινος), που αποκαλείται «Εκκλησία της Ελλάδος» και είναι ΝΠΔΔ, όπως είναι η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, κ.λπ. και έχει σκοπό την εξυπηρέτηση του θρησκευτικού συναισθήματος των ανθρώπων. Ωραίο παράδοξο: το λόγο του Θεού να τον διδάσκει η Πολιτεία και όχι η Εκκλησία, που είναι δικό της αντικείμενο.
15.- Θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι στο χωρίο του Ιωάννη (Ιω. Α΄ 4. 12): «Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται» αναφέρεται, στο ότι δεν μπορεί να ιδεί κανείς το πρόσωπο του Θεού-Πατέρα, ενώ το πρόσωπο του Θεού-Υιού, το έχουν ιδεί χιλιάδες.
16.- Το να θέτει κανείς τον εαυτό του έξω και πάνω από την Εκκλησία και τα διάφορα θρησκεύματα, φαίνεται, ότι είναι απλώς μια εκδήλωση υπερφίαλης υπερηφάνειας και βέβαια υποκρύπτει, ότι όντας υπεράνω όλων, δημιουργεί υποσυνείδητα τη θρησκεία του εαυτού του. Εδώ προφανώς, οι διάφοροι συντάκτες συγχέουν την Εκκλησία με τις διάφορες θρησκείες, δηλ. το βίωμα με την ειδωλολατρία και άθελά τους, ίσως, ειδωλοποιούν τα πρόσωπά τους. Βέβαια αυτό είναι δικαίωμα του κάθε προσώπου, που αντί να πιστεύει σε Θεό, πιστεύει στον εαυτό του (και επομένως τον θεοποιεί), αλλά είναι το θαυμάσιο δώρο του Θεού αυτή η ελευθερία, να φτάνει κανείς στην ειδωλοποίηση του προσώπου (κάτι που έκανε ο Αδάμ κάποτε, αλλά συνεχίζουν εκατομμύρια Αδάμ ανά τους αιώνες). Αυτή μάλιστα η ελευθερία φτάνει στο σημείο να καθυβρίζεται ακόμη και το όνομα του Θεού, κάτι που ο Θεός αναγνωρίζει σαν παλικαριά και μάλιστα τον τέτοιον εχθρό του, φθάνει να τον παραδέχεται (Απκ. 3. 16). Αντίθετα, κάτι τέτοιους θεολόγους, αθεολόγητους και χλιαρούς τους κάνει εμετό! Βέβαια θα πρέπει να γνωρίζουν οι συντάκτες, ότι η Εκκλησία (όχι το ΝΠΔΔ), ως θεολόγους θεωρεί αυτούς, που έχουν θέα του Θεού, θεώνονται δηλαδή και όχι τους σπουδάσαντες θεολογία στα Πανεπιστήμια. Αυτοί είναι θεολόγοι με «θ» μικρό, ενώ οι άλλοι θεολόγοι (δηλ. οι άγιοι) είναι με «Θ» κεφαλαίο.
17.- Αλλά το τραγικό της υπόθεσης είναι, ότι οι συντάκτες των άρθρων αυτών κρίνουν και κατακρίνουν επιφανειακά («μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε» Ιω. 7. 24), κρίνουν από αυτά που βλέπουν, ακούουν και αισθάνονται και νομίζουν, ότι Εκκλησία είναι αυτό που βλέπουν. Ίσως να έχουν κάποιο δίκιο, γιατί δεν έχουν ασχοληθεί καν σε βάθος με αυτό, που λέγεται Εκκλησία, που πραγματικά λίγοι το γνωρίζουν, ακόμη και αν διατείνονται, ότι είναι μέλη της! Αλλά θα πρέπει να μάθουν να διαλέγονται και να μη βγάζουν αφορισμούς. Για να απορρίψει κάποιος κάτι πρέπει προηγουμένως να το έχει γνωρίσει σε βάθος. Δεν μπορούμε να απορρίψουμε το κομμουνιστικό δόγμα, από κάποια εγκλήματα οπαδών του, το ίδιο και με τον Χριστιανισμό (και έχουν γίνει πολλά εγκλήματα στο όνομα του Χριστού!), αλλά και για κάθε άλλη ιδεολογία ή θρήσκευμα. Τώρα, αν πίσω από όλα αυτά βρίσκονται σκοτεινά πολιτικά σχέδια, δεν αποκλείεται να συμβαίνει και αυτό. Πάντως ένα δεν μπορεί να συμβαίνει. Να υπάρχουν πολιτικά σχέδια και σκοτεινές δυνάμεις πίσω από την Εκκλησία (το σώμα του Χριστού, το σώμα των αγίων) και όχι πίσω από την Εκκλησία (το γνωστό ΝΠΔΔ).
18.- Βέβαια, το γενικότερο θέμα της Πίστης είναι θέμα εσωτερικών διεργασιών στην ψυχή του κάθε ανθρώπου (αρκεί να πιστεύει βέβαια, ότι έχει ψυχή). Αυτός ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, άλλοτε δέχεται πληροφορήσεις και άλλοτε όχι. Αν δε είναι επιρρεπής στην έρευνα και θέλει να μάθει την αλήθεια, τότε ελευθερώνεται από την σκλαβιά που ζει και αγάλλεται («γνώσεσθαι την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» Ιω. 8. 32). Ορισμένοι βέβαια δεν θέλουν να μάθουν την αλήθεια και νομίζουν, ότι η αλήθεια βρίσκεται σ’ αυτά που αντιλαμβάνονται και μόνο. Άλλοι πάλι, που δεν τολμούν να αποκηρύξουν την ιδιότητά τους σαν Χριστιανών, θεωρούν, ότι είναι περαστικοί και τυχαίοι στον κόσμο τούτο και όταν θα αποβιώσουν θα πάνε στο πουθενά, από όπου ήρθαν ή το πολύ να χρησιμεύσουν σαν κοπριά, για τα λάχανα. Δεν γνωρίζουμε, αν γνωρίζουν αυτό που διακηρύσσει η Εκκλησία. Δηλ. το ότι ο άνθρωπος είναι μετά το θάνατο, ό,τι ήταν και προ του θανάτου του.
20.5.17
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ