Παναγία, ἡ μυρωμένη αὐγή (τοῦ Πρωτ. Εὐαγγέλου Παχυγιαννάκη)

 

 kikodirectress1

Καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωί, ἡμέρα…».

Ἔτσι τελειώνει τό συμπλήρωμα κάθε ἡμέρας τῆς  δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης. Πρῶτα τό σκο τάδι καί ὕστερα τό φῶς. Πρῶτα ἡ νύχτα καί ὕστερα ἡ αὐγή,τό γλυκοχάραμα τῆς ἡμέρας. Ἡ ζωή ξεπή δησε μέσα ἀπό τό χάος. Τό πηχτό σκοτάδι τῆς  ἀβύσσου. Αὐτόἔγινε στήν ὑλική δημιουργία. Τό ἴδιο ὅμως συμβαίνει καί στήν πνευματική δημιουργία. Μέσα ἀπό τή βαθιά σκέψη τῆς ἄκτιστης οὐσίας ἀναδύεται ἡ κτιστή σοφία,ἡ προκαθορισμένη ἁρμονία τοῦ τέλους ὅλων τῶν πραγμάτων, πού εἶναι ἡ κοινωνία τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὀμορφιά τοῦ κόσμου.

Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπωάζει τά στοιχεῖα τῆς φύσεως καί ἀπό τό βαθύ σκοτάδι τῆς ἀβύσσου δημι-ουργεῖται τό πανόραμα τῆς δημιουργίας, ἡ ὀμορφιά τοῦ κτιστοῦ παραδείσου. Τό ἴδιο Ἅγιον Πνεῦμα, μετά τήν πτώση καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά μετέχει στή «θεία φύση» μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Καί πάλιν τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο, πού μᾶς ἐπιτρέπει νά ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς πίστεως γιά τόν Χριστόν: «γεννηθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἡ Παρθένος προβάλλει τό φῶς τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος στόν κό -σμο. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός κυοφορεῖται ἐν σιωπῇ μέσα στή γαστέρα τῆς Θεοτόκου. Καί ὅπως

«ἡ βιβλική διήγηση τῆς δημιουργίας δείχνει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἤδη ἐπιτελοῦσε τή λειτουργία τῆς ἐπωάσεως τῆς ἀβύσσου, ἀπ’ ὅπου ξεπήδησεν ὁ κόσμος»(Εὐδοκίμοφ), κατά τόν ἴδιο σιωπηλό τρόπο τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέρχεται στήν Παρθένον καί συντε-λεῖται  ἡ κυοφορία καί ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ γέννηση τῆς  Ἐκκλησίας.

Σ’ αὐτό τό νέο ξημέρωμα, τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Παναγία ὀνομάζεται, στό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Ἆσμα Ἀσμά των», ὄρθρος. Καί ὅπως, ὕστερα ἀπό τήν βαθιά νύ -χτα, ἀρχίζει νά γλυκοχαράζει ἡ ροδαυγή καί ἀνα -τέλλει ἀπό τά σκοτεινά σπλάχνα τῆς νύχτας ὁ ὄρ θρος, ἔτσι καί ἀπό τήν ἀσέληνη νύχτα τοῦ κόσμου τῆς πτώσεως ἀρχίζει νά ἀχνοφέγγει ὁ ὄρθρος. Νά ροδίζει ἡ μυρωμένη αὐγή τῶν ἐλπίδων τοῦ νέου κόσμου στό πρόσωπο τῆς ἀειπαρθένου Θεοτόκου.

Εἶναι «ἡ ἐγκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος», ὅπως τήν προορᾶται ὁ ἱερός συγγραφέας τοῦ «Ἄσματος».

Πολύ πρίν ἡ Παναγία φανερωθεῖ ὡς ὄρθρος καί ἡμερέψει ἡ  Ἱστορία μέ τό γλυκό της ξημέρωμα, ση μά δεψε τήν προπτωτική κατάσταση τῆς δημιουργίας τό βαρύ πέλμα τῆς Εὔας, μέ τήν εἴσοδο τοῦ ἀνθρω -πίνου γένους στήν ἀσέληνη νύκτα. Ἡ ἐλπίδα τῆς θεώσεως  ἔσβησε στήν ἀπελπισία τοῦ θανάτου. Ὁ ἐφιαλτικός κόσμος τῆς παρανομίας καί τῆς παρακοῆς  ὅδευε  γεμάτος  τρόμο,  ἀδιέξοδα  καί  βαθιά ὀδύνη στό σκοτεινό βασίλειο τοῦ θανάτου. Καί ὁ ἄνθρωπος δίχως φῶς, δίχως ἐλπίδα προχωροῦσε μέσ’ στό σκοτάδι τρικλίζοντας καί στούς δαιδάλους τῆς ἀβεβαιότητος  ἔντρομος,  δειλός  καί  φοβισμένος.

Σ’ αὐτή τή σκοτοδίνη, μέ ραγισμένη τήν ἐλπίδα τῆς ἀναζήτησης τοῦ φωτός  Ἐκείνου, πού θά τόν ὁδηγοῦσε ἄσφαλτα στόν προορισμό γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε, σημάδεψαν οἱ Προφητικές φωνές τόν Ὄρθρο τῆς σωτηρίας. Τήν ἔξοδο ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς, ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, ἀπό τήν ἀπελπισία στήν ἐλπίδα τῆς ἀνεξάντλητης φωτοχυσίας. Αὐτός ὁ χρυσοπόρφυρος  Ὄρθρος, ἡ σωτήρια Πύλη, ἡ ἀκα-ταίσχυντη  Ἐλπίδα, τό γλυκοχάραμα τῆς νέας Ζωῆς, ἡ  μυρωμένη  Αὐγή,  εἶναι  ἡ  Παναγία.  Ἡ  γλυκιά Παρθένος καί Μητέρα μαζί, ἡ Παναγία μας,  πού στέκεται μέ ἀνοικτή τήν ἀγκαλιά της αὐτές τίς ὄμορ-φες κατανυκτικές ἀκολουθίες τῶν Παρακλήσεων καί μᾶς περιμένει. Περιμένει τόν κάθε ἄνθρωπο, νά σμι-κρυνθεῖ, νά ταπεινωθεῖ, νά γονατίσει, νά γίνει βρέ -φος ἀμόλευτο ἀπό τίς κακίες τοῦ κόσμου, γιά νά μπορέσει νά κρατηθεῖ στήν ἀγκαλιά Της κι  Ἐκείνη, βρεφοτρόφος ὡς εἶναι, θά τόν  γαλακτοτροφήσει μέ τό ἄδολο γάλα τῆς οὐράνιας ἐλπίδος.

Τό στῆθος τῆς Παναγίας μας εἶναι γεμάτο ἐλπίδα.Ἐλπίδα πού θαυματουργεῖ, πού δίνει ζωή, πού φυγα-δεύει τόν θάνατο, πού φέρνει σέ ὅλες τίς πονεμένες καί νυχτωμένες καρδιές τόν ὄρθρο τῆς μυστικῆς πα-ρηγορίας. Οἱ καμπάνες τοῦ Δεκαπενταύγουστου ἄρχισαν τό ἀργυρόηχο κάλεσμά τους. Ἄς τό ἀκού -σουμε. Γιά νά γλυκοχαράξει μέσα μας τό θάμβος τῆς μυρωμένης Αὐγῆς…■

Αμαρτίες στα Κάστρα και στον Πύργο.

 

Untitled

 

Αμαρτίες στα Κάστρα και στον Πύργο

Του Χαράλαμπου Χαραλάμπους

(χαγπχ)

Πήγα σ’ ένα μοναστήρι στο άγιο όρος.

Το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ένας μοναχός

αντί για το πατροπαράδοτο καλωσόρισμα

με λουκούμι και τσίπουροα

ήταν αν ήθελα να εξομολογηθώ.

Του είπα όχι, γιατί είχα τον πνευματικό μου στην Κύπρο.

Ήρθα, του απάντησα, να βγάλω φωτογραφίες τους αγίους

που είναι εξαϋλωμένοι πάνω στους τοίχους

για να τους δείχνω στους μαθητές μου

για να ξέρουν πως ήταν οι άνθρωποι του θεού παλιά.

Ο μοναχός δεν με είδε με καλό μάτι.

……………………………………………………………………..

Μαζί μου είχα πάρει και ένα γέρο φίλο μου.

Τον παππού το Φώτη.

Μου ζήτησε να τον πάρω να προσκυνήσει τα αγιασμένα χώματα του Άθωνα

πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του.

Διανυκτερεύσαμε ένα βράδυ στη Θεσσαλονίκη πριν πάμε στο όρος.

Είχε πολύ πλάκα ο παππούς.

Ήταν πρόσφατα εγχειρισμένος στο πόδι.

Με ένα κομμάτι πλατίνα στο γόνατο και έτσι οι κινήσεις μας ήταν πολύ αργές.

Χαραλάμπη μου αύριο το πρωί θα σηκωθούμε από τις 2

για να προσευχηθούμε να βοηθήσει η Παναγία να έχουμε καλό ταξίδι.

Εγώ αστειευόμενος, του είπα ότι θα βγω έξω τη νύχτα,

να πάω να κάνω λίγες αμαρτίες στα κάστρα και στον πύργο

και θα έρθω τα χαράματα να φύγουμε.

Σηκώθηκε με δυσκολία και μου έδωσε ένα κομποσκοίνι εκατοστάρι.

Σήκω μου είπε.

Παππού, πες μου τι θέλεις να σου φέρω να φας του είπα και θα φύγω.

Σήκω μου είπε με αυστηρή φωνή.

Ξεκίνησε τον εξάψαλμο.

Πήρε κι αυτός ένα κομποσκοίνι και προσευχόταν.

Ψάλλε, μου είπε, το απολυτίκιο του Γρηγόρη του Παλαμά.

Εγώ θα ψάλλω του Δημητρίου είπε αυστηρά.

Ψάλλε και του αγίου Χαραλάμπη μου ξαναείπε.

Εγώ θα ψάλλω του δικού μου του Φωτίου συνέχισε.

Τον έβλεπα να κλαίει σαν μωρό.

Σε κάποια στιγμή στάθηκα σε μια γωνιά και τον παρακολουθούσα.

Ο παππούς χάθηκε μέσα στην χάρη της προσευχής.

Δεν μιλούσε.

Μόνο δάκρυζε.

Μετά από ώρα τελείωσε.

Γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε χαμογελώντας.

Θα με πάρεις μαζί σου να κάνουμε αμαρτίες;;;

Πήγαμε φάγαμε ένα σουβλάκι κοντά στην Καμάρα και πήγαμε για ύπνο.

………………………………………………………..

Ο μεγαλόσχημος μοναχός της Μεγίστης Μονής

ρώτησε και τον παππού το Φώτη αν ήθελε να εξομολογηθεί.

Ο παππούς του απάντησε:

Ήρθα να μιλήσω με τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν

και τη μάνα του την απάντων Κυρίαν την Θεοτόκον Μαρίαν.

Ο γέρος, ως γνήσιον τέκνον της Κύπρου έβαζε όλα τα ν στο τέλος των λέξεων.

Πάλι νευρίασε ο μοναχός.

Μας έβαλε να κοιμηθούμε σ’ ένα δωμάτιο.

Πριν προλάβω να κλείσω τα μάτια μου το βράδυ

ο παππούς, μου είπε, Χαραλάμπη μου σήκω γιατί χτύπησαν οι καμπάνες.

Του είπα να πέσει να κοιμηθεί γιατί δεν ήταν καμπάνες

αλλά τα κουδουνάκια από τα μουλάρια της μονής.

Επέμενε.

Μέσα μου είπα καλός είναι και άγιος ο παππούς

αλλά μου έσπασε τα νεύρα.

Σηκώθηκα.

Τον πήρα από το χέρι και κατεβήκαμε κάμποσα σκαλιά.

Ο ναός κλειστός.

Μοναχοί πουθενά.

Είδες, του είπα θυμωμένος.

Επέμενες να έρθουμε και τώρα τι θα κάνουμε μέσα στο κρύο.

Με κοίταξε στα μάτια.

Συγνώμη παιδί μου.

Νόμισα ότι μας φώναξε ο Χριστός και δεν ήθελα να αργήσουμε.

Συγχώραμε παιδί μου, μου ξαναείπε.

Του χαμογέλασα.

Θα με μάθεις να προσεύχομαι τον ρώτησα.

Μα δεν ξέρω μου απάντησε.

Εγώ μιλώ με τον Κύριο.

Αυτός με ακούει.

Και μου μιλά στην καρδιά μου.

Όμως κι εγώ τον ακούω.

Μετά από πολύ ώρα ήρθαν οι μοναχοί και άνοιξαν το ναό.

Είχαμε ξεπαγιάσει από το κρύο.

Η ψυχή μου όμως για παράξενο λόγο ήτανε θερμή.

Μπήκαμε 4 το πρωί.

Τελειώσαμε 8.30.

Τον έβλεπα που στεκόταν συνεχώς και ήξερα ότι πονούσε το πόδι του.

Εγώ βρήκα ένα στασίδι σε μια γωνιά και κοιμόμουνα.

Άκουγα τις ψαλμωδίες και νόμιζα πως ήμουν στον παράδεισο.

Κάποια στιγμή του είπα, παππού κάτσε λίγο.

Γύρισε και με είδε.

Ο Κύριος είναι σταυρωμένος μου είπε και βυθίστηκε πάλι στον κόσμο του.

Ο ηγούμενος που με ήξερε ζήτησε να μας δει.

Παρακολουθούσε τον παππού προσεχτικά.

Κατάλαβε ότι γέρος δεν ήτανε τυχαίος.

Τον ρώτησε:

Κύριε Φώτη θέλεις να μείνεις στο άγιο όρος και να σε κάνουμε μοναχό;

Ο παππούς σηκώθηκε και του είπε.

Άγιε καθηγούμενε ο Χριστός είναι και μέσα στο σπίτι μου.

Κοκάλωσε ο ηγούμενος.

Ήρθε ασπάστηκε το χέρι του παππού και φύγαμε.

Τελικά δεν εξομολογηθήκαμε.

Πήγαμε πίσω στη Θεσσαλονίκη.

Ο  παππούς φόρεσε τα καλά του ρούχα.

Ντύσου μου είπε.

Θα σε πάρω στα Κάστρα και στον Πύργο να κάνουμε αμαρτίες.

Καλά το κατάλαβα του είπα ότι τελικά θα υπέκυπτες.

Και πήγαμε στην Αριστοτέλους και φάγαμε γύρο.

Υ.Γ

Στην κηδεία κάποιου ιερομόναχου στην Κύπρο

που κοιμήθηκε πρόσφατα πήγαν χιλιάδες.

Στην κηδεία του παππού του Φώτη ήμασταν 12 άνθρωποι.

Παππού αιωνία σου η μνήμη.

*(Ο πίνακας ζωγραφίστηκε από τον Θεολόγο Βασίλη Χαραλάμπους)

ΠΗΓΗ.ΧΡΙΣΤΟΥΦΑΝΤΟΣ

Ὁ ἀνήφορος τοῦ Αὐγούστου:(πρεσβυτέρου Αθανασίου Μηνά)

 Panagia_tou_Bolokolamsk

Παναγία του Βολοκολάμσκ

 

Πρόκειται για αντίγραφο της Παναγίας του Βλαδίμηρου, το οποίο αγιογραφήθηκε το 1572 στην Μόσχα. Δεξιά και αριστερά, στο πλάϊ της Θεοτόκου, εικονίζονται οι Άγιοι Ιεράρχες της Μόσχας Πέτρος και Ιωνάς και στον επάνω μέρος οι Άγιοι Αρχάγγελοι.

Από την αρχή κατατέθηκε στον Ναό της Κοιμήσεως, στη Μονή του Βολοκολάμσκ που ίδρυσε ο άγιος Ιωσήφ. Μετά την Επανάσταση του 1917 εκτέθηκε στο Μουσείο Ρουμπλιώφ (το οποίο στεγαζόταν στην Μονή Αντρονίκιεφ), όπου φυλάσσεται και σήμερα. Τον Ιούνιο του 1989 η Μονή Βολοκολάμσκ επιστράφηκε στην Ρωσική Εκκλησία και ελπίζεται να επιστραφεί και η Εικόνα.

Τιμάται την 3η Μαρτίου.

———————————————————————————————————————————————————-

 

Ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῆς Παναγίας μεταμορφώνουν καί ἀνυψώνουν τόν ἄνθρωπο σέ κατά χάριν Θεό (Μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ὑμνολογία μας )

                                     

του ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

 

¨Σταυρὸς ἁπάντων τῶν καλῶν, παρεκτικὸς καθορᾶται, προσκυνούμενος, καὶ πᾶσαἡ κτίσις, ἑορτάζει ἐν χαρᾷ, φωτιζομένη χάριτι, τοῦ ἐν αὐτῷ βουλήσει, ἀνυψωθέντος Θεοῦ ἡμῶν¨.( ζ΄ὠδή τῆς ἑορτῆς τῆς προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ)

¨Παρθενικῆς ἐκ νεφέλης σε τεχθέντα, καὶ σάρκα γενόμενον, καὶ πρὸς τὸ ὄρος Θαβώρ, μεταμορφούμενον Κύριε, καὶ τῇ νεφέλῃ, τῇ φωτεινῇ σε περικυκλούμενον, φωνὴ τοῦΓεννήτορος, ἀγαπητὸν σὲ Υἱόν, τῶν μαθητῶν συμπαρόντων σοι, σαφῶς ἐδήλου, ὡςὁμοούσιον καὶ ὁμόθρονο¨.(Ἀπό τούς Αἴνους τῆς Μεταμορφώσεως)

Ἀπ΄ ἀρχῆς  τῆς περιόδου τῶν παρακλήσεων τοῦ  Δεκαπενταυγούστου πρός τήν Ἁγνήν καί Καλήν Παναγία μας, ὁ Υἱός της καί Μεσσίας Ἰησοῦς Χριστός στέλνει στούς πιστούς Ὀρθοδόξους ἁπλόχερα τήν Ἄκτιστη Χάρη Του[1]. Ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς[2], ἡ καθαρότητα τῶν λογισμῶν καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί εὐχαριστίας,  εἶναι τά πλέον χαρακτηριστικά  γνωρίσματα αὐτῆς τῆς πνευματικῆς εὐωχίας στήν διάρκεια τῶν παρακλήσεων.                                                                                                 

Ἐν τούτοις,  ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὁ ἀνθρωποκτόνος καί διώκτης Σατανάς  μέ τά ὄργανά του, προσπαθεῖ  λυσσαλέα νά ἀποπροσανατολίσει, εἰ δυνατόν, τούς πάντες. Ψευτογιορτές, παγκόσμιες φιέστες, βορβορώδεις συνεστιάσεις καί δῆθεν φιλοσοφικές συζητήσεις-ἀναζητήσεις, δημιουργοῦν τέτοια σύγχυση καί πλάνη, ὥστε κάποιοι δυστυχεῖς νά μήν ὁδηγοῦνται στήν Ἀλήθεια, βλασφημώντας τό Πανάγιον Πνεῦμα[3], ἀρνούμενοι τόν Ἰησοῦν Χριστόν καί τήν Ἁγίαν  Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν Του.          Τί  κρῖμα!  Πόσο ἀδικοῦν τούς ἑαυτούς τους, ἀκολουθοῦντες τό ψεῦδος οἱ καϋμένοι. Προσκολλημένοι στό μεταπτωτικό θέλημά τους, στή γήϊνη λογική καί σαθρή γνώμη τους, δένονται ψυχοσωματικά μέ χονδρό παλαμάρι ἀπό πάθη ἀτιμίας καί κακίας  καί  στεροῦνται ἔτσι τοῦ θείου φωτισμοῦ καί τῆς ἐν Χριστῷἐλευθερίας. Ὄντως, φοβερή ἡ σκλαβιά αὐτή!

Ὁ Τριαδικός Θεός μας, ὅμως,  μέ περισσή ἀγάπη καί λεπτότητα, τούς ἐλέγχει καί τούς ὑπενθυμίζει, ὅτι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ξαναβρίσκουμε τόν χαμένο ἑαυτό μας[4], ἀλλά καί ὅτι αὐτοκαταστρέφονται ὅσοι τά βάζουν μέ τήν Ἐκκλησία. Ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς εἶναι ἡ Εἰρήνη τοῦ κόσμου, ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή[5].  Ἀπ΄ Αὐτόν ἐξέρχεται καί καταβαίνει πρός τόν κόσμο κάθε καλό, ἀγαθό καί  ὡραῖο. Μέσα στίς ἅγιες ἐντολές Του κρύβεται μυστικά ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὁ τηρῶν αὐτές τίς ἐντολές καθίσταται κατοικητήριον τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.

«᾿Εὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε»(Ἰω. ιδ΄, 15)· «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν…ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν»(Ἰω. ιδ΄, 21-23).

Ὁ Ἅγιος Θεός, ἀπ΄ἀρχῆς, δέν ἠθέλησε νά συμμαχήσει μέ τή σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δηλαδή μέ τή Φύση αὐτῆς τῆς σοφίας πού προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους καί εἶναι ξένη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τουναντίον, εὐδόκησε νά σώσει τόν κόσμο μέ τή «μωρία» τοῦ κηρύγματος τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως[6], ὅπου καταγγέλλεται ἡ ἀτιμία, ἡ ὑποκρισία, καί ἡ σκληροκαρδία τῆς ψευδωνύμου γνώσεως καί φιλοσοφίας τοῦ κόσμου καί βεβαίως τῆς Νέας Ἐποχῆς. Τοῦτ᾿ ἔστιν, θά λέγαμε, ὅλων ἐκείνων πού εὑρίσκονται ἔξω καί πέρα ἀπό τή σφαῖρα τοῦ κηρύγματος τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Μεσσίου.

 

Ὑπάρχουν, βέβαια καί οἱ ἀντιλέγοντες, πού λένε:

Α) Πῶς νά βεβαιωθοῦμε ὅτι θά ζήσουμε αἰώνια, ἄν πιστέψουμε Αὐτόν πού πέθανε στόν Σταυρό;

Β) Πῶς θά λάβουμε εὐλογία ἀπό Ἐκεῖνον πού ἔγινε κατάρα;

Γ) Πῶς θά δικαιωθοῦμε αἰώνια, ὅταν ὁ Δικαιῶν Χριστός κατεκρίθη και θανατώθη ὡς κατάδικος;

 

Μία βασική πρώτη προϋπόθεση γιά νά κατανοήσει κάποιος τήν σταυροαναστάσιμη  ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ συγκεκριμένη παρακάτω ταπεινή προσευχή· Δέσποτα Χριστέ…χάρισαί μοι τῷ πολλά Σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως·…γλύκανόν μου τήν ψυχήν τῷ Σῷ τιμίῳ αἵματι, ἀπό τῆς πικρίας ἥν με ὁ ἀντίδικος ἐπότισεν.Ὕψωσόν μου τόν νοῦν πρός Σέ, κάτω ἑλκυσθέντα, καί ἀνάγαγέ  με ἀπό τοῦ χάσματος τῆς ἀπωλείας· ὅτι οὐκ ἔχω μετάνοιαν, οὐκ ἔχω κατάνυξιν, οὐκ ἔχω δάκρυον παρακλητικόν, τά ἐπανάγοντά με τέκνα πρός ἰδίαν κληρονομίαν.  Ἐσκότισμαι τόν νοῦν ἐν τοῖς βιωτικοῖς πάθεσι, καί οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρός Σε ἐν ὀδύνῃ, οὐ δύναμαι θερμανθῆναι τοῖς δάκρυσι τῆς πρός Σέ ἀγάπης. Ἀλλά, Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι μετάνοιαν ὁλόκληρον καί καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησίν Σου· χάρισαί μοι τήν χάριν Σου καί ἀνακαίνισον ἐν ἐμοί τάς μορφάς τῆς Σῆς εἰκόνος.Κατέλιπόν Σε, μή μέ ἐγκαταλίπῃς· ἔξελθε  εἰς ἀναζήτησίν μου, ἐπανάγαγέ με πρός τήν νομήν Σου, συναρίθμησόν με τοῖς προβάτοις τῆς ἐκλεκτῆς Σου ποίμνης, καί διάθρεψόν με σύν αὐτοῖς ἐκ τῆς χλόης τῶν θείων Σου Μυστηρίων· πρεσβείαις τῆς Πανάγνου Μητρός Σου καί πάντων τῶν Ἁγίων Σου· Ἀμήν!”  (Ἱκετήριος κανών στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό).

Κατόπιν τούτου, χρειάζεται πίστη καί εἰλικρίνεια ὅταν προσκυνοῦμε τόν Τίμιο Σταυρό, ὥστε δι᾿ αὐτοῦ νά καθαγιάζεται ἡ ψυχή μας,  νά μή μᾶς παραξενεύει τό νόημά του,  ἀλλά καί νά μᾶς θεραπεύει πάσης φύσεως νοσήματα[7]. Τότε συνειδητοποιοῦμε τή σημασία του.

Γιά νά κατανοήσουμε τό Μυστήριο τῆς Ἑκούσιας «ἀτιμώσεως» τοῦ Μεσσίου, ὀφείλουμε πρώτιστα νά μελετήσουμε καί νά ἀποκτήσουμε μέ τή Χάρη, τή Θεϊκή θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Πατρός, πού φανερώνεται δι΄Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στούς πιστούς μέ τή Σταυρική θυσία τοῦ Ἰησοῦ στόν Φρικτό Γολγοθά καί ἐφ᾿ ὅσον πιστέψουμε σ΄αὐτό τό Μέγα καί Φρικτό Μυστήριο, θά καυχώμεθα ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά σκανδαλιζόμεθα καί νά σκανδαλίζουμε[8].

Αὐτή ἡ θυσία εἶναι τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς τοῦ Μεσσίου πρός τόν Πατέρα. «Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» ( Ματθ. κστ΄, 39). Ὅλοι σχεδόν οἱ Ἅγιοι Προφῆτες ἔγραψαν γι΄αὐτήν τήν ἑκούσια ἀτίμωση τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ. Αὐτή ἡ Σταυρική θυσία ἔσχισε ὁριστικά τό χειρόγραφο τῆς παρακοῆς καί τῆς ἀτιμίας. Γκρέμισε τό μεσότοιχο πού χώριζε τόν Θεό ἀπό τούς ἀνθρώπους καί ἔδωσε στούς πάντες τήν δυνατότητα νά καταστοῦν τίμιοι καί φιλότιμοι.

 Ἡ γλυκειά μας ἡ Παναγία, διηκόνησε μέ τήν Ἁγιότητα καί τήν Παρθενία, καθώς καί μέ τήν ἀπόλυτη ὑπακοή καί ταπείνωσή της, – «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου·γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» ( Λουκ. α΄, 38) – αὐτό τό φοβερό Μυστήριο τῆς Σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ἕτσι καθημερινά εὐχαριστώντας, Τήν παρακαλοῦμε νά μεσιτεύει γιά ἐμᾶς καί νά μᾶς συμπαρίσταται[9].

Τί καί ἄν κάποιοι, μικροί καί ἀνόητοι, παραμένουν στήν ἀτιμία τῆς ἀπιστίας τους καί διδάσκουν οὕτω τούς ἀνθρώπους; Μήπως θά καταργήσουν τήν Ἀλήθεια;  Ἰδού τί τούς ἀπαντᾶ στό πρόβλημά τους ὁ Μεσσίας, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μέ τή γραφίδα τοῦ προφητάνακτος Δαυΐδ: «Μή αἰσχυνθείησαν ἐπ᾿ ἑμέ οἱ ὑπομένοντές σε Κύριε, Κύριε, τῶν δυνάμεων, μηδέ ἐντραπείησαν ἐπ᾿ ἐμέ οἱ ζητοῦντες Σε ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ…ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με καί οἱ ὀνειδισμοί τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσαν ἐπ᾿ ἐμέ. (Ψαλμός 68)

 

Ἐν κατακλεῖδι,

  Ἰδού ἄνθρωποι τό μεγαλεῖον τῆς ὑπέρτατης θυσίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Υἱοῦ τῆς  Παρθένου: «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται».(Ἀπολυτίκιο Εὐαγγελισμοῦ).                                                                                      

  Νά γίνουμε θεοί κατά χάριν καί νά ζήσουμε τήν Θεία Μεταμόρφωση.

¨Δεῦτέ μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπουράνιον ἀΰλως στῶμεν ἐν πόλει ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἐποπτεύσωμεν νοῒ Θεότητα ἄϋλον, Πατρὸς καὶ Πνεύματος, ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν¨.(θ΄ὠδή κανόνος Μεταμορφώσεως)

¨Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ  ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿  ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς¨(Ἰω. η΄, 12).

 

Ναί, Κύριε Ἰησοῦ. Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἦν, ὁ Ὤν καί ὁ Ἐρχόμενος[10]. Ἐσύ εἶσαι τό Πᾶν. Σέ σένα, Κύριε, ἡ Δόξα, ἡ Τιμή καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας.Ἀμήν.

[1] «καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. ιδ΄, 16)

[2] ¨Τῶν παθῶν μου τὸν τάραχον, ἡ τὸν κυβερνήτην τεκοῦσα Κύριον, καὶ τὸν κλύδωνα κατεύνασον, τῶν ἐμῶν πταισμάτων, Θεονύμφευτε¨,(Μικρός Παρακλητικός, Ὠδή δ΄, στ.2ος)

[3]  «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾿ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται» (Ἰω. ιδ΄,17)

[4]  ¨Ἁγίῳ Πνεύματι, πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται…¨(ἀναβαθμοί δ΄ἤχου)

 

[5] «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ΄,6)

[6] «τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ» (Α΄ Κορ. α΄, 27)

[7] ¨Πρόκειται ξένον τοῖς ὁρῶσι θέαμα, Σταυρὸς ὁ τίμιος, καὶ ὡς πηγὴ βρύει, ψυχικὰ χαρίσματα, καὶ παύει ἁμαρτήματα, καὶ νοσήματα λύει, καὶ τὰ φρονήματα ῥώννυσι, τῶν εἰλικρινῶς προσκυνούντων αὐτόν.¨( α΄ὠδή κανόνος τῆς προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ).

[8] «Μακάριός ἐστιν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί»(Ματθ. ια΄,6)

[9] ¨Ὦ Δέσποινα, τοῦ κόσμου γενοῦ μεσίτρια¨ (παρακλητικός κανόνας)

[10] « ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ, ὁ ἦν καί ὁ ὤν καί ὁ ἐρχόμενος»(Ἀποκ. δ΄, 8).

ΠΗΓΗ.ΟΠΟΥ ΓΗΣ

Η Αγία Ε΄Οικουμενική Σύνοδος (Ι.Καρδάση)

Εισαγωγικά

Στις 25 Ιουλίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την σύναξη των 165 θεοφόρων Πατέρων της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η Σύνοδος συνεκλήθη, για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ Χαλκηδόνιων και αντιχαλκηδόνιων, πράγμα που τελικά δεν πέτυχε. Συνεκλήθη από τον Ιουστινιανό, που προσπάθησε να συμβιβάσει αντικρουόμενες απόψεις, προκαταλαμβάνοντας την Εκκλησία, με την προηγηθείσα έκδοση διαταγμάτων, που καταδίκαζαν τις τρεις κεφαλές (Θεόδωρο, Θεοδώρητο και Ίβα) και προσέκρουσε στη αντίδραση της Δύσης. Η Εκκλησία όμως ήταν ήδη δεσμευμένη με τις αντικρουόμενες θέσεις των Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικών Συνόδων και κάθε περαιτέρω διαμάχη θα τίναζε τα θεμέλιά της. Η Σύνοδος επευλόγησε τον μετά θάνατο αναθεματισμό, χωρίς βέβαια απολογία του ήδη κοιμηθέντα. Ο αυτοκράτορας αναγνώρισε το πρωτείο εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, εξέδωσε δε και σχετική νεαρά, επενέβη δε δραστικά στην εκλογή των Παπών Ρώμης, αγνοώντας πλήρως τους σχετικούς Κανόνες της Εκκλησίας. Η Σύνοδος αυτή θεωρείται, ως θρίαμβος της θεολογίας της Ανατολής, έναντι εκείνης της Δύσης.

Ι.Κ.

αρχείο λήψης

          Ε΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

           

 Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στην ΚΠολη το 553 (5 Μαΐου – 4 Ιουνίου) από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄, με σκοπό την καταδίκη των λεγομένων «Τριών Καφαλαίων, που ευνοούν τον Νεστοριανισμό, δηλ. του προσώπου και των συγγραμμάτων του Μοψουεστίας Θεόδωρου, των συγγραμμάτων του Κύρου Θεοδώρητου κατά του Αλεξανδρείας Κυρίλλου και της Γ΄ Οικουμενικής και υπέρ του Νεστόριου και της επιστολής του Εδέσσης Ίβα προς Μάρη τον Πέρση. Καταδικάστηκαν επίσης οι κακοδοξίες του Ωριγένη και των Ωριγενιστών του Δίδυμου Τυφλού και του Ευάγριου Ποντικού       

 

            Μετά την σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) η αντίδραση εναντίον της, αλλά και εναντίον του Τόμου του Λέοντα εντάθηκε από τον Αλεξανδρείας Τιμόθεο Αίλουρο, τον Ιεραπόλεως Φιλόξενο και τον Πισιδίας Σεβήρο (Αντιοχείας από το 512), οι οποίοι θεωρούσαν, ότι η διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου είχε πληγεί και έπρεπε να αποκατασταθεί χωρίς συμβιβασμό. Ο Αλεξανδρείας Τιμόθεος απέρριψε τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας, ο Ιεραπόλεως Φιλόξενος υπήρξε σφοδρότατος αντίπαλός της, ενώ ο Αντιοχείας Σεβήρος πιο μετριοπαθής.

 

Ο Σεβήρος ανέπτυξε ένα τύπο Μονοφυσιτισμού πολύ κοντά στη Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου. Απέρριψε, όπως και άλλοι τον όρο της Χαλκηδόνας, ως νεωτερισμό, αλλά ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει τη θεωρητική διάκριση μεταξύ των δυο φύσεων εν Χριστώ. Ο Σεβήρος ειδικά αναγνώριζε τις δύο φύσεις, αλλά έδιδε μεγάλη έμφαση στην ασύγχυτη ένωσή τους και στις συνέπειες της ένωσης, ιδιαίτερα «μιάς ενεργείας» της θέλησης του Χριστού, μια κοινή θεανδρική ενέργεια, μια έκφραση δανεισμένη από τον ψευδο-Διονύσιο. Στο Σεβήρο, ο χαλκηδόνιος όρος εμφανιζόταν να σημαίνει μια διπλή προσωπικότητα και μια διπλή θέληση, αλλά μολονότι αντιπαθούσε την έκφραση των δυο φύσεων, όπως τέθηκε στην Χαλκηδόνα και όπως είχε διατυπωθεί στον Τόμο, πλησίαζε αρκετά στην ορθόδοξη θέση. Έτσι, ο Σεβήρος επέμενε πολύ στη θεωρητική διάκριση των δυο φύσεων και στη μονιμότητα των χαρακτηριστικών κάθε μιάς, μετά την ένωση.

 

Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας είχε δεχτεί ως πλήρες μέλος της τον Κύρου Θεοδώρητο, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από την επισκοπή του και καταδικαστεί από τον Διόσκορο στη Σύνοδο του 449 στην Έφεσο (ληστρική). Επί πλέον, η Σύνοδος αυτή αποκατέστησε τον Ίβα, επίσκοπο Εδέσσης (435-457), που είχε επίσης καταδικαστεί από τον Διόσκορο στην ίδια Σύνοδο, γιατί είχε αποκηρύξει τη Σύνοδο της Εφέσου του 431 (Γ΄ Οικ.) και τη θεολογία του αγίου Κυρίλλου, μαζί με την αλεξανδρινή διδασκαλία.

 

Λόγω του γεγονότος, ότι ο Θεοδώρητος και ο Ίβας έγιναν δεκτοί από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και ο Μοψουεστίας Θεόδωρος αφέθηκε ελεύθερος χωρίς καμιά επίκριση, ο Ρώμης πάπας Βιγίλιος (στην Ε΄ Οικ.) φοβήθηκε, πως η καταδίκη του μπορούσε να καταστρέψει την αυθεντία της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Έτσι η μεγάλη και σοβαρή προσβολή για τους μονοφυσίτες, σε σχέση με τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας ήταν ότι οι: Ίβας και Θεοδώρητος ανακηρύχθηκαν ορθόδοξοι, ενώ τηρήθηκε σιγή για τον Θεόδωρο.

 

Η επίδραση της Συνόδου της Εφέσου (Γ΄ Οικ.) είχε πράγματι παραλύσει τις αποφάσεις της Χαλκηδόνας, αλλ’ ακόμη δεν υπήρχε ελπίδα για την αποτελεσματική παρέμβαση του Μονοφυσιτισμού, στον τύπο που είχε διδαχτεί από τον Κύριλλο, προς επίτευξη κυριαρχίας, εκτός εάν το λιγότερο επιζητείτο να κηρυχθούν επίσημα οι αποφάσεις της Εφέσου (431) άκυρες.

 

Γεγονός πάντως είναι, ότι η Σύνοδος της Εφέσου (431) είχε απομακρυνθεί πολύ από τις απόψεις του αγίου Κυρίλλου, ενώ η σύνοδος της Χαλκηδόνας (451) είχε απομακρυνθεί πολύ από την αντιοχειανή θεολογική σκέψη.  Η μεταχείριση δυο Οικουμενικών Συνόδων (Γ΄ και Δ΄) από την Ε΄ ως μη κολάσιμων ή ως μηδενικών και άκυρων, θα ήταν κατά την εκτίμηση της περιόδου εκείνης (553) ίσο προς εξίσωση του κλονισμού όλων των θεμελίων της Εκκλησίας. Αμφότερες, συνεπώς, συνέχισαν να δεσμεύουν, αλλ’ επειδή οι δυο αυτές Σύνοδοι εμψυχώνονταν από ένα πολύ διαφορετικό, αν όχι αντίπαλο πνεύμα, η Εκκλησία ήταν δεμένη με αντιτιθέμενες αποφάσεις. Τούτο φάνηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι φίλοι της Συνόδου της Χαλκηδόνας δεν τόλμησαν να αποκηρύξουν τη Ληστρική Σύνοδο της Εφέσου (449), κι’ ακόμη αποκηρύχθηκε ως ασυνεπής προς τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας από το Ενωτικό (του Ζήνωνα), του οποίου η κύρια πρόθεση ήταν να ενισχύσει τη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου. Πάλιν οι μονοφυσίτες αρνήθηκαν να ικανοποιηθούν, εκτός, κάπως, από τη Σύνοδο της Εφέσου (Γ΄ Οικ.) και το Ενωτικό. Καμία άλλη περίπτωση δεν υπήρχε, επομένως, για την Εκκλησία παρά να δεχτεί όχι μόνο τις δυο Συνόδους (Γ΄ και Δ΄) αλλά και τις συνέπειές τους.

 

Μετά από 100 χρόνια αντιπαλότητας μεταξύ Χαλκηδονίων και Αντιχαλκηδονίων, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε διάταγμα, στο οποίο καταδικάζονταν τα συγγράμματα των Μοψουεστίας Θεόδωρου, τα αντικυρίλλεια του Κύρου Θεοδώρητου και μια επιστολή του Εδέσσης Ίβα προς τον Μάρι. Το διάταγμα επικυρώθηκε από την ενδημούσα Σύνοδο της ΚΠολης το 543, υπό τον Πατριάρχη Μηνά. Το διάταγμα προκάλεσε την αγανάκτηση των Χαλκηδονίων, που θεώρησαν ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα μόνο των Μονοφυσιτών. Ουσιαστικά, η καταδίκη των τριών κεφαλαίων (κεφαλών) σημαίνει την αναθεώρηση του χαλκηδόνιου όρου. Με αυτήν ο Ιουστινιανός κατέστειλε τη δυτική επίδραση και έφερε το χαλκηδόνιο σύμβολο πίσω στον Κύριλλο. Αποκατέστησε έτσι τη δογματική σκέψη των δυο Συνόδων της Εφέσου (431 και 449), χωρίς μεγάλη πολυπραγμοσύνη, με το Σύμβολο της Χαλκηδόνας.

 

Ο Θεοδώρητος και ο Ίβας δεν εθίγηκαν προσωπικά, αφού είχαν καταδικάσει τον Νεστόριο και είχαν αποκατασταθεί στη Χαλκηδόνα. Η προσοχή του Ιουστινιανού υπήρξε προνοητική, γιατί χωρίς αυτή η Σχολή της Αντιόχειας θα είχε καταδικαστεί στο σύμβολό της και η παράδοση θα είχε στερηθεί για πάντα της αντιοχειανής ισορροπίας, από τον μεταθανάτιο θρίαμβο του Κυρίλλου.

 

Το διάταγμα του Ιουστινιανού έγινε δεκτό με δισταγμό από τους Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, Αλεξανδρείας Ζωίλο, Αντιοχείας Εφραίμ και Ιεροσολύμων Πέτρο, ενώ οι δυτικοί αντέδρασαν, νομίζοντες ότι η καταδίκη των τριών κεφαλαίων μείωνε την αυθεντία της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Αντίθετα, οι Αφρικανοί επίσκοποι πίεζαν τον Ιουστινιανό να δημοσιεύσει το δεύτερο διάταγμα εναντίον των τριών κεφαλαίων. Οι επίσκοποι της Δαλματίας και του Ιλλυρικού δεν ήθελαν να δεχθούν το διάταγμα και εκείνοι της Β. Αφρικής αναθεμάτισαν τον πάπα Βιγίλιο για την προ και μετά τη Σύνοδο του 553 αξιοθρήνητη στάση του. Έτσι, ο πιο ανίσχυρος Πάπας συγκρούσθηκε με τον πιο ισχυρό βυζαντινό αυτοκράτορα. Ήταν ο Βιγίλιος, το δημιούργημα της Θεοδώρας.

 

Το διάταγμα αυτό συντάχθηκε από τον ίδιο τον Ιουστινιανό και περιέχει κατά τον πιο εύγλωττο τρόπο την αυστηρή κυρίλλεια ερμηνεία του χαλκηδόνιου όρου. Έχει τον τύπο μακράς θεολογικής μελέτης (καθότι ο Ιουστινιανός θεολογούσε) με τον τίτλο: Confessio rectae fidei Justiniani imperatoris adversus tria capitula. Ο Ιουστινιανός βέβαια ήταν Ρωμαίος, αλλά έπαιζε διπλό παιχνίδι, έτσι στη Νουβία π.χ. στάλθηκαν δυο χριστιανικές αποστολές, εν αγνοία δήθεν εκατέρωθεν. Η επίσημη αποστολή προήρχετο από τον Ιουστινιανό, ενώ η μονοφυσιτική από τη Θεοδώρα, η οποία πρόσφερε καταφύγιο στ’ ανάκτορα της Κων/πολης στον Αντιοχείας Σεβήρο. Σ’ αυτή την ομολογία πίστεως (το διάταγμα) που απευθυνόταν σ’ όλη την Εκκλησία, ο Ιουστινιανός περιέγραψε το πρόγραμμα της επερχόμενης μεγάλης Συνόδου του 553.

 

Το πρώτο διάταγμα του Ιουστινιανού (543), κήρυξε ανάθεμα εναντίον των τριών κεφαλαίων, δηλ.: το πρόσωπο του Μοψουεστίας Θεόδωρου, τα συγγράμματα του Κύρου Θεοδώρητου που στρέφονται κατά του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και της Συνόδου της Εφέσου (431) και την επιστολή του Εδέσσης Ίβα προς τον Μάρη τον Πέρση.

 

Ο Μοψουεστίας Θεόδωρος πέθανε σε κοινωνία με την Εκκλησία. Την ατμόσφαιρα κατά του Θεόδωρου δημιούργησαν δύο πρόσωπα: ο Καισαρείας της Καππαδοκίας Θεόδωρος Ασκιδάς (537) αντίπαλος των κλασσικών Αντιοχειανών και ο θεολόγος Λεόντιος ο Βυζάντιος αντίπαλος των νεστοριανών και ευτυχιανών. Ειδικά ο τελευταίος (του οποίου τα θεολογικά γραπτά επηρέασαν τον Ιουστινιανό) προπαρασκεύασε το κλίμα για την καταδίκη του. Αντίθετα, ο Καισαρείας Θεόδωρος, ενώ ήταν θερμός οπαδός της Χαλκηδόνας, συμπαθούσε τους Μονοφυσίτες.

 

Ο Κύρου Θεοδώρητος (+458) ήταν ο τελευταίος και πιο πεπαιδευμένος μεταξύ των Αντιοχειανών, σεβόμενος τον Μοψουεστίας Θεόδωρο ως δάσκαλό του. Αποκαλούσε τα δώδεκα αναθέματα και τη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου «αίρεση» και δεν απεδέχετο την εκθρόνιση του Νεστόριου από τη Σύνοδο της Εφέσου (431).

 

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε το 553 στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Πρόεδρος της Συνόδου ήταν ο Πατριάρχης ΚΠόλεως Ευτύχιος και παρόντες 165 θεοφόροι Πατέρες, μεταξύ των οποίων οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Απολλινάριος, Αντιοχείας Δομνίνος, τρεις επίσκοποι ως αντιπρόσωποι του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ευστόχιου, οκτώ επίσκοποι από τη Β. Αφρική, ουδείς από τη Ρώμη, διότι ο πάπας Βιγίλιος δεν ήθελε να συγκρουστεί με τους Δυτικούς επισκόπους, που ήταν αντίθετοι με την καταδίκη των τριών κεφαλαίων. Πλην όμως παρευρέθησαν από το κλίμα του Πατριαρχείου Ρώμης οι: Ηρακλείας Πελαγονίας, Τύνιδος, Βυζακίου, Γορτύνης, Ρόδου, Τιπάσων, Κουϊκούλου, Χαλκίδος, Όββης, Ζαττάρων, Αμφιπόλεως, Μιλεύης, Αυλώνος, Μεγάρων, Οπούντος, Αιγίου, Τήνου, Πορθμού, Κνίδου, Καρπάθου. Ο Ιουστινιανός δεν έλαβε μέρος στη Σύνοδο, ούτε παρέστησαν αντιπρόσωποί του και έτσι η Σύνοδος εργάστηκε τελείως ανεξάρτητα από πολιτικούς εκπροσώπους. Η Σύνοδος εκτός της καταδίκης των τριών κεφαλαίων, αναθεμάτισε το πρόσωπο και τα συγγράμματα του Ωριγένη, καθώς και τα συγγράμματα Δίδυμου και Ευάγριου. Επίσης καθήρεσε τον πάπα Βιγίλιο, τον οποίον αποκατέστησε ο Ιουστινιανός, όταν το επόμενο έτος υπέγραψε τα πρακτικά της Συνόδου και τον απέστειλε στη Ρώμη, καθ’ όδόν όμως απεβίωσε. Τα πρακτικά της Συνόδου και τις αποφάσεις της ανεγνώρισε και ο διάδοχος του Βιγίλιου Πελάγιος Α΄, ως και οι μετά από αυτόν πάπες.

 

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να παρατεθούν οι επεμβάσεις του Ιουστινιανού προς τον θρόνο της Ρώμης, που σχετίζονται με την πολιτική την οποίαν σχεδίαζε, καθώς και οι παραχωρήσεις του προς την Εκκλησία της Ρώμης. Έτσι, έχουμε αρχικά την καθαίρεση του Πάπα Σιλβέριου: Με εντολή Ιουστινιανού, ο στρατηγός Βελισάριος επιχείρησε να πείσει τον Πάπα Σιλβέριο να υπογράψει ομολογία πίστεως, στην οποίαν διατυπώνονταν παραχωρήσεις στο μονοφυσιτικό δόγμα. Αν ο Σιλβέριος υπέγραφε, θα έχανε την εμπιστοσύνη των πολιτών της Ρώμης. Διέβλεψε όμως την παγίδα (ο Σιλβέριος) και αρνήθηκε. Τελικά, στις 27 Μαρτίου 538 ο Βελισάριος κάλεσε σε ακρόαση τον πάπα, τον καθήρεσε, τον έκειρε μοναχό και τον έστειλε με πλοίο στην Ανατολή. Μία βδομάδα αργότερα ο διάκονος Βιγίλιος, μέλος συγκλητικού γένους της Ρώμης, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στην ΚΠολη, χειροτονήθηκε πάπας παρά την αντίθεση του κλήρου και των πολιτών. Στην έκθεση των γεγονότων αυτών ο Προκόπιος υπογραμμίζει έντονα την προσωπική εχθρότητα της Θεοδώρας κατά του Σιλβέριου και την επιρροή της Αντωνίνας (συζύγου του Βελισάριου) επί του Βελισάριου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄, σελ. 176).

 

Οι παραχωρήσεις του Ιουστινιανού στην παπική εκκλησία ήταν: α/ ο αναθεματισμός του Ακακίου….. β/ η παραδοχή του δόγματος εξουσίας της εκκλησίας της Ρώμης, γ/ η συγκατάνευση ότι η ορθόδοξη Πίστη διατηρείται πάντα απαραβίαστη από την ρωμαϊκή Εκκλησία, δ/ η επικύρωση όλων των προηγουμένων αποφάσεων της ρωμαϊκής επισκοπής, ε/ η υπόσχεση, ότι δεν θα μνημονεύονται στη λειτουργία, αυτοί που η εκκλησία της Ρώμης καταδίκασε. (Ιστορία, ως ανωτέρω, σελ. 415). Αξίζει επίσης να γίνει λόγος για την επιστολή του Ιουστινιανού στον πάπα της Ρώμης Ιωάννη Β΄, που θεωρείται ενδεικτική της αποδοχής εκ μέρους του αυτοκράτορος της προτεραιότητας της παπικής Εκκλησίας. Στην αρχή της επιστολής αυτής, ο Ιουστινιανός με κατάλληλα λόγια προσφωνεί τον πάπα ως αρχηγό όλων των εκκλησιών και αναφέρει ότι πάντα τον ενημερώνει για τα εκκλησιαστικά θέματα….. και υπέγραψε λίβελλο με τον οποίον εξέφραζε σεβασμό στην παπική έδρα. (Ιστορία……….σελ. 416). Κατόπιν όμως ζητεί από τον πάπα να επικυρώσει τη θεοπασχιτική φράση. Μόνο έτσι θα διατηρηθεί η ενότητα των εκκλησιών, μόλις οι Επίσκοποι πληροφορηθούν την επικύρωσή της από τον πάπα……….. Ίδια πολιτική ακολούθησε ο Ιουστινιανός και απέναντι του πάπα Αγαπητού Α΄ (535-536), που βρισκόταν τότε στην ΚΠολη (και ο οποίος όπως και ο Ιωάννης Β΄, είχε επικυρώσει τη θεοπασχιτική φράση του αυτοκράτορος). Με εντολή του Αγαπητού απέπεμψε από το θρόνο της ΚΠολης τον πατριάρχη Άνθιμο και υπέγραψε λίβελο με τον οποίον εξέφραζε σεβασμό στην παπική έδρα (σελ. 416).

 

Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει επίσης, ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ κατοχύρωσε νομοθετικά το πρωτείο του Πάπα Ρώμης, με την 131η νεαρά του: «Σύμφωνα με απόφαση των τεσσάρων Συνόδων, ορίζουμε όπως, ο άγιος Πάπας της αρχαίας Ρώμης να είναι πρώτος από τους Επισκόπους και ο αγιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης να είναι δεύτερος». Ο νόμος δηλώνει, ότι ο Πάπας Ρώμης είναι πρώτος από τους Επισκόπους και όχι πρώτος μεταξύ ίσων Επισκόπων ή ότι έχει τα πρεσβεία τιμής σύμφωνα με τον γ΄ της Β΄ και τον κη΄ της Δ΄. Ο Ιουστινιανός υπερέβη κάθε όριο όταν το 545 δημοσίευσε αυτή τη νεαρά, με την οποία αναγνώριζε το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας της Β. Αφρικής (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 70). Επίσης, ο Ιουστινιάνειος Κώδικας καταγράφει (Ι,Ι): «Θέλουμε να δούμε όλους τους λαούς που βρίσκονται υπό την τακτική δικαιοδοσία μας, να ζουν στην πίστη την οποία ο άγιος Απόστολος Πέτρος μετέδωσε στους Ρωμαίους ποντίφηκες…..».

 

Η Σύνοδος είχε κατεύθυνση προς την άποψη, ότι ο άγιος Κύριλλος δεν έκανε διάκριση μεταξύ φύσεως και υποστάσεως. Ο Χριστός είναι μια σύνθετη υπόσταση. Το ίδιο είχε ειπεί και ο Αντιοχείας Σεβήρος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ιουστινιανός αναγνωρίζει τη διάκριση μεταξύ φύσης και υπόστασης, ακολουθόντας πιστά την Χαλκηδόνα, αλλά κάνει και σημαντικές παραχωρήσεις στους μονοφυσίτες. Ειδικά, αποδέχεται ότι οι φύσεις του Χριστού δύνανται να διακριθούν: «λόγω μόνω και θεωρία ου μεν αυτών των πραγμάτων έχει την διαίρεσιν». Ακριβώς με την ίδια έννοια ο Σεβήρος δέχθηκε «τις δυο φύσεις τη θεωρία».

.

Πρώτα απ’ όλα η αυτοκρατορική ομολογία πίστεως διακηρύσσει την εσωτερική ορθοδοξία της κυρίλλειας διδασκαλίας. Μετά από σύντομη έκθεση της Χριστολογίας των δυο φύσεων, ο αυτοκράτορας προχωρεί: «Ενώ ομολογούμε αυτές τις διδασκαλίες, αποδεχόμαστε την έκφραση του αγίου Κυρίλλου, ο οποίος είπε ότι υπάρχει μια μόνο φύση σεσαρκωμένη του Θεού Λόγου….. γιατί όταν ο Πατήρ μίλησε χρησιμοποίησε τη λέξη φύση αντί της λέξης υπόσταση».

 

Μολονότι οι Πατέρες της Συνόδου δεν είχαν την ευκαιρία για εμβριθείς μελέτες, αφού είχαν να προσέξουν το ενδιαφέρον της Εκκλησίας γύρω από τα αυτοκρατορικά διατάγματα, αποδέχθηκαν και ενέκριναν ένα σπουδαίο δογματικό έργο και μια σπουδαία θρησκευτική πολιτική. Παράλληλα, έφεραν μια ισορροπία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως στις εκκλησιαστικές υποθέσεις: Κατά κάποια έννοια, το κτύπημα που έδωσε η Δύση στην Ανατολή κατά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αποκρούσθηκε όπως τούτο γίνεται σε θέματα δόγματος. Η Ρώμη έδωσε τον τύπο των δυο φύσεων στην Ανατολή, αλλ’ εκατό χρόνια αργότερα η Ανατολή υπαγόρευσε στη Δύση κατά ποιο τρόπο αυτός ο τύπος θα έπρεπε να γίνει κατανοητός, μια ερμηνεία αυτού, η οποία κατ’ ουδένα τρόπο αντιστοιχούσε προς την ακριβή διατύπωση του όρου. Η Ανατολή κατά την εποχή αυτή εκπροσωπούσε την Εκκλησία.

 

Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού απέβλεπε στην αποδοχή από τους μονοφυσίτες της Χαλκηδόνας, με την επικράτηση εκ νέου της πλήρους αυθεντίας του Κυρίλλου μεταξύ των Χαλκηδόνιων. Με αυτούς τους όρους το μόνο μέσο να κάνει και τις δυο πλευρές να δεχθούν την ένωση στην πίστη ήταν να πείσει αυτούς να αναγνωρίσουν, ότι η διαφορά μεταξύ Κυρίλλου και Χαλκηδόνας ήταν κυρίως προφορική. Το 553, αυτή η πολιτική επιβεβαιωνόταν από την καταδίκη αυτών οι οποίοι, όντες ήδη νεκροί, δεν μπορούσαν να αμυνθούν, αλλά τα συγγράμματά τους αντιπροσώπευαν ένα σοβαρό εμπόδιο στον τελικό θρίαμβο της αλεξανδρινής θεολογίας. Η αντιοχειανή θεολογία απορρίφθηκε.

 

Υπό την επίδραση του Καισαρείας Θεόδωρου, μάλλον πολιτικού παρά θεολόγου, οι Αλεξανδρινοί εκδικήθηκαν την ήττα που υπέστησαν δέκα χρόνια ενωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός αποφάνθηκε εναντίον των ωριγενιστών. Εκείνο όμως το οποίον είναι μεγαλύτερης σημασίας είναι, ότι κατά την διάρκεια της μακράς ιστορίας της αντιπαλότητας μεταξύ της σκέψης των Σχολών Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, οι Αντιοχιανοί είχαν τώρα να υποστούν το μεγαλύτερό τους κτύπημα: η διδασκαλία τους καταδικάσθηκε από μια Οικουμενική Σύνοδο.

 

Η πολιτική του Ιουστινιανού προσπάθησε να γεφυρώσει τη δυτική με την αιγυπτοσυριακή δογματική. Για χάρη της Δύσης, ο αυτοκράτορας ενέμεινε στο σύμβολο της Χαλκηδόνας, αλλά προς χάριν των μονοφυσιτών δέχθηκε τον θεοπασχιτικό τύπο, δηλ. ότι «ο Θεός υπέφερε εν σαρκί» και την απόρριψη των τριών κεφαλαίων. Όλες αυτές οι προσπάθειες του Ιουστινιανού απέβλεπαν στην επιθυμία της Εκκλησίας να απομακρυνθεί από την αυστηρή προσήλωση στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και να αντιμετωπίσει το θέμα της ένωσης με τους Αντιχαλκηδόνιους.

 

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος εξέδωσε 14 αναθέματα εναντίον των τριών κεφαλαίων, υπονοούσα την κυρίλλεια διδασκαλία ως προς την Χριστολογία της Ανατολικής Εκκλησίας. Από ορθόδοξη πλευρά είναι μια νίκη της αληθινής παράδοσης της Εκκλησίας, η οποία ερμήνευσε τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αλεξάνδρειας. Η Σύνοδος επανειλημμένα επιμένει στην υποστατική ένωση και ότι υπάρχει μια υπόσταση και ένα πρόσωπο, όπως η Σύνοδος της Χαλκηδόνας ομολόγησε μια υπόσταση του Κυρίου. Η ένωση του Λόγου με τη σάρκα εμψυχώθηκε με μια λογική και νοήμονα ψυχή σύμφωνα με τη σύνθεση ή σύμφωνα με την υπόσταση: «αλλ’ ουχ ομολογεί (τις) την ένωσιν του Θεού Λόγου προς σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική και νοερά. κατά σύνθεσιν, ήγουν καθ’ υπόστασιν γεγενήσθαι, καθώς οι άγιοι Πατέρες εδίδαξαν. και δια τούτο μιαν αυτού την υπόστασιν, ο εστιν ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εις της Αγίας Τριάδος».

 

Η Σύνοδος κατέστησε σαφές, ότι με τη λέξη ένωση εννοούσαν όχι τη σχετική ένωση των οπαδών Θεόδωρου και Νεστόριου, οι οποίοι έχαιραν χαράν αγαλλιάσεως «διαιρούντες» (τον ένα Χριστό), ούτε την ένωση σύμφωνα με τη σύγχυση των οπαδών των ασεβών Απολλιναρίου και Ευτυχή. Όπως βεβαιώνει σε άλλο ανάθεμα, μάλλον εκ της θείας και ανθρώπινης φύσεως έλαβε χώρα η υποστατική ένωση, ένας Χριστός απαρτίσθηκε. Πρέπει πράγματι να ομολογηθεί, ότι Ένας από την Αγία Τριάδα έγινε άνθρωπος και εσταυρώθη εν σαρκί και υπό την προϋπόθεση ότι ο όρος φύση ελήφθη με την έννοια της υπόστασης, τότε μόνο μπορεί να μιλήσει περί «μιάς σεσαρκωμένης φύσεως του θείου Λόγου».

 

Έτσι, έχοντες υπόψη ότι η ομολογία της μιάς υπόστασης του Ιησού Χριστού στον όρο της Χαλκηδόνας εννοούσε τη διδασκαλία της υποστατικής ένωσης και έχοντας υπόψη -όταν γινότανε κατάλληλα αντιληπτό- τον τύπο «μία σεσαρκωμένη φύσις του θείου Λόγου» ήταν σε πλήρη αρμονία με τη χαλκηδόνια διακήρυξη της πίστης, η Σύνοδος δύναται να λεχθεί ότι επκύρωσε αυτό που ήδη είχε διδαχθεί από πρωϊμότερους υπερασπιστές αυτής της διακήρυξης, είτε ήταν νέο-Αλεξανδρινοί ή υποστηρικτές της διδασκαλίας της Σχολής της Αντιόχειας.

 

Είναι εμφανές ότι η Σύνοδος κατέστησε δική της ολόκληρη τη Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, η οποία στηρίζεται στην προαίσθηση ότι ο Σωτήρας Χριστός ηδύνατο να είναι Ένας μόνο και αυτός ο Ένας είναι Θεός. Για να εκτιμηθεί αυτό πλήρως, είναι πάντοτε αναγκαίο ν’ αποκαλυφθεί αυτή η σωτηριολογική διάσταση της αλεξανδρινής θεολογίας, η οποία στην περίπτωση των Αθανασίου και Κυρίλλου, δεν ήταν καθόλου μια θεωρία, αλλά μια επιβεβαίωση ενός βιβλικού γεγονότος, ότι ο Θεός δύναται να σώσει.

 

Αναγνωρίζεται, ότι η χειρονομία της Συνόδου μέχρις ενός σημείου ικανοποίησε τους Μονοφυσίτες, αλλά δεν έλυσε το πρόβλημα, ούτε αποσόβησε την κρίση. Μερικοί Χαλκηδόνιοι δεν ήταν ευτυχείς με τα αποτελέσματα και πολλοί Μη Χαλκηδόνιοι δεν ήταν ακόμη πεπεισμένοι για την ορθοδοξία της χαλκηδόνιας διδασκαλίας.

 

Οι αποφάσεις της Συνόδου δεν μπορούν να εκτιμηθούν σωστά εάν δεν μελετήσει κανείς προσεκτικά την πολιτική του Ιουστινιανού, ο οποίος ήταν ένας δυναμικός αυτοκράτορας και σπουδαίος θεολόγος. Αποκαλείται Διοκλητιανός της θεολογικής επιστήμης και Κωνσταντίνος του σχολαστικισμού. Η πολιτική του ήταν η αυστηρή συνέχιση της Χαλκηδόνας, δυτικού προσανατολισμού, με σκοπό τη συμφιλίωση των μονοφυσιτών με τους ορθόδοξους. Δεν αγνοούσε τα θρησκευτικά αισθήματα της πλειοψηφίας, αλλά συσχέτιζε τη χαλκηδόνια στάση προς το ελληνικό πνεύμα, γι’ αυτό έκλεισε τη φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, αλλά και εκείνες της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας.

 

Οι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία με την υποταγή τους στον πάπα Λέοντα, ο Ιουστινιανός με την εχθρική στάση του προς το ελληνικό πνεύμα και ο Ηράκλειος με τη στάση του έναντι των μονοφυσιτών στη Μ. Ανατολή συνέβαλαν στην παρακμή του ελληνικού πνεύματος και γενικότερα της ελληνικής ακτινοβολίας, αλλά και στη συρρίκνωση του Βυζαντίου. Πάντως η Σύνοδος, μολονότι δεν αποτελεί το τελικό συμπέρασμα της Χριστολογίας (γιατί είναι μόνο η μια φάση της), προχώρησε περισσότερο ακόμη προς τις αντιχαλκηδόνιες «εκκλησίες».

 

Ο Ιουστινιανός το 547 είχε ουσιαστικά απαγάγει από την Ρώμη τον πάπα Βιγίλιο και τον είχε εγκαταστήσει στην ΚΠολη ήδη για μια 7ετία! Η σύλληψη έγινε στις 22.11.545 μετά τη θ. λειτουργία στο ναό της αγίας Καικιλίας και μεταφέρθηκε με πλοίο στην ΚΠολη τον Ιαν. 547. Η Θεοδώρα δεν έπαψε να πιέζει τον Βιγίλιο να αναγνωρίσει τον αιρετικό Άνθιμο, αλλά ο θάνατός της στις 12.6.548 απάλλαξε τον Βιγίλιο από την υποχρέωση αυτή. Ο αυτοκράτορας πίεζε αφόρητα τον Βιγίλιο, αλλά αυτός δεν συνηγορούσε στην καταδίκη των τριών κεφαλαίων. Το Μάϊο του 553 ο πάπας Βιγίλιος (που παρέμενε στην Κωνσταντινούπολη) έστειλε στον Ιουστινιανό το Constitutum, το οποίο δεν έγινε δεκτό από τον αυτοκράτορα. Σ’ αυτό ο Βιγίλιος προσπάθησε να δώσει μια συμβιβαστική λύση στο πρόβλημα των τριών κεφαλαίων, καταδικάζοντας εξήντα σημεία από τα συγγράμματα του Μοψουεστίας Θεόδωρου, αρνούμενος να καταδικάσει προσωπικά τον ίδιο, αφού είχε αποθάνει εν κοινωνία με την Εκκλησία. Αρνήθηκε επίσης την καταδίκη των άλλων δυο, θεωρώντας ότι μια τέτοια ενέργεια θα παραβίαζε την αυθεντία της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Η Σύνοδος ενημερώθηκε για το κείμενο αυτό, αλλά δεν το έλαβε υπόψη της.

 

Ο Ιουστινιανός, σε μια έκρηξη οργής ίσως, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη βία, για να αναγκάσει τον Βιγίλιο να δεχτεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Έτσι, απόσπασμα της ανακτορικής φρουράς υπό την ηγεσία του πραίτορα των δήμων στάλθηκε στην εκκλησία (του αγίου Πέτρου της ΚΠολης) με την εντολή να συλλάβει τον πάπα (Βιγίλιο) και τους διαφωνούντες επισκόπους. Ακολούθησε συμπλοκή, κατά την οποία μερικοί επίσκοποι τραυματίσθηκαν. Ο πραίτορας διέταξε τους άνδρες του να αποσπάσουν δια της βίας τον Βιγίλιο από την Αγία Τράπεζα, όπου είχε προσπέσει. Καθώς τον έσερναν από τα πόδια και τα γένια, η Τράπεζα ανατράπηκε και λίγο έλειψε να συντρίψει τον πάπα…..Τελικά ο πραίτορας αναγκάσθηκε να αποχωρήσει με τους άνδρες του, αφήνοντας τον πάπα και τους επισκόπους, καταπονημένους αλλά απτόητους, κύριους της εκκλησίας. (Ιστορία……….σελ. 197).

 

Εννέα μήνες αργότερα ο Βιγίλιος αποδέχτηκε την καταδίκη των τριών κεφαλαίων με το δεύτερο Constitutum του 554. Παρ’ όλον, ότι η Σύνοδος τον είχε καθαιρέσει, ο Ιουστινιανός τον αποκατέστησε στο θρόνο της Ρώμης! Καθ’ οδόν προς την Ιταλία πέθανε στη Σικελία. Ο Ρωμαίος αντιπρόσωπος στην Κωνσταντινούπολη (δηλ. ο αποκρισάριος του πάπα) διάκονος Πελάγιος ήταν και αυτός εναντίον της καταδίκης των τριών κεφαλαίων. Καταδικάστηκε σε απομόνωση σε μοναστήρι, οπότε άλλαξε γνώμη και υποστήριξε την καταδίκη. Ο Ιουστινιανός θεώρησε, ότι ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για την εισαγωγή των αποφάσεων της Συνόδου στην Ιταλία.

 

Με την βοήθεια του Ιουστινιανού και ειδικά του στρατηγού Ναρσή, επάρχου της Ρώμης «εξελέγη» διάδοχος του Βιγίλιου, ως πάπας Πελάγιος Α΄. Οι επίσκοποι της Ρώμης αρνήθηκαν να τον χειροτονήσουν και αναγκάστηκε να αναζητήσει επισκόπους εκτός Ρώμης προς τούτο. Τελικά χειροτονήθηκε, αλλά με μεγάλη δυσκολία μπόρεσε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Απειλήθηκε σχίσμα στη Βόρειο Ιταλία που χωρίσθηκε από τη Ρώμη και τούτο διήρκεσε σε ορισμένες επαρχίες μέχρι το 689, δηλ. για 135 χρόνια!.

 

Ο Ιουστινιανός προσπάθησε απεγνωσμένα να φέρει τους Μονοφυσίτες στην Εκκλησία, πολλές φορές κάνοντας έκπτωση στην πίστη. Το 564 έκανε άλλη μια παραχώρηση και αυτή ήτανε η έκδοση ενός νέου διατάγματος σχετικά με τον «αφθαρτοδοκητισμό», αλλά δεν έγινε τούτο δεκτό από την Εκκλησία. Η διδασκαλία του «αφθαρτοδοκητισμού» εμφανίσθηκε στην Αίγυπτο το 518 και επέμενε στο ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ήδη από τη γέννησή του «άφθαρτος», αλλά τέτοια διδασκαλία οδηγούσε στην αμφιβολία για το πραγματικό πάθος του Χριστού. Οι Πατέρες έλεγαν, ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν κατ’ οικονομίαν της σωτηρίας φθαρτή, αλλά με την ανάσταση κατέστη άφθαρτη.

 

Ο σκοπός του Ιουστινιανού απέτυχε. Οι μονοφυσίτες επέμειναν στις θέσεις και απόψεις τους. Οι αντιχαλκηδόνιοι είχαν αποπροσανατολιστεί από τους ηγέτες τους και δεν επιθυμούσαν στα σοβαρά να ενωθούν με την Εκκλησία, οργανώθηκαν δε σε χωριστό σώμα, που παραμένει μέχρι σήμερα χωρισμένο από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

 

Η Σύνοδος έλυσε και το θέμα του μετά θάνατον αναθεματισμού, όπου στα πρακτικά της καταγράφεται: «Ανεγνώσθησαν ακόμη και διάφοραι επιστολαί του ιεράς μνήμης Αυγουστίνου, όστις διέπρεπε μεταξύ των επισκόπων της Αφρικής. Εις αυτάς είναι ολοφάνερο ότι οι αιρετικοί πρέπει να αναθεματίζονται και μετά το θάνατό τους. Ανάλογον παράδοσιν εφύλαττον και οι λοιποί σεβασμιότατοι επίσκοποι της Αφρικής. Αλλά και η αγία Εκκλησία της Ρώμης ανεθεμάτισεν επισκόπους της και μετά το θάνατό τους, παρ’ ότι κατά το διάστημα της ζωής τους δεν είχον κατηγορηθεί δια τίποτε. Και όλα αυτά τα επιβεβαιούν τα παρ’ ημίν τηρούμενα Αρχεία».

 

Πρακτικά της Συνόδου σώθηκαν μόνο στη λατινική γλώσσα. Η Εκκλησία εορτάζει την Ε΄ Οικουμενική στις 25 Ιουλίου.

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ Ε΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

                                   ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 553

 

Α΄. Ει τις ουχ ομολογεί Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος μίαν φύσιν, ήτοι ουσίαν, μίαν τε δύναμιν και εξουσίαν, Τριάδα ομοούσιον, μίαν θεότητα εν τρισίν υποστάσεων, ήγουν προσώποις, προσκυνουμένην, ο τοιούτος ανάθεμα έστω. Εις γαρ Θεός και πατήρ, εξ ου τα πάντα, και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα, και εν πνεύμα άγιον, εν ω τα πάντα.

 

Β΄. Ει τις ουχ ομολογεί, του Θεού Λόγου είναι τας δυο γεννήσεις, την τε προ αιώνων εκ του Πατρός αχρόνως και ασωμάτως, την τε επ’ εσχάτων των ημερών, του αυτού κατελθόντος εκ των ουρανών, και σαρκωθέντος εκ της αγίας ενδόξου Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και γεννηθέντος εξ αυτής, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

Γ΄. Ει τις λέγει, άλλον είναι του Θεού Λόγου τον θαυματουργήσαντα και άλλον τον Χριστόν τον παθόντα, ή τον Θεόν Λόγον συνείναι λέγει τω Χριστώ γεννωμένω εκ γυναικός, ή εν αυτώ είναι ως άλλον εν άλλω, αλλ’ ουχ ένα και τον αυτόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον του Θεού Λόγον, σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, και του αυτού τα τε θαύματα και τα πάθη άπερ εκουσίως υπέμεινε σαρκί, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

Δ΄. Ει τις λέγει κατά χάριν ή κατά ενέργειαν ή κατά ισοτιμίαν ή κατά αυθεντίαν ή αναφοράν ή σχέσιν ή δύναμιν την ένωσιν του Θεού Λόγου προς άνθρωπον γεγενήσθαι. ή κατά ευδοκίαν, ως αρεσθέντος του Θεού Λόγου του ανθρώπου, από του ευ και καλώς δόξαι αυτώ περί αυτού, καθώς Θεόδωρος μαινόμενος λέγει. ή κατά ομωνυμίαν, καθ’ ην οι Νεστοριανοί τον Θεόν Λόγον Ιησούν και Χριστόν καλούντες, και τον άνθρωπον κεχωρισμένως Χριστόν και υιόν ονομάζοντες, και δυο πρόσωπα προφανώς λέγοντες, κατά μόνην την προσηγορίαν και τιμήν και αξίαν και προσκύνησιν, και εν πρόσωπον και ένα Χριστόν υποκρίνονται λέγειν. αλλ’ ουχ ομολογεί την ένωσιν του Θεού Λόγου προς σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική και νοερά κατά σύνθεσιν ήγουν καθ’ υπόστασιν γεγενήσθαι, καθώς οι άγιοι Πατέρες εδίδαξαν, και δια τούτο μίαν αυτού την υπόστασιν, ό εστίν ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εις της αγίας Τριάδος, ο τοιούτος ανάθεμα έστω. Πολυτρόπως γαρ νοουμένης της ενώσεως, οι μεν τη ασεβεία Απολλιναρίου και Ευτυχούς ακολουθούντες, τω αφανισμώ των συνελθόντων προκειμένου, την κατά σύγχυσιν την ένωσιν πρεσβεύουσιν. οι δε τα Θεοδώρου και Νεστορίου φρονούντες, τη διαιρέσει χαίροντες, σχετικήν την ένωσιν επεισάγουσαν. Ή μέντοι αγίαν του θεού Εκκλησίαν, εκατέρας αιρέσεως την ασέβειαν αποβαλλομένη, την ένωσιν του Θεού Λόγου προς την σάρκα κατά σύνθεσιν ομολογεί, όπερ εστί καθ’ υπόστασιν. Η γαρ κατά σύνθεσιν ένωσις, επί του κατά Χριστόν μυστηρίου ου μόνον ασύγχυτα τα συνελθόντα διαφυλάττει, αλλ’ ουδέ διαίρεσιν επιδέχεται.

 

Ε΄. Ει τις μίαν υπόστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ούτως εκλαμβάνει, ως επιδεχομένην πολλών υποστάσεων σημασίαν, και δια τούτου εισάγειν επιχειρεί επί του κατά Χριστόν μυστηρίου δυο υποστάσεις, ήτοι δυο πρόσωπα, και των παρ’ αυτού εισαγομένων δυο προσώπων εν πρόσωπον λέγει κατά αξίαν και τιμήν και προσκύνησιν, καθάπερ Θεόδωρος και Νεστόριος μαινόμενοι συνεγράψαντο, και συκοφαντεί την αγίαν εν Χαλκηδόνι σύνοδον, ως κατά ταύτην την ασεβή έννοιαν χρησαμένην τω της μιάς υποστάσεως ρήματι. αλλά μη ομολογεί τον του Θεού Λόγον σαρκί καθ’ υπόστασιν ενωθήναι, και δια τούτο μίαν αυτού την υπόστασιν, ήτοι εν πρόσωπον, ούτως τε και την αγίαν εν Χαλκηδόνι σύνοδον μίαν υπόστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ομολογήσαι, ο τοιούτος ανάθεμα έστω. Ούτε γαρ προσθήκην προσώπου, ήγουν υποστάσεως, επεδέξατο η αγία Τριάς και σαρκωθέντος του ενός της αγίας Τριάδος Θεού Λόγου.

 

ΣΤ΄. Ει τις καταχρηστικώς, αλλ’ ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν ή κατά αναφοράν, ως ανθρώπου ψιλού γεννηθέντος, αλλ’ ουχί του Θεού Λόγου σαρκωθέντος εξ αυτής, αναφερομένης δε κατ’ εκείνους της του ανθρώπου γεννήσεως επί τον Θεόν Λόγον, ως συνόντα τω ανθρώπω γεννωμένω και συκοφαντεί την αγίαν εν Χαλκηδόνι σύνοδον, ως κατά ταύτην την ασεβή επινοηθείσαν παρά Θεοδώρου έννοιαν Θεοτόκον την παρθένον ειπούσαν. ή ει τις ανθρωποτόκον αυτήν καλεί ή χριστοτόκον, ως του Χριστού μη όντος Θεού, αλλά μη κυρίως και κατά αλήθειαν Θεοτόκον αυτήν ομολογεί, δια το προ των αιώνων εκ του πατρός γεννηθέντα Θεόν Λόγον επ’ εσχάτων των ημερών εξ αυτής σαρκωθήναι, ούτω τε ευσεβώς και την αγίαν εν Χαλκηδόνι σύνοδον Θεοτόκον αυτήν ομολογήσαι, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

Ζ΄. Ει τις εν δυο φύσεσιν λέγων, μη ως εν θεότητι και ανθρωπότητι τον ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν γνωρίζεσθαι ομολογεί, ίνα δια τούτο σημάνη την διαφοράν των φύσεων, εξ ων ασυγχύτως η άφραστος ένωσις γέγονε, ούτε του Λόγου εις την της σαρκός μεταποιηθέντος φύσιν, ούτε της σαρκός προς την του Λόγου φύσιν μεταχωρησάσης (μένει γαρ εκάτερον, όπερ εστί τη φύσει, και γενομένης της ενώσεως καθ’ υπόστασιν), αλλ’ επί διαιρέσει τη ανά μέρος την τοιαύτην λαμβάνει φωνήν επί του κατά Χριστόν μυστηρίου. ή τον αριθμόν των φύσεων ομολογών επί του αυτού ενός Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του Θεού Λόγου σαρκωθέντος, μη τη θεωρία μόνη την διαφοράν τούτων λαμβάνει, εξ ων και συνετέθη, ουκ αναιρουμένην δια την ένωσιν (εις γαρ εξ αμφοίν, και δι’ ενός αμφότερα), αλλ’ επί τούτω κέχρηται τω αριθμώ, ως κεχωρισμένας και ιδιοϋποστάτους έχει τας φύσεις, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

Η΄. Ει τις εκ δυο φύσεων, θεότητος και ανθρωπότητος, ομολογών την ένωσιν γεγενήσθαι, ή μιαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην λέγων, μη ούτως αυτά λαμβάνη, καθάπερ και οι άγιοι πατέρες εδίδαξαν, ότι εκ της θείας φύσεως και της ανθρωπίνης της ενώσεως καθ’ υπόστασιν γενομένης εις Χριστός απετελέσθη, αλλ’ εκ της τοιούτων φωνών μίαν φύσιν, ήτοι ουσίαν, θεότητος και σαρκός του Χριστού εισάγειν επιχειρεί, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

Καθ’ υπόστασιν γαρ λέγοντες τον μονογενή Λόγον ηνώσθαι, ουκ ανάχυσίν τινα την εις αλλήλας των φύσεων πεπράχθαι φαμέν, μενούσης δε μάλλον εκατέρας όπερ εστίν, ηνώσθαι σαρκί νοούμεν τον Λόγον. Διό και είς εστιν ο Χριστός, Θεός και άνθρωπος, ο αυτός ομούσιος τω Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιος ημίν ο αυτός κατά την ανθρωπότητα. επίσης γαρ και τους ανά μέρος διαιρούντας, ήτοι τέμνοντας, και τους συγχέοντας το της θείας οικονομίας μυστήριον του Χριστού, αποστρέφεται και αναθεματίζει η του Θεού Εκκλησία.

 

Θ΄. Ει τις προσκυνείσθαι εν δυσί φύσεσι λέγει τον Χριστόν, εξ ου δυο προσκυνήσεις εισάγονται, ιδία τω Θεώ λόγω και ιδία τω ανθρώπω ή ει τις επί αναιρέσει της σαρκός, ή επί συγχύσει της θεότητος και της ανθρωπότητος, ή μίαν φύσιν ήγουν ουσίαν των συνελθόντων τερατευόμενος, ούτως προσκυνεί τον Χριστόν, αλλ’ ουχί μια προσκυνήσει τον Θεόν Λόγον σαρκωθέντα μετά της ιδίας αυτού σαρκός προσκυνεί, καθάπερ η του Θεού Εκκλησία παρέλαβεν εξ αρχής, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

Ι΄. Ει τις ουχ ομολογεί τον εσταυρωμένον σαρκί Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν είναι αληθινόν και κύριον της δόξης και ένα της αγίας Τριάδος, ο τοιούτος ανάθεμα έστω,

 

ΙΑ΄. Ει τις μη αναθεματίζει Άρειον, Ευνόμιον, Μακεδόνιον, Απολλινάριον, Νεστόριον, Ευτυχέα και Ωριγένην, μετά των ασεβών αυτών συγγραμμάτων, και τους άλλους πάντας αιρετικούς τους κατακριθέντας και αναθεματισθέντας υπό της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και των προειρημένων αιρετικών φρονήσαντας ή φρονούντας και μέχρι τέλους τη οικεία ασεβεία εμμείναντας, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

ΙΒ΄. Ει τις αντιποιείται Θεοδώρου του ασεβούς και Μοψουεστίας, του ειπόντος άλλον είναι τον Θεόν Λόγον και άλλον τον Χριστόν, υπό παθών ψυχής και των της σαρκός επιθυμιών ενοχλούμενον και των χειρόνων κατά μικρόν χωριζόμενον, και ούτως εκ προκοπής έργων βελτιωθέντα και εκ πολιτείας άμωμον καταστάντα, ως ψιλόν άνθρωπον βαπτισθήναι εις όνομα Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος και δια του βαπτίσματος την χάριν του αγίου Πνεύματος λαβείν και υιοθεσίας αξιωθήναι, και κατ’ ισότητα βασιλικής εικόνος εις πρόσωπον του Θεού Λόγου προσκυνήσθαι, και μετά την ανάστασιν άτρεπτον ταις εννοίαις και αναμάρτητον παντελώς γενέσθαι. Και πάλιν ειρηκότος του αυτού ασεβούς Θεοδώρου, την ένωσιν του Θεού Λόγου προς τον Χριστόν τοιαύτην γεγενήσθαι, οίαν ο απόστολος επί ανδρός και γυναικός «έσονται οι δυο εις σάρκα μίαν». Και, προς ταις άλλαις αναριθμήτοις αυτού βλασφημίαις, τολμήσαντος ειπείν, ότι μετά την ανάστασιν εμφυσήσας ο Κύριος τοις μαθηταίς και ειπών «λάβετε Πνεύμα άγιον», ου δέδωκεν αυτοίς Πνεύμα άγιον, αλλά σχήματι μόνον ενεφύσησεν. Ούτος δε και την ομολογίαν του Θωμά, την επί τη ψηλαφήσει των χειρών και της πλευράς του Κυρίου μετά την ανάστασιν, το «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», είπε μη ειρήσθαι περί του Χριστού παρά του Θωμά, αλλ’ επί τω παραδόξω της αναστάσεως εκπλαγέντα τον Θωμάν υμνήσαι τον Θεόν τον εγείραντα τον Χριστόν. Το δε χείρον, και εν τη των Πράξεων των αποστόλων γενομένη παρ’ αυτού δήθεν ερμηνεία, συγκρίνων ο αυτός Θεόδωρος τον Χριστόν Πλάτωνι και Μανιχαίω και Επικούρω και Μαρκίωνι, λέγει, ότι ώσπερ εκείνων έκαστος ευράμενος οικείον δόγμα τους αυτώ μαθητεύσαντας πεποίηκε καλείσθαι Πλατωνικούς και Μανιχαίους και Επικουρείους και Μαρκιωνιστάς, τον όμοιον τρόπον και του Χριστού ευραμένου δόγμα, εξ αυτού χριστιανούς καλείσθαι. Ει τις τοίνυν αντιποιείται του ειρημένου ασεβεστάτου Θεοδώρου και των ασεβών αυτού συγγραμμάτων, εν οις τας τε ειρημένας και άλλας αναριθμήτους βλασφημίας εξέχεε κατά του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, αλλά μη αναθεματίζει αυτόν και τα ασεβή αυτού συγγράμματα, και πάντας τους δεχομένους ή και εκδικούντας αυτόν ή λέγοντας ορθοδόξως αυτόν εκθέσθαι, και τους γράψαντας υπέρ αυτού και των ασεβών αυτού συγγραμμάτων, και τους τα όμοια φρονούντας ή φρονήσαντας πώποτε και μέχρι τέλους εμμείναντας τη τοιαύτη αιρέσει, ανάθεμα έστω.

 

ΙΓ΄. Ει τις αντιποιείται των ασεβών συγγραμμάτων Θεοδωρήτου, των κατά της αληθούς πίστεως και της εν Εφέσω πρώτης και αγίας συνόδου και του εν αγίοις Κυρίλλου και των δώδεκα αυτού κεφαλαίων, και πάντων ων συνεγράψατο υπέρ Θεοδώρου και Νεστορίου των δυσσεβών, και υπέρ άλλων των τα αυτά τοις προειρημένοις Θεοδώρω Νεστορίω φρονούντων και δεχομένων αυτούς και την αυτών ασέβειαν, και δι’ αυτών ασεβείς καλεί τους της Εκκλησίας διδασκάλους, τους καθ’ υπόστασιν την ένωσιν του θεού Λόγου φρονούντας και ομολογούντας, και είπερ ουκ αναθεματίζει τα ειρημένα ασεβή συγγράμματα, και τους τα όμοια τούτοις φρονήσαντας ή φρονούντας, και πάντας δε τους γράψαντας κατά της ορθής πίστεως ή του εν αγίοις Κυρίλλου και των δώδεκα αυτού κεφαλαίων και εν τη τοιαύτη ασεβεία τελευτήσαντας, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

ΙΔ΄. Ει τις αντιποιείται της επιστολής της λεγομένης παρά Ίβα γεγράφθαι προς Μάρην τον Πέρσην, της αρνουμένης μεν τον Θεόν Λόγον εκ της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας σαρκωθέντας άνθρωπον γεγεννήσθαι, λεγούσης δε ψιλόν άνθρωπον εξ αυτής γεννηθήναι, ον ναόν αποκαλεί, ως άλλον είναι τον Θεόν Λόγον και άλλον τον άνθρωπον, και εν αγίοις Κύριλλον, την ορθήν των χριστιανών πίστιν κηρύξαντα, διαβαλλούσης ως αιρετικόν και ομοίως Απολλιναρίω τω δυσσεβεί γράψαντα, και μεμφομένης την εν Εφέσω πρώτην αγίαν σύνοδον, ως χωρίς κρίσεως και ζητήσεως Νεστόριον καθελούσαν, και τα δώδεκα κεφάλαια του εν αγίοις Κυρίλλου ασεβή και εναντία τη ορθή πίστει αποκαλεί η αυτή ασεβής επιστολή, και εκδίδει Θεόδωρον και Νεστόριον και τα ασεβή αυτών δόγματα και συγγράμματα. ει τις τοίνυν της ειρημένης ασεβούς επιστολής αντιποιείται και μη αναθεματίζει αυτήν, και τους αντιποιουμένης αυτής και λέγοντας αυτήν ορθήν είναι ή μέρος αυτής, και γράψαντας και γράφοντας υπέρ αυτής ή των περιεχομένων αυτή ασεβείας ονόματι των αγίων πατέρων ή της αγίας εν Χαλκηδόνι συνόδου, και τούτοις μέχρι τέλους εμμείναντας, ο τοιούτος ανάθεμα έστω.

 

Τούτων τοίνυν ούτως ομολογηθέντων, α και παρελάβομεν εκ της της θείας Γραφής και της των αγίων Πατέρων διδασκαλίας και των ορισθέντων περί της μιάς και της αυτής πίστεως παρά των προειρημένων αγίων τεσσάρων Συνόδων, γενομένης δε και παρ’ ημών της επί της αιρετικοίς και της αυτών ασεβείας, προς γε και της των εκδικησάντων ή εκδικούντων τη οικεία πλάνη, κατακρίσεως, ει τις επιχειρήσοι εναντία τοις παρ’ ημών ευσεβώς διατυπωθείσι παραδούναι ή διδάξαι ή γράψαι, ει μεν επίσκοπος είη ή εν κλήρω αναφερόμενος, ο τοιούτος αλλότρια ιερέων και της εκκλησιαστικής καταστάσεως πράττων, γυμνωθήσεται της επισκοπής ή του κλήρου, ει δε μοναχός ή λαϊκός αναθεματισθήσεται.

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

 

1.- Η Σύνοδος αναθεμάτισε το πρόσωπο και τα συγγράμματα του Μοψουεστίας Θεόδωρου, τα συγγράμματα του Κύρου Θεοδώρητου κατά του Κυρίλλου και την επιστολή του Εδέσσης Ίβα προς Μάρη, αντίθετα με την απόφαση της Δ΄ Οικουμενικής, που έκανε τους ανωτέρω δεκτούς στη σύνοδο αυτή. Με την απόφαση αυτή η Ε΄ ακύρωσε την απόφαση της Δ΄.

2.- Η Σύνοδος καταδίκασε το πρόσωπο και τα συγγράμματα του Ωριγένη. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος αναθεματίζει τα συγγράμματα Ωριγένη: «….. μεθ’ ων και τα Ωριγένους, Ευαγρίου τε και Διδύμου μυθεύματα αναθεματίζομεν, ως και η εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσα πέμπτη Σύνοδος». Παρατηρείται, ότι εδώ αναθεματίζονται τα συγγράμματα του Ωριγένη και όχι το πρόσωπό του. Επίσης, παρατηρείται, ότι έργα του Ωριγένη περιλαμβάνονται στην 1η Φιλοκαλία των Μ. Βασιλείου κ΄ Γρηγορίου Θεολόγου.

 

3.- Η πολιτική εξουσία εκδίδει διατάγματα σε καθαρώς δογματικά θέματα και κατόπιν καλεί την Εκκλησία να τα επικυρώσει, άλλοτε επιτυχώς (καταδίκη των τριών κεφαλαίων), άλλοτε ανεπιτυχώς (αφθαρτοδοκητισμός).

 

4.- Οι καταδικασθέντες από την Σύνοδο είχαν αποβιώσει σε κοινωνία με την Εκκλησία και δεν είχαν τη δυνατότητα να απολογηθούν και να υπερασπισθούν τον εαυτό τους και τη διδασκαλία τους.

 

5.- Η Σύνοδος αυτή θεωρήθηκε ως νίκη της Ανατολής έναντι της Δύσης, ενώ η Δ΄ ως νίκη της Δύσης έναντι της Ανατολής.

 

6.- Η αποκατάσταση του πάπα Βιγίλιου στη θέση του, ως πάπα της Ρώμης από τον Ιουστινιανό, παρ’ όλη την καθαίρεσή του από τη Σύνοδο, έγινε κατά παράβαση των κανόνων της Εκκλησίας.

 

7.- Η επιλογή και εκλογή του Πελάγιου ως πάπα της Ρώμης από τον Ιουστινιανό, κάθε άλλο σύμφωνη με τους κανόνες της Εκκλησίας υπήρξε.

 

8.- Ο Ιουστινιανός, οπαδός των αιρέσεων του μονοθελητισμού, θεοπασχιτισμού και αφθαρτοδοκητισμού, αναγνωρίσθηκε ως άγιος από την Εκκλησία και η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Αυγούστου.

 

  1. 14

 

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

 

 

 

 

 

Συζήτηση με τον Γέροντα Ιωσήφ Διονυσιάτη για την προσευχή .

αρχείο λήψης

ΔΥΟ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΙΤΗΜΑ

ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΡΩΤΗ
«Γιατί συνιστούν οί Άγιοι Πατέρες να λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και όχι «ελέησον ημάς», όπου το «ημάς» συμπεριλαμβάνει και τους άλλους; Δεν είναι εγωιστικό να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους μας;»

Οί άγιοι Πατέρες προτιμούν να λέμε στον ενικό την ευχή, επειδή με τον λόγο «ελέησον με» (συχνά προσθέτουμε και «τον αμαρτωλών») δηλώνουμε συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας, όπως και ό Δαβίδ στους ψαλμούς πολλές φορές βοά «ελέησον με», ενώ προσθέτει «ότι την άνομίαν μου εγώ γινώσκω» (Ψαλμ. ν’ 5) και «την άνομίαν μου έγνώρισα και την άμαρτίαν μου ουκ έκάλυψα» (Ψαλμ. λα’ 5). Το «ελέησον με» σημαίνει εξομολόγηση, αυτοέλεγχο, αύτομεμψία, αύτοσυναίσθηση της άμαρτωλότητας του προσευχομένου. Από τη συναίσθηση αυτή γεννιέται ή μετάνοια, ή συντριβή, οί στεναγμοί και τα δάκρυα, καθώς και πάλι μαρτυρεί ό προφητάναξ λέγοντας: «λούσω καθ’ έκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ’7).
Λέγοντας, αδελφέ, τη μικρή αυτή ευχή («Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με»), εάν επιθυμείς να γνωρίσεις καρποφορία, οφείλεις να στέκεσαι και συ ως άλλος Δαβίδ και ως άλλος Τελώνης. Ό τελευταίος από την πολλή συναίσθηση και το στήθος ακόμη χτυπούσε, φωνάζοντας: «ό Θεός, ίλάσθητί μοι τω Αμαρτωλώ!» Κατέβηκε δε αυτός δικαιωμένος παρά ό «δίκαιος» Φαρισαίος, κατά τη μαρτυρία του Κυρίου (Λουκ. ιη’14).
Και δεν αδιαφορούμε για τους άλλους. Ίσα-ίσα, επειδή νοιαζόμαστε για τους άλλους, φροντίζουμε τόσο πολύ για τον εαυτό μας. Άκουσε πάλι παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι είσαι άσημος και μόνος. Ξαφνικά, έρχεται κάποιος φίλος σου το ίδιο άσημος και μόνος, όπως εσύ. Πέφτει στα πόδια και σε παρακαλεί: «Φίλε μου, σε παρακαλώ, τρέξε στους ισχυρούς να παρακαλέσεις για μένα. Έχω μεγάλη ανάγκη». Τι θα κάνεις; Όσο συνδέεται ό φίλος σου με τους ισχυρούς, άλλο τόσο τους ξέρεις και συ. Τι βοήθεια να προσφέρεις; Ασφαλώς τίποτε.
Αν όμως αγαπάς πραγματικά τον φίλο σου, αλλά και κάθε άλλο συνάνθρωπο, θα προβληματιστείς σοβαρά. Θα σκεφθείς: «Είναι ανάγκη να συνδεθώ οπωσδήποτέ με τους αρμοδίους. Πρέπει να βοηθήσω. Θα τρέξω λοιπόν στην πόλη• θα σπουδάσω• θα μορφωθώ• θα αποκτήσω θέσεις, φήμη και καλό όνομα. Σιγά-σιγά θα συνδεθώ με τους ισχυρούς και τότε θα μπορώ άνετα να πετύχω αυτά πού θέλω».
Τώρα, νομίζω, κατάλαβες Τι εννοώ. Αν θέλεις λοιπόν και συ να βοηθήσεις πνευματικά τους συνανθρώπους σου, φρόντισε πρώτα να συμφιλιωθείς ό ίδιος με τον παντοδύναμο Σωτήρα Χριστό με μετάνοια, με εξομολόγηση και να λες μαζί με τον Δαβίδ «ελέησον με!»
«Ωραία», θα μου πεις. «Να κάνω έτσι. Ας υποθέσουμε ότι συμφιλιώθηκα και εγώ με τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Ε, τότε, από δω και πέρα δεν είναι εγωισμός να συνεχίσω να προσεύχομαι για τον εαυτό μου λέγοντας «ελέησον με» και όχι «ελέησον ημάς»;
Σωστή ή παρατήρηση σου, άκουσε όμως και την εξήγηση. Ό Απόστολος Παύλος γράφει: «Καθάπερ γαρ το σώμα εν εστίν και μέλη έχει πολλά… ύμεΐς δε έστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α’ Κορ. ιβ’ 12,27). «Ώστε, κατά τον «Απόστολο, «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» αποτελούμε μέλη ενός σώματος, του οποίου κεφαλή είναι ό Χριστός. Λέει πάλι ό μέγας Παύλος: «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. ιβ’26).
Για παράδειγμα, αν ό Κώστας νίκησε στα 100 ή στα 400 μέτρα και βραβεύτηκε, δεν θα δώσουμε συγχαρητήρια στα πόδια του Κώστα, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο. Αν πάλι τυχόν χτύπησε στον αγώνα το πόδι του, τότε δεν πονάει μόνο το πόδι, αλλά πονάει ολόκληρος.
Το ίδιο και στα πνευματικά. Αν ένα μέλος της Εκκλησίας αγιάζεται με τους πνευματικούς του αγώνες, ή ωφέλεια είναι άμεση για όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας, εφόσον αποτελούμε ένα σώμα. Ό αγιασμός αντανακλά σε όλο το σώμα της Εκκλησίας.
Όποιος γεμίσει μέσα του με την ευχή του Ιησού μοιάζει με τα ουράνια σώματα. Ό ήλιος, για παράδειγμα, είναι αυτόφωτος, αλλά ή σελήνη είναι ετερόφωτη. Καθώς λοιπόν ή σελήνη παίρνει το φως του ήλιου, το διοχετεύει και φωτίζει τη ζοφερή νύχτα, έτσι γεμίζει και ό προσευχόμενος με το άδυτο φως του Ήλιου της Δικαιοσύνης Χριστού και το μεταδίδει και στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθεύδοντας αδελφούς του». Άλλα, όπως ή σελήνη απλώνεται σε όλη τη γη, όμως τα πυκνά νέφη αναχαιτίζουν το φως της, έτσι και ό άνθρωπος πού ζει ή επιμένει στην αμαρτία καλύπτεται από ένα σύννεφο, το όποιο σκοτίζει τον νου του και δεν μπορεί να δεχθεί μέσα του το φως της νοητής σελήνης.
Αν και συ, αδελφέ, δεν βλέπεις μέσα σου το φως του νοητού ήλιου και της σελήνης, δεν φταίει ό ήλιος ούτε ή σελήνη. Φρόντισε με τη μετάνοια να διαλύσεις τα ζοφερά νέφη και τότε θα δεχθείς άπλετο το φως των προσευχών των Αγίων μέσα σου. Και αυτές είναι εμπειρίες, πού μόνος σου θα διαπιστώσεις. Πρόκειται για τα θαύματα πού βλέπει μέσα του ό κάθε αγωνιζόμενος πιστός.
Ό Άγιος Σιλουανός του Άθω γράφει ότι, όσο στη γη υπάρχουν Άγιοι, ό κόσμος θα στέκει. Εάν ή γη σταματήσει να παράγει Αγίους, τότε έφθασε στο τέλος της.
Όταν ένας Άγιος λέει με ταπείνωση και με αίσθημα άμαρτωλότητας το «ελέησον με», αυξάνει μεν σε αγιασμό, αυξάνει όμως και ή παρρησία του ενώπιον του Θεού. Άλλα έχοντας συνείδηση ότι αποτελεί μέλος ενός σώματος και βλέποντας ότι τα περισσότερα μέλη του σώματος, δηλαδή οί περισσότεροι αδελφοί του Χριστιανοί, λόγω της αμαρτίας ασθενούν βαριά, τότε αναλαμβάνει στον εαυτό του τα βάρη των αδελφών και στενάζει σαν να είναι δικά του τα αμαρτήματα των άλλων. «Αν μάλιστα πάσχουν και άλλα μέλη από σωματική ή ψυχική ασθένεια, τότε συμπάσχει.
Ή ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» είναι το ρεύμα πού φορτίζει την μπαταρία. Πηγή είναι ό Χριστός, μπαταρία είναι ή καρδιά του ανθρώπου. Με τη μικρή αύτη ευχή ή καρδιά φορτίζεται με Χριστό, φορτίζεται συνεπώς με χριστιανικές αρετές, φορτίζεται με ζήλο, με πόθο, με ερωτά Χριστού. Πολύ φορτίζεται; Πολύ γεμίζει, πολύ χριστοποιείται. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, πού να αποκτά, κατά τον όρο των αγίων Πατέρων, τον «μανικόν ένθεον έρωτα».
Όμως ό θείος αυτός έρωτας, κατά τους Πατέρες, έχει διπλή ιδιότητα: όσο περισσότερο αγαπάμε τον Θεό, τόσο περισσότερο αγαπάμε και την εικόνα Του, δηλαδή τον άνθρωπο• και όσο περισσότερο συμφιλιωθούμε με τον Δημιουργό μας, τόσο περισσότερο βοηθούμε και το δημιούργημα Του, τον συνάνθρωπο.
Λέγοντας ένας Άγιος την ευχή, στο «ελέησον με» περιλαμβάνει πολλά. «ελέησον με», εννοεί: «Στήριξέ με στην οδό του αγιασμού, όπου Εσύ με οδήγησες, μην τυχόν και πέσω», κατά τον Απόστολο. «ελέησον με», εννοεί: «Φώτισε με, οδήγησε με». «ελέησον με», εννοεί: «Βλέπεις την αγάπη μου, τη συμπόνια μου υπέρ των αδελφών μου. Ώ Κύριε, παρακαλώ, μνήσθητι πεινώντων και διψώντων, μνήσθητι όσων πάσχουν ψυχικά και σωματικά, από καρκίνο, από εγκεφαλικά, από καρδιοπάθειες, από ψυχασθένειες, από διάφορες δαιμονικές επιδράσεις. Μνήσθητι όσων κινδυνεύουν από όλα αυτά και από κάθε ενέδρα του εχθρού. Φύλαξε τους οικείους, τους συγγενείς, τους ομοπίστους, τους ομογενείς και όλο τον κόσμο Σου από κάθε επιβουλή του αντικειμένου». «ελέησον με», εννοεί: «Μνήσθητι πάσης επισκοπής Χριστιανών Ορθοδόξων και παντός του ιερού κλήρου και φώτισε να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας». Ακόμη, «μνήσθητι πάντων των έντειλαμένων εύχεσθε υπέρ αυτών και ιδιαιτέρως όσων έχουν ειδική ανάγκην».
Αν θέλεις, θα σου πω και κάτι άλλο, καθώς το έμαθα από τον αείμνηστο Γέροντα μου. «Πολλές φορές», έλεγε, «ή μπαταρία γεμίζει και ξεχειλάει». Τότε παύει αυτή ή ευχούλα και ως άλλος οδηγός φωτίζει τον νου Ή ψυχή αισθάνεται έντονα τη Θεία Παρουσία, τα μέλη παραλύουν και, πέφτοντας στα πόδια του γλυκύτατου Ιησού, αναλύεται σε έναν ποταμό δακρύων. Άλλοτε πάλι, σιωπά από δέος και θαυμασμό ή ψελλίζει ερωτικά ό,τι τη στιγμή εκείνη τη διδάσκει ό ένθεος έρωτας, δηλαδή το Πανάγιο Πνεύμα.
Και αφού κορεσθεί ή ψυχή από θεία αγάπη, τότε αυτή ή ίδια αγάπη, με τη διπλή της ιδιότητα, στρέφει το βλέμμα προς τους αδελφούς της. Τι ευκαιρία! Είναι μοναδική ή ευκαιρία τώρα πού κρατά στα χέρια τον Ποθούμενο και Παντοδύναμο. Και λέει: «Ω γλυκύτατε Ιησού, φως της ψυχής μου, ό μόνος πραγματικός έρως! Εγώ μεν αισθάνομαι αυτή τη στιγμή ελεημένος και πανευτυχής, όμως ένα κέντρο με κεντά. Μαζί με την αγάπη, έχω μέσα μου έναν άλλο τόσο πόνο. Βλέπω τους αδελφούς μου, βλέπω την Εκκλησία μας, βλέπω τους ανθρώπους πού πάσχουν, και δεν αντέχω. Συμπονώ και συμπάσχω. Γι’ αυτό σε ικετεύω, ως Πανάγαθος και Παντοδύναμος, βοήθησε τους. Φταίνε; Το παραδέχομαι. Και ζητώ συγγνώμη. Ομολογώ το «ήμαρτον». Μέλη του σώματος μου είναι. Συνυπεύθυνος είμαι. ‘Αλλά κρούω το έλεος και την άπειρη φιλανθρωπία σου. Βοήθησε! Βοήθησε!»
Να, αγαπητέ μου, πώς ή αγάπη μας ενώνει εν Χριστώ με όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας και πώς, με τίς προσευχές των Αγίων και όσων αγωνίζονται τον καλό αγώνα, βοήθα ό Κύριος και τα υπόλοιπα ασθενή μέλη, για τα όποια ανέχεται, μακροθυμεί και αναμένει όλων τη μετάνοια για τη σωτηρία.
Είδες, αυτές μόνο οι πέντε λέξεις της ευχούλας, που μπορούν να ανεβάσουν τον άνθρωπο; Ευχήσου και για μένα τον ράθυμο, αλλά και για όλους τους εν Χριστώ αδελφούς μας, να χτυπάμε ασταμάτητα την πόρτα του ελέους του Κυρίου μας, σίγουροι ότι θα τηρήσει την υπόσχεση Του, όταν είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται ύμίν» (Λουκ. ια’ 9) και «ό πιστεύων έπ’ αύτω ου μη καταισχυνθη» (Α’ Πέτρ. β’ 6). Αμήν.
ΕΡΩΤΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
«Όταν προσευχόμαστε, δεν έχουμε χρέος να αφιερώνουμε συστηματικά ένα μέρος της προσευχής μας για τους άλλους;»
Ασφαλώς! Είναι καθήκον μας. Άλλωστε και οί προσευχές της Εκκλησίας μας αναφέρονται πολύ συχνά στους άλλους. Προκειμένου να προσευχηθεί κανείς για τον εαυτό του, οπωσδήποτε χρειάζεται κόπος, όμως ή προσευχή για τους άλλους είναι πολύ μεγαλύτερος κόπος. Σχετικά με το τελευταίο, θα χρησιμοποιήσω την εμπειρία ορισμένων σύγχρονων αγίων Πατέρων.
Ό αείμνηστος ησυχαστής Ιωσήφ, όταν κάποιο πρόσωπο είχε ειδική ανάγκη, έδινε όλο τον εαυτό του στην προσευχή, αλλά και στη νηστεία. Δεν εύρισκε ανάπαυση ή ψυχή του, μέχρις ότου πληροφορηθεί εκ Θεού μέσα του ότι εισακούσθηκε ή δέηση του. Στο βιβλίο «Ιερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης» αναφέρεται ότι ό άγιος αυτός Γέροντας, με την επιμονή στη νηστεία και την προσευχή, «έβγαλε ψυχή από την κόλαση». Σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου πληροφορούμαστε ότι, όταν επρόκειτο να ανοίξει ό φοβερός πόλεμος του ’40, ή καρδιά του τόσο πολύ πυρώθηκε στην προσευχή, ώστε έμοιαζε με Βαβυλωνιακή κάμινο.
Άλλου πάλι, στις επιστολές του, ομολογεί ότι για τον καθένα που προσευχόταν ολόψυχα, σχετικά με έναν πειρασμό πού είχε, γευόταν ό ίδιος τον πειρασμό του. Και υπάρχουν πειρασμοί μικροί, υπάρχουν και μεγάλοι, υπάρχουν όμως και ασήκωτοι. Κάποτε ό παπα-Χαράλαμπος μας διηγήθηκε το έξης περιστατικό:
«Όταν πρωτοήλθα στο «Αγιον Όρος, γνώρισα έναν μοναχό πού ή ζωή του δεν ήταν καλή. Εξέκλινε δηλαδή στην αμαρτία. Δυστυχώς, ό μοναχός αυτός πέθανε αμετανόητος και ανεξομολόγητος. Εγώ, από λύπη και συμπάθεια, άρχισα κάθε βράδυ να προσεύχομαι θερμά για την ψυχή του. Όμως από την πρώτη βραδιά ό σατανάς με πολεμούσε τόσο, πού έφθασα πια στο σημείο να σηκώσω τα χέρια. Ξέρεις Τι θα πει να βλέπεις φανερά τον διάβολο να σου αγριεύει και να σε απειλεί ουρλιάζοντας: «Τι δουλειά έχεις εσύ με αυτόν εδώ; Αυτός είναι δικός μου!» Και μόνο ή όψη του είναι Ικανή να σε τρομοκρατήσει. Αναγκάστηκα να τρέξω στον Γέροντα, για να το εξομολογηθώ. Άλλα ό Γέροντας γνώριζε πριν του μιλήσω και μου λέει:
– Ώστε προσεύχεσαι για τον μοναχό Χ.
– Ναι, Γέροντα, προσεύχομαι, αλλά βρήκα μεγάλο πειρασμό.
Τότε μου απαντάει:
– Ό μοναχός αυτός κολάστηκε. Έχει μεγάλη εξουσία επάνω του ό σατανάς. Αφήνει εσένα να τον πάρεις από τα χέρια του;
– Και Τι θα κάνουμε, Γέροντα, γι’ αυτόν τον ταλαίπωρο άνθρωπο;
– Εσύ θα τον μνημονεύεις κάθε μέρα στην προσκομιδή. Για προσευχή, άστο σε μένα. Εσύ ακόμα είσαι αδύνατος δεν μπορείς να τον σηκώσεις.
Έτσι, αν και πολύ τον λυπόμουν, έκαμα υπακοή στον Γέροντα μου».
Αργότερα, όταν διαπίστωσε πρόοδο στην προσευχή και γενικά στην πνευματική ζωή του παπα-Χαράλαμπου, ό Γέροντας από μόνος του τον προέτρεπε:
– Παπά, θέλω να προσευχηθείς, όσο μπορείς, γι’ αυτό το ζήτημα. Είναι μεγάλη ανάγκη.
Επίσης, στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ότι κάποτε ένας δαιμονισμένος ήλθε στο κελί Μπουραζέρι και ζητούσε από τον Γέροντα να προσευχηθεί, για να τον ελευθερώσει από δαιμόνιο. Γνωρίζοντας ό Γέροντας ότι το γένος των δαιμόνων δεν εξέρχεται «ει μη εν προσευχή και νηστεία», νήστεψε 40 ήμερες το λάδι σε μη νηστίσιμη περίοδο, αφιέρωσε 40 λειτουργίες και προσευχόταν εντατικά, μέχρις ότου ελευθέρωσε τον άνθρωπο από το δαιμόνιο.
Άλλου πάλι γράφει πώς, όταν κάποιος μοναχός του εξομολογείτο ότι δεν μπορεί να βγάλει τον κανόνα του, δηλαδή γονυκλισίες και κομποσχοίνια με σταυρούς, αντί να τον επιπλήξει, του έδινε θάρρος: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Μέχρι να μπορέσεις, θα σου τα βγάζω εγώ».
Ένας άλλος σύγχρονος μεγάλος ασκητής, ό Άγιος Σιλουανός του Άθω, έλεγε: «Να προσευχηθείς για τους άλλους σημαίνει να χύσεις αίμα».
Επομένως, ας φανταστεί κανείς με Τι ένταση προσεύχεται ό αγωνιστής, προκειμένου να εισακουστεί ή προσευχή του για τους άλλους.
Άλλα και ό επίσης μέγας ασκητής Παΐσιος έλεγε το έξης θαυμαστό: «Προκειμένου να εισακούσει ό Κύριος την προσευχή σου για τον άλλο, οφείλεις πρώτα να μπεις στο πρόβλημα και στον πόνο του, το πρόβλημα του άλλου να το αισθάνεσαι σαν δικό σου». Εκείνο όμως το οποίο ανεβάζει σε μεγάλα ύψη αυτόν τον σύγχρονο Άγιο, καθώς και τους προαναφερθέντες, είναι τούτο το φοβερό: Αν κάποιος είχε καρκίνο, αν ήταν παράλυτος, δαιμονισμένος κ.λπ., παρακαλούσε τον Θεό με όλη του την ψυχή να σηκώσει ό Θεός από τον άλλο τον πειρασμό και να τον δώσει σε αυτόν. Έλεγε μάλιστα στα πνευματικά του παιδιά: «Εγώ ή από καρκίνο θα πεθάνω ή από καρδιά ή από ψυχοπάθεια». Και πράγματι, έφυγε από καρκίνο. Όποτε, διερωτώμαι και εγώ εύλογα και σκέφτομαι πόσες χιλιάδες καρκινοπαθείς άραγε γλίτωσαν τη ζωή τους χάριν της θυσίας αυτού του αγίου ασκητού.
Και μετά τα προηγούμενα, ίσως μας απασχολήσει το αν μπορούμε εμείς να κάνουμε τέτοιου είδους προσευχή ή, αν όχι, τότε Τι να λέμε στην προσευχή μας. Προσωπικά, εκείνο πού πολύ ταπεινά συνιστώ στον εαυτό μου είναι να βλέπω το μέτρο της προσευχής και αυταπαρνήσεως μέχρι θυσίας των Αγίων αυτών και, σκύβοντας το κεφάλι, μη έχοντας άλλο, εν απορία συνεχόμενος και ακούγοντας τον Προφήτη πού λέει ότι «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ό Θεός ουκ έξουδενώσει», το πολύ-πολύ να προσπαθήσω να προφέρω και εγώ μερικά νηπιακά ψελλίσματα προς τον Δημιουργό μου:
«Βλέπω, Κύριε, τα χάλια μου. Βλέπω τη φιλαυτία, βλέπω την αναισθησία, βλέπω την αδιαφορία μου. Οι αδελφοί μου πονούν και εγώ χαίρομαι, οι αδελφοί μου πεινούν και εγώ ευφραίνομαι, οι άλλοι κλαίνε και εγώ γελώ… Αυτή είναι ή αγάπη, αυτή ή πρόοδος, αυτά τα μέτρα μου. Αναμφίβολα, ούτε στο άλφα του χριστιανισμού δεν έφτασα. Ωστόσο γνωρίζω ότι «άμετρον το έλεος σου και άπειρος ή φιλανθρωπία σου». Συγχώρεσέ με για όλα και ας μην εμποδίσουν οι πολλές αμαρτίες μου τη βοήθεια Σου προς όσους τη χρειάζονται, και μάλιστα προς όσους τη ζητούν μέσα από εμένα, έχοντας για την ευτέλεία μου μεγάλη ιδέα. Χάρισε σε αυτούς, Κύριε, όχι σύμφωνα με τα έργα μου, αλλά κατά την πίστη τους, και μάλιστα περισσότερα από όσα σου ζητούν. Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων μου και δια πρεσβειών της Πανάχραντου Σου Μητρός και πάντων Σου των Αγίων. Αμήν». Και ύστερα από αυτά, να πω στον εαυτό μου: «Λάβε το κομποσχοινάκι σου, ταλαίπωρε, και φρόντισε με το γλυκύτατο όνομα του Ιησού να φορτίσεις τίς μπαταρίες σου, για να σηκώσουν και εσένα και τους άλλους…»
ΕΝΑ ΑΙΤΗΜΑ
«Διαβάσαμε στο πρώτο μέρος και ωφεληθήκαμε σχετικά με όσα γράφετε για την προσευχή, και ιδιαίτερα για το πρόγραμμα της πνευματικής ζωής. Πολύ σωστά όμως αναφέρετε ότι το πρόγραμμα αυτό δεν είναι εύκολο για όλους εμάς πού ζούμε μέσα στις σκοτούρες και τίς βιοτικές μέριμνες. Μήπως θα μπορούσατε να μιλήσετε λίγο πιο πρακτικά για εμάς, τους εν κοσμώ αγωνιζόμενους πιστούς;»
(Πέτρος Κυριακίδης)
Αντιλαμβάνομαι ότι, πράγματι, μέσα στον κόσμο, εκτός από τους πολλούς πειρασμούς, υπάρχουν και φυσικές δυσκολίες, προκειμένου να ασχοληθεί κανείς εντατικά με το καθημερινό πρόγραμμα της νοεράς προσευχης. Προκαταβολικά αναφέρω ότι πολλοί αδελφοί μας κατόρθωσαν να αξιοποιούν 4-6 ώρες κάθε βράδυ για προσευχή και μελέτη. Την πρόθεση αυτή έχουν και πολλοί άλλοι, όμως οι συνθήκες της ζωής δεν τους επιτρέπουν να προσεύχονται ούτε μία ή δύο ώρες την ήμερα. Μερικοί μάλιστα έχουν και υπηρεσία, πού μπορεί και από τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής να τους εμποδίζει. Ωστόσο, αν ένας υπάλληλος είναι νυχτερινός και έχει ελεύθερο χρόνο την ήμερα, μπορεί να μετακινήσει και το πρόγραμμα της προσευχής κατά τη διάρκεια της ημέρας. «Αν ή δουλειά του είναι έτσι όλη την εβδομάδα, μπορεί, όταν έχει ρεπό, να βρει μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι, ώστε να εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει, έστω καθημερινή.
Ένας ταξιτζής κάποτε δούλευε αναγκαστικά και Κυριακή. Ό πνευματικός του συνέστησε τουλάχιστον το πρωί να εκκλησιάζεται και μετά να δουλεύει. Έ, από εκείνη την ήμερα, ενώ κάθε Κυριακή έχανε τρεις ώρες εργασίας, εν τούτοις στις υπόλοιπες ώρες έβγαζε διπλάσια χρήματα από όσα έβγαζε τίς άλλες Κυριακές. Αυτό είναι ένα παράδειγμα για όσους λένε: «Ναι, πάτερ, θέλουμε να εκκλησιαστούμε, αλλά δεν μας φτάνουν τα λεφτά» ή «Δεν προλαβαίνουμε τίς δουλειές μας».
α/ Η συμπεριφορά μας.
Πριν φύγουμε από το σπίτι μας να προσευχόμαστε. Οπλιζόμαστε έτσι πνευματικά, όπως καταλαβαίνεις. Άλλος ίσως μπόρεσε να προσευχηθεί έξι ώρες, άλλος τέσσερις, άλλος δυο, άλλος μία, άλλος μόλις μισή ώρα. Ό Θεός δέχεται και τον πρώτο και τον έσχατο.
Για να μείνουμε όμως οπλισμένοι και θωρακισμένοι όλη την ημέρα, χρειάζεται προσοχή. Όσο είναι δυνατόν, ή μικρή αυτή προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» να μη λείπει από τα χείλη και την καρδιά. Ξέρεις πόσες ζωές έσωσε από θανατηφόρα δυστυχήματα τούτο το μικρό, αλλά δυνατό όπλο; Γνωρίζω προσωπικά ό ίδιος πολλές περιπτώσεις. Μια φορά, σε ένα γεύμα, κάποιος σηκώθηκε, προσευχήθηκε και έκανε τον σταυρό του πριν φανέ. Μερικοί τον κοίταξαν και γέλασαν ειρωνικά. Σε λίγη ώρα όμως όλη ή συντροφιά έτρεχε στην τουαλέτα και στους γιατρούς• είχαν πάθει ομαδική δηλητηρίαση. Ενώ, κατ’ εξαίρεσιν, εκείνος πού προσευχήθηκε προ του γεύματος δεν έπαθε τίποτε. Αυτό ας το προσέξουμε όλοι, πού σήμερα καταντήσαμε να μην ξέρουμε Τι μας δίνουν να φάμε. Μόνο ή προσευχή μας σώζει και ή δύναμη του σταυρού. Ποτέ λοιπόν μη διστάσεις να κάνεις τον σταυρό σου πριν φας ή πιεις. Διάβασε τώρα και για ένα μεγάλο θαύμα πού συνέβη στην Αλεξάνδρεια, στον πατριάρχη Ιωακείμ, καθώς αναφέρεται στον Συναξαριστή.
Επί Τουρκοκρατίας, ό βεζίρης της Αλεξάνδρειας είχε έναν υπουργό Εβραίο, αλλά και τον Πατριάρχη πολύ φίλο του. Ή φιλία όμως αυτή δεν άρεσε στον Εβραίο, καθώς ήταν φθονερός. Τι λοιπόν μεθοδεύεται; Λέει στον βεζίρη:
– Αυτοί οί Χριστιανοί, μεγαλειότατε, είναι απατεώνες. Γράφουν στα χαρτιά τους ότι μπορούν να μετακινήσουν βουνά από τη θέση τους.
Φωνάζει ό βεζίρης τον Πατριάρχη:
– Αληθεύει ότι εσείς οί Χριστιανοί μπορείτε να μετακινήσετε βουνά από τη θέση τους;
– Ναι, μεγαλειότατε, αρκεί να έχουμε πίστη.
– Λοιπόν, ή μετακινείς εκείνο το βουνό απέναντι ή σε σκοτώνω ως απατεώνα.
– Δώσε μου μία ήμερα διορία να προσευχηθώ και μετά τα λέμε.
Την άλλη ήμερα έρχεται ό Πατριάρχης.
– Έτοιμος είμαι, βασιλιά μου.
– Ορίστε, φώναξε το βουνό να φύγει.
– Εν ονόματι του Κυρίου Ιησού Χριστού, σε προστάζω εσένα το βουνό να φύγεις από τη θέση σου.
Τότε, ω των θαυμάσιων σου, Κύριε, το βουνό ξεκόλλησε και ερχόταν καταπάνω τους. Ό βεζίρης τρόμαξε. Φωνάζει δυνατά:
– Χανόμαστε, χανόμαστε! Πες, δέσποτα, να σταματήσει το βουνό, γιατί θα μας πλακώσει!
Τότε ό Πατριάρχης, με ψυχραιμία πάλι, είπε— Εν ονόματι του Κυρίου, σταμάτα εκεί.
Και, ω του θαύματος ξανά, το βουνό σταμάτησε στη θέση του. Αυτό το βουνό ονομάστηκε έκτοτε «Ντουρ ορντά», δηλαδή «Σταμάτα εκεί».
Τώρα ό Εβραίος Τι να πει; Καταισχύνθηκε. Ωστόσο δεν ταπεινώθηκε.
– Ναι, λέει, αλλά γράφουν κι άλλο στα βιβλία τους οί Χριστιανοί. Γράφουν ότι μπορούν να πιουν δηλητήριο και να μην τους βλάψει. «Αν αυτό είναι αλήθεια, εγώ
δέχομαι να γίνω Χριστιανός.
Ρωτάει ό βεζίρης:
– Είναι αλήθεια, Πατριάρχη;
– Ναι, είναι αλήθεια, βασιλιά μου.
Γυρίζει ό βεζίρης στον Εβραίο:
– Φέρε εσύ οποιοδήποτε δηλητήριο ξέρεις, για να τον ποτίσουμε.
Πάει ό Εβραίος, βρίσκει το πιο φαρμακερό δηλητήριο και το δίνει στον Πατριάρχη. Κάνει εκείνος προσευχή, το σταυρώνει και το πίνει. Ό Εβραίος περίμενε να πεθάνει αμέσως, όμως μάταια. Ό Πατριάρχης δεν έπαθε τίποτε.
Λέει ό βεζίρης:
– Τώρα, υπουργέ, Τι έχεις να πεις;
Άρχισε ό Εβραίος να τα μασά:
– Και πού ξέρουμε αν μου δώσανε δηλητήριο ή με γελάσανε;
Όποτε ό βεζίρης:
– Να πιεις εσύ τότε ό,τι απέμεινε στο ποτήρι.
Ό άλλος τρόμαξε. Ήξερε τη δύναμη του φαρμάκου. Όμως ό βεζίρης τον υποχρέωσε να το πιει. Και σε λίγα δευτερόλεπτα ό Εβραίος πέφτει κάτω νεκρός. Από τότε ό βεζίρης εκτίμησε πιο πολύ τον Πατριάρχη και του έδωσε πολλά προνόμια.
Από αυτή την ιστορία βγαίνουν πολλά διδάγματα, προ πάντων πόση δύναμη έχει ή πίστη, ή προσευχή, αλλά και ό Τίμιος Σταυρός. Σου έτυχε π.χ. να πάς στον γιατρό; Κάνε πρώτα τον σταυρό σου. Προσευχήσου και παρακάλεσε με πίστη, όπως ό Πατριάρχης. Όσο και αν ενεργήσει ό γιατρός, αν δεν ευλογήσει ό Κύριος, τίποτε δεν γίνεται. Γνωρίζω μάλιστα κάποιον γιατρό στη Θεσσαλονίκη, πού γιάτρεψε χιλιάδες κόσμο, οί άνθρωποι τον έχουν για μοναδικό επιστήμονα, όμως ό ίδιος σε μια επίσκεψη μου στο ιατρείο του μου ομολόγησε: «Εγώ, πάτερ, περισσότερο με την προσευχή γιατρεύω τον κόσμο». Και αυτός είναι άνθρωπος της κοινωνίας, μάλιστα της σημερινής γενιάς, με γυναίκα και παιδιά.
Άλλοτε δίδαγμα πού κρατάμε είναι ή καλή ομολογία της πίστης. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ψηλά μας ανεβάζει ή καλή ομολογία. Έστω λοιπόν ότι πιστεύω, προσεύχομαι, νηστεύω, εξομολογούμαι κ.λπ. Περπατώ στον δρόμο και βλέπω ναό; Θα κάνω τον σταυρό μου και θα ζητήσω τη βοήθεια του Αγίου. Δεν θα συμπεριφερθώ, όπως μερικοί πού θέλουν να κάνουν σταυρό, αλλά κοιτάνε δεξιά-αριστερά μήπως τους δει κανείς και τους παρεξηγήσει. Αν τρώμε σε κοινό χώρο, θα κάνω φανερά το σημείο του σταυρού και ό,τι θέλουν ας πουν.
Με καλεί ένας φίλος σε γεύμα και είναι νηστεία; «Φίλε», θα του πω, «έρχομαι, αλλά δεν θα φάω αρτύσιμο. Νηστεύω». Ενώ κάποιος άλλος μου λέει: «Έλα να πάμε σε ένα νυχτερινό κέντρο», και ξέρω ότι είναι κέντρο παρανομίας. Εάν αρχίσω τίς δικαιολογίες («Είμαι αδιάθετος», «Έχω δουλειά» κ.λπ.), αυτό λέγεται άρνηση ομολογίας. Πρέπει να πω καθαρά: «Ευχαριστώ, φίλε, αλλά εκεί δεν γίνεται να πάω. Κινδυνεύει ή ψυχή μου. Δεν έρχεσαι εσύ να πάμε κάπου αλλού;» Και, αν μπορείς, τον τραβάς σε μία ομιλία, μία αγρυπνία, μία πνευματική εκδήλωση, οπότε τον κερδίζεις εσύ.
Ύστερα από αυτά σε ρωτώ, αδελφέ μου, εσένα πού αγωνίζεσαι στα εγκόσμια. Αυτά πού ανέφερα είναι δύσκολα; «Αν σου πω «κάνε αγρυπνία», δικαιολογημένα θα πεις «δεν μπορώ». Αν σου πω «κάνε χίλιες γονυκλισίες», θα αρνηθείς με το δίκιο σου. Αν σου πω «νήστευε το λάδι», θα προβάλεις λόγους υγείας. Όμως το να κάνεις τον σταυρό σου πριν φας, το να πεις «σήμερα νηστεύω, θα εκκλησιαστώ, θα κοινωνήσω» κ.λπ., είναι κόπος; Δεν νομίζω. Αυτά, αν θέλουμε, όλοι τα μπορούμε. Με αυτόν τον εύκολο τρόπο της καλής ομολογίας εξασφαλίζουμε τη Βασιλεία των Ουρανών, κατά την υπόσχεση του Σωτήρα μας: «Πάς ούν όστις ομολογήσει εν έμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ εν αύτω έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι’ 32). Και Τι θα ομολογήσει ό Χριστός; Ούτε λίγο ούτε πολύ, θα μας παρουσιάσει και θα μας συστήσει στον ουράνιο Πατέρα ως αδέλφια Του. Συνεπώς, παιδιά του Θεού. Και κατά τον Παύλο, κληρονόμους της αιώνιας Βασιλείας Του (Γαλ. δ’7).
Αντίθετα, έστω και αν νηστεύουμε ή αγρυπνούμε ή καταπονούμε το σώμα κ.λπ., στην περίπτωση πού ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε το πιστεύω μας, θα ακούσουμε το φοβερό: «»Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, άρνήσομαι αυτόν κάγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι’33). Φοβερός ό λόγος! «Αρνήθηκες από ντροπή να με ομολογήσεις; Αρνούμαι και εγώ να σε ομολογήσω για αδελφό μου. Δεν σε ξέρω ποιος είσαι». «Ας αποφύγουμε λοιπόν την άρνηση, για να μην απομακρυνθούμε από τον Χριστό μας.
Να μιλήσουμε για άλλη μία μεγάλη αρετή, εύκολη και απαραίτητη για τη σωτηρία μας; Λέει ό Χριστός: «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. ζ’ 1). Λοιπόν, ό,τι και αν κάνει ό καθένας, δεν άφορα εμάς. Έχει τον κρίνοντα. προ πάντων ας προσέξουμε, όσο μπορούμε, την ιεροκατηγορία.
– Στο Γεροντικό γράφει ότι ένας μοναχός ήταν αμελής στα μοναχικά του καθήκοντα. Έφθασε λοιπόν κάποτε ή ώρα του θανάτου. Ό μοναχός, με ψυχραιμία και χαρά, περιμένει την έξοδο της ψυχής. Οί άλλοι μοναχοί παραξενεύονται. Τον ρωτά κάποιος: Καλά, άββα, εσύ δεν φοβάσαι τον θάνατο;
– Όχι, δεν φοβάμαι.
– Γιατί;
– Ξέρω ότι σε όλη μου τη ζωή ήμουν ένας αμελής μοναχός. Όμως ποτέ δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κρίνει κανέναν. Έτσι, τώρα, θα πω κι εγώ στον Χριστό
μου: «Εγώ, Κύριε, τήρησα την εντολή σου «μη κρίνετε και ου μη κριθητε». Γνωρίζω ότι και Εσύ, Χριστέ μου, θα τηρήσεις την υπόσχεση Σου».
Θα αναφέρω εδώ και άλλη μία σχετική ιστορία από τον Συναξαριστή, ή οποία αποτελεί παράδειγμα υπακοής και ευλάβειας.
Κάποιος άρχοντας ζήτησε έναν νέο από τον γέρο πατέρα του για δούλο έναντι αμοιβής. Ό πατέρας λέει στο παιδί: «Παιδί μου Θεόφιλε, σου συνιστώ να πάς και σου υπόσχομαι ότι θα προκόψεις με την ευχή μου. Μόνο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη δουλειά σου, δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκκλησίας μας και να εκκλησιάζεσαι τακτικά. Μάλιστα, όσες φορές περνάς έξω από κάποιο ναό μας, να μπαίνεις μέσα, να προσκυνάς και να ανάβεις το κεράκι σου». Ό νέος, πού έμαθε από μικρός την αρετή της υπακοής, άκουσε τον πατέρα, έλαβε την ευχή του και αναχώρησε.
Το αφεντικό από την πρώτη στιγμή τον αγάπησε σαν παιδί του. Όμως ή σύζυγος του, δυστυχώς, δεν ήταν τίμια. Τον απατούσε με έναν άλλο υπάλληλο τους. Μια μέρα λοιπόν ό Θεόφιλος έτυχε να μπει στο δωμάτιο για δουλειά, την ώρα πού ή σύζυγος βρισκόταν με τον εραστή. Ό νέος ούτε πρόσεξε κάτι. Εκείνοι όμως νόμισαν ότι τους είδε. «Τι θα γίνει τώρα», λένε, «αν το πει στο αφεντικό; Πρέπει να προλάβουμε!» Έτσι, καλούν εκτάκτως τον άρχοντα στο σπίτι.
– Τι συμβαίνει;
– Με μάρτυρα αυτόν τον έντιμο υπάλληλο μας, λέει ή γυναίκα, σου καταγγέλλω τούτο το παλιόπαιδο (τον Θεόφιλο), ότι προσπάθησε να με βιάσει. Λοιπόν, αν ανεχθείς αυτός πού πρόσβαλε την τιμή σου να ζήσει έστω και μία μέρα, εγώ σήμερα σε χωρίζω.
Έπεσε βέβαια ό σύζυγος από τα σύννεφα, αλλά την πίστεψε. Κάνει λοιπόν μυστική συμφωνία με έναν δήμιο.
– Αύριο το πρωί θα σου χτυπήσει την πόρτα κάποιος εκ μέρους μου. Μόλις μπει μέσα, μία σπαθιά κι έξω.
Συσκεύασε το κεφάλι, για να πάρεις και την αμοιβή.
Την άλλη μέρα το πρωί, φωνάζουν τον νέο.
– Θεόφιλε, λέει ό σύζυγος, πήγαινε στο σπίτι του δείνα εκ μέρους μας και ζήτησε να σου δώσει κάτι για μένα. Ξέρει αυτός.
Ό νέος αμέσως, πρόθυμος, τρέχει στην υπακοή. Καθ’ όδόν, περνούσε έξω από μια εκκλησία. Θυμήθηκε τη συμβουλή του πατέρα του. «Ας πάω να ανάψω ένα κεράκι και συνεχίζω», σκέφτηκε. Μπαίνοντας, είδε πώς γινόταν Θεία Λειτουργία. «Δεν είναι σωστό να καταφρονήσω τη Θεία Λειτουργία», είπε μέσα του. «Θα μείνω, ώσπου να τελειώσει, και μετά προχωρώ». Όμως ή Λειτουργία καθυστέρησε αρκετά.
Οί άλλοι, γεμάτοι αγωνία, περιμένουν από λεπτό σε λεπτό το κεφάλι στο χαρτοκούτι. Περνά μισή, μία ώρα. Ό εραστής πια δεν αντέχει. Θέλει να δει κομμένο το κεφάλι εκείνου πού, υποτίθεται, έμαθε το μυστικό. «Μήπως… μήπως; Ας πάω επί τόπου να φέρω το κεφάλι, όσο πιο γρήγορα». Τρέχει, χτυπά την πόρτα.
– Έρχομαι εκ μέρους του αφεντικού μου για την υπόθεση πού ξέρεις.
Ό δήμιος κατάλαβε. Αυτός ήταν.
– Πέρασε μέσα, του κάνει.
Και αμέσως, χωρίς κουβέντες, με μία σπαθιά τον αποκεφαλίζει. Σε λίγο, να και ό Θεόφιλος. Αφού λειτουργήθηκε, έτρεξε στο καθήκον. ‘Αλλά αυτή τη φορά, κατά το λεγόμενο, ήλθε δεύτερος.
– Έρχομαι εκ μέρους του δείνα.
– Πέρασε. Πάρε αυτό το δέμα, δώσε το κλειστό στο αφεντικό σου και πες του πώς περιμένω την αμοιβή.
Επιστρέφει λοιπόν ανύποπτος ό νέος στο σπίτι. Μόλις τον βλέπουν τα αφεντικά του, σάστισαν.
– Πήγες στον τάδε;
– Πήγα.
– Τι σου είπε;
– Μου έδωσε αυτό και ζητά την πληρωμή του.
Τι περίεργα πράγματα, λέει ό άνδρας. Ας το ανοίξουμε Ανοίγουν και Τι να δουν! Ή κεφαλή του μοιχού επί πινάκι. Ή γυναίκα πέφτει αμέσως λιπόθυμη. Και σε λίγο, μόλις ανοίγει τα μάτια της, έρχεται σε συναίσθηση και αρχίζει να κλαίει, να χτυπιέται και να ομολογεί:
– Κόψε και το δικό μου κεφάλι! Είναι αθώος ό Θεόφιλος! Εγώ είμαι ή ένοχη και αυτός, πού τιμωρήθηκε δίκαια. Δύο χρόνια σε απατούσα μαζί του. Σκότωσέ με! Μου αξίζει κάθε τιμωρία!
Τελικά όμως, το αφεντικό τη μεν γυναίκα συγχώρεσε, τον δε Θεόφιλο, επειδή ήσαν άτεκνοι, τον υιοθέτησαν. Και από τότε σαν γιος τους διαχειριζόταν μία τεράστια περιουσία, την οποία τελικά και κληρονόμησε. Κάποια στιγμή μάλιστα έφερε και τον γέρο πατέρα του στο αρχοντικό.
Από αυτή την ιστορία πόσα διδάγματα βγαίνουν! Ή τιμιότητα; Ή υπακοή στους γονείς, πώς ευλογείται από τον Θεό; Ή καλή ομολογία της πίστης; Πήγε στην εκκλησία εν ώρα καθήκοντος και δεν σκέφτηκε «μήπως και αρπάξω καμιά κατσάδα από το αφεντικό» ούτε υπολόγισε ότι χάνεται ώρα εργάσιμη. Ή Θεία Λειτουργία, σκέφθηκε, τα αναπληρώνει όλα. ‘Αλλά και ή αδικία, πώς μόνη της ξεσκεπάστηκε! Πολλοί κρυβόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά κανείς μας δεν διαφεύγει από τη θεία δικαιοσύνη.
Ό Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους. Ή απομάκρυνση όμως από Αυτόν οδηγεί στους χώρους του κακού, άρα ή μετάνοια θα πρέπει να είναι συνεχής. Ή γυναίκα πού απατούσε τον άνδρα είχε προαίρεση μετάνοιας – ίσως ήταν και θύμα του επιτήδειου εκείνου. Γι’ αυτό ό Θεός της έδωσε περιθώριο να μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να κλάψει για την αμαρτία της. «Αν έκοβαν και αυτής το κεφάλι, θα έφευγε αμετανόητη για τον Αδη. Ό άλλος όμως δεν είχε προαίρεση μετάνοιας. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να αναρωτηθούμε μήπως με τον αποκεφαλισμό του θα μετριαστεί και εκείνου ή τιμωρία στον Αδη. Ποιος ξέρει; Βάθος άπειρο οί βουλές του Κυρίου…
Επειδή ωστόσο γνωρίζω ότι με τίς αληθινές αυτές ιστορίες πιο εύκολα διδασκόμαστε, θα μεταφέρω εδώ και εκείνη πού συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέει ό αείμνηστος Γέροντας μου.
Λοιπόν, πριν από μερικά χρόνια, σε μία κωμόπολη ζούσε κάποιο ανδρόγυνο με ένα μοναδικό παιδί, ένα όμορφο κοριτσάκι. Ό πατέρας ήταν πραγματικά άγιος, ή γυναίκα το ακριβώς αντίθετο. Ό άνδρας σκοτωνόταν να μαζεύει με τον τίμιο ίδρωτα, ή γυναίκα τα σπαταλούσε σε διασκεδάσεις με εραστές. Δεν τολμούσε ό άνδρας να πει κουβέντα. Επέστρεφε κουρασμένος και εύρισκε το κοριτσάκι μόνο του, νηστικό και απεριποίητο. Αναγκαστικά μαγείρευε λίγο φαγητό και συμμάζευε το σπίτι, μέχρι να εμφανιστεί ή σύζυγος, για να αρπάξει από πάνω βρισιές και, όχι σπάνια, και ξύλο.
Το παιδάκι μεγαλώνει. Φθάνει στα 12-13 χρόνια. Μέσα του πια ξεκινά ή κριτική. Αρχίζουν μόλις να ξυπνούν τα νεανικά ένστικτα. Τι καλός ό πατέρας! Άραγε έχει δίκιο ή μητέρα πού τον λέει βλάκα, καθυστερημένο, παλαβό; Αυτός κλείνεται στο προσκυνητάρι και προσεύχεται, εκείνη γυρνά και διασκεδάζει. Τι να κάνει; Ό μπαμπάς λέει να προσεύχεται. Εκείνη τη μαλώνει: «Όχι παλαβομάρες σαν τον πατέρα σου! Ξύπνα, χαζή, όσο είναι νωρίς, γιατί αυτός θα παλαβώσει και σένα!»
Σε αυτά τα χάλια και με αυτούς τους προβληματισμούς, εκεί πού ή μητέρα ήταν έτοιμη να τραβήξει ξωπίσω της στο χείλος της καταστροφής το νεανικό αυτό λουλούδι, τα έφερε ό Θεός και κόπηκε το νήμα της ζωής της. Μια μέρα, ξαφνικά, βρέθηκε σωριασμένη νεκρή. Οί συγχωριανοί από συμπάθεια, όπως το συνηθίζουν, έτρεξαν όλοι στην κηδεία πού έγινε με πολλή μεγαλοπρέπεια κάτω από έναν ήλιο λαμπρό.
Μένει πια το κορίτσι με τον πατέρα. Δεν προλαβαίνει όμως ό ευλογημένος να βάλει το σπλάχνο του στον σωστό δρόμο τώρα πού δεν υπήρχε αντιλογία, στον χρόνο επάνω περίπου αναχωρεί και αυτός για τα ουράνια. ‘Αλλά χωρίς γυναίκα, χωρίς παιδιά μεγάλα, ποιος να ενδιαφερθεί για την κηδεία ενός μηδαμινού, κατά την κρίση των ανθρώπων; Και δεν φθάνει αυτό. Γυρίζει εκείνη την ήμερα μια κακοκαιρία με χιόνια, βροχές, αέρα, κρύο, έτσι ώστε δεν πάτησε στην κηδεία του κανένας.
Μετά και από αυτό, μένει το ορφανό μόνο και έρημο στους τέσσερις τοίχους. Ήδη πια άγγιζε την εφηβική ηλικία. Θα έπρεπε να βγουν οι μεγάλες αποφάσεις. Τι ζωή να κάνει, του πατέρα ή της μητέρας; Ήταν δίκαιος ό πατέρας, βέβαια. Αν όμως ήταν αυτός δίκαιος, τότε μήπως ό Θεός είναι άδικος, πού δεν επέτρεψε ούτε στην κηδεία του να τον τιμήσουν; Και ή μητέρα πού παραφερόταν, ζούσε με φίλους, ξενυχτούσε σε διασκεδάσεις; Ό πατέρας έλεγε: «Πρόσεξε, παιδί μου, μην ακολουθήσεις τον δρόμο της μάνας, γιατί θα καταστραφείς!» Άλλα πάλι, πώς ό Θεός επέτρεψε στην κηδεία της τόσες και τόσες τιμές; Μήπως είναι καλό σημάδι ότι έτσι πρέπει και αυτή να ζήσει; Όμως, επί τέλους, ας ακούσει μία συμβουλή του πατέρα της, αυτήν πού της έλεγε συχνά: «Παιδί μου, για όλα σου τα προβλήματα να προσεύχεσαι με πίστη θερμή και ό Θεός θα σου απαντήσει».
Ανάβει λοιπόν κάποιο βράδυ το καντηλάκι, όπως έμαθε από τον πατέρα, και με δάκρυα ζητά: «Δείξε μου, Χριστούλη μου, δείξε μου, Παναγίτσα μου, ποιόν δρόμο να ακολουθήσω, του μπαμπά ή της μαμάς;» Και δεν άργησε να εισακουστεί ή προσευχή της αθώας αυτής ψυχής. Ενώ προσευχόταν, βλέπει σαν σε όραμα ότι ένας Άγγελος την πήρε στην αγκαλιά του και πέταξαν ψηλά μέχρι τα ουράνια.
– Θέλεις να δεις τον πατέρα σου; ρωτά ό Άγγελος.
Ναι, άπαντα το κορίτσι, πολύ σε παρακαλώ!
Μπαίνουν σε παραδεισένια μέρη πού δεν περιγράφονται, προχωρούν και φθάνουν σε ένα αστραφτερό παλάτι με τέτοια ομορφιά, πού δεν τη συναντάς εδώ κάτω στη γη. Εκεί, μπροστά στην πύλη του παλατιού, στέκεται σαν να περιμένει ό πατέρας. Αμέσως ή κόρη τον αναγνωρίζει, και ας ήταν τόσο όμορφος και λαμπροφορεμένος, πού ούτε ό Σολομών όταν ζούσε δεν είχε τέτοια δόξα.
-Πατερούλη μου! Πώς βρέθηκες εσύ ό φτωχός σε τέτοια δόξα, μπροστά σε αυτό το βασιλικό παλάτι;
– Αυτή τη δόξα και αυτό το παλάτι, παιδάκι μου, μου τα χάρισε ό Θεός.
– Μπαμπά, πες στον Χριστούλη μας να μείνω και εγώ μαζί σου. Δεν θέλω να φύγω.
– Τώρα, παιδί μου, δεν μπορείς να μείνεις εδώ. Αν όμως ακολουθήσεις τη ζωή πού ζούσα εγώ στον κόσμο, ό Χριστός λέει πώς εδώ θα φέρει και εσένα, να ευφραίνεσαι μαζί μου για πάντα.
Και με αυτά τα λόγια, χάνεται από μπροστά της. Ή κόρη είναι ακόμη στην αγκαλιά του Αγγέλου.
– Θέλεις τώρα να δεις και τη μητέρα σου; την ρωτά.
– Ναι, και βέβαια θέλω!
Σε λίγο, το σκηνικό αλλάζει. Εκείνος ό πανευφρόσυνος τόπος χάνεται και οί δύο μαζί βρίσκονται σε ένα σκοτεινό μέρος. Εκεί δεν έβλεπες τίποτε. Μόνο άκουγες βογγητά, φωνές, κλάματα. Το κοριτσάκι άρχισε να τρομάζει.
-Πού με πάς, Άγγελε μου; Πάμε να φύγουμε. Δεν αντέχω.
Δεν είπαμε να δεις τη μητέρα σου;
Φθάνουν σε έναν σκοτεινό τόπο. Και εκεί, σε χώρο πού θύμιζε καζάνι, βλέπει τη μητέρα. Κοιτάζουν ή μία την άλλη. Αρχίζουν να κλαίνε. Ή μητέρα απευθύνεται στην κόρη. Της λέει ότι υποφέρει και καιγεται. Την παρακαλεί να την απαλλάξει. Όποτε ή παιδούλα, από τη λύπη της, φωνάζει:
– Δώσε μου το χέρι, να σε τραβήξω έξω!
Ή μητέρα δίνει το χέρι. Αλλά ή κόρη, μόλις το αγγίζει, αισθάνεται να καιγεται. Αρχίζει τότε να φωνάζει από τον πόνο… και την ίδια στιγμή ξυπνά. Βρίσκεται μόνη στο σπίτι. Συνεχίζει ωστόσο να πονά στο χέρι και να κλαίει. Με τίς φωνές της ξεσηκώνει τη γειτονιά.
Σε λίγο, ό πόνος πέρασε. Ή μικρή κοπέλα όμως άρχισε να σκέφτεται με πολλή σοβαρότητα την εμπειρία της και να φιλοσοφεί τη ζωή. Τέλος, αφού κατάλαβε τη ματαιότητα της πρόσκαιρης ζωής και ποιοι είναι οι καρποί της, εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Έγκαταβίωσε σε παρθενώνα γυναικών, όπου με προσευχές και νηστείες έβαλε σκοπό να φθάσει μια μέρα εκεί, στην ουράνια κατοικία του πατέρα, ενώ δεν έπαψε να παρακαλεί θερμά τον Πολυεύσπλαχνο να λυπηθεί και την ψυχή της ταλαίπωρης μητέρας της.
Νομίζω πώς τα προηγούμενα είναι πολύ επίκαιρα για τους ανθρώπους της σημερινής γενιάς, πού όλη τους ή σπουδή είναι πώς να απολαύσουν τίς μάταιες ηδονές. Μας ενισχύει ιδιαίτερα το παράδειγμα του άγίου αυτού πατέρα, πού από τους περισσότερους θα θεωρηθεί ανόητος. Έφθανε μέχρι του σημείου να καταδέχεται να τον απατά και να τον ξυλοκοπά ή γυναίκα του. Και όμως, πόσο σοφός αποδείχθηκε!
Κάτι άλλο πού συμπεραίνει κανείς από τα προηγούμενα είναι ότι οί αμαρτωλοί στον Αδη δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε στον εαυτό τους. Μόνο να περιμένουν μπορούν από τους άλλους. Δίνοντας το χέρι, ή μητέρα ζητούσε βοήθεια. Αυτό είναι συμβολικό. Σημαίνει ότι ζητούσε προσευχές, λειτουργίες, μνημόσυνα, ελεημοσύνες.
Σχετικά με τη δικαιοσύνη και την αδικία, θα εξιστορήσω και ένα ακόμη παράδειγμα από το βιβλίο «Γέρων Αρσένιος ό Σπηλαιώτης», έκδοση β’. Αναφέρεται εκεί ότι ό Γερο-Έφραίμ, πνευματικός πατέρας του Γερο-Αρσενίου, ήταν βαρελάς και ξυλόγλυπτης. Ό,τι του έδινες για αμοιβή, το δεχόταν αδιαμαρτύρητα. Γι’ αυτό πολλοί τον έμαθαν και τον εκμεταλλεύονταν. Έκανε, ας πούμε, ένα βαρέλι 1.000 δραχμές και εσύ του έδινες 200.
– Καλά είναι, Γερο-Έφραίμ; τον ρωτούσες.
– Καλά, καλά, ευχαριστώ, παιδί μου, απαντούσε.
Έτσι, πολλοί σκέφτονταν: «Καλός τεχνίτης, αλλά ελαφρούτσικος. Ευκαιρία να τον γελάσουμε». Και δεν ήξεραν πόσο έξω έπεφταν.
Μια φορά, κάποιος μοναχός κάλεσε έναν ξυλόγλυπτη, για να κατασκευάσει το τέμπλο του ναιδρίου του.
– Πόσα θέλεις; – Είκοσι λίρες (χρυσές).
Κοίτα το ταμείο ό μοναχός, δεν βγαίνει. Τι να κάνει; «Ας φωνάξω τον Γερο-Έφραίμ, πού παίρνει όσα του δώσεις», σκέφτεται.
– Γέρο-Έφραίμ, μου φτιάχνεις το τέμπλο;
– Το φτιάχνω.
Δώστου-δώστου, τελείωσε το τέμπλο. Τώρα ή πληρωμή. Ανοίγει ό μοναχός το ταμείο, βρίσκει δύο λίρες. Του τίς δίνει.
– Καλά είναι, Γερο-Έφραίμ;
– Καλά, καλά, παιδί μου, ευχαριστώ.
Ό Γερο-Αρσένιος όμως, επειδή άκουσε ότι ό άλλος ζήτησε είκοσι λίρες, έγινε φωτιά. Ακούς εκεί! Βρήκαν απλό τον Γέροντα και τον εκμεταλλεύονται! Τρέχει στον Γερο-Έφραίμ να διαμαρτυρηθεί. Τι όμως του λέει το απλό, αλλά σοφό γεροντάκι:
– Καλά, παιδί μου, και αν τα πληρωθούμε όλα εδώ, στην άλλη ζωή Τι θα μείνει;
Και πράγματι, μετά θάνατον τον βλέπει ό Γερο-Αρσένιος έξω από ένα πανέμορφο εκκλησάκι, μέσα στον Παράδεισο. Ρωτάει λοιπόν:
– Γέροντα μου, πώς βρέθηκες εδώ, σε αυτό το πανέμορφο εκκλησάκι;
Και ό Γέροντας:
-Α, αυτό είναι δικό μου. Μου το χάρισε ό Χριστός. Θυμάσαι πού σκάλισα με δύο λίρες το εκκλησάκι των Αρχαγγέλων; Επειδή εκεί δέχτηκα χωρίς διαμαρτυρίες και γογγυσμό την αδικία, ό Χριστός μου χάρισε εδώ αυτό πού βλέπεις για πληρωμή.
Και τούτο ήταν ένα πολύ μεγάλο δίδαγμα για τον Γερο-Αρσένιο σε όλη του τη ζωή.
β/ Η πίστη

Ή πίστη, αδελφέ μου, είναι για την ψυχή, ότι ή αναπνοή για το σώμα. Όπως υπάρχουν οί αισθήσεις για το σώμα, έτσι υπάρχουν και τα αισθητήρια του ψυχικού μας κόσμου. Όλοι οί άνθρωποι έχουν πίστη. Άλλοι στην αλήθεια, άλλοι στη θρησκεία τους, άλλοι σε μια ιδεολογία, άλλοι στη δική τους άποψη. Όλοι πιστεύουν. Ή πίστη, βλέπεις, αποτελεί στοιχείο της ύπαρξης του ανθρώπου, έχει δοθεί στον άνθρωπο από τον Δημιουργό του. Και μη μου πεις ότι γίναμε από ανύπαρκτο δημιουργό από το μηδέν. Μπορεί να γίνει κάτι μόνο του από το τίποτε, αν δεν υπάρχει κάποιος δημιουργός; Όλα προέρχονται από κάτι ή κάποιον πού προϋπάρχει: το φυτό από τον σπόρο, το ζώο από το ζώο, ό άνθρωπος από τον άνθρωπο. Και αν ακόμη υποθέσουμε πώς πολλά πράγματα προέρχονται από κάτι διαφορετικό, πράγμα πού συμβαίνει πολλές φορές, και αυτά προέρχονται πάντοτε από κάτι πού προϋπάρχει. Δηλαδή είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε την ύπαρξη άναρχης και αιώνιας αρχής και αιτίας Επίσης, τίποτε δεν μπορεί να παραχθεί από κάτι πού δεν έχει τη δυνατότητα να το παράγει. Δεν μπορείς να δώσεις κάτι πού δεν έχεις. Ας υποθέσουμε ότι πηγαίνεις στον μπακάλη να αγοράσεις ζάχαρη. Αν ή σακούλα έχει αδειάσει, πώς θα πάρεις ζάχαρη, αφού ό άνθρωπος δεν έχει να σου δώσει; Για να σου δοθεί κάτι, προϋπόθεση είναι ό προσφέρων να το κατέχει, δηλαδή να υπάρχει, και επομένως να έχει τη δυνατότητα να στο δώσει. Μπορεί ό θάνατος να δώσει ζωή; Μόνο ή ζωή μπορεί να δώσει ζωή. Μόνο ή αγάπη μπορεί να δώσει αγάπη. Μόνο ή σοφία μπορεί να δώσει σοφία. Μόνο ή δύναμη μπορεί να δώσει δύναμη. Μόνο το πρόσωπο μπορεί να δημιουργήσει πρόσωπα.
Επομένως, ή άναρχη και αιώνια αρχή και αιτία των πάντων δεν είναι μία αιώνια νεκρή ύλη ούτε ένα αφηρημένο θείον, αλλά Προσωπικός Θεός, ό όποιος με την παντοδυναμία Του δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν, εκ του μη όντος. Ας αφήσουμε λοιπόν, αδελφέ, διάφορες σοφιστείες ψευδό – επιστημονικής αφέλειας και ας είμαστε σοβαροί. Δημιουργός όλης της κτίσης είναι Κύριος ό Θεός, ό όποιος σύμφωνα με την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Και ας μην προβάλλουν οι άθεοι τον ισχυρισμό «πού το ξέρει ό Χριστός;» Ό Χριστός με την ανάσταση Του απέδειξε ότι είναι Θεός, γιατί κανένας νεκρός δεν μπορεί να αναστήσει τον εαυτό του. Και ή ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι γεγονός ιστορικά
βεβαιωμένο και πιστοποιημένο με πολλούς τρόπους. Συνεπώς, ή Ορθόδοξη χριστιανική αλήθεια ας μας διαπεράσει ολόκληρους και ή πίστη ας αναστήσει τον δύστυχο εαυτό μας.
Ή πίστη ζωοποιεί, φωτίζει, χαροποιεί, ανατάσσει, θαυματουργεί, είναι κανάλι επικοινωνίας με την Αγία Τριάδα, υπερβαίνει τον θάνατο, οδηγεί στην αιωνιότητα. Είναι λάθος ή άποψη πώς ή αληθινή πίστη είναι «ναρκωτικό», διότι τα ναρκωτικά σκοτώνουν, ενώ ή πίστη ζωοποιεί και οδηγεί στην αθανασία. Δεν είναι μια ρομαντική κατάσταση για αεροβατούντες, γιατί αυτή ενεργοποιεί, δραστηριοποιεί, θαυματουργεί και σώζει. Ή πίστη είναι ότι πιο υπέροχο μπορούμε να συναντήσουμε σε αυτόν τον κόσμο, διότι εν Χριστώ οδηγεί και στηρίζει, στηρίζει και ανεβάζει, ανεβάζει και σώζει, σώζει και χαρίζει αιώνια ζωή. Είναι ή οδός και ή αλήθεια και ή ζωή (Ίωάν. ιδ’6)

γ/ Η ταπεινοφροσύνη

Μέσα από την πίστη οδηγείται ό άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη. Συνειδητοποιεί ότι δεν έχει λόγους να είναι υπερήφανος, γιατί τόσο ό ίδιος καθώς και όλα όσα έχει προέρχονται από τον Θεό και ανήκουν σε Εκείνον. Αντιλαμβάνεται τη δική του μικρότητα και τη μεγαλειότητα του Θεού Ό Θεός δημιούργησε όλη την κτίση από το μηδέν. Καταλαβαίνεις τώρα την άπειρη δύναμη του Θεού και τη δική σου μηδαμινότητα; Για ποιόν λόγο λοιπόν να έχεις αλαζονεία; Συνειδητοποιείς πώς ή υπερηφάνεια είναι απλά μία απάτη;
Ό Κύριος Ιησούς Χριστός είπε: «Μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν ή βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε’ 3). Εκείνοι πού έχουν ταπεινό φρόνημα είναι αρεστοί στον Θεό. Και όχι γιατί ό Θεός είναι αλαζόνας και του αρέσει να ταπεινώνει τα πλάσματα του, αλλά γιατί ό ταπεινός βιώνει μέσα του την αλήθεια σχετικά με τον άνθρωπο και τον Θεό, βιώνει μέσα του τη σωστή σχέση Θεού -άνθρώπου.
Από πολλά κακά μας απαλλάσσει ή ταπεινοφροσύνη και πολλά καλά μας προσφέρει. Πράγματι, θα είμαστε μακάριοι, όταν συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια της ταπεινοφροσύνης και προσπαθήσουμε να ζήσουμε με αυτή την αρετή. Τότε, αδελφέ μου, μας ανοίγεται και πάλι από τον Χριστό μας ή πόρτα του Παραδείσου, πού έκλεισε κάποτε ακριβώς λόγω της αλαζονείας.

δ/ Η ελπίδα.

Η πίστη και η ταπεινοφροσύνη γεννούν την ελπίδα. Ο κόσμος συνηθίζει να λέει ότι με την ελπίδα ζει ο άνθρωπος και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Η χριστιανική όμως ελπίδα ζει καθ’ όλη τη γήινη πορεία μας και πεθαίνει μόνο, όταν αποκτήσουμε εκείνο πού ποθούμε, όταν δηλαδή εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού, αφού τότε εκείνο πού ελπίζαμε το έχουμε πλέον κερδίσει.
Ή χριστιανική ελπίδα λοιπόν είναι πηγή αισιοδοξίας και χαράς και με τη βεβαιότητα της στηρίζει τον πιστό σε όλες τίς δοκιμασίες της ζωής και στον δρόμο του για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Ή πίστη, ή ελπίδα και ή αγάπη αποτελούν το τρίπτυχο της ζωής του Χριστιανού στη γήινη πορεία του, αφού, κατά τον Απόστολο Παύλο, «Νυνί δε μένει πίστης, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα• μείζων δε τούτων ή αγάπη» (Α’ Κορ. ιγ’ 13).
Ή πίστη, ή ταπεινοφροσύνη και ή ελπίδα ενεργοποιούν και την αρετή της υπομονής, πού τόσο συντελεί στη σωτηρία της ψυχής μας, καθώς ό Κύριος είπε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τάς ψυχάς υμών» (Λουκ. κα’ 19). Και με την Χάριν πάντοτε του Αγίου Πνεύματος ή πίστη πού εκδηλώνεται με αληθινή αγάπη και πραγματικά έργα αγάπης, κατά τον Απόστολο Παύλο (Γαλ. ε’ 6), οδηγεί στην τήρηση των εντολών του Χριστού μας μέσα από την εγκράτεια και έχει ως καρπό την ελεημοσύνη.
Έτσι, αδελφέ μου, Έπιτρεψε μου, παρ’ όλη την αναξιότητά μου, για την αγάπη σου να ασχοληθώ επίσης με την υπομονή, την εγκράτεια, την ελεημοσύνη και την αγάπη. Ό Θεός δημιούργησε όλη την κτίση από το μηδέν. Καταλαβαίνεις τώρα την άπειρη δύναμη του Θεού και τη δική σου μηδαμινότητα; Για ποιόν λόγο λοιπόν να έχεις αλαζονεία; Συνειδητοποιείς πώς ή υπερηφάνεια είναι απλά μία απάτη;
Ό Κύριος Ιησούς Χριστός είπε: «Μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν ή βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε’ 3). Εκείνοι πού έχουν ταπεινό φρόνημα είναι αρεστοί στον Θεό. Και όχι γιατί ό Θεός είναι αλαζόνας και του αρέσει να ταπεινώνει τα πλάσματα του, αλλά γιατί ό ταπεινός βιώνει μέσα του την αλήθεια σχετικά με τον άνθρωπο και τον Θεό, βιώνει μέσα του τη σωστή σχέση Θεού-άνθρώπου.
Από πολλά κακά μας απαλλάσσει ή ταπεινοφροσύνη και πολλά καλά μας προσφέρει. Πράγματι, θα είμαστε μακάριοι, όταν συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια της ταπεινοφροσύνης και προσπαθήσουμε να ζήσουμε με αυτή την αρετή. Τότε, αδελφέ μου, μας ανοίγεται και πάλι από τον Χριστό μας ή πόρτα του Παραδείσου, πού έκλεισε κάποτε ακριβώς λόγω της αλαζονείας.

ε/ Η υπομονή
Ή υπομονή είναι από όλες τίς πλευρές πολύ σπουδαία αρετή. Όταν μάλιστα λέμε «υπομονή», δεν εννοούμε μία αρρωστημένη παθητική κατάσταση, ή οποία μοιάζει με το «κάρμα» των ινδουιστών ή το «κισμέτ» των μουσουλμάνων. Εννοούμε μία υγιή κατάσταση, όπου ό άνθρωπος μπροστά στο πρόβλημα κάνει το καλύτερο πού μπορεί, συγχρόνως όμως υπομένει ψύχραιμα και με ηρεμία τη δοκιμασία. Δεν τα χάνει, δεν απελπίζεται, έχει την ελπίδα του στον Θεό και συγχρόνως αγωνίζεται με υπομονή.
Ή υπομονή αποτελεί υπόβαθρο της επιτυχίας σε όλα τα επίπεδα. Οι δυσκολίες, οί αντιξοότητες, οι δοκιμασίες δεν πρέπει να λυγίζουν τον πιστό. Το αντίθετο, θα πρέπει να τον γιγαντώνουν. Με την πίστη του στον Θεό θα πρέπει να υπομένει μέχρι την τελική νίκη. Μεγάλη δε βοήθεια θα είχαμε, αν προσπαθούσαμε στις δύσκολες καταστάσεις να κοιτάζουμε τα πράγματα πιο σωστά και πιο καθαρά. Δυστυχώς όμως βλέπουμε κοντόφθαλμα• όσο διαρκεί αυτή ή ζωή. Κλείνουμε τα μάτια σε αυτό πού ακολουθεί. Μας απασχολεί το προσωρινό και αδιαφορούμε για το διαρκές. Ανησυχούμε για το πρόσκαιρο και αποφεύγουμε το παντοτινό. Αγωνιούμε για τα γήινα μικροσυμφέροντα μας και προσπαθούμε να ξεχάσουμε την ύπαρξη της αιωνιότητας. Είμαστε φθηνοί στο αλεύρι και ακριβοί στα πίτουρα Ποιο είναι το πραγματικό μας συμφέρον; Ξέρουμε Τι είναι πραγματικά για το καλό μας; Γνωρίζουμε όλα τα μυστήρια; Φοβάμαι πώς δεν ξέρουμε ούτε αυτό πού είναι δίπλα μας. Ό Θεός όμως γνωρίζει. Γνωρίζει ποιο είναι το πραγματικό μας συμφέρον, Τι είναι για το καλό μας. Εμείς αγνοούμε. Έτσι, όταν περνάμε κάποια δοκιμασία, συγχυζόμαστε, χάνουμε τον κόσμο. Και δεν σκεφτόμαστε ότι κάποιος λόγος θα υπάρχει, τον όποιο ό Θεός γνωρίζει και εμείς αγνοούμε. Αφού Εκείνος επιτρέπει κάτι, τότε είναι για το καλό μας, και ας φαίνεται προσωρινά ότι είναι δυσάρεστο ή κακό. Πόσες φορές συνειδητοποιήσαμε ότι εκείνο πού θεωρήσαμε τότε κακό υπήρξε αργότερα σωτήριο; Μοιάζουμε με τα μικρά παιδιά πού κλαίνε, όταν οί γονείς τα στέλνουν στο σχολείο ή πού παρακαλούν να αρρωστήσει ό δάσκαλος, για να χάσουν το μάθημα. Αγνοούν πόσο χρήσιμο και απαραίτητο είναι το σχολείο.
Αλλά σχολείο είναι και ή ζωή. Με τίς δοκιμασίες εκπαιδευόμαστε, κερδίζουμε βραβεία, προαγόμαστε, αποκομίζουμε κέρδη. Πολύ σωστά οί Γέροντες και οί Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας συμβουλεύουν όχι μόνο να μη γογγύζουμε στις δοκιμασίες, αλλά και να χαιρόμαστε, γιατί μας προετοιμάζουν για μια τρισευτυχισμένη αιώνια ζωή. Ό Θεός γνωρίζει το πραγματικό μας καλό, εκείνο πού είναι για το αιώνιο μας συμφέρον, και ας φαίνεται σε μας, πού είμαστε μέσα σε πνευματικό σκοτάδι, κακό και δυστυχία.
Ύστερα, είναι και ό εγωισμός μας. Μία εγωιστική αγάπη. Όταν, για παράδειγμα, φύγει από αυτόν τον κόσμο ένα αγαπημένο πρόσωπο, έστω και αν ζούσε μέσα σε θλιβερή κατάσταση και υπέφερε από μία χρόνια αρρώστια, εμείς κλαίμε και οδυρόμαστε. Δεν συλλογιζόμαστε ότι γλίτωσε από τους πόνους και τώρα βρίσκεται στην ευτυχία του ουρανού. Στενοχωριόμαστε για τον δικό μας εαυτό, ότι χάσαμε την ικανοποίηση να είναι μαζί μας. Δεν σκεφτόμαστε το δικό του καλό.
Επίσης, όταν φεύγει από αυτόν τον μάταιο κόσμο ένα παιδάκι, επαναστατούμε και χτυπιόμαστε. Δεν λαμβάνουμε ύπ’ όψιν τη δική του σωτηρία, το δικό του παντοτινό καλό, τη δική του αληθινή ευτυχία. Στην πραγματικότητα, μας βασανίζει ή δική μας εγωιστική ικανοποίηση πού χάθηκε και εκείνα τα όνειρα μας πού δεν πραγματοποιήθηκαν. Ακόμη και αυτά πού ονομάζουμε συμφορές, μπορεί να είναι ή ευκαιρία για ένα καινούριο ξεκίνημα, για μία νέα ζωή. Ό Θεός είναι ή άπειρη Αγάπη πού θέλει πάντοτε το καλό μας. Εμείς, με την ελεύθερη θέληση πού μας χάρισε Εκείνος, παρεμβάλλουμε εμπόδια και αντιστεκόμαστε στο αγαθό Του θέλημα. Θα μάθουμε ποτέ να εμπιστευόμαστε την πανσοφία Του; Θα Του επιτρέψουμε να κυβερνά Αυτός τη ζωή μας;
Μη μας διαφεύγει δε ότι μέσα από την υπομονή ξεφυτρώνει και ή επιμονή. Οί δοκιμασίες, είπαμε, είναι τα μαθήματα του σχολείου της ζωής. Ό Χριστιανός, ξανά το τονίζουμε, αποδέχεται τη δοκιμασία και άφ’ ενός μεν χαίρεται και υπομένει ήρεμα, διότι μέσα από αυτήν εκπαιδεύεται, ανεβαίνει και κερδίζει στεφάνια, άφ’ ετέρου δε, επειδή τη θεωρεί σάλπισμα αγώνα, συνεχίζει την πνευματική του πορεία με ακόμη μεγαλύτερη υπομονή και επιμονή και με μεγαλύτερο ζήλο. Ή υπομονή και ή δίδυμη αδελφή της, ή επιμονή, είναι μεγάλο κέρδος για τον άνθρωπο. Με την υπομονή ξεπερνά τίς αποτυχίες και με την επιμονή επαναλαμβάνει την προσπάθεια μέχρι την τελική νίκη.
Γι’ αυτό ό ιερός Χρυσόστομος αναφέρει ότι δεν είναι φοβερό το να πέφτεις, αλλά το να παραμένεις στην πτώση. Θα πρέπει να σηκώνεσαι και να προχωράς, όσες φορές και να πέσεις. Με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, ό Κύριος Ιησούς Χριστός θα σε βοηθά. Μην απελπίζεσαι λοιπόν, αδελφέ μου. Συνέχιζε ακλόνητος, μέχρι την εν Χριστώ Ιησού τελική νίκη. Ό Κύριος Ιησούς Χριστός «εξήλθε νικών και ίνα νικήσει» (Άποκ. στ’2).

Στ/ Η εγκράτεια.

Ή εγκράτεια σχετίζεται με την αυτοκυριαρχία και ή αυτοκυριαρχία με τη θέληση. Με τίς τρεις αυτές αρετές ασχολείται ό μέγας ψυχοθεραπευτής Πατέρας της Εκκλησίας, ό Άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής.
Ή εγκράτεια μας κάνει ικανούς να αποφεύγουμε τα βλαβερά, να ασχολούμαστε με τα ωφέλιμα και να έχουμε την αίσθηση του μέτρου. Με την αυτοκυριαρχία απομακρύνουμε την ασέλγεια, τον φθόνο και τον θυμό. Με το μέτρο εξουδετερώνουμε την αλαζονεία και τη λαιμαργία, αποκτώντας ταπείνωση και εγκράτεια στο φαγητό. Και ασχολούμενοι με τα έργα της αγάπης, υπερβαίνουμε την άκηδία (την καταθλιπτική αποφυγή της δραστηριότητας).
Ή εγκράτεια, μαζί με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, ενισχύεται και από την αυτοκυριαρχία και τη θέληση, γιατί και ή ανθρώπινη προσπάθεια είναι πάντοτε απαραίτητη. Για την ανάπτυξη της αυτοκυριαρχίας και της θέλησης μπορείς να ανατρέξεις στο κεφάλαιο Β1 «Πνευματική πορεία και άσκηση» του παρόντος βιβλίου.
ζ/ Η ελεημοσύνη
Ή ελεημοσύνη, αγαπητέ μου αδελφέ, συνδυασμένη με την προσευχή, έχει μεγάλη παρρησία ενώπιον του Θεού. Στις Πράξεις των Αποστόλων, ό εκατόνταρχος Κορνήλιος πρόσφερε ελεημοσύνες και προσευχές στον άγνωστο Θεό, κάτι πού τόσο εξευμένισε τον Θεό, ώστε να στείλει τον «Απόστολο Πέτρο να τον καλέσει στη χριστιανική πίστη και να αγιάσει.
Ή ελεημοσύνη, μεταξύ άλλων, αναπληρώνει και κάποια υστερήματα των αγωνιζόμενων στον κόσμο αδελφών μας, πού για φυσικούς λόγους δυσκολεύονται να αγρυπνήσουν και να νηστέψουν πολύ. Όταν γίνεται για τον Θεό και όχι προς το θεαθήναι, εξομοιώνει τον άνθρωπο με τον Πλάστη, πού από ελεημοσύνη έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας. Ό ελεήμων είναι εύσπλαχνος και οικτίρμων και μοιάζει με τον Θεό, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού: «γίνεσθε ούν οικτίρμονες, καθώς και ό πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. στ’36).
Καλό λοιπόν νομίζω πώς θα ήταν, αν γράφαμε και κάποιο παράδειγμα σχετικό με αυτή την αρετή, αφού προηγουμένως συστήσω στους ευλαβείς αναγνώστες να μελετήσουν τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος (12 Νοεμβρίου) και του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος (1 Δεκεμβρίου). Επιτρέψτε μου να σας κεράσω ένα μόνο ψίχουλο από τον βίο του Αγίου Ιωάννου, καθώς διηγείται ό ίδιος ό Άγιος για κάποιον Πέτρο:
«Γνώρισα κάποτε στην πόλη μου κάποιον πλούσιο τόσο άσπλαχνο, πού ποτέ δεν έδωσε ούτε δεκάρα. Μια μέρα, οι ζητιάνοι της πόλης συγκεντρώθηκαν σε έναν συνηθισμένο τόπο και συζητούσαν για τους πλούσιους. Λέγανε για τον ένα ότι είναι πολύ ελεήμων, για τον άλλο λιγότερο κ.λπ. Όμως όλοι καταριόντουσαν τον πάμπλουτο Πέτρο• παρότι ήταν ό πιο πλούσιος, δεν έδωσε ποτέ σε φτωχό τίποτε, ούτε έστω ένα ξερό καρβέλι. Τότε, ένας ζητιάνος έβαλε στοίχημα πώς μπορεί να βγάλει ελεημοσύνη από αυτόν τον άσπλαχνο. Τρέχει λοιπόν στο σπίτι του πλούσιου και αρχίζει:
– Σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο ψωμάκι, γιατί πεινάω.
Ό άλλος:
– Τσακίσου γρήγορα από εδώ! Να μη σε βλέπω!
Ό ζητιάνος ξανά και ξανά:
– Δώσε μου ένα καρβέλι…
– Φύγε!
– Δεν φεύγω.
– Φύγε, ειδάλλως θα σε κτυπήσω!
– Δεν φεύγω.
Εκείνη την ώρα, έφθασε ό φούρναρης στο αρχοντικό του Πέτρου, πού ήταν από τα πλουσιότερα της Κωνσταντινούπολης, φέρνοντας ένα κοφίνι με ψωμιά. Αρπάζει τότε ό Πέτρος θυμωμένος ένα φρέσκο ψωμί και το πετάει σαν πέτρα στο κεφάλι του ζητιάνου, για να τον σκοτώσει. Εκείνος γλίστρησε λίγο και το απέφυγε. Κατόπιν, βουτάει γεμάτος χαρά το ψωμί και τρέχει στους συναδέλφους του:
– Κέρδισα! Κέρδισα το στοίχημα!
Οί άλλοι, πραγματικά, τον παραδέχτηκαν.
Άλλα τι γίνεται με τον Πέτρο; Δεν μπορούσε να το χωνέψει, ότι γελάστηκε και έχασε ένα ψωμί. Το βράδυ πέφτει να κοιμηθεί κουρασμένος και λυπημένος. Ό Θεός όμως ήθελε να τον γλιτώσει από την κόλαση. Βλέπει, λοιπόν, σε όνειρο πώς ήλθε ή ώρα του θανάτου του.
Ένας φωτεινός Άγγελος εμφανίζεται τότε να κρατά μία μεγάλη πλάστιγγα και να ζυγίζει τα έργα. Από τη μεριά των κακών έργων παραγέμισε και ακούμπησε στο πάτωμα. Γυρίζει προς τους άλλους Αγγέλους πού ήσαν μαζί του.
– Φέρτε και καλά έργα για τη δεξιά μεριά της πλάστιγγας, λέει.
– Δεν έχουμε, δυστυχώς, τίποτε, του απαντούν.
– Τίποτε;
– Μόνο ένα καρβέλι ψωμί ελεημοσύνη, λέει ένας.
Αυτό πού πέταξε στο κεφάλι ενός ζητιάνου.
– Φέρτε. Ας είναι κι αυτό.
Το έφεραν και το έβαλαν στη δεξιά μεριά. Μονομιάς, ή πλάστιγγα κινήθηκε και ανασηκώθηκε λιγάκι από το έδαφος ή αριστερή μεριά της.
Οί Άγγελοι θαύμασαν. Τόσο πολύ να αξίζει εκείνο το καρβέλι! Οπωσδήποτε όμως βάραινε γερά ή αριστερή μεριά.
– Βαραίνει αρκετά το καρβέλι, αλλά δυστυχώς ό άνθρωπος πάει για την κόλαση. Θέλει πολλά καρβέλια σαν αυτό, για να γείρει προς τα δεξιά ή πλάστιγγα,
είπε ό Άγγελος πού ζύγιζε.
Και εκεί πού ετοιμαζόταν ή ψυχή να βγει, για να πάει στην κόλαση, έρχεται διαταγή από τον Θεό:
– Δώστε παράταση σε αυτόν τον ταλαίπωρο, μήπως κατορθώσει με την ελεημοσύνη να σηκώσει ψηλά τη δεξιά μεριά της πλάστιγγας και σωθεί.
Αυτά είδε ό Πέτρος σαν σε όραμα και ξύπνησε. «Ωχ», λέει με ανακούφιση, «φθηνά τη γλίτωσα! Ολόισια για την κόλαση πήγαινα. Για κοίταξε όμως ένα ξεροκάρβελο, πού το πέταξα σαν πέτρα, Τι βάρος είχε! Για φαντάσου Τι αξία θα έχει, αν το δώσω με την ψυχή μου. Λοιπόν, από σήμερα ξεκινώ τίς ελεημοσύνες». Και άρχισε να δίνει. Να δίνει ψωμιά, τρόφιμα, χρήματα, ρούχα, να δίνει ό,τι είχε, ώστε έγινε ό πιο ελεήμων.
Κάποιο πρωί ένας ζητιάνος περπατούσε μέσα στην παγωνιά σχεδόν μισόγυμνος. Μόλις τον είδε ό Πέτρος, τόσο τον σπλαχνίστηκε, πού έβγαλε το γούνινο παλτό του και του το χάρισε. Ό ζητιάνος όμως, ασυνήθιστος σε τέτοιες πολυτέλειες, σχεδόν αμέσως το πούλησε. Την άλλη μέρα ό Πέτρος βλέπει και φορά κάποιος άλλος το παλτό πού πρόσφερε.
– Πού το βρήκες; τον ρωτά.
– Το αγόρασα από έναν ζητιάνο, λέει ό άλλος.
Έ, αυτό δεν το σήκωσε. «Βρε», λέει, «εγώ να τον λυπηθώ πού κρύωνε και αυτός να το πουλήσει!»
Και με αυτές τίς σκέψεις, έπεσε το βράδυ να κοιμηθεί. Στον ύπνο του βλέπει τον Χριστό. Άλλα Τι παράξενο! Φορούσε Αυτός το παλτό του και με αγάπη του λέει:
– Πέτρο, παιδί μου, γιατί είσαι λυπημένος;
– Να, Δέσποτα μου, εγώ με καλή διάθεση δίνω ελεημοσύνη, αλλά υπάρχουν και επιτήδειοι πού με εκμεταλλεύονται.
– Για κοίταξε με Τι φορώ, του λέει ό Χριστός. Αυτό είναι το παλτό σου. Εσύ το έδωσες για την αγάπη μου στον φτωχό, όμως εγώ το φορώ και εγώ σου το χρωστώ. Συνέχισε τίς αγαθοεργίες σου και μη σε πειράζει αν μερικοί σε εκμεταλλεύονται. Εγώ θα σε πληρώσω.
Μετά την οπτασία αυτή, ό Πέτρος έβγαλε μία απίστευτη απόφαση: Ελευθέρωσε όλους τους δούλους του, μοίρασε σε φτωχούς την περιουσία του και όρκισε έναν έμπιστο δούλο να τον πουλήσει εκείνος σαν δικό του, υποτίθεται, δούλο σε κάποιον Χριστιανό στα Ιεροσόλυμα και τα χρήματα πού θα έπαιρνε από την πώληση να τα έδινε ελεημοσύνη».
Ή ιστορία αυτή έχει συγκινητική τη συνέχεια της, αλλά αφήνω να τη διαβάσετε στον βίο του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος. Ή γνήσια λοιπόν ελεημοσύνη είναι αγάπη και προς τον Θεό, αλλά και προς τον πλησίον.

η/ Η αγάπη
Ό ευαγγελιστής Ιωάννης λέει: «Ό Θεός αγάπη εστί και ό μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ό Θεός εν αύτώ» (Α’ Ίωάν. δ’ 16). Και αλλού: «εάν τις ειπεί ότι αγαπώ τον Θεόν και τον άδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν» (Α’ Ίωάν. δ’20).
Λοιπόν, και πάλι σε ρωτώ: Δυσκολεύεσαι να νηστέψεις, να αγρυπνήσεις, να ζεις εν αγαμία και παρθενία; Αυτά τα καταλαβαίνω. Άλλα να κρατάς σφιχτά το μίσος κατά του αδελφού σου, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Θα πεις, «έχω μέσα μου μια ψύχρα, πού δε βγαίνει με τίποτε». Άντε, και αυτό το καταλαβαίνω• του πειρασμού έργο είναι. Όμως οφείλεις να ζητήσεις στην προσευχή βοήθεια από τον Θεό. Και θα δείξεις καλή θέληση• θα πεις μια καλημέρα σε αυτόν πού σε έβλαψε, θα πεις δυο λόγια στην προσευχή σου να τον φωτίσει ό Θεός. Μήπως και αυτά είναι δύσκολα; Νομίζω πώς τότε είναι δύσκολα, όταν ό άνθρωπος δεν φοβάται τον Θεό, ούτε πιστεύει στο Ευαγγέλιο.
Αν πιστεύαμε στο αψευδέστατο στόμα του Σωτήρα μας («εάν δε μη άφητε τοις άνθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ό πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών», Ματθ. στ’15), τότε θα συγχωρούσαμε και τον μεγαλύτερο εχθρό μας. Ακόμη και αν μας έκλεψε, αν μας αδίκησε ή αν έβλαψε την τιμή του γένους μας.
Οπωσδήποτε θα έχω αδικηθεί. Όμως στην περίπτωση πού πιστεύω ότι εδώ είναι όλα μάταια, ότι υπάρχει κόλαση και παράδεισος, Τι πρέπει να κάνω; Θα παραμείνω αγκαλιά με τον φθόνο, να πάμε μαζί στην κόλαση, ή θα αγκαλιάσω την αγάπη, πού σημαίνει αγκαλιάζω τον Θεό και κατά συνέπεια την αιώνια Βασιλεία Του;
Άλλα, αν εμείς εμπιστευθούμε τη ζωή μας στον Θεό, μήπως Εκείνος δεν είναι δυνατός να μας αποδώσει το δίκαιο και σε αυτόν εδώ τον κόσμο; Ασφαλώς και το μπορεί. Είναι πολλά τα παραδείγματα πού βλέπουμε κάθε μέρα. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού», ψάλλει ή Αγία μας Εκκλησία. Και ό Απόστολος Παύλος αναφέρει: «Εάν ταίς γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, άγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ήχων ή κύμβαλον άλαλάζον» (Α’ Κορ. ιγ’1).
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΚΑΙ ΨΗΛΑΦΗΤΗ

Απευθύνομαι προς τέκνα της Αγίας ‘Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και λέω με φωνή δυνατή: Ή Εκκλησία μας είναι ζωντανή! Μέχρι και ψηλαφητή! Πόσοι Άγιοι, παλαιότεροι και νεότεροι, βγήκαν από τους κόλπους της! Πόσα θαύματα κάθε μέρα! Λίγες φορές φανερώνονται στους αρρώστους οι Άγιοι και τους θεραπεύουν από βαριές και ανίατες ασθένειες; Οί Άγιοι, πού παραμένουν άφθαρτα τα ιερά λείψανα τους. Του Αγίου Σπυρίδωνος, για παράδειγμα, πάνω από 16 αιώνες παραμένει άθικτο το ιερό σκήνωμα του. Το ίδιο και του Αγίου Γερασίμου, του Αγίου Διονυσίου ή τόσων άλλων.
Άλλα και στα ιερά λείψανα δεν βλέπουμε το μέγα θαύμα, ότι αναδίδουν τα ξερά οστά ευωδία άρρητη και ανεξάντλητη; Και ό αγιασμός, πού αναφέραμε πρωτύτερα, πώς διατηρείται κατά τρόπο θαυμαστό μέχρι συντέλειας του κόσμου χωρίς να βρωμίσει, όπως συμβαίνει κατά τους φυσικούς νόμους για το νερό; Και το Άγιο Φως; Δεν βγαίνει κάθε χρόνο μπροστά στα μάτια των διαφόρων αιρετικών, Λατίνων, Κοπτών, Αρμενίων, Προτεσταντών, αλλά και αυτών ακόμη των Εβραίων, των σταυρωτών του Σωτήρα μας; Είναι ένα δάκτυλο-δεικτούμενο θαύμα, πού βροντοφωνάζει σε όλη την οικουμένη: «Εδώ είναι ή αλήθεια! Αυτή είναι ή Ορθόδοξη πίστη! Εδώ ελάτε!» Και όμως, ό εγωισμός του άνθρωπου αντιδρά. Λέει όχι. Δεν επεχείρησαν και Αρμένιοι και Λατίνοι να λάβουν το Άγιο Φως και ντροπιάστηκαν; Ό Θεός να φυλάει όλους μας από τον εγωισμό και το δαιμονικό πείσμα.
Δεν θα μου φθάσει ό χρόνος να διηγηθώ τα αμέτρητα θαύματα της Ορθοδοξίας μας. Ένα ακόμη θαυμαστό θα αναφέρω και τελειώνω.
Είναι γνωστό ότι τα σώματα των ανθρώπων, μόλις πεθάνουν, παγώνουν και κοκαλώνουν. Έ, αυτό δεν ισχύει για τους μοναχούς. Ό μοναχός, όταν κοιμηθεί, διατηρεί το σώμα του εύκαμπτο, όπως όταν ήταν ζωντανός. Μάλιστα στους Αγιοσαββίτες συμβαίνει το πλέον παράδοξο: Μόλις κάποιος Αγιοσαββίτης μοναχός πεθάνει, ανοίγουν μία θυρίδα από την καταπακτή στην αυλή της Μονής και από αυτήν κατεβάζουν τον νεκρό σε ένα υπόγειο. Εκεί παραμένει το σώμα μέχρι να διαλυθεί, χωρίς ενταφιασμό. Λοιπόν, κανένα σώμα μέχρι στιγμής δεν μύρισε άσχημα. Πολλές φορές έτυχε την ίδια χρονιά, να βάλουν μέσα αρκετούς μοναχούς. Όταν τους κατεβάζουν, τους τοποθετούν τον έναν δίπλα στον άλλον και δεν αισθάνονται την παραμικρή δυσοσμία. Αντίθετα, πολλές φορές εξέρχεται εύωδία από την καταπακτή.
Και με αυτό, παύω τον λόγο. Φοβάμαι ότι κούρασα. Εύχομαι από καρδιάς, ό αναγνώστης πού είχε την υπομονή να διαβάσει όλα αυτά, να αποκομίσει ωφέλεια ψυχής. Έστω ότι ένας πόρνος, ένας απατεώνας, ένας βλάσφημος διάβασε τα προηγούμενα. Αν του αρέσουν και από θαυμασμό μεν αναβοήσει «Τι ωραία λόγια! Τι σοφά πράγματα!», αλλά ξαναγυρίσει ό ένας στην πορνεία, ό άλλος στην απάτη, ό τρίτος στη βλασφημία, τότε ό κόπος μου ήταν μάταιος. Αν όμως με την ανάγνωση προβληματιστείς, αδελφέ, να αλλάξεις ζωή και τρέξεις στον πνευματικό να διώξεις το βάρος της αμαρτίας κάνοντας μία νέα αρχή, τότε δίνεις και σε μένα χαρά μεγάλη, διότι χάριτι Κυρίου λυτρώθηκε ψυχή από τα νύχια του αρχεκάκου. Αν δε στη συνέχεια ανάψεις τη ρομφαία του Πνεύματος και καθημερινά με το κομποσχοίνι σου επικαλείσαι με ταπείνωση, όπως ό Τελώνης, το παντοδύναμο όνομα του Ιησού, να είσαι βέβαιος ότι κατανικάς τους εχθρούς, κερδίζεις τρόπαια και με γνώμονα την πίστη γίνεσαι πάνοπλος και πανίσχυρος, αφού έχεις μέσα σου τον Παντοδύναμο Θεό.

Όποτε, από όλα όσα διάβασες, αντιλαμβάνεσαι, νομίζω, ότι εκείνο πού έχει σημασία είναι να συνειδητοποιήσεις τον σκοπό της ζωής, πού αυτός είναι το αιώνιο, είναι ή ένωση με τον Θεό. Και, ανεξάρτητα από τον χώρο όπου ζεις και τίς συνήθειες στις όποιες βρίσκεσαι, άφ’ ενός μεν να εκτελείς, όσο μπορείς καλύτερα, όλα σου τα καθήκοντα, γήινα και πνευματικά, συγχρόνως όμως μέσα στο μυαλό σου να έχεις συνεχώς τη μνήμη της αιωνιότητας και αύτη να ρυθμίζει την ποιότητα της ζωής σου.
– Ευχήσου δε και για μένα να φιλοτιμηθώ, ώστε αυτά πού γράφω στους άλλους να τα εφαρμόζω πρώτος, για να μην κατηγορηθώ ως ό αχρείος δούλος, αλλά να ακούσω και εγώ μαζί σου της ευκταίας εκείνης φωνής: «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Αμήν

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ. ΙΩΣΗΦ. Μ .Δ. ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

Παπά Γιώργης Χιωτάκης, ο ζωντανός βράχος των Λευκών Ορέων!

 

 

 

 Παπά Γιώργης Χιωτάκης

Ο παπά Γιώργης Χιωτάκης είναι ένας ηλικιωμένος πια παπάς από κάποιο πολύ ορεινό χωριό των Σφακίων της Κρήτης। Παντρεμένος και πατέρας πολλών παιδιών (νομίζω δέκα), έχει και για ενορία πολλούς οικισμούς, ανθρώπινες αετοφωλιές σφηνωμένες σε δυσπρόσιτα σημεία των Λευκών Ορέων, στις Σφακιανές Μαδάρες, που ο ίδιος τις ανεβοκατεβαίνει δεκαετίες τώρα πεζός, περπατώντας με τα χοντρά κρητικά στιβάνια του (τις παραδοσιακές κρητικές μπότες).

Είναι ηλιοψημένος και θυμίζει ασκητή από τοιχογραφία βυζαντινού εξωκκλησιού. Στα Σφακιά πασίγνωστος, και πέρα απ’ τα Σφακιά. Τον εκτιμούν όχι μόνο οι πιστοί, αλλά κι εκείνοι που αγαπούν την κρητική πολιτισμική παράδοση, γνήσιος εκφραστής της οποίας θεωρείται ο παπά Γιώργης. Τα Σφακιά, ας σημειωθεί, υπάγονται στη μητρόπολη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων, που περιλαμβάνει το νότιο τμήμα του νομού Ρεθύμνης και την επαρχία Σφακίων. Δεν περιλαμβάνει καμία πόλη, μόνο ταπεινά χωριά, και θεωρείται η πιο φτωχή μητρόπολη μέσα στο ελληνικό κράτος.

Ο παπά Γιώργης είναι φτωχός και απλός. Ευγενής και πιστός, ευφυής, αλλά και σοφός, σχετικά μικρόσωμος, αλλά με μεγαλοπρέπεια που σοκάρει, με τον φαινομενικά απελέκητο τρόπο ενός ιθαγενούς, δηλ. ενός Έλληνα ιθαγενούς, απ’ αυτούς που η Ευρώπη τους θαυμάζει και τους φωτογραφίζουν οι τουρίστες, που απ’ αυτούς τους τουρίστες ζουν σε μεγάλο βαθμό τα παραθαλάσσια κομμάτια των Σφακιών κι όλης της Κρήτης… Τίμιος, ανεπιτήδευτος, ανόθευτος εκφραστής ενός πολιτισμού διαφορετικού απ’ αυτόν, στον οποίο ξημεροβραδιαζόμαστε εμείς οι πολιτισμένοι και δυτικοποιημένοι –εξευρωπαϊσμένοι– αστοί. Η παρουσία αυτού του παπά, το βλέμμα του, η φάτσα του, η κουβέντα του αλλά και η σιωπή του σε φέρνει σε επαφή με μια σοφία και μια πνευματική κληρονομιά υψηλού επιπέδου και αποδεικνύει πως ο «δικός του» πολιτισμός (ο ρωμέικος και ορθόδοξος – και δικός μας θα μπορούσε να είναι και ήταν κάποτε) παραδόξως δεν έχει ανάγκη ετούτον τον πολιτισμό για να διαθέτει ποιότητα ζωής, ομορφιά, αυτάρκεια, ευγένεια και αγάπη. Όλα αυτά τα αγαθά τα έχει και τα εκφράζει η συμπεριφορά του παπά Γιώργη. Σε κάθε περίπτωση, «λέει» να τον έχεις παπά και «λέει» να ταξιδέψεις μέχρι τα Σφακιά για να τον συναντήσεις.

 

 

Η Γέφυρα της Αράδαινας, στα μυθικά ύψη της Μαδάρας, χωρίζει τον… κανονικό κόσμο από τον Άγιο Ιωάννη Σφακίων, το πιο απομακρυσμένο χωριό της επαρχίας. Αν θυμάμαι καλά, από κει είναι ο παπά Γιώργης . Έχω πάει, αλλά δεν τόλμησα να την περάσω, γιατί ζαλιζόμουνα – και είναι ξύλινη, ούτε με τ’ αμάξι δε μπήκα μέσα. Εν τω μεταξύ, ο τύπος στη φωτο κάνει μπάντζι τζάμπινγκ… Να ‘ναι ευλογημένος.

 

Ο παπά Γιώργης Χιωτάκης ανήκει στο ίδιο είδος ανθρώπων όπου ανήκαν οΠαπαδιαμάντης και ο Κόντογλου. Δεν είναι σαν εμένα π.χ., που μου αρέσει να διαβάζω Παπαδιαμάντη και Κόντογλου, αλλά είμαι ένα «τρυφερό πόδι» της Ενωμένης Ευρώπης – εκείνος είναι ό,τι ήταν οι δυο εκείνοι άνθρωποι της δικής μας παράδοσης. Τι είναι, δηλαδή; Έλληνας του παλιού καιρού, να το πω απλά, όχι Εγγλεζάκι, ούτε Αμερικανάκι. Απ’ αυτούς τους Έλληνες, την καλή εκδοχή, που δεν έχουν ανάγκη το Δ.Ν.Τ. και την Ε.Ε. και που τώρα είναι υπό εξαφάνισιν.

Το γράφει και στο Internet μια ταξιδιώτισσα:

Αν σταθείτε τυχεροί θα συναντήσετε τον παπά-Γιώργη Χιωτάκη που η κουβέντα μαζί του θα σας συνεπάρει… ακόμα κι αν τον βρείτε υπερβολικό…

Ο πόνος του για το συνάνθρωπο τον οδήγησε να γίνει μέλος της Ένωσης Σφακιανών Παπάδων, μιας συντροφιάς ορεσίβιων ιερέων της περιοχής του, που έκανε κάποιες πολιτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις, ιδίως τις δεκαετίες του ’80 και ’90.

Το 15αύγουστο 2010 ο Λαογραφικός Όμιλος Χανίων τίμησε τον παπά Γιώργη ως έναν από τους γνήσιους εκφραστές της κρητικής πολιτισμικής κληρονομιάς. Ο παπάς ανέβηκε στο βήμα και, αν και δεν είναι λόγιος, διάβασε ένα κομμάτι από αρχαίο εκκλησιαστικό κείμενο για την Κοίμηση της Θεοτόκου, από το πρωτότυπο.

Εκτός από σοφός και στοχαστικός, είναι επίσης μερακλής και τραγουδιστής, τραγουδώντας μαντινάδες και ριζίτικα. Το λέει και ο ταξιδιώτης:

Μια καλή ημερομηνία για να επισκεφτείτε το φαράγγι [της Σαμαριάς] (και μάλιστα πριν ανοίξει επίσημα για το κοινό) είναι το πρώτο Σαββατοκύριακο του Απριλίου, όταν γίνεται το διήμερο πανηγύρι στη μικρή βυζαντινή εκκλησία της Οσίας Μαρίας, στο εγκαταλελειμμένο χωριό Σαμαριά στην καρδιά του φαραγγιού. Αυτή είναι επίσης και η μία και μοναδική ευκαιρία σας να διανυκτερεύσετε μέσα στο φαράγγι, αλλά πρέπει προηγουμένως να συνεννοηθείτε με τον ΕΟΣ. Χοροστατεί ο εκπληκτικός παπά Γιώργης Χιωτάκης, ένας αντάρτης σφακιανός παπάς, ένας γλεντζές αλλά ταυτόχρονα άγιος άνθρωπος, και ακολουθεί γλέντι με παραδοσιακούς μεζέδες (γραβιέρα και σαρδέλες) (Στέφανος Ψημένος, από εδώ)

 

Ο παπά Γιώργης δεν λέω πως είναι άγιος (ο Θεός ξέρει), αλλά έχει ευλογηθεί με αρκετές ξεχωριστές επισκέψεις της θείας χάριτος. Θα αναφέρω τρεις.

Πριν λίγα χρόνια, σε Θεολογικό Συνέδριο στο Σπήλι (έδρα της μητρόπολης), κατά τη συζήτηση με το κοινό, είπε πως το πρώτο του παιδί πέθανε –ή, μάλλον, κοιμήθηκε– σε μικρή ηλικία. Ο ίδιος και η παπαδιά του ήταν, φυσικά, συντετριμμένοι, όμως το είδε στον ύπνο του και του είπε: «Μη στενοχωριέσαι, μπαμπά. Τώρα που η μαμά μου θα κάνει άλλο παιδί, θα με αντικαταστήσει στο σπίτι μας». Παπάς και παπαδιά δεν ήξεραν πως η παπαδιά ήταν ήδη έγκυος. «Έτσι» κατέληξε ο παπά Γιώργης «έμαθα για την εγκυμοσύνη στο δεύτερο παιδί μου από την ψυχή του πρώτου παιδιού μου».

Κάποτε, με μια παρέα προσκυνητών, κατέβηκε στο Φαράγγι της Σαμαριάς να λειτουργήσουν σ’ ένα ξωκλήσι. Όταν έφτασαν όμως, διαπίστωσαν πως κανείς δεν είχε φέρει μαζί του πρόσφορο – και ήταν πολύ μακριά από κατοικημένες περιοχές, για να πάνε να αναζητήσουν. Απογοητευμένος, ο παπά Γιώργης μπήκε στο εκκλησάκι και βλέπει στο Ιερό, στην αγία τράπεζα, ακουμπισμένο ένα φρέσκο πρόσφορο… Όχι ολόκληρο, αλλά μόνο το κεντρικό κομμάτι με τη σφραγίδα, δηλ. εκείνο που χρειάζεται ο ιερέας για να τελέσει τη θεία λειτουργία!

Το γεγονός αυτό, έτσι λιτό όπως το διηγήθηκε με δέος ο Κρητικός παπάς, είναι κι ένα τεκμήριο της αυθεντικότητας των αρχαίων διηγήσεων για τους απομονωμένους ασκητές, που τους έφερνε άγγελος ψωμί να φάνε.

 

 

Το ξωκλήσι του αγίου Νικολάου, μέσα στο Φαράγγι της Σαμαριάς

Πριν λίγα χρόνια τελούσε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας στη βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας στο Λουτρό, το διάσημο τουριστικό θέρετρο των Σφακίων. Κάποια στιγμή, από τα μάτια της Παναγίας, σε μια πολύ παλιά φορητή εικόνα, και από τα μάτια των αγγέλων που είναι ζωγραφισμένοι στην κάτω μεριά, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Ο παπάς κατέγραψε σ’ ένα χαρτί το περιστατικό με ημερομηνία, το υπέγραψε ο ίδιος και όλο το εκκλησίασμα και το τοιχοκόλλησε στην εκκλησία, όπου βρίσκεται ακόμη, ως μια μαρτυρία για όσους έχουν ανοιχτό μυαλό σε αλήθειες μη εξευρωπαϊσμένες (με το συμπάθειο).

Κάποια στιγμή ο παπά Γιώργης φιλοξένησε και το Γέροντα Πορφύριο, που βρέθηκε για λίγες μέρες στις Σφακιανές Μαδάρες χωρίς κανείς να καταλάβει πώς ήρθε και πώς έφυγε. Επισκέφτηκαν μερικά χωριά και είχαν σημαντικές πνευματικές συζητήσεις.

Μυθικά είναι όλα αυτά άραγε; Ζει ο παπά Γιώργης, απ’ όσο ξέρω (Οχτώβρης 2011), και μπορεί κανείς να τον γνωρίσει –αξίζει να τον γνωρίσει– και να δει αν είναι ψεύτης, παλαβός ή φαντασιόπληκτος, αυτός ο πολύτεκνος, μερακλής φτωχόπαπας, που γυρίζει με τα πόδια στα δυσπρόσιτα χωριά που έχει υπ’ ευθύνη του. Και τι έγινε; Έρχου και ίδε.

 

Για τον παπά Γιώργη γράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης στο άρθρο του Γέννηση, η ανατολή των πραγμάτων (από κει και η φωτο στην αρχή του post):

Ξένος τοκετός εκ κόρης θεόπαιδος…

Η φωνή που ραγίζει τη σκοτεινή νύχτα του Δεκέμβρη με λάμψεις φωτός, η ετήσια επανάληψη που μοιάζει καταφυγή. Ακούω πάλι το Λόγο καθώς ξεφυλλίζω το συναξάρι της μνήμης. Σε κάθε ναό γεννιέται κι ένας Χριστός. Προαιώνια η ελπίδα που γίνεται σάρκα, σαν την ανθρώπινη. Ταξινομώ και πάλι τις στιγμές και τις εικόνες. Σπήλαιο, φάτνη, ποιμένες· εικόνες – αρχέτυπα. Ένας παπάς ταπεινός, ένα παλιό βιβλίο κι ένα καντήλι. Βλέπω το χέρι του που ακουμπά στο χαρτί για να μη χάσει τις γραμμές στη γλυκιά (και κάποτε νοσταλγική) αρχαΐζουσα· δεν χρειάζεται να ξέρεις γράμματα πολλά για να καταλάβεις, αρκεί να ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια των ημερών, να τα καταφέρνεις στην ανάγνωση του κόσμου. Μου αρέσει που κάποτε οι παπάδες ήταν και ποιμένες μαζί, να, όπως γίνεται τώρα με τιςεξαιρέσεις, πως ήξεραν από σπήλια και λέσκες, πως κατηφόριζαν στα χειμαδιά το φθινόπωρο, τυροκομούσαν, έσπερναν, θέριζαν· ήξεραν τι σημαίνει ζεστασιά στις κρύες νύχτες του χειμώνα. Κοιτάζω τον παπά Γιώργη να μετρά τα Γράμματα με το δάκτυλο, να συλλαβίζει τον προαιώνιο Λόγο, Αυτόν που γνωρίζει ως άδηλη γραφή. Κάπου εκεί στην αυγή του κόσμου υπήρξε μια γέννηση. Ο παπά Γιώργης ξέρει την ιστορία όπως την άκουγε από παιδί.

Ναι, μια γέννηση, που άλλοι τη λένε Μεγάλη Έκρηξη, άλλοι βλέπουν το σκότος που διαλύεται. Από μια γέννηση αρχίζει ο κόσμος…

ΠΗΓΗ.ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ/

 

 

Ο Επαναστάτης παπάς

«Είμαι ένας Ταλιμπάνης της εκκλησίας, που τον θάνατο δεν τον έχω για τίποτις. Όποιος φοβάται τον θάνατο δεν μπορεί να κάνει καλή πράξη, όποιος προδικάζει τη νίκη για να πολεμήσει είναι ηλίθιος. Άπαξ και πολεμώ είμαι νικητής».

Γερακίσιο βλέμμα, θάρρος της γνώμης, βαθιά πίστη και ψυχή μικρού παιδιού.

«Μα πόσο ηλίθιοι είναι αυτοί που μας κυβερνούν; Έχουν πάει κατά διαβόλου αυτή τη χώρα. Το ξέρω, είναι βαρύ αυτό που λέω, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Καταντήσαμε να εισάγουμε τα πιο πολλά προϊόντα απ’ έξω. Ακόμα και στο Λουτρό Σφακίων, ένα τόσο δα χωριουδάκι, που δεν έχει δρόμο και πας εκεί παρά μόνο από τη θάλασσα, πουλάνε μέλι από την Αργεντινή, τη στιγμή που το δικό τους μέλι μένει απούλητο».

Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΗΜΑ

Ο παπα-Γιώργης Χιωτάκης, από τα Νομικιανά Σφακίων, δεν βρίσκει λογική στο καπιταλιστικό σύστημα, που επιβάλει τους βάρβαρους νόμους της αγοράς ακόμα και στα απομονωμένα χωριά του Λιβυκού Πελάγους. Γι αυτό δηλώνει κομμουνιστής και απεχθάνεται την ιδιοκτησία όπως ο διάβολος το λιβάνι.

«Η ιδιοκτησία και η κλοπή είναι ένα και το αυτό αδίκημα. Μπορεί να είσαι κηδεμόνας της γης, όχι όμως ιδιοκτήτης της. Η Ελλάδα είναι πολιτικά και οικονομικά διεφθαρμένη από τα διεθνή κεφάλαια και συμφέροντα. Τρέμω αυτούς που φορούν γραβάτα και τους σιχαίνομαι. Τα λαχεία και το χρηματιστήριο αυτοί τα κάνανε. Αυτοί που δουλώνουν σήμερα την κοινωνία έχουν ούλοι τρία διπλώματα πανεπιστημίου. Να πάνε τα διπλώματα όπου έχει αποχωρητήριο και να τα πετάξουν».

Πιο πολύ κι από τους γιάπηδες με τις γραβάτες, ο παπα-Γιώργης τρέμει τους πολιτικούς, που διαφθείρουν τον λαό με τα ρουσφέτια.

«Θεωρούν ότι ο λαός είναι μια κουτή μάζα που την πάει το ρέμα όπου θέλει. Εγώ που ψήφισα τον κάθε βουλευτή για να πάει στη βουλή, είναι δυνατόν να πάω σ’ αυτόν σαν διακονιάρης να του ζητήσω το ένα και το άλλο; Όποιος παραβαίνει τη συνείδησή του και ψηφίζει επειδή του έχουν κάνει ρουσφέτι είναι κακής ώρας γέννημα. Όταν ψηφίζω για να μου κάνουν ρουσφέτια είναι σαν να υπογράφω ότι είμαι δειλός και έξω πάσης παιδείας».

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΣΤΡΑΒΟΥΣ

Ο παπα-Γιώργης θεωρεί ότι και η εκκλησία φέρει ευθύνη για την κακή κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα.

«Η Ορθοδοξία δεν έχει τίποτα στραβό, μόνο στραβούς έχει. Η επίσημη εκκλησία και το επίσημο κράτος είναι δυο κατεργάρηδες, που η δουλειά τους είναι να τσακώνονται. Δυο ηλίθιοι που θα έπρεπε να συνεργαστούν για να σώσουν τη χώρα. Τους παρομοιάζω με τους θεολόγους και τους γεωπόνους, που στο μοναδικό πράγμα που μοιάζουν είναι ότι οι πρώτοι δεν έχουν ιδέα από Θεό και οι δεύτεροι από γης. Ας έρθουν οι δεσποτάδες να μου το ανατρέψουν αυτό. Είναι μόνο χριστιανικό αυτό που λέω και δεν το παίρνω πίσω, ακόμα κι αν με σκοτώσουν».

Η Κρήτη, και ιδιαίτερα η περιοχή των Σφακίων, είναι ένας ιδιόμορφος τόπος, όπου οι άνθρωποι δυσπιστούν προς κάθε είδους επίσημη αρχή. Κρατάνε σε απόσταση το επίσημο κράτος και δεν εκμαιεύουν την εύνοιά του, όπως γίνεται σε άλλα μέρη της χώρας. Εκεί ισχύουν και άγραφοι νόμοι προστασίας της αξιοπρέπειας, οι οποίοι δεν συμφωνούν πάντα με τη νομιμοσύνη του επίσημου Κράτους. Γι αυτή την αξιοπρέπεια οι Σφακιανοί πολεμούν συχνά μέχρις εσχάτων, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες.

Ένας τέτοιος μαχητής της αξιοπρέπειας είναι και ο παπα-Γιώργης, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ως ο τελευταίος των Μοϊκανών.

«Είμαι ένας Ταλιμπάνης της εκκλησίας, που τον θάνατο δεν τον έχω για τίποτις. Όποιος φοβάται τον θάνατο δεν μπορεί να κάνει καλή πράξη, όποιος προδικάζει τη νίκη για να πολεμήσει είναι ηλίθιος. Άπαξ και πολεμώ είμαι νικητής». Η διαφορά του ξεχωριστού και σπάνιου ιερέα με τους συντοπίτες του, είναι ότι αυτός είναι λιγότερο παρορμητικός και περισσότερο προνοητικός, γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τους γνήσιους χριστιανούς. «Να προνοείς και όχι να μετανοείς. Όταν βγαίνεις για ψάρεμα και βλέπεις ένα καράβι να αγκυροβολεί, να σκεφτείς ότι μπορεί να πήρε σήμα ότι χαλάει ο καιρός. Είναι κακό σημάδι ότι αγκυροβόλησε. Ελάχιστοι προνοούν, δυστυχώς αυτή είναι η εικόνα του ανθρώπου στον πλανήτη».

ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΠΛΟΧΡΗΣΙΑ

Ο παπα-Γιώργης τα βάζει άγρια με την οπλοχρησία στην Κρήτη, που έχει γίνει αιτία να σκοτωθούν άδικα πολλοί άνθρωποι.

«Στα τελευταία 70 χρόνια έχουν γίνει 30 φόνοι στο χωριό μου από όπλα. Τα είπα αυτά σε ένα περιοδικό, αλλά απέφυγαν να γράψουν το όνομά μου για να μην μου κάνει κάποιος κακό. Δεν φοβάμαι, όμως, να μιλήσω. Το να οπλοφορείς επιδεικτικά δεν είναι σωστό πράγμα, αλλά τολμώ να πω ότι είναι και δειλία. Το να ασκείσαι, όμως, στην τέχνη των αρμάτων είναι εθνικό καθήκον. Αυτό είναι άλλο πράγμα».

Μόλις τέλειωσε τη φράση του έφυγε για λίγο και γύρισε κρατώντας ένα παλιό εγγλέζικο και παροπλισμένο τουφέκι με κομμένη την κάνη. Το κρατούσε καμαρωτά, σαν ένδειξη παλικαριάς και άρνησης συμβιβασμού με κάθε μορφής κατεστημένο. Μερικοί Σφακιανοί τον παρομοιάζουν με τον Παπαφλέσσα, αλλά αυτός αρνείται κατηγορηματικά ότι μπορεί να μοιάσει έστω και στο μικρό δαχτυλάκι αυτού του μεγάλου επαναστάτη. Υπερηφανεύεται που είναι μακρινός συγγενής του Δασκαλογιάννη από το σόι της γιαγιά του. Δεν διαφέρει καθόλου από τους πρόγονούς του, οι οποίοι κρατώντας ξεχαρβαλωμένα όπλα και σκουριασμένα αγροτικά εργαλεία, εξόντωσαν τους επίλεκτους αλεξιπτωτιστές του Χίτλερ, στη μάχη της Κρήτης το 1941. Το χωριό του, μάλιστα, ήταν κέντρο αντίστασης κατά των Γερμανών και ο ίδιος ήταν μέλος της ΕΠΟΝ.

ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ

Όταν ήταν έφηβος ο παπα-Γιώργης πήγε σε μια σχολή στη Λάρισα να σπουδάσει τεχνίτης, αλλά δεν τον πήρανε γιατί ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής. Όταν πήγε φαντάρος του στήνανε παγίδες για να εκδηλώσει ανοιχτά τα αριστερά του φρονήματα και να τον εξορίσουν στη Μακρόνησο.

«Θέλησαν να με στείλουν και στην Κορέα για να πολεμήσω. Τους ρώτησα γιατί να πάω στην άκρη του κόσμου να πολεμήσω; Επειδή τα σύνορα της Ελλάδας φτάνουν μακριά, μου απάντησαν. Μπούρδες δηλαδή».

Ο παπα-Γιώργης βγήκε στη σύνταξη 79 χρονών και σήμερα είναι 84 χρονών. Απέκτησε 12 κοπέλια, από τα οποία τα 11 βρίσκονται στη ζωή και το ένα έγινε άγγελος. Είναι ένας ακέραιος και καθαρός σαν γάργαρο νερό ιθαγενής της Κρήτης. Ένα σπάνιο είδος αγνού ιερωμένου, μια ασκητική μορφή, ένας αετός των Λευκών Ορέων. Μόλις φεύγαμε από το σπίτι του μας είπε να σκύψουμε, σκέπασε με το πετραχήλι τα κεφάλια μας και μας έψαλε μερικές ευχές. Ήταν σούρουπο, φυσούσε καυτός λίβας και στο βάθος φαινόταν η πανσέληνος στο Λυβικό Πέλαγος. Γιατί φύγαμε και δεν καθίσαμε για πάντα εκεί;

Πηγή: Τρελο-ΓΙΑΝΝΗΣ – Ρεσάλτο

Το θαύμα του Αγίου Παντελεήμονος στο Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό

AG.-PANTELEHMVN1

Τότε, εν έτει 1951, η Συνοδεία του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή  αποφάσισε να μεταφερθεί στα ησυχαστικά κελιά της Νέας Σκήτης, κοντά στον Πύργο, όπου το κλίμα ήταν ηπιότερο και οι αχθοφορίες μικρότερης κλίμακας και έντασης. Ο μοναχός Ιωσήφ έμεινε 12 χρόνια κοντά στο μακάριο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή μέχρι την οσιακή κοίμηση του δεύτερου ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 1959. Στο διάστημα αυτό ήρθαν ακόμη και συγκαταριθμήθηκαν στη συνοδεία τους ο γέροντας Χαράλαμπος, μετέπειτα Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, ο γέροντας Εφραίμ, μετέπειτα Ηγούμενος της Μονής Φιλόθεου, ο οποίος επάνδρωσε τις Μονές Καρακάλου, Κωσταμονίτου, Ξηροποτάμου με Ηγουμένους, δικά του πνευματικά παιδιά και ο οποίος σήμερα είναι πνευματικός πατέρας των Ηγουμένων των προαναφερόμενων Μονών και έχει ιδρύσει 20 περίπου Μονές στην Αμερική. Ο μοναχός Ιωσήφ ξανασυναντήθηκε με τους προστάτες του Αγίους Αναργύρους στο ομώνυμο κελί της Νέας Σκήτης, συνασκούμενος με τον π. Θεοφύλακτο από το 1951 έως το 1959.

 Εκείνη την περίοδο, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του και των συνεχών αιμοπτύσεων πήγε στη Θεσσαλονίκη ώστε να υποβληθεί σε σχετικές με το πρόβλημα του, ιατρικές εξετάσεις. Παρενθετικά και προκειμένου να επιχειρηθεί μία αντικειμενικότερη προσέγγιση της σκληρής δοκιμασίας υγειάς με την οποία αναμετριόταν καθημερινά ο μοναχός Ιωσήφ, θα αντλήσουμε γνώση απευθυνόμενοι στην ιατρική επιστήμη η οποία αποσαφηνίζει ότι, η γαστρορραγία είναι παθολογική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από αιμορραγία στομάχου και στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτεί επιθετική ενδονοσοκομειακή αγωγή.

Η παθολογική αυτή κατάσταση είναι συχνά σιωπηλή, αλλά άμεσα απειλητική για την ζωή του ασθενούς, λόγω της ραγδαίας πτώσης του αιματοκρίτη, της πίεσης του αίματος, της αιμάτωσης ζωτικών οργάνων. Πόνος στην κοιλιά, καφέ, καφεοειδής ή κόκκινος έμετος, μαύρα κόπρανα είναι συμπτώματα της γαστρορραγίας ενώ δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, η γαστρορραγία να έχει ως μόνο σύμπτωμα τα μαύρα κόπρανα (μέλαινες κενώσεις)

Η επιστροφή του, λοιπόν, συνοδευόταν και από την κατηγορηματική γνωμάτευση των γιατρών ότι, το πρόβλημα της υγείας του έχρηζε χειρουργικής επέμβασης. Παρόλα αυτά, όπου ο Θεός βούλεται νικάτε φύσεως τάξις και η εξέλιξη της δοκιμασίας αυτής έλαβε ξεχωριστή και θαυμαστή τροπή: «Για μένα, ο Γέρων Θεοφύλακτος, όταν έπασχε το στομάχι μου, παρεκάλεσε πολύ τον άγιο Παντελεήμονα και τον είδε στο ναό του, και του είπε ότι θα γίνω καλά και να μη κάμω εγχείρηση την οποίαν είχαν αποφασίσει οι θεράποντες ιατροί μου. Είχα έλκος προχωρημένης μορφής και καμία δίαιτα ούτε φάρμακο μου πρόσφερε τίποτε. Μετά από την αποχή από όλα όσα με έβλαπταν περισσότερο από δυο χρόνια δεν υπήρχε άλλη λύση από την εκτομή. Τότε επενέβη ο ένδοξος μεγαλομάρτυρας του Χριστού, ο συμπαθέστατος Παντελεήμων, και παράγγειλε στον γέροντα Θεοφύλακτο να μου πει επιτακτικά να μη κάμω εγχείρηση, άλλα να το αφήσω στην πρόνοια της Παναγίας μας. Αμέσως θεραπεύθηκα τελείως, για να το διαπιστώσω δε και πρακτικά επισκέφθηκα τους θεράποντες ιατρούς μου, οι οποίοι γνώριζαν την ασθένειά μου σε όλη της την έκταση για να μου πουν τώρα σε ποιά κατάσταση βρίσκομαι. Μου έκαμανακτινοσκόπηση και δεν βρήκαν απολύτως τίποτε, παρά μόνο μικρή ουλή παλιάς επουλωμένης πληγής». Ο Γέροντας έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη και ευλάβεια στον Άγιο και Ιαματικό Παντελεήμονα, του οποίου είχε φιλοτεχνήσει και εικόνα, δηλώνοντας μάλιστα ότι ο Άγιος ήταν προστάτης και της οικογένειάς του. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, θα αναφέρουμε ένα γεγονός που αποδεικνύει με εναργέστατο τρόπο ότι, η Θεία παρουσία και τα θαυμαστά γεγονότα δεν έλειψαν ποτέ από τη ζωή τόσο του γέροντα όσο και της οικογένειάς του.

ΠΗΓΗ.Γ.Τασούδη.Μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός.

Το θαύμα της Αγίας Παρασκευής

 κατάλογος

Το πρώτο μισό του 15ου μ.Χ. αιώνα βρίσκει τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο Αυτοκράτορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της Ανατολής, της οποίας η εδαφική επικράτεια είχε περιοριστεί γύρω από την Κωνσταντινούπολη και το Μοριά. Η Θεσσαλονίκη είχε παραδοθεί στους Βενετούς το 1423 και καταλήφθηκε οριστικά το 1430 από τους Οθωμανούς, ενώ η Ανδριανούπολη είχε κυριευτεί το 1361 από το Σουλτάνο Μουράτ Α’ και κατέστη πρώτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί ευρωπαϊκού εδάφους.

Η Αυτοκρατορία δεχόταν αδιάκοπα χτυπήματα από τους Οθωμανούς, τα οποία ξαναζωντάνεψαν στον αυτοκράτορα την απελπισμένη πεποίθηση ότι ο κίνδυνος δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς εξωτερική βοήθεια, η οποία θα μπορούσε να έρθει μόνο από τη Δύση. Έτσι λοιπόν ο Ιωάννης Η’ ήρθε σε επαφή με τον Πάπα Μαρτίνο Ε’ και τον διάδοχό του Ευγένιο Δ’, ο οποίος συγκάλεσε σύνοδο που ξεκίνησε αρχικά στη Φερράρα το 1438 και τελείωσε το 1439 στη Φλωρεντία.

Η σύνοδος, ως απώτατο σκοπό σύγκλησης, είχε την ένωση των εκκλησιών Ανατολής και Δύσης, την οποία ο μεν αυτοκράτορας επιθυμούσε για λόγους ενίσχυσης και υπεράσπισης της αυτοκρατορίας, ο δε πάπας την προαγωγή και αναγνώριση του πρωτείου του παπικού θρόνου στην Ανατολή, καθώς την αποδοχή της διδασκαλίας του filioque στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η ένωση των Εκκλησιών, εκτός από υποστηρικτές, βρήκε και πολέμιους όπως τους μητροπολίτες: Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό, Ηρακλείας Αντώνιο και Τραπεζούντος Δωρόθεο, έχοντας στο πλευρό τους μεγάλη μερίδα του λαού που δεν την αποδέχτηκε.

Έτσι λοιπόν η ένωση αυτή όχι μόνο δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα αλλά αντίθετα δίχασε άρχοντες και λαό, σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, παραλύοντας έτσι κάθε δυνατότητα αντίστασης. Βασικότερος εκφραστής της μερίδας των ανθενωτικών, δηλ. όσων δεν αποδέχτηκαν την ένωση των Εκκλησιών, ήταν άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος την χαρακτήριζε ως ψευδοένωση και φρονούσε ότι ο Όρος της συνόδου δεν θα είχε ισχύ, αλλά αντίθετα θα καταρριπτόταν λόγω του βλάσφημου χαρακτήρα προς τον τριαδικό Θεό. Επίσης χαρακτήριζε ως ένοχο όποιον μνημόνευε τον πάπα ως Ορθόδοξο αρχιερέα και ως παραβάτη της πίστεως κάθε είδους λατινόφρονα (P.G. 160,1097‐1100).

Οι συνέπειες της αποστασίας και της παράβασης της πίστεως άρχισαν να εκδηλώνονται σιγά σιγά. Τρία χρόνια μετά την υπογραφή του Όρου της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας, συγκεκριμένα στις 14 Οκτωβρίου 1442, συνέβη το εξής γεγονός. Ένας ευσεβής ασκητής ιερομόναχος εν ονόματι Αμβρόσιος μετέβη στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Παλαιόκαστρο της Χίου για να τελέσει τον εσπερινό κατά το δειλινό της 13ης Οκτωβρίου. Ενώ προχωρούσε η ακολουθία του εσπερινού ξεκίνησε να βρέχει και όσο περνούσε η ώρα η βροχή δυνάμωνε.

Ο ιερομόναχος μη μπορώντας να βγει από το ναό για να πάει στο κελί του, εξήγησε το φαινόμενο ως ξέσπασμα της οργής του Κυρίου και ως απόφασή του να καταποντίσει το νησί. Έτσι έμεινε στην εκκλησία και κυριευμένος από φόβο άρχισε να προσεύχεται και να παρακαλεί το Θεό ώστε να μεταβάλλει την οργή Του σε έλεος προς το λαό. Δεν γνώριζε ωστόσο ότι η θάλασσα είχε βγει από τα όριά της και είχε ορμήσει προς την ξηρά για να κατακλύσει το νησί. Καθώς ο Αμβρόσιος προσευχόταν αποκοιμήθηκε σε ένα στασίδι του ναού. Τότε του αποκαλύφθηκε ένα όραμα˙ είδε να ανοίγει η στέγη του ναού και να ξεπροβάλλει μέσα από ένα φωτεινόμορφο σύννεφο η μορφή μιας σεμνής γυναίκας με τα χέρια της σε στάση δέησης και να προσεύχεται.

Τότε άκουσε τη φωνή της γυναίκας που του έλεγε: «μη φοβάσαι Αμβρόσιε, εγώ είμαι η Οσιομάρτυς Παρασκευή˙ η πατρίδα σου σώθηκε». Ακούγοντας αυτά ο Αμβρόσιος, πλήρης χαράς, ξεκίνησε να ψέλνει τον Όρθρο με ευλάβεια και ενώ ξημέρωνε ήρθαν οι κάτοικοι από τη χώρα και του ανήγγειλαν ότι η θάλασσα είχε βγει από τα όριά της και απείλησε το νησί με κατακλυσμό. Τότε ο ευσεβής Αμβρόσιος διηγήθηκε στους κατοίκους το όραμα της Αγίας Παρασκευής και τους κάλεσε να τελέσουν λιτανεία με την εικόνα της Αγίας για να εξιλεώσουν με αυτόν τον τρόπο την οργή του Θεού. Έτσι λοιπόν με τη λιτανεία που τέλεσαν οι κάτοικοι και τις πρεσβείες της Αγίας κόπασε η θάλασσα, επέστρεψε στα φυσικά της όρια, σταμάτησαν και τα άλλα καιρικά φαινόμενα και σώθηκε το νησί και ο λαός.

Το θαυμαστό αυτό γεγονός της διάσωσης της νήσου, με τη μεσιτεία της Αγίας Παρασκευής, εορτάζεται πανηγυρικά όχι μόνο στη Χίο, αλλά και στην περιοχή των Μεγάρων, στην Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής των Γερανείων (Μαζίου), όπου, από το εσπέρας της παραμονής της εορτής (13 Οκτωβρίου), τελείται πανηγυρική αγρυπνία, κατά το αγιορείτικο τυπικό, που διαρκεί μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της κυριωνύμου ημέρας (14 Οκτωβρίου), υπενθυμίζοντας έτσι ότι η αναμενόμενη βοήθεια δεν έρχεται από τον ανθρώπινο παράγοντα αλλά από τον ίδιο τον Οικτίρμονα Θεό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ἑπιστολή κυροῦ Μάρκου τοῦ Ἐφέσου πρὸς τὸν κύριν Γεώργιον τὸν Σχολάριον, P.G. 160,1097‐1100.

Καραγιαννόπουλου Ιωάννου, Το Βυζαντινό Κράτος, τέταρτη έκδοση, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 2001.

Μεταλληνού Δ. Γεωργίου, Τουρκοκρατία: Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκδ. Ακρίτας, έκτη έκδοση, Αθήνα 2005.

Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, έκδοση του National Geographic, τόμος 17.

Ρώμα Γ. Χρίστου, Παρασκευή η Ρωμαία και το Μοναστήρι της στα Γεράνεια, εκδ. Ευεργέτις, Δ’ έκδοση, Μέγαρα 2010.

Φειδά Ι. Βλασίου, Βυζάντιο, Δ’ έκδοση, Αθήνα 1997.

Φειδά Ι. Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Τρίτη έκδοση, Αθήναι 2002.

Άρθρο του

Θεοδώρου Ρόκα θεολόγου υπ. Μ.Δ.Ε. Ερμηνείας Παλαιάς Διαθήκης

πηγή  :  Megara.org 

Μετακομιδή λειψάνων Αγίου Μαξίμου του Βατοπαιδινού από την Ρωσία στο Άγιο Όρος(12/25 Ιουλίου)

 ΙΟΥΛ_12_(ΜΕΤΑΚΟΜΙΔΗ_ΜΑΞΙΜΟΥ_ΓΡΑΙΚΟΥ)-page-025

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΔΗΣ

Τῇ 12ῃ /25ητοῦ μηνὸς Ἰουλίου μνήμη τῆς ἐκ τῆς λαύρας τοῦ Ὁσίου Σεργίου τῆς Ρωσίας εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν τοῦ Βατοπαιδίου μετακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Βατοπαιδινοῦ, τοῦ νέου ὁμολογητοῦ, τοῦ ἐπικληθέντος «Γραικοῦ».

) Στο Βατοπαίδι.

Κατά την επιστροφή της αποστολής από την Ρωσσία στην Ελλάδα, τα ιερά λείψανα του Αγίου Μαξίμου του Γραικού μεταφέρθηκαν με μεγάλη επισημότητα από ad hoc δοθέν υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως αεροπλάνο C 130 της πολεμικής αεροπορίας και στη συνέχεια με μεγάλα ταχύπλοα σκάφη του Λιμενικού σώματος μέχρι την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου οι γέροντες μοναχοί της Μονής και πολλοί άλλοι γέροντες διαφόρων Μονών του Αγίου Όρους, ως και παρευρισκόμενοι πιστοί λαϊκοί, παρέστησαν στην υποδοχή και στην τιμητική αγρυπνία. Την επόμενη πραγματοποιήθηκε πανηγυρική λειτουργία χοροστατούντος του Μητροπολίτου Αργολίδος κ.κ. Ιακώβου, ο οποίος και εκφώνησε τον πανηγυρικό του λόγο για τον Άγιο Μάξιμο Αναγνώσθηκε από Βατοπαιδινό πατέρα το εγκώμιο της μετακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού και πολλοί Βατοπαιδινοί μοναχοί έψαλλαν στιχηρά, απολυτίκια και το τροπάριο του Αγίου Μαξίμου του Γραικού από την Ιερή Ακολουθία που συνέταξε ο γέρων Βατοπαιδινός π. Ιωσήφ, ο όποιος ήτο παρών και συγκινημένος.

 

Μετά την απόλυση της λειτουργίας παρετέθη εορταστικό γεύμα στη μεγάλη Τράπεζα της Μονής, την όποια ευλόγησε ο Αργολίδος και μίλησε ο Καθηγούμενος π. Εφραίμ για το σημαντικό τούτο γεγονός που τιμούσε τη Μονή και όλους τους μονάχους της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου.

πηγή: Κωνσταντίνου Α. Τσιλιγιάννη, Χρονικό της ανακαλύψεως του τάφου, της ανακομιδής στη Ρωσσία και της μετακομιδής στην Ελλάδα των ιερών λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ως και η Ιερά Ακολουθία της Μετακομιδής, Άγιον Όρος 2009, ISBN: 978-960-91668-9-8

Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός (Ο ομολογιακός χαρακτήρας του χριστιανισμού)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου Ευφημίας

Η πανσωστική πρόνοια του Κυρίου μας οικονόμησε, πλησίον της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταύρου, να έορτάζωμε την μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου Ευφημίας, η οποία μας μεταφέρει σε μια συνέχεια του νοήματος του Σταύρου.

Αυτή η Μάρτυς, παρθένος κόρη από υψηλοτάτη οίκογένειαν, τελείωσε το μαρτύριο της κάπου μέσα στην περίοδο των τριών πρώτων αιώνων πού οι χριστιανοί ήσαν έκτος νόμου. Το λείψανο της ευρίσκεται στο Βυζάντιο. Της απένειμαν μεγάλες τιμές, διότι πραγματι­κά, ως Μεγαλομάρτυς, είναι δόξα και στέφανος της Εκκλησίας μας.

Κατά το 451 συνήλθε στη Χαλκηδόνα η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία κατεδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμού, πού απέδιδε στον Κύριο μας μία φύση. Όμως την μία φύση είχε προ της σαρκώσεως Του, όντας Θεός Λόγος, καί, καθαυτό, ομοούσιος προς τον Πατέρα. Όταν όμως «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» και επεδήμησε στον κόσμο, φόρεσε και την δική μας φύση. Όντας λοιπόν τέλειος Θεός, έγινε και τέλειος άνθρωπος. Απέκτησε πλέον δύο φύσεις άσύγ-χυτες και ενωμένες. Αυτό ακριβώς έδογμάτισε και η Ορθόδοξος Εκκλησία μας.

Δυστυχώς όμως υπήρξαν άνθρωποι οι όποιοι δεν ήθελαν να καταλάβουν, είτε λόγω της πτώχειας των γνώσεων τους, είτε έθελοκάκως και προκάλεσαν σύγχυση στην Εκκλησία μας, προβάλλοντες ότι ο Χριστός έχει μόνο μία φύση. Και ναί μέν η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος τους κατεδίκασε, αλλά ο σάλος δεν σταμάτησε, διότι οι αιρετικοί είχαν ισχυρά οικονομικά μέσα και πολιτική δύναμη, με τα οποία έσειαν και συνεκλόνιζαν την Εκκλησία. Τότε, για να δοθή ένα τέλος στο όλο πρόβλημα και να πεισθή ο λαός να ειρήνευση, πήραν οι Πατέρες τους δύο τόμους πού ήσαν γραμμένες και των δύο οι απόψεις. Ο μέν ένας της Εκλησίας μας, με τα ορθόδοξα δόγματα, και ο άλλος με τις αιρετικές φλυαρίες. Άπεφάσισαν να τους θέσουν στη λάρνακα όπου εύρίσκετο το λείψανο της Μάρτυρος και μετά να επακολούθηση προσευχή, ώστε να αποδείξη η μάρτυς διά της θαυματουργικής της Χάριτος ποίος έκ των δύο κατέχει την αλήθεια και είναι θεόπνευστος.

Πράγματι, έκλείδωσαν τους δύο τόμους μέσα στη θήκη του ιερού λειψάνου της Άγίας. Την επομένη άνοιξαν την λάρνακα να δούν ποιόν από τους δύο τόμους προτίμησε η Αγία καί, πραγματικά, η χάρις της Μεγαλομάρτυρος απέδειξε τον όμολογιακόν της ζήλο και μετά τον θάνατο της. Τον μέν τόμο των Πατέρων, αυτόν δηλαδή της Ορθοδοξίας, τον πήρε στην αγκαλιά της και τον κρατούσε με τα δύο της χέρια, τον δε άλλον, των αιρετικών, έριξε κάτω από τα πόδια της και απέδειξε έτσι την ακρίβεια της ομολογίας.

Με αφορμή την αφήγηση του βίου της, μεταφερό-μεθα σήμερα στον ομολογιακό χαρακτήρα της χριστια­νικής μας ιδιότητος και διαπιστώνομε από την παρά­δοση της Εκκλησίας μας, από τα βιώματα των Πατέρων μας και τις ομολογίες των Μαρτύρων μας ότι, γενικά, το θέμα ολόκληρης της χριστιανικής μας ιδιότητος, αλλά καί, ειδικότερα, το θέμα της πίστεως μας είναι καθαρά ομολογιακό.

Ο Κύριος μας -όπως και άλλοτε αναλύσαμε εκτενέστερα- διάκειται προς εμάς ως η απόλυτος πατρική παναγάπη, η οποία πράγματι αγκάλιασε το σύ­μπαν και ειδικά τον άνθρωπο τον τραυματισμένο. Ολόκληρος ο κύκλος της παρουσίας του μαζί μας, ήτο μια απόλυτος αγάπη και τίποτε περισσότερο.

Ο Κύριος πλησίασε την πανανθρώπινη δυστυχία σε όλες της τις φάσεις, «κηρύττων, διδάσκων και ίώμενος» τους τραυματισμένους. Άπεδέχετο τους πάντας σε τέτοιο σημείο, ώστε να παρεξηγείται από τους Φαρι-σαίους στο πώς ανέχεται να συναναστρέφεται με πραγματικά σεσημασμένους αμαρτωλούς. Και πάνω στον Σταυρό, με ένα «μνήσθητι», δέχεται έναν ληστή άνθρωπο, ο όποιος μέχρι την στιγμή της εκτελέσεως του ήτο φονεύς και κακοποιός. Και όχι μόνο τον συγχωρεί, αλλά μεθ’ όρκου του λέγει: Άμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ έμού έση έν τω παραδείσω». Έτσι ο παναμαρτωλός άνθρωπος έδικαιώθη διά του αίματος του Κυρίου μας, ο όποιος δεν απαίτησε κάτι, αλλά μας αξίωσε και του «υπέρ έκ περισσού». Μας έδωσε να κληρονομήσωμεν αυτά στα όποια «έπιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι».

Και όμως, βλέπομε ότι ο Κύριος φαίνεται παράδοξα αυστηρός, σκληρός και άτεγκτος, όταν προβάλλεται το θέμα της ομολογίας της πίστεως μας. Και μας ερ­μηνεύει ότι αυτός πού θα με όμολογήση, θα τον ομολογήσω έμπροσθεν του Πατρός και όποιος με άρνηθή, θα τον αρνηθώ. Σκληρός ο λόγος, πραγματικά, απέναντι στην παναγάπη του Κυρίου μας και ανθρω­πίνως φαίνεται σαν κάτι το δύσκολο.

Στην άρχή της δημιουργίας της Εκκλησίας μας, επί 300 περίπου χρόνια, οι χριστιανοί ήσαν έκτος νόμου, δεν είχαν δικαίωμα ζωής. Κάθε μέρα ποταμοί αιμάτων έχύνοντο και πάνω σ’ αυτά έστηρίχθη η Εκκλησία μας και δεν υπήρξε κανένας δρος οικονομίας. Ήσαν υποχρεωμένοι οι πάντες να ομολογήσουν και όμολο-γούντες έθυσίαζαν αυτήν την ζωή τους για να κρατή­σουν την ομολογία και δεν υπήρχε όρος ελιγμού.

Εάν τώρα πάρουν ένα νεαρό παιδί, μια κορασίδα και την στήσουν στο ικρίωμα και της πουν. Άυτήν την ώρα η άρνήσαι τον Χριστό η θα σε ψήσωμε ζωντανή στα κάρβουνα», ανθρωπίνως, δεν είναι τραγικό; Πώς θα ύπομένη αυτή η κορασίδα, η οποία έτυχε και τόσο καλής ανατροφής, να ψηθή ζωντανή και να μην δικαιούται να κάνη έναν ελιγμό; Δηλαδή να πή, έστω με τα χείλη της: «Ναί, αρνούμαι», αλλά με την καρδιά της να μην άρνηθή. Μήπως ο Θεός δεν θα έβλεπε την καρδιά της, αφού Αυτός «ετάζει καρδίας και νεφρούς», και μετά, πού θα έφευγε από εκεί, να έμενε πάλι πιστή; Εύρίσκομε όμως ότι ο Κύριος δεν ανέχεται κανέναν όρο οικονομίας και αυτό αποδεικνύεται από τα βιώματα των Πατέρων, όχι μόνο στο θέμα της πίστεως, στη δογματική έννοια, αλλά ακόμα και σ’ αυτή την απλή παράδοση.

Οι Μακκαβαίοι γιατί έμαρτύρησαν; Απαγορευόταν από τον Μωσαϊκό νόμο να κάνουν χρήση χοιρινού κρέατος. Δεν ήταν δόγμα αυτό· απλώς ηθικολογία. Οι πολλοί έρμηνευταί, καμμιά φορά, αποδίδουν ότι η απα­γόρευση αύτού του είδους των φαγητών, δεν είχε άλλο νόημα, εί μη ότι στα μέρη αυτά, τα ξηρά και ζεστά, αυτές οι τροφές είναι βαρείες και ανθυγιεινές. Όταν ο τύραν­νος του τόπου επέβαλε να γευθούν χοιρινό κρέας και να λάβουν μεγάλα αξιώματα, όχι μόνο δεν έδέχθησαν, αλλά επλήρωσαν με την ζωή τους την ομολογία τους αυτή· και «έτι λαλείται», όπως λέει ο Παύλος, ο θρίαμβος του μαρτυρίου των και αποτελούν στέφανον δόξης για την Έκκλησία μας.

Αυτός τούτος, «ο μείζων πάντων των γεννητών», ο Πρόδρομος, γιατί έμαρτύρησε; Μήπως ο Ηρώδης τον ανάγκασε να άρνηθή τον Θεό του Ισραήλ και να προσκύνηση τον Βάαλ η κάποια άλλη θεότητα, την οποίαν αυτός προσκυνούσε; Όχι. Άπλούστατα. Σάν Ιδουμαίος δπου ήτο ο Ηρώδης και, συνεπώς, ειδωλο­λάτρης, έλαβε ως σύζυγο την νύμφη του. Μα στην θρησκεία αυτού του ανθρώπου, επιτρέπετο και την μητέρα του ακόμα να παντρευτή. Ως ειδωλολάτρης πού ήτο, δεν παρέβη τον νόμο του. Όμως σαν βασιλιάς του Ισραήλ, εθεωρείτο «χριστός Κυρίου» και γι’ αυτό τον ήλεγξε ο Πρόδρομος. Ουκ έξεστί σοι», όντας «χριστός Κυρίου», να λάβης ως γυναίκα την νύμφη σου και να αποτελέσης κακό παράδειγμα μέσα στον λαό του Κυρίου. Και ένεκεν αυτής της ακριβείας έμαρτύρησε «ο μείζων πάντων των γεννητών».

Το θέμα της πίστεως μας είναι καθαρώς ομολογιακό και δεν χωρεί καμμία οικονομία. Μήπως άραγε δεν είναι επίκαιρο σήμερα, όταν βλέπωμε κάθε μέρα ζοφερά σύννεφα στον ορίζοντα; Συνεχώς πιεζόμεθα προς το μέρος τούτο. Τα πάντα γίνονται χλιαρά, όλες οι ηθικές αρχές παραμερίζονται και αυτή ακόμα η ίδια η πίστη μας. Μήπως νομίζετε ότι απέχουμε πολύ από την περίοδο πού θα κληθούμε και μείς στο εδώλιο να όμολογήσωμεν την πίστη και την παράδοση μας; Μην θεωρηθή ότι αυτοί οι σκοποί είναι μακράν από τον στόχο μας και δεν πρέπει να είμεθα έτοιμοι και για αυτούς ακριβώς τους λόγους.

Όπως σας έτόνισα και προηγουμένως, η Άγία Ευφημία απέδειξε, και μετά τον θάνατον της, την ακρίβεια της ομολογίας. Αυτό πολύ μας ενδιαφέρει. Όχι γιατί το έκαμε η Άγία και μας έδημιούργησε μία καινή θεωρία, την οποία αγνοούσαμε, αλλά κάναμε μία διαπίστωση από τις τόσες πολλές πού έχομε, ότι όντως ο χριστιανισμός είναι ομολογιακός και κανένας όρος συμβιβασμού και οικονομίας δεν χωρεί.

Μπορεί να ύπαρξη οικονομία στο ζήτημα της διαβιώσεως και της διαίτης μας. Εάν θέλωμε γινόμαστε αυστηρότεροι και άγωνιστικότεροι, εγκρατέστεροι και περισσότερο συμπαθείς. Γενικά, στους διαφόρους τρό­πους των ελευθέρων αρετών, έχει την δυνατότητα ο καθένας μας μέσα στην αγωνιστικότητα του, να προσθέση η να αφαίρεση, να κάνη οικονομία. Στο ζήτημα όμως; της πίστεως, δεν χωρεί συμβιβασμός. Εκεί πού το θείο θέλημα είναι χαραγμένο και αποδεικνύεται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζεται μέσω της Εκκλησίας καί, γενικά, της πατερικής μας παραδόσεως, δεν χωρεί οικονομία. Διότι εκεί πού βλέπετε συμβιβασμούς, πά­ντοτε να φοβάσθε, μήπως, χωρίς να το καταλάβωμε, εύρεθώμεν έξω από την Χάριν, χάσωμεν το βάπτισμα, χάσωμε την πίστη μας. Εκεί όπου υψώνεται η αμαρτία, είτε στον ηθικό, είτε στον δογματικό τομέα, για να μας παρακίνηση να κάνωμε κάτι διαφορετικό από αυτό πού θέλει ο Κύριος, προβάλλομεν αμέσως την άρνηση, την αντίσταση και εκεί ακριβώς επιτελείται η ομολογία.

Αυτά ήθελα να σας υπενθυμίσω. Όλοι μας με προθυμία να επικαλεσθούμε την συμπάθεια και την χάριν της έορταζομένης Άγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας , ώστε να επίδραση και στην ψυχή μας το πνεύμα της ομολογίας το όποιο επέδειξε η τρυφερά αυτή κόρη, πού δεν ύπελόγισε τίποτε, αλλά προσέφερε την ψυχή της θυσία στον Χριστό, για να κράτηση την ομολογία της. Πίστευε ότι, εάν όμολογήση, θα όμολογηθή και αυτή, όπως και όμολογήθη ενώπιον του ουρανίου Πατρός και της έχαρίσθη η δόξα της υιοθεσίας. Διότι, αν ηρνείτο, θα ξέπεφτε. Μη γένοιτο σε μας να συμβή κάτι τέτοιο, αλλά με ζήλο πραγματικό να συνεχίσωμε την πορεία μας, για να λάβωμε την αμοιβή από τον Κύριο μας, με τις πρεσβείες των Άγίων Του. Αμήν.

Πηγή: Αθωνικά Μηνύματα ( σελ. 169)