
Σταματημό δεν έχουν οι ανακαλύψεις, ειδικά από μερικούς, νέων λειψάνων!
Σταματημό δεν έχουν οι ανακαλύψεις, ειδικά από μερικούς, νέων λειψάνων!
της σύγχρονης ζωής στον κόσμο Αγιορείτης Ηγούμενος, ξεκινήσαμε να βρούμε τον γέροντα στην Πεντέλη έχοντας κάποιες επιφυλάξεις. Ό πατήρ Πορφύριος ζούσε σε κάτι προχειροφτιαγμένα ή μισοεπισκευασμένα κελλάκια στο μετόχι της Μονής της Αγ. Τριάδος Πεντέλης, τον Άγιο Νικόλαο στα Καλίσια.
Απόσπασμα ομιλίας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χόνγκ – Κόνγκ κ. Νεκταρίου
ἐπί τῇ Θρονικῇ Ἑορτῇ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
(Φανάριον, 30 Νοεμβρίου 2012).
«Τόν κήρυκα τῆς πίστεως, καί ὑπηρέτην τοῦ Λόγου, Ἀνδρέαν εὐφημήσωμεν` οὗτος γάρ τούς ἀνθρώπους, ἐκ τοῦ βυθοῦ ἁλιεύει, ἀντί καλάμου τόν σταυρόν, ἐν ταῖς χερσί διακρατῶν, καί ὡς σπαρτίον χαλῶν τήν δύναμιν, ἐπανάγει τάς ψυχάς, ἀπό τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, καί προσκομίζει τῷ Θεῷ δῶρον εὐπρόσδεκτον. Ἀεί τοῦτον πιστοί, σύν τῇ χορείᾳ τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ εὐφημήσωμεν, ἵνα πρεσβεύῃ αὐτῷ, ὅπως ἵλεως γένηται ἡμῖν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως».
(Δοξαστικόν Ὄρθρου Λ᾽ Νοεμβρίου)
————————————————————————–
Ἔθεσα ὡς προοίμιον τῆς παρούσης ὁμιλίας τό Δοξαστικόν τοῦ Ὄρθρου τῆς 30ης Νοεμβρίου. Εἰς τόν ὑπέροχον αὐτόν ὕμνο, ὁ ἱερός ὑμνογράφος περιγράφει μέ περισσή δεξιοτεχνία τήν δρᾶσιν καί τό ἔργον τοῦ Πρωτοκλήτου. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν ἁλιέας. Ὡς Ἀπόστολος, ὅμως, ἀντί διά τό ἁλιευτικό καλάμι κρατᾶ εἰς τάς χεῖρας του τόν Σταυρόν καί μέ αὐτόν «τούς ἀνθρώπους ἐκ τοῦ βυθοῦ ἁλιεύει…καί ἐπανάγει τάς ψυχάς, ἀπό τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, καί προσκομίζει τῷ Θεῷ δῶρον εὐπρόσδεκτον». Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θεμέλιον τῆς ἁγίας βιοτῆς ἀλλά καί τοῦ γιγαντιαίου ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Ἀνδρέου. Διά νά κατανοήσωμε τό σταυρικόν ἦθος πού μᾶς διδάσκῃ ὁ μέγας Ἀπόστολος, πρέπει νά μελετήσωμε μέ προσοχή τά ὅσα ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ ἱερά Παράδοσις διασώζουν διά τό σεπτόν πρόσωπόν του.
Διά τήν πνευματικήν μας ὠφέλεια ἐπέλεξα τρεῖς σημαντικάς στιγμάς τῆς ζωῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, τρεῖς μεγαλειώδεις σταθμούς.
Ὁ πρῶτος σταθμός εἶναι τά ρεῖθρα τοῦ Ἱορδάνου. Ὁ ἁλιέας ἀπό τήν Βηθσαϊδά, ἀφήνει τήν λίμνη τῆς Γαλιλαίας καί ἔρχεται εἰς τήν ἔρημον τοῦ Ἱορδάνου. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν ὀλιγογράμματος ἀλλά εὐσεβής καί πιστός καί ἡ καρδία του φλεγόταν ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό. Διά τοῦτο ἑλκύεται ἀπό τό κήρυγμα μετανοίας τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ καί ἐντάσσεται μέ προθυμία εἰς τόν κύκλον τῶν στενότερων μαθητῶν του. Μαθητεύει πλησίον τοῦ ἀσκητοῦ Προφήτου καί διδάσκεται οὐχί μόνον διά τῶν λόγων ἀλλά καί διά τοῦ παραδείγματος ὅτι ἡ μετάνοια καί ἡ θεογνωσία εἶναι καρποί τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ταπεινώσεως. Ὅταν ὁ τίμιος Πρόδρομος κατόπιν θεϊκῆς ἀποκαλύψεως ἀναγνωρίζει εἰς τό Πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ τόν ἀναμενόμενον Μεσσία καί Λυτρωτῆ, δέν διστάζει νά προτρέψῃ τούς μαθητάς του νά ἀφήσουν αὐτόν καί νά ἀκολουθήσουν Ἐκεῖνον: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α᾽ 36), «Ἐκεῖνος δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰωάν. γ᾽ 30).
Οἱ λόγοι τοῦ Προδρόμου δέν παρέμειναν ἀκατανόητοι διά τόν Ἀνδρέα. Ἡ καρδία του ζυμωμένη ἀπό τήν θεοποιόν ταπείνωσιν ἦταν πλέον ἕτοιμη νά θυσιάσῃ τά πάντα καί νά ἀκολουθήσῃ τόν Σωτῆρα Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ θαυμαστή ἐνέργεια τῆς ἀληθοῦς ταπεινώσεως. Ὅλος ὁ πνευματικός ἀγῶνας καί ἡ ἄσκησις γίνεται οὐχί διά νά ἀνεβῇ πνευματικά ὁ ἄνθρωπος, νά φτάσῃ εἰς κάποια κορυφήν, ἀλλά διά νά κατεβῇ, νά ταπεινωθῇ. Νά θραύσῃ ὅλες τίς παράλογες καί παρά φύσιν καταστάσεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τήν κενοδοξία, τήν ἀνθρωπαρέσκεια, τήν ὑποκρισία καί τήν ὑπερηφάνεια, τά πάθη πού παραμορφώνουν τόν ἄνθρωπον καί καταστρέφουν τόν προορισμόν του. Νά θραύσῃ ἰδιαιτέρως τήν ἑωσφορική ὑπερηφάνεια πού εἶναι «θείας καί ἀνθρωπίνης γνώσεως στέρησις», καί «νά κάμῃ τήν ταπείνωσιν μία ἀκλόνητον βᾶσιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, νά ἀφήσωμε τόν ἑαυτόν μας νά ἀλεσθῇ ἀνάμεσα ἀπό τάς μυλόπετρας τῆς ταπεινώσεως διά νά γίνῃ τό γλυκό καί εὐάρεστο ψωμί εἰς τόν Κύριόν του».
Ἡ ἁγιοπνευματική ἀσκητική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι αὐτή ἡ ἀληθής ταπείνωσις εἶναι ὁ τόπος τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξας καί τῆς χάρης, τοῦ ἐλέους καί τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἰδού, λοιπόν, διατί ὁ Ἀνδρέας εὐθύς ἀμέσως κατενόησε τήν προτροπήν τοῦ Προδρόμου καί ἠκολούθησε τόν Ἰησοῦ. Ἡ πρώτη συνάντησις μαζί Του τόν συγκλονίζει καί ἔμεινε ἀλησμόνητος καί ζωηρότατα χαραγμένη εἰς τήν μνήμην του. Ἀλλά ὁ ταπεινός Ἀνδρέας δέν ἦταν δυνατόν νά κρατήσῃ μόνον διά τόν ἑαυτόν του αὐτήν τήν ἀνείπωτη χαρά καί εὐλογίαν τῆς θείας ἀποκαλύψεως. «Οὐ κατέσχε παρ᾽ ἑαυτῶ τόν θησαυρόν», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀλλά τρέχει ταχέως διά νά μεταδώσει αὐτόν εἰς τόν ἀδελφόν του Πέτρον. Δέν εἶναι δυνατόν νά κρατήσῃ τόν ἱερόν ἐνθουσιασμόν του καί φωνάζει: «Εὐρήκαμεν τόν Μεσσίαν». Εὐρήκαμεν τόν πολύτιμον μαργαρίτην, ἐκεῖνον τόν ὁποῖον οἱ Γραφές προανήγγειλαν καί τόν ὁποῖον μέ τόσο πόθο ἐπερίμεναν ὅλοι. Καί ἀξιώνεται διπλῆς τιμῆς. Νά γίνῃ Πρωτόκλητος Μαθητής τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί Νυμφαγωγός τοῦ μετέπειτα κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου, τόν ὁποῖον μέ χαρά καί ἱερόν ἐνθουσιασμόν προσάγῃ εἰς τόν Σωτῆρα.
Ὁ δεύτερος σημαντικός σταθμός εἰς τή ζωήν τοῦ Ἀνδρέου εἶναι τά παράλια τῆς λίμνης Γενησαρέτ. Ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἐγεννήθη. Ὁ τόπος ὅπου ἐξασκῇ τό ἐπάγγελμα τοῦ ἁλιέως ὁμοῦ μέ τόν ἀδελφόν του Πέτρον, καί τούς ἄλλους δύο ἀδελφούς, τόν Ἰωάννην καί τόν Ἰάκωβον. Ἐκεῖ κάπου πλησίον τῆς Καπερναούμ, ὁ Κύριος «περιπατῶν περί τήν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», εἶδε τόν Ἀνδρέαν καί τόν Σίμωνα Πέτρον νά ρίπτουν τό δίκτυόν των εἰς τήν θάλασσαν. Καί τούς προσκαλεῖ νά καταταγοῦν εἰς τόν κύκλον τῶν μονίμων μαθητῶν καί ἀποστόλων Του: «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Χωρίς δεύτερη σκέψη ἀφῆκαν ἀμέσως τά πάντα καί τόν ἠκολούθησαν. Ὁ Ἀνδρέας ὁμοῦ μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους μαθητεύει πλέον πλησίον τοῦ Ἰησοῦ. Μαθητεύει εἰς τό Μυστήριον τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως. Καί μετά τήν Πεντηκοστήν, πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, δέν βραδύνει ἀλλά σπεύδει καί πάλιν μέ χαρά καί ἱερόν ἐνθουσιασμόν νά κηρύξῃ Χριστόν, νά ἱδρύσῃ Ἐκκλησίας, νά καταστήσῃ Ἐπισκόπους, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους, νά θέσῃ κανόνας καί ὅρους ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καί γνησίας χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἡ παράδοσις φέρει τόν Ἀπόστολον Ἀνδρέα νά κηρύττῃ εἰς τά παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου καί τῆς Προποντίδος, τήν Νίκαια, τήν Νικομήδεια, τήν Βιθυνία, τή Γοτθία, τή Σκυθία, τήν Ἰβηρία, τήν Αμισό, τήν Τραπεζούντα, τήν Ηράκλεια, τήν Ἀμόστριδα, τήν Σινώπη, τό Βυζάντιο, τήν Θράκη, τήν Μακεδονία, τήν Θεσσαλία καί τέλος εἰς τήν Ἀχαΐα. Παρά τάς κακουχίας καί τούς διωγμούς δέν κάμπτεται ἀλλά συνεχίζει τάς περιοδείας του καί προσπαθεῖ νά στηρίξῃ τάς νέας Ἐκκλησίας: «…Διεπορεύετο τάς καθ᾽ ἕκαστον τόπον πόλεις περιερχόμενος, κηρύσσων, νουθετῶν, νοσοῦντας ἰώμενος, ἱερεῖς τελειῶν καί πολλούς πρός τήν σωτήριον τρίβον καθοδηγῶν».
Ἑκάστη Ἐκκλησία πού ἱδρύει δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος κοσμικός ὀργανισμός ἀλλά εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό θεανθρώπινον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού οἰκοδομεῖ καί αὐξάνει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶναι ὁ νέος Παράδεισος, ὅπου εἰς τό ἑξῆς φυτεύεται, ἐργάζεται καί τελειώνεται ὁ ἄνθρωπος, ἡ «κατά Θεόν πατρίδα» τῶν ἀνθρώπων.
Ἐντός τῆς Ἐκκλησίας συντελεῖται ἡ νέα κοινωνία ζωῆς καί ἀγάπης ἀνάμεσα εἰς τόν Θεόν καί εἰς τήν ἀνθρωπότητά Του, λειτουργεῖται δηλαδή τό μυστήριον τῆς σωτηρίας καί τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος πού ἐντάσσεται εἰς τήν Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐξέλθῃ ἀπό τήν ἐγωϊστικήν ἀπομόνωσίν του, νά ἀπαρνηθῇ κάθε ἐπιθυμία διά ἀτομικήν διάσωσίν του ἀπό τόν κακό κόσμο, καί νά ἀφήσῃ τόν ἑαυτόν του ἐλευθέρως νά «ἐκκλησιοποιηθῇ», νά ἀναγεννηθῇ καί νά μεταμορφωθῇ ἐν Χριστῷ.
Ἡ Ἐκκλησία χωρεῖ τά πάντα ἐνῶ δέν χωρεῖται ἀπό τίποτα. Προσλαμβάνει τά πάντα, τά μεταμορφώνει καί τά ἑνώνει μέ τόν Θεό, τά κάνει μετόχους τῆς Τριαδικῆς ζωῆς καί δόξας. Διά τοῦτο καί δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία νά ἀλλάξῃ ἤ νά τροποποιήσῃ τό κήρυγμά της. Διότι τότε θά ἠρνεῖτο καί θά ἀκύρωνε αὐτήν τήν ἴδια τήν ὕπαρξίν της. Μία Ἐκκλησία ἡ ὁποία συσχηματίζεται μέ τά ἁμαρτωλά σχήματα τοῦ κόσμου, πού ὑποκύπτῃ εἰς τούς ποικίλους πειρασμούς, ἀλλοτριώνει τό ὀντολογικό μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, παύει νά εἶναι χῶρος ἑνότητος καί ἁγιότητος, καί ὑποδουλώνεται εἰς τά ποικίλα εἴδωλα, τήν ἄρνησιν καί τόν παραλογισμόν, τήν ἀλογία, τή φθορά καί τόν θάνατον.
Ὁ τρίτος σταθμός τῆς ζωῆς τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου εἶναι τά παράλια τῶν Παλαιῶν Πατρῶν εἰς τήν Ἀχαΐα. Ἡ ἐπίγειος ζωή τοῦ Ἀνδρέου φθάνει εἰς τό τέλος της. Ὁ Ρωμαῖος Ἀνθύπατος Αἰγεάτης διατάσσει τήν καταδίκη του εἰς θάνατον καί μέ περισσή περιφρόνησιν καί εἰρωνεία πρός τό σεπτόν πρόσωπον τοῦ ἁλιέως μαθητοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, προστάζει νά θανατωθῇ διά σταυροῦ καί τό ξύλον τοῦ μαρτυρίου νά στηθῇ «πρός τό χεῖλος τῆς θαλάσσιας ψάμμου».
Ὁ Ἀνδρέας, κυρτωμένος ἀπό τό βάρος τῶν χρόνων, τῶν κόπων, καί τῶν κακουχιῶν, στέκεται ἐνώπιον τοῦ σταυροῦ τοῦ μαρτυρίου του ἀγέρωχος. Ὄπισθεν τοῦ σταυροῦ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα μέ τήν κρυφή φωνή τοῦ κύματός της καί τό τρυφερό τραγούδι τῆς ἁρμύρας της. Τόσο γνώριμα εἰς τόν γέροντα ἁλιέα. Μά ἡ καρδία τοῦ Ἀνδρέου δέν περιπλανᾶται εἰς στείρους συναισθηματισμούς. Τό καθάριο βλέμμα του δέν χάνεται εἰς τήν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, εἰς ἀλλοτινές μνῆμες καί θύμησες. Ἀπό τότε, ἐκεῖ εἰς τά ρεῖθρα τοῦ Ἱορδάνου, πού συνήντησε τόν Χριστόν, τό βλέμμα του μένει προσηλωμένον εἰς τόν Κύριόν του. Καί τώρα μέ τόν ἴδιο ἐνθουσιασμόν, μέ τόν ὁποῖον τότε ἔτρεχε νά συναντήσῃ τόν Χριστόν, πλησιάζει τόν σταυρόν καί ἀπευθύνεται εἰς αὐτόν μετά φωνῆς ἰσχυρᾶς: «Ὦ ἀγαθέ σταυρέ, ὁ εὐπρέπειαν καί ὡραιότητα ἐκ τῶν μελῶν τοῦ Κυρίου δεξάμενος, ἐπί πολύ ἐπιπόθητε καί σπουδαίως ἐπιθυμητέ καί ἐκτενῶς ἐπιζητούμενε, λάβε με ἀπό τῶν ἀνθρώπων καί ἀπόδος με τῷ διδασκάλῳ μου».
Ἐπί τρία ὁλόκληρα ἡμερονύκτια παρέμεινε ὁ θεῖος ἀπόστολος κρεμάμενος ἐπί τοῦ σταυροῦ χωρίς νά παύσῃ νά νουθετῇ τά συρρέοντα πρός αὐτόν πλήθη. Μάλιστα δέν ἐδίστασε νά ἐπιπλήξῃ τόν Ἐπίσκοπο Στρατοκλῆ, τόν ὁποῖον εἶχε χειροτονήσῃ πρό ὁλίγων ἡμερῶν ἐντός τῆς φυλακῆς, καί τούς λοιπούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά τόν ἐλευθερώσουν: «Ἕως τίνος, ἔλεγε, τοῖς κοσμικοῖς καί προσκαίροις προσανέχετε; Ἕως πότε οὐ κατανοεῖτε τά ὑπέρ ἡμᾶς; Ἄφετέ με» νά ἀποθάνω ἐπί τοῦ σταυροῦ καί ἄς μή μέ λύσει κανείς, διότι μοῦ ἔχει δωθεῖ ἤδη ὡς κλῆρος νά ἐκδημήσω ἀπό τοῦ σώματος καί νά ἐνδημήσω πρός τόν Κύριον, μετά τοῦ ὁποίου ἔχω συσταυρωθῇ.
Τά τελευταῖα λόγια καί ἡ δυναμική ἐγκαρτέρησις εἰς τόν μαρτυρικόν θάνατον τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου καταδεικνύουν τό σταυρικόν ἦθος του. Ὅπως ἐπισημαίνῃ ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «οἱ τέλειοι Χριστιανοί, οἱ καταξιωθέντες ἐλθεῖν εἰς μέτρα τελειότητος καί γενέσθαι ἐγγύτατοι βασιλέως, οὗτοι τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ πάντοτε ἀφιερωμένοι εἰσίν».
Ὁ Χριστιανός καθημερινά ὀφείλει νά ἔχῃ προσηλωμένο τό βλέμμα του εἰς τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ εἶναι καθημερινός σταυρός. Ἅς μήν ξεχνοῦμε πῶς ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν Ἀνάστασίν Του. Διά τοῦτο καί ἔχει τήν δύναμιν τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεως. Ἡ πίστις διά τόν χριστιανόν δέν εἶναι μία ἀφηρημένη θρησκευτική πεποίθησις ἤ κάποια συναισθηματική πρᾶξις. Ἡ πίστις προϋποθέτει τόν δικόν μας θάνατο, τήν ἀποβολή τῆς φιλαυτίας καί τήν ἔξοδον ἀπό τά δικά μας ἐγωϊστικά ἀδιέξοδα, τήν ὀντολογικήν μεταβολήν καί ὕψωσιν τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τήν αὐτοεγκατάλειψίν μας εἰς τόν αὐτοπαραδιδόμενον εἰς ἡμᾶς καί δι᾽ ἡμᾶς Θεόν.
Συμφώνως καί πάλιν μέ τόν Ἅγιον Μακάριον τόν Αἰγύπτιον, «πίστις εἶναι ἡ πνεύματος πτωχεία καί ἡ πρός Θεόν ἄμετρος ἀγάπη». Εἶναι ἡ ἀνερχόμενη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν κατερχόμενη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μία καθολική μεταμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ὁ Θεός νά ζῇ ἐν ἡμῖν καί ἡμεῖς ἐν τῷ Θεῷ. Ἡ συνεχής προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας εἰς τόν Θεόν μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν συνεχῶς ἀποκαλυπτόμενη ἀγάπη καί τήν ἀτελείωτη ἐν Χριστῷ ἐλευθερία μας.
Ἄν σήμερα, εἰς τούς χαλεπούς καιρούς εἰς τούς ὁποίους ζοῦμε, παρατηροῦμε ὅτι ἡ χριστιανική ζωή δέν ἐπηρεάζει καί δέν πείθει κανέναν εἶναι διότι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ἀποστρέψαμε τό βλέμμα μας ἀπό τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστις μας ἀπογυμνώθηκε ἀπό τήν θυσία. Ἡ βιοτή μας ἀρνήθηκε τόν σταυρόν.
Ἡ ὀρθόδοξος πνευματική πείρα μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ ἄρνησις τοῦ σταυροῦ μαραίνει καί μωραίνει τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, τήν ἐκκοσμικεύει, τήν ἀποξενώνει ἀπό τήν ἱερή ἀποστολήν της. Ἡ ζωή της τότε δέν εἶναι παρά πέτρες πού ἔγιναν ψωμί, ἡ ἄνεσις πού ἀρνεῖται τήν ἐλευθερία, ἡ ἐξουσία πού ἐξορίζῃ τήν ἀλήθεια. Τό κριτήριον τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀποκτᾶται μέσα εἰς τήν ἱστορικήν πραγματικότητα, εἰς τήν συνειδητήν περιπέτειαν τῶν πιστῶν, εἰς τήν τραγικότητα τῶν περιστάσεων. Ἐδῶ διαμορφώνεται καί διασώζεται τό ὀρθόδοξο ἦθος, διότι ἐδῶ μᾶς ἀποκαλύπτεται τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί ἐδῶ συναντᾶται ὁ δοκιμαζόμενος ἄνθρωπος μέ τόν πάσχοντα Θεό, πού ὑποφέρῃ μαζί μας καί σηκώνει τόν σταυρόν μας.
—————————————————–
Σήμερον, λοιπόν, ὁ εὐφρόσυνος καί σεμνός ἑορτασμός τῆς Θρονικῆς ἑορτῆς τοῦ πανσέπτου Ἀποστολικοῦ καί Πρωτοθρόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὑπενθυμίζει εἰς ὅλους ἡμᾶς ὅτι ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία διηνεκῶς στοιχοῦσα τῷ παραδείγματι τοῦ ἱδρυτοῦ της, Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, «τούς ἀνθρώπους, ἐκ τοῦ βυθοῦ ἁλιεύει, ἀντί καλάμου τόν σταυρόν, ἐν ταῖς χερσί διακρατῶν, καί ὡς σπαρτίον χαλῶν τήν δύναμιν, ἐπανάγει τάς ψυχάς, ἀπό τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, καί προσκομίζει τῷ Θεῷ δῶρον εὐπρόσδεκτον».
Καί τανῦν,
Δεῦρο Ἀνδρέα Πρωτόκλητε Ἀπόστολε καί στῆθι μεθ᾽ ἡμῶν,
Δεῦρο Ἀνδρέα Ἱδρυτά καί Προστάτα τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί στῆθι μεθ᾽ ἡμῶν,
Δεῦρο Ἀνδρέα Τρισμάκαρ καί στῆθι μεθ᾽ ἡμῶν,
ἐπισφραγίζων τόν λόγον, καί προεξάρχων τῆς πανηγύρεως. Ἀμήν.
ΒΙΝΤΕΟ
Ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος εδώ στην Αθήνα, πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφυρίου, που για χρόνια, όποιο πρόβλημα κι αν είχε, πήγαινε στο Γέροντα ή του τηλεφωνούσε για να…
τον συμβουλευτεί, τις ημέρες που εκοιμήθη ο Γέρων Πορφύριος, έλειπε στο εξωτερικό κι έτσι δεν πληροφορήθηκε την κοίμησή του.
Όταν λοιπόν επέστρεψε στην Αθήνα, αντιμετώπισε ένα οικογενειακό πρόβλημα και θέλησε να συμβουλευτεί, όπως πάντα, το Γέροντα. Σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου, που ήταν στο δωμάτιο του Γέροντος, και ακούει να του απαντά ο ίδιος ο Γέρων Πορφύριος.
Αφού τον χαιρέτησε και ζήτησε την ευχή του, του μίλησε για το πρόβλημά του και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο Γέρων Πορφύριος του είπε τι έπρεπε να κάνει και τι ν’ αποφύγει. Το πνευματικό αυτό τέκνο του τον ευχαρίστησε και του είπε: «Θα έρθω, Γέροντα, να σας δω μόλις μπορέσω». Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος:
«Να μη ξαναπάρεις στο τηλέφωνο, διότι έχω αποθάνει».
http://www.gerontas.gr
http://anavaseis.blogspot.gr
http://www.pentapostagma.gr
http://imverias.blogspot.gr
Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως ἀρχόμεθα τοῦ ΡΜΒ΄ ψαλμοῦ.
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου.
Καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν.
Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου· ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου.
Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος, καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου.
Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων.
Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου· ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι.
Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου.
Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.
Ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα.
Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου.
Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον· δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου.
Τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με.
Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου.
Καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.
Καὶ εὐθὺς εἰς ἦχον δ΄.
Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.
Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. β΄. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. γ΄. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ ὑπηρέτῃ τοῦ Χριστοῦ Πορφυρίῳ,
χαριτωθέντι δωρεαῖς ἐξαισίαις,
προσείπωμεν δεόμενοι ἐκ βάθους ψυχῆς·
ἅγιε Πορφύριε, ταπεινῶν ὁ προστάτης,
λύτρωσαι δεόμεθα, πατρικῇ σου πρεσβείᾳ,
πάσης ἀνάγκης, νόσων καὶ δεινῶν,
τοὺς αἰτουμένους τὴν χάριν τὴν θείαν σου.
Δόξα… Ὅμοιον.
Εὐαρεστήσας τῷ Χριστῷ ἐν τῷ κόσμῳ,
μετὰ ἀγγέλων φωτεινῶν συγχορεύεις,
μεθ’ ὧν τὸν αἶνον ἄληκτον προσφέρεις τῷ Θεῷ,
ὅσιε Πορφύριε, μύστα τῶν ἀποῤῥήτων,
ἀποκρύφων γνώστα τε μυστηρίων βαθέων,
ἃ διορᾶν σοι ἔδωκε Χριστός,
βραβεύων, πάτερ, τὴν σὴν καθαρότητα.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομέν ποτε, Θεοτόκε,
τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι·
εἰμὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα,
τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων;
Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους;
Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ·
σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ
ἐκ παντοίων δεινῶν.
Εἶτα τὸν Ν΄ Ψαλμόν.
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου, καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με.
Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός.
Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον, καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε.
Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου.
Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας· τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.
Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι.
Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην· ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα.
Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον.
Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου.
Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με.
Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι.
Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου.
Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου.
Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις.
Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει.
Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ.
Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα.
Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·
Ποῦ καταφύγω; Πορφυρίου σκέπῃ. Εὐαγγέλου.
ᾨδὴ α΄.
Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς,
πρὸς σὲ καταφεύγω,
ὡς μεσίτῃ πρὸς τὸν Θεόν·
εἰρήνευσον, πάτερ, τὴν ζωήν μου
καὶ παῦσον σάλον ἀθλίας καρδίας μου.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
O῾σίως ἀνύσας σου τὴν ζωήν,
εὐχαῖς σου νῦν εὗρες
παῤῥησίαν πρὸς τὸν Θεόν·
πρὸς Ὃν μεσιτεύων ἀσθενοῦντας
ἰᾶσαι, πάτερ, καὶ λύεις νοσήματα.
Δόξα…
Ὑμνῶν τὸν Σωτῆρα ἐν οὐρανοῖς
φρουροῖς τὰς μονάς σου
ἐν τῷ Ἄθῳ καὶ Ἀττικῇ,
παρέχων τὴν χάριν τοῖς σοῖς τέκνοις
τοῦ ἐκνικᾶν τὰ δαιμόνων φρυάγματα.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Καυσοκαλυβίων τὸν ἀθλητὴν
καὶ τὴν Θεοτόκον
ἀνυμνήσωμεν ἐν ᾠδαῖς,
πρεσβεύειν αἰτοῦντες πρὸς Σωτῆρα
καὶ βοηθεῖν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσι.
ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἀγαλλόμενοι πάντες,
ὡς ἐν χορῷ, κράζομεν
σοῦ τοὺς ἄθλους, πάτερ, αἰνοῦντες
καὶ τοὺς ἀγῶνάς σου
κατὰ τοῦ ἄρχοντος
τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων,
οὗ μανίας, ὅσιε,
σῷζε ὑμνοῦντάς σε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ταπεινώσεως ἄκρας,
ὑπακοῆς πρότυπον
ὄντως ἀσκουμένων ἐγένου
ὄρει ἐν Ἄθωνι
καὶ εἰς τὴν Εὔβοιαν,
ἐν τῇ μονῇ Χαραλάμπους·
ὅθεν χάριν ἔλαβες
πλήττειν τοὺς δαίμονας.
Δόξα…
Ἀπορρήτων τὸν μύστην,
θαυματουργὸν ὅσιον,
πάσης Ἀττικῆς τὸν προστάτην
πάντες δοξάσωμεν,
ὕμνοις ἐξαίροντες,
τῶν χαρισμάτων τὸ πλῆθος,
δι’ ὧν ὁ Παράκλητος τοῦτον ἐκόσμησε.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Φυλακτήριον πάντων
ἀπὸ δεινῶν, θλίψεων,
σὺ ὑπάρχεις μόνη, Παρθένε
φρούρει ὑμνοῦντάς σε
ἐν τῷ ἐλέει σου,
πρεσβείαις τοῦ Πορφυρίου,
πανελλήνων Γέροντος,
παντελεήμονος.
Διάσωσον
ἀπό κινδύνων τοὺς δούλους σου, θεῖε Πάτερ,
τοὺς τὴν σὴν ἐν δεινοῖς αἰτοῦντας βοήθειαν
καὶ δίωξον ἄγχος καὶ ἀκηδίαν.
Ἐπίβλεψον
ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε,
ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν
καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.
Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Φυλάξαι ἡμᾶς
δεόμεθα ἐκ θλίψεων,
τηρῆσαι πιστοὺς
τῇ πίστει τοῦ Χριστοῦ ἡμῶν,
Πορφύριε ὅσιε,
τῆς Εὐβοίας ἅγιον βλάστημα,
τῆς Ἐκκλησίας καύχημα σεπτὸν
καὶ πάντων ὁσίων ἐγκαλλώπισμα.
ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ὑψωθεὶς ἐν παλαίσμασι
πρὸς τὸν φθονερὸν τῶν ἀνθρώπων τύραννον,
θεῖον στέφος, πάτερ, ἔλαβες
νικητὴς προβὰς ὡς ὡραιότατος.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Γέρας πόνοις σου δέδοται
τὸ διερμηνεύειν σε τὰ μυστήρια,
καὶ τὰ μέλλοντα προβλέπειν σε
καὶ ἰᾶσθαι πάντα τὰ νοσήματα.
Δόξα…
Ὦ καινὰ καὶ θαυμάσια
τὰ τῇ χάριτί σου τερατουργούμενα!
Ποίοις λόγοις ὕμνους πλέξω σοι;
Δειλιῶ, ὦ πάτερ, καὶ ἐξίσταμαι.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Παναγία μου Δέσποινα,
τῶν ἀγγέλων θαῦμα τὸ ἀκατάληπτον,
ὑμνῳδεῖν σε καταξίωσον
τοῦ Σωτῆρος πάντων τὴν γεννήτριαν.
ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ῥῶσιν ἐν δεινοῖς
σέ, Πορφύριε, κεκτήμεθα,
σοὶ προσφεύγοντες θερμαῖς ἐν προσευχαῖς,
ὡς μεσίτῃ πρὸς Θεὸν τὸν πανοικτίρμονα.
Δόξα…
Φύλαξον ἡμᾶς
τοὺς τιμῶντάς σε, Πορφύριε,
χορηγῶν τῆς μαρτυρίας τοῦ Χριστοῦ
τὴν προαίρεσιν καὶ ζέσιν θείας πίστεως.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Ὕμνον σοι, Ἁγνή,
εὐφροσύνως ἀναμέλπομεν,
τῶν ἀγγέλων οὖσαν ὄντως γλυκασμόν,
καὶ πικρίαν Εὔας λύσασαν τῷ τόκῳ σου.
ᾨδὴ Ϛ΄. Τὴν δέησιν.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ῥωννύμεθα
ταῖς εὐχαῖς σου, ὅσιε,
καὶ ψυχὰς εἰς οὐρανοὺς ἀνυψοῦμεν,
ὑπομονὴν καὶ ἀνδρείαν πλουτοῦντες
ἐν πειρασμοῖς καὶ δειναῖς ἐπιθέσεσι,
Πορφύριε, πάτερ ἡμῶν·
ὅθεν πάντες κοινῇ ἀνυμνοῦμέν σε.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἰώμενος
πᾶσαν νόσον, ὅσιε,
ἀγαπᾶν ἡμᾶς Σωτῆρα κελεύεις
ὅλῃ ψυχῇ, καὶ νοΐ, καὶ καρδίᾳ,
καὶ πρὸς Αὐτὸν ἀναπέμπειν τὴν δέησιν,
ὅτι Αὐτὸς προνοητὴς
καὶ ἡμῶν ἀντιλήπτωρ γεγένηται.
Δόξα…
Ὁλόφωτος
ἡ σεπτή σου, ὅσιε,
κεφαλή, χάριτι θείᾳ ἐφάνη
τὸν θεῖον μύστην Χριστοῦ προδηλοῦσα
τῇ προσελθούσῃ γυνῇ πρὸς προσκύνησιν,
πληρώσασα ἐκ θαυμασμοῦ
τὴν ψυχὴν ταύτης, μάκαρ Πορφύριε.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Ὑμνοῦντές σε,
Θεοτόκε Ἄχραντε,
τὰς ψυχὰς ἡμῶν γαλήνης πληροῦμεν,
τῇ τοῦ Υἱοῦ σου ἀγάπῃ θαῤῥοῦντες
καὶ μητρικαῖς σου πρεσβείαις ἐλπίζοντες,
δεόμενοι ἐπιτυχεῖν
παραδείσου τερπνοῦ ἀπολαύσεως.
Διάσωσον
ἀπὸ κινδύνων, Πορφύριε, σοὺς ἱκέτας
καὶ παράσχου τῇ σῇ μονῇ βοήθειαν, ὅσιε,
ὡς ἔχων πρὸς Κύριον παῤῥησίαν.
Ἄχραντε,
ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως
ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον
ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.
Αἴτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Προστασία τῶν χριστιανῶν.
Στεναζόντων πάντων ἡ παράκλησις γέγονας,
κλονουμένων ἐν πίστει, τοῖς θαύμασι στήριγμα.
Ὅθεν πάντες πρὸς τὴν σὴν χάριν σπεύδομεν πιστοὶ
πολλῆς δέξασθαι σῆς ἀρωγῆς
ἐν τῷ πελάγει τῆς ζωῆς
καὶ τῇ ζάλῃ τῶν θλίψεων.
Δίδου ἡμῖν ὑγείαν,
ψυχῆς τε τὴν εὐρωστίαν,
εὐχαῖς σου, πάτερ, πρὸς Θεόν,
ἱκετεύομεν οἱ δοῦλοί σου.
Προκείμενον.
Τίμιος ἐναντίον Κυρίου
ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ. (γ΄)
Στίχ. Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος.
Εὐαγγέλιον κατὰ Ματθαῖον (ια΄ 27-30).
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱόν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ· οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει, εἰ μὴ ὁ Υἱός, καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς, καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός, καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.
Ἦχος β΄. Δόξα…
Ταῖς τοῦ σοῦ Ὁσίου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον,
ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καὶ νῦν…
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον,
ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Στίχ. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Καυσοκαλυβίων τε
τοῦ ὄρους Ἄθωνος μύστην,
μοναχῶν τὸ σέμνωμα,
ἱερέων πάντιμον ἐγκαλλώπισμα,
ἰατρὸν ἄριστον,
ὀρφανῶν πατέρα,
τῶν πιπτόντων σε ἀνόρθωσιν
ἔγνωμεν, ὅσιε,
καὶ τῶν δαιμονόντων τὴν λύτρωσιν·
γαλήνης ἡμῖν πρόξενον
καὶ χαρᾶς μεγάλης τὸν αἴτιον.
Ὅθεν σοι βοῶμεν·
μὴ παύσῃ ἐπισκέπτεσθαι ἡμᾶς,
ἰᾶσθαι, πάτερ Πορφύριε,
καὶ φυλάττειν δούλους σου.
Ὁ ἱερεύς· Σῶσον ὁ Θεὸς τὸν λαόν σου…
ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἐν ἁπλότητι ὅλην
τὴν ζωήν σου διῆλθες
καὶ ὑπηρέτησας
Θεῷ τε καὶ ἀνθρώποις,
νυκτός τε καὶ ἡμέρας
προσευχόμενος, ὅσιε,
καὶ φέρων πόνους ἠμῶν,
Πορφύριε, παμμάκαρ.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Πατρικήν σου πρεσβείαν,
ἐκζητοῦμεν, τρισμάκαρ,
πρὸς τὸν Θεὸν ἡμῶν,
ἵνα διασωθῶμεν
κινδύνων καὶ μανίας
πονηροῦ πολεμήτορος,
θαῤῥοῦντες, πάτερ, τῇ σῇ
μεγάλῃ εὐσπλαγχνίᾳ.
Δόξα…
Ἠγαπήθης ὑφ’ ὅλων,
ὡς ἀγάπην πηγάζων
καὶ πλημμυρῶν ἡμᾶς,
πληγάς τε θεραπεύων,
δαιμόνια ἐκβάλλων,
καὶ ἐκ πόνων λυτρούμενος,
παρέχων χάριν δ’ ἀεὶ
τοῖς αἰτουμένοις πᾶσι.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Εὐγνωμόνως ὑμνοῦμεν
Σέ, Παρθένε καὶ μῆτερ
Θεοχαρίτωτε,
ὡς τέξασαν τῷ κόσμῳ
Σωτῆρα ἀπειράνδρως
καὶ Θεὸν Πανοικτίρμονα,
πρὸς ὃν πρεσβεύεις ἀεὶ
σωθῆναι τοὺς ἀνθρώπους.
ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ὑπὲρ ὑγείας
καὶ σωτηρίας τοῦ κόσμου
τὰς εὐχάς σου Χριστῷ σὺ προσάγεις,
ὅθεν σε ὑμνοῦμεν,
Πορφύριε, θεόφρον.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἁμαρτιῶν μου
Σὺ τὴν πληθὺν ἄφες, Σῶτερ,
Πορφυρίου θερμαῖς ἱκεσίαις,
καὶ ἐν μετανοίᾳ
τὸν βίον μου παράσχου.
Δόξα…
Γαλήνην δίδου
τρικυμιζούσῃ καρδίᾳ,
τῶν δεινῶν τὰς ὀδύνας πραΰνων
χάριτί σου, πάτερ,
καμνόντων εὐεργέτα.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Γέγονας μήτηρ,
ἐν παρθενίᾳ τελοῦσα,
τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρα τεκοῦσα,
ὃν ἐκδυσωποῦσα,
κινδύνων σῴζεις πάντας.
ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἐλέησον ἱκέτας
καὶ προσπίπτοντάς σοι
τὴν εὐσπλαγχνίαν τὴν σὴν ἀναμένοντας,
παρέχων χάριν, ὑγείαν
καὶ τὴν μετάνοιαν.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Λαλήσας ὁ κωφός σοι
τὴν εὐχαριστίαν,
ὡς διὰ σοῦ σεσωσμένος, προσέφερε,
τῶν συγγενῶν θαυμαζόντων
καὶ προσκυνούντων σε.
Δόξα…
Ὁ νέος ἐν ὁσίοις
καταπλήττεις πάντας
τερατουργίαις σου, πάτερ Πορφύριε,
ἑλκύσας ἄνωθεν χάριν
τῇ ταπεινώσει σου.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Ὑμνοῦμέν σε Παρθένε,
Κεχαριτωμένη,
ὡς τὴν ἐλπίδα τῷ κόσμῳ δωρήσασαν,
τεκοῦσα πᾶσι Σωτῆρα
Θεὸν καὶ ἄνθρωπον.
Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς
μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον,
τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον,
καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ,
καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ,
τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν,
τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.
Μεγαλυνάρια.
Χαίροις τῶν ὁσίων ἡ καλλονὴ
καὶ τῶν ἀσκουμένων
ὁδηγὸς καὶ ὑπογραμμός.
Χαίροις ἱερέων
τὸ στέφος καὶ ἡ δόξα,
Πορφύριε τρισμάκαρ,
Ἄθωνος καύχημα.
Ψάλλομέν σου, πάτερ, τὰς ἀρετάς,
ταπεινοφροσύνην
καὶ τὴν ἄκραν ὑπακοήν,
τὴν διάκρισίν τε
ἁπλότητα, ἁγνείαν,
ἀγάπης σου τὸ εὖρος
τὸ ἀπροσμέτρητον.
Ὡς παιδίον γέγονας τῇ ψυχῇ,
ἀμνησικακίαν
καὶ ἁπλότητα ἐνδυθείς,
θείων χαρισμάτων
τὸν πλοῦτον ἀποκρύπτων,
τῇ ἀκενοδοξίᾳ
πολιτευόμενος.
Διορατικῶν ἦσθα κορυφή,
προφητῶν μεγάλων
πλησιέστατος συγγενής·
ἰαματικῶν τε
συνόμιλος ἁγίων,
Πορφύριε, ἐδείχθης,
Ἄθωνος κόσμημα.
Τῆς Ἀποκαλύψεως θεωρός,
τῆς πρὸς Ἰωάννην,
ἐν τῆ Πάτμῳ σὺ γεγονώς,
ὤφθης μύστης μέγας
τῶν θείων μυστηρίων,
τὰ Χερουβεὶμ ἐγγίσας
τῇ ταπεινώσει σου.
Ναυαγῶν τοῦ βίου ὤφθης λιμὴν
καὶ τῶν θλιβομένων
ἡ παράκλησις ἡ θερμή,
τῶν ἀπολωλότων
ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ κρήνη ἰαμάτων
τῆς θείας χάριτος.
Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἱ στρατιαί,
Πρόδρομε Κυρίου,
Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς,
οἱ ἅγιοι πάντες
μετὰ τῆς Θεοτόκου,
ποιήσατε πρεσβείαν
εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Τρισάγιον.
Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος Ἰσχυρός, ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (γ΄)
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς. Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν. Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἵασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου. Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα… Καὶ νῦν…
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου. Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου. Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον. Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Ὁ ἱερεύς·
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία, καὶ ἡ δύναμις, καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν, καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Εὐβοίας τὸν γόνον,
Πανελλήνων τὸν Γέροντα,
τῆς Θεολογίας τὸν μύστην
καὶ Χριστοῦ φίλον γνήσιον,
Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί,
τὸν πλήρη χαρισμάτων ἐκ παιδός.
Δαιμονῶντας γὰρ λυτροῦται,
καὶ ἀσθενεῖς ἰᾶται πίστει κράζοντας·
δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν,
δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι,
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἡ Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις.
Μετὰ τὴν Ἀπόλυσιν ψάλλομεν ἀργῶς
τὰ κάτωθι τροπάρια.
Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Πᾶσι τοῖς τιμῶσιν εὐλαβῶς
ἱερὰν τὴν μνήμην σου, πάτερ,
καὶ δεομένοις πιστῶς
δώρησαι τὴν ἴασιν
παθῶν, Πορφύριε·
καὶ κινδύνων καὶ θλίψεων
καὶ ζάλης τοῦ κόσμου
λύτρωσαι πρεσβείαις σου
τοὺς σοὶ προστρέχοντας·
ἔχεις γὰρ πολλὴν παῤῥησίαν,
ὡς Χριστοῦ θεράπων καὶ φίλος,
μεσιτεύειν, ὅσιε, πρὸς Κύριον.
Δέσποινα, πρόσδεξαι
τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου
καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς
ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου
εἰς σὲ ἀνατίθημι,
Μῆτερ τοῦ Θεοῦ,
φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.
Ὁ ἱερεύς·
Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Δίστιχον.
Πορφύριε, φύλαττε θερμαῖς εὐχαῖς σου
Εὐάγγελον μέλψαντα θαυμάσιά σου.
Εὐαγγέλου Καραδήμου, “Χαίροις, Πάτερ Πορφύριε (Παρακλητικὸς Κανὼν καὶ Χαιρετισμοί), Ἀθήνα 2008
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ κ. Καραδήμου στὸ βιβλίο του “Χαίροις, πάτερ Πορφύριε”.
«Ἅγιοι δέ εἰσι πάντες, ὅσοι πίστιν ὀρθὴν μετὰ βίου ἔχουσι· κἂν σημεῖα μὴ ἐργάζωνται, κἂν δαίμονας μὴ ἐκβάλλωσιν, ἅγιοί εἰσιν».
(Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῶν λόγων τούτων τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου θεωρούμενος, ὁ Γέρων Πορφύριος εἶναι ἅγιος. Διότι καὶ πίστη ὀρθή, σύμφωνη κατὰ πάντα πρὸς τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶχε, καὶ ζωὴ σύμφωνη μὲ τὴν πίστη αὐτή, ἄμωμη καὶ ἀνεπίληπτη, ὥστε νὰ ἐφαρμόζεται σ’ αὐτὸν πάλι ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «ἅγιός ἐστιν ὁ τῆς πίστεως μετέχων, ἄμωμος, ὁ ἀνεπίληπτον βίον ἔχων».
Τοῦτο ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλους, ὅσοι ἐγνώρισαν τὸν Γέροντα Πορφύριο, καὶ ἀπὸ ὑπευθύνους ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες· πρὸ πάντων δὲ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μὲ τὰ πολλὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε προικίσει τὸν Γέροντα Πορφύριο, ἐπιβραβεύοντας τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ βιοτή του, τὴν ἁγιότητά του γενικῶς. Διότι, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, «ἅπας ὁ τῶν ἁγίων ἔπαινος καὶ μακαρισμὸς διὰ τῶν δύο τούτων συνίσταται, διά τε τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ ἐπαινετοῦ βίου, καὶ διὰ τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῶν χαρισμάτων αὐτοῦ. Τοῖς γὰρ δυσὶ τούτοις τὸ τρίτον συνέπεται. Ἐν γὰρ τῷ βιῶσαί τινα καλῶς τε καὶ θεοφιλῶς μετὰ φρονήματος ὀρθοδόξου καὶ ἐν τῷ χαριτωθῆναι ἀπὸ Θεοῦ καὶ δοξασθῆναι διὰ τῆς τοῦ Πνεύματος δωρεᾶς, συνέπεται αὐτῷ ὁ ἔπαινος καὶ ὁ μακαρισμὸς παρὰ πάσης τῆς Ἐκκλησίας τῶν πιστῶν καὶ παρὰ πάντων τῶν διδασκάλων αὐτῆς. Πίστεως δὲ καὶ ἔργων ἀνελλιπῶς μὴ καταβληθέντων, ἀδύνατόν ἐστιν τὴν παρουσίαν γενέσθαι ποτὲ τοῦ προσκυνητοῦ καὶ θείου Πνεύματος καὶ τὴν δωρεὰν αὐτοῦ λαβεῖν τινα τῶν ἀνθρώπων».
Ἔτσι ὁ Γέροντας Πορφύριος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς του, ἔχει ἐπὶ πλέον συνηγοροῦντα ὑπὲρ τῆς ἁγιότητός του καὶ τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα πραγματοποίησε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, μέσω αὐτοῦ, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, πραγματοποιεῖ δὲ καὶ τώρα, μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του. Εἶναι πάρα πολλοὶ οἱ πιστοί, ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ποὺ προσέρχονται στὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Γέροντα στὸ Μήλεσι καὶ γνωστοποιοῦν καὶ ὁμολογοῦν τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε γιὰ χάρη τους ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐπικαλεσθεῖ στὶς προσευχές τους, καὶ σπεύδουν, εὐγνωμονοῦντες, νὰ τὸν προσκυνήσουν στὸ κελάκι του καὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν.
Ἡ φήμη τοῦ Γέροντα ὡς ἁγίου ἔχει διαδοθεῖ παντοῦ, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό, καὶ ὅσο ἐκεῖνος ταπεινοφρονῶν ἐκρύβετο καὶ ἀπέφευγε τὴ δημοσιότητα, τόσο ὁ ἅγιος Θεὸς τὸν δοξάζει καὶ δημοσιεύει τὴ ζωή του, σύμφωνα μὲ τὸ Γραφικὸ «τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α΄ Βασιλ. 2,30).
Ἐπὶ πλέον πολλοὶ εὐσεβεῖς φιλοτεχνοῦν εἰκόνες τοῦ Γέροντα γιὰ νὰ τὸν προσκυνοῦν τιμητικὰ στὰ σπίτια τους, καὶ ἄλλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, συνθέτουν διάφορα τροπάρια γιὰ νὰ τὸν ὑμνοῦν. Παντοῦ δὲ εἶναι διάχυτη ἡ πίστη καὶ ἡ ὁμολογία γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Γέροντα Πορφυρίου. Ἡ vox populi, λοιπόν, ἡ φωνὴ δηλαδή τοῦ λαοῦ, τοῦ φύλακα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκφράζει καὶ ἐπαναλαμβάνει καθημερινῶς τὴν ἀψευδῆ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Γέροντα Πορφυρίου, μαρτυρία τὴν ὁποία παρέχει συνεχῶς ἐπὶ δεκαετίες ὁλόκληρες ὁ Θεὸς μὲ τὰ πολλὰ καὶ ἐξαιρετικὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ χάρισε, καθὼς καὶ μὲ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα πραγματοποιεῖ ἡ χάρη Του διὰ μέσου αὐτοῦ. Ὃν δὲ ὁ Θεὸς ἡγίασε, τίς δύναται νὰ ἀμφισβητήσει; «Τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν» (Ῥωμ. 8, 33). Ἑπομένως «εἰ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἀνθρώπων λαμβάνομεν, ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ μείζων ἐστίν» (Α΄ Ἰωάν. 5, 9).
Συχνά πυκνά, στα όρια της σύγχρονης Ορθοδοξίας, κυριαρχεί η αίσθηση και η εικόνα ενός αυξανόμενου ψυχολογικού πεσιμισμού, που ανακαλύπτει παντού και πάντα ασχήμιες, εχθρούς της πίστεως, έλλειψη θαυματουργίας, απουσία αισθητικής, απουσία ειλικρινούς ευσέβειας, απουσία πραγματικής χριστιανικής ζωής[1]. Έτσι, αναπτύσσονται απόψεις και στάσεις άκρως αναχωρητικές, που θεωρούν ότι η εδώ ζωή δεν μπορεί παρά να είναι μία παραίσθηση, μία αναπόφευκτη και συνεπώς αναγκαία συνθήκη για να περάσει κανείς απέναντι, στη ζωή μετά το θάνατο. Κατά συνέπεια, λοιπόν, η αγωνία όλων εκείνων που αντιμετωπίζουν έτσι τα πρόσωπα και τα πράγματα προσδιορίζεται στο στένεμα και από το στένεμα της εδώ ζωής και στην αναζήτηση, τη μανιώδη έως και αγχωτική αναζήτηση, απάντησης στο ερώτημα εάν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Άμεσος στόχος τους, σκοπός βιαστικός άσκοπος, όπως λέγει ο ποιητής, η απόδραση τους από την εδώ πραγματικότητα και η κίνησή τους προς το άλλο, το μετά, το ειδωλοποιημένο επέκεινα που γεννά η απουσία του εδώ, η αδυναμία να ανακαλύπτει και να αναγνωρίζει το δημιούργημα τον Δημιουργό παντού και πάντα, είτε στον κεραυνό είτε στη φωτιά είτε στην αύρα τη λεπτή[2].
Περπατώντας τις τελευταίες ημέρες στους δρόμους της Μητέρας Θεσσαλονίκης σταμάτησα μπροστά σε τοίχο κατεδαφιστέου κτηρίου, όπου με τεράστια γράμματα αναγράφονταν το εξής σύνθημα: «Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;». Δεν ξέρω ποιος το έγραψε, μπορώ όμως να φανταστώ αυτά τα παιδιά με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια, τα παιδιά του λεγόμενου περιθωρίου. Αυτούς τους νέους που νιώθουν να περνά καθημερινά από τα χέρια τους ολάκερη η θάλασσα χωρίς αυτοί να μπορούν να κρατήσουν μια στάλα της. Τα παιδιά που καλούνται να πετάξουν σ’ έναν κόσμο χωρίς ουρανό. Ένιωσα τότε ότι εδώ υπάρχει, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει, μια βαθιά συγγένεια αυτών των παιδιών με τα άλλα παιδιά, αυτά για τα οποία μας μιλάει ο δωροδότης Χριστός και προς την παιδικότητα των οποίων μας καλεί. Φωτίσθηκε, λοιπόν, τότε και με άλλον τρόπο, η αίσθηση που ήδη υπήρχε μέσα μου, ότι η παιδικότητα, ως αθωότητα και παρθενία υπάρξεως, είναι η προϋπόθεση, η μόνη προϋπόθεση για να εισέλθει κάποιος στη βασιλεία των ουρανών. «Και είπεν», σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, μεταφέροντας τα λόγια του Ιησού, «αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστιν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών. Και ος εάν δέξηται εν παιδίον τοιούτο επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται· ος δ΄αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός περί τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης»[3].
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η αλήθεια ενός τέτοιου κειμένου συγκλονίζει την ύπαρξη και στέλνει μηνύματα για πολλούς αποδέκτες. Τα παιδιά της βιβλικής διηγήσεως και συνεπώς όλα τα μικρά και μεγάλα παιδιά του κόσμου νιώθουν πολλές φορές να βρίσκονται ανάμεσα Σκύλα και Χάρυβδη. Ανάμεσα ενός συνεχώς αυξανόμενου αντικοσμικού, αντιανθρωπιστικού και συνεπώς αντίθεου «εκκλησιαστικού» αναχωρητισμού και ενός άκρως ειδωλοποιημένου υλισμού, που επιτρέπει τη λατρεία του τέρατος του αυτοερωτισμού και της εξαχρείωσης[4]. Λείπει, δίχως άλλο, η όραση του αοράτου, η προφητική ματιά, η αναφορικότητα που ανοίγει την ύπαρξη εδώ και τώρα στο θαύμα. Απουσιάζει η παιδική απλότητα που φανερώνει την ύπαρξη ως ύπαρξη που αναπνέει και συνεπώς κοινωνεί διά του μυστηρίου της εκπλήξεως τον συνεχώς εκπλήσσοντα Θεό.
Ως συνεπή κατάληξη όλων των παραπάνω θα θεωρούσε ο βιαστικός ακροατής, ο μένων στην επιφάνεια των φαινομένων, την εκ μέρους μου απόρριψη του ασκητικού αναχωρητισμού. Ουδέν αναληθέστερον. Και τούτο το γνωρίζει εκείνος που γονατίζει ενώπιον αυτών των παιδιών, το γνωρίζουν εκείνοι που ποιούν καθημερινώς παιδικότητα, εκείνοι που η ψυχή τους γίνεται συνεχώς παιχνίδι του ανέμου προκειμένου να δουν τη δόξα του πραγματικού. Εκείνοι που εγκατέλειψαν διαμιάς τη βεβαιότητα και την ασφάλεια της σύμβασης, ως άλλοι «βεβαιόπιστοι», προκειμένου να κινδυνέψουν στο «πέλαγος της αυταπαρνήσεως» για χάρη της έσχατης κοινωνίας με τον προσωπικό Θεό της Βίβλου και των Πατέρων της Εκκλησίας, για χάρη της αγάπης[5]. Μια κοινωνία που προϋποθέτει και συνάμα ενισχύει την παιδικότητα και όσα από αυτή απορρέουν.
Και για να γίνω περισσότερο σαφής οφείλω να σημειώσω ότι ο αναχωρητισμός τούτος, ο ασκητικός αναχωρητισμός και εξάπαντος όχι ο αναχωρητισμός των «καθαρών»[6], που προκύπτει από κάθε είδους ψυχολογισμούς και ηθικισμούς, που γεννούν αισιοδοξίες ή απαισιοδοξίες, αναφέρεται σε όλους όσοι μέσα από το μυστήριο της ελπίδας αναζητούν το κάλλος εντός ενός κόσμου που ταλανίζεται από τις αλλοτριώσεις, τις παραμορφώσεις που γεννά το μεσοβέζικο και οι ασχήμιες του κακοτέχνη[7]. Πρόκειται δηλαδή για τροπικό και όχι κατανάγκην τοπικό αναχωρητισμό· αναχωρητισμό από τα είδωλα που γεννά η απώλεια της αναφοράς, η απώλεια της σχέσης, η απώλεια της ανθρωπινότητας. Εάν ο Θεός χάνεται, χάνεται γιατί χάνεται από τα μάτια των ανθρώπων ο άνθρωπος και η κτίση. «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα η γη,/ Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη», αναφωνεί ο ποιητής Γιώργος Θέμελης και συνεχίζει, «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο ουρανός./Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή/Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα./Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θάταν,/Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη./Τι σάρκα θάπαιρνε για να φανεί/Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο/Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,/Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα./Τι ράπισμα κ’ αίμα, ποιο μαρτύριο/Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:‘Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός’./Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς/Ταφή και θρήνο-δίχως ανάσταση./Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο θάνατος».[8]
Βαθιά εκκλησιαστική η αναφορά του Θέμελη συμποσώνει την αλήθεια της βιβλικοπατερικής παράδοσης και προοδοποιεί μια σύγχρονη και συνάμα τόσο παλιά ολιστική θεώρηση που διά της φιλανθρωπίας οδηγεί στη φιλοθεΐα. Μιας τέτοιας φιλανθρωπίας και φιλοθεϊας εκφραστής υπήρξε δίχως άλλο ο μέγας ασκητής, ο μακαριστός γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής, η χάρις του οποίου μας συνάζει αυτές τις ημέρες επί το αυτό.
Πρόκειται ουσιαστικά για πρόσωπο που φανερώνει εξαιρέτως ότι το κάλλος το ασκητικό, που εξάπαντος δεν περιορίζεται στους ασκητές και σε αυτό το σημείο ο γέρων είναι ξεκάθαρος[9], δεν βρίσκεται στον αντίποδα του ασκητισμού, αλλά τουναντίον αποτελεί την καλλίστη έκφρασή του ίδιου του τρόπου του.
Συνεπής συνεχιστής μιας ζώσας παράδοσης ο αγιορείτης πατέρας, ως άλλος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, αναγνωρίζει σε κάθε βήμα του ότι ο αγαθός Θεός είναι αγάπη και αγαπητόν, είναι φως και ζωή, είναι κάλλος και ωραιότης, είναι τέλος έρως, που αιχμαλωτίζει την ύπαρξη και την οδηγεί σε μια ζωή συνεχούς θαυμασμού[10]. Έτσι κάθε καλλοποιός ενέργεια του ανθρώπου εντός του διασπασμένου κόσμου δεν αποτελεί παρά ανταύγεια του όντως καλού, της αληθινής ωραιότητας, του προστάτη Θεού.
Εκπληκτική φανέρωση μιας τέτοιας αλήθειας, που καινοποιείται όμως μέσα από τη σύνδεσή της με την τριαδική παιδικότητα, αποτελεί η εκ μέρους του γέροντα περιγραφή της εμπειρίας συνάντησής του με τον Τριαδικό Θεό σε ώρα προσευχής, στο καλύβι του στα Κατουνάκια. Έλεγε σχετικά: «Βρισκόμουν βυθισμένος στον εαυτό μου…και πρόσεχα την γλυκύτητα της ευχής. Ξαφνικά γέμισα από φως που σιγά σιγά αυξήθηκε, ώστε όλος ο τόπος έγινε φως. Αυτό βέβαια δεν ήταν όπως το φως της ημέρας που βλέπουμε. Τότε παρουσιάστηκαν τρία παιδάκια ηλικίας έξι ως οκτώ ετών, όμοια κατά πάντα στη μορφή και τα χαρακτηριστικά τους. Ήταν τόσο χαριτωμένα και τόσο ωραία, που η θέα τους αιχμαλώτιζε όλες τις αισθήσεις μου. Δεν ένοιωθα τίποτα άλλο. Μόνο θαύμαζα. Ήταν σε μικρή απόσταση από μένα, μερικά μέτρα, και βάδιζαν προς το μέρος μου με τον ίδιο ρυθμό, με το ίδιο βήμα, με την ίδια κίνηση. Οι κινήσεις και τα χαρακτηριστικά τους ήταν σαν να ήταν ένα, αλλά ήταν τρία. Έψαλλαν μελωδικώτατα το <όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούϊα>. Όταν με πλησίασαν, νόμιζα ότι αν άπλωνα τα χέρια μου θα τα έφτανα. Πήγαν πάλι ρυθμικά προς τα πίσω, χωρίς να γυρίζουν την πλάτη και συνέχισαν με τον ίδιο ύμνο. Στο <αλληλούϊα> με ευλογούσαν με τα χεράκια τους, καθώς κάνει ο ιερέας[11]…Εγώ δε έλεγον διαλογιζόμενος· πού έμαθαν τόσον μικρά να ψάλλουν τόσον ωραία και να ευλογούν; Χωρίς να έλθη στον νουν μου ότι εις το Άγιον Όρος δεν υπάρχουν τόσον μικρά και τόσον ωραία παιδάκια. Και ούτως πάλιν, ως ήλθον, έφυγαν να υπάγουν να ευλογήσουν και άλλους. Και εγώ έκθαμβος, ημέρες παρήρχοντο να διαλυθή η χαρά, να εξαλειφθούν από την μνήμην μου. Αλλά μήτε εξαλείφονται ποτέ τα τοιαύτα»[12].
Δίχως δυσκολία αναγνωρίζει κάποιος, από ένα τόσο ευαίσθητο κείμενο, ότι η περί κάλλους διδασκαλία του ησυχαστή έχει ρίζες τριαδοκεντρικές και ως εκ τούτου χριστοκεντρικές. Πρόκειται δηλαδή για μια αισθητική με αναφορά, μια φιλόκαλη αισθητική, όπως αυτή συναντάται σε όλες τις φάσεις της Εκκλησίας του Χριστού, που ξεκινά από τη δημιουργία και πορεύεται δοξολογικά και συνάμα ασκητικά στα έσχατα. Η ωραιότητα του τριαδικού Θεού, στην περίπτωσή μας των τριών μικρών παιδιών, σε συνδυασμό με την ωραιότητα του δοξολογούμενου σαρκωμένου Λόγου του Θεού Πατέρα, του Χριστού, αποτελούν τη βάση για να ντύσει κανείς τη γύμνια του, να ντυθεί δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό και μέσα από μια τέτοια σχέση να παραδοθεί «αυτεξουσίως», δηλαδή διά της λειτουργίας του μυστηρίου της «γνωμικής εκχωρήσεως», σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή[13], στην αιχμαλωσία της θεωρίας, σε μια συνεχή έκπληξη, σε έναν ακραίο ερωτικό θαυμασμό που «καταλάμπεται από τη θεία Χάρη»[14].
Σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι να τονισθεί ότι ο γέροντας δεν κάνει λόγο για κατάργηση των αισθήσεων, αλλά για «καθαγνισμό»[15], αιχμαλωτισμό τους από το ωραίο[16]. Έτσι μέσα από μια τέτοια ερμηνεία καταλαβαίνει κάποιος πόσο αφελής είναι η άποψη που πολλές φορές παρουσιάζεται με κύρος και βεβαιότητα, και η οποία αβασάνιστα ταυτίζει την «κατάπαυση» των αισθήσεων με τον μηδενισμό τους. Καταλαβαίνει ακόμη πόσο δίκαιο είχε ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς, ο πατριάρχης της σερβικής Ορθόδοξης θεολογίας, όταν στο κλασικό έργο του Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σημείωνε τα εξής αποκαλυπτικά και προφητικά για το θέμα μας: «Η αίσθηση…Ποιός μπορεί να μου εξηγήσει αυτό το μυστήριο που υπάρχει εντός μου, την αίσθηση; Μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε αίσθηση, ποιός ξέρει ποια αινίγματα και ποια μυστήρια έχει ενώσει και έχει συγχωνεύσει ο Θεός!…Αίσθηση! Θαυμαστό και φοβερό δώρο. Δι αυτής ο παράδεισος αποδεικνύεται παράδεισος, και η κόλαση κόλαση, δι αυτής ο πόνος φανερώνεται ως πόνος, και η μακαριότητα ως μακαριότητα, η λύπη βιώνεται ως λύπη, και η χαρά ως χαρά, η απόγνωση ως απόγνωση, και η έξαρση ως έξαρση. Διότι, τι είναι κόλαση; Αίσθηση άνευ του Θεού Λόγου, αίσθηση εκ της οποίας εξεδιώχθη ο Θεός. Και τι είναι παράδεισος; Αίσθηση του Θεού, αίσθηση ανακραθείσα μετά του Θεού και πληρωθείσα υπό του Θεού Λόγου. Πράγματι κόλαση είναι η ά-θεος (α-θεωμένη), η «καθαρά αίσθηση», ενώ παράδεισος είναι η λογοποιημένη, η χριστοποιημένη, η θεανθρωποποιημένη αίσθηση»[17].
Στην ίδια γραμμή στοιχώντας και ο γέροντας φανερώνει εδώ, όπως και παντού, μια θεολογία που στηρίζεται στο «άπλωμα», στο «πλάτεμα» και εξάπαντος όχι στο στένεμα της ύπαρξης[18]. Έτσι, ο άνθρωπος του Θεού, ο φίλος Θεού βάζει «αρχή αισθήσεως εν Θεώ»[19], καθίσταται, ως άλλη Θεοτόκος, χωρίον και χώρα του αχωρήτου και φανερώνει την ύπαρξή του ως τόπο λειτουργίας του παράδοξου και της αμφισημίας, που διώχνει μετά μανίας την τακτοποίηση και το βόλεμα σε σχήματα ιδανικά, αλλά οπωσδήποτε γυμνά από αλήθεια, φως, ομορφιά και έρωτα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η μεταμόρφωση και ο μετασχηματισμός δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την ελευθερία και η ελευθερία χρειάζεται ολάκερο τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που φανέρωσε ο Χριστός με τη σάρκωσή του. Τον άνθρωπο που ανέδειξε ο Χριστός με την ανάστασή του[20]. Εκείνο που «τιμάται και βραβεύεται», παρατηρεί ο γέροντας και αποτινάζει με μιας από πάνω του κάθε τυπολατρία και κάθε νομικισμό, δεν είναι «η τήρηση των εντολών, αλλά η πίστη στον Θεό, για χάρη του οποίου αποφάσισε κάποιος και ενήργησε»[21]. Σε κάθε άλλη περίπτωση εκείνο που θα κυριαρχεί θα είναι ο μερισμός και η διαίρεση, η έκπτωση και η ηθικιστική θρησκειοποίηση της Εκκλησίας έτσι όπως τη φανέρωσαν παλιοί ηθικιστές, όπως ο Νεστόριος, ο Απολινάριος και άλλοι. Άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η Εκκλησία δεν είναι χώρος αφαίρεσης μήτε χώρος διόρθωσης, αλλά χώρος πρόσληψης, χώρος μεταμόρφωσης, χώρος ένωσης του κτιστού με το άκτιστο, χώρος αίσθησης του Θεού, χώρα του αχωρήτου. «Οπόταν λοιπόν η χάρις πληθυνθή εις τον άνθρωπον», σημειώνει ο γέροντας, «και γνωρίζη όλα τα γεγραμμένα, ως είπομεν, έρχεται εις μεγάλην απλότητα· ο νους του απλώνει έχων Μεγάλην Χωρητικότητα»[22], «πλατύνεται και περισσεύει», όλα γίνονται φως και ο προσευχόμενος καταξιώνεται την όραση του αοράτου.[23] Και αλλού παρατηρεί: «Αυτό το φως τον μεταμορφώνει (εν. τον προσευχόμενο) και τον μετασχηματίζει στην δική του υπερφυσική λεπτότητα, οπότε δεν αισθάνεται ούτε βάρος, ούτε πάχος, ούτε κανένα αδιάβλητο πάθος· έπειτα αρπάζει τον νου του όπου η θεία Χάρις θελήσει, ενώ δεν λειτουργούν ούτε οι αισθήσεις ούτε ο νους που ακολουθεί την πορεία του αγίου φωτός. Θαυμάζει, εκπλήσσεται…Η αγάπη του Θεού κατακλύζει την αίσθησή του, νοιώθει τον Θεό παρόντα, αναπνέει την αίσθησή Του και ψηλαφεί και κρατεί τον ακράτητο…Αυτό το φως είναι υπέρλογο, υπερούσιο, ασύλληπτο, και τόσο μόνο μπορεί να χωρέσει στον ανθρώπινο νου, όσο αυτό το ίδιο τον πλαταίνει…μετέχει ολοκληρωτικά σε μια απέραντη πανευτυχία»[24].
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια «μυστηριακή» θεώρηση του άκτιστου κάλλους, ως έκφραση έρωτος μανικού[25], σχετικοποιεί, αλλά αλίμονο δεν υποβαθμίζει, πολύ περισσότερο μάλιστα δεν μηδενίζει, δεν αφανίζει τη σχέση του γέροντος με το κτιστό καλό[26]. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί ο ησυχαστής πατέρας τονίζει ότι ο κόσμος ολάκερος είναι ο κόσμος του Θεού, τον οποίο ο Δημιουργός δημιούργησε «λίαν καλόν»[27]. Εάν η σχέση του Θεού με το δημιούργημά του, λογικό και άλογο είναι σχέση «συγκαταβάσεως» και «συμπαθείας», πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετική η σχέση του γέροντος με αυτό[28];
Με άλλα και απλούστερα λόγια, οφείλει κανείς να ομολογήσει ότι η θεοκεντρική, τριαδοκεντρική και ταυτόχρονα χριστοκεντρική κατανόηση του κάλλους από τον γέροντα του επιτρέπει να ανακαλύπτει μέσω των γεγυμνασμένων του αισθητηρίων το κάλλος και το καλό στις πολύμορφες εκφάνσεις του[29]. Να ανακαλύπτει δηλαδή και να αποκαλύπτει το κάλλος της Παναγίας Μητέρας του Θεού, το κάλλος των Αγίων, το κάλλος των αγγέλων, το κάλλος της ευχής, το κάλλος του Παραδείσου, αλλά και το κάλλος του ανθρώπου, το κάλλος των ζώων και των πουλιών, των φυτών, των δέντρων, το κάλλος [30] της κτίσης ολάκερης. Η σχέση του με τον κόσμο, όπως και η σχέση του με τον Θεό, είναι σχέση φιλίας και έρωτος, σχέση ειρήνευσης[31]. Και η καρδιά του μια καρδιά αγαπώσα, μια καρδιά που ξεχειλίζει από αγάπη. «Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπαστώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας»[32]. Δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτή η σχέση, αυτός ο θείος έρωτας δεν επιτρέπει στον άρχοντα του αιώνος τούτου να στρέψει, όπως άλλωστε συνηθίζει, τα πράγματα του κόσμου εναντίον του ανθρώπου, μειώνοντας την πίστη του προς τον Θεό, ανατρέποντας τις πεποιθήσεις του και διαψεύδοντας τις ελπίδες του[33]. Ο Γέροντας μένει «επ’ ελπίδι»[34], «βλέπει τα πράγματα εις την φύσιν τους…Το κάθε πράγμα στέκει φυσικώς στην πραγματικήν του αλήθειαν»[35] και τούτο το φανερώνει με κάθε τρόπο. Γράφει σχετικά και αποκαλύπτει το πρόσωπο τούτης της ελπίδας του: «Αφού είναι διαρκώς παρών ο Θεός, διατί ανησυχείς; Εν αυτώ ζώμεν, κινούμεθα. Εις την αγκάλην του βασταζόμεθα. Θεόν αναπνέομεν· Θεόν περιβαλλόμεθα· Θεόν ψηλαφώμεν· Θεόν εσθίομεν εν Μυστηρίω. Όπου στρέψης, όπου ιδής, παντού Θεός· εν ουρανοίς, επί γης, εις τας αβύσσους, εις τα ξύλα, μέσα στις πέτρες, εις τον νουν σου, εις την καρδίαν σου»[36].
Και αλλού, απαντώντας σε γράμμα που του έστειλε κάποιο πνευματικό του τέκνο, κάποιος ιερέας, ο ησυχαστής πατέρας σημειώνει επιπρόσθετα τα εξής αποκαλυπτικά και συνάμα άκρως ευαίσθητα για το θέμα μας: «Δεύρο λοιπόν, ο αγαπητός μου υιός και πεφιλημένος. Ελθέ το νυν έστω και μίαν ημέραν. Να θεολαλήσωμεν και θεολογήσωμεν, να απολαύσης όπερ νοσταλγείς. Να ακούσης τα άγρια βράχια, τους μυστικούς θεολόγους να σου αναπτύσσουν βαθέα νοήματα και να οδηγούν καρδίαν και νουν προς τον Κτίστην. Μετά την άνοιξιν είναι ωραία εδώ· από το Άγιον Πάσχα έως της Παναγίας τον Αύγουστον. Θεολογούσιν οι άφωνοι θεολόγοι, τα ωραία βραχάκια και όλη η φύσις. Το καθένα με την φωνήν ή την αφωνίαν του. Εάν εγγίσης το χέρι εις ένα μικρόν χορταράκι ευθύς φωνάζει πολύ δυνατά με την φυσικήν του ευωδίαν· ωχ! δεν με βλέπεις, αλλά με εκτύπησες! Και καθεξής τα πάντα έχουν την φωνήν τους, όπου με το φύσημα του αέρος κινούμενα γίνεται εναρμόνιος μουσική δοξολογία προς τον Θεόν. Τι δε είπομεν πλέον διά τα ερπετά και πετεινά πτερωτά; Αφού εκείνος ο Άγιος έστειλε τον μαθητήν του να ειπή τους βατράχους να σιωπήσουν διά να διαβάσουν το Μεσονυκτικόν και τον απάντησαν: Κάνετε υπομονή να τελειώσωμεν τον όρθρον!»[37].
Βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος. Ελπίζω να προσεγγίσαμε στο μέτρο του δυνατού, στα πλαίσια μιας μικρής εισήγησης την φιλόκαλη αισθητική του γέροντος. Αισθητική με αναφορά, αισθητική ολιστική, αισθητική ευχαριστιακής εξομολόγησης[38], που στοχεύει τη μεταμόρφωση της αδοξίας σε δόξα, του ακαλλούς σε κάλλος, της φθοράς σε ζωή, της διαίρεσης σε κοινωνία έρωτος, σε κοινωνία φωτός. Ο γέροντας σε αυτή του την πορεία δεν υπήρξε μόνος. Φίλος του ο Θεός, φίλοι του οι συγγραφείς της Βίβλου, φίλοι του οι Πατέρες της Εκκλησίας, όλοι αυτοί που φανερώνουν με τον τρόπο τους ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι Εκκλησία μεταμόρφωσης και δοξασμού[39].
«Ένιωσα το χέρι του Θεού πάνω μου», σημειώνει ο προφήτης Ιεζεκιήλ και συμποσώνει τα πράγματα, «κι ήταν το πνεύμα του που με έβγαλε έξω και με οδήγησε σε μια πεδιάδα, γεμάτη με οστά ανθρώπινα· και με γύρισε πάνω από αυτά. Κι ήταν πάμπολλα, αποξηραμμένα πέρα για πέρα, απλωμένα στην πεδιάδα. Μου είπε, λοιπόν, ο Κύριος· υιέ ανθρώπου, μπορούν τούτα τα οστά να ζωντανέψουν; Κι εγώ απάντησα· αυτό το ξέρεις εσύ, Κύριε. Τότε μου είπε· προφήτεψε γι’ αυτά τα οστά, και πες σ’ αυτά· ακούστε το λόγο του Κυρίου, οστά αποξηραμμένα· σας λέει τα εξής· θα σας δώσω πνοή ζωής και θα σας προικίσω με νεύρα και θα σας ντύσω με δέρμα και θα χαρίσω την πνοή μου σε σας, και έτσι θα ζωντανέψετε· και θα δείτε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Προφήτεψα, λοιπόν, καθώς με πρόσταξε. Κι ενώ προφήτευα, έγινε σεισμός, κι ο Κύριος μάζευε τα οστά και έβαζε το καθένα στην οικεία θέση του αρμονικά. Και να, βλέπω να φυτρώνουν νεύρα και σάρκες, και δέρμα απλωνόταν πάνω τους, αλλά πνεύμα δεν υπήρχε ακόμη. Και τότε μου είπε· προφήτεψε για το πνεύμα, και πες σ’ αυτό· ο Κύριος μου λέγει τα εξής· από τις τέσσερις γωνιές των ανέμων έλα και φύσηξε πνοή σ’ αυτούς τους νεκρούς, έτσι ώστε να αναστηθούν. Προφήτεψα αμέσως, καταπώς με πρόσταξε· κι ήλθε σ’ αυτούς το πνεύμα κι αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους, μία σύναξη απέραντη»[40].
[1] Μία τέτοια στάση αποτελεί για τον γέροντα Ιωσήφ απόδειξη απουσίας αληθινής πνευματικότητας, απόδειξη συστολής της χάριτος . Αντίθετα, όπως σημειώνει, ο προσευχόμενος άνθρωπος: «Τα πρώτα όπου αισθάνεται είναι χάρις Θεού, η οποία, όταν έρχεται, γίνεται ο άνθρωπος πνευματικός. Και όλα του φαίνονται καλά και ωραία. Τότε όλους αγαπά, έχει κατάνυξιν, δάκρυα, θέρμην ψυχής», Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, έκδ. Ι.Μ. Φιλοθέου, Άγιον Όρος 2003, σ. 52 και σ. 56: «Διότι τότε η χάρις συστέλλεται προς δοκιμασίαν. Και η λαμπάδα σβέννυται. Και τα νυν ωραία φαινόμενα –όπου πράγματι είναι ωραία- τότε φαίνονται άσχημα, μαύρα και σκοτεινά».
[2] Βασιλ. Γ΄ 19, 10-12: «Και είπεν Ηλιού· ζηλών εζήλωκα τω Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλιπόν σε οι υιοί Ισραήλ· τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου λαβείν αυτήν. Και είπεν εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τω όρει· ιδού παρελεύσεται Κύριος, και πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος· και μετά το πνεύμα συσσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος· και μετά τον συσσεισμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος· και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος». Πρβλ. Ν. Α. Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Σημεία νοήματα αποτυπώματα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 90εξ.· Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 168: «Εύχομαι, τεκνία μου, και δέομαι εκ βαθέων η θεία μυρίπνοος χάρις ως αύρα λεπτή, ως μυροβόλος θεία πνοή να πνέη διηνεκώς ανάμεσον υμών ευωδιάζουσα, οσίας ψυχάς, αγιάζουσα ασκητικά σώματα», και σ. 209.
[3] Ματ. 18, 3-6.
[4] Θαυμάσιες παρατηρήσεις για το θέμα βλ. στο Α. Σμέμαν, Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος, εκδ. Εν πλω, μτφρ.-επιμ. Έκδοσης Β. Αργυριάδης, Αθήνα 2004, σ. 24εξ.
[5] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Βίος – Διδασκαλία – Η «Δεκάφωνος Σάλπιγξ», εκδ. Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2001, σ. 95
[6] Αναφερόμενος σε σχετικά θέματα επιζήμιας, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας (βλ. Ερμηνεία ή υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον 4, PG73, 584D-585A), ευλάβειας, ο βιογράφος του ησυχαστή πατέρα γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός σημειώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «Βασικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητος αυτής είναι ότι η αδιαφορία και η νοθεία των υγιών διαστάσεων του μυστηρίου της εν Χριστώ τελειότητος εξαπλώνονται επικίνδυνα, ενώ συγχρόνως παραμελείται και η ίδια η ιερωτάτη Αθωνική παράδοση. Από εδώ προέκυψε ως καθήκον η υπόμνηση ακριβεστέρων βιωμάτων από ευλαβείς και αγωνιστές Γέροντες για την δικαίωση αυτών που εξακολουθούν να ζουν με το πνεύμα τους στα αγαπητά σκηνώματα του ιερού αυτού τόπου», Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 236-237. Πρβλ. Χ. Α. Σταμούλη, Κάλλος το Άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 200-201.
[7] Για την ταύτιση του διαβόλου με τον κακοτέχνη και της ενέργειάς του με την κακοτεχνία, βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 80. Πρβλ. Χ. Α. Σταμούλη, Η τέχνη της θεολογίας και η θεολογία της τέχνης, Φύση και αγάπη και άλλα μελετήματα, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1999, σ.129-130.
[8] Γ. Θέμελης, De rerum natura, Ποιήματα Ι, σ. 118.
[9] Πέρα από τις ρητές αναφορές σε τούτη την πραγματικότητα, την αλήθεια του πράγματος αποδεικνύει η συχνή αλληλογραφία του γέροντος με λαϊκούς και η εκ μέρους του προτροπή τους σε μια τέτοια προσπάθεια.
[10] Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 4, PG 3, 701C-713A. Για μια πρώτη προσέγγιση της διδασκαλίας του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη για το κάλλος βλ. Χ. Α. Σταμούλη, Κάλλος το Άγιον, σ. 135-159.
[11] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 53-55.
[12] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 228.
[13] «Ζω γαρ ουκέτι εγώ× ζη γαρ εν εμοί Χριστός. Μη ταραττέτω δε υμάς το λεγόμενον. Ου γαρ αναίρεσιν του αυτεξουσίου γίνεσθαί φημι, αλλά θέσιν μάλλον την κατά φύσιν παγίαν τε και αμετάθετον, ήγουν εκχώρησιν γνωμικήν, ιν’ όθεν ημίν υπάρχει το είναι και το κινείσθαι λαβείν ποθήσωμεν, ως της εικόνος ανελθούσης προς το αρχέτυπον, και σφραγίδος δίκην εκτυπώματι καλώς ηρμοσμένης τω αρχετύπω, και άλλοθι φέρεσθαι μητ’ εχούσης λοιπόν μήτε δυναμένης, ή σαφέστερον ειπείν και αληθέστερον, μήτε βούλεσθαι δυναμένης, ως της θείας επειλημμένης ενεργείας, μάλλον δε Θεός τη θεώσει γεγενημένης, και πλέον ηδομένης τη εκστάσει των φυσικώς επ’ αυτής και όντων και νοουμένων, δια την εκνικήσασαν αυτή χάριν του Πνεύματος, και μόνον έχουσα ενεργούντα τον Θεόν δείξασα, ώστε μίαν και μόνην δια πάντων ενέργειαν, του Θεού και των αξίων Θεού, μάλλον δε μόνου Θεού, ως όλον όλοις τοις αξίοις αγαθοπρεπώς περιχωρήσαντος», Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1076BC. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 209.
[14] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 55.
[15] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 279: «Και όταν εν υπακοή και τη ησυχία καθαγνίση τας αισθήσεις και γαληνιάση ο νους και καθαρισθή η καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν και γνώσεως φωτισμόν. Γίνεται όλος φως, όλος νους, όλος διαύγεια». Αλλού ο καθαγνισμός ονομάζεται «καθαρότητα», βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 280, αλλού «αλλοίωση», βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 109 και αλλού «ευταξία», βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 140.
[16] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 154: «Οπότε μη δυνάμενος ο καταλήπτης να κρατήση το πυρ της αγάπης, καταπαύουσιν οι αισθήσεις και αρπάζεται εις την θεωρίαν. Μέχρις εδώ είναι αι κινήσεις της ιδίας του ανθρώπου θελήσεως. Πέραν τούτου δεν εξουσιάζει πλέον αυτός μήτε γνωρίζει τον εαυτόν του. Διότι ηνώθη πλέον αυτός με το πυρ, όλος μετουσιώθη, θεός κατά χάριν».
[17] Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. «Αστήρ», Αθήνα 1981, σ. 32-34. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 234: «Η αγάπη του Θεού κατακλύζει την αίσθησή του, αναπνέει την αίσθησή Του και ψηλαφεί και κρατεί τον ακράτητο».
[18] Στις περισσότερες περιπτώσεις όταν ο γέροντας στρέφεται εναντίον του σώματος ή της ύλης, χρησιμοποιώντας ακόμη και ακραίες ασκητικές μεθόδους, στρέφεται εναντίον των παθών, τα οποία ονομάζει «ύλη σκληρά», βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 205. Έτσι κατά βάση η προτροπή του για το πέρασμα από την ύλη στην αϋλία είναι προτροπή για πέρασμα από τα πάθη στην εν Θεώ απάθεια, βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 208. Εντούτοις, στοιχώντας με ακρίβεια στην πατερική παράδοση, δεν θεωρεί τη μέθοδό του ως τη μόνη, την αποκλειστική μέθοδο που οδηγεί στην κοινωνία με τον Θεό. Γνωρίζει και αποκαλύπτει, όπως ακριβώς και ο γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, ότι η πνευματική ζωή δεν επαναλαμβάνεται. Άλλο μίμηση και άλλο επανάληψη. Στ’ αλήθεια ο γέροντας ομιλεί για «δημιουργική ανισότητα», που ταυτίζεται με τον «ποικιλότροπο» και εξάπαντος όχι μονότροπο «στολισμό» του ανθρώπου από τον Θεό. Γράφει σχετικά: «Και τούτο είναι αληθώς το υστέρημα όπου πάσχομεν ημείς οι άνθρωποι του ογδόου αιώνος· όπου δεν αναγνωρίζομεν ο εις του ετέρου το χάρισμα. Ο ένας υστερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουσιν όλα. Αυτό όπου έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αναγνωρίσουμε τούτο, πολλή ταπείνωσις γίνεται. Καθότι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, όστις ποικιλοτρόπως εστόλισε τους ανθρώπους και υπέδειξεν ανισότητα εις όλα του τα δημιουργήματα. Όχι καθώς πασχίζουν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντες την θείαν Δημιουργίαν. Ο Θεός τα πάντα εν σοφία εποίησεν», Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 47-48. Παράλληλα ο βιογράφος του σημειώνει: «Με την ευρύτητα της ελευθερίας που τον διέκρινε, δεν δογμάτιζε ποτέ για έναν τρόπο ζωής, παρά την αυστηρότητα της προσωπικής του εμμονής. Απέδιδε ίση σπουδαιότητα σε όλα τα μοναστικά συστήματα του Άθωνα, αρκεί ο φόβος του Θεού να διέπει τον κάθε σκοπό, που πολύ συχνά συνιστούσε σε όσους τον επισκέπτονταν για συμβουλή», Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 241. Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Πνεύματος και Ζωής, εκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1995, σ. 37-38: «Δεν πρέπει να ισχυριζόμαστε ότι επαναλαμβάνουμε την εμπειρία των Αγίων Σιλουανού, Ισαάκ του Σύρου, Συμεών του Νέου Θεολόγου, Γρηγορίου του Παλαμά ή Σεραφείμ του Σαρώφ. Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχει επανάληψη ακριβής, ταυτόσημη, αλλ’ απλώς αναλογία στο πνεύμα, στην ένταση που προϋποθέτει ο λόγος ‘κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου’».
[19] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 372.
[20] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 77: «…και επιστρέψας έλαβε σώμα από τον τάφον,/ ωραίον, αδιάφθορον, ως θησαυρό μεγάλο·/ ολόκαλον, ολόλαμπρον, όλως ηλλοιωμένον, θεόφωτον, θεόσοφον, όλον τεθεωμένον…».
[21] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 98.
[22] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 208-209.
[23] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 138.
[24] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 233-235.
[25] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 79: «…ο Ιησούς τους καθαρούς, όταν τους μακαρίζει/ και ανάβει ο έρως ο γλυκύς προς τον Θεόν και Πατέρα,…». Άκρως ερωτική ορολογία για τη σχέση του με τον Ιησού χρησιμοποιεί ο γέροντας στο ποίημά του Ερωτικά προς τον Ιησούν, βλ. σχετικά Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 85-86. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ,Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 386.
[26] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 39: «…αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω ‘η να σκεφτώ τίποτα άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμενα σκεφτικός…Δεν με απασχολούσε τίποτε από όσα βρίσκονται πάνω στην γη…». Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 235: «Η πραγματική θεωρία προκαλεί τέλεια λησμοσύνη του κτιστού και προσωρινού κόσμου».
[27] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 178: «Και αφού πρώτα γνωρίσωμεν τον Θεόν ως δημιουργόν παντός αγαθού, Πατέρα, προνοητήν και κηδεμόνα ημών, πρέπει να πιστέψωμεν εις Αυτόν εξ όλης ψυχής και καρδίας». Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 330-331: «Ο Θεός παιδί μου έπλασεν τον άνθρωπον από χώμα. Αφού δηλαδή δημιούργησεν όλα τα κτίσματα ωσάν ένα περιβόλι, έκαμε τους φωστήρας, και εστόλισε το στερέωμα. Την σελήνην να άρχη όλων των αστέρων της νυκτός, ωσάν ένας πολυέλεος με φώτα πολλά, μικρά και μεγάλα, στολίζων και ωραίζων τον ουρανόν. Την δε γην με πλήθη δενδρύλια μικρά και μεγάλα. Τα θηρία και ερπετά. Τα πουλάκια παντός μεγέθους, πετώντα υποκάτω του ουρανού. Τα οικιακά ζώα και πτηνά διά την χρήσιν του ανθρώπου. Την θάλασσαν με όλα των ιχθύων τα γένη. Όλα διά να εσθίη και να θαυμάζη ο άνθρωπος. Και επάνω εις όλα αυτά έκαμε τον μέγα φωστήρα· να άρχεται της ημέρας, να θερμαίνη και να περιθάλπη τα πάντα με την θερμότητα όπου έχει· και με το φως του να ωραίζη, και καλλωπίζη τα πάντα. Ο δε άνθρωπος επί τέλους επλάσθη ως βασιλεύς επί πάσιν, ως θεατής κληθείς εν θεάτρω. Ω μεγαλείον! Ω τιμή εις τον άνθρωπον! Όλα τα πάντα υμνολογούν τον Θεόν έμψυχα και άψυχα. Άλλα με την φωνήν τους, άλλα με την κίνησιν των φύλλων τους· το καθένα έχει και ιδίαν φωνήν· και ένα μικρόν χορταράκι, εάν το θλίψης, φωνάζει· η μυρωδιά όπου βγάζει είναι η εδική του φωνή. Όλα αυτά λοιπόν που αναφέρει η Αγία Γραφή, όλα έγιναν διά τον άνθρωπον. Δι’ αυτό και έσχατον πάντων τον άνθρωπον έπλασε, διά να τα ιδή όλα λίαν καλά και να τέρπεται αγαλλόμενος εις την θεωρίαν τους».
[28] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 76. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 136-137: «Η συμπάθεια, ως πρώτος καρπός μιας ψυχής που αγαπά τον Θεό, και η πίστη, ως απόρθητο οχυρό, ήταν οι αιτίες που δεν άφηνε τίποτα στα ταπεινά μας καλύβια…Εκεί όμως που ολοκλήρωνε την ευγνωμοσύνη και την συμπάθειά του ήταν στην προσευχή».
[29] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 375.
[30] Βλ. σχετικά Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 226-230.
[31] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 144: «Ησυχάζουν τα πάθη και ειρηνεύεις με τον εαυτόν σου, με τον Θεόν και με όλην την κτίσιν».
[32] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 123.
[33] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 58.
[34] Πράξ. 26,6.
[35] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 207.
[36] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 181.
[37] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 315. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 1-6.
[38] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 358.
[39] Για τη σχέση του γέροντα με την πατερική παράδοση, βλ. Γέροντος Ιωσήφ,Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική παράδοσις, εκδ. Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1997.
[40] Ιεζεκ. 37,1-10. Η μετάφραση είναι του Νίκου Ματσούκα, βλ. Ν. Α. Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Σημεία νοήματα αποτυπώματα, σ. 386-387.
(στον τόμο, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Άγιον Όρος-Φιλοκαλική Εμπειρία. Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου, εποπτεία Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, εκδ. Ι.Μ. Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2008, σ. 339-353).