Η επιθεώρηση τελείωσε. Οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν με φωνές και βία πίσω στους θαλάμους τους, ο καθένας σύμφωνα με τον αριθμό του, και η πόρτα κλειδώθηκε. Υπήρχε ακόμη χρόνος πριν από τον ύπνο για να κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ανταλλάξουν εντυπώσεις από το στρατόπεδο, να πουν τα νέα της ημέρας, να νικήσουν κάποιον από ντόμινο ή να ξαπλώσουν στις σανίδες της κουκέτας τους και ν’ αναπολήσουν το παρελθόν. Δύο ώρες αργότερα ο ήχος των συνομιλιών ακουγόταν ακόμη, όμως σιγά-σιγά υποχώρησε και βασίλεψε η σιωπή, καθώς οι κρατούμενοι παραδόθηκαν στον ύπνο.
Αρκετή ώρα μετά το κλείδωμα του θαλάμου ο π. Αρσένιος στάθηκε πλάι στα ξύλινα κρεβάτια και προσευχήθηκε· έπειτα ξάπλωσε κι αυτός και συνεχίζοντας την προσευχή αποκοιμήθηκε.
Ως συνήθως, ήταν ένας ύπνος ανήσυχος. Γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα ένιωσε κάποιον να τον σκουντά. Ανακάθισε και αντίκρισε την ανήσυχη σιλουέτα ενός ανθρώπου που ψιθύριζε:
«Πάμε γρήγορα! Ό διπλανός μου πεθαίνει και σε ζητάει!».
Βρήκαν τον ετοιμοθάνατο στην άλλη άκρη του θαλάμου. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα· η αναπνοή του ήταν βαριά και ακανόνιστη, τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά κατά τρόπο αφύσικο.
«Με συγχωρείς… Σε χρειάζομαι… Πεθαίνω…». Κοίταξε τον π. Αρσένιο και πρόσθεσε σταθερά: «Κάθησε».
Ο π. Αρσένιος κάθησε στην άκρη του κρεβατιού. Το φως από τον διάδρομο παίρνοντας σχήμα ανάμεσα από τις κουκέτες φώτιζε αδύναμα το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου κρατουμένου, που καλυπτόταν από χονδρές σταγόνες ιδρώτα. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα, τα χείλη του σφιγμένα από τον πόνο. Ήταν εξαντλημένος και το πρόσωπό του είχε μια νεκρική χλωμάδα. Τα μάτια του όμως ήταν διάπλατα ανοιχτά και κοιτούσαν τον π. Αρσένιο σαν δύο αναμμένοι πυρσοί. Σ’ αυτά τα δύο μάτια αντικατοπτριζόταν τώρα όλη η πορεία της επίγειας ζωής του. Πέθαινε. Άφηνε αυτή τη ζωή κουρασμένος και γεμάτος πόνο. Αλλά κρατιόταν ακόμα από μια τελευταία επιθυμία: να δώσει λόγο για όλα στον θεό.
«Εξομολόγησέ με, συγχώρησε τις αμαρτίες μου. Είμαι μοναχός με μυστική κουρά».
Οι διπλανοί του κρατούμενοι πήγαν να κοιμηθούν αλλού. Όλοι έβλεπαν ότι ο θάνατος είχε φθάσει. Ακόμη και σ’ ένα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων υπήρχε ευσπλαχνία και συμπάθεια για τον ετοιμοθάνατο.
Πλησιάζοντας πιο κοντά στον μοναχό και χαϊδεύοντας τα κοντά, ανακατωμένα μαλλιά του ο π. Αρσένιος έσιαξε την τριμμένη κουβέρτα. Με το χέρι του πάνω στο κεφάλι του μονάχου διάβασε ψιθυριστά τις ευχές και συγκεντρώνοντας την προσοχή του ετοιμάστηκε ν’ ακούσει την εξομολόγηση.
«Η καρδιά μου… Δεν χτυπάει καλά…» ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος μοναχός και λέγοντας το μοναχικό του όνομα, «Μιχαήλ», άρχισε την εξομολόγησή του.
Σκύβοντας πάνω από την ξαπλωμένη σιλουέτα ο π. Αρσένιος παρακολουθούσε με προσοχή την φωνή που μόλις ακουγόταν, ενώ άθελά του κοίταζε μέσα στα μάτια του Μιχαήλ. Μερικές φορές ο ψίθυρος σταματούσε και το μόνο που ακουγόταν ήταν το σφύριγμα από το στήθος του. Ο Μιχαήλ έπαιρνε απεγνωσμένα αέρα από το στόμα του. Άλλοτε πάλι σώπαινε εντελώς και φαινόταν σαν να είχε έρθει ο θάνατος. Τα μάτια του όμως, συνέχιζαν να κινούνται και κοιτάζοντας μέσα σ’ αυτά ο π. Αρσένιος διάβαζε όλα όσα ο ψίθυρος προσπαθούσε να εκφράσει.
Ο π. Αρσένιος είχε εξομολογήσει πολλούς στα τελευταία τους και αυτού του είδους οι εξομολογήσεις ήταν πάντα κάτι το βαθειά συγκινητικό. Τώρα όμως. ακούγοντας την εξομολόγηση του Μιχαήλ, ο π. Αρσένιος έβλεπε ξεκάθαρα ότι μπροστά του βρισκόταν ένας άνθρωπος που είχε φτάσει σε σπάνια επίπεδα πνευματικής τελειώσεως.
Ένας άνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ένας άνθρωπος προσευχής, ένας άνθρωπος που είχε αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό και στον συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοής.
Ένας άνθρωπος δίκαιος πέθαινε και ο π. Αρσένιος άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο ιερέας Αρσένιος ήταν μικρός και ασήμαντος μπροστά του, ότι δεν ήταν καν άξιος να φιλήσει την άκρη των ενδυμάτων του.
Ο ψίθυρος διακοπτόταν όλο και πιο συχνά, αλλά τα μάτια έλαμπαν από ζωή και μέσα τους, μέσα σ’ αυτά τα δυο μάτια, ο π. Αρσένιος, όπως και πριν, τα διάβαζε όλα όσα ο ετοιμοθάνατος λαχταρούσε να εκφράσει.
Στην εξομολόγησή του ο Μιχαήλ έγινε δικαστής του εαυτού του και τον δίκασε αυστηρά, χωρίς έλεος. Μερικές φορές έμοιαζε σαν να απομακρυνόταν απ’ τον εαυτό του, σαν να έβλέπε κάποιον άλλον να πεθαίνει. Κι ήταν εκείνον τον άλλον που δίκαζαν τώρα μαζί με τον π. Αρσένιο.
Ο π. Αρσένιος έβλεπε την επίγεια ζωή του Μιχαήλ σαν ένα καράβι βαρυφορτωμένο με βάσανα και θλίψεις —παλιές και τωρινές— να απομακρύνεται πια απ’ αυτόν και να κατευθύνεται προς τη μακρινή χώρα της λησμοσύνης. Τώρα έμενε μόνο να πετάξει έξω όλα τα άχρηστα, όλα τα περιττά και επουσιώδη και να παραδώσει τα χρήσιμα στα χέρια του ιερέα, που ντυμένος με την δύναμι του Θεού θα του έδινε τη συγχώρηση και την άφεση όλων όσων είχε διαπράξει.
Στα λίγα λεπτά ζωής που του έμεναν ο μοναχός Μιχαήλ έπρεπε να τα παραδώσει όλα στον π. Αρσένιο, να τα απλώσει όλα ανοιχτά μπροστά στον Θεό. να αναγνωρίσει τις αμαρτίες του και έχοντας καθαρίσει τον εαυτό του στο δικαστήριο της δικής του συνειδήσεως, να σταθεί κατόπιν μπροστά στο Κριτήριο του Θεού.
Ένας κρατούμενος πέθαινε, όπως ακριβώς και τόσοι άλλοι είχαν πεθάνει μπροστά στα μάτια του π. Αρσενίου. Τούτος ο θάνατος όμως τον επηρέασε όσο ποτέ κανένας άλλος. Έτρεμε καθώς συνειδητοποιούσε ότι ο Κύριος με το πολύ έλεός Του τον είχε αξιώσει να εξομολογήσει κάποιον που άνηκε στη χορεία των δικαίων.
Τούτη τη φορά ο Κύριος απεκάλυπτε έναν μεγάλο Του θησαυρό, που τόσο καιρό και με τόση αγάπη είχε καλλιεργήσει. Έδειχνε σε ποιά ύψη πνευματικής τελειότητας μπορούν να φθάσουν όσοι αγαπούν τον Θεό με αγάπη ανεξάντλητη. Όσοι σηκώνουν τον ζυγό και το φορτίο του Χριστού και τα βαστάζουν μέχρι τέλους. Όλα αυτά ο π. Αρσένιος τα έβλεπε και τα καταλάβαινε.
Οι απίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις της σύγχρονης ζωής μόνο εμπόδια και προσκόμματα θα μπορούσαν να έχουν προσφέρει στην κατά Θεόν πορεία κάποιου: επαναστατικές ζυμώσεις, προσωπολατρίες, πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, επίσημη αθεΐα του κράτους, ποδοπάτημα της πίστεως, ηθική κατάπτωση, διαρκής αστυνόμευση και καταδόσεις, έλλειψη πνευματικού οδηγού. Η εξομολόγηση του ετοιμοθάνατου μοναχού ωστόσο έδειχνε ότι ένας άνθρωπος με βαθειά πίστη μπορεί όλα αυτά, κάθε τι που θα σταθεί στο δρόμο του, να τα υπερνικήσει και να είναι κοντά στον Θεό.
Δεν ήταν ούτε σκήτη ούτε απομονωμένο μοναστήρι ο χώρος που ο Μιχαήλ είχε διανύσει την κατά Θεόν πορεία του. Αντίθετα, ήταν ο θόρυβος της ζωής, η βρωμιά της, η σκληρή μάχη με τις γύρω δυνάμεις του κακού, την άρνηση και την στρατευμένη αθεΐα. Είχε δεχθεί πολύ λίγη πνευματική καθοδήγησα Υπήρξαν κατά διαστήματα κάποιες συναντήσεις με δύο-τρεις ιερείς και ένας σχεδόν ολόκληρος χρόνος που τον πέρασε χαρούμενα σε στενή επικοινωνία με τον επίσκοπο Θεόδωρο, ο οποίος και τον έκειρε μοναχό. Αλλά μετά από τα δύο-τρία σύντομα γράμματα του επισκόπου απέμεινε μόνο ο ακλόνητος και φλογερός πόθος του να προχωρεί μπροστά, όλο μπροστά, στο δρόμο προς τον Κύριο.
«Ακολούθησα άραγε τον δρόμο της πίστεως; Πήρα σωστά τον δρόμο του Θεού; Ή μήπως έχασα τον δρόμο; Δεν ξέρω», είπε ο Μιχαήλ. Ο π. Αρσένιος όμως έβλεπε ότι ο Μιχαήλ όχι μόνο δεν είχε παρεκκλίνει καθόλου από το δρόμο που του είχε δείξει ο επίσκοπος Θεόδωρος, αλλά είχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολύ σ’ αυτόν, έχοντας φθάσει και ξεπεράσει τους οδηγούς του.
Ολόκληρη η ζωή του Μιχαήλ ήταν μία μάχη «εν πορεία», μία μάχη για πνευματική και ηθική τελείωση μέσα στη βαναυσότητα της σύγχρονης ζωής. Και ο π. Αρσένιος καταλάβαινε ότι ο Μιχαήλ είχε κερδίσει αυτή τη μάχη, τη μάχη που έδωσε μόνος εναντίον του κακού που τον περικύκλωνε. Καθώς έζησε μέσα στον κόσμο, αφιερώθηκε στην επιτέλεση αγαθοεργιών στο όνομα του Κυρίου. Κράτησε μέσα στη καρδιά του σαν αναμμένο πυρσό τα λόγια του Αποστόλου: «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού».
Ο π. Αρσένιος συνειδητοποιούσε το μεγαλείο, την τελειότητα του πνεύματος του Μιχαήλ. Με τον ίδιο τρόπο αναγνώριζε και τη δική του αθλιότητα και ικέτευε θερμά τον Κύριο να δώσει σ’ αυτόν, τον ιερέα Του Αρσένιο, τη δύναμη να ανακουφίσει τα βάσανα του μοναχού σ’ αυτές τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του. Ήταν στιγμές που ο π. Αρσένιος αισθανόταν εντελώς ανήμπορος. Την ίδια ώρα όμως ένιωθε να εμψυχώνεται από την παρουσία του Μιχαήλ, του οποίου η επιθανάτια εξομολόγηση απεκάλυπτε μπροστά του τους θαυμαστούς δρόμους του Κυρίου, διδάσκοντας και οδηγώντας τον στο δρόμο της ολοκληρωτικής αφιερώσεως.
Έφτασε και η ώρα που ο Μιχαήλ είχε πια παραδώσει στον ιερέα -και διά μέσου εκείνου στον Θεό- όλα όσα βάραιναν την καρδιά του. Τα μάτια του κοίταζαν ερωτηματικά τον π. Αρσένιο. Σαν ιερέας, παίρνοντας από τον ετοιμοθάνατο μοναχό το φορτίο των αμαρτιών του και κρατώντας το στα χέρια του, ο π. Αρσένιος έτρεμε· έτρεμε πάλι με την επίγνωση της αναξιότητας και ανθρώπινης αδυναμίας του. Απαγγέλλοντας την συγχωρητική ευχή στο δούλο του Θεού Μιχαήλ μοναχό, ο π. Αρσένιος από μέσα του έκλαιγε. Κατόπιν, μη μπορώντας να κρατηθεί, ξέσπασε σε δάκρυα.
Ο Μιχαήλ σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε προς τον π. Αρσένιο. «Ευχαριστώ… Ειρήνευε… Ήρθε η ώρα… Προσεύχου για μένα όσο πατάς σ’ αυτή τη γη· έχεις ακόμη πολύ δρόμο μπροστά σου… Σε παρακαλώ, πάρε το κασκέτο μου. Εκεί μέσα είναι ένα σημείωμα προς δύο ανθρώπους με μεγάλη ψυχή και μεγάλη πίστη. Πολύ μεγάλη. Όταν αφεθείς ελεύθερος, πήγαινέ τους το σημείωμα αυτό. Σε χρειάζονται και τους χρειάζεσαι… Ράψε πάλι τον αριθμό στο κασκέτο. Και προσεύχου στον Κύριο για τον μοναχό Μιχαήλ».
Σ’ όλη τη διάρκεια της εξομολογήσεως έμοιαζε σαν να ήταν μόνοι τους· σαν τάχα ο θάλαμος και οι ένοικοί του, όλη η ατμόσφαιρα της φυλακής, όλα να είχαν γίνει πολύ απόμακρα· όλα να είχαν περιέλθει σ’ ένα είδος ανυπαρξίας. Παρέμενε μόνο η παρουσία του Θεού, η προσευχή των καρδιών τους και η σιωπηλή πνευματική ένωση που τους έδενε και τους έφερνε ενώπιον του Κυρίου.
Κάθε αγωνία και ταραχή σταμάτησε κάθε τι γήινο χάθηκε. Υπήρχε ο Θεός. Και τώρα η μία ψυχή πήγαινε να Τον συναντήσει, ενώ η άλλη αξιωνόταν να παρακολουθήσει ένα μεγάλο μυστήριο: το θάνατο, την αναχώρηση από τη ζωή.
Ο ετοιμοθάνατος μοναχός κράτησε σφιχτά το χέρι του π. Αρσενίου και προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε με τόση αυτοσυγκέντρωση, ώστε αποξενώθηκε εντελώς από το περιβάλλον. Εσωτερικά ο π. Αρσένιος πλησίασε ακόμα πιο πολύ κοντά του. Με ευλάβεια και χωρίς διαλογισμούς πάλευε ν’ ακολουθήσει τον μοναχό στην προσευχή του.
Έπειτα ήρθε η στιγμή του θανάτου. Τα μάτια του ετοιμοθάνατου φωτίσθηκαν έντονα με μια ήρεμη έκσταση. Τα λόγια του μόλις ακούγονταν: «Κύριε, μη με απορρίψεις!».
Ανασηκώνοντας το κορμί του από το κρεβάτι, ο Μιχαήλ άνοιξε τα χέρια και επανέλαβε δυνατά: «Κύριε! Κύριε!». Άδραξε πάλι μπροστά, αλλά την επόμενη στιγμή έπεσε πίσω ανάσκελα και το κορμί του αμέσως χαλάρωσε.
Συγκλονισμένος ο π. Αρσένιος έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται– όχι για την ψυχή και τη σωτηρία του κοιμηθέντος μοναχού, αλλά για να ευχαριστήσει. Να ευχαριστήσει για το μεγάλο άωρο, να αξιωθεί εκείνο που είναι αθέατο στα μάτια και ακατανόητο στο νου, εκείνο που είναι το πιό κρυφό απ’ όλα τα μυστήρια: τον θάνατο του δικαίου.
Όταν σηκώθηκε ο π. Αρσένιος, έσκυψε πάνω στο σώμα του νεκρού Μιχαήλ. Τα μάτια του ήταν ακόμη ανοιχτά, ακόμη γεμάτα φως. Όμως το φως σιγά-σιγά χλώμιαζε και τη θέση του έπαιρνε μια ανεπαίσθητη καταχνιά. Τα βλέφαρα έκλεισαν αργά, μια σκιά διέτρεξε το πρόσωπο, και στο πέρασμά της εκείνο έγινε αμέσως επιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.
Σκυμμένος πάνω στο λείψανο ο π. Αρσένιος προσευχόταν. Αν και μόλις είχε γίνει μάρτυρα του θανάτου αυτού του νέου μοναχού, δεν ένιωθε λύπη. Αντίθετα, ήταν γεμάτος από ειρήνη και εσωτερική αγαλλίαση. Είχε γνωρίσει έναν δίκαιο του Θεού, είχε γευθεί το έλεος Του, είχε δει τη δόξα Του.
Προσεκτικά ο π. Αρσένιος τακτοποίησε τα ρούχα στο σώμα του νεκρού, έκανε βαθειά υπόκλιση μπροστά του και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη στο θάλαμο ενός στρατοπέδου «με αυστηρό καθεστώς κρατήσεως». Σαν αστραπή πέρασε η σκέψη από το μυαλό του: Αυτό το στρατόπεδο είχε μόλις δεχθεί μια επίσκεψη του Θεού, τον ίδιο τον Κύριο, που είχε έρθει να παραλάβει την ψυχή του δικαίου Μιχαήλ.
Μόνο λίγη ώρα απόμενε μέχρι το εγερτήριο. Ο π. Αρσένιος πήρε το κασκέτο του Μιχαήλ, τύπωσε στη μνήμη τον αριθμό και πήγε να ενημερώσει το θαλαμάρχη για το θάνατο. Ο θαλαμάρχης, ο αρχαιότερος των καταδίκων, ρώτησε τον αριθμό του νεκρού και εξέφρασε τη συμπάθειά του.
Οι θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οι κρατούμενοι έτρεξαν έξω για την επιθεώρηση και μπήκαν γρήγορα σε σειρές. Ο θαλαμάρχης πλησίασε τους επιθεωρητές που στέκονταν στην είσοδο του θαλάμου και ανέφερε: «Έχουμε ένα νεκρό, αριθμός Β 382″.
Ένας από τους επιθεωρητές μπήκε στο θάλαμο, κοίταξε τον νεκρό, σκούντησε το λείψανο με τη μύτη της μπότας του και έφυγε. Δύο ώρες αργότερα έφθασε ένα έλκηθρα για να πάρει το πτώμα. Ένας γιατρός των φυλακών, από τους καλούμενους «εθελοντές εργασίας», μπήκε μέσα, κοίταξε απρόσεκτα το νεκρό σώμα, σήκωσε λίγο το ένα βλέφαρο με το κλεισμένο σε γάντι χέρι του και μ’ ένα τόνο απαρέσκειας είπε στην ομάδα υπηρεσίας: «Γρήγορα, βάλτε το στο κάρο».
Διάφορα πτώματα κοίτονταν ήδη πάνω στο έλκηθρο. Το σώμα του Μιχαήλ μεταφέρθηκε έξω και τοποθετήθηκε πάνω στα άλλα. Ο οδηγός πήρε θέση ισορροπώντας τα πόδια του επάνω στα πτώματα, που είχαν ήδη ξυλιάσει από το κρύο,
Έπεφτε ψιλό χιόνι και καθώς ακουμπούσε στα πρόσωπα των νεκρών, έλιωνε αργά. Ήταν σαν να έκλαιγαν. Κοντά στους θαλάμους στέκονταν ακόμα οι επιθεωρητές, που συζητούσαν με τον γιατρό, οι κρατούμενοι υπηρεσίας και ο π. Αρσένιος που έσφιγγε τα χέρια του στο στήθος και προσευχόταν σιωπηλά.
Το έλκηθρο άρχισε να κινείται. Κάνοντας μια βαθειά υπόκλιση ο π. Αρσένιος ευλόγησε τα άψυχα σώματα και γύρισε πίσω στο θάλαμο. Ο οδηγός τίναξε τα χαλινάρια και έκανε τα άλογα να ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μια βρισιά. Το έλκηθρο απομακρύνθηκε αργά και χάθηκε από τα μάτια μας.
(Αυτό κείμενο είναι μια αληθινή ιστορία μεταφρασμένη από το παράνομο ρωσικό θρησκευτικό περιοδικό Ελπίδα («Ναντιέζντα») αρ. 9. Αποτελεί κεφάλαιο ενός βιβλίου που περιγράφει τη ζωή του π. Αρσενίου, ενός αγίου ιερέα που έδρασε μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.)
. Ἕνας λαϊκὸς ἱεροκήρυκας, θεολόγος, ταξίδεψε κάποτε ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ γιὰ ἕνα νησάκι τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ. Θὰ μιλοῦσε στὸν κεντρικὸ ἱερὸ Ναὸ τῆς πόλεως τὸ βράδυ στὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸ πρωὶ στὴν θεία Λειτουργία.
. Ὁ Ναὸς ἦταν φροντισμένος, περικαλλὴς ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικά, εἶχε πολὺ ὡραῖες βυζαντινὲς εἰκόνες, τέμπλο, ὅλα ὅλα ὡραῖα. Τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ ἱεροκήρυκας ἀφοῦ προσκύνησε τὶς εἰκόνες, χαιρέτησε τὸν χορὸ τῶν ἱεροψαλτῶν καὶ πρόσεξε ὅτι κάποιος ἦταν τυφλὸς στὸ χορό. Προχώρησε πρὸς τὸ Ἱερό, ὁ κόσμος ἦταν λίγος. Ὁ ἱερέας τὸν ἀνέμενε, τὸν καλοδέχτηκε, κι ἐκεῖνος ἀφοῦ ἀσπάστηκε τὸ χέρι του, ἀσπάστηκε καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ κάθισε σὲ μιὰ ἄκρη τοῦ Ἱεροῦ.
. Ὁ Ἑσπερινὸς ἔχει ἀρχίσει. Ὅλα εἶναι σεβαστικά, ὁ ἱερέας ψάλλει μὲ τὴν ἁπαλὴ καὶ φυσικὴ φωνή του, οἱ ψάλτες σὲ χαμηλοὺς τόνους, τὸ θυμιατὸ γλυκά-γλυκὰ ἀντιφωνεῖ στοὺς ἱεροψάλτες. Ὅλα μοιάζουν μὲ τὸν ὕμνο τοῦ Ἑσπερινοῦ, «Φῶς ἱλαρόν». Ὁ ἥλιος στὴν δύση του χύνει τὸ γλυκό του φῶς, σὲ λίγο θὰ δώσει τόπο στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ καὶ τῶν ἄστρων. Ὁ βασιλεύων ἥλιος εἶναι σὰν νὰ ἀγκαλιάζει τὸ μεσοπέλαγο νησάκι.
. Ὁ Ἑσπερινὸς προχωρεῖ, καὶ στὴν ὥρα του ὁ ἱεροκήρυκας κάνει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀρχίζει τὸ κήρυγμα: «Θὰ δοῦμε ἀπόψε ἕνα στίχο τοῦ Ψαλτηρίου», λέει ἀρχίζοντας. «“Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς”. Μὲ τὸ δικό σου δηλαδὴ Φῶς, Θεέ μου, θὰ βλέπουμε. Βλέπουμε μὲ τὸ φυσικὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Βλέπουμε μὲ τὸ φῶς τῶν κεριῶν, τῶν λυχναριῶν, τῶν καντηλιῶν. Βλέπουμε καὶ μὲ τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς.
. Μὴν ἀμφιβάλλετε ὅτι τὸ παλάτι τοῦ Δαβὶδ εἶχε τὸν τελειότερο φωτισμὸ γιὰ τὴν ἐποχή του. Ὅμως γιατί ζητᾶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ; Ὁ Δαβὶδ ζητοῦσε πάντοτε τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ τί νὰ κάνει, πῶς νὰ διοικεῖ τὸν στρατό, πῶς νὰ φροντίζει γιὰ τὸν λαό του, πῶς νὰ καθοδηγεῖ τὸ σπίτι του. Αὐτὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τώρα νὰ ἔλθουμε στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὴν ἐποχή μας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γράφει: Ὁ Δαβὶδ ἦταν καὶ προφήτης· μὲ τὸν στίχο αὐτὸ προανήγγειλε ἀπὸ τότε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ στείλει ὡς φῶς πνευματικὸ τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸ πήραμε ὅλοι μας μὲ τὸ Χρῖσμα μετὰ τὴν Βάπτισή μας καί σὲ κάθε Λειτουργία μετὰ τὴν θεία Κοινωνία ψάλλουν οἱ ψάλτες «Εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν», δηλαδὴ τὸν Χριστό, «ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον».
. Τελείωσε τὸ κήρυγμα καὶ ὁ ἱεροκήρυκας μπῆκε στὸ ἱερό. Μπῆκε καὶ ἕνας ἐπίτροπος καὶ εἶπε στὸν ἱερέα κάτι. Ὁ Ἑσπερινὸς τελείωσε καὶ ὁ ἱερέας λέει στὸν ἱεροκήρυκα: «Θὰ ἔλθει ἕνας κύριος τυφλός, ποὺ θέλει νὰ σᾶς μιλήσει· σᾶς παρακαλῶ νὰ τὸν ἀκούσετε. Ἐγὼ θὰ πάω στὸ γραφεῖο· ὅταν τελειώσετε, θὰ σᾶς δῶ».
. Σὲ λίγο μπαίνει μέσα ὁ τυφλός, συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα ἀγόρι τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἀνεψιό του ἀπὸ ἀδελφή. «Θεῖε», τοῦ λέει, «θὰ περιμένω ἔξω». «Ναί», τοῦ λέει, «νὰ περιμένεις νὰ πᾶμε σπίτι». Ἄρχισε ὁ τυφλός:
. «Θὰ σᾶς πῶ κοντολογὶς τὴν ἱστορία μου. Ἐδῶ γεννήθηκα, ἐδῶ βαπτίστηκα, ἐδῶ πῆρα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως εἴπατε. Ὅταν τελείωσα τὸ σχολεῖο καὶ μπῆκα στὸ Πολυτεχνεῖο, μὲ ἔπιασε κάτι. Ἡ γνώση ἡ γνώση, ἔλεγα, τί ἄλλο ὑπάρχει; Ἄρχισα δειλὰ στὴν ἀρχὴ νὰ νυχτοπερπατῶ στοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας. Ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀγγλία καὶ Γερμανία, ἐκεῖ περπατοῦσα ἄφοβα αὐτοὺς τοὺς δρόμους.
. Μιὰ μέρα πῆγα ἀπὸ περιέργεια στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Λονδίνου. Ἦταν Κυριακή, ἦταν ἡ στιγμὴ τοῦ κηρύγματος. Μιλοῦσε στὸν ἄμβωνα τοῦ Ναοῦ ἕνας κήρυκας ἱερέας, σεμνός. Ὁ λόγος του ἦταν σὰν τὴν ψιλὴ σιγανὴ βροχούλα, ἔπεφτε εἰρηνική, σταθερή. Τὰ λόγια του μὲ συντάραξαν. Μιλοῦσε γιὰ τὸν Ἄσωτο, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ τελικὰ ζοῦσε μὲ τοὺς χοίρους, ἔτρωγε τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄ… σωτος, τί σημαίνει αὐτό; ὅτι ὁ ἄσωτος δὲν ἔχει σωτηρία, δὲν ἔχει τόπο στὸν Παράδεισο. Ὅμως ὁ νέος ἄφησε τοὺς χοίρους, γύρισε στὸ σπίτι του, τὸν καλοδέχτηκε ὁ πατέρας του. Τὸν ἔβαλε πάλι στὸ σπίτι, δηλαδὴ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ κεῖ στὸν Παράδεισο.
. Δὲν ἄντεξα νὰ καθίσω στό Ναὸ περισσότερο, πῆρα δρόμο καὶ ἔφυγα κλαίγοντας. Γύρισα στὴν Ἑλλάδα, ἀγκάλιασα τὴ μάννα μου, τῆς λέω «μάννα, πήγαινέ με στὸν Πνευματικὸ τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Γύρισα, σοῦ λέω, δὲν εἶμαι ἄσωτος!» Μὲ πῆγε κλαίγοντας καὶ αὐτὴ καὶ ἐγώ. Ὁ Πνευματικὸς μὲ ἄκουσε, ἔκλαψε κι αὐτός. Κάποτε μὲ ἄφησε καὶ κοινώνησα, τώρα κοινωνῶ καὶ ψάλλω.
. Ἔπιασα δουλειά. Κάποια στιγμὴ ἔπεσε, λές, κεραυνὸς στὸ κεφάλι μου, πονοκέφαλος φοβερός, πῆγα παντοῦ, Ἑλλάδα ἐξωτερικό. Διαπίστωσαν ὅτι ἔχω ὄγκο στὸ κεφάλι. Ἄρχισα νὰ χάνω τὸ φῶς μου, τέλος τὸ ἔχασα. Κανεὶς ἀπ’ τοὺς γιατροὺς δὲν ἤθελε νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν θεραπεία μου». Ἔκλαιγε ὁ τυφλὸς καὶ ὁ ἱεροκήρυκας. «Ἀκοῦστε», μοῦ λέει, «πήγαινα μὲ τὰ δυό μου μάτια στὸν γκρεμὸ καὶ εἶπε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πάρω τὰ μάτια μήπως ἀρχίσει νὰ βλέπει. Ναί, τώρα βλέπω, δὲν εἶμαι ἄσωτος, βλέπω, βλέπει ἡ ψυχή μου».
. Πέρασαν χρόνια. Πόσα; Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθηκε σὲ ἕνα νησὶ στὸ Ἰόνιο Πέλαγος. Τώρα ἔχει λίγες ψιχάλες ἄσπρες στὸ κεφάλι του. Θὰ μιλήσει στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς πρωτεύουσας τοῦ νησιοῦ τὸ βράδυ. Εἶπε τὰ ἴδια ποὺ εἶχε πεῖ κάποιο Σάββατο στὸν Ἀργοσαρωνικό, μὲ προσθήκη τὴν συζήτηση μὲ τὸν τυφλό. Δὲν εἶπε τὸ ὄνομα τοῦ τυφλοῦ στὸ κήρυγμα. Τὸ κήρυγμα τελείωσε. Ὁ κόσμος φεύγει χαιρετώντας. Ἕνα ζευγάρι περιμένει διακριτικὰ νὰ φύγει ὁ κόσμος, πλησιάζουν τὸν ἱεροκήρυκα.
. «Καλησπέρα σας», λέει ὁ σύζυγος, «ἡ σύζυγός μου σᾶς γνωρίζει. Εἶναι ἀπὸ τὸ νησάκι τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ ὅπου πήγατε κάποιο Σάββατο καὶ μιλήσατε. Εἶναι τὸ μικρότερο παιδὶ τοῦ ξενοδόχου ποὺ σᾶς φιλοξένησε, καὶ τὸ μεσημέρι σᾶς πῆρε ὁ πατέρας γιὰ φαγητὸ στὸ σπίτι τους.
. Πῆρε ἀμέσως τὸ λόγο ἡ σύζυγος: «Ἤμουν κι ἐγὼ στὴν ὁμιλία τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς. Χαρήκαμε τότε ποὺ ὁ πατέρας μου σᾶς ἔφερε στὸ τραπέζι. Τώρα ὅλοι φύγαμε ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔχουμε παντρευτεῖ. Ἔμεινε μόνο ὁ μικρὸς ἀδελφός μου καὶ ἀνέλαβε τὰ ξενοδοχεῖα. Αὔριο φεύγω μὲ τὸν σύζυγό μου γιὰ τὸ νησάκι μας. Στὸν Ναὸ ποὺ μιλήσατε τότε, θὰ γίνει τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ Σωτήρη. Πέθανε κοινωνημένος καὶ λέγοντας: “Πήγαινα μὲ τὰ δυό μου μάτια στὸ χοιροστάσιο τῆς ἁμαρτίας. Εἶπε ὁ Θεός, θὰ τοῦ πάρω τὰ μάτια μήπως ἀρχίσει νὰ βλέπει. Ναί, τώρα δὲν εἶμαι ἄσωτος. Τώρα βλέπω. Βλέπω! Ὁ Θεὸς μὲ παίρνει στὸ σπίτι του, στὴν Βασιλεία του”».
. Ἔκλαιγε τὸ ζευγάρι καὶ ὁ ἱεροκήρυκας. Χρόνια, χρόνια στὴν θύμησή του ἦταν ἡ ἱστορία αύτή. «Κύριε», λέει ἡ σύζυγος, «μᾶς ἄφησε ὁ Σωτήρης ἕνα ἴχνος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Νὰ μᾶς φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ ἀκολουθήσουμε». «Ναί», εἶπε ὁ ἱεροκήρυκας, «νὰ τὸ ἀκολουθήσουμε».
ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ» τ. 2027, 15.07.2011
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Σπῦρος Β. Μπαζίνας, περιοδ. “ΠΡΩΤΑΤΟ”, τ.118, Ἀπρ. -Ἰούν. 201
Ζούσε κάποτε στη Θηβαΐδα κάποιος που τον έλεγαν Παύλο και ήταν ευλαβής και φιλακόλουθος. Μέρα και νύκτα παρακολουθούσε την εκκλησία κι έκανε με προθυμία και τις υπόλοιπες ακολουθίες. Βλέποντάς τον έτσι οι γνωστοί του ευλαβείς και φιλακόλουθοι τοϋ λένε: «Κυρ-Παύλε, αφού ούτε γονείς έχεις ούτε γυναίκα θέλεις να πάρεις, γιατί δεν γίνεσαι μοναχός;» Κι αυτός τους απάντησε: «Καλά λέτε. Θα πάω να γίνω μοναχός». Έφυγε λοιπόν και ησύχασε σε κελλί μόνος του και δόθηκε στην άσκηση και τους υπόλοιπους κόπους και ήταν στο φρόνημα ακμαιότερος.
Βλέποντάς τον ο πονηρός δαίμονας έτσι αγωνιστή, άρχισε να του παρουσιάζεται στην φαντασία σαν άγγελος, να του προλέγει κάποια πράγματα και να τον εμπαίζει. Κι όταν ο δαίμονας κατάλαβε ότι τον έχει υποχείριο, του λέει: «Ο Χριστός αγάπησε υπερβολικά την άγια βιοτή σου και αύριο θα σε επισκεφθεί για να σου δώσει ένα χάρισμα ασκητικής διαγωγής. Εσύ λοιπόν βγες από το κελλί σου και προσκύνησέ τον και, αφού λάβεις το χάρισμα, μπαίνεις πάλι στο κελλί σου». Την επομένη λοιπόν βγαίνει από το κελλί του και βλέπει μία παράταξη, τάχα, από αγγέλους λαμπαδηφόρους και ένα πύρινο τροχό και στη μέση του τροχού να φαίνεται το σχήμα κάποιου, τον οποίο υπέθεσε ότι είναι ο Χριστός. Και μόλις επρόκειτο να σκύψει για να τον προσκυνήσει, τότε ένα χέρι, που φάνηκε μέχρι τον καρπό, τον χτύπησε και τον έσπρωξε προς τα πίσω, για να μη προσκυνήσει. Και πέφτοντας στη γη κοιτάζει προσεκτικά και δεν βλέπει ούτε τους λαμπαδηφόρους αγγέλους ούτε τον πύρινο τροχό. Κατάλαβε τότε τον εμπαιγμό του δαίμονα και έμεινε σ’ εκείνη τη θέση κλαίγοντας δύο μερόνυχτα και λέγοντας στο Θεό: «Αλλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, αμάρτησα και έχασα όλους τους κόπους της ζωής μου και τι να κάνω δεν ξέρω».
Είχε ακούσει λοιπόν ότι στην ανώτερη (νοτιότερη) Θηβαΐδα ζούσε από πολλά χρόνια μόνος σ’ ένα αγρό ένας γέροντας αναχωρητής. Σκέφτηκε λοιπόν να πάει σ’ αυτόν και να του εμπιστευτεί αυτά που του συνέβησαν. Όταν λοιπόν έφτασε κοντά στον τόπο του αγίου έπεσε με το πρόσωπο στη γη και έκλαιγε λέγοντας: «Αμάρτησα, συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα». Ο γέροντας όμως τού φώναζε: «Δεν μπορείς να έλθεις εδώ, κορόιδο των δαιμόνων. Μη πλησιάσεις προς τα εδώ». Και τον επέπληττε. Αυτός όμως παρέμενε πεσμένος στο έδαφος κλαίγοντας. Τον συμπάθησε λοιπόν ο άγιος και του λέει: «Αν είχες ξεκινήσει να μάθεις μια οποιαδήποτε τέχνη, δεν θα έπρεπε πρώτα να βρεις ένα τεχνίτη και να μάθεις από αυτόν τα μυστικά της; Πού όμως έφυγες και κατοίκησες μόνος σου χωρίς να εμπιστευθείς τους λογισμούς σου σε κανέναν; Κι αν δεν σε βοηθούσε ο Θεός και η δεξιά του αγίου αγγέλου, θα προσκυνούσες τον δαίμονα και θα έχανες τα λογικά σου και θα τριγύριζες στις πόλεις σαν τους δαιμονισμένους. Αλλά από δω και στο εξής ευχαρίστησε τον Θεό που σε βοήθησε και έλα να μπεις μέσα στο κοινόβιο».
Και τον πήρε ο γέροντας σ’ ένα απ’ τα κοινόβια της Θηβαΐδος και τον παρέδωσε στον Ηγούμενο λέγοντας: «Δος του το μαγειρείο για επτά χρόνια, για να δουλέψει στην εντολή του Χριστού και να υπηρετήσει τους αδελφούς». Στον δε Παύλο είπε: «Μετά από επτά χρόνια έρχομαι και σου λέω τι να κάνεις». Κι όταν συμπλήρωσε τα επτά χρόνια, έρχεται ο γέροντας και λέγει στον αββά: «Δος του ένα κελλί έξω από το κοινόβιο». (Γιατί τα μοναστήρια της Θηβαίδος έχουν μικρά αναχωρητικά κελλιά, ώστε όταν γεράσουν κάποιοι στην άσκηση, να περνούν σ’ αυτά τις πέντε μέρες της εβδομάδας· το Σαββατοκύριακο όμως έρχονται μέσα στο κοινόβιο με τους αδελφούς). Και του λέει ο γέροντας: «Κάθισε επτά χρόνια στο αναχωρητικό κελλί και μετά έρχομαι και σου λέω τι να κάνεις». Κι όταν ξεπλήρωσε κι αυτή την εντολή, ήλθε ο γέροντας και του λέει ο αββάς Παύλος: «Τί ορίζεις να κάμω»; Τότε του λέει ο γέροντας: «Δεν με χρειάζεσαι πια· το άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα σου θα σου τα διδάξει όλα».
Επειδή λοιπόν τον τίμησαν πολύ εξαιτίας αυτού του λόγου, έφυγε στη Σκήτη. Και ήλθαν εκεί οι πατέρες του κοινοβίου και τον παρακάλεσαν και τον πήραν πίσω. Και αφού επέστρεψε και είδε ότι αυξάνεται πολύ η τιμή που του γίνεται από την αδελφότητα, έφυγε πάλι στη Σκήτη. Αφού λοιπόν έμεινε στην έρημο της Σκήτης, συνέβη να τον επισκεφθούμε μαζί με άλλους τρεις πατέρες, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο Γέροντάς μου που ήταν σε προχωρημένη ηλικία. Δεν είχε ούτε ψωμί ούτε χύτρα ούτε τίποτε άλλο για τις ανάγκες του σώματος, αλλά καθώς μας πληροφόρησε ο γείτονάς του ασκητής (γιατί σ’ εκείνον διανυκτερεύσαμε λόγω του κόπου της οδοιπορίας), ο αββάς Παύλος, όπου πήγαινε, δεν είχε τίποτε από αυτόν εδώ τον κόσμο, ούτε εργόχειρο ούτε βιβλίο ούτε γευόταν τίποτε τις πέντε μέρες της εβδομάδος —και ήταν και μεγαλόσωμος. Είπαμε λοιπόν στον αδελφό: «Κάνε εσύ αγάπη και πάρε από το κελλί σου ό,τι χρειαζόμαστε για να έχουμε κάτι να βάλουμε στο στόμα μας, όταν φθάσουμε στο κελλί του καλόγηρου». Πήρε λοιπόν τα αναγκαία και ήλθε μαζί μας. Μας έλεγε δε ότι ούτε νερό δεν είχε ποτέ στο κελλί του. Κι όταν κάποτε τον επισκέφτηκαν σε καιρό καύσωνα κάποιοι που είχαν διασχίσει την έρημο και διψούσαν πολύ, μη έχοντας νερό τους σπλαχνίσθηκε και σηκώθηκε και προσευχήθηκε· και, ω του θαύματος, ο Θεός έδωσε νερό εκεί που προσευχόταν και ήπιαν και ξεδίψασαν.
Πήγαμε λοιπόν και τον χαιρετήσαμε και χαρήκαμε με τις συμβουλές του και τα κατορθώματά του, κι αφού πήραμε την ευχή του, επιστρέψαμε ευχαριστώντας τον Θεό, που δοξάζει όσους Τον λατρεύουν με καθαρότητα. Αυτός ας αξιώσει και μας να κερδίσουμε την αιώνια ζωή ακολουθώντας στα ίχνη εκείνων που τον ευαρέστησαν.
(Κείμενο, F. Nau- L. Glugnet, Vies et Recits, Revue de l’ Orient Chretien, τομ. 10, σ. 47-49)
Το 1969, δυο φίλοι άφησαν πίσω τους το Σαν Φρανσίσκο και έχτισαν ένα ερημητήριο στην Πλατίνα της Καλιφόρνιας, μια περιοχή στο βουνό Νόμπλ Ριτζ, με την επιθυμία να ακολουθήσουν τη ζωή των αρχαίων πατέρων της ερήμου, αλλά και να μεταδώσουν την πολύτιμη πνευματική κληρονομιά της Ορθοδοξίας στην Αμερική. Ήταν ο Αμερικάνος Ευγένιος Ρόουζ και ο Ρώσος Γκλεμπ Ποντμοσένσκυκαι το ερημητήριό τους το αφιέρωσαν στον άγιο Γερμανό της Αλάσκας, ένα Ρώσο μοναχό του 19ου αιώνα, που με την απλότητά του και τα αγιοπνευματικά του χαρίσματα υπερασπίστηκε τους Αλεούτους απέναντι στους αποικιοκράτες, αλλά και τους βοήθησε να πλησιάσουν το Χριστό.
Έτσι ιδρύθηκε η Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας, με την ευλογία του αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς του Θαυματουργού, πνευματικού πατέρα των δύο φίλων, και του αγίου Γέροντα Σωφρόνιου Σαχάρωφ, την ευλογία του οποίου ζήτησαν και έλαβαν με επιστολή. Εκεί έγραφαν και τύπωναν το περιοδικόΟρθόδοξος Λόγος (The Orthodox Word), επιλέγοντας συνειδητά χειροκίνητα μηχανήματα παλαιάς τεχνολογίας, σε μια προσπάθεια αντίστασης στον πειρασμό του καταναλωτισμού. Το περιοδικό εκδίδεται ακόμη αλλά και η δράση της Αδελφότητας είναι σημαντική και σήμερα.
Αργότερα, μετά από πιέσεις επισκόπων της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, όπου υπάγονταν, οι δυο φίλοι έγιναν μοναχοί με τα ονόματα Σεραφείμ και Γερμανός και πιο μετά χειροτονήθηκαν ιερείς (ιερομόναχοι).
Παρακάτω θα δούμε κάποια στιγμιότυπα από τη ζωή της Βαρβάρας Μακ Κάρθυ, αλλά και άλλων κοριτσιών, που συνδέθηκαν με την Αδελφότητα, επειδή αγάπησαν την ερημιτική ζωή, όπως πολλές παλιές αγίες. Παλιές, είπα; Όχι μόνο παλιές, γιατί και σήμερα υπάρχουν πολλές αγίες ορθόδοξες ερημίτισσες, αθέατες ή ακατανόητες για τους πολλούς…
Δυσκολεύτηκα να συντάξω αυτή την ομιλία, επειδή κατ’ αρχήν μετάνιωσα που αποδέχτηκα την συμμετοχή μου στο σημερινό αυτό forum. Ρωτούσα και ξαναρωτούσα τον εαυτό μου “Τι θα περιμένουν άραγε όσοι συμμετέχουν στο forum να ακούσουν από τον επίσκοπο της περιοχής;”.
Κάποιοι ίσως αμφισβητήσουν το δικαίωμά μου να….εκφέρω γνώμη περί αυτών των θεμάτων! Μα, εσείς με καλέσατε!
Κάποιοι άλλοι ίσως πουν ότι έχω παλαιές αντιλήψεις! Όμως, οι παλαιές αντιλήψεις δεν σημαίνει ότι είναι και λαθεμένες.
Τέλος πάντων, τώρα είμαι εδώ και ειλικρινά σας λέγω ότι δεν φιλοδοξώ να συμφωνήσετε με τις απόψεις μου, δεν θα με ενοχλήσει αν τις απορρίψετε συλλήβδην ή και αν με κακολογήσετε γι’ αυτές.
Βέβαια, από φρόνηση αγαπώ να λιγοστεύω τους εχθρούς μου και από κλίση αγαπώ να κάνω φίλους, όμως η θεματολογία με την οποία θέλει να ασχοληθεί το εφετινό forum δεν επιτρέπει λόγο παρά μόνο “άλατι ηρτυμένο” (Κολασ. 4, 6).
Χρειάζονται δύο παράμετροι στον λόγο μας. Η πρώτη είναι η διάγνωση, δηλαδή η ψηλάφηση της αιτίας που μας οδήγησε εδώ. Χωρίς να επιδιώκουμε την απόδοση ευθυνών και χωρίς να εκτρεπόμεθα σε εκδικητική μανία.
Τουλάχιστον εμάς εδώ δεν θα μας απασχολεί κάτι τέτοιο. Όμως, οφείλουμε να αντέχουμε την αλήθεια.
Η δεύτερη παράμετρος είναι η ανασύνταξη, ίσως και η επανάκαμψη, που θα ανατρέψουν την κρίση. Με δεδομένη την νοοτροπία που έχουμε διαμορφώσει, είναι εφικτή κάποια ανασύνταξη; Υπάρχει διάθεση για κάτι τέτοιο; Αν ναι, με ποια βήματα θα αρχίσουμε την επανάκαμψη και με ποιο ρυθμό;
Σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική θεολογία, το “κακό” είναι επίκτητο στην ανθρώπινη υπόσταση και μια “παρά φύσιν” κατάσταση στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Γι’ αυτό, τόσο οι θρησκείες όσο και οι πολιτισμένες κοινωνίες, άλλες λίγο, άλλες πολύ, φρόντιζαν να εξοβελίσουν το “κακό” και να λυτρώσουν τον άνθρωπο από τις βλαπτικές του ιδιότητες, καταρτίζοντας αξιακούς πίνακες ζωής με διαχρονική ισχύ.
Στην πατρίδα μας, το οικονομικό “κακό” επισημοποιήθηκε με ισχυρό κοινωνικό άλλοθι αμέσως μετά την μεταπολίτευση του 1974, όταν κάποιοι θεώρησαν ότι ο τόπος, πλέον, τους όφειλε εσαεί την όση αντίδραση επέδειξαν στο χουντικό καθεστώς. Και το “κακό” εκτραχύνθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1981:
α) Με την κατάργηση επιθεωρητών και ελεγκτών, β) με την ανοχή της μίζας, γ) με την τερατογένεση του συνδικαλισμού και δ) με την περιφρόνηση κάθε ηθικής.
Και η τακτική άρεσε σε όλους. Θεωρήθηκε τρόπος πολιτικής ζωής. Χάιδεψε τα ένστικτα. Έφερε κομματικές νίκες. Γι’ αυτό και συνεχίστηκε από όλους τους πολιτικούς, σε κάθε επίπεδο. Ελάχιστες οι εξαιρέσεις, σχεδόν μηδαμινές.
“Ο γαρ έχων εν εξουσία την του κακού θεραπείαν, εκών δε και προς πλεονεξίαν υπερτιθέμενος, εικότως αν και τω ίσω των αυτοχείρων καταδικάζοιτο” (Migne, PG 31, 321-328). Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος των ελλήνων πολιτικών, όμως και ο λαός μας δεν είναι άμοιρος ευθύνης.
Όταν ήρθε “ο λαός στην εξουσία” και πίστεψε εκείνη την πλάνη, άρχισε μετά μανίας να κυνηγά το συντεχνιακό του συμφέρον. Κατ’ αρχήν απειλούσε τον βουλευτή. Όταν ο εκβιασμός δεν επετύγχανε, τότε επιστράτευε τον συνδικαλιστή, κι όταν κι αυτός δεν τα κατάφερνε, “φώναζε τα τηλεοπτικά κανάλια”.
Μοιραίο κι αυτό το λάθος ενός ανώριμου δημοκρατικά λαού που έπαιξε “εν ου παικτοίς”.
Έτσι, ο Έλληνας έχασε την αιδώ, την διστακτικότητα που χαρακτήριζε την αρχοντιά του, την ευγένεια του χαρακτήρος του. Για όλη αυτή τη συλλογική μεταστροφή χρειάστηκαν 35 χρόνια, μόνο.
Θα μου πείτε “είναι λίγο το χρονικό διάστημα”, πράγματι! Υπολογίστε, όμως, ότι την κατάντια ενέτεινε η ελλειμματική παιδεία των σχολείων μας στα θέματα της αγωγής του πολίτη, καθώς και η καταστροφική αποδόμηση κάθε ευθύνης των μαθητών έναντι του κοινωνικού συνόλου και της κρατικής περιουσίας (καταστροφή βιβλίων μέχρι και πανεπιστημιακό άσυλο), που σηματοδοτούσαν την γενικευμένη περιφρόνηση σε κάθε τι δημόσιο, αλλά και την οικειοποίηση κάθε κρατικού αγαθού.
Είτε, λοιπόν, επειδή “το ψάρι βρομάει από το κεφάλι” είτε επειδή “τα νερά μπαίνουν πρώτα στα ύφαλα του πλοίου”, το κακό συντελέστηκε και κατέκλυσε απ’ άκρου εις άκρον ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Να σας θυμίσω πως η πτώση της πάμπλουτης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε όταν κάποιοι έγραψαν σε μαρμάρινη πινακίδα έξω από τα ανάκτορα του Yildiz στην Κωνσταντινούπολη: “Το ταμείο του Πατισάχ είναι θάλασσα κι όποιος δεν πίνει απ’ αυτήν είναι χοίρος”.
Σε μας όμως είναι αλήθεια ότι τα γονίδια της τιμιότητος δεν χάθηκαν. “Τα δακτυλίδια κι αν έπεσαν, τα δάκτυλα όμως μένουν”.
Σαν άτομα, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μας, παραδεχόμαστε όλη εκείνη την εθνική νοσηρή νοοτροπία που είχαμε αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες.
Δεν αρκούν οι διαπιστώσεις
Τώρα, πάντως, είμαστε σε οριακό σημείο, όπου δεν αρκούν οι διαπιστώσεις. Χρειάζεται, αφού παραδεχτούμε δημόσια και με ταπείνωση τα λάθη μας, να αναζητήσουμε όραμα ανασύνταξης. Υπάρχει διάθεση για κάτι τέτοιο; Θα είναι η αρχή της λύτρωσης.
Χρειάζεται από την πρώιμη παιδική ηλικία να αρχίσει η ανασύνταξη που, αν γίνει με ακλινείς βηματισμούς, χωρίς πισωγυρίσματα, θα φέρει επανάκαμψη σε 20 χρόνια.
Να συστρατευθούμε σε μια διαδικασία οδυνηρή. Θα μας πονέσει. Δεν θα μας είναι εύκολο. Φάνηκε από το γεγονός ότι δεν αντέξαμε τη διαπίστωση πως “όλοι μαζί τα φάγαμε…”.
Φάνηκε από το γεγονός ότι πολλοί, για να αποσείσουν τις ευθύνες από πάνω τους, κατέφυγαν στον παλιμπαιδισμό των “αγανακτισμένων πολιτών”, τους οποίους, κατ’ αρχήν, είδαμε με συμπάθεια, όμως όχι να απαιτούν την θεραπεία της παθογένειας, αλλά την επιστροφή στον παλιό νοσηρό τρόπο ζωής!
Έπειτα, παρακολουθήσαμε τον πολιτικό κόσμο της χώρας στριμωγμένο, αλλά αμετανόητο. Δεν μας ήταν ευχάριστο. Είναι αστοχία του λαού ο ευτελισμός των πολιτικών επιλογών του, αλλά και η αμετανοησία των πολιτικών είναι παραλογισμός.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος έλεγε “το αμαρτάνειν ανθρώπινον, το μετανοείν θείον, το εμμένειν εν τη αμαρτία και αμετανοησία σατανικόν, το δε μη αμαρτάνειν άγιον”.
Έπειτα, αηδιάσαμε από τα προνόμια που αποκαλύφθηκε ότι απολάμβαναν οι θρονιασμένοι στα συνδικαλιστικά καθίσματα και από τον βρόμικο ρόλο τους. Ο συνδικαλισμός είναι “κατάκτηση” του εργατικού κινήματος, αλλά στον τόπο μας συνετέλεσε στην απαξίωσή του και πλέον οδηγεί σε χωρίς όρους εκμετάλλευσή του.
Κι ακόμα, δυστυχώς, ακούμε συντεχνιακές κραυγές του τύπου “αυτό θα μας βρει απέναντι” η “αυτό δεν θα περάσει”, που φανερώνουν και τώρα την παντελή ανικανότητα πολλών παραγόντων να αντιληφθούν σφαιρικά το πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Οπότε, πώς να ελπίζεις σε εξεύρεση λύσεως;
Κοντολογίς, μετάνοια υπάρχει μεν λεκτική, αλλά όχι ως συλλογική παραδοχή των “ημαρτηκότων”, οπότε και απόφαση αλλαγής ρότας η νοοτροπίας.
Η δημοκρατία είναι κατάσταση πνεύματος
Η θεραπεία θα δράσει μόνο αν η αυτοκριτική είναι ειλικρινής και η μετάνοια έμπρακτη και αποδεδειγμένη.
Αν η δημοκρατία μας “κουράστηκε”, δεν θα την εγκαταλείψουμε στο έρεισμα του δρόμου. Αν η δημοκρατία μας “αρρώστησε”, δεν θα την σκοτώσουμε. Αν “πέθανε”, δεν θα την κηδεύσουμε. Μπορούμε να ανακαινίσουμε “ως αετού” την νεότητά της, να την θεραπεύσουμε και να την αναστήσουμε! Εξ άλλου, η δημοκρατία είναι προ παντός βίωμα, είναι τρόπος ζωής, ή, να το πω καλύτερα, είναι κατάσταση πνεύματος.
Θα είναι με τη μείωση των βουλευτών σε 170;
Θα είναι με λιγότερο δαπανηρό κράτος;
Θα είναι με πάταξη των πολιτειακών και πολιτικών προκλήσεων;
Με αλλεπάλληλες διενέργειες δημοψηφισμάτων;
Με εξεύρεση τρόπων ανάκλησης της εμπιστοσύνης που δίνουμε στους αιρετούς άρχοντες με το χάρτινο ξίφος μας;
Δεν το ξέρω, μα αξίζει να το εξετάσουμε. Πρέπει να γίνουν θεαματικές, επικοινωνιακές κινήσεις, για να μην πω ανατροπές, της διεφθαρμένης καθεστηκυίας τάξεως.
Δεν εννοώ των κομμάτων ή των ατόμων που τα συγκροτούν μόνο. Εννοώ να επανακτήσει ο λαός μας εξάπαντος την εμπιστοσύνη του στην πολιτική. Το αντίθετο της πολιτικής είναι η αναρχία και η ακυβερνησία που κανείς δεν την θέλει.
Τι χρειάζεται, λοιπόν;
Οπωσδήποτε, χρειάζεται θάρρος, όχι θράσος. Προσεκτικότητα, όχι προκλητικότητα. Αποφασιστικότητα, όχι σπασμωδικότητα.
Λοιπόν:·
Να εμπνεύσουμε με το παράδειγμά μας τον λαό να αγαπήσει ξανά την έννοια της πατρίδας. Λυπάμαι που το λέω, αλλά η Ευρώπη δεν κατάφερε ακόμα να μας εμπνεύσει να την αγαπήσουμε σαν ενιαία κοινή πατρίδα.
Να αποφασίσουμε να δουλέψουμε μεθοδικά, συστηματικά, όχι με “εξυπνάδες”, μήτε “στο πόδι” ή στο “παρά πέντε”, ούτε υποτιμούντες τους άλλους ως “κουτούς”.
Οι Έλληνες προκόβουμε στο εξωτερικό, επειδή εκεί εντασσόμεθα σε οργανωμένες κοινωνίες και γι’ αυτό αποδίδουμε.
Να οπλιστούμε με αρετές, με αξίες, με ιδανικά, με ευγένεια και καλλιέργεια πνεύματος. Να κάνουμε εφαλτήριο τα παραδοσιακά μας σύμβολα και να δώσουμε στην πορεία μας εκείνους τους οδοδείκτες που μέχρι τώρα κατέστησαν τον πολιτισμό μας σταθμό στην παγκόσμια ιστορία.
Να αποτινάξουμε με κάθε τρόπο από επάνω μας την ρετσινιά του “κλέφτη” και να διδάξουμε στους νέους μας τον σεβασμό στην ξένη και στη δημόσια περιουσία.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι να σεβαστούν τους απλούς πολίτες που πρέπει να εξυπηρετούν, αλλά και να μην εκδικούνται τους πλούσιους και τους επενδυτές.
Ειδάλλως να καταργηθεί η μονιμότητα της θέσεώς τους, εξασφαλιζομένης της αντικειμενικότητας της προσλήψεως και της αξιολογήσεως της αποδόσεώς τους.
Να τιμήσουμε τον μισθό που παίρνουμε και να τιμωρήσουμε τους κηφήνες που ενέσκηψαν στο κράτος μας σαν αιγυπτιακές ακρίδες.
Να επιστραφούμε στην επαρχία και στις δυνατότητες που μας δίδει η γεωργία και η κτηνοτροφία, εγκαταλείποντας το φρικτό λεκανοπέδιο με την αρρωστημένη λειτουργία του.
Να απαξιωθούν τελείως οι άεργοι συνδικαλιστές και οι πολλοί αεριτζήδες, “σύμβουλοι επιχειρήσεων”, “μάνατζμεντ”, “μάρκετερ”, άνθρωποι που δεν δούλεψαν ποτέ επί οκτάωρο, αλλά σαν λιμοκοντόροι τζιτζιφιόγκοι πίνουν καφέ στο Κολωνάκι μέχρι το μεσημέρι και κρασομπεκρουλιάζουν την υπόλοιπη ημέρα στα ουζερί της Αθήνας, επειδή βρήκαν τον μήνα που τρέφει τους ένδεκα!
Να στρωθούμε στη δουλειά και να επιδιώκουμε να αξιολογείται ο κόπος μας και η απόδοσή μας για να μην ταυτιζόμαστε με τους τεμπέληδες και τους ακαμάτηδες, χαραμοφάηδες.
Να βάλουμε ψηλά στη συνείδησή μας τον θεσμό του κράτους μας και να τον υπηρετούμε πιστά όλοι, απομονώνοντας τους πόντικες που τον ροκανίζουν και τα σαλιγκάρια που έρπουν με σάλια επάνω στο σώμα του.
Τότε, μόνο τότε, ας ξανασυζητήσουμε το χρέος μας με τους ευρωπαίους εταίρους μας. Χωρίς να έχουμε την απαίτηση να μας λυπηθούν. Χωρίς να τους αποδίδουμε ευθύνη για τα λάθη μας, “εαυτόν μη αδικούντα, ουδείς παραβλάψαι δύναται”, έλεγε ο Σωκράτης.
Να το καταλάβουμε ότι κανείς δεν μας χρωστάει τίποτε και ούτε θέλουμε τον οίκτο κανενός.
Ούτε είναι κολακευτικό να βλέπουμε γερασμένο τον πρωθυπουργό μας, ζήτουλα στον πλανήτη, να παρακαλεί, και την ίδια στιγμή, εδώ, να προαναγγέλλονται απεργιακές κινητοποιήσεις, ακόμα κι από πανεπιστημιακούς δασκάλους!
Κυρίες και κύριοι,
Πολλοί λένε, αυτό το διάστημα, ότι η κρίση είναι ηθική και όχι μόνο οικονομική. Δεν ξέρω τι εννοούν.
Όμως, επειδή αυτός που σας ομιλεί είναι ιερεύς, θα σας θυμίσει ότι, φιλοσοφικά, η έννοια της ηθικής άρχισε με την σκληρή αρνητική εβραϊκή προσταγή: “Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”.
Βελτιώθηκε από τους αρχαίους έλληνες, όμως και πάλι είχε αρνητικό περιεχόμενο: “Αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις στον συνάνθρωπό σου”. Και εξελίχθηκε στην θετική χριστιανική προτροπή: “Να κάνετε στους συνανθρώπους σας αυτό που θα θέλατε να σας κάνουν” (Λουκ. 6, 31).
Κάποιος είχε στο σπίτι του πολλά ποντίκια και προσκάλεσε έναν ιερέα να του κάνει αγιασμό.
Μετά τον αγιασμό ο ιερέας του πρότεινε να πάρει και μια γάτα!.
Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο.
Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας,τον όσιο Εφραίμ.
Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του από την οποία προέρχονται τα τροπάρια που ακολουθούν και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.
Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου ,σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου.
Αυτό το ιστολόγιο ξεκίνησε με λόγους του οσίου Ισαάκ και συνεχίζει κατά καιρούς να ενθυμείται τις «ρίζες» του.
Έτσι σήμερα παραθετουμε ένα μικρό τρατάρισμα από τον κήπο του μεγαλου Πατρός και διδασκάλου της Εκκλησίας ,παρακαλώντας τον να εύχεται να φύγει η μουτζούρα των παθών από τις ψυχές και από τους νοερούς οφθαλμούς μας και να έρθει το Φως του Χριστού για να ξεστραβωθούμε και να μη βασανίζουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας.
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αρετών ταις ακτίσι καταλαμπόμενος, της εν Χριστώ πολιτείας φωστήε πολύφωτος, θεοφόρε Ισαάκ ώφθης εν Πνεύματι, και κατευθύνεις ασφαλώς, σωτηρίας προς οδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τους ευφημούντας σε Πάτερ, ως του Χριστού θείον θεράποντα.
Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.
Τη ισαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, του Παρακλήτου ανεδείχθης θείον όργανον,Ισαάκ, και μοναζόντων τύπος εν πάσιν, αλλ’ ως χάριτος της θείας ενδιαίτημα, χάριν αίτησαι ημίν και φως ουράνιον, τοις βοώσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.
Χαίροις ησυχίας θείος κανών, χαίροις μοναζόντων, ο διδάσκαλος ο σοφός, χαίροις ο παρέχων, τα πρόσφορα εκάστω, της χάριτος τω λόγω, Ισαάκ Όσιε.
Πώς θα φυλάξουμε καθαρή την καρδιά μας.
Να μελετάς τις Άγιες Γραφές και να καταγίνεσαι με τα μέλλοντα αγαθά και τη μνήμη του θανάτου. Γιατί αυτά βοηθούν τον άνθρωπο στην πνευματική πρόοδο. Να θυμάσαι πάντα τον θεό και ν’ αγωνίζεσαι να κόψεις τα πάθη σου, γιατί αυτά τυραννούν την ψυχή.
Ν’ αποφεύγεις τις κακές και αισχρές επιθυμίες, που μολύνουν την καρδιά και δεν την αφήνουν να δει τον Θεό.
Να εξετάζεις και να ελέγχεις πάντοτε τον εαυτό σου, να παρατηρείς τα σφάλματά σου και τ’ αμαρτήματά σου και να προσπαθείς να τα διορθώνεις.
Παρακάλεσε τον Θεό να σου δώσει τον φωτισμό Του, για να έλθει μέσα σου η πνευματική χαρά και αγαλλίαση, που σαν μέλι θα γλυκάνει την ψυχή σου. Τις θλίψεις και τις στενοχώριες που επιτρέπει ο Θεός να μη τις φοβάσαι , γιατί αυτές κατεργάζονται την ψυχή σου. Χωρίς δυσκολίες δεν προοδεύει ο άνθρωπος ,γιατί η ζωή του είναι σαν τα στάσιμα νερά που γεμίζουν με μικρόβια και ακαθαρσίες.
Την καρδιά σου να τη φυλάς καθαρή από τους σαρκικούς μολυσμούς. Ο διάβολος θα σε πολεμήσει πολύ για να σου γκρεμίσει αυτό το πνευματικό φρούριο. Αλλά πρόσεξε! Να ζητάς τη βοήθεια του Θεού και με ταπείνωση ν’ αγωνίζεσαι εναντίον του σατανά ο οποίος «ως λέων ωρυόμενος» προσπαθεί να σε καταπιεί. Την καρδιά σου τη θέλει ο Θεός ολόκληρη καθαρή, κι όχι μόνο ένα μέρος. Κανένα μέρος της καρδιάς μας να μη παραχωρήσουμε στον διάβολο, που θέλει την καταστροφή μας.
Να συγκεντρώνεις τον νου σου στον θεό και να μην τον αφήνεις ελεύθερο να γυρίζει από δω κι από κει. Όταν προφυλάξεις τον νου σου, θα φυλαχθεί και η καρδιά σου καθαρή, γιατί από τον νου οι σκέψεις και οι επιθυμίες έρχονται στην καρδιά. Ο Κύριος μακαρίζει αυτούς που έχουν την καρδιά τους καθαρή, γιατί θα δουν τον Θεό. Αυτό όμως δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται μεγάλος αγώνας και επαγρύπνηση, γιατί ο πονηρός περιμένει την ώρα που θα μας βρει ανέτοιμους, για να μπει στην καρδιά μας και να την μολύνει.
Στις καρδιές που έχει λερώσει η αμαρτία δεν έρχεται ο Θεός. Μη περιμένουμε πνευματική προκοπή αν δεν κάνουμε την καρδιά μας δοχείο, γιατί μόνο έτσι θα γίνει κατοικητήριο καθαρό του Αγίου Πνεύματος. Όταν βασιλέψει ο Χριστός στην καρδιά μας θα έλθει και η ειρήνη. Είναι η ειρήνη που μόνο Αυτός δωρίζει και την οποία κανείς δεν μπορεί να μας πάρει.
Όπως μια πόλη τη φυλάνε οι φύλακες νύχτα και μέρα, έτσι κι εμείς πρέπει να φυλάμε την καρδιά μας. Αν δεν προσέξουμε, θα γεμίσει από κακούς λογισμούς, πονηρίες και όλα τα κακά. Αν αγωνισθούμε, δεν θα ριζώσουν μέσα μας οι κακίες , που τόσο τη βλάπτουν.
Τον εχθρό πρέπει να τον πολεμάς και να μη κουβεντιάζεις μαζί του, γιατί είναι δόλιος και πανούργος . Πρέπει να τον διώχνεις όσες φορές κι αν σου επιτίθεται, γιατί δεν θα σταματήσει τον βρωμερό και ανίερο πόλεμό του, μέχρι το τέλος της ζωής μας. Αλλά κι εμείς πρέπει να είμαστε ξύπνιοι και με τον φωτισμό του Θεού ν’ αποφεύγουμε τις παγίδες που μας στήνει.
Μη ξεχνάς ότι για να μείνει η καρδιά καθαρή χρειάζεται κόπος ,πόνος και πολλοί ιδρώτες πνευματικοί.
Ζητώντας όμως πάντα τη θεία βοήθεια ,ν’ αγωνίζεσαι σ’ όλη σου τη ζωή , μ’ όλες σου τις δυνάμεις και τότε θα έλθει μέσα σου ο Χριστός που θα σου χαρίσει αιώνια χαρά και ευτυχία.
Από το βιβλίο: «Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
misha.pblogs.gr
(Φώτης Κόντογλου)
Αυτός ο άγιος ήτανε βλάστημα της μοσκοβολημένης Κύπρου. Γεννήθηκε στα 1134 στο χωριό Λεύκαρα, που τώρα το λένε Κάτω Δρυ, κοντά στη Λάρνακα. Η Κάτω Δρυ χτίσθηκε ύστερα από την κοίμηση του αγίου. Η γενιά του λεγότανε Καταμούτηδες και βρίσκεται ακόμα. Από μικρός ήτανε διαλεγμένος από το Θεό να γίνει άγιος. Γιατί δεν συνήθιζε σαν τ᾿ άλλα τα παιδιά που παίζουνε και διασκεδάζουνε, παρά ο μονάχος πόθος του ήτανε να αφοσιωθεί στον Χριστό και τη θρησκεία του. Σαν γίνηκε 18 χρονών, οι γονιοί του τον αρραβωνιάσανε. Μα ο Νεόφυτος έφυγε από το πατρικό του σπίτι και πήγε στο μοναστήρι του Χρυσοστόμου στο βουνό Κουτζουβέντη. Ύστερα από δύο μήνες τον βρήκανε οι δικοί του και γύρισε στο σπίτι τους, μα δεν έστερξε να παντρευτεί, παρά ήθελε να καλογερέψει. Βλέποντας οι γονιοί του αυτή τη στερεή απόφαση του, τον αφήσανε λεύτερο. Βγαίνει λοιπόν πάλι από το σπίτι τους και πηγαίνει για δεύτερη φορά στο μοναστήρι του Κουτζουβέντη κ᾿ έπεσε στα πόδια του ηγουμένου παρακαλώντας τον να τον κάνει δόκιμο. Και κείνος τον έκανε. Επί πέντε χρόνια φύλαγε τ᾿ αμπέλια του μοναστηριού και μάθαινε να λέγει απ έξω το Ψαλτήρι και άλλα τα γράμματα. Αλλά δεν τον ευχαριστούσε η ασκητική ζωή σ᾿ αυτό το μοναστήρι, γιατί ήθελε πιο αυστηρή καλογερική, και μίσεψε από κει και πήγε στο Μελισσόβουνο κι᾿ ασκήτεψε ένα χρόνο μέσα σ᾿ ένα σπήλαιο. ΄Υστερα μπαρκάρισε και πήγε στον Άγιο Τάφο κι᾿ απόμεινε έξι μήνες εκεί πέρα. Μετά, γύρισε πάλι στην Κύπρο και πήγε στην Πάφο και τον πιάσανε οι στρατιώτες που φυλάγανε το κάστρο και τον βάλανε φυλακή ένα μερόνυχτο. Σαν τον λευτερώσανε, τράβηξε παραμέσα στο νησί για να βρει μέρος ήσυχο να ασκητέψει. Περπάτησε όπως τον φώτισε ο Θεός κ᾿ έφτασε σ᾿ ένα μέρος απόγκρεμνο, και έψαχνε από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβρη. Τέλος βρήκε ένα σπήλαιο που φωλιάζανε μέσα όρνια και φίδια κ᾿ έπιασε και το βάθαινε. Ένα χρόνο δούλεψε σκληρά κι᾿ αποτελείωσε τ᾿ ασκηταριό του τη μέρα του Τιμίου Σταυρού. Αυτό το σπήλαιο το ονόμασε ο άγιος «Εγκλείστρα» κι᾿ ο ίδιος είναι γραμμένος στο συναξάρι του με τ’ όνομα «ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος». Η αγιοσύνη του ξακούσθηκε σε όλη την Κύπρο και προστρέξανε πολλοί να μονάσουνε κοντά του. Τότε έπιασε κ᾿ έχτισε μοναστήρι μεγάλο, τιμημένο εις μνήμην του Τιμίου Σταυρού. Όλα βρίσκονται ως τα σήμερα απείραχτα. Η σπηλιά της Εγκλείστρας είναι καταζωγραφισμένη από τον καιρό του αγίου Νεοφύτου, με υποθέσεις από το Ευαγγέλιο και με οσίους σε σχήμα ήσυχο και απλό. Σ᾿ ένα κελλί σκαμμένο στο παραμέσα μέρος του βράχου, βρίσκεται ο τάφος του αγίου. Μέσα σ᾿ αυτό το σπήλαιο απόμεινε κατακλειδωμένος με νηστεία και με προσευχή επί πολλά χρόνια. Μονάχα κάθε Κυριακή κατέβαινε με μία σκάλα στην παρακάτω σπηλιά και δίδασκε τους μαθητές του. Σ᾿ αυτή τη διαγωγή έζησε πενήντα πέντε χρόνια και μελετούσε την αγία Γραφή μέρα και νύχτα. Και με όλο που ήτανε λιγογράμματος ο μακάριος, έγραψε πολλά αγιασμένα γραψίματα, γεμάτα από την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, σε δεκαέξι βιβλία συναθροισμένα. Προείδε τη μέρα της κοίμησής του και μάζεψε γύρω του τους μαθητές του και τους ορμήνεψε να ζούνε με αγάπη και ομόνοια, σύμφωνα με τον Κανόνα, που τους άφησε γραμμένο. Παράδωσε το πνεύμα του στον Κύριο στις 12 Απριλίου κατά το 1215 πάνω κάτω.
Αυτός ο άγιος είναι από εκείνες τις απλές ψυχές που δεχτήκανε τον Χριστό σαν φυσική θροφή της ψυχής τους, δίχως να μάθουνε γράμματα πονηρά. Το πρώτο βιβλίο, που έμαθε να το λέγει απέξω και που τ᾿ αγάπησε πολύ, ήτανε το Ψαλτήρι του προφητάνακτα Δαυίδ. Ύστερα αποστήθισε διάφορες ευχές και τροπάρια και λόγια των πατέρων της Εκκλησίας. Κανένας ζωντανός άνθρωπος δεν τον δίδαξε, γι᾿ αυτό μπορεί να πει κανένας πως ο άγιος Νεόφυτος είναι «διδακτὸς Θεού». Ό,τι έγραψε είναι γραμμένο με το δικό του τον τρόπο, ευωδιασμένο από ευλάβεια κι᾿ από φόβο Θεού. Έγραψε «Ερμηνείαν εις την Εξαήμερον» ήγουν για τη Δημιουργία του κόσμου, λόγους «εις την αρχὴν του Ινδίκτου, εις τον Αρχάγγελον Γαβριήλ, εις τον άγιον μάρτυρα Μάμαντα, εις το Γενέσιον της Θεοτόκου, εις τον τίμιον και ζωοποιὸν Σταυρόν, εις τον οσιομάρτυρα Πολυχρόνιον» και πολλοὺς άλλους. Έγραψε ακόμα «Περὶ της Αποκαλύψεως του Αγίου Ιωάννου», «Περὶ σεισμών διαφόρων», «Ερμηνείαν των Ψαλμών» και άλλα. Απ᾿ αυτά σταχυολογήσαμε λιγοστά και τα βάζουμε παρακάτω.
Στην Ερμηνεία της Εξαημέρου, γράφει πως αποφάσισε να γράψει γι᾿ αυτή τη μεγάλη υπόθεση: «Μου φαίνεται καλὸ να πω από ποιὰ αιτία έφθασα στην απόφαση να συντάξω τούτο το βιβλίο. Τον καιρό λοιπόν που με φώτισε κάποια θεϊκή ανατολή άνωθεν και με έστρεψε μακριά από τις ματαιότητες της ζωής, κι᾿ οδήγησε τα πόδια μου σε ίσιους δρόμους και σε οδόν ειρήνης, ώστε να ακολουθήσω το μοναχικό βίο, ξέφυγα κρυφά από τους γονιούς μου κι᾿ από τα εφτά τ᾿ αδέρφια μου, αρσενικά και θηλυκά, κ᾿ έφθασα σε κάποιο άγιο μοναστήρι. Εκεί πέρα έτυχε να ακούσω την προφητεία που λέγει «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» και τ’ άλλα λόγια που έρχουνται κατόπι, και πολύ θαύμασα σαν τ᾿ άκουσα· γιατί δεν είχα ακούσει ποτε τέτοιον λόγο, επειδή ήμουνα αγράμματος και δεν ήξερα ούτε το άλφα κ᾿ ήμουνα παιδί ως δεκαοχτὼ χρονών στην ηλικία. Και τόσο θαύμασα από τα λόγια αυτά που άκουσα και τόσο πολὺ τ᾿ αγάπησε η ψυχή μου, που μακάρι έλεγα να διαβάζανε τέτοια αναγνώσματα και να τ’ άκουγα, μ᾿ όλο που δεν καταλάβαινα το νόημα που είχανε, εκτός το «εν αρχή εποίησεν ο Θεός και ότι είδεν ο Θεός ότι καλά λίαν» και τίποτα περισσότερο απ᾿ αυτά δεν ένοιωθα. Αλλὰ δεν ήθελα να ρωτήσω και κανέναν να μου τα εξηγήσει, και μονάχα μέσα στης καρδιάς μου τον κρυφό τόπο φύλαγα αυτό το θαύμα. Και σαν με βάλανε οι γέροντές μου να κλαδεύω τ᾿ αμπέλια, έπιασα να μαθαίνω κάποια γράμματα με τη βοήθεια του Θεού και τις ευχὲς που λέγανε οι μοναχοί τη νύχτα και τη μέρα. Μα η θεία χάρη μου χάρισε περισσότερο κι᾿ από αυτά, ώστε να μάθω να λέγω απ’ έξω ολόκληρο το ιερό Ψαλτήρι. Και σαν μου ήρθε πάλι κάποια φώτιση να φύγω από το θόρυβο του κοινοβίου και να πάγω να ησυχάσω, τότε ήβρα καιρό ησυχίας, κ᾿ επειδή είχα στη θύμησή μου αυτά τα θεϊκά λόγια που είπα, έψαχνα να βρω περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο εκείνο το προφητικό. Και σαν το βρήκα, το έμαθα απ᾿ έξω με τη βοήθεια του Θεού, από τον πόθο που είχα για όσα έλεγε. Κ᾿ έμαθα όχι μονάχα την εξαήμερη κοσμοκτισία, αλλὰ κι᾿ όσα λέγει για τον Παράδεισο και για την παράβαση, για τον κατακλυσμό και για την πυργοποιΐα, έως το φίλο του Θεού τον Αβραάμ, κι᾿ είχα πολύ θαυμασμό για τα θεϊκά λόγια αυτής της Γραφής».
Για τις συμφορές της Κύπρου γράφει «Περὶ των κατά την χώραν Κύπρον σκαιών», κι᾿ αρχίζει με τούτα τα λόγια: «Το σύννεφο σκεπάζει τον ήλιο κ᾿ η αντάρα τα όρη και τα βουνά, και μποδίζανε τη ζέστη και τη φωτεινη αχτίνα του ήλιου για λίγον καιρό. Κ᾿ εμάς μας έχει σκεπασμένους δώδεκα χρόνια τώρα σύννεφο κι᾿ αντάρα από βάσανα απανωδιαστά που πέσανε πάνω στη χώρα μας. Γιατί σαν πήρε την Ιερουσαλὴμ ο άθεος Σαλαχαντὴς και την Κύπρο ο Ισαάκιος ο Κομνηνός, σκεπάσανε τον τόπο χειρότερα από αντάρες και φουρτούνες, πόλεμοι και ταραχὲς κι᾿ ακαταστασίες, κουρσέματα κ᾿ αιματοχυσίες. Γιατί να, ο ζωηφόρος τάφος του Κυρίου και τ’ άλλα τα άγια δοθήκανε στους σκύλους Μουσουλμάνους για τις αμαρτίες μας και δακρύζει για τούτη τη συμφορά κάθε ψυχή π᾿ αγαπά το Θεό. Σαν τα είδανε αυτά, ταραχθήκανε τα έθνη και τα βασίλεια, κατά το γραμμένο, ο Αλαμάνος λέγω κι᾿ ο Εγκλινίας και σχεδόν κάθε έθνος κίνησε για να σώσει την Ιερουσαλήμ και δεν μπορέσανε να κάνουνε τίποτα. Και να, δώδεκα χρόνια, και τα κύματα αγριεύουνε και ψηλώνουνε χειρότερα… Κι᾿ αυτά συγχωρηθήκανε να γίνουνε για τις αμαρτίες μας τις μεγάλες, με δίκαια απόφαση του Θεού, για να ταπεινωθούμε κ᾿ ίσως συγχωρεθούμε. Είναι μία χώρα Ιγκλιτέρρα, πιο μακριά από τη Ρωμανία κατά το βοριά, κι᾿ από δαύτη σύννεφο Ιγκλίνων μαζί με τον άρχοντά τους μπήκανε σε κάτι καράβια μεγάλα που τα λένε νάκκες και ταξιδέψανε για τα Ιεροσόλυμα. Τότε τράβηξε για τα Ιεροσόλυμα κι᾿ ο βασιλιάς των Αλαμάνων με εννιακόσιες χιλιάδες. Μα αυτός, περπατώντας κατά τα ανατολικά μέρη του Ικονίου, έχασε τα στρατεύματά του από το περπάτημα κι᾿ από την πείνα κι᾿ από τη δίψα κι᾿ ο ίδιος ο βασιλιάς πνίγηκε μέσα σ᾿ ένα ποταμό καβάλα στ᾿ άλογό του. Κι᾿ ο Ιγκλίτερ ήρθε στη Κύπρο και τη βρήκε σαν χαροκαμένη μάνα…
Η χώρα μας είναι σαν τη θάλασσα πούναι αγριεμένη από πολλή ανεμοζάλη. Και μάλιστα η συμφορά μας είναι χειρότερη κι᾿ από την άγρια τη θάλασσα. Γιατί η θάλασσα, σαν περάσει η αγριάδα της, έρχεται η γαλήνη, ενώ σ᾿ εμάς η φουρτούνα χειροτερεύει κάθε μέρα κ᾿ η μανία της δεν έχει τέλος. Στο Λευιτικό βιβλίο είναι γραμμένα όσα βρήκανε τη χώρα μας, πόλεμοι, σπάρσιμο χωρίς απολαβή, φάγωμα των κόπων μας από τους οχτρούς μας. Κ᾿ η δύναμή μας γίνηκε ένα τίποτα· κι᾿ απομείναμε λιγοστοί. «Πορευθήκατε σε μένα πλάγια, μας λέγει ο Θεός, κ᾿ εγώ θα πορευθώ σε σας με θυμό πλάγιον». Κι᾿ αληθινά έτσι είναι· γιατί αν δεν κουτσαθεί κανένας, ούτε κι᾿ ο γιατρός τον κόβει με το νυστέρι, κι᾿ ούτε του καίει το πονεμένο μέρος. Λοιπόν είναι φανερό πως κ᾿ εμείς, αν δεν πικραίναμε κάποτε τον πανάγαθο γιατρό μας και δεν πηγαίναμε σ᾿ αυτόν πλάγια, κ᾿ Εκείνος δε θα φερνότανε σε μας πλάγια και δε θα μας πίκραινε για να σωθούμε».
(Φώτης Κόντογλου, από το «Ασάλευτο Θεμέλιο», Ακρίτας 1996)
«Το μυστήριο τούτο μέγα εστί»· ο τρόπος που ο άνθρωπος επιλέγει την πνευματική του πορεία, πως ανακαλύπτει η ψυχή τους δρόμους προς τα ποτάμια με ζωντανό νερό, που εκβάλλουν στην αιώνια ζωή, και πως αφού γευτεί τα καθαρά νάματα, δεν επιθυμεί πλέον να επιστρέψει στις απατηλές χαρές αυτού του κόσμου. Μόνο εδώ, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δίπλα στο Σταυρό του Χριστού, κάτω από τη Σκέπη της Θεομήτορος, η ψυχή αποκτά την αληθινή ειρήνη, την πραγματική επίγνωση όλων των αξιών και αρετών, όταν αυτή μπορεί να κρίνει όλο τον κόσμο, χωρίς να τον κατακρίνει. «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· μωρία γαρ αυτώ εστί, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται. Ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α΄ Κορ. 2, 14-15).
Η βόρεια Ρωσία δεν κατακτήθηκε και δεν εδραιώθηκε με την ανδρεία των μαχητών της, αλλά με την ευλογημένη δύναμη των αθλητών της πίστεως, μοναχών και ασκητών. Μαζί με τους μοναχούς· αθλητές σε αυτή τη γη έλαμψαν οι άμεμπτοι (ευλογημένοι) άγιοι ιερείς, όπως ο Λεωνίντ Ουστνεντούμσκιϊ, τα λείψανα του οποίου επαναπαύονται (φυλάσσονται) στην πόλη Λάλσκ, καθώς και οι κοσμικοί αθλητές της πίστεως, όπως ο άγιος Προκόπιϊ στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ. Η πραγματική και η αληθινή ιστορία της Ρωσίας είναι η ιστορία των πνευματικών αθλητών της, χωρίς των οποίων η ιστορία της θα ήταν δίχως περιεχόμενο – ασήμαντη και κενή, όμοια με ένα ξέφραχτο αμπέλι από όπου περνάνε διάφοροι λαοί, που στερούνται τη δική τους ιστορία.
Στον 20ο αιώνα οι περισσότεροι μάρτυρες, προτού να στεφτούν με τα στεφάνια των μαρτύρων, ήταν μεγάλοι αθλητές της πίστεως, άλλοι νηστευτές, άλλοι σαλοί διά τον Χριστόν, άλλοι πλανόβιοι, και άλλοι διακρίνονταν με τα έργα της ελεημοσύνης.
Η μάρτυς Νίνα γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1887 στο χωριό Λαλσκ -είναι πόλη και ανήκει στην περιφέρεια Κίροβσκαγια (Βιάτσκαγια)- της περιοχής Ουστιούγκ του νομού Βολογκόντσκ, από μια ευσεβή οικογένεια ενός αστυφύλακα του Αλεξέϊ Κουζνετσόβ και της συζύγου του Άννας.
Η Νίνα ήταν μοναχοκόρη και οι γονείς της την αγαπούσαν υπερβολικά. Ονειρεύονταν να την παντρέψουν, αλλά η Νίνα από τα παιδικά της ακόμα χρόνια αγάπησε υπερβολικά την προσευχή, τα μοναστήρια και τα πνευματικά βιβλία. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλές εκκλησίες στην περιοχή. Το χωριό Λαλσκ αριθμούσε οκτώ ναούς, αν και ήταν μικρό χωριό με κατοίκους που δεν ξεπερνούσαν τα χίλια άτομα. Ο πατέρας, αφού διέκρινε την κλήση της κόρης του στα πνευματικά, θεώρησε παράλογο να επιμένει στην επιλογή του οικογενειακού βίου για την κόρη του και να της φέρει εμπόδια στις πνευματικές της αναζητήσεις. Της παραχώρησε τη σιταποθήκη για κελί, όπου ο ίδιος κατασκεύασε ράφια και έψαχνε στα μοναστήρια και στα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία πνευματικά βιβλία. Με αυτό τον τρόπο η Νίνα απέκτησε μια πλούσια βιβλιοθήκη. Δεν υπήρχε γι’ αυτή μεγαλύτερη παρηγοριά παρά το διάβασμα των πνευματικών βιβλίων. Προσευχόταν πολύ, ήξερε απ’ έξω πολλές προσευχές και όλο το Ψαλτήριο. Μέσα από την αδιάλειπτη προσευχή, η ψυχή της αναπτυσσόταν και στερέωνε στην καθαρότητα και στις αρετές, κατευθυνόταν προς την τελειότητα. Τότε άρχισε να δέχεται, σύμφωνα με την Ευαγγελική εντολή, τους πλανόβιους και τους άστεγους. Οι γονείς της συμβιβάσθηκαν με την επιλογή της κόρης τους, αφού και μόνοι τους διέκριναν ότι πλησίασε η εποχή των διωγμών. Για ποιά ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, αφού ξεκίνησαν παντού να καταδιώκουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν τους Χριστιανούς;
Το 1932 οι αρχές είχαν συλλάβει τον Αλέξιο και την Άννα. Και οι δυο τους ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας. Δεν άντεξαν τις δυσχέρειες της φυλάκισης και σε λίγο πέθαναν. Οι αρχές είχαν σκοπό να φυλακίσουν και τη Νίνα, αλλά την ώρα της σύλληψης των γονέων η Νίνα έπαθε κρίση η οποία την είχε παραλύσει και την αφήσανε σπίτι. Μέχρι το τέλος της ζωής της περπατούσε με δυσκολία και το δεξί της χέρι έμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου παράλυτο. Όταν ήθελε να κάνει το σταυρό, πάντα υποβοηθούσε τον εαυτό της με το αριστερό χέρι. Λόγω βαριάς ασθένειας, δεν της κατασχέθηκε το σπίτι και η περιουσία της, την οποία η Νίνα διαχειρίστηκε με το καλύτερο δυνατόν τρόπο. Το σπίτι ήταν μεγάλο, πεντάτοιχο, με μια ευρύχωρη κουζίνα, όπου στο ειδικό χώρο που προεξείχε του δαπέδου χωρούσαν είκοσι άτομα, και πάνω στην πέτρινη ρωσική σόμπα υπήρχε θέση για άλλα πέντε. Το σπίτι είχε και ένα μεγάλο δωμάτιο, το όποιο έσφυζε από κόσμο, ιδίως από γυναίκες, που είχαν φυλακίσει τους συζύγους τους και τους είχαν κατασχέσει όλη την περιουσία. Όλος αυτός ο κόσμος έβρισκε καταφύγιο και φαγητό στο σπίτι της Νίνας.
Όταν στις αρχές της επανάστασης κλείσανε το μοναστήρι Κοριαζεμσκιϊ, η αδελφότητά του μετακόμισε στο Λαλσκ, όπου ίδρυσε ένα μοναστήρι με δώδεκα μοναχούς. Κάτω από το ναό, σε ένα χώρο τον οποίο παλιά χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη, έχτισαν μια παραδοσιακή πέτρινη σόμπα, άνοιξαν δύο παράθυρα, διαίρεσαν σε δύο χώρους την αποθήκη με ένα διαχωριστικό και έτσι δημιούργησαν δύο κελιά. Εδώ ζούσαν οι μοναχοί, αλλά λειτουργούσαν στην εκκλησία του Λαλσκ, διατηρώντας στην προσωπική και εκκλησιαστική ζωή τους το κοινοβιακό τυπικό και την καλογερική ευλάβεια. Ως καθηγούμενος του μοναστηρίου ορίστηκε ο π. Πάβελ (Χοτέμοβ). Ήταν από την φυλή των Ζαριαίων, από ένα μακρινό χωριό κοντά στο Ούστ-Σισόλσκ (τώρα είναι η πόλη Σικτιβκάρ). Τα γράμματα διδάχθηκε από ένα δάσκαλο-ευεργέτη, ο οποίος δίδασκε στην πόλη, αλλά κάθε καλοκαίρι, επιστρέφοντας στο πατρικό του σπίτι, περνούσε από το χωριό όπου ζούσε το αγόρι με τους γονείς του. Ο δάσκαλος του εξηγούσε το μάθημα, του έδινε την ύλη για όλο το καλοκαίρι και έφευγε. Όταν επέστρεφε, τον έλεγχε, έκανε τις παρατηρήσεις του και του έδινε νέα ύλη – και έτσι με αυτό τον τρόπο το αγόρι μάθαινε γράμματα. Ο πάτερ Πάβελ διαφύλαξε σε όλη του τη ζωή την ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλό του και τον μνημόνευε σε κάθε λειτουργία. Αλλά πιο πολύ ευγνωμοσύνη έτρεφε ο πάτερ σε αυτούς τους ανθρώπους οι όποιοι του παρακίνησαν το ενδιαφέρον για πνευματικά, τον έκαναν να αγαπήσει τον Χριστό και το μοναχικό βίο. Ήταν ακόμα έφηβος, όταν μια φορά οι συγχωριανές γυναίκες, σκοπεύοντας να κάνουν, οδοιπορικώς, ένα προσκύνημα στο Κίεβο, πρότειναν στους γονείς του να τον πάρουν μαζί τους. Προετοιμάστηκε τόσο γρήγορα, ώστε ξέχασε να πάρει μαζί του το γούνινο καπέλο, και το ταξίδι κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο. Ακριβώς τότε, δίπλα στα λείψανα των αγίων στα σπήλαια του μοναστηρίου Κίεβο-Πετσόρσκιϊ, είχε ανακαλύψει για τον εαυτό του το τι είναι η σωτήρια μοναστική οδός. «Προσεύχομαι κάθε μέρα για εκείνες τις γυναίκες που μ’ έφεραν στο Κίεβο», έλεγε ο πάτερ Πάβελ.
«Εάν δεν ευδοκούσε ο Θεός τότε να πάω στο Κίεβο, δε θα γινόμουν μοναχός, δεν θα σωζόμουν». «Και τώρα, πάτερ, σώζεσαι;», τον ρωτούσε ο υποτακτικός του Αντρέϊ Μελέντιεβ (αργότερα, αρχιμανδρίτης Μοντέστ, υπηρετούσε στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ, κοιμήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80). «Γιατί να μη σωθώ; Οι δαίμονες θα με σέρνουν στον Άδη, εγώ όμως θα απλώσω τα χέρια μου και θα τους πω: «Εγώ είμαι Χριστιανός! Εσείς τί δουλειά έχετε μ’ εμένα;».
Ο πάτερ Πάβελ ήταν μεγάλος αθλητής της πίστεως. Ήξερε απ’ έξω πάνω από εξακόσια ονόματα ανθρώπων, τους οποίους μνημόνευε κάθε φορά στη λειτουργία. Για να έχει δυνατότητα να τους μνημονεύει όλους ανεξαίρετα, ερχόταν στο ναό μερικές ώρες πριν τον Όρθρο, έκανε την προσκομιδή και προσευχόταν για τον καθένα ξεχωριστά. Όταν τον ρωτούσαν «Τί είναι το μοναστήρι;», απαντούσε: «Το μοναστήρι είναι το «Δέκατον Έβδομον Κάθισμα» -το «Κάθισμα Δέκατον Έβδομον» του Ψαλτηρίου συμπεριλαμβάνει τον ψαλμό 118 – και λάχανο τουρσί κάθε μέρα» και με την απλότητα που τον διέκρινε, επεσήμανε στον ερωτήσαντα τα πιο ουσιώδη, την προσευχή και τη νηστεία. Ο ίδιος νήστευε πολύ σκληρά. Τύχαινε να του φέρουν σπιτικά μπισκότα ή και νόστιμες «βατρούσκι» (είδος ζυμαρικού με γέμιση). Ο πάτερ τα κοιτούσε, τα ψαχούλευε και έλεγε γελώντας: «Πω! Πω! Αυτά είναι πολύ καλά, είναι κρίμα να τα φάει κανείς». Και έφευγε. Οι «βατρούσκι» έμεναν απείραχτες μέχρι να ξεραθούν. Όταν τα περιμάζευε η Νίνα, αυτά ήταν ήδη σκληρά σαν παξιμάδια, τα μούσκευε στο νερό και τα έτρωγε. Αυτή ήταν η τροφή της αθλήτριας της πίστεως στη διάρκεια πολλών ετών.
Όταν κλείσανε οι αρχές και αυτό το μοναστήρι στο χωριό Λαλσκ, μερικοί από την αδελφότητα, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Ηγούμενοι Πάβελ και Νήφων, βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της μακάριας Νίνας.
Το τυπικό της αθλήσεως της μακάριας αυτής ψυχής ήταν πολύ αυστηρό. Κοιμόταν τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και στις 2 η ώρα τα μεσάνυχτα πάντα σηκωνόταν να προσευχηθεί μαζί με τους μοναχούς.
Ποτέ της δεν έπινε τσάι, ούτε γάλα, δεν έτρωγε ζάχαρη και τίποτα εύγευστο. Όλη της η καθημερινή τροφή ήταν από τα μουσκεμένα στο νερό παξιμάδια, παρότι στην τραπεζαρία το σαμοβάρι ποτέ δεν έλειπε από το τραπέζι, το ένα που έβραζε διαδεχόταν το άλλο, και γύρο από το τραπέζι καθόταν ο κόσμος, έπινε τσάι, έτρωγε το μεσημεριανό του φαγητό, και η αυλή έσφυζε από άλογα, γιατί και οι περαστικοί κάνανε στάση στο σπίτι της. Δεν πλήρωναν τίποτα για τη διαμονή, και ούτε έμπαιναν στον κόπο να ψάχνουν στέκι. Το σπίτι της μακάριας Νίνας, της κόρης ενός αστυφύλακα, ο καθένας θα μπορούσε να το επιδείξει. Στο σπίτι της όλα ήταν απλοϊκά, συνδεδεμένα με την ορθόδοξη παράδοση, και όχι με το νεόφερτο σοβιετικό τρόπο. Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να βρει εδώ στέγη και κάποια τροφή. Όποιος είχε περίσσευμα από ψωμί, αλεύρι ή και μπληγούρι, φεύγοντας, το άφηνε για τους άλλους. Οι φιλοξενούμενοι ως συνήθως καθόταν γύρω από το τραπέζι, η Νίνα όμως ποτέ δεν καθόταν μαζί τους, αλλά σε μια γωνιά μπροστά στη σόμπα και δίπλα στο διαχωριστικό πάνω σε ένα κατεργασμένο κούτσουρο. Ποτέ της δεν κοιμόταν στο κρεβάτι, αλλά κάτω από το νιπτήρα σε μια γωνιά της ιζμπά (Ρωσικό χωριατόσπιτο), τραβώντας με τα σακατεμένα της χέρια το πάπλωμα για να σκεπάσει το κεφάλι της, διπλωνόταν σαν την κουλούρα και κοιμόταν. Στην εκκλησία ήταν παρούσα στην κάθε λειτουργία, βολεύονταν κάπου και έκανε πως προσπιόταν ότι κοιμόταν. Εάν όμως τύχαινε να σκοντάφτει κανείς στην ανάγνωση των κειμένων, αμέσως προσέθετε τις επόμενες προτάσεις, καθότι ήξερε όλη τη λειτουργία απ’ έξω.
Η όραση του πάτερ Πάβελ δεν ήταν καθόλου καλή, και αυτός γνωρίζοντας πως η μακάρια γνώριζε τέλεια όλα τα κείμενα της λειτουργίας, καθώς και το εκκλησιαστικό τυπικό, τύχαινε να ανοίγει την πόρτα του Ιερού και να ρωτάει από εκεί: «Νίνκα (υποκοριστικό της Νίνας στα ρωσικά), πια περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων και το Ευαγγέλιο πρέπει να διαβαστούν;» Η Νίνα απαντούσε αμέσως και ποτέ δεν έτυχε να κάνει λάθος.
Εκείνη την εποχή τα καθήκοντα του ψάλτη στον κλήρο εκτελούσε ο υποτακτικός Αντρέϊ Μελέντιεβ. Τους περισσότερους ψάλτες που έψαλλαν στις εκκλησίες οι αρχές, άλλους είχαν ξυλοφορτώσει μέχρι θανάτου, άλλους εξορίσει, και κάποιοι δραπέτευσαν μόνοι τους ή και κρύφθηκαν. Έμειναν μόνο οι γερόντισσες και οι ηλικιωμένες σύζυγοι των εμπόρων, και κάποιες άλλες υπερήλικες, τις οποίες μάζευε όλες ο ψάλτης και έψελνε μαζί τους. Και καθώς έψελνε μαζί τους, ξεχνούσε έγκαιρα να εντοπίζει την περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων, ενώ πλησίαζε η ώρα να την απαγγείλει. Η μακαρία καθόταν στον κλήρο με μάτια κλειστά, κάνοντας πως κοιμόταν, και εκείνη τη στιγμή έλεγε: «Άνοιξε την περικοπή τάδε….», «Μη με ενοχλείς Νίνκα», απαντούσε ο υποτακτικός, αλλά ο ίδιος έψαχνε βιαστικά (ευσπεσμένα) την περικοπή. Τον πρώτο καιρό δεν εμπιστευόταν σε αυτά που ορθώς του υπαγόρευε η Νίνα, μετέπειτα όμως, πείστηκε πολλές φορές και δεν έλεγχε πλέον τα λεγόμενα της.
Κατά τη δεκαετία του 1930 από τους μοναχούς-ιερομόναχους έμεινε μόνο ο Ηγούμενος Πάβελ (Χοτέμοβ), και οι ενορίτες άρχισαν να ανησυχούν εάν θα μπορούσε ο Γέροντας να λειτουργεί κάθε μέρα, καθώς η προχωρημένη ηλικία του τον έκανε όλο και πιο ανήμπορο. Ο πάτερ Πάβελ ήθελε να καλέσει ένα ιερομόναχο για να λειτουργήσει στην εκκλησία τους, ο οποίος μόλις αποφυλακίστηκε, αλλά η επίτροπος του ναού φοβήθηκε να μη γινόταν η πρόσληψη ενός φυλακισμένου αφορμή για να κλείσει εξ ολοκλήρου η εκκλησία, και έφερε αντίρρηση. Τότε καλέσανε τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, ο οποίος ιερουργούσε στην εκκλησία του χωρίου Οπάρινο. Καταγόταν από το Βελίκιϊ Ουστιούγκ και πριν την επανάσταση ήταν δασάρχης Μετά όμως την επανάσταση, την εποχή των πιο σκληρών διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ιερέας και χειροτονήθηκε.
Στενοχωρήθηκαν πολύ ο πάτερ Πάβελ και η μακάρια Νίνα, γιατί θα ερχόταν στην ενορία τους ένας κοσμικός ιερέας, ο οποίος θα μπορούσε να παραβιάσει το κοινοβιακό τυπικό που τηρούσαν. Θα οριζόταν ως πρωθιερέας – πως θα μπορούσε να δείξει κανείς ανυπακοή, εάν θα ζητούσε αυτός την συντόμευση της λειτουργίας; Ο Αντρέϊ Μελέντιεβ είπε στην μακαρία: «Νίνουσκα (υποκοριστικό –χαϊδευτικό- της Νίνας στα ρωσικά), έλα να συμφωνήσουμε ως εξής: δεν θα ενδώσουμε, μέχρι να το απαγορεύσει ο ίδιος. Και εάν έχουμε απαγορευτικό, θα διαφωνήσουμε λίγο, θα του πούμε: «Πάτερ, κατ’ αρχάς αυτός είναι καθεδρικός ναός, και κατά δεύτερον, η πόλη είχε μοναστήρι, ο κόσμος εδώ δεν είναι ανίδεος, ξέρει από λειτουργία. Να γιατί κρατάμε το εκκλησιαστικό τυπικό, για να μη μας εκκοσμικεύσουν οι άνθρωποι. Εάν όμως θα ευλογήσετε αυτό που νομίζετε σωστό, αυτό θα ευλογηθεί». Εξ αρχής όμως καταλήξανε να μην προειδοποιήσουν τον ιερέα, ούτε να θέσουν ερωτήσεις. Ο πάτερ Λεονίντ, κάνοντας τις πρώτες λειτουργίες, δεν είπε τίποτα, και έτσι διατηρήθηκε στο ναό ο τρόπος τέλεσης της λειτουργίας με πλήρες μοναστηριακό τυπικό.
Με τις προσευχές και την προστασία της μακάριας Νίνας ο καθεδρικός ναός στο Λάλσκ έμεινε ανοιχτός γιά πολύ ακόμα καιρό, παρά τις πολλές προσπάθειες των αρχών να σταματήσει η λειτουργία του. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1930 οι αρχές κατάφεραν να τον κλείσουν. Η μακαρία όμως άρχισε να στέλνει τολμηρά γράμματα στη Μόσχα, στο Κρεμλίνο. Συγκέντρωσε και έστειλε οδοιπόρους με τα αιτήματα, και έδειξε τόση αποφασιστικότητα, εμμονή και επιμονή, ώστε οι αρχές υποχώρησαν και επέστρεψαν τον ναό στους Ορθοδόξους.
Στις αρχές του 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, τον ψάλτη Αντρέϊ Μελέντιεβ, την Επίτροπο, τις γυναίκες που έψελναν, καθώς και πολλούς ενορίτες του καθεδρικού ναού του Λαλσκ και τους άλλους ιερείς των κοντινών ενοριών, οι οποίοι ακόμα ήταν ελεύθεροι. Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ και φυλακίστηκαν στο ναό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, τον όποιο οι άθεοι μετέτρεψαν σε φυλακή. Τους Ορθοδόξους τους τοποθέτησαν σε ένα μικρό κελί πάνω από το ιερό, εκεί έβαλαν και τους ιερείς και τους διακόνους από το Λαλσκ. Στις μεγάλες γιορτές, τις αγρυπνίες τις κάνανε ξαπλωμένοι: οι ιερείς δε σηκωνόταν από το σανιδοκρέβατο, εκφωνούσαν μισόφωνα τους ήχους. Δύο χρόνια έμεινε στη φυλακή και στο στρατόπεδο μαζί με τους ενορίτες του ο πάτερ Λεονίντ Ιστόμιν, και ύστερα τον είχαν στείλει μαζί με τους άλλους ιερείς στις υλοτομίες στην Καρέλια. Οι συνθήκες ήταν τόσο άθλιες, ώστε οι φυλακισμένοι πέθαιναν σε κάθε στρατόπεδο. Εδώ είχε κοιμηθεί ο πάτερ Λεονίντ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τη μακαρία Νίνα, αλλά αδυνατούσαν να συλλέξουν καταγγελίες εναντίον της. Την κράτησαν στη φυλακή του Λαλσκ δύο εβδομάδες, χωρίς να τη ρωτάνε κάτι και χωρίς να την καταγγείλουν. Οι αρχές ανάγκαζαν πολλούς ανθρώπους να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον της, αλλά συγκατατέθηκε μόνο ένας, ο αντιπρόεδρος του σοβιέτ (όργανο εξουσίας και διοίκησης στα τότε σοβιετικά χωριά και πόλεις (σ.μ.), του χωριού Λαλσκ. Κατέθεσε ότι η μακαρία Νίνα είναι μια δραστήρια εκκλησιαζόμενη, η οποία όχι μόνο αντιτάσσεται στο κλείσιμο των ναών, αλλά φροντίζει ακαταπόνητα (ακούραστα) για την ίδρυση νέων. «Το καλοκαίρι του 1936, όταν το σοβιέτ του χωριού σκόπευε να κλείσει το ναό του Λαλσκ, -κατήγγειλε αυτός- η Κουζνετσόβα είχε οργανώσει μια εκστρατεία, η οποία παρεμπόδισε την υλοποίηση αυτών των μέτρων. Μάζευε υπογραφές και οργάνωνε συνελεύσεις των πιστών, παραχωρώντας γι΄ αυτό το σκοπό τη στέγη της. Τον Αύγουστο του 1937 το σοβιέτ του χωριού άρχισε να συγκεντρώνει υπογραφές των κατοίκων του Λαλσκ, όσοι ήταν υπέρ του κλεισίματος του ναού, αλλά η Κουζνετσόβα πάλι συγκέντρωσε κόσμο στο σπίτι της και ανέτρεψε το αποτέλεσμα, που επιδίωκαν οι σοβιετικές αρχές. Όταν συνελήφθηκε ο ψάλτης Μελέντιεβ, η Κουζνετσόβα άρχισε αμέσως να φροντίζει για την απελευθέρωσή του, τον πήρε υπό την προστασία της».
Βάσει αυτής της καταγγελίας, στα μέσα του Νοεμβρίου 1937, η μακαρία Νίνα κατηγορήθηκε και ανακρίθηκε.
-Τα ανακριτικά όργανα διαθέτουν πληροφορία, ότι εσείς στη διάρκεια ετών παραχωρούσατε το σπίτι σας για συγκεντρώσεις των εκκλησιαζόμενων, είναι έτσι;
-Μάλιστα. Μέχρι τώρα στο σπίτι μου διαμένει ο ιερέας Πάβελ Φιόντοροβιτς Χοτέμοβ, εξίσου το σπίτι μου επισκέπτονταν και άλλοι πιστοί που τους απασχολούσαν τα θέματα της εκκλησίας και της διακονίας εις αυτήν.
-Τα ανακριτικά όργανα γνωρίζουν, ότι για το ζήτημα της επαναλειτουργίας του ναού στο Λαλσκ, είπατε: Αυτή η εξουσία των σοβιέτ δε θα κρατήσει για πολύ, θα ξεσπάσει πάλι ο πόλεμος και όλα θα επανέλθουν στα παλιά». Είναι έτσι;
– Όχι, δεν το είπα αυτό.
Η μακαρία Νίνα δεν παραδεχόταν ότι ήταν ένοχη απέναντι στην εξουσία των σοβιέτ. Μα τι να την έκαναν αυτήν την ανάπηρη, ανήμπορη, η συντήρηση της οποίας προκαλούσε πρόβλημα για τις αρχές, και καθότι ήταν και δημοφιλής μέσα στον κόσμο, πήραν την απόφαση της επομένης της ανάκρισης να τη στείλουν στις φυλακές της πόλης Κοτλάς.
Στις 27 Νοεμβρίου 1937 η «τρόϊκα» των συνεργατών του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων καταδίκασε την μακαρία Νίνα για οκτώ χρόνια φυλάκισης στο στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων.
Την μακαρία Νίνα την μετέφεραν στην μια από τις φυλακές της περιφέρειας Αρχάγκελσκ, αλλά εδώ δεν παρέμεινε για πολύ η ομολογήτρια της πίστεως η αγία Νίνα Κουζνετσόβα. Στις 14 Μαΐου 1938 η μακαρία Νίνα κοιμήθηκε εν Κυρίω.
(Το μαρτυρολόγιο αυτό είναι από τον Συναξαριστή ομολογητών και νεομαρτύρων του 20ου αιώνος στην Ρωσία).
Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου – Ο ασκητής και ιεραπόστολος (1884-1980), Τεύχος 25, Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος-Απρίλιος 2009.