Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημίτρια ( Ρωσία αρχές 19ου αι.— 19-2-1860)

Βίος και Πολιτεία

Α. Γέννηση – ανατροφή: Στην επαρχία του Νόβγκοροντ της Ρωσίας, κατά μήκος του ποταμού Λόβατ στο χωριό Περεντίνο γεννήθηκε η Μαρία, αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν η γενέτειρα του γέροντα Ιγνατίου, ιδρυτή της Ι. Μ. του Όλονετς, στη λίμνη Βέϊζ. Ο γέροντας αυτός, μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο πολύ νέοι ξεκίνησαν τους μοναχικούς τους αγώνες από το Άγιο Όρος. Ο τρίτος αδελφός τους, ο Βασίλειος Σοφρόνωφ παντρεύτηκε μια χωρική από διπλανό χωριό. Μετά από χρόνιες προσευχές γέννησαν τη Μαρία και κατόπιν δυο γιους και δυο θυγατέρες.

Οι γονείς τους έδωσαν με την ζωή τους το παράδειγμα στα παιδιά τους. Στην Μαρία αυτό έμπαινε βαθιά στην καρδιά της, γι’ αυτό φαινομενικά δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά. Ίσως γιατί όλη η οικογένεια ξεχώριζε για την καλοσύνη της σ’ όλο το χωριό.

Η Μαρία από έξη χρονών φρόντιζε τα αδέλφια της και βοηθούσε στο νοικοκυριό. Φρόντιζε ακόμα και τα κατοικίδια ζώα. Άρχισε όμως να μην παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς και να μη συμμετέχει στους χορούς του χωριού. Όταν η μητέρα της την ωθούσε να παίξει, αυτή χωρίς φασαρία έβγαινε, αλλά  έμενε μόνη και παρατηρούσε τη φύση…

Όταν προσκυνητές ή ταξιδιώτες φιλοξενούνταν στο σπίτι, η Μαρία ρουφούσε κυριολεκτικά τις ιστορίες για τα μοναστήρια και τις ακολουθίες σ’ αυτά. Οι γονείς άρχιζαν να διαβλέπουν την κλήση της αυτή, γι’ αυτό ο πατέρας της το συζήτησε με διαφόρους γέροντες. Έτσι ο αναγνώστης του Περεντίνο την έμαθε να διαβάζει Ωρολόγιο και Ψαλτήρι. Σύντομα αποστήθισε όλες τις προσευχές και πολλούς ψαλμούς. Έτσι οι γονείς τους την οδήγησαν για ευλογία στον γέροντα Ησαΐα στην περιοχή του Όλονετς…

 

Β. Αναχωρεί από τον κόσμο  με την φίλη της: Όσο ζούσαν οι γονείς της, έμενε μαζί τους. Μόνο για προσκύνηση απομακρυνόταν. Κοιμήθηκε πρώτα ο πατέρας της. Ο πρωτότοκος – με οικογένεια – γιος  κληρονόμησε το σπίτι με τα γύρω κτήματα. Αυτή με την μητέρα της έμειναν σ’ ένα κήπο με μηλιές, όπου αδελφός της τους έφτιαξε ένα ζεστό ξύλινο σπιτάκι.

Κάποτε πηγαίνοντας   για προσκύνημα στο Κίεβο γνώρισε την Άννα, μια κοπέλα  δουλοπάροικη. Ήθελε να μονάσει, γι’ αυτό το είχε σκάσει απ’ το «αφεντικό» της. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο, ώστε έμειναν στον κήπο με τις μηλιές… Σ’ ένα χρόνο πέθανε και η μητέρα της Μαρίας. Μετά την κηδεία, παρ’ ότι ήταν χειμώνας, ξεκίνησαν για το Όλονετς. Πέρασαν από πυκνό χιονισμένο δάσος περπατώντας… Όταν βγήκαν απ’ αυτό συνάντησαν βρήκαν τον θείο της  π. Ησαΐα ιδρυτή του ερημητηρίου του Αγίου Νικηφόρου! Τις οδήγησε με την διορατικότητά του στη γερόντισσα Ακυλίνα, πρώην ερημήτρια λίγα χιλιόμετρα από τη Μονή. Ο Γέροντας άκουσε και την εξομολόγηση της Άννας. Ζήτησε απ’ τους μαθητές του, π. Δανιήλ και π. Γεράσιμο να τις φροντίσουν και να τις εξασφαλίσουν και μετά τον θάνατό του… Με την ανιψιά του έκανε ιδιαίτερη συζήτηση, κυρίως για θέματα της γνήσιας πνευματικής άσκησης και της εργασίας της νοεράς προσευχής. Της έδωσε «μοναχικό κανόνα». Ήταν ο μοναχικός κανόνας του Αγίου Παχωμίου για την ζωή στην έρημο:

α) διάβασμα Ψαλτηρίου,

β) πολλές μετάνοιες,

γ) μελέτη ιερών βιβλίων,

δ) συνεχής εργασία με την νοερά προσευχή… και εργόχειρο!   Τους έδωσε μάλιστα εντολή να μην συζητούν μεταξύ τους, παρά μόνο για τα αναγκαία.

 

Γ.  Η  αφετηρία της ερημική της ζωής: Έμεναν σε μια καλύβα οκτώ τετραγωνικών μέτρων, όπου ο γέροντας τους έδωσε τα απαραίτητα γι’ αυτή την ερημική συμβίωση! Μέσα σε τρία χρόνια έφτασαν σε ζηλευτά ύψη ερημικής ασκητικής ζωής. Τότε πηγαίνοντας στο ερημητήριο του π. Ησαΐα για να κοινωνήσουν (που εν τω μεταξύ είχε γίνει μεγαλόσχημος με το όνομα Ιγνάτιος) και του ανακοίνωσαν την απόφασή  τους να ζήσουν χωριστά. Ο γέροντας μετά από ιδιαίτερες συζητήσεις έδωσε την ευλογία του. Χάρηκε πολύ και φρόντισε να φτιαχτεί στο δάσος και ένα δεύτερο κελί. Σύντομα όμως αναπαύτηκε (20-4-1852).

Τότε άρχισαν για την Μαρία πολλοί πνευματικοί πειρασμοί. Υπόμεινε αρκετές νύκτες άγρυπνη  με απερίγραπτο φόβο. Ο νέος πνευματικός της (π. Γεράσιμος) με προσευχή και συμβουλές για απάθεια στους «παιδαριώδεις» αυτούς πειρασμούς την βοήθησε να τους ξεπεράσει…

Τότε άρχισαν νέοι και πιο δυνατοί πειρασμοί: Ο ιερομόναχος Μητροφάνης, υπεύθυνος για την διοίκηση του Μοναστηριού, επικουρούμενος από τον π. Δανιήλ, ζήτησε να απομακρυνθούν και να μονάσουν σε γυναικεία μοναστήρια … λόγω ευθυνοφοβίας. Απομακρύνθηκε πρώτα η Άννα δέκα μίλια και πήγε πίσω απ’ την λίμνη. Με την βοήθεια ευλαβών πιστών εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή που ήταν πραγματικό κρησφύγετο. Έτσι ο Θεός διαφύλαξε την εκλεκτή του. Μετά από λίγο καιρό ο ηγούμενος απομάκρυνε και την Μαρία. Αυτή άρχισε να περιπλανιέται στο δάσος, για να μην στερηθεί το αγαπημένο της … καταφύγιο!

Εκεί ανακάλυψε μια καλύβα με το δάπεδό της κάτω από το έδαφος. Έφτασε στο κοντινότερο χωριό και γνώρισε μέσω του γερο-Αντρέα, ενός συμπαθούς ξυλοκόπου, τον «ιδιοκτήτη της». Αυτός της την χάρισε… Ο δόκιμος μοναχός Τρύφων έμαθε το γεγονός από τον γερο-Ανδρέα και το ανέφερε στον π. Γεράσιμο. Αυτός τότε άρχισε πάλι να την έχει υπό την προστασία του. Και η Μαρία επισκεπτόταν το Μοναστήρι για να κοινωνήσει…

Δ΄. «Νέα  τάξη» στο …δάσος:   Το φθινόπωρο η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από το χωριό της για να παρουσιαστεί στις τοπικές αρχές, για έλεγχο των  πιστοποιητικών της. Πήγε. Στο διάστημα που έλειπε ένα άγριο παγερό βράδυ δυο ξυλοκόποι ανακάλυψαν την καλύβα της. Έμειναν εκεί, άναψαν την υγρή θερμάστρα τους και μετά από λίγες μέρες από ένστικτο  πήγε εκεί ο γερο – Ανδρέας και τους βρήκε νεκρούς. Έγινε αυτοψία από τις αρχές και βρέθηκε ότι πέθαναν από ασφυξία. Οπότε κατέστρεψαν την καλύβα, χωρίς δικαίωμα ξανακτισίματος…

Όταν η Μαρία γύρισε έκλαψε πάνω από τα συντρίμμια… Είχε όμως σταθερή την απόφαση να ζήσει εκεί. Έδειξε στη διοίκηση του μοναστηριού την άδεια που είχε στα πιστοποιητικά της για ελεύθερη εγκαταβίωση. Ζήτησε τότε από τον γερο-Ανδρέα να της κτίσει κρυφά, με εργάτη, μια νέα καλύβα σε άλλο σημείο με τα λίγα χρήματα που έφερε από το χωριό της. Εγκαταστάθηκε λοιπόν πέρα από ένα φαράγγι…

Στο μοναστήρι αποσύρθηκε ο ηγούμενος και εγκαταστάθηκε ο π. Σίλβεστρος, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Γεράσιμο… Αυτός έκανε ριζικές αλλαγές και έσπασε η ενότητα και η ομοψυχία! Έτσι ο π. Γεράσιμος έμεινε έγκλειστος για να μην προκαλέσει και άλλες αντιδράσεις! Η Μαρία όμως κατάφερε να έχει επικοινωνία μαζί του. Όμως αργότερα την ανακάλυψαν… Τότε ο ηγούμενος την έδιωξε από την κρυψώνα της, ονομάζοντάς την «απατεώνα», γιατί ζούσε εκεί κρυφά! Της έκαψαν την καλύβα της! Το δάσος ολόκληρο άκουγε τότε τους λυγμούς της Μαρίας…

Ο ηγούμενος μάλιστα αποφάσισε να την διώξει τελείως και ενημερώσει τις αρχές, γι’ αυτήν και τον γερο-Ανδρέα. Ο π. Γεράσιμος τα πληροφορήθηκε και με τον π. Τρύφωνα έστειλε μήνυμα στην Μαρία να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού και να περιμένει την Πρόνοιά του. Της ζήτησε να πάει κοντά στην πατρίδα της όπου σε ανθρώπους που τιμούσαν τον π. Ησαΐα – Ιγνάτιο  να βρει καταφύγιο. Ενημέρωσε μάλιστα τον επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριατσινίνωφ και άλλους πατέρες να την δεχτούν. Η Μαρία τα δέχτηκε και έκανε υπακοή… χωρίς γογγυσμούς!

 

Ε΄. Ταξίδι στον Καύκασο:  Η  Μαρία έφυγε και έφτασε στην Σταράγια όπου έγινε δεκτή από τον Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο στην μονή του αγίου Σεργίου, κοντά στην Πετρούπολη. Την βοήθησε επίσης η πασίγνωστη ευεργέτρια  Τ. Β. Ποτέμκινα, η οποία είχε περιουσία κοντά στο μοναστήρι Σβιατογκόρσκ (Άγια Όρη), στο Καρκώφ.  Με συστατική της επιστολή έφτασε, μέσω Κιέβου, μαζί με την καινούργια της συναθλήτρια και συγγενή της Ματρώνα Μιχαήλοβνα στη διάρκεια της νηστείας των Αγίων Αποστόλων.  Ο ηγούμενος όμως εκεί δεν θεώρησε καλό να τους δώσει ευλογία να μείνουν στο δάσος, όπου ζούσαν αρκετοί γέροντες ερημίτες.

Εν τω μεταξύ η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από τον π. Θεοφάνη, μέσω του γέροντα Γεράσιμου, να πάει κοντά του στον Καύκασο, στην Σταυρούπολη! Εκεί υπήρχαν πολλά γυναικεία ερημητήρια. Οι προσκυνήτριες πραγματοποίησαν το μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους, αφού στηρίζονταν στην Πρόνοια του Θεού. Μερικές φορές βάδιζαν μέχρι τριάντα μίλια!  Ξεκίνησαν στις  29 Ιουνίου και έφτασαν στις 29 Αυγούστου! Το έλεος του Θεού πράγματι τις προστάτεψε και από ανθρώπους και από άγρια ζώα και από τον καύσωνα της ημέρας και από την έλλειψη χρημάτων … Στην Σταυρούπολη συνάντησαν ένα ευλαβή κτηματία που γνώριζε τον π. Θεοφάνη.

Εκεί έλειπε ο επίσκοπος και διαπραγματεύτηκε ο π. Θεοφάνης με την ηγουμένη Σεραφιμίνα της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί ζούσαν 200 μοναχές, που δύσκολα χωρούσαν. Η Μαρία άφησε την Ματρώνα στη μονή και εξομολογήθηκε στον π. Θεοφάνη την αγάπη της για ερημική ζωή, στην οποία ήταν… συνηθισμένη.

 

ΣΤ΄. Σε ερημικό καταφύγιο στον Καύκασο:  Η Μαρία ανακάλυψε σ’ ένα γειτονικό φαράγγι μία σπηλιά. Οι προσπάθειες του γέροντα και της ηγουμένης στάθηκαν μάταιες να την μεταπείσουν! Τα δάκρυα και η επιμονή της λύγισαν τον π. Θεοφάνη. Η σπηλιά  ήταν χαμηλή και στενή. Τα τοιχώματά της ήταν από χώμα και η οροφή της ήταν πλεγμένη από λινάρι. Για θέρμανση έφτιαξαν πέτρινη θερμάστρα. Τα τραπέζια και τα καθίσματα έγιναν από κορμούς δένδρων και στρώμα  μια υφαντή ψάθα…Για τροφή κράτησε λίγο αλεύρι και ένα είδος σίκαλης…

Η φιλέρημη ερημήτρια χάρηκε πολύ με την νέα κατοικία της! Το χειμώνα όμως φάνηκε η ακαταλληλότητα της σπηλιάς. Οι βροχές εισχωρούσαν από την οροφή και η υγρασία έφτανε μέχρι τα ρούχα… Το κρύο ήταν παγερό. Η Μαρία εξαντλήθηκε. Αναγκάστηκε να ζητήσει να πάει κοντά της η … Ματρώνα. Ζήτησε εξομολόγηση από τον εφημέριο της περιοχής και κοινώνησε. Μετά δυνάμωσε κάπως, αλλά ήταν ανήμπορη.

Παρ’ όλα αυτά δεν άφησε το κανόνα της… Για να μην την βλέπει στην προσευχή της η  Ματρώνα ζήτησε και της έφτιαξαν μια γωνία με παραβάν. Έτσι χωρίστηκε η σπηλιά σε … δύο δωμάτια. Η σπηλιά βέβαια ήταν σκοτεινή και είχε σύνολο 5 μέτρα μήκος και 2.5  μέτρα πλάτος. Αγωνίστηκαν με αναστεναγμούς και δάκρυα, με αδιάλειπτη προσευχή μέρα και νύκτα μέχρις εκεί που επέτρεπε η σωματική τους αδυναμία. Η Ματρώνα μάζευε τα ξύλα για την φωτιά, νερό απ’ την χαράδρα και έφτιαχνε χυλό με το αλεύρι. Αυτή ήταν η τροφή τους!

Κάποτε οι πατέρες του Όλονετς έμαθαν για την Μαρία και την εξάντλησή της! Ο π. Γεράσιμος μέσω του π. Δανιήλ, που είχε γίνει ηγούμενος στην μονή Πολυούστρωφ, με επιστολή  ζήτησε να επιστρέψουν κοντά στη λίμνη Βέϊζ, αφού δεν υπήρχαν πια τα παλιά εμπόδια. Ενημερώθηκε επίσης και ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Την  άνοιξη τους έδωσε ευλογία να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

 

Ζ΄. Το τελευταίο ερημητήριο του Βορρά:  Οδοιπορώντας πέρασαν από το μοναστήρι Σβιατογκόρσκ.

Ξεκουράστηκαν και με πλοίο  έφτασαν στη Νέα Λάντογκα από το Νόβγκοροντ. Πέρασαν και από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που έμεινε η Ματρώνα ένα χρόνο γιατί είχε εξαντληθεί απ’ το ταξίδι και δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει! Στο ερημητήριο του Αγίου Νικηφόρου η Μαρία συνάντησε την Άννα, που με μεσολάβηση των πατέρων του Όλονετς εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, το Παντάν.  Βρισκόταν στη μέση ενός δάσους. Εκεί η Άννα κάρηκε μοναχή και έζησε 31 χρόνια. Κοιμήθηκε στις 11 Ιουλίου το 1901, Σε ηλικία 83 ετών.

Οι γέροντες δεν θέλησαν να λυπήσουν την Μαρία και της έδωσαν την ευλογία να μείνει στα γύρω δάση. Της διάλεξαν όμως την καταλληλότερη δυνατή τοποθεσία, 5 μίλια μακριά από το μοναστήρι. Εδώ η Μαρία εγκαταστάθηκε μαζί με την …ανιψιά της Πελαγία που παλιότερα είχε μείνει μαζί της. Αυτή όμως δεν άντεξε. Την επόμενη άνοιξη κάλεσε κοντά της την  Ματρώνα, που είχε συνέλθει. Ο ηγούμενος ήταν συγκαταβατικός και είχε ευλάβεια γι’ αυτές! H Μαρία δεν έζησε για πολύ στο τελευταίο της καταφύγιο. Οι κακουχίες της και ένα άγριο κρυολόγημα της κλόνισαν οριστικά την υγεία της. Όλο τον χειμώνα υπέφερε από υψηλό πυρετό και πόνους στα δόντια και το πρόσωπό της. Υπήρχαν φάσεις που ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής αυτής της σκληρής αθλήτριας!

Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1860 οι πόνοι έφτασαν στο απροχώρητο. Η κατάστασή της χειροτέρευε γιατί δεν έπαιρνε κανένα φάρμακο!  Η Ματρώνα πήγε  να μείνει με την Πελαγία. Δεν μπόρεσε να γυρίσει σύντομα κοντά της λόγω χιονοθύελλας. Ο γερο – Ανδρέας πρώτος άνοιξε δρόμο στο χιόνι και με πέδιλα του σκι έφτασε στην καλύβα. Όταν την είδε πώς ήταν έφυγε για το χωριό και επέστρεψε σε δύο ώρες με ένα μπουκάλι βότκα! Χωρίς συναίσθηση η ερημήτρια έβρεξε ένα πανί με βότκα και το έβαλε στα χείλη της, ενώ ο Ανδρέας είχε φύγει. Η βότκα την άναψε και έβγαλε μια κραυγή προς το Θεό έβαλε χιόνι στο πρόσωπό της και άρχισε να φτύνει κάτι που δοκίμαζε για πρώτη φορά! Τα δάκρυά της ήταν ασυγκράτητα. Ξεκίνησε να πάει στο μοναστήρι! Ακολούθησε τα’ αχνάρια του Ανδρέα και η Πρόνοια του Θεού δεν την άφησε…

Έπεσε αναίσθητη στο χιόνι, αλλά  αδελφοί την είδαν από μακριά και αναίσθητη την πήγαν σε κοντινό … στάβλο. Όταν έφτασε ο π. Γεράσιμος η Μαρία φέρθηκε σαν να ξύπνησε απ’ τον ύπνο. Δεν κατάφερε να μιλήσει, αλλά με νοήματα ζήτησε να της κάνουν ευχέλαιο.

Για τρεις βδομάδες η μαρτυρική ερημήτρια έμεινε στο κρεβάτι. Την δέκατη Πέμπτη ημέρα το πρόσωπό της έλαμψε μ’ ένα υπερκόσμιο φως και πήρε την έκφραση μιας ευλογημένης ηρεμίας. Όλα τα σημάδια εξαφανίστηκαν. Ζήτησε να εξομολογηθεί και τις  επόμενες ημέρες κοινωνούσε!

Το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου του 1860 η Μαρία αναπαύτηκε…Στην κηδεία της μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ούτε στην πανήγυρη δεν ερχόταν. Στην διάρκεια της εξόδιας ακολουθίας το πρόσωπό της το κάλυψε ένα ουράνιο φως, σημάδι για την οσιότητα του βίου και μήνυμα για το περιεχόμενο της ησυχαστικής ζωής των Ορθοδόξων ασκητών!!!

 

Βιβλιογραφία: Πέτρου Μπότση, Οσία Μαρία του Όλονετς, σειρά οι Φιλόθεες, Αθήνα 1992.

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Π. Α. Μ.

Πηγή: Ενοριακός Παλμός. Ιερά Μητρόπολη Πατρών – Μηνιαίο Ενοριακό έντυπο. Κοιμήσεως Θεοτόκου Οβρυάς Μεσσατίδος. Έτος έκτο – Αρ. Φύλλου 62 – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  2001.-Ο.Ο.Δ.Ε

«Ειρήνη πάσι»

 

«Εις Άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.)

(Ένας είναι Άγιος, ένας είναι Κύριος, ο Ιησούς Χριστός για τη δόξα του Πατέρα.)

 

 

Τρεις φορές στη θεία Λειτουργία, πριν από κάθε επίσημη στιγμή, ακούμε το «Ειρήνη πάσι». Πρώτα, όταν είναι για να αναγνωσθεί το θείο Ευαγγέλιο· ύστερα, όταν είναι να λεχθεί το «Πιστεύω…» και να αρχίσει η αναφορά· και τελευταία τώρα, όταν είναι για να κοινωνήσουν οι πιστοί. Επάνω σ’ αυτό τον ιερότατο λόγο, που πάντα συνοδεύεται με τη γνωστή κίνηση και ευλογία της δεξιάς του ιερέα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει· «Όλα τα καλά στη ζωή των ανθρώπων τα φέρνει η ειρήνη» η ειρήνη των ανθρώπων προς  το Θεό  και  προς   αλλήλους. Ο Ιερέας επαναλαμβάνει την ευλογία του Κυρίου «ειρήνην την οικείαν αφιέντος και διδόντος και εκφωνούντος» κι εμείς «ήρεμον τον νουν πάντες σχώμεν».Όταν ερχόμαστε για να κοινωνήσουμε, ο Χρίστος μας δίνει την ειρήνη του, κι εμείς  λοιπόν ας εχωμε ήρεμο το νου και γαληνεμένη την ψυχή μας.

*

Μετά το «Αμήν», που ο χορός απαντά στην εκφώνηση «Ότι σου έστιν…» ο λειτουργός ιερέας εμφανίζεται στην ωραία πύλη και ευλογεί το λαό· «Ειρήνη πάσι», ειρήνη σε όλους. Το στόμα λέει τα λόγια και το δεξί χέρι, με μια κίνηση μοναδική και αποκλειστικά Ιερατική, με τα δάκτυλα σε σχήμα, που δείχνει τα αρχικά γράμματα του ονόματος «Ιησούς Χριστός», κάνει το σημείο του σταυρού επάνω από τη σύναξη των πιστών. Ο λαός ανταποδίνει την ευλογία με την ευχή· «Και τω πνεύματί σου»· την ειρήνη του Χριστού μας δίνεις, την ειρήνη του Χριστού κι εμείς ευχόμαστε σε σένα. Κι αμέσως ο λειτουργός προσθέτει· «Τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν», ας σκύψουμε τα κεφάλια μας στον Κύριο. Και οι πιστοί βάζουν ο καθένας κάτω το κεφάλι, με όλους τους κοσμικούς λογισμούς και ταπεινώνουν την καρδιά τους μπροστά στο Θεό, για να δεχθούν τη χάρη, για την οποία τώρα εύχεται και παρακαλεί ο λειτουργάς.

Ο χορός των ψαλτών απαντά· «Σοι, Κύριε», κι ο ερέας λέει χαμηλόφωνα τη ευχή·« Σε ευχαριστούμε, αόρατε Βασιλέα, που με την  αμέτρητη δύναμή σου δημιούργησες τα πάντα και με το πλήθος της αγάπης σου τα έφερες όλα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Εσύ λοιπόν, Δέσποτα, ρίξε από τον ουρανό τη ματιά σου σ’ αυτούς, που τώρα έχουν σκύψει σε σένα τα κεφάλια τους· γιατί δεν έσκυψαν σε άνθρωπο, άλλα σε σένα το μεγάλο Θεό.»

Ο λειτουργός συνεχίζει την ευχή κι έρχεται τώρα να κάνει πιο συγκεκριμένα τα αιτήματά του· «Συ ουν, Δέσποτα, τα προκείμενα πάσιν ημίν εις αγαθόν εξομάλισον, κατά την εκάστου ιδίαν χρείαν· τοις πλέουσι σύμπλευσον τοις οδοιπορούσι συνόδευσον τους νοσούντας ίασαι, ο Ιατρός των ψυχών και των  σωμάτων ημών». Εσύ λοιπόν, Δέσποτα, όλους εμάς τώρα βοήθησέ μας στο καλό, και σε ό,τι ο καθένας έχει ανάγκη· ταξίδεψε μαζί μ’ εκείνους, που ταξιδεύουν στη θάλασσα· περπάτησε μαζί μ’ εκείνους, που περπατάνε στη στεριά· κάνε καλά τους αρρώστους, εσύ που είσαι ο γιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας. Και σε ψηλότερο τώρα τόνο ο λειτουργός λέει την εκφώνηση· «Χάριτι και οικτιρμοίς και φιλανθρωπία του μονογενούς σου Υιού, μεθ’ ου ευλογητός ει, συν τω παναγίω και αγαθώ καί ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», Με τη χάρη και την ευσπλαχνία και τη φιλανθρωπία του μονογενή σου Υιού, με τον οποίο είσαι δοξασμένος μαζί με το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό σου Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες. Ο λαός, όπως πάντα, απαντά· «Αμήν».

*

Για μια τελευταία φορά δεν ξεχνάμε να παρακαλέσουμε για τις ειδικές περιστάσεις, που βρίσκονται κάποιοι απόντες αδελφοί μας, Αλλά το βλέπουμε πως τώρα βρισκόμαστε μπροστά στο θείο μυστήριο της ζωής, στο σώμα και το αίμα του Κυρίου. Σαν και να κάνουν λοιπόν ο λειτουργός κι όλη η σύναξη ένα άλμα, κι αφήνοντας πίσω τα καθημερινά ζητάνε τα αιώνια. Η ευχή, που θα πει τώρα ο λειτουργός, είναι η τρίτη ευχή στη θεία Λειτουργία, που γίνεται προς τον Ιησού Χριστό· η πρώτη είναι η ευχή του Ευαγγελίου, η δεύτερη είναι η ευχή του Χειρουβικού, και η τρίτη είναι τώρα. Αυτή η ευχή μας δίνει την εσωτερική αίσθηση της άμεσης παρουσίας του Ιησού Χριστού. Εδώ μπροστά στα μάτια του ο λειτουργός Ιερέας βλέπει τον Αμνό του Θεού και απευθύνει τα λόγια της ευχής.

«Πρόσχες, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός η­μών, εξ αγίου κατοικητηρίου σου και από θρόνου δόξης της βασιλείας σου και ελθέ εις το αγιάσαι ημάς, ο άνω τω Πατρί συγκαθήμενος και ώδε ημίν αοράτως συνών και καταξίωσαν τη κρα­ταιά σου χειρί μεταδούναι ημίν του αχράντου σώματός σου και του τιμίου σου αίματος, και δι’ η­μών παντί τω λαώ». Πρόσεξέ μας, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μας, από το άγιο κατοικητήριό σου κι από τον ένδοξο θρόνο της βασιλείας σου, κι έλα να μας αγιάσεις· εσύ που κάθεσαι μαζί με τον Πατέρα στους ουρανούς και αόρατος είσαι έδώ μαζί μας· και κάνε μας άξιους για να μας μεταδώσεις με το παντοδύναμο χέρι σου το άχραντο σώμα σου και το τίμιο αίμα σου, και με τα χέρια τα δικά μας σ’ όλο το λαό. Ο Ιησούς Χριστός είναι παρών. Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι τα σύμβολα του θείου σώματος και αίματος, αλλά το σώμα και το αίμα του Αρνίου, που σφαγιάσθηκε και η σφαγή του συνεχίζεται αναίμακτα για τη σωτηρία του κόσμου.

Επάνω από την αγία Τράπεζα και κάτω από την Πλατυτέρα εικονίζεται πάντα η θεία Λειτουργία, την ώρα που ο αιώνιος Αρχιερέας Ιησούς Χριστός μεταδίδει, όπως και στο μυστικό δείπνο, το σώμα και το αίμα του στους Αποστόλους. Είναι η ίδια εικόνα, που μας δίνουν τα λόγια της ευχής· «τη κραταιά σου χειρί μεταδούναι ημίν του αχράντου σώματός σου και του τιμίου αίματος». Ο μέγας και αιώνιος Αρχιερέας Ιησούς Χριστός κοινωνεί τους ιερείς, και με τα χέρια των ιερέων κοινωνεί το λαό. Όργανο του Θεού είναι ο Ιερέας και υπηρέτης του λαού. Υπηρετώντας λοιπόν και τώρα, στο τέλος της ευχής, κρατώντας στα χέρια του υψωμένο τον άγιο Άρτο, ο ιερέας φωνάζει σε υψηλό τόνο· «Πρόσχωμεν! Τα Άγια τοις αγίοις». Ας προσέξουμε! Τα άγια είναι για τους αγίους. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσο­λύμων να πως εξηγεί την ιερατική αυτή εκφώνηση· «Άγια τα προκείμενα, επειδή δέχτηκαν την επιφοίτηση  του Αγίου Πνεύματος· άγιοι και εμείς, επειδή αξιωθήκαμε να δεχθούμε το Άγιο  Πνεύμα. Τα Άγια λοιπόν είναι κατάλληλα για τους αγίους». Το Άγιο Πνεύμα στην ώρα της μεταβολής επιφοιτά επάνω σ’ όλη τη σύναξη και στα δώρα της θυσίας. Αλλά εδώ πρέπει να ακούσουμε σε μετάφραση και τα λόγια του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. «Ο ιερέας στέκοντας ψηλά στο ιερό Βήμα με δυνατή φωνή, που γεννάει φόβο, με υψωμένο το χέρι, φανερός σε όλους, μέσα σ’ εκείνη τη βαθειά ησυχία φωνάζει·  «Τα άγια τοις αγίοις». Έτσι άλλους καλεί για να κοινωνήσουν και σε άλλους απαγορεύει· όχι με το χέρι, αλλά με τη γλώσσα, που έχει πιότερη δύναμη από το χέρι…».

*

Στην εκφώνηση του ιερέα ο λαός απαντά και ομολογεί· «Εις Άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν». Ένας είναι Άγιος, ένας είναι Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, για τη δόξα του Θεού Πατέρα. Αμήν. Τα ίδια λόγια για τον Ιησού Χριστό διαβάζουμε στην προς Φιλιππησίους επιστολή του αποστόλου Παύλου. Και τα ίδια ακούμε στη Δοξολογία του Όρθρου.

«Ότι συ ει μόνος Άγιος, συ ει μόνος Κύριος, Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.» Και βλέπουμε πόσο κοντά είναι η λατρεία της Εκκλησίας προς την αγία Γραφή· μάλλον δε πρέπει να πούμε πως εδώ τώρα η αγία Γραφή είναι κοντά στη θεία Λειτουργία. Γιατί πολλά κομμάτια στις επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι λειτουργικοί ύμνοι της πρώτης Εκκλησίας, όπως το «Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός»· είναι το τέλος ενός ολόκληρου ύμνου για τον Ιησού Χριστό, που ο Απόστολος τον παραθέτει στην επιστολή του, κι εμείς τον ακούμε σαν μακρινή ηχώ της λατρείας της αρχέγονης Εκκλησίας. Με το «Ειρήνη πάσι» αρχίζει το κομμάτι της θείας Λειτουργίας, που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε σήμερα, και τελειώνει στο «Πρόσχωμεν! Τα άγια τοις αγίοις». Κι εμείς, έτοιμοι για να κοινωνήσουμε, ομολογούμε σαν σε μια τελευταία εξομολόγηση μπροστά στο άγιο Ποτήριο ότι «Εις Άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Αμήν.

 

(Επισκ. +Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 385-392)

 

Βιωματικές εμπειρίες από την ιεραποστολή (Ιερά Επισκοπή Μαδαγασκάρης)

Είχαμε από καιρό υποσχεθείμια επίσκεψη στα παιδιά κάποιας φτωχής οικογένειας της Αλασούρας, στην οποία βρίσκεται η έδρα του Ιεραποστολικού μας Κλιμακίου στη Μαδαγασκάρη.
Η απόσταση που έπρεπε να διανύσουμε με το αυτοκίνητο, προκειμένου να βρεθούμε στο σπίτι τους δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Κάθε Κυριακή την ίδια διαδρομή υποχρεούνται να κάνουν παιδιά και ηλικιωμένοι για να συμμετάσχουν στην θεία Λειτουργία. Για εκείνους τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, αφού είναι αναγκασμένοι να έλθουν μέχρι το ναό πεζοί, βαδίζοντας κάποια χιλιόμετρα υπό διαφορετικές και συχνά δύσκολες καιρικές συνθήκες.
Με το αυτοκίνητο να κινείται με δυσκολία στο χωματόδρομο, ο οποίος έχει αυλακωθεί από τη ροή των νερών της βροχής, φτάσαμε στον προορισμό μας και αντικρίσαμε τους έξι μικρούς φίλους μας στην αυλή μιας λασποκαλύβας. Ο μεσαίος αδελφός, ντυμένος με τη γαλάζια ποδιά του, μόλις έχει γυρίσει από το σχολείο. Οι μικρές αδελφούλες του έπαιζαν χαριτωμένα γύρω μας, την ώρα που η μεγαλύτερη από τα κορίτσια φρόντισε με φιλόξενη διάθεση να μας περιποιηθεί. Ο μεγάλος αδελφός μας συνόδευε με έκδηλη τη χαρά του, καθώς εκπληρώθηκε η επιθυμία του να επισκεφθούν το σπίτι του άνθρωποι της Εκκλησίας.
Οι τοίχοι αυτού του υποτυπώδους οικήματος έχουν κατασκευαστεί από λάσπη και η στέγη του από χόρτα. Τις πόρτες και τα παράθυρα των δύο δωματίων -της οκταμελούς οικογένειας- επικαλύπτουν κάθε λογής υλικά, τα οποία αυτοσχέδια έχουν τροποποιηθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθούν. Το ένα δωμάτιο είναι διαστάσεων 3×4 και το άλλο 3×3. Στο πρώτο φιλοξενούνται οι γονείς μαζί με ένα μικρό είδος μαγκαλιού, μερικά ξύλα για τη φωτιά, δύο κατσαρόλες, που μαζί με τα λιγοστά πιάτα και τις κούπες αποτελούν το νοικοκυριό της κουζίνας. Στο άλλο δωμάτιο μένουν τα έξι παιδιά αυτής της φτωχής αλλά ευλογημένης οικογένειας.
Μπαίνοντας στο εσωτερικό του σπιτιού δεν είχαμε πού να καθίσουμε. Τα μάτια μας καρφώθηκαν στις δύο άδειες κατσαρόλες που ήταν μπροστά μας. Ρωτήσαμε αν υπάρχει φαγητό για το απόγευμα. Η μητέρα μας απάντησε αρνητικά. Εφόσον δεν υπάρχει δουλειά, δεν υπάρχουν χρήματα και έτσι δεν είχε μαγειρέψει κάτι.
Βρεθήκαμε σε αμηχανία. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά της οικογένειας, μας είχε ενημερώσει λίγες ημέρες πριν, ότι στο σπίτι δεν είχαν φαγητό.  Τέτοιες στιγμές πραγματικά δεν ξέρεις τι να κάνεις. Το πρώτο που σκεφτήκαμε ήταν να αγοράσουμε λίγο ρύζι για το βράδυ και την επόμενη ημέρα. Η προσφορά μας ήταν πραγματικά μηδαμινή. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ εκείνο το καρδιακό «ευχαριστώ» της μητέρας και του μεγάλου γιου.
Ως έκφραση των αισθημάτων της ειλικρινούς ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας τους, θέλησαν να μας χαρίσουν ένα από τα λουλούδια της αυλής τους. Με ευγένεια και διάκριση αρνηθήκαμε. Σκεφτήκαμε ότι αυτά τα λουλούδια έπρεπε να μείνουν εκεί, για να στολίζουν το φτωχικό αλλά συνάμα ευλογημένο σπιτικό τους.
Η εμπειρία μας ήταν πραγματικά πολύτιμη! Η συναναστροφή μας με αυτούς τους ανθρώπους μας δίδαξε πολλά. Τώρα, λοιπόν, καθόμαστε και αναπολούμε την επίσκεψή μας αυτή. Ίσως σε κάποιους οι εικόνες που περιγράψαμε λίγο πριν να φαντάζουν πολύ σκληρές και μακρινές για τα δεδομένα του δυτικού κόσμου, όμως για την αφρικανική πραγματικότητα είναι κομμάτι της τραγικής καθημερινότητας.
Τα παιδιά της ευμάρειας του «ανεπτυγμένου» κόσμου έχουν, ίσως, την ευκαιρία να αλλάζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τον προσωπικό τους υπολογιστή. Να μορφώνονται σε σχολεία και να παρακολουθούν ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών ή ενισχυτικής διδασκαλίας. Δεν στερούνται των καθημερινών τους γευμάτων. Παρακολουθούν ανελλιπώς την αγαπημένη τους παιδική σειρά ή ακόμη και τα κάθε είδους τηλεοπτικά προγράμματα, που πολλές φορές -αν όχι τις περισσότερες- δεν τους προσφέρουν την ενδεδειγμένη οικοδομή.
Τα παιδιά του λεγόμενου «τρίτου» κόσμου, που μοιάζει μακρινός, βρίσκονται δίπλα μας. Σίγουρα το βιοτικό τους επίπεδο βρίσκεται κάτω από το δικό μας. Το επίπεδο, όμως, των αξιών τους, της ηθικής τους, της απλοϊκότητάς τους είναι πολύ πιο πάνω από το δικό μας. Στον τόπο της ιεραποστολικής μας διακονίας τα ποσοστά αυτοκτονιών και ψυχολογικών νοσημάτων είναι ελάχιστα. Οι καθημερινές υλικές απαιτήσεις των ανθρώπων είναι πολύ λίγες. Τα χέρια τους είναι ανοιχτά όχι μόνο για να πάρουν αλλά και για να δώσουν. Η καρδιά τους με ανιδιοτέλεια περιμένει ανοιγμένη διάπλατα, έτοιμη να δεχθεί το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Σε αυτές τις λιγοστές αράδες που προηγήθηκαν, θελήσαμε να καταθέσουμε μόνο τον προσωπικό προβληματισμό μας, όπως αυτός αποτυπώνεται μέσα από τις βιωματικές μας εμπειρίες. Το χρέος μας απέναντι σΆ αυτούς τους ανθρώπους είναι μεγάλο. Η ευθύνη είναι ανάλογη με τις δυνατότητες του καθενός μας. Αναγνωρίζουμε τα προβλήματα και τις αγωνίες που διέρχονται πολλοί συνάνθρωποί μας, ιδιαίτερα στη σημερινή δύσκολη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Ένας σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας, όμως, όταν δεν υπήρχε κάτι άλλο για να προσφερθεί σΆ αυτούς που έχουν ανάγκη, συνιστούσε την προσφορά ενός απλού χαμόγελου.
Ας προσφέρουμε απλόχερα την αγάπη και το ενδιαφέρον μας, τη θερμή προσευχή μας στο Χριστό, να ενισχύει και να ενδυναμώνει στην πίστη όλους αυτούς τους απλούς και βασανισμένους ανθρώπους και κυρίως τα μικρά παιδιά, στις πολλές και σύνθετες δυσκολίες που καλούνται καθημερινά να αντιμετωπίσουν.

(«Πάντα τα έθνη», Απρίλιος-Ιούνιος 2012)

Στα χέρια του Θεού.(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου στα Δημήτρια (Αθήνα)

[…] «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»:

Είναι αυτή η ευχή που λέμε συχνά στην Εκκλησία, η διακονική προτροπή που αναφέρεται εις τον λαό του Θεού και μας προσκαλεί να αφήσομε στα χέρια του Χριστού όλη τη ζωή μας!

Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα. Τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, τους συγγενείς μας, τους οικείους μας, τους συναδέλφους μας, τους συμπολίτες μας, τον κόσμο όλο να τον αφήσουμε στα χέρια του Θεού! Και όσο κι αν φαίνεται απλή αυτή η προτροπή του διακόνου της Εκκλησίας, στις μέρες μας ιδιαίτερα έχει τεράστια σημασία και μεγάλη δύναμη. Γιατί νομίζω ότι στις πολύπλοκες μέρες που ζούμε που φορτωνόμαστε όλοι πάρα πολλά πράγματα, έχουμε καταντήσει να είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι. Και συναντάει κανείς ανθρώπους πονεμένους και κουρασμένους, ακόμα και στη νεανική ηλικία. Συναντά κανείς νέους οι οποίοι έχουν γηράσει από τον κόπο και τον μόχθο της καθημερινότητας, οι οποίοι έχουν τραυματιστεί κι έχουν πληγωθεί απ’ όλ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν τόση ευαισθησία που είναι αρκετό γι’ αυτούς ν’ ακούσουν ένα δελτίο ειδήσεων για να βυθιστεί η ψυχή τους μέσα σε μια μεγάλη απορία και για το τι γίνεται μέσα στον κόσμο και για το πού πηγαίνει ο κόσμος και για το τι θα γίνει ακόμα συν τω χρόνω. Και μπαίνει η ψυχή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτή την αγωνία… Και αυτή η αγωνία και αυτός ο κόπος και αυτή η δυσκολία είναι ένα σημείο των εσχάτων ημερών, ένα σημείο που ο Κύριος μάς το έδωσε ως γνώρισμα των εσχάτων χρόνων· που οι έσχατοι χρόνοι, βέβαια, είναι διαρκώς παρόντες μέσα στην Εκκλησία. Ζούμε όλοι μας αυτή τη δυσκολία, αυτό το βάρος που βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας.

Έρχεται ο Χριστός και μας λέγει να έρθουμε κοντά Του όλοι εμείς οι κουρασμένοι, οι πεφορτισμένοι και θα μας αναπαύσει. Και έρχεται η Εκκλησία και μας προτρέπει τους εαυτούς μας και τους γύρω μας και τα πάντα να τα αφήνουμε στα χέρια του Θεού. Και πολλές φορές ακούμε από πνευματικούς ανθρώπους όταν τους εκθέτουμε τα προβλήματά μας και τες δυσκολίες μας «άφησ’ το στον Θεό». Και βλέπουμε ότι αυτή η απάντηση δεν μας πολυαναπαύει πάντοτε. Γιατί θεωρούμε «πώς να τ’ αφήσω στον Θεό; Εγώ τι πρέπει να κάμω; Εγώ τι μπορώ να κάμω; Εγώ δεν πρέπει να κάμω τίποτε; Να τ’ αφήσω όλα στον Θεό και να μείνω με χέρια σταυρωμένα;» Και νομίζομε ότι αυτό το πράγμα είναι ολιγωρία, ότι είναι αδιαφορία, ότι είναι δειλία, ενώ τελικά είναι μεγάλη ανδρεία! Θέλει να είσαι πολύ ανδρείος άνθρωπος, πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού! Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού και πρέπει να έχεις την ψυχή σου γεμάτη μ’ εμπιστοσύνη εις την πρόνοια και εις την αγάπη του Θεού Πατέρα μας.

H εποχή μας χαρακτηρίζεται από το άγχος, από την κούραση, από την αγωνία των ημερών, από τις πολλές θλίψεις που συμβαίνουν γύρω μας, από τη μοναξία… Ζούμε μέσα σε πόλεις μεγάλες κι όμως πάσχουμε από μοναξιά! Μπορεί να ζούμε μέσα στην οικογένειά μας, μέσα σ’ ένα σπίτι και να αισθανόμαστε ότι κανείς δεν μας καταλαβαίνει, κανείς δεν επικοινωνεί μαζί μας, ότι είμαστε μόνοι μας, εγκαταλελειμμένοι, πεταμένοι, ότι δεν έχουμε ένα άνθρωπο ν’ ακουμπήσουμε, ότι δεν έχουμε κάποιο που να μας αγαπά πραγματικά ή και που να τον αγαπούμε πραγματικά κι αυτά τα πράγματα όλα μας διαλύουν και μας κάνουν να μην ξέρουμε πού να στραφούμε. Μπαίνει η ψυχή μας πραγματικά μέσα σ’ ένα υπαρξιακό σκοτάδι, σ’ ένα μεγάλο σκοτάδι για το πού θα πάμε και πώς θα βγούμε απ’ όλη αυτή την περιπέτεια!

Παρά ταύτα όμως, η Εκκλησία μας εδώ και αιώνες επαναλαμβάνει συνεχώς αυτή την προτροπή που όντως φαίνεται πάρα πολύ σπουδαία. Σκεφθήκατε ένα άνθρωπο ο οποίος είναι φορτωμένος ένα βαρύ φορτίο, ένα μεγάλο φορτίο κι έρχεται κάποιος και του λέει «άφησέ με να το πάρω το φορτίο εγώ» και μας ξεφορτώνει και μας βγάζει το φορτίο από πάνω μας και το παίρνει εκείνος! Κι αισθανόμαστε εμείς μεγάλη άνεση, μεγάλη ξεκούραση, γιατί μας πήρε το φορτίο. Και δεν το πήρε για να το πετάξει κάπου αλλού, αλλά για να το οδηγήσει με τον καλύτερο τρόπο εκεί που θα θέλαμε εμείς να οδηγηθεί. Φτάνει να του δώσουμε εμπιστοσύνη! Φτάνει να τον αφήσομε να πάρει αυτό το φορτίο από πάνω μας! Αυτό σημαίνει το «παραθώμεθα»: να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού όλα.

Αλλά είναι αυτό άραγε ένα πράγμα εύκολο; Δεν είναι εύκολο όπως είπα προηγουμένως. Είναι πολύ δύσκολο γιατί μας εμποδίζει ο εαυτός μας· μας εμποδίζει ο εαυτός μας, η φιλαυτία μας. Φοβούμαστε να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού! Φοβόμαστε ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού! Δεν είναι εύκολο πράγμα να πεις στον Θεό «γενηθήτω το θέλημά Σου»!

Να σας πω κάτι που το λέω συχνά. Είναι μια δική μου αδυναμία που την εβίωνα για αρκετά χρόνια. Όταν ήμουν νέος και σκεφτόμουν να γίνω μοναχός -από μέσα μου έβγαινε αυτή η επιθυμία του μοναχισμού- σκεφτόμουν να μείνω στο Άγιον Όρος αλλά και από την άλλη φοβόμουν να το αποδεχτώ αυτό το πράγμα: Πώς θ’ αφήσω τους γονείς μου, ν’ αφήσω την πατρίδα μου και να πάω σ’ ένα τόπο άγνωστο, μακριά, που δεν θα με ξαναδεί κανένας, ούτε θα ξανάβλεπα εγώ κανένα! Και ρώτησα ένα γέροντα: Γέροντα άραγε να γίνω μοναχός; Μου λέει: να παρακαλείς τον Θεό να κάνει το θέλημά Του! Κι εγώ ετρόμαξα! Και λέω: έχει γούστο να θέλει ο Θεός να γίνω μοναχός! Εσκέφτηκα ότι αν ο Θεός θέλει κάτι που εγώ δεν το θέλω, τι θα κάνουμε τώρα; Κάποιος από τους δύο πρέπει να κόψει το θέλημά του! Ή ο Θεός να κόψει το θέλημά Του -θα με βόλευε βέβαια αυτό το πράγμα-, ή εγώ να έκοβα το θέλημά μου και ν’ ακολουθούσα το θέλημα του Θεού που μου φαινόταν ένα μεγάλο βουνό.

Δεν μπορούσα να εννοήσω τότε, ότι το θέλημα του Θεού είναι η πιο μεγάλη ανάπαυση στον άνθρωπο! Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να θέλει κάτι, το οποίο να σε φέρει σε δύσκολη θέση. Αντίθετα! Ο Θεός σε εξάγει από τη φυλακή που βρίσκεσαι και σε οδηγεί σε τόπο αναπαύσεως. Το θέλημα του Θεού είναι ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου, είναι χαρά στον άνθρωπο, είναι ανάπαυση στον άνθρωπο! Αυτό που λέει ο Χριστός «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» δεν το ήξερα, δεν μπορούσα να το καταλάβω ότι εάν αφεθώ στο θέλημα του Θεού, αυτό θα ‘ταν η πιο μεγάλη ανάπαυσις. Αυτό δεν το καταλάβαινα, δεν μπορούσα να το εννοήσω! Φοβόμουν το θέλημα του Θεού. Φοβόμουν τον Θεό! Όπως ένα μωρό που πηγαίνει στον γιατρό και δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό να το θεραπεύσει: κλωστά τον γιατρό, αντιδρά, κάμνει φασαρίες, τρέχει μέσα στους διαδρόμους· δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό ν’ αγγίξει πάνω του! Μέχρι που να βάλει μυαλό βέβαια και να καταλάβει ότι δεν πρέπει να κάνει έτσι…

Χρειάζεται να υπερβεί κανείς τον εαυτό του και χρειάζεται να γνωρίσει την αγάπη του Θεού· ότι ο Θεός, όπως έλεγε και ο αείμνηστος γέροντας Παΐσιος, είναι οξυγόνο στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να γίνεται διοξείδιο του άνθρακος. Δεν μπορεί ο Θεός να σου δημιουργήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που να σε πνίξει μέσα. Όταν ο Θεός ενεργεί στον άνθρωπο και ομιλεί στον άνθρωπο και αποκαλύπτει εις τον άνθρωπο τον εαυτό Του και την αγάπη Του, τότε μια απέραντη ειρήνη, μια απέραντη γαλήνη βασιλεύει στην ψυχή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος καταλαβαίνει αυτό που είπε ο Χριστός «κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», εγώ θα σας αναπαύσω. Και μετά καταλαβαίνει εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλη ανάπαυσις, δεν υπάρχει πουθενά ανάπαυσις, μόνο ο Χριστός είναι ανάπαυσις της ψυχής μας. Μακριά από τον Χριστό υπάρχει κόπος, υπάρχει δυσκολία, υπάρχει μεγάλη δυσφορία της ψυχής μας. Όταν είναι κάτι μέσα στην ευλογία του Θεού τότε όλα είναι πανέμορφα!

Έτσι, ενθυμούμαι, όταν ήμουν στο Άγιον Όρος ζούσα εκείνη την όμορφη, την πανέμορφη και την αγγελική, όντως, ζωή των μοναχών. Κι όταν έβγαινα έξω, απεσταλμένος σε εργασίες, στη Θεσσαλονίκη βέβαια που ήτανε κοντά μας, αισθανόμουν μια μεγάλη δυσκολία αντιμετωπίζοντας και βλέποντας την πόλη και όλη εκείνη την κίνηση. Πραγματικά μ’ έπιανε κατάθλιψη, δεν μπορούσα! Έκανα γρήγορα-γρήγορα τις δουλειές μου κι έφευγα πίσω! Όταν ήρθε η ώρα που έπρεπε να πάω στην Κύπρο, γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα μέσα στην πρόνοια του Θεού κι ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ζήτησε από τον γέροντά μας μια ομάδα μοναχών να πάει στην Κύπρο [1], αφού καταγόμαστε από ‘κεί, εγώ δεν είχα πάει ποτέ μου στην Κύπρο στα χρόνια μου στο Άγιον Όρος και δεν θυμόμουν τίποτα, είχα ξεχάσει τα πάντα! Όταν με κάλεσε ο γέροντας και μου είπε: «Κοίταξε, η Εκκλησία ζητά να πάμε κάτω.» «Κι εγώ», λέει ο γέροντας, «αισθάνομαι ότι κάναμε μια αδικία στην Εκκλησία της Κύπρου, γιατί μαζευτήκατε όλοι οι Κύπριοι εδώ και αφαιμάξαμε την Εκκλησία. Και να στείλουμε κάποιους αδελφούς να πάνε κάτω.» Λέω, «είναι καλή η σκέψη· να στείλετε κάποιους να παν κάτω.» Μου λέει, «μα δεν σε κάλεσα για να μου πεις τη γνώμη σου.» Λέω, «γιατί με καλέσατε;» «Για να φτειάξεις τα πράγματά σου και να πας από βδομάδας κάτω!»

Εγύρισα όλους τους γέροντες του Αγίου Όρους, ελπίζοντας ότι κάποιος θα μου πει «μην πάεις»! Λέω, έστω κι ένας να βρεθεί να μου πει να μην πάω, θα τσακωθώ με τον γέροντα κανένα-δυο μήνες αφού θα κάνω παρακοή, μετά ελπίζω να μην πεθάνει στο διάστημα(!)· θα πάω να πω ένα συγγνώμη, ένα ευλόγησον γέροντα έκανα λάθος, έκανα ανυπακοή, θα αποκατασταθούν οι σχέσεις μας και θα γλιτώσω και την Κύπρο!

Πήγα σε όλους. Δεν είχα πολλές ελπίδες στον γέρο-Παΐσιο και στους υπόλοιπους γιατί ήταν πιο ανοικτού πνεύματος, αλλά είχα μεγάλη ελπίδα ότι ο παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια δεν θα με άφηνε να πάω κάτω· γιατί τον άκουσα μια φορά που έλεγε ότι «η υπακοή είναι μέχρι τη Δάφνη [2]. Από τη Δάφνη και πέρα να μην πηγαίνετε!» Λέω, αυτός θα με σώσει! Επήγα, λοιπόν, του λέω «ξέρεις, γέροντα, έτσι έχουν τα πράγματα μου είπαν να πάω στην Κύπρο κι εγώ δεν θέλω να πάω». Λέει, «ο γέροντας τι σου είπε;» «Μου είπε να πάω. Αλλά δεν θέλω να πάω, έχει τόσα χρόνια να πάω κάτω, ξέχασα, αποσυνδέθηκα, δεν ξέρω κανένα, δεν νομίζω ότι είμαι ικανός γι’ αυτό το πράγμα.» «Καλά», λέει, «αύριο να τα πούμε μετά τη λειτουργία».

Το πρωί λειτούργησα εκεί στο εκκλησάκι και με φώναξε και μου λέει «άκουσε… Προσευχόμενος για το θέμα που μου είπες είδα δύο δρόμους. Ο ένας είναι: Ή κάνεις υπακοή και πάεις στην Κύπρο… Κι ο άλλος: Ή κάνεις παρακοή και μένεις στο Άγιον Όρος! Κρίνε μόνος σου ποιος είναι ο κατά Θεόν δρόμος…» Και κατάλαβα ότι αυτό ήταν τελικά…

Όταν πήγα, οι πρώτες μέρες ήταν πολύ οδυνηρές βέβαια, αλλά μέσα μου παραδόξως αισθανόμουν -παρ’ όλο που δεν ήθελα να το αποδεχθώ, δεν ήθελα να το δεχθώ αυτό το πράγμα!- αισθανόμουν ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού, κι αυτό είναι ανάπαυσις. Κι έμεινα εκεί… και τα ‘φερε ο Θεός έτσι, κάναμε ένα μοναστήρι, πήγαμε σ’ ένα μοναστήρι, έγινε μια αδελφότητα εκεί κι έλεγα «δόξα τω Θεώ, είμαι καλά, ας είμαι και εδώ». Θυμάμαι όταν έβγαινα προς την πόλιν για εργασίες και επέστρεφα πίσω, έβλεπα το μοναστήρι από ψηλά κι αμέσως επανερχόταν μέσα μου αυτή η ανάπαυσις, η ειρήνη στην ψυχή μου. Κι έλεγα, «δόξα τω Θεώ, μεγάλο πράγμα είναι να αναπαύεται ο άνθρωπος και σ’ ένα τόπο ακόμα». Κι έτσι ήμουν ειρηνικός…

Στην Κύπρο, ξέρετε, είχαμε -ή έχουμε ακόμα, δεν ξέρω- ένα σύστημα που εκλέγονται οι επίσκοποι με ψήφο κλήρου και λαού. Έγινε μια κένωσις μιας επισκοπικής θέσεως, της Μητροπόλεως Λεμεσού, που είναι η πόλις που εγεννήθηκα και εμεγάλωσα, και δυστυχώς οι άνθρωποι εκεί με ψήφισαν εμένα, κλήρος και λαός κι η Σύνοδος και μ’ έπιασε πάλι απελπισία! Λέω, πώς θα πάω εγώ τώρα σ’ αυτή την πόλη που ήταν η πόλις της ασωτίας, η πόλις της αμαρτίας! Και δεν μ’ έφταναν όλα τ’ άλλα όταν πήγα στον Αρχιεπίσκοπο να μου αναγγείλει το αποτέλεσμα, μου λέει «πάτερ Αθανάσιε, σε λυπάμαι!» Του λέω, «γιατί Μακαριότατε;» Μου λέει, «πας στη χειρότερη πόλη της Κύπρου!» Λέω, «ευχαριστώ πάρα πολύ!» Δεν μ’ έφταναν τ’ άλλα όλα έχω και την επιβεβαίωση από πάνω την αρχιεπισκοπική!

Τέλος πάντων, έγινε τι έγινε… δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω… Αντέδρασα, αλλά ποιος με άκουσε! Έγινε η χειροτονία εις επίσκοπον και το απόγευμα, την ίδια μέρα, αυθημερόν, γίνεται η ενθρόνισις του επισκόπου. Πήγαμε με τους άλλους επισκόπους να πάμε στην πόλη, στη Μητρόπολη. Όπως βγήκαμε στο κέντρο, ήταν όλη πόλις μπροστά μας, ενώ άλλες φορές μ’ έπιανε κατάθλιψις όταν έβλεπα την πόλη, απ’ εκείνη την ώρα αισθάνθηκα μιαν ανάπαυση, γιατί λέω «αυτό είναι το θέλημα του Θεού». Και πολλές φορές με ρωτούν διάφοροι άνθρωποι «πώς αισθάνεσαι, πάτερ μου, που ήσουν στο Άγιο Όρος, στο μοναστήρι μέχρι τα σαράντα σου χρόνια και βρέθηκες εις την πιο πολύπλοκη και κοσμική πόλη της Κύπρου;» Και η Μητρόπολίς μας είναι σ’ ένα κέντρο, που όλα τα κέντρα τα νυκτερινά είναι γύρω μας! Και να σας πω ότι έχω μάθει όλα τα τραγούδια της εποχής, τι να σας πω δηλαδή! Αρχίζει η «αγρυπνία» μετά τις μία τα μεσάνυκτα! Τελειώνουμε εμείς η ώρα μία την Παρασκευή το βράδυ και εκείνη την ώρα εξέρχονται οι πιστοί στην… Ανάσταση, πάνε στα διάφορα άλλα πόστα γύρω μας! Λέω, δεν έχει καμιά διαφορά, σαν να είμαι στο Άγιον Όρος, παράξενο πράγμα! Εγώ τρελάθηκα; Είναι η ηλικία μου, άραγε, κι έπαθα έτσι; Ποιος ξέρει!

Αλλά νομίζω ότι τελικά εκείνο που ζητά η ψυχή μας είναι να αναπαυθεί. Κι αυτό που λέμε μέσα στην Εκκλησία και το χρησιμοποιούμε μέσα στους μοναχικούς κύκλους «αναπαύομαι· εδώ αναπαύομαι, εδώ δεν αναπαύομαι» που δεν ερμηνεύεται, δεν έχει γιατί δεν αναπαύομαι! Αναπαύομαι… Ούτε έχει γιατί αναπαύομαι! Ετέλειωσε! Αναπαύομαι – αναπαύομαι! Δεν αναπαύομαι – δεν αναπαύομαι! Δεν σημαίνει ότι αν δεν αναπαύομαι δεν είναι καλά όσα δεν είναι γύρω μου! Όχι, απλώς δεν αναπαύομαι. Δεν ερμηνεύεται, δεν έχει παρεπόμενα!

Αυτή, λοιπόν, η λέξις «ανάπαυσις» είναι αυτό το οποίο ψάχνει η ψυχή μας, ψάχνει ο εαυτός μας, κι είναι εδώ που είναι το σημείο, το κομβικό σημείο το οποίο ο Χριστός μάς έδωσε ως ένα σωσίβιο μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των καθημερινών μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Όπως είπε κι ένας άγιος της Εκκλησίας μας […] «Πάθαμε ναυτία από τα κύματα και τις τρικυμίες των βιωτικών πραγμάτων.» Έρχεται ο Χριστός και μας ρίχνει αυτό το σωσίβιο, μας δίνει το χέρι Του και μας πιάνει και λέει «ελάτε κοντά μου κι εγώ θα σας αναπαύσω.» Αλλά παρακάτω λέει και το μυστικό. Πώς θα μας αναπαύσει;

«Μάθετε από μένα», λέει ο Χριστός, «ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών». «Θα μάθετε από Μένα», λέγει ο Χριστός, «εγώ θα σας το διδάξω, δεν θα σας το διδάξουν άλλοι άνθρωποι· Εγώ ο ίδιος θα σας διδάξω, όταν θα σας εμφανίσω τον εαυτό μου, όταν θα σας αποκαλύψω τον εαυτό μου, ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι θα βρείτε ανάπαυσιν μέσα σας.»

Και πράγματι ποιος αναπαύεται τελικά; Ο ταπεινός άνθρωπος! Μόνο ο ταπεινός άνθρωπος αναπαύεται εν Χριστώ! Εμείς, οι υπερήφανοι άνθρωποι, οι εγωιστές άνθρωποι, οι φίλαυτοι άνθρωποι δεν μπορούμε να αναπαυθούμε, γιατί εμποδίζομε τον Χριστό να μας πάρει στην αγκαλιά Του. Δεν δεχόμαστε, δεν θέλουμε ν’ αφεθούμε στον Θεό! Φοβούμαστε τον Θεό! Ή δεν Του έχουμε εμπιστοσύνη. Λέμε, «όχι, εγώ θα τα χειριστώ τα πράγματα. Εγώ θα αναλάβω τις υποθέσεις της ζωής μου. Εγώ θα τα τακτοποιήσω όλα· δεν θα τ’ αφήσω έτσι να πάνε όπου θέλουν τα πράγματα. Εγώ πρέπει να έχω τον έλεγχο. Αν δεν έχω τον έλεγχο, δεν μπορώ να αισθανθώ σιγουριά. Χάνομαι αν δεν έχω τον έλεγχο!»

Βέβαια ο Χριστός δεν μας είπε να τ’ αφήσουμε ανεξέλεγκτα. Ούτε μας είπε να γίνουμε αδιάφοροι και οκνηροί και τεμπέληδες. Αντίθετα μας είπε ν’ αγωνιζόμαστε και να κοπιάζουμε. Και να μεριμνούμε, αλλά όχι τη ψυχή ημών· μη μεριμνάτε τη ψυχή ημών, λέγει ο Χριστός. Να κάνετε τα πάντα, αλλά την ψυχή σας αφήστε την ανεπηρέαστη. Μην την υποτάξετε μέσα σ’ αυτήν την καθημερινή πάλη των πραγμάτων. Κι αφού κάμεις ό,τι εξαρτάται από σένα κι αφού εξαντλήσεις όλα τα δικά σου περιθώρια, τότε παραδίδεις τη σκυτάλη στα χέρια του Θεού.

Να σας πω ένα-δυο περιστατικά για να μη σας πολυκουράζω κιόλας με θεωρίες· για να δείτε πώς οι απλοί άνθρωποι βιώνουν στην καθημερινότητά τους αυτή την εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού. Όταν ήμουν στο Άγιον Όρος κάναμε ένα διάστημα στην Καψάλα, στην έρημο της Καψάλας -είναι περιοχή μεταξύ Καρυών [3], Παντοκράτορος και Σταυρονικήτα· μια αγιασμένη περιοχή, έρημος, πανέμορφη, τότε στην εποχή μου ακόμα πιο γραφική, χωρίς δρόμους, χωρίς τίποτα. Γεμάτη γεροντάκια, ερημίτες. Ήμασταν εκεί πάμφτωχοι, δεν μας ήξερε κανένας, ούτε κι εμείς ξέραμε κανένα. Αφού να σκεφτείτε μια φορά πήγα στη Δάφνη να πάρω κάποια γράμματα κι ήρθε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ελλάδος, κι είδαμε αστυνομίες, στρατό και μου λέει ένα γεροντάκι «πήγαινε, διάκο, ρώτα γιατί είναι αυτή όλη η αστυνομία εδώ». Λέω, «να πάω». Πάω και λέω «γιατί είναι η αστυνομία εδώ;» Λέει «θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης [4]». Λέω, «ποιος είν’ αυτός;»! Λέω, «παππού, παππούλη, θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης!». «Ποιος είν’ αυτός;» μου λέει. Λέω, «πού ξέρω κι εγώ;». Μου λέει, «πήγαινε ξαναρώτα». Πάω να ξαναρωτήσω τον αστυνομικό, μόνο που δεν με συνέλαβε! Λέω, «συγγνώμη, ποιος είναι ο Σαρτζετάκης;». Μου λέει, «τρελός είσαι;» […] Τίποτα, ιδέα δεν είχαμε!

Τέλος πάντων, κατά διαστήματα, όταν είχαμε κάποια πράγματα στον κήπο μας, λαχανικά ή κάποια άλλα τρόφιμα, ο γέροντας ετοίμαζε κάποιες σακουλίτσες με διάφορα πράγματα και τα παίρναμε στα γεροντάκια. Ένα γεροντάκι απέναντί μου, μέσα σε μια χαράδρα, μέσα σε μια καλύβα, μόνος του, ο Σέργιος, τον έβλεπα κάθε βράδυ από το κελί μου που άναβε το καντηλάκι του με το καντηλοκέρι τη νύχτα, θεοσκότεινα, αλλά φαινόταν το κερί του, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Μόνος του, γεροντάκι, πανέρημος ο τόπος, το καλύβι του μισογκρεμισμένο, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Του λέω, «γέροντα, μ’ έστειλε ο γέροντας ο δικός μου να σου φέρω αυτά τα πράγματα». Ήταν μια σακούλα με πολλά πράγματα. «Αχ, ευχαριστώ πάρα πολύ»! Λέει, «να πάρω ό,τι μου χρειάζεται…». Επήρε λίγο ψωμί, ένα μαρούλι, δυο-τρία πράματα, μου λέει, «φτάνουν αυτά για σήμερα»! Του λέω, «πάρε και τα υπόλοιπα. Για σένα τα ‘φερα!». «Όχι, δεν τα θέλω, δεν μου χρειάζονται! Φτάνουν αυτά για σήμερα!» Του λέω, «πάρε να ‘χεις και για αύριο»! Μου λέει, «αύριο έχει ο Θεός!» Λέω, «πάρε γέροντα, έχει ο Θεός, αλλά αφού ο Θεός σού τα ‘στειλε!» «Ναι», λέει, «αλλά ο Θεός είπε τον άρτον ημών τον επιούσιον· δεν είπε και τον αυριανόν! Μου φτάνει ο σημερινός άρτος. Αύριο έχει ο Θεός.» Του λέω, «πόσα χρόνια έχεις εδώ;» Μου λέει, «πενήντα έξι». Πενήντα έξι χρόνια ζούσε σ’ αυτό το καλυβάκι, έχοντας μόνο τον άρτον τον επιούσιον. Κι ο Θεός είχε γι’ αυτόν πάντοτε τον αυριανόν άρτον! Ουδέποτε αισθάνθηκε ο άνθρωπος αυτός αυτή την αγωνία. Μα τι μου λες τώρα, μέσα σ’ αυτή την έρημο, πώς θα βρεθεί ο αυριανός άρτος; Καμιά μέριμνα περί τούτου!

Μια άλλη φορά στα Καρούλια [5], πήγα να επισκεφθώ εκεί τους πατέρες, όταν ήμασταν στη Νέα Σκήτη, είχε ένα Σέρβο, παπα-Στέφανο, ο οποίος έμενε στα Καρούλια. Του λέω, «γέροντα, δεν φοβήθηκες να ‘ρθεις εδώ, μέσα σ’ αυτά τα σπήλαια που κατεβαίνεις με αλυσίδες;» Μου λέει, «φοβήθηκα πάρα πολύ! Και την πρώτη μέρα που ήρθα είπα «τι έκανα κι ήρθα εδώ! Όταν κατέβηκα εκείνο τον κατήφορο όλο κι εκείνους τους γκρεμούς όλους κι είχα μαζί μου ένα ψωμί και μια σακουλίτσα με ελιές, είπα «εντάξει, θα φάω το ψωμί σήμερα κι αύριο και μεθαύριο. Μετά;» Και μ’ έπιασε μεγάλη δειλία όταν είδα ότι δεν είχα τίποτε γύρω μου! Κατακόρυφα κάτω η θάλασσα κι εγώ μόνος μου εδώ!» «Κι έχω, μου λέει, εικοσιπέντε χρόνια που ‘μαι ‘δώ στην έρημο κι ο Θεός δεν με άφησε ποτέ! Και έχω ακόμα από το ψωμί εκείνο! Το φυλάω! Όχι μόνο δεν πρόλαβα να το φάω, έμεινε εκεί και δεν χάλασε κιόλας.»

Βλέπει κανείς πώς ο Θεός προνοεί τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος έμαθε αυτό το μεγάλο πράγμα, να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού· όλα! Αλλά έμαθε ότι όποιος τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού, ο Θεός δεν μένει αδρανής, ο Θεός αναλαμβάνει την ευθύνη πλέον. Και τα έργα του Θεού είναι πολύ σημαντικότερα και πολύ σπουδαιότερα από τα δικά μας έργα.

Εσύ κάμε αυτό που μπορείς· κάμε ό,τι μπορείς, χωρίς ν’ αγχώνεσαι, χωρίς ν’ αγωνιάς, χωρίς να ταλαιπωρείσαι. Αφού κάνεις αυτό που μπορείς και η συνείδησή σου σου καταμαρτυρεί ότι «έκανα ότι μπορούσα, μέχρις εδώ! Από ‘δώ και κάτω δεν μπορώ να κάνω τίποτα!» Τότε παραδίδεις το θέμα, το πρόβλημα, το παιδί σου, την υγεία σου, τα οικονομικά σου, ό,τι έχεις που σε βαραίνει το παραδίδεις στα χέρια του Θεού. Και τότε πράγματι, εκεί ο Θεός εμφανίζεται!

Κι αν ακόμα αργήσουν να γίνουν τα πράγματα, όπως πιθανόν πρέπει να γίνουν, κι αν ακόμα φανεί ότι ο Θεός σιωπά και δεν ενεργεί και παραμείνει ο άνθρωπος μέσα στην εμπιστοσύνη του Θεού, τότε ο Θεός αποκαλύπτει πράγματι με θαυμαστό τρόπο τον εαυτό Του. Κανένας, λέγει η Γραφή, κανένας δεν ήλπισε επί Κύριον και καταισχύνθηκε. Λέει ο Δαβίδ ένα ωραίο λόγο: «Εμβλέψετε, κοιτάξετε στις αρχαίες γενεές, βρέστε μου ένα άνθρωπο ο οποίος ήλπισε επί Κύριον και εντράπηκε. Ένας άνθρωπος να βρεθεί που να πει ότι εγώ, είχα την ελπίδα μου στον Χριστό κι ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε. Δεν με βοήθησε. Μ’ εγκατέλειψε!» Κανένας!

Βέβαια θα μου πεις ότι μπορεί να μην έγινε αυτό που ήθελα, μπορεί να μην έγινε αυτό που εγώ ζητούσα… Εάν όμως έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό, θα δεις πως τελικά αυτό που έγινε, αυτό ήταν το καλύτερο. Εσύ μπορεί να μην ήξερες ποια ήταν η πραγματικότητα…

Επανέρχομαι σ’ ένα δικό μου πάθημα! Όταν σπούδαζα θεολογία, επέρασα στη Θεσσαλονίκη κι ήθελα να ‘ρθω στην Αθήνα να σπουδάσω γιατί είναι πιο κοντά στην Κύπρο· και πήγα στη γραμματεία της Σχολής και μου είπαν ότι πρέπει να περάσω τα μαθήματα όλα τον Ιούνιο και «να ‘ρθεις να πάρεις μια αίτηση να τη συμπληρώσεις, να την υποβάλεις και να πας δεύτερο έτος θεολογική στην Αθήνα». Κι ήθελα πάρα πολύ να ‘ρθω στην Αθήνα για πολλούς και διάφορους λόγους· κι ένας λόγος ήταν για να μην πάω στο Άγιον Όρος! Φοβόμουν το Άγιον Όρος! Ε… κατασκοτώθηκα διαβάζοντας! Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα όλη μέρα κι όλη νύχτα για να περάσω όλα τα μαθήματα -κι ήταν και πολλά τότε. Βοήθησε κι ο Θεός και τα πέρασα· όλα τα μαθήματα. Φόρτωσα τα πράγματά μου, κατέβηκα στον Πειραιά -τα ‘βαλα στο πλοίο την εποχή εκείνη, 1976 να σκεφθείτε- κι έφυγα.

Όταν έφευγα από τη Ρόδο κι ήμουν στα μέσα του πελάγους θυμήθηκα ότι ξέχασα να πάω να πάρω την αίτηση! Μου ‘ρθε να πέσω στη θάλασσα! Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι ένα χρόνο κατασκοτώθηκα να διαβάζω και ξέχασα να πάρω την αίτηση! Τι να σας πω τι έπαθα δηλαδή! Δεν ήξερα τι να κάνω με τον εαυτό μου· δεν μπορούσα νά ‘βρω άκρη! Θύμωσα, στεναχωρέθηκα, λυπήθηκα, έγινα χάλια μαύρα! Τελικά, όμως, αυτό ήταν που έπρεπε να γίνει.

Λέω ότι μπορεί να ‘ρχονται πράγματα πολλές φορές που εμείς δεν τα θέλουμε, που νομίζουμε ότι είναι αντίθετα με τα δικά μας, που νομίζουμε ότι δεν είν’ αυτό που επιθυμούσαμε… Αλλά ο Θεός ο οποίος βλέπει την καρδιά μας -κι όχι το τρελό το μυαλό μας!- ακούει την καρδιά ο Θεός και ξέρει τι έχουμε πράγματι ανάγκη.

Όπως μας είπε εκεί: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού.» Και οίδε ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τι έχετε ανάγκη και θα σας δώσει αυτό που έχετε πράγματι ανάγκη. Έστω κι αν εσείς ακόμα δεν το ξέρετε! Γιατί, στ’ αλήθεια, πόσοι από μας ξέρομε τι έχομε πραγματικά ανάγκη; Νομίζομε ότι έχομε ανάγκη αυτό το πράγμα. Νομίζομε ότι έχουμε ανάγκη την υγεία… Αλλά, πράγματι την έχουμε ανάγκη; Μήπως έχουμε ανάγκη την αρρώστια! Μήπως έχουμε ανάγκη τον πόνο! Μήπως έχουμε ανάγκη την καταστροφή ακόμα! Γιατί ο Θεός δεν βλέπει μέσα στα 60-80-90 χρόνια που ζει ένας άνθρωπος. Γιατί ο Θεός βλέπει ότι θέλομε να ζήσουμε μαζί Του αιώνια. Ότι ζητούμε τη σωτηρία μας! Ζητούμε την αιωνιότητα! Αλλά, ζητούμε και πράγματα τα οποία δεν θα μας ωφελήσουν. Και ο Θεός βλέπει και δίδει αυτό που πράγματι εμείς έχομε ανάγκη!

Κι όταν ο άνθρωπος πράγματι το γευθεί αυτό και το καταλάβει και περάσει στη ζωή του πολλές δοκιμασίες και πολλές περιπέτειες και διά πολλών θλίψεων διέλθει τον δρόμο της ζωής του, τότε απομένει σαν λάφυρο πείρας αυτή η μεγάλη εμπειρία «άφησ’ τα στα χέρια του Θεού και μη φοβάσαι· μη φοβάσαι». Ο Θεός θα κάνει το καλύτερο, το άριστο, το θεοπρεπές. Εσύ ό,τι και να κάμεις, όσο καλό και να το κάμεις, θα ‘χει και την ανθρώπινη λειψάδα πάνω, θα ‘χει και την ανθρώπινη ατέλεια! Ενώ ό,τι κάμει ο Θεός είναι τέλειο. Κι είναι αδύνατο ο Θεός να κάνει λάθος! Ο Θεός δεν κάμνει λάθη κι ούτε αφήνει τα έργα του ατέλειωτα. Ούτε αρχίζει κάτι και το μετανιώνει μετά! Ούτε απογοητεύει ποτέ τον άνθρωπο. Ούτε σε αφήνει μόνο σου. Ούτε σε ντροπιάζει ο Θεός. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να σε καταισχύνει, όταν εσύ ελπίζεις εις Αυτόν.

Ο ταπεινός, λοιπόν, άνθρωπος είναι αυτός που αφήνει τη ζωή του στα χέρια του Θεού· γι’ αυτό εκείνο που μας χρειάζεται, αδελφοί μου, είναι να αγωνιζόμαστε καθημερινά, να κάνομε άσκηση από τα πιο απλά πράγματα, για να μάθομε τον εαυτό μας να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού.

Λέγει στο Γεροντικό, σ’ ένα περίφημο και ωραιότατο βιβλίο: Είπε ο Αββάς Αγάθων ότι σήμερα θα κάνω το θέλημα του Θεού. Και σηκώθηκε και παρεκάλεσε τον Θεό: «Κύριε, αξίωσέ με σήμερα να κάνω το θέλημά Σου! Να πω κι εγώ ότι μια μέρα της ζωής μου έκαμα το θέλημα του Θεού! Αφού όλες τις άλλες παραβαίνω το θέλημα του Θεού, έστω και μια μέρα ας το κάμω! Να έχω στη συνείδησή μου μέσα ότι έκαμα το θέλημα του Θεού.» Τι έκαμε; Εγώ θα έλεγα, μες το φτωχό μου το μυαλό, ότι θα έκανε προσευχή όλη μέρα, ή θα κλεινόταν στο κελί του ή θα διέβαζε όλη μέρα. Δεν έκαμε τίποτα απ’ όλ’ αυτά! Έκαμε τη δουλειά του. Τι δουλειά είχε να κάμει εκείνη τη μέρα; Ήθελε ν’ αλέσει το σιτάρι του, για να το κάμει αλεύρι και να το πάρει πίσω στην έρημο να έχει το αλεύρι της χρονιάς. Το φορτώθηκε και το πήγε στο χωριό, στην κώμη. Κι εκεί, λέει, ν’ αλέσω το σιτάρι μου και να το πάρω πίσω με τα πόδια.

Πήγε πρώτος. Μόλις ετοιμάστηκε να βάλει το σιτάρι στον μύλο πήγε κάποιος άνθρωπος και του λέει: «Αββά, δεν μ’ αφήνεις ν’ αλέσω εγώ που βιάζομαι κι εσύ αλέθεις ύστερα;» Λέει, «ευχαρίστως, αδελφέ μου». Και τον άφησε. Μόλις έφυγε εκείνος κι ετοιμάστηκε να ξαναβάλει το σιτάρι του ήρθε ένας άλλος. Του λέει, «αββά, σε παρακαλώ, εσύ δεν έχεις δουλειές, καλόγερος είσαι, άφησ’ με εμένα να αλέσω και αλέθεις μετά». «Ευχαρίστως»! Κι όχι μόνο τους άφηνε· βοηθούσε και στο άλεσμα. Και δεν ξέρω αν θυμάστε εσείς, πώς ήταν ν’ αλέθεις τότε. Δεν άλεθες με τις μηχανές. Εγώ στο Άγιον Όρος το πρόλαβα που εμείς κυλούσαμε την πέτρα εκείνη, σπρώχναμε την πέτρα εμείς ή τα ζώα. Μπήκε κάτω από τον ζυγό της πέτρας και άλεσε. Τέλος πάντων, να μην πολυλογούμε, από το πρωί μέχρι το βράδυ μόλις ετοιμαζόταν να βάλει το σιτάρι, πήγαινε άλλος και του γινόταν η ίδια σκηνή. Έφτασε η νύχτα και δεν άλεσε το σιτάρι! Το φορτώθηκε να πάει πίσω… Δεν έκαμε κάτι «πνευματικό», ας το πούμε εντός εισαγωγικών. Ούτε και θεωρήθηκε ότι έκαμε και τη δουλειά του. Κι όμως ο Θεός τον επληροφόρησε ότι «σήμερα έκαμες το θέλημα του Θεού!»

Βλέπετε, σ’ ένα απλό πράγμα, μέσα στην καθημερινή ζωή, πήρε το σιτάρι να πάει να τ’ αλέσει. Πήγε εκεί και συναντούσε εμπόδια. Δεν αγανάκτησε, δεν εθύμωσε… Δεν είπε: «Καλά, φτάνει! Κορόιδο είμαι; Ήρθε ο πρώτος, ήρθε ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ας αλέσω κι εγώ το σιτάρι μου να πάω πίσω, που είμαι και μακριά και το φορτώθηκα και στην πλάτη κι έχω ανάγκη!» Τίποτα απ’ όλ’ αυτά!

Και ένα άλλο: Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο ότι πέρασε τον Νείλο και θέλοντας να επιστρέψει πίσω στη Σκήτη, χάλασε το πλοίο, το δημόσιο πλοίο. Και καθόταν εκεί μαζί με τους υπολοίπους κοσμικούς ανθρώπους και περίμενε να φτειαχτεί το πλοίο. Πήγαν κάποιοι και του είπαν: «Αββά, έλα έχει βάρκες άλλες, να περάσεις απέναντι, να μην περιμένεις εδώ άδικα.» Λέει: «Όχι. Ουκ αναβαίνω ει μη στο δημόσιον πλοίον. Δεν θα πάω με κανένα άλλο πλοίο· θα πάω μόνο με το δημόσιο πλοίο.» Γιατί; Γιατί ήθελε να ασκήσει τον εαυτό του σ’ αυτή την εκκοπή του ιδίου θελήματος. Σ’ αυτό το να θέλει να τα κάμει όλα ο ίδιος! Με ειρήνην άκραν και με αταραξία και ησυχία αντιμετώπιζε αυτό που ήταν μπροστά του.

Και εμείς αδελφοί μου στην καθημερινή μας ζωή ν’ ασκούμε τον εαυτό μας -κι εσείς, δόξα τω Θεώ, έχετε αφορμές ασκήσεως πολλές! Μόνο να πας και να ‘ρθεις στο κέντρο της Αθήνας, είναι μεγάλη άσκησις! Και μεγάλη πρόκλησις να μην πεις τίποτα ή να μην εκνευριστείς. Και να κάμεις υπομονή και να πεις «έτσι είναι… θα πάμε όπως παν τα πράγματα». Έρχεται ο ένας μπαίνει μπροστά, ο άλλος μπαίνει μπροστά, σε βρίζουν κι όλας από πάνω… αλλά έχεις ειρήνη! Αρχίζει κανείς, λέει ο Αββάς Δωρόθεος, από τα μικρά-μικρά-μικρά, για να πάει στα μεγάλα. Ώστε υπερβαίνοντας τον εαυτό του, υπερβαίνοντας τον ατομισμό, τον εγωισμό, αυτό το να θέλουμε να τα ελέγξουμε όλα, να μπουν όλα στο δικό μας πρόγραμμα, να γίνουν όλα όπως εμείς τα θέλομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα προγραμματίζομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα οραματιζόμαστε. Ακόμη και τα άγια όνειρά μας! Ακόμη κι οι ευσεβείς πόθοι μας. Ακόμα κι αυτά που νομίζουμε ότι είναι σημαντικά και είναι κατά Θεόν, που όμως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τα δούμε όλα αυτά να καταρρέουν μέσα σε πλήρη ειρήνη! Έχοντας μέσα στην ψυχή μας συνεχώς αυτή την αίσθηση ότι ο Θεός όλα τα βλέπει, ο Θεός όλα τα παρακολουθεί. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός.

Αυτή τη φράση συχνά-πυκνά μας την έλεγε ο γέροντάς μας [6] όταν πειρασμοί ποικίλοι μας εκύκλωναν και λέγαμε «γέροντα, τι θα γίνει τώρα;» Κι έλεγε:
– Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός».
– Και πώς θ’ αντιδράσουμε και τι θα γίνει;…

– Πού είναι ο Θεός, παιδί μου; Ο Θεός δεν βλέπει; Εάν ο Θεός βλέπει, έχετε ειρήνην. Άσ’ τα στα χέρια του Θεού! Εμείς είμαστε έτοιμοι ν’ αποδεχθούμε ό,τι ο Θεός επιτρέψει. Θα κάνουμε αυτό που μπορούμε, θα κάνουμε αυτό που είναι στο χέρι μας, ό,τι εξαρτάται από μας και τα υπόλοιπα στα χέρια του Θεού.
Και πράγματι, ο Θεός ουδέποτε μας εγκατέλειψε, αλλά και ουδέποτε εγκατέλειψε κανένα άνθρωπο.

Και ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής όλης της ασκητικής αγωγής; Το αποτέλεσμα είναι ότι ο άνθρωπος τελικά, όταν βιώσει αυτή την εμπειρία της ξαλάφρωσης, της άνεσης, του να παραδώσεις τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε ο άνθρωπος επιστρέφει και γίνεται ως το παιδίον που δεν έχει μέριμνες, που ‘ναι μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του κι αισθάνεται τόσον όμορφα και τόσον ωραία. Και γίνεται, πραγματικά, αυτό το παιδίον το οποίο εισέρχεται εις την βασιλείαν του Θεού. Κι έχει ειρήνη μέσα στην ψυχή κι ευχαριστεί τον Θεό για όλα. Και χαίρεται· είναι χαρούμενος. Είναι ειρηνικός. Δεν έχει εχθρούς, έστω κι αν δεν τον θέλει κανένας! Δεν αισθάνεται για κάποιον κάτι! Δεν φοβάται τον απέναντί του. Δεν φοβάται τον γείτονά του. Δεν έχει καχυποψίες για τους άλλους ανθρώπους. Δεν αισθάνεται ότι κινδυνεύει, έστω κι αν βλέπει μπροστά του κάποιους έτοιμους να τον κατασκοτώσουν. Αισθάνεται μια φοβερή ασφάλεια.

Αυτή η ανασφάλεια που μαστίζει τον κόσμο σήμερα, θεραπεύεται μ’ αυτή την ασφάλεια της παρουσίας του Θεού. Κι αυτό το άγχος και η αγωνία που μας κατατρώγει θεραπεύεται μ’ αυτή τη νηπιακή, την εν Χριστώ νηπιότητα, η οποία σφραγίζει το έργο των ανθρώπων που αφήνουν τη ζωή τους μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού.

Όποιος θέλει μπορεί να το δοκιμάσει. Είναι για τα παλληκάρια, όπως έλεγε κι ο γέροντας Παΐσιος! Θέλει λεβεντιά να το κάνεις. Θέλει πολύ θάρρος. Αλλά δοκιμάστε τον Θεό. Δοκιμάστε τον Θεό και θα δείτε ότι δεν θα χάσετε. Όποιος ελπίζει επί Κύριον, αυτός δεν καταισχύνεται ποτέ. Κι αυτή η προτροπή της Εκκλησίας «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» νομίζω είναι η πιο σημαντική προτροπή στην εποχή μας για κάθε άνθρωπο: για τους γονείς, για τους νέους, για τους ηλικιωμένους, για τους ιερείς, για κάθε ένα που προβληματίζεται και αγωνιά για το τι γίνεται γύρω μας. Ο Θεός έχει τα πάντα στο δικό Του χέρι. Κι όταν είναι τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε έχουμε ειρήνη μέσα στην ψυχή μας.

Εύχομαι, αδελφοί μου, αυτή την ειρήνη του Θεού να την έχουμε όλοι μας, όπως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, που παρ’ όλο ότι βρισκόταν προ του θανάτου, ζούσε σαν να ήταν μέσα σε βασιλικό ανάκτορο, γιατί ο Θεός κατοικούσε στην ψυχή του κι αυτός άφησε τα πάντα στα χέρια του Θεού!

ομιλία μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου στα Δημήτρια (Αθήνα)
Πηγή βίντεο: Ορθόδοξες χριστιανικές ταινίες.

Σημειώσεις:

[1] Αναφέρεται στο 1992, όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο αείμνηστος Χρυσόστομος Α’.

[2] Κύριο επίνειο και βασική είσοδος του Αγίου Όρους.
[3] η πρωτεύουσα του Αγίου Όρους.
[4] Ο Χρίστος Σαρτζετάκης διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1985-1990.
[5] Περιοχή της ερήμου του Αγίου Όρους στο ΝΑ του άκρο, υπαγόμενη στην Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας. Ονομάστηκε έτσι διότι η μόνη διόδος στα απόκρημνα ησυχαστήρια ήταν με καρούλια.
[6] Ο μητροπολίτης πρέπει ν’ αναφέρεται στον μακαριστό γέροντα της Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Ιωσήφ Βατοπαιδινό.

Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει!

 

Ανέβηκε ο αββάς Δανιήλ από τη Σκήτη, μαζί με τον μαθητή του, στην άνω Θηβαΐδα, όταν γιόρταζαν τη μνήμη του αββά Απολλώ. Εκεί έτρεξαν να τον συναντήσουν οι πατέρες που απείχαν μέχρι και εφτά μίλια και ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Και μπορούσε να τους δει κανείς να προσκυνούν πεσμένους πάνω στην άμμο, σαν να ήταν τάγματα αγγέλων, τα οποία με φόβο υποδέχονται τον Χριστό, γιατί άλλοι έστρωναν τα ρούχα τους μπροστά του, άλλοι τα κουκούλλια τους, και έβλεπες τα δάκρυά τους να τρέχουν σαν πηγές που ανάβλυζαν. Βγήκε ο προϊστάμενος του κοινοβίου και πριν πλησιάσει τον γέροντα τον προσκύνησε εφτά φορές και αφού ασπάστηκε ο ένας τον άλλο, κάθησαν. Τότε παρακάλεσε τον γέροντα να πει κάτι, γιατί δεν μιλούσε εύκολα στον καθένα. Καθώς λοιπόν κάθησαν έξω πάνω στην άμμο, γιατί δεν τους χωρούσε η εκκλησία, λέγει ο αββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Γράψε·  Αν θέλετε να σωθείτε, να επιδιώκετε την ακτημοσύνη και την σιωπή, γιατί απ’ αυτές τις δύο αρετές κρέμεται όλη η ζωή του μοναχού». Ο μαθητής του παρέδωσε αυτά που έγραψε σε κάποιον από τους αδελφούς, ο οποίος τα μετέφρασε στα αιγυπτιακά. Όταν διαβάστηκαν στους πατέρες, έκλαψαν όλοι και ξεπροβοδούσαν τον γέροντα. Κανένας δεν τολμούσε να του πει «Μείνε μαζί μας».

Όταν έφτασε στην Ερμόπολη λέγει στον μαθητή του· «Πήγαινε και χτύπα την πόρτα σ’ εκείνο το γυναικείο μοναστήρι». Υπήρχε εκεί ένα γυναικείο μοναστήρι, που ονομαζόταν του αββά Ιερεμία, και κατοικούσαν εκεί περίπου τριακόσιες μοναχές. Πήγε ο μαθητής του και χτύπησε την θύρα. Του λέγει η θυρωρός ευγενικά· «Καλώς ήλθες. Τί προστάζεις;». Απαντά· «Φώναξέ μου την μητέρα, την ηγουμένη, γιατί θέλω μ’ αυτή να μιλήσω». Αυτή απάντησε· «Δεν συναντά ποτέ κανέναν, όμως πες μου τι θέλεις και θα το διαβιβάσω». Αυτός είπε· «Πες της· «Κάποιος μοναχός θέλει να σου μιλήσει». Η θυρωρός πήγε και το είπε αυτό και αφού ήλθε η ηγουμένη ευγενικά λέει στον αδελφό· «Η αμμάς μ’ έστειλε να σε ρωτήσω· «Τί ζητάς;»». Λέει ο αδελφός· «Να δείξετε αγάπη και να επιτρέψτε να κοιμηθούμε εδώ εγώ κι ένας γέροντας, γιατί είναι βράδυ και έξω θα μας φάνε τα θηρία». Του λέγει η αμμάς· «Ποτέ άνδρας δεν μπαίνει εδώ· συμφέρει να φαγωθείτε από τα έξω θηρία κι όχι από αυτά που βρίσκονται μέσα στην ψυχή». Της απαντά ο αδελφός· «Ο αββάς Δανιήλ είναι από τη Σκήτη». Αυτή μόλις τ’ άκουσε αυτό, άνοιξε και τις δύο θύρες και βγήκε τρέχοντας καθώς κι όλες οι άλλες μοναχές, και αφού έστρωναν τα μαφόριά τους από την είσοδο μέχρι το σημείο που βρισκόταν ο γέροντας έπεφταν στα πόδια του και φιλούσαν τα ίχνη των ποδιών του.

Όταν μπήκαμε μέσα στο μοναστήρι, έφερε η προϊσταμένη μια λεκάνη και τη γέμισε με χλιαρό νερό και βότανα και χώρισε σε δύο ομάδες τις αδελφές και έπλυναν τα πόδια του γέροντα και του μαθητή του. Αφού πήρε ένα ποτήρι έφερε τις αδελφές και έπαιρνε νερό από τη λεκάνη και το έριχνε πάνω από τα κεφάλια τους και ύστερα το έριχνε πάνω της και στο κεφάλι της. Όλες αυτές φαίνονταν σαν ακίνητες πέτρες, αμίλητες, και κάθε απάντησή τους δινόταν μ’ ένα χτύπημα κι αυτή η κίνησή τους ήταν αγγελική. Λέγει λοιπόν ο γέροντας στην ηγουμένη· «Εμάς σέβονται οι αδελφές ή έτσι είναι πάντοτε;». Αυτή είπε· «Πάντοτε έτσι είναι οι δούλες σου δέσποτα, όμως προσευχήσου γι’ αυτές». Λέει ο γέροντας· «Πες στο μαθητή μου ότι αυτή τη στιγμή αισθάνομαι άσχημα».

Μία απ’ αυτές κείτονταν κοιμισμένη στην εσωτερική αυλή, φορώντας σχισμένα παλαιά ρούχα. Λέει ο γέροντας· «Ποιά είναι αυτή που κοιμάται:». Του απαντά μία από τις αδελφές· «Είναι μέθυση και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Να την πετάξουμε έξω από το μοναστήρι φοβόμαστε το κρίμα· αν την αφήσουμε όμως σκανδαλίζει τις αδελφές». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Πάρε τη λεκάνη και άδειασέ την πάνω της». Όταν τόκανε, αμέσως αυτή σηκώθηκε σαν από μεθύσι. Του λέει η αμμάς· «Δέσποτα έτσι είναι πάντοτε».

Αφού πήρε η ηγουμένη τον γέροντα τον έφερε στην τραπεζαρία, όπου παρέθεσε δείπνο στις αδελφές λέγοντας· «Ευλόγησε τις δούλες σου, ώστε μπροστά σου να γευματίσουν». Αυτός τις ευλόγησε και η ηγουμένη μαζί με τη δεύτερη μετά απ’ αυτήν κάθησαν μαζί του. Παρέθεσαν στον γέροντα ένα πιάτο με βρεγμένα και ωμά χορταρικά, χουρμάδες και νερό, στον μαθητή του πρόσφεραν βρασμένη φακή και λίγο ψωμί και εύκρατο, ενώ στις αδελφές παρέθεσαν πολλά φαγητά, ψάρια και κρασί άφθονο.    Έφαγαν πολύ καλά και κανείς δεν μίλησε. Όταν σηκώθηκαν λέει ο γέροντας στην ηγουμένη· «Τί είναι αυτό που έκανες; Εμείς έπρεπε να φάμε καλά, αλλά τελικά εσείς φάγατε τα καλά φαγητά». Του λέει η αμμάς· «Εσύ είσαι μοναχός, γι’ αυτό τροφή μοναχού σου πρόσφερα, ο μαθητής σου είναι μαθητής μοναχού και τροφή μαθητή του πρόσφερα. Εμείς είμαστε αρχάριες και τροφή αρχαρίων φάγαμε». Της λέει ο γέροντας· «Είναι αξιομνημόνευτη η αγάπη, πράγματι ωφεληθήκαμε».

Ενώ πήγαιναν να αναπαυθούν, λέει ο άββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Πήγαινε και δες πού κοιμάται η μέθυση· κάπου στην εσωτερική αυλή βρισκόταν». Αυτός πηγαίνει, βλέπει και του λέει·«Είναι κοντά στα αφοδευτήρια». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Μείνε άγρυπνος αυτή τη νύχτα μαζί μου». Όταν αναπαύθηκαν όλες οι αδελφές, παίρνει ο γέροντας τον μαθητή του και πηγαίνει πίσω από ένα χώρισμα. Τότε βλέπουν τη μέθυση να σηκώνεται και να υψώνει τα χέρια της στον ουρανό, και τα δάκρυά της να τρέχουν σαν ποτάμι, να κινούνται τα χείλη της, να κάνει μετάνοιες και όταν αντιλαμβανόταν καμμιά αδελφή να πηγαίνει στα αφοδευτήρια, έπεφτε στο έδαφος ροχαλίζοντας.

Έτσι περνούσε όλες τις μέρες της. Λέει λοιπόν ο γέροντας στον μαθητή του· «Φώναξέ μου την ηγουμένη διακριτικά». Πήγε και τη φώναξε καθώς και τη δεύτερη στη σειρά και ολόκληρη τη νύχτα έβλεπαν αυτά που έκανε. Η ηγουμένη άρχισε να λέει κλαίγοντας· «Αχ, για πόσα κακά δεν την κατηγόρησα». Κι όταν ακούστηκε το εγερτήριο, διαδόθηκε γι’ αυτήν στην αδελφότητα. Αυτή κατάλαβε τι έγινε και φεύγει κρυφά και πηγαίνει εκεί που κοιμόταν ο γέροντας και κλέβει το ραβδί του και την κάπα του και ανοίγει με προσοχή τη θύρα του μοναστηριού και γράφει ένα σημείωμα, το οποίο τοποθετεί στην κλειδαριά της θύρας, λέγοντας· «Να προσεύχεσθε για μένα και να μου συγχωρήσετε για όσα σας έφταιξα» και εξαφανίστηκε.

Όταν ξημέρωσε, την αναζήτησαν, αλλά δεν την βρήκαν. Πηγαίνουν στην πύλη και βρίσκουν ανοιχτή τη θύρα και το σημείωμα εκεί και γίνεται μεγάλος θρήνος στο μοναστήρι. Και λέει ο γέροντας· «Εγώ γι’ αυτήν ήλθα εδώ, γιατί τέτοιους μεθύστακες αγαπά ο Θεός». Όλες οι μοναχές εξομολογούνταν στον γέροντα τι είχαν κάνει σε βάρος της. Και αφού ευλόγησε ο γέροντας τις αδελφές, αναχώρησε μαζί με τον μαθητή του για το κελλί τους, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό, ο οποίος μόνον αυτός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει.

 

(Δημ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν», εκδ. Αδελφ. Η Αγία Μακρίνα, Θεσ/νίκη, σ. 55-61)

Η ακτημοσύνη των μοναχών (Αγ. Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ)

1. Ο κάθε άνθρωπος, που μπήκε σε μοναστήρι και ανέλαβε τον ζυγόν του Χριστού, που είναι χρηστός, πρέπει οπωσδήποτε να ζήσει με ακτημοσύνη αρκούμενος στα πιο απαραίτητα και αποφεύγοντας κάθε τι περιττό σε ενδυμασία, σε είδη που χρειάζεται το κελλί του, σε χρήματα.

2. Περιουσία, πλούτος και θησαυρός του μοναχού πρέπει να είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός.

  • Σ’ Αυτόν πρέπει να στρέφωνται τα βλέμματα του νου και της καρδιάς του·
  • Σ’ Αυτόν πρέπει να συγκεντρώνωνται οι ελπίδες του·
  • Σ’ Αυτόν πρέπει να αναθέτωμε την πάσαν ελπίδα μας·
  • Σ’ Αυτόν πρέπει να στηρίζωμε την πίστη μας.

Μα ο μοναχός πολύ δύσκολα μπορεί να κρατήσει τέτοια ψυχική διάθεση, όταν έχει πολλά αγαθά.

Λοιπόν;

1. Την εντολή μας την έδωσε ο ίδιος ο Κύριος. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης – μας συνιστά- όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι.

       Και αφού πρώτα έδωσε την εντολή, μετά εξήγησε και την αιτία. Είπε: «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» ( Ματθ. 6, 21). «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» ( Ματθ. 6, 24).

2. Αν ο μοναχός έχει χρήματα ή πολύτιμα ακριβά πράγματα, τότε και χωρίς να το θέλει, σύμφωνα με ένα απαράβατο νόμο και μια ανυπέρθετη αναγκαιότητα, η ελπίδα του θα μετατοπισθεί, από τον Θεό στα αγαθά του!

  • Στα αγαθά του αναθέτει την ελπίδα του.
  • Στα αγαθά του βλέπει τη δύναμή του.
  • Στα αγαθά του βλέπει μέσα, για να αποφύγει το κακό που μπορεί να συναντήσει στον αγώνα της ζωής.
  • Στα αγαθά του συγκεντρώνεται η αγάπη του, η καρδιά του, ο νους του, όλο το είναι του!

Έτσι η καρδιά του γίνεται φιλόϋλη και τόσο σκληρή και ξένη σε κάθε πνευματική αίσθηση, όσο σκληρή και αναίσθητη είναι η ύλη.

3. Η απόκτηση και διατήρηση χρημάτων ή άλλων αγαθών είναι -όπως λέει ο απόστολος-  ειδωλολατρεία ( Εφ. 5, 5).

       Αυτό ισχύει απόλυτα για τον μοναχό. Και η ειδωλολατρεία, οπωσδήποτε θα καταλήξει σε πλήρη χωρισμό από τον Θεό. Και τότε ο σκοτισμένος φιλόϋλος άνθρωπος δεν θα αργήσει, να δώσει τον καρπό της πλάνης του. Θα έλθει ο θάνατος , που μέσα στον σκοτισμό του και την στήριξη της ελπίδας του στα επίγεια αγαθά τον ξεχνάει εντελώς και θα τον αρπάξει από μέσα από τα πλούτη του! Τα κεφάλαια και τα γεμάτα αμπάρια, στα οποία είχε στηρίξει την ελπίδα του, θα περάσουν στα χέρια άλλων, χωρίς πια να μπορούν να προσφέρουν σ’ αυτόν καμιά απολύτως ωφέλεια, αφού πρώτα τον αποξενώσουν από τον Θεό (Λουκ. 12, 15-22).

4. Το Άγιο Πνεύμα ελεεινολογεί την κατάσταση του ανθρώπου, που γοητεύθηκε από την απάτη του επίγειου πλούτου και πηγαίνει στην αιωνιότητα με τη φοβερή και ολέθρια κατάσταση της πνευματικής φτώχειας. Λέγει: « Ιδού άνθρωπος, ος ουκ έθετο τον Θεόν βοηθόν αυτού, αλλ’ ήλπισεν επί τω πλήθει του πλούτου αυτού και ενεδυναμώθη εν τη ματαιότητι αυτού» (Ψαλμ. 51, 9). Δηλαδή. Να, άνθρωπος, που δεν εμπιστεύθηκε τον εαυτόν του στον Θεόν και στην βοήθειά του, αλλά στήριξε την ελπίδα του στα πολλά πλούτη· και εθεώρησε δύναμή του και εξασφάλισή του πράγματα μάταια, πράγματα απατηλά, πράγματα που τα εφαντάζετο δικά του!

Όποιος θέλει να συγκεντρώσει την ελπίδα του στον Θεό και στην αγαθότητά του, πρέπει να μη παύσει ποτέ να προσπαθεί να έχει ακτημοσύνη. Και όταν τυχαίνει και του δίνουν χρήματα ή πολύτιμα πράγματα, να τα χρησιμοποιεί, για να αποκτήσει θησαυρούς εν ουρανώ ( Λουκ. 16, 9).

 

( Προσφορά στον σύγχρονο Μοναχισμό, τ. Γ΄, Έκδοσις Ι.Μ. Νικοπόλεως σ. 43)

 

Αγία Αναστασία η Ρωμαία.(29 Οκτωβρίου)

Ὀνυχας, οδόντας τε και μαστούς, χείρας τε και πόδας, εκκοπείσα ανηλεώς, όνυξιν εξέσθης, πυρί καταφλεχθείσα, Αναστασία μάρτυς οσιοπάρθενε
(από την παράκληση) 

Σήμερα είναι η γιορτή της αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας. Θα θέλαμε να γράψουμε δυό λόγια για την σχετικά άγνωστή αυτή Aγία της εκκλησίας μας, και είμαι σίγουρος, ότι θα μπεί και στην δικιά σας καρδιά, όταν μάθετε τι ζήτησε από Τον Κύριο, τελειώνοντας την ζωή της.
Ότι διαβάσετε, είναι παρμένα από το συναξάρι της Αγίας που εκδίδει η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Ορους, το οποίο ήδη μετράει πέντε εκδόσεις, από το1992.
Πρίν μπούμε στον βίο της, σας μεταφέρω μερικά λόγια του ηγουμένου π. Γεωργίου (Καψάνη) ο οποίος προλογίζει το συναξάρι.

«.. η Αγία Αναστασία κατά την μοναχική της ζωή και κατά την διάρκεια του φρικτού μαρτυρίου της μαρτυρίου της παρεκλήθη, δηλαδή παρηγορήθηκε και ενδυναμώθηκε, από τον « Πατέρα των οικτιρμών και Θεόν πάσης παρακλήσεως» Με αυτήν την θεία παράκληση παρηγορεί σήμερα τις πονεμένες ψυχές, είτε με τις θεραπείες της που ενεργεί είτε με την πνευματική ενίσχυση που προσφέρει..»

Ο Βίος τηςΗ Αγία γεννήθηκε στην Ρώμη, και σε ηλικία είκοσι ετών εγκατέλειψε τον κόσμο για να ντυθεί το μοναχικό ράσο, κάνοντας υπακοή στην γερόντισσα Σοφία. Η νεαρή μοναχή αντιμετώπισε επιτυχώς τις πανουργίες του Διαβόλου ό οποίος της κήρυξε μεγάλο σαρκικό πόλεμο. Το επόμενο όμως στάδιο των δοκιμασιών της, ήταν τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί επί εποχής Διοκλητιανού.
Η Αγία λοιπόν κατηγορήθηκε ως Χριστιανή, και κατά την πάγια τακτική της εποχής, της ζητήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, να δεχθεί στην ουσία, ως θεούς τα δαιμόνια. Πιστεύω ότι θα της ζητήθηκε να θυσιάσει και στον αυτοκράτορα, στον οποίο θυσίαζαν ως Θεό όλοι οι λαοί της αυτοκρατορίας.
Η Αγία αρνήθηκε, έχοντας την ευλογία της γερόντισσας της, από την οποία ζήτησε να προσεύχεται για να μπορέσει ν΄αντέξει τις δοκιμασίες.
Αρχικά την παρουσίασαν σ΄ έναν αξιωματούχο ονόματι Πρόβο.
Ο Πρόβος προσπάθησε να την πείσει να θυσιάσει πότε τάζοντας την δόξα και μεγαλεία, πότε απειλώντας την. Η αγία ήταν ανένδοτη λέγοντας:– Εγώ ξύλινους και πέτρινους θεούς δεν θα προσκυνήσω ποτέ.» 
Το μαρτύριο τηςΤότε άρχισαν τα – ομολογουμένως φριχτά- μαρτύρια της.
Αρχικά την γύμνωσαν τελείως και την περιέφεραν ανάμεσα σε άνδρες.. Την έκαιγαν, και αφού της διέλυσαν τα μέλη με το φοβερό βασανιστήριο του τροχού,(υπάρχουν στο διαδίκτυο περιγραφές για το απάνθρωπο αυτό βασανιστήριο), της απέκοψαν τους μαστούς. Η Αγία όμως δεν εγκατέλειπε τον αγώνα. Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν, ξερριζώνοντας της τα δόντια και τα νύχια. Τι άλλο έμενε πια να κάνουν οι ειδωλολάτρες , στο βασανισμένο κορμί αυτής της νέας κοπέλλας; Θα της ξερίζωναν την γλώσσα!. Η Αγία πάλι δεν δείλιασε, και

ζήτησε να προσευχηθεί και να δοξάσει Τον Κύριο με το όργανο της γλώσσας.
 
Αφού ευχαρίστησε Τον Κύριο, ξέρετε τι ζήτησε; Γράφει το συναξάρι:
…Τον παρακάλεσε (τον Κύριο) να την αξιώση να τελεἰώση καλώς το μαρτύριο, και όσοι άρρωστοι την επικαλεσθούν σε βοήθεια, να τους θεραπεύη ως ιατρός κάθε αρρώστειας. Την ώρα που η Αγία είπε την προσευχή, ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που μαρτυρούσε την πραγματοποίηση των αιτημάτων, δηλαδή να γίνη το θέλημα της όπως το ζήτησε»

Αγαπητέ επισκέπτη, αυτή η μοναδικότητα του αιτήματος της Αγίας προς Τον Κύριο, μόνο στους αγίους την συναντάμε ως έκφραση αγάπης προς τον κόσμο, (θυμίζω τον γέροντα Παίσιο που μεσίτευε στον Κύριο για τις αρρώστειες του κόσμου και όχι για τον δικό του καρκίνο, γιατί ντρεπότανε ) κάνει την αδελφότητα της μονής του Γρηγορίου, όπου βρίσκεται τεμάχιο των λειψάνων της, να την θεωρεί «προστάτιδα και ιατρό»
Την Αγία λυπήθηκε ένας παρευρισκόμενος στο μαρτύριο της – Κύριλλος λεγόμενος -και θέλησε να την δροσίσει με λίγο νερό. Αμέσως ο Πρόβος έκοψε τα κεφάλια και τον δύο. Το τίμιο λείψανο της Αγίας αποδόθηκε στην πνευματική της μητέρα Σοφία, και τάφηκε στην Ρώμη.
Το συναξάρι της, που μπορείτε να το αναζητήσετε σε κάθε χριστιανικό βιβλιοπωλείο είναι γεμάτο από θαύματα της Αγίας, και σας συστήνω να το προμηθευτείτε. Κοστίζει λιγότερο από πέντε ευρώ.
Τεμάχιο του ιερού λειψάνου της βρίσκεται στο ¨Αγιο Ορός στην Οσίου Γρηγορίου όπως προαναφέραμε, και ένα μικρό τεμάχιο στο παρεκλήσι της Αγίας, που βρίσκεται στον Άγιο Γεώργιο Νέας Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης, όπου κάθε εβδομάδα ψαλλεται η παράκληση της.
Ένας ναός της υπάρχει στην Ρόδο και είναι κοιμητηριακός, ενώ όπως μάθαμε προς τιμήν της Αγίας, χτίσθηκε ένα μεγάλο εξωκλήσσι στην περιοχή της Κομοτινής από έναν πιστό ο οποίος έτυχε των πρεσβειών της σε θέματα υγείας.
Γνωρίζω δε περίπτωση κατα την οποία, «καθαρή» διάγνωση νοσοκομείου ( με την χρήση ιατρικών μηχανημάτων ) για πάθηση καρδιάς, έκανε καρδιολόγο να πετάξει απ΄ το γραφείο του προηγούμενη διάγνωση από το ίδιο νοσοκομείο, και το ίδιο μηχάνημα, διάγνωση η οποία παρουσίαζε προβλήματα για τον ενδιαφερόμενο. Πώς έγινε αυτό; Ο ασθενής επισκέφθηκε την μονή Γρηγορίου στο Άγιο Όρος, και προσκύνησε προσευχητικά το τίμιο λείψανο της Αγίας. Και αυτή, μέ την Χάρη Του Κυρίου έκανε το θαύμα της
Η Άγία Αναστασία περιμένει τις αιτήσεις μας, όποιος την έχει ανάγκη, ας μήν διστάσει, ας προστρέξει στήν Χάρη της. Η Αγία περιμένει……

Απολυτίκιο.

Το απολυτίκιο της που ψάλλεται κατά το, «την ωραιότητα..»

Την Οσιόαθλον και καλλιπάρθενον, Ρώμης το βλάστημα και μέγα καύχημα, της αναστάσεως Χριστού, αξίως την επόμενον, δεύτε ευφημήσωμεν, Αναστασίαν την πάνσεμνον, βρύει γαρ ιάσεων, ακεσώδυνα φάρμακα, τοις των λειψάνων αυτής την θήκην, προσπτυσσομένοις μετά πίστεως.
Από την παράκληση:

«Ιάσεων χάριν παντοδαπών, και δύναμιν πάσαν, διασώζειν εκ συμφορών, λαβούσα Σεμνή παρά Κυρίου…»
«Όγκοι φοβεροί, λευχαιμία, νεφροπάθεια, αιμορραγίαι, αρθρίτις, καιπληγαί, τη ση φρον΄τιδι και αγάπη θεραπεύονται»
«Πάντες οι εν νόσοις χαλεποίς, και ταις τρικυμίαις του βίου, εκταρασσόμενοι νύν, δεύτε δή προσδράμωμεν και προσκυνήσωμεν, την εικόνα την πάντιμον, της Αναστασίας, ταύτην ικετεύοντες , εν κατανύξει πολλή, σπεύσον, εξεγέρθητι όπως, πάντας εκ παθών αναστήσης, Μάρτυς Αναστάσεως φερώνυμε»
Ανάρτηση για την Αγία, έκανε και το ιστολόγιο ΦΛΟΓΑ

Δείτε επίσης ομιλία του π. Καψάνη για την Αγία.

http://www.youtube.com/watch?v=Gw4l-E4I5-k

ΠΗΓΗ.Cummulus στον ουρανό της Μακεδονίας

Το τέλος της ευχής«Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων ημών».

 

(Κι  ας είναι όλα τα καλά του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού μαζί με όλους σας.)

Η μεγάλη ευχή προς το Θεό Πατέρα, η ευχή της αναφοράς, που άρχισε με το «Άξιον και δί­καιον…», έφτασε τώρα προς το τέλος. Η θεία Λειτουργία και η αγία Γραφή δεν έχουν τέλος και δεν εξαντλούνται ποτέ. Γι’ αυτό κανένας δεν μπορεί να πει πως, ερμηνεύοντας τη θεία Λειτουργία, είπε τάχα την τελευταία λέξη. Κάνει ο καθένας μας ό,τι μπορεί μπροστά στο μεγάλο χρέος που έχομε να οικοδομήσουμε την Εκκλησία και να οικοδομηθούμε.

*

Είναι πολύ στοργικό το ενδιαφέρον της Εκκλησίας στο σημείο αυτό της θείας Λειτουργίας. Μπροστά στο σώμα και το αίμα του Κυρίου, που είναι επάνω στην αγία Τράπεζα, η ιερή σύναξη θέλει να τους θυμηθεί όλους και να μην ξεχάσει κανέναν. Μέσα στη γενική πρόσκληση των προσώπων με τα ονόματά τους, ο λειτουργός ξεχώρισε το πρόσωπο και το όνομα του επισκόπου, μα του μένει η έγνοια πως ακόμα θα ξέχασε πολλούς. Γι’ αυτό προσθέτει· «Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών»· θυμήσου, Κύριε, μαζί με όλους που μνημονέψαμε κι όσους ακόμα ο καθένας έχει στο νου του. Εδώ ο κάθε πιστός μ’ έναν πιο ζωντανό τρόπο συμμετέχει και λειτουργεί μαζί με τον ιερέα· θυμάται όλους τους δικούς του και ψιθυρίζει τα ονόματά τους. Στη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου υπάρχουν ακόμα στην ευχή αυτά τα πολύ ζεστά και φιλάνθρωπο λόγια· «Και ων ημείς ουκ εμνημονεύσαμεν δι’ άγνοιαν ή λήθην ή πλήθος ονομάτων, αυτός μνημόνευσαν, ο Θεός, ο ειδώς εκάστου την ηλικίαν και την προσηγορίαν, ο ειδώς εκάστου εκ κοιλίας μητρός αυτού». Τόση στοργή και τόση αγάπη μόνο η Εκκλησία έχει για τους ανθρώπους, όταν μπροστά στο σώμα και το αίμα του Χριστού ο λειτουργός συνεχίζει και ικετεύει· «Αυτός τοις πάσι τα πάντα γενού, ο ειδώς εκάστου και το αίτημα αυτού, οί­κον και την χρείαν αυτού».

Στη Λειτουργία του αγίου Χρυσοστόμου, την οποία ερμηνεύουμε, σε τρεις προτάσεις και σε χαμηλότερο τόνο της φωνής, ο λειτουργός μνημονεύει ακόμα και παρακαλεί. Πρώτα για την πόλη και για τους πιστούς που μένουν σ’ αυτήν. «Μνήσθητι, Κύριε, της πόλεως, εν η· παροικούμεν και πάσης πόλεως και χώρας και των πίστει οικούντων εν αυταίς». Έπειτα για όσους βρίσκονται σε ειδικές συνθήκες του βίου. «Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώ­των και της σωτηρίας αυτών». Τελευταία για όσους υπηρετούν στην Εκκλησία και για εκείνους που φροντίζουν για τους ενδεείς και φτωχούς. «Μνήσθητι, Κύριε, των χαρποφορούντων και καλλιεργούντων εν ταις αγίαις σου Εκκλησίαις και των μεμνημένων των πενήτων». Τελευταία κλείνει το λόγο με μια γενική δέηση, που αφορά σε όλη τη σύναξη· «και επί πάντας ημάς τα ελέη σου εξαπόστειλον». Τις ίδιες λέξεις και τις ίδιες δεήσεις τις ακούσαμε και στα Ειρηνικά και στην Εκτενή ικεσία, το ίδιο θέμα, σαν μέσα σε μια μουσική σύνθεση, που έρχεται και ξανάρχεται ως το τέλος· στην αρχή σε προεξαγγελτικές εκφωνήσεις και τώρα σε θερμή δέηση και ικεσία μπροστά στο σώμα και το αίμα του Κυρίου.

Η μεγάλη ευχή της αναφοράς όπως όλες οι ευχές, καταλήγει σε δοξολογική εκφώνηση. Μεγαλόφωνα ο λειτουργός ιερέας λέει· «Και δες ημίν εν ενί στόμιτι και μιά καρδία δοξάζειν και ανυμνείν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές Όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων»· και δώσε μας μ’ ένα στόμα και με μια καρδιά να δοξάζουμε και να ανυμνούμε το ολοτίμητο και μεγαλόπρεπο όνομά σου, του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες. Όλα καταλήγουν εδώ στην ενότητα της Εκκλησίας, στην ορθή πίστη και το κοινό φρόνημα των ανθρώπων, για να δοξάζεται έτσι και να υμνείται το υπερύμνητο όνομα της Αγίας Τριάδος.

*

Ο λαός επισφραγίζει την εκφώνηση του λειτουργού με το «Αμήν», που πάντα θέλει να πει πως είμαστε όλοι σύμφωνοι και επιβεβαιώναμε τα λόγια του ιερέα. Εκείνος τότε στρέφεται προς εμάς και παρουσιάζεται στην ωραία πύλη. Είναι η πρώτη φορά που τον βλέπουμε κατά πρόσωπο, μετά από το «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Το πρόσωπό του πρέπει να μας φαίνεται, σαν που έβλεπαν οι Ισραηλίτες το πρόσωπο του Μωϋσή, όταν κατέβηκε από το βουνό. Ύστερα απ’ όσα έ­γιναν μέσα στην Εκκλησία, επάνω στην αγία Τράπεζα και στη σύναξη των πιστών, και τα τίμια δώρα και οι άνθρωποι «υπέστησαν την ευπρεπεστάτην αλλοίωσιν», την ωραιότατη μεταβολή που φέρνει όπου αγγίξει τό Άγιο Πνεύμα. Φωτισμένος λοιπόν και λάμποντας μέσα στο άκτιστο φώς της θείας μεταμόρφωσης, ο λειτουργός ιερέας σηκώνει το χέρι του και ευλογεί· είναι το ίδιο χέρι που πριν λίγο ευλόγησε τα τίμια δώρα επάνω στην   αγία Τράπεζα· «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών».

Όλη η μεγάλη ευχή της αναφοράς απευθύνεται προς το Θεό Πατέρα, και να τώρα στο τέλος η ευλογία προς το λαό γίνεται από το λειτουργό «εν ονόματι» του Υιού. Αυτό δεν είναι χωρίς σημασία και δεν πρέπει να το περάσουμε απαρατήρητο. Όλες οι δεήσεις μετά τον καθαγιασμό έγιναν, καθώς γράφει ο Καβάσιλας, «μετά χρηστής και βεβαίας ελπίδος», με την καλή και βέβαιη ελπίδα πως θα τις δεχθεί ο Θεός. Όταν έγινε η θυσία, βλέποντας να είναι εμπρός του το ενέχυρο της θείας φιλανθρωπίας, δηλαδή ο αμνός του Θεού, αφού πια πήρε τον μεσίτη κι έχει μαζί του τον παράκλητο, ο ιερέας κάνει γνωστά στο Θεό τα αιτήματα της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι ο μεσίτης, εκείνος που με τη θυσία του άνοιξε το δρόμο που μας φέρνει στο Θεό. Όλα τα καλά της σωτηρίας, που πηγάζουν από τη θυσία του Ιησού Χριστού, αυτά λοιπόν εύχεται ο λειτουργός ιερέας στην ιερή σύναξη της Εκκλησίας, στο τέλος τώρα της μεγάλης ευχής της αναφοράς.

Στην ευλογία και την ευχή του λειτουργού ο λαός απαντά με το γνωστό «Και μετά του πνεύ­ματός σου» ή με το «Αμήν» ή με την ίδια λέξη της ευλογίας· «Έσται και έσται εις αιώνας αι­ώνων», είθε να είναι και θα είναι για πάντα. Θα θέλαμε άλλη μια φορά να μιλήσουμε για το περιεχόμενο των λειτουργικών διαλόγων. Δεν είναι απλώς σχήματα δραματικής πλοκής στη συνέχεια της θείας Λειτουργίας, αλλά τελετουργικοί διάλογοι με ιερό και πραγματικό περιεχόμενο· λόγος «ζων και ενεργής», καθώς γράφει ο Απόστολος για το λόγο του Θεού. Γι’ αυτό, χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός μας, επιμένουμε στην πιστή και ευπρεπή εκτέλεση αυτών των διαλόγων. Ενδιαφέρει κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αποκρίνονται στον ιερέα οι ψάλτες· όχι αδιάφορα και ψυχρά και πολλές φορές καθόλου, αλλά πάντα με τρόπο, που να φανερώνει τη ζωντανή συμμετοχή του λαού στα τελούμενα.

*

Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε κι όπως είδαμε ως τώρα, η θεία Λειτουργία τελετουργικά  χωρίζεται σε διάφορα μέρη. Πρώτα τα Αντίφωνα, έπειτα η Μικρή Είσοδος, υστέρα τα Αναγνώσματα και πιο έπειτα η Μεγάλη Είσοδος. Όλα αυτά με μία λέξη μπορούμε να τα ονομάσουμε προαναφορά, και είναι το πρώτο μεγάλο μέρος της θείας Λειτουργίας. Το δεύτερο μέρος, που είναι η αναφορά, αρχίζει από το «Άξιον και δίκαιον…» και φτάνει ως το τέλος. Η τελετουργία βέβαια της θείας Λειτουργίας είναι όλη μία συνέχεια, και μόνο τεχνικά την χωρίζουμε σε διάφορες ενότητες, για λόγους που μας βοηθούν και μας ευκολύνουν στην εξήγηση. Ωστόσο, τελειώνοντας σήμερα τήν ευχή της αναφοράς, κλίνουμε με την τελευταία εκφώνηση της ευχής και την ευλογία του λειτουργού· «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων ημών». Αμήν.

(Επισκ. +Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 361-368)

Η αλληλογραφία των στρατιωτών το 1940

 

Γράμμα πρός γονείς
Γράφει ένας πρός τούς γονεις του:
«Γιά κρύο καί κακουχίες μή φοβασθε. Εδώ τά νεύρα μας γίνονται ατσαλένια. Σείς θά φαντάζεσθε πράγματα φοβερά καί τρομερά, ενώ εμάς δέν μάς νοιάζει καθόλου. Γι’ αυτό νά μή στενοχωριέσθε. Αλλως τε, γιά όλα τά Έλληνόπουλα τού μετώπου φροντίζει ή Μεγαλόχαρη … ».
Καί ένας άλλος, αφηγούμενος κάποιο περιστατικόν τού πολέμου, κατά τό όποιον ως εκ θαύματος, εσώθη από τόν θάνατον ένας στρατιώτης σύντροφός του, καταλήγει:
«Ευτυχώς η χειροβομβίδα δέν εσκασε, καί ο λυτρωμένος πιά συνάδελφός μας έχει τάξει μιά λαμπάδα σάν τό μπόϊ του στήν Παναγία τής Τήνου, τήν όποία έχουμε όλοι γιά προστάτιδά μας».
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)
Γράμμα από γονέα
Η αυτή δέ πεποίθησις επικρατεί καί εις τά μετόπισθεν.
«Ό Θεός νά είναι μαζί σου» γράφει ένας πατέρας πρός τό μαχόμενον παιδί του, «ο Θεός νά είναι μαζί σου καί μαζί μέ τήν Πατρίδα μας. Τά χωράφια θά τά οργώσουμε εμείς μέ κάθε τρόπο … Μή στενοχωριέσαι. Η Μεγαλόχαρη τής Τήνου θά κάνη τό θαύμα της καί θά σας δώση μεγάλη δόξα».
Περ. Η Ζωή, αρ. 1443, 10.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)

———————————————————————–
Γράμμα σέ αδελφή
Κάπου στό Μέτωπο 29/11/40
Αδελφούλα μου,
Ο Θεός σέ φώτισε καί μέσα στό δέμα πού μού στείλατε, έβαλες τά πέντε κείνα μανταρίνια … Μόλις τάνοιξα κι’ αντίκρυσα τόν κίτρινο θησαυρό τού νησιού μας, δάκρυσα … Τά καθάρισα, τά χώρισα σέ φέτες καί τά φάγαμε μέ τ’ άλλα φανταράκια τής διμοιρίας μου.
Σέ βεβαιώ πώς ούτε τά τσοφλάκια δέν πετάξαμε …
Αδελφούλα μου, σωστό βάλσαμο ήταν γιά τίς διψασμένες ψυχές μας. Λές καί πήραμε νέες δυνάμεις … Αδελφούλα μου, νικούμε παντού! Η Παναγία, ολοζώντανη, μάς ακολουθεί. .. Παρακαλείτε καί σείς όσο μπορείτε γιά τήν σύντομη τελική νίκη!
Γειά σου Αδελφούλα μου
(Τό παρόν είναι ένα μέρος τής επιστολής)
Εφ. Η Πρόοδος, 17.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)
Κάτω από μίαν αλβανική εληά
Σάς γράφω κάτω από μίαν αλβανική εληά. Κάνω στρατηγικά σχέδια, πώς θά μπώ στά Τίρανα γρηγορώτερα. Διέκοψα τό γράμμα μου γιά 20 λεπτά, γιατί τρία ιταλικά αεροπλάνα μάς έρριξαν μερικές εληές (βόμβες) καί μάς σκότωσαν, ώ! τού θαύματος, ένα μουλάρι άρρωστο! Παναθεμά τους τί θόρυβο κάνουν’ σφυρίζουν δαιμονισμένα. Εάν πήτε καί γιά τίς βόμβες τους’ ευτύχημα είναι πώς σκοπεύουν εμάς καί πέφτουν 500 μέτρα μακρυά μας. Μακρυά, σέ 2-3 χιλιάδες μέτρα, γίνεται αερομαχία, ωραίο θέαμα, μά τήν αλήθεια. Αλλά ο Ιταλός εχάθη στά σύννεφα.
Πότε θά σάς στείλω τό γράμμα μου, δέν ξεύρω. Έχετε γειά, γιά σήμερα.
Σάς φιλώ όλους.
Ο υιός σας ΝΙΚΟΣ
Εφ. Η Νίκη, 14.12 .. 1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ 82)
Τ.Τ. 152 Τετάρτη
1 Ιανουαρίου 1941 ώρα 0.5!
Αγαπημένες µου,
Χρόνια πολλά. Μέ τό καλό ο καινούργιος χρόνος …
Είναι η πρώτη χρονιά, έπειτα από τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακρυά Σας …
Πάντα, αυτή τήν στιγµή, κάθε χρόνο, µέ αξίωνε ο Θεός νά κρατώ τό µαυροµάνικο µαχαίρι τού σπιτιού γιά νά κόψω από τήν πήττα πού φιλοτεχνούσαν δυό αγαπηµένα χεράκια, τό κοµµάτι τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Σπιτιού, … γύρω από τό στολισµένο τραπέζι µας. Κι’ ερχόταν τότε η αγωνία τής τύχης τού νοµίσµατος. Ποιός θά είναι ο τυχερός τής χρονιάς; Σέ ποιανού κοµµάτι θά βρεθη τό νόµισµα; Α! όχι, εφέτος τήν ωραία Πρωτοχρονιά τού 41, εγώ, παιδιά µου, είμαι ο τυχερός!
Σέ µένα έπεσε τό ανεκτίµητο νόµισµα νά έλθω εδώ επάνω στά Αλβανικά βουνά, νά ακούω, κι’ αυτή τήν στιγµή ακόµη, τό Βαρύ Πυροβολικό µας νά κτυπά αλύπητα τόν δρόµο πού ακολουθούν, φεύγοντας πανικόβλητοι οι κατακτηταί τής Ρώµης, πού νόµισαν πώς µπορούσαν νά ποδοπατήσουν τήν Ελλάδα µας.
Σ’ εµένα έλαχε νά ιδώ τά µέρη όπου τό Σύν/µά µας τού Ιππικού απεδεκάτισε τήν Μεραρχία τους, τήν περίφηµή τους «Τζούλια».

Σ’ εµένα έλαχε νά ακούσω άλλον αξιωµατικόν νά διηγείται πώς µέ 187 άνδρες εκράτησε έξ χιλιάδες Ιταλούς.
Εγώ είµαι ο τυχερός πού βλέπω κάθε µέρα τά κατσάβραχα, τά απρόσιτα καί στά γίδια ακόµη, όπου σκαρφάλωσαν οι θρυλικοί φαντάροι µας µέ τήν λόγχη, αψηφώντας τούς παντοειδείς όλµους καί ολµάκια πού διέθεταν αυτοί οι τσαρλατάνοι, πού έβαλαν τούς χάρτες κάτω καί εκοβαν τήν Ελλάδα σάν πρωτοχρονιάτικη πήττα.
Εγώ, έχω τόν µεγάλο κλήρο νά υπηρετώ τήν Ελλάδα µαζί µέ τά άλλα παιδιά της.
Νά µέ συµπαθάτε όµως … Όταν µιλά κανείς γιά τόν αφάνταστο καί ανυπέρβλητο ηρωισµό τού Ελληνικού Στρατού παρασύρεται αθελά του …
……………………………………………. ~ .
Ήλθε, Πάκι µου, ο Άγιο-Βασίλης εφέτος; Γουρλώσανε πάλι τά δυό σου γαλανά µατάκια, όταν άναψαν τά φώτα, µπροστά στά δώρα πού σού έφερε ο καλός Άγιος; Γιά µένα, είναι η καλλίτερη Πρωτοχρονιά τής ζωής µου, σείς πώς υποδεχθήκατε τόν καινούργιο Χρόνο;
Πολλά φιλιά
Ευάγγελος
Γράµµα Ευάγγελου Νοµικού
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 150)
Ο ενθουσιασμός τών Ελλήνων γιά τήν νίκη,
µέσα από τίς επιστολές τους
Πόπη Χατζηιωάννου, Σπυρίδωνος Τρικούπη, Πειραιεύς,
πρός τόν Αντώνιον Χατζηιωάννου, 11/68 Τ. Τ. 345.
«Αντώνη µου,
Αυτήν τήν στιγµήν, µάθαµε τήν νέα νίκη µας, δηλαδή τήν κατάληψι τής Κλεισούρας. Δέν µπορείς νά φαντασθής τί κακό πού γίνεται. Δάκρυα χαράς καί υπερηφανείας τρέχουν από µικρούς καί µεγάλους στά φλογισµένα τους µάτια.
Αντρούλη µου, κοντεύοµε νά φτάσωµε στόν αντικειµενικό µας σκοπό. Τώρα, περιµένοµε µέ αγωνία νά πάρωµε τό Ελσαβάν καί τόν Αυλώνα, καί τότε κατ’ ευθείαν στήν θάλασσα. Καί ύστερα, θά σάς περιµένωµε στούς δρόµους, στά λιµάνια, στά παράθυρα, στίς αυλές, στίς εξώπορτες, µέ λαχτάρα καί δάκρυα στά µάτια νά σάς στεφανώσουµε µέ τό αµάραντο στεφάνι τής Δόξης …»
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 21.2.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 155)
«…Ψώνιζα ότε ακούµε τίς καµπάνες. Δέν ξέρεις, γυιόκα µου, τί γίνεται όταν ακούµε τίς καµπάνες. Ανάστασις. Τήν χαρά τού κόσµου. Εγώ δέ, τόσο πολύ αισθάνοµαι καί χαίροµαι πού αρχίζω νά κλαίω…».

Συλλογή Κυρ. Ντελοπούλου
Από τό Λεύκωμα «Κορόϊδο, Μουσσολίνι»
« … Καλή µου µαννούλα, ετραυµατίσθηκα στήν Κλεισούρα καί µέ µετέφεραν στόν Πειραιά. Φθάσαµε, στίς 28 τό πρωί στίς 10 η ώρα, στό λιµάνι’ πρίν πλησιάσουµε γιά νά βγουµε, βγήκαµε στήν ταράτσα καί είδαµε τήν Εθνική Οργάνωση Νεολαίας µέ µουσική παρατεταγµένη καί µέ χίλια πράγµατα. Αυτή η οργάνωσις είνε τό χέρι τού εθνικού µας κυβερνήτου κ. Ι. Μεταξά. Είνε ο στρατός τών µετόπισθεν. Όταν κατεβαίναµε, µαννούλα µου, άρχισε νά παίζη η µουσική, καί νά χαλά ο κόσµος, δέν µπόρεσα νά κρατηθώ καί έκλαψα µέ τήν ψυχή µου. Πόσο ωραία περνώ στό νοσοκοµείο, καί πόσος κόσµος περνά καί µάς ευγνωµονεί, δέν µπορώ νά σού περιγράψω. Όταν έλθω, θά σού τά διηγηθώ όλα. Τό τραύµα µου δέν είνε τίποτε …
… Όταν νοιώθουµε ότι, πίσω µας, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσµος πού φροντίζει γιά τά σπίτια µας, γιά τίς απροστάτευτες οικογένειές µας, γιά τίς εγκαταλελειµµένες υποθέσεις µας, Όταν βλέπωµεν ότι τά αισθήµατα τής αλληλεγγύης πληµµυρίζουν τίς καρδιές όλου τού Ελληνισµού, η ψυχή µας γεµίζει συγκίνησι καί ορκιζόµεθα καθένας στήν συνείδηση τού ότι δέν θά αφήσωµε ποτέ εχθρικό ποδάρι νά µολύνη τήν ένδοξόν µας γή.
Αψηφούµε τά χιόνια καί τίς παγωνιές, αγνοούµεν τούς κόπους καί τίς κακουχίες. Εξάπτεται η ατοµική µας φιλοδοξία καί µάς καθιστά τροµερούς, ικανούς νά επιτελέσωµεν καί τούς δυσκολώτερους άθλους … »
Εφ. Ο Τύπος, 20.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 155)
Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος
πρός Χαρίκλειαν Χριστίδου
«Αγαπηµένη µου. Η πατρίδα εκινδύνευε καί έπρεπε γι’ αυτήν νά τά θυσιάσουµε όλα. Όνειρα, καί τόν εαυτό µας ακόµη. Έχυσα αρκετό αίµα στόν βωµό τής δοξασµένης πατρίδος, καί είµαι υπερήφανος γι’ αυτό. Έχουµε δοξασµένη καί τόσο µεγάλη πατρίδα, γι’ αυτό καί η θυσία µας πρέπει νά είνε ανάλογη. Μή λυπάσαι λοιπόν γιά τήν αναβολή τής πραγµατοποιήσεως τών ονείρων µας. Όταν ο καπνός τής µάχης διαλυθή καί τά κλαδιά τής δάφνης µάς στεφανώνουν νικητάς, τότε τά όνειρά µας θά πραγµατοποιηθούν καί νά είσαι βεβαία πώς η µέρα αυτή θά είναι πολύ κοντινή.
Καί όταν, αγαπηµένη µου, στό ύψωµα τής Κλεισούρας εξωρµούσα κρατώντας περήφανα τήν τιµηµένην ελληνικήν λόγχην, δέν τό έκανα γιά τόν εαυτόν µου, γιά τήν πατρίδα. Οβίδες, όλµοι καί χειροβοµβίδες πέφτουν τριγύρω µας βροχή, τό χιόνι βαθύ µάς χώνει µέχρι τά γόνατα, η οµίχλη µάς κρύβει τούς Ητταλούς, η θύελλα µάς τυφλώνει, καί όµως τά παιδιά τής Ελλάδος προχωρούν, τρέχουν, κάνουν φτερά. Τό όνοµα τής Ελλάδος µας µάς φωτίζει τόν δρόµο, η αντάρα τής µάχης µάς µεθά, τίποτα δέν µπορεί νά µάς σταµατήση … Μά ξάφνου, νά! Νοιώθω πώς τό ποδάρι µου πέταξε στόν αέρα. Η γρήγορη όµως µατιά πού τού ερριξα, µέ πείθει πώς είναι στήν θέση του. Τό αίµα αρχίζει πιά νά τρέχη! Βιάζεται γιά νά γράψη πάνω στό χιόνι λίγες γραµµές τής νεοελληνικής δόξας! Η Ελλάδα µας είναι τόσο µεγάλη, τόσο δοξασµένη καί η δόξα της γράφεται µόνο µέ αίµα! Είµαι πολύ περήφανος γιατί προσέφερα καί λίγο αίµα γιά τήν δόξα της. Υπεράνω όλων η Πατρίς…
Άπειρα φιλιά,
δικός σου, Κώστας».
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 23.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 156)
‘Ο «πόλεµος» εναντίον τής λάσπης
Ό χειµώνας κεί πάνω στά αλαανικά αουνά ηταν πολύ ψυχρός καί κρύος. Χιόνιζε σχεδόν κάθε µέρα. Ειχαµε από µιά κουαέρτα καί µισό αντίσκηνο, δηλαδή 2 στρατιώτες δηµιουργούσαµε ενα µικρό αντίσκηνο. Πηγαίνοντας σ’ ενα χωριό, πού λεγόταν Καφέσκια, γιά νά ξεκουραστούµε συναντήσαµε τροµερή λάσπη. Σέ κάθε αηµα µας αουλιάζαµε όλοένα έµείς καί τά µουλάρια.
Χωνόµαστε µέχρι τήν κοιλιά γιά νά µήν χάσοµε τά µουλάρια πού αούλιαζαν, µέ απεγνωσµένες προσπάθειες προσπαθούσαµε νά τά σώσουµε. Μετά από διάστηµα 4 ήµερών φτάσαµε στά στενά της Κλεισούρας. Παράλληλα µέ τό δρόµο µας κυλούσε τά νερά του ό ποταµός’ Αώος. Δεξιά από

τό δρόµο µας ορισκόταν τό πυροοολικό µας ενώ αριστερά καί µετά τόν ‘Αώο ορισκόταν ενα έλληνικό τάγµα πού µαχόταν µέ ‘Ιταλούς. Θυµάµαι στι ερχόταν ιταλικά τάνκς από τά στενά της Κλεισούρας αλλά τό δικό µας πυροοολικό τά είχε επισηµάνει. Σέ κάθε εµφάνιση τάνκς µιά Μίδα, πού εφευγε από τά δυνατά χέρια τού έλληνικού πυροοολικού, iµαν αρκετή γιά τήν καταστροφή.
ΟΙ ‘Ιταλοί επιµένουν. Άναγκάστηκε τότε ό 1Ο0ς λόχος, ό δικός µας, νά τρέξει γιά ενίσχυση. Φθάσαµε στό πεδίο της µάχης στίς 10 τό Οράδυ. Kάν~µε ενα κλοιό γύρω από τό τάγµα πού ηταν εκεί καί αφήσαµε ενα ιταλικό σύνταγµα νά εισχωρήσει στό κενό τού κλοιού καί τούς κάναµε επίθεση φωνάζοντας «ΑΕΡΑ». ‘Όσοι δέ σκοτώθηκαν πιάστηκαν αιχµάλωτοι. ‘Αφού σταθεροποιήσαµε τό µέτωπο, µετά από 2 µέρες, πηρε ό λόχος 612 αιχµαλώτου ς καί τούς παραδώσαµε στήν µεραρχία. Μετά εµείς ξεκινήσαµε γιά τήν Τρεµπεσίνα. Κάναµε τό σταυρό µας πού γλυτώσαµε από τόν «πόλεµο» εναντίον της λάσπης …
Στέργιος Μυλωνάς
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 156)
Εν. Τ.Τ. 790 17/1/41
Σεβαστή µου µητέρα καληµέρα.
Χθές, πήρα τήν από 9/1/41 επιστολήν σας καί χάρηκα πού είσθε όλοι καλά, ως καί εγώ υγειαίνω. Επίσης προχθές, πήρα τήν φωτογραφία τής Ελενίτσας µου’ πόσο χαριτωµένο είναι τό χρυσό µου καί πόσο µεγάλωσε µέσα σέ 2 1/2 µήνες’ δέν χορταίνω νά τήν βλέπω αλλά από τήν φωτογραφία φαντάζοµαι τί γούστο θά έχη τώρα µέ τίς κουβέντες της.
Τά σέβη µου στόν Μπαµπά, Απόστολον, Λίτσαν καί Παιδιά.
Σάς φιλώ
Ν. Παντελοδήµος
Νά µου γράψουν τά παιδιά τί δώρον πήραν µέ τά λεπτά πού τά εστειλα.
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 197)
… έπεσεν ηρωικώς υπέρ τής ελευθερίας …
Μέτωπον 13/1/41
Αγαπητέ αδελφέ Μανώλη
Γειά σου
Πήρα δύο γράµµατά σου καί ευχαριστήθην πού είσθε καλά. Καί τώρα, θά σού γράψω σχετικώς διά τόν στρατιώτην µου Μάρκον Δισακιάν ο οποίος έπεσεν ηρωικώς εις τήν πρώτην µας µάχην.
Έπεσε ηρωικώς τήν στιγµήν όπου µέ τά χέρια του έβγαλε τούς πασσάλους τού συρµατοπλέγµατος διά νά ανεβούµε εις τά χαρακώµατα τών ατίµων. Έπεσε πολύ κοντά µου. Σού τό γράφω τώρα, διότι θά τό διαβάσατε εις τάς εφηµερίδας.
Λοιπόν, αγαπητέ Μανώλη, νοµίζω ότι η γυναίκα του ήτο έγκυος, καί εάν τό παιδί παραµένει αβάπτιστο, λέγεις εις τούς δικούς του ότι γράφω, εάν θέλουν, νά τό βαπτίσης εξ ονόµατός µου καί νά ξοδεύσης από τά ιδικά µου λεπτά.
Εάν είναι αγόρι, νά βγάλης τού ηρωικού πατρός του τό όνοµα, εάν δέ πάλι είναι κορίτσι, νά προτιµήσης Νίκη ή Ελευθερία, διότι δι’ αυτά έπεσεν ενδόξως ο πατήρ του.
Καί εάν ευρίσκεται η οικογένεια τού συγχωρεμένου οικονοµικώς στενοχωρηµένη, νά τήν βοηθήσης εκ των ιδικών µου χρηµάτων, καί νά φροντίσετε νά τήν βοηθήτε πάντοτε, διότι είναι αξία πάσης βοηθείας µία τέτοια οικογένεια, αφού ο αρχηγός της έπεσε ηρωικώς υπέρ τής ελευθερίας τής γλυκειάς µας Πατρίδος.
Ακόµη, νά φροντίσητε νά τού γίνη καί µνηµόσυνον ξεχωριστόν, εκτός από εκείνο πού θά κάµη η Πατρίς µας διά τούς ηρωικώς πεσόντες.
Εφ. Παγχιακή, Χίου, 5.2.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 193)
Τώρα τά πράγµατα αλλάξανε
18.2.41
Αγαπητέ µου Τάσο,
Μέ πολλή χαρά πήρα τό δελτάριό σου. Πίστεψέ µε ότι πρό πολλού ήθελα νά σού γράψω, µά δέν ήξερα µήτε πού βρισκόσουν καί υπηρετούσες, µήτε τήν δ/ση τού σπιτιού σου. Τώρα, µέ ευχαρίστησιν επικοινωνώ µαζύ σου καί ξαναθυµούµαι τίς τόσο ευχάριστες στιγµές πού περάσαµε µαζύ, τίς τελευταίες πρό παντός ηµέρες τού καλοκαιριού, όταν, πίνοντας στού Λαΐνη, συζητούσαµε γιά τόν πόλεµο καί τήν θέση τής Ελλάδας µας. Τώρα, τά πράγµατα αλλάξανε. Η παρέα µας, κατά τό πλείστον, σκόρπισε καί µόνο η φοβερή νοσταλγία µάς αλληλοσυνδέει. Εσένα, δέν ξέρω πώς νά σέ πώ, ευτυχή ή δυστυχή πού δέν δοκίµασες ακόµη τήν νοσταλγία της; Μάλλον ευτυχισµένο. Καί σού εύχοµαι νά µήν διακόψει τίποτα τήν ευτυχία σου, εκτός από τήν τελική νίκη µας, οπότε θά είσαι διπλά ευτυχισµένος. Ασχέτως όµως πρός αυτά τά υποκειµενικά, νοµίζω πώς ένας πνευµατικός άνθρωπος, καί πρό παντός ένας πεζογράφος, πολλά θά είχε νά κερδίσει, ζώντας µέσα στήν ατµόσφαιρα τής εκστρατείας καί τού πολέµου. Αυτά γιά σήµερα, αγαπητέ Τάσο. Θά έµαθες, βέβαια, τόν θάνατο τού Παλαιοδηµόπουλου. Λυπήθηκα φοβέρά.
Σέ φιλώ
Ανδρέας
Επιστολή τού Ανδρέα Καραντώνη πρός τόν Τάσο Αθανασιάδη
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 198)
Σού στέλνω κάρταν, αδελφή,
καί άν θές, ευχαριστήσου,
ίσως καί βρεθούµε σύντοµα
καί σύ, Αµήν! ευχήσου.
Πάρ’ τήν φωτογραφίαν µου
καί βάρτην εις τόν τοίχο,
καί κάτσε καί περίµενε
πότε θά σού µιλήσω.
Στέλνω κορµίν χωρίς ψυχήν
καί σώµαν δίχως αίµαν
καί τήν φωτογραφίαν µου
νά θυµάσαι µέναν.
Συλλογή Κυριάκου Ντελόπουλου
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 198)
Στήν αγαπηµένη µου
Πώς ήθελα, µικρούλα µου, νά εισ’ εδώ κοντά µου
ν’ ακούσης τήν καρδούλα µου, νά δής τά βάσανά µου.
Γιά στρώµα βάζουµε κλαριά, γιά µαξιλάρι πέτρα
καί γιά κλινοσκεπάσµατα, µία µονή κουβέρτα.
Νάσουν εδώ στό γρέκι µου, νάσουν εδώ στήν ράχη,
νά πάρης τό ντουφέκι µου νά πάς εµπρός στήν µάχη.
Κι’ άν τύχη σφαίρα εχθρική καί κόψη τόν ανθό σου …
Η Δόξα η Ελληνική στέφει τό µέτωπό σου.
Στρατιώτης Γιώργης Κομπόρης, 584 Τάγμα Πεζικού
Αρχείο Λάμπρου Κορομηλά

(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 198)
Μέ τέτοιο λαό …
Από κάπου, 21-11-40
Από χθές, βρίσκοµαι στόν τιµηµένο δρόµο πού οδηγεί στήν µάχη τών αδελφών µας.
Τίποτα µή σκέφτεσαι, µή λογαριάζης. Η Παναγία µάς σκεπάζει όλους µέ τά άγια φτερά τής προστασίαc της. Όσο πλησιάζοµε, τόσο βρίσκοµαι πιό κοντά στήν πραγµατικότητα.
Ο ενθουσιασμός καί η παλληκαριά τού στρατού µας είναι αφάνταστη. Τά τραίνα διαρκώς επιστρέφουν από τό Μέτωπο γεµάτα Ιταλούς αιχμαλώτους. Νά τούς δήτε, θά τούς λυπηθήτε, σέ τέτοια ψυχική καί σωµατική κατάπτωσιν ευρίσκονται.
Φιλήσατέ µου όλους. Στόν αδελφό µου νά πήτε πώς πρέπει νά είναι υπερήφανος πού είναι φαλαγγίτης. Τό τί προσφέρουνε σήμερα στόν Εθνικόν αγώνα, Φαλαγγίτες καί Φαλαγγίτισσες δέν λέγεται. Μάς γεµίζουν δώρα σέ κάθε σταθμό όπου περνούµε, µάς τραγουδούν, µάς διασκεδάζουν, µάς εξυπηρετούν σέ βαθµόν αφάνταστο, µάς ραίνουν µέ λουλούδια, µάς κατευοδώνουν µέ ευχές. Πιστέψατέ µε, πώς πιότερα ρούχα µού δώρησαν παρά πού εΙχα. Τέτοια συγκινητική ενότητα τών αγνώστων αυτών κοριτσιών καί αγοριών, πού η µόνη µας επαφή είναι η ΕΛΛΑΣ … δέν µαταγίνεται, γιά όλους µας καί υπεράνω όλων, είναι πρωτοφανής, τουλάχιστον στά µάτια τής δικής µας γενεάς. Μία άγνωστη κοπέλλα µού δώρισε, κάπου καθ’ οδόν, ένα σκούφο πού ούτε κουρσούµι δέν τόν περνά. Σκεπάζει τό κεφάλι, τά αυτιά, τόν λαιµό, τό στήθος καί τήν πλάτη. Τέτοια δίδουν σ’ όλους τούς στρατιώτες. Γάντια, φανέλλες, κάλτσες, περιοδικά, βιβλία, τσιγάρα, μπισκότα, κονιάκ, απαραιτήτως σέ κάθε σταθμό, οι Φαλαγγίτισσες θά κεράσουν όλο τόν στρατό. Μέ τέτοιο λοιπόν λαό, µέ τέτοια αδελφοσύνη Εθνική, πώς µπορεί ποτέ νά µή νικήσωµε;
Απόδειξις είναι ότι νικούµεν καί θά νικούµεν συντριπτικά τούς απειραρίθµους Ιταλούς καί θά νικούµεν πάντοτε γιατί ο Θεός καί η Παναγία είναι µαζύ µας.
Οι στρατιώτες µας πολεµούν τώρα, στήν πρώτη γραµµή.
Τιµή καί δόξα στό νησί µας.
Υπογραφή
Υ.Γ. Στήν αδελφή µου, νά πήτε νά πλέκη, νά πλέκη, νά πλέκη, από τό πρωί ώς τό βράδυ.
Εφ. Η Πρόοδος, Χίου, 6.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 200)
22.12.1940
Αγαπητή μου Κική,
Είναι δύο-τρείς μέρες πού δέν έλαβα γράμμα σας. Είμαι πολύ καλά, εδώ έχουμε χιόνι σάν Ελβετία’ τό περίεργο είναι πώς δέν κρυώνω. Τό φαΐ μας είναι πολύ καλό, τώρα μάλιστα πού έλαβα καί τά συμπληρώματα πού μού στείλατε, είμαι θαυμάσια. Μέλι δέν μού στείλατε. Καί μπογιές πού σού έχω γράψει, καθώς καί δύο-τρία άλλα πράγματα πού τά χρειάζομαι, πιστεύω νά τά στείλετε μ’ άλλα δέματα. Εάν ήσουν εδώ, θά σού άρεσε πολύ. Τά τοπία είναι πολύ ωραία, καί τό λέω εγώ πού ξέρεις πώς δέν αγαπώ τά χιόνια. Πώς διασκεδάζεις εσύ; Νά μήν ανησυχείς ούτε νά λυπάσαι πού δέν είμαι κοντά σας. Είμαι καλά εδώ. Σάς τό λέω ειλικρινώς.
Σάς φιλώ πολύ
Γιάννης.
Γράμμα τού Γιάννη Τσαρούχη στήν οικογένειά του.
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 201)
Πρέπει νά δώσουμε κάτι πιό πολύ από τόν εαυτό μας.
Μέ τήν πιό μεγάλη συγκίνησι, μέ τήν πιό μεγάλη χαρά διάβασα τό δελτάριο σας. Μέ τίς συνεχείς μετακινήσεις μας αργούμε πάντοτε νά λάβωμε τά γράμματά μας καί νά απαντήσωμε, μά πάντα δίδομεν τήν πιό γρήγορη απάντησι προχωρούντες στόν πιό γρήγορο δρόμο τής νίκης, πού γεμίζει τήν ψυχή μας κάθε λεπτό μέ τίς γλυκές συγκινήσεις. Καθένας ξέρει καλά πώς κάθε τί μεγάλο δέν επιτυγχάνεται μέ μικροϋπολογισμούς καί λίγες θυσίες. Ξέρουμε όλοι ότι πρέπει νά δώσουμε κάτι πιό πολύ από τόν εαυτό μας. Η σκέψι γιά τό σπίτι, γιά τήν μητέρα μας, γιά κάθε τί δικό μας, φεύγει, χάνεται ολότελα γιά νά προσθέσει δυνάμεις σέ ένα δημιούργημα πού φθάνει γιά μάς τά όρια τού θείου καί έρχεται σέ στιγμές αναπαύσεως νά διώξη κάθε κούρασι καί κόπο, νά μάς δώση δυνάμεις νέας, ανεξαντλήτους γιά τόν τελικό μας θρίαμβο. Πόσο λυπάμαι πού σταματώ. Τό κεράκι πού μού φέγγει, φθάνει στό τέλος του καί δέν βλέπω πιά νά συνεχίσω.
Μετά μεγάλου σεβασμού
Δεκανεύς Ιωάννης Ζαχαρόπουλος
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 205)
Μέ προέτεινε γιά προαγωγή επ’ ανδραγαθία
Επιστολή αξιωματικού:
Σεβαστή μου μητέρα,
Ο Συνταγματάρχης μου μέ προέτεινε γιά προαγωγή στόν ανώτερο βαθμό επ’ ανδραγαθία, διότι ενεργήσας εξ ιδίας πρωτοβουλίας αντεπίθεσιν εναντίον υπερτέρου εχθρού, εξηνάγκασα αυτόν εις άτακτον υποχώρησιν, συλλαβών αιχμαλώτους καί κυριεύσας μίαν πολεμικήν σημαίαν τού εχθρού, ως καί άλλα λάφυρα,
Τώρα, μητέρα μου, ήθελα νά ζούσε ο πατέρας μου, γιά νά έβλεπε, αυτός πού σκοτώθηκε δοξασμένος στό πεδίο τής μάχης, ότι ήλθε τώρα η σειρά τού γυιού του νά εξακολουθήσει τόν ίδιο δρόμο. Ελπίζω νά κάμω πιό πολλά ακόμη.
Εφ. Ο Τύπος,19.11.40
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 205)
Πόλεμος είναι καί, πρώτα απ’ όλα, πρέπει νά σώσουμε τήν Πατρίδα
Αδελφέ Κώστα,
Μή στενοχωρείσαι πού μάς επήρε η επίταξι τό αυτοκίνητο. Πόλεμος είνε καί, πρώτ’ από όλα, πρέπει νά σώσουμε τήν Πατρίδα μας, από τά βρωμερά ιταλικά νύχια, κ’ ύστερα έχει ό Θεός. Θά ξαναφτειάξουμε τίς δουλειές μας καί θά ζήσουμε ελεύθεροι καί υπερήφανοι. Άλλωστε όλες τίς ζημίες μας θά μάς τίς πληρώση ο Μουσσολίνι, όταν θά τού επιβάλλουμε μέ τήν λόγχη μας, τούς όρους τής ειρήνης.
Εφ. Ο Τύπος, 19.11.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 205)
Έτρεξα ‘δώ πάνω, νά πολεμήσω
(Απόσπασμα από τό γράμμα ενός πολεμιστού μας, πρώην κρατουμένου τών Φυλακών Χατζηκώστα)
«… Κι’ όταν έπεσα στήν φυλακή, διερωτήθηκα άν αυτό ήταν τό τέλος μου. Άν δηλαδή, πάν ό,τι είχα ν’ απολαύσω τό απήλαυσα, πάν ό,τι είχα νά προσφέρω, τό ‘χα δώσει … Κι’ όμως κάτι μού ‘λεγε μέσα μου, πώς ο ρόλος μου δέν είχε τελειώσει, πώς ο προορισμός μου ήταν άλλος. Κι’ έδωσε ο Θεός καί βγήκα, κ’ η Πατρίδα χρειάσθηκε τίς υπηρεσίες μου. Κι’ έτρεξα ‘δώ πάνω, νά πολεμήσω γι’ αυτήν τήν αιώνια πατρίδα τών ανδρείων, πού συχαμερά όντα, σαύρες φαρμακερές βάλθηκαν νά καθυποτάξουν … Πόσο εξαγνίζεται κανείς εδώ απάνω, όταν πολεμά νά διώξη τό σκοτάδι πού θέλει νά σκεπάσει τήν φωτοβόλο, τήν καθάρια, τήν άσπιλη ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ.
«ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟ», Αθήναι, 14 Φεβρ. 1949.
(Συντάσσεται καί εκδίδεται από τούς κρατουμένους Φυλακών Συγγρού).
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 206)

ΠΗΓΗ.http://www.greece.org/

Ένα ακόμα άγνωστο θαύμα της Αγίας Σκέπης το 1940

Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και ο βοριάς σφύριζε μανιασμένα.
Μέσα σ’ αυτή τη χιονοθύελλα, ένας στρατός προχωρούσε αποφασιστικά… σκαρφάλωνε σ’ απότομες πλα­γιές…Κατέβαινε γκρεμούς…βάδιζε ασταμάτητα και κουβαλού­σε στη ράχη του μεγάλο φορτίο.
Ένα μικρό φαρμακείο, μια στρατιωτική κουβέρτα, ένα ζευγάρι κάλτσες, μια φανέλα. Αλλά και τ’ όπλο του με την ξιφολόγχη και τα φυσίγγια… Παρ’ όλο το βάρος, το χιόνι και τις λάσπες… συνέχιζε τη δύσκολη πορεία του και μόνο σαν έβρισκε κάποιο χάλασμα, ή κανένα προφυλαγμένο βράχο, σταμα­τούσε λίγο, για να ξεκουραστεί.
Μέσα σ’ αυτές τις φοβερές συν­θήκες τα παλικάρια στον ιστορικό πό­λεμο του ’40, έγραψαν αθάνατες σελίδες ηρωισμού και θυσίας, πάνω στα Βορειοηπειρωτικά βουνά.
Αυτοί οι ήρωες σκαρφάλωσαν στις κορυφές του Ιβάν, της Μοράβας… κι ήταν η νίκη τους θρίαμβος! Πολε­μούσαν με τις σιδηρόφρακτες στρατιές του εχθρού και… νικούσαν.
Μαζί με τον ένδοξο ελληνικό στρα­τό ήταν και κάποιος σεμνός λευίτης, ο π. Αλέξιος. Ο ευσεβής ιερέας τριγυρνούσε ανάμεσα στους στρατιώτες, πάντα ακούραστος.
Σαν αληθινός πατέρας προ­σπαθούσε συνεχώς να τους συμπαρα­στέκεται, να τους ενισχύει, να διατη­ρεί στις ψυχές τους άσβεστη τη φλό­γα της πίστης στον Θεό και της αγά­πης στην Πατρίδα.
Παντού ο π. Αλέξιος, ακόμα και στην πρώτη γραμμή. Εκεί, που οι αν­δρείοι πολεμιστές, ρίχνονταν στη μάχη με την ξιφολόγχη στα χέρια! Εκεί!
Έτσι και κείνο το πρωί ξεκίνησε ο π. Αλέξιος, να συναντήσει το λόχο, που είχε στρατοπεδεύσει ψηλά, σε μια απόμερη πλαγιά. Σε λίγες μέρες ε­τοιμαζόταν για τη μεγάλη του επίθεση. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και σε δυο βήματα απόσταση δε μπορούσες να διακρίνεις άνθρωπο.
-Που, θα πας, παππούλη; του φώ­ναξε ο Συνταγματάρχης. Θα χαθείς μέσα στα χιόνια.
-Έχω, παιδί μου, την Παναγιά μαζί μου, απάντησε. Κι έβγαλε από τ’ αμπέχονο την εικόνα της Παναγιάς.
-Αύριο τα παιδιά θα ριχτούν στη μάχη. Πρέπει να τα ενισχύσω, με τη Χάρη του Θεού.
-Ο Θεός μαζί σου!
Ο ιερέας βάδιζε ώρες μέσα στα χιονοσκέπαστα, δύσβατα μονοπάτια. Τέλος έφτασε εκεί ψηλά, που στρα­τοπέδευε ο λόχος.
Τ’ αντίσκηνα ήταν κρυμμένα κάτω από τα χιονισμένα δέντρα. Σήμανε σωστός συναγερμός, σαν τον αντίκρισαν οι στρατιώτες. Έ­τρεξαν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον έφεραν στη σκηνή του λοχαγού.
-Πάτερ μου, φώναξε κατάπληκτος ο λοχαγός, πώς έφτασες ως εδώ πάνω;
-Μην ανησυχείς, παιδί μου, απά­ντησε ήρεμα ο π. Αλέξιος. Η Παναγιά με προστάτευσε.
Ο αξιωματικός θαύμασε την πίστη του σεβάσμιου ιερέα. Πολλές φορές στο Σύνταγμα, μιλούσαν γι’ αυτή και για τα θαύματα, που ζούσαν κοντά του.
Λίγο αργότερα, συγκεντρώνεται όλος ο λόχος. Τους μιλάει μ’ αγάπη και ενδυναμώνει το πατριωτικό τους αίσθημα.
«Σε σας έλαχε η μεγάλη τιμή, να υπερασπίζετε σήμερα τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας…».
Τους προετοιμάζει ακόμα για την αυριανή Θ. Λειτουργία και Θ. Κοινωνία. Τα παλικάρια αποθέτουν στα πόδια του Εσταυρωμένου ότι βάραινε τη νεανική τους ψυχή.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ετοι­μάζονται για το Ιερό Μυστήριο.
-Να πάμε στο ξέφωτο, λέει στο Λοχαγό ο π. Αλέξιος. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.
Ο αξιωματικός τρόμαξε.
-Όχι πάτερ μου, θα γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Να μείνουμε εδώ, ανάμεσα στ’ αντί­σκηνα.
Όμως παράξενο, ο πατήρ Αλέξιος δεν υποχώρησε.
Άρχισε η Θ. Λειτουργία.
Πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πριν τα παλικάρια προσέλθουν στο Ποτήριο της Ζωής, φάνηκε στον ορίζοντα ένα σμήνος από εχθρικά αεροπλάνα.
«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλά ο ιερέας, «πρόλαβε το κακό, μην πάρω στο λαιμό μου τόσα παλικάρια».
Τ’ αεροπλάνα έφτασαν και άρχισαν μανιακά να βομβαρδίζουν τ’ αντίσκηνα. Στο ξέφωτο απλώθηκε ένα λευκό σύν­νεφο, που σκέπασε τα πάντα. Τις στιγμές αγωνίας διαδέχτηκαν στιγμές χαράς
Ένας λόχος ολόκληρος γονατιστός προσευχόταν πάνω στο χιόνι. Τώρα ευχαριστούσε για την ανέλπιστη σω­τηρία του.

Ακόμα ευχαριστούσε θερμά τον Πλάστη και Πατέρα του για τον άγιο αυτό λευίτη που του ‘χε στείλει, σαν θείο δώρο, για να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες αυτές στιγμές του πο­λέμου.
Όταν απομακρύνθηκαν τ’ αερο­πλάνα, η Θ. Λειτουργία συνεχίστηκε.
Με απέραντη ευγνωμοσύνη στον Θεό πλησιάζουν τα ηρωικά παλικάρια και κοινωνούν.
Σε λίγο θα χυθούν σαν λιοντάρια στον εχθρό και θα θριαμβεύσουν ακόμα μια φορά!!!
Πηγή: Η ζωή του παιδιού (Μ. ΑΝΘΙΜΟΥ)