Η Τσικνοπέμπτη και τ’ Αγιοπότηρο

 


Ευχαριστιακό δείπνο απ’ τις κατακόμβες της Ρώμης, 3ος αι.

 

Του αρχιμανδρίτη π. Ιάσονος Κεσέν
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Δεν υπάρχει καμια γιορτή στο έτος που να μην έχει να κάνει με τη Λειτουργία, με την Κοινωνία, με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ό, τι συμβαίνει στη Παράδοσή μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σχετίζεται με τη Μυσταγωγία, η οποία πριν απ’ το τραπέζι που καθόμαστε να φάμε, έχει προηγηθεί. Βαφτιζόμαστε ή παντρευόμαστε και μετά πάμε και τρώμε, όλοι μαζί, γύρω από ένα τραπέζι, αφού πρώτα μες την Εκκλησία λειτουργηθήκαμε στην κοινή προσευχή και ομολογία. Αυτός δηλαδή που μας ενώνει, ο Χριστός, είναι Αυτός που μας χάρισε τη ζωή που δεν τελειώνει.

Στις μέρες μας βέβαια χάνεται κάπως το νόημα, μπήκε κι η διαφήμιση στη μέση, και χάθηκε ο πνευματικός μας μπούσουλας. Μεταφέρουμε τη Γιορτή στο τραπέζι κι αφήνουμε στην άκρη την πνευματική γιορτή που στο τραπέζι οδηγεί. Το τραπέζι θα τελειώσει, θα μαζέψουμε τα πιάτα και ο καθένας με μια καλή ανάμνηση θα γυρίσει στο σπίτι του. Η Θ. Λειτουργία που γίνεται πριν το τραπέζι όμως υπόσχεται ότι η χαρά δεν θα μείνει στην ανάμνηση, η χαρά μας, η λειτουργημένη, είναι αθάνατη.

Όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο, η Τσικνοπέπτη έχει να κάνει με τ’ Αγιοπότηρο, με τη Θ. Λειτουργία, όπως και κάθε πράγμα μες την Εκκλησία. Απ’ τα παλιά τα χρόνια, η σημερινή ημέρα είναι μέρα που τρώμε κρέας γιατί έπειτα αρχίζει η τυρινή βδομάδα που τρώμε μόνο γαλακτοκομικά ώστε ομαλά στη Σαρακοστή να μπούμε. Σίγουρα, πριν απ’ τη σημερινή γιορτή δε συναντηθήκαμε λειτουργικά. Η σημερινή γιορτή όμως έχει αξία γι’ αυτούς που ζουν λειτουργικά που σημαίνει ότι θα αγωνιστούν τις μέρες της Σαρακοστής που έρχονται για να φτάσουν στ’ Αγιοπότηρο της Κυριακής του Πάσχα.

Όταν φεύγει τ’ Αγιοπότηρο κι ο στόχος ο πνευματικός τότε οι γιορτές δεν έχουν αξία πέρα απ’ την πρόσκαιρη χαρά που χαρίζουν (σημαντική αλλά πάνω απ’ όλα πρόσκαιρη). Ο Θεός μας έταξε για τη Χαρά της Βασιλείας Του. Κι η Χαρά του Χριστού ούτε στην στην ανάμνηση μένει, ούτε στις όμορφες εμπειρίες: για τον Χριστό δεν υπάρχει παρελθόν… υπάρχει μόνο παρόν που γεύεται το μέλλον.

«Μιχαήλο ντεξιά και Γαβριήλο αριστερά!»

Αποτέλεσμα εικόνας για «Μιχαήλο ντεξιά και Γαβριήλο αριστερά!»

Λειτουργούσε κάποτε ο πατήρ Τύχων ο Ρώσος, τον οποίο διακονούσε ο Άγιος Παϊσιος και στη μεγάλη είσοδο, μετά την είσοδο των Τιμίων Δώρων, εισήλθε ο πατήρ Τύχων στο Άγιο Βήμα και βλέπει τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ και τους λέει με τα σπαστά Ελληνικά του

Τους υπέδειξε με το χέρι πού ακριβώς να πάρουν θέσουν για να κυκλώσουν την Αγία Τράπεζα.

«Και άγγελε φύλακα μου, ντίπλα μου»

και εννοούσε τον άγγελο φύλακά του!

Και να τα ακούει όλα αυτά, ο Άγιος Παϊσιος και βρύσες δακρύων τα μάτια του!

Τι μυσταγωγία ήταν εκείνη!

ΤΙ Θεία Λειτουργία ήτανε εκείνη, που ένωσε τα ουράνια με τα επίγεια!..

Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα

Πηγή: Τρελογιάννης

(εμείς από http://omothimadon.gr/)

http://amfoterodexios.blogspot.com

Πως ο Άγιος Παΐσιος γλύτωσε ένα νέο από τη δαιμονική εμπειρία με ένα γκουρού

Αποτέλεσμα εικόνας για Πως ο Άγιος Παΐσιος γλύτωσε ένα νέο από τη δαιμονική εμπειρία με ένα γκουρού

                                                                                 Του Β. Χαραλάμπους

___________________

Εκεί κοντά στα φοιτητικά μας χρόνια ένας συμφοιτητής  μου, μου διηγήθηκε ένα περιστατικό με τον Άγιο Παΐσιο.   Ήταν τα χρόνια πριν κοιμηθεί ο Άγιος Γέροντας.  Ένας νέος πήγε στον Άγιο Παΐσιο και του ανακοίνωσε ότι θα επισκεφθεί στην Ινδία ένα διάσημο γκουρού.  Ο Άγιος Παΐσιος προσπάθησε να αποτρέψει τον ανήσυχο νέο από αυτή τη δαιμονική εμπειρία.  Ο νέος όμως  ήταν ανένδοτος.  Όταν ο Άγιος Παΐσιος είδε ότι τίποτα δεν ακούει ο νέος εκείνος, του είπε ότι θα προσεύχεται γι’ αυτόν.

Ο νέος τελικά πήγε στην Ινδία.  Προσπάθησε την πρώτη μέρα που πήγε στο μέρος που ήταν ο διάσημος γκουρού να τον δει, μα ένα γεγονός που συνέβηκε δεν έγινε τούτο κατορθωτό.  Σε όλε στις προσπάθειές του να δει τον γκουρού, κάποιο εμπόδιο βρισκόταν.   Στην πρότελευταια φορά κατάφερε να φτάσει έξω από το δωματιάκι του   γκουρού το οποίο είχε μια χαμηλή πόρτα.  Μπαίνοντας κτύπησε το κεφάλι του και τον έβγαλαν μισολιπόθυμο έξω.

Την τελευταία φορά κατάφερε να φθάσει πάλι έξω από το δωματιάκι του   γκουρού.  Χωρίς να το καταλάβει, εντελώς ασυναίσθητα, έκανε τον σταυρό του και μπήκε.  Εκείνη την ώρα ο γκουρού άρχισε με δαιμονικό τρόπο να ουρλιάζει για φωτιά και φωνάζε να  βγάλουν έξω τον νέο.  Έτσι και έγινε.  Το σημείο του σταυρού έσωσε τον ανήσυχο νέο ο οποίος επέστρεψε ‘’άπραγος’’ στην Ελλάδα.  Τότε πήγε στον Άγιο Γέροντα Παΐσιο, για να του παραπονεθεί λέγοντας του, ‘’ξέρω γέροντα ότι προσευχόσουν για μένα’’.  Έτσι με την προσευχή του Αγίου Παϊσίου, γλύτωσε ο ανήσυχος νέος από τη δαιμονική εμπειρία της συνάντησης με τον γκουρού.

Θαύμα με την κανδήλα του Αγίου Ανθίμου στην εορτή του!

ΧΙΟΣ 15 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019. 
ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΜΕ ΤΟ ΙΕΡΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΙΤΑΝΕΙΑ Η ΚΑΝΔΗΛΑ ΠΑΛΛΕΤΑΙ!

ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΕΤΕ…. 
ΟΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΙΕΡΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟ ΤΟΠΟΘΕΤΟΥΜΕ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ… ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟ ΚΟΥΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΝΔΗΛΑΣ…
ΜΕΓΑΛΑ ΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ…
ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΕΚΕΝ…
ΑΥΤΗ Η ΠΙΣΤΙΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΝ ΕΣΤΗΡΙΞΕΝ…
ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΑΣ ΠΑΝΕ ΣΤΙΣ 15 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΣΤΗ ΧΙΟ ΝΑ ΤΟ ΔΟΥΝ…

ΠΗΓΕΣ

Α.https://www.facebook.com/plugins/video.php?href=https%3A%2F%2Fwww.facebook.com%2Fnekpok%2Fvideos%2F10218026297440182%2F&show_text=0&width=560

 

Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς: Ένας άγιος άκακος, απονήρευτος και με βαθειά ταπείνωση

Ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς (+1932), ένας άγιος των ημερών μας, ήταν άνθρωπος άκακος, απονήρευτος και με βαθειά ταπείνωση.
Έδειχνε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες. Έλεγε κάποτε ο ίδιος συμβουλεύοντας μια πνευματική του κόρη:
“Εγώ παιδί μου με την υπομονή τα έβγαλα πέρα τα τόσα σκάνταλα που μου παρουσιαζόντουσαν”.
Εξηγεί σε μια «κόρη του» γιατί να μην θυμώνει και λέει: «και ‘γω δεν ξέρω να μιλήσω; ξέρω, αλλά σκέφτομαι το αποτέλεσμα και έτσι σιωπώ».
Ο παπα – Νικόλας Πλανάς λειτουργούσε καθημερινά, χωρίς διακοπή, σε διάστημα μισού αιώνα. Στο διάστημα αυτό τύχαινε κάποτε να μην έχει πρόσφορο. Πάντοτε όμως εξοικονομούσε είτε από τους πιστούς είτε από τους γύρω φούρνους.
Κάποια μέρα είχε προχωρήσει ο όρθρος αρκετά, αλλά πρόσφορο δεν φαινόταν πουθενά. Έστειλε να ψάξουν στους φούρνους και στις νοικοκυρές που πάντα είχαν. Κοίταξε και στα ντουλάπια του ιερού, μήπως είχε αφήσει άλλος ιερέας. Μα κανένα αποτέλεσμα. Στενοχωρήθηκε μέχρι δακρύων.
Κάποια στιγμή τον βλέπουν να βγαίνει στην ωραία πύλη κρατώντας ένα πρόσφορο φρέσκο-φρέσκο. Το είχε βρει πάνω στην αγία τράπεζα!
-Κοιτάξτε, παιδιά μου, τι σημείο μου έκανε ο Θεός, είπε συγκινημένος και χαρούμενος.
Όλα τα θαύματα, σημεία τα έλεγε. Τα θεωρούσε φυσικά, γιατί είχε μεγάλη πίστη.Στα συναξάρια συναντάμε ασκητές που τους υπηρετούσε άγγελος Κυρίου. Πολύ φυσικό λοιπόν να υπηρετούσε άγγελος Κυρίου και τον παπα-Νικόλα, τον «εντός του κόσμου διαβούντα αληθινόν ασκητήν».
Αρκετοί ενορίτες του, κυρίως μικρά παιδιά, τον έβλεπαν όταν λειτουργούσε κυριολεκτικά μεταρσιωμένο. «Η φήμη του παπα-Νικόλα», διηγείται σεβαστή γυναίκα, «είχε απλωθεί σ’ όλη την Αθήνα. Κάποτε, παραμονή Χριστουγέννων, ξεκίνησα με τα εγγονάκια μου για να κοινωνήσω από τ’ αγιασμένα χέρια του.
Τότε στη Βουλιαγμένη ήταν ακόμα ερημιά. Είκοσι χαμόσπιτα σκόρπια εδώ κι εκεί και τριγύρω χωράφια. Στη θέση της σημερινής εκκλησίας υπήρχε ένα παλιό βυζαντινό εκκλησάκι, μικρό σαν κουβούκλιο, χαμηλό και μισοσκότεινο.
Είχαν έρθει και άλλες οικογένειες με τα παιδάκια τους. Κάποια στιγμή που ο παπα-Νικόλας εμφανίστηκε στην ωραία πύλη κρατώντας το άγιο ποτήρι, το εγγονάκι μου φώναξε:
-Γιαγιά, ο παπάς περπατάει στον αέρα!
-Πάψε, του λέω, ενώ συγχρόνως σταυροκοπήθηκα. Πώς περπατάει στον αέρα;
-Τον βλέπω κι εγώ, φώναξε άλλο παιδάκι. Δεν πατάει κάτω.
Στο «Μετά φόβου…» πλησιάσαμε όλες οι γυναίκες και τα παιδάκια να κοινωνήσουμε. Ο παπα-Νικόλας δεν είχε ακούσει τίποτε, αλλά, κι αν είχε ακούσει, δεν έδωσε καθόλου προσοχή.
Από τότε ερχόμουν πάντοτε εδώ και κοινωνούσα. Και κάθε φορά ήταν αδύνατον να μην ακούσω παιδάκια να φωνάζουν:
–Ο παπάς περπατάει στον αέρα!».
Το 1920, ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο όσιος λειτουργούσε στον άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης. Όταν βγήκε να κοινωνήσει τους πιστούς, πλησίασε και μια γυναίκα με το μωρό της. Αφού κοινώνησε το μικρό, το έδωσε σε μια κοπέλα, την Ιουλία, να το κρατάει.
Η Ιουλία, καθώς το κρατούσε, γύρισε και κοίταξε τον ιερέα. Τότε παρά λίγο να της πέσει το παιδί από τα χέρια.
-Πρόσεξε! Τί έπαθες; της φωνάζει η γυναίκα.
–Βλέπω τον παπά να στέκεται πάνω σ’ ένα σύννεφο, απάντησε εκείνη εκστατική.
Άλλοτε πάλι, ενώ λειτουργούσε ο όσιος στον προφήτη Ελισαίο, έγινε και τούτο: Ένα οκτάχρονο παιδάκι βγαίνει κάτωχρο από το ιερό και λέει στη μητέρα του:
-Μαμά, ο παπα-Νικόλας είναι τόσο ψηλά από τη γη!
Και της έδειξε μισό πήχη με το χεράκι του.
Δύο μικροί φίλοι, καθώς βάδιζαν στο δρόμο, συνάντησαν τον άγ. Νικόλαο. Ο ένας από τούς δύο ήταν τύπος αγαθός· και επειδή ήταν αγαθός οι φίλοι του τον έλεγαν βλάκα, αλλά δεν συνέβαινε αυτό, ήταν απλώς αθώος και πολύ θρησκευόμενος.
Στο δρόμο πού συνάντησαν τον άγ. Νικόλαο, λέει ο αγαθός στον φίλο του: «Κοίταξε να δεις, ο παπάς δεν πατάει στη γη»! Και ο μεν αγαθός έβλεπε τον Άγιο 30 πόντους πάνω από το έδαφος, ο δε άλλος δεν μπορούσε να τον δει.

Ο Παπαδιαμάντης για τον παπα-Νικόλα

Τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την αγιότητα του παπα-Νικόλα τις έχουμε από τον σύγχρονό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης ήταν ψάλτης του, στο Εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Έψαλλε στους εσπερινούς και τους όρθρους, στις λειτουργίες και τις ολονυκτίες, που τελούσε με κατάνυξη, αλλά και μεγαλοπρέπεια ο παπα-Νικόλας. Και μπόρεσε να εισδύση στο βάθος της αγιαμένης αυτής ύπαρξης και να αντιληφθή το πλήθος των χαρισμάτων της, τα οποία ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω από το κέλυφος της απλότητας και της ταπείνωσης, γιατί ήταν και εκείνος εντεταγμένος στην ίδια προοπτική, ήταν, δηλαδή, φορέας της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Τον ονομάζει άξιο λειτουργό του Υψίστου και τον αντιπαραβάλλει με τους “επαγγελματικούς ιερείς”, όπως τους αποκαλεί, και συνεχίζει: “Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας.Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ίεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί… Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύει τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδες ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. … είναι αξιαγάπητος, είναι απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος”.
( Μάρθας μοναχής, Ο Άγιος παπα- Νικόλας πλανάς, Εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1992)
ΠΗΓΗ: https://www.orthodoxianewsagency.gr/

‘’ΤΑΣ ΔΥΟ ΑΙΤΙΑΣ’’ (Του Β. Χαραλάμπους)

aswtou

____________

Αντικρύ στην τοιχογραφία

της του Ασώτου επιστροφής

στου Αγίου Αθανασίου τη Λαύρα

συλλογιέμαι «τας δύο  αιτίας»

«τας ανοιχτάς του Πατρός αγκάλας»

της επιστροφής το πρωτανώφλι

και «την δευτέραν αιτίαν εκείνην»

τον λόγον εκείνον

«αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου».

Κι όταν τανάπαλιν το σκόνταμμα

και τ΄ άλλο ροβόλημα

τις δύο ετούτες αιτίες

επίμονα θ’αναθυμούμαι.

Κυριακή του ασώτου – υμνολογική εκλογή.

Αποτέλεσμα εικόνας για Κυριακή του ασώτου –

ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΕΣΠΕΡΑΣ» ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Δοξαστικόν των Κεκραγαρίων. Ήχος β”

Ω πόσων αγαθών, ο άθλιος εμαυτόν εστέρησα! Ω ποίας βασιλείας εξέπεσα, ο ταλαίπωρος εγώ! Τον πλούτον ηνάλωσα, όν περ έλαβον. Την εντολήν παρέβην, Οίμοι τάλαινα ψυχή! Τω πυρί τω αιωνίω λοιπόν καταδικάζεσαι’ διό πρό τέλους βόησον Χριστώ τω Θεώ. Ως τον Άσωτον δέξαι με υιόν, ο Θεός, και ελέησόν με.

Αλλοίμονο, εγώ ο άθλιος πόσα αγαθά στέρησα από τον εαυτό μου! Ω από ποια βασιλεία ξέπεσα εγώ ο ταλαίπωρος! Κατασπατάλησα τον πλούτο, που μου παρέδωκε ο πατέρας μου” παρέβηκα την εντολή του Θεού. Αλλοίμονο σου, ταλαίπωρη ψυχή, τώρα πια καταδικάζεσαι στο αιώνιο πυρ. Γι’ αυτό πριν φθάσει το τέλος σου, φώναξε προς τον Χριστό και Θεό μας: δέξου με, Θεέ μου, Σαν τον άσωτο υιό, και ελέησέ με.

—————————————————————————–

Δοξαστικόν των αποστίχων. Ιδιόμελον Ήχος πλ. β”

Της πατρικής δωρεάς διασκορπίσας τον πλούτον, αλόγοις συνεβοσκόμην ο τάλας κτήνεσι, και της αυτών ορεγόμενος τροφής, ελίμωττον μή χορταζόμενος” αλλ” υποστρέψας πρός τον εύσπλαγχνον Πατέρα, κραυγάζω σύν δάκρυσι. Δέξαι με ως μίσθιον, προσπίπτοντα τή φιλανθρωπία σου, και σώσόν με.

Αφού διεσκόρπισα τον πλούτο, που με αγάπη ο πατέρας μου μου δώρισε, έφθασα ο ταλαίπωρος να βόσκω μαζί με τα άλογα ζώα και να επιθυμώ την δική τους τροφή! Κι αφού δεν μπορούσα να χορτάσω από αυτήν, υπέφερα από την πείνα. Αλλά αφού γυρίσω πίσω προς τον εύσπλαγχνο πατέρα μου, με δάκρυα παρακαλώ και φωνάζω: Δέξου με σαν ένα Σου δούλο, που πέφτει μπροστά στα πόδια Σου και με τη φιλανθρωπία Σου σώσε με.

———————————————————————————————

ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Κάθισμα Ήχος α” Τον τάφον σου Σωτήρ

Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαί μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν, κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον, αφορών του ελέους Σου. Νύν πτωχεύουσαν, μή υπερίδης καρδίαν’ Σοί γάρ Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω. Ήμαρτον, σώσόν με.

Τρέξε να ανοίξεις για χάρη μου τις πατρικές Σου αγκάλες, που τόσο επιθυμείς Θεέ μου. Γιατί εγώ κατασπατάλησα την περιουσία, που Συ μου χάρισες, ζώντας με ασωτίες. Τώρα όμως ατενίζω με ελπίδα προς τον αδαπάνητο πλούτο του ελέους Σου. Σε παρακαλώ λοιπόν, μη παραβλέψεις την καρδιά μου, που από την ασωτία έχει γίνει εντελώς πτωχή, γιατί με κατάνυξη Σου κράζω: Αμάρτησα ενώπιόν Σου Κύριε, σώσε με.

——————————————————————————————————

Κοντάκιον. Ήχος γ” Η Παρθένος σήμερον

Της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως, εν κακοίς εσκόρπισα, όν μοι παρέδωκας πλούτον’ όθεν σοι την του Ασώτου, φωνήν κραυγάζω. Ήμαρτον ενώπιόν σου Πάτερ οικτίρμον, δέξαι με μετανοούντα, και ποίησόν με, ως ένα των μισθίων Σου.

Ανόητα, έφυγα μακριά από την πατρική Σου δόξα, και στην κακία σκόρπισα τον πλούτο, που μου παρέδωσες σαν περιουσία. Γι’ αυτό και Σου φωνάζω με την φωνή του ασώτου: Αμάρτησα ενώπιόν Σου, πατέρα μου, που είσαι γεμάτος αγάπη και συμπόνια για μένα. Δέξου με τώρα που μετανοώ, και κάνε με σαν ένα Σου δούλο.

——————————————————————–

Ο Οίκος

Του Σωτήρος ημών καθ” εκάστην διδάσκοντος δι” οικείας φωνής, των Γραφών ακουσώμεθα, περί του Ασώτου και σώφρονος πάλιν, και τούτου πίστει εκμιμησώμεθα την καλήν μετάνοιαν, τω κατιδόντι πάντα τα κρύφια μετά ταπεινής καρδίας κράξωμεν. Ημάρτομέν Σοι Πάτερ οικτίρμον, και ουκ εσμέν άξιοι ποτέ, κληθήναι τέκνα ως πρίν” Αλλ” ως φύσει υπάρχων φιλάνθρωπος, Σύ προσδέχου, και ποίησόν με, ως ένα των μισθίων Σου.

Ας ακούσουμε με προσοχή τον Σωτήρα μας, που μας διδάσκει με τη δική Του φωνή, μέσα από τις θείες Γραφές κάθε ημέρα, για την παραβολή του ασώτου αλλά και πάλι σώφρονος. Ας μιμηθούμε λοιπόν την καλή του μετάνοια με πίστη, και ας κράξουμε προς Αυτόν που γνωρίζει καλά όλα τα κρυφά της καρδιάς μας με ταπείνωση: Αμαρτήσαμε μπροστά Σου, Πάτερ οικτίρμον. Δεν είμαστε πια άξιοι να ονομαζόμαστε παιδιά Σου, όπως πρώτα. Αλλά αφού από τη φήση Σου είσαι φιλάνθρωπος, Σύ δέξουμε και κάμε με σαν ένα Σου δούλο.

————————————————————————–

Εξαποστειλάρια λέγε και τα παρόντα του Τριωδίου.
Γυναίκες ακουτίσθητε

Τον πλούτον όν μοι δέδωκας, της χάριτος ο άθλιος, αποδημήσας αχρείως, κακώς ηνάλωσα Σώτερ, ασώτως ζήσας δαίμοσι, δολίως διεσκόρπισα’ διό με επιστρέφοντα, ώς περ τον Άσωτον δέξαι, Πάτερ οικτίρμον, και σώσον.

Τον πλούτο της Θείας Σου χάριτος, που μου εμπιστεύθηκες, Σωτήρα μου, τον κατασπατάλησα με τον χειρότερο τρόπο, αφού έφυγα μακρυά Σου, ο άθλιος σαν άχρηστος δούλος Σου. Εζησα άσωτα με τους δαίμονες, και με δόλιο τρόπο τον διεσκόρπισα. Γι’ αυτό τώρα που επιστρέφω, δέξου με όπως δέχθηκες τον άσωτο, Πάτερ οικτίρμον, και σώσε με.

————————————————————————————-

Έτερον, Όμοιον

Εσκόρπισα τον πλούτόν σου, εκδαπανήσας Κύριε, και πονηροίς δαιμονίοις, καθυπετάγην ο τάλας” αλλά Σωτήρ πανεύσπλαγχνε, τον Άσωτον οικτείρησον, και ρυπωθέντα κάθαρον, την πρώτην αποδιδούς μοι, στολήν της Σής βασιλείας.

Εσκόρπισα τον πλούτο Σου, Κύριε, αφού τον δαπάνησα άσκοπα και αμαρτωλά, και υποτάχθηκα στα πονηρά δαιμόνια ο ταλαίπωρος. Αλλά Συ Κύριε, ο πανεύσπλαγχνος Σωτήρας μας, λυπήσου με τον άσωτον και καθάρισέ με τον καταλερωμένον και χάρισέ μου πάλι την πρώτη στολή της Βασιλείας Σου.

———————————————————————————————

Δοξαστικόν των αίνων. Ήχος πλ. β”

Πάτερ αγαθέ, εμακρύνθην από σού, μή εγκαταλίπης με, μηδέ αχρείον δείξης της βασιλείας Σου’ ο εχθρός ο παμπόνηρος εγύμνωσέ με, και ήρέ μου τον πλούτον” της ψυχής τα χαρίσματα ασώτως διεσκόρπισα. Αναστάς ούν, επιστρέψας πρός σέ εκβοώ. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου, ο δι” εμέ εν Σταυρώ τας αχράντους σου χείρας απλώσας, ίνα του δεινού θηρός αφαρπάσης με, και την πρώτην καταστολήν επενδύσης με, ως μόνος πολυέλεος.

Πατέρα μου αγαθέ, έφυγα μακρυά Σου, αλλά μη με εγκαταλείψεις γι’ αυτό, και μη με δείξεις σαν άχρηστον δούλο της βασιλείας Σου. Ο παμπόνηρος εχθρός διάβολος με γύμνωσε, και μου αφήρεσε τον πλούτο, που μου εχάρισες. Τα χαρίσματα της ψυχής μου άσωτα τα διεσκόρπισα. Και τώρα βρίσκω την δύναμη να σηκωθώ από το βάθος, που έπεσα και έρχομαι προς Σένα φωνάζοντάς Σου δυνατά: Κάμε με σαν έναν Σου δούλο Σου, Συ που πάνω στον Σταυρό άπλωσες τα άχραντά Σου χέρια, για να με αρπάξεις από το φοβερό θηρίο, τον διάβολο και τον θάνατο, και για να με ενδύσεις και πάλι την πρώτη βασιλική στολή, που έχασα με την αμαρτία, γιατί Συ μόνο είσαι πολυέλεος.