Η Παναγία στο Ισλάμ

Η Παναγία στο Ισλάμ

24grammata.com/ θρησκεία

Το Κοράνι αποδίδει ξεχωριστή Τιμή στην Παναγία και στον Χριστό (η μισαλλοδοξία θα έρθει αργότερα από τους ανθρώπους και όχι από τις  Ιερά Κείμενα)

Άχμαντ Ελντίν

Στην ιερά παράδοση(χαντιθ) του Προφήτη Μωάμεθ αναφέρεται ότι η Παναγία ήταν από τις λίγες γυναίκες που πέτυχε την τελειότητα σαν άνθρωπος.(Al-Bukhari- τόμος 5 βιβλίο 62)

Πραγματικά η Παρθένος Μαρία, η όπως αποκαλείται στο Κοράνι Μάριαμ, που είναι και η σωστή προφορά του ονόματος της, έχει μια ιδιαίτερη θέση στο Ισλάμ και συγκεκριμένα στο Ιερό Κοράνι. Το 19ο κεφάλαιο του Κορανίου είναι αφιερωμένο στην Παρθένο Μαρία με τον τίτλο «Σουρα Μαριαμ» δηλαδή το «Κεφάλαιο της Μάριαμ» Και είναι ακόμα πιο εκπληκτικό όταν αναλογιστεί κανείς(ιδιαίτερα ένας Χριστιανός) ότι σε ολόκληρη την Αγία Γραφή η μητέρα του Ιησού δεν πολύ αναφέρεται στα ιερά κείμενα, ενώ την ίδια ώρα το Κοράνι κάνει συχνές αναφορές στο όνομα της, την ιστορία της, και την παρουσιάζει στους Μουσουλμάνους ως ένα παράδειγμα πίστης και τελειότητας. Και όλα αυτά πέρα από το κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στην μνήμη της.

Σε αυτήν εδώ την έκθεση θα δούμε την ιστορία της πως περιγράφεται στο Κοράνι και πως τιμάται σαν άνθρωπος. Θα προσθέτω και κάποια προσωπικά σχόλια για την καλύτερη κατανόηση από τον αναγνώστη.

Η γέννηση της

Το Κοράνι αναφέρει:

Κοίτα! Η γυναίκα του Ιμράν είπε: Ώ! Κύριε μου! Σου αφιέρωσα εκείνο που βρίσκεται στη κοιλιά μου, για δική Σου έκτακτη εξυπηρέτηση. Δέξου λοιπόν τούτο από εμένα γιατί Εσύ ακούς και γνωρίζεις τα πάντα”.

Κι όταν την γέννησε είπε: “Ω! Κύριε μου! Κοίτα! Λευτερώθηκα από μια κόρη”. Ο ΑΛΛΑΧ βέβαια γνώριζε τι γέννησε. Και με κανένα τρόπο το αγόρι δεν εξισώνεται με το κορίτσι. “Την ονόμασα Μαριάμ, και την εμπιστεύομαι καθώς και τους απογόνους της, στη δική Σου προστασία απ’ τον Σατανά τον απόβλητο”. ( Κοράνι 3:35-36)

Η γυναίκα του Ιμραν όπου είναι η μητέρα της Παναγίας, εξαιτίας της αφοσίωσης που είχε στον Θεό υποσχέθηκε να αφιερώσει το παιδί της προς την εξυπηρέτηση Του όπου ζήτησε από τον Θεό να δεχθεί το τάμα της αυτό. Είχε ελπίδα να κάνει αγόρι μιας και τότε ήταν η πρακτική των αγοριών να εξυπηρετούν και να είναι υπεύθυνοι για τους ναούς του Θεού. Κάνοντας όμως κόρη πίστεψε ότι το τάμα της δεν πήγαινε σύμφωνα με το σχέδιο της. Ωστόσο αποφάσισε να ολοκληρώσει το τάμα της, και ονόμασε το κοριτσάκι Μάριαμ. Προσευχήθηκε στο Θεό και ευχήθηκε για το κοριτσάκι της να την προστατεύει ο Θεός, αυτή και τα μελλοντικά της παιδιά από τον Σατανά. Στο παρακάτω χωρίο του Κορανίου βλέπουμε και την αποδοχή του τάματος και της ευχής της από τον Θεό

Και τη δέχτηκε ο Κύριος της με ευμενή υποδοχή κι έκαμε ώστε να μεγαλώσει με καλό τρόπο ( Κοράνι 3:37)

Η ανατροφή της

Συνεχίζοντας τον στίχο 37 του Κορανίου από το κεφάλαιο 3 διαβάζουμε:

Και τη δέχτηκε ο Κύριος της με ευμενή υποδοχή κι έκαμε ώστε να μεγαλώσει με καλό τρόπο, και την άφησε στις φροντίδες του Ζαχαρία. Όσες φορές ο Ζαχαρίας επισκεπτόταν το κελλί της, έβρισκε να υπάρχουν εκεί αρκετά τρόφιμα, κι είπε: “Ω! Μαριάμ! Από πού έρχονται αυτά σε σένα;!” Κι εκείνη απάντησε: “Από τον ΑΛΛΑΧ, γιατί ο ΑΛΛΑΧ προμηθεύει τα προς συντήρηση σ’ όποιον θέλει, χωρίς λογαριασμό.

Εδώ βλέπουμε ότι ο Θεός κυριολεκτικά φρόντιζε την Παναγία, και άκουσε την ευχή της Μητέρας της για προστασία και για μια καλή ανατροφή βάζοντας την έτσι υπό την προστασία του Προφήτη Ζαχαρία. Μέσα από την αφοσίωση της, την καλή ανατροφή της, και πάνω από όλα να την ακολουθεί η ευχή της μητέρας της, η Μάριαμ έγινε αυτό που την χαρακτηρίζει το Ιερό Κοράνι, η καλύτερη από όλες τις γυναίκες του κόσμου:

Κοίτα! Οι άγγελοι είπαν: “Ω! Μάριαμ! Ο ΑΛΛΑΧ σε διάλεξε και σ’ εξάγνισε, προτιμώντας σε ανάμεσα απ’ όλες τις γυναίκες των εθνών. ( Κοράνι 3:42)

Ο Ευαγγελισμός

Στο κεφάλαιο του Κορανίου «Μάριαμ» η Παναγία δέχεται μια επίσκεψη από έναν αγγελιοφόρο του Θεού:

Και να διηγηθείς στο Βιβλίο (το Κοράνιο) (την ιστορία) της Μαριάμ, όταν αποσύρθηκε – από την οικογένεια της – σε ένα τόπο στα Ανατολικά. Είχε τοποθετηθεί ένα προπέτασμα (για να προφυλάξει τον εαυτόν της) απ’ αυτούς. Τότε στείλαμε σ’ αυτήν το πνεύμα μας (έναν άγγελο) που παρουσιάστηκε μπροστά της – σαν ένα τέλειο ανθρώπινο πλάσμα. Εκείνη είπε: Αναζητώ καταφύγιο, από σένα, στον Οικτίρμονα (ΑΛΛΑΧ) αν (Τον) φοβάσαι (μη με πλησιάζεις)”. Εκείνος είπε: “Είμαι μόνο ένας απεσταλμένος από τον Κύριο σου, (να χαρίσω) σε σένα ένα άγιο υιό”. Εκείνη είπε: “Πώς θα έχω γιο, εφ’ όσον κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μ’ έχει αγγίξει, κι ούτε είμαι ακόλαστη;” Εκείνος είπε: “Έτσι (θα γίνει), είπε ο Κύριος σου, αυτό για Μένα είναι εύκολο. Και (επιθυμία Μας είναι) να τον προσδιορίσουμε σαν ένα Θεϊκό Σημείο για τους ανθρώπους και Έλεος από Μας. Είναι μια υπόθεση που (έτσι) έχει θεσπιστεί.” (Κοράνι 19:16-21)

Σε αυτούς τους στίχους περιγράφεται πως η Παναγία δέχτηκε επίσκεψη από τον άγγελο Γαβριήλ ο οποίος της παρουσιάστηκε με αντρική μορφή. Μη γνωρίζοντας ποιος είναι φοβήθηκε για τον εαυτό της. Ο άγγελος την βεβαίωσε ότι είναι αγγελιοφόρος του Θεού και ένας άγγελος για να της ανακοινώσει τα «καλά νέα» για την απόκτηση ενός υιού. Σοκαρισμένη κάνει ερωτήσεις για το πώς θα γίνει αυτό, πράγμα που επιβεβαιώνει την αγνότητα της. Ο Άγγελος της εξηγεί ότι μια τέτοια σύλληψη η οποία είναι θαυματουργή είναι εύκολη για τον Θεό, το μόνο που έχει να κάνει είναι να πει «Γενηθήτω» και γίνεται. Και όλα αυτά είναι θέματα που έχουν θεσπιστεί από Αυτόν για μεγάλους σκοπούς ως προς το όφελος της ανθρωπότητας.

Το Θαύμα

Έπειτα με θαυματουργό τρόπο η Παναγία μένει έγκυος. Η ιστορία της εγκυμοσύνης της είναι πραγματικά όμορφη και συγκινητική όπως την περιγραφή το Κοράνι.

Έτσι τον σήκωσε (στη κοιλιά της) συνέλαβε – και αποσύρθηκε μαζί του σ’ ένα απόμακρο μέρος. Και την οδήγησαν οι πόνοι του τοκετού στον κορμό μιας χουρμαδιάς, και είπε (μέσα στην αγωνία της): ” Αλίμονο μου! Μακάρι να πέθαινα πριν απ’ αυτό και να ήμουν ένα πράγμα ξεχασμένο κι αόρατο”! Αλλά (μια φωνή) την κάλεσε από κάτω της (απ’ την χουρμαδιά) “Μην λυπάσαι! γιατί ο Κύριος σου έχει προβλέψει ένα ποταμάκι κάτω από σένα”. “Και κούνησε – προς τη μεριά σου τον κορμό της χουρμαδιάς, και θα
πέσουν πάνω σου φρέσκοι – ώριμοιχουρμάδες”. “Κι έτσι τρώγε και πίνε και δρόσισετο μάτι (σου να ησυχάσεις), Κι αν δεις κανένα ανθρώπινο πλάσμα (και σε ρωτάει) να του πεις: Έχω, πραγματικά, υποσχεθεί
νηστεία  στο  Φιλεύσπλαχνο  (ΑΛΛΑΧ) ( Κοράνι 19:22-26)

Έχουμε λοιπόν την Παναγία να πηγαίνει έξω από την πόλη απόμακρα από την βηθλεέμ περίπου 4 με 6 μίλια από την Ιερουσαλήμ, με πόνους τοκετού, και με φόβο στο τι πρόκειται να της συμβεί. Είναι το πρώτο της παιδί, και δεν έχει άντρα. Τι θα έλεγε ο λαός της οι Ιουδαίοι; Τι θα κάνουν; Πως θα αντιδράσει η μικρή Μάριαμ; Με όλα αυτά στο μυαλό της να την αγχώνουν εύχεται να ήταν νεκρή.

Ο Θεός όμως που της έδωσε αυτό το θαύμα και τον όποιο λάτρευε η ίδια, και αφιέρωσε όλη της την ζωή δεν θα την εγκαταλείψει. Μια φωνή ήρθε και ακούστηκε από κάτω της με σκοπό να την ηρεμήσει, να την γαληνέψει και να την καθοδηγήσει τι να κάνει. Και όταν γέννησε, η φωνή την συμβούλεψε να μην μιλήσει σε κανέναν και να μην προσπαθήσει να εξηγήσει τίποτα σε κανέναν ( όσον αφορά το παιδί της). Να μείνει σιωπηλή και όλα θα πάνε καλά.

Τέλος, ήλθε μαζί (με το μωρό της) στη γενιά της σηκώνοντας το (στα χέρια της). Κι (εκείνοι) είπαν: “Ω! Μαριάμ! Πραγματικά έφερες ένα καταπληκτικό πράγμα! “Ω! αδελφή του Ααρών!(αδέλφια στην πίστη όχι βιολογικά) Ο πατέρας σου δεν ήταν ένας άνδρας του πονηρού, κι ούτε η μητέρα σου μια γυναίκα ακόλαστη!” Εκείνη όμως έδειξε προς το μωρό. Είπαν: “Πώς – είναι δυνατό – να μιλήσουμε με ένα παιδί που είναι στην κούνια”; ( Κοράνι 19:27-29)

Και η στιγμή όπου η Παρθένος Μαρία φοβόταν έφτασε. Αφού γέννησε τον Ιησού γύρισε μαζί με το παιδί πίσω στο λαό της. Εκεί έρχεται αντιμέτωπη με τους Ιουδαίους. Όταν την είδαν με το μωρό έμειναν άφωνοι και κατάπληκτοι. Στα μάτια τους ήταν ένα έγκλημα, το έγκλημα ενός παράνομου παιδιού (έμεινε έγκυος χωρίς να παντρευτεί – έτσι πίστευαν) Το «επιχείρημα» τους ήταν ότι πως μπόρεσε να κάνει κάτι τόσο κακό και αμαρτωλό όταν την θεωρούσαν μοντέλο αγνότητας, και προερχόταν από μια ενάρετη, σεβάσμια και αγνή οικογένεια. Όμως η μικρή Μάριαμ έμενε σιωπηλή όπως η θεϊκή φωνή την είχε συμβουλέψει λίγο πιο πριν. Μένει σιωπηλή και κάνει μια παράξενη κίνηση προς αυτούς.

Δείχνει κάνοντας νόημα προς το μωρό, τον Ιησού. Το πλήθος εξοργίστηκε με αυτήν την κίνηση της, λέγοντας της τι είδους απάντηση είναι αυτή; Μας παραπέμπεις στο μωρό για την υπεράσπιση σου; Και είχαν δίκιο. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν είναι λογικό να απαντάς με τέτοιον τρόπο σε κατηγορίες. Όμως η κατάσταση δεν ήταν φυσιολογική και καθόλου συνηθισμένη. Και τότε έγινε το πρώτο θαύμα του Ιησού.

Εκείνη όμως έδειξε προς το μωρό. Είπαν: “Πώς – είναι δυνατό – να μιλήσουμε με ένα παιδί που είναι στην κούνια”; Είπε (το παιδί): “Είμαι στ’ αλήθεια -ένας δούλος του ΑΛΛΑΧ. Μου έδωσε το Βιβλίο (την αποκάλυψη) και με έκανε ένα προφήτη. “Και με έχει κάνει ευλογημένο
οπουδήποτε κι αν βρίσκομαι, και έχει επιτάξει σε μένα την Προσευχή και τη φιλανθρωπία εφ’ όσον βρίσκομαι στη ζωή. “Και (Αυτός) μ’ έχει κάνει καλοκάγαθο στη μητέρα μου, και όχι υπεροπτικό ή άθλιο,”(Γι’ αυτό) η Ειρήνη είναι πάνω μου κατά την ήμερα, που γεννήθηκα, και την ήμερα που θα πεθάνω, και την ήμερα που θα εγερθώ για (μια άλλη, την ημέρα της κρίσης) ζωή”! (Κοράνι 19:29-33)

Και όλοι πάγωσαν στην θέα και στο άκουσμα ενός μωρού, μόλις ημερών να μιλά και να αντικρούει τους κατήγορους της μητέρας του. Αυτό είναι το πρώτο του θαύμα η υπεράσπιση της αγνής του και άγιας μητέρας από τις άθλιες συκοφαντίες των Ιουδαίων. Τονίζοντας επίσης ότι είναι ο Προφήτης και Απόστολος του Θεού που τον έκανε ο δημιουργός του καλοκάγαθο στην σπουδαία μητέρα του. Ειρήνη τον συνοδεύει από την ημέρα της γέννησης του, την ημέρα του θανάτου του, και την ημέρα της ανάστασης του, στην ημέρα τις κρίσης οπού θα αναστηθούμε και όλοι εμείς οι υπόλοιποι.

Ο Θεός επίσης σε ένα άλλο μέρος του Κορανίου κατηγορεί τους Ιουδαίους που πρόσβαλαν την Παναγία. Τους αποκαλεί συκοφάντες γιατί είπαν ότι απόκτησε μωρό με άνδρα ενώ δεν ήταν παντρεμένη.

Γιατί κι αρνήθηκαν την Πίστη κι είπαν για τη Μαριάμ (τη μητέρα του Ιησού) μια σοβαρή ψεύτικη κατηγορία. (συκοφαντία), ( Κοράνι 4:156)

Αν κάποιος κάνει μια προσεκτική μελέτη στο πρώτο θαύμα του Ιησού που κάνει αναφορά η Καινή Διαθήκη και στο πρώτο θαύμα του Ιησού κατά το Κοράνι θα διαπίστωση ενδιαφέροντα πράγματα. Στην Καινή Διαθήκη το πρώτο θαύμα του Ιησού είναι να μετατρέψει το νερό σε κρασί. Στο Κοράνι το πρώτο θαύμα του Ιησού είναι να υπερασπιστεί την μητέρα του από τις συκοφαντίες και τις κατηγορίες.

Όπως είδαμε λοιπόν η Παρθένος Μαρία έχει μια ξεχωριστή θέση στο Ισλάμ, και όχι μόνο αυτή αλλά και ο υιός της ο Ιησούς. Μέσα από τις ιστορίες τους βλέπουμε μια τρομερή πιστή και εμπιστοσύνη που είχαν στον Θεό, που σαν Μουσουλμάνοι μπορούμε να μάθουμε πολλά. Οι φίλοι μας οι Χριστιανοί από την άλλη πρέπει να αναρωτηθούν για ποιο λόγο το Ισλάμ κάνει τέτοια τιμητική αναφορά στον Ιησού και στην Παναγία; Γιατί ο Μωάμεθ αφού είναι ένας ψευδοπροφήτης για αυτούς κάνει τέτοιες δηλώσεις για την Παναγία και τον Ιησού; Γιατί το Κοράνι εξυψώνει τόσο πολύ αυτά τα άτομα όταν θεωρείτε ένα «σατανικό» βιβλίο; Πολλές τέτοιες ερωτήσεις μπορούν να γίνουν δείχνοντας την ανακολουθία των Χριστιανών που αρνούνται να δεχτούν την αλήθεια του Κορανίου και την Προφητική ιδιότητα του Μωάμεθ. islamforgreeks.org

Περί της παρθένου που εξέπεσε.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΠΟΥ ΕΞΕΠΕΣΕ

Πρεσβυτέρου Χαραλάμπους Νεοφύτου

 

Έτυχε να δω, στα Ιεροσόλυμα, μία παρθένα, η οποία φόρεσε στο σώμα της σιδερένια αλυσίδα και την είχε για έξη χρόνια χωρίς να τη βγάλει μένοντας κατάκλειστη με πολλή σκληραγωγία και εγκράτεια. Όμως η δυστυχής, υπερηφανεύτηκε ότι τάχα έγιναν αγία και έφτασε στα μέτρα της τελειότητας. Από το συλλογισμό αυτόν, παραχώρησαν η Χάρη εκείνου πού βδελύσσεται τους υπερήφανους, για να πέσει η ταλαίπωρη στο λάκκο της ανομίας.

Μία μέρα έπεσε σε πορνεία με τον υπηρέτη πού την προμήθευε τα χρειαζούμενα για να ζήσει και έμεινε στην αμαρτία της φθοράς της παρθενίας της. Αυτό σίγουρα το έπαθε, επειδή έκανε την αρετή για να την επαινούν οι άνθρωποι και όχι για την αγάπη του Θεού και τη σωτηρία της, και έτσι κατάντησε στην καταφρόνηση των ανθρώπων. Έφυγε ο φύλακας της σωφροσύνης και παραδόθηκε η άθλια στο βυθό της ακαθαρσίας.

Το παράδειγμα της παρθένας αυτής θα πρέπει να μας διδάξει, να προσέχει ο καθένας να κάνει εκείνο που μπορεί για τη δόξα του Θεού και προπάντων όσο μπορεί κρυφά από τους ανθρώπους, γιατί εκείνο που γίνεται για ανθρωπαρέσκεια, είναι μισητό στο Θεό. Ας το προσέξουμε αυτό, γιατί ως συνήθως τα περισσότερα των έργων μας είναι μολυσμένα με την αυτοπροβολή και ανθρωπαρέσκεια και για τούτο δεν έχουμε τη θεία βοήθεια που περιμένουμε.

Η ανθρωπαρέσκεια είναι τείχος που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό και τον αφήνει στο έλεος του πονηρού για να δοκιμάζεται.

Από το βιβλίο: ΒΙΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ

ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΟΔΟΔΕΙΧΤΗΣ

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

10   ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2012 

Ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις (αναμνήσεις από τον Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη)

 

Οι περιπέτειες ενός ανίδεου προσκυνητή

Πρωτοδιάβασα το βιβλίο οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού όταν ήμουν δεκαέξι, δεκαεπτά χρονών. Δεν πίστευα ποτέ πώς το διάβασμά του θα μου αποκάλυπτε έναν εσωτερικό κόσμο για τον οποίον ήμουν εντελώς ανυποψίαστος. Αμέσως με γοήτευσε ο κόσμος των ρώσων προσκυνητών που περιέτρεχαν με τα πόδια τις ατέλειωτες εκτάσεις της τσαρικής Ρωσίας, βέρτσια επί βερτσίων, με ένα δισάκι στον ώμο, μόνο και μόνο για να προσκυνήσουν θαυματουργές εικόνες, λείψανα αγίων και να γνωρίσουν πνευματικούς στάρετς. Και το σπουδαιότερο, η εσωτερική προσευχή, η αδιάλειπτη νηπτική ευχή, η φιλοκαλία, όπως περιγράφονται στις αναζητήσεις αυτού του ρώσου προσκυνητού του βιβλίου, συνάρπαζε με την ένταση, το βάθος και την ποιότητά της έναν έφηβο, όπως ήμουν τότε εγώ. Τι κεκρυμμένος θησαυρός ξεπηδούσε από τις σελίδες αυτού του βιβλίου!
 
 
 
Υπήρχαν άραγε έλληνες γέροντες που να έχουν αναπτύξει την νηπτική ευχή και την πνευματικότητά τους σ’ αυτό το επίπεδο που έγραφε το βιβλίο; Και που άραγε βρίσκονταν;
 
 

Ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις

Τότε καθώς άρχιζα να ταξιδεύω στον Άγιον Όρος, στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, ένα όνομα άκουγα συνέχεια να επανέρχεται στις συζητήσεις των προσκυνητών, το όνομα ενός προορατικού, πνευματικού έλληνα στάρετς, του παπά Εφραίμ από τα Κατουνάκια. Αποφάσισα να πάω να τον γνωρίσω. Μην πας, μου έλεγαν, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις. Είναι άρρωστος, πάνε τόσοι να τον δουν, που έχει χάσει την ησυχία του, και αναγκάστηκε να μην δέχεται πια επισκέψεις προσκυνητών στο κελλί του. Μην πας, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις, έλεγαν οι προσκυνητές, μην πας, έλεγαν κι οι μοναχοί, μην πας, αντηχούσαν και τα αρχονταρίκια των μονών του Αγίου Όρους.

Το ταξίδι αρχίζει

Και που μένει ο π. Εφραίμ, ρωτούσα. Στα Κατουνάκια. Και που είναι αυτά τα Κατουνάκια, συνέχιζα. Είναι περιοχή στην έρημο του Αγίου Όρους που υπάγεται στη Μονή Μεγίστης Λαύρας και στην οποία βρίσκονται ησυχαστήρια της. Η περιοχή είναι βραχώδης και απόκρημνη και βρίσκεται μεταξύ Μικρής Αγίας Άννας, Καρουλιών και Αγίου Βασιλείου.
Έρημος; Έρημος από βράχια; Όσο άκουγα τόσο πιο πολύ ήθελα να πάω. Έτσι φορτώθηκα το μικρό μου σακίδιο, τους αποχαιρέτησα όλους και έφυγα κατά κει, μόνος. Με συνάρπασε η ιδέα να ζήσω κι εγώ περιπέτειες προσκυνητού κατά το μέτρο βέβαια του δυνατού.
Στην Αγία Άννα, μού έκαναν ένα γενικό σκαρίφημα του τόπου που βρισκόταν το κελλί του πατρός Εφραίμ, αλλά μού τόνισαν, μην πας, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις, και το μονοπάτι δεν είναι καλό και μπορεί να χαθείς. Τότε δεν υπήρχαν οι σημερινές σημάνσεις των μονοπατιών και οι μοναχοί έκαναν πρόχειρα σχέδια και  έδιναν οδηγίες όπως, θα βρεις δύο κυπαρίσσια, συνέχισε προς τα δεξιά, πιο κάτω το μονοπάτι χάνεται για λίγο, διασχίζει μια σάρα, περπατάς πάνω σε πέτρες, πρόσεχε γιατί οι πέτρες φεύγουν από τα πόδια σου, μετά θα δεις έναν σταυρό σιδερένιο στα δεξιά, εσύ προχώρησε προς τα αριστερά και ρώτα πιο κάτω στους Δανιηλαίους για περισσότερες λεπτομέρειες κτλ.
Το ταξίδι μου άρχισε. Ξεκίνησα πρωί, αποφασισμένος να πάω να επισκεφθώ τον πατέρα Εφραίμ, με το σκαρίφημα στο χέρι, όπου είχα γράψει και άλλες συμπληρωματικές οδηγίες.
 
 
 

Χάνομαι και σώζομαι

Στο ενδιάμεσο της διαδρομής χάθηκα, παρόλο που ακολουθούσα όσο γινόταν πιστά τις οδηγίες και αφού κάθε τόσο ανανέωνα την πιστότητά τους με πληροφορίες άλλων μοναχών που βρίσκονταν ενδιάμεσα και τούς επισκεπτόμουν, όπως των Δανιηλαίων.
Χάθηκα σε εκείνη την απίστευτη πέτρινη ερημιά. Ο βραχίονες του Άθωνα πέφτουν απότομα στο πέλαγος και στα ενδιάμεσα σχηματίζονται χαράδρες και σάρες με πέτρες που κατρακυλούν από ψηλά, ψηλά από τις κορυφές, και το σαθρό, εκείνο αεικίνητο σχεδόν έδαφος, με τις πέτρες που κατρακυλούν, εξαφανίζει τα ίχνη των μονοπατιών. Πιο πέρα μπλέχτηκα σε βάτα, σε θάμνους, και προσπαθώντας να καταλάβω πού υπάρχει μονοπάτι, κατέβαινα άθελά μου προς τη θάλασσα, σε έδαφος που έμοιαζε γκρεμός, τόσο ήταν κατηφορικό. Ίδρωσα, κουράστηκα, δίψασα, και άρχισα να σκέφτομαι ότι πραγματικά χάθηκα. Η ώρα περνούσε και το απόγευμα πλησίαζε. Παναγιά μου βοήθησέ με, είπα, πού’ χω χαθεί εδώ στην ερημιά, βλέποντας μπροστά μου δύο τεράστιους αγκαθωτούς θάμνους να μου κλείνουν τον δρόμο. Με κόπο άνοιξα τους θάμνους, που με φιλοδώρησαν με μερικά αγκάθια, και εκεί που ανέμενα να δω μπροστά μου μία πυκνή έκταση αγκαθωτών θάμνων και βάτων που θα ήταν αδύνατον να την διασχίσω πια, πέφτω μπροστά σε δρόμο, σε μονοπάτι που ανέβαινε κάτω από τη θάλασσα, μέσα σε ανηφορική χαράδρα. Βγαίνω στο μονοπάτι, σηκώνω τα μάτια ψηλά και εκεί στα είκοσι μέτρα, βλέπω μία χαμηλή περίφραξη και μία μικρή χαμηλή πορτούλα, έναν σταυρό, και πιο πάνω, αρκετά προς τα πάνω, ένα κελλί.
Πλησιάζω στη χαμηλή πορτούλα και βλέπω μια επιγραφή με άσπρα γράμματα, καρφωμένη μπροστά στην πορτούλα που έγραφε “Αγαπητοί προσκυνητές, να μας συγχωρείτε, ο π. Εφραίμ είναι άρρωστος και δεν δέχεται επισκέπτες. Ο Θεός μαζί σας” ή κάτι παρόμοιο. Είχα λοιπόν φτάσει! Είχα σωθεί!

Θα με δεχθεί ο πατήρ Εφραίμ;

Κοιτάζω και βλέπω ένα μικρό σιδερένιο κουδουνάκι πάνω στην πόρτα. Το χτυπώ. Τίποτα. Το ξαναχτυπώ. Πάλι τίποτα. Καμιά κίνηση από το κελί.  Όπως ήμουν κουρασμένος, κάθησα χάμω και περίμενα. Σηκώνομαι μετά από λίγα λεπτά. Ξαναχτυπώ το κουδουνάκι. Πάλι τίποτα. Σκεφτόμουν την αδάμαστη θέληση όλων εκείνων των αρχαίων προσκυνητών στην άνω Αίγυπτο και στη Θηβαίδα που έμεναν έξω από τα κελιά των αββάδων για δυο και τρεις μέρες περιμένοντας να τους ανοίξουν για ν’ ακούσουν κάτι πνευματικό και αναθαρρούσα. Τι θα έκανα άραγε εγώ εάν δεν άνοιγε ο πατήρ Εφραίμ, αναλογιζόμουν. Πόσο άραγε θα μπορούσα να περιμένω στην κατάσταση που ήμουν; Μια μέρα; Να κοιμηθώ άραγε εδώ μπροστά σ’ αυτή τη σιδερένια πορτούλα; Και που νά’ χει νερό τριγύρω;
Τότε ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του κελιού και κατηφόρισε προς το μέρος μου κάποιος σα μοναχός. Μόλις έφτασε κοντά στην εσωτερική πλευρά της εξωτερικής πορτούλας, χωρίς να με ρωτήσει τι θέλω, μου λέει:
– Ευλόγησον, με συγχωρείς πολύ, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις.
– Ευλόγησον, γιατί;
– Εεε, είναι άρρωστος, το έγραψε και στην πινακίδα.
– Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αν είναι άρρωστος, αφήστε με να τον βοηθήσω!
Το είπα παρακαλετά, αλλά δεν ξέρω γιατί ή πώς μου ήρθε να το πω αυτό.  Ήμουνα βλέπετε έφηβος τότε και η εφηβεία, το ξέρετε, είναι ανδρεία και τολμηρή. Αυτός με κοίταξε άναυδος, του επανέλαβα το ίδιο, και, χωρίς να μου πει τίποτα, επέστρεψε βιαστικά πίσω στο κελλί.
Μετά από λίγο ήρθε τρέχοντας πίσω. Άνοιξε την πόρτα και είπε ότι ο πατήρ Εφραίμ ήθελε να με δει. Ανέβηκα κάτι σαν αυλή και έφτασα στο σπιτάκι. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.
Είδα τον πατέρα Εφραίμ. Χαμογελούσε, πιστέψτε με, γελούσαν τα μάτια του. Ώστε ήρθες να με βοηθήσεις είπε. Έσκυψα να του φιλήσω το χέρι χωρίς να πω τίποτα. Κάθησε, παιδί μου, κάθησε. Με περιεργαζόταν με μάτια που γελούσαν. Αφού ήρθες να με βοηθήσεις, τότε μείνε. Αυτές τις ημέρες θα κάνουμε την κουρά του δόκιμου από εδώ, του πατρός Ιωσήφ, θα έρθουνε συγγενείς του από τον κόσμο, μείνε να μας βοηθήσεις. Αλλά ξέρεις, παιδί μου, εμείς εδώ είμαστε μοναχοί και ακολουθούμε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Νηστεύουμε, προσευχόμαστε, υπακούμε στον γέροντα μας. Αν θα μείνεις εδώ, θα πρέπει να ακολουθείς και εσύ τον ίδιο τρόπο ζωής. Μάλιστα η μεγαλύτερη αρετή για μας είναι η υπακοή. Εγώ είμαι ο γέροντας του κελλιού αυτού. Θα μπορούσες να με υπακούς ως γέροντα, για όσο καιρό θα μείνεις εδώ; Ναι, γέροντα, απάντησα.

Η κουζίνα

Εκεί που καθόμασταν υπήρχε ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, μερικές καρέκλες και ένας πάγκος. Απέναντι υπήρχε ένας καπνισμένος, μαύρος τοίχος και μπροστά ένας πάγκος με σκονισμένα, καπνισμένα γυάλινα μπουκάλια σε διάφορα χρώματα και μερικές ξύλινες τάβλες καρφωμένες στον τοίχο με διάφορα σκεύη. Ήταν η κουζίνα. Μαύρη και γκρίζα σκόνη παντού. Προφανώς η καύση των ξύλων για την παρασκευή φαγητού είχε καπνίσει όλο το χώρο.
Όταν καίγονταν τα ξύλα, οι ανταύγειες της φωτιάς πάνω στα καπνισμένα χρωματιστά γυάλινα μπουκάλια δημιουργούσαν την εντύπωση ενός μεσαιωνικού αλχημικού εργαστηρίου, όπου, έτσι μου φαινόταν, ο δόκιμος τότε Ιωσήφ πάλευε εκεί να μετασχηματίσει ταπεινά υλικά σε χρυσό φαγητό. Αλλά μήπως αυτό δεν ήταν το κελλί; Ένα εργαστήρι ψυχών, όπου με την βοήθεια του γέροντα αμαρτωλές, ανάξιες ψυχές, μετασχηματίζονταν σε ναούς του Αγίου Πνεύματος;

Τι τρώγαμε

Ο δόκιμος ήταν επιφορτισμένος με την παρασκευή του φαγητού. Η παρασκευή ήταν η εξής. Σε ένα φθαρμένο εμαγιέ τσουκάλι, έβραζε με ελάχιστο νερό πατάτες μαζί με τη φλούδα τους, έτσι όπως ήταν άπλυτες. Εκεί προσέθετε και ένα, δύο κρεμμύδια, μερικά σκόρδα, όλα με τις φλούδες τους. Όταν έλιωναν όλα αυτά, προσέθετε και τυχόν φαγητό που είχε περισσέψει. Την πρώτη φορά που έφαγα εκεί, είχε ρίξει μέσα παλιά ξινισμένη φακή. Αυτός ο, πώς να το πω, ανάλατος πολτός, μοιραζόταν στα τρία, σε μικρές μερίδες. Ο γέροντας έβγαζε και από ένα κουτί στάχτη και το έριχνε στο φαγητό του. Μάλιστα, ένα κουτάλι στάχτη! Ο πατήρ Εφραίμ ανακάτευε στο φαγητό του μια μεγάλη, γερή κουταλιά στάχτη. Το φαγητό εκείνο φυσικά ήταν αδύνατον να με χορτάσει. Την πρώτη φορά τούς ρώτησα αν αυτό ήταν μόνο. Φαίνεται ότι η απορία στα μάτια μου θα ήταν τόσο αθώα που ο πατήρ Εφραίμ, χαμογελώντας, με προέτρεψε να πάω έξω στην αυλή, όπου υπήρχε μια μουριά, να κόψω μούρα σε ένα τσίγκινο πιάτο και να τα φέρω να τα φάμε. Πήγα πράγματι έξω, βρήκα την μουριά, έκοψα όσο γινόταν περισσότερα μούρα και τα πήγα στο τραπέζι. Μόλις τα έφερα, άρχισαν να τα τρώνε έτσι όπως ήταν, άπλυτα, με τα μυγάκια και τα άλλα πλάσματα του Θεού. Να τα πλύνω, πάτερ; Τότε μου εξήγησε ο πατήρ Εφραίμ ότι το νερό ήταν βρόχινο, λιγοστό, το μάζευαν σε μια δεξαμενή και έπρεπε να μην το σπαταλούν. Υπάκουσα. Αλλά ο πάτερ Εφραίμ μού είπε ότι θα μπορούσα να πηγαίνω κάθε μέρα στην μουριά και να κόβω όσα μούρα θέλω και να τα φέρνω να τα τρώμε.
 

Που κοιμόμουν

Μου έδωσαν το καλό δωμάτιο, πάνω στον πρώτο όροφο. Είχε μια τάβλα ξύλινη, σχηματισμένη από δύο σανίδες, για κρεβάτι. Στον απέναντι τοίχο εικόνες και μια μικρή βιβλιοθήκη και πάνω από το κρεβάτι τη φωτογραφία μέσα σε κορνίζα ενός γέρου καταβεβλημένου μοναχού που κρατούσε στα χέρια του ένα κομποσκοίνι. Ο πατήρ Εφραίμ μού είπε ότι σε εκείνο το κρεβάτι κοιμόταν εκείνος ο γέρων μοναχός και ότι θα μπορούσα να λέω την ευχή, αν ήθελα, με το δικό του κομποσκοίνι. Και μού το έδωσε. Ήταν τρακοσάρι, χιλιάρι θα σας γελάσω. Πέρασαν τα χρόνια. Αλλά θυμάμαι ότι εκείνο το κομποσκοίνι είχε τόσο πολύ δουλευτεί στην προσευχή που το χρώμα του είχε φύγει και έμενε μόνο η ίνα.
 
 
Που να ξέρω τότε, ο ανίδεος, ότι κοιμόμουν στο κρεβάτι του γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστού, ότι προσευχόμουν με το κομποσκοίνι του και ότι διάβαζα τα βιβλία που και ο ίδιος διάβαζε!
Εκεί κάθε φορά που προσευχόμουν με το κομποσκοίνι του γέροντος Ιωσήφ έβλεπα στον νου μου την μάνα μου να με κοιτά λυπημένη. Τα χείλη της έτρεμαν σε ένα βουβό παράπονο και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήταν αδύνατον να αντισταθώ στον λογισμό, ο οποίος με έπληττε με σφοδρή δύναμη, όσο και αν προσπαθούσα. Έφτασα να κουνώ το κεφάλι δεξιά κι αριστερά για να τον αποδιώξω, αλλά η μάνα μου εκεί στεκόταν λυπημένη, με βουβά δάκρυα, και χείλη να τρέμουν.

Τα τάπερ της μάνας

Η μέρα της κουράς του δόκιμου έφτασε. Οι άρρενες συγγενείς του κατέφθασαν όλοι. Δύο από αυτούς ανέβηκαν μέχρι το κελλί και μας ρώτησαν αν υπήρχαν μουλάρια για να ανεβάσουν τις προμήθειες πάνω στο κελλί. Μουλάρια δεν υπήρχαν. Ο πατήρ Εφραίμ με ρώτησε αν μπορούσα να βοηθήσω στο κουβάλημα μαζί με τον δόκιμο. Είπα ναι.
Το κελλί βρισκόταν πάνω σε μια απότομη, ανηφορική χαράδρα ανάμεσα σε δύο γιγάντιους βραχίονες του Άθωνα που κατέβαιναν απότομα στη θάλασσα.
Πήγα μέχρι το καΐκι, κάτω στη θάλασσα. Όπως οι επισκέπτες ξεφόρτωναν το καΐκι, παρατήρησα ότι ανάμεσα στα πράγματα υπήρχαν μεγάλα τετράγωνα ημιδιαφανή άσπρα τάπερ με φαγητά. Το μέγεθός τους φαινόταν να είναι σχεδόν ένα μέτρο επί ένα. Πρώτη φορά έβλεπα τάπερ τέτοιου μεγέθους και δεν ματαξαναείδα. Ρώτησα τι ήταν αυτά και αν μπορούσα να τα κουβαλήσω. Μου είπαν ότι ήταν όλα φαγητά που έφτιαξε η μητέρα του δόκιμου. Και, ναι, μπορούσα να τα κουβαλήσω. Ήταν δεκάδες! Και ακόμα είχε λάδια, μέλια, όσπρια σε τσουβαλάκια, κρασιά, μέχρι και δεσμίδες με τσάι του βουνού τυλιγμένες σε λεπτά υφάσματα. Το καΐκι μεγάλο και γεμάτο μέχρι πάνω! Και όλα αυτά τα είχε ετοιμάσει η μητέρα του δόκιμου με τα χέρια της. Νομίζω ήταν μοναχοπαίδι και η μάνα του τού είχε αδυναμία.
Φορτώθηκα μερικά τάπερ. Τι ωραία που φαινόντουσαν όλα αυτά τα φαγητά! Όσο και να έτρωγαν οι επισκέπτες, πόσα ακόμα θα περίσσευαν για μας! Με αυτή τη σκέψη, άρχισα να ανεβαίνω την ανηφόρα και το ζιγκ ζακ μονοπάτι τρέχοντας. Άφησα τα τάπερ που κουβαλούσα πάνω στο κελλί και κατέβηκα κάτω. Τρέχοντας.
Πιστέψτε με, ποτέ μου ξανά δεν έτρεξα τόσο πολύ ανεβαίνοντας σε ανωφερές μονοπάτι και μάλιστα των Κατουνακίων για όσους ξέρουν για τι πράγμα μιλάμε. Πήγαινα και ερχόμουν τρέχοντας χωρίς να λαχανιάζω. Κατέβαινα και ανέβαινα προσπαθώντας να μαντέψω το φαγητό που μισοδιακρινόταν σε εκείνο το γιγάντιο τάπερ. Τι είχε φτιάξει εκείνη η μανούλα μέσα σ’ αυτά!

Το βράδυ της κουράς

Παιδί, μου, εμείς πρέπει να περιποιηθούμε τους ξένους που φιλοξενούμε. Από σένα, παιδί μου, περιμένω τα περισσότερα, επειδή ο δόκιμος πρέπει να προετοιμασθεί. Να περιποιηθείς τους ξένους! Ευλόγησον, πάτερ, είπα δυνατά και με χαρά.
Το δωμάτιό μου δόθηκε στον πατέρα και στον θείο του δόκιμου. Δεξιά και αριστερά βολεύτηκαν όλοι. Το βράδυ θα ερχόντουσαν μοναχοί και γέροντες από άλλα κελλιά για την κουρά του δόκιμου. Θα έπρεπε να ετοιμάσουμε το πρωί εορταστική τράπεζα για όλους αυτούς. Το βράδυ έπεσε. Όλοι πήγαν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν λίγο. Ο πάτερ και ο δόκιμος θα περνούσαν το βράδυ προσευχόμενοι.
Ο δόκιμος ήρθε και μου είπε ότι μπορούσα να ξαπλώσω λίγο σε έναν πάγκο που υπήρχε σε έναν διάδρομο. Πράγματι πήγα εκεί και προσπάθησα να ξαπλώσω, αλλά ήταν στενός και δεν αναπαυόμουν. Σηκώθηκα και πήγα έξω. Ο δόκιμος κάποια στιγμή βγήκε από το κελλί και με ρώτησε αν είχα βολευτεί στο στενό παγκάκι. Του είπα όχι. Μπορείς να κοιμηθείς στο υπόγειο αν θέλεις. Πήγα στο υπόγειο. Στο υπόγειο μόνο σκυμμένος μπορούσες να πας. Στη μέση είχε ένα μπαούλο με ένα τσουβάλι απλωμένο πάνω. Πάνω στο μπαούλο θα μπορούσα να κοιμηθώ. Ο δόκιμος μού είπε να μην φοβηθώ από τα ποντίκια, γιατί το υπόγειο είχε ποντίκια και μια φορά μάλιστα τον είχαν δαγκάσει όταν κοιμόταν, εκεί στο υπόγειο. Θεέ μου, ποντίκια! Πώς θα κοιμόμουν εκεί να με τρώνε τα ποντίκια, στο σκοτάδι;
Βγήκα έξω και καθόμουν σε ένα χαμηλό παγκάκι χαζεύοντας τον έναστρο ουρανό. Ο δόκιμος πήγε στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Μετά από κάποιες ώρες μοναχοί από διπλανά κελλιά ήρθαν στο κελλί. Ένας από αυτούς με ρώτησε αν ήμουν συγγενής του δόκιμου. Είπα πως όχι. Ο ίδιος αργότερα έφυγε από το κελλί και πήγε κάπου στην ερημιά, μακριά, σε ένα βράχο να προσευχηθεί, μέσα στο σκοτάδι, μόνος.
Η κουρά λαμπρή. Ο πατήρ Εφραίμ ήταν ο ιερέας. Είναι αδύνατον να περιγράψω την μόνη φορά μέχρι τώρα που συμμετείχα σε κουρά μοναχού και μάλιστα στα Κατουνάκια. Δεν μπορώ να βρω τα λόγια.
Το πρωί μετά την τράπεζα και τις ευχές, οι επισκέπτες έφυγαν. Νομίζω ότι οι συγγενείς του πατρός Ιωσήφ έμειναν ακόμα μια μέρα, αλλά δεν θυμάμαι καλά. Αλλά είτε την ίδια μέρα είτε την επόμενη, έφυγαν κι αυτοί.

Τα φαγητά ρίχνονται στο βάθος της χαράδρας

Έφυγαν όλοι, επιστροφή στην ησυχία. Οι άρρενες συγγενείς του πατρός Ιωσήφ έφυγαν. Ήρθε το καΐκι και τους πήρε. Ο πατήρ Εφραίμ και ο πατήρ Ιωσήφ μοίρασαν στους επισκέπτες μοναχούς πολλά τρόφιμα και προμήθειες. Έστειλαν ακόμα και ευλογία σε αλλα κελλιά. Πολλά από τα τρόφιμα, αν όχι τα περισσότερα, εξαφανίστηκαν. Αλλά και πάλι είχαν μείνει μαζί μας όλα αυτά τα ατελείωτα τάπερ της μάνας. Σκεφτόμουν ότι θα τρώγαμε, τώρα που ησυχάσαμε, σπιτικό φαγητό και σε μια ατελείωτη ποικιλία, έτσι μου φαινόταν.
Ο πατήρ Εφραίμ με φώναξε. Παιδί μου, μού είπε, εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να τρώμε και να απολαμβάνουμε. Το ξέρεις αυτό, παιδί μου, έτσι δεν είναι; Ναι, πάτερ είπα. Τότε πάρε όλα αυτά τα τάπερ και πήγαινε πέτα τα στη χαράδρα που βρίσκεται μετά τη μουριά. Έτσι όπως είναι με τα τάπερ. Όλα τα τρόφιμα. Και μετά μάζεψε μούρα και φέρε να φάμε. Θα πω κι εγώ τον πατέρα Ιωσήφ να φτιάξει κάτι να φάμε.
Κατάλαβα, θα επιστρέφαμε πάλι σε εκείνο τον, ας πούμε, πολτό, τον νοστιμισμένο με νιφάδες στάχτης.
Έχε το νου σου, παιδί μου, μου είπε σοβαρά ο πατήρ Εφραίμ κοιτώντας με στα μάτια. Έχε το νου σου να μην φας, να μην δοκιμάσεις απ’ αυτά τα φαγητά. Υποσχέθηκες να με υπακούς, το θυμάσαι; Ναι, πάτερ, είπα εγώ. Άντε, τράβα, παιδί μου, και να θυμάσαι, μην δοκιμάσεις απ’ αυτά τα φαγητά. Ότι φάγαμε, φάγαμε. Τώρα κάνε υπακοή, κι εγώ θα κάνω προσευχή. Και με κοίταξε σοβαρά και διερευνητικά.
Πήγα στη χαράδρα κουβαλώντας στα χέρια όλα αυτά τα τετράγωνα μεγάλα τάπερ με τα φαγητά. Είχε εκεί στην άκρη μια μεγάλη πλατιά πέτρα που μπορούσα να κάτσω ακριβώς πάνω από τη χαράδρα. Άνοιξα το ένα τάπερ να δω το φαγητό. Αγκινάρες αλά πολίτα. Όπως ήταν τις πέταξα μαζί με το τάπερ κάτω στην χαράδρα.
Άνοιγα και πέταγα. Πατατοσαλάτα. Καλαμάρια γεμιστά με πλιγούρι και λαχανικά. Πικάντικη μελιτζανοσαλάτα. Χταπόδι με παντζάρια. Γίγαντες με μυρωδικά. Ρεβίθια σαλάτα. Ψητές πιπεριές και κάπαρη. Άνοιγα και πέταγα. Φακές σαλάτα. Σουπιές με σπανάκι. Πατάτες γιαχνί. Φασόλια μαυρομάτικα. Άνοιγα και πέταγα. Άσπρη ταραμοσαλάτα. Φασόλια πιαζ. Πράσα με ρύζι. Μακαρονάκι κοφτό με ελιές. Μα πόσο καιρό μαγείρευε αυτή η μάνα; Ξαναπήγα πίσω στο κελλί και πήρα και τα υπόλοιπα. Ριζότο με λαχανικά και μανιτάρια. Κολοκυθάκια. Άγρια χόρτα στον ατμό. Αγκινάρες τηγανιτές. Τα πέταξα όλα. Τελευταίο έμεινε ένα πλαστικό άσπρο δοχείο με μέλι, νομίζω των δύο κιλών.

Το μέλι της αμαρτίας

Το κρατούσα και το κοιτούσα εκεί στη χαράδρα. Άνοιξα το καπάκι. Αρώματα ξεπήδησαν από μέσα. Αρώματα καραμελωμένων φρούτων, λευκών λουλουδιών και εσπεριδοειδών. Χρώμα λαμπερό σκούρο μελί με χρυσές ανταύγειες. Το ξανακοίταξα. Έβαλα λίγο το δείκτη του δεξιού μου χεριού μέσα. Μόνο λίγο, σε μια άκρη. Στάθηκα για μια στιγμή. Πήρα μια ανάσα, έβγαλα το δάκτυλο από το βάζο και το δοκίμασα.
 
 
Ήταν γλυκό, γλυκό πολύ.
Πλατάγισα τη γλώσσα και σηκώθηκα. Τότε αμέσως τύψεις επέδραμαν πάνω μου. Πέταξα το μέλι κάτω απότομα με μια κίνηση. Λυπόμουν πολύ. Παράκουσα τον γέροντά μου. Είχα παραβεί την υπακοή. Ο κόπος μου τόσες μέρες ζώντας εκεί πήγε χαμένος. Όλος μου αυτός ο κόπος, ο κόπος του καλού χάθηκε για λίγο μέλι, μέλι στην άκρη ενός δάχτυλου, τόσο μόνον.
Η γλώσσα μου φούσκωσε και πρήστηκε. Αργοκουνούσα τη γλώσσα μου χωρίς να έχω σάλιο. Πίκρα πικρή, πίκρα κατάπικρη, σα χολή, ανέβαινε, ερχόταν από το μέλι πού’ χα γευτεί.
Πήγα προς τη μουριά να μαζέψω μούρα στεναχωρημένος. Μούρα δεν υπήρχαν στα κάτω κλαδιά, μόνον στα πάνω που δεν τα έφτανα. Ακούμπησα στην μουριά. Το ζωντανό αυτό όν, το δέντρο, ο σύντροφός μου τόσες μέρες, είχε γίνει ένα ξένο, άψυχο ξύλο. Σκόνταψα και χτύπησα σε ένα κλαδί. Η ίδια η φύση μ’ αποστρεφόταν. Μάζεψα μερικά μούρα από κάτω. Προχώρησα προς το κελλί. Μπήκα μέσα και έβαλα το πιάτο με τα μούρα στη μέση. Κάθισα.
Ο πατήρ Εφραίμ με κοιτούσε, αλλά εγώ δεν αντιγύρισα το βλέμμα του. Κοιτούσα μπροστά μου το πιάτο αμίλητος. Τότε ο πατήρ Εφραίμ έσκυψε προς το μέρος μου, ακούμπησε το χέρι του στο δικό μου, και μου είπε πολύ ψιθυριστά:
– Είδες παιδί μου πόσο πικρό είναι το μέλι της αμαρτίας;
Και ο τρόπος που τό’ πε, σαν στοργικός πατέρας, μού’ σκισε την καρδιά.
 

 
ΠΗΓΗ.ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ

Συνομιλία του αββά Κασσιανού με τον αββά Ισαάκ για την προσευχή

Πρέπει να τηρείται μια τάξη στα διάφορα είδη της προσευχής;

Άς δούμε αρχικά τί ακριβώς σημαίνουν αυτοί οι όροι. Ποιά δηλαδή είναι ή διαφορά, ανάμεσα στις προσευχές στις παρακλήσεις και στις δεήσεις;

Έπειτα, πρέπει να ασκούνται αυτοί οι τρόποι προσευχής ένας- ένας χωριστά, ή όλοι μαζί; Έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα για τους πιστούς ή σειρά με την οποία ό Απόστολος Παύλος έχει παραθέσει καθέναν από αυτούς τούς τρόπους προσευχής;

Η απλώς αυτός ό διαχωρισμός δεν έχει και τόση σημασία και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ό Απόστολος τα παρέθεσε έτσι χωρίς ιδιαίτερη σκοπιμότητα;

Αυτή ή δεύτερη υπόθεση είναι, κατά την γνώμη μου, τελείως παράλογη. Δεν είναι ποτέ δυνατόν να έβαλε το Άγιο Πνεύμα στο στόμα τού Αποστόλου κάτι πού δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα ξαναπάρουμε λοιπόν αυτά τα είδη προσευχής ένα-ένα, με την σειρά πού δόθηκαν, ώστε με την Χάρη τού Θεού να τα αναλύσουμε διεξοδικά.

 Τί είναι δέηση.

 Ό Απόστολος λέει: «Σας παρακαλώ, πρώτα από’ όλα, να κάνετε δεήσεις» (Α’ Τιμ. 2, 1). Δέηση είναι ή κραυγή, ή προσευχή τού αμαρτωλού, ό όποιος με συντριβή καρδιάς εκλιπαρεί για την συγχώρηση των σφαλμάτων πού έχει διαπράξει στο παρελθόν, αλλά και για τις πρόσφατες αμαρτίες του.

 Τι είναι προσευχή.

 Ή προσευχή είναι ή πράξη με την οποία προσφέρουμε ή αφιερώνουμε κάτι στον Θεό. Οι Έλληνες την αποκαλούν «ευχή». Εκεί πού στα Ελληνικά λέει «τας εύχάς μου τω Κυρίω αποδώσω» (Ψαλμ .115, 9), στα Λατινικά λέμε «θα εκπληρώσω τις ευχές πού έκανα προς τον Κύριο», το όποιο σε ακριβή μετάφραση, θα μπορούσε να εκφρασθεί ως έξης: «Θα κάνω τις προσευχές, τις όποιες υποσχέθηκα στον Κύριο». Διαβάζουμε επίσης στο βιβλίο του Εκκλησιαστή: «Όταν τάξεις κάτι στον Θεό, μην αργήσεις να Του το προσφέρεις» (Έκκλ. 5, 3). Ας δούμε λοιπόν, πώς θα πραγματώσουμε αυτή την εντολή.

Προσευχόμαστε λοιπόν, όταν αρνούμαστε τον κόσμο και δεσμευόμαστε επίσημα απέναντι του Θεού, να νεκρώσουμε τον εαυτό μας για καθετί κοσμικό, για ότι δηλαδή άφορα τις πράξεις και τον τρόπο ζωής. Κι αυτός το κάνουμε για να υπηρετήσουμε τον Κύριο με όλη την θέρμη της ψυχής μας. Προσευχόμαστε, όταν περιφρονούμε την δόξα τού κόσμου και τα επίγεια πλούτη, για να προσκολληθούμε ανεμπόδιστα στον Κύριο, με συντριβή καρδιάς και με ταπεινό φρόνημα. Προσευχόμαστε, όταν αφιερώνουμε οριστικά και αμετάκλητα την αγνότητα τού σώματος μας και όταν υποσχόμαστε να ξεριζώσουμε εντελώς από την καρδιά μας τις ρίζες τού θυμού και της λύπης, οι όποιες οδηγούν στο θάνατο. Αν δεν τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας, αν αμελήσουμε και αν παραδοθούμε στο θυμό, στα πάθη και στις παλιές ελλείψεις μας, θα δώσουμε λόγο στον Θεό για τις υποσχέσεις και για τούς όρκους μας. Δίκαια τότε θα ακούσουμε: «Καλύτερα να μην τάξεις, παρά να τάξεις κάτι και να μην το προσφέρεις» (Έκκλ. 5, 4).

 Για τις έντεύξεις.

 Έχουμε επίσης και τις έντεύξεις. Έντεύξεις λέμε τις γεμάτες θέρμη προσευχές που κάνουμε προς τον Θεό για χάρη των συνανθρώπων μας, είτε αυτοί είναι γνώριμοι και αγαπημένα μας πρόσωπα, είτε αυτές οι ικεσίες μας έχουν σαν αίτημα την ειρήνη του κόσμου, καθώς λέει ο Απόστολος Παύλος « Να προσευχόμαστε για όλους τους ανθρώπους για τους κυβερνήτες και για όλους εκείνους που ασκούν την εξουσία» (Α Τιμ.2 , 1-2).

 Κατόπιν, στην τέταρτη θέση, έχουμε τις ευχαριστίες.

 Καθώς ή ψυχή αναλογίζεται τις πλουσιοπάροχες ευεργεσίες πού έχει δεχθεί στο παρελθόν από τον Θεό και καθώς ατενίζει αυτές πού την κατακλύζουν στο παρόν ή καθώς στρέφει τον βλέμμα της στο μέλλον, στα αιώνια αγαθά πού ό Θεός επιφυλάσσει σ’ αυτούς πού Τον αγαπούν, ξεχειλίζει από απέραντη ευγνωμοσύνη και Τον ευχαριστεί με όλη της τη δύναμη. Συμβαίνει πολλές φορές αύτη ή ενασχόληση τού νου με τη θεωρία των μελλόντων αγαθών, να διεγείρει την ψυχή, ώστε αυτή να προσεύχεται με μεγαλύτερη θέρμη. Γιατί βλέπει πολύ καθαρά τα αιώνια αγαθά, πού ετοιμάζει ό Θεός στη μέλλουσα ζωή για τούς Αγίους και αυτό την κάνει να ξεχύνεται σε πέλαγος ανείπωτης χαράς και σε ατέρμονες προς Αυτόν ευχαριστίες.

Κατά πόσο είναι απαραίτητο αυτά τα τέσσερα είδη προσευχής να τα κάνουμε όλα συγχρόνως η χωριστά ή και εναλλάξ.

Αυτές οι τέσσερες μορφές προσευχής φέρνουν πλούσιους καρπούς. Είναι γνωστό από την μακρόχρονη εμπειρία ότι ή δέηση πού είναι θυγατέρα τής μετάνοιας, ή προσευχή πού γεννιέται από την καθαρή συνείδηση, ή οποία τηρεί τις μοναχικές υποσχέσεις, ή ικεσία πού πηγάζει από την θέρμη τής Χάρης και ή ευχαριστία την οποία γεννά ή θεωρία των αγαθών τής Μεγαλοσύνης και τής Αγαθότητας τού Θεού, αυτές όλες οι μορφές αναφοράς τής ψυχής στον Θεό, ξεχύνονται συχνά σε ολόθερμες και πύρινες προσευχές.

ΒΙΒΛ. ΑΒΒΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ . ΤΟΜΟΣ Α

Ο γέροντας Ηλίας Τσιορούτσα-Μία αγιασμένη μορφή της Μονής Τσερνίκα

 


Ό ιερομόναχος π. Ηλίας γεννήθηκε στίς 30 Ιου­νίου 1909 στην κοινότητα Βασίλε Άλεξάνδρι του νό­μου Τούλτσεα, έχοντας ως γονείς του τον Κωνσταντίνο και την Ελένη. Στό βάπτισμα του έλαβε το όνομα Ιόργκου. Ήταν ό πιο υπάκουος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογενείας του. Ότιδήποτε του έλεγαν και του άνέθεταν να κάνη οί γονείς του, το έξεπλήρωνε αμέ­σως.
Ή οικογένεια του ήταν αρκετά πλούσια. Οί γονείς του ήσαν απλοί και πιστοί χριστιανοί. Ένθυμεΐται ό π. Ηλίας, τα βράδια πού στεκόταν κοντά στην σόμπα καί άκουγε τον πατέρα του να διαβάζη το Ψαλτήριο.
Για την παιδική του ηλικία, πού έζησε στο χωριό του, έλεγε:
«Όταν ήμουν μικρός καί έβλεπα τον ιερέα μας με την μεγάλη γενειάδα πώς λειτουργούσε στην εκκλη­σία, έσκεπτόμουν ότι κατέβηκε ό Θεός από τον ουρα­νό καί ήλθε να μας λειτουργήση στην εκκλησία μας».
Πρίν ακόμη να πάη στο δημοτικό σχολείο, ό π. Ηλίας έμεινε ορφανός καί αποχωρίσθηκε από τα α­δέλφια του. Έμεγάλωσε σ’ ένα ορφανοτροφείο της πό­λεως Τούλτσεα. Εκεί ό ιερεύς Ζαχαρίας Ποπέσκου τον έβοήθησε και τον χειραγώγησε σταθερά. Σάν καλός λειτουργός πού ήταν, έπαιρνε τον μικρό Ίόργκου στο «Αγιο Βήμα, ακόμη από την ηλικία των 7 ετών, για να τον βοηθή στίς εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Το δημοτικό σχολείο καί το γυμνάσιο τελείωσε στην Τούλτσεα. Στό σχολείο εντυπωσίαζε τους άλ­λους για τον ιδιαίτερο ζήλο του στα μαθήματα. Εάν κάποτε οι καθηγητές απουσίαζαν από το μάθημα τους, έκανε αυτός μαθήματα στα άλλα παιδιά, για να μην πάη ή ώρα χαμένη. Έβοήθησε πολύ τους συμμαθητές του στα μαθήματα τους, γι αυτό κι αυτοί τον τιμού­σαν καί τον αγαπούσαν. Στό τέλος του σχολείου ό διευθυντής συμπλήρωσε με το δικό του χέρι τα έξης λόγια στο απολυτήριο του παιδιού.«Αυτός ήταν ό κα­λύτερος μαθητής του σχολείου μας».
Την εκκλησιαστική σχολή έτελείωσε στην Κωνστάντζα. Την περίοδο 1923-1929 κατόρθωσε να πέρα­ση μαθήματα δύο σχολικών ετών σε ένα. Οί συμμαθη­τές του τον έλεγαν «ό καλόγερος». Όταν αυτοί μιλού­σαν για ανήθικα πράγματα καί κοσμικά αστεία, αυτός αναχωρούσε από κοντά τους. Απέφευγε να κοιτάξη κορίτσι στο πρόσωπο. Περιφρονούσε τα έργα της πορνείας με απέχθεια. Αργότερα θα γράψη σχετικό βιβλίο στο όποιο καταδικάζει αυτή την αμαρτία. Μία οδός για την προφύλαξι από την αμαρτία της πορ­νείας εύρισκε στους στοχασμούς του θανάτου καί της μελλούσης κρίσεως. 
‘Ελεγε: «Ή εικόνα της μελλού­σης κρίσεως στα σπίτια μερικών χριστιανών είναι έ­να μεγάλο καί πολύ καλό βιβλίο της χριστιανικής σο­φίας. Εγώ ό ίδιος, όταν ήμουν νέος καί έπήγαινα στον χορό, έχαιρόμουν, αυτό είναι αλήθεια, άπ’ αυτή την διασκέδασι των νέων, αλλά γρήγορα μου ερχόταν στον νου ή ματαιότητα αυτού του κόσμου καί δεν ήθε­λα πλέον να βλέπω παλικάρια καί κορίτσια να χορεύουν. Μάλλον έβλεπα κινούμενους ελεεινούς σκελετούς ανθρώπων. Τότε μου ήρχοντο δάκρυα στα μάτια καί θρηνούσα γι’ αυτόν τον απατη­λό καί παροδικό κόσμο μας».
Μετά την άποπεράτωσι των σπουδών του στην εκ­κλησιαστική σχολή ήθελε να καλογερέψη, αλλά έφοβεΐτο μήπως και δεν ήμπορέση να κράτηση τίς μονα­χικές υποσχέσεις.’Ετσι παντρεύθηκε την Αλεξάνδρα Μιρέσκου καί μετά τον γάμο του, χειροτονήθηκε ιε­ρεύς το 1931 στην ενορία Στεφανέστι του νόμου Ίλβόφ. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Αιμίλιο καί τον Κων­σταντίνο.
Το 1937 συνέγραψε θεολογική εργασία με θέμα: «Ή φροντίδα της σωτηρίας».
Όπως όλοι στην οικογένεια του, είχε καί αυτός μία ιδιαίτερη κλίση στην έκμάθησι ξένων γλωσσών. Ό π. Ηλίας έγνώριζε την γαλλική, την γερμανική και την λατινική
Ή ποιμαντική του δραστηριότητα
Σάν έγγαμος ιερεύς έφρόντιζε μόνος του για την καθαριότητα του Ίερού Βήματος. Στό τέλος των Ακο­λουθιών, οτιδήποτε προσφερόταν από τους πιστούς στην εκκλησία, π.χ, πρόσφορα, κουλούρια κλπ, τα ά­φηνε να παίρνουν πρώτα οι επίτροποι καί οι σύμβου­λοι καί κατόπιν έπαιρνε καί αυτός κάτι, εάν περίσ­σευε. Κάθε φορά έμνημόνευε έναν επίτροπο, ό όποιος τον βοηθούσε στην Λειτουργία της εκκλησίας. Αυτός σ’ ολόκληρη την ζωή του δεν άπλωσε το χέρι του να πάρη κάτι.
Όταν τον προσκαλούσαν για Έξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία, έπήγαινε οποιαδήποτε ώρα της ήμέρας, χωρίς να έξετάζη τί καιρό έκανε έξω. Επειδή ή­το καί κοντόσωμος, ξεγλιστρούσε ανάμεσα στους γι­γαντόσωμους και έφθανε ξαφνικά στο σπίτι του ασθε­νούς, πρίν ακόμη και να τον καλέσουν.
Όταν ήτο ακόμη έγγαμος ιερεύς, δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα του σπιτιού του, για να μπαίνη οποιοσδή­ποτε είχε ανάγκη να μιλήση μαζί του σε οποιαδήποτε ώρα ημέρας ή νυκτός. Ή πρεσβυτέρα του, του έλεγε πολλές φορές να κλεινή την πόρτα, για να μην αρπά­ξουν κάτι από την αυλή τους. Άλλα, όπως μας έλεγε ό π. Ηλίας, ουδέποτε τους έκλεψε κάποιος κάτι, πα­ρότι στο χωριό του κυκλοφορούσαν κλέφτες αλόγων καί πουλερικών.                            
Ενίοτε έπήγαινε με ασθενείς από το χωριό του σ’ ένα καλό γιατρό, πού ήτο πιστός Χριστιανός και τον έγνώριζε. Όση ώρα ό ασθενής δεχόταν τίς εξετάσεις του γιατρού, ό π. Ηλίας συνωμιλούσε μαζί του. Όταν ό ασθενής ήτο βαρεία άρρωστος, ό γιατρός δεν έδινε καμία πιθανότητα για καλυτέρευσι του ασθενούς και έλεγε στον ιερέα: «Ό άνθρωπος αυτός δεν θα ζήση πο­λύ καιρό». Τότε ό ιερεύς επέστρεφε στο χωριό του καί άρχιζε να νηστεύη καί να προσεύχεται για τον ασθενή Χριστιανό του, προτρέποντας κι αυτόν να κάνη ελεη­μοσύνες, ιδιαίτερα στις εκκλησίες, όπως ευαγγέλια, ά­για δισκοπότηρα, εικόνες καί ό,τι άλλο είχαν ανάγκη, καί στους πτωχούς. Πολλές φορές, χάρις στις προσευ­χές του το αποτέλεσμα ήτο διαφορετικό από εκείνο πού γνωμάτευε ό γιατρός, καί ό ασθενής επιζούσε.
Όταν ήταν νέος ιερεύς, έπήγαινε σ’ ένα ψυχιατρείο για να λειτουργήση εκεί για τους ψυχοπαθείς. «Ελεγε στους γιατρούς:«»Ερχομαι εδώ για να βλέπω, γιατί φθάνουν αυτοί οι άνθρωποι σ’ αυτό το σημείο, καί να ενημερώνω προληπτικά τους ενορίτες μου». Τότε οί γιατροί του έλεγαν: «Ξέρετε γιατί αυτοί είναι εδώ; Σόδομα καί Γόμορα!».
Όπουδήποτε λειτουργούσε, οι ενορίτες του τον α­κολουθούσαν, διότι τον αγαπούσαν, ενώ όταν αναχω­ρούσε, του έλεγαν: «Πάτερ, μείνε μαζί μας για πά­ντα».
Τον π. Ηλία αγαπούσαν καί έσέβοντο ιδιαίτερα οί κλέφτες καί οί ληστές, οί όποιοι, ως γνωστόν, δεν εκτιμούν καί δεν σέβονται κανέναν. Κάποτε περνώ­ντας μια νύκτα μέσα από το διπλανό δάσος του χω­ρίου, άκουσε κτυπήματα, πολλές φωνές καί θορύβους, καί κατάλαβε ότι ήσαν ληστές. Τότε έφώναξε δυνατά: «Εγώ είμαι ό π. Ηλίας από το χωριό». Οί ληστές του απήντησαν. «»Αιντε, πέρασε, πέρασε γρήγορα!». Την δεύτερη ήμερα μπήκε στο χωριό μία καρότσα, στην ο­ποία είχαν τοποθετήσει νεκρό ένα χωριάτη, πού έσκότωσαν οί ληστές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Πάντοτε, όταν τα έβλε­πε, πολύ χαιρόταν. «Ελεγε: «Χάριν των παιδιών κρατεί ακόμη ό Θεός τον κόσμο».
Κάποτε, στην περίοδο του πολέμου, σ’ ένα βομ­βαρδισμό, ό π. Ηλίας επήρε στα μπράτσα του ένα παιδί καί άρχισε να προσεύχεται. «Κύριε, γι’ αυτόν τον άγγελο πού κρατώ στα χέρια μου, φύλαξε με καίμένα άβλαβη». Καί ό Θεός τον άκουσε. Δεν έπαθε τί­ποτε από τον βομβαρδισμό.
Στήν φυλακή
Στά χρόνια 1962-1964 φυλακίσθηκε στην Ζιλάβα. Μετά την άποφυλάκισί του λειτούργησε για λίγο καιρό στην ενορία του αγίου Γεωργίου του Παλαιού στο Βουκουρέστι. Το 1965 βρέθηκε στην ενορία Λεχλίου του νόμου Ίαλομίτσα καί στα χρόνια 1966-1971 στην κοινότητα Τσιοκανέστι του νόμου Ίλβόφ.
H Μονή Τσέρνικα
Ή ζωή του στον μοναχισμό
Συνταξιοδοτήθηκε το 1971, ενώ το 1974, πέθανε ή πρεσβυτέρα του. Τότε αυτός μπήκε στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίον του Βουκουρεστίου, στις 16 Ιου­λίου 1976. Την ϊδια χρονιά έκάρη μοναχός από τον ε­πίσκοπο Ρωμανό της Ίαλομιτσιοάρας έχοντας ως ανά­δοχο στην κούρα του τον ηγούμενο π. Νήφωνα και τον αρχιμανδρίτη π. Βενέδικτο Γκίους.

«Αφησε τα πάντα καί ήλθε στο μοναστήρι λέγοντας μέσα του. «Κύριε, εγώ ήλθα για να κρατήσω και την ύπόσχεσΐ μου. Θα πιασθώ από την πόρτα του μοναστηρίου. Εσύ, εάν με θέλης, δέξαι με, εάν όχι, ό­χι…». 
Τον πόθο για τον μοναχισμό τον είχε άφ’ ότου ήταν παντρεμένος. Μάλιστα είχε κάνει συμφωνία ενώ­πιον του πνευματικού του με την πρεσβυτέρα του, ότι οποίος θα παραμείνη μόνος του, θα πάρη τον σταυρό στο χέρι καί θα πάη στο μοναστήρι.Αφοΰ απέθανε πρώτη ή πρεσβυτέρα, ό π. Ηλίας έκράτησε την ύπόσχεσή του.
Μετά από αρκετό καιρό έλεγε: «’Οταν μπήκα στο μοναστήρι, μου ερχόταν να φιλήσω τίς πέτρες από ε­σωτερική ευτυχία».

Αρχικά έμεινε σ’ ένα κελλί ερειπωμένο. «Επρεπε να φέρνη λάσπη με το χέρι του και να το έπιδιορθώνη, χωρίς τοΰτο να είναι εύκολο, δεδομένου ότι ήταν αρκετά γέρος στην ηλικία.
Ό π. Ηλίας έκανε μεγάλη πνευματική ασκηση, α­κόμη από τα νεανικά του χρόνια. «Ελεγε: «Όταν ει­σήλθα στο μοναστήρι, είπα ότι οι μοναχοί είναι άγιοι και σκεπτόμενος ότι εγώ μέχρι τώρα ήμουν σε ενορία και είχα τα πάντα, απεφάσισα να κρατώ κι εγώ με αυ­στηρότητα τις νηστείες».
Όταν πλέον είχε γίνει μοναχός, ένήστευε τελείως από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι το Σάββατο το α­πόγευμα. Σέ κάθε μία από τίς τέσσερις μεγάλες νη­στείες της Εκκλησίας μας κρατούσε καί μία εβδομάδα με πολλή αυστηρότητα. Ενώ στο τέλος κάθε εβδομά­δος ένήστευε από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι την Κυριακή το πρωί, οπότε καί λειτουργούσε. Άλλα ούτε καί στίς άλλες ήμερες της εβδομάδος έ’τρωγε πολύ.

Αυτό το ελάχιστο το όποιο έτρωγε, έφρόντιζε να είναι φυσικό καί να προέρχεται από τα χέρια ευσεβών χριστιανών, πού ήρχοντο τακτικά στην εκκλησία, έξομολογούνταν καί κοινωνούσαν. Ή συμβουλή τουπρος τους μαθητές του ήταν: «Μη κτυπάτε τους φαρμα­κοποιούς, αλλά τους μαγείρους»….»Ελεγε: «Την μισή χριστιανική πίστι έμαθα στηνεκκλησιαστική σχολή καί την άλλη μισή από τον λαό».

«Ενας φοιτητής, πνευματικό του παιδί, έλεγε: «Στίς 12 Αυγούστου 1996 επήγα στον Γέροντα λίγο λάδι καί λίγο τυρί. Μου είπε: «Ντρέπομαι να πάρω από σένα, γιατί είσαι φοιτητής». Αλλά, επειδή εγώ επέμενα, τα δέχθηκε. Όμως είδα ότι ολόκληρη ή ΰπαρξίς του παρουσίασε ένα αίσθημα ντροπής και φαινόταν καθαρά ότι, για να πάρη κάτι από ένα φοι­τητή, έπρεπε να καταπάτηση μερικές βασικές καί δυ­νατές πεποιθήσεις του.
Τηρούσε πάρα πολύ τα ευαγγελικά λόγια: «Εάν ό οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, εξελε αυτόν εάν ή χειρ σου σκανδαλίζω σε, εκκοψον αυτήν»,
Για την δύναμη του Ψαλτηρίου έλεγε ότι ομοιάζει με τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Συνιστοΰσε στους υποτακτικούς του να διαβάζουν από ένα Κάθισμα κάθε ήμερα. Και σπάνια άφηνε κάποιον να διαβάζη περισσότερα.
Συμβούλευε τους μαθητές του να μη μπαίνουν στο σπίτι κάποιου, ούτε να δέχονται τον οποιονδήποτε στο σπίτι τους.
Το έτος 1977 επήγε για προσκύνημα στα Ιεροσό­λυμα, οπού και έμεινε τρεις μήνες. Εκεί, πολλές φο­ρές, όταν έτρωγε, δεν ήθελαν να του πάρουν χρήματα καί επί πλέον του έβαζαν φαγητό σε πακέτο να πάρη καί μαζί του. Ό ίδιος μας έδιηγεΐτο: «Όταν περπατού­σα στον δρόμο, όπου ήσαν στρατιωτικά φυλάκια, λό­γω της έχθρότητος μεταξύ Εβραίων καί Αράβων, σ’ όλους έκαναν έρευνα καί μόνο έμενα με άφηναν να περάσω, χωρίς να με ελέγχουν». Κάποτε πλανήθηκε και δεν ήξερε τον δρόμο για να πάη στο σπίτι πού εί­χε ενοικιάσει. Τότε ένας Εβραίος φαρμακοποιός τον πήρε με το αυτοκίνητο του καί τον έφερε στο σπίτι πού έμενε.
Αγαπούσε ό π. Ηλίας την ελεημοσύνη καί, όσοι ήρχοντο σ’ αυτόν για συμβουλές καί έξομολόγησι, τους προέτρεπε στο ίδιο έργο. Είχε ένα χονδρό τετρά­διο με ονόματα χιλιάδων ανθρώπων, οί όποιοι είχαν βοηθήσει στίς εκκλησίες, καί τους οποίους έμνημόνευε σ’ όλη την ζωή του.

Ακόμη κι όταν ερχόταν μοναχός στο κελλί του, του έδινε ο,τι είχε καί όσο ημπορούσε. Από την σύνταξή του αγόραζε διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα καί τα έχάριζε στίς εκκλησίες ή βοηθούσε στην άνοικοδόμηση καί επισκευή τους.»Ελεγε ό Γέροντας: «Πάντοτε, όταν έδινα ελεημο­σύνη, ελάμβανα τρεις καί τέσσερις φορές περισσότε­ρα».

Όταν οί μαθητές του έπαιρναν κάποιο ιερό αντι­κείμενο για εκκλησία, όπως ‘Αγιο Ποτήριο, Σταυρό, Ευαγγέλιο, ιερατικά άμφια κ.λπ. καί τον ερωτούσαν που να τα χαρίσουν, τους απαντούσε:«Αναζητήστε μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι πτωχό, πού έχουν κα­λόν ιερέα καί εκεί να τα δώσετε. Άλλα, εάν κάποιος από την οικογένεια σας έδωσε σε κάποια συγκεκριμέ­νη εκκλησία, έκεΐ να δώσετε καί εσείς».Χαιρόταν παρά πολύ όταν τα πνευματικά του παι­διά έκαναν ελεημοσύνη στίς εκκλησίες καί τους έλε­γε: «Μου έδώσατε νιάτα για 20 χρόνια».
Στό διάβα της ζωής του ύπέμεινε πολλές χειρουρ­γικές επεμβάσεις. Σέ δύο απ’ αυτές, όταν ευρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, δυο από τους μαθητές του έ­δωσαν από ένα Ευαγγέλιο στον ιερέα του νοσοκο­μείου. Όταν τους είδε, άρχισε να πηγαίνη ή υγεία του προς το καλύτερο καί μετά από λίγες ήμερες εξήλθε από το νοσοκομείο. Στήν τελευταία έγχείριση, άφοϋ ό γιατρός είδε τις αναλύσεις καί τα άκτινογραφήματα, έδήλωσε έκπληκτος: «Δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ζει ακόμη αυτός ό άνθρωπος, δεδομένου ότι όλα είναικατεστραμμένα μέσα του». Κατόπιν ερώτησε τον Γέ­ροντα: «Ή πανοσιότης σας δεν τρώγετε τίποτε;» Με­τά από εκείνη την έγχείριση έζησε ακόμη δύο χρόνια.

Κάποτε ήλθαν στον Γέροντα μερικοί απλοϊκοί άν­θρωποι από την επαρχία. Άφού συνομίλησαν, τους ε­ρώτησε: «Υπάρχει περίπτωσις πορνείας στίς οικογέ­νειες σας;» Εκείνοι του απήντησαν: «Όχι, πάτερ».«Τότε προσέξετε τί θα κάνετε. Θα πάτε στον ιερέα του χωρίου σας καί να τον ερωτήσετε από τι έχει ανάγκη για την εκκλησία του καί έσεΐς, κατά την δύναμή σας, προσπαθήστε ν’ αγοράσετε κάποιο αντικείμενο καί να το χαρίσετε στην εκκλησία».


‘Ολόκληρα χρόνια είχε το διακόνημα να ξεθάπτη τους νεκρούς καί να λειτουργή γι’ αυτούς στην εκκλη­σία του αγίου Λαζάρου, τελώντας και μνημόσυνο στο τέλος. Ακόμη καί από τότε πού τον άλλαξαν από τοδιακόνημα αυτό, έπήγαινε μία φορά την εβδομάδα στο κοιμητήριο του μοναστηρίου, όπου έθυμίαζε, άνα­βε κεράκια καί προσευχόταν για τους νεκρούς. Όταν έπήγαινε για το κοιμητήριο, έπαιρνε μαζί του λίγοψωμί καί έτάΐζε τα πουλάκια, τα όποια ήρχοντο καί έστέκοντο επάνω στον ώμο του.
Μερικές φορές τον χρόνο έπήγαινε στο κοιμητή­ριο Μπέλου, του Βουκουρεστίου, καί έκαμνε «Τρι­σάγια» στους τάφους των ηρώων,πού έπεσαν για την ελευθερία καί την αξιοπρέπεια του έθνους. Επίσης έ­πήγαινε στον τάφο του μεγάλου ποιητοϋ Μιχαήλ Έμινέσκου καί στους άλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά την έπανάστασι του 1989 καί την πτώση του κομμουνι­σμού, έπήγαινε καί στους τάφους των εκεί θαμμένων ηρώων καί τους έμνημόνευε.
Ό διάβολος φθονούσε τον Γέροντα για την καθα­ρή ζωή του καί προσπαθούσε να τον φοβήση με διά­φορες ταραχές μέσα στο κελλί του προκαλώντας δια­φόρους ήχους.

Όταν κτιζόταν ή εκκλησία στο χωριό Νταρμανέστι, ό Γέροντας έχάρισε 13000 λέι (τότε ό μισθός ήτο 1000-2000 λέι τον μήνα). Ό ιερεύς εκείνης της ενο­ρίας έκοψε την άπόδειξη, όμως μία γυναίκα άρπαξε με τρόπο την άπόδειξη του π. Ηλία καί μ’ αυτήν επήγε στον ιερέα του χωριού λέγοντας του ότι ό π. Ηλίας μετάνοιωσε καί ζητεί πίσω τα χρήματα του. Ό ιερεύς εκείνος επήρε την άπόδειξι καί έδωσε στην γυναίκα τα χρήματα. Ό π. Ηλίας, όταν το έμαθε λυπήθηκε πά­ρα πολύ. Όμως δεν ανταπέδωσε το κακό με το κακό. Απεναντίας, μετά άπ’ αυτό το συμβάν, την βοηθούσε κατά καιρούς, άπ’ αυτά πού του έδιναν οί άλλοι χρι­στιανοί, όταν ερχόταν να ζήτηση βοήθεια. Μάλιστα της έδινε να πάρη καί μαζί της φαγητό.

Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος από την κοινό­τητα Μπουσκάνι. Επειδή ήταν ανάγκη να φυγή για να λειτουργήση, άφησε τον νέο μόνο του στο κελλί του καί, όταν επέστρεψε, δεν εύρηκε ούτε τον νέο, ούτε τον σταυρό πού είχε στο τραπέζι του. Τότε ό Γέρο­ντας προσευχήθηκε επίμονα να έπιστρέψη ό νέος τον σταυρό. Μετά από κάποιο καιρό, ό νέος επέστρεψε με μελανιασμένο καί πληγωμένο το πρόσωπο του καί έ­χοντας στα χέρια τον σταυρό. Διηγήθηκε στον Γέρο­ντα ότι κάθε νύκτα κάποιος τον ξυπνούσε καί τον κτυ­πούσε με τον κλεμμένο σταυρό. Κι αυτός μη μπορώ­ντας να ύπομείνη άλλο τα βάσανα καί τα κτυπήματα, έφερε τον σταυρό πίσω. Ό Γέροντας τον δέχθηκε, του καθάρισε τίς πληγές, του έδωσε να φάγη φαγητό καί τον συνεχώρησε γι’ αύτη την πράξι του. Καί από πά­νω του έδωσε καί χρήματα για τον κόπο του. Μία μα­θήτρια του τον ερώτησε πόσα χρήματα του έδωσε, καί ό πατήρ της απήντησε: «»Εβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη μου καί όσα έπιασα του τα έδωσα».
Δύο τρία χρόνια πρίν από τον θάνατο του, έλεγε: «Εγώ δεν πεθαίνω πλέον για μένα, αλλά για τους άλ­λους».
Το άγιο τέλος του
Στίς 8 Ιουνίου του 1996 είπε στους μαθητές του πώς θα τον ενταφιάσουν: «Τα ρούχα της κηδείας μου τα έχω κάτω από το κρεββάτι μου, είναι όλα παλαιά, αλλά με αυτά να με ενδύσετε. Φέρετρο να μη μου κά­νετε, αλλά να με περιτυλίξετε με την ψάθα μου. Οι δύο σταυροί πού θα βάλετε στον τάφο μου, ο ξύλινος και ό πέτρινος, ήδη είναι έτοιμοι. Όμοίως έχω έτοιμα μερικά κεριά και πετσετάκια. «Οταν θα πεθάνω, να μη με κρατήσετε πολύ, αλλά να με θάψετε γρήγορα, την δεύτερη ημέρα. Το βράδυ να με φέρετε στην εκκλησία του αγίου Λαζάρου, αλλά να μη με βάλετε επάνω σε τραπέζι ή σε κάποιο άλλο κάθισμα, αλλά κάτω στο τσιμέντο, μετά την πόρτα της εκκλησίας. Στό κεφάλι μου να μου ανάψετε ένα καντήλι. Ό τάφος μου να εί­ναι στην άκρη της λίμνης, μαζί με τους νεκρούς του λάου και να μη τον περιφράξετε με κιγκλίδωμα ή κάτι άλλο». (Στό Κοιμητήριο της μονής Τσερνίκα, θάπτονται, κατά παράδοσιν, καί πολλοί Χριστιανοί από το Βουκουρέστι. Αυτό συμβαίνει καί σ’ άλλα μοναστή­ρια πού είναι δίπλα σε οικισμούς).
Ό π. Ηλίας έγνώριζε από πριν την ήμερα του θα­νάτου του.’Ενας μαθητής του, ό Κωνσταντίνος, από το Βουκουρέστι, διηγείται: 
«Στίς 26 Δεκεμβρίου 1996 ήμουν στον Γέροντα. Ήταν πολύ αδύνατος. Μου είπε ότι δεν έχει φάει σχεδόν τίποτε ολόκληρη την περίο­δο της νηστείας των Χριστουγέννων. Συνωμΐλησα μα­ζί του περίπου μία ώρα. Πριν αναχωρήσω του ευχή­θηκα: «Να δώση ό Θεός καί πάλι την υγεία σου, Γέ­ροντα, καί για πολλά ακόμη χρόνια».Ό Γέροντας μ’ έκοΐταξε καί μου είπε: «Ναί, αλλά πώς το λέγεις εσύ, εάν έλθη το βιβλίο να γραφτώ για μετά από δύο εβδο­μάδες; Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια!» Καί ακριβώς μετά από δύο εβδομάδες, δηλ. στις 8 Ιανουαρίου 1997, έκοιμήθη ό Γέροντας.
Λίγες ήμερες πριν από τον θάνατο του έκάλεσε τον αποθηκάριο της Μονής, του έδωσε ό,τι είχε στο κελλί του (λίγο ρύζι, λάδι καί παξιμάδι) καί του είπε: «Από τώρα δεν θα έχω ανάγκη άπ’ αυτά, επειδή σε λί­γες ήμερες θα πεθάνω!»
Στίς 5 Ιανουαρίου 1997 έγραψε σ’ ένα σημείωμα και το έβαλε σε μια περίοπτη θέσι για να το διαβά­σουν όλοι οί μοναχοί. «Εγραφε.«Αδελφοί μου, εγώ πεθαίνω, ελάτε να συμφιλιωθούμε». Την ίδια ημέρα έζήτησε συγχώρησι από τον ηγούμενο καί τον εκκλη­σιαστικό.
Ή 8η Ιανουαρίου συνέπεσε να είναι Τετάρτη. Την ημέρα αυτή στο μοναστήρι Τσερνίκα τελείται το άγιο Εύχέλαιο. Ή Ελένη, μια μαθήτρια του, ήλθε α­πό το πρωί στον Γέροντα, του φίλησε το χέρι κι εκεί­νος της είπε: «Πήγαινε στην εκκλησία, στο άγιο Εύ­χέλαιο καί μετά να ελθης από μένα, διότι σήμερα πρέ­πει να αναχωρήσω». Μετά το Εύχέλαιο, μαζί με δύο άλλες μαθήτριες του, επέστρεψαν στον Γέροντα. Τον εύρήκαν να κάθεται σ’ ένα κάθισμα, μπροστά από τοκελλί του καί συνωμίλησαν μαζί του. Τους είπε πολ­λές φορές: «Βλέπω ένα μεγάλο φως, βλέπω ένα μεγά­λο φως!» Οί κοπέλες, άκούοντας αυτά τα λόγια του, άρχισαν να διαβάζουν προσευχές. Μεταφέρθηκε μέσα στο κελλί του, οπού μετά από τρεις ώρες εξέπνευσε καί παρέδωσε το πνεύμα του στον Χριστό, πού αγάπη­σε καί εργάσθηκε μέχρι την όσία κοίμησή του. Απέθα­νε κρατώντας αναμμένο το κερί στο χέρι του. Έκοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων την προηγούμενη η­μέρα. Το πρόσωπο του ήτο λαμπρό μέχρι την στιγμήπού τον έβαλαν στον τάφο.
Ενταφιάσθηκε, όπως το έζήτησε, χωρίς φέρετρο, τυλιγμένος με την ψάθα του. Κατά την ώρα πού μετέ­φεραν το σκήνωμα του στο κοιμητήριο, έβγαινε από το σώμα του μία θαυμάσια ευωδιά, όπως ώμολόγησαν πολλοί Χριστιανοί, καί ιδιαίτερα αυτοί πού τον ένεταφίασαν.Ή ταπείνωσις ήτο εκείνη πού τον συνώδευσε μεχρι το κατώφλι του θανάτου του. 

Ιδού τι γράφτηκε ε­πάνω στον τάφο του καί στον ξύλινο σταυρό:«Έπέρασα αυτή την ζωή με φαινομενική καλωσύνη καί με πολλή κακία». Τα λόγια αυτά τα έγραψε ό ίδιος και ζήτησε να γραφτούν στον τάφο καί στον σταυρό του.

Όσιε Γέροντα Ηλία, παρακάλεσε τον Θεό καί για εμάς τους αμαρτωλούς!

Από το βιβλίο »Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας»Εκδ.Ορθόδοξος Κυψέλη»/www.proskynitis.blogspot.com

Η Καθαρά Δευτέρα στα Βυζαντινά Ανάκτορα!

Σύμφωνα με τους ιστορικούς που έχουν ασχοληθεί με την καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο η Καθαρά Δευτέρα στα Βυζαντινά Ανάκτορα είχε Μοναστηριακό χαρακτήρα. Έτσι την πρώτη, την δεύτερη και την τρίτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δεν λειτουργούσε η Αυτοκρατορική Τράπεζα. Οι Αυτοκράτορες και τα Μέλη της Αυλής νήστευαν κρατώντας τριήμερο. Τα ωμά λαχανικά και τα φρούτα ήταν τα μόνα που επιτρεπόταν εκτός αν υπήρχαν σοβαροί λόγοι υγείας για κάποιο από τα Μέλη της Αυτοκρατορικής Οικογένειας ή της Αυλής. Την Τετάρτη ο Αυτοκράτορας και η Οικογένειά του παρακολουθούσαν την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία και μεταλάμβαναν των Αχράντων Μυστηρίων από τον Πρωτόπαπα των Ανακτόρων.Το ίδιο τυπικό επικρατεί και σήμερα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με τον Πατριάρχη και τα Μέλη της Πατριαρχικής Αυλής να νηστεύουν αυστηρά.

Το πέταγμα του χαρταετού και η πνευματική πορεία του ανθρώπου.

του Νικήτα Καυκιού.

-Τι κάνετε εδώ στο μοναστήρι; ρώτησαν κάποτε ένα μοναχό.
Κι’ αυτός αποκρίθηκε:
«Πέφτουμε και σηκωνόμαστε, και πάλι πέφτουμε και πάλι σηκωνόμαστε
και ξαναπέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε».

 

– Η πνευματική πορεία δεν είναι μια γραμμική, προοδευτική πορεία προς τη θέωση. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα, διαφοροποιημένα, διαδοχικά πνευματικά στάδια που οδηγούν στην αγιότητα. Αλλά μια ατέρμονη, προσωπική δυναμική, εξελικτική, σταυροαναστάσιμη διαδικασία η οποία χαρακτηρίζεται από παλινδρομήσεις, οπισθοχωρήσεις, κρίσεις, στασιμότητες, παλινδρομήσεις, νίκες, ήττες, επιτυχίες και αποτυχίες .

Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την πνευματική πορεία με το πέταγμα του χαρταετού:

  • Τα υλικά του χαρταετού εικονίζουν τα βιολογικά μας δεδομένα.
  • Τα ζύγια, την ψυχοσυναισθηματική ισορροπία.
  • Η ουρά, τον προσωπικό σταυρό.
  • Ο σπάγκος, τη σωφροσύνη που μας γειώνει στην πραγματικότητα και δεν επιτρέπει στα μυαλά μας να πάρουν αέρα.
  • Οι χειρισμοί που απαιτούνται, τη διάκριση.
  • «Κεφάλι» κρατάει ο πνευματικός πατέρας ο οποίος είναι οδηγός και συμπαραστάτης.
  • Ο άνεμος είναι το πνεύμα του Θεού, η Χάρη χωρίς την οποία τίποτε δεν γίνεται.

Όταν ο άνεμος είναι καλός και ο χαρταετός καλοζυγισμένος το πέταγμα γίνεται εύκολα. Συνήθως όμως κάτι δεν πάει καλά και χρειάζεται επίμονη προσπάθεια μέχρι να σηκωθεί ψηλά ο χαρταετός και να «βρει τον αέρα του»: προσθαφαίρεση ουράς, σκουλαρίκια, διόρθωση στα ζύγια, τρέξιμο, ξεμπέρδεμα καλούμπας κλπ. Συχνά μπερδεύεται ο σπάγκος, ο αετός πέφτει σε αγκαθωτούς θάμνους, ψάχνουμε να τον βρούμε, χτυπάμε, ιδρώνουμε, φωνάζουμε, νευριάζουμε, μαλώνουμε ή ζηλεύουμε τους άλλους που πάνε ψηλότερα.

Όταν ο αετός ανεβαίνει ψηλά νιώθουμε τη βεβαιότητα ότι τα καταφέραμε. Όταν πέφτει βολίδα ή παίρνει τούμπες ή γέρνει, τρέχουμε, αμολάμε και μαζεύουμε καλούμπα προσπαθώντας να του δώσουμε ύψος ενώ μέσα μας εναλλάσσονται συναισθήματα ενθουσιασμού και απογοήτευσης. Την ώρα της πάλης ξεχνάμε ότι το πέταγμα εξαρτάται κυρίως από τον άνεμο και την κατασκευή του αετού και παλεύουμε απεγνωσμένα να τον ανεβάσουμε ψηλά σαν να εξαρτώνται όλα από τη θέληση, τη δύναμη και την τεχνική μας.

Όταν ο αετός βρει τον αέρα του (αρπαγή από τη Χάρη) κρατιέται μόνος του στον ουρανό (ζωή προσευχής) αρκεί να τον κρατάμε με την άκρη του σπάγκου στο έδαφος (ταπείνωση). Βέβαια πάλι μπορεί να υπάρξουν προβλήματα όπως: να σταματήσει ο άνεμος (άρση της Χάριτος) ή να μας ξεφύγει ο αετός, αν τραβάει πολύ ο αέρας και δεν τον έχουμε στέρεα δεμένο (υψηλοφροσύνη). Και αλίμονο, όσο ψηλότερο είναι το σημείο από το οποίο θα πέσει ο αετός μας τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να συντριβεί.

Οι περισσότεροι από εμάς αρχίζουμε και τελειώνουμε την πνευματική μας πορεία χωρίς ποτέ να ανεβούμε τόσο ψηλά ώστε να «βρούμε τον αέρα μας». Έτσι ενώ γλιτώνουμε τον κίνδυνο μιας τελειωτικής πτώσης, δεν χαιρόμαστε ποτέ την ανάβαση στους ουρανούς.

«Αγγέλων εστί το μη πίπτειν, ίσως ουδέ δυναμένων, ως φασίν τινές, ανθρώπων δε το πίπτειν κaι πάλιν αvίστασθαι, οσάκις αν τούτο συμβή»
Οσ. Iωάννης της Κλίμακος

 

 

 

– Πάντως αδελφοί μου να μην ξεχνάμε ότι η πνευματική πορεία προσομοιάζει με πέταγμα χαρταετού και όχι με αεροπορικό ταξίδι. Δεν μπορούμε να ζήσουμε το ανέβασμα στους ουρανούς, καθισμένοι σε αναπαυτικές πολυθρόνες, απολαμβάνοντας το ζεστό καφεδάκι που μας προσφέρει η όμορφη αεροσυνοδός. Χρειάζεται να ματώσουμε μέχρι να μας αρπάξει η Χάρη σε πέταγμα υψηλό. Η πνευματική πορεία είναι ακρότατη περιπέτεια και όχι ταξίδι αναψυχής. Και το πνεύμα του Θεού που πνέει όπου θέλει, προτιμά να δροσίζει ως αύρα τους ριψοκίνδυνους λάτρες της περιπέτειας. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για περιπέτεια σταυρική χάριν της αγάπης.

– Σε όλη τη διάρκεια της επίγειας διαδρομής του ο χριστιανός καλείται να εγκαταλείπει τους αυτό-προστατευτικούς, αμυντικούς μηχανισμούς και να πληγώνεται στην Αλήθεια, τη θυσία και την Αγάπη. Όσο περισσότερο ανοίγεται στην αγάπη και ωριμάζει εν Αγίω Πνεύματι τόσο περισσότερο λυπάται για το κακό και την αμαρτία. Τα αισθητήριά του οξύνονται και πάσχει συνειδητοποιώντας το μέγεθος της απόστασης του κόσμου από την Θεία Αγάπη. Η εμπειρία της οδύνης τον αναγκάζει να προσεύχεται υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Μόνο η Χάρη απαλύνει, γλυκαίνει και θεραπεύει τα τραύματα της αγωνίας του. Ο χριστιανός δεν αναπαύεται σε μια στατική κατάσταση μακάριας, πνευματικής ευδαιμονίας. Ενώ πορεύεται προς τον Χριστό πληγώνεται και θεραπεύεται, απογοητεύεται και ενθουσιάζεται, χαίρεται και λυπάται, αμφιβάλλει και πείθεται, εμπνέεται και στεγνώνει, γνωρίζει και παραμένει αμαθής, αγαπά και οργίζεται, καταλαβαίνει και απορεί.
– Δεν πρόκειται για σταδιακή ανάβαση κλίμακος. Αλλά για δαιδαλώδη διαδρομή με ανηφόρες και κατηφόρες, παγίδες και σημεία ανάπαυσης, στενά και ευρύχωρα διαστήματα, όμορφα και εφιαλτικά τοπία.

Έρχονται στιγμές που νιώθουμε βέβαιη την πίστη μέσα μας, τη σχέση μας με το Θεό ζωντανή και έντονο το μεράκι για υπακοή, άσκηση και διακονία. Έρχονται στιγμές που αμφιβάλλουμε για όλα, νιώθουμε το Θεό να πεθαίνει στην απουσία της προσευχής και αισθανόμαστε την ανάγκη να στηρίξουμε ψυχολογικά τον ετοιμόρροπο εαυτό μας αναζητώντας παρηγοριά ακόμη και στην αμαρτία.

Αμφιβάλλουμε, νιώθουμε αποπροσανατολισμένοι και χαμένοι, θέλουμε να τα παρατήσουμε και να γυρίσουμε πίσω, φοβόμαστε ότι δεν θα καταφέρουμε να φτάσουμε ως το τέλος και θα χαθούμε, τραυματιζόμαστε, πληγωνόμαστε, πονάμε, πέφτουμε και σηκωνόμαστε πάλι και πάλι. Επιστρέφουμε στην αμαρτία, αισθανόμαστε μοναξιά και τρόμο, παρηγοριά, θέρμη αγάπης και σκληρή παγωνιά. Βλέπουμε κάποιο φως και το χάνουμε και το ξαναβρίσκουμε και το ξαναχάνουμε. Μετανιώνουμε που ξεκινήσαμε, αισθανόμαστε εξαπατημένοι, προδομένοι, εγκαταλειμμένοι και μετά πάλι γεμίζουμε με ελπίδα, θάρρος και αισιοδοξία.

Άλλοτε η σκοτεινή νύχτα της ψυχής διαρκεί λίγα λεπτά και άλλοτε χρόνια. Μερικές φορές νιώθουμε άδεια, ξεραμένα κούτσουρα που τα σέρνουν ανεξέλεγκτες δυνάμεις και άλλοτε αισθανόμαστε αγαπημένα παιδιά του Θεού, προστατευμένα κατά πάντα από τη Χάρη Του.

Μας ενθουσιάζουν οι προκλήσεις της Αγιοπατερικής διδασκαλίας και θέλουμε να ακολουθήσουμε τα χνάρια των Αγίων και μετά παγωμένοι, παραμιλάμε στα εικονίσματα ξερά τα λόγια της προσευχής και μας φαίνονται όλα μηχανικά, μάταια, ανόητα και ψευδή. Αισθανόμαστε τους ουρανούς κλειστούς και τη Χάρη του Θεού ανύπαρκτη και μετά πάλι ζωντανεύει μέσα μας η ελπίδα, μας επισκέπτεται η Χάρη, ζεσταίνεται η καρδιά μας με την μετάνοια και θέλουμε πιο πολύ από όλα να ζωντανέψουμε τη σχέση μας με το Θεό. Μετανιώνουμε για την παγωνιά που έκτισε μέσα μας η αμαρτία και λαχταράμε τη θέρμη της Θείας αγάπης.

Οι καρποί της Χάριτος (χαρά, μακροθυμία, πίστη, πραότης, εγκράτεια) ενισχύουν τη σχέση μας με το Θεό και μετά παγώνουμε τη ζωή μας στην αμαρτία και διώχνουμε τη Χάρη. Νιώθουμε το Θεό κουφό και ανάλγητο στις παρακλήσεις μας και απογοητευόμαστε φθάνοντας μέχρι την απιστία.

Αναδύονται μέσα μας ανόητες σκέψεις που δεν αντέχουμε να ομολογήσουμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Σκέψεις που μας προσβάλλουν και μας εξευτελίζουν, παρορμήσεις αισχρές, αισθήματα απαράδεκτα, επιθυμίες στρεβλές. Αισθανόμαστε μέσα μας συγκρούσεις, μετά ισορροπία και μετά πάλι συγκρούσεις.

Ανακαλύπτουμε κίνητρα φτωχά και διεστραμμένα να κρύβονται πίσω από την επιφάνεια της αρετής μας. Αυξάνουμε σε αυτογνωσία και συνειδητοποιούμε ότι αυτό που κάποτε νομίζαμε αρετή ήταν αμαρτία. Αυτό που νομίζαμε ότι προσφέραμε στο Θεό υπηρετούσε μόνο τις ατομικές μας ανάγκες. Η ωριμότητα του χθες αποκαλύπτεται ως η ανωριμότητα του σήμερα. Η αρετή του χθες ως η αμαρτία του σήμερα.
Με τα χρόνια καταλαβαίνουμε ότι οι ατομικές μας προσπάθειες δεν μας σώζουν. Απλά αποκαλύπτουν το μέγεθος της αδυναμίας μας. Οι εξαντλητικές αποτυχίες, μας προετοιμάζουν για να καταθέσουμε συντετριμμένο τον εαυτό μας στον Χριστό. Να εγκαταλείψουμε τις προσδοκίες μας στην πρόνοια της Αγάπης του. Να Του επιτρέψουμε να μας κάνει ότι θέλει, όπως θέλει.

Δεν υπάρχουν ελεγχόμενες τεχνικές για να προσελκύσουμε εσπευσμένα τη Χάρη και να αγιασθούμε ανώδυνα. Τίποτε δεν μπορεί να απαλλάξει την ψυχή μας από το χρονικό του πάθους της. Το κυνήγι της Χάριτος θηρεύει μόνο αποτυχία. Ο αγιασμός δεν είναι του θέλοντος και του τρέχοντος αλλά του ελεούντος Θεού.

– Η αγιότητα δεν βιώνεται ως ακύμαντη μακαριότητα αλλά ως σταυροαναστάσιμη περιπέτεια. Δεν υπάρχει ένα τελικό στάδιο φωτισμού από το οποίο και μετά η ζωή συνεχίζεται ως πνευματική ευδαιμονία. Μέχρι το τέλος η σχέση με το Θεό είναι σταυρός και ανάσταση. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στο τέλος της επίγειας πορείας Του δεν επιβραβεύεται με ψυχοσωματική ανάπαυση ή κοινωνική αναγνώριση αλλά τιμωρείται με ατιμωτικό θάνατο.
Μετά τη βίωση της εγκατάλειψης ακόμη και από τον Θεό Πατέρα, ολοκληρώνει το έργο του.
Μετά την ταπεινή αποδοχή του ατιμωτικού θανάτου, δοξάζεται.
Μετά την κάθοδο στον Άδη, ζει ως οντολογικό συνακόλουθο το γεγονός της Ανάστασης.
Αν πιστέψουμε ότι ήλιος εξακολουθεί να λάμπει πάντοτε πίσω από τα σύννεφα θα μπορέσουμε από τώρα να γίνουμε συνδαιτυμόνες της επουρανίου βασιλείας. Διότι αυτό που περισσότερο μας εξουθενώνει στην αμαρτία είναι η απογοήτευση και αυτό που περισσότερο μπορεί να δυναμώσει μέσα μας την πίστη είναι η ελπίδα.

http://www.psyche.gr/-Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Χανιώτικα Νέα στις17/02/07

Πειρασμοί και θλίψεις. (Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτη , (+27/2/1998)


 

            « Η χαρά παρηγορεί, αλλά δεν μας φέρνει κοντά στον Θεό. Σε ξεγελά και ξεχνάς την φιλοπονία, την άρση του σταυρού. Εγώ πολλές φορές βλάφτηκα από την πολλή χαρά. Οι θλίψεις, οι πειρασμοί, οι στενοχώριες σε καθαρίζουν και αισθάνεσαι κοντά σου τον Θεό. Ο σταυρός σε κάνει ταπεινό και αυτός φέρνει την ανάσταση. Δεν βλέπεις τι λέει; “Ιδού γαρ ήλθε δια του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω”.

            Η ζωή μας εδώ είναι ένα συνεχές μαρτύριο. “Στενή και τεθλιμμένη οδός”, η μόνη που οδηγεί στον ουρανό. “Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού”(Πραξ. 4,22). Γεύθηκα, αδελφοί μου, και δεν περιαυτολογώ και την γλυκύτητα του παραδείσου, αλλά και την πικρία του άδου. Ανέβηκα στα ύψη του ουρανού, αλλά κατόπιν κατέβηκα στα κατώτερα βάραθρα και τάρταρα της κολάσεως».

            Ο συνειδητός μοναχός θα δοκιμάσει τον σταυρό και την ανάσταση σταδιακά. Άλλοτε θα προηγούνται τα θλιβερά και θα ακολουθούν τα ευχάριστα και αντίστροφα. Σε όσους η Χάρις αποδέχεται στο στάδιο της αθλήσεως τους θα συμβαίνουν αυτά, αλλά περισσότερο θα δοκιμάζουν τον σταυρό. Δίκαια μαθαίνομε ότι «ει συναποθάνομεν άρα και συζήσωμεν» (Β΄Τιμ.2,11).

            Υπάρχουν και βαθύτερα νοήματα στις κρίσεις του Θεού, που με πανσοφία ο Δημιουργός ρυθμίζει τα μυστήρια της προνοίας Του. Στους Αποστόλους βλέπομε ότι  δόθηκε δωρεάν η Χάρις στην αρχή, γιατί ήταν τα θεμέλια της νέας αποκαλύψεως, της δημιουργίας της Εκκλησίας. Μετά σήκωσαν οι Απόστολοι τον σταυρό με τους πολλούς διωγμούς, τις ταλαιπωρίες και τα μαρτύρια που υπέστησαν από τα άπιστα έθνη και που τα καλούσαν στην ευσέβεια.

            Στον Γέροντα μας Ιωσήφ προηγήθηκε η Χάρις δωρεάν και μετά η άρση του σταυρού, η περιεκτική φιλοπονία, με την οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί η ομολογία του ως πιστού και όχι μισθωτού.

            Αυτή είναι η γενικότερη μορφή της φιλοπονίας. Υπάρχει και η μερική, η οποία αφορά κάθε αγωνιζόμενο που θέλει να λάβει μέρος στο μυστήριο της πίστεως και των θείων επαγγελιών. Στον χώρο της μετανοίας, που ο κάθε πιστός στρατεύεται ανάλογα με την πίστη του, τον ζήλο του, ακόμα και τον χαρακτήρα του, θα δοκιμάσει αυτές τις εναλλαγές της θλίψεως και της παρηγορίας.

            Αυτές οι μεταβολές βρίσκονται στις νόμιμες αλλοιώσεις της κατά Θεόν ζωής, και δεν είναι ψυχολογικές αστάθειες και μεταπτώσεις της ακατάστατης ζωής. Είναι δε επωφελέστατες, γιατί δυναμώνουν το πνευματικό ήθος του αγωνιστού και τον βεβαιώνουν ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Τότε λέει με θάρρος «ταύτα πάντα ήλθον εφ’ ημάς και ουκ επελαθόμεθα σου…ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» ( Ψαλ. 43, 18-23). Κάποτε μας αφηγήθηκε, ότι υπέφερε δύο φορές από κάποιο σκληρό πειρασμό, που τον εμπόδιζε να λειτουργήσει. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις του δεν εισακούστηκε από τον Θεό. Τότε στράφηκε προς τον φύλακα άγγελο και με παράπονο του είπε: « Δεν απεστάλης συ πρός φυλακή και βοήθεια μου; Γιατί δεν με βοηθείς σε αυτή την δοκιμασία;». Πράγματι, αμέσως έφυγε ο πειρασμός και λειτούργησε. Το πνεύμα της απογνώσεως είναι το πιο σκληρό μαρτύριο. Εύχομαι στους πνευματικούς αυτούς αθλητές να μην τους εκλείψει η καρτερία και η επιμονή. « Μακάριος άνθρωπος ον αν παιδεύσης Κύριε και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν» ( Ψαλ. 93,12).

            Συνιστούσε πολύ την υπομονή ως απαραίτητο μέσο σωτηρίας στις θλίψεις ο μακάριος Γέροντας. Μας διηγόταν για την αυστηρότητα και φιλοπονία του Γέροντος μας Ιωσήφ, που ήταν σχεδόν κλεισμένος στον τάφο. Αναφερόταν και σε κάποιον άλλο Γέροντα Γαβριήλ που είχε πόθο να κοινωνεί κάθε ημέρα. Αυτός ο Γέροντας έκανε άκρα νηστεία και αυτό του προκαλούσε φυσιολογικά δυσκολία. Κάποτε τόσος ήταν ο πόνος και η αγωνία του «υπέρ φύσιν» και κοίταζε ψηλά στον ουρανό. Ξαφνικά κάτι τον παρηγόρησε και άρχισε να φωνάζει: «Λουλούδια, λουλούδια, αρώματα» και λέγοντας αυτά παρέδωσε την μακαρία ψυχή του στα πραγματικά λουλούδια της αιωνιότητος.

Σωματική ασθένεια και θεραπεία.

            «Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού» ( Β΄Κορ. 12, 9).

            Από μικρός ο Γέροντας ήταν αλλεργικός. Μας έδειχνε το ένα πόδι, που φαινόταν πάντοτε ερεθισμένο. Όταν η κόπωση αυξανόταν, τότε αυτό ερεθιζόταν περισσότερο και μετέδιδε τα συμπτώματα και στο υπόλοιπο σώμα.

            Όταν και σε μας συνέβαιναν θλίψεις, είτε από κάποια ασθένεια ή άλλη αιτία και προκαλούσαν φόβο ή αποθάρρυνση, μας παρηγορούσε με ένα δικό του περιστατικό που μας δυνάμωνε το ηθικό, αλλά μεγάλωνε και την προθυμία μας.

            «Κάποτε, μας έλεγε, αυτή η αλλεργική ασθένειά μου δυνάμωσε απότομα. Από τους σωματικούς κόπους, γιατί υπηρετούσα δύο Γέροντες, γέμισε το σώμα μου χονδρά σπυριά με ερεθιστική φαγούρα. Τα μάτια μου ακόμα ερεθίστηκαν, και σχεδόν όλο μου το πρόσωπο παραμορφώθηκε.

            Πήγα σιγά-σιγά στο εκκλησάκι μας και με παράπονο άρχισα να κλαίω μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας. “Παναγία μου, Της έλεγα, τώρα θα σου θυμίσω τα λόγια Σου, όταν μας παρηγορούσες, ότι θα είσαι και θα μείνεις πάντοτε η κηδεμόνας, η τροφός και γιατρός μας. Που θα καταφύγω τώρα εγώ ο ταπεινός, όπως είμαι για να βρώ παρηγοριά”.

Αμέσως αισθάνθηκα στην ψυχή μου μία ειρήνη, μία ανακούφιση και όλο μου το σώμα το αισθανόμουν ελαφρό και ευκίνητο. Άρχισα να κινούμαι και να περπατώ με ευκολία! Αυτό ήταν όλο. Απόκτησα την υγεία και την όρεξή μου να συνεχίσω την διακονία μου στους Γέροντές μου».

            Πόση δύναμη περνάμε, όταν μας διηγόταν τόσο ζωντανά την παρουσία της Χάριτος, εάν την επικαλεσθεί κάποιος με πίστη! Ο Γέροντας Εφραίμ είχε υπερβολική αγάπη στην Παναγία. «Τι να κάνω, έλεγε, πολλές φορές όταν λειτουργώ δεν μπορώ να προφέρω το όνομά Της. Όταν Την επικαλούμαι, αισθάνομαι μέσα μου μία πυράκτωση της καρδίας μου».

            «Είχε έρθει μία φορά στην καλύβη μας ένας καλός ψάλτης από τους Δανιηλαίους. Μας πέτυχε στην Λειτουργία. Ορίστε π. Δανιήλ να ψάλλετε το “Άξιον εστί”. Και το έψαλλε. Εκείνη την ώρα ξέρετε τι είπα; Εσύ π. Δανιήλ ψέλνεις και υμνολογείς τον Θεό, δοξάζεις τον Θεό με την καλλιφωνία και την ψαλτική. Εγώ δεν έχω τίποτε άλλο να προσφέρω στον Θεό παρά τον πόνο που αισθάνομαι στο ποδάρι μου. Αν θα με ελεήσει ο Θεός, εξαιτίας του πόνου θα με ελεήσει.

-Γέροντα, τι πειρασμούς περάσατε;

«Θα σας πω το απόρρητο της ζωής μου. Το έκζεμα, αυτή την πληγή που έχω στο πόδι, την έχω από δεκαπέντε χρονών. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα. Τίποτε. Τώρα που πέρασε η ηλικία επιδεινώθηκε. Καθήμενος στο κρεβάτι του πόνου, έτσι το λέω εγώ, έχω το πόδι ψηλά και λίγο ανακουφίζομαι. Καθήμενος εδώ δημιουργήθηκε κύστη κόκκυγος. Όταν το σκέπτεσαι αυτό είναι το πλέον φρικωδέστερο. Προκαλεί πολύ πόνο. Σε όποια στάση και αν καθήσεις πονάς. Σε πονά ο γλουτός. Σε προειδοποιεί ότι θα ανοίξει πληγή. Υπομονή, υπομονή. Έως ότου μία φορά δεν άντεξα και έπεσα σε απόγνωση. Μόνο που να σκέφτεσαι την λέξη απόγνωση είναι φρίκη. Είναι γεύση κολάσεως, γεύση γεένης. Κράτησε έξι έως εφτά λεπτά. Μέσα στον πόνο, μέσα στην απελπισία που βρισκόμουν, δεν έλεγα τίποτε στην συνοδία μου. Μία φωνή άκουσα ως αύρα λεπτή. “Έτσι σε θέλει ο Θεός”. Με αυτό πήρα μία βαθιά αναπνοή. “Ε! νάναι ευλογημένο, αφού έτσι με θέλει Ο Θεός. Αλλά δος μου υπομονή, γιατί δεν αντέχω”. Τι να κάνω; Να βγω έξω να κάνω εγχείριση; Ολοι σου λένε εγχείριση να κάνεις. Πως θα βγω όμως;

Σηκώνομαι απελπισμένος και πηγαίνω στο καντηλάκι της Παναγίας. Και το καντηλάκι της Παναγίας, θαυματουργό είναι. Παίρνω λίγο βαμβάκι και αλείφω το μέρος, που είναι η κύστη κόκκυγος, και δεξιά και αριστερά τους γλουτούς. Αυτό το έκανα τρεις ημέρες. Την τρίτη ημέρα άφαντος ο πόνος. Θαυματούργησε η Παναγία. Εφαρμόστηκε η συχνή πατερική ρήση, “υπομονή στις θλίψεις” .

Η σκέπη της Παναγίας πάντα υπάρχει, αλλά δεν την βλεπομε. Τότε την βλέπομε, όταν πρόκειται να πέσομε μέσα στο χάος, στην άβυσσο. Τότε μας απαλλάσσει από την καταβόθρα. Και όχι μόνο αυτό. Το κυριότερο να πούμε. Όταν έφυγαν οι πόνοι, μία χαρά κυκλοφόρησε μέσα μου ως μία πληροφορία, ότι ο Θεός την πολλή Του, την άμετρη αγάπη, την φανέρωσε με το να μου δώσει την πληγή κάτω στο ποδάρι. Και δεν χόρταινα να δοξάζω, να υμνολογώ, να ευγνωμονώ τον Θεό, που μου έδωσε την πληγή.

Γι’ αυτό, καλές είναι οι θλίψεις, καλά τα βάσανα, καλές οι στενοχώριες. Ξέρει ο Θεός, γιατί τις δίνει. Περισσότερο πλησιάζομε τον Θεό με τις θλίψεις. “Εν θλίψει επλάτυνάς με” (Ψαλ.4,2) και κατά το πατερικό “ο φεύγων πειρασμόν επωφελή, φεύγει ζωήν αιώνιον”.

            Γι’ αυτό ο άνθρωπος να μην απελπίζεται. Να μην έρχεται σε απόγνωση με μία αποτυχία. Η αποτυχία μετατρέπεται σε επιτυχία, διότι έτσι γνωρίζεις ποιο είναι το θέλημα του Θεού. Το θέλημα του Θεού, δεν είναι πάντοτε γλυκό. Είναι και πικρό! “Το ποτήριον ο δέδωκε μοι ο πατήρ, ου μή πίω αυτό;” (Ιω.18,11). Διαμέσου του σταυρού ήλθε η ανάσταση. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επαινεί τον Ιώβ, όχι για την προηγούμενη ζωή του, που ήταν ελεήμων, οικτίρμων, φιλόξενος, της προσευχής, αλλά για την υπομονή, που έκανε στην ασθένεια που του παραχώρησε ο Θεός. “Την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε” (Ιακ. 5,11). Με αμεριμνία και με άνεση, δεν πάμε στον ουρανό. Θα δώσουμε αίμα για να πάρουμε πνεύμα.

            Θυμάμαι όταν πήγα στα Ιεροσόλυμα με πλησίασε μία γερόντισσα και ήθελε να μου πει ένα όραμα, που είδε. Είδα Γέροντα τους τρείς Πατριάρχες, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ μέσα στον παράδεισο. Τους είπα, θέλω να έρθω και εγώ εκεί. Έλα, μου λένε. Από πού; Από τον δρόμο. Ποιό δρόμο; Μου έδειξαν ένα μονοπάτι δεκαπέντε πόντους. Μα αν έρθω από αυτό θα σχίσω τα ρούχα μου. Α!, γερόντισσα, από αυτό ήρθαμε και εμείς.

            Με γλυκίσματα, δεν πάμε στον παράδεισο. Έχει κάτι φαρμάκια! Με αυτά όμως καθαρίζεται η ψυχή».

(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο χαρισματούχος υποτακτικός. Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 12, σ. 135-142)

Κυριακή της συγχώρησης. Να συγχωρούμε, αλλά πώς; (Κυριακή της Τυρινής)


 

      Το σημερινό Ευαγγέλιο, καθώς απόψε ξεκινά η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μας μιλάει με λόγια θείας ελπίδας αλλά και προειδοποιεί: Συγχωρείτε εκείνους που σφάλουν ενώπιόν σας, συγχωρείτε, διότι διαφορετικά δεν θα συγχωρηθείτε. Η Βασιλεία του Θεού είναι βασιλεία αμοιβαίας αναγνώρισης, αμοιβαίας αποδοχής και αγάπης, στοιχείων που συμπίπτουν με τη χαρά της κοινωνίας, αλλά και της ετοιμότητας να σηκώνουμε ο ένας τα βάρη τού άλλου.

Να συγχωρούμε, αλλά πώς; Από πού ξεκινά η συγνώμη; Θα ήταν τόσο εύκολο, πραγματικά θαυμάσιο, αν η συγνώμη μπορούσε να αρχίσει με μία τέτοια αλλαγή της καρδιάς, ώστε εκείνοι που μας είναι απεχθείς να γίνουν αγαπητοί, αυτά που μας πόνεσαν να ξεχαστούν και να μπορούμε να αρχίζουμε απ’ την αρχή σαν τίποτε να μην έχει συμβεί.

 Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει! Τον πόνο του παρελθόντος τον νιώθουμε, δεν ξεχνιέται, δεν μπορούμε απλώς να ξαναρχίσουμε σαν να μην υπήρξε τίποτε προηγουμένως. Αλλά το νόημα της συγνώμης δεν είναι αυτό. Συγνώμη δεν σημαίνει λήθη· η λήθη δεν οδηγεί πουθενά. Αν ξεχάσουμε πως, για ποιό λόγο, υπό ποιές συνθήκες, λόγω ποιάς αδυναμίας, σε ποιό σημείο ήταν ευάλωτος εκείνος που έσφαλε, τότε τον αφήνουμε απροστάτευτο. Εκείνος που έκανε το λάθος πρέπει να προστατευθεί από ενδεχόμενη νέα πτώση. Αυτό που έκανε, οι λόγοι και οι συνθήκες της πτώσης του δεν θα πρέπει να ξεχαστούν, διότι από δω και πέρα έχει ανάγκη από τη δική μας στοχαστική. άγαπητική μέριμνα, ώστε να μη γλιστρήσει, να μην αμαρτήσει και πάλι.

Εδώ ακριβώς αρχίζει η συγνώμη: τη στιγμή κατά την οποία, αναγνωρίζοντας το εύθραυστο των άλλων, όπως αναγνωρίζω και το δικό μου, την ανάγκη τους για προστασία και βοήθεια, για ευσπλαχνία, είμαι προετοιμασμένος να φέρω μαζί τους το φορτίο της αδυναμίας τους, το ευάλωτο της αμαρτωλότητάς τους. Η συγνώμη αρχίζει τη στιγμή που αποφασίζω να ανέχομαι τους αδελφούς μου, χωρίς να περιμένω να αλλάξουν, να τους ανέχομαι όπως είναι, να κάνω ελαφρότερο το φορτίο τους, ώστε κάποτε η αλλαγή τους να καταστεί εφικτή.

Η προϋπόθεση πάντως της συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: είναι η προθυμία μου να αναλάβω αυτόν τον σταυρό, αυτό το φορτίο, ώστε οι άλλοι να θεραπευθούν ή τουλάχιστον να προστατευ­θούν έναντι του κακού. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνει ο καθένας, δεν χρειάζεται παρά μία στιγμή κατανόησης, αποφασιστικότητα και καλή θέληση. Όλοι μας έχουμε δίπλα μας ανθρώπους που δύσκολα ανεχόμαστε, που είναι, αιτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας και θυμού· μπορούμε να ακυρώσουμε αυτόν τον θυμό και να ξεπεράσουμε τη δυστυχία αν κάνουμε το καθήκον μας, το καθήκον της ζωής μας, το έργο μας, που είναι να κουβαλάμε μαζί τους το φορτίο, να είμαστε αυτοί που, πληγωμένοι και προσβεβλημένοι και αποδιωγμένοι, θα στραφούμε στον Κύριο και θα πούμε:« Κύριε, συγχώρησε, γιατί δεν μνησικακώ, θέλω να γίνω και να παραμείνω στέρεος μ’ αυτόν τον άνθρωπο στην αδυναμία του και στην αμαρτωλότητά του. Δεν θα σταθώ κριτικά απέναντι του, κι αν εγώ δεν είμαι ακόμη ικανός να το κάνω. κάνε το Εσύ για μένα: μη μου καταλογίσεις την κρίση, μη μου καταλογίσεις την κατάκριση που με τραχύτητα πρόφερα, μην υποστηρίξεις τον θυμό μου. Στάσου δίπλα σ’ αυτόν που έσφαλε, επειδή αυτός ή αυτή έχει ανάγκη βοηθείας, συγχώρησεως και θεραπείας γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο».

Εκεί αρχίζει η συγνώμη, κι αν δεν αρχίσει εκεί δεν θα μπορέσει να εξελιχθεί σε τίποτα άλλο. Σηκώνουμε το φορτίο ο ένας του άλλου, αποδεχόμαστε την αλληλεγγύη με εκείνους που έσφαλαν και σφάλλουν, τους αγαπούμε εν καινότητι ζωής και μόνον τότε η συγχώρηση γίνεται, αυτό που πρέπει να είναι: μια πράξη μεσιτείας ενώπιον του Θεού, μια πράξη που γιατρεύει και μεταμορφώνει. Αυτή την αρχή της συγνώμης όλοι μπορούμε να την κάνουμε, είναι μέσα στις δυνάμεις μας να αναλάβουμε αυτό το έργο. Ας κάνουμε λοιπόν ό,τι μπορούμε, και ας αφήσουμε τον Θεό να πραγματοποιήσει μέσα μας, για μας, καταμεσής της ζωής μας, αυτό που ξεπερνά την καλή μας θέληση, ώστε να χτίσουμε σιγά-σιγά τη βασιλεία της αμοιβαίας αγάπης, μια βασιλεία που είναι αληθινά Βασιλεία του Θεού.

 

(Anthony Bloom, «Στο φως της Κρίσης του Θεού), εκδ. Εν πλω, σ. 79-83)

Η αμαρτία είναι Θεο-αντίθετη δύναμη (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς)


Ζώντας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, με το πλήρωμα της Θεότητάς Του, στο σώμα Του, την Εκκλησία, ασταμάτητα αναζωογονεί τους «τεθνηκότας από τις αμαρτίες», τους εξυψώνει από τον τάφο της αμαρτωλότητας, τους ανασταίνει από τους νεκρούς και τους τοποθετεί στους ουρανούς. Η αμαρτία είναι Θεο-αντίθετη δύναμη, θανατώνει τον άνθρωπο σε ό,τι είναι του Θεού! Τον θανατώνει για να μη ζει κοντά στον Θεό. Του θανατώνει τον νου, για να μη γνωρίζει τον Θεό, για να ξεχνά τον Θεό, του θανατώνει την καρδιά για να μην αισθάνεται τον Θεό. Του θανατώνει τη συνείδηση, για να μη διορθώνει τον εαυτό του. Του θανατώνει την θέληση, για να μη θέλει τον Θεό. Με τις παραβάσεις και τις αμαρτίες τους οι άνθρωποι ελκύουν στον εαυτό τους «τόσο θάνατο», ώστε αληθινά γίνονται «ψυχικά νεκροί» και διαμέσου της αμαρτίας μόνοι τους αδιάκοπα «θάβονται» σε απειράριθμους τάφους, καταβυθίζονται σε άπειρους θανάτους. Τι διακρίνει την αμαρτία, με τι χαρακτηρίζεται η αμαρτία; Με το ό,τι χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό, ο οποίος είναι η πηγή της ζωής, και τον γεμίζει με κάθε τι το θανατηφόρο. Όταν η αμαρτία ωριμάσει στον άνθρωπο και αυτός ευχαρίστως την κάνει τότε γεννιέται σ’ αυτόν αμέσως ο θάνατος. Διαμέσου μιας αμαρτίας γεννάται ένας θάνατος, και διαμέσου πολλών αμαρτιών γεννώνται πολλοί θάνατοι.

Αλάνθαστη είναι η αλήθεια του αιώνιου Ευαγγελίου του Θεού «η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ιακ. 1,15). Κάθε αμαρτία στον άνθρωπο είναι τα γενέθλια ενός θανάτου και ακόμη η «μήτρα» ενός θανάτου και ακόμη παραγωγός και γεννήτορας ενός θανάτου. Μα όσο και να μη θέλεις, θα πληρώσεις για την αμαρτία, που πάντοτε είναι θάνατος και μόνο θάνατος «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Διαμέσου κάθε αμαρτίας, είσαι ήδη ψυχικά νεκρός και όσο δεν μετανοιώνεις για την διάπραξή της (αλλά παραμένεις σ’ αυτήν), είσαι νεκρός απέναντι σε ό,τι είναι του Θεού, σε ό,τι είναι Θεϊκό, αθάνατο και αιώνιο. Μένεις πάλι με πείσμα και με τη θέ­λησή σου στις αμαρτίες; Τότε μένεις οπωσδήποτε σε πολλούς θανάτους, οι οποίοι επίμονα και χωρίς έλεος σου θανατώνουν την ψυχή, την καρδιά, το μυαλό, τη συνείδηση και το θέλημα για ό,τι είναι του Θεού δηλαδή για την αλήθεια, για την δικαιοσύνη, για την αγάπη, για τη ζωή.

Πραγματικά, οι αμαρτίες μόνο αυτό κάνουν: αποθεοποιούν τον άνθρωπο, τον θανατώνουν ψυχικά, τον «καθιστούν» νεκρό. Ποιόν από τους ανθρώπους αφήνουν οι αμαρτίες που να μη τον οδηγήσουν σε άπειρους ψυχικούς θανάτους; Ποιός από μας δεν πέθανε από την αμαρτία με πολλούς τρόπους; Εδώ ο κανόνας δεν έχει εξαίρεση. Όλοι οι άνθρωποι είναι κάτω από την αμαρτία, όλοι οι άνθρωποι, Ιουδαίοι ή ειδωλολάτρες, είναι κάτω από τις φοβερές τους πτώσεις (που προήλθαν από την αμαρτία). Κάθε ένας βρίσκεται σε άπειρους τάφους, σε άπειρους θανάτους, γιατί ο καθένας βρίσκεται «υπό το κράτος» πολλών αμαρτιών. Φοβάσαι τον θάνατο; Γιατί όμως δεν φοβάσαι την αμαρτία; Ενώ διπλά πρέπει να την φοβάσαι, γιατί είναι απερίγραπτα πιο φοβερή από τον θάνατο, γιατί αυτή είναι η παραγωγός, αυτή είναι η γεννήτρια του θανάτου. Θέλεις να καταστρέψεις τον θάνατο; Κατάστρεψε πρώτα την αμαρτία και έτσι κατέστρεψες και το θάνατο. Αλλά εσύ δεν μπορείς να κατορθώσεις αυτό; Ούτε και εγώ μπορώ, αλλ’ ούτε και κανένας από τους ανθρώπους, γιατί όλοι εμείς είμαστε «νεκροί από τις αμαρτίες». Για να καταστραφεί η αμαρτία απαραίτητη είναι όχι ανθρώπινη αλλά θεϊκή δύναμη και όχι απλά και μόνο θεϊκή δύναμη, αλλά όλος ο Θεός, γιατί κάθε αμαρτία είναι διαβολική δύναμη και ακόμη περισσότερο, όλος ο διάβολος. Αν παρατηρήσεις από μία πλευρά και από πολλές πλευρές την αμαρτία, τότε σ’ αυτήν θα βρεις μόνο τον διάβολο, τον διάβολο, τον διάβολο και τίποτε άλλο.

Γιατί κάθε αμαρτία είναι δυνατή, στον ανθρώπινο κόσμο μας, με την επιρροή του διαβόλου, γι’ αυτό και κατέβηκε στη γη, σε μας, όλος ο Θεός, για να μας ελευθερώσει από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο. Ναι, γι’ αυτό ο Κύριος Ιησούς Χριστός κατέβηκε και έζησε ανάμεσά μας, για να μας αναζωογονήσει και να μας αναστήσει από όλους τους θανάτους, εμάς τους «νεκρούς από την αμαρτία». Και Αυτός το έκανε αυτό και αδιάκοπα, από αιώνα σε αιώνα, το κάνει με όλους εκείνους που με πίστη -θερμουργό- τον πλησιάζουν. Γιατί όλος είναι στην εκκλησία Του, στο σώμα Του, που Αυτός είναι κε­φαλή της. Αυτός είναι το «πλήρωμα του τα πάντα και εν πάσι πληρουμένου» (εφεσ. 1,23). Όλα σε σας οι οποίοι πιστεύετε, όλα στη ψυχή σας, στη καρδιά σας, σε ολόκληρη την ύπαρξή σας. Και όταν σε σας είναι Αυτός, όταν σε σας είναι όλος ο Θεός, τότε πώς είναι δυνατό να σταθούν (σε σας) οι αμαρτίες, που σε αυτές βρίσκεται όλος ό διάβολος;

 

(Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους Επιστολή Απ. Παύλου», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη, σ.73-75)