Ο μεγάλος Ρώσσος συγγραφέας Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι στα νιάτα του ήταν άθεος. Και κοίταζε μόνο πώς θα κάνει πιο όμορφη ζωή. Και με τέτοια μυαλά έκανε πολλές παλιανθρωπίστικες πράξεις, σε τέτοιο βαθμό που μια ημέρα βρέθηκε στο δικαστήριο. Και το δικαστήριο τον έστειλε στα καταναγκαστικά έργα. Και εκεί του έδωσαν
ένα Ευαγγέλιο.
Ένα βιβλίο που μέχρι τότε δεν το έπιανε στα χέρια του, γιατί νόμιζε πως είχε απλοϊκές ιστοριούλες, και αυτός σαν σοφός και έξυπνος, δεν καταδεχόταν να ασχοληθεί με τέτοια. Αλλά μέσα στην θλίψη της φυλακής, έπιασε στα χέρια του για πρώτη φορά ο Ντοστογιέφσκι το Ευαγγέλιο. Και διαβάζοντάς το κατεπλάγη, γιατί είδε πως δεν έχει ούτε αφέλειες, ούτε απλοϊκές ιστοριούλες, ούτε ανοησίες, αλλά είναι μέσα σ’ αυτό η μεγαλύτερη σοφία του Θεού. Και διαβάζοντάς την, γέμισε η ψυχή του παρηγορία και ελπίδα. Και έκανε από τότε μια εσωτερική στροφή εκατόν ογδόντα μοίρες.
Αυτή η στροφή λέγεται εις την εκκλησιαστική γλώσσα «μετάνοια». Άλλαξε μυαλά, συνήλθε, κατάλαβε τα λάθη του, και αποφάσισε, από εκεί και πέρα, να ζήσει κατά το θέλημα του Χριστού, και έζησε έτσι, αδελφοί μου. Όλα του τα βιβλία μιλάνε για τον Χριστό και διδάσκουν τι συμφορά είναι η αθεΐα και η απομάκρυνση από Χριστό.
Όταν προαισθάνθηκε το τέλος του, κάλεσε τα παιδιά του και τους είπε: Μέσα στην φυλακή ένας άνθρωπος μου έδωσε το πολυτιμότερο δώρο που ήταν δυνατόν να πάρω στην ζωή μου. Έβγαλε τότε από την τσέπη του το Ευαγγέλιο και τους το έδειξε. Αυτό είναι το πολυτιμότερο απόκτημα της ζωής μου, είπε. Όλη μου την περιουσία, για σας, παιδιά μου, την απόκτησα και σας την έδωσα, αλλά αυτό δεν το έδινα, όσο μου χρειαζόταν, σε κανέναν. Τώρα πια και αυτό δεν μου χρειάζεται, δεν θα μπορέσω πια να το ξαναδιαβάσω.
Γι’ αυτό, παιδί μου, γύρισε και είπε στον πρωτότοκο υιό του, σου ανήκει και σου το δίνω, μόνο κάνε μου μια χάρη. Άνοιξε το, στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, και διάβασε μου την παραβολή του «ασώτου υιού». Και, υπάκουος ο γιος του, το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει με κατάνυξη την παραβολή του ασώτου.
Θεωρήθηκε από κάποιους Θεολόγους ως οριακή για τα νοήματά της. Οι Πατέρες λένε ότι ακόμη κι αν είχαν χαθεί τα Ευαγγέλια και είχε σωθεί μόνον αυτή η παραβολή, θα ήταν αρκετή για να σωθεί ο άνθρωπος!
1.Η παραβολή αυτή αναφέρεται με απαράμιλλο τρόπο στα κεντρικότερα θέματα της βιβλικής σωτηριολογίας: στην άνευ όρων ευσπλαχνία του Θεού και στη μετα–νοημένη επιστροφή του ανθρώπου προς αυτόν. Ιδιαίτερα τονίζεται το στοιχείο της χαράς του πατέρα, δηλαδή του Θεού, και του γιου του που επιστρέφει στο σπίτι.
2.Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της παραβολής είναι η αναφορά στους δύο γιους. Αυτή η αναφορά πολλές φορές ερμηνεύθηκε αλληγορικώς συμβολίζουσα τους δύο δρόμους που έχει να ακολουθήσει ο άνθρωπος. Με αυτό τον τρόπο γίνεται φανερό ότι υπάρχει η επιλογή, μια τέτοια έκανε και ο μικρός γιος και ανατρέπει την οικογενειακή ισορροπία.
3.Αρχίζει η περιγραφή της παραβολής, στην οποία γίνεται λόγος για έναν άνθρωπο Ο Χριστός μας εδώ ονομάζει τον εαυτό του άνθρωπο, γιατί Αυτός έγινε πραγματικά άνθρωπος για όλους μας. Για μας έγιναν όλα, όσα είναι μέσα μας και γύρω μας, που έχει δύο υιούς.
3.Ο πατέρας της παραβολής δεν είναι άλλος από τον Θεό. Ο μικρότερος εκ των υιών εμφανίζεται μπροστά στον πατέρα του και απαιτεί το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογεί.
4.Ο νεώτερος γιος συμβολίζει όλους εμάς που δεν θέλουμε να παραμείνουμε υπό τον έλεγχο του Θεού και να ζήσουμε μια ζωή όπως Εκείνος θέλει, αλλά θέλουμε να ζήσουμε την δική μας ζωή, που είναι μακριά από κάθε έλεγχο, μακριά από κάθε επίβλεψη. Έτσι παίρνουμε την απόφαση να κάνουμε μια ζωή αντίθε–τη με όλα όσα Εκείνος ζητάει από εμάς.
5.. Ο νεότερος γιος έφυγε σε χώρα μακρινή, φανερώνοντας ότι ο αμαρτωλός αποστατεί και διακόπτει κάθε σχέση με τον Θεό και τη θρησκεία του. Η διακοπή αυτής της σχέσης είναι η ουσία της αμαρτίας. Ο μικρότερος υιός ζώντας άσωτα («ζων ασώτως» = ζώντας χωρίς σωτηρία), σκόρπισε όλη την περιουσία του.
6. Ο άγιος Γρηγόριος τονίζει ότι η περιουσία όλων μας πάνω από όλα είναι ο νους μας. Άσωτος υιός είναι ο νους του ανθρώπου, που ζει έξω από την καρδιά..(και για όσο μένουμε στους τρόπους της σωτηρίας τον έχουμε συνηγμένο στον εαυτό του και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό).
Έτσι ανοίγουμε τήν θύρα στα πάθη τότε σκορπίζεται. Τα αισχρά πάθη αφαιρούν από τον άνθρωπο την καθαρότητα του νου, αφαιρούν τη ντροπή και την καλαισθησία από την καρδιά του και τον κάνουν αναιδή. Επιπλέον αιχμαλωτίζουν τη θέλησή του με τέτοιο τρόπο,ώστε να μη μπορεί να κυβερνήσει τον εαυτό του και να οδηγείται από τα πάθη του. Αν ο νους μας δεν προσηλωθεί στις εντολές του Θεού, γίνεται σα θηρίο και ορμάει σαν τρελός εναντίον όλων εκείνων που δε συμφωνούν με τις παράλογες ορέξεις του.
7.Στη συνέχεια ο άγιος μας δείχνει ότι ο άσωτος, αφού έχασε ολόκληρη την περιου-σία του, έγινε δούλος, η δουλεία είναι άλλη μια συνέπεια της αμαρτίας. Ο άσωτος πίστευε ότι όσο ήταν κοντά στον πατέρα του στερούνταν την ελευθερία του, αλλά τε-λικώς κατέληξε στην χειρότερη δουλεία και έγινε χοιροβοσκός. Με τους χοίρους ο Χριστός εννοεί κάθε ακαθαρσία και κάθε πάθος, στα οποία μπορούν και οι άνθρωποι όπως οι χοίροι να κυλιούνται στη λάσπη των παθών τους. Ο Κύριος επέλεξε το πιο εξευτελιστικό από τα έργα, στα οποία εργάζονταν οι δούλοι της εποχής εκείνης, για να παρουσιάσει ακόμα καλύτερα την κατάσταση του αμαρτωλού. Ο αμαρτωλός γίνεται δούλος ζώντας κάτω από τον ζυγό των παθών της αμαρτίας του.
8.Οι πολίτες της μακρινής χώρας, στην οποία πήγε ο άσωτος της παραβολής, είναι οι δαίμονες. Ο άσωτος παρά την εξευτελιστική θέση, στην οποία βρέθηκε, δεν κατάφερε να χορτάσει την πείνα του. Ο μικρότερος γιος, αφού έζησε αρκετό καιρό στην αθλιότητα, κάποια στιγμή αντιλήφθηκε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει.
Ο άσωτος συναισθάνθηκε την αμαρτία του και αυτή η συναίσθηση αποτελεί το πρώτο γνώρισμα της μετανοίας. Επιστρέφει μετανοιωμένος και επιθυμεί να επιστρέψει κοντά στον πατέρα του, ακόμα και σαν υπηρέτης του. Εξομολογείται στον πατέρα του, δηλαδή στον Θεό την αμαρτία του. Ο άσωτος εμφανίζεται συντριμμένος όχι μόνο για το κατάντημά του, αλλά και γιατί περιφρόνησε την εξουσία και την παρουσία του Θεού.
9.Μετά την περιγραφή της αμαρτίας, της μετανοίας και της εξομολόγησης του ασώτου υιού ο άγιος Γρηγόριος παρουσιάζει την εγκάρδια υποδοχή που έκανε ο αγαθός πατέρας στον άσωτο γιο του που επέστρεψε. Η παραβολή φανερώνει τη φιλανθρωπία του Θεού για τους αμαρτωλούς καθώς και την πλήρη δικαίωση των μετανοούντων. Ο πατέρας της παραβολής ευσπλαχνίστηκε τον γιο του που επέστρεψε μετανοιωμένος και τον υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά.
10.Στην υποδοχή του ασώτου υιού παρατηρούμε μερικούς συμβολισμούς ο γιος ενδύεται υποδήματα και δακτυλίδι τα οποία στερούνται οι δούλοι, αυτό γίνεται για να βεβαιωθεί ότι πια δεν είναι δούλος αλλά μέλος της οικογένειας του αγαθού πατρός. Η αποκατάσταση του ασώτου είναι πλήρης, όπως πλήρης ήταν και η μετάνοια και η πίστη του μετανοήσαντος βαθιά. Η στολή, η οποία ενδύεται, συμβολίζει την καθαρότητα και την αναγέννηση, την οποία έλαβε ο Χριστιανός από το άγιο Βάπτισμα. Την καθαρότητα αυτή την έχασε όταν αμάρτησε, αλλά όταν μετανόησε και επέστρεψε, οι δούλοι του Θεού, οι ιερείς που τελούν το μυστήριο της εξομολόγησης, του δίνουν άφεση αμαρτιών. Το δακτυλίδι συμβολίζει τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος, δια του οποίου η ψυχή συνδέεται και πάλι εις δεσμό θείο και άγιον με τον Χριστό. Τα υποδήματα είναι η ενίσχυση που παρέχει ο Θεός στους μετανοούντες, για να βαδίζουν με ασφάλεια τον δρόμο της αρετής. Στη συνέχεια ο πατέρας ζητάει από τους δούλους να ετοιμάσουν τραπέζι και για την περίσταση να ετοιμαστεί ένα πολύτιμο φαγητό, να θυσιαστεί το μοσχάρι, το οποίο μεγάλωναν για μια ιδιαίτερη περίσταση. Η θυσία του μόσχου του σιτευτού έγινε για να ευφρανθεί ο γιος που επέστρεψε και να αναγνωριστεί ως μέλος της οικογένειας του πατέρα του.
Αυτή η θυσία δεν είναι άλλη από τη θυσία που έκανε για μας ο Κύριος μας Ιη-σούς Χριστός.
11. Συνεχίζοντας την ανάλυση της παραβολής ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για τη συμπεριφορά του πρεσβύτερου υιού, η οποία είναι μικροπρεπής και ζηλότυπη, εγωιστική και ξένη προς την αγάπη που μας δείχνει ο Κύριος σε όλη την παραβολή. Ο χαρακτήρας του πρεσβύτερου υιού είναι τελείως ξένος προς τον χριστιανικό χαρακτήρα. Είναι μια πλήρης περιγραφή του χαρακτήρα των Φαρισαίων. Ο Κύριος ανέπτυσσε την παραβολή αυτή ενώπιον των Φαρισαίων για να τους δώσει την ευκαιρία από τη μια μεριά να εννοήσουν τον δικό τους χαρακτήρα και από την άλλη τη δική του ευσπλαχνία. Φτάνοντας προς το τέλος της παραβολής βλέπουμε τη συμπεριφορά του αγαθού πατέρα προς τον εγωιστή γιο του∙ όσο στοργική και συγκινητική ήταν η στάση του προς τον άσωτο υιό του άλλο τόσο συγκινητική ήταν και προς τον μεγαλύτερο. Το έλεος, η χάρις και η συγκατάβαση του Θεού μας σε όσους μετανόησαν είναι τόσο έντονα στη συμπεριφορά Του απέναντί τους, όπως επίσης και σε όσους φέρθηκαν όπως ο πρεσβύτερος γιος. Ο πράος και αγαθός πατέρας, ο Θεός μας, έχει τόσο λεπτή και τρυφερή συμπεριφορά με σκοπό να ελκύσει και τους δύστροπους και εγωιστές.
12.Το όνομα του ασώτου. Ο Κύριος όταν είπε την παραβολή αυτή δεν αναφέρθηκε στο όνομα του άσωτου υιού. Αυτό έγινε για δύο λόγους:
Επειδή ο Θεός δεν αρέσκεται στο να φανερώνει, να δημοσιοποιεί και να διαπομπεύει, όπως συμβαίνει μ’ εμάς τους ανθρώπους. Αντίθετα, καλύπτει,παρηγορεί και θεραπεύει τις όποιες αδυναμίες και πάθη. 2. Επειδή ο άσωτος αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα όλους εμάς τους αμαρτωλούς και γι’ αυτό το όνομά του θα μπορούσε να είναι το όνομα οποιουδήποτε από εμάς.
13.Ο μεγάλος αδελφός τυπικά σωστός, αλλά μέσα του δεν είχε την αίσθηση του πατέρα (Θεού). Δεν υπήρχε Χριστιανική αγάπη, γι’ αυτό και όχι μόνο δεν ένιωσε χαρά που επέστρεψε ο αδελφός του, αλλά, αντίθετα, οργίστηκε!
Αυτός είναι και ο λόγος που ο μόνον τυπικά σωστός γιος δεν σώζεται τελικά, αφού αρνείται να μπει στο σπίτι (στην Εκκλησία), αρνείται δηλαδή να συνεχίσει τη μυστηριακή ζωή (που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ζωής κοντά στον Χριστό), μαζί με τον αδελφό του, που, αντίθετα μ’ εκείνον, μετανόησε και σώθηκε. Αυτός εκπροσω-πεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι ποτέ δεν υποδέχονταν με χαρά τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού, θεωρώντας ότι του αξίζει η κόλαση. Εμπιστεύονταν μόνο τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά με την αυτοδικαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι βρίσκονταν στους αγρούς, δηλαδή έξω από τον οίκο της καρδιάς τους. Είχαν την πίστη ότι ανήκουν στον Θεό, ό–πως ο μεγάλος γιός της παραβολής, χωρίς να εννοούν ότι στην πραγματικότητα δεν εί–χαν δώσει ποτέ την καρδιά τους στον επουράνιο Πατέρα. Δεν είχαν καμιά γνώση του Θεού ούτε ήλθαν ποτέ σε κοινωνία με το Πνεύμα Του.
14.Η συμπεριφορά του πατέρα. Από τη στιγμή που ο άσωτος υιός επέλεξε να ζήσει μακριά από πατέρα του, όπως δηλαδή και οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν μια ζωή μακριά από τον Θεό, ο πατέρας του δεν τον ξέχασε ποτέ, αλλά περίμενε καθημερινά την επιστροφή του υιού του, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Θεό – Πατέρα, από Τον οποίο επιλέγουμε να απομακρυνθούμε. Και όταν κάποια στιγμή ο άσωτος, θυμούμενος την πρότερη καλή ζωή του και μετανοώντας για τις πράξεις του, επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα του, αυτός δεν τον περίμενε στο σπίτι, αλλά, λόγω της καθημερινής αδημονίας του να δει τον γιο του να επιστρέφει, τον είδε από μακριά και έτρεξε ο ίδιος προς αυτόν, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Δεν τον άφησε καν να απόλογηθεί, αλλά του έδειξε πως αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η ζωή του γιου του από δω και μετά.
Είναι εξέχουσα η στιγμή, κατά την οποία ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν».
15.Οι ησυχαστές του δέκατου τέταρτου αιώνα έκαναν συχνή χρήση της φράσεως αυτής, που υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η αμαρτία, διαχέει τον νου προς τον εξωτερικό σμο. Άσωτος υιός είναι, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, ο νους του ανθρώπου, ο οποίος, όταν αποχωρίζεται από τη μνήμη του Θεού, καθίσταται είτε θηριώ–δης είτε δαιμονιώδης (ἡ πρώτη κίνηση)…Προκειμένου να ενοποιηθεί η φύση του ανθρώπου, ο νους πρέπει να ενωθεί και πάλι με την καρδιά με μια θεραπευτική κίνη-ση προς τα μέσα, (ἡ δεύτερη κίνηση). Είναι αναγκαίο να κατεβεί και να αναπαυθεί στην καρδιά, ώστε ενωμένος πάλι με αυτήν να μπορεί να κυβερνά αποτελεσματικά την ύπαρξη του ανθρώπου. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου και του σώματος, συγκεντρωθεί στην καρδιά, συντελείται μια τρίτη κίνηση, αυτή τη φορά προς τον Ἴδιο τον Θεό. Ἔτσι θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος. Ἀκολουθώντας τά τρία πν-ευματικά στάδια, τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως: Κάθαρση ἀπό τά πάθη, φωτισμός τοῦ νοῦ, πού εἶναι το πρῶτο στάδιο τῆς θεώσεως, και ἐάν κρίνει ὁ Θεός τοῦ χαρίζει και τήν θέωση, τήν πλήρη Κοινωνία μαζί Του
(AΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ) Μήπως γνωρίζετε ποιά είναι ή “Ελεν Κέλερ; Είναι ή μεγαλύτερη διάψευση της απαισιοδοξίας στα χρόνια μας. Μια κοπέλα τυφλή και κωφάλαλη από το δεύτερο έτος της ζωής της. Ένα δυστυχισμένο πλάσμα θα πείτε. Σε καμιά περίπτωση. Ή Ελεν Κέλερ είχε την πιο αισιόδοξη ψυχή. Με την τιτάνια προσπάθεια της κατάφερε, παρόλα τα προβλήματα της, να ανυψωθεί σε τέτοιο διανοητικό και ηθικό ύφος, ώστε να ανήκει στην αφρόκρεμα’ της σύγχρονης παγκόσμιας διανόησης. Ή Ελεν Κέλερ, η τυφλή, έγινε ηγέτης, οδηγός σε πολλούς πού βλέπουν. Αυτή πού ήταν κωφάλαλη, υπήρξε λαλίστατη ιεροκήρυκας της αισιοδοξίας, από την άλλη ακτή του Ατλαντικού ωκεανού. Τυφλή και κωφάλαλη κατάφερε να υπομείνει τη ζωή. Κάποιοι όμως από εσάς, πού αντικρίζουν τον ήλιο και τα αστέρια, που ακούνε τη μουσική, πού έχουν τη δυνατότητα να μιλούν, για να εκφράσουν τη χαρά και τη λύπη, δεν μπορούν να υπομείνουν τη ζωή και για αυτό τούς περνούν από το μυαλό σκέψεις για αυτοκτονία. Η τυφλή και κωφάλαλη Ελεν Κέλερ από την Αμερική, όχι μόνο υπομένει τη ζωή, αλλά καταφέρνει και περισσότερα: αγαπά τη ζωή. Μήπως κάποιος από εσάς δεν αγαπά τη ζωή; Ας φανταστείτε τον εαυτό σας τυφλό και κωφάλαλο για είκοσι χρόνια και ας φανταστείτε πώς στα ξαφνικά κάποιος σάς βγάζει από αυτή τη νύχτα και σάς οδηγεί στην ήμερα, σάς δίνει φως στα μάτια, σάς χαρίζει ακοή στα αυτιά και σάς ‘ξεδένει’ τη γλώσσα. Θα αγαπούσατε τότε τη ζωή ή θα ήσασταν απαισιόδοξοι; Η Έλεν Κέλερ αγαπάει τη ζωή, παρόλο πού ζει σε μία αιώνια νύχτα. Αυτή τη νύχτα φωτίζει μόνο το πνεύμα της. Τουλάχιστον να έβλεπε, για να αγαπήσει περισσότερο τη ζωή για μία στιγμή να μπορούσε να δει και να ακούσει, αυτό πού εσείς βλέπετε και ακούτε. Η τυφλή και κωφάλαλη Έλεν Κέλερ όχι μόνο υπομένει και αγαπάει τη ζωή, αλλά επιθυμεί και να θυσιάζει τη ζωή της. Ή Έλεν Κέλερ ήδη θυσιάζει τη ζωή της, επειδή αφιέρωσε τη ζωή της για το καλό των άλλων ανθρώπων. Για το καλό των υποτιμημένων, ταπεινών και προσβεβλημένων ανθρώπων, για το καλό των αποθαρρημένων ανθρώπων και απελπισμένων. Θα μπορούσατε εσείς να αφιερώνατε τη ζωή σας, για το καλό των άλλων ανθρώπων; Για το φίλο σας, για παράδειγμα; Ή για την οικογένεια σας; Ή για την πατρίδα; Ή για την ανθρωπότητα; Εάν είστε απαισιόδοξοι, δεν μπορείτε, επειδή κυρίως δεν έχετε τί να θυσιάσετε. Επειδή για σάς, ή ζωή σας είναι χωρίς αξία. Δεν μπορείτε λοιπόν, επειδή θεωρείτε πώς ή ζωή δεν αξίζει. Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι για σάς σημαντικό να βοηθήσετε και να στηρίξετε κάποιον. Αν ήσασταν ή είστε αισιόδοξοι, θα σάς είναι εύκολο και να αγαπάτε και να υπομένετε και να θυσιάζετε τη ζωή σας. Αισιόδοξος είναι ό άνθρωπος πού εργάζεται έχοντας πίστη και ελπίδα. Εάν θέλετε να είστε αισιόδοξοι, εργαστείτε. Ή απαισιοδοξία είναι αρρώστια και το φάρμακο της είναι ή εργασία. Ποτέ ή ιατρική δεν θα βρει πιο τέλειο φάρμακο εναντίον της απαισιοδοξίας, από την εργασία και την ενεργητικότητα. Ό Κάρλειλ, ό μεγάλος αισιόδοξος στοχαστής και συγχρόνως σημαντικός ιεροκήρυκας της συνεχούς εργασίας λέει: ‘Δούλεψε και μην απελπίζεσαι’. Αυτό είναι το ρητό, πού πίστεψε και διακήρυξε στους άλλους. Ό Ναπολέων δεν είχε χρόνο να είναι απαισιόδοξος, γιατί χρειάζεται να έχεις χρόνο να τεμπελιάζεις για να είσαι απαισιόδοξος. Δούλευε δεκαοκτώ ώρες κάθε μέρα. Εσείς, αν εργαζόσασταν τις μισές ώρες καθημερινά και συστηματικά, θα ήσασταν τυχεροί. Ό Ντοστογιέφσκι ενώ ήταν άρρωστος και είχε κακή υγεία, κάθε μήνα έγραφε τέσσερα φύλλα τυπογραφείου. Αυτά πού έγραφε ήταν τα πιο ωραία λογοτεχνικά και ουσιώδη πεζογραφήματα πού υπάρχουν στη ρώσικη γλώσσα. Και παρόλο πού ήταν φτωχός και άρρωστος, ήταν αισιόδοξος. Αισιόδοξοι ήταν όλοι εκείνοι οι μεγάλοι και μικροί άνθρωποι, πού δημιούργησαν σ’ αυτόν τον κόσμο όλα όσα ήταν καλά και χρήσιμα. Όλος ό πολιτισμός τον όποιο απολαμβάνετε εσείς, δημιουργήθηκε από αισιόδοξους ανθρώπους. Τα έργα των απαισιόδοξων είναι άγνωστα σ’ αυτόν τον κόσμο. Ό κόσμος αυτός γνωρίζει μόνο τούς αναστεναγμούς, τις κραυγές των απαισιόδοξων και όχι τα έργα τους. ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ -Αγίου Νικολάου Αχρίδος (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ) ηλ. πηγή: Σημεία ΚαιρώνΑΝΤΕΧΟΥΜΕ
Μπορούν να εκληφθούν τα πρεσβεία τιμής ως ‘’ανωτάτη εξουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας’’; Τέτοια αποδοχή προκαλεί έλλειμμα στο Συνοδικό θεσμό. Τα περί ‘’ανωτάτης εξουσίας’’ των Παπικών, δεν αποτελούν εξουσιαστική παρερμηνεία των πρεσβείων τιμής; Δεν μας λυπεί όταν οι Παπικοί επιμένουν στην ‘’ανωτάτη εξουσία’’ του Πάπα; Δεν δεχόμαστε τα περί τα περί ‘’ανωτάτης εξουσίας’’ στον Παπισμό και τα υιοθετούμε αλλοτρόπως για την Ορθόδοξη Εκκλησία;
Δυστυχώς προς χάριν του Ουκρανικού δεν προβλήθηκαν μόνο δογματικές και αγιογραφικές παρερμηνείες, αλλά προσδόθηκε και άλλη εννοιολογική σημασία στα πρεσβεία τιμής του Οικουμενικού θρόνου. Σε άρθρο του Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη που τιτλοφορείτο ‘’Περί Ουκρανίας…’’, και που δημοσιεύτηκε στηRomfea.gr(11 Ιαννουαρίου 2019), αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων για τον Οικουμενικό Θρόνο και τα εξής : ‘’Και ως πρώτος, τουτέστιν ως ανωτάτη εξουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας…’’. Μπορούμε να ομιλούμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία περί ‘’ανωτάτης εξουσίας’’; Από πού ερείδονται τα περί ‘’ανωτάτης εξουσίας’’ στην Ορθόδοξη Εκκλησία;
Στην Ιατρική, έχουμε μια κατηγορία ασθενειών τις οποίες ονομάζουμε ευκαιριακές λοιμώξεις. Στις περιπτώσεις αυτές μικρόβια και ιοί, που υπό συνήθης συνθήκες αδυνατούν να προσβάλουν το ανθρώπινο σώμα, καιροσκοπούν και εκμεταλλεύονται ευκαιρίες παροδικής αδυναμίας του ανασοποιητικού μας συστήματος, της άμυνας δηλαδή του σώματός μας.
Ανάλογες ευκαιριακές λοιμώξεις, καιροσκοπούν, προσμένοντας παροδικές αδυναμίες της πνευματικής μας θωράκισης, για να προσβάλουν και να βλάψουν τη ψυχή μας. Τα μικρόβια του διαβόλου είναι όντως αδύνατα, αλλά «δολίως καθ’ ημόν κινούμενα», προσμένοντα υπομονετικά να μας πλήξουν, επενδύοντας σε εκφράσεις εγωϊσμού, που συνιστούν την Αχίλλειο πτέρνα της όποιας ανοσίας, θέλουμε να πιστεύουμε πως αναπτύξαμε, μέσα από περιστασιακό ή ακόμα και συστηματικό πνευματικό εμβολιασμό μας, με πνευματικό αγώνα και συμμετοχή, ενεργητικά ή απλά παθητικά, στη ζωή της στρατευμένης εκκλησίας.
Αποτελεί βασική αρχή και προϋπόθεση, ότι για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε αποτελεσματικά, τον όποιο φυσικό ή πνευματικό κίνδυνο, θα πρέπει να τον αναγνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε την επικινδυνότητά του. Αν δεν κάνεις διάγνωση, πως μπορείς να ελπίζεις σε αποτελεσματική θεραπεία ή ακόμα καλύτερα, σε πρόληψη με ανάλογο εμβόλιασμό.
Απόψε θα προσπαθίσω, παρά τη θεολογική ένδοιά μου, να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις και προβληματισμούς, για ένα ευκαιριακό μικρόβιο του πονηρού, από το οποίο δυστυχώς οι πλείστοι από εμάς, εμού συμπεριλαμβανομένου, δεν έχουμε επαρκή ανοσία, με αποτέλεσμα κατ’ επανάληψη να προσβαλόμαστε και να νοσούμε. Το τραγικό της υπόθεσης, είναι ότι πολλές φορές δεν το συνηδοιτοποιούμε, με αποτέλεσμα να γινόμαστε αθέλητα χρόνιοι φορείς του.
Θα αναφερθώ συγκεκριμένα στον «ιό» της υποκρισίας των Φαρισαίων της κάθε εποχής, για την οποία ο ίδιος ο Χριστός, μίλησε με περισσότερο σκληρά λόγια, απ’ όλες τις άλλες αμαρτίες, ακόμα και αυτές των πορνών και των τελωνών. Στους Φαρισαίους, ήταν που εξαπέλυσε τα φοβερά «οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί», ότι:
Ετσι και σεις, εξωτερικώς μεν φαίνεσθε στους ανθρώπους δίκαιοι, ενώ από μέσα είσθε γεμάτοι από υποκρισίαν και κάθε παρανομίαν.
Τους κατηγόρησε επίσης ότι, εκμεταλλεύονταν τα χρήματα των χηρών, ότι «διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» ότι δηλαδή «διύλιζαν το κουνούπι και κατάπιναν την καμήλα», ότι «πρόσεχαν το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού τους και δεν κοίταζαν το δοκάρι στο δικό τους μάτι». Τους ονομάζει ακόμα «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν» και «γεννήματα διαβόλου».
Τους καυτηρίασε επίσης ο Κύριος λέγοντάς τους «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το άνιθον και το κύμινον, και αφήκατε τα βαρύτερα του Νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν».
Δηλαδή αλίμονο σε σας, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, που δίνετε απλά και μόνον στο ναό και στους λευίτας το δέκατον από το δυόσμο, τον άνιθο και το κύμινο, που τηρείτε δηλαδή μόνον τους τύπους, και κάποιες δευτερεύουσες διατάξεις του Νόμου, και περιφρονείτε τις μεγάλες εντολές του Θεού, όπως είναι η δικαία κρίσις, η ευσπλαχνία και η τιμιότητα, η ζωντανή πίστη του αληθινού Θεού.
Αντίθετα τους αμαρτωλούς, ο Χριστός τους πλησιάζει πάντα με αγάπη και ευσπλαχνία, με την ανατρεπτική ρήση ότι «αι πόρναι και οι τελώναι, προάγουσιν ημάς εις την βασιλεία των ουρανών», μέσα από τη θύρα τη χαμηλή της ταπεινοφροσύνης και την οδό τη στενή και ανηφορική της ειλκρινούς μετανοίας. Ως ο «ποιμήν ο καλός» αναζητεί και ανακαλεί το «πρόβατον το απωλωλός» και καλωσορίζει την επιστοφή του «υιού του ασώτου», ενώ προσφέρει στον μετανοήσαντα συσταυρωμένο του ληστή, «μεθ’ αυτού» την παράδεισο.
Μπορεί σήμερα να θέλουμε να νομίζουμε ότι η υποκρισία εξέλειπε, ότι υπήρχε μόνο στην εποχή των Φαρισαίων ή τουλάχιστο, ότι δεν μας αγγίζει. Αν όμως τολμήσουμε να ψάξουμε γύρω μας και ιδιαίτερα μέσα μας, θα δούμε ότι κρύβουμε, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότρο έναν Φαρισαίο.
Ας μη ξεχνούμε, ότι με φοβερά του «Ουαί» ο Κύριος κατεδίκασε μια για πάντα τον Φαρισαϊσμό, τον οποίον εξομοίωσε με την υποκρισία. Το πλέον τραγικό λάθος των Φαρισαίων ήταν, ότι θεωρούσαν τον εαυτό τους ενάρετο, ευσεβή, δίκαιο και τέλειο ενώ φανερά περιφρονούσαν τους απλούς ανθρώπους του λαού. Η ουσία της Φαρισαϊκής αμαρτίας, συγκεντρώνεται στις λέξεις που είπε ο Φαρισαίος, στη διαχρονικά επίκαιρη παραβολή του «Τελώνη και του Φαρισαίου».
«Θεέ μου, σε ευχαριστώ, γιατί εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, πού είναι κλέφτες, άδικοι, άτιμοι ή και σαν αυτόν τον τελώνη, νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, δίνω το ένα δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματα μου».
Ο Κύριος ήλεγξε με τόση σφοδρότητα τους Φαρισαίους και μάλιστα λίγο πριν απ’ το πάθος τους, θέλοντας να στείλει ένα σαφές διαρκές μήνυμα σε όλους εκείνους που πιστεύουν πως είναι ενάρετοι και ευσεβείς, περιφρονόντας τα υπόλοιπα τέκνα του Θεού.
Κι είναι αλήθεια ότι η υποκρισία πρόσβαλλε σε όλες τις εποχές τους χριστιανούς και συνεχίζει και σήμερα να μας προσβάλλει. Λίγο πολύ όλοι μας δηλητηριαζόμεθα απ’ αυτό το φοβερό μικρόβιο, τον ιό, όχι της γρίπης αλλά της υποκρισίας. Ενώ ντυνόμαστε σεμνά, διαφημίζουμε ότι νηστεύουμε και εξομολογούμαστε, κάνουμε μεγάλους σταυρούς και μετάνοιες επιδεικτικές, χωρίς καμιά αναστολή, με την κάθε ευκαιρία κατακρίνουμε τους πάντες και τα πάντα.
Υπάρχουν όμως πολλά είδη Φαρισαϊσμού, πολλές μορφές υποκρισίας, εξίσου επικίνδυνες και ψυχοφθόρες:
Μια μορφή απ’ αυτές, βρίσκει εύκολα πρόσφορο έδαφος σε όσους από μας είμαστε χλιαροί χριστιανοί. Όταν λοιπόν μας προτρέπουν να εκκλησιάζομαστε, να εξομολογούμαστε, να νηστεύουμε, και να κοινωνούμε, ή να εγκρατευόμαστε, απαντούμε:
– Εγώ, λέμε, δεν είμαι σαν κι αυτούς τους Φαρισαίους που κάνουν τους μεγάλους Σταυρούς αλλά εκμεταλλεύονται τον κόσμο. Εγώ, είμαι ντόμπρος άνθρωπος, ειλικρινής, τίμιος, και αγαπώ όλο τον κόσμο. Τον Θεό τον έχω μέσα μου, και δεν μου χρειάζονται όλα αυτά, που κάνουν οι «Φαρισαίοι…».
Λέγοντας και ακόμα χειρότερα πιστεύοντας αυτά, δυστυχώς, δεν καταλαβαίνουμε ότι μεταβαλλόμαστε οι ίδιοι σε Φαρισαίο πρώτης τάξεως, ουσιαστικά επαναλαμβάνοντας τα ίδια του τα λόγια, ότι «εγώ ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων».
Μια δεύτερη μορφή Φαρισαϊσμού είναι αυτή που μας χωρίζει εμάς τους Χριστιανούς, σε φατρίες, σε κάστες, σε αδελφότητες και θρησκευτικές, ενίοτε προσωποπαγείς ομάδες.
Έτσι οι μεν που ανήκουμε στην άλφα θρησκευτική Ορθόδοξη κίνηση, περιφρονούμε όλους τους άλλους. Κάποιοι άλλοι που ανήκουμε σε μια δεύτερη θρησκευτική ομάδα, αποστρέφομαστε όλους τους άλλους χριστιανούς και όχι μόνον δεν τους χαιρετούμε και δεν τους λέμε ούτε καλημέρα, αλλά και επιπλέον τους κακολογούμε για τα τρωτά που έχουν σαν άνθρωποι και αυτοί, ή για τα λάθη που κάνουν.
Άλλοι πάλι διακυρήτουμε και καμαρώνουμε γιατί είμαστε πνευματικοπαίδια του τάαδε πνευματικού πατρός, και όλους τους άλλους τους θεωρούμε δευτέρας κατηγορίας χριστιανούς. Πιστεύουμε ότι εμείς και μόνον έχουμε το προνόμιο της σωτηρίας ή την αποκλειστικότητά της.
Ας μη ξεχνούμε ότι τον πολυμερισμό των χριστιανών σε θρησκευτικές ομάδες, ή οπαδούς, τον καταδίκασε τελεσίδικα ο Απόστολος Παύλος. Τι θα πεί, έλεγε και έγραφε, ο των Εθνών Απόστολος:
«ἐγὼ εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ»,
Εγώ είμαι του Παύλου, εγώ του Απολλώ, εγώ του Κηφά.
«Μεμέρησται ο Χριστός;»
Δηλαδή διαιρείται ο Χριστός; Μήπως χωρίζεται σε κόμματα και ομάδες, και αδελφότητες, Μήπως πολυμερίζεται σε γεροντγάδες, πνευματικούς; Ασφαλώς όχι.
Ποιός είναι, λοιπόν είναι, αυτός ο Παύλος και ποιός είναι αυτός ο Απολλώς, παρά υπηρέτες και απόστολοι του Θεού, δια των οποίων σεις εγνωρίσατε και εδεχθήκατε την πίστιν; Είμαθα υπηρέται του Θεού, ο καθένας ανάλογα με την χάριν και τα χαρίσματα, που μας έχει δώσει ο Κυριος.
«Όπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι». Τα πάθη μας, ο εγωισμός μας, η υποκρισία μας, και το να δειχνουόμαστε ότι κάποιοι δήθεν είμαστε, φτιάχνουν τις διαιρέσεις, τους πολυμερισμούς και τις προσωπολατρίες. Είμαστε όλοι παιδιά του ενός Θεού, ομολογούμε την ίδια πίστη, συμμετέχουμε στα ίδια μυστήρια, και έχουμε τον ίδιο στόχο. Στο πώς θα σωθούμε, δια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, που αυτός και μόνο θυσιάστηκε πάνω στο Σταυρό για τη σωτηρία μας. Για τη σωτηρία όλων μας. Γι΄αυτό, «υμείς δε Χριστού, Χριστός δε Θεού».
Ας αφουκραστούμε λοιπόν την έκκλιση του Αποστόλου Παύλου, προς τους Χριστιανούς όλων των εποχών:
Σας παρακαλώ αδελφοί μου, στο όνομα και εξ ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είσθε όλοι ομόφωνοι και να λέγετε σαν από μια καρδία, την ίδια ομολογία της πίστεώς σας και να μη υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα και διαιρέσεις, αλλά να είσθε συγκρατημένοι, κατηρτησμένοι και ενωμένοι μεταξύ σας με τα αυτά φρονήματα και με την αυτήν γνώμην.
Μια τρίτη μορφή Φαρισαϊσμού, λεπτή και επικίνδυνη, δύναται να προσβάλει ευσεβείς χριστιανούς. Ενώ εκκλησιάζονται, εξομολογούνται, κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων, μελετούν την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, προσεύχονται πρωί και βράδυ, κάνουν δηλαδή τον πνευματικό τους αγώνα, και πηγαίνουν συχνά σε διάφορα προσκυνήματα και στους Αγίους Τόπους, και οι άνδρες στο Άγιον Όρος, εν τούτοις σιγά σιγά τους μπαίνει η ιδέα αμυδρά στην αρχή, ισχυρή και πιστευτή στη συνέχεια, ότι δεν είναι «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Έτσι αργά αργά, και χωρίς να το καταλαβαίνουν από την αρχή, γεμίζουν από Φαρισαϊσμό, από υπερηφάνεια. Αντί να ασχολούνται με τις προσωπικές τους αμαρτίες, τις οποίες ελαχιστοποιούν, ασχολούνται με τις πτώσεις και τα λάθη των άλλων, τους οποίους συνεχώς κατακρίνουν με σκληρότητα και ασπλαχνία.
Ας μη ξεχνούμε ότι:
«Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνει και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνει τα ισχυρά».
Ο Θεός διάλεξε αυτούς που είχαν άγνοια και ήταν αδύνατοι, για να ντροπίασει τους σοφούς και ισχυρούς,
«Τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενομένα εξελέξατο ο Θεός και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήσει, όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού».
Διάλεξε όντως ο Θεός άσημους και ταλαιπωρημένους ανθρώπους, έτσι ώστε κανείς να μη περηφανεύεται μποροστά του.
Μια τετάρτη επικύνδινη μορφή φαρισαϊσμού είναι ο τελωνικός φαρισαϊσμός. Εδώ έχουμε μια ανάμειξη των αρνητικών στοιχείων και του Τελώνου και του Φαρισαίου. Τα αρνητικά στοιχεία του τελώνου είναι τα μεγάλα και βαριά αμαρτήματα. Τα αρνητικά στοιχεία του Φαρισαίου, είναι η αυτοθέωση, η αυτοδικαίωση και η υποκρισία. Αυτά λοιπόν τα αρνητικά στοιχεία και των δύο τύπων συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο. Είναι αυτοί από εμάς που ενώ καθημερινά διαπράττουμε τα πιο μεγάλα θανάσιμα αμαρτήματα, εν τούτοις, όχι μόνον δεν μετανοούμε, όχι μόνον δεν συντριβόμαστε, όχι μόνον δεν εκζητούμε το έλεος του Θεού, αλλά καμαρώνουμε γι’ αυτά μας τα αμαρτήματα και τα διατυμπανίζουμε κιόλας σε όλους και κάνουμε και κάτι άλλο που είναι πολύ χειρότερο, πολύ απαίσιο. Κατηγορούμε δηλαδή και κατακρίνουμε συνεχώς και αποκαλούμε Φαρισαίους, κοροϊδεύοντας και ειρωνεύοντας όλους εκείνους τους χριστιανούς που αγωνίζονται νυχθημερόν για να τηρούν με πολύ κόπο τις Ευαγγελικές εντολές, να καλλιεργούν τις κατά Θεόν αρετές, να πολεμούν τα πάθη τους, να συμμετέχουν στα άγια μυστήρια, και να προσπαθούν να κρατηθούν πνευματικά όρθιοι και σώφρονες μέσα σ’ αυτή την εφιαλτική θύελλα της αποστασίας, της προστυχιάς και του υλιστικού φρονήματος που σαρώνουν απ’ άκρου εις άκρον ολόκληρον τον πλανήτη στις μέρες μας.
Ύπουλος λοιπόν ο Φαρισαϊσμός, που δόλια και επικίνδυνα παραμονεύει και αν δεν αντιδρασουμε, τελικά μας προσβάλει και μας καταστρέφει. Εμβόλιο για τα μικρόβια του Φαρισαϊσμού και της υποκρισίας είναι ένα και μόνο, το τελωνικό πνεύμα, το πνεύμα της συντριβής, το πνεύμα της μετανοίας, το πνεύμα της ταπεινώσεως. Ας ομολογήσουμε λοιπόν ως ο Τελώνης προς τον Κύριο και Λυτρωτή μας «ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Σημείο αναφοράς ας είναι για μας η διδασκαλία του Χριστού και πρότυπο η επί γης ζωή του. Ας αφήσουμε να συντρίψει το τείχος του εγωϊσμού στην καρδιά μας, η συναίσθηση της αμαρτολότητάς μας για να μπορέσουμε να γευθούμε τη χαρά της επικείμενης γενήσσεως του Θείου βρέφους. Αμήν.
Σήμερα, Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, με τη βοήθεια του Θεού, αρχίζουμε το Τριώδιο. Πολλοί από τους θεοφόρους Πατέρες μας, που κατείχαν την τέχνη της μουσικής, φωτιζόμενοι από το Άγιο Πνεύμα μελοποίησαν εξαίρετα και όπως έπρεπε τις ωδές του Τριωδίου.
Πρώτος επινόησε το τριώδιο, δηλαδή κανόνα με τρεις ωδές, ο μεγάλος ποιητής Κοσμάς για την αγία και μεγάλη εβδομάδα των Παθών του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κάνοντας την ακροστιχίδα των τροπαρίων του από την ονομασία της κάθε μιας ημέρας. Μετά απ’ αυτόν και οι άλλοι άγιοι πατέρες, και περισσότερο ο Θεόδωρος και ο Ιωσήφ οι Στουδίτες, μιμούμενοι εκείνον τον ιερό Κοσμά, έκαναν και αυτοί τριώδια για τις άλλες έξι εβδομάδες της Τεσσαρακοστής, τα οποία αμέσως παρέδωσαν στο δικό τους μοναστήρι, του Στουδίου.
Επειδή, λοιπόν, πρώτη μέρα της εβδομάδας είναι η Κυριακή, ως αναστάσιμη, και η Κυριακή είναι και πρώτη και όγδοη και τελευταία, γι’ αυτό και οι πατέρες όρισαν σοφότατα τη Δευτέρα να λέγεται η πρώτη ωδή, την Τρίτη η δεύτερη ωδή, την Τετάρτη η τρίτη ωδή, την Πέμπτη η τέταρτη ωδή, την Παρασκευή η πέμπτη ωδή και το Σάββατο η έκτη και η έβδομη και οι άλλες δύο ωδές, η όγδοη και η ένατη, τις οποίες ως κυριότερες έχουν και οι άλλες μέρες της εβδομάδας. Έτσι όρισε και ο θείος Κοσμάς για το Μεγάλο Σάββατο, κάνοντας εκεί τετραώδιο, αν και αργότερα ο βασιλιάς Λέων ο σοφός διέταξε τον Μάρκο επίσκοπο Ιδρούντος και έφτιαξε πλήρη κανόνα. Τριώδιο ωστόσο ονομάζεται καταχρηστικά, επειδή δεν έχει παντού τριώδια, αλλά έχει και ολόκληρους κανόνες. Όμως πήρε αυτή την ονομασία, κατά τη γνώμη μου, είτε επειδή τα τριώδια είναι περισσότερα από τους ολόκληρους κανόνες είτε γιατί πρώτα έγιναν τα τριώδια της Μεγάλης Εβδομάδας, όπως είπαμε.
Ο σκοπός των αγίων πατέρων μας με το βιβλίο του Τριωδίου είναι να υπενθυμίσουν με συντομία σε όλους όλη την ευεργεσία που έκανε ο Θεός από την αρχή σ’ εμάς: πώς δηλαδή πλασθήκαμε από τον Θεό και πώς διωχτήκαμε από την τρυφή του Παραδείσου εξαιτίας του φθόνου του αρχέκακου φιδιού και εχθρού, με το να αθετήσουμε την εντολή που μας δόθηκε για να δοκιμαστούμε, και μέναμε διωγμένοι από τα αγαθά του παραδείσου και βρισκόμασταν κάτω από την εξουσία του διαβόλου· πώς ο Υιός και Λόγος του Θεού, από ευσπλαχνία και συμπάθεια, κατέβηκε από τους ουρανούς και κατοίκησε στην Παρθένο και έγινε άνθρωπος για χάρη μας, και με την ίδια του τη ζωή, με το παράδειγμα της άκρας του ταπεινώσεως, της νηστείας, της αποχής από τα κακά και με τις υπόλοιπες πράξεις του, έδειξε σε όλους εμάς την ανάβαση στους ουρανούς· πώς επιπλέον έπαθε, δηλαδή πέθανε, και αναστήθηκε και πάλι ανέβηκε στους ουρανούς και έστειλε το Άγιο Πνεύμα στους αγίους μαθητές και αποστόλους του και πώς κηρύχθηκε από αυτούς Υιός του Θεού και Θεός τέλειος κατά πάντα, και τι έκαναν οι άγιοι απόστολοι με τη χάρη του παναγίου Πνεύματος, και ότι με το κήρυγμά τους σύναξαν από τα πέρατα της οικουμένης όλους τους αγίους και αναπλήρωσαν τον άνω κόσμο, πράγμα που από την αρχή ήταν ο σκοπός τού Θεού που μας δημιούργησε.
Με λίγα λόγια, λοιπόν, αυτός είναι ο σκοπός του Τριωδίου. Οι τρεις τώρα πρώτες εορτές, του Τελώνου και του Φαρισαίου, του Ασώτου και της Δευτέρας Παρουσίας, επινοήθηκαν από τους αγίους πατέρες ως μια προγύμναση και παρακίνηση, για να γίνουμε έτοιμοι για τους πνευματικούς αγώνες των νηστειών.
Πρώτα-πρώτα μας παρουσιάζουν την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου και ονομάζουν την εβδομάδα «Προφώνηση». Οι άγιοι πατέρες δηλαδή προσαλπίζουν, προαναγγέλλουν τη μάχη που θα κάνουμε εναντίον των δαιμόνων κατά τη αγία Τεσσαρακοστή, έτσι ώστε, αν στις ψυχές μας υπάρχει κάποιο παλιό πάθος, να το καθαρίσουμε, και αν μας λείπει κάποιο καλό, να σπεύσουμε να το αποκτήσουμε, και να οπλιστούμε όπως πρέπει, ώστε έτοιμοι να προχωρήσουμε στους αγώνες της νηστείας.
Και επειδή το πρώτο όπλο για την αρετή είναι η μεταμέλεια και η ταπείνωση, και το μεγαλύτερο εμπόδιό της η αλαζονεία και η υπερηφάνεια, οι άγιοι πατέρες παρουσιάζουν πρώτη-πρώτη την παρούσα αξιόπιστη παραβολή από το ιερό Ευαγγέλιο (Λουκ. 18:10-14). Και με τον Φαρισαίο μάς προτρέπουν να αποβάλουμε το πάθος της αλαζονείας και της υπερηφάνειας, ενώ με τον Τελώνη, να επιδιώκουμε την ταπείνωση και τη μετάνοια. Συμβουλεύουν δηλαδή οι άγιοι, κανένας να μην υπερηφανεύεται για τα κατορθώματά του και καταφρονεί τον πλησίον του, αλλά πάντοτε να είναι ταπεινός, γιατί, όπως λέει η Γραφή, «ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίνει χάρη» (Παροιμ. 3:34, Ιακ. 4:6). Γιατί είναι καλύτερος ένας αμαρτωλός που μετανοεί παρά ένας ενάρετος που υπερηφανεύεται. Γι’ αυτό ο Κύριος είπε για τους δύο αυτούς, ότι ο Τελώνης έφυγε δικαιωμένος και όχι ο Φαρισαίος.
Η παραβολή, λοιπόν, φανερώνει ότι κανείς δεν πρέπει να υπερηφανεύεται ακόμη και αν έχει αρετές, αλλά πάντοτε να ταπεινώνεται και να παρακαλεί από το βάθος της ψυχής του τον Θεό, ακόμη και αν έπεσε στις χειρότερες αμαρτίες, γιατί δεν είναι μακριά από τη σωτηρία.
Τελώνης τώρα ήταν αυτός που αγόραζε από τους άρχοντες τους φόρους και με την είσπραξή τους αισχροκερδούσε από υπερβολική αδικία. Φαρισαίος σημαίνει αποκομμένος από τους άλλους και ανώτερός τους τάχα ως προς τη γνώση. Σαδδουκαίος, τέλος, από το όνομα κάποιου Σαδώκ, σημαίνει δίκαιος, γιατί στα εβραϊκά σεδέκ είναι η δικαιοσύνη. Γιατί στους Εβραίους υπήρχαν τρεις αιρέσεις, οι Εσσαίοι, οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι –οι τελευταίοι δεν δέχονταν ούτε την ανάσταση των νεκρών, ούτε ότι υπάρχει άγγελος ή πνεύμα.
(Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τριωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 269)
Μάρτυρες του 20ού αιώνα (οι πραγματικοί «αναρχικοί» σ’ έναν κόσμο υποταγμένο σε νέα είδωλα)
Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύγου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνει μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρνάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γονείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γιό τους επειδή ήταν ένας λαμπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχισαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική καριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινάριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.
Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μητέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχει και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία τού συνέστησε να πάει στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέροντα.
Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγένεια, τον έβαλε να καθίσει, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιει τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι: «Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!». Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγει.
Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρει έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθεί όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξη άκουσε να μνημονεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγματικά η έκπληξή του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησή του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Ταραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.
Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλήρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστη ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδαστές του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακριά από τη Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέροντας τούς υποδέχθηκε εγκάρδια και σύντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, αναφώνησε: «Τί ψηλός που είναι αυτός, και τί μικρούλα αυτή!». Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγματικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συναντιούνταν δυο φορές το μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφει ένα γράμμα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζει προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια… Ο Ηλίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζει στη Θεολογική Ακαδημία.
Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα, κατά την αντίληψη της εποχής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτητές της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση ενός Γέροντος στη Μόσχα, ο οποίος συνέστησε επίσπευση του γάμου τους. Ο Ηλίας υπακούοντας στον Γέροντα πήγε στους γονείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρουσιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: Ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατηγορηματικά να του τη δώσει για σύζυγο, επειδή δεν είχε δυνατότητα να τη συντηρήσει. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα τής Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήσει πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίσει επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δικά τους μέσα, αν και στην πράξη όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παραδίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλογία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκαναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξίδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.
Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πήγαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζωσιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κάποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν αποκάλυψε την εξήγηση του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.
Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.
Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υποσχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ’ όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.
Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνει στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνει το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή της Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννηση του παιδιού πριν πάρει το τηλεγράφημα!
—Μα πώς: τη ρώτησαν.
—Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρείς! Έχουν γιό και το όνομά του είναι Σέργιος». Πράγματι ονόμασαν τον πρώτο τους γιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.
Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάσει η επανάσταση (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψή του το 1932.
Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιερεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολουθίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συχνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ’ εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπασμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί: «Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από καθαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!». Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στον Θεό.
Κάποτε, την ημέρα της εορτής του αγίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν άδεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυτός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τί ωραία που θα ήταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια. Θα αγόραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.
Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστεί λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πανιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να βρεθούν παπούτσια, και μ’ αυτή την υπόδηση πηδούσε πάνω από τα λασπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυο προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομίσματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυο μικρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου:«Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζει ένα λιτό γεύμα.
Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας αποφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτει τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρκούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφαση να ξεκινήσουν για το προσκύνημα, και πήγε σ’ έναν ηλικιωμένο αναγνώστη να τον παρακαλέσει, αν μπορούσε, να προσέχει τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επαναλάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: Τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι’ αυτήν ήταν λόγοι ολοζώντανοι και αληθινοί.
Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ’ ένα λινό σάκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχει. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικείμενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήσει τον φόβο και να επιστρέψει. Με τη σκέψη ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκαταλείψει, κοίταξε μέσα στο σάκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λάδι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για το ταξίδι τους! Πιθανόν κάποιος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήσει στην πόλη, αλλά φοβήθηκε την εθνοφυλακή και έριξε το σάκο στην άκρη του δρόμου.
Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξη για την πρεσβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορση. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήσει μια τσάντα γεμάτη με λαχανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένει και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρει τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάει η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δει ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίσει στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογιζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθεί κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάντως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:
Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασήμαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυτέρας όταν ο μικρότερος γιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύτερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχει συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγγίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της… Όλες μαζί οι συμφορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφόρος αρρώστια του γιού της, το σπασμένο χέρι της, η πείνα… Αλλά αυτή κατάφερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.
Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του: «Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;». Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί, αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανάλογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρετούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε: «Αγαπητή μου πρεσβυτέρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γιό στον Παράδεισο!»
Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέει: «Είχα πέντε παιδιά». Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσθετε: «Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μού πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα».
Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μόνο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένειά του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κατά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπει ή να συντομεύει τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.
Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορεί ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσιαζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχει σηκωθεί (οι περισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε: «Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη». Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον «κλήρο»[2] για συνομιλία.
Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία): «Ο παπάς σου ήταν το πρότυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα».
Σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψη της εκκλησίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιερέα τους να λειτουργεί με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέρασε πίσω από τον «κλήρο», η πρεσβυτέρα του ψιθύρισε: «Το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν» (από το απολυτίκιο του αγίου).
Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γίνονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθόλου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθούσαν να τον βάλουν σε μια καλή θέση στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τί να κάνη, ο π. Ηλίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβυτέρα τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.
Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορτή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέπτες. Ο πατερούλης είχε βρει πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυνομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κορίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε πού μένουν οι Τσετβερούχιν. Η πρεσβυτέρα τούς έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι. «Παπά, ήρθαν για σένα!» είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Αλεξίου και διάβασε την «ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου». Δεν πρόλαβε να πει τις τελευταίες λέξεις και ακούστηκε ένα τραχύ χτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τούς υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση:
— Περάστε.
Φαίνονταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:
—Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο:
—Ναι.
—Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.
Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βιαστικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκαναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:
—Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].
—Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.
Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευχή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως αποκοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφραστα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:
—Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθει τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι’ αυτόν.
—Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέσα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.
—Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθει τίποτε στη φυλακή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία! Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: Γιατί η Θεοτόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διάβασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διαπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς, ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της προς αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλαβε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ’ αυτούς τους αγίους.
Μετά τη σύλληψη του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογένεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ήταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησή της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτηση: —Ποιος είναι;
—Η αμαρτωλή Ευγενία.
—Είσαι μόνη σου;
—Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!
Πλησιάζοντας για να πάρει την ευχή του, ρώτησε:
—Πάτερ, τί θα κάνω;
—Κόρη, μόνο που θα πρέπει να της ράψεις νυφικό.
—Μα φυσικά, αν έχει κανείς κορίτσι θα πρέπει να του ράψει το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα. Μόνο μετά τον θάνατο της Μάσενκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα – ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.
Η κόρη της πέθανε από μια συνηθισμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσει συγχρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μόνο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επαναλάμβανε ακατάπαυστα: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρεσβυτέρα να πάει στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάει σ’ αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της άνοιξης οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προορισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:
—Τί είναι αυτό;
—Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώσει.
Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατάλαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορετικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε: «Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη». Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντηση κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πει τα πάντα.
Μετά τη σύλληψή του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα «ειδικό κελλί». Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινόταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά κάποιος του φώναξε: «Χώσου κάτω από τα κρεβάτια!». Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι’ αυτόν που ήταν τόσο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθεί κάτω από τα ξύλινα κρεβάτια και να ξαπλώσει στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.
Ήταν αδύνατο να κοιμηθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλωστε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακούγονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσναγια Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπατούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πάγου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε: «Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ» και έκανε μια απειλητική χειρονομία με τη γροθιά του προς το δάσος. Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάει ή πιει τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμένοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.
Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα ένας αναστεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του: «Ω Κύριε, γιατί με εγκατέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθιστο Ύμνο και τους Κανόνες. Με πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία! Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τόσο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;».
Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψη, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια παρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του καιάναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12, 4).
Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρωπος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθεί «εν πυρί» (Ματθ. 3, 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζει μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα: «Και αν ακόμα μ’ αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει». Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζει είχε εξαφανιστεί για πάντα γι’ αυτόν, επειδή είχε χαριστεί σ’ αυτόν μια υπερκόσμια εμπειρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως είχε υποσχεθεί στην πρεσβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξει ένα από τα δύο: ή να υποχωρήσει και να γίνει ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνει εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτητα του χαρακτήρα του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να «άρη τον ζυγόν» της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωση με τον Ζωοδότη Χριστό, τον Κύριό μας!
Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε: «Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να καταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι’ Αυτόν!» Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι της επιστροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: Στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του – Ηλίας σημαίνει ακριβώς «πύρινος»!
Μετά τον τραγικό θάνατό του π. Ηλία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά της. Εκείνο τον καιρό είδε ένα όνειρο: Εμφανίστηκε σ’ αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθεί μερικά χρόνια πριν), και της είπε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μαζί: Άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!». Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικογένειά της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τίποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φεβρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμένος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους «πυρί ετελειώθησαν»!
Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλει και να διευθύνει τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρηση του Τυπικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακολουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγει έξω «για λίγα λεπτά» είπε στην πρεσβυτέρα: «Αν δεν γυρίσω σε δεκαπέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα». Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!
H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήση είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.
Όταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γιός της συνελήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχει αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πιστούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγματικά είχε έλθει το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ’ αυτές τις σκέψεις έπεσε να κοιμηθεί και είδε ένα όνειρο. Η Θεοτόκος της είπε: «Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχει». Η πρεσβυτέρα εξακολουθούσε να αμφιβάλλει και γι’ αυτό προσευχήθηκε: «Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά». Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρεσβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτει: «Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!».
Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγηση των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστη, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπιτιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέρα ήθελε να τα επισκευάσει πριν έρθει ο γιός της. Γι’ αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρούβλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξη, παίρνοντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη τής εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε: «Θέλεις να δώσεις στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;». Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.
Προς το τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνερα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πήγαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαιδα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήσει, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε: «Νικόλαος και Σέργιος». Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξει τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντηση ήταν: «Νικόλαος και Σέργιος!».
Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρηση, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ’ όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάσει την πίστη της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξει και να δείξει σ’ έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρόνια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μύες έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέχρι τον θάνατό της δεν μπόρεσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότηση πολλών. Στα ενενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε «κατάκλιση» (πληγές λόγω συνεχούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγινε τόσο σαθρό, ώστε αυτοί που φρόντιζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στήλης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:
—Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;
—«Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. 3, 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.
—Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;
Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:
—Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθεί τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζει ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσεως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε: «Και θα πεθάνω όταν θα γίνει μια αναγνώριση». Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθεί, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε: «Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέτρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους – όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες». Και με ιδιαίτερη έμφαση επανέλαβε: «Άγιοι Μάρτυρες!».
Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώσει την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα, η οποία στην πράξη ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε: «Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τί ευτυχία!».Ο ιερεύς γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι της και την παρακάλεσε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συναντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα τον αμαρτωλό!».
Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδεί ποτέ άλλοτε, ούτε πρόκειται να το δούμε άλλη φορά: το πρόσωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολόλαμπρη γυναίκα. Ένας γιός της ψιθύρισε: «Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!». Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[5].
Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μακρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδασκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Ναταλία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και «ετελειώθη εν ειρήνη», έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον «μαρτυρικώς τελειωθέντα» σύζυγό της πατέρα Ηλία.
Σχόλιο π. Δ. Μ.: Ο σημερινός βολεμένος Χριστιανός (κληρικός ή λαϊκός) για ποιο μαρτύριο και για ποια μαρτυρία «έμπροσθεν των ανθρώπων» θα έχει να καυχηθεί, όταν κληθεί να δώσει λόγο ενώπιον του Θεού;
1. RUSSIA’S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.
2. «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορωδία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.
3. NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονόματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.
4. Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.
5. Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.