Εἰσοδεύοντας στό νέο ἐνιαυτό…..(Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ

Φωτογραφία: Εἰσοδεύοντας στόν Ἄθω

Ἀνάμεσα στά ἐρείπια τόπων ἀγαπημένων, στά σιωπηλά τά σπίτια, στά σκοτεινά τά ξωκκλήσια, στά ἄδεια κελλιά παλιῶν μοναστηριῶν, ὅπως ἐπίσης καί στά κρύα δωμάτια κάποιων σπιτιῶν πού τά κατέχουν μοναχικοί ἄνθρωποι μιά παλιά μουσική σέρνεται ἀπόψε· μουσική μελαγχολική καί συνάμα ταυτισμένη μέ τό βουβό τό κλάμα κάποιων παλιῶν ἀρχοντικῶν μορφῶν πού ἡ δυστυχία τἄφερε νά κρατήσουν ἀπ’ ὅλα τους τά καλά, μόνο τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν ἀρχοντιά τους. Μουσική μακρυνή, κρυμμένη στούς ξεθωριασμένους τούς τοίχους, στ’ ἀνοιχτά κι ἄδεια ντουλάπια, κι ἀκόμα στούς χορταριασμένους τούς δρόμους καί στά παγερά, σκονισμένα δωμάτια. Καί δέν εἶναι διόλου εὔκολο τούτη τή μουσική νά τήν ἀκούσεις, ἤ ἄν τυχόν τήν ἀκούσεις ν’ ἀποκρυπτογραφήσεις τούς φθόγγους της, οἱ ὁποῖοι κρύβουν μέσα τους ὅλη ἐκείνη τή σιωπηλή ἱστορία τῶν ὅσων κατοίκησαν τούτους τούς χώρους: χώρους μικρῶν κοινοτήτων-ὅπως ἐκείνου τοῦ Κάστρου τῆς Σκιάθου, ἀλλά καί τοῦ χωριοῦ τὴς Σκοπέλου Κλῆμα-, ἱερέων, ἱερομονάχων, συνοδιῶν, οἰκογενειῶν, ἐπιτρόπων… Μιά σειρά ἀπό ἀνθρώπινα πρόσωπα, τά ὁποῖα στελέχωναν αὐτούς τούς τόπους καί τούς χώρους, δίχως νά νοιάζονται ἄν ἡ ζωή τους ἐκεῖ ἦταν σκέτη ἀμάχη καί πυκνωμένα σύγνεφα· τό μόνο δηλαδή σκηνικό τοῦ καθημερινοῦ τους βίου. Γιατί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦταν οἱ Εἰκόνες τοῦ τόπου τους καί ὁ τόπος τους τό τέμπλο, τό εἰκονοστάσι ὁπού τοποθετοῦνταν.
Κάθομαι καί συλλογιέμαι ἀπόψε, παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς, τούς προγόνους μου τοῦ 1702, τοῦ 1802, τοῦ 1902 καί ψάχνω μέσα στά τεκμήρια πού ἄφησαν-τίς πέτρες ,τά ξύλα, τόν ξεθωριασμένο τοῖχο μέ τά πολλά τά στρώμματα τοῦ ἀσβέστη, νά καταλάβω κάποια πράγματα ἀπό τή ζωή τους! Δυστυχῶς οἱ φωτογραφίες δέν τούς ἤξεραν, γιά νἄχουμε τουλάχιστον κάποια ἁπτή φάση του βίου τους-, ἔστω καί μιᾶς κρυσταλλωμένης χρονικῆς στιγμῆς τήν ἔνδειξη, ἀπό τήν ἐδῶ ἐπίγεια παρουσία τους ὡς μαρτυρία· μαρτυρία μιᾶς στιγμῆς τους δηλ। πού, ὡστόσο, θά συμπύκνωνε μέσα της χῶρο, χρόνο καί βιώματα. Ἔτσι, ψάχνουμε τυφλά μέσα στό χρόνο, ὅπως κοιτάζουμε τούς διαβάτες πίσω ἀπό τά θολά τά τζάμια κι ἀναρωτιώμαστε: ποιός, ποιοί νἄναι, ἄραγε; Κι ὅλο προσπαθοῦμε, ἐντείνουμε τήν ὅρασή μας, ἐπιστρατεύουμε τή μαντική μας δεινότητα καί δέν κατορθώνουμε παρά μονάχα πολύ λιγοστά πράγματα νά μάθουμε. Τά ὑπόλοιπα μέσα μας τά κρατᾶμε, γιατί ἁπλῶς τά ὑποπτευόμαστε καί φοβόμαστε ν’ ἀνακοινώσουμε κάτι πού κι ἐμεῖς δέν τό θεωροῦμε σίγουρο……..
Κάτι βράδυα, λοιπόν, ὡσάν αὐτό, βράδυα μέ ἔντονη τή νοσταλγική διάθεση γιά ἕνα βύθισμα στό χρόνο πού διάβηκε, σ’αὐτό τό περίεργο τό χτές, τό συβιλλικό ἀλλά τόσο οἰκεῖο, σάν νά εἶναι ἡ χτεσινή ἡ μέρα πού τή ζήσαμε καί πέρασε, ὡστόσο κάτι φέρνει μέσα της ἀπό τήν παρελθοῦσα φρεσκάδα. Γιατί μαζί μέ τούς τόπους πού νοσταλγοῦμε τέτοιες μέρες, ἀναζητοῦμε ἐναγώνια ὄχι τόσο τήν παρουσία τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων πού διάβηκαν τό ποτάμι, ὅσο ἐκείνη τους τήν προστασία, καθώς μᾶς σιγούρευαν πώς ἡ ζωή ἀντιμετωπίζεται μέ τήν εἰλικρίνεια τοῦ γνήσιου ἀγώνα καί μέ τήν ἀξιοπρεπῆ στάση ἀπέναντι στίς τρεῖς κινήσεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου: πρός τό Θεό, τόν κόσμο ἤ τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό του. Ἄν δέν κρατηθεῖ μιά τέτοια ἰσορροπία, τότε ὅλα θρυμματίζονται, γιατί ἀρχίζει πιά νά βασιλεύει, νά κυριαρχεπι στά πάντα ἡ κατάχρηση κι ὄχι λογική χρήση. Μέ λίγα λόγια ἡ ἀσυδοσία τό χάος, ἡ καταστροφή. Κύριε, εὐλόγησε τό νέο ἐνιαυτό φωτίζοντας τίς σκοτεινές συνειδήσεις μας καί τίς φοβισμένες ψυχές μας. Ἀμήν
Σκόπελος Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς, Δευτέρα, 31 Δεκεμβρίου 2001 ὥρα 11η νυχτερινή.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΙΣΟΡΡΟΠΩΝΤΑΣ 
ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 200.
πηγη.ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Η τελευταία Πρωτοχρονιά στη Μικρά Ασία

Ενενήντα  χρόνια από την Τελευταία Πρωτοχρονιά της Μικρασίας, την Πρωτοχρονιά του μοιραίου έτους 1922, ας στρώσουμε τη θύμησή της με ροδανθούς και υάκινθους, αφήνοντας τη φαντασία να μας σεργιανίσει σε παρα­δείσους χαμένους αλλά όχι ξεχασμένους: το Αϊβαλί, τα Αλάτσατα, το Αδραμύτιο και τοΑίδίνι∙ τα Βουρλά, το Δικελί, την Έφεσο και τον Τσεσμέ∙ τη Μενεμένη και τα Μουδανιά∙ το Μαρμαρίσι και τα Μοσχονήσια∙ την Προύσα, την Πάνορμο και την Πέργαμο∙ τη Σινώ­πη, τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα∙ τις Φώκιες και τη Σμύρνη, το “Διαμάντι της Ανατολής”, το “Στέμμα της Ιωνίας” την “πόλη του θρύλου και του πόνου”…

Η Σμύρνη, η “γκιαούρ Ισμίρ”, υποδέχεται την Πρωτοχρονιά του ’22 με ευχές στα αρμενικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ολλανδικά και κυρίως στα ελληνικά, αφού η συντριπτική πλειο­ψηφία είναι Έλληνες. Η Σμύρνη με τα τριάντα σχολεία (: την Ευαγγελική Σχολή, το Κε­ντρικό Παρθεναγωγείο, το Ομήρειο Ίδρυμα κλπ,), με τα τέλεια οργανωμένα νοσοκομεία (με πρώτο και καλύτερο το Γκραικικόν) και τους αρρώστους που καταφθάνουν από παντού για να θεραπευτούν, με τα δραστήρια φιλανθρωπικά της ιδρύματα (: το Άσυλο των Αστέγων, το Λαϊκό Κέντρο, το Ορφανοτρο­φείο, τη Φιλόπτωχη Αδελφότητα, το Ταμείο Φτωχών, την Αδελφότητα “Ευσέβεια”, το Σύλλογο Κυριών κ.ά.), με τους δημιουργικούς πνευματικούς συλλόγους της (όπως ο Φι­λολογικός Σύλλογος “Όμηρος”, ο Καλλιτεχνικός, ο δημοσιογραφικός κ,ά,), με τα αθλη­τικά σωματεία της (όπως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων) και τις λέσχες της, που συγκέντρωναν όλη την “εκλεκτή κοινωνία”, με τα πολυτελή θέατρα (όπως η Νέα Σκηνή, το Θέατρο Σμύρνης, το Σπόρτιγκ Κλαμπ, το Κράιμερ ή το Γκαίυ) και τους δώδεκα κινηματογρά­φους της, με τις κατάμεστες τράπεζες…και προπαντός η ονειροπόλα Σμύρνη με τον απελευθερωτικό ελληνικό στρατό και με τις δεκαέξι πανέμορ­φες ορθόδοξες εκκλησίες της υποδέχεται τον Αϊ-Βασίλη και τον καινούριο χρόνο….

Η μητρόπολη Αγία Φωτεινή λαμποκοπά μέσα κι έξω. Ο επιβλητικός μητροπολίτης Χρυ­σόστομος με τα χρυσά άμφια και την πατερίτσα του αστράφτει σαν αληθινός βυζαντινός αυτοκράτορας πάνω στο θρόνο του. Το βλέμμα του όμως είναι βυθισμένο στοχαστικά και ανήσυχα στο μέλλον. Λαλεί χαρμόσυνα το πανύψηλο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής καθώς το μεγάλο βαυαρικό ρολόι του δείχνει ακριβώς 12 κι αντιλαλούν οι καμπάνες των άλλων εκκλησιών απ’ την πόλη και τα μαγευτικά περίχωρά της: το Κορδελλιό, το Αλάμπεη και την Παπασκάλα∙ τα Πετρωτά, την Αγία Τριάδα και το Μερσικλή∙ το Βαϊρακλή και το Δραγάτς∙ το Καρατάσι και το Σαλαγανό∙ την Καλλιθέα(Καραντίνα), την Ενόπη (Γκιοζ Τεπές) και τη Μυρακτή (Κοκάρ-Γιαλή)∙ το Βουρνόβα, το Χατζηλάρ και το Βουνάβασι∙ τον Παράδεισο, το Βουτζά και το Σεβδήκιοϊ…

«Τα στενά της σοκάκια, οι φαντασμαγορικοί βερχανέδες της, τα αρχαϊκά της σπίτια, τα καφασωτά παράθυρα, τα αιώνια μπαλκόνια, οι μιναρέδες, τα ψηλά κωδωνοστάσια, οι τρούλοι της, τα σαχνισίδια της μέσα στο τρεμουλιαστό φως των φαναριών της έδιναν στην πόλη μια εντύπωση έντονα ειδυλλιακή, κάποιο μυστικισμό…»(2) πάντοτε. Μέσα όμως στη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του ’22 οι μιναρέδες και τα κωδωνοστάσια έμοιαζαν να αποκρεμιούνται σ’ ένα αγκάλιασμα ερωτικό ή θανατηφόρο – δεν ήξερες!

«Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ-Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα (…), τα βαποράκια του Κορδελλιού, το τραμ της πλακόστρωτης προκυμαίας που το ‘σερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, τα μονά ζυγά φιστίκια, τα “πολιτάκια” με τα σαντούρια, όλα έμοιαζαν σαν εύθυμες κτυπητές κορδέλες που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ’ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει με τα παιδιά στα καταστήματα και ν’ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα…».(3)

Άσε τι γινόταν με τη βασιλόπιτα. «Η νοικοκυρά έβαζε μέσα το φλουρί. Η ίδια σχεδίαζε δικέφαλους αητούς και διάφορα πλουμιά με καρεφύλλια και μύγδαλα [Συνή­θως πατούσε στη μέση μια ρομβοειδή σφραγίδα με το δικέφαλο αητό, απ’ αυτές που σκά­λιζαν οι μοναχοί στο Άγιο Όρος]. Η ίδια σκαρίφιζε με ζυμάρι τη χρονολογία. Σαν τρελά μπαινόβγαιναν τα παιδιά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πότε θα ‘ρθει η ώρα να κό­ψουν την πίτα… Να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί… Πότε θα μοιράσουν τα ρεγάλα και τους μποναμάδες… Κι οι μεγάλοι αγωνιούσαν για τα ρεγάλα. Ήξεραν ότι όλα ήταν αγο­ρασμένα απ’ του Ξενόπουλου, απ’ τον Μπον Μαρσέ, απ’ τα μεγάλα καταστήματα της Σμύρνης. Πάνω στο στρογγυλό τραπέζι της τραπεζαρίας, η γελένη γεμάτη καρύδια, μύ­γδαλα, φουντούκια, “μάνα του Ουρανού”, κουκουνάρια, σταφίδες, σύκα, κουρμάδες, δα­μάσκηνα, λεμπλεμπούδες. Στη μέση ένα αναμμένο κερί, και τα παιδιά να μπαινοβγαί­νουν, να γεμίζουν τις τσέπες και να μασουλίζουν. Δε σταματούσαν τα κάλαντα και οι ευ­χές στην ξώπορτα…».(4)

Βέβαια, «κάθε παλιά Σμυρνιά, την παραμονή στον εσπερινό, έστελνε στον εφημέριο της ενορίας το κόνισμα του Αγίου Βασιλείου με τον άρτον για το Ύψωμα. Και την άλλη μέρα, ξωλείτουργα ο παπάς ήθελε να πάει στο σπίτι να ψάλει το Απολυτίκιον και το Μεγαλυνά­ριον του Αγίου: “Τον ουρανοφάντορα του Χριστού…”. Η νοικοκυρά κρατούσε μια άσπρη πετσέτα ανοιχτή και ο παπάς βαστώντας τον άρτον τον ύψωνε εκ τρίτου αναφωνών: “Μέγα το όνομα…”. “Της Αγίας Τριάδος”, συμπλήρωνε η οικοδέσποινα. “Πάτερ όσιε, βοήθει τους δούλους σου”, ξανάλεγε ο παπάς κι έκοβε ανάλογες μερίδες, ευλογία για τους εορτάζοντας… Στο Γιαμανλάρ νταγ το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν ξυπνούσαν οι άνθρωποι, ήθελε να κοιτάξουν το βουνό και να ευχηθούν: “Να είναι στερεωμένοι όλο το χρόνο”. Αν το βουνό ήταν χιονισμένο, αυτό σήμαινε ότι ο χρόνος θα τους ήταν ευτυχισμένος…».(5)

Παρόμοιες σκηνές εκτυλίσσονται παντού…

Στην Κρήνη (Τσεσμές), μετά το κόψιμο και το μοίρασμα της πίτας, άφηναν όλα τα κομμά­τια της πάνω στο τραπέζι μαζί με γλυκά και νερό, για να κατέβει τη νύχτα ο Αϊ-Βασίλης να φάει και να ξεδιψάσει.(6) Επίσης , έσφαζαν στο κατώφλι της πόρτας μια κόττα ή ένα διάνο “για το καλό”.(7)

Στη Χίο της Βιθυνίας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο νοικοκύ­ρης κάρφωνε ένα κλαδάκι ελιάς πάνω στη βασιλόπιτα, που ακουμπούσαν όρθια στον τοίχο και λειτουργούσε ως ειδώλιο του Αϊ-Βασίλη. Πάνω στο κλαδάκι όλα τα μέλη κρεμούσαν τα χρυσά τους (βραχιόλια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, δακτυλίδια κ.ά.) και τα άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να τους φέρει ο Αϊ-Βασίλης ευτυχία.(8)

Στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) η νοικοκυρά σχημάτιζε με ένα πιρούνι πάνω στην πίτα ένα σταυρό “τσιμπιστό”, για να… βγαίνουν τα μάτια των εχθρών και να μην τους γλωσσοτρώνε, ενώ με ένα κλειδί έκαναν διάφορα πλουμιά για να “κλειδώνεται” το στόμα των εχθρών. (9) Εξάλλου, όποιος κέρδιζε το φλουρί δεν το έπαιρνε. Το εξαγόραζε η νοικοκυρά, γιατί ήταν γρουσουζιά να φύγει από το σπίτι.(10)

Στον Πόντο τοποθετούσαν στο εικονοστάσι έξι κλαδιά ελιάς και έξι δάφνης με την ευχή: “ήρθε καλοχρονιά, ας πάει κακοχρονιά”.Επίσης τα κορίτσια έριχναν στη θάλασσα στάρι και αλάτι και έφερναν στο σπίτι θαλασσινό νερό με βότσαλα, που σκόρπιζαν στα δωμάτια, για να έχουν αφθονία αγαθών. Στη Σινώπη, ειδικότερα, κάθε Πρωτοχρονιά κάρφωναν πάνω από το τζάκι ένα νέο κλαδί ελιάς, για να τους δίνει νέα ζωή (11), ενώ όποιος έβρισκε το φλουρί έπρεπε να πάει πρωί πρωί στη βρύση να αφήσει ένα κομμάτι πίτα αλειμμένο με μέλι και βούτυρο, για να εξευμενίσει το στοιχειό που κατοικούσε σ’ αυτή, και να φέρει στο σπίτι ένα κουβά “αγιοβασιλιώτικο νερό” για ανανέωση. (12)

Στα Κοτύωρα καλό σημάδι για την οικογένεια ήταν να πέσει το νόμισμα στην Παναγία, που της “μελετούσαν” και το πρώτο κομμάτι. (l3)

Στην Κασταμονή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές εκτός από τη βασι­λόπιτα ετοίμαζαν και τον αϊβασιλιώτικο χαλβάκαι μάλιστα με ιδιαίτερη φροντίδα, γιατί από την επιτυχία του εξαρτούσαν την τύχη της χρονιάς. Μετά τον Εσπερινό, τέσσερις ομάδες μαθητών με λευκούς χιτώνες, γαρνιρισμένους με θαλασσί χρώμα και με πολύχρω­μα φαναράκια στα χέρια επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Τα κεράσματα ήταν ρακί και μεζέ­δες για τους μεγάλους και ξηροί καρποί ή φρούτα για τους μαθητές. Με τα χρήματα που εισέπρατταν κάλυπταν έξοδα του σχολείου…(14)

Έτσι έγιναν όλα, όπως κάθε χρόνο, την Πρωτοχρονιά του 1922. Όμως, μήπως δε σταύ­ρωσαν την πίτα “τρις” με το μαχαίρι; Μήπως δε “μελέτησαν” σωστά τα κομμάτια της; Μήπως δεν πάτησαν σωστά πάνω της τη σφραγίδα και ο δικέφαλος αποτυπώθηκε μονοκέ­φαλος ή ακέφαλος; Μήπως το “φλουράκι” το κέρδισε το Τουρκάκι που παραστεκόταν ή του το “μαρτύρησε” το πονηρό Φραγκάκι; Μήπως δεν πέτυχε ο αϊβασιλιώτικος χαλβάς της Κασταμονίτισσας; Μήπως ξέχασαν να ανανεώσουν τα παλιά κλαδιά ελιάς και δάφνης στα εικονοστάσια τους; Ή μήπως το πρωί της Πρωτοχρονιάς του ’22 πυκνή ομίχλη έκρυβε τη θέα του αχιόνιστου Γιαμανλάρ Νταγ; Μήπως, πάλι, έπιασαν κάποιες κατάρες των Λε­βαντίνων εμπόρων που είχαν θησαυρίσει κάτω απ’ το παλιό τουρκικό καθεστώς των διο­μολογήσεων και τώρα έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τους Έλληνες; Ή μήπως πίσω απ’ τα καφάσια των παραθύρων τα κατακόκκινα από λύσσα μάτια των Τούρκων “μάτιαζαν” το Ελληνικό στοιχείο, που ζούσε το όνειρο της Ανάστασης; Δεν μπορεί, κά­ποιο κακό σημάδι θα είδαν οι Μικρασιάτες την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς!…

Την Πρωτοχρονιά του 1922 η τραγωδία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας βρί­σκεται σε κορύφωση. Όλα όμως έγιναν όπως κάθε χρόνο στη “Βασιλίδα της Ιωνίας” και τα περίχωρά της. Γιατί, όπως γράφει ο Η. Βενέζης, «Η καταιγίδα, η καταστροφή πλησία­ζαν. Εμείς ήμαστε τότε σχεδόν παιδιά, δεν είχαμε νου και μάτια να δούμε. Αλλά οι πατέρες μας, που είχαν και τα δυο, δεν ήθελαν να δουν. Δεν είχαν μήτε φαντασία. Η ζωή των ελληνικών κοινοτήτων συνεχιζόταν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ευφορίας – που είναι χαρακτηριστική των απελπισμένων καταστάσεων…».(12)Για κάποιους ασφαλώς στα παρασκήνια ή και στις κερκίδες του παγκόσμιου αυτού θεάτρου όλα αυτά είναι απλώς στοιχεία τραγικής ειρωνείας, αφού το ξέρουν ή το φαντάζονται ότι πρόκειται για την τελευταία Πρωτοχρο­νιά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία.

Το τελευταίο, βέβαια, επεισόδιο της τραγωδίας (η «κα­ταστροφή», η «έξοδος») θα παιχτεί «επί σκηνής» τον Αύγουστο του ίδιου έτους…

Από τότε οι Ελληνομικρασιάτες, μπορεί να μετρούσαν όπως όλοι οι χριστιανοί το χρόνο με αφετη­ρία τη Γέννηση του Χριστού, ως πρόσφυγες όμως αναμετρούσαν το χρόνο με αφετηρία την αποφράδα εκείνη μέρα του Αυγούστου που οι πύρινες γλώσσες έζωσαν θανατηφόρα τον Ελληνι­σμό της Μικρασίας, αφανίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του και ξεριζώνοντας το υπόλοιπο από τα χώματα όπου για τριάντα ολόκληρους αιώνες ζούσε και δημιουργούσε έργα θαυ­μαστά. Γι’ αυτό και η βασιλόπιτά τους ουσιαστικά ήταν συνδυασμός του “εορτα­στικού” άρτου και του “μελίπηκτου” των αρχαίων προσφορών προς τους θεούς και προς τους νεκρούς αντίστοιχα!…

Υ.Γ. Πριν από 15 χρόνια, παρουσιάζοντας τα έθιμα αυτά στην εκδήλωση κοπής της πίτας του ενιαίου τότε Συλλόγου Μικρασιατών Ρεθύμνου στο Δημαρχείο της πόλης μας, είχα προτείνει να κόβονται δύο βασιλόπιτες, όπως ήταν το έθιμο στην Αρτάκη της Κυζίκου(15): μια «ανεβατή», αφιερωμένη στο Χριστό, τον Αϊ-Βασίλη και τους οικείους και μία «λειπανάβατη», αφιερωμένη στους νεκρούς μας, θαμμένους και άταφους. Πράγματι οι Μικρασιάτες του Ρεθύμνου δεν άργησαν να κόβουν δύο πίτες∙ όχι, όμως, κατά το έθιμο της Κυζίκου αλλά κατά τις ε-πιτα-γές του διχασμού, που του επέτρεψαν να τους κάνει “ποδαρικό”!!…

Ι) Ισαβέλλα Μαλόβρουββα, «Σμύρνη, Διαμάντι της Ανατολής. Περιοδεία φαντασίας στην παλαιά Σμύρνη», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Α’, σελ. 181-184. 2) Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, σελ. 54. 3) lφιγένεια Χρυσοχόου, Ξεριζωμένη Γενιά, σελ. 394. 4) Σωκράτης Ρωνάς, «Λαϊκό Μηνολόγιο Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Ζ’, σελ. 310. 5) Δημ. Λουκάτος, ” Το έθιμο της Βασιλόπιτας”, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Ι΄, σελ. 121. 6) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 123. 7) Γεώργιος Μέγας, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, Αθήνα 1956, σελ. 61. 8 ) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 124. 9) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 60-61. 10) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 125. 11) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 72. 12) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 70. 13) Λύσανδρος Θεοδωρίδης, «Η Παραμονή του Αγίου Βασιλείου εις Κασταμονήν», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Β’, σελ. 172. 14) Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, Χαίρε, σελ. 37-38. 15) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 108

πηγή: άγονη γραμμή

Θεολογική ανάλυση της εικόνος της Περιτομής του Χριστού( του Ιεροδιακόνου Σιλουανού Πεπονάκη)

01_12_20_peritomi_15
Οκτώ ημέρες μετά την μεγάλη Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων, την μητρόπολη των εορτών σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η Εκκλησία μας γιορτάζει άλλη μία μεγάλη Δεσποτική εορτή, την Περιτομή του Χριστού.
Η εικόνα της εορτής στην οποία θα αναφερθούμε προέρχεται από την Ιερά Μονή του αγίου Παντελεήμονος (Ρωσσικόν), του Αγίου Όρους. Ο οκταήμερος κατά την Μητέρα, και άναρχος κατά τον Πατέρα, ως βρέφος Χριστός εικονίζεται ξαπλωμένος ανάμεσα στην Παναγία, τον Ιωσήφ, και τούς Ιερείς του ναού να δέχεται από αγάπη και φιλανθρωπία για το ανθρώπινο γένος όχι μόνο την περιβολή των σπαργάνων, αλλά και αυτή την περιτομή της σαρκός.
Η εντολή του Θεού που δόθηκε αρχικά στον Αβραάμ προέβλεπε την περιτομή σε κάθε αρσενικό παιδί, «περιτμηθήσεται υμών πάν αρσενικόν, και περιτμηθήσεται την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμών, πάν αρσενικόν εις γενεάς υμών».(Γεν. κεφ. ιζ 1).

 

Η περιτομή αν και τρομερά επώδυνη και αιματηρή πράξη, ήταν απαραίτητη για να δηλώση τον πιστό και καθαρό Ισραηλίτη. Ωστόσο ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο γινόταν η περιτομή φαινεται από τον λόγο του Θεού στον Αβραάμ, «και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών». Έχει να κάνη δηλαδή με συμφωνία, με διαθήκη, ανάμεσα στον Θεό και τούς πιστούς Του. Αλλωστε περιτομή είχαν και άλλοι λαοί, οπως οι ειδωλολάτρες και οι ιερείς των Αιγυπτίων, οι Σαρακηνοί, οι Ισμαηλίτες και άλλοι, αλλά οι περισότεροι από αυτούς δεν την έκαναν από θεοσέβεια, αλλά χάριν συνηθείας (Σεβ. Μητρ. Ιεροθέου: «Οι Δεσποτικές Εορτές»).
Η περιτομή ήταν προτύπωση του Βαπτίσματος που θα δινόταν με την ενανθρώπηση του Χριστού. Ο Χριστός ήταν εκείνος που έδωσε τον Νόμο στην Παλαιά Διαθήκη, και ο ίδιος έπρεπε να τον εφαρμόση και στον εαυτό Του. Έτσι ώστε να τον συμπληρώση και να τον υπερβή. Είναι πολύ χαρακτιριστικό το πρώτο στιχηρό ιδιόμελο του εσπερινού της εορτής «Συγκαταβαίνων ο Σωτήρ, τώ γένει των ανθρώπων, κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν», διότι δείχνει ότι ο Χριστός δέχτηκε την περιτομή από φιλανθρωπία και αγάπη για τον άνθρωπο, καθώς και για να αποδείξη ότι προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση, και όχι όπως υποστήριζαν οι Δοκιτιστές κατά δόκησιν και κατά φαντασίαν.Ο Χριστός απέδειξε με την Περιτομή Του, ότι το Σώμα του δεν ήταν ομοούσιο με την θεότητα. Τό σώμα αφού θεώθηκε από την θεότητα του Λόγου, έγινε ομόθεο όχι όμως ομοούσιο με τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι και το Σώμα του Χριστού είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά δεν έχει την ίδια ουσία με την θεότητα.( Μητροπολίτου Ιεροθέου ένθ. ανωτ.).
Σύνφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η περιτομή ήταν τύπος του Βαπτίσματος, της αχειροποιήτου δηλαδή περιτομής όπου ο άνθρωπος αποβάλλει την αμαρτία.
Είναι έκδηλη στην εικόνα η ευλάβεια των γονέων αλλά και των ιερέων. Ο ένας από τούς ιερείς κρατά ανοικτό βιβλίο, υποδηλώνοντας έτσι τον νόμο που ήταν δοσμένος από τον Θεό, και ο άλλος με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο πλησιάζει προς τον Ιησού. Η τελετή λαμβάνει χώρα εντός του ναού, ενώ μπροστά από τον Χριστό εικονίζεται ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, που εορτάζει την ίδια μέρα. Είναι ενδεδυμένος με περίτεχνο φαιλόνι όπως και τα άμφια των ιερέων. Φοράει ωμόφορο χρυσοκέντητο, κρατάει χρυσό ευαγγέλιο, ενώ με το άλλο χέρι ευλογεί.
Πρέπει να τονίσουμε την σπουδαιότητα αυτής της μεγάλης Δεσποτικής εορτής, διότι αποτελούσε προεικόνιση του μεγάλου μυστηρίου του Βαπτίσματος. Ο Θεός εδωσε τον νόμο στην Παλαιά Διαθήκη για να προετοιμάση τον λαό για την υποδοχή του Χριστού. Ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής λέγει «ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο». Η θέωση του ανθρώπου δεν επιτυγχάνεται διά της εξωτερικής τηρήσεως του νόμου, αλλά διά της κοινωνίας με το Πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού.
Σημειώνη ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας πως η περιτομή δεν είχε την δύναμη να καταργήση τον θάνατο, σε αντίθεση με το βάπτισμα όπου ο άνθρωπος γίνεται μέρος του αναστημένου Σώματος του Χριστού, υπερβαίνει τον νόμο και κατατάσσεται στα τέκνα του θεού.
Γιά το θέμα της περιτομής και της ακροβυστίας έγινε μεγάλο ζήτημα στην Εκκλησία, όταν μετά την Πεντηκοστή τέθηκε ο προβληματισμός για το αν οι προσήλυτοι στον Χριστιανισμό έπρεπε να περιτέμνονται. Εκεί, οι Ιουδαίοι υποστήριζαν ότι άνευ περιτομής «ου δύνασθαι σωθήναι». Η απόφαση της Αποστολικής εκείνης Συνόδου ήταν να μή περιτέμνονται όσοι προσέρχονται εκ των εθνών, αλλά να απέχουν από ειδωλόθυτα, αίμα, πνικτό και πορνεία.. Οδηγήθηκαν σ’ αυτή την απόφαση ακριβώς διότι, εφ όσον η περιτομή ήταν προτύπωση του Βαπτίσματος προετοιμάζοντας τον λαό για την παρουσία του Σωτήρος, δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχη.
Η όλη παράσταση διακρίνεται για την λιτότητα και την σεμνότητά της, καθώς και για μία μεγαλοπρέπεια που κρύβεται πίσω από τις κινήσεις των προσώπων, ενώ κεντρικό παραμένει πάντοτε το σώμα του μικρού Χριστού.

Η περιτομή του Κυρίου.(Σ.Σάκκου)

DSCF1116 Περιτομή
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Συνήθως τήν Πρωτοχρονιά ἀπορροφοῦν τήν προσοχή μας οἱ πανηγυρισμοί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου, ἕνα γεγονός χωρίς ἰδιαίτερο πνευματικό νόημα, ἀφοῦ ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἔτους γιορτάζεται τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- στρέφουμε τή σκέψη μας στήν ὄντως μεγάλη μορφή τοῦ οὐρανοφάντορα ἁγίου ἐπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Λησμονοῦμε ὅμως οἱ περισσότεροι τή μεγαλύτερη γιορτή τῆς μέρας, πού εἶναι μάλιστα καί δεσποτική γιορτή, τήν περιτομή τοῦ Δεσπότου Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἄναρχου καί ὑπέρχρονου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, συντηρεῖ καί ἁγιάζει τά σύμπαντα.
῾Η γιορτή τῆς περιτομῆς πιστοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση πού γιά τή σωτηρία μας προσέλαβε ὁ Θεός. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων… οὐκ ἐβδελύξατο σαρκός τήν περιτομήν», διακηρύττει ὁ ἐκκλησιαστικός ὕμνος. ᾿Επίσης ὅμως, ἡ περιτομή στοιχειοθετεῖ ἕνα κύριο γνώρισμα τῆς ταυτότητας τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ συνέχεια θά δείξει.
῾Η περιτομή, ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, ἔχει προϊστορία. Τή μελετοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη. Πολύ παλιά, πρίν ἀκόμη ἀνακαλύψει τά μέταλλα ὁ πολιτισμός, οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν περιτομή μέ πέτρινα μαχαίρια (῎Εξ 4,25· ᾿Ιη 5,2-3). Γιά τόν ᾿Ισραήλ, τόν ἐκλεκτό κι ἀγαπημένο λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ περιτομή εἶχε κοινωνική ἀλλά καί θρησκευτική σημασία. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός ἀπαιτώντας την ἀπό τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ τήν ὀνομάζει «σημεῖον διαθήκης ἀνά μέσον ἐμοῦ καί ὑμῶν» (Γε 17,11). Τήν προσδιορίζει, δηλαδή, ὡς γνώρισμα τῆς ἀδιάρρηκτης συμφωνίας, τοῦ πνευματικοῦ γάμου τόν ὁποῖο συνάπτει ὁ Γιαχβέ μέ τό λαό του.
Κανείς ἀπερίτμητος δέν μποροῦσε νά γιορτάσει τό Πάσχα, τή γιορτή πού ἀπαθανάτιζε τήν ἐκλογή καί σωτηρία πού χάρισε στόν ᾿Ισραήλ ὁ Γιαχβέ (῎Εξ 12,44-48). ῾Η περιτομή ἦταν δείκτης τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Γιαχβέ πάνω στόν περιτμημένο ἀλλά καί σημάδι τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν του σέ μία κοινωνία, σ᾿ ἕνα λαό, τόν δικό του. Δέν ἦταν μία ἐθιμοτυπική, ἔστω ἁπλή θρησκευτική πράξη. ῏Ηταν πρωτίστως ὑπόθεση καρδιᾶς, δήλωση τῆς πίστης καί ἐκδήλωση τῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ζητᾶ τήν «περιτομή» τῆς καρδιᾶς (᾿Ιε 4,4), τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τή σκληρότητα. Κι ἐπειδή γνωρίζει ὁ Παντογνώστης ὅτι αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τόν ἄνθρωπο, παρηγορεῖ ἤδη ἀπό τήν παλαιοδιαθηκική ἐποχή τό λαό του· ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός θά καθαρίσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν του καί τῶν ἀπογόνων τους, γιά νά μποροῦν ν᾿ ἀγαποῦν τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» (Δε 30, 6).
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν προϊστορία εἶναι πράγματι συγκλονιστικά καταπληκτικό τό γεγονός ὅτι καί αὐτός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού ὡς ἄνθρωπος προῆλθε ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿Αβραάμ, ὑποτάσσεται στή διάταξη τῆς περιτομῆς. Βρέφος ὀκταήμερο δέχεται στό ἄχραντο σῶμα του τήν περιτομή (Λκ 2,21), γιά νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν ταλαιπωρία της ὅλους ἐμᾶς, πού μέ τό ἅγιο Βάπτισμα πολιτογραφόμαστε στή βασιλεία του καί ἀποτελοῦμε τόν νέο ᾿Ισραήλ, τήν ᾿Εκκλησία του.
«᾿Οδύνη καί ἕλκος (=πληγή)» ἦταν τά γνωρίσματα τῆς παλιᾶς περιτομῆς, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐνῶ τοῦ Βαπτίσματος ἡ προσφορά εἶναι «δρόσος ψυχῆς καί ἴαμα (=θεραπεία)» τοῦ ἕλκους τῆς καρδιᾶς. Καί γίνεται ἡ περιτομή τοῦ Χριστοῦ στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ· Καθώς ἐντάσσεται στήν ᾿Εκκλησία ὁ πιστός μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ «ἀχειροποίητη περιτομή» (Κλ 2,11), πετᾶ ἀπό πάνω του «τό σῶμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός», κάθε ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ καί κάθε ἀπαίτηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. ᾿Ενστερνίζεται τό φρόνημα τοῦ σταυροῦ, γιά νά ζήσει στό ἑξῆς καί γιά πάντα μέ τόν Χριστό.
Σ᾿ αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἔρχεται νά στηρίξει καί χειραγωγήσει τόν πιστό ἕνα δεύτερο θεόσδοτο «σημεῖον», πού εἶναι ἐπίσης στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας, ἡ ἀργία τῆς ἕβδομης ἡμέρας. ῎Εχει κι αὐτή τήν προϊστορία της στήν Παλαιά Διαθήκη. Μόλις ὁλοκλήρωσε τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός «κατέπαυσε… ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γε 2,2). Σταμάτησε τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του. Γι᾿ αὐτό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του (᾿Εξ 20,8-10).
«῾Ορᾶτε, καί τά σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ᾿ ἐμοί καί ἐν ἐμοί εἰς τάς γενεάς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς» (᾿Εξ 31,13) παραγγέλλει ὁ Γιαχβέ. Τό Σάββατο, λέει, θά εἶναι τό σημάδι ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος πού σᾶς ἁγιάζει, μπαίνει στή ζωή σας καί γίνεται δικός σας.
 ῾Η περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου εἶναι δύο αἰσθητά στοιχεῖα. Τό πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ περιτμημένος ἀνήκει στόν Θεό, εἶναι δικός του· τό δεύτερο ὅτι ὁ Θεός ἀνήκει στόν πιστό, εἶναι δικός του.
Στήν καινή κτίση, τήν ᾿Εκκλησία, μετά ἀπό τό ριζοσπαστικό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ περιτομή γίνεται πνευματική. Εἶναι ἡ μυστική μετοχή τοῦ πιστοῦ στό σταυρό τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀποκοπή τῶν παθῶν καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς. Πρίν ἀπ᾿ αὐτό ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός καταργεῖ τό ἑβραϊκό Σάββατο καί μεταφέρει τόν ἁγιασμό στή «μία τῶν σαββάτων», τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, τήν Κυριακή. Τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός κι ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε καί τήν εὐλόγησε. Τήν ἀνέδειξε ἕνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπιπλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες.
Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ᾿ αὐτήν. Πολύ πρίν καθιερώσει ἡ πολιτεία τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, καθιερώθηκε καί θεσπίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ ἁγιασμός της. ῾Η ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πλησιάζει ὁ Κύριος τήν Κυριακή. Σπάει τούς γήινους φραγμούς κι ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.
Κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός νά τοῦ δώσουμε μία ἡμέρα ἀφιερωμένη στή λατρεία του, στήν πραγματικότητα μᾶς δίνει τήν ἡμέρα τή σημαδεμένη μέ τ᾿ ὄνομά του. Γιά ἐκείνους πού ἐπάξια τήν τιμοῦν καί πνευματικά τήν ἀξιοποιοῦν, ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γίνεται τό σημάδι πού τούς «σημειώνει» ὡς «σημεῖον Χριστοῦ» μέσα στόν κόσμο, ὡς ζύμη ἅγια μέσα στήν ἄγρια κοινωνία μας.
῾Αγιασμός τῆς Κυριακῆς καί καθημερινή προσπάθεια γιά τήν κατάργηση τῆς δυναστείας τῶν παθῶν μέσα μας εἶναι δύο ἀνεξίτηλα «σημεῖα» τοῦ Κυρίου πάνω στήν κάθε ψυχή πού ἐξαγόρασε μέ τή λυτρωτική θυσία του. Εἶναι δύο ἀλληλένδετα στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ, γνωρίσματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, ἀλλά καί δύο ἀδιάψευστες ἀποδείξεις ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη δύναμη πού μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο μας καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή φθορά.
῾Αγιασμένοι μέ τίς θεόσδοτες εὐλογίες τῆς Κυριακῆς καί μάλιστα μέ τήν ὑψηλότερη ἀπ᾿ αὐτές, τή μέθεξή μας στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τή θεία Μετάληψη, μπαίνουμε στόν ἀγώνα τῆς ἑβδομάδας. Καί πάλι, ἁγνισμένοι μέ τόν καθημερινό ἀγώνα γιά τήν περιτομή τῶν παθῶν μας, φτάνουμε στήν ἑπόμενη Κυριακή, ὅπου ἀνανεώνουμε τόν ἁγιασμό. ῎Ετσι ἁγιάζεται ὅλη ἡ ἑβδομάδα, γίνεται ἅγιος ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε ἅγιοι, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
 Στέργιος Ν. Σάκκος, Ομότιμος καθηγητής Εισαγωγής και Ερμηνείας Καινής Διαθήκης  Αριστοτέλειου  Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.

Περιτομή του Χριστού-Εορτή του Μεγάλου Βασιλείου.(πρωτ.Θεοδώρου Ζήση)

DSCF1116

Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρωτοπρεσβύτερου π. Θεοδώρου Ζήση
(01/01/2011)

 

Τριπλὴ ἑορτὴ σήμερα!  Οἱ δύο ἀπὸ τὶς ἑορτὲς ἔχουν ἐκκλησιαστικὸ χαρακτῆρα: ἡ ἑορτὴ τῆς περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἑορτὴ καὶ ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας, Οὐρανοφάντορος.  Καὶ κοντὰ σ’ αὐτὲς τὶς δύο γιορτὲς ὑπάρχει θὰ λέγαμε καὶ ἡ πολιτικὴ ἑορτὴ τῆς ἐνάρξεως τοῦ νέου πολιτικοῦ ἔτους, ἡ πρωτοχρονιὰ καὶ ἡ πρωτομηνιά, ἡ ὁποία ὅμως κι αὐτὴ προσλαμβάνει, μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ ὅλους μας, πνευματικὸ χαρακτῆρα καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται ἁπλῶς ὡς μία κοσμικὴ ἑορτὴ καὶ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὰ τοῦ κόσμου.  Τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τῆς σημερινῆς ἡμέρας, τὸ μὲν Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου, ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὁρίστηκε ἐξ αἰτίας τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου·  καὶ ἐκεῖ, ὅσοι ἦσαν τὸ πρωὶ στὸν Ὄρθρο, ἄκουσαν ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ὁμίλησε γιὰ τὸν καλὸ ποιμένα, ποιὸς εἶναι ὁ καλὸς ποιμήν· κι ὅτι τὰ πρόβατα ἀκοῦν τὴ φωνὴ τοῦ καλοῦ ποιμένος, ἐνῶ τοῦ κακοῦ ποιμένος τὴν φωνὴν ὡς ξένου, ὡς ἀλλοτρίου, δὲν τὴν ἀκοῦν.  Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ΄ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. (Ἰωάν., 10, 5).  Καὶ ὁρίστηκε αὐτὴ ἡ περικοπή, διότι καλὸς ποιμήν, κατ’ ἐξοχήν, καθ’ ὑπερβολὴν μέγας ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἅγιος, ὁ Μέγας Βασίλειος.

Τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου μας, ἡ ὁποία βέβαια δὲν ἀναπτύσσεται ἐκτενῶς μέσα στὸ Εὐαγγέλιο·  ὅπως ἀκούσαμε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς εἶπε ὅτι συμπληρώθηκαν οἱ ὀχτὼ ἡμέρες τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον (Λουκ., 2, 21) καὶ ὅτι ὁδήγησαν στὸ ναὸ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἡ περιτομή, ὅπως προέβλεπε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος καὶ συγχρόνως τοῦ ἔδωσαν καὶ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, κατὰ τὴν περιτομήν, τὸ ὁποῖο ἤδη εἶχε ἀναγγείλει ὁ Ἄγγελος.

Ἡ Ἀποστολικὴ περικοπή, ἀπὸ τὴν πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολή, ἔχει κι αὐτὴ σχέση μὲ τὴν περιτομή, κάνει λόγο γιὰ τὴν περιτομὴ τὴν χειροποίητο, αὐτὴν τὴν ὁποίαν ὑπέστη καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὴν Ἰουδαϊκὴ περιτομή, ἡ ὁποία ὅμως ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ μᾶς τοὺς χριστιανούς.  Γνωρίζετε ὅλοι ὅτι κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας ἔγινε πολὺ μεγάλο ζήτημα, ἀνάμεσα στοὺς ἰουδαΐζοντας χριστιανοὺς καὶ στοὺς μὴ ἰουδαΐζοντας, ἂν θὰ ἔπρεπε καὶ οἱ χριστιανοί, καὶ ἐμεῖς, νὰ περιτεμνόμαστε·  κάποιο διάστημα μάλιστα καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος παραςύρθηκε καὶ ὑποστήριζε καὶ αὐτὸς ὅτι πρέπει ὅλοι μας νὰ περιτεμνόμαστε, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ τὸν ἤλεγξε αὐστηρῶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ τελικῶς ἡ Α’ Ἀποστολικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 49-50 μ.Χ., ἀποφάσισε ὅτι δὲν πρέπει οἱ χριστιανοὶ νὰ τηροῦν τὴ διάταξη αὐτὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καὶ νὰ περιτεμνόμαστε.  Αὐτὰ ὅμως εἶναι εἰσαγωγικά.

Αὐτὸ τὸ ὁποῖο σήμερα ἐδῶ ἐπέλεξα νὰ σᾶς ἀναπτύξω ἐν ὀλίγοις, εἶναι κάτι ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀποστολικὴ περικοπή, ἡ ὁποία εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ ἔχει σχέση ἐπίσης καὶ μὲ μία νοοτροπία, ἡ ὁποία ἔχει καλλιεργηθεῖ στὶς ἡμέρες μας, νοοτροπία καὶ συνήθειες, οἱ ὁποῖες μοιάζουν πολὺ μὲ αὐτὰ ποὺ ζοῦσαν οἱ χριστιανοὶ στὶς Κολοσσὲς  καὶ τὶς ὁποῖες συνήθειες ἐπικρίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.  Καὶ οἱ συνήθειες αὐτὲς τὶς ὁποῖες ἐπικρίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὅτι, ἐνῶ εἶχαν γίνει πολλοὶ χριστιανοί, ἐξακολουθοῦσαν νὰ τηροῦν διατάξεις παλαιὲς, νὰ παραςύρονται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ νοοτροπία κι ἀπὸ τὸν κοσμικὸ τρόπο διαβιώσεως καὶ ζωῆς, κι ἔτσι οὐσιαστικῶς νὰ μὴν τηροῦν ὅσα προβλέπει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅσα προβλέπουν οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.

Ἀκούσατε λοιπὸν πρὶν ἀπὸ λίγο, ὅτι μᾶς εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν. (Πρὸς Κολασ., 2, 8).   Νὰ προσέχετε, λέγει, νὰ μὴν ὑπάρξει κάποιος ὁ ὁποῖος θὰ σᾶς ξεγελάσει, θὰ σᾶς παραςύρει  μὲ τὴν  φιλοσοφία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ψεύτικη ἀπάτη, ὅπως ἐπίσης καὶ κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου, κατὰ τὶς συνήθειες τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν.  Διότι στὸν Χριστὸ κατοικεῖ ὅλο τὸ πλήρωμα σωματικῶς κι ἐμεῖς εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι, κι ὅποιος εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ γεμίζει καὶ ἀπὸ τὶς κοσμικὲς συνήθειες καὶ ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἑορτές.  Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς κάνει λόγο γιὰ τὴν περιτομὴ τὴν ἀχειροποίητο ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ· ἔχουμε ὑποστεῖ κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ μία περιτομή, σὲ μᾶς ὅμως δὲν ἀπέκοψαν τμῆμα τοῦ δέρματός μας, ὅπως στὴ σωματικὴ περιτομὴ τὴ χειροποίητο, ἀλλὰ  σὲ μᾶς περιέκοψαν τὰ ἁμαρτήματα, τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ δική μας ἀχειροποίητος περιτομή, ὅτι μὲ τὸ βάπτισμά μας ἀπεκδυόμεθα τὰ ἁμαρτήματά μας, κόπτονται τὰ ἁμαρτήματά μας·  καὶ περισσότερο ὅτι αὐτὴ τὴν περιτομὴ ἐμεῖς τὴν κάνουμε πράξη στὴ ζωή μας, περικόπτοντας ὄχι σωματικὸ μέρος, ἀλλὰ περικόπτοντας τὶς ἁμαρτίες μας.  Αὐτὴ λοιπὸν ἐδῶ ἡ περικοπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, συνειρμικά, μ’ ἔκανε νὰ σκεφτῶ ὅτι ὄντως ἔχει κυριαρχήσει μία νοοτροπία, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ καὶ ἡ ὁποία ἐπιδεινώνεται τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῶν ἑορτῶν καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.  Δὲν ξέρω ἂν καὶ σὲ ἄλλες χρονιὲς ἦταν καὶ σὲ μᾶς τὸ ἐκκλησίασμα τόσο ἀραιωμένο, πάντοτε ἦταν ἀραιωμένο διότι οἱ περισσότεροι ξενυχτοῦν, πολλοὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα τὸ δικό μας ἔχουν φύγει καὶ βρίσκονται ἀλλοῦ, ἀλλὰ παρατηρῶ κάθε χρόνο ἐρχόμενος τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία ὅτι ἡ Πρωτοχρονιὰ εἶναι ἡ μόνη μέρα ποὺ ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι γεμάτη αὐτοκίνητα, σὰν  νὰ εἶναι καθημερινή.  Τὶς Κυριακὲς ποὺ ἔρχομαι ὑπάρχει ἡσυχία, ξεκουράζονται ὅλοι, κοιμοῦνται τὶς Κυριακές, δὲν πᾶν στὴν ἐκκλησία·  τώρα κυκλοφοροῦν, κυκλοφοροῦν, κυκλοφοροῦν καὶ γιατὶ κυκλοφοροῦν;  Διότι τὴ νύχτα ξενυχτοῦν, διότι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐσφαλμένη ἀντίληψις ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε χαρούμενοι αὐτὴ τὴν ἡμέρα· τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν παράδοση τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Θεόν·  κι ὅτι πρέπει νὰ γλεντήσουμε τὴ βραδιὰ αὐτὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, νὰ ξεδώσουμε, νὰ χαροῦμε, εἰς τρόπον ὥστε ἂν αὐτὴ ἡ μέρα μᾶς πάει καλά, ὅλες οἱ ἄλλες ἡμέρες θὰ πᾶνε καλά.  Πολλὲς φορὲς ἀναφέρθηκα σ’ αὐτὴ τὴν κακὴ πρόληψη, τὴν κακὴ δεισιδαιμονία καὶ εἶπα ὅτι ὁ χρόνος μας καὶ ἡ ζωή μας ἁγιάζεται ὄχι παρατηρώντας μήνας καὶ καιροὺς καὶ ἑνιαυτούς, ὄχι βλέποντας ἂν τὴν 1η τοῦ μηνὸς θὰ πᾶμε καλὰ ἢ ἂν τὴν 1η τῆς χρονιᾶς, τοῦ ἔτους, θὰ πᾶμε καλά, ἀλλὰ ἁγιάζοντας τὴ ζωή μας μὲ τὴν ἀρετή.

Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ μιὰ ἄλλη συνήθεια καὶ νοοτροπία κοσμική, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ κυριαρχεῖ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἡ εὐχὴ –πολλὲς φορὲς τὸ ἔχω πεῖ κι αὐτό, ἂς τὸ ἐπαναλάβω- ἡ εὐχὴ «Χρόνια πολλά».  Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, ἀφοῦ καὶ ὅλοι μας, κι ἐγὼ ἀπὸ συνήθεια, ὅπου βρεθῶ λέω «Χρόνια πολλά», τί νὰ πῶ;  Καὶ γιὰ νὰ μειώσω λίγο αὐτὴ τὴν εὐχή, ποὺ δὲν εἶναι χριστιανικὴ εὐχὴ τὸ «Χρόνια πολλά», προσθέτω «Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα»·  τουλάχιστον νὰ εἶναι εὐλογημένα, νὰ μὴν εἶναι ἁπλῶς «χρόνια πολλά», ἀλλὰ νὰ εἶναι εὐλογημένα, νὰ εἶναι κατὰ Χριστὸν τὰ «χρόνια πολλά».  Καὶ ἡ ἄλλη εὐχὴ «πάνω ἀπ’ ὅλα ὑγεία»·  ὅπου βρεθεῖς «πάνω ἀπ’ ὅλα ὑγεία», ὑγεία, ὑγεία, ὑγεία, ὑγεία νὰ ἔχετε, πάνω ἀπ’  ὅλα ὑγεία.  Κι ὅλοι εὔχονται γιὰ μακροημέρευση, εἰς ἔτη πολλά, γιὰ χρόνια πολλά, νὰ εἶσαι γερός, νὰ ζήσεις, νὰ χαρεῖς, νὰ εἶσαι ὑγιής…  Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶναι στοιχεῖα τοῦ κόσμου, εἶναι παραδόσεις ἀνθρώπων, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ δὲν εἶναι χριστιανικὴ νοοτροπία, δὲν εἶναι χριστιανικὴ διδαχή, δὲν προκύπτουν ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν προκύπτουν ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, δὲν εἶναι παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν εἶναι παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Σχετικῶς λοιπὸν μὲ αὐτὰ σήμερα, ἤθελα νὰ σᾶς παρουσιάσω μερικὲς σκέψεις, λέγοντας γενικῶς τὰ ἑξῆς: κατὰ τὴν Πίστη, τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ εἶναι ἕνα ὄν, τὸ ὁποῖο θὰ ζοῦσε αἰωνίως, ὄχι ἁπλῶς χρόνια πολλά, θὰ ζοῦσε αἰωνίως ὁ ἄνθρωπος· δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε τὸ γῆρας, οὔτε ἡ φθορά, οὔτε ὁ θάνατος, ἀλλὰ θὰ εἴχαμε μία αἰώνια ζωή.  Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι αὐτὴ τὴν αἰώνιο ζωὴ πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, διότι αὐτὴ ἡ αἰώνιος ζωὴ μπορεῖ ξανὰ νὰ κερδηθεῖ.  Τὴν χάσαμε αὐτὴ τὴ ζωὴ στὸν Παράδεισο ἐξαιτίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ αἰώνιος ζωὴ εἶναι μπροστά μας·  γιατὶ λοιπὸν νὰ κοιτάζουμε καὶ νὰ ἐνδιαφερόμαστε ἐδῶ γιὰ τὰ «χρόνια πολλά», πόσο θὰ ζήσουμε καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, τὴν ἀτελεύτητη ζωὴ καὶ νὰ εὐχόμαστε, ὅπως πολλὲς φορὲς ἔχω πεῖ, «Καλὸ Παράδεισο»!  Ποῦ νὰ εὐχηθεῖς «Καλὸ Παράδεισο»;  Θὰ θεωρηθεῖ αὐτό, ὅτι αὐτὸ εἶναι μία εὐχή, ποὺ λὲς νὰ πεθάνει:  «Καλὸ Παράδεισο», ἄντε νὰ πεθάνεις τώρα.  Ἀλλὰ ὑπάρχει καλύτερη εὐχή;  Σὰν νὰ τοῦ λὲς νὰ κληρονομήσεις τὴν αἰώνια ζωή, νὰ κληρονομήσεις τὸν Παράδεισο.  Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος καὶ τὸ γῆρας.  Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα δὲν γεννήθηκαν βρέφη, γιὰ νὰ μεγαλώσουν, νὰ γεράσουν καὶ νὰ πεθάνουν·  πλάστηκαν καὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ στὴν κατάσταση τῆς νεότητος, γιὰ νὰ μείνουν αἰώνια νέοι καὶ ἀθάνατοι καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἀγήρω μακαριότητα, στὴν ἀγήραστη εὐφροσύνη τῆς αἰωνίου ζωῆς.  Ἡ ἐμφάνιση ὅμως τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀνυπακοὴ καὶ ὁ ἐγωισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ ἀνέτρεψαν αὐτὸν τὸν ἀρχικὸ σχεδιασμὸ καὶ ὁδήγησαν τὸ Θεὸ σὲ προσαρμογὴ τοῦ σχεδίου, στὶς νέες πλέον συνθῆκες τῆς ἁμαρτίας, τὶς ὁποῖες συνθῆκες δημιούργησε ὁ ἄνθρωπος.  Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀθάνατος, μετὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, θὰ διαιώνιζε τὸ κακὸ στὴν ὕπαρξή του καὶ θὰ ἔδινε στὸ κακὸ αἰώνια ὑπόσταση.  Γιὰ νὰ μὴ γίνει, λοιπόν, τὸ κακὸ ἀθάνατο, ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται ,πολὺ ὡραία φράση ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεὸς δρῶντας εὐεργετικὰ καὶ θεραπευτικά, ἐπιτρέπει τὴν ἐκδήλωση τῆς φθορᾶς, τοῦ γήρατος, καὶ τοῦ θανάτου μὲ τὴ διαδικασία αὐτὴ τῆς φθορᾶς τῶν κυττάρων τοῦ ὀργανισμοῦ, γιὰ νὰ διακοπεῖ ἡ συνέχιση τοῦ κακοῦ τῆς ἁμαρτίας.  Δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἡμέρα στὴ ζωή μας χωρὶς ἁμαρτία.  Γιατὶ οὐδεὶς καθαρὸς ἀπὸ ρύπου, κι ἂν μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.  Γι’ αὐτὸ ἡ παράταση τῆς ζωῆς, ἡ μακροβιότητα, τὰ πολλὰ χρόνια, τὰ ὁποῖα εὐχόμαστε ὅλοι μας καὶ τὰ ὁποῖα ὁραματίζονται νὰ ἐπιτύχουν οἱ ἰατροὶ μὲ ἕρευνα κτλ, ἂν δὲν συνοδεύονται ὅλα αὐτά, ἡ μακροβιότητα, τὰ χρόνια πολλά, ἂν δὲν συνοδεύονται καὶ ἀπὸ προσπάθεια τελειοποιήσεως στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα, ἂν εἶναι ἁπλῶς χρόνια πολλὰ κι ὄχι χρόνια ἅγια, χρόνια ἐνάρετα εἶναι ἐπιζήμια, γιατὶ παρατείνουν τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ὁδηγοῦν σὲ συσσώρευση ἁμαρτιῶν.  Ὅσο πιὸ πολὺ ζοῦμε, ὅσο πιὸ πολλὰ χρόνια ζοῦμε, τόσο πιὸ πολλὲς ἁμαρτίες συγκεντρώνουμε καὶ συσσωρεύουμε.

Αὐτὴ ἡ νέα, λοιπόν, θεώρηση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς, σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα, ἄλλαξε ριζικὰ τὴν ἀξιολόγηση ὅλων αὐτῶν, τῆς μακροβιότητος, τῆς εὐχῆς «χρόνια πολλὰ» καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση.  Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ σᾶς σημειώσω ἐδῶ, μόνον, αὐτὸ ποὺ κι ἄλλη φορὰ καὶ στὸ Ἀρχονταρίκι κάτω εἴπαμε, ὅτι ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος στὴν ἐπιστολαη του, τί λέει γιὰ τὴν ζωή μας;  Ἐλᾶτε, λέει, ἐσεῖς ποὺ προγραμματίζετε γιὰ αὔριο καὶ μεθαύριο, ὅπως προγραμματίζουμε ὅλοι μας: τὸ χρόνο αὐτὸ θὰ κάνουμε ἐκεῖνο, θὰ κάνουμε ἐκεῖνο, ἂς πᾶμε ἐδῶ καὶ ἂς πᾶμε ἐκεῖ, ἂς κάνουμε τὸ χρόνο αὐτὸ ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο.  Ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; Πῶς σχεδιάζετε, λέει, ἐσεῖς γιὰ ὅλα αὐτά, τὸ χρόνο αὐτὸ θὰ κάνουμε αὐτό, τὸ χρόνο αὐτὸ θὰ κάνουμε ἐκεῖνο, νὰ ζήσουμε χρόνια πολλά. Ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη.  Τί εἶναι ἡ ζωή μας;  Ἡ ζωή μας εἶναι ἕνας ἀτμός, μία ἀτμίς, ἡ ὁποία ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὅπως ὁ ἀτμὸς καὶ σὲ λίγο ἐξαφανίζεται, αὐτὸς ὁ ἀτμός.  Μᾶς λέει λοιπόν, κι ἄλλη φορὰ τὸ εἴπαμε, ἀντὶ νὰ λέμε θὰ κάνουμε αὐτὸ κι αὐτὸ κι αὐτὸ τὰ χρόνια ποὺ θὰ ζήσουμε, νὰ λέμε ἐὰν ὁ Κύριος θελήσει καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν καὶ ζήσομεν ἐτοῦτο καὶ ἐκεῖνο.

Καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα χωρία ἡ Αγία Γραφὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὸ πόσο ἡ ζωή μας εἶναι σύντομη, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστί  (Α’ Κορινθ., 7, 29).  Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, ὑπάρχει στὴν Πατερικὴ Παράδοση κι ἐπειδὴ σήμερα γιορτάζει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, θέλω νὰ παρουσιάσω μερικὲς σκέψεις γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ τῆς μακροβιότητος καὶ τοῦ γήρατος καὶ τοῦ θανάτου.  Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι ὑπάρχουν γέροντες -ὅλοι εὐχόμαστε νὰ φθάσουμε στὴ γεροντικὴ ἡλικία καὶ ν’ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά μας, φτάνει αὐτό; – ὑπάρχουν γέροντες λέει, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή τους καταισχύνουν, ντροπιάζουν τὸ γῆρας καὶ ἀποδεικνύονται ἀφρονέστεροι καὶ τῶν νηπίων ἀκόμη·  ἐνῶ ἀντιθέτως ὑπάρχουν νέοι, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ ἔχουν λευκὲς τρίχες, ἄσπρα μαλλιά, συμπεριφέρονται σὰν νὰ ἦσαν γέροντες καὶ ἀξίζουν γι’ αὐτὸ σεβασμοῦ καὶ τιμῆς αὐτοὶ οἱ νέοι ποὺ συμπεριφέρονται ὡς γέροντες.  Ἐνθυμεῖστε ὅτι ὁ Ἅγιος Σάββας, τὸν ὁποῖον ἐδῶ ἰδιαιτέρως τιμοῦμε καὶ τὸν εἰκονογραφήσαμε στὶς ἁγιογραφίες μας, τόσο συνετὸς ἦταν ἀπὸ νεαρᾶς ἡλικίας εἴκοσι ἐτῶν, ὥστε ὁ Μεγάλος Εὐθύμιος τὸν ὀνόμαζε παιδαριογέροντα·  παιδάκι, ποὺ εἶχε τὴ σύνεση γέροντος, παιδαριογέρων, παιδαριογέροντας.  Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Πλεῖον γὰρ τῷ ὄντι εἰς πρεσβυτέρου σύστασιν τῆς ἐν θριξὶν λευκότητας τὸ ἐν φρονήσει πρεσβυτικόν» (Εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν 2, 101, PG 30, 284.). Περισσότερο λέγει, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ κανένας πρεσβύτερος, δὲν εἶναι οἱ λευκὲς τρίχες, ἡ λευκότητα στὶς τρίχες, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἐν φρονήσει πρεσβυτικόν,  νὰ εἶναι κανεὶς πρεσβύτης στὴ φρόνηση, στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα.

Καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ τὸν χειμαρρώδη λόγο του, λέγει σχετικὰ ἀπευθυνόμενος σὲ γέροντες, ποὺ ἀξίωναν σεβασμό, ἁπλῶς λόγω μόνον τοῦ γήρατος: «Ἡ πολιὰ τότε αἰδέσιμος, ὅταν τὰ τῆς πολιᾶς πράττῃ· ὅταν δὲ νεωτερίζῃ, τῶν νέων καταγελαστότερος ἔσται…» (Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, Ὁμιλ. 7,3, PG 63, 64-65).  Οἱ γέροντες, λέει, τότε εἶναι σεβαστοί, ὅταν συμπεριφέρονται σὰν γέροντες, ὅταν ὅμως νεωτερίζουν –καὶ σκεφτεῖτε τώρα, ποῦ ἔχουν καταντήσει οἱ γέροντες τῆς ἐποχῆς μας·  οἱ γέροντες τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἐκτραπεῖ οἱ περισσότεροι τελείως, μ’ αὐτὴν τὴ συνήθεια τῶν Κ.ΑΠ.Η. καὶ τοὺς γάμους τῶν γερόντων σὲ μεγάλη ἡλικία-  τί νὰ σεβαστοῦν σ’ αὐτοὺς τοὺς γέροντες;  Οἱ ὁποῖοι φτάνουν σὲ ἡλικία 65 κι 70 καὶ 80 ἐτῶν καὶ σκέφτονται γάμους, εἴτε ὄντες ἐν χηρείᾳ, εἴτε ἀκόμη ἀπὸ διαζύγια·  αὐτοὶ νεωτερίζουν, τί νὰ σεβαστεῖς σ’ αὐτοὺς τοὺς γέροντες;  Καὶ γὰρ τὴν πολιὰν τιμῶμεν, οὐκ ἐπειδὴ τὸ λευκὸν χρῶμα τοῦ μέλανος προτιμῶμεν,  τιμοῦμε, λέει, τὴν πολιάν, τ’  ἄσπρα μαλλιά, ὄχι γιατὶ προτιμοῦμε τὸ λευκὸ χρῶμα ἀπὸ τὸ μαῦρο, ἀλλ’ ὅτι τεκμήριόν ἐστι τῆς ἐναρέτου ζωῆς, τὸ νὰ εἶναι κανένας γέροντας σημαίνει πὼς εἶναι ενάρετος, καὶ ὁρῶντες ἀπὸ τούτου στοχαζόμεθα τὴν ἔν­δον πολιάν, κι ὅπως βλέπουμε νὰ εἶναι κανένας ἄσπρος ἀπ’ ἔξω, τί ὡραία εἰκόνα, σκεφτόμαστε καὶ πὼς μέσα εἶναι κάτασπρος, εἶναι λευκὸς καὶ στὴν ψυχή, καὶ ἀπὸ τούτου στοχαζόμεθα τὴν ἔν­δον πολιάν · τώρα πολλοὶ βάφουν τὰ μαλλιά τους, οἱ γέροντες, ἀκόμα καὶ οἱ γυναῖκες βάφουν τὰ μαλλιά τους, ἐνῶ δέστε τί συμβολισμὸς εἶναι αὐτός· τὰ ἄσπρα μαλλιὰ εἶναι σύμβολο τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος.   Καὶ ἀπὸ τούτου ὁρῶντες στοχαζόμεθα τὴν ἔν­δον πολιάν, τὴν ἐσωτερικὴ λευκότητα.  Μὴ ἀξίου τοίνυν διὰ τὴν πολιὰν τιμᾶσθαι, ὅταν αὐτὴν αὐτὸς ἀδικῆς (Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, Ὁμιλ. 7,3, PG 63, 64-65), μὴν ἀξιώνεις λοιπὸν νὰ τιμᾶσαι γιὰ τὰ λευκὰ μαλλιά, ὅταν ἐσὺ τὰ ἀδικεῖς.  Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀντιμετώπιση ἀποσυνδέει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ σωματικὰ γνωρίσματα καὶ τὸν ἀξιολογεῖ μὲ βάση τὰ πνευματικὰ γνωρίσματα.  Κι ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς λέει πὼς μπορεῖ κανένας νὰ εἶναι διαρκῶς νέος, νὰ ὑπάρχει διαρκὴς νεότης·  μὴ σκέφτεστε τὰ χρόνια πολλά, τὰ χρονολογικά, τὰ ἀστρονομικὰ ἔτη, τὰ πολιτικὰ ἔτη, μὴ σᾶς νοιάζει αὐτό, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει διαρκὴς νεότης, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.  Υπάρχει πολιὰ σφριγῶσα καὶ γῆρας ἀκμάζον· κεχάλαστο ὁ τόνος τῆς σαρκός, νενεύρωτο ὁ τόνος τῆς πίστεως, ἀκόμη, λέει, κι ἂν γεράσει κανένας μπορεῖ νὰ εἶναι νέος· κεχάλαστο ὁ τόνος τῆς σαρκὸς;  Ἀτόνησε ἡ σάρκα;  Μπορεῖ νὰ νευρωθεῖ ὁ τόνος τῆς Πίστεως.  Καὶ ἐπικαλεῖται γι’ αὐτό, τὸ παράδειγμα τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ στὴ νεότητά του δὲν εἶχε πνευματικὲς επιτυχίες – αὐτὸ εἶναι γιὰ ὅλους μας ποὺ βρισκόμαστε σὲ μεγάλη ἡλικία, μποροῦμε καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία νὰ ἔχουμε πνευματικὲς ἐπιτυχίες.  Ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ ξέρετε σὲ τί ἡλικία ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Θεόν; Σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν.  Μεγαλύτερος ἀπὸ μένα–  ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 75 ἐτῶν ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ ἔκανε αὐτὰ ποὺ ἔκανε καὶ διέπρεψε ὡς ἅγιος καὶ ὡς πατριάρχης.  Καὶ λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος σὲ τόσο μεγάλη ἡλικία κατόρθωσε τόσο πολλά,τοιαῦτα γὰρ τῆς Ἐκκλησίας τὰ κατορθώματα, ὅτι ἡ ἀτονία τοῦ σώματος οὐδὲν λυμαίνεται τὴν προθυμίαν τῆς πίστεως·  τὸ σῶμα ἂν εἶναι ἄτονο, αὐτὸ δὲ σημαίνει πὼς καὶ ἡ πίστις μπορεῖ νὰ ἀτονήσει.  Κόσμος γὰρ Ἐκκλησίας πολιὰ κατεσταλμένη, καὶ πίστις ἐπτερωμένη καὶ ἐν τούτῳ χαῖρει ἡ Ἐκκλησία μᾶλλον, ἡ Ἐκκλησία χαίρεται πιὸ πολὺ ἂν κάποιος στὴν Πίστη, στὴν ψυχή του εἶναι ἐπτερωμένος, ὄχι ἂν τὸ σῶμα του εἶναι ὑγιὲς καὶ ζωντανό.  Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἔξω πραγμάτων ὁ γέρων ἄχρηστος, ἔξω στὸν κόσμο λέει ὅτι ὁ γέροντας εἶναι ἄχρηστος.  Ἀλλ’ οὐ τὰ τῆς Ἐκκλησίας τοιαῦτα, στὴν Ἐκκλησία δὲν ἰσχύει αὐτό, ἀλλ’ ὅταν γηράσωσιν οἱ ἐν ἀρετῇ διάγοντες, τότε μᾶλλον χρήσιμοι καθίστανται· οὐ γὰρ σαρκῶν εὐτονία, ἀλλὰ πίστεως ἐπίτασις ζητεῖται  ὅταν λοιπὸν γεράσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ διάγουν ἐν ἀρετῇ, τότε εἶναι περισσότερο χρήσιμοι.  (Λόγος εἰς τὸν μακάριον Ἀβραὰμ 1, PG 50, 737-738).

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἄλλωστε, πολλὲς φορὲς τὸ ἀκοῦμε στὰ ἀναγνώσματα, ἰδιαίτερα στοὺς ἑσπερινούς, μᾶς λέγει γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον·  γιατὶ εὔχεστε νὰ ζήσετε πολλὰ χρόνια;  Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται·  οὔτε τὰ γηρατειὰ μετρῶνται μὲ τὸ πόσων ἐτῶν εἶναι κανένας,  καυχόμαστε μερικοί, ἐγὼ εἶμαι 80, 85 ἐτῶν, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. (Σοφία Σολομῶντος, 4, 8)  Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι αὐτό, ἡ πολιὰ λέει, τὸ γῆρας εἶναι ἡ φρόνησις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος καὶ τὰ γεράματα φαίνονται ἀπὸ τὸν ἀκηλίδωτο βίο.

Ὑπάρχουν νέοι, οἱ ὁποῖοι κατορθώνουν σὲ λίγα χρόνια τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τελειότητα κι εἶναι ἕτοιμοι γι’ αὐτὸ νὰ εἰσέλθουν στὴν αἰωνιότητα.  Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς(Σοφ. Σολ. 4, 13), ὑπάρχουν νέα παιδιά, τὰ ὁποῖα φεύγουν σὲ ἡλικία 20-25 ἐτῶν κι ἦταν ἤδη ἅγια, τὰ παιδιὰ αὐτά·  δὲν ἰσχύει γι’ αὐτοὺς τὸ «χρόνια πολλά», πολὺ καλύτερα ὅμως ποὺ ἔφυγαν σ’ αὐτὴ τὴ νεαρὴ ἡλικία·  οἱ ἅγιοι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν πολυχρόνια ζωὴ στὸν παρόντα βίο, χρόνια πολλὰ καὶ χρόνια πολλά, οἱ ἅγιοι βιάζονται νὰ φύγουν, νὰ πᾶν στὴν αἰώνια ζωή, ἐκεῖ εἶναι ὁ κλῆρος μας·  καὶ ἐπείγονται καὶ βιάζονται νὰ ἀποθάνουν, γιὰ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, αἰσθάνονται ἐδῶ ὡς πάροικοι καὶ ὡς παρεπίδημοι, ὡς μετανάστες καὶ ζητοῦν νὰ τελειώσει ὁ χρόνος αὐτὸς τῆς παροικίας, γιὰ νὰ κατοικήσουν στὸν μόνιμο καὶ κατάλληλο χῶρο.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει ἕνα δύο καταπληκτικὰ κείμενα γύρω ἀπὸ τὸ θέμα, κι ἄλλη φορὰ σᾶς ἔχω μνημονεύσει, ἂς τὰ ὑπενθυμίσω ἁπλῶς τώρα.  Ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς νέους ὁ Μέγας Βασίλειος τοὺς λέγει τὰ ἑξῆς: ὅτι ἐμεῖς, λέγει, παιδιά μου –ἄντε νὰ τὰ πεῖς τώρα αὐτὰ στὰ νέα παιδιά· ἐλάχιστοι νέοι εἶναι ποὺ ἀκοῦν αὐτὸν τὸν λόγο, τὰ παιδιά μας ἀπόψε βρισκόταν, τὰ περισσότερα, στὶς καφετέριες καὶ στὰ μπὰρ κι ἐδῶ κι ἐκεῖ-   ἐμεῖς, λέει, παιδιά μου, τὸν ἀνθρώπινον τοῦτον βίον οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασιν ὑπολαμβάνομεν, θεωροῦμε ὅτι αὐτὴ ἡ ζωή, τὴν ὁποίαν ἐμεῖς εὐχόμαστε νὰ ζήσουμε, νὰ ζήσουμε, νὰ ζήσουμε πολλά, ν’ ἀπολαύσουμε αὐτὴ τὴ ζωή, ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν τὴν ἐκτιμοῦμε καθόλου. Οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. (Πρὸς τοὺς νέους 2, ΕΠΕ 7, 318).  Τίποτα ἀπὸ τὰ θεωρούμενα ἀγαθὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν ἔχει ἀξία, γιατὶ ἔχει χρονικὸ τέλος.  Κι ὀνομάζει μερικά: οὔκουν προγόνων περιφάνειαν, ὄχι ἡ καταγωγή μας, δὲν εἶναι μεγάλο πράγμα,οὐκ ἰσχὺν σώματος, ὄχι νὰ ἔχουμε δυνατὸ σῶμα, οὐ κάλλος, ὄχι ὀμορφιά,  οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἂν τὶς εἴποι τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ κρίνουμε οὔτε ἄξια εὐχῆς.  Ἐμεῖς  ὅμως ἀντίθετα εὐχόμαστε «Χρόνια πολλά», νὰ καλοπεράσουμε, νὰ ζήσουμε, νὰ εἴμαστε ὑγιεῖς, τὰ σώματά μας νὰ εἶναι ἰσχυρά, οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν· ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἢ βλέπουμε σ’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι τὰ ἔχουν καὶ τοὺς ζηλεύουμε·  ἀλλὰ τί κάνουμε ἐμεῖς; Νὰ τί κάνουμε, ποὺ ἔλεγα ἡ αἰώνιος ζωή· ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Ἐμεῖς, ἡ δική μας ἡ προοπτική, τῶν χριστιανῶν, δὲν εἶναι μικρὴ καὶ στενή, δὲν περιορίζεται ἐδῶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι, πηγαίνουμε πολὺ μακριὰ μὲ τὶς ἐλπίδες μας καὶ τὰ κάνουμε ὅλα γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.  Αὐτὸ ἀπὸ τὸν «Λόγο πρὸς τοὺς νέους».

Ὑπάρχει ἐπίσης κι ἕνα ἄλλο κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀπὸ ἕνα θαυμάσιο λόγο «Εἰς τὸ πρόσεχε σεαυτῷ», τὸ ὁποῖο ἐπέλεξα ἀκριβῶς γιατὶ κάνει λόγο γι’ αὐτὰ ποὺ συζητοῦμε τὴν ἡμέρα αὐτή, γιὰ τὴν μακροημέρευση, νὰ ζήσουμε πολλὰ χρόνια, νὰ μακροημερεύσουμε.  Λέει λοιπὸν ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξηγώντας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», νὰ προσέχεις τὸν ἑαυτό σου.  Τί σημαίνει, λέει, αὐτὸ τὸ «πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου»; Μὴ τῇ σαρκὶ πρόσεχε, μὴ νομίζεις ὅταν λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ πρόσεχε σεαυτῷ, ὅτι λέει νὰ προσέχουμε τὴν ὑγεία μας, τὴ σάρκα μας.  Μὴ τῇ σαρκὶ πρόσεχε, μηδὲ τὸ ταύτης ἀγαθὸν ἐκ παντὸς τρόπου δίωκε· καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθὸ τῆς σαρκός; Ἐμεῖς πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ὑγεία· μὴν προσέχετε τὴν ὑγεία, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὑγείαν καὶ κάλλος καὶ ἡδονῶν ἀπολαύσεις, καὶ μακροβίωσιν· μηδὲ χρήματα καὶ δόξαν, καὶ δυναστείαν θαύμαζε, (Εἰς τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ, 6) μὴ τὰ θαυμάζετε αὐτά, οὔτε τὴν ὑγεία, οὔτε τὴν μακροημέρευση, οὔτε τίποτα, μὴν τὰ θαυμάζετε ὅλα αὐτά· τί νὰ κάνομε ὅμως;  Ὑπερόρα σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου.  Τὰ σαρκικὰ ἀφῆστε τα, γιατὶ εἶναι προσωρινά, νὰ φροντίζετε γιὰ τὴν ψυχή σας ποὺ εἶναι ἀθάνατη.

 Καὶ ὑπάρχει ἐπίσης ἕνα πολὺ ὡραῖο χωρίο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀφοῦ σήμερα γιορτάζει, ἐδῶ νὰ τὸ ὑπενθυμίσουμε.  Ὁ Μέγας Βασίλειος, στὸ «Λόγο πρὸς τοὺς νέους» λέγει γι’ αὐτὴ τὴ μακροημέρευση καὶ γιὰ τὸ νὰ φτάσουμε σὲ πολὺ γεροντικὴ ἡλικία –χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, χρόνια πολλὰ-  λέει:  Ἐγώ δὲ κἂν τὸ Τιθωνοῦ τὶς γῆρας, κἂν τὸ Ἀργανθωνίου λέγῃ, κἂν τὸ τοῦ μακροβιωτάτου παρ’ ἡμῖν Μαθουσάλα,ἐγὼ λέει, ἀκόμα κι ἂν μὲ παρουσιάσει κανένας τὰ γηρατειὰ τοῦ Τιθωνοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία εἶναι αὐτό, ἢ τοῦ Ἀργανθωνίου, κι αὐτὸς σὲ πολὺ μεγάλη ἡλικία, ἂν μοῦ φέρει κανεὶς σὰν παράδειγμα ἀκόμη καὶ τὸν Μαθουσάλα – μαθουσάλεια χρόνια – ὃς χίλια ἔτη, τριάκοντα δεόντων, βιῶναι λέγεται,  ὁ ὁποῖος λέγεται ὅτι ἔζησε 970 χρόνια, χίλια χρόνια μεῖον τριάκοντα,  κἂν σύμπαντα τὸν ἀφ’ οὗ γεγόνασιν ἄνθρωποι χρόνον ἀναμετρῇ, κι ἂν μετρήσει ὅλο τὸ χρόνο ἀφ’ ὅτου ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἐπὶ παίδων διανοίας γελάσομαι, ἐγὼ γιὰ ὅποιον σκέφτεται ἔτσι, νὰ φτάσει νὰ ζήσει, νὰ ζήσει, νὰ ζήσει χρόνια πολλά, ἐγὼ θὰ τὸν περιπαίξω σὰν νὰ εἶναι παιδί, εἰς τὸν μακρὸν ἀποσκοπῶν καὶ ἀγήρω αἰῶνα, γιατὶ ἐγὼ βλέπω στὸν μακρὸν αἰῶνα, τὸν ἀτελεύτητο, ἀκόμα καὶ χίλια χρόνια νὰ ζήσει κανένας δὲν εἶναι τίποτε μπροστὰ στὸν αἰῶνα τὸν ἀγήρω καὶ αἰώνιο, οὗ πέρας οὐδὲν ἔστι τῇ ἐπινοίᾳ λαβεῖν, οὐ μᾶλλον γὲ ἡ τελευτὴν ὑποθέσθαι τῆς ἀθανάτου ψυχῆς, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τελειωμό. (Πρὸς τοὺς νέους 8, PG 31, 588.).

Σήμερα, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ποὺ γιορτάζουμε τὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος κάνει αὐτὲς τὶς θαυμάσιες σκέψεις καὶ ποὺ ὅλοι μας παρασυρμένοι ἀπὸ τὴ νοοτροπία αὐτὴ τὴν κοσμική, εὐχόμαστε «Χρόνια πολλὰ» καὶ «πάνω ἀπ’ ὅλα ὑγεία», ἂς ξανασκεφτοῦμε ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι κοσμικὴ νοοτροπία, ἀνθρώπινες παραδόσεις, δὲν εἶναι κατὰ Χριστόν.  Ὁ Θεὸς θέλει ἡ ζωή μας νὰ εἶναι γεμάτη ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα, εἴτε σύντομη, εἴτε μακρά·  ἡ μακρινὴ ζωὴ δὲν μᾶς προσφέρει τίποτε περισσότερο, ἐκτὸς ἄν, ἡ μακρινὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν δίδεται γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.  Καὶ ἡ μόνη μας ἐπιδίωξη πρέπει νὰ εἶναι, ὄχι ἐδῶ τὰ χρόνια πολλά, ἀλλὰ ἡ αἰώνιος ζωή, τὴν ὁποία μακάρι κι ἐμεῖς νὰ κληρονομήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους.  Ἀμήν.

ΠΗΓΗ.ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ.

 

Η Γέννηση στην Αγιογραφία


Η Γέννηση του Χριστού. 14ος αιώνας. Τοιχογραφία. Ναός της Περιβλέπτου στο Μυστρά

Η ορθόδοξη Εκκλησία μας κράτησε και διατήρησε την παράδοση της αγιογραφικής τέχνης αμόλευτη, όπως κράτησε και την παράδοση της υμνογραφίας, της μουσικής και της αρχιτεκτονικής. Και λέγοντας αμόλευτη, θέλω να πω πως δεν την άφησε να ξεπέσει από τον πνευματικό χαρακτήρα της, ώστε να κάνει έργα σαρκικά και κοσμικά, όπως έγινε στη δυτική εκκλησία.

Η λεγομένη Αναγέννηση στην Ιταλία στάθηκε στ’ αληθινά η αναγέννηση της ειδωλολατρίας, δηλαδή της λατρείας του σαρκικού ανθρώπου που δεν γνωρίζει τι είναι η πνευματική ωραιότητα. Οι τεχνίτες που δουλέψανε κατά την Αναγέννηση ήτανε οι πιο πολλοί άνθρωποι χωρίς θρησκευτικό αίσθημα, χωρίς πίστη, και παίρνανε τα θρησκευτικά θέματα σαν πρόφαση μοναχά για να επιδείξουνε τη μαστοριά τους στη φυσικότητα και στη σαρκική τέχνη. Κι’ οι ίδιοι οι Ιταλιάνοι το παραδέχουνται αυτό για τους μεγάλους τεχνίτες τους, αφού έχουνε για θαυματουργές εικόνες μονάχα τις παλιές βυζαντινές που βρεθήκανε στον τόπο τους, ενώ θα γελάσουνε αν τους πει κανένας πως κάνανε εικόνες θαυματουργές (δηλαδή εικόνες για να τις προσκυνά ο Χριστιανός) ο Ραφαέλος, ο Τισιάνος, ο Αντρέας ντε Σάρτο, ο Βερονέζης, ο Τιντορέττος κι’ οι άλλοι μαστόροι της Αναγέννησης.

Λοιπόν, για να μιλήσει κανένας σωστά, αγιογραφία, δηλαδή θρησκευτική ζωγραφική με πνευματικότητα, δεν κάνανε στην Αναγέννηση, για τούτο και τα έργα που φτιάξανε οι τότε τεχνίτες είναι θεατρικά, επιδειχτικά, χωρίς μυστικισμό, αντιπνευματικά, μην έχοντα καμμιά σχέση με την απλή και ταπεινή θρησκεία του Χριστού. Ενώ η ορθόδοξη αγιογραφία κράτησε την αρχαία πνευματική καθαρότητα ως τα τελευταία χρόνια. Αλλά και σε μας άρχισε να ξεπέφτει αυτή η τέχνη από το ύψος της πνευματικής απλότητας και να θέλει να κάνει και στις δικές μας εκκλησίες έργα κούφια και θεατρικά, γιατί η απιστία, η επίδειξη, κ’ η μανία να μοιάσουμε τους άλλους στο κακό, μας τύφλωσε ολότελα. Σε όσους δεν έχουνε θρησκεία μέσα στην καρδιά τους αρέσουνε αυτά τα σαρκικά και αντιπνευματικά έργα, γιατί η σάρκα θαυμάζει τη σάρκα και δεν θέλει να βλέπει πνευματικά πράγματα, κι’ ούτε μπορεί να τα νοιώσει. Το ανάποδο γίνεται στους ανθρώπους που νοιώσανε τη γλυκύτητα της πίστης· αυτοί δεν βρίσκουνε καμιά ουσία στα έργα που γινήκανε και γίνουνται για να δείξουνε τη μάταιη μαστοριά του ενός και του άλλου ζωγράφου, που τα εξηγεί μία ματαιόδοξη δασκάλα που τη λένε «αισθητική».


Η Γέννηση του Χριστού. 13ος αιώνας. Από το Πρωτάτο του Αγ. Όρους

Η Γέννηση του Χριστού ζωγραφίζεται στα βυζαντινά εικονίσματα με την πνευματική αγιότητα που είναι ιστορημένη μέσα στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή παριστάνεται σαν μυστήριο, ενώ η κοσμική ζωγραφική που είπαμε την ζωγραφίζει σαν μία σκηνοθεσία και τίποτα παραπάνω. Κυττάξετε καμμιά τέτοια ζωγραφιά, όπως είναι του Κορέτζιου είτε του Μουρίλλου, και θα νοιώσετε τι λέγω. Στις δικές μας τις εικόνες η Γέννηση παριστάνεται με απλόν και βαθύ τρόπο, χωρίς επιτηδευμένα στολίσματα και μάταιες αισθηματολογίες. Όλα είναι απλά και ταπεινά πλην μέσα στα απλά αυτά σχήματα υπάρχει εκείνο το θρησκευτικό πνεύμα που είναι άπιαστο για τους άθρησκους, γιατί είναι «ως πνοή αύρας λεπτής».

Ο τύπος της Γεννήσεως στους βυζαντινούς είναι τούτος: Στη μέση στέκεται ένα σπήλαιο σαν από κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στο μαύρο άνοιγμά του είναι μια φάτνη και μέσα βρίσκεται ένα μωρό φασκιωμένο, ο Χριστός, κι’ από πάνω του τον αχνίζουνε με το χνώτο τους ένα βόδι κ’ ένα γαϊδούρι είτε άλογο.

Η Παναγία είναι ξαπλωμένη πλάγι στο τέκνο της απάνω σ’ ένα στρωσίδι, όπως συνηθίζουνε στην Ανατολή. Στο απάνω μέρος από τα δεξιά είναι χορός Αγγέλων σε στάση δεήσεως, ενώ από τ’ αριστερά ένας άλλος άγγελος με φτερά ανοιχτά, μιλά με τους τσομπάνηδες σαν να τους λέγει τη χαροποιά την είδηση. Στο κάτω μέρος από τα δεξιά παριστάνεται ο γέρο Ιωσήφ καθισμένος σ’ ένα κοτρόνι και συλλογίζεται με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, κατά το Ευαγγέλιο που λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», καθ’ όσο δεν ήθελε να εκθέσει την Παναγία που γέννησε δίχως νάναι δικό του το παιδί. Μπροστά του στέκεται ένας γέρος τσομπάνης ακουμπισμένος στο ραβδί του, ντυμένος με προβιά, και του μιλά σα να θέλει να τον παρηγορήσει. Στα αριστερά είναι καθισμένη μία γρηά που βαστά στην αγκαλιά της το νεογέννητο γυμνό, και δοκιμάζει με το χέρι της το ζεστό νερό μέσα σε μια κολυμπήθρα, ενώ μία μικρή χωριατοπούλα με το τσεμπέρι χύνει νερό για να κολυμπήσουνε το μωρό. Γύρω τους κι’ απάνω στις ραχούλες βοσκάνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα και δυό τρία μαντρόσκυλα. Ένας τσομπάνης αρμέγει. Πίσω από τη σπηλιά φαίνουνται μέσα στα βουνά οι τρεις μάγοι καβαλλικεμένοι στάλογα, ο ένας σε άσπρο, ο άλλος σε μαύρο κι’ ο άλλος σε κόκκινο. Η Παναγία ζωγραφίζεται και γονατιστή, μα αυτό θαρώ πως φραγκοφέρνει. Η σκηνή με τις γυναίκες που κολυμπάνε το βρέφος είναι παρμένη από τ’ Απόκρυφα Ευαγγέλια.


Φ. Κόντογλου, Η Χριστού Γέννησις. 1946. Τοιχογραφία. Ναός Ζωοδόχου Πηγής (Λιόπεσι)

Είναι παράξενο πως οι βυζαντινοί ζωγράφοι που ήτανε ορθοδοξώτατοι, βάζουνε στις εικόνες τους σκηνές που δεν είναι γραμμένες στο Ευαγγέλιο, παίρνοντας τες από βιβλία που δεν είναι Κανονικά. Στο Μυστρά, στο Καχριέ Τζαμί κι’ αλλού είναι ζωγραφισμένα επεισόδια από τη ζωή της Παναγίας παρμένα από το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Ιακώβου που δεν είναι Κανονικό. Αλλά τέτοια καθέκαστα είναι ζωγραφισμένα στα Εισόδια, στον Ευαγγελισμό, στην ζωή των Αγίων Ιωακείμ και Άννης κ.λπ. Για τη Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στα Απόκρυφα πως σαν πιάσανε οι πόνοι την Παναγία, πήγε ο Ιωσήφ να βρει καμμιά μαμή, και βρήκε μία γρηά που τη λέγανε Σαλώμη, κι’ αυτή έπλυνε το παιδί. Σε κάποιες αρχαίες τοιχογραφίες είναι γραμμένο και τ’ όνομα της Σαλώμης. Στα πιο ωραία εικονίσματα η Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ’ έχει ακουμπισμένο το κεφάλι της στο χέρι της, κ’ η έκφρασή της είναι γλυκειά και μελαγχολική, ένα πράγμα πολύ κατανυχτικό. Σε λιγοστές εικόνες είδα ζωγραφισμένα μάτια απάνω στο σπήλαιο, σαν να είναι ζωντανό, όπως ζωγραφίζουνε πάλι σε σχέδιο αητού, τα σύννεφα που σηκώνουνε τους Αποστόλους στην Κοίμηση, στη Βάπτιση τον Ιορδάνη σαν γέρο και τη θάλασσα σαν νεράϊδα, τις πηγές του ποταμού σαν έναν πέτρινο άνθρωπο που βγαίνει από το στόμα του το νερό, κ.α. Η Ερμηνεία των Ζωγράφων του Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων, γράφει για τον τύπο της Γεννήσεως: «Σπήλαιον, καί ἔσω εἰς τό δεξιόν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τό βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τήν φάτνην καί ἀριστερά ὁ Ιωσήφ γονατιστός ἔχων τά χέρια ἐσταυρωμένα καί ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ’ ἕνα ἄλογον βλέποντα τόν Χριστόν καί ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καί βλέποντες μετά θάμβους τόν Χριστόν. Καί ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καί ποιμένες, ὁ ἕνας λαλών ἄϋλον καί ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετά φόβου. Καί ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετά βασιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καί δεικνύοντες ἀλλήλοις τόν ἀστέρα. Καί ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων…».

Οι πιο ωραίες εικόνες της Γεννήσεως που αφήσανε οι παληοί ευσεβείς αγιογράφοι μας είναι κατά πρώτον οι ψηφιδωτές του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά, έργα εξαίσια για οποίον νοιώθει τη βυζαντινή τέχνη και δεν θέλει σκηνοθεσίες και επιδείξεις κούφιες. Άλλη ωραία εικόνα της Γεννήσεως είναι στην Περίβλεπτο του Μυστρά, ίσως η ωραιότερη, καθώς και άλλη στην Παντάνασσα. Σπουδαία είναι και η Γέννηση στο Καχριέ Τζαμί της Πόλης (αρχαία Μονή της Χώρας), της Υπαπαντής στα Μετέωρα, στα μοναστήρια του Διονυσίου και του Δοχειαρίου στ’ Άγιον Όρος, καθώς και του Αγίου Παύλου, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, καθώς και στο μοναστήρι του Βαρλαάμ, έργο του Φράγκου Κατελάνου. Υπάρχουν κι’ άλλες έμορφες Γεννήσεις σε αρχαία εξωκκλήσια, όλες στον ίδιο τύπο που ιστορήσαμε. Πλήθος Γεννήσεις στολίζουνε τα αρχαία χειρόγραφα, όπως είναι δυο που βρίσκουνται στο μοναστήρι των Ιβήρων. Το αμαρτωλό χέρι μου αξιώθηκε να ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σε σανίδι, και δυο σε τοιχογραφία, τη μια στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, την άλλη, σε πολύ μεγάλο σχήμα, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι.

xristianos.gr

Φώτη Κόντογλου

Η σφαγή των νηπίων κατά την Καινή Διαθήκη

1229_nipia


Του Γεωργίου Π. Πατρώνου

Ομότιμου καθηγητή Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Από το 63 π.Χ. χρονολογείται η ουσιαστική ρωμαϊκή κυριαρχία στην Παλαιστίνη. Έκτοτε, οι εμφύλιοι πόλεμοι ως μέσον άσκησης πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας στη χώρα αυτή, καθώς και οι συχνές επαναστάσεις εναντίον της Ρώμης με αρχηγούς συνήθως θρησκευτικούς ηγέτες που θεωρούνταν από το λαό Μεσσίες, αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο. Κυρίαρχη μορφή αυτής της περιόδου υπήρξε ο Ηρώδης ο Μέγας, ο οποίος αναγνωρίστηκε από τη Ρώμη ως βασιλέας της Ιουδαίας, εξαιτίας της φιλορωμαϊκής πολιτικής του. Δια του γάμου του, μάλιστα, με τη Μαριάμμη, από αρχιερατική οικογένεια, εγγονή του Υρκανού Β’, κατόρθωσε να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του εκτός από την πολιτική και τη θρησκευτική εξουσία. Στη θέση του αρχιερέα διόρισε τον άβουλο αλλά παμπόνηρο Άννα, πεθερό στη συνέχεια του Καϊάφα, γνωστούς από τις ευαγγελικές διηγήσεις για την καταδίκη και το θάνατο του Ιησού.

Το προσωνύμιο «μέγας» ο Ηρώδης το απέκτησε χάρη στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για ανοικοδόμηση των Ιεροσολύμων και των άλλων μεγάλων πόλεων με φρούρια, ιπποδρόμους, θέατρα και άλλα μεγαλοπρεπή κτίρια και μνημεία. Σύγχρονοί του συγγραφείς τον επαινούσαν γι’ αυτή την οικοδομική του πολιτικήκαι ιδιαίτερα για την ανακατασκευή του Ναού των Ιεροσολύμων, που σκοπό είχε να εξυψώσει το γόητρο των Ιουδαίων σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Παράλληλα, κτίζοντας παντού «Καισάρεια», μνημεία προς τιμήν του Αυγούστου, που θεωρούνται σήμερα από τα λαμπρότερα της περιόδου, ο Ηρώδης πέτυχε σε μεγάλο βαθμό την εύνοια του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Ακόμη, ενισχύοντας οικονομικά πολλές ελληνικές πόλεις και συμβάλλοντας στην ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων, επεδίωξε να καλλιεργήσει το προφίλ του φιλέλληνα ευεργέτη.

Η βασιλεία του (40 (ουσιαστικά το 37) – 4 π.Χ.), ωστόσο, εξελίχθηκε σε μια από τις τραγικότερες περιόδους στην ιστορία του ιουδαϊσμού λόγω των πολλών καιφρικτών εγκλημάτων του. Με την ά­νοδό του στο θρόνο, εκτέλεσε 45 από τα 71 μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου και αποκεφάλισε ή εξόρισε τους περισσότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους της ιουδαϊκής κοινωνίας. Ανέγγιχτη δεν έμεινε ούτε η ίδια του η οικογενείας. Με εντολή του δολοφονήθηκαν η πεθερά του, η γυναίκα του Μαριάμμη που υπεραγαπούσε, ακόμη και τα παιδιά του Αλέξανδρος, Αριστό­βουλος και Αντίπατρος, εξαιτίας της υποψίας ότι προετοίμαζαν την ανατροπή του. Οι ανατριχιαστικές πράξεις του τον οδήγησαν τελικά στην παραφροσύνη, και η κάθε απόφαση και ενέργειά του αποτελούσε απόρροια της καθολικής του σχιζοφρένειας.

Ο θάνατος του Ηρώδη υπήρξε τραγικότερος και από τη ζωή του. Τα τελευταία του χρόνια υπέφερε φρικτά και πέθανε, κατά μια εκδοχή, από καθολι­κό καρκίνο και υδρωπικία το Μάρτιο του 4 π.Χ. Μέσα σε αφόρητους πόνους και γεμάτος οργή και μανία για τους πάντες και τα πάντα, έδωσε ως ύστατη εντολή να σφαγιασθούν στον ιππόδρομο όλα τα ανώτερα στελέχη της πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής ηγεσίας, ώστε κατά το θάνατό του να θρηνήσει αναγκαστικά ολόκληρη η χώρα.

Ενδεικτικό της καθολικής μετά θάνατον απαξίωσης προς το πρόσωπό του ήταν το σκωπτικό επίγραμμα που με εντολή του ίδιου του Ρωμαίου αυτοκράτορα χαράχτηκε στον τάφο του: «θα προτιμού­σα να ήμουν χοίρος του Ηρώδη παρά γιος του». Μια τέτοια εγκληματική ψυχοπαθολογική προσωπικότητα δεν φαίνεται απίθανο να έδωσε εντολή να σφαγιαστούν όλα τα άρρενα νήπια «από δύο ε­τών και κάτω» στη Βηθλεέμ και τα περίχωρά της προς αποφυγήν μιας απειλής – ακόμη και δυνητικής – από τη γέννηση του Ιησού, όπως περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος.

Η σφαγή των νηπίων ως ιστορικό γεγονός

Η σφαγή των νηπίων – Χαρακτικό του Gustave Doré

Η σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ κατά το χρόνο της γέννησης του Ιησού Χριστού αποτελεί γεγονός πολυσυζητημένο και ιδιαίτερα αμφισβητημένο τόσο ως προς την αγριότητά του όσο και ως προς τον αριθμό των 14.000, στον οποίο κατά την παράδοση ανήλθαν τα θανατωθέντα βρέφη. Μια πραγματική γενοκτονία εμφανίζεται να έλαβε χώρα δίχως την παραμικρή μαρτυρημένη αντίδραση του λαού της Ιουδαίας ή της ρωμαϊκής διοίκησης. Πολλοί μελε­τητές θεωρούν αδύνατο να πραγματοποιήθηκε μια τέτοια εκστρατεία με πλήρη μυστικότητα σε τόσο σύντομο χρόνο, οπότε η συγκεκριμένη ευαγγελική αναφορά (Ματθ. 2,16-18) θα πρέπει, κατά την άπο­ψή τους, να εκληφθεί ως «συμβολική διήγηση» και να ενταχθεί στο χώρο της θρησκευτικής μυθοπλασίας και της φιλολογικής μυθολογίας των αρχαίων ανατολικών λαών.

Αν, όμως, συσχετίσουμε την ευαγγελική αυτή διήγηση με τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα των χρόνων της Καινής Διαθήκης και ιδιαίτερα με όσα είναι γνωστά για την προσωπικότητα του Ηρώ­δη, τότε η περιγραφή του Ματθαίου φαίνεται να αποκτά χαρακτήρα μάλλον ρεαλιστικό. Προληπτικές ή κατασταλτικές, επιλεκτικές ή μαζικές, οι δολοφονίες αντιφρονούντων και ανταγωνιστών αποτελούσαν στην αρχαιότητα – και συχνά ακόμη α­ποτελούν – σύνηθες γνώρισμα του βίου και της πολιτείας των ασκούντων απολυταρχική εξουσία.

Ωστόσο, οι ιστορικές πηγές, ακόμη και οι αδιάφορες προς το χριστιανισμό, παρουσιάζουν γλαφυρά το βασιλιά Ηρώδη ως φυσιογνωμία σχιζοφρενή και ιδιαζόντως εγκληματική, που η υπέρμετρη φιλοδοξία και αρχομανία ωθούσαν στην άσκηση στυγνής πολιτικής χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για τις συνέπειες. Η εξουσία στα χέρια του εμφανίζεται ως όργανο ικανοποίησης των παράδοξων επιδιώξεων και των σκοτεινών επιθυμιών του. Το ότι αμέσως μετά την ανάρρησή του στο θρόνο διέταξε τη γενική σφαγή όλων των αντιπάλων του, εκδηλωμένων ή δυνητικών, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, που έντρομοι είχαν καταφύγει στα όρη και στις σπηλιές, και ότι αργότερα δεν δίστασε να δολοφονήσει και τα μέλη της ίδιας του της οικογένειας, αποτελούν σημαντικά προηγούμενα για την ιστορική προσέγγιση της «σφαγής των νηπίων».

Η βασιλεία του Ηρώδη περιγράφεται ως μια ατελείωτη σειρά ραδιουργιών, δολοπλοκιών και εκτελέσεων, και η επί μακρόν επικράτησή του χαρακτηρίζεται ως η σκοτεινότερη και αλγεινότερη περίοδος της ιουδαϊκής ιστορίας, επενδυμένη με όρους πολιτικού σκοταδισμού και θρησκευτικού αποκαλυπτισμού.

Οι Μάγοι – Giotto di Bondone, Arena Chapel (ca. 1305)

Στα μάτια οικείων και εχθρών, ευγενών και απλού λαού, ο Ηρώδης εξελίχθηκε σε προσω­ποποίηση του δαιμονικού στοιχείου, σε «αποκαλυ­πτικό θηρίο» βγαλμένο από τα Δανιήλεια οράματα του παρελθόντος, που δημιουργούσε ιδιαίτερα στα εξουθενωμένα λαϊκά στρώματα έντονες εσχατολογικές προσδοκίες για άμεση επέμβαση του θεού και έλευση του αναμενόμενου Λυτρωτή και Μεσσία. Έναντι του καταχθόνιου και σκοτεινού βασιλιά Ηρώδη εμφανίζεται, λοιπόν, ένας νέος «άρχων ειρήνης» με τη μορφή θείου βρέφους, το οποίο καλούνται να προσκυνήσουν οι Ποιμένες ως εκπρόσωποι του αγνού και άδολου λαού του Ισραήλ, και οι Μάγοι της Ανατολής ως εκπρόσωποι των εθνών όλης της οικουμένης.

Το ελπιδοφόρο και χαρμόσυνο, όμως, γεγονός της γέννησης του Ιησού Χριστού επισκιάζεται, κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο, από την τραγική και αποτρόπαια πράξη της σφαγής των νηπίων. Μια προσεκτικότερη προσέγγιση της ιστορικής αξιοπιστίας και της θεολογικής ερμηνευτικής του γεγονότος αυτού καθίσταται αναγκαία, καθώς τα ευαγγελικά κείμενα δεν εκθέτουν απλώς τα γενόμενα, αλλά τα ερμηνεύουν κιόλας θεολογικά.

Με άλλα λόγια αποτελούν ένα είδος «σπουδής» επί των ιστορικών φαινομένων – κατά την επιτυχή ρήση του μεγάλου ιστορικού Α. Τόινμπι (Α. Toynbee) («Studies of History») – με θε­ολογική προοπτική. Η ύπαρξη «σημείων» έλευσης ενός νέου «άρχοντα» κατά τη διαβεβαίωση των Μάγων της Ανατολής και των ερμηνευτών ραβίνων – δηλαδή των εκπροσώπων της επιστήμης και της θρησκείας, που ως γνωστόν ερωτήθηκαν διερευνητικά από τον ίδιο τον Ηρώδη (Ματθ. 2, 4)- ήταν ενδεχομένως υπεραρκετή για να οδηγήσει τον παθολογικά ανασφαλή «βασιλίσκο της Ιουδαίας» στη λήψη των οικείων προς αυτόν προληπτικών μέτρων.

Υπό τους αυστηρούς όρους της επιστημονικής ιστορικής ακρίβειας, ωστόσο, ο αριθμός των 14 χιλιάδων θανατωθέντων νηπίων κατά την παράδοση δημιουργεί – ακόμη και για τα δεδομένα του Ηρώδη – ανυπέρβλητα προβλήματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές και ιδιαίτερα ο Ιουδαίος ιστορικόςΦλάβιος Ιώσηπος – σύγχρονος των ευαγγελιστών Λουκά και Ιωάννη και άρα καλός γνώστης της εποχής των ευαγγελικών γεγονότων – η κωμόπολη της αρχαίας Βηθλε­έμ και τα περίχωρά της θα πρέπει τότε να είχαν πληθυσμό ίσως λίγο μεγαλύτερο από χίλιους κα­τοίκους. Η σφαγή των αρρένων νηπίων «από διε­τούς και κατωτέρω» δεν θα ήταν, επομένως, στην πραγματικότητα δυνατό να αφορά περισσότερα από 30 ή το ανώτατο 40, με βάση τα στατιστικά δεδομένα που προκύπτουν από την πληθυσμιακή κατανομή της συγκεκριμένης περιοχής.Ένας τέτοιος αριθμός θα καθιστούσε πολύ πιο πιθανό, κατά τους ιστορικούς, ο Ηρώδης να αποτόλμησε όντως ακόμη ένα τραγικό εγχείρημαπροκειμένου να διασφαλίσει την εξουσία του από την έστω και υποθετική απειλή της εμφάνισης ενός διεκδικητή του θρόνου.

Η «αναίρεση» μερικών δεκάδων νηπίων, άσημων αγροτικών οικογενειών μιας απομακρυσμένης και αγνοημένης περιοχής, δεν θα αποτελούσε «παρά μόνο ένα μικρό και ασήμαντο επεισόδιο» στο βίο και την πολιτεία του, όπως εύστοχα παρατηρεί ένας σύγχρονος ερευνητής, ένα πταίσμα σε σύγκριση με τα άλλα του εγκλήματα, που δεν επιβάρυνε αισθητά τον ήδη μακρύ κατάλογο των θυμάτων της καχυποψίας του, και δεν διαφοροποιούσε ιδιαίτερα την ούτως ή άλλως έκρυθμη τοπική κατάσταση ώστε να προκαλέσει την παρέμβαση της Ρώμης στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι πουθενά στα ιερά κείμενα των Ευαγγελίων δεν καταγράφεται συγκεκριμένος αριθμός «αναιρεθέντων νηπίων». Η αναφορά στη σφαγή «χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων» αρρένων τέκνων προέρχεται αντίθετα από την ιερή παράδοση της Εκκλησίας μας – από το εορτολογικό Συναξάρι της συγκεκριμένης ημέρας- και μάλιστα με την επισήμανση ότι τα νήπια αυτά εντάσσονται στο χώρο των Μαρτύρων της Εκκλησίας και θεωρούνται ως οι πρώτοι ανώνυμοι και «αναρίθμητοι» μάρτυρες της χριστιανικής πίστης. Αυτό ακριβώς το στοιχείο προσδίδει, επομένως, στο όλο ζήτημα παράλληλα προς την ιστορική και μία ιδιαίτερη «συμβολική» παράμετρο, που καθιστά απαραίτητη τη θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η θεολογική σημειολογία του αριθμού των «αναιρεθέντων νηπίων»

Όπως ήδη επισημάνθηκε, τα Ευαγγέλια δεν ε­πέχουν θέση «χρονικών» ή απλών «δημοσιογραφικών εκθέσεων» επί των ιστορικών γεγονότων. Σκοπός τους δεν είναι η απλή ενημέρωση κάποιων αναγνωστών, αλλά η πνευματική καθοδήγηση και η θεολογική παίδευση των πιστών στο πλαίσιο του κατηχητικού και ποιμαντικού ρόλου της Εκκλησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σφαγή των νηπίων έχει ιδιαίτερο θεολογικό νόημα για τα ιερά κείμενα, και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνευτική προσέγγιση και κατανόηση της σημειολογίας των γεγονότων στην ευαγγελική διήγηση. Στην παράδοση του ιουδαϊκού λαού και τη θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης υπήρχε το «ιστορικό» προηγούμενο ακόμη μιας δίωξης και «σφαγής».

Η φυγή στην Αίγυπτο – Giotto di Bondone, Arena Chapel (ca. 1305)

Συγκεκριμένα, η εξιστόρηση του βιβλίου της Εξόδουεμφανίζει τον αλλοεθνή και αλλόθρησκο Φαραώ της Αιγύπτου να είχε διατάξει τη θανάτωση με πνιγμό στον Νείλο ποταμό όλων των πρωτότοκων αγοριών των Ισραηλιτών, μια πραγματική γε­νοκτονία, που σκοπό είχε τη μείωση του αριθμού των δούλων Εβραίων οι οποίοι αυξάνονταν με ανησυχητικό ρυθμό στη χώρα. Το στοιχείο αυτό αξιοποιήθηκε από τους ιερούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ως θεολογικό προηγούμενο στη γλώσσα της ερμηνευτικής «προτύπωσης» για την παράλληλη θεολογική προσέγ­γιση και ερμηνεία του αντίστοιχου γεγονότος της σφαγής των νηπίων από ένα «νέο Φαραώ», τον αλ­λόθρησκο και μισητό βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώ­δη. Όπως ο παλαιός Φαραώ εξέφραζε τις αντίπα­λες δυνάμεις του σκότους και της καταπίεσης αντι­δρώντας στα «σημεία» της εφαρμογής του σχεδίου του θεού για τη σωτηρία και ιστορική καταξίωση του Ισραήλ, έτσι και ο Ηρώδης ως «νέος Φαραώ» ενσαρκώνει με τις πράξεις του τις ίδιες δαιμονικές δυνάμεις για την παρεμπόδιση της έλευσης του Σω­τήρα του κόσμου και την ιστορική καταξίωση του νέου Ισραήλ.

Κατά το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, ο Ιησούς αποκαλύπτεται από τη βρεφική ήδη ηλικία ως ο Χρι­στός και ο Κύριος, ο απεσταλμένος του θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Και ο Ηρώδης, που κατά ένα μανιακό και παράφρονα τρόπο «ζητεί την ψυχήν του Παιδίου», φανερώνεται με τις ενέργειές του ως εκπρόσωπος των δυνάμεων του κακού και παρου­σιάζεται με τη μορφή Αντιχρίστου. Ο ισχυρός του παρόντος, όμως, είναι ο ουσιαστικά αδύναμος, και το ευάλωτο Βρέφος θα αναδειχθεί ο τελικός νικη­τής.

Το γεγονός της σφαγής των νηπίων αποκτά έτσι και μια σωτηριολογική και εσχατολογική προ­οπτική, εφ’ όσον εντάσσεται παράλληλα μεταξύ των «σημείων των εσχάτων» που προϊδεάζουν και προετοιμάζουν για την τελική συντριβή του κακού και την επικράτηση του καλού.

Σε αυτή τη γραμμή της θεολογικής σημειολογίας, η σφαγή των νηπίων φέρνει επίσης στο νου και την προφητεία του Ιερεμία, ο οποίος επτά αιώνες πριν είχε προαναγγεί­λει προφητικά και περιγράψει ποιητικά την ακόλουθη αποκαλυπτική σκηνή: «Φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθε­λε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν» (Ιερ. 31, 15). Ο ιστορικός και ευαγγελιστής Ματθαίος κάνει χρήση της προφητικής αυτής ρήσης και θεολογεί ερμη­νευτικά πάνω στο σύγχρονό του γεγονός του «θρή­νου, του κλαυθμού και του οδυρμού» της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,18).

Η αρχαία προφητεία αναφερόταν στις θυσίες κατά την έξοδο του παλαιού Ισραήλ από την Αίγυπτο. Και όπως τότε ο Μωυσής μαζί με τον Ιη­σού του Ναυή οδήγησαν το λαό του θεού μακριά από την Αίγυπτο και την «αιγυπτιώδη ανελευθερία», από τον Φαραώ και τη φαραωνική δουλεία προς τη γη της επαγγελίας και της ελευθερίας, έτσι και τώρα ένας «νέος Μωυσής» και «νέος Ιη­σούς» θα οδηγήσει το λαό του σε μια νέα έξοδο προς μια νέα γη της επαγγελίας, προς μια εσχατο­λογική χώρα ελευθερίας και αξιοπρέπειας.

Γι’ αυτό ο ευαγγελιστής Ματθαίος εμπνευσμένα υπογραμμίζει σε αυτόν τοθεολογικό συμβολισμό και την «προτύπωση» γεγονότων ότι «εξ Αιγύπτου» και πάλι ο θεός κάλεσε ηγέτη για το λαό Του και για τη μεγάλη «έξοδο» στην ιστορία των νέων χρόνων (Ματθ. 2, 15).

Ο απόστολος Παύλος και πολλοί ερμηνευτές Πατέρες της Εκκλησίας κάνουν εκτεταμένη χρήση των θεολογικών πλέον όρων «Αίγυπτος» και «Φα­ραώ» στην τυπολογική τους ερμηνεία με καθαρά θεολογικό χαρακτήρα. Η φυγή του θείου Βρέφους στην Αίγυπτο ως επακόλουθο της σφαγής των νη­πίων της Βηθλεέμ αποκτά, πέρα από την ιστορική της σημασία, και εσχατολογικές προεκτάσεις ωσάν μια άλλη «κάθοδος του Υιού του θεού στον Άδη». Εκεί, στον «Άδη της Αιγύπτου», ο Ιησούς Χριστός ως «νέος Μωυσής» θα συναντήσει το λαό του και θα τον καλέσει σε μια νέα εσχατολογική «έξοδο» προς τη νέα γη της επαγγελίας, τη Βασιλεία του θεού.

Όσον αφορά, τέλος, τον αριθμό 14.000 που η ιερή παράδοση διασώζει για τα σφαγιασθέντα νήπια, αυτός δεν οφείλεται σε λογιστικό σφάλμα, αλλά προέρχεται από την επίδραση της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής αριθμολογίας. Πρόκειται στην ουσία για πολλαπλάσιο του ιερού αριθμού 7 των Εβραίων, ο οποίος συμβολίζει την ολότητα και την καθο­λικότητα.

Ομοίως στην Αποκάλυψη του Ιωάννη συναντάται σημειολογική αναφορά στον έτερο ιε­ρό αριθμό 12 και στα πολλαπλάσιά του, με την επισήμανση ότι κατά τους έσχατους χρόνους ο Ιη­σούς Χριστός θα συνοδεύεται και πάλι από τους μάρτυρές του, που στην ολότητα και τελειότητά τους ανέρχονται σε 144.000 (Αποκ. 14,1). Και σε αυτήν ασφαλώς την περίπτωση δεν πρόκειται για πραγματικό αριθμό, αλλά για θεολογικό συμβολισμό της καθολικότητας της Εκκλησίας, η οποία συγκροτείται και εκπροσωπείται στην ιστορία από τους Μάρτυρες. Οι ανά τους αιώνες θυσιαζόμενοι και μαρτυρούντες Άγιοι εκφράζουν την ιστορική και εσχατολογική ενότητα της Εκκλησίας. Όσοι προσεταιρίζονται την εξουσία και τη δύναμη συ­ντάσσονται με τους εκάστοτε «Φαραώ» και «Ηρώδεις» της ιστορίας.

Η αναφορά του ευαγγελιστή στο γεγονός της σφαγής και της θυσίας εκφράζει κατά τον πλέον ε­ναργή τρόπο ότι ο Ιησούς και οι πιστοί του δεν πραγματοποιούν την ιστορική τους πορεία μέσα σε έναν κόσμο ρομαντικό και ειδυλλιακό, αλλά κυ­ριαρχούμενο από το ρεαλισμό της βίας, της ανελευθερίας, των καταπιέσεων και των διωγμών. Οι ι­σχυροί «Φαραώ» και «Ηρώδεις» που διαφεντεύουν συνήθως τις τύχες των λαών, εκπροσωπούν τις α­ντίθετες και δαιμονικές δυνάμεις, διαιωνίζοντας και επαυξάνοντας το κακό και την αδικία σε βάρος των αδυνάτων.

Το θείο Βρέφος, που από την πρώτη στιγμή δοκίμασε την απειλή και τη βία, την αμφισβήτηση και την απόρριψη, καθόρισε το πρότυπο της μαρτυρικής ζωής εκείνων που θα ακολου­θήσουν πιστά τα ίχνη του μέχρις εσχάτων του ιστορικού χρόνου. Η ιστορία της Εκκλησίας με το πλήθος των μαρτύρων επαληθεύει συνεχώς την τραγική πραγματικότητα πως δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αλλαγή στον κόσμο χωρίς τους ομολογητές της αλήθειας και τους μάρτυρες της ελευθερίας.

Δια της αφήγησης του περιστατικού της σφαγής των νηπίων υπογραμμίζεται, λοιπόν, για ακόμη μια φορά το μόνιμο ιστορικό ερώτημα με ποιους οφείλει κανείς τελικά να συντάσσεται, με τους ισχυρούς «Ηρώδεις» ή με τους αθώους και αδύναμους ανθρώπους που ως τέκνα του «εσφαγμένου Αρνίου» και αθώα νήπια γίνονται μάρτυρες της αλήθειας «από καταβολής κόσμου» (Αποκ. 13, 8). Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα καίρια ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να δώσει απάντηση ο χριστιανισμός δια των ιερών του κειμένων.

Σημείωση:

Για λεπτομερέστερη ιστορική και θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση του γεγονότος της σφαγής των νηπίων βλ. Γεωργίου Π. Πατρώνου, Η Ιστορική Πορεία τον Ιησού (από τη φάτνη ως τον κενό τάφο), Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1991, σ. 580.

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Ο Ηρώδης και η σφαγή των νηπίων», τεύχος 216, 18 Δεκεμβρίου 2003.

Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία στα Καρούλια.

36570

Εισαγωγικά.

Η παρακάτω διήγηση του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Καράμπελα είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του -ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ,ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ -Έκδοση Ι.Μ.Παρακλήτου 1991.

Ο τίτλος της διήγησης είναι δικός μας .

———————————————————————————————

Μεταξύ των άλλων, ο Γέροντάς μας είχε και μία ευλογημένη συνήθεια.Κατά διαστήματα, έστελνε μία μικρή παρηγοριά στους ερημίτες…Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που κοινοβίασα στην καλύβη μας, όταν μία μέρα-προπαραμονή Χριστουγέννων-όπως θυμάμαι-με κάλεσε ο Γέροντας για ν΄αναθέσει και σε μένα την ευλογημένη αυτή διακονία. Ασφαλώς με την απόφασή του αυτή, απέβλεπε και στην πνευματική μου,όπως πάντα ωφέλεια….Έβαλα μετάνοια στον Γέροντα φορτώθηκα τον ντορβά μου, πήρα το ραβδί και ξεκίνησα για τα Καρούλια…….Πέρασα από πολλούς ασκητές, την ζωή των οποίων χαρακτήριζε η συνέπεια.Ήσαν πραγματικοί μοναχοί,πραγματικοί ασκητές.Μεταξύ αυτών ο γέρων Νείλος,ηλικιωμένος Ρώσος ησυχαστής,που δεν γνώριζε καθόλου ελληνικά και ο επίσης ρώσος ιερομόναχος Παρθένιος….

…Το πρόγραμμά μου άλλαξε, όταν ο πνευματικός μου επέμενε να παραμείνω στην αγρυπνία των Χριστουγέννων και στην πανήγυρη της καλύβης τους, αφού το παρεκκλήσιό τους ήταν αφιερωμένο στην Γέννηση του Χριστού.  Ο Γέροντάς μου άλλωστε είχε δώσει ευλογία για κάτι τέτοιο.

Την άλλη μέρα, μαζί με τον υποτακτικό του πνευματικού μου, π. Συμεών, κάναμε μια σχετική καθαριότητα της καλύβης, με αφορμή την πανήγυρη.  Αργά το απόγευμα άρχισαν να έρχονται οι γύρω ασκητές, για να γιορτάσουμε όλοι μαζί τα Χριστούγεννα.

Καθισμένος σ’ ένα μικρό εξώστη, έβλεπα τους ερημίτες, που κατέβαιναν από τα βράχια, άλλοι από τις κρεμαστές σκάλες και άλλοι από τις αλυσίδες, ο ένας πίσω από τον άλλον’ αξέχαστο θέαμα! Νέοι, μεσήλικες, γεροντάκια, αποτελούσαν μια χρυσή, ζωντανή αλυσίδα πανηγυριστών’ με τους παλιούς, λερωμένους ντορβάδες στην πλάτη, με  ζωστικά και ράσα χιλιομπαλωμένα. Το πρόσωπό τους είχε μια σεμνή, σοβαρή έκφρασι. Χαιρετούσαν ένας-ένας με βαθειά υπόκλιση κι έπαιρναν την θέση τους στο μικρό παρεκκλήσιο της Γεννήσεως του Κυρίου.

«Αυτοί οι άνθρωποι, ο εκλεκτός του Κυρίου λαός, τα αγαπημένα παιδιά του Θεού, είναι εκείνοι που θα λάβουν μέρος στην αποψινή αγρυπνία», μονολογούσα.

Σήμανε μια μικρή καμπάνα και άρχισε η αγρυπνία. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλοι  ήσαν σφιχτά  τυλιγμένοι στα πτωχικά τους ράσα. Το κουκούλιο δεν κάλυπτε απλώς το κεφάλι, αλλά το είχαν κατεβασμένο, όσο γινόταν πιο χαμηλά. Μερικοί, όπως ο γέρων Βαρθολομαίος και ο πνευματικός μου, ήξεραν καλά μουσικά. Ένας από τους νεότερους ανέλαβε διαβαστής.  Δυο-τρία καντηλάκια κι ένας πτωχός πολυέλεος με αγνό κερί φώτιζαν γλυκά το σκοτάδι. Όλα απλά, απέριττα, ασκητικά.

Ένοιωθα τον εαυτό μου ξένο και αταίριαστο σ’ εκείνο το πεντακάθαρο περιβάλλον. Εγώ ήμουν άνθρωπος με πολλές αδυναμίες και αμαρτίες, τις οποίες προ καιρού είχα αποθέσει στα πόδια του πνευματικού μου, κατά την πρώτη μου εξομολόγηση. Δεν ήμουν όμως ένας ξένος αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω μου. Διψούσα να μάθω περισσότερα πράγματα για τους ασκητές: πώς αγρυπνούν, πώς προσεύχονται, πώς κοινωνούν.

Το άγιο βήμα του μικρού ναού ήταν σφηνωμένο μέσα στον βράχο. Ο κυρίως ναός εξείχε από την κοιλότητα του βράχου κι έφτανε μέχρι το άκρο μιας πεζούλας, από την οποία έβλεπες, κατακόρυφα σχεδόν, την θάλασσα. Καθώς η αγρυπνία προχωρούσε, το κρύο γινόταν ολοένα και πιο αισθητό. Ο άνεμος σφύριζε, τα κύματα βογγούσαν κτυπώντας αλύπητα τα βράχια. Η θάλασσα έμοιαζε μ’ ένα αεικίνητο, αδάμαστο θηρίο….

Η ακόλουθη σκηνή θα μείνει ανεξίτηλη στην μνήμη μου : Ένας λευκογένης ασκητής, πολύ ηλικιωμένος, δεν φορούσε παπούτσια. Κρύωνε υπερβολικά και είχε τυλίξει τα πόδια του με τσουβάλια. Κάποια στιγμή πλησίασε στην υποτυπώδη θερμάστρα, που υπήρχε εκεί, και προσπαθούσε να θερμάνει τα κοκκαλιασμένα  πόδια του. Μένοντας όμως εκεί για αρκετή ώρα, απορροφημένος στην προσευχή, χωρίς να το αντιληφθεί, τα τσουβάλια πύρωσαν, άρπαξαν φωτιά και άρχισαν να καίγονται!  Οι νεότεροι τρέξαμε αμέσως και σβήσαμε την φωτιά. Ευτυχώς τα πόδια του γέροντα δεν έπαθαν εγκαύματα.

Εκτός από εμάς που τρέξαμε αμέσως, για να τον βοηθήσουμε, οι άλλοι πατέρες δεν έκαναν καμία κίνηση. Ίσως και να μην αντιλήφθηκαν καν το γεγονός. Αφοσιωμένοι στην λατρεία του Θεού, συνέχιζαν την αγρυπνία με το κεφάλι σκυμμένο στο στήθος και με το κομποσχοίνι στο χέρι, που δούλευε ακούραστα…..

Τελείωσε ο όρθρος και άρχισε η θεία Λειτουργία. Η ώρα πλησίαζε. Ο Κύριος εγγύς. Πολλά μάτια τα έβλεπα να Τον υποδέχονται με δακρύρροη κατάνυξη. Μερικοί ήταν σκυμμένοι τόσο βαθειά, ώστε δεν έβλεπες το πρόσωπό τους.

–          «Πρόσχωμεν! Τα άγια τοις αγίοις», ακούστηκε σε λίγο η φωνή του λειτουργού.

Από την ώρα εκείνη οι πατέρες, ένας-ένας, κατά σειρά αρχαιότητας, άρχισαν να βάζουν την καθιερωμένη μετάνοια της συγγνώμης προς τον Θεό και προς τους παρόντες αδελφούς. Στο «Μετά φόβου» πλησίασαν, ο ένας πίσω από τον άλλον, για να λάβουν τον ουράνιο Μαργαρίτη.

Ευχαρίστησα ολόθερμα τον Κύριο για την πολύτιμη αυτή ευκαιρία, να δω και να απολαύσω πώς κοινωνούν οι ασκητές. Ήταν ένα θέαμα μοναδικό. Τέλος προσήλθα κι εγώ σαν «δούλος» κι όχι σαν «υιός» όπως οι πατέρες.

Η ουράνια εκείνη μυσταγωγία σε λίγο είχε τελειώσει. Κατόπιν προσφέρθηκε και καφές. Ενώ διακονούσα στο κέρασμα, πρόσεχα και θαύμαζα τους ασκητές, με την διάθεση του αρχαρίου. Θαύμαζα την τάξη που είχαν οι κινήσεις τους, τις συζητήσεις, γενικά την συμπεριφορά τους. Πράγματι, σκεφτόμουν, η έρημος δεν δημιουργεί μόνο αγίους, αλλά και σταθερά πειθαρχημένους και ολοκληρωμένους ανθρώπους.

Ακολούθησε η τράπεζα. Λίγο ρύζι, και βακαλάος, που είχε στείλει η συνοδεία μας, ήταν το πανηγυρικό χριστουγεννιάτικο φαγητό. Οι ασκητές έτρωγαν σιωπηλοί και άκουγαν την ανάγνωση.

Ο νους τους ήταν δοσμένος στον λόγο του Θεού και την προσευχή, όχι στο φαγητό. Κανείς δεν σήκωνε το κεφάλι να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά. Καθένας που τελείωνε, περίμενε υπομονετικά με το βλέμμα στραμμένο στο στήθος. Ποιος ξέρει πόσο καιρό είχαν να γευτούν βακαλάο!

Μετά την τράπεζα, η ευλογημένη εκείνη ομήγυρη διαλύθηκε. Δεν αξιώθηκα να παρευρεθώ και άλλη φορά σε παρόμοια ασκητική πανηγυρική σύναξη. Η ευκαιρία αυτή όμως έγινε αφορμή, να επισκέπτομαι πιο τακτικά τα Καρούλια. Αργότερα μάλιστα έμεινα εκεί για ένα εξάμηνο. Ήταν μια περίοδος πνευματικού αναβαπτισμού. Αληθινό θείο δώρο!

 

 

Η χρονολόγηση της ζωής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού

 

kirios

Του Μητροπολίτου Καισαριανής κ. Δανιήλ |


 

Η χρονολόγηση της ζωής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι δυσχερέστατο έργο ένεκα ελλείψεως επαρκών και λεπτομερών βιογραφικών πληροφοριών.

Συνδυάζοντας τις βιογραφικές αφηγήσεις των ιερών Ευαγγελίων για την ζωή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τις Ρωμαϊκές και Ιουδαϊκές ιστορικές πηγές θα αποπειραθούμε να προσδιορίσουμε  χρονολογικά την ζωή Του.

α  Ἡ γέννηση

1. Ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε την περίοδο που αυτοκράτορας της Ρώμης (Καίσαρας) ήταν ο Οκτάβιος η Οκταβιανός Αύγουστος (31π.Χ.-14 μ.Χ.) που διέταξε να απογραφεί ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας (απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην). Οι απογραφές γινόντουσαν για φορολογικούς και στρατολογικούς λόγους.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς (β 1-2) μας δίδει δύο σημαντικές πληροφορίες α  ὅτι η απογραφή διεξήχθη όταν ήταν διοικητής της Συρίας ο Κυρήνιος.

ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ο πολιτικός διοικητής της Συρίας, επειδή οι περιοχές που κατοικούσαν οι Εβραίοι τότε υπάγονταν στην ευρύτερη διοικητική περιφέρεια της Συρίας και β  ὅτι αυτή ήταν η πρώτη απογραφή, για να μην συγχέεται με την επομένη απογραφή.

Η μελέτη και έρευνα των ιουδαϊκών και ρωμαϊκών ιστορικών πηγών μας βοηθεί να διευκρινήσουμε περαιτέρω ωρισμένα θέματα για να έχουμε ασφαλή συμπεράσματα.

2. Στην Ιουδαία Κυβερνήτης διορισμένος από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα την εποχή της γεννήσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας (37-4 π.Χ.), ο οποίος διέταξε να σφαγούν τα νήπια, όταν πληροφορήθηκε από τους σοφούς της Ανατολής, ότι γεννήθηκε ένας βασιλιάς ώστε ανάμεσα στα σφαγιασθέντα νήπια να είναι και ο Ιησούς Χριστός.

Από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο γνωρίζουμε πότε πέθανε ο Ηρώδης και μάλιστα ήταν νύκτα που έγινε έκλειψη της σελήνης ορατή στην περιοχή.

Η Αστρονομία μας απαντά ότι εκείνη η έκλειψη της σελήνης έγινε και άρα ο θάνατος του Ηρώδη συνέβη το 754 έτος από κτίσεως Ρώμης που αντιστοιχεί στο 4 π.Χ. Εφ’ όσον ο Ηρώδης διέταξε να σφαγούν τα νήπια από διετούς και κατωτέρω (Ματθαίος β  16) ο Κύριός μας πρέπει να είχε γεννηθεί τουλάχιστον δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Ηρώδης. Πριν δηλαδή το 6 π.Χ.

Διαπιστώνεται, ότι όταν τον 6ο μ.Χ. αιώνα ο Αστρονόμος Μοναχός Διονύσιος ο Μικρός, που εναρμόνισε τις αρχαίες χρονολογίες (των Ελλήνων, των Ρωμαίων, των Ιουδαίων, των Αιγυπτίων, των Βαβυλωνίων) με την χριστιανική εποχή έσφαλε στο σημείο αυτό κατά 6 έτη.

Την Εκκλησία όμως δεν ενδιέφερε τόσο ο χρονολογικός προσδιορισμός του γεγονότος της γεννήσεως του Υιού του Θεού, όσο οι πνευματικές συνέπειες.

Γι’ αυτό και δεν διόρθωσε το λάθος, το ανέχθηκε και συνέχισε να αριθμεί τα έτη μ’ αυτό το λανθασμένο υπολογισμό.

Αυτά είναι γνωστά και δεν επηρεάζουν την πίστη μας. Στις ημέρες μας οι διάφορες χριστιανικές κοινότητες ορθόδοξες και μη δεν συνεορτάζουν την γέννηση του Υιού του Θεού.

3. Η εποχή που γεννήθηκε ο Κύριος μας ασφαλώς δεν ήταν βαρύς χειμώνας διότι οι Ποιμένες της περιχώρου της Βηθλεέμ διενυκτέρευαν στο ύπαιθρο και φύλαγαν βάρδιες για τα κοπάδια τους (Λουκά β  8).

Τα χιόνια και η παγωνιά δεν επιτρέπουν διανυκτέρευση στο ύπαιθρο. Την πληροφορία αυτή μας την διέσωσε ο Ευαγγελιστής Λουκάς μαζί με άλλες πληροφορίες που ασφαλώς του τις εμπιστεύθηκε η Μητέρα του Κυρίου μας.
* * * * *

β  Τό βάπτισμα και η έναρξη του κηρύγματος η του βίου ως δημοσίου ανδρός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Από τον Ευαγγελιστή Λουκά αναφέρεται πότε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έλαβε εντολή από τον Θεό να αρχίσει τη δράση του, να κηρύττει και να βαπτίζει (Λουκά γ  2). Ήταν το 15ο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβερίου (14-37 μ.Χ.). Τότε υπήρξαν και οι εξής πολιτικοί άρχοντες, διοικητές των διάφορων περιοχών:

Επίτροπος της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος, (26-36 μ.Χ.). Μετά την εκθρόνιση του Αρχελάου (6 μ.Χ.), που διαδέχθηκε τον πατέρα του Ηρώση τον Μεγάλο, η επαρχία της Ιουδαίας περιήλθε στις περιοχές που διοικούσε ο αυτοκράτορας. Επομένως σημειώθηκε διοικητική μεταβολή.

Στις περιοχές που διοικούσε ο αυτοκράτορας διόριζε ο ίδιος τον Επίτροπο. Κυβερνήτης της Γαλιλαίας ήταν ο Ηρώδης ο Αντίπας (υιός του Ηρώδου του Μεγάλου) (4 π.Χ.-40 μ.Χ.), Κυβερνήτης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας ο Φίλιππος (υιός και αυτός του Ηρώδου του Μεγάλου και αδελφός του Ηρώδη του Αντίπα) (4 π.Χ.-34 μ.Χ.), Κυβερνήτης της Αβιλινής ο Λυσσανίας.

Ο Ιώσηπος (Ιουδαίος ιστορικός της εποχής) μας πληροφορεί ότι αυτές οι περιοχές απέδιδαν στο αυτοκρατορικό ταμείο από φόρους 700 τάλαντα).

Αυτοί ήσαν πολιτικοί διοικητές. Υπήρχαν και οι θρησκευτικοί ηγέτες οι Αρχιερείς Άννας και Καϊάφας (γαμπρός και πενθερός).

Για το προσδιορισμό αυτού του 15ου έτους οφείλουμε να διερευνήσουμε περαιτέρω το ζήτημα από ποιό έτος αρχίζουμε να μετράμε την βασιλεία του Τιβερίου, όπως μετρούσαν οι Ρωμαίοι από κτίσεως Ρώμης, συναριθμουμένων και των δύο ετών που ήταν συναυτοκράτορας η από τότε που ήταν μονοκράτορας ;
* * * * *

γ  Πόσο διήρκεσε η δημόσια δράση του Κυρίου;

Η απάντηση θεωρείται εύκολη, από το βάπτισμα Του μέχρι την σταύρωσή Του. Αυτή την περίοδο την μετράμε με βάση το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και συνάγεται, ότι ο Κύριος εόρτασε τρία Πάσχα δύο που πήγε στα Ιεροσόλυμα με τους μαθητές Του α  Πάσχα (Ιωάννου β 13-23), β  Πάσχα (Ιωάννου στ  1-4) και το τρίτο που συνελήφθηκε και σταυρώθηκε.
* * * * *

δ  Πότε πέθανε

Τα Ευαγγέλια μας πληροφορούν ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός πέθανε στις 3 το απόγευμα μιας Παρασκευής που κατά το Ιουδαϊκό Ημερολόγιο ήταν η 14η του μηνός Νισσάν (Ιωάννου ιθ  14), την παραμονή του εορτασμού του Ιουδαϊκού Πάσχα που εορταζόταν την νύκτα της 14ης προς την 15η του μηνός Νισσάν.

Η Αστρονομία  προσδιορίζει με τις μεθόδους της ότι το έτος αυτό ήταν το 30 μ.Χ. Σ’ αυτό πληρούνται και όλα τα βιβλικά και ιστορικά δεδομένα.
* * * * *

ε  Ἡ ηλικία του Ιησού Χριστού.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει, επίσης, ότι όταν ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήγε να βαπτιστεί και μετά το βάπτισμα άρχισε την δημόσια δράση του «ενομίζετο ωσεί ετών τριάκοντα» (Λουκά γ  23).

Ο ηλικιακός αυτός προσδιορισμός έδιδε με προσέγγιση την ηλικία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εκείνη την χρονική στιγμή. Εφαίνετο να είναι τριάντα ετών.

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει, ότι ο Κύριος όταν επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα για την εορτή της Σκηνοπηγίας προ του τρίτου Πάσχα είχε ένα διάλογο με τους Ιουδαίους, στους οποίους εξηγούσε την θεία και προαιώνια καταγωγή και προέλευση Του.

Ανάμεσα στα άλλα τους είπε, ότι είναι αρχαιότερος από τον Αβραάμ τον πατέρα των Ιουδαίων. Τότε εκείνοι τον ειρωνεύτηκαν και του είπαν «Πεντήκοντα έτη ούπω έχεις και Αβραάμ εώρακας; » (Ιωάννου η  57). Άρα οι σύγχρονοι Του δεν έβλεπαν τον Κύριό μας ως πολύ νεαρό.
* * * * *
στ  Χρονολογικός Πίνακας της ζωής  του Ιησού Χριστού.

Στηριζόμενοι στις διασωθείσες μαρτυρίες των βιβλικών και εξωβιβλικών (Ρωμαϊκών και Ιουδαϊκών) πηγών θα διαμορφώσουμε κατωτέρω τον χρονολογικό πίνακα της ζωής του Κυρίου μας για να αποδείξουμε, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ιστορικό πρόσωπο και έδρασε ενταγμένος πλήρως στην εποχή Του με τους πολιτικούς και θρησκευτικούς άρχοντές της και την κατά σάρκα οικογένειά Του.

1. Η γέννηση του Ιησού Χριστού τοποθετείται προ του έτους 748 από κτίσεως Ρώμης που αντιστοιχεί στο έτος 6 π.Χ.

2. Η αρχή της δράσεως του Ιωάννου του Βαπτιστού οπότε προσήλθε και ο Κύριος να βαπτισθεί, τοποθετείται κατά τις αρχές του έτους 28 μ.Χ. (η μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου του 27 μ.Χ.)

3. Το πρώτο (Πάσχα) της δημόσιας ζωής του Ιησού Χριστού ήταν τον Μάρτιο του  έτους 28 μ.Χ.

4. Το δεύτερο Πάσχα ήταν τον Μάρτιο -Απρίλιο του έτους 29 μ.Χ.

5.Το τρίτο Πάσχα και ο θάνατος του Ιησού συνέβη την Παρασκευή 14 του μηνός Νισσάν που αντιστοιχεί στις 7 Απριλίου του έτους 30 μ.Χ.

Σημείωση: 

Το άρθρο αυτό στηρίζεται στο έργο του Λεωνίδου Ιω. Φιλιππίδου, τακτικού Καθηγητού της Ιστορίας των Θρησκευμάτων «Ιστορία της Εποχής της Καινής Διαθήκης» Αθήναι 1958 σελίδες 1.060.

ΠΗΓΗ.Romfea.

Από τι πέθανε ο Ηρώδης / What killed Herod?

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τις αιτίες του θανάτου του Ηρώδη έχει αναρτηθεί στην ηλεκτρονική έκδοση της Montreal Gazette. Ο συγγραφέας του, A. Mark Clarfield, συζητά τις διάφορες ιστορικές μαρτυρίες και καταλήγει:
«The combination of symptoms was a challenging one, especially the presence of gangrene of the genitalia — something one does not see every day. The scientists used a clever bit of clinical reasoning and came to a tentative conclusion: chronic kidney failure of unknown cause complicated by the rare (thank God) Fournier’s gangrene of the testicles. There are other candidates, of course, such as syphilis or other sexually transmitted diseases, but the kidney diagnosis seemed to fit the symptoms best.»
Ολόκληρο το άρθρο δημοσιεύεται παρακάτω.
Opinion: What killed Herod the Great?

An aerial view of the hilltop compound of Herodium in 2007, when Herod’s tomb was finally discovered. No human remains were found, meaning the cause of Herod’s death will never be known for certain, but there’s enough evidence to sustain an educated guess. (Israel Government Press Office via The New York Times)

JERUSALEM — If hockey is Canada’s national sport, archeology is Israel’s. Wherever one walks, one treads on history; wherever one drives, one travels through history. Whenever one talks — well, consider for example a recent phone call I made to my daughter arranging to pick her up: “I’ll take the Valley of the Cross (the reference is obvious), go up Gaza St. (the ancient route from Jerusalem to the coast) and meet you just outside the Western Wall (the only remainder of Jerusalem’s Holy Temple).” If I go hiking near our house, which directly faces the Judean Hills (where John the Baptist hid out in his day), each of my footsteps crunches on pottery shards strewn about rocky terraces built more than 2,000 years ago by the Children of Israel (my forefathers).

When I learned a few years ago that the famous archeologist Ehud Netzer was leading a tour of Herodium, the site where he had located the grave of Herod the Great, I jumped at the chance. The outing was sponsored by a jewel of an institution, the Bible Lands Museum (sponsored in large part by Canadian philanthropy and itself worth a visit, either in person or via its website, blmj.org).

Herod the Great — as opposed to other Herods less grand — was a sort of Jewish king who ruled Palestine under the umbrella of the Roman Empire from 37 BCE until his gruesome death (more on that later) in 4 CE. Among other things, he was known for grandiose and extensive building; he made his kingdom a place of wonder for, and even tourism from, the reaches of the Roman Empire. In addition to Herodium, Herod erected magnificent buildings in Caesarea and Masada, among others, and was responsible for renovating and refurbishing the great temple in Jerusalem.

Herodium, a few kilometres southwest of Jerusalem, was one of the king’s grandest building projects, serving as summer palace, monument and district administrative capital. As our guide explained, “Think of Herodium’s relationship to Jerusalem as Versailles’s to Paris.” As evidence of how important it was to Herod, this complex was the only one of his many impressive sites that he named after himself.

Above all, this was Herod’s self-chosen place of burial. Why there? As Prof. Netzer recounted, at one point Herod, his family and his armed retainers had to escape Jerusalem during a brief siege of the city by the Parthians, the Roman enemy of the month. During this tactical retreat, Herod’s mother was almost killed when her carriage crashed. But she survived, and Herod vowed he would make the spot his place of burial. And so he did.

For the past 100 years, archeologists have worked at Herodium, but no one had located Herod’s grave until just a few years ago, when Netzer, a trained architect, experienced archeologist and professor at the Hebrew University of Jerusalem, announced that he had discovered the mausoleum halfway up the slope of the cone-shaped site. Why are most archeologists so certain that this was indeed the site of the tomb and that Herod was actually buried there? Well, one can read all about it from the pen of Flavius Josephus, a contemporary historian.

The grand mausoleum is still being excavated and is not yet open to the public — unless you happen to be accompanied by the archeologist who discovered it. (Sadly, in 2010, a few months after our tour, Netzer died as a result of a fall suffered at his beloved site.) As I took in the place, I couldn’t help but wonder what illness Herod died from. In the case of most ancient personages, we haven’t got a clue. But here, once again, Josephus steps into the breach. Quoting more contemporary sources (Herod had died several decades before Josephus wrote his own account), he describes the king’s symptoms:

“He had a fever, though not a raging fever, an intolerable itching of the whole skin, continuous pains in the intestines, tumours of the feet as in dropsy, inflammation of the abdomen and gangrene of the privy parts.” He also suffered, according to Josephus, from “limb convulsions, asthma and foul breath.”

The doctors of the day were, not surprisingly, flummoxed by this combination of symptoms. They used the contemporary therapeutic armamentarium, including immersing the patient in a bath of hot oil. But Herod received no relief, and the bath burned his eyes.

The clinically curious of today can turn to the more modern Historical Clinicopathological Conference put on by the University of Maryland, which brings experts together periodically to examine the death of a famous personage, and which recently tackled Herod’s case. The combination of symptoms was a challenging one, especially the presence of gangrene of the genitalia — something one does not see every day. The scientists used a clever bit of clinical reasoning and came to a tentative conclusion: chronic kidney failure of unknown cause complicated by the rare (thank God) Fournier’s gangrene of the testicles. There are other candidates, of course, such as syphilis or other sexually transmitted diseases, but the kidney diagnosis seemed to fit the symptoms best.

Unfortunately for us and for medical history, Prof. Netzer found no human remains in the mausoleum, probably because it had been ransacked by Jewish rebels during the revolt against the Romans about 70 years after Herod died. So we’ll never know the true cause of his death — but the speculation is fascinating.

A. Mark Clarfield is a physician affiliated with the Soroka Hospital Centre and Ben-Gurion University in Beer Sheva, Israel, and is an adjunct professor at McGill University’s Faculty of Medicine.

© Copyright (c) The Montreal Gazette

http://www.montrealgazette.com/health/Opinion+What+killed+Herod+Great/7701195/story.html#ixzz2GGHifUkz