Η εβραϊκή κοινότητα της Άρτας.

 

 

ebraioi

Διασωθέντες Ισραηλίτες της Άρτας, έξω από την κατεστραμμένη συναγωγή μετά την λήξη του Πολέμου και την επιστροφή τους στην Άρτα το 1946.

 

Πρωτοπρεσβ.Δημ. Αθανασίου(εκπαιδευτικού).

Α.ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ.

-Η Εβραική κοινότητα της Άρτας ,ιστορικά, υπήρξε από τις παλιότερες της Ελλάδος.Πρώτες πληροφορίες γι’ αυτή υπάρχουν στο « ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ» του Ισπανού περιηγητή Ραββίνου Βενιαμίν μπέν Γιονά.Αυτός αναφέρει ότι το 1173 υπήρχαν στην Αρτα 100 Εβραικές οικογένειες ,που ανέπτυσσαν θαυμαστή πνευματική και θρησκευτική δραστηριότητα .Η δραστηριότητα αυτή εντάθηκε την εποχή του « Δεσποτάτου της Ηπείρου»,κατά την οποία ο Μιχαήλ Β΄Αγγελοκομνηνοδούκας και η Αγία Θεοδώρα παραχώρησαν στους Εβραίους ελευθερίες ,ώστε να αναπτυχθούν στον οικονομικό και πολιτιστικό τομέα .Την ίδια περίοδο χτίστηκε η πρώτη Συναγωγή(Γκρέκα) και λειτούργησε το Εβραικό νεκροταφείο στην θέση « Πετροβούνι» ,στον λόφο της Περάνθης,σε μια έκταση δέκα στρεμμάτων ,που παραχωρήθηκε από την Αγία Θεοδώρα.

-Το 1349 μ.Χ οι Εβραίοι διώκονται από τον Σέρβο Στέφανο Ντουσάν ,ο οποίος κατέλαβε όλη την Β.Δ. Ελλαδα και Θεσσαλία και πήρε την προσωνυμία « Δεσπότης της Αρτας και κόμης της Βλαχίας».

-Το 1480-1494 ,η κοινότητα ενισχύεται πληθυσμιακά από την εγκατάσταση Εβραίων από την Απουλία και την Καλαβρία ,καθώς και από τους Εβραίους της Ισπανίας ,που εξορίσθησαν.

-Το 1780 ,στην Άρτα υπήρχαν  200 Εβραίοι ,σύμφωνα με τα στοιχεία του Γάλλου αρχιτέκτονα –μηχανικού Φουσερό ,που επισκέφθηκε την Άρτα.

-Το 1806,ο Γάλλος πρόξενος Μπουκεβίλ,γράφει για την ύπαρξη χιλίων Εβραίων στην πόλη.

-Το 1881 ,μετά την απελευθέρωση της Άρτας(23/6/1881),υπήρχαν 800 Εβραίοι με θρησκευτική και οικονομική ελευθερία.

-Το 1939,η κοινότητα αριθμούσε 500 μέλη ,που ζούσαν στο κέντρο της πόλης ,στο Τουρκοπάζαρο κοντά στο φρούριο .

-Στις 24 Μαίου 1944 ,Γερμανοί συλλαμβάνουν τα περισσότερα μέλη της Εβραικής Κοινότητας,που τότε αριθμούσε 384 άτομα .Οι αιχμάλωτοι οδηγούνται γυμνοί και ανυπόδητοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας και της Γερμανίας ,κυρίως στο Άουσβιτς.Απο εκεί ,όσοι θεωρήθηκαν ικανοί για εργασία ,μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας ,ενώ οι άλλοι θανατώθηκαν την 11η Απριλίου σε θαλάμους αερίων.

-Μεταπολεμικά ,η κοινότητα αριθμεί 60 άτομα ,από τα οποία 24 είχαν επανέλθει από την ομηρία.

-Το 1959 ,η κοινότητα διαλύθηκε.Οι συνθήκες ,που επικράτησαν στην Αρτα μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο και η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ συνετέλεσαν στην αποχώρηση και των τελευταίων Εβραικών οικογενειών από την Άρτα.

Β.ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ.

Διάφορες ήταν οι επαγγελματικές των Εβραίων της Άρτας.Στην πόλη υπήρχαν 5-6 μεγάλα εμπορικά καταστήματα και άλλα μικρότερα εμπορικά ,δερματοπωλεία ,υαλοπωλεία αλλά και επαγγελματίες φανοποιοί ,κρεοπώλες και ράφτες.Μεγάλοι έμποροι υφασμάτων και δερμάτων υπήρξαν οι Γαβριήλ και Μπέσος Σαμπάς.

Υπήρχαν επίσης δύο  εκπαιδευτικοί ,ένας γιατρός και ένας δημόσιος υπάλληλος.

Γ.Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ.

Η κοινότητα είχε δύο συναγωγές.Την « Πουλιέζα» και την «Γκρέκα».Η Συναγωγή

« Γκρέκα» δημιουργήθηκε στην εποχή του « Δεσποτάτου της Ηπείρου» ,αφου ,όπως αναφέραμε η ΑγίαΘεοδώρα και ο σύζυγός της Μιχαήλ Β΄Αγγελος-Κομνηνός είχαν παραχωρήσει και θρησκευτική ελευθερία στους Εβραίους.

Η δεύτερη Συναγωγή « Πουλιέζα» ,ιδρύθηκε το 1492 από τους Εβραίους που εξορίσθησαν από την Ισπανία.

Οι Εβραίοι της Άρτας ήταν βαθιά θρησκευόμενοι ,όπως γράφεται σε σχόλιο της εφημερίδας « Μη Χάνεσαι» το 1881.

«….Εις  Άρταν εκτός των Χριστιανών οικούσι σταθερώς πλείστοι Ισραηλίται,προθύμως και πιστώς εκπληρούντες πάσας τας υπο των νόμων πηγαζούσας δια τους πολίτας υποχρεώσεις.Εις τας Συναγωγάς αυτών ,διέκρινα προσευχομένους ευζώνους ,κομψώς και αρειμανίως φέροντας φουστανέλλαν .Ήτο Ιουδαίοι στρατιώται…..».

Μετά την διάλυση της κοινότητας το 1959 το οικόπεδο της συναγωγής παραχωρήθηκε στον Μ/Φ Σύλλογο «ΣΚΟΥΦΑΣ» ,όπου εκεί στεγάζεται σήμερα το Πνευματικό Κέντρο του συλλόγου.

Δ.ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ –ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ  ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ.

Η κοινότητα διατηρούσε εβραικό σχολείο στην οδό Φιλλελήνων ,στην Εβραική συνοικία.Στο σχολείο φοιτούσαν Εβραίοι και μερικοί Χριστιανοί μαθητές .Την Ελληνική και την Εβραική γλώσσα δίδασκαν δύο δάσκαλοι.Αργότερα για τις ανάγκες της κοινότητας δημιουργήθηκε και δεύτερο σχολείο.Την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής ,τα σχολεία αυτά στέγασαν πρόσφυγες.

Επίσης υπήρχαν και φιλανθρωπικοί σύλλογοι ,η δε Συναγωγή « Πουλιέζα» είχε και  σπουδαιότατη βιβλιοθήκη ,που καταστράφηκε κατά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο.

 

Ορισμένα επί πλέον αξιόλογα ιστορικά στοιχεία.

Η Εβραική κοινότητα της Άρτας ,έχει μια ιστορική θρησκευτική πρωτοτυπία.Απ’αυτή προήλθε ένα πρόσωπο ,που μετά την μεταστροφή του από τον Ιουδαισμό στην Ορθοδοξία ,έγινε ζωντανό παράδειγμα ομολογίας πίστεως στον όντως Μεσσία Χριστό.Πρόκειται για τον μακαριστό πλέον Παύλο Φωτίου ,πρώην ραββίνου της Εβραικής Συναγωγής της Άρτας.Άνθρωπος καλοπροαίρετος και με βαθιές πνευματικές ανησυχίες ,επειδή δεν αναπαυόταν στην πατρώα πίστη του,μπόρεσε μέσα από την μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης και μάλιστα από τις προφητείες για τον Μεσσία να αφυπνισθεί τόσο ,ώστε άρχισε ,με ρυθμό πιστού Χριστιανού να προσεύχεται.Αποτέλεσμα ,ο « ετάζων καρδίας και νεφρούς» Χριστός ,άρπαξε τις εσωτερικές του κινήσεις και του συμπαραστάθηκε άμεσα.Τρείς φορές ,ο ίδιος ο Χριστός του εμφανίστηκε και τον καθοδήγησε.Τελικά βαπτίστηκε οικογενειακά την ημέρα της Πεντηκοστής του έτους 1952 στον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Ιερά Μητρόπολη της Άρτας.Το μυστήριο τέλεσε ο μακαριστός Σεραφείμ (Τίκας) ,ο μετέπειτα Ιωαννίνων και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ,και το παρακολούθησαν τρείς χιλιάδες άνθρωποι.Στην συνέχεια ο Παύλος Φωτίου έζησε στην Αθήνα μια έντονη και ισόβια μυστηριακή ζωή.

Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό του στοίχισε ,αφού οι πρώην δικοί του Εβραίοι της Ελλάδος ,ακόμα και συγγενείς του ,του φέρθηκαν άπρεπα ,τον Θεώρησαν προδότη ,¨του γύρισαν την πλάτη¨,όμως αυτός άντεξε και συγχώρεσε.

Θα αρκεστούμε προς το παρόν σε αποσπάσματα από  το βιβλίο που εξέδωσε το 1962 με τίτλο: « Η επιστροφή μου εις  ΧΡΙΣΤΟΝ ».Στον πρόλογο του βιβλίου γράφει.

« Ίσως σας είναι γνωστόν από τας εφημερίδας το προ δεκαετίας ,χάριτι Κυρίου ,λαβόν χώρα εις εμέ και την οικογένειάν μου μέγα γεγονός ,ίσως όμως και όχι.

Πρόκειται περί της επιστροφής μου εις Χριστόν και της βαπτίσεώς μου κατά την εορτήν της Πεντηκοστής το έτος 1952 εις την Ιεράν Μητρόπολιν της Άρτης,τόσον εμού ,όσον και ολοκλήρου της οικογενείας μου.

Δι’ εμέ και την οικογένειά μου τούτο αποτελεί μέγαν σταθμόν εις την ζωή μας ,δι’αυτό πάντα ευχαριστούμεν τον Θεόν ,δια Ιησού Χριστού του Υιού Αυτού και Θεού ημών ,δια την Χάριν και την τιμήν όπου έκαμε εις ημάς ,ώστε να μας καλέση με τον τρόπον Του εις σωτηρίαν.

Η ευγνωμοσύνη μας προς Αυτόν ως και η υπόχρέωσίς μας προς τους συνανθρώπους μας είναι μεγάλη ,κατ’εξοχήν δε εις τους αδελφούς μας Ισραηλίτες ,οίτινες παρερμηνεύοντες τας Αγίας Γραφάς απορρίπτουν μετά πείσματος και μίσους τον ήδη ελθόντα Μεσσίαν Χριστόν.Όν οι πατέρες ημών παρέδωσαν εις κρίμα θανάτου και ο Πατήρ Αυτού ανέστησεν  την τρίτην ημέραν εκ νεκρών κατά τας Γραφάς.

Μάλιστα ,ιδιαιτέρως  και κατ’εξαίρεσιν δι’αυτούς γράφω το βιβλιαράκι αυτό ,ίνα διευκολύνω αυτούς δια των Αγίων Γραφών μήπως θελήσουν και επιστρέψουν και δεχθούν ως Σωτήρα των τον Ιησούν.Όστις πλέον μέλλει να έλθη ουχί ίνα σώση αλλ’ ίνα κρίνη ζώντας και νεκρούς.»

Σε άλλο σημείο του βιβλίου  σημειώνει.

« Από την ιδίαν όμως ημέραν της βαπτίσεως μας ήρχισαν οι διωγμοί και αι συκοφαντίαι.Αλλ’ ο Κύριος ,όχι μόνον δεν μας παρέδωσεν εις τους διωγμούς και συκοφαντίας των εχθρών μας ,αλλά μας παρηκολούθησεν με θαύματα.Εδωκεν εις ημάς τέκνον άρρεν έπειτα από εννέα ολόκληρα έτη που είχον περάσει από την τελευταία μας θυγατέρα…»

Ο Παύλος Φωτίου έζησε οικογενειακά στην Αθήνα ,όπου και έγινε γνωστός σε ευρύ θρησκευτικό κόσμο.Έζησε λιτά και ταπεινά.Όντως υπήρξε ένας σύγχρονος ομολογητής .Κοιμήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Και ας μην ξεχνάμε.Η Ιστορία δεν είναι μόνο μνήμη ,αλλά και κίνητρο για σκέψη και δράση ενάντια σε κάθε μορφή μισσαλοδοξίας και ρατσισμού.Ο έχων νούν νοείτω.

περισσότερα για τον Παύλο Φωτίου υπάρχουν στο ειδικό αφιέρωμα στην διεύθυνση

ΠΑΥΛΟΣ ΦΩΤΙΟΥ- Ο τέως Ραββίνος της Ισραηλινής Κοινότητας της Άρτας,που έγινε Ορθόδοξος την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1952,.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΟΚ!!!ΑΦΘΑΡΤΟΣ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ!!!ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ!!!

 

 «Άφθαρτος ο Ιωάννης Βατάτζης στον τάφο του στη Μικρασία»!!!

Σε μυστικό σπήλαιο της Κωνσταντινούπολης το Άγιο λείψανό του…  

Δρ. Ησαΐας Κωνσταντινίδης

Πραγματικά, έχουν προξενήσει βαθύτατη εντύπωση και ποικίλα σχόλια από το φίλο αναγνωστικό μας κοινό οι αποκαλύψεις στις οποίες έχουμε προβεί από την «Ε.Ω.» σχετικά με τον Ιωάννη Βατάτζη (τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά), τον θρύλο του, αλλά και το ρωσικό γεωπολιτικό σχέδιο «Ιωάννης Βατάτζης»! Και δεν είναι καθόλου λίγοι όλοι εκείνοι, οι οποίοι… μας «πιέζουν» αφόρητα σχεδόν, προκειμένου να βγάλουμε στη δημοσιότητα και άλλα, επιπλέον, στοιχεία επί του μείζονος αυτού για τον ελληνισμό θέματος!… Επειδή λοιπόν δεν χαλάμε ποτέ το χατίρι των αγαπημένων μας φίλων, ιδού σήμερα μερικά ακόμη από τα συγκλονιστικά περί Βατάτζη στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας…

Σύμφωνα λοιπόν με φήμη που διακινείται: «Αγιορείτες Γέροντες λένε πως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς είναι ο Άγιος Ιωάννης Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων, ο Αυτοκράτορας δηλαδή Νικαίας, ο οποίος βρέθηκε παντελώς άφθαρτος στον τάφο του στην Μικρασία, τόσο ο ίδιος, όσο και τα βασιλικά του ενδύματα! [βλ. και στο http://noiazomai.tripod.com/vatatzis.html του διαδικτύου]. Όμως με τις αλώσεις των Φράγκων και των Τούρκων χάθηκαν τα ίχνη του αγίου άφθαρτου και ολόσωμου λειψάνου, το οποίο βρίσκεται όπως φαίνεται στην Κωνσταντινούπολη, κεκρυμμένο, σε μυστικό σπήλαιο, το οποίο γνωρίζουν μόνο λίγοι κρυπτοχριστιανοί, που φυλούν το ιερό μυστικό για αιώνες, αναμένοντας την έγερση του μαρμαρωμένου»!

Αυτά τα παραπάνω εκπληκτικά λέει η πληροφόρησή μας… Και έρχεται σε πλήρη συγχορδία με τα όσα γράφαμε (πρώτοι και μόνοι, και πάλι…) εμείς ήδη από τον μήνα Φεβρουάριο του 2012, όταν και αποκαλύψαμε με σχετικά μας πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα στην «Ε.Ω.» την ύπαρξη ολόκληρου δικτύου «κρυπτοχριστιανών» στην Τουρκία, το οποίο συντονίζει η «παράξενη» μορφή του αποκαλούμενου «κοσμοκαλόγερου». Βέβαια, τότε οι «γνωστοί-άγνωστοι» προοδευτικοί θολοκουλτουριάρηδες και οι σύμμαχοί τους ψευτοπατριώτες νεοναζί θεώρησαν τις θέσεις μας αυτές ως «μυθεύματα». Ήρθαν όμως αργότερα όλες αυτές οι καταιγιστικές πληροφορίες για το σχέδιο «Ιωάννης Βατάτζης», τους Πανέλληνες του Μυστρά κτλ. και επιβεβαιώθηκαν οι «πηγές» μας για μια ακόμη φορά! [σημ.: επίσης, το καλοκαίρι του 2013 ξέσπασε η «τουρκική άνοιξη» που είχε ως επίκεντρό της την πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, όπου -όπως γράφαμε στις αρχές του 2012- και δρα ο «κοσμοκαλόγερος»!].

Ιδού τώρα, προς χρήση των πάντοτε άριστα ενημερωμένων αναγνωστών μας, μία «συρραφή» θρύλων περί Αγίου Ιωάννη Βατάτζη. Παραθέτουμε εδώ ατόφιες τις σχετικές ειδήσεις-πληροφορίες, που έχουν συλλεκτικό χαρακτήρα (αφού αρκετοί φίλοι μας, μάς ζήτησαν να τα βάλουμε όλα αυτά σε κάποιο δημοσίευμα, για να τα κρατήσουν στο αρχείο τους και… να τα θυμηθούν όταν έρθει η Μεγάλη Ώρα! Επίσης, αξίζει να προσεχθεί και η σειρά κειμένων του καθηγητή Δημήτρη Κιτσίκη, που από σήμερα φιλοξενεί η «Ε.Ω.», περί του θέματος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και της Κόκκινης Μηλιάς…

«α) Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΑΜΕΡΙΚΗΣ – δεκαετία 1950.

Την πρώτη βάσιμη και αξιόπιστη μαρτυρία την έχουμε δια στόματος του μεγάλου Γέροντος Εφραίμ της Αμερικής, τέως  Καθηγουμένου της Ι. Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, ο οποίος έχει διηγηθεί ότι την πληροφορία για την ύπαρξη του Ιωάννη, τους την μετέφερε πριν το 1955 στο Άγιον Όρος ο Αρχιερεύς Ιερόθεος εκ Μικρασίας, ο οποίος μάλιστα τον είχε χειροτονήσει! Αυτός ο Αρχιερέας Ιερόθεος τους είπε πως είχε δει με τα ίδια του τα μάτια τον κοιμώμενο Βασιλέα Ιωάννη!

Να τι είχε διηγηθεί συγκεκριμένα ο Γέροντας Εφραίμ της Αμερικής, το οποίο πρωτακούσαμε άφωνοι πριν 14 σχεδόν χρόνια στο Άγιον Όρος από κασέτα με τη φωνή του ίδιου του γέροντα:

«…Υπάρχει κοιμώμενος Στρατηγός ονόματι Ιωάννης, ο οποίος, τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ θα υποδείξει εις τους Χριστιανούς ότι αυτός θα βασιλεύσει τώρα. Θα τους υποδείξει με το δάχτυλό του τον τόπο και θα τον καλέσουν να ηγηθεί και να βασιλεύσει εις τον ελληνικό και ορθόδοξο λαό. Και θα γίνει αυτό.

Πριν από χρόνια εις το Άγιον Όρος ήταν ένας Αρχιερέας ονόματι Ιερόθεος. Αυτός ήρθε από την Μικρά Ασία. Και το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον έβαλε στο Άγιον Όρος να κάνει χειροτονίες, μνημόσυνα, Λειτουργίες, κλπ. Ήταν ένας άγιος Αρχιερέας, στον τύπου του Αγίου Νικολάου. Από αυτόν τον άγιον Αρχιερέα αξιώθηκα της Ιεροσύνης. Από την Μικρά Ασία. Ευλογημένος άνθρωπος του Θεού!

Ένα θα σας πω. Αγρυπνίες που κάμναμε! Δεκαπέντε ώρες αγρυπνία, αυτός ο άνθρωπος, ογδοηκοντούτις γέρων, δεν εκάθετο καθόλου στο κάθισμα. Από το θρόνο κατέβαινε στο στασίδι πάλι όρθιος. Και στην Λειτουργία τρεις ώρες που ακολουθούσε μετά την πολύωρη Ακολουθία του Όρθρου, όρθιος! Τον βάζαμε μια καρέκλα να καθίσει και δεν ήθελε. Έλεγε «ακόμη η Παναγία μας δεν με κούρασε» και ας έτρεμε όλος από την κούραση. Αυτός ο άγιος Αρχιερέας, αυτός μας είπε. Αυτός είδε τον κοιμώμενο αυτόν Στρατηγό Ιωάννη, που θα αναστηθεί όταν θα γίνει ο 3ος μεγάλος αυτός Παγκόσμιος Πόλεμος! Τον είδε! Διότι χείλη αρχιερέως και ιερέως ου ψεύδονται.

Λοιπόν μας είπε την αλήθεια. Και τον ρωτήσαμε. Διότι ζούσε τότε και ο μακαριστός μου και ο άγιος γέροντάς μου (σ.σ. ο περίφημος Ιωσήφ Ησυχαστής και Σπηλαιώτης) και όλοι μαζί συνοδεία, τον είχαμε πάρει στο εκκλησάκι μας και εκεί καθίσαμε και τον κάμναμε τις ερωτήσεις. Και μας τα έλεγε. Τα ακούσαμε με τα αυτιά μας.

Λέει, «υπάρχει αυτός ο κοιμώμενος βασιλεύς και θα αναστηθεί»! Του λέμε, «ποτέ Γέροντα; Πότε άγιε Αρχιερέα του Θεού»; Λέει, «όταν θα γίνει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος»! Και επίσης μας είπε ότι «το δεξί του χέρι είναι στη λαβή του σπαθιού! Το οποίο σπαθί είναι μες στην θήκη». Και μας έλεγε, «όταν το σπαθί βγει από τη θήκη του, τότε θα αρχίσει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος». Και εμείς από την περιέργεια μας του λέγαμε: «Σεβασμιότατε πόσο απέχει το σπαθί από την θήκη»; «Ολίγοι πόντοι εναπέμειναν για να βγει», λέει…»!

Η αποκάλυψη αυτή του Αρχιερέως Ιεροθέου έγινε λίγο πριν τα γεγονότα του Πογκρόμ του 1955 σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, ζώντος του οσίου Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστή του Σπηλαιώτη, ο οποίος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1959 μ.Χ.

β) Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ – δεκαετία 1970.

Η παρακάτω μαρτυρία έχει δημοσιευθεί στο διαδίκτυο:

«Η διήγηση που ακολουθεί περιγράφει την επίσκεψη ενός Καθηγητού του Πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη μέσα στη δεκαετία του 1970. Εκεί είχε φίλους δύο Τούρκους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Κων/πολης. Σε συζήτηση που είχε μαζί τους για τα επερχόμενα ήρθε και το θέμα της επανάκτησης της Πόλης. Τότε οι Τούρκοι καθηγητές (που απ’ τη συνέχεια φαίνεται ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί) του είπαν: «Θέλεις να σε πάμε να δεις κάτι μοναδικό, με την προϋπόθεση ότι θα σου δέσουμε τα μάτια καθ’ όλη την διαδρομή, ώστε να μην μπορείς να εντοπίσεις το μέρος; Γιατί αυτό που θα αντικρύσεις, αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό»!

Εκείνος δέχτηκε καί ξεκίνησαν με ένα τζίπ, αυτός με δεμένα τα μάτια, αλλά από την ώρα που έκαναν να φτάσουν στόν προορισμό τους, υπολόγισε πως πρέπει να ήταν περί τα 10 χιλιόμετρα έξω απ’ την Κων/πολη. Τον κατέβασαν με δεμένα μάτια και τον οδήγησαν σε ένα μέρος που απ’ την υγρασία κατάλαβε ότι ήταν σπήλαιο.

Προχώρησαν αρκετά μέσα στο σπήλαιο και όταν έφθασαν σε μια εσωτερική στοά του σπηλαίου του άνοιξαν τα μάτια. Αυτό που αντίκρυσε υπερέβαινε ό,τι μπορούσε να είχε πρίν φανταστεί! Η στοά ήταν αρκετά μεγάλη και σε κάποιο σημείο υπήρχε ένας ανοικτός τάφος χωρίς κανένα διακριτικό. Μέσα στόν τάφο είδε έναν άνδρα ντυμένο με ρούχα βασιλικά της Ρωμαΐκής αυτοκρατορίας, διέκρινε δύο πορφυρούς σταυρούς στούς ώμους, αλλά το συγκλονιστικό ήταν ότι ο άνδρας αυτός ήταν σαν ζωντανός που κοιμάται, είχε δηλαδή ροδαλό χρώμα σαν ζωντανός. Έφερε πλήρη πολεμική εξάρτιση της εποχής και είχε το χέρι του στο ξίφος το οποίο ήταν βγαλμένο σχεδόν όλο, απέμεναν δε λίγα εκατοστά για να αποσπαστεί από τη θήκη του. Και ενώ παρατηρούσε άναυδος, οι φίλοι του, τού είπαν:

«Αυτός είναι ο δούξ Ιωάννης Βατάτζης, βασιλεύς της Νίκαιας, αυτός θα ηγηθεί του γένους των Ρωμιών. Το μυστικό αυτό μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε κάποιους έμπιστους και η παράδοση λέει ότι όταν θα βγεί το σπαθί του τελείως απ’ το θηκάρι, οι Έλληνες θα πάρουν πίσω ό,τι έχασαν τότε. Και είναι γεγονός, το έχουμε παρατηρήσει, ότι το ξίφος μετακινείται κατα ενα-δύο χιλιοστά την πενταετία» (δεν είναι βέβαιο το διάστημα).

Τού έδεσαν τα μάτια πάλι και επέστρεψαν. Φίλος φίλου του καθηγητού και αυτόπτου μάρτυρος, το έχει διηγηθεί γύρω στο 1992 απ’ ευθείας σε αδελφικό μου φίλο, γιατρό, αναπληρωτή διευθυντή κλινικής, πιστό και σοβαρό άνθρωπο, ο οποίος μου το μετέφερε.

Τότε ήμασταν πολύ δύσπιστοι. Μάλιστα εγώ το είπα στόν γέροντά μου που είναι δυσκολόπιστος σ’ αυτά και έχει διάκριση και το άκουσε με προσοχή. «Γιατί όχι;», τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει, «το κρατάμε στην καρδιά μας αφού είναι προσδοκία μας και εφ’ όσον οι άγιοι μάς έχουν πει ότι θα γίνουν αυτά, δεν ψεύδονται». «Ναι, αλλά είναι ο Βατάτζης ο αγαθός βασιλεύς και θα αναστηθεί;», τον ρώτησα. «Πολύ πιθανόν!», μου απήντησε. Ξέροντας τον γέροντά μου κι εγώ κι ο φίλος μου θεωρήσαμε την απάντησή του σαν απόλυτη επιβεβαίωση. Παρ’ όλα αυτά ήμασταν ακόμα επιφυλακτικοί.

Πολύ αργότερα το διασταυρώσαμε με ένα βίντεο όπου μιλάει ο γέρων Εφραίμ, κτήτωρ πολλών μοναστηριών στην Αμερική και λέει πως στο Άγ. Όρος είχε γνωρίσει έναν άγιο αρχιερέα, τον Μηλιτουπόλεως Ιερόθεο, που ζούσε τότε μονάζοντας στο Άγ. Όρος και του είχε διηγηθεί ότι σε επισκεψή του το 1952 στην Κων/πολη είχε δει (κάτω από ποιές συνθήκες δεν ξέρω) ακριβώς τα ίδια που περιγράφω πιο πάνω. Μάλιστα έλεγε στον γ. Εφραίμ ότι «…λίγα εκατοστά παιδάκι μου είχε για να βγει το σπαθί απ’ το θηκάρι του…». Του το διηγήθηκε το 1955 και φοβόταν (με την εκδίωξη των Ελλήνων απ’ την Πόλη) μήπως είχε έρθει η ώρα του μεγάλου πολέμου. Στο βίντεο αυτό ο γέρων Εφραίμ τονίζει: «…και χείλη Αγίου Αρχιερερέως ού ψεύδονται…».

Και η παραπάνω μαρτυρία επικαλείται την αποκάλυψη του Γέροντος Εφραίμ της Αμερικής.

γ) Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ – δεκαετία 1980.

Η επόμενη μαρτυρία δημοσιεύθηκε σε άρθρο της δημοσιογράφου Ελένης Κυπραίου -πρώτης παρουσιάστριας της Ελληνικής Τηλεόρασης-  παραμονή της Αλώσεως, 28 Μαΐου του 1990. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει μια συνταρακτική αποκάλυψη:

«Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από δεκαετία, υπηρετούσαν, απ’ τη μια κι από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν τη Θράκη μας στα δύο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός. Οι δύο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύ περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός είχε σύζυγο Ελληνίδα.

Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για άλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφό του. «Τόσον καιρό», του είπε, «περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δύο χώρες μας, μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω».

Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζόταν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο του Τούρκου. Νύχτα αφέγγαρη ήταν. Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη. Κοντά μεσάνυχτα πρέπει να πλησίασαν στις παρυφές της, ύπνος βαθύς είχε καθηλώσει στα κρεβάτια τους κατοίκους της. Ησυχία στους δρόμους.

Γρήγορος, ο οδηγός Τούρκος, μπήκε, βγήκε από στενά, από περιπεπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά. Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Έλληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματισθεί. Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’  το μυαλό, πως μπορούσαν να ’ναι και κακές οι προθέσεις του.

Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα και κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι δύο, σε διαδρόμους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τους βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Πού πήγαιναν, έτσι στα τυφλά; Που κατευθύνονταν; Ανάστροφα στο χρόνο. Σε ποιον χρόνο; Τον ανθρώπινο ή τον Θεϊκό;

Ο Τούρκος ήξερε. Αλλά δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση. Μα ούτε και πρόφταινε να προβληματιστεί. Ακολουθούσε. Με την βεβαιότητα, πως η στιγμή ήταν μοναδική. Πως δεν θα ’χε την ευκαιρία, ποτέ ξανά, να την ξαναζήσει. Ακολουθούσε. Ονειρευόταν άραγε; Υπνοβατούσε; Φτερωμένη η φαντασία του, ανάπλαθε μονοπάτια, που μόνο σε ελαφρύ ύπνο βαδίζει κανείς. Ένα ήταν σίγουρο: Δεν θα ξανάβρισκε ποτέ τον δρόμο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρίς οδηγό.

Είχαν φτάσει στο τέρμα. Θύρα και πάλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. Η σιγή της ύστατης ώρας. Που ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του σκουριασμένου σίδερου. Μισάνοιξε η βαριά θύρα. Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;

Και τότε, τότε μόνον μίλησε ο Τούρκος: «Εσείς οι Έλληνες δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε; Πως δεν τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης; Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κάνει Αθάνατο. Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου».

Στο πάτωμα, μισοανασηκωμένο στον ένα αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ. Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια του. Θαμπώθηκε η όραση του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του, εκεί, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ. Κι ήταν αυτός, ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

Πηχτή η σιωπή, σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι. Μίλησε και πάλι ο Τούρκος: «Πριν μερικά χρόνια κειτόταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά-σιγά ν’ ανασηκώνεται. Πάμε».

Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια. Ξαναπέρασαν την καγκελένια πόρτα. Δεν άφησαν πίσω ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Σιωπηλοί. Χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα.

Δεν είχε ακόμη ξημερώσει σαν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο. «Γυρίζει πίσω το ποτάμι», μονολόγησε ο Έλλην στρατηγός. «Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός».

Υπηρέτησε αργότερα στο Κέντρο. Προτού αποστρατευθεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στην προσωπικότητα που μας το εμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας και τον στρατηγό, κάτω από το βλέμμα του Θεού και της Παναγιάς. Κάναμε και μεις το σταυρό μας μουρμουρίζοντας: Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΑΛΩ»!

Ο Στρατηγός αναφέρεται πως κοιμήθηκε το 2001 και τη μαρτυρία επιβεβαίωσε η αδελφή του Ελένη, η οποία ανέφερε επιπρόσθετα πως ο αδερφός της είχε δει και μια επιγραφή πάνω από το κεφάλι του  Μαρμαρωμένου Βασιλέα, που έγραφε το όνομα «Ιωάννης»! Η  εξακρίβωση των παραπάνω περιγράφεται και στο βιβλίο http://www.marmaromenosautokratoras.gr/marmaromenos10th.pdf σελ. 32.

δ) ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ.

Σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες (πολλά στενάκια-ελληνικά γράμματα) ο Μαρμαρωμένος πρέπει να βρίσκεται κάπου στην Κωνσταντινούπολη και το όνομά του είναι πράγματι ΙΩΑΝΝΗΣ! Αφού υπάρχουν και διάφοροι Βυζαντινοί Χρησμοί και Προφητείες Αγίων μας, που μιλούν επακριβώς για αυτόν, αναφέροντας το όνομα «Ιωάννης» και προσδιορίζουν το μέρος που βρίσκεται:

  1. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΑΤΑΡΩΝ γράφει: «απέλθετε επί τα δεξιά μέρη της Επταλόφου, και εκεί ευρήσεται άνθρωπον επί δύο κίονας, ιστάμενον εν κατηφεία πολλή (έσται δε λαμπρός το είδος, δίκαιος, ελεήμων, φορών πενιχρά, τη όψει αυστηρός και τη γνώμη πράος) έχοντα επί τον δεξιόν αυτού πόδα καλάμου τύλωμα, και φωνή υπό του αγγέλου κηρυχθήσεται, συνήσατε αυτόν Βασιλέα, και δώσουσιν αυτώ εις την δεξιάν χείρα ρομφαίαν, λέγοντες αυτώ, ανδρίζου Ιωάννη, και ίσχυε και νίκα τους εχθρούς σου, και επάρας την ρομφαίαν παρά αγγέλου, πατάξει τους Ισμαηλίτας Αιθίοπας, και πάσαν γενεάν άπιστον»!
  2. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΑ ΣΎΜΦΩΝΩΝ (χωρίς φωνήεντα) ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (την οποία αποκωδικοποίησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος) γράφει: «σπεύσατε πολλά σπουδαίως εις τα δεξιά μέρη άνδρα εύρητε γεναίον θαυμαστόν και ρωμαλέον τούτον έξετε δεσπότην»!
  3. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ αναφέρει: «Εν γαρ ταις εσχάτοις ημέραις αναστήσει Κύριος ο Θεός βασιλέα από πενίας και πορεύεται εν δικαιοσύνη πολλή»…
  4. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΑΡΑΣΙΟΥ γράφει σχετικά: «Και τότε εξυπνήσει ο Άγιος Βασιλεύες, ο εν αρχή μεν του ονόματος αυτού το ι, και εν δε τω τέλει σ, έχων, α σημαίνουσι σωτηρίαν…», δηλαδή το όνομα Ιωάννης.
  5. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ-ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΙΝΟΥΝ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ:

«Περί του θρυλουμένου πτωχού και εκλεκτού βασιλέως, του γνωστού και άγνωστου, του κατοικούντος εν τη άκρα της Βυζαντίδος. Ο αληθινός βασιλεύς… ον έδιωξαν της οικίας αυτού οι άνθρωποι… εις το τέλος των Ισμαηλιτών αποκαλυφθήσεται… εν ημέρα Παρασκευή, ώρα τρίτη… αποκαλυφθήσεται»…

Και σε άλλο σημείο: «Ερωτώσι  δε τον Βασιλέα, γέλοντες πως ακούει το όνομά σου; ο δε αποκριθείς λέγει, ο πτωχός, ο πτωχολέων, το όνομά μου Ιω, των πάντων ήμην δραπέτης, και ήλθον να πληρώσω μόνον τας λστ’ ημέρας. εγώ ειμί ο ο βασιλεύς ο πένης. ο ελεών πτωχούς και πένητας, το δε όνομά μου, ιώτα και ω, συν τη μακρά, ο λέγεται Ιω, και ελήλυθα εις τον κόσμον εις Χριστιανών πρεσβείαν, ίνα φυλάττω χρόνους λστ’. Έπειτα πορεύομαι, όθεν εξήλθον, είτα έρχεται και ο λύκος ολόγας τινάς ημέρας»! «Ιω» όμως σημαίνει «Ιωάννης» και ως «λύκος» νοείται ο «Αντίχριστος», ο οποίος θα έρθει μετά τον Άγιο Βασιλέα, επειδή πρέπει να προηγηθεί ο ευαγγελισμός στην Ορθοδοξία όλης της ανθρωπότητας! Όσης απομείνει από τον φονικό Πόλεμο…

  1. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ γράφει: «Τότε άγγελος εξ  ουρανού καταβήσεται δια νεύσεως Θεού, έχων εν τη χερί αυτού σκήπτρον και ξίφος του Αγιωτάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, και τον ειρηνικόν στέψει βασιλέα. Ος και αυτόν μέσον πάντων εστίν εν τω πολέμω, δώσει δε αυτώ το σκήπτρον και το ξίφος, και το όνομα αυτού Ελεήμονα καλέσει»! Αυτό είναι όμως το προσωνύμιο του Αγίου Ιωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος, Αυτοκράτορος Νικαίας!

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΗΜΩΝ ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΩΑΝΝΗ ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΕΤΗ. ΑΜΗΝ»!

 

http://www.volcanotimes.com/

Εκκλησία και Πολιτεία (Ι.Καρδάση)

article_14754

Εισαγωγικά

Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, μέσα στο σφιχταγκάλιασμα τους, υπάρχει κίνδυνος να τις πνίξει και τις δυο και εάν δεν υπάρξουν αλλαγές και εάν δεν επανέλθουμε στο καθεστώς της αρχαίας Εκκλησίας, η οποία οριοθέτησε πολύ σοφά αυτές τις σχέσεις, τότε θα έχουμε κυριολεκτικά τον πνιγμό της Εκκλησίας, του οποίου τα συμπτώματα άρχισαν ήδη να εμφανίζονται.

 

Δεν ήταν όμως εξ αρχής έτσι. Η αρχαία Εκκλησία, τους τρεις πρώτους αιώνες, είχε σαφή διαχωρισμό της σχέσης της με την Πολιτεία, όπως το προκαθόρισε ήδη ο Κύριος με «τα του Καίσαρος» και «τα του Θεού» και όπως οι Πατέρες της περιόδου αυτής ερμήνευσαν.

 

Από την εποχή που ο αρχηγός του Κράτους, ο αυτοκράτορας, θεωρήθηκε, ως ο αντιπρόσωπος του Θεού επί της γης και άρχισε η σύσφιγξη των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, άρχισε τότε και η διαστροφή του αγιογραφικού και αγιοπατερικού λόγου και η καταστρατήγηση των Κανόνων της Εκκλησίας, όπου π.χ. βλέπουμε το αυτό πρόσωπο να κατέχει εκκλησιαστική, αλλά ταυτόχρονα και πολιτική εξουσία ή να μετέχει σε καθαρά κοσμικές εκδηλώσεις.

 

Επιπλέον έπαυσαν να θεωρούνται οι Κανόνες της Εκκλησίας υπεράνω των Νόμων του Κράτους και βρέθηκε η Εκκλησία να είναι ένα ΝΠΔΔ, όπως η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ κ.λπ. και να διοικείται από νόμους που ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο! Και το πιο κραυγαλέο είναι η διαβεβαίωση των Μητροπολιτών ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας.

 

Ο Επίσκοπος, κατά τη χειροτονία του, διαβεβαιώνει, ότι θα είναι απαρέγκλιτος τηρητής των ιερών Κανόνων, κατά δε τη διαβεβαίωση του στον Ανώτατο άρχοντα δηλώνει, ότι θα υπακούει στο Σύνταγμα και τους Νόμους του Κράτους. Έτσι, από τη μία μεριά διαβεβαιώνει π.χ. ότι απορρίπτει τις αμβλώσεις και το μεταθετό, σύμφωνα με τους Κανόνες της Εκκλησίας και από την άλλη διαβεβαιώνει, ότι δέχεται τις αμβλώσεις και το μεταθετό, σύμφωνα με τους Νόμους του Κράτους! Αυτό και εάν δεν είναι παραλογισμός!

 

Η μοναδική λύση είναι η επάνοδος στο αρχαίο καθεστώς, όπου η Εκκλησία είχε τη δική της νομοθεσία και τη δική της διοίκηση, χωρίς να χρειάζεται επικύρωση από την Πολιτεία, η οποία θα πρέπει να περιοριστεί στα του δικού της ρόλου. Δεν μπορεί π.χ. η Εκκλησία με τους Κανόνες της: ιε΄, νη΄ Αποστ. ιγ΄ της Δ΄, ιθ΄, ξδ΄ και ο΄ της Πενθ. ιγ΄ της Αντιόχειας και ιθ΄ της Λαοδίκειας να αναθέτει τη διδασκαλία και ερμηνεία των Γραφών στους Επισκόπους, οι οποίοι δύναται να μεταβιβάσουν το έργο της διδασκαλίας αυτής σε άλλον Κληρικό ανώτερο (Πρεσβύτερο, Διάκονο) ή κατώτερο (Υποδιάκονο, Αναγνώστη), ποτέ δε σε Λαϊκό (ξδ΄ Πενθ.) ή Γυναίκα (ο΄ Πενθ.) και το ρόλο της αυτό να τον αναθέτει στην Πολιτεία, η οποία διορίζει θεολόγους άνδρες και γυναίκες, που υπάρχει περίπτωση να μην είναι Ορθόδοξοι, αλλά ετερόδοξοι, μάρτυρες του Ιεχωβά, ακόμη και άθεοι και τελικά να δέχεται την καταπάτηση των Κανόνων, που η ίδια έχει θέσει!

 

Αυτά και άλλα πολλά δικαιολογούν τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, Εκκλησίας και Κράτους, ώστε η κάθε μια να εκετελεί το διακριτό ρόλο, που της έχει ανατεθεί, χωρίς τις εκατέρωθεν επεμβάσεις ή διαπλοκές.

Ι.Κ.

—————————————————————————————————————————–

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

 

«Τα μεν άνω μόνον Θεού. Τα δε κάτω και ημών»

Γρηγόριος Θεολόγος

 

1.- ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

Από την εμφάνιση της Εκκλησίας παρουσιάσθηκε το πρόβλημα της σχέσης της με την Πολιτεία. Αλλά και οι χριστιανοί πολίτες έπρεπε να πάρουν μια θέση στις σχέσεις τους, όχι μόνο με τους άλλους πολίτες, αλλά και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία. Η Αποστολική περίοδος ξεκινάει με την ίδρυση της Εκκλησίας επί της γης κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες, τελειώνει δε με το τέλος του 3ου αιώνα, όπου κατά το διάστημα αυτό η Εκκλησία ήταν τελείως χωρισμένη από την Πολιτική εξουσία.

 

Στον ίδιο το Χριστό έθεσαν το πρόβλημα οι Σαδδουκαίοι. Πως το αντιμετώπισε; Δεν το αγνόησε, αλλά έφτασε στη ρίζα του και το έλυσε: «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22. 21). Ο Ωριγένης το ερμηνεύει αλληγορικά. Πρώτα θα παραδώσουμε το κακό στον Καίσαρα κι έπειτα το καλό στο Θεό.

 

Άλλη μια φορά ασχολήθηκε με το θέμα του φόρου. Στην απαίτηση του φορατζή να πληρώσει φόρο, αντέτεινε ότι δεν υποχρεούται, αλλά τελικά τον πλήρωσε για να μη σκανδαλίσει (Ματθ. 17. 24-27).

 

Σε μια άλλη περίπτωση αποσαφήνισε τη θέση της πολιτικής εξουσίας έναντι της θεϊκής. Στον Πιλάτο απαντάει: «ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν» (Ιω. 19. 11). Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία προέρχεται από τον Θεό.

 

Σχετική είναι και αναφορά περί της «βασιλείας των ουρανών». Στέλνει τους Αποστόλους με την εντολή: «πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 10. 7). Αλλού συνιστά: «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6. 33). Αλλά και στην Κυριακή προσευχή το πρώτο μας αίτημα είναι: «ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ. 6. 9-13). Όταν δε ρωτήθηκε για τη βασιλεία του Θεού απάντησε: «ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. 17. 21). Κι ο ληστής στο σταυρό παρακάλεσε: «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23. 42).

 

Ως προς την επίγεια βασιλεία, ο Χριστός αρνήθηκε δυο φορές να γίνει επίγειος βασιλιάς. Την πρώτη φορά, όταν ο διάβολος, θεωρώντας τον άνθρωπο, άρχισε να τον πειράζει: «σοι δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται, και ω εάν θέλω δίδωμι αυτήν. συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιόν μου, έσται σου πάσα». Έλαβε όμως την αποστομωτική απάντηση: «ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4. 6-8). Τη δεύτερη φορά αρνήθηκε την επίγεια βασιλεία που του προσφέρθηκε από τον όχλο, μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων: «Ιησούς ουν γνους ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος» (Ιω. 6. 15).

 

Αλλά και για την πολιτική εξουσία το ξεκαθάρισε: «οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών» (Μάρκ. 10. 42). Ο Ι. Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι, όταν αναλάβουν την εξουσία, αυτή τη δύναμη τη χρησιμοποιούν για να κάνουν αδικίες» (Εις Ψαλμό ΜΣΤ΄, ΕΠΕ 6. 132). Τον Ηρώδη, που ήταν φορέας της πολιτικής εξουσίας τον χαρακτήρισε αλεπού, δηλ. κατεργάρη: «πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη» (Λουκ. 13. 32). Στις τρεις τελευταίες αυτές περιπτώσεις παρουσιάζεται ο Κύριος να χαρακτηρίζει την εξουσία καταπιεστική, πονηρή και δούλη του Σατανά.

 

Στη συνομιλία του με τον Πιλάτο κάνει σαφή διάκριση μεταξύ ουράνιας και κοσμικής εξουσίας. Έτσι, όταν ρωτήθηκε από αυτόν, αν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων, ο Κύριος απαντάει: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18. 36). Ο ίδιος δε, ανέχεται τη χρήση βίας από την πολιτική εξουσία. Αυτό φαίνεται στην αποστροφή προς τον Πέτρο να βάλει το μαχαίρι στη θήκη: «ή δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;» (Ματθ. 26. 53).

 

Συμπερασματικά συνοψίζεται η διδασκαλία του Κυρίου πάνω στις εξουσίες:

 

1.- Ο Χριστός είναι βασιλιάς στη βασιλεία του Θεού, την Εκκλησία, αυτή δε η εξουσία είναι διαφορετική από την πολιτική εξουσία.

2.- Οι χριστιανοί είναι πολίτες της βασιλείας του Θεού, δηλ. της Εκκλησίας και επιδιώκουν την εγκαθίδρυση της βασιλείας αυτής στη γη.

3.- Η επίγεια εξουσία είναι δοσμένη άνωθεν.

4.- Οι χριστιανοί έχουν υποχρεώσεις έναντι της κοσμικής εξουσίας, τις οποίες οφείλουν να εκπληρώνουν.

5.- Ο Χριστός απέφυγε την ανάληψη πολιτικής εξουσίας, πράγμα που σηματοδοτεί την μη ανάληψη τέτοιας εξουσίας από τους ευρισκόμενους εις «τύπον και τόπον Χριστού», δηλ. τους επισκόπους.

6.- Επισημαίνονται οι καταδυναστεύσεις, οι καταπιέσεις και οι πονηριές της κοσμικής εξουσίας.

7.- Ανέχεται την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, ακόμη και εάν φθάνει μέχρι τη βία.

 

Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η προτροπή του Ιωάννη Προδρόμου για την μη κατάχρηση εξουσίας από τους εκφραστές της: «μηδένα διασείσητε μηδέ συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών» (Λουκ. 3. 14). Ο ίδιος ελέγχει δημόσια την πολιτική εξουσία στο πρόσωπο του βασιλιά Ηρώδη: «Ο δε Ηρώδης ο τετράρχης, ελεγχόμενος υπ’ αυτού περί Ηρωδιάδος της γυναικός του αδελφού αυτού και περί πάντων ων εποίησε πονηρών ο Ηρώδης, προσέθηκε και τούτο επί πάσι και κατέκλεισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή» (Λουκ. 3. 19-20).

 

Στην Αποστολική εποχή οι χριστιανοί αδιαφόρησαν για την υπάρχουσα εγκόσμια κατάσταση και επομένως και με τις σχέσεις τους με την Πολιτεία. Αντίθετα από ότι έκανε ο Χριστός, οι πρώτοι χριστιανοί δεν πήραν θέση στα πολιτικά θέματα. Προσπαθούσαν να ζήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του Αντιχρίστου, γιατί από στιγμή σε στιγμή θα έρθει ο Κύριος εν δυνάμει. Δηλαδή πίστευαν ότι σύντομα θα έρθει η Β’  παρουσία. Αυτή η σκέψη επηρέασε τους χριστιανούς και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία: «ο Κύριος εγγύς. μηδέν μεριμνάτε, αλλ’ εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν» (Φιλιπ. 4. 6). Αλλά και αλλού αναφέρεται η «εγγύτητα»: «αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθίαν εν δυνάμει» (Μάρκ. 9. 1) και «αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά αύτη μέχρις ου πάντα ταύτα γένηται» (Μάρκ. 13. 30).

 

Αποτέλεσμα των ανωτέρω εσχατολογικών επισημάνσεων είναι η σχηματισθείσα την αποστολική εποχή αντίληψη, ότι οι χριστιανοί πρέπει να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ’ αυτή τη γη. Οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος είναι σαφέστατοι: «αγαπητοί, παρακαλώ ως παροίκους και παρεπιδήμους, απέχεσθαι των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής, την αναστροφήν υμών εν τοις έθνεσιν έχοντες καλήν, ίνα εν ω καταλαλούσιν υμών ως κακοποιών, εκ των καλών έργων εποπτεύσαντες δοξάσωσι τον Θεόν εν ημέρα επισκοπής» (Πέτρ. Α΄ 2. 11-12). «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13. 14). Και ενώ στην επίγεια πολιτεία είναι σαν ξένοι, είναι συμπολίτες με τους αγίους. «άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. 2. 19). Έτσι, οι χριστιανοί αποτελούν το εκλεκτό γένος: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν» (Πέτρ. Α΄ 2. 9) και θα βασιλεύσουν επί της γης: «και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απκ. 5. 10), οπότε θα δημιουργηθεί μια καινούρια κατάσταση: «και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν» (Αποκ. 21. 1).

 

Ειδικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς να καταργεί τις ιδιαίτερες Πατρίδες, κινείται πάνω και πέρα από αυτές, γιατί προσδιορίζεται από την «μέλλουσαν» και όχι την «μένουσαν πόλιν» (Εβρ. 13. 14). Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιω, Χρυσόστομου, ότι όλος ο παρών βίος είναι «αποδημία» και ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς «πολίτης», αλλά «οδίτης». Γι’ αυτό συνιστά: «Μη είπης έχω τήνδε την πόλιν, και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστί. Τα παρόντα οδός εστιν».

 

Προς τούτο οι χριστιανοί είχαν δημιουργήσει μια κοινωνία με οικογενειακή αγάπη. Γι’ αυτό οι τακτικές συνεστιάσεις ονομάστηκαν «Αγάπες». Στα Ιεροσόλυμα έφθασαν να ζουν με κοινοκτημοσύνη: «του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά» (Πράξ. 4. 32). Η αγάπη λοιπόν είναι το νέο στοιχείο, που έφερε ο χριστιανισμός στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και στις σχέσεις μεταξύ των μελών της Πολιτείας. Σ’ αυτές τις σχέσεις δεν πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με το πνεύμα του κόσμου, αλλά με το θέλημα του Θεού: «και μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12. 2). Γι’ αυτό, όταν ο ανθύπατος Σέργιος Παύλος έγινε χριστιανός, δεν του είπε ο Παύλος να εγκαταλείψει το αξίωμά του, αλλά να ανακαινιστεί πνευματικά (Πράξ. 13. 7-12). Το θέλημα του Θεού προσδιορίζεται σαφώς από τον ίδιο τον Κύριο: «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιω. 17. 15), δηλ. «δεν σου ζητώ να τους πάρεις (τους χριστιανούς) από τον κόσμο, αλλά να τους φυλάξεις από τον πονηρό».

 

Για την υποταγή των χριστιανών στην κοσμική εξουσία (στον Καίσαρα) έχουμε πάμπολλες αναφορές. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Παύλου και του Πέτρου: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού. αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν. οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται. οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής. Θεού γαρ διάκονός εστί σοι εις το αγαθόν. εάν δε το κακόν ποιής, φοβού. ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί. Θεού γαρ διάκονός εστιν, έκδικος εις οργήν τω το κακόν πράσσοντι. διό ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε. λειτουργοί γαρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν» (Ρωμ. 13. 1-7). «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον. είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν, ως δι’ αυτού πεμπομένοις εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών….. πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε» (Πέτρ. Α΄ 2. 13-17). «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε. αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσαντες» (Εβρ. 13. 17).

 

Τα τρία τελευταία κείμενα, είναι κείμενα «πολιτικής θεολογίας» και διδάσκουν τα εξής:

 

1.- Υποταγή στους πολιτικούς άρχοντες. Το ίδιο διδάσκει και η Π. Διαθήκη: «Γιέ μου, να σέβεσαι τον Κύριο και το βασιλιά και με τους ταραξίες να μην ανακατεύεσαι. Γιατί άξαφνα η συμφορά τους θα φανεί και ποιος να ξέρει τι καταστροφές θα προκληθούν από τον ένα κι απ’ τον άλλο» (Παροιμ. 24. 21-22).

2.- Ο χριστιανός πρέπει να υποτάσσεται στους άρχοντες για λόγους συνειδήσεως και όχι από φόβο.

3.- Η κοσμική εξουσία είναι εκ Θεού. Το ίδιο καταγράφεται και στην Π. Διαθήκη: «Η εξουσία της γης είναι στα χέρια του Κυρίου, κι αυτός τον άνθρωπο που πρέπει θ’ αναδείξει πάνω της, όταν θα ‘ρθεί η στιγμή» (Σοφ. Σειρ. 10. 4).

4.- Σκοπός της εξουσίας είναι να κρίνει με δικαιοσύνη τους πολίτες.

5.- Η πολιτική εξουσία είναι όργανο του Θεού και υπηρετεί το θείο σχέδιο για τον κόσμο και η πληρωμή των φόρων είναι θεμιτή.

6.- Ο αντίθετος στην πολιτική εξουσία είναι αντίθετος στη βουλή του Θεού

7.- Ο άρχοντας εκτελεί τα καθήκοντά του με χαρά και όχι με γογγυσμό.

8.- Δεν υπάρχει φόβος στην πολιτική εξουσία από τους υπάκουους πολίτες.

9.- Η χρήση βίας από την πολιτική εξουσία είναι ανεκτή.

 

Την περίοδο αυτή των τριών πρώτων αιώνων, δηλ. κατά την περίοδο πριν από τη σύζευξη εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, οι Πατέρες προσθέτουν:

 

1.- Οι άρχοντες τιμώνται, αλλά δεν προσκυνούνται.

2.- Προσευχόμαστε για όλους εχθρούς και φίλους και επομένως και για τους άρχοντες: «Παρακαλώ ουν πρώτον πάντων ποιείσθαι δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ βασιλέων και πάντων των εν υπεροχή όντων, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι» (Τιμ. Α΄ 2. 1-2).

3.- Να μην εφαρμόζεται ο πολιτικός νόμος, εάν συγκρούεται με τον νόμο του Θεού. Προέχει λοιπόν ο νόμος του Θεού: «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5. 29).

 

2.- ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

 

Τρεις αιώνες μετά την ίδρυση της Εκκλησίας οι σχέσεις των χριστιανών με την πολιτική εξουσία άλλαξαν εντελώς. Όχι μόνον έπαυσαν οι διωγμοί, αλλά ο διορισμός σε κρατικές υπηρεσίες γίνεται μόνον από χριστιανούς. Αρκεί να είσαι χριστιανός για να καταλάβεις μια οποιαδήποτε αυτοκρατορική διοικητική θέση. Η «πολιτική θεολογία» απομάκρυνε την «πολιτική φιλοσοφία» του Αριστοτέλη και προσαρμόσθηκε άνετα στις ανάγκες και τα πολιτικά προβλήματα της νέας εποχής. Η Ρωμαϊκή περίοδος ξεκινάει από τις αρχές του 4ου αιώνα και λήγει στα μέσα του 15ου αιώνα και περιλαμβάνει την περίοδο από της συστάσεως του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους με τον Μ. Κωνσταντίνο και λήγει με τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο και την οριστική κατάκτηση της αυτοκρατορίας από τους Τούρκους.

 

Οι Πατέρες της περιόδου αυτής δεν αδιαφόρησαν για την πολιτική ζωή και την πολιτική εξουσία. Η περίοδος αυτή δεν είναι δημοκρατική περίοδος, ώστε ο πολίτης να έχει υπευθυνότητα, αλλά ήταν μοναρχία, όπου φυσικά ο πολίτης θεωρείται ανεύθυνος. Την περίοδο αυτή αρκετοί Πατέρες ασχολήθηκαν με το θέμα της πολιτικής εξουσίας και ανέπτυξαν την «πολιτική θεολογία»:

 

1.- Καισαρείας Ευσέβιος (+339). Διαμορφώνει τη σκέψη του μέλλοντος στη φιλοσοφία της ιστορίας και στο ρόλο του χριστιανού αυτοκράτορα.

2.- Κορδούης Όσιος (+358). Σχολιάζει την εκκλησιαστική πολιτική του Μ. Κωνσταντίνου.

3.- Καισαρείας Βασίλειος (+379). Παρουσιάζει την «πολιτική θεολογία» του και μιλάει για την πνευματική και ηθική αντίσταση.

4.- Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Θεολόγος (+389). Καθοδηγητικός λόγος προς τους πολιτευόμενους.

5.- Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Χρυσόστομος (+407). Περί κενοδοξίας λόγος.

6.- Πτολεμαϊδος Συνέσιος (+414). Το ειδικό έργο περί Βασιλείας.

7.- Αμίδης Ακάκιος (+450). Αγόρασε τους αιχμαλώτους των Ρωμαίων και τους ελευθέρωσε.

8.- Ισίδωρος Πηλουσιώτης (+435). Θαυμάσιες επιστολές της πολιτικής του θεολογίας.

9.- Σωκράτης ιστορικός (+540). Εκκλησιαστική Ιστορία με πολιτικά γεγονότα.

10.- Αγαπητός διάκονος (+450). Καθήκοντα του πολιτικού άρχοντα.

11.- Κύρου Θεοδώρητος (+458). Ερμηνεύει τον Παύλο στο περί εξουσίας.

12.- Τάφρων Γρηγέντιος (+500). Νομοθέτησε σαν χριστιανός ηγέτης.

13.- Μάξιμος ομολογητής (+662). Περί αγαθού βασιλέως.

14.- Ιωάννης Δαμασκηνός (+749). Ασχολείται με τους πολιτικούς άρχοντες και τη σχέση τους με την Εκκλησία.

15.- Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (+893). Συνέγραψε το: «Ποιο είναι το έργο του άρχοντα» και «Κατάχρηση εξουσίας από τον πολιτικό άρχοντα».

16.- Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Α΄ Μυστικός (+925). Ασχολείται με την πολιτική εξουσία και τον πολιτικό άρχοντα.

17.- Συμεών Νέος Θεολόγος (+1022). Αναφέρεται στις σχέσεις των πολιτικών αρχόντων.

18.- Κύριλλος Φιλεώτης (+1110). Ασχολείται με τον έλεγχο του πολιτικού άρχοντα.

19.- Νικηφόρος Βλεμμύδης (+1272). Έγραψε έργα πολιτική θεολογίας.

20.- Νικόλαος Καβάσιλας (+1371). Ασχολείται με την οικονομική πολιτική.

 

Δεν ασχολήθηκαν μόνο μεμονωμένοι Πατέρες με τα θέματα της πολιτικής εξουσίας, αλλά και Σύνοδοι. Έτσι:

 

1.- Η Σύνοδος της Καρθαγένης (419) στον ΠΓ΄ κανόνα της ζητάει από την πολιτική εξουσία βοήθεια, ώστε η εκκλησιαστική εξουσία (οι Επίσκοποι) να μπορούν να εμποδίζουν την αδικία που γίνεται από τους πλουσίους προς τους πτωχούς. Η ίδια Σύνοδος με τον ΡΙΕ΄ κανόνα της θεσπίζει, ότι μπορεί κληρικός να ζητήσει την επέμβαση του Βασιλέως, ώστε να κριθεί υπόθεσή του από Επισκόπους.

2.- Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) στον Ζ΄ Κανόνα της απαγορεύει στους κληρικούς να γίνονται πολιτικοί άρχοντες.

 

Είναι γνωστό, ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας λατρευόταν σαν θεός, ταυτόχρονα δε κατείχε τον τίτλο του Αρχιερέα των ειδώλων, του Μέγιστου Αρχιερέα (Pontifex Maximus), ειδικά δε ο Μ. Κωνσταντίνος αυτοανακηρύχθηκε Υπερεπίσκοπος (Episcopus Episcoporum). Οι χριστιανοί άρχισαν να επηρεάζουν τις αντιλήψεις αυτές και έτσι μετά από πιέσεις του αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων, ο αυτοκράτορας Γρατιανός αρνήθηκε τον τίτλο του Αρχιερέα των Ειδώλων (380).

 

Την περίοδο 4ου-6ου αιώνα έχουμε πατερικές και άλλες καταγραφές για τη «θεόθεν» βασιλεία. Έτσι καταγράφονται οι εξής αναφορές.

Κορδούης Όσιος προς Μ. Κων/ντίνο: «Ο Θεός σου έδωσε τη βασιλεία».

Καισαρείας Ευσέβιος: «ο αυτοκράτορας θα δυναμώσει τη μοναρχική του δύναμη, αν μιμηθεί το Θεό, αυτό όμως κατορθώνεται προσέχοντας το Θεό για πρότυπο διακυβερνήσεως των επιγείων» και «μάλλον δι’ ευχής αιτείσθαι τω επισκόπω καν εν τω παρόντι, καν εν τω μέλλοντι, της του Θεού δουλείας αξίω αυτώ φανήναι».

Κων/πόλεως Γρηγόριος Θεολόγος: Ο αυτοκράτορας «εικών ει του Θεού», «Χριστώ συνάρχεις, Χριστώ συνδιοικείς» και «αρχής ίδιον το ελεείν….. μίμησε τον Δεσπότην».

Ισίδωρος Πηλουσιώτης: «ο βασιλιάς, που εφαρμόζει τους νόμους, είναι ο έμψυχος νόμος».

Ιουστινιανός αυτοκράτορας: «Με τη θέληση του Θεού κυβερνάμε μια αυτοκρατορία, που μας την έχει προσφέρει η θεία Μεγαλοσύνη και μόνον ο Θεός και ο αυτοκράτορας, που ακολουθεί το Θεό, μπορούν να κυβερνήσουν με δικαιοσύνη».

Μάξιμος Ομολογητής: Ο άρχοντας «που είναι η βάση της πολιτικής εργασίας εκφράζει πιο πιστά τη θεία θέληση και δίκαια έτυχε να κυβερνά τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε στ’ αλήθεια στη γη σαν δεύτερος θεός».

Λέων Ίσαυρος αυτοκράτορας: «βασιλεύς και ιερεύς ειμί και ο Θεός το κράτος της βασιλείας εγχειρήσας ημίν ως ηυδόκησε…..».

 

Έτσι, ο αυτοκράτορας είναι τοποτηρητής του Θεού στη γη, διορισμένος από τον Χριστό και ο Θεός του δίνει το γόητρο και τον έλεγχο του κράτους. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται και στα νομίσματα, όπου ο αυτοκράτορας στεφανώνεται από τον Χριστό ή την Παναγία και κρατάει τη σφαίρα με το σταυρό, σημάδι της οικουμενικότητας και σταυρόσχημο σκήπτρο, σύμβολο της ρωμαϊκής και χριστιανικής εξουσίας στον κόσμο. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να δείξει καλύτερα και με πιο εντυπωσιακό τρόπο στους λαούς και τα έθνη τις ιδεολογικές αρχές που εμψύχωναν το Ρωμαϊκό κράτος. Η εξουσία δεν ήτανε οπωσδήποτε κληρονομική. Τις περισσότερες φορές ένας απλός πολίτης ή στρατιώτης με τις προσωπικές του ικανότητες γινόταν αυτοκράτορας. Έτσι, ο άρχοντας στέκεται τουλάχιστον με την ανοχή του λαού, διότι η κυριαρχία ανήκε στο λαό και ο λαός είχε εκχωρήσει την εξουσία στον αυτοκράτορα. Η αντίληψη αυτή είναι παράλληλη με τη θεοκρατία και είναι υπόλειμμα της αντίληψης της ελληνοχριστιανικής σκέψης. Ο Χρυσόστομος το θεμελιώνει χαρακτηριστικά. Ο Θεός λέει «τους άρχοντας μετά των αρχομένων έστησε….. Όπου γαρ η της (χριστιανικής) πίστεως ευγένεια….. ουδείς πολίτης, αλλ’ εις μιαν άπαντες αξιώματος αναβαίνουσιν υπεροχήν», βασιζόμενος στα λόγια του Κυρίου. «Ο υψών εαυτόν…..». Την μη κληρονομική βασιλεία υποστηρίζει και ο Μ. Βασίλειος, θεωρώντας ότι τα παιδιά του βασιλιά είναι απαίδευτα, έχουν μάθει στην κολακεία και την καλοπέραση και από την άλλη είναι παράλογη η εκλογή με κλήρο ή από το Δήμο και επιμένει στην αξιοκρατία. Το ίδιο και ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης δεν δέχεται το βασιλόπουλο, αλλά «τον βασιλικήν έχουσα ψυχήν».

 

Όσον αφορά την αξιοσύνη ή μη των αρχόντων (εκκλησιαστικών ή πολιτικών) θαυμάσια το προσδιορίζει ο άγιος Αναστάσιος Σιναϊτης. «Οι άξιοι άρχοντες προωθούνται στις πόλεις που τους αξίζουν, ενώ οι ανάξιοι, με παραχώρηση ή επιθυμία Θεού, προχειρίζονται στους ανάξιους πολίτες. Γι’ αυτό, αν δεις κάποιον ανάξιο και πονηρό άρχοντα ή επίσκοπο, μην απορήσεις και μη συκοφαντείς το Θεό, αλλά μάλλον μάθε και πίστευε, ότι παραδοθήκαμε σε τέτοιους τυράννους, που και η κακία τους ακόμη δεν είναι ανάλογη με το κακό που μας αξίζει». Ώστε ο Θεός προωθεί άρχοντες (εκκλησιαστικούς ή πολιτικούς), ανάλογα με την ποιότητα των πολιτών. Στους καλούς πολίτες προωθεί καλούς άρχοντες και στους κακούς παραχωρεί (ανέχεται) κακούς άρχοντες.

 

Όσον αφορά τους εκκλησιαστικούς άρχοντες, ο Χρυσόστομος κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της διδασκαλίας του άρχοντα αυτού και της ζωής του και εξηγεί, ότι το «μη κρίνετε, ίνα μη κριθείτε», ισχύει για τον τρόπο της ζωής και «ου περί πίστεως» (PG 63, 231-232). Όπως επίσης τονίζει την ανάγκη, όπως ο κάθε κοσμικός άρχοντας, στο να μπορεί να κυβερνήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τους άλλους και τούτο ισχύει και για τους εκκλησιαστικούς άρχοντες: «Ούτε εκείνος που ασκεί την πολιτική εξουσία, ούτε εκείνος που ασκεί την πνευματική, θα μπορέσουν να τις διαχειριστούν δίκαια, αν προηγουμένως δεν κυβερνήσουν τον εαυτό τους όπως πρέπει» (Β΄ προς Κορινθίους, ομιλ. ΙΕ΄, ΕΠΕ 19, 418-420).

 

Βέβαια καταλήξαμε, η πολιτική του αυτοκράτορα και οι ιδιοτροπίες του να διαμορφώνουν τη μοίρα των εκατομμυρίων υπηκόων του και βλέπουμε πόσο είναι εύκολη η υπερβολή και η κατάχρηση της εξουσίας, όσο η φύση του ανθρώπου θα είναι η ίδια και απαράλλακτη. Χαρακτηριστική κατάχρηση εξουσίας, η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία κατάσχεσε παράνομα το κτήμα της χήρας και ο αυστηρός έλεγχος από τον Χρυσόστομο. Επίσης, ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος δημόσια έλεγξε τον πανίσχυρο αυτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο για τις πολιτικές του πράξεις και του απαγόρευσε τη θ. κοινωνία, μέχρις ότου αυτός δημόσια εξεδήλωσε τη μετάνοιά του.

 

            Η αντίθεση ορισμένων Πατέρων στην εξουσία είναι χαρακτηριστική. Ο Μ. Αθανάσιος αντιτάχθηκε στις αιρετικές αποκλείσεις του Μ. Κωνσταντίνου και του διαδόχου του Κώνσταντα, ο Μ. Βασίλειος αντιτάχθηκε στον Ουάλλη, ο Ιωάννης Χρυσόστομος στον Θεοδόσιο Β΄, ο Μάξιμος Ομολογητής στις αιρετικές θέσεις των αυτοκρατόρων Ηράκλειου και Κώνσταντα. Ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός λέγει: «Στις σιχαμερές διαταγές του βασιλιά δεν θα υπακούσει ο χριστιανός».

 

3.- ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

 

            Ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί την πολιτική θεολογία είναι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το θέμα αυτό ασχολείται το Εκκλησιαστικό ή Κανονικό Δίκαιο. Από την ορθόδοξη άποψη οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησιαστικής εξουσίας και Πολιτικής εξουσίας δεν είναι αντίθετες, αλλά είναι διαφορετικές. Ο Χρυσόστομος είναι χαρακτηριστικός: «Ουκ επ’ ανατροπή της κοινής πολιτείας ο Χριστός τους παρ’ αυτού νόμους εισήγαγεν, αλλ’ επί διορθώσει βελτίονι», δηλ. «Ο Χριστός έφερε στον κόσμο τους δικούς Του νόμους, όχι για να ανατρέψει την συνηθισμένη πολιτική εξουσία, αλλά για να γίνει καλύτερη». Αντίθετα η Δυτική σκέψη ακολουθεί τον ιερό Αυγουστίνο, που θεωρεί αντίθετες την Εκκλησία και την Πολιτεία. Αντιπροσωπευτικός τύπος (κατά τον Αυγουστίνο) είναι ο Άβελ για την Εκκλησία και ο Κάιν για την Πολιτεία (καλή – κακή). Συνέπεια αυτού είναι η ύπαρξη του Παπικού Κράτους.

 

Σταδιακά τα πράγματα ανάγκασαν τις δυο εξουσίες να συνεργάζονται και στην ουσία να αλληλοεπηρεάζονται. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του εκκλησιαστικού ιστορικού Σωκράτη του Σχολαστικού (+450): «Αν προσέξεις, θα παρατηρήσεις πως παράλληλα βρίσκονται χρονικά και αναπτύσσονται τα πολιτικά κακά και οι εκκλησιαστικές δυσχέρειες. Γιατί ή ταυτόχρονα θα βρεις να αυξάνουν ή τα μεν να ακολουθούν τις δε και άλλοτε προηγούνται τα εκκλησιαστικά και ακολουθούν τα πολιτικά, άλλοτε το αντίθετο. Έτσι ώστε δεν μπορείς να αποδώσεις την μεταξύ τους χρονική ακολουθία στη σύμπτωση, αλλά οι δικές μας αμαρτίες είναι αιτία και για την κατάπτωση και των δυο….. Κι αυτά από τότε που άρχισε να χριστιανίζει η Πολιτεία». Η σύμπλεξη των δυο εξουσιών ήτανε τέτοια, που σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν εμπλοκές. Έτσι:

 

Ο Μ. Κων/νος χαρακτήριζε τον εαυτό του Υπερεπίσκοπο (Episcopus Episcoporum) και ως «Επίσκοπο των εκτός της Εκκλησίας», δηλ. των εξωτερικών υποθέσεων της Εκκλησίας. Ο Ιουστινιανός Α΄ γράφει σε μια Νεαρά: «Μέγιστα των ανθρώπων τα δώρα Θεού, παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας, ιερωσύνη τε και βασιλεία, η μεν της θείας υπηρετουμένη, η δε των ανθρωπίνων εξάρχουσά τε και επιμελλουμένη και εκ μιάς τε και της αυτής αρχής εκατέρα προϊούσα και τον ανθρώπινον κατακοσμούσα βίον». Ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος έλεγε: «είμαι ιερέας και βασιλέας». Παραδείγματα συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας αναφέρθηκε παραπάνω ο ΠΓ΄ κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης.

 

Συνεργάζονται λοιπόν οι δυο αυτές εξουσίες (πρέπει να συνεργάζονται), αλλά δεν ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους, γιατί διαφέρουν. Πρώτος ο Κορδούης Όσιος, εκκλησιαστικός σύμβουλος του Μ. Κων/νου σε επιστολή του στον αυτοκράτορα γράφει: «Μην ανακατεύεσαι στα εκκλησιαστικά. Ούτε να μας συμβουλεύεις (στα εκκλησιαστικά), αλλά μάλλον εσύ να μαθαίνεις γι’ αυτά από εμάς. Ο Θεός σου έδωσε την πολιτική εξουσία. Σε μας την εκκλησιαστική». Ο Χρυσόστομος λέει πιο καθαρά: «Ο Θεός έχει εμπιστευθεί στο βασιλιά τα επίγεια, στον ιερέα τα επουράνια. Στον βασιλιά έχει εμπιστευθεί τα σώματα, στον ιερέα τις ψυχές. Ο βασιλιάς χαρίζει τα χρήματα. Ο ιερέας καθαρίζει τα κατακάθια των αμαρτιών. Εκείνος αναγκάζει. Αυτός παρακαλεί….. Εκείνος χρησιμοποιεί υλικά όπλα, αυτός πνευματικά. Εκείνος πολεμάει τους βαρβάρους. Αυτός τους δαίμονες. Η ιερωσύνη είναι πιο σεβαστή κι απ’ τη βασιλική αρχή….. Ο ιερέας στέκει μεταξύ του Θεού και της ανθρώπινης φύσης, μας κατεβάζει τις θείες ευλογίες και ανεβάζει στον ουρανό τις προσευχές μας….. Γι’ αυτό και το κεφάλι του βασιλιά ο Θεός το έβαλε στα χέρια του ιερέα, διδάσκοντας ότι ο ιερέας είναι ανώτερος πνευματικά του πολιτικού άρχοντα. Η ιερωσύνη είναι τόσο ανώτερη απ’ τη βασιλεία, όσο το πνεύμα απ’ την ύλη, όσο ο ουρανός απ’ τη γη και τα θεία από τα επίγεια». Κατά Χρυσόστομο, η μία επιβάλλεται με το φόβο και την ανάγκη, ενώ η άλλη με την ελεύθερη συγκατάθεση και με τη συμφωνία της γνώμης. Ο πολιτικός άρχοντας πιάνει τον μοιχό και τον τιμωρεί, του κόβει το κεφάλι, ενώ ο εκκλησιαστικός δεν τον τιμωρεί, αλλά του κόβει το πάθος. Αλλά και στη διοίκηση υπάρχει διαφορά. Η πολιτική εξουσία είναι μοναρχία, η εκκλησιαστική είναι δημοκρατία (με το Συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας).

 

            Οι άρχοντες μερικές φορές ξεχνιούνται και κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, έτσι θέλουν να νομοθετήσουν και για την Εκκλησία (Ι. Δαμασκηνός). Και: «ου βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία». Ο ίδιος μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας αναφέρει αλλού: «Ου πείθομαι βασιλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσιν εγγράφοις τε και αγράφοις».

 

Η ταύτιση μάλιστα βασιλείας και ιερωσύνης είναι χαρακτηριστική και υπάρχει π.χ. στα στοιχηρά προσόμια του Εσπερινού της εορτής του αγίου Κωνσταντίνου, όπου καταγράφονται τα κάτωθι:

Ιερεύς τε χρισθείς και Βασιλεύς ελαίω,

                                    εστήριξας την Εκκλησίαν του Θεού,

 

Βέβαια ο Μ. Κωνσταντίνος ουδέποτε χρίστηκε Ιερέας. Αυτοανακηρύχθηκε, όπως αναφέρθηκε «Επίσκοπος των εκτός» επόπτης των θρησκευτικών πραγμάτων, ανώτατος άρχων της Εκκλησίας (Ευσέβιος, βίος Κων/νου Δ΄, 24). Είναι εκπρόσωπος του Θεού επί της γης «της ουρανίου βασιλείας εικόνι κεκοσμημένος» (Ευσέβιος, Τριακονταετηρίς, Ι ΒΕΠΕΣ, τ. 24, σελ. 238), απόλυτος κυρίαρχος και λογοδοτεί μόνο στον επουράνιο αυθέντη. Aυτοανακηρύχθηκε δε «Επίσκοπος Επισκόπων» χωρίς αντίδραση της Εκκλησίας. Η πολιτική, ότι ο αυτοκράτορας ενεργούσε ως επίσκοπος επισκόπων βρήκε κατοχύρωση στη θεωρία για εξουσία «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ», του παλιού εκείνου αγενεαλόγητου άρχοντα, ο οποίος συγκέντρωσε στον εαυτό του ταυτόχρονα βασιλεία και ιερωσύνη. Τούτο επαναλήφθηκε με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ο οποίος επευφημήθηκε από την Σύνοδο Κων/πολης του 448 με τις λέξεις: «πολλά τα έτη τω αρχιερεί βασιλεί» (ACO 2, 1,1,138,28), ο δε αυτοκράτορας Μαρκιανός επευφημήθηκε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο με παρόμοιες λέξεις «πολλά τα έτη τω ιερεί, τω βασιλεί» (ACO, 2,1,2,157,29). Αυτή η θεώρηση έπαψε οριστικά να ισχύει μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Τα λόγια του Κορδούης Οσίου προς τον βασιλέα Κωνστάντιο «μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρακελεύου, αλλά μάλλον παρ’ ημών συ μάνθανε ταύτα, σοι βασιλείαν ο Θεός ενεχείρησεν, ημίν τα της εκκλησίας επίστευσε» τελικά έγιναν συνείδηση και πίστη της Εκκλησίας.

 

Οι σχέσεις εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχόντων στην πράξη ήταν διάφορες. Ήταν ανάλογες με το μέτρο του ήθους των προσώπων, ιδίως των εκκλησιαστικών. Ο κανόνας πάντως ήταν ο λόγος του Γρηγορίου Θεολόγου: «το μέτρο για κάθε πνευματική προστασία των πιστών απ’ τους κληρικούς είναι η αδιαφορία του ατομικού συμφέροντος και η δράση για το συμφέρον των άλλων» και ο Ωριγένης έλεγε: «οι πολιτικοί άρχοντες κατακυριεύουσι, ενώ οι εκκλησιαστικοί εξυπηρετούσι». Παραδείγματα έχουμε πολλά:

 

Η Σύνοδος της Σαρδικής (342) με τους Κανόνες Ζ΄ και Η΄ συνιστά στους επισκόπους να βοηθούν τους αδικουμένους μεσιτεύοντας υπέρ αυτών με επιστολή προς τους πολιτικούς άρχοντες. Επίσης η Σύνοδος της Καρθαγένης (419) προτρέπει τον αυτοκράτορα να ορίσει Έκδικο, που θα τον βοηθήσουν για να προστατεύσει τους πτωχούς «κατά της των πλουσίων τυραννίδος». Ο Μ. Βασίλειος έλεγε: «τη φιλία με τον βασιλιά τη θεωρώ μεγάλο καλό, υπό τον όρο να βοηθάει στη προαγωγή της ευσέβειας, χωρίς όμως αυτή τη θεωρώ ολέθρια». Ο αυτοκράτορας Μ. Θεοδόσιος διέταξε τον επίσκοπο του Καλλινίκου να ξανακτίσει μια Συναγωγή, που ο επίσκοπος ενθάρρυνε το ποίμνιό του να τη λεηλατήσει. Αναφέρθηκε παραπάνω η περίπτωση Μ. Θεοδοσίου και Μεδιολάνων Αμβροσίου, καθώς και της Ευδοξίας με τον Ι. Χρυσόστομο. Ο Πτολεμαϊδος Συνέσιος φέρθηκε με σθεναρή στάση στις αδικίες. Ο Μ. Φώτιος τοποθετεί τον Πατριάρχη στην ίδια θέση με τον αυτοκράτορα. Λέγει πως είναι ο πατριάρχης η έμψυχη και ζωντανή εικόνα του Χριστού, ενώ για τον αυτοκράτορα λέγει πως πρέπει να είναι «εν ζήλω θείω διαβόητος», αλλά πουθενά δεν αναφέρει ότι είναι εικόνα Θεού. Στην Η΄ Οικουμενική (880) όρθιοι οι Συνοδικοί έψαλαν: «πολλά τα έτη στον υπερασπιστή της ορθοδόξου πίστεως….. είμαστε όλοι δούλοι του αυτοκράτορα».

 

Σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτικοί άρχοντες ζητούσαν συμβουλές από τους εκκλησιαστικούς. Ο Πατριάρχης Αρσένιος αφόρισε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο (1259) για αμαρτήματά του. Ο αυτοκράτορας απομάκρυνε τον πατριάρχη, αλλά τελικά γονυπετής ζήτησε συγγνώμη από την Σύνοδο. Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α΄ (1289) παρεμβαίνει στην κοινωνική πολιτική του κράτους, θεωρώντας την αυτοκρατορία σαν μοναστήρι του. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΒ΄ (1304), οι δε πατριάρχες Νικόλαος Μυστικός (925) και Μιχαήλ Κηρουλάριος (1058), όταν παρενέβησαν σε καθαρώς πολιτικά θέματα, έχασαν τη λαϊκή υποστήριξη. Ορισμένες φορές όμως κληρικοί ξεπέφτουν πνευματικά, γι’ αυτό ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης λέει: «άλλοτε οι ιερείς σωφρονίζουν τους αυτοκράτορες, τώρα οι ιερείς φοβούνται τον αυτοκράτορα για τις απρέπειές τους».

 

Η ταύτιση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας σε ένα και το αυτό πρόσωπο απαγορεύεται ρητά από τους Κανόνες της Εκκλησίας. Ο ΣΤ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων είναι σαφέστατος: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος κοσμικάς φροντίδας μη λαμβανέτω. Ει δε μη, καθαιρίσθω». Αλλά και άλλοι κανόνες διαλαμβάνουν το αυτό. Ο Ζ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής απαγορεύει τόσο κάθε κοσμικό αξίωμα, όσο και το στρατιωτικό αξίωμα στους κληρικούς. «Τους άπαξ εν Κλήρω τεταγμένους και μοναστάς, ωρίσαμεν μήτε επί στρατείαν, μήτε επί αξίαν κοσμικήν έρχεσθαι. Η τούτο τολμώντες….. αναθεματίζεσθαι». Ο δε Λ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων απαγορεύει την εκλογή επισκόπου με τη βοήθεια πολιτικού άρχοντα.

 

Παραβιάσεις των κανόνων αυτών έχουμε σε ορισμένες περιπτώσεις: Παράδειγμα, η θέση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και ως θεσμικού παράγοντος της Πολιτείας. Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε de jure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο, αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο μελάνη, προνόμια τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄, στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.

 

Το ίδιο συνέβη και με τον Επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος απέκτησε de facto, την διπλή αυτή ιδιότητα κοσμικού και εκκλησιαστικού άρχοντα ήδη από το 600, με τον Ρώμης άγιο Γρηγόριο Α΄ Διάλογο, που θεωρείται ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των παπών, κάτι που κατέστη επίσημα δεκτό από τον Ρώμης Στέφανο Γ΄, το 754, με την αναγνώριση παπικού κράτους από τη συμφωνία με τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄. Σημειώνεται, ότι δεν υπήρξε πάλι αντίδραση από την Εκκλησία, η οποία δέχτηκε τον Ρώμης Αδριανό Α΄, στη Ζ΄ Οικουμενική του 787 και τον Ιωάννη Η΄ στην Η΄ Οικουμενική του 880, με την διπλή αυτή ιδιότητα. Επίσης, ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός (925) έγινε αντιβασιλέας, ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας (1347) έγινε επίτροπος στην αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ταυτόχρονα εθνάρχες των Ορθοδόξων και κατ’ αναλογία και όλοι οι τοπικοί επίσκοποι. Πρόσφατα η Ιστορία αναφέρει την ύπαρξη της ιδιότητας του Αντιβασιλέα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, καθώς και την διπλή ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄ που ήταν ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Εκτός όμως της συμμετοχής κληρικών, ως μελών της Εκτελεστικής εξουσίας , έχουμε και διορισμούς κληρικών, ως μελών της Δικαστικής εξουσίας, παρά τις σαφείς απαγορεύσεις των σχετικών Ι. Κανόνων. Συγκεκριμένα: Η σχετική αναδιοργάνωση του κράτους που παρατηρείται στην εποχή του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341) επεκτάθηκε και στον τομέα της δικαιοσύνης. Η διαφθορά των δικαστών ήταν γνωστή και δημιουργούσε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ήδη από το 1296 ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) προσπάθησε να την πατάξει, οργανώνοντας στην ΚΠολη ένα ανώτατο δικαστήριο από 12 δικαστές. Ο Ανδρόνικος Γ΄ θεώρησε την ήττα του στον Πελεκάνο εν μέρει ως θεία τιμωρία για την διαφθορά των δικαστών και αποφάσισε να προβεί σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Το ανώτατο δικαστήριο αποτελέσθηκε από 4 δικαστές, 2 εκκλησιαστικούς και 2 κοσμικούς, διορισμένους από τον αυτοκράτορα. Οι «καθολικοί κριταί των Ρωμαίων, όπως τους αποκάλεσαν, έδωσαν όρκο ότι θα ήταν αδέκαστοι και θα δίκαζαν χωρίς προκαταλήψεις. Στη δικαιοδοσία τους συμπεριλαμβάνονταν όλες οι υποθέσεις, και οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες. Πολύ γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι και αυτοί οι δικαστές ήταν ευάλωτοι στη γενικότερη διαφθορά του δικαστικού συστήματος. Επίσης, η αποκέντρωση που χαρακτήριζε τη βυζαντινή αυτοκρατορία των ύστερων χρόνων επεκτάθηκε και στο ανώτατο αυτό δικαστήριο, έτσι ώστε στο τέλος του 14ου αι. η δικαιοδοσία του περιορίσθηκε στην ΚΠολη. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση επέζησε ως το τέλος της αυτοκρατορίας. Ο τελευταίος καθολικός κριτής των Ρωμαίων ήταν ο Γεννάδιος Σχολάριος (μετέπειτα Οικ. Πατριάρχης). Χαρακτηριστικό της δυνάμεως και του κύρους της Εκκλησίας στην εποχή των Παλαιολόγων, είναι ότι στο ανώτατο αυτοκρατορικό δικαστήριο, κατά τα τελευταία 130 χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετείχαν και κληρικοί ( Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τ. Θ΄, σελ. 150).

 

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι έργο του Πατριάρχη κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν να παρακολουθεί την πνευματική ανάπτυξη της αυτοκρατορίας, αλλά μόνον ο αυτοκράτορας μπορούσε να δώσει τη δύναμη του νόμου στις αποφάσεις του Πατριάρχη.

 

4.- ΣΥΝΟΨΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

 

Με την αναγνώριση και τον σεβασμό της χριστιανικής πίστης δημιουργούνται προβλήματα μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, καθότι η θεολογική σκέψη αρχίζει να επηρεάζει την πολιτική ζωή. Ο αυτοκράτορας πρέπει να έχει πρότυπο το Θεό, αν και είναι εύκολη η κατάχρηση της εξουσίας, λόγω της αμαρτίας. Αλλά οι χριστιανοί πιστοί εφαρμόζοντας τις επιταγές του Ευαγγελίου και των Πατέρων περιορίζουν τη κατάχρηση.

 

Η πολιτική εξουσία, που την όρισε ο Θεός είναι «έννομη επιστασία» και απαραίτητη, για να περιορίζει το κακό και να βοηθάει στο καλό. Ο χριστιανός πρέπει να υπακούει στην πολιτική εξουσία, εφ’ όσον δεν είναι αντίθετη στο νόμο του Θεού, άλλως αντιδρά μέχρι θανάτου.

 

Τον κακό άρχοντα δεν τον επιλέγει ο Θεός, αλλά τον ανέχεται, όταν ο λαός δεν ικανοποιείται με τους καλούς, ακριβώς για να εκτιμήσει ο ίδιος ο λαός την άσχημη συμπεριφορά του και να ζητήσει τον καλό άρχοντα. Τόσο η πολυαρχία, όσο και η αναρχία στηλιτεύονται από τους Πατέρες.

 

Η Εκκλησία δεν είναι αντίθετη με την Πολιτεία και πρέπει να συνεργάζεται με αυτή, αλλά διαφέρουν σε πάρα πολλά. Οι πολιτικοί άρχοντες ενδιαφέρονται κυρίως για τα υλικά αγαθά και εξασκούν ενίοτε και τη βία,  ενώ οι εκκλησιαστικοί άρχοντες ενδιαφέρονται κυρίως για τα πνευματικά αγαθά και χρησιμοποιούν την απόλυτη ελευθερία. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατή η συνύπαρξη των δυο αυτών εξουσιών σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Αντίθετα οι χριστιανοί πιστοί, που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, πρέπει να εκπαιδεύονται και στη δημόσια και την πολιτική ζωή. Η δε «βασιλεία του Θεού», η ιδεώδης πολιτεία πρέπει να είναι ο κύριος στόχος για τους πολίτες που είναι ταυτόχρονα και χριστιανοί πιστοί.

 

Πάνω από όλα όμως ισχύει ο ακρογωνιαίος λίθος, ότι κάθε εξουσία πρέπει να διέπεται από τους δικούς της νόμους. Η μεν εκκλησιαστική εξουσία διέπεται από τους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, οι οποίοι υπέρκεινται των νόμων της Πολιτείας, η δε πολιτική εξουσία πρέπει να διέπεται από τους πολιτικού νόμους, οι οποίοι δεν θα πρέπει να έρχονται σε σύγκρουση με τους θείους νόμους.

 

Για την υπεροχή των Κανόνων της Εκκλησίας έναντι των πολιτικών νόμων έχουμε πολλές αναφορές:

 

Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω».

 

Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «οι ενδοξώτατοι άρχοντες είπον. Τω θειωτάυω Δεσπότη πάσης οικουμένης Μαρκιανώ, ήρεσε, μη κατά τα θεία γράμματα ή πραγματικούς τύπους τα των οσιωτάτων επισκόπων προβαίνειν, αλλά κατά τους Κανόνες τους παρά των αγίων Πατέρων νομοθετηθέντας. Η σύνοδος είπε. Κατά των Κανόνων, πραγματικόν μηδέν ισχύσει. Οι Κανόνες των πατέρων κρατείτωσαν. Και πάλιν δεόμεθα, ώστε αργήσαι αναντιρρήτως τα επί βλάβη των Κανόνων πραγματικά, πραχθέντα τισίν εν πάση επαρχία, κρατήσαι δε τους Κανόνας δια πάντων….. πάντες τα αυτά λέγομεν. Όλα τα πραγματικά αργήσει. Οι Κανόνες κρατείτωσαν….. Κατά την ψήφον της αγίας συνόδου και εν ταις άλλαις επαρχίαις απάσαις τα των Κανόνων κρατείτω».

 

            Μ. Φώτιος: «Οι τοις Κανόσιν εναντιούμενοι πραγματικοί τύποι, άκυροι εισι». Και «Οι μεν γαρ, ήγουν οι Κανόνες, παρά βασιλέων και των αγίων Πατέρων εκτεθέντες και στηριχθέντες, ως αι θείαι Γραφαί δέχονται. Οι δε νόμοι, παρά βασιλέων μόνον εδέχθησαν ή συνετέθησαν και δια τούτο ου κατισχύσουσι των θείων Γραφών, ουδέ των Κανόνων».

 

Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας λοιπόν υπέρκεινται των πολιτικών νόμων και επομένως αφού υπέρκεινται αυτών των τελευταίων είναι αδύνατον να συμβαίνει το αντίθετο, που αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση, δηλ. η Εκκλησία να διοικείται από πολιτικούς νόμους. Τούτο σαφέστατα προσδιορίζεται από τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Ι. Δαμασκηνό: «Δεν δέχομαι η Εκκλησία να διοικείται με βασιλικά διατάγματα, αλλά με τις παραδόσεις των πατέρων, τις προερχόμενες από τις άγιες Γραφές, καθώς και τις προφορικές».

 

5.- ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ

 

1.- Είναι γνωστόν, ότι ο Απ. Παύλος κατά τα διάφορα ταξίδια του ανά την τότε «Οικουμένη» πέρασε από διάφορες ελληνικές πόλεις (Σαμοθράκη, Νεάπολη, Αμφίπολη, Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κόρινθος, Αθήνα, Μυτιλήνη, Σάμος, Κως, Ρόδος, κ.ά.), δίδαξε, έγραψε επιστολές, ίδρυσε εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Αθηνών, Κορίνθου), όπως δε και άλλοι απόστολοι (Πέτρος, Ανδρέας, Μάρκος, Ιάκωβος, Βαρνάβας, κ.ά.) αυτές οι δικαιοδοσίες που ίδρυσε αφορούσαν πόλεις και όχι κράτη. Έτσι στην ελληνική επικράτεια έχουμε επί παραδείγματι την Εκκλησία των Πατρών, που ίδρυσε ο απόστολος Ανδρέας, την Εκκλησία της Κορίνθου που ίδρυσε ο απόστολος Παύλος, την Εκκλησία των Θηβών, που ίδρυσε ο απόστολος Λουκάς, την Εκκλησία της Κρήτης που ίδρυσε ο απόστολος Τίτος, κ.ά. Πως λοιπόν και με ποιο δικαίωμα ανακηρύσσεται ιδρυτής της λεγόμενης Εκκλησίας της Ελλάδος (φυλετικής Εκκλησίας) ο απόστολος Παύλος;

 

2.- Οι εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, οι οποίες επισφραγίστηκαν με τις 4 πρώτες Οικουμενικές Συνόδους είναι πέντε (η πενταρχία των Πατριαρχείων): Εκκλησία της Ρώμης, Εκκλησία της Κων/πολης, Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, Εκκλησία της Αντιόχειας, Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Μοναδική εξαίρεση εκκλησιαστικής αυτονομίας δόθηκε στην Εκκλησία της Κύπρου από την Γ΄ Οικ. Σύνοδο. Παρατηρείται, ότι όλες οι Εκκλησίες αφορούν πόλεις και όχι κράτη και δεν είναι φυλετικές.

 

3.- Οι Μητροπόλεις που υπήρχαν αρχικά στην Ελλάδα ήτανε έξη συνολικά:

1/ Μητρόπολη Κορίνθου, με δικαιοδοσία στην Αχαΐα, 2/ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, με δικαιοδοσία στη Μακεδονία, 3/ Μητρόπολη Λάρισας με δικαιοδοσία στη Θεσσαλία, 4/ Μητρόπολη Γόρτυνας, με δικαιοδοσία στην Κρήτη, 5/ Μητρόπολη Νικόπολης, με δικαιοδοσία στην Ήπειρο και 6/ Μητρόπολη Δυρραχίου με δικαιοδοσία στη Β. Ήπειρο, υπάγονταν δε στην Εκκλησία της Ρώμης. Η Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου υπάγονταν στην Εκκλησία της Κων/πολης. Από τον 8ο αιώνα οι ανωτέρω 6 μητροπολιτικές περιοχές αποσπάσθηκαν από την διοίκηση της Εκκλησίας της Ρώμης και υπήχθησαν με αυτοκρατορική διαταγή στην Εκκλησία της Κων/πολης.

 

4.- Το 1833, με το Β.Δ. της 23 Ιουλίου, οι θιασώτες της εκκοσμικευμένης θεωρίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, μετέφεραν τα προτεσταντικά πρότυπα, όπου κυριαρχούσε η αρχή «cujus regio, ejus religio» (ούτινος το κράτος, εκείνου και η θρησκεία) και πέτυχαν την απόσχιση των Μητροπόλεων από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και τις υπήγαγαν στη μοναρχική εξουσία του Βασιλιά, δημιουργήσαντες την «Εκκλησίαν του Βασιλείου της Ελλάδος» με αρχηγό ένα Ρωμαιοκαθολικό, τον Όθωνα !!! Το μόρφωμα, στο οποίο δυστυχώς δέχτηκαν να μετάσχουν αρχιερείς, επί 17 χρόνια τελούσε σε σχίσμα με την μητέρα Εκκλησία της Κων/πολης. Δυστυχώς την ανωτέρω προτεσταντική αρχή ενστερνίζονται και υπερασπίζουν ακόμη και σήμερα έγκριτοι, υποτίθεται, θεολόγοι διακηρύσσοντες: «Μία χώρα, ένα κράτος, μία Εκκλησία», προσπαθούν δε να το στηρίξουν σε Ι. Κανόνες (αλλά ποιούς;). Η επί αιώνες όμως εκκλησιαστική κατάσταση τους διαψεύδει. Η Εκκλησία της Κων/πολης ποιμαίνει τμήμα της Τουρκίας, την Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Άγιον Όρος, τα κράτη της Αμερικής, την Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία, τα κράτη της Βορείου, Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και τα κράτη της κεντρικής, ανατολικής και νοτίου Ασίας. Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ποιμαίνει όλα τα κράτη της Αφρικής. Η Εκκλησία της Αντιόχειας ποιμαίνει στις επαρχίες της νοτίου Τουρκίας και στα κράτη της Συρίας, του Λιβάνου και της Αραβίας. Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ποιμαίνει στα κράτη της Ιορδανίας και του Ισραήλ και είναι η ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή της Αρχιεπισκοπής Σινά, που βρίσκεται στο κράτος της Αιγύπτου. Η Εκκλησία της Ρωσίας ποιμαίνει στα κράτη της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, του Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Μολδαβίας. Τα κράτη Τσεχίας και Σλοβακίας έχουν μια ποιμαίνουσα Εκκλησία. Πόθεν λοιπόν τεκμαίρεται η ανωτέρω διατυπούμενη αρχή;

 

5.- Το 1850 η Εκκλησία της Κων/πολης αναγνώρισε την έως τότε σχισματική Εκκλησία της Ελλάδος, ως την «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος» με τον Συνοδικό Τόμο και με 7 κανονικούς όρους. Έτσι ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή καθορίζεται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ως προκαθημένη αρχή, πρόεδρος δε της αρχής αυτής ορίστηκε ο «Ιερώτατος Μητροπολίτης Αθηνών», καθότι η Αθήνα αποτελούσε την πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους. Τούτο σημαίνει, ότι εάν δι’ οιανδήποτε λόγο η πρωτεύουσα μετατεθεί σε άλλη πόλη της ελληνικής επικράτειας, π.χ. στην Πάτρα, πρόεδρος της ΔΙΣ θα είναι ο Μητροπολίτης Πατρών. Οι Μητροπολίτες, όταν θα λειτουργούν στις επαρχίες τους θα μνημονεύουν «της Ιεράς ημών Συνόδου», ο δε Πρόεδρος της Συνόδου «πάσης επισκοπής Ορθοδόξων». Στα δε Δίπτυχα της Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος θα μνημονεύει «του Οικουμενικού Πατριάρχου» και των λοιπών Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων, καθώς και «πάσης επισκοπής Ορθοδόξων». Ορίζεται επίσης ότι για τα γενικά εκκλησιαστικά θέματα η ΔΙΣ θα αναφέρεται προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο θα συμπράττει και θα παρέχει κάθε στήριγμα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Με τον Τόμο του 1850 αποκαθίσταται η κανονική τάξη στη νέα Εκκλησία και απελευθερώνεται αυτή από κάθε κοσμική εξουσία.

 

6.- Με τους νόμους Σ΄/10.7.1852 και ΣΑ΄/24.7.1852 τίθεται τέρμα στα περί μη αναμείξεως της κοσμικής εξουσίας στη διοίκηση της Εκκλησίας και ουσιαστικά επαναφέρονται οι διατάξεις του Β.Δ. της 23.7.1833. Οι προσπάθειες απαλλαγής της Εκκλησίας από τους δεσμούς της Πολιτείας με τον καταστατικό νόμο της 31.12.1923 δεν κράτησαν πάνω από 2 χρόνια, οπότε στις 26.9.1925 τροποποιήθηκε με νέον εναγκαλισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία, ο οποίος με διάφορους τρόπους συνεχίσθηκε μέχρι σήμερα, οπότε ισχύει ο νόμος 590/1977 «Περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος».

 

7.- Ο τίτλος του Προέδρου της Ι. Συνόδου ήταν «Μητροπολίτης Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος», τίτλος που δηλώνει την εξάρτηση από το Οικ. Πατριαρχείο. Αργότερα (1923), ο τίτλος άλλαξε σε «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος», στη συνέχεια δε απαλείφθηκε η λέξη «Έξαρχος» και παρέμεινε ο τίτλος «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος». Αυτό δεν σημαίνει, ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά είναι απλά ο Αρχιεπίσκοπος της επαρχίας των Αθηνών, δεν έχει δε το δικαίωμα παρουσίας σε άλλη Μητρόπολη χωρίς την άδεια του οικείου Μητροπολίτη.

 

8.- Σήμερα η λεγόμενη Εκκλησία της Ελλάδος είναι Ν.Π.Δ.Δ. και αποτελείται από δυο τμήματα. Το ένα τμήμα περιέχει τις Μητροπόλεις της «Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος» (συνολικά 45) και το άλλο τμήμα περιέχει τις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου (συνολικά 36), οι οποίες δόθηκαν με την Πράξη του 1928 από την Εκκλησία της Κων/πολης με εντολή διοικήσεως «επιτροπικώς» και με ορισμένους όρους στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν επίσης 1/ η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης με 9 συνολικά Μητροπόλεις και Πρόεδρο της Ι. επαρχιακής Συνόδου τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, 2/ Οι 5 Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου με απευθείας εξάρτηση από το Οικ. Πατριαρχείο, 3/ Η νήσος Πάτμος της οποίας επίσκοπος είναι ο ίδιος ο Οικ. Πατριάρχης και 4/ το αυτοδιοίκητο Άγιο Όρος με επίσκοπο τον ίδιο τον Οικ. Πατριάρχη. Από ένα σύνολο λοιπόν 95 εκκλησιαστικών επαρχιών, που υπάρχουν στην ελληνική επικράτεια, οι 45 μόνο ανήκουν αποκλειστικά στην αναγνωρισμένη από το 1850 «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος» οι δε υπόλοιπες 50 ανήκουν στο Οικ. Πατριαρχείο.

 

9.- Η «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος» είναι μια Εκκλησία, η οποία διοικείται με πολιτικούς νόμους και διατάγματα, κατά παράβαση των Ι. Κανόνων και των Πατέρων. «Ου πείθομαι βασιλλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσιν εγγράφοις τε και αγράφοις», δηλ. «Δεν δέχομαι να διοικείται με διατάγματα η Εκκλησία, αλλά με τις παραδόσεις των πατέρων, τόσο τις γραπτές, όσο και τις προφορικές» αναφωνεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας». Αλλά και οι Οικουμενικές Σύνοδοι αλλιώς καθορίζουν τις σχέσεις Κανόνων και Νόμων, όπως αναφέρθηκε εκτενώς παραπάνω.

 

10.- Έτσι, ο αποκαλούμενος χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους από ορθοδόξου εκκλησιαστικής πλευράς νοείται, ως η ανεξαρτησία της Εκκλησίας από τον εναγκαλισμό του Κράτους και η αυτοδιοίκησή της. Αυτό σε γενικές γραμμές σημαίνει. 1/ Η Εκκλησία ασχολείται με τα πνευματικά, ενώ το Κράτος με τα κοσμικά (διαφορετικότητα και διάκριση στα του Καίσαρα και στα του Θεού), 2/ Η Εκκλησία δεν διοικείται με πολιτικούς νόμους, αλλά με τους Ι. Κανόνες της.

 

 

 

30.10.14

 

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Οriginal

image1

 

Φυλακές ἀνδρῶν…! Σάββατο πρωί…!

Στόν ἱερό Ναό τοῦ ῾Αγίου ᾿Ελευθερίου, ἡ θεία Λειτουργία τελείωσε. Πόση θερμή προσευχή ἔγινε καί σήμερα στό Λυτρωτή, γιά νά ἀνοίξουν τά σίδερα τῶν φυλακῶν, γιά νά σπάσουν τά σίδερα τῶν παθῶν, γιά νά ἔρθει ἡ πολυπόθητη ἐλευθερία στούς κρατουμένους…!

Μήν ἀργεῖς, Κύριε…

᾿Από τά μεγάφωνα τοῦ Σωφρονιστηρίου ἀναγγέλλεται· «῏Ηρθαν οἱ ῾Ιεροκήρυκες. ῞Οποιος κρατούμενος ἐπιθυμεῖ, ἄς κατεβεῖ γρήγορα στό Ναό…».

Σέ λίγο οἱ ῾Ιεροκήρυκες ὑποδέχονται μέ πολλή ἀγάπη, ὅπως ἄλλωστε κάθε Σάββατο, ἐκείνους πού λαχταροῦν νά ἀκούσουν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ. ᾿Εκείνους, πού μέσα στήν ἀσφυξία τῆς ἀνελευθερίας τους, θέλουν νά ἀναπνεύσουν, νά ξεκουραστοῦν, νά φωτιστοῦν, νά ἐλπίσουν, νά πιαστοῦν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί τήν ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη. Εἶναι ἡ μοναδική τους παρήγορη διέξοδος… γιά ἀνακούφιση…, γιά ὄνειρα…, γιά ἀληθινή ζωή…! ῞Ενας, δύο, τρεῖς … εἴκοσι ἑπτά! Προσκυνοῦν μέ σεβασμό τίς ἅγιες εἰκόνες καί τακτοποιοῦνται στίς θέσεις τους…

Τό σημερινό μάθημα ἀναφέρεται στά πρόσωπα τοῦ Γολγοθᾶ. Στά πρόσωπα, πού πλαισίωναν τόν ᾿Εσταυρωμένο Θεάνθρωπο στίς πιό τραγικές του ὧρες. Μέ ἀπόλυτη σιγή καί συγκινητική κατάνυξη παρακολουθοῦν καί ρουφοῦν… Στό τέλος μέ πολλή ἁπλότητα ἐκφράζουν τίς ἐντυπώσεις, τίς ἀπορίες, τούς προβληματισμούς τους, συζητοῦν…!

-᾿Εμένα, μοῦ ἔκαμε τρομερή ἐντύπωση, λέει κοφτά ἕνας γεροδεμένος κρατούμενος, ὁ Ληστής! «Τόν πάω»! Πάρα πολύ μοῦ ἄρεσε! ῏Ηταν ἀνέλπιστα τυχερός…!

Βλέπετε, μποροῦμε στή ζωή μας νά ἐμπνεόμαστε καί ἀπό ἀρνητικά πρότυπα, ἀκόμη καί ἀπό ληστές, πού βρῆκαν ὅμως τό σωστό δρόμο, τό δρόμο τοῦ Θεοῦ…

-᾿Εξήγησέ μας, γιατί θαύμασες τόσο πολύ τό Ληστή;

-Γιατί μέ μία μόνο κουβέντα του, συγχώρα με, Θεέ μου, «μνήσθητί μου, Κύριε», σώθηκε, τοῦ σβήστηκαν ὅλα του τά κρίματα, κέρδισε τόν Παράδεισο καί ἦταν ὁ πρῶτος πού μπῆκε. Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μου πόσο τόν συμπόνεσε, ἀλλά καί πόσο τόν κατάλαβε ὁ Χριστός! Τόν ἀγάπησα αὐτόν τό Ληστή. Θέλω νά τοῦ μοιάσω, νά ἔχω τήν τύχη του…!

-Μακάρι, μακάρι, ὁλόψυχα σοῦ τό εὐχόμαστε. ᾿Αφοῦ τόσο τό θέλεις, θά γίνει αὐτό. Μέ μία ὅμως προϋπόθεση· Νά μοιάσεις στό Ληστή ὄχι μόνο στή βαθιά του μετάνοια, ἀλλά καί σέ κάτι ἄλλο σπουδαῖο πού ἔκαμε·

-Ποιό εἶναι αὐτό;

-Νά τοῦ μοιάσεις στήν ὁμολογία του. Τί εἴπαμε ὅτι ὁμολόγησε;  ῞Οτι ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς καί ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἁμαρτωλός! «᾿Εμεῖς δίκαια τιμωρούμεθα καί ἀπολαμβάνουμε ἄξια γιά αὐτά πού πράξαμε…»! ῾Η μετάνοια ὁδηγεῖ στήν ὁμολογία καί αὐτή στή Λύτρωση. Αὐτή τήν ὁμολογία τή λέμε ἀλλιῶς ἐξομολόγηση. ῾Ο Χριστός δίδαξε τούς μαθητές του πῶς νά γίνουν σωστοί ἐξομολόγοι. Καί ὁ ῎Ιδιος αὐτό ἔκαμε ἐπάνω στό Σταυρό. ῾Ο Ληστής ἐξομολογήθηκε καί ὁ Χριστός τόν συγχώρησε…!

-Αὐτό δέν τό ἤξερα ἔτσι, δέν τό εἶχα καταλάβει.

-Σκέφτηκες ποτέ νά ἐξομολογηθεῖς; ῎Ενιωσες αὐτή τήν ἀνάγκη; Θέλεις νά ἐξομολογηθεῖς, νά Τοῦ ὁμολογήσεις ὅλα μέ συντριβή, ταπείνωση και εἰλικρίνεια; Θέλεις νά σωθεῖς;

-Ναί! Θέλω! Θέλω πολύ καί γρήγορα! ῞Ομως, θά μοῦ φέρεις Οriginal παπά. ῎Οχι ἀπό αὐτούς τῶν φυλακῶν. Δέν τούς ἐμπιστεύομαι. Φοβᾶμαι μήπως… Καταλαβαίνεις…

-Εἶναι σπουδαῖοι ἐξομολόγοι οἱ ῾Ιερεῖς τῶν φυλακῶν. ῞Ομως, ἐπειδή σέ καταλαβαίνω, θά σοῦ φέρω Οriginal, ὅπως τόν ζήτησες…

-Θά τόν περιμένω μέ ἐνδιαφέρον καί  ἀγωνία.

……………………………………………….

῎Εγινε!…

-Μήπως θέλει καί κάποιος ἄλλος νά ἐξομολογηθεῖ; Μήπως κάποιος θέλει νά πάρει τή θέση τοῦ Διονύση, πού ζήτησε κι ἐκεῖνος Οriginal ἐξομολόγο, ἀλλά δέν πρόλαβε, γιατί μετακινήθηκε ἀναπάντεχα σέ ἄλλη φυλακή;

-᾿Εγώ! ᾿Εγώ θέλω νά ἐξομολογηθῶ…!

-᾿Εσύ; Ρωτάει ἀπότομα καί δύσπιστα ὁ ᾿Αρχιφύλακας, πού πάντα φρουρεῖ στό Ναό τήν ὥρα τούτη. ᾿Εσύ, θέλεις ἀλήθεια νά ἐξομολογηθεῖς;

-Ναί! Θέλω καί μάλιστα πολύ! Τό ἀποφάσισα! Καί ξέρεις γιατί; Τό εἶχα μέσα μου, τό σκεφτόμουνα συνέχεια, ἔνιωθα τήν ἀνάγκη νά ξαλαφρώσω, ἀλλά δέ μοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία. Κάθε Σάββατο πρωί δουλεύω στά μαγειρεῖα. Σήμερα γιά πρώτη φορά, κατά παράξενο τρόπο, μέ ἐξαίρεσαν. ᾿Ε, δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό! Δέν εἶναι τυχαῖο! Κατάλαβες, ᾿Αρχιφύλακα; Θέλω νά ἐξομολογηθῶ…!

-Συγχαρητήρια καί στούς δυό σας, πού πήρατε αὐτή τήν ἡρωική ἀπόφαση. Καλή σας προετοιμασία…

῾Η συγκέντρωση τελείωσε. ῾Ο Οriginal Πνευματικός ἦρθε τήν καθορισμένη ἡμέρα ὁλοπρόθυμος. ῟Ωρες κράτησε ἡ ἐξομολόγηση τῶν δύο κρατούμενων… ῟Ωρες μυστηρίου καί ἀγάπης. ῟Ωρες εἰλικρίνειας καί συμφιλιώσεως μέ τό Θεό. ῟Ωρες φωτισμοῦ καί κάθαρσης, εἰρήνης καί ἐλευθερίας!

Βγαίνοντας ἀπό τήν Οriginal ἐξομολόγηση ὁ ἕνας εἶπε βουρκωμένος· «᾿Από σήμερα μπορῶ νά χαμογελάω»! ῾Ο ἄλλος τόνισε μέ πεῖσμα· «Δέ μέ νοιάζει νά σαπίσω στή φυλακή. ᾿Από αὐτή τή στιγμή νιώθω ἐλεύθερος…!» καί πολλή χαρά ἔβγαινε ἀπό τό πρόσωπό του.

Δόξα Σοι, Κύριε!…

Εὐλόγησε τούς Οriginal ἐξομολογούμενους καί τούς Οriginal ᾿Εξομολόγους…

 

                                                                                                        Η.Μ.

 

Σημείωση·

῾Ο πρῶτος ἀπό τούς δύο κρατουμένους, ὅταν πῆρε ἄδεια, πῆγε στό ῞Αγιον ῎Ορος καί συνάντησε τό Γέροντα, μέ τόν ὁποῖο εἶχε μιλήσει στήν ἁγνή του νιότη! ᾿Εκεῖνος, ὅταν τόν εἶδε, τόν ἀναγνώρισε, συζήτησε μαζί του, ἔβγαλε τό σκοῦφο του, σηκώθηκε ὄρθιος καί τοῦ εἶπε πρίν τόν ξεπροβοδίσει· «Εἰκοσιπέντε χρόνια σέ περίμενα. Τώρα μπορῶ νά πεθάνω ἥσυχος»!

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ (2009)

Η εντιμότης της κας Δούρου – Ερωτήματα τινά προς «υποκριτάς» χριστιανούς (γράφει ο Ιωάννης Π. Μπουγάς, Διδάκτωρ Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας

image002(1093)
 

Ενοχλούνται κάποιοι με την απουσία της Περιφερειάρχου Ρένας Δούρου από την επίσημη δοξολογία για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, δυσαρεστούνται κάποιοι για την άρνησή της να ορκιστεί με θρησκευτικό όρκο.

Οι φωνές αυτές δυσαρέσκειας προέρχονται κυρίως από πρόσωπα του ορθοδόξου εκκλησιαστικού χώρου.

Η όποια δυσαρέσκεια από πρόσωπα διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων είναι κατανοητή για ευνόητους μικροπολιτικούς λόγους (βλέπε ψηφοθηρία).

Τα μέλη όμως της εν Ελλάδι ορθοδόξου εκκλησιαστικής συνάξεως για ποιο λόγο αγανακτούν;

Περισσή υποκρισία δείχνουν. Η κα Δούρου προφανώς φέρεται έντιμα με το όποιο πιστεύω της και  με την  άρνησή της να ορκιστεί προσεγγίζει, άθελά της ίσως, την του Χριστού διδασκαλία η οποία αρνείται κάθε όρκο.

Οι της Εκκλησίας άνθρωποι δεν αγανακτούν και δεν δυσαρεστούνται για την από το 1883 υποταγή της Εκκλησιαστικής κοινότητος στην Ελλάδα στο κράτος;

Δεν δυσαρεστούνται για το ότι ο κάθε Δήμαρχος, Περιφερειάρχης, παλαιότερα Πρόεδρος κοινότητος, ο κάθε Δημοτικός, Περιφερειακός σύμβουλος η συμβουλίσκος προσκαλεί τον Προεστώτα της ευχαριστιακής συνάξεως να τελέσει την όποια δοξολογία και ο Αρχιερεύς είναι υποχρεωμένος να παραστεί με βάση το πρωτόκολλο του Δήμου ή της Περιφερειακής Ενότητος ή της Κυβερνήσεως;

Δύναται άραγε ο Επίσκοπος να απουσιάσει από αυτόν την πολλές φορές φολκλορική τελετή και από τις παρελάσεις και να προεξάρχει της θείας λειτουργίας σε ενα μικρό χωριό της επισκοπής του;

Αν η εκκλησιαστική κοινότητα επιθυμεί να τελέσει την όποια ικετήρια -επινίκια ή άλλη δέηση γιατί να πάρει την εντολή από τους υπαλλήλους του ελλαδικού κρατικού μορφώματος;

Υπήρξαν εποχές στην νεώτερη εκκλησιαστική ιστορία όπου ο ιερεύς εγκαλείτο από τον Δήμαρχο γιατί δεν ετέλεσε την δοξολογία στον ναό που επιθυμούσε ο Δήμαρχος.

Τα πράγματα είναι απλά, δύσκολα τα κάνουν οι έχοντες συμφέροντα, να τελειώσει η καταπίεση του κράτους στην Εκκλησιαστική κοινότητα. Η κα Δούρου μπορεί να το επιθυμεί για άλλους λόγους, αλλά με τις όποιες ενέργειές της βοηθά σε αυτόν τον απεγκλωβισμό ενώ κάποιοι άλλοι  πολιτικοί άρχοντες  θεωρούν την εκκλησία ως ευκαιρία προβολής του εγώ τους και ως δυνατότητα, ίσως και πραγματικότητα περισυλλογής ψηφακίων.

Θα τολμήσει άραγε η εκκλησιαστική κοινότητα να μην παρίσταται σε τέτοιου είδους φανφαρόνικες εκδηλώσεις στους χώρους τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας;

Θα τολμήσουν άραγε τα μέλη της να περιθωριοποιήσουν τους καμαρώνοντας ως γαλοπούλες  Δημαρχίσκους Υπουργίσκους, Πολιτευτάς, Δημοτικούς- Περιφερειακούς Συμβουλίσκους κ.λ.π. στις εκκλησιαστικές λατρευτικές συνάξεις και να θέσουν σε προτεραιότητα τα εκκλησιαστικά χαρίσματα;

Σε λίγα χρόνια πιθανώς οι ανωτέρω κρατικοί υπάλληλοι να είναι μέλη της μουσουλμανικής κοινότητος ή της βουδιστικής η της όποιας άλλης.

Τότε θα διαμαρτύρονται οι «ευσεβείς χριστιανοί» για την απουσία τους από τις κρατικές δοξολογίες, παρελάσεις και άλλες φοκλορικές παραστάσεις;

ΠΗΓΗ.- http://www.amen.gr/article19577#sthash.0URDj52m.dpuf

Η Υπέρμαχος Στρατηγός -Η Παναγία στη ζωή της Ρωμιοσύνης-. (πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου)-Βιβλιοπαρουσίαση.

ανώνυμος

Ὑπέρογκες ἀρχιτεκτονικές˙Λαρίων Φαμαγκούστα Μπουφαβέντο˙ σχεδὸν σκηνικά.Ἤμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε ἀλλιῶς τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾷ»

ποὺ εἴδαμε κάποτε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας,

τὰ φαγωμένα ἀπὸ γυφτοτσάντιρα καὶ στεγνὰ χορτάρια,

μὲ τοὺς μεγάλους πύργους κατάχαμα, σὰν ἑνὸς δυνατοῦ,

ποὺ ἔχασε τὰ ριγμένα ζάρια.

ᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ

Καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη

στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,

ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸ τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης,

ἐκείνου τοῦ πελάγου τὸν καημό,

σὰν ἦβρε τὸ ζύγιασμα τῆς καλοσύνης.

Γ. ΣΕΦΕΡΗ – ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ

Ἐγκλείστρα, 21 Nοεμ. ’53

(Απόσπασμα)

Τη διαχρονική σχέση Ελληνισμού και της Θεοτόκου διαπραγματεύεται το βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Γρηγόρη»

«Η Παναγία μας είναι και η έκφραση της Ρωμιοσύνης. Όταν μιλάμε για Ρωμιοσύνη εννοούμε τη ζωή της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οποίας ο ελληνισμός υπήρξε ο εθνικός κορμός. Πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού Κράτους ήταν η Νέα Ρώμη που ονομάσθηκε Κωνσταντινούπολη, από το όνομα του ιδρυτού της.  Όταν βλέπει κανείς την Πόλη αυτήν, θυμάται την Πλατυτέρα, την εικόνα της Παναγίας που έχει στην αγκαλιά Της τον Χριστό. «

«… Στην εθνική μας ιστορία η Παναγία απέβη δύναμη συνοχής του Γένους και πηγή εμπνεύσεώς του σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Είναι η «δύναμη δι ‘ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι’ ‘. «Η λατρεία μας » γράφει ο πεζογράφος Σπύρος Μελάς,« είναι υφασμένη μ ‘αυτή την εθνική μας ύπαρξη.

Η Παναγία υπήρξε για τους Έλληνες «η προστασία η ακαταίσχυντος»,

«Η Υπέρμαχος Στρατηγός», «ο πύρινος στύλος», που οδήγησε το Γένος μας στο δρόμο του θριάμβου και της δόξας, η Μάνα της Ρωμιοσύνης, που συνοδοιπόρησε μαζί της στη διαδρομή των αιώνων …. ». (Από τον πρόλογο του Βιβλίου).

Το βιβλίο έχει 270 σελίδες και χωρίζεται στα εξής μέρη.

Α Μέρος: Βυζαντινή περίοδος (330-1453μ.Χ).

Περιλαμβάνει ιστορικά στοιχεία για τους Βυζαντινούς προσκυνηματικούς ναούς και Μονές της Κων/πολης, με ιδιαίτερη αναφορά στο ναό Παναγία των Βλαχερνών και της Ζωοδόχου Πηγής και τις περίπυστες (ονομαστές) Θεομητορικές εικόνες και τα Θεομητορικά κειμήλια. Επίσης γίνεται ιστορική αναφορά στις θαυματουργικές διασώσεις της Πόλης από τις πολιορκίες βαρβάρων κατά τη χρονική περίοδο 626-1422μ.Χ.

Β Μέρος..Οθωμανική περίοδος.

Περιλαμβάνει διηγήσεις θαυμάτων της Θεοτόκου κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αναφέρονται είναι τα θαύματα: της Παναγίας της Παρηγορίτισσας στην Άρτα, της Παναγιάς του Χάνδακα στην Κρήτη, της Παναγίας της Αρμάτας στις Σπέτσες, της Παναγίας της Ντινιούς στην Εύβοια, της Παναγίας της Μακελαριάς στα Καλάβρυτα, της Παναγίας του Ελικώνα, της Παναγίας της Λεσινιώτισσας στο Μεσολόγγι κ.α.

Γ Μέρος. Νεώτερη και σύγχρονη ιστορία.

Κύρια θέματα του μέρους αυτού είναι:

-Η Παναγία στο έπος του 1940.

-Η Παναγία κατά τη Μικρασιατική καταστροφή.

Δ. Μέρος.

Διαπραγματεύεται τον ρόλο της Παναγίας στην ιστορία του Κυπριακού Ελληνισμού.

Ε. Μέρος.

Περιλαμβάνει τα θέματα.

-Η Τιμή της Μεγαλόχαρης στην Αθήνα

-Οι Παναγίες των Ελλήνων, με ιδιαίτερη αναφορά στα μεγάλα Θεομητορικά προσκυνήματα.

–Οι Ιστορικές εικόνες της «Πρόσφυγος» Παναγίας.

Επίμετρο.

Μικρό αφιέρωμα στον Ακάθιστο ύμνο.

Περιλαμβάνει το ιστορικό του Ακαθίστου ύμνου, τα χαρακτηριστικά και τη δομή του υμνογραφικού αυτού κειμένου. Γίνεται σύντομος θεολογικός σχολιασμός στις βιβλικές προτυπώσεις της Θεοτόκου και ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην εικόνα του Ακαθίστου και στα θαύματά της.

Τέλος ως επίλογος χρησιμοποιείται ένα απόσπασμα από ποίημα του Γ. Βερίτη με τον τίτλο «Ελλήνων Ύμνος» που είναι χαρισμένο στους ηρωϊκούς πολεμιστές μας. Ο ποιητής ευχαριστεί την Οδηγήτρια – Παναγιά για τη νίκη που έδωσε στα Ελληνικά όπλα και βεβαιώνοντας Αυτήν ότι η Ελληνική ψυχή εις οιανδήποτε καταιγίδα και αντιξοότητα υψώνεται προς Αυτή, Την παρακαλεί να ευρίσκεται πάντοτε πλησίον στη μητέρα Ελλάδα.

«… Ὢ χαῖρε, χαῖρε, ἀθάνατη Παρθένα και Μητέρα!

Μεσ ‘στοῦ πολέμου τὴν ὀργὴ καὶ μεσ’ στὴν καταιγίδα,

σὲ σένα ὑψώνεται ἡ ψυχὴ κι ‘ὁ νοῦς μας νύχτα-μέρα.

Ὢ θεία τοῦ Γένους καὶ γλυκειὰ παρηγοριὰ κι ‘ἐλπίδα,

γιὰ τὴν ἀπάντεχη χαρά, γιὰ τὴν τιμὴ τὴν τόση,

γιὰ τὴν οὐράνια δύναμι, ποὺ Ἐσὺ μᾶς ἔχεις δώσει,

ὅσο θὰ ζῇ ἡ Ἑλλάδα μας, Μητέρα τρισμεγάλη,

τὴ δόξα σου θὰ ψάλλῃ!

Το βιβλίο τέλος περιλαμβάνει και ένα φωτογραφικό ένθετο με εικόνες από μεγάλα Θεομητορικά προσκυνήματα και θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας.

EΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΗ» Ἱπποκράτους 43, 106 80 Ἀθήνα, τηλ. 210 36.37.016fax: 210 36.26.646http:

http://www.grigorisbooks.gr

 

e-mail: info@grigorisbooks.gr

Τό ΟΧΙ τοῦ κλήρου στό ἔπος τοῦ 1940 (Εὐδοξίας Αὐγουστίνου. Φιλολόγου- Θεολόγου

ΚΛΗΡΟΣ 1940

Ἀναμφισβήτητα τό ἔπος τοῦ 1940 ἀνήκει σέ ὅλους τους Ἕλληνες. Ὅλος ὁ λαός μας τότε ἑνωμένος μέ μία ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, ὄρθωσε τό ἀνάστημά του στόν ὁρμητικό χείμαρρο τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ ναζισμοῦ. Ἔτσι, ἀπό αὐτήν τήν τιτάνια μάχη, πού ξεκίνησε τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940, δέν θά ἦταν δυνατό νά ἀπουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας σήμερα μονίμως ἀγνοεῖται ἤ συστηματικά ἀποσιωπᾶται. Καί, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί τό 1940 ἔσπευσε νά καταγράψει μέ πράξεις ἡρωισμοῦ καί ἀντίστασης τήν ἀπροσκύνητη θέλησή της καί νά φανεῖ ἄλλη μία φορά ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του.

Μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου ἡ ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσάνθου ἐξέδωσε διάγγελμα πρός τόν λαό: «Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τά ὅπλα τά ἱερά καί πέποιθεν ὅτι τά τέκνα τῆς Πατρίδος εὐπειθῆ εἰς τό κέλευσμα Αὐτῆς καί τοῦ Θεοῦ, θά σπεύσωσιν ἐν μιᾷ ψυχῇ καί καρδίᾳ νά ἀγωνισθῶσιν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί τῆς ἐλευθερίας καί τιμῆς, καί… θά προτιμήσωσι τόν ὡραῖον θάνατον ἀπό τήν ἄσχημον ζωήν τῆς δουλείας… Ἐπιρρίψωμεν ἐπί Κύριον τήν μέριμναν ἡμῶν…».
Τότε, χωρίς χρονοτριβή, ὀγδόντα τέσσερις κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων ἐγκαταλείποντας τίς ἄλλες ἐπείγουσες ὑποχρεώσεις καί διακονίες τους σκαρφάλωσαν χωρίς ποτέ κάποιοι νά ἐπιστρέψουν στά βουνά τῆς Βορείου Ἠ πείρου, γιά νά ἐνισχύσουν τόν ἕλληνα στρατιώτη μέ τά πύρινα κηρύγματά τους, τήν ἐξομολόγηση, τή θεία Λειτουργία. Συμπορεύθηκαν μαζί του στή δόξα, μά καί στήν ὀδύνη καί στή θανή. Πόσες φορές δέν δρόσισαν τά φρυγμένα χείλη τῶν στρατιωτῶν, δέν σκούπισαν τά δάκρυα καί τόν ἱδρώτα τους, περιθάλποντας τούς ἥρωες, σάν νά ’ταν δικοί τους! Κι ἄλλοτε πάλι νεκροστόλισαν καί κήδευσαν τούς λιονταρόψυχους πού θυσιάστηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.
Κι ὅταν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Γερμανοί μπῆκαν νικητές στήν Ἑλλάδα, πάλι ἡ Ἐκκλησία ἐπωμίσθηκε τό μεγάλο βάρος γιά τή διάσωση τοῦ λαοῦ. Πρῶτος σήκωσε τή σημαία τῆς Ἀντίστασης ὁ «ὑπέρτατος πνευματικός ἡγέτης» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος. Ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στήν ἐπιτροπή παράδοσης τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά τελέσει Δοξολογία στόν μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά ὁρκίσει τήν κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου, μέ τίμημα τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν θρόνο του.
Διάδοχός του ὁ «φιλόστοργος καί ἄκαμπτος πατριώτης» Δαμασκηνός ἀποδείχτηκε μεγάλη καί ἡγετική προσωπικότητα. Ἵδρυσε τόν Ἑλληνικό Ὀργανισμό Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) καί ἀπηύθυνε ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις στόν ἀνά τόν κόσμο Ἐρυθρό Σταυρό γιά ἀποστολή βοήθειας πρός τόν κακουχούμενο ἑλληνικό λαό.
Περιδιαβαίνοντας τά μονοπάτια τῆς ἱστορίας κλίνουμε εὐλαβικά τό γόνυ μπροστά στή μεγαλοσύνη τῶν Πατέρων μας: Ὁ θαρραλέος μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος ἀπό τήν πρώτη στιγμή βρέθηκε στό Μέτωπο καί μπῆκε πρῶτος μαζί μέ τούς στρατιῶτες στό ἐλεύθερο Ἀργυροκάστρο. Ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος ὁ Α΄, ὅταν οἱ Γερμανοί εἰσῆλθαν στήν πόλη τῆς Μυτιλήνης, ἐνώπιον τοῦ ἀνώτατου γερμανοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ δήλωσε τεταγμένος ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τό ποίμνιό του.
Ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ, μετά τούς βομβαρδισμούς πού ὑπέστη ὁ Βόλος μένει ἐκεῖ, συγκακουχούμενος μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ προσπαθώντας νά τόν ἐμπνεύσει. Ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος στήν ἀπαίτηση τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ νά τοῦ ὑποδείξει ὁμήρους προσῆλθε στή γερμανική Κομμαντατούρ μέ κάποιους ἱερεῖς καί δήλωσε: «Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ζητηθέντες ὅμηροι».
Πόσα ἐπίσης χρωστᾶ τό Αἴγιο στόν ἀρχιμανδρίτη Κωνστάντιο Χρόνη (μετέπειτα Ἀλεξανδρουπόλεως), ὁ ὁποῖος τό ἔσωσε ἀπό ὁλοκληρωτική καταστροφή, ὅταν ὁ γερμανός στρατιωτικός διοικητής τό ἀπειλοῦσε μετά τίς σφαγές στά Καλάβρυτα. Ὁ μετέπειτα μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγών Διονύσιος Χαραλάμπους, ἐνῶ βρισκόταν ἔγκλειστος στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν «Π. Μελᾶ» στή Θεσσαλονίκη, τοῦ ἐξασφαλίσθηκε ἡ δυνατότητα νά ἐλευθερωθεῖ. Δέν τή δέχθηκε. Ἔμεινε μέ τούς συγκρατούμενούς του, γιά νά τούς ἐνισχύει. Ὁδηγήθηκε στό Ἄουσβιτς καί ἔφθασε «παραπλήσιον θανάτου». Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1941 μέ τά φλογερά του λόγια κατάφερε νά σώσει ἀπό τούς βομβαρδισμούς καί τόν ἐξευτελισμό τό ἱστορικό θωρηκτό «Ἀβέρωφ».
Ἀλλά καί «ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης», γράφει ὁ Στέφανος Μυλωνάκης «οὐδέποτε οὐδαμῶς ὑστέρησεν εἰς ἐκδηλώσεις πατριωτισμοῦ, θυσίας καί ὁλοκαυτωμάτων… Ἅπαντες… εὑρέθησαν ἀμέσως εἰς τάς ἐπάλξεις καί προμαχώνας τῆς προσφιλοῦς πατρίδος… Βλέπομεν καί πάλιν ἐπισκόπους τραυματιζομένους… φυλακιζομένους… τυφεκιζομένους πλήν οὐδέποτε ἐνδίδοντας ἤ ὑποχωροῦντας».
Στόν ἀγώνα ἀκόμη συμμετεῖχαν δυναμικά καί τά μοναστήρια μας, πού πάντοτε στάθηκαν οἱ κυματοθραῦστες τῶν βαρβαρικῶν ἐπιθέσεων. Κάποια καταστράφηκαν ἀπό τούς κατακτητές, ἄλλα λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, ἀνατινάχθηκαν, πλήρωσαν βαρύ τόν φόρο τοῦ αἵματος. Ἰδιαιτέρως ἀναφέρουμε τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Ὕδρας, τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στή Σπάρτη, τῆς Δαμάστας στή Λαμία, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί τῆς Ἁγίας Λαύρας, τῆς Βελλᾶς στά Ἰωάννινα πού μετατράπηκε σέ Νοσοκομεῖο.
Ἀτελείωτο τό συναξάρι τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν μας, πού προμάχησαν γιά νά ἀναπνέουμε ἐμεῖς τόν ζείδωρο ἄνεμο τῆς ἐλευθερίας!
Γιά τίς τόσες ὅμως θυσίες καί τήν «κένωση» τήν ὁποία ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία μας, χάριν τοῦ Γένους μας, δέχεται διαρκῶς ταπεινώσεις καί ἀμφισβητήσεις ἀπό ἐκείνους πού κατά λόγον δικαιοσύνης τῆς χρωστοῦν εὐγνωμοσύνη. Ἄς μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός γιά τήν ἀφροσύνη μας καί τά ὀλέθριά μας λάθη.

ΠΗΓΗ:ΕΛΛΑΔΑ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΧΕΣΕΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου)

 ΑΓ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ 18 ου ΑΙΩΝΟΣ. ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης καί οἱ, διά μέσου αὐτοῦ, σχέσεις Θεσσαλονίκης καί Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο.*

( Μέρος Α΄)

βυζαντινή Θεσσαλονίκη, ἡ λαμπρά καί ἐπιφανής πόλη τῆς Μακεδονίας, ἡ «κορυφή τῆς Θεσσαλίας», ἡ «ὑπεριδρυμένη καί ὑπερέχουσα πάσης ἄλλης», συγκέντρωνε ἀνέκαθεν πολλά προτερήματα. Σέ κάθε ἐποχή, ὁπότε καί κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο στίς ὁποίες ἀναφερόμαστε, ἡ Θεσσαλονίκη, δεύτερη πόλη τῆς αὐτοκρατορίας καί πρωτεύουσα τοῦ Ἰλλυρικοῦ, διακρινόταν ὡς σημαντικό ἐμπορικό, οἰκονομικό, πολιτιστικό καί καλλιτεχνικό κέντρο.

Σπουδαιότατη πνευματική ἑστία καί ἁγιοτόκος πόλη, ἡ Θεσσαλονίκη, διακρίθηκε ἐπίσης γιά τή μεγάλη εὐσέβεια τῶν πολιτῶν της καί τό ὑψηλό πνευματικό της ἐπίπεδο. Χαρακτηριστική ἔκφανση τῆς πνευματικότητας τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ἡ ἄνθηση τοῦ ἀστικοῦ μοναχισμοῦ, μιά πού ἡ πόλη ὑπῆρξε πόλος ἔλξης γιά τούς μοναχούς ὁλόκληρης τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, ἀπέβη μέ τό πλῆθος τῶν μονῶν, ἐντός καί ἐκτός τῶν τειχῶν της, ἕνας δεύτερος Ἄθως[1] καί ἀπέσπασε τόν χαρακτηρισμό «φιλομόναχος πόλις».

Τά παραπάνω, ἀλλά καί τό θαυμαστό φαινόμενο τῆς μυροβλυσίας τοῦ ἁγίου Δημητρίου καθώς καί οἱ ἰάσεις πού ἐπιτελοῦνταν στό ναό του στή Θεσσαλονίκη, συνιστοῦν τούς καθοριστικούς παράγοντες πού συνέβαλαν ὥστε τήν πόλη νά ἐπισκεφθοῦν ἤ νά διέλθουν ἀπ᾿ αὐτήν κατά τίς ἱεραποδημίες ἤ τά ταξίδια τους, μεγάλες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, κυρίως μοναχοί· ἀνάμεσά τους καί ἀρκετές ὁσιακές μορφές καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας πού σχετίζονται μέ τήν πρωτεύουσα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη.

Τά ἱστορικά συμβάντα πού ἀναφέρονται ἤ ἐπηρεάζουν καί τίς δύο πόλεις, ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική διοίκηση, οἱ πνευματικές καί πολιτιστικές ἀλληλεπιδράσεις, ἀκόμη καί ἡ θαλάσσια καί χερσαῖα ἐπικοινωνία μεταξύ τους, εἶναι μερικά ἀπό τά θέματα πού καλύπτονται ἀπό τό φάσμα τῶν εἰδικῶν σχέσεων μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως καί Θεσσαλονίκης, τό ὁποῖο διαμορφώνεται ἀπό τή ζωή καί τή δράση ἁγίων ἤ ὁσιακῶν μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας, μέ πρωτεύοντα χῶρο δράσης εἴτε τήν βασιλεύουσα εἴτε τή συμβασιλεύουσα πόλη.

Μέσα στά πλαίσια αὐτά, μεγάλη ἱστορική ἀξία ἀποκτοῦν ὁρισμένα ἀπό τά ἁγιολογικά κείμενα τῆς πρωτοβυζαντινῆς καί μεσοβυζαντινῆς περιόδου, καθώς παρέχουν πληροφορίες γιά τίς διάφορες πτυχές τῶν διά τῶν ἁγίων σχέσεων τῆς Θεσσαλονίκης μέ τήν Κωνσταντινούπολη.

Μέσα ἀπό τήν πλούσια ἁγιολογική γραμματεία περί τοῦ ἁγίου Δημητρίου[2], πού παράγεται στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά καί ἀπό ἀναφορές, στή συνέχεια τῆς μελέτης μας, στά προσκυνηματικά ταξίδια ἁγίων τῆς μεσοβυζαντινῆς, κυρίως, περιόδου, ἀναδύεται ὁ πλέον καίριος παράγοντας πού διαμορφώνει τίς διά τῶν ἁγίων σχέσεις πού ἀναπτύσσονται μεταξύ τῶν δύο πόλεων. Προσκυνητές, κυρίως μοναχοί, πού πραγματοποιοῦσαν ταξίδια ἀπό τή Βασιλεύουσα πρός τά μεγάλα βυζαντινά προσκυνήματα, κατέφθαναν στή Θεσσαλονίκη μέ σκοπό νά προσκυνήσουν τόν μυροβλύζοντα τάφο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου ὁ ναός εἶχε ἐξελιχθεῖ, ἀπό τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας καί ἐντεῦθεν, σ᾿  ἕναν ἀπό τούς σπουδαιότερους χριστιανικούς προσκυνηματικούς προορισμούς.

ΑΓ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΝΑΟ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΥΑΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ. ΕΡΓΟ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΠΙΕΡΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ. 1901.

 

 

Μέσα ἀπό τίς παραπάνω διαδρομές, ἡ τιμή τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης διαδίδεται καί ἐξαπλώνεται πανηγυρικά πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς γενέτειράς του ὡς τήν Κωνσταντινούπολη καί σ’ ὅλη τήν χριστιανική οἰκουμένη, κάτι ἄλλωστε πού  ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἀντικατάσταση τῆς λέξης «Θεσσαλονίκη» μέ τή λέξη «οἰκουμένη» στό Ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἀπό τόν 11ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν. Μέ τήν ἀνάληψη δέ τῶν βυζαντινῶν σκήπτρων ἀπό τούς Μακεδόνες αὐτοκράτορες, ἡ τιμή τοῦ μυροβλύτου ἁγίου προσλαμβάνει οἰκουμενικές διαστάσεις, μέ τήν ἀφιέρωση στήν Κωνσταντινούπολη δύο ναῶν στή μνήμη του, ἀπό τόν Βασίλειο τόν Α΄ καί τό διάδοχό του Λέοντα ΣΤ΄ τό Σοφό. Ὅπως μάλιστα προκύπτει ἀπό τήν ἐκτενή ἀναφορά τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου στό ΚΑ΄ κεφάλαιο τοῦ γνωστοῦ ἔργου τουἜκθεσις περί τῆς βασιλείου τάξεως, ὑπό τόν τίτλο: «Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν τῇ ἑορτῇ καί προελεύσει τοῦ ἁγίου Δημητρίου», τό τυπικό τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου εἶχε ἐνσωματωθεῖ στό τυπικό τῶν βασιλικῶν ἀνακτόρων. Δέν θά πρέπει ἐπίσης νά παραλείψουμε ἐδῶ νά προσθέσουμε, ὅτι ὁ Πορφυρογέννητος εἶχε συνθέσει ἕνα γλαφυρό κανόνα «εἰς τόν ἅγιον μεγαλομάρτυρα, μυροχεύμονα καί θαυματουργόν Δημήτριον», μέ τόν ὁποῖο ἐξυμνοῦσε τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου, ἐνῶ στή σημαντικότερη συναξαριακή συλλογή τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τό Συναξάριον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο συγκροτήθηκε περί τά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα μέ πρωτοβουλία τοῦ λογίου αὐτοῦ αὐτοκράτορα, περιλήφθηκε καί ἕνα ἐκτενές Συναξάριο τοῦ ἁγίου, ὑπό τόν τίτλο, «Ἄθλησις τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου»[3].

Παρενθετικά ἐδῶ ἀναφέρουμε ὅτι στόν περίφημο χειρόγραφο κώδικα Vaticanus graecus 1613, γνωστό ὡςΜηνολόγιο τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Β΄, κώδικα πού φιλοτεχνήθηκε (γύρω στό 985) σέ ἐργαστήριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συναντᾶται σέ μικρογραφία τοῦ ζωγράφου Παντολέοντος, ἡ ἀρχαιότερη ἀπεικόνιση τοῦ διά λογχισμοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου στή βυζαντινή εἰκαστική τέχνη[4]. Ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶχε εἰσέλθει πλέον στή ζωή τοῦ κέντρου τῆς αὐτοκρατορίας, μέ τήν ὁποία εἶχε ἄρρηκτα συνδεθεῖ.

(συνεχίζεται)

  * Ἀπόσπασμα μελέτης τοῦ γέροντος Παταπίου, ὑπό τόν γενικότερο τίτλο: Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολη. Οἱ σχέσεις τους, διά μέσου τῶν ἁγίων, κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο κατά τό Κ΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συμπόσιο, Χριστιανική Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολις μέχρι καί τοῦ Δεκάτου αἰῶνος, Ἱερά Μονή Βλατάδων 9-11 Νοεμβρίου 2006.

  [1] Πασχαλίδη Σ., Ὁ Βίος τῆς ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 25.

  [2] Τήν πολύ πλούσια βιβλιογραφία περί τοῦ ἁγίου Δημητρίου βλ. στά ἔργα: Ἡ γραμματεία τῶν Δημητρίων Α΄. Διηγήσεις περί τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου (ἐπιμ. Π. Χρήστου), Θεσσαλονίκη 1993, σ. 487-492. Ἡ γραμματεία τῶν Δημητρίων Β΄.  Μαρτύρια, Συλλογές θαυμάτων καί Ἐγκώμια στόν ἅγιο Δημήτριο. Πρωτοβυζαντινή-Μεσοβυζαντινή περίοδος (εἰσαγωγή-ἐπιμέλεια Σ. Πασχαλίδη), Θεσσαλονίκη 2005, σ. 377-382.

  [3] H. Delehaye, Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxxeles 1902, στ. 163-166.

  [4]  Παζαρᾶ Ν., «Εἰκονογραφικοί τύποι τοῦ ἀγίου Δημητρίου», Ὁ ἅγιος Δημήτριος στήν τέχνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκδ. Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 46.

 

Ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης καί οἱ, διά μέσου αὐτοῦ, σχέσεις Θεσσαλονίκης καί Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο.*

( Μέρος Β΄)

(συνέχεια ἀπό τό Α΄ μέρος)

Βυζαντινοί αὐτοκράτορες ὅπως ὁ Ἰουστινιανός καί ὁ Μαυρίκιος (582-602) πιστεύουν βαθειά, ὅτι τό κράτος τους θά ἦταν περισσότερο ἀσφαλές, ἐάν εἶχαν καί τήν προστασία τοῦ μυροβλύτη ἁγίου Δημητρίου, μέσα ἀπό τήν παρουσία στήν Κωνσταντινούπολη τῶν ἱερῶν του λειψάνων. Στό πέμπτο Θαῦμα τοῦ Πρώτου Βιβλίου τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, «Περί τῆς αἰτήσεως τῶν λειψάνων τοῦ μάρτυρος», καταγράφονται οἱ ἄκαρπες προσπάθειες τῶν δύο αὐτοκρατόρων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν εὐλαβικά μέρος τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου. Ὁ συντάκτης μάλιστα τοῦ Συναξαρίου τοῦ ἁγίου Δημητρίου στόΚωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, μᾶς πληροφορεῖ γιά τούς λόγους τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀποστολῆς τῆς παραλαβῆς τῶν λειψάνων, συνδέοντάς τους μέ τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας: «Ἰουστινιανός ὁ ἀοίδιμος βασιλεύς τόν ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας κτίσας ναόν καί μέλλων καθιερῶσαι αὐτόν καί ἁγίων μαρτύρων συνάγων λείψανα, ἠβουλήθη καί ἐκ τῶν τοῦ μάρτυρος Δημητρίου ἀναγαγεῖν· καί δή στείλας ἐν Θεσσαλονίκῃ τούς εἰς τοῦτο ὑπηρετήσοντας, ἤλπιζε τοῦ ποθουμένου τυχεῖν»[1]· κάτι ὅμως πού ὁ ἅγιος δέν ἐπέτρεψε, ἐπιθυμῶντας νά διατηρηθεῖ τό λείψανό του ἀκέραιο. Ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε ἀποκτήσει, ὅπως ἡ Κωνσταντινούπολη ὡς ὑπέρμαχο στρατηγό της τήν Θεοτόκο, τόν δικό της ὑπέρμαχο. Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτά ὁ Ἰουστινιανός ἐκδήλωσε τήν εὐλάβειά του στόν ἅγιο μέ τήν ἀνάθεση στό στενό του φίλο καί μεγάλο ὑμνογράφο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Ρωμανό τόν Μελωδό, τῆς συνθέσεως τριῶν Κοντακίων πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή, νά προσθέσουμε ὅτι ἀργότερα, ἕτερος ὑμνογράφος τῆς Βασιλεύουσας, ὁ μοναχός Στέφανος Στουδίτης, ἀφιέρωσε, μετά τόν σεισμό τοῦ 740, μεταγενέστεροΚοντάκιο στόν ἅγιο.

Ἄλλοι πάλι αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Ἰουστινιανός ὁ Β΄, τόν τιμοῦν μέ δωρεές, ἀποδίδοντας τίς νίκες τους κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς αὐτοκρατορίας στόν ἅγιο Δημήτριο. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Βασίλειος Α΄ ὁ Μακεδόνας, ταπείνωσε τούς Βουλγάρους, ἀφοῦ προηγουμένως ἦλθε στή Θεσσαλονίκη καί ζήτησε τήν βοήθεια τοῦ μεγαλομάρτυρος (1014). Ἄλλοι πάλι, ὅπως ὁ Ἰσαάκιος Β΄ Ἄγγελος (1185-1195), τοῦ ἀφιερώνουν ἐπιγράμματα, ἐνῶ ἡ ἱερή εἰκόνα τοῦ «φιλοπόλιδος» καί «φιλοπάτριδος» ἁγίου μεταφέρεται στά τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά τήν ἀσφάλεια τῆς πόλης.

Ἀπό τά εὐάριθμα περί τοῦ ἁγίου Δημητρίου κείμενα τῆς ἐποχῆς πού ἐξετάζουμε, τρία ἁγιολογικά ἔργα τοῦ Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ, ἐπισημαίνουν ἰδιαίτερα τήν σχέση τῶν βυζαντινῶν βασιλέων μέ τόν ἅγιο. Πρόκειται γιά δύο Ἐγκώμια στόν ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν  αὐτοκράτορα ἀποκαλεῖται «ὁ ἐμός Δημήτριος», καί μία Ὁμιλία πού ἐξεφώνησε ὁ ἴδιος «ὅτε τῷ ἀοιδίμῳ τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστῇ καί τά οὐράνια περιπολοῦντι ἀνάκτορα Δημητρίῳ, ὁ οἶκος ἐν τοῖς βασιλείοις ἀνιερώθη». Ὁ σοφός αὐτοκράτορας, νά σημειώσουμε ἐδῶ, θεωροῦσε τόν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης προσωπικό του προστάτη, μετά τό περιστατικό πού ἐξιστορεῖται στόν Βίο τῆς ἁγίας Θεοφανοῦς, τῆς πρώτης του συζύγου. Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε καί ἀνήγειρε ναό στή μνήμη του.

Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Α΄ Μυστικός, σέ Ὁμιλία του πρός τόν «ἀκριβή φρουρό» τῆς Θεσσαλονίκης ἀναδεικνύει μέσα ἀπό τό ρητορικό σχῆμα τοῦ διαλόγου πού ἐπιλέγει, τήν σωτήρια ταύτιση τῆς «θεοφρουρήτου», «θεοφυλάκτου» καί «θεοσώστου» πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης μέ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Δημητρίου στόν οἶκο του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ

Ὁ καθηγητής κ. Συμεών Πασχαλίδης ἐντόπισε μία ἐξαιρετικά σημαντική, ἀλλά καί ἀναξιοποίητη, μαρτυρία γιά τήν ἰδιαίτερη τιμή πού ἀπέδιδαν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως στό Θεσσαλονικέα ἅγιο, στό ἔργο τοῦ Ἰωάννου διακόνου καί μαΐστορος (11ος αἰ.), «πρός τούς ἐπιδοιάζοντας τῇ τῶν ἁγίων τιμῇ καί λέγοντας μή δύνασθαι αὐτούς ὠφελεῖν ἡμᾶς, μάλιστα δέ μετά τήν ἐντεῦθεν ἐκδημίαν καί ἀποβίωσιν»[2]. Στό πολύ ἐνδιαφέρον ἁγιολογικό αὐτό κείμενο μάλιστα, οἱ πολλές εὐεργεσίες τοῦ μεγαλομάρτυρα πρός τούς Κωνσταντινουπολίτες συνδέονται ἄμεσα μέ τή Θεσσαλονίκη. Μεταξύ τῶν μεγάλων ἁγίων, τῶν ὁποίων τά λείψανα θαυματουργοῦσαν στή Βασιλεύουσα, ὁ συντάκτης συγκαταλέγει καί τόν ἅγιο Δημήτριο. Ἄλλωστε, ὅπως γράφει, ἀπό μία εἰκόνα του εἶχε θεραπευθεῖ καί ὁ ἴδιος. Διαβάζουμε σχετικά: «Ἄλλο πάλιν τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων δεῖγμα δυνάμεως καί μάρτυς ἔλεγχος ὁ ἀθλοφόρος Δημήτριος, τοῖς Θεσσαλονικεῦσι πηγάζων τό μύρον τουτί τό πνευματικόν καί ἀείρρυτον ἔχων τόν ποταμόν τῆς χάριτος. Ἐγώ δέ καί εἰκόνι τοῦ μάρτυρος τό θαῦμα τεθέαμαι καί τήν ἐκεῖθεν ἀπόρροιαν φρίκης ῥιγώδους ἔσχον ἐλατήριον καί πυρετοῦ φυγαδευτήριον καύσωνος καί ὀφθαλμίας ζοφερᾶς φωτιστήριον».

Τό 11ο θαῦμα τοῦ ἁγίου Δημητρίου στή συλλογή τοῦ Ἰωάννη Σταυράκιου πού εἶναι καί τό ἕκτο στό Β΄ βιβλίο τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὑπογραμμίζει τήν οἰκουμενική διάσταση τῆς τιμῆς στόν ἅγιο Δημήτριο τόν ὁποῖο συνδέει πάλι μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀφορᾶ στόν Κυπριανό, ἐπίσκοπο Θηνῶν τῆς Βυζακηνῆς τῆς Ἀφρικῆς, ὁ ὁποῖος κατά τό ταξίδι του πρός τήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις, αἰχμαλωτίστηκε ἀπό πειρατές. Στόν αἰχμάλωτο ἐπίσκοπο παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ ὁποῖος τόν βοήθησε νά ἀποδράσει, ὁδηγῶντας τον στό ναό του, στή Θεσσαλονίκη. Ὁ Κυπριανός, μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τούς πειρατές, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης καί πέρασε τό χειμῶνα στήν πόλη, μετέβη τελικά στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου τακτοποίησε τήν ὑπόθεσή του καί κατόπιν ἐπέστρεψε στήν ἐπισκοπή του στήν Ἀφρική[3]. Ἐκεῖ ἀνήγειρε ναό πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Δημητρίου, χρησιμοποιῶντας μάρμαρα καί λοιπά ἀρχιτεκτονικά μέλη, τά ὁποῖα μέ θαυμαστό καί παράδοξο τρόπο ἔφθασαν μέ πλοῖο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη.

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ 18 ου ΑΙΩΝΑ. ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

Ἕνα ἁγιολογικό κείμενο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τοῦ 10ου αἰώνα, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ[4], ἀπηχεῖ ἀσφαλῶς τήν ἀντίληψη πού εἶχαν οἱ κάτοικοι τῆς Βασιλεύουσας γιά τή συμβασιλεύουσα πόλη, ὡς «μαρτυροφύλακτης», ὅπως εὔστοχα τήν χαρακτηρίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἰωάννης στό πρῶτο βιβλίο τῶν Διηγήσεων τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου (τέλη 6ου-ἀρχές 7ου αἰ.). Στό κωνσταντινουπολίτικο αὐτό κείμενο ἐκφράζεται μέ τόν καλύτερο τρόπο ἡ σύνδεση καί προστασία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τόν ἅγιο Δημήτριο καί τούς ἄλλους Θεσσαλονικεῖς ἁγίους, καθώς μάλιστα γράφηκε σέ μία περίοδο, πού ἡ δεύτερη πόλη τῆς αὐτοκρατορίας δοκιμαζόταν σκληρά: «Θεσσαλονίκη, σύ νικήσεις τούς ἐχθρούς σου, καύχημα γάρ ἁγίων σύ εἶ καί ἡγίασέν σε ὁ Ὕψιστος».

[…]  Καταδείχθηκε, ἐλπίζουμε ἐπαρκῶς, ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε καταστεῖ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα προσκυνηματικά κέντρα τοῦ ὀρθόδοξου κόσμου, ἀφοῦ φιλοξενοῦσε τόν τάφο τοῦ Μεγαλομάρτυρα Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου τά θαύματα, ἀπό τήν πρωτοβυζαντινή ἀκόμη περίοδο, εἶχαν γίνει γνωστά στόν πιστό λαό τῆς Βασιλεύουσας πόλης τοῦ Κωνσταντίνου καί εἶχαν προσελκύσει τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καί τήν εὐλάβεια τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καί ἄλλων ἀξιωματοῦχων τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

 

  * Ἀπόσπασμα μελέτης τοῦ γέροντος Παταπίου, ὑπό τόν γενικότερο τίτλο: Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολη. Οἱ σχέσεις τους, διά μέσου τῶν ἁγίων, κατά τήν πρωτοβυζαντινή καί μεσοβυζαντινή περίοδο κατά τό Κ΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συμπόσιο, Χριστιανική Θεσσαλονίκη καί Κωνσταντινούπολις μέχρι καί τοῦ Δεκάτου αἰῶνος, Ἱερά Μονή Βλατάδων 9-11 Νοεμβρίου 2006.

  [1]  Ἡ Γραμματεία τῶν Δημητρίων Β΄, ὅ.π., σ. 72.

  [2] Πασχαλίδη Σ., «Ἅγιος Δημήτριος ὁ ἀθλοφόρος, τῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς Οἰκουμένης», Ὁ Ἅγιος Δημήτριος στήν τέχνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅ.π., σ. 24.

  [3] Τό περιστατικό αὐτό πρέπει νά χρονολογηθεῖ πρό τῆς καταλήψεως τῆς Βυζακηνῆς ἀπό τόν Μωαβία, τό 665. Βλ. Χρήστου Π., Ἡ Γραμματεία τῶν Δημητρίων. Α΄, ὅ.π., σ. 55-56.

  [4] Ἱερέως Νικηφόρου, Βίος ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ σαλοῦ (μετάφραση Γιάννη Σούκη), ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2005. Ἐπίσης, A. Kazhdan-Nancy P. Sevcenko, «Andrew the Fool», Oxford Dictionary of Byzantium 1 [1991], σ. 93. W. Buchwald-A. Hohlweg-O. Prinz Tusculum, Λεξικόν Ἑλλήνων καί Λατίνων συγγραφέων τῆς Ἀρχαιότητας καί τοῦ Μεσαίωνα (μετάφραση Ἀθ. Φούρλα), τ.Α΄, Ἀθήνα 1993, σ. 368. Rydén L, The life of St. Andrew the Fool, τ. I-II (Acta Universitatis Upsaliensis), Uppsala 1995. Μαρτίνη Π., σαλός Ἅγιος Ἀνδρέας καί σαλότητα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1998.

 

 

ΠΗΓΗ.ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Θαύματα στούς Μουσουλμάνους ἀπό τόν Ἅγιο Δημήτριο.

Ο Άγιος Δημήτριος θαυματουργεί και στους Τούρκους!!!


του Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου
Παραμονή του Αγ. Δημητρίου ξανά εμείς στην Πόλι. Ρωτούμε στο Πατριαρχείο που να εκκλησιασθούμε. Πάντα το κάνουμε αυτό. Πηγαίνουμε όπου μας συνιστούν. Συνήθως εκεί οπού λειτουργεί ο Πατριάρχης ή ο Πατριαρχικός Επίτροπος. Και οι λίγοι προσκυνηταί είναι μια παρηγοριά. Μας λέγουν λοιπόν να πάμε για τη λειτουργία στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Ξηροκρήνης (Κουρού Τσεσμέ) προς την πλευρά του Βοσπόρου…
Πηγαίνουμε στην Ξηροκρήνη. Ο Πατριάρχης απουσιάζει στην Αμερική. Χοροστατεί ο Πατριαρχικός Επίτροπος. Όρθρος, Θεία Λειτουργία, Θείο Κήρυγμα, όλα καλά. Εκκλησία ανακαινισμένη. Κόσμος αρκετός. Ενορίτες; όχι. Η τελευταία ενορίτισσα, ονόματι Αικατερίνη, πέθανε πριν τέσσερα χρόνια. Όσο ευρισκόμουν μέσα στο Ναό άκουα ένα συνεχή θόρυβο σαν να κυλούσε κάπου νερό. Δεν έδωσα σημασία. Ίσως επηρεασμένος απ’ την ονομασία της περιοχής. Ξηροκρήνη, άρα νερό δεν έχει.
Η Θεία Λειτουργία τελείωσε. Η δεξίωσις γίνεται στον γυναικωνίτη. Ανεβαίνω. Βλέπω όμως ότι ο πολύς κόσμος εξαφανίζεται δεξιά σε μια στενή σκάλα. Που πάνε; ρώτησα. Στό αγίασμα, μου απαντούν.
Ακολουθώ. Εισέρχομαι σ’ ένα ευρύχωρο παρεκκλήσι. Αριστερά σε μια δεξαμενή κυλά το αγίασμα. Ήταν ο θόρυβος πού άκουγα. Αλλά δεν ήταν η πηγή. Οι προσκυνηταί χάνονται από μπροστά μου. Μπαίνουν σε μια σπηλιά. Ακολουθώ. Υγρασία παντού. Οι τοίχοι στάζουν. Μικροί σταλακτίτες κρέμονται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Σχεδόν ακουμπώ στην οροφή. Μου θυμίζει το Ευπαλίνειον όρυγμα της Σάμου. Το αγίασμα τρέχει κάτω απ’ τα πόδια μας. Η σπηλιά, αλλού πελεκημένη στο βράχο αλλού χτιστή είναι ελαφρώς ανηφορική. Κόσμος πολύς μπαίνει, λίγοι βγαίνουν. Ευτυχώς χωρούν. Κάπου κάπου υπάρχει και ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Προχωρούμε αργά για ώρα πολλή. Πόσα μέτρα προχωρήσαμε; εκατό; διακόσια; Ίσως και παραπάνω. Δεν μπόρεσα να υπολογίσω. Τέλος έφθασα στο αγίασμα. Αναβλύζει από τον βράχο. Ύδωρ εκ πέτρας. Πίνουμε και επιστρέφουμε. Στο παρεκκλήσι βλέπω δυο ζευγάρια δεκανίκια κι άλλα τάματα. Φτάνω στον γυναικωνίτη. Οι προσφωνήσεις και οι αντιφωνήσεις είχαν τελειώσει. Είχε αρχίσει το κέρασμα. Κάθομαι ανάμεσα σε δύο πρεσβυτέρους. Τον εφημέριο Διπλοκιονίου (Μπεσίκτας) και τον εφημέριο Μεγάλου Ρεύματος (Αρναούτ-κιοϊ). Πιάσαμε κουβέντα. Εξελίχθηκε εις αποκαλύψεις.
Αρχίζω τις ερωτήσεις: Είδα κάτι πατερίτσες επάνω, ποιος τις άφησε; Οι «λεγάμενοι» (εννοεί τους Τούρκους) μου απήντησε. Εδώ, πάτερ μου, γίνονται πολλά θαύματα. Έρχονται «λεγάμενοι» απ’ όλα τα μέρη της Τουρκίας, λούζονται με το αγίασμα, πίνουν και θεραπεύονται. Επειδή εδώ δεν υπάρχει τακτικός εφημέριος, ερχόμαστε εμείς εκ περιτροπής και λειτουργούμε κάθε Σάββατο. Έρχονται πολλοί. Το καλοκαίρι εκατοντάδες. Γεμίζει ο ναός, οι γυναικωνίτες, η αυλή. Όταν γίνεται η Μεγάλη Είσοδος στρώνονται στο δάπεδο του ναού τόσοι πολλοί πού δυσκολευόμαστε να περάσουμε. Μας ζητούν να τους κοινωνήσουμε. Αυτό δεν είναι για σας, τους λέμε. Τους δίδουμε όμως λίγο ψωμάκι κομμένο σαν αντίδωρο προς παρηγορίαν τους. Ανεβαίνουν στο αγίασμα, λούζονται, πίνουν, ζητούν να προσκυνήσουν Σταυρό. Τον βάζουμε σ’ ένα τραπεζάκι και τον προσκυνούν. Δεν τον κρατούμε γιατί υπάρχουν καταδότες. Θα μας καταγγείλουν ότι κάνουμε προσηλυτισμό. Τα δεκανίκια πού είδες τα άφησαν πέρυσι. Μάλιστα ένας ήρθεν απ’ το Ερζερούμ. Είδε όραμα τον Άγιο Δημήτριο. Θα πάς, του λέγει, στο τάδε μέρος και θα λουσθείς τρεις φορές στο αγίασμα μου και θα θεραπευθείς. Ξεκίνησε απ’ τα βάθη της Μικράς Ασίας, ήλθε, έπραξεν όπως του παρήγγειλεν ο Άγιος και έγινε καλά.
Ήλθε με πατερίτσες και έφυγε πηδώντας. Άφησε στον Άγιο τα δεκανίκια του. Είναι αθώες ψυχές πάτερ μου, και τις ακούει ο Θεός. Και συμπληρώνει ο εφημέριος του Μεγάλου Ρεύματος, με την ωραία Πολιτική προφορά του. -Δέκα πέντε χρόνια παπάς είμαι, άμα ένα όραμα δεν είδα. Αυτοί «λεγάμενοι» είναι, αλλόθρησκοι είναι, οράματα βλέπουν, όνειρα βλέπουν. Τι πράγματα είναι αυτά; Του απαντώ: Εμείς, πάτερ μου, βρισκόμαστε μέσα στην αλήθεια, κολυμπάμε μέσα στο θαύμα της Εκκλησίας. Δεν χρειαζόμαστε οράματα. Άμα ζεις μέσα στο άπλετο φως, τι θα σε ωφελήσει το φως ενός κεριού ή έστω μιας λαμπάδας; Αυτοί ζουν μέσα στα πηχτά σκοτάδια, εις το ψηλαφητόν σκότος. Γι αυτό τους δίδει ο Άγιος Θεός λίγο φως, κάποια οράματα, κάποια θαύματα. – “Αν είναι έτσι καλά είναι.,.
Συγκλονισμένος σκέπτομαι μέσα στο λεωφορείο, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο.
– Τι συμβαίνει άραγε; Είναι αταβισμός; Είναι αναμνήσεις μιας χριστιανικής καταγωγής πού ποτέ ενδεχομένως δεν λησμονήθηκε; Είναι μία πρόγευσις των όσων μέλλουν να συμβούν; Ή είναι αυτά και πολλά άλλα μαζί; Μόνον ο φιλάνθρωπος Θεός γνωρίζει. «Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ή τις σύμβουλος αυτόν εγένετο;» (προς Ρωμαίους ΙΑ’, 34).
Από το βιβλίο: «Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο», Εκδ. Ι.Μ. Παναγίας
Τατάρνης Ευρυτανίας
Πηγή: http://www.zoiforos.gr/index.php?

Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου (του Αναστασίου Α. Φιλιππίδη)

 Demetrius

Ο Οκτώβριος είναι ταυτισμένος στη μνήμη του ελληνικού λαού με τη γιορτή του αγίου Δημητρίου. Ο άγιος Δημήτριος είναι ένας από τούς πιό λαοφιλείς αγίους, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, όπως φανερώνει η συχνότητα του ονόματος Ντμίτρι, Ντουμίτρου κλπ. Φαίνεται πώς αυτή η δημοτικότητα δεν είναι άσχετη με την αίσθηση της συνεχούς παρουσίας του Αγίου ανά τους αιώνες, όπως πιστοποιείται από τις εμφανίσεις του και τα θαύματά του.

Όπως είναι γνωστό, κέντρο της λατρείας του Αγίου είναι η Θεσσαλονίκη, όπου μαρτύρησε και όπου έχει ανεγερθή από τα πρωτοβυζαντινά χρόνια μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν του. Η Θεσσαλονίκη έχει, ιστορικά, πολλούς λόγους να τιμά τον Άγιο Δημήτριο και από νωρίς άρχισαν να καταγράφονται εκεί τα επανειλημμένα θαύματά του. Η συγγραφή μιάς πρώτης συλλογής θαυμάτων αποδίδεται στον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, λίγο μετά το 600 μ.Χ. και μιά δεύτερη, ανώνυμη, γράφτηκε γύρω στο 680 μ.Χ. Οι ιστορικοί έχουν αντλήσει ποικίλες πληροφορίες από αυτά τα κείμενα. Πέρα από το θρησκευτικό τους ενδιαφέρον αποτελούν ανεκτίμητη πηγή, ιδιαίτερα για τις μετακινήσεις των Σλάβων τον 6ο-7ο αιώνα, και για τή ζωή στή Θεσσαλονίκη την ίδια εποχή, καθώς, όπως σημειώνει ο P. Lemetrle, όσα αναφέρουν είναι για μάς νέο υλικό που δεν είναι γνωστό από καμιά άλλη πηγή. Τό 1979 ο Lemetrle προέβη σε νέα κριτική έκδοση και σχολιασμό του έργου και στή δεκαετία του 1990 είχαμε δύο εκδόσεις στην Ελλάδα με κείμενο και νεοελληνική μετάφραση. Η πρώτη από το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια του αείμνηστου καθηγητή Π. Χρήστου, και η δεύτερη από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια του καθηγητή Χ.Μπακιρτζή, με εξαιρετική μετάφραση της Αλόης Σιδέρη. Η δεύτερη έκδοση εκτός από τα εκτενή σχόλια (περίπου 90 σελίδες) του επιμελητή, περιλαμβάνει σχεδιαγράμματα, 40 φωτογραφίες και τέσσερις μελέτες για τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» των Lemetrle, Speck, και Μπακιρτζή.

Ορισμένα θαύματα αναφέρονται σε θεραπεία σωματικών ασθενειών, άλλα στή φροντίδα του Αγίου για το ναό του στή Θεσσαλονίκη και άλλα στην προστασία της πόλης από εχθρικές επιδρομές. Τά κείμενα, η γραφή είναι τόσο υψηλού επιπέδου, με τέτοια καλλιέργεια του λόγου και τόση εκφραστική δύναμη, που αποτελούν απόδειξη της υψηλής πολιτιστικής στάθμης της πόλης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Απευθύνονται σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, σάν σε δημόσια ομιλία ή κήρυγμα, και σε πολλά από αυτά ο ομιλητής επικαλείται τή μαρτυρία των ίδιων των παρισταμένων για την επαλήθευση των λόγων του. Πρόκειται, δηλαδή, για γεγονότα που συνέβησαν στή διάρκεια της ζωής του συγγραφέα, τα οποία μπορούν να επιβεβαιώσουν οι ακροατές του.

Από τα είκοσι θαύματα που περιλαμβάνονται στις Συλλογές Α` και Β` (υπάρχει και τρίτη μεταγενέστερη Συλλογή), μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά το 14ο, που είναι από τα εντυπωσιακότερα. Βρισκόμαστε στο Σεπτέμβριο του 586μ.Χ. και ένα πλήθος Αβάρων και Σλάβων, ίσως εκατό χιλιάδες, επιτίθεται στή Θεσσαλονίκη. «Σάν θανατηφόρο στεφάνι περικύκλωσαν την πόλη και δεν φαινόταν ούτε ένα σημείο της γής, όπου να μήν πατή βάρβαρος. Άξιζε τότε να δής αντί χώμα ή χλόη ή δέντρα τα κεφάλια των αντιπάλων το ένα πλάϊ στο άλλο και μάλιστα συνωστισμένα να επισείουν εναντίον μας για την επαύριον τον αναπόφευκτο θάνατο», γράφει ο συγγραφέας των «Θαυμάτων».

Η κατάσταση ήταν τραγική καθώς είχε προηγηθή λιμός, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πόλης και επιπλέον η ξαφνική εμφάνιση των εχθρών απέκλεισε εκτός των τειχών πολλούς άνδρες που βρίσκονταν στούς αγρούς για τον τρύγο. Τό χειρότερο, οι περισσότεροι από τούς επίλεκτους της φρουράς έτυχε να έχουν πάει μαζί με τον έπαρχο σε άλλα μέρη για δημόσιες υποθέσεις.

Οι εχθροί εγκατέστησαν τα πολιορκητικά μηχανήματα, σιδερένιους κριούς και τεράστια πετροβόλα και «άρχισαν να εκτοξεύουν πέτρες ή μάλλον βουνά ολόκληρα-, οι δέ τοξότες βέλη σάν χειμωνιάτικες νιφάδες, ώστε κανείς από τούς υπερασπιστές του τείχους δεν μπορούσε πιά να ξεπροβάλη χωρίς κίνδυνο και να δή τί γινόταν έξω». Οι Θεσσαλονικείς κατελήφθησαν από απελπισία, αφού δεν υπήρχε καμία απολύτως ανθρώπινη δυνατότητα να σωθούν. Μόνο καταφύγιό τους η προσευχή και οι παρακλήσεις προς τον Άγιό τους να ικετεύση τον Θεό. Καί πράγματι, ο Άγιος Δημήτριος παρεμβαίνει με συγκεκριμένα περιστατικά σε διάφορα στάδια της πολιορκίας…

Τήν έβδομη μέρα της πολιορκίας οι εχθροί ετοιμάζουν την τελική επίθεση, ελπίζοντας ότι η σφοδρότητα της εφόδου θα τρομοκρατήση και θα απωθήση από τις επάλξεις τούς υπερασπιστές. Ο συγγραφέας βρίσκεται ο ίδιος στο ανατολικό τείχος (περίπου στή σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης). Άς του δώσουμε το λόγο για τή συνέχεια: «Κι ενώ εμείς είχαμε κυριευθή από φοβο δεινό για την τύχη που μάς περίμενε, ξαφνικά, γύρω στην όγδοη ώρα της ίδιας ημέρας, όλοι μαζί οι βάρβαροι που είχαν περικυκλώσει την πόλη, έφυγαν τρέχοντας με βαρβαρικές κραυγές προς τούς λόφους εγκαταλείποντας τις σκηνές μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα. Καί τόσος ήταν ο πανικός που τούς είχε καταλάβει, ώστε μερικοί από αυτούς έφυγαν άοπλοι και χωρίς χιτώνες. Έπειτα αφού παρέμειναν περί τις τρείς ώρες στα γύρω βουνά (….), με τή δύση του ήλιου κατέβηκαν πάλι στις σκηνές τους και άρχισαν, κατά πρόνοια του Αθλοφόρου, να σκυλεύουν ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να τραυματιστούν και να πέσουν νεκροί. Έπειτα, αφού πέρασε εκείνη η νύχτα μέσα σε απόλυτη ησυχία και όχι όπως οι προηγούμενες και φάνηκε η αυγή, (….) από το αμέτρητο πλήθος δεν φαινόταν ούτε ένας».

Τί είχε συμβεί; Οι Θεσσαλονικείς δεν γνώριζαν. Ούτε ο συγγραφέας, ο οποίος δεν παρασύρεται να μιλήση για οπτασίες και πράγματα που δεν έχει δή ο ίδιος. Στό σημείο αυτό, κατά έναν «μοντέρνο» θα λέγαμε τρόπο, γίνεται μιά αλλαγή αφηγητή στο κείμενο και διαβάζουμε την περιγραφή του ίδιου γεγονότος από την πλευρά των επιδρομέων, ορισμένοι από τούς οποίους την άλλη μέρα αυτομόλησαν και ζήτησαν καταφύγιο στην πόλη. Συνομιλώντας με τούς αξιωματούχους της ανέφεραν ότι μετά τα χθεσινά γεγονότα βεβαιώθηκαν ότι μέχρι τώρα ο στρατός είχε μείνει κρυμμένος στην πόλη, διότι την όγδοη ώρα άνοιξαν οι πύλες και επιτέθηκε πάνοπλος εναντίον τους, γι’ αυτό και έτρεξαν όλοι πανικόβλητοι προς τα βουνά περιμένοντας εκεί μέχρι που βράδιασε και ο στρατός επέστρεψε στην πόλη. Τότε αποφάσισαν όλοι οι επιδρομείς να φύγουν βέβαιοι ότι την επόμενη αυγή το στράτευμα θα εξορμούσε πάλι εναντίον τους.

Όταν οι Θεσσαλονικείς ρώτησαν τούς φυγάδες ποιόν είδαν επικεφαλής του στρατού, αυτοί απάντησαν, «έναν άνδρα πυρόξανθο και λαμπροφορεμένο με λευκό ιμάτιο, πάνω σε λευκό άλογο», υποδεικνύοντας τή γνώριμη σε όλους εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που σώζεται μέχρι σήμερα σε ψηφιδωτό. Χύνοντας δάκρυα χαράς και αγαλλίασης όλη η πόλη ανέπεμψε τότε ύμνους στον Αθλοφόρο Άγιο και ευχαριστίες εκ βάθους ψυχής προς τον Θεό.

Ο σύγχρονος αναγνώστης, ζώντας σε εποχή ορθολογισμού και δυσπιστίας, πλησιάζει τέτοια βιβλία με επιφύλαξη, με κυρίαρχο το ερώτημα: είναι άραγε αλήθεια όλα αυτά; Ωστόσο το ίδιο ερώτημα είχαν και οι πρόγονοί μας, που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο τα βυζαντινά χρόνια. Είναι λανθασμένο και υπεροπτικό να θεωρούμε ότι στα χρόνια που δημιουργήθηκε η κορυφαία πολιτιστική σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού οι άνθρωποι ήταν απλοϊκοί και ευκολόπιστοι. Αντίθετα, ήταν μορφωμένοι, κάτοχοι της κλασσικής παιδείας και είχαν και αυτοί την ίδια με μάς ανάγκη αποδείξεων για όσα υπερφυσικά ισχυριζόταν ο κάθε αφηγητής. Γι’αυτό και το κείμενο των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου» είναι διανθισμένο με πολλές λεπτομέρειες, που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του χρόνου, του τόπου ή του σημείου της πόλης, όπου διαδραματίζεται το κάθε θαύμα. Φτάνοντας στο τέλος αυτού του βιβλίου ο σύγχρονος αναγνώστης μένει με πολύ λίγες αμφιβολίες για την ιστορικότητα όσων αναφέρονται. Καί αισθάνεται πολύ προνομιούχος, διότι στην εποχή μας, για πρώτη φορά, τέτοια έργα είναι πλέον προσιτά στο ευρύ κοινό.-

πηγη.Εκκλησιαστική παρέμβασις