Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

αρχείο λήψης

«Το γάρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην» (1)

Του Φώτη Μιχαήλ, ιατρού

          Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η κατάθλιψη ήτανε νόσημα σπανιότατο στην πατρίδα μας. Από ‘κει και πέρα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν: Η ανασφάλεια, η απογοήτευση, η θλίψη και η απόγνωση άρχισαν να μας επισκέπτονται όλο και πιο συχνά. Οι ψυχίατροι πύκνωσαν και οι συνταγές με αντικαταθλιπτικά πήραν την ανιούσα.

Τι έφταιξε άραγε, που προσβληθήκαμε τόσο άσχημα από αυτήν την καταραμένη αρρώστια;

Ο τραγικόςμας ποιητής Ευριπίδης γράφει: »Πάνω στην ελπίδα πρέπει οι σώφρονες να στηρίζουν την ζωή τους». Με άλλα λόγια, όταν χάνεται η αρετή και το μέτρο,  θρονιάζεται στις ψυχές μας η θλίψη και η απελπισία.

 Το ίδιο λένε και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: »Όποιος νικιέται από τα πάθη, δεν θα αποφύγει τα δεσμά της θλίψης. Όποιος ενίκησε τα πάθη του, αυτός ενίκησε και την θλίψη».(2)

Η σοφία, λοιπόν, των Αρχαίων προγόνων μας και η πνευματική εμπειρία των Αγίων Πατέρων μάς διδάσκουν ότι η πρωταρχική αιτία φωλιάζει μέσα μας και είναι προϊόν αποκλειστικά και μόνον της υβριστικής μας συμπεριφοράς: Της απώλειας της σωφροσύνης και της καλλιέργειας των παθών.

          Η μάστιγα της κατάθλιψηςδεν είναι, όπως νομίζουνε πολλοί,  συνόκαιρη της λεγόμενης κρίσης. Άρχισε να εμφανίζεται πολύ πιο πριν. Απλώς, τώρα στα δύσκολα, η κατάθλιψη κάνει θραύση, διότι οι ψυχές μας βρέθηκαν απροετοίμαστες, αδύναμες και ασθενικές.

Το »μικρόβιο» της κατάθλιψης κόλλησε πάνω μας από τότε, που γινήκαμε αυτοείδωλα και προσκυνήσαμε την σκιά μας!

Από τότε, που χορτάσαμε ψωμί και το πετάξαμε στα σκουπίδια, για να τρώμε στη θέση του το »παντεσπάνι» της αποστασίας.

Κόλλησε πάνω μας από τότε, που σφραγίσαμε τις αγκαλιές μας και αναθέσαμε το μεγάλωμα των παιδιών μας στην τηλεόραση και τα ολοήμερα.

Από τότε, που το ένα αυτοκίνητο στην οικογένεια θεωρήθηκε λίγο και φορτωθήκαμε αβάσταχτα χρέη, για να έχει ο καθένας μας το δικό του!

Από τότε, που οι μάνες σταμάτησαν να θηλάζουν τα μωρά τους, γιατί νόμισαν πως έτσι θα χάσουν τις αναλογίες τους.

Από τότε, που η συζυγία έπαψε να λειτουργεί ως θεοσύστατος θεσμός και ξέπεσε σε απλή και στείρα συγκατοίκηση.

Από τότε, που οι γέροι πέρασαν στην μοναξιά και η πολυτεκνία χαρακτηρίστηκε ως τεκμήριο εισοδήματος.

Από τότε, που θεωρήσαμε περιττή την πατροπαράδοτη αποταμίευση και βαλθήκαμε να πάμε μπροστά με τα δάνεια και τις »επιδοτήσεις».

Από τότε, που οι ζεστές γειτονιές έδωσαν την θέση τους στην ψύχρα της απρόσωπης πολυκατοικίας.

Από τότε, που η διαπλοκή και η τάση δουλικής υποταγής φίμωσαν τους άμβωνες και βούλωσαν τα στόματα των ιθυνόντων.

Από τότε, που η θεραπεύουσα Παιδεία μετατράπηκε σε εκπαίδευση εξοντωτική.

Από τότε, που το θάρρος και το φιλότιμο λύγισαν μπροστά στην δειλία και το  συμφέρον.

Από τότε, που το κοσμοσωτήριο Εκκλησιαστικό γεγονός το υποβιβάσαμε σε ιδιωτική θρησκευτική παράσταση.

Από τότε, που λοιδορήσαμε τις αρετές και αφήσαμε τον εγωϊσμό να κάνει κουμάντο στην ζωή μας.

Έτσι, κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε στο κυνήγι των επιθυμιών και θίγεται ο εγωϊσμός μας, αμέσως στεναχωριόμαστε, ταραζόμαστε, απογοητευόμαστε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας.

          Συνεπώς το αντίδοτο στην θλίψη,που γεννάει την απελπισία και οδηγεί στην κατάθλιψη, είναι η καταπολέμηση του εγωϊσμού. Και κατά το αρχαιοελληνικό γνωμικό, »Το νικάν εαυτόν πασών νικών πρώτη και αρίστη»(3).

Μόνον ο αληθινά ταπεινός είναι ήρεμος, ικανοποιημένος και χαρούμενος. Ενώ, αντίθετα, ο εγωιστής είναι πάντοτε αχόρταγος, ανικανοποίητος, ανασφαλής και αγχώδης.

Μια αποτυχία, μια προσβολή, μια ξαφνική πτώχευση μπορούν να οδηγήσουν τον εγωϊστή στην θλίψη, την απόγνωση , την κατάθλιψη ακόμα και στην αυτοχειρία. Ενώ ο αληθινά ταπεινός (όχι ο απλοϊκός ή ο κακομοίρης) , όλα αυτά τα πικρά γεγονότα, τα αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα και πιο καρτερικά.(4)

Γι’ αυτό και η κατάθλιψη πολύ σπάνια συναντιέται ανάμεσα στους αθλητές του Πνεύματος, που αγωνίζονται με πίστη και φιλότιμο μέσα στο στάδιο των αρετών.

_____________________________________­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­_________

 (1)  Καισάριος Δαπόντες, 1713-1784, Έλληνας ιερομόναχος & λόγιος

(2)   Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ

(3)  Δημόκριτος, 470-370 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος

(4) Μοναχός Μωϋσής, Αγιορείτης

 

 

 

Η ιερά μονή αγίας Λαύρας – η ιερά μονή αγίου Γεωργίου Κουδουνά στην Πρίγκηπο της Κωνσταντινουπόλεως και ο εκ Στρεζόβης ιερομόναχος Ιερώνυμος Κωνσταντίνου

σταθακοπουλος αγ γεωργιος 24γραμματα

γράφει ο Δημήτρης Σταθακόπουλος.   Δρ. κοινωνιολογίας της ιστορίας και πολιτισμού (οθωμανικής περιόδου) Παντείου Πανεπιστημίου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω –Μουσικολόγου.

(Διαβάστε όλη την αρθρογραφία και τις επιστημονικές μελέτες του Δημήτρη Σταθακόπουλου στο 24grammata.com κλικ εδώ)
Η ιερά μονή αγίας Λαύρας – η ιερά μονή αγίου Γεωργίου Κουδουνά στην Πρίγκηπο της Κωνσταντινουπόλεως και ο εκ Στρεζόβης ιερομόναχος Ιερώνυμος Κωνσταντίνου

Βλ. σχετ.: http://www.impringiponnison.org/pnisia_prigkipos_koudouna.htm

Σε ένα από τα πολλά ταξίδια μου στην αγαπημένη μου Κωνσταντινούπολη, βρέθηκα ανήμερα του αγίου Γεωργίου, στην μονή του αη Γιώργη του Κουδουνά, όπου ο άγιος λατρεύεται όχι μόνον  από τους χριστιανούς επισκέπτες, αλλά κυρίως από τους μουσουλμάνους τούρκους οι οποίοι ασκούν πολλά, – σχεδόν «δεισιδαιμονικά» –  λατρευτικά έθιμα  , μεταξύ των οποίων και το ξεδίπλωμα κλωστών κουβαριστρών για την υλοποίηση ευχής για καλό βίο.

Όπως μας πληροφορεί το σχετικό  site  της μονής Αγίου Γεωργίου Κουδουνά Πριγκήπου , αυτή είναι από τις αρχαιότερες των Πριγκιποννήσων, ( 10ο αιων.)
Πέρασε πολλές καταστροφές, ( 1204, 1302 ) και τελικά εγκαταλείφθηκε, αφού οι μοναχοί της έκρυψαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου σε απόκρημνη, δυσπρόσιτη περιοχή. Η μονή ξαναχτίστηκε στα 1751-1752 σύμφωνα με πατριαρχικά σιγίλια, από τον μοναχό Ησαΐα. Ζήτησε να γίνει μετόχι με τη μονή Μεγίστης Λαύρας στο άγιον όρος , αλλά τελικά , το 1781 η μονή προσαρτήθηκε στην σταθακοπουλος 3 αγ γεωργιος 24γραμματαΑγία Λαύρα των Καλαβρύτων. Το 1806 κτίστηκε στο βουνό το συγκρότημα των «παλιών» κελιών, όπως αποκλήθηκαν μεταγενέστερα, από τον ηγούμενο Αρσένιο.
Το 1821, με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, οι Τούρκοι γνωρίζοντας τη σχέση της μονής με την αγία Λαύρα των Καλαβρύτων της Πελοποννήσου επιτέθηκαν στο μοναστήρι και σκότωσαν τους μοναχούς.  ( Άλλη μια απόδειξη, πέραν των οθωμανών ιστοριογράφων, Ahmed Cevdet Pasha κ.λ.π , της εκτέλεσης του Πατριάρχη  που έγινε λόγω αγίας Λαύρας και Καλαβρύτων, ότι για τους Οθωμανούς του 1821, η επανάσταση ξεκίνησε στην αγία Λαύρα των Καλαβρύτων  και άς λένε οι όψιμοι τάχα ιστορικοί ότι στην αγία λαύρα δεν έγινε τίποτα. Οι πηγές τους διαψεύδουν και γελοιοποιούν )

Από τη σφαγή των μοναχών το 1821, σώθηκαν μόνο δύο, οι οποίοι διέφυγαν, ξυρισμένοι και μεταμφιεσμένοι. Το 1884 στο χώρο της μονής ανεγέρθηκε διώροφο πέτρινο κτίριο, από τον ηγούμενο Αρσ

σταθακοπουλος2 αγ γεωργιος 24γραμματαένιο, ενώ το 1908 κτίστηκε νέο ευρύχωρο καθολικό από τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο, ο οποίος μόνασε ως το 1936 που απεβίωσε σχεδόν αιωνόβιος. Στο μεταξύ μετά το 1922 η μονή έχασε την κτηματική περιουσία της, η οποία απαλλοτριώθηκε από το Κεμαλικό τουρκικό κράτος.
Μετά το θάνατο του Διονυσίου, στη μονή απέμεινε ως μοναδικός μοναχός, ο υποτακτικός του Κλεόνικος, που την υπηρέτησε ως το θάνατό του, το 1969. Τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Παϊκόπουλος. Μια πυρκαγιά που ξέσπασε το 1986 στις πλαγιές του βουνού, έφτασε ως τα ιστορικά κελιά της μονής καταστρέφοντάς τα. Έτσι έχασε την επιβλητικότητά της και την παραδοσιακή μορφή της. Οι μεταγενέστερες ατυχείς παρεμβάσεις αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία της που δεν θυμίζει την παλιά της αίγλη.
Εν τούτοις κάθε χρόνο στις 23 Απριλίου , χιλιάδες Τούρκοι ανεβαίνουν στον αη Γιώργη τον Κουδουνά στην πρίγκηπο να τελέσουν το τάμα τους.
Περιεργαζόμενος τον χώρο, σε ένα σημείο είδα και έναν σταυρό που αναφέρει:
Ενθάδε κείται, ο εξ Αγίας Λαύρας της Πελοποννήσου, πατήρ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ιερωμόναχος . Εγεννήθη εν Στρεζόβη των Καλαβρύτων τω 1822 Ιανουαρίου 6 Απεβίωσεν ενταύθα 1907 Μαρτίου 13, ή 16 ή 18 ( δυσδιάκριτη ημερομηνία )
Άλλη μιά ιστορική πηγή για την αγία Λαύρα και την επανάσταση του 1821. Άλλη μια σχέση της αγίας Λαύρας με την Κωνσταντινούπολη και άλλος ένας Καλαβρυτινός ιερομόναχος στην καρδιά των γεγονότων. Ο Ιερώνυμος Κωνσταντίνου εκ Στρεζόβης !

Η πρωτομαγιά στην ποίηση (Ρίτσος, Σεφέρης, Βάρναλης)

ΠΗΓΗ. 

Φιλολογικό Σπουδαστήριο “Γιώργος Δαμιανός”

Γιάννης Ρίτσος – Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)
(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):

I

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II

Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.

Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.

III

Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,

Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,

Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,

Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;

ΙV

Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;

Πουρνὸ – πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.

Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ – πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.

Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.

Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα

Μιὰ – μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.

Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.

Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν

Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.

Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.

ΙΧ

Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.

Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.

Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:

Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.

Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.

Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.

Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;

Γ. Σεφέρης, Επί Ασπαλάθων

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού.
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμερα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας που αντηχούν
ακόμη…

Γαλήνη
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού
τ’ αυλάκια.
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από κείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
“τον έδεσαν χειροπόδαρα” μας λέει
“τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι”.

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος

31 του Μάρτη 1971

Κώστας Βάρναλης, “Πρωτομαγιά 1943″
Πέσε στα γόνατα , προσκύνα το πανάγιο χώμα
με τη ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη
όποιος και νά ‘σαι, όθε και νά ‘σαι, κι ό,τι άνθρωπος νά ‘σαι.
Πιότερο ,αν είσαι του λαού ξωμάχος, χειρομάχος ,
φτωχόπαιδο , που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις,
τον αδερφό σου αντίκρα σου, -με μάνα εσύ κι εκείνος – .
Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου , το σύνορο του κόσμου .
Σ’ αυτην επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος .
Ήτανε πρώτη του Μαγιού , φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν , δυο , ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια .
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος . ( …)

Γιάννης Ρίτσος, “Σκοπευτήριο Καισαριανής”.
Εδώ πέσαμε . Παιδιά του λαού . Γνωρίζετε γιατί .
Γυμνοί , κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες ,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο -.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα .
Είδατε τα πουλιά , που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους ,τον ανατέλλοντα πυρφόρον .
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ανοίγουνε στο μέλλον .
Εμείς , μερτικό δε ζητήσαμε ….Τίποτα …Μόνον
θυμηθείτε το : αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας ,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα . Γεια σας .

Σχόλιο στὴ βλάσφημη σειρὰ ¨Μαρία καὶ Ἰωσὴφ¨ τοῦ Alpha.(πρεσβυτέρου Αθανασίου Μηνά)

αρχείο λήψης

« Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας» καὶ ὄχι ¨τῆς Μαρίας¨ ∙ «τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος» καὶ ὄχι ¨τοῦ Ἰωσὴφ¨

του ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

« Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας». Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ὡς στῦλος καὶ ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας, στὴν ἁγιώτατη καὶ κρισιμότατη θέση τῆς Θείας Λειτουργίας προσφωνεῖ μέσῳ τῶν λειτουργῶν της τὴν Κεχαριτωμένη Θεοτόκο Μαρία, Ἀειπάρθενον, δίνοντάς Της τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος. Κι’ αὐτὸ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ κατ’Ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴ Ναζαρέτ, διὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου καὶ τῆς φανέρωσης ἐν χρόνῳ καὶ τόπῳ τοῦ Προαιωνίου Μυστηρίου γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ὁ Ἀρχάγγελος κατ’ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ προσφώνησε τὴ Μαριὰμ «Κεχαριτωμένη καὶ Εὐλογημένη ἐν γυναιξίν, ὁ Κύριος μετὰ Σοῦ[1]». Χιλιάδες γυναῖκες ἀγάπησαν τὴν ἁγνότητα καὶ ἔζησαν μὲ παρθενία καὶ ὅταν χρειάστηκε μαρτύρησαν εὐχαρίστως γιὰ νὰ τὴν διαφυλάξουν. Προτίμησαν τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὴν διαφθορὰ τῆς παρθενίας των. Ἐφόσον, λοιπόν, ὁ Προγνώστης, Παντογνώστης καὶ Πάνσοφος Θεὸς διὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου ὀνομάζει τὴ Μαριὰμ Κεχαριτωμένη καὶ Εὐλογημένη ὑπὲρ πάντας τὰς γυναίκας ὅλων τῶν αἰώνων, καθίσταται προφανὲς ὅτι ἡ Παναγία Θεοτόκος Μαρία, ὡς ὑπερέχουσα καὶ τῶν Ἁγίων παρθένων, εἶναι καὶ παραμένει Ἀειπάρθενος. Ἐξ’ἄλλου, γιὰ ὅσους διαθέτουν Νοῦν Χριστοῦ καὶ εἶναι ταπεινοὶ καὶ ὑπάκουοι στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, διακρίνεται καθαρὰ καὶ ἀβίαστα ἀπὸ τὴ συνομιλία καὶ ἀπάντηση τῆς Παρθένου πρὸς τὸν ἀπεσταλμένο Ἀρχάγγελο, ἡ γνώμη καὶ ἡ θέληση τῆς Παναγίας νὰ παραμείνει ἐσαεὶ Παρθένος. Γνωρίζοντας ἐν Πνεύματι καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τὴν ἐπιθυμία της αὐτή, τὴν διαβεβαιώνει ὅτι ἡ σύλληψις τοῦ Ἰησοῦ στὴν παναγία γαστέρα Της θὰ ἐπραγματοποιεῖτο μυστηριακὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ τὴν δημιουργικὴ κάθοδο τοῦ Υἱοῦ. Καὶ τότε ἡ ἀπάντησίς Της στὴν διαβεβαίωση τοῦ Ἀρχαγγέλου ἦταν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου[2]

Ἡ Θεοτόκος Μαριὰμ ὑπερέχουσα σὲ ἁγνότητα καὶ παρθενία, ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀλλὰ καὶ αὐτὲς τὶς Ἀρχαγγελικὲς δυνάμεις, προσήλκυσε πάνω Της τὸ βλέμμα τοῦ Ἀγαθοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ κατέστῃ τὸ ἐκλεκτὸν σκεῦος Αὐτοῦ γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ Μυστήριον τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως. «Φρένα καθάραντες καὶ νοῦν, σὺν τοῖς Ἀγγέλοις καὶ ἡμεῖς πανηγυρίσωμεν, φαιδρῶς ἐξάρχοντες, δαυιτικὴν μελῳδίαν, τῇ νεάνιδι νύμφῃ τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ἀνάστηθι, Κύριε, λέγοντες εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός σου· ὡς γὰρ παλάτιον τερπνόν, ταύτην κατεκόσμησας….»(Δοξαστικὸν ἐσπερινοῦ τῆς ἐν Βλαχέρναις Καταθέσεως τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, 2 Ἰουλίου).

Ἀλλὰ ἡ Ἀειπάρθενος Θεοτόκος Μαρία ἔλαβε Χάριν ἀντὶ Χάριτος καὶ μὲ τὴν ἀπαλλαγή Της ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Παρακλήτου ἄμᾳ τῇ συλλήψῃ τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε τὸ γεννώμενον, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, νὰ εἶναι κατὰ πάντα φύσει Ἀναμάρτητος, Πανάμωμος καὶ Πανακήρατος, μὴ ἔχῳν καμμία συμμετοχὴν καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν στὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα τῆς μεταπτωτικῆς καθ’ὅλου ἀνθρωπότητος.

Πολλοὶ Ἅγιοι Πατέρες μας, μεταξὺ αὐτῶν καὶ οἱ σύγχρονοί μας Ἅγιοι Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὅταν διὰ τῆς Ἀκτίστου Χάριτος ἀξιώθηκαν νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν μὲ τὴν Ἀειπάρθενον Θεοτόκον Μαρία ἔμειναν ἔκθαμβοι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖον τῆς παρθενίας Της καὶ τῆς ἁγνότητός Της. Σὲ συζητήσεις μὲ προσκυνητὲς ἔλεγαν: «Ἄν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα πρὶν ἁμαρτήσουν ἦσαν τόσο ἁγνοὶ καὶ ἀθῶοι στὸν Παράδεισο ποὺ γυμνοὶ οὐκ αἰσχύνοντο, πόσο μᾶλλον ἡ Ἀειπάρθενος Θεοτόκος Μαρία κατὰ καὶ μετὰ τὸν Εὐαγγελισμόν, ἀπηλλαγμένη καὶ ἀπὸ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα καὶ ἑπιπλέον καθισταμένη Θρόνος καὶ Δοχεῖον τοῦ Ἀκτίστου, ξεπερνᾶ σὲ ἀθωότητα, ἁγνότητα καὶ παρθενία κάθε ἀνθρώπινη καὶ ἀγγελικὴ ὕπαρξη.» Τοῦτ’ἔστιν, μὲ ἕνα λόγο, ἡ Ἀειπάρθενος Παναγία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συνδεθεῖ μὲ ἄνδρα μὲ σκοπὸ τὴν οἰκογένεια, ἀλλὰ οὔτε ἦτο δυνατὸν καὶ νὰ διανοηθεῖ πλέον πῶς ἢ τί συμβαῖνει στὶς μεταπτωτικὲς συλλήψεις τῶν ἀνθρώπων διὰ τὴν διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀκόμη καὶ τὶς πλέον ἀπαθεῖς καὶ ἅγιες. Πανάμωμος καὶ Πανακήρατος ἡ Θεοτόκος, συλλαμβάνει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ γεννᾶ τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Μεσσίαν, παραμένοντας Ἁγνὴ καὶ Ἀειπάρθενος. Τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ τελοῦνται μὲ τὴ μεσιτεία Της αἰῶνες τώρα, οἱ μυροβλύζουσες Ἅγιες εἰκόνες Της, ἡ Ἁγία Ἐσθὴς καὶ ἡ Ἁγία Ζώνη της, μαρτυροῦνται ἀπὸ δισεκατομμύρια εὐεργετηθέντων ἀνθρώπων ὡς χαριτόβρυτα καὶ θαυματουργικὰ σκεύη ἐκλογῆς καὶ ἀποδεικνύεται ἔτσι τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ὅτι εἶναι Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, Παρθένος, Ἁγνὴ καὶ Καλή. «Παραμυθία», «Φοβερὰ Προστασία», «Γοργοϋπήκοος», «Ἐλεοῦσα», «Γλυκοφιλοῦσα», «Ἄμωμη», «Ἄμεμπτος», «Ἀμόλυντος», «Ρόδον τὸ Ἀμάραντον», «Γερόντισσα», «Γιάτρισσα», «Γρηγοροῦσα», «Διασώζουσα»,«Ἐγγυήτρια», «Ἐλαιοβρύτισσα», «Ἐλευθερώτρια», «Ἐπακούουσα», «Εὐαγγελίστρια», «Μεγαλόχαρη», «Πάντων Χαρά», «Πλατυτέρα», «Ἄξιον ἐστί», εἶναι μερικὰ μόνο ἀπὸ τὰ χιλιάδες προσωνύμια μὲ τὰ ὁποῖα τὴ στόλισε καὶ τὴ στολίζει ἡ ἀνθρωπίνη εὐσέβεια καὶ πιστὴ καρδιά, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν θαυματουργικῶν Της παρεμβάσεων καὶ εὐεργεσιῶν στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.

Ἄς κλείσουν, λοιπόν, μιὰ γιὰ πάντα τὰ βέβηλα στόματα, ἀλλὰ καὶ τὰ δυσώδη καὶ βλάσφημα σήριαλ, ὅπως αὐτὸ ποὺ παίχτηκε τὴν Μεγάλη Δευτέρα, τὴν Μεγάλη Τρίτη καὶ τὴν Μεγάλη Τετάρτη στὸ ἰδιωτικὸ κανάλι ALPHA πού, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ἀμφισβητοῦν τὸ Ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου, προβάλλοντας δῆθεν τὴν «Ἁγία Οἰκογένεια», προσβάλλοντες ὅμως ἔτσι τὸν Δίκαιον Ἰωσὴφ, τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἰησοῦν. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ παράγουν τὰ σήριαλ αὐτά, τὰ προβάλλουν καὶ τὰ βλέπουν, εἶναι ἄγευστοι τῆς Ἀκτίστου Χάριτος ἐσκοτισμένοι εἰς τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ ὅσους ζωγραφίζουν ἢ ἀγοράζουν αὐτὲς τὶς ψευτοεικόνες τῆς δῆθεν «οἰκογένειας». ΝΤΡΟΠΗ!!!

Ὅμως, οἱ βλασφημίες καὶ οἱ δυσωδίες τῆς Νέας Ἐποχῆς ἔχουν καὶ συνέχεια, αὐτὴ τὴ φορὰ σὲ κανάλι τῆς Δημόσιας Τηλεόρασης, μὲ στόχο τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου, τὸν Θεάνθρωπον Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Μεσσία. Πιὸ συγκεκριμένα, τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα παίχτηκε σὲ δημόσιο κανάλι τὸ ἑξῆς ντοκυμαντέρ: Ἑβραία ξεναγὸς(;) δημοσιογράφος(;) ξεναγοῦσε Προτεστάντη δημοσιογράφο(;) ποὺ ὅπως ἀπεδείχθη στὴ συνέχεια καὶ οἱ δύο ἦταν ἀρνητὲς τῆς Θεότητος καὶ Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ. Κατὰ τὴν περιήγησή τους στὴν Παλαιὰ Πόλη καὶ τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ εὐρισκόμενοι στὸν Πανίερο Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, στὸν Φοβερὸ καὶ Φρικτὸ Γολγοθᾶ, ξεστόμισαν τὴν ἑξῆς φοβερὴ βλασφημία. Ἔλεγε ἡ Ἑβραία στὸν Προτεστάντη: «Ἐδῶ, στὸν Γολγοθᾶ, ὁ Ἰησοῦς ἔζησε τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς Του. Ἔκτοτε καὶ μετὰ τὴν Σταύρωση χάθηκε ἀπὸ τὸ προσκήνιο καὶ δὲν γνωρίζουμε τί ἀπέγινε». Δυστυχισμένοι ἐχθροὶ τοῦ Μεσσίου! Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος συζητώντας μὲ τὸν Φαρισαῖο Νικόδημο, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες μαρτυρίες, ἀπεκάλυψε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Παντοκράτωρ καὶ ὅτι δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ πολλὰ παθεῖν καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. «… ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα οὐ γινώσκεις; ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε. εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε; καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ. καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον… ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.»(Ἰωάν., γ΄,10-18). Ἔτσι, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ ὅταν κλίνας τὴν κεφαλὴν, εἶπε τὸ «τετέλεσται» καὶ παρέδωσε τὴν Παναγία ψυχή Του στὸν Πατέρα, ὁ Φαρισαῖος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφωνήσει μὲ τοὺς φονεῖς Φαρισαίους τοῦ συνεδρίου, καὶ ὁ εὐσχήμων βουλευτὴς ὁ ἀπ’Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ, ζήτησαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο καὶ ἔλαβαν τὸ σῶμα τοῦ Μεσσίου Ἰησοῦ, τὸ ἐνετύλιξαν σινδόνη κατὰ τὸ ἔθος ἐνταφιάζειν τοῖς Ἰουδαῖοις καὶ τὸ κατέθεσαν στὸ κενὸ μνημεῖο τοῦ Ἰωσήφ, στὸν κῆπο δίπλα στὸν Γολγοθᾶ. Ἐκεῖ, οἱ φονεῖς καὶ ἐχθροὶ τοῦ Ἰησοῦ, τοποθέτησαν στρατιῶτες βλοσυροὺς καὶ πάνοπλους ὥστε κανεὶς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πλησιάσει ἕως τὴν τρίτη ἡμέρα ἐπὶ ποινὴ θανάτου. Ἐν τοῦτοις, τὴν πρώτη ἡμέρα μετὰ τὸ Σάββατο, ἤτοι τὴν Κυριακή, ὁ Ἅγιος Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, Ἑβραῖος στὴν καταγωγὴ καὶ πρώην τελώνης, Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ στὴ συνέχεια, καταγράφει ἀκριβῶς τὴν ἔνδοξον Ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ. «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπε ταῖς γυναιξί· Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος. καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ…»(Ματθ.,κη΄,1-8).

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται ἀκριβῶς στὸ πῶς ὁ κύριος ἐπαρουσιάζετο ἐπὶ 40 ἡμέρες Ἀναστημένος ἑνώπιον πολλῶν ἀδελφῶν. «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.»(Πράξ.,α΄,3) Ὅπως, ἐπίσης, καὶ οἱ μαρτυρίες τῶν Μυροφόρων καὶ τῶν Ἀποστόλων στὴ μικρὴ Γαλιλαία, στὸ Ὑπερῶον, στοὺς Ἐμμαούς, στὴν Τιβεριάδα, καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, κράζουν καὶ ὁμολογοῦν τὴν ἔνδοξον Ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ. «…ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· Χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ. τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται» ( Ματθ.,κη’,9-10). «Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς… καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.» (Ματθ.,κη΄,16-20).

Ἀκοῦστε, λοιπόν, καὶ μάθετε ἐπιτέλους, ἐσεῖς καὶ οἱ ὅμοιοί σας ποὺ ἰσχυρίζεστε καὶ λέτε ὅτι δὲν ξέρετε τί ἀπέγινε ὁ Ἰησοῦς μετὰ τὸν Γολγοθᾶ, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ τροπάρια τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ῞Αδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ μετά ληστοῦ καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος.» (Τροπ. Ὄρθρου Μεγ. Σαββάτου). Ἐπειδή, ὅμως, ὅλοι οἱ ἀρνητὲς ζητεῖτε ἴσως περαιτέρῳ ἀποδείξεις τῆς Θεότητος καὶ Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Μεσσίου, ἂς ἀνατρέξετε στὴ μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς προφητεῖες τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἀναφέρεται στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος. «Καί τινων λεγόντων περὶ τοῦ ἱεροῦ ὅτι λίθοις καλοῖς καὶ ἀναθήμασι κεκόσμηται, εἶπε· Ταῦτα ἃ θεωρεῖτε, ἐλεύσονται ἡμέραι ἐν αἷς οὐκ ἀφεθήσεται λίθος ἐπὶ λίθῳ ὃς οὐ καταλυθήσεται.»(Λουκ.,κα΄,5-6)[3]. Μέχρι σήμερα, ἐδῶ καὶ 2000 χρόνια περίπου, τὰ ἐρείπια ἀπὸ τὸ Ναὸ παραμένουν ἐκεῖ ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς τῆς ἐκπλήρωσης τῆς ἀληθείας περὶ τῆς προφητείας τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὸ Ναὸ καὶ τὰ χαλάσματα. Ὅπως, ἐπίσης, κάντε τὸν κόπον καὶ ἂς περπατήσετε λίγα μέτρα πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν κατεστραμένο Ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Θὰ συναντήσετε λιτὸ καὶ μεγαλοπρεπὲς κτίριο, τὸν Πανίερον Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου κεῖνται ὁ Φρικτὸς Γολγοθᾶς, ὁ χῶρος τῆς Ἀποκαθήλωσης καὶ ὁ Πανάγιος Τάφος. Ἐκεῖ, πρὶν λίγες ἡμέρες, τὸ Μέγα Σάββατο, ἐξῆλθε μὲ θαυμαστὸ τρόπο γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Τάφο τὸ Ἅγιον Φῶς τῆς Ἀναστάσεως εἰς μαρτυρίαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Μεσσίας, εἶναι ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπη σᾶς ἀναμένει νὰ μετανοήσετε καὶ νὰ ἀναφωνήσετε: «Ὡσαννά, ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Υ.Γ. : Εὐχόμαστε καὶ προσευχόμαστε ἵνα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς, ἔχοντας τὶς ἐπιπλέον ἀποδείξεις τόσο μὲ τὴν προφητεία περὶ τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος ὅσο καὶ μὲ τὸ Ἅγιον Φῶς ποὺ ἐξέρχεται κάθε Μέγα Σάββατον ἐκ τοῦ Τάφου, νὰ τείνουν εὐήκοα ὦτα καὶ νὰ ἀνοιγοῦν οἱ ὁφθαλμοὶ τῶν καρδιῶν καὶ οὕτως νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν ὅντως ἀλήθεια, ὥστε ἡ κάθε καρδιὰ τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καὶ ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς νὰ πλημμυρίσουν μὲ τὸ Φῶς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Τότε καὶ μόνον τότε, ὅλοι οἱ ὑβριστὲς τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου καὶ ἀρνητὲς τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ θὰ δύνανται πλέον νὰ κατανοήσουν καὶ ἐρμηνεύσουν σωστά τόσον τὶς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἀναφέρονταν καὶ ἐκπληρώθηκαν ἀκριβῶς στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσίου Ἰησοῦ, ὅσον καὶ τὴν προφητεία τοῦ Χριστοῦ, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν ἀφανισμὸ τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, καὶ ἀφοῦ προβληματιστοῦν νὰ συνέλθουν εἰ δυνατὸν ἀπὸ τὴν πλάνη.

Θὰ εἶναι πράγματι μεγάλη εὐλογία ἡ σὺν τῷ χρόνῳ ἐπιστροφὴ ὅλων τῶν ἀθέων στὴν Ὀρθοδοξία, πολλῷ δὲ μᾶλλον τοῦ Πρωτότοκου ἀδελφοῦ μας Παλαιοῦ Ἰσραήλ, καθὼς καὶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος ἔχει προφητεύσει. Αὐτός, ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα, πρώην Φαρισαῖος καὶ πρώην διώκτης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νῦν Ἀπόστολος τοῦ Θεανθρώπου Μεσσίου, προσεύχεται: ««καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται»(Ρωμ,ια΄,26) «οὕτω καὶ οὗτοι νῦν ἠπείθησαν, τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐλεηθῶσι· συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τοὺς πάντας ἐλεήσῃ. Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!»(Ρωμ.,ια΄,1-33). Εὐχόμαστε καὶ ἐμεῖς εἰλικρινῶς καὶ ἀπὸ καρδίας γιὰ τὴν μεταστροφὴ ὅλων ὑμῶν. Γένοιτο Κύριε. Ἀμήν.

[1] (Λουκ.,α΄,28)

[2] «Ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρὲτ, πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρὶ, ᾧ ὄνομα Ἰωσὴφ, ἐξ οἴκου Δαυῒδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν…Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται…καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ…εἶπεν δὲ Μαριάμ· Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος. (Λουκ.,α΄,26-38)

[3] «…καὶ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτῷ τὰς οἰκοδομὰς τοῦ ἱεροῦ.  ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ βλέπετε ταῦτα πάντα; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ καταλυθήσεται.»(Ματθ.,κδ΄,1-2)

Μονοπάτια στον Παράδεισο.

I_M_Filotheou

Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη Θεολόγου – Φιλολόγου, 

ΜΑ.,ΜΑ. Θεολογίας, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών

Ξεκινήσαμε πρωί από την ιερά μονή του Φιλοθέου με προορισμό το μοναστήρι του Καρακάλου. Ο καιρός φθινοπωρινός, βροχερός, σε προκαλεί και σε προτρέπει να αναδυθείς μέσα από τις φθαρτές απεικονίσεις και  να αγγίξεις τα αιώνια και άφθαρτα. Κάθε στιγμή , κάθε λεπτό στον Αγιώνυμο Άθωνα είναι συνάντηση με την αιωνιότητα, εμποτισμός και πρόγευση παραδείσου μέσα από την ζώσα επαφή σου με την παρθενική φύση και την οργιαστική βλάστηση, κυρίως δε με την αυτοθέλητη συγκαταρίθμησή σου στη χορεία των συνοδοιπόρων στα μονοπάτια και στα περάσματα του Παραδείσου.

Ακολουθούμε το πεζοπόρο μονοπάτι – για πόσο ακόμη άραγε; – για την ιερά μονή του Καρακάλου. Κοντά μια ώρας δρόμος με αργό αλλά σταθερό βηματισμό μέσα από ένα καταπράσινο δάσος με οξιές και βελανιδιές, με καθαρά τρεχούμενα νερά, μικρά και πρόχειρα γεφύρια, μυρωδιές διανθισμένες με βρόχινο νερό που βάλθηκε να απεκδυθεί στο ήδη υγρό και νωπό αγιορείτικο χώμα.

Ακούσματα πουλιών, ισχνά και μακρύβολα, μόλις που ακούγεται η μονολόγιστη ευχή των συνπροσκυνητών μου «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό», που ισοκρατεί με την περιρρέουσα αγιαστική ατμόσφαιρα και ο συννεφιασμένος ουρανός, λες και βάλθηκε να αποποιηθεί το γκρίζο του χρώματός του στις σκοτεινές ανταύγειες που στέλνει γύρω του.

Τί να πρωτοθαυμάσει κανείς! Στα ακούσματά μου ηχούν ακόμη ο συγκερασμός των σημάντρων και των ταλάντων από τις ορθρινές ακολουθίες και δεσπόζει ο λόγος του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, που τόσο γλαφυρά ανέγνωσε στην τράπεζα ο αναγνώστης μοναχός: «Ταπείνωση δεν είναι να μιλάς ταπεινά για τον εαυτό σου , αλλά να μη λες τίποτα για τον εαυτό σου».

«Όσο πηγαίνομε , ο Άθως ξεδιπλώνεται. Κόκκινα στίγματα ευφραίνουν τους σμαραγδένιους του κυματισμούς – τα κελλιά. Είναι αμέτρητα. Βυθίζονται στο πράσινο, σκαρφαλώνουν στις ανηφοριές, φωλιάζουν στις λαγκαδιές, κατεβαίνουν στη θάλασσα»(Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Άγιον Όρος, Εστία, Αθήνα 1997, σελ. 47). Η περιπλάνηση στον Άθωνα δεν έχει αρχή και τέλος γιατί ωσαύτως δεν έχει τέλος η οικείωση της θείας εμπειρίας της Εκκλησίας που εδράζεται αγιοπνευματικά και χαριτωμένα στην Αποκάλυψη του Παναγίου Θεού στον κόσμο.

Αυτή η αποκάλυψη είναι εμπειρικά βεβαιωμένη μέσα στην Εκκλησία με αποτέλεσμα ο πιστός να γεύεται και να πανηγυρίζει λειτουργικά το συνεχές παρόν της ζωής του ως μετοχή και οικείωση στην Αιωνιότητα, που δεν είναι άλλη παρά η πρόγευση των υπερκοσμίων και αρρήτων και η μέθεξη του αποκαλυφθέντος από την αγαστή συνεργία της αίσθησης και της ενεργούμενης γνώσης του πιστού.

Προσκυνητάρια, πρόχειρες μα τόσο φιλόξενες απλωταριές , υπαίθρια κιόσκια υποβαστάζουν τον κόπο των προσκυνητών και σε ανεφοδιάζουν με αποθέματα υπομονής για να συνεχίσεις το μονοπάτι.

Πλησιάζουμε στο μοναστήρι του Καρακάλου. «Η μονή ησυχάζει. Το κύμα του μεγάλου του κόλπου νανουρίζει την απραξία της, σβήνοντας απάνω στα χαλίκια ρυθμικό και ήρεμο. Είμαστε μπροστά στον θολωτόν πυλώνα, που κρύβει στην κοιλότητά του ζωγραφισμένη την Παρθένο, καθώς όλοι οι πυλώνες των μοναστηριών και περιμένομε να προβάλη ο πορτάρης»( Ζ. Παπαντωνίου, Άγιον Όρος, σελ. 31).

Επιβλητικό μοναστήρι. Με συνεπαίρνει ο φρουριακός και αγέρωχος πύργος του, πάνω από την είσοδο στη νοτιοδυτική πλευρά της μονής.

Οι πυρφόρες πολεμίστρες του, το αδιάσειστο στους αιώνες περίγραμμα των αετωμάτων του, η υψωμένη κυματίζουσα με τις δαντελλωτές επάλξεις εθνική μας σημαία παρακινεί σε πνευματική εγρήγορση και διδάσκει το ¨αποίκιλον¨ και ανεπιτήδευτον του αποτελέσματος, εδώ που όλα είναι τόσα απλά, τόσο απροσποίητα μα και τόσα αληθινά και παραδείσια!

«Ουχ ο τόπος αλλά ο τρόπος» όμως διδάσκει ο Πατερικός λόγος και αναζητώ μονοπάτια στον Παράδεισο γύρω μου. Μέσα στον κόσμο, ως μέρος εγώ του κόσμου και απεχθές τμήμα του, εναρμονίζω τον άναρχο βηματισμό μου με προορισμό τα μονοπάτια που οδηγούν στον Παράδεισο.

Και διδάσκομαι την απλότητα και την απροσποίητη κατάθεση της αγάπης μου μέσα στην πνευματοκίνητη, αιώνες τώρα , παράδοση της Εκκλησίας, το ¨αποίκιλον¨ και ¨ασχημάτιστον¨ της συμπεριφοράς που υποδηλώνει ¨πείρα¨ πνευματική, που χαράσσει μονοπάτια ουράνια , που μυρίζει Παράδεισο και νωπό αγιορείτικο αγιασμένο χώμα.

Αθωνικά μονοπάτια αλησμόνητα, νοσταλγικά, λυτρωτικά! Αθωνικά μονοπάτια Παραδείσια!

“Ευλόγιον, τον Ξενιστήν των Ξένων” (27 Απριλίου)

βιβλίο

Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,  Θεολόγου – Φιλολόγου

ΜΑ., ΜΑ. Θεολογίας,  Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών

« Συνήθιζε κάθε εσπέρας να περιφέρεται με το ιστορικό φαναράκι του και ν ’ αναζητά να μοιραστεί τον ανθρώπινο πόνο των περαστικών…». Αυτή η φράση στον Ιερό Συναξαριστή κέντρισε το πνευματικό ενδιαφέρον μου και έτσι καταπιάστηκα να γράψω για τον άγιο Ευλόγιο τον ξενοδόχο , τον λοξευτή και πετροκόπο.

 Έζησε στα μέρη της Θηβαΐδος , την εποχή που ο χριστιανισμός αθόρυβα αλλά καταλυτικά απλωνόταν και εδραιωνόταν στο επίγειο στερέωμα. Στο επάγγελμα ήταν λοξευτής πέτρας αλλά αναπαυόταν ιδιαίτερα στη διακονία των αδελφών του και μάλιστα των όλων αγνώστων. Ως ο αρχαίος Κυνικός φιλόσοφος Διογένης , κάθε βράδυ , εφοδιασμένος με το φαναράκι του , αφηνόταν στα μονοπάτια του πόνου και της θείας θαλπωρής , αναζητώντας να λυτρώσει και να ξεκουράσει τον ξένο διαβάτη , προσφέροντάς του διαμονή , φαγητό και φιλοξενία. Αγιαστική διακονία , δύσκολο να συμπεριληφθεί στην κτιστότητα και εφάμαρτη καθημερινότητα μου. Αλήθεια , πώς να συμπορευθεί ο τύπος και η ουσία στην πνευματική ζωή , πώς να συμπεριλάβω την αυτοπροσωπία με την ετεροπροσωπία και την διαφορετικότητα , την αγάπη με το φόβο;

Κάποτε ο Ευλόγιος ανακάλυψε ένα μεγάλο θησαυρό και σκέφθηκε να αποκρύψει την είδηση αυτή προκειμένου να επιδωθεί σε νέες ελεημοσύνες και αγαθοεργίες προς τους αδελφούς του . Έτσι και έκανε και συνέχιζε να πολιτεύεται αγιοπνευματικά και να ευεργετεί όσους συναντούσε…Ἀραγε , είναι ποσοτική ή ποιοτική η αξία της ελεημοσύνης; Μπορώ αναρωτιέμαι να περικρατώ αδιάκριτα στο νου μου τον απώτερο στόχο της αγαθοεργίας και αυθαίρετα να επευλογώ αυτοθέλητα κάθε εμπόδιο και δυσκολία που συναντώ; Τελικά «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα » ως εύστοχα παρατηρεί η λαογραφική μας θυμοσοφία;

Πέρασε καιρός και οι λογισμοί κυριαρχούσαν και διετράνωναν το νεφέλωμα στην καρδιά του Οσίου…Πιεζόταν η συνειδησιακή του σταθερότητα , το αδέκαστον της προσωπικής του ορθοπραξίας…Επέστρεψε το θησαυρό στον νόμιμο κάτοχό του. Τί και αν αυτός δεν θα μοιραζόταν ούτε το ελαχιστο με τους φτωχούς! Είχε την πληροφορία ότι λειτουργούσε θεάρεστα , ήξερε καλά τα μονοπάτια που οδηγούν στον Παράδεισο! Έτσι λειτουργούν οι Άγιοι σκέφθηκα , αμερόληπτα , Χριστομίμητα , αρχοντικά…

Ξανά ο Ευλόγιος στους σκοτεινούς δρόμους της Θηβαΐδος να αφουγκράζεται και να θυσιάζεται στη μέθεξη του Απολύτου. Με το φανάρι του να ποδηγετεί και να οριοθετεί την άδολη και υψοποιό αγάπη . Ναι , πράγματι , με το αγιασμένο φανάρι του να θυμίζει ότι υπάρχουν και σήμερα άγιοι ανάμεσά μας που διδάχθηκαν από το φιλόθεο παράδειγμα του βίου του…Υπάρχουν και σήμερα άγιοι που αρέσκονται να σκορπίζουν θείο φως αγάπης στα σκοτάδια της φιλοδοξίας και της αδιαντροπιάς…

Η Αγία μας Εκκλησία τιμά την μνήμη του την 27η Απριλίου και πανηγυρίζει το πλήρωμα της « αδιάκριτης πνευματικής του διακρισίας» με ξεχωριστή λαμπρότητα και τιμή. Είπα να γράψω για τον Ευλόγιο τον ξενοδόχο , τον ξενιστήν των ξένων. « Θεού ξενιστής Αβραάμ ξενιζέτω».

Φωτογραφίες από μια σπάνια περίπτωση κουράς Μεγαλόσχημου μοναχού.

10292157_791176900907215_4585182456781679449_n

Στις 24-4-2014 στην Ιερά Μονή Κρεμαστών Λασηθίου, έγινε η κουρά σε Μεγαλόσχημο μοναχό, του 25χρονου Εμμανουήλ Π., ο οποίος μετονομάστηκε σε Ιωσήφ, προς τιμή του Αγίου Ιωσήφ του μνήστορος.

10155881_790882320936673_6667098629848525521_n

Ο μεγαλόσχημος μοναχός Ιωσήφ πάσχει από βαριά μορφή μυασθένειας. Λόγω αυτού του προβλήματος, με την ευλογία του οικείου Μητροπολίτου, η μοναχική κουρά, έγινε στο εξωτερικό παρεκκλήσιο της γυναικείας Ιεράς μονής, που τιμάται στις Άγιες Μυροφόρες,

1912172_791179650906940_8162301622969874645_n

Λόγω του σοβαρού προβλήματος υγείας ο μοναχός Ιωσήφ θα συνεχίσει την μοναχική του ζωή στο σπίτι του.

Ευχόμαστε στον Μεγαλόσχημο αδελφό Ιωσήφ καλές υπομονές, καλή μετάνοια και Καλό Παράδεισο.

10151290_790887924269446_4379577366575695132_n

Δημοσιεύουμε στην συνέχεια φωτογραφίες από την πραγματικά σπάνια περίπτωση κουράς Μεγαλόσχημου μοναχού.

Ευχαριστούμε τους οικείους του για την παραχώρηση άδειας δημοσίευσης των φωτογραφιών.



10253933_791180514240187_6718464289515957595_n

10257001_791180194240219_6900504397515410354_n

 

10153850_791177400907165_1183554118216223235_n

10176095_790886217602950_5748864247961330526_n

 

 

10301223_790885844269654_4118584017896514735_n

 

 

 

10325706_790886650936240_7903216419349173579_n

 

10155631_790884377603134_6538369320082633758_n

10294458_791177114240527_7893076638475420155_n

 

10173806_791178684240370_5157170882179170834_n

 

10313567_791179067573665_9201746332793916290_n

10329045_791177770907128_523078961191454470_n

 

 

1538841_791178527573719_3647699858899342400_n

 

 

1509949_790889064269332_6119839944353789488_n

 

1613883_790887350936170_6674715107794919742_n

 

10153105_790888274269411_6793851204885123886_n

 

 

10259727_790889487602623_1889125729900912638_n

 

10305971_790887670936138_7773646385446297719_n

 

 

 

Το ναι και το όχι του Θεού!(Ιερομονάχου Βενεδίκτου Αγιορείτου)

Το ναι και το όχι του Θεού!

A΄ ΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  

Το ναί και το όχι

Ένα όχι ή ένα ναί μεταξύ των ανθρώπων προϋποθέτει μία συνάντηση και μία συζήτηση, μία  συνομλία. Προϋποθέτει μάλιστα και συζήτηση έντονη, μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια πάντα, που μπορεί  να καταλήξει και σε διαξιφισμούς. Που ο ένας από τους δύο μπορεί να ακούσει και τα παρακάτω: Δεν σου δίνω αυτό που θέλεις, δεν μπορεί να γίνει αυτό που ζητάς, δε σε συμφέρει να γίνει αυτό γι’ αυτό και γι’ αυτό το λόγο, όχι δεν μπορεί να γίνει αυτό, υπάρχουν προβλήματα και συνέπειες.

Αυτά μπορεί να είναι τα αποτελέσματα μιάς συναντήσεως και συζητήσεως, χωρίς να αποκλείωνται βέβαια και τα θετικά σημεία πάντοτε, και μάλιστα όταν η συζήτηση γίνεται με αγάπη και κατανόηση και νηφαλιότητα.

Μία συνάντηση με τον Θεό είναι και η προσευχή. Και αυτό προϋποθέτει έναν ακούοντα, τον Θεό και έναν λέγοντα, τον άνθρωπο. Έτσι ονομάζει την προσευχή ο ι. Χρυσόστομος. Ο Ευάγριος θα μας πεί ότι είναι ανάβασις του νού και ο άγ. Ιωάννης της Κλίμακος αρπαγή του νού πρός το Θεό.

Αυτή η συνάντηση όμως, η ανάβαση και η αρπαγή σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη μπορεί να έχει πολλές φορές και πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στον άνθρωπο. Διότι είναι συνάντηση δύσκολη.

Και δεν είναι μόνο συνάντηση. Είναι και σχέση μαζί. Μία σχέση βαθειά που δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε σε μάς, ούτε στον Θεό. Το γεγονός ότι ο Θεός μπορεί να κάνει αισθητή την παρουσία Του ή μπορεί να μας αφήσει με την αίσθηση της απουσίας Του, είναι απόδειξη της ζωντανής αυτής και πραγματικής σχέσεως. Εάν μπορούσαμε να Τον παρασύρουμε μηχανικά σε μία συζήτηση, να Τον αναγκάσουμε δηλαδή να μας συναντήσει , απλά και μόνο επειδή εμείς διαλέξαμε τη στιγμή αυτή να Τον συναντήσουμε, δεν θα υπήρχε ούτε σχέση ούτε συνάντηση.

Είναι λοιπόν συνάντηση αλλά και σχέση μαζί η προσευχή αλλά και συνομιλία με τον Θεό. Η σνάντηση αυτή μπορεί να έχει και ως αποτέλεσμα να σκούσει κανείς, ανθρώπινα μιλώντας, αυτά που λέχθηκαν παραπάνω. Όχι με τον ίδιο τρόπο βέβαια. Με τον τρόπο που γνωρίζει ο Θεός και που είναι διαφορετικος στον καθένα μας.

Μερικές φορές έχουμε εμείς οι ίδιοι κάποια αίσθηση της απουσίας του Θεού. Στεκόμαστε μπροστά στο Θεό και φωνάζουμε δυνατά σε ένα άδειο ουρανό από τον οποίο δεν έρχεται καμμία απάντηση γυρίζουμε πρός όλες τις κατευθύνσεις και Εκείνος δεν φαίνεται πουθενά.

Έτσι ακούμε πολλές φορές από συνανθρώπους μας λόγια σαν αυτά: Προσευχήθηκα πολύ, έκλαψα πάνω στον πόνο μου, παρακάλεσα τους αγίους, την Παναγία μας, πήγα και σε προσκυνήματα διάφορα, δεν έγινε τίποτα. Η απάντηση από το Θεό ήταν αρνητική. Είπε όχι ο Θεός.

Λέει  όχι ο Θεός;

 Πότε όμως ο Θεός λέγει όχι στον άνθρωπο;

Η φράση ή το άκουσμα ακόμα ΟΧΙ από τον Θεό, είναι μία πρόκληση για όλους τους ανθρώπους. Και η πρόκληση αυτή μεταβάλεται σε σκάνδαλο μετά τις αλεπάλληλες διαβεβαιώσεις του Θεού για την εκπλήρωση και χορήγηση κάθε αιτήματος εκείνου που προσεύχεται. Ποιά έννοια θα είχε η καθαρή δήλωση του Κυρίου ‘’Πάντα όσα αν αιτήσητε εν τω ονόματι μου λήψεσθε’’, ό,τι θα ζητήσετε στο όνομα μου θα το λάβετε’’, ή το ‘’αιτείτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται…’’, αν υπήρχε πιθανότητα έστω κάποιας αρνητικής απαντήσεως εκ μέρους του Θεού στον αγωνιώντα και προσευχόμενο άνθρωπο;

Και πώς θα μπορούσε να ερμηνευτούν αυτές οι κατηγορηματικές υποσχέσεις του Κυρίου, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν είναι μοναδική η διαβεβαίωση του Κυρίου για το θέμα αυτό;

Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει, είναι αν πραγματικά ο Θεός απαντά ή όχι στις προσευχές μας. Αν υπάρχουν αναπάντητες προσευχές εκ μέρους του Θεού. Αν δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις που χριστιανοί ζήτησαν διάφορα πράγματα στην προσευχή τους από τον Θεό και δεν έλαβαν καμμία απάντηση ή συνέβη το εντελώς αντίθετο από αυτό που περίμεναν. Δηλαδή η απάντηση του Θεού ήταν αρνητική.

Ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει την εξής ερώτηση: ‘’Γνωρίζει ο Θεός την καρδιά εκείνων που προσεύχονται. Ποιά ανάγκη έχει ο Θεός της διατυπώσεως των αιτημάτων από τους πιστούς, αφού γνωρίζει εκείνα που έχουν ανάγκη και μας χορηγεί πλούσια αυτά που είναι απαραίτητα για την συντήρηση μας;’’ Και απαντά ο ίδιος. Ναι, γνωρίζει ο Θεός τις ανάγκες των ανθρώπων και ‘’πάντα τα σωματικά πλουσίως παρέχει ημίν, οίον την βροχήν επί δικαίους και αδίκους’’, αλλά συμπληρώνει·  ‘’την πίστη και τα κατωρθώματα της αρετής και την βασιλείαν των ουρανών , εάν μη αιτήσεις μετά καμάτου και παραμονής πολλής ου λαμβάνεις’’,  ‘’αν δεν τα ζητήσεις με κόπο και επιμονή δεν τα παίρνεις’’. (Ασκητικές διατάξεις). Εδώ έχουμε μία πιθανή αναπάντητη προσευχή, επειδή δεν τηρήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Διότι λέγει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο άγιος: ‘’Δει γαρ πρότερον ποθήσαι, ποθήσαντα δε ζητήσαι εξ αληθείας εν πίστει και υπομονή τα παρ’ εαυτού εισφέροντα, εν μηδενί κρινόμενος υπό του ιδίου συνειδότος ως αμελώς ή ραθύμως αιτούντος, και τότε λαβείν, ότε θέλει ο Κύριος…’’. ‘’Πρέπει δηλαδή πρώτα να επιθυμήσει κανείς κάτι, κατόπιν να το ζητήσει πραγματικά με πίστη και υπομονή κάνοντας και το ίδιος ότι μπορεί, χωρίς να κατακρίνεται για τίποτε απο τη συνείδηση του ότι προσεύχεται με αμέλεια ή με ραθυμία, και τότε θα πάρει αυτό που ζήτησε, όταν θέλει ο Κύριος…’’.

Υπάρχει αίτηση και αίτηση· υπάρχει αίτηση θεοφιλής και αίτηση που δεν εγκρίνεται από τον Θεό. Έτσι λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος.

Πολλές φορές οι προσευχές που αναφέρονται στα υλικά παραμένουν αναπάντητες, ενώ εισακούονται όλες οι προσευχές που αναφέρονται στα πνευματικά θέματα. ‘’Επι μεν των βιοτικών πολλάκις ζητήσαντες ούχ εύρομεν· επί δε των πνευματικών ούκ ένι τι τοιούτον, αλλά ανάγκη πάσα τον ζητούντα ευρείν…’’.

Πάντως όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομολογούν ότι όντως υφίσταται το πρόβλημα των αναπάντητων προσευχών ή της αρνήτικής απαντήσεως στην προσευχή εκ μέρους του Θεού.

Για τον αγ. Ιωάννη της Κλίμακος το ότι ‘’ο Θεός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας’’, δεν εκπληρώνει δηλαδή τα αιτήματα εκείνων που ζητούν κάτι, είναι καθαρά θέμα οικονομίας του Θεού. ΔΕΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ στους αιτούντας να ικανοποιηθεί το αίτημα τους και για τον λόγο αυτό ο Θεός δεν το ικανοποιεί.

Υπάρχει όμως και άλλη εξήγηση στο θέμα μας: Τονίζει ο σοφός Ωριγένης: ‘’Ει δε ο αιτών λαμβάνει’’ και τα εξής, ο μη λαμβάνων ουκ αιτεί ει και δοκεί τι αιτείν , και ο μη ευρίσκων ουκ εζήτησεν τω μη ορθώς, μωρώς δεν ζητείν και λογομαχείν επ’ ουδέν χρήσιμον, ω τε ούκ ανοίγεται , ου κρούει καν τοίχους ή τα έξω της θύρας κρούει’’. Δηλαδή · ‘’αν, αυτός που ζητεί , λαμβάνει σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου, αυτός που δεν λαμβάνει δεν ζητεί, μολονότι φαίνεται ότι ζητεί, και αυτός που δεν ευρίσκει κάτι, δε ζήτησε κάτι χρήσιμο, και εκείνος που χτυπούσε την πόρτα, δεν την χτυπούσε, αν και φαινόταν ότι καθόταν έξω από την πόρτα και δίπλα στους τοίχους και χτυπούσε να τον ανοίξουν’’. Το επιχείρημα βασίζεται την υπόσχεση και την αξιοπιστία του Θεού. Εφ’ όσον ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα εκπληρώσει τα αιτήματα του προσευχόμενου και εφ’ όσον ο Θεός είναι κατά πάντα αξιόπιστος, αυτό σημαίνει ότι αν αυτός που προσευχήθηκε δεν έλαβε απάντηση, στην πραγματικότητα δεν ζήτησε. Απλώς είχε την αυταπάτη ότι ζητά ή κρούει την θύρα του ελέους, αλλά στην πραγματικότητα ‘’ελογομάχει μωρώς επ’ ουδενί χρήσιμον’’. Κατά τον Ωριγένη λοιπόν η αναπάντητη προσευχή δεν είναι καν προσευχή. Διότι κανένας από εκείνους που δεν έλαβαν, δεν προσευχήθηκε. Διότι δεν είναι σωστό να ισχυρισθούμε ότι ψεύδεται εκείνος που λέγει ‘’πας ο αιτών λαμβάνει’’. Δεν υπάρχει λοιπόν απάντηση στις προσευχές , που δεν είναι προσευχές, μονολότι φαίνεται ότι είναι προσευχές.

Σε ποιές προσευχές ο Θεός απαντά αρνητικά

 Οι πατερικές απόψεις υπογραμμίζουν τις εξής περιπτώσεις: α) του κακού ανθρώπου η προσευχή δεν εισακούεται, λέγει ο Ερμάς: ‘’Πως λοιπόν αυτός θα έχει την απαίτηση να εισακουσθεί από τον Κύριο χωρίς να δουλεύει για τον Κύριο;’’ Εδώ δεν εννοείται ο αμαρτωλός άνθρωπος, διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί·εννοείται ο διαστρεβλωμένος άνθρωπος και κακοήθης, ο υποκριτής και αμετανόητος. Αυτός δεν μπορεί να λάβει κάτι από τον Θεό, όταν προσεύχεται, διότι και όταν ακόμη προσεύχεται, δεν κινείται από αγάπη πρός τον Θεο ή δεν κάνει κάτι για την δόξα του Θεού ή για την σωτηρία της ψυχής του. προσεύχεται κινούμενος μόνο από το προσωπικό του συμφέρον. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άπιστο , ο οποίος  χρησιμοποιεί την προσευχή για εύκολο πορισμό. Η πράξη του δεν είναι ειλικρινής ούτε ενσυνείδητη και γι’ αυτό η απάντηση του Θεού στα αιτήματα του είναι απορριπτική , απαντάει αρνητικά ο Θεός στις προσευχές του.

β) Το ίδιο θα συμβεί και με την προσευχή των μοχθηρών ανθρώπων. Και η προσευχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα το όχι του Θεού, διότι είναι πολύ βλαβερή και γι’αυτούς τους ίδιους αλλά και για τους άλλους ανθρώπους. Τονίζει χαρακτηριστικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: ‘’Γιατί να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των μοχθηρών ανθρώπων, όταν και εκείνα, τα οποία θα τα λάβουν και νομίζουν ότι θα τους κάνουν ευτυχείς, θα τους βλάψουν, όταν θα τα πάρουν, διότι δε γνωρίζουν πως να χρησιμοποιήσουν τα χαρίσματα αυτά; Διότι αυτοί δεν ζητούν τα όντα, δηλαδή τα πραγματικά αγαθά, αλλά εκείνα που φαίνονται αγαθά, δίχως να είναι όμως αγαθά. Δηλαδή, ο Θεος, αν εκπλήρωνε τα αιτήματα τους, θα γινόταν συναγερμός στο κακό, το οποίο θα διέπρατταν οι άνθρωποι αυτοί και γι’ αυτό αρνείται να ικανοποιήσει τα παράλογα αιτήματα τους.

Πόσο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός χριστιανού, ο οποίος, όταν ήταν παιδί, έβλεπε τον παππού του καθημερινά να βγάζει τα δόντια του και να τα πλένει. Και παρακαλούσε το Θεό να μπορέσει και ο ίδιος να κάνει αυτό που έκανε ο παππούς του να βγάζει και αυτό τόσο ευκολα τα δόντια του να τα πλένει!

γ) Όταν η προσευχή μαρτυρεί έλλειψη συναισθήσεως του τι πράγματι ζητούμε, και τότε μένει αναπάντητη, έχει αρνητική απάντηση εκ μέρους του Θεού. Κλασσικό παράδειγμα είναι το αίτημα των υιών Ζεββεδαίου, το οποίο δεν ικανοποιήθηκε, διότι, όπως αιτιολόγησε ο ίδιος ο Κύριος δεν ήξεραν τι ζητούσαν. Αλλά και μείς πολλές φορές στις προσευχές μας λέμε· ‘’Κύριε, κατάταξε μας μαζί με τους προφήτες, με τους δίκαιους και τους πατριάρχες, να βρεθούμε και μείς μαζί με αυτούς. Όταν τα λέμε αυτά ‘’ούκ αισθανόμεθα τι ευχόμεθα’’.Αυτό το αίτημα είναι αγαθό, αλλά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τρόπο χαριστικό. Απαιτεί ανάλογη προετοιμασία και αγιότητα του βίου του προσευχόμενου και αυτό πρωτίστως πρέπει να επιδιώκει και να παρακαλεί τον Θεό να τον αξιώσει να κατορθώσει. Όταν λείπουν οι προϋποθέσεις, ούτε και το αίτημα μας τα αγαθό μπορεί να εκπληρωθεί, διότι αυτό αποδεικνύει καθαρά ότι ‘’ούκ αισθανόμεθα τι ευχόμεθα’’, δηλαδή δεν καταλαβαίνουμε τι ζητούμε με την προσευχή μας. Τότε ο Θεός λέγει όχι στην προσευχή μας.

δ) Ο Μ. Βασίλειος προβάλλει και την έλλειψη ομόνοιας και συμφωνίας μεταξύ των αδελφών ως αιτία της μη ικανοποιήσεως των αιτημάτων της προσευχής, αιτία δηλαδή που θα πεί και πάλι ο Θεός όχι. Ο Κύριος είπε ότι θα ικανοποιήσει τα αιτήματα των ανθρώπων με την προϋπόθεση ότι αυτοί θα είναι σύμφωνοι ‘’παρί παντός πράγματος’’ που θα ζητήσουν από τον Κύριο. Όταν η προϋπόθεση αυτή δεν τηρείται και η απάντηση του Θεού είναι αρνητική.

Ο Θεός δεν ικανοποιεί αιτήματα παράλογα ή άτοπα.  Απορρίπτει ακόμη και προσευχές με αγαθό περιεχόμενο, όταν το αποτέλεσμα της προσευχής μπορεί να βλάψει, όταν η βλάβη μπορεί να προέλθει απο την ασυμφωνία των αδελφών.

Για να μη σκανδαλισθεί πάντως εκείνος που προσεύχεται, σωστό είναι να έχει υπ’ όψιν του τη συμβουλή του Ευάγριου, ο οποίος αναφέρει : ‘’Προσευξάμενος ως δεί, προσδόκα, α μη δεί, και στήθι ανδρείως φυλάττων τον καρπόν σου’’. ‘’Αφού προσευχηθείς όπως πρέπει, να περιμένεις εκείνα που δεν πρέπει. Τότε να περιμένεις με γενναιότητα στην προσευχή πάλι φυλάττοντας τον καρπό της προσευχής’’. Ακόμη και στην περίπτωση που ο πιστός νομίζει ότι προσεύχεται σωστά, ας περιμένει αρνητική απάντηση. Έτσι δεν θα χαθεί εντελώς η ωφέλεια από την προσευχή. Διότι όπως τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομος, στην προσευχή δεν υπάρχει ποτέ αποτυχία. Αφού πολλές φορές και όταν νομίζουμε ότι απέτυχε η προσευχή μας, τότε είχε καλλίτερο αποτέλεσμα. ‘’Έλαβες εν τω μη λαβείν, επέτυχες εν τω μη επιτυχείν’’.

Γιατί δεν απαντά ο Θεός στις προσευχές μας

 Η προσευχή μένει αναπάντητη, όταν το περιεχόμενο της έλθει σε αντίθεση με εκείνο που παρέδωσε ο Κύριος.

‘’Όταν ο άνθρωπος αφήσει τα θελήματα του, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ο Θεός και δέχεται την παροσευχή του’’.

Και αν απαντήσει κανείς ότι μερικοί, μολονότι ζήτησαν από τον Θεό αγαθά πράγματα, δηλαδή κτήση αρετών και θείο φωτισμό, δεν έλαβαν τίποτε από εκείνα που ζήτησαν, τότε απαντούμε ‘’ότι ου αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά ηξίωσαν λαβείν, αλλ’ ένεκα του επαινείσθαι δι’ αυτά’’ δηλαδή δεν ζήτησαν αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά, αλλά η αίτηση τους ήταν γεμάτη από υπερηφάνεια. Ήθελαν να υπορηφανεύονται με τα αγαθά, τα οποία θα δέχονταν από τον Θεό’’.

Με άλλα λόγια, κι αν ακόμη το περιεχόμενο της προσευχής είναι αγαθό, η πρόθεση όμως του προσευχόμενου είναι πονηρή, τότε η απάντηση του Θεού στον προσευχόμενο είναι αρνητική, ο Θεός απαντά με το όχι.

Όταν ζητήσουμε κάτι και δεν λάβουμε, λεγει ο Μ. Βασίλειος, να σκεφθούμε τα εξής: α) Ή χρεαζόταν μεγαλύτερη επιμονή και καρτερία στην προσευχή·β) ή ότι ήταν απαραίτητο να διορθωθεί ο χαρακτήρας του προσευχόμενου και να δείξει μεγαλύτερη φροντίδα για την προσευχή· ή γ) το αίτημα της προσευχής δεν ικανοποιήθηκε λόγω αναξιότητας εκείνου που προσευχόταν.

Όταν τώρα σε μας δεν υπάρχει μόνο ένας λόγος από τους τρεις, αλλά περισσότεροι, τότε φυσικό είναι να μην δεχόμαστε κάποια απάντηση  από τον Θεό ή η απάντηση να είναι αρνητική. Τότε αισθάνεται κανείς και την απουσία του Θεού πιό έντονα.

Βέβαια αυτή αίσθηση της απουσίας του  Θεού καατά την προσευχή μας είναι εσφαλμένη ή και άδικη. Αν βλέπαμε τη σχέση μας που δημιουργείται με το Θεό κατά την ώρα της προσευχής με το πρίσμα της αμοιβαιότητας, τότε ο Θεός θα μπορούσε να παραπονεθεί για μας πολύ περισσότερο από ότι εμείς γαι Εκείνον. Παραπονούμαστε, γιατί δε μας φανερώνεται στα λίγα λεπτά που του αφιερώνουμε. Αλλά τι μπορούμε να πούμε για τις εικοσιτρείς και μισή ώρες που ο Θεός μπορεί να κτυπά την πόρτα μας και μείς απαντάμε, ‘’συγγνώμη, είμαι απασχολημένος;’’ Ή όταν δεν απαντάμε καθόλου, γιατί δεν έχουμε ακούσει το κτύπημα στην πόρτα της καρδιάς μας, του νού μας, ή της συνείδησης μας, της ζωής μας; Έτσι φθάνουμε σε μία κατάταση στην οποία δεν έχουμε δικαίωμα να παραπονούμαστε για την απουσία του Θεού, γιατί εμείς είμαστε πολύ περισσότερο απόντες από όσο εκείνος υπήρξε ποτέ.

Αξιονημόνευτες είναι οι απαντήσεις που δίνει ο ιερός Χρυσόστομος στο θέμα μας. Ο Θεός απαντά αρνητικά:

α) Όταν τα αιτήματα της προσευχής είναι ασύμφορα. Εδώ είναι προτιμότερο να μην εισακουσθεί η προσευχή από το να εισακουσθεί. Να μη χαιρόμαστε μόνο όταν ακουγόμαστε, αλλά και όταν δεν ακουγόμαστε. Η αρνητική απάντηση στην προσευχή μπορεί να συμβεί ακόμη και σε αγίους, όπως συνέβη στον Μωυσή και στον Παύλο. ‘’Δεν επέτρεψε ο Θεός στο Μωυσή να εισέλθει στη γή της Επαγγελίαςκαι ο Παύλος παρακαλώντας για την υγεία του δεν εισακούστηκε, επειδή ζήτησε ασύμφορα πράγματα’’.

 β) Η προσευχή παραμένει αναπάντητη ‘’ όταν ραθύμως αιτούμεν’’, διότι ο Θεός σοφίζεται για μας πότε μας συμφέρει η χορήγηση των αιτημάτων μας. Αν οι άνθρωποι γνωρίζουν να δίνουν ωφέλιμα πράγματα στα παιδιά τους, πολύ περισσότερο  ο Θεός γνωρίζει το ‘’πότε να δώσει και τι να δώσει. Διότι όλα τα κάνει γαι το συμφέρον μας’’.

γ) Άλλη αιτία της μη εκπλήρωσης των αιτημάτων της προσευχής μας είναι όταν ‘’τοις αμαρτήμασιν επιμένοντες καυχόμεθα’’. Όταν δηλαδή είμαστε αμαρτωλοί και όχι απλώς επιμένουμε στην αμαρτία, αλλά και καυχώμαστε γι’ αυτήν. Τότε η απάντηση του Θεού είναι αρνητική, δεν λαμβάνουμε καμμία απάντηση στις προσευχές μας. Κλασσικό παράδειγμα είναι η παρίπτωση του προφήτου Ιερεμίου με τους Ιουδαίους. Παρακαλούσε ο προφήτης τον Θεό να λυπηθεί τον λαό αυτό και ο Θεός του απαντά: ‘’Μην προσεύχεσαι γι αυτούς, διότι δε πρόκειται να σε ακούσω. Δεν βλέπεις τι κάνουν αυτοί; Καίνε τα λίπη και κάνουν κατασκευάσματα πρός τιμήν των αστέρων και της στρατιάς του ουρανού’’. Μην προσεύχεσαι δηλαδή γι’ αυτούς που δε σταματούν την αδικία, που ζούν με τόση ασέβεια, που καταφεύγουν στη μαγεία. Διότι και σήμερα υπάρχει το φαινόμενο αυτό τρέχουν μερικοί στους αγίους, αλλά δεν εγκαταλείπουν και τα μέντιουμ ή τις χαρτορίχτρες και τους αστρολόγους. Αυτό δείχνει ότι δεν μπορούν να καταλάβουν τη νόσο από την οποία πάσχουν, αλλά ζούν με αναισθησία. ‘’Δε βλέπεις την υπερβολική παραφροσύνη’’; Συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος. Για ένα πράγμα μόνο πρέπει να φροντίζει κάποιος στις περιπτώσεις αυτές. Να κάνει τους ανθρώπους που πάσχουν από τη νόσο αυτή, να ξεπεράσουν την ασθένεια τους, να αισθανθούν τη νόσο τους, να τους ακολουθήσει και η βοήθεια του Θεού.

δ) Ανεκπλήρωτα παραμένουν τα αιτήματα μας όταν έχουμε μνησικακία, όταν προσευχόμαστε εναντίον των εχθρών μας και εναντίον εκείνων που μας έχουν λυπήσει. Τονίζει χαρακτηριστικά ο αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής: ‘Να μην έχεις έχθρα εναντίον ουδενός ανθρώπου, διότι η προσευχή σου δεν θα είναι δεκτή  απο τον Θεό. Να ειρηνεύεις με όλους, για να αποκτήσεις παρρησία στο Θεό, όταν θα προσεύχεσαι. Εκείνος που θέλει να προσεύχεται στο Θεό από τα βάθη της διάνοιας του, να είναι αληθινή και καθαρή η προσευχή του, πρέπει πρώτα να ερευνά το νού του τι σκέψεις έχει, ώστε , όταν λέγει στο Θεό ‘’ελέησον με ‘’, να έχει συγχωρήσει τον συνάνθρωπο του. Διότι, εφ’ όσον τυραννούμαστε όλοι από τη βία της αμαρτίας, δεν πρέπει ποτέ να σκεπτώμαστε κάτι εναντίον κανενός ανθρώπου.

Όταν όμως ενεργούμε αντίθετα σ’ αυτά, τότε όχι μόνο δεν εισακουόμαστε, αλλά και παροξύνουμε τον Θεό, διότι εκείνα που λέμε στην προσευχή μας για τους εχθρούς μας ‘’ούκ έστιν ανθρώπου, αλλά διαβόλου ρήματα’’. Και επί πλέον με τον τρόπο αυτό ζητά κανείς από τον Θεό να αλλάξει τον περί αγάπης νόμο τον οποίο ο ίδιος έχει θεσπίσει. Η προσευχή, λέει ο χρυσοστομικός κάλαμος, είναι φάρμακο. Αλλά το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιηθεί πρίν από την ημερομηνία λήξεώς του. Πρέπει να ξέρει κανείς πότε και πώς να το χρησιμοποιήσει. Διαφορετικά η δραστική του ενέργεια δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, κανένα όφελος. ‘’Ουδέ την όνησιν αυτού καρπούμεθα’’.

Τέλος ο Άγ. Ιωάννης  της Κλίμακος βλέπει την  οικονομία του Θεού στο ότι ‘’Αυτός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας’’. Θεωρεί ότι το όχι του Θεού στα αιτήματα μας, είναι μακροθυμία του Κυρίου και γι’ αυτό ο πιστός δεν πρέπει να λυπάται.

Τα αίτια της αρνητικής απαντήσεως του Θεού, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος είναι: Ή ότι ο προσευχόμενος είναι εντελώς ανάξιος να λάβει απάντηση στα αιτήματα του , ή β) τα αιτήματα της καρδιάς του δεν είνα σύμφωνα μα τα αιτήματα της προσευχής του, δηλαδή άλλα έχει στην καρδιά του και άλλα ζητά από τον Θεό, ή γ) δεν είναι ακόμη έτοιμος να λάβει το χάρισμα, το οποίο ζητάει.

 

Β΄ΤΟ ΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Πότε εισακούονται οι προσευχές μας

Φυσιολογικό έρχεται τώρα το εξής θέμα: Πότε και ποιοί είναι οι όροι με τους οποίους οι προσευχές μας γίνονται ακουστές.

Εάν πράγματι επιθυμούμε να προσευχηθούμε σωστά και να έχει αποτέλεσμα η προσευχή μας, πρέπει να έχουμε την βεβαιότητα ότι είμαστε αμαρτωλοί και έχουμε ανάγκη σωτηρίας· ότι είμαστε αποκομμένοι από τον Θεό, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς Αυτόν και ότι το μόνο που μπορούμε να Του προσφέρουμε είναι η αγωνιώδης επιθυμία μας να μας δεχτεί  ‘’εν μετανοία’’, να μας δεχθεί με έλεος και αγάπη.

Πρίν χτυπήσουμε την πόρτα για να μας ανοίξει ο Θεός, πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε έξω από αυτήν. Αν ξοδεύουμε τον καιρό μας φανταζόμενοι ότι ήδη βρισκόμαστε στη Βασιλεία του Θεού, ασφαλώς δεν υπάρχει λόγος για να κτυπάμε κάποια πόρτα για να ανοίξει. Τότε θα πρέπει να κυττάξουμε γύρω μας να δούμε που βρίσκονται οι άγιοι και οι άγγελοι και που βρίσκεται ο τόπος που μας ανήκει και όταν δεν θα δούμε τίποτε παρά σκοτάδι, τότε δικαιολογημένα θα εκπλαγούμε διαπιστώνοντας ότι ο Παράδεισος δεν είναι καθόλου ελκυστικός!

Για να έχει αποτέλεσμα η προσευχή μας, πρέπει να γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε έξω από την Βασιλεία του Θεού. Τότε ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας: πώς πρέπει να κτυπήσω την πόρτα για να παράσω μέσα; Δεν μπορούμε να κτυπήσουμε την πόρτα αυτή- διότι κανένας δεν θα μας απαντήσει- αν δεν είμαστε ελεύθεροι από οποιασδήποτε προσκόλληση στα γήϊνα, έτσι ώστε να έχουμε χέρια ελεύθερα, μία καρδιά τελείως ανοιχτή. Όχι σαν το γεμάτο πορτοφόλι που φοβόμαστε να το έχουμε ανοιχτό, μην πέσουν τα χρήματα μας αλλά σαν ένα ανοιχτό και άδειο πορτοφόλι, και μία διάνοια τελείως ανοιχτή στο άγνωστο και το απροσδόκητο. Δηλαδή για να προσευχηθεί κάποιος σωστά και καθαρά, πρέπει να είναι ελεύθερος να δοθεί ολοκληρωτικά στον Θεό.

Ο όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος μας δείχνει έναν απλό τρόπο για την επιτυχία της προσευχής μας: Πρέπει, τονίζει, να έχουμε ζωντανή την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. ‘’Η αίσθηση αυτή θα είναι τόσο καθαρή όσο ένας ισχυρός πονόδοντος’’. Όταν κάποιος έχει πονόδοντο, δεν τον ξεχνά καθόλου. Μπορεί να κάνει οποιαδήποτε πνευματική ή σωματική εργασία, ο πονόδοντος όμως είναι συνέχεια παρών και δεν μπορεί να ξεφύγει από την αίσθηση της παρουσίας του.

Έτσι πρέπει να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού. Τέτοια λαχτάρα, τέτοιον πόνο να αποκτήσουμε για τον Θεό. Με τέτοια αίσθηση, όταν κάποτε χάσουμε την επαφή μας μαζί Του με την προσευχή, θα σκεπτόμαστε: ‘’Είμαι μόνος, πού είναι Εκείνος’’;

Αν έτσι βιώνουμε την παρουσία του Θεού, οι προσευχές μας εισακούονται από τον Θεό.

Ο Ωριγένης αναφέρει ότι ο Θεός ανταποκρίνεται στις προσευχές εκείνων που ακούν και εφαρμόζουν το λόγο του Θεού. ‘’Ει ήκουσας αυτού, εισακούεταί σου’’, ‘’αν τον άκουσες, θα σε ακούσει’’. Όταν ο προσευχόμενος ακούει τον Θεό, τότε η επιθυμία του να εισακουσθεί από τον Θεό έχει κάποια ηθική δικαίωση.

Ο Μ. Βασίλειος εξαρτά την δυνατότητα του να εισακουσθεί η προσευχή του πιστού από την ταπείνωση του και από το ανώτερο περιεχόμενο της προσευχής. ‘’Εαν κανείς, τονίζει, οδηγείται από το Άγιον Πνεύμα και μη έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του ταπεινώνεται για να υψώσει τους άλλους και δεν λέγει τίποτε το ταπεινό και ασήμαντο ή δεν ζητά τα κοσμικά και επίγεια, η προσευχή του ανθρώπου αυτού εισακούεται από τον Θεό’’. Εδώ η προσευχή γίνεται εισακουστή , διότι το περιεχόμενο της εγκρίνεται εκ των προτέρων από τον Θεό.

Ο αγ. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης υποστήρζει ότι ο Θεός ακούει την προσευχή, όταν δεν ζητούμε τα αδύνατα , αλλά τα ‘’εικότα’’. Δηλαδή το περιεχόμενο της προσευχής είναι καθοριστικό για το αποτέλεσμα της. Και το περιεχόμενο της θα είναι κατάλληλο όταν ‘’είναι συμφωνη με το δίκαιο, για να μπορέσει να επισπάσει την θεία βοήθεια σύμφωνα με την φύση της αιτήσεως· διότι σ’ εκείνους που καλούν την βοήθεια του Θεού για λόγους πλεονεξίας ή ειρωνίας, δεν επέρχονται , μολονότι σ’εκείνους που αδικούνται παρουσιάζεται αυτόκλητη’’.

Το κακό είναι το εξής: Εμείς αντί να προσευχόματε να γίνει το θέλημα του Θεού, συχνά προσπαθούμε να πείσουμε τον Θεό να κάνει τα πράγματα όπως εμείς τα θέλουμε. Πώς είναι δυνατό τέτοιες προσευχές να μην αστοχήσουν;

Στην πραγματικότητα καμία προσευχή δεν μένει αναπάντητη από τον Θεό. Ο Θεός απαντά με τρείς τρόπους: ΝΑΙ, ΟΧΙ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ.

Εκπληρώνει αμέσως τα αιτηματα της προσευχής, ΑΜΕΣΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ- ή αναβάλλει προσωρινά και τα εκπληρώνει αργότερα, για να ασκηθούμε στην προσευχή και την υπομονή, ΠΕΡΙΜΕΝΕ, απάντηση εξ αναβολής, ή αρνείται ολοκληρωτικά να απαντήσει και να ικανοποιήσει τα αιτήματα του προσευχόμενου. Λέγει δηλαδή ΟΧΙ, αρνητική απάντηση. Στις αναπάντητες προσευχές δηλαδή, έχουμε αρνητική απάντηση του Θεού.

Αυτό σημαίνει ότι όλες οι προσευχές μας εισακούονται απο τον Θεό, αλλά εκλπηρώνονται μόνο εκείνες που εκπληρούν τους όρους της προσευχής και που συμφέρουν στον προσευχόμενο. Όπως λέγει ένας σοφός θεολόγος της Εκλησίας μας: ‘’ Όπως θέλει εκείνος δίνει. Τα δίνει όλα με σοφία, αν και μείς λόγω τη περιορισμένης δυνατότητας μας δεν μπορούμε να καταλάβουμε για ποιό λόγο τα δίνει στον καθένα’’.

Υπάρχει όμως και η άποψη ότι Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΕΙ να ικανοποιήσει τα αιτήματα των προσευχόμενων, ακόμη και όταν φαίνεται ότι αργεί να τα ικανοποιήσει ή όταν ικανοποιεί μερικά μόνο από τα αιτήματα αυτά. Ο ιερός Χρυσόστομος είναι κατηγορηματικός πάνω στο θέμα αυτό: ‘’μη νομίσετε, λέγει, ότι λησμόνησε ο Θεός και γι’ αυτό δεν απάντησε στο αίτημα. Διότι γνώρισμα δικό Του είναι να χορηγεί τα αγαθά Του και χωρίς να Τον παρακαλέσει κανείς. Όταν μάλιστα αυτοί που Τον παρακαλούν είναι ταπεινοί, τότε πολύ περισσότερο θα χορήγησει τα αγαθά Του σ’ αυτούς’’.

Είναι ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ να σκεφθούμε ότι ο Θεός λησμονεί να απαντήσει στις προσευχές των ανθρώπων, όταν είμαστε πλέον βέβαιοι από τις άγιες Γραφές και από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι ο Κύριος με πολλή ευχαρίστηση δέχεται τις προσευχές μας και τις ικανοποιεί με δαψίλεια, πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς σκεπτόμαστε ή θέλουμε.

Όταν ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ο Θεός γνωρίζει να απαντά και σε αλάλητες προσευχές ακόμη, επιτρέπεται έστω η παραμικρή αμφιβολία για την μνήμη, την αξιοπιστία και την αγάπη του Θεού, όσον αφορά στην αποδοχή της ‘’κραυγής’’ και της ‘’βοής’’ των τέκνων του; Η απάντηση βέβαια στην προσευχή έρχεται όταν θέλει ο Κύριος , διότι γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τι και πότε πρέπει να μας δώσει για να φυλάξουμε ‘’το δοθέν μετά φόβου’’.

H Πατερική δεοντολογία

Η προσευχή μας λοπόν στο Θεό είναι μία περιπέτεια. Μία ανάβαση που κάνουν οι ορειβάτες  στο υψηλότερο βουνό και που κάνουν οι χριστιανοί για να φθάσουν κοντά στο Θεό.

Για να γίνει η ανάβαση αυτή χρειάζεται ορισμένες προϋποθέσεις. Διαφορετικά θα ακούσουμε κάποιοόχι για τους λόγους που είπαμε πιό πάνω. Για να είναι σωστή η ανάβαση, για να έχουμε θετικά αποτελέσματα στην προσευχή μας, για να είναι η προσευχή μας πραγματική αρπαγή πρός τον Θεό και όχι τίποτε άλλο, υπάρχει μία πατερική δεοντολογία. Όταν τηρείται αυτή δεν μπορεί να ακούσει κανείς το όχι από τον Θεό.

Αναφέρθηκαν μερικά προηγουμένως. Ας τα επαναλάβουμε πιό συγκεκριμένα και συστηματικά:

α) Χρειάζεται αυτοσυγκέντρωση: ‘’αυτός που πρόκειται να παρακαλέσει, τονίζει ο ι. Χρυσόστομος, βλέπει και παρατηρεί μόνο εκείνον στον οποίον κάνει την αίτηση. Σε διαφορετική περίπτωση αν, αφήνοντας αυτόν που παρακαλεί, περιπλανάται εδώ και εκεί θα απέλθει άπρακτος’’. Η προσοχή μας πρέπει να είναι στραμμένη μόνο πρός Εκείνον.

Δεν είναι τα λόγια που ανεβάζουν την ψυχή πρός τον Θεό, που κάνουν την προσευχή να εισακούσθεί, είναι ο έντονος πόθος και η αγάπη που έχει κάποιος για το Θεό.

β) Απαραίτητο εφόδιο, λέγει ο αγ. Ιωάννης της Κλίμακος, είναι  η πίστη του προσευχόμενου. Αυτή ζωοποιεί την προσευχή και την κάνει άξια της αποστολής της. Διότι η πίστη δίνει φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να ανεβεί στον ουρανό.

γ) Άλλη προϋπόθεση είναι η τέλεια απόσπαση του προσευχόμενου από τα εγκόσμια και η προσήλωση του στο Θεό. Και όταν λέμε απόσπαση , δεν εννοούμε την σωματική απομάκρυνση.

Συμβαίνει βέβαια, και το έχουμε διαπιστώσει όλοι μας, την ώρα της προσευχής να έλθουν στο νού μς όλες οι υποθέσεις της βιοπάλης, είτε αυτές αναφέρονται στην οικογένεια μας, είτε στο κοινωνικό σύνολο. Μερικές φορές σωματικά είμαστε στην Εκκλησία, πνευματικά όμως απουσιάζουμε σε σημείο μάλιστα φεύγοντας να μην έχουμε ακούσει ούτε τα βασικότερα αναγνώσματα της Θείας Λειτουργίας. Είναι και αυτό ένα από τα τεχνάσματα του πονηρού για να μας απομακρύνει από την προσευχή. ‘’Ας μη γίνει ο καιρός της προσευχής σου καιρός κατά τον οποίο θα σκεφθείς όλα τα προβλήματα που έχεις’’. Τονίζει και πάλι ο της Κλίμακας Ιωάννης. Ακόμη όμως και αυτά τα απαραίτητα πράγματα για την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου στέκονται εμπόδιο στη σωστή επικοινωνία με τον Θεό, αφού γίνονται αντικείμενο μελέτης την ώρα της προσευχής.

δ) άλλη προϋπόθεση είναι η ελεημοσύνη, το έλεος το οποίο δείχνει στους πενέστερους αδερφούς.

Το έλεος αυτό, η ελεημοσύνη δηλαδή σε οποιαδήποτε μορφή, κάνει την προσευχή ως ‘’πτερόν’’ το οποίο εύκολα ανέρχεται στο Θεό. Αντίθετα η ασπλαχνία καταστρέφει τον πνευματικό καρπό, η προσευχή εξαφανίζεται, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, και μεταβάλλεται σε άκαρπη και επιζήμια απασχόληση. Γι’ αυτό και τονίζει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: ‘’Μοναχός ανελεήμων, δένδρον άκαρπον’’·κατά συνέπεια και κάθε χριστιανός που δεν εργάζεται την ελεημοσύνη, σε οποιαδήποτε μορφή και αν είναι αυτή, μοιάζει με δένδρο άκαρπο και οι προσευχές του δεν εισακούονται.

ε) δεν μπορούμε να ζούμε στην αμαρτία, να κάνουμε ό,τι θέλει ο κόσμος και όταν βρεθούμε σε κάποια δύσκολη κατάσταση νε έχουμε την απαίτηση από τον Θεό να εισακουσθούμε.

Γι’ αυτό τονίζουν  οι Πατέρες ‘’σε καιρό είρήνης’’, όταν δηλαδή όλα πηγαίνουν καλά και δεν έχεις κανένα πειρασμό, ‘’κάνε φίλο σου τον Θεό, για να τον έχεις σύμμαχο σε καιρό πολέμου’’.

Στ) Τέλος βασικό ρόλο έχει η συμμόρφωση του πιστού πρός το θέλημα του Θεού και η αποφυγή της εναντιώσεωες πρός ό,τι απαιτεί η συνομιλία με τον Θεό.

Επομένως όταν· α) τα αιτήματα της προσευχής μας δεν μας συμφέρουν ψυχικά και είμαστα ανάξιοι να λάβουμε ό,τι ζητούμε, όπως ο Μωυσής και ο Παύλος·β) όταν ‘’ραθύμως αιτούμεν’’ γ) όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό επιμένοντας στην αμαρτία αλλά και καυχώμενοι γι’αυτήν·δ) όταν έχουμε μνησικακία και προσευχόμαστε εναντίον εκείνων που μας έχουν λυπήσει και οι προσευχές μας είναι αντίθετα στο θέλημα του  Θεού,

τότε ο Θεός λέγει ΟΧΙ στις προσευχές μας.

Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος που προσεύχεται αναγνωρίζει ότι βρίσκεται έξω από την Βασιλεία του Θεού, αισθάνεται έντονα την παρουσία του Θεού, όπως αισθάνεται έναν πονόδοντο, διαθέτει σφοδρή αγάπη προς τον Θεό, πίστη στην ύπαρξη και τις υποσχέσεις Του, επιθυμία συμμόρφωσης πρός το θέλημα Του, αγάπη πρός τον πλησίον, την οποία εκδηλώνει με την ελεημοσύνη σε οποιαδήποτε μορφή, και βίο εν γένει ακατηγόρητο, τότε ‘’έσται ως νεοσσός αετού εν ύψει αιρόμενος’’, ‘’θα είναι σαν νεαρός αετός που πετά στα ύψη’’.

Τότε δεν θα ακούσει το όχι εκ μέρους του Θεού, αλλά θα ακούσει εκείνο που λέγει ο προφήτης Ησαΐας για στον προσευχόμενο·

‘’Ετι λαλούντος σου ερώ ιδού, πάρειμι’’ δηλαδή, ‘’Ενώ ακόμη θα ομιλείς πρός εμένα, θα σου πώ· Να, είμαι κοντά σου’’ (Ησ.58,9).

 

ΒΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βασιλείου του Μεγάλου. Ασκητικά. ΕΠΕ τόμος 9ος. Εκδόσεις ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1971.

Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου, Εκδόσεις ‘’ΑΣΤΗΡ’’, Αθήναι, 1970.

Ευεργετινός, τόμος Α΄, Εκδόσεις.

Κωνσταντίνου Φούσκα, πρεσβυτέρου. δ.θ.φ. η Ατομική προσευχή. Έκδοσις Β΄ Αθήναι 1982.

BloomAnthony. Μάθε να προσεύχεσαι. Εκδόσεις ‘’ΕΛΑΦΟΣ’’, Αθήναι, 1973.

Του ιδίου. Ζωντανή προσευχή.

Βενεδίκτου Ιερομονάχου, Χρυσοστομικός άμβων Ε΄. Η προσευχή , τα νεύρα της ψυχής. Εκδοσις Συνοδία

Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη αγ. Όρους, 1999.

Εις μνήμη

Χαρίλαου, Θεοδώρας

καί Ηλία.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ

Την δεκαετία του ΄90 είχε κυκλοφηρήσει το πολύ αξιόλογο βιβλίο ΄΄Το Οδοιπορικό ραβδί,΄΄που ουσιαστικά ήταν σκόρπιες σελίδες ημερολογίου αγνώστου ιερέως,που ιστορεί,πως βίωσε τα γεγονότα,που ακολούθησαν την επανάσταση του ’17 στην Ρωσία.Συγκλονιστικές αφηγήσεις από τα έκτροπα και την μαζική δίωξη της Ορθοδοξίας στην ΄΄Θηβαίδα του Βορρά,΄΄ανάμεσα στα άλλα και η παρακάτω αληθινή,βιωματική ιστορία…Το κείμενο,το αλιεύσαμε από το σοβαρό,ορθόδοξο ιστολόγιο ΄΄Κρυφό σχολειό!΄΄

Το κείμενο πού ακολουθεί, είναι γραμμένο από το ρώσο λόγιο Βασίλειο Ιωαχείμοβιτς – Νιχηφόρωφ (1901-1941), γόνο φτωχής οικογένειας της Τβέρ, που, μετά την επανάσταση του 1917, κατέφυγε στην Εσθονία. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε, να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και το 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». συνταρακτικής, «αποκαλυπτικής» για την πατρίδα του και την Εκκλησία της.Η επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει τη δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητα του. Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», πού από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας. Το Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο, συλλαμβάνεται από τη μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), οπού δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού. Αποκαταστάθηκε το 1991. Το 1971 εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη μια επίτομη συλλογή δημοσιευμάτων του Β. Νικηφόρωφ-Βόλγιν, στη ρωσική γλώσσα, με γενικό τίτλο «Το οδοιπορικό ραβδί». Ο συγγραφέας αναπλάθει λογοτεχνικά, με απαράμιλλη ενάργεια και περιγραφική δύναμη, αυθεντικές μαρτυρίες και πραγματικά περιστατικά της εποχής του.Φαίνεται πώς είχαν σχεδιάσει από καιρό να κάνουν αντιπερισπασμό στη νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως.

Ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αναρτημένα πλακάτ σ’ όλα τα κεντρικά και πολυσύχναστα σημεία της πόλης:Όρθρος της Κομσομόλ!Ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα!Ελάτε να δείτε τη νέα κωμωδία του Αντώνη Ίζιουμωφ.Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ.Στον κεντρικό ρόλο o ηθοποιός του θεάτρου Μόσχας Αλέξανδρος Ροστόβτσεφ.Χείμαρρος ευφυολογίας! Τρελό γέλιο!Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η δημοτική μπάντα πέρασε απ’ όλους τους δρόμους της πόλης, καλώντας το λαό στην παράσταση. Μπροστά από τους οργανοπαίχτες πήγαινε ένας σωματώδης νεαρός με Ιερατική αμφίεση και καλυμμαύχι. Κρατούσε ένα πλακάτ σαν λάβαρο, οπού ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός με φράκο και ψηλό καπέλο! Στα πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι με αναμμένες δάδες. Όλη η πόλη είχε σηκωθεί στο πόδι. Πλήθος άρχισε να καταφθάνει στο θέατρο. Πάνω από την κεντρική είσοδο του έγραφε με κόκκινα φωτεινά γράμματα: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ.Στη μεγάλη αίθουσα τα μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνική ομιλία από το σταθμό της Μόσχας με θέμα: «Ο αισχρός ρόλος του χριστιανισμού στην Ιστορία των λαών». Όταν σταμάτησαν τα μεγάφωνα, η χορωδία των κομσομόλων, με συνοδεία ακορντεόν, άρχισε να τραγουδάει.Με την προσευχή δε βλέπω προκοπή.Σβησμένο είναι το χέρι μου.Δε θέλω, όχι, τον προφήτη Ηλία!Δώστε μου το φως του Ηλία*!…Το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς, βρισιές και χαχανητά. Έβαλαν τα χέρια στους γοφούς, έτριξαν τα δόντια, βρυχήθηκαν:— Κι άλλο, παιδιά! Πιο άγρια! Βαράτε!….. Τρεις γριές ψωμολυσσιάρες.Δυο σαρακιασμένοι γέροι.Άδειο, άδειο το εκκλησάκι.Δεν μαζεύει πια πεντάρα!…— Πιο δυνατά! Δώστε του! Πιο ζωντανά!..Αχ, αυγουλάκι μου δεν έχεις τσουγκριστείΜε πόσες θεϊκές κουταμάρες έχουμε ποτιστεί!…— Πιο-δυ-να-τά! Και-πιο-σκλη-ρά!Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Από τη μικρή εκκλησούλα, πού ήταν κοντά στο θέατρο, βγήκαν οι πιστοί για την τελετή της Αναστάσεως. Σκοτάδι. Οι άνθρωποι δεν ξεχωρίζουν — μονάχα οι φλογίτσες των κεριών, που τρεμόπαιζαν και προχωρούσαν αργά-αργά.«Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς…»Σαν είδαν τη λιτανεία οι κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στα γιουχαίσματα και τα σφυρίγματα.

Το ‘στησαν πάλι στο τραγούδι.Έ, συ, μηλαράκι μου, κυλίσου.Ο δρόμος είναι γλιστερός.Παράσυρε όλους τους αγίους.Πάσχα των κομσομόλων.Οι φλόγες των κεριών ήταν τώρα ακίνητες μπροστά στην είσοδο του ναΐσκου. Από κει ήρθε η απόκριση στο τραγούδι των κομσομόλων:Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»!Η μεγάλη αίθουσα του θεάτρου ήταν γεμάτη κόσμο. Η παράσταση άρχισε… Πράξη πρώτη: Πάνω στη σκηνή είχαν αναπαραστήσει το ιερό ενός ναού. Στην υποτιθέμενη αγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια με κρασί και μεζέδες. Ολόγυρα, σε ψηλά καθίσματα — αυτά που έχουν στα μπαρ — ήταν καθισμένοι οι ηθοποιοί, ντυμένοι με Ιερατικά άμφια. Τσούγκριζαν και έπιναν με άγια ποτήρια. Κάποιος άλλος, με διακονικό στιχάρι, έπαιζε φυσαρμόνικα. Στο πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικές τάχα καλόγριες κι έπαιζαν χαρτιά. Οι θεατές έσκαγαν στα γέλια. Κάποιος ζαλίστηκε. Την ώρα που τον έβγαζαν από την αίθουσα, βρυχιόταν σαν θηρίο, γελώντας αγρία και κουνώντας το κεφάλι, μα έχοντας το βλέμμα πάντα καρφωμένο στη σκηνή, οι παράξενοι μορφασμοί του χλωμού προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο…Στο διάλειμμα οι υπεύθυνοι της παραστάσεως έλεγαν:— Όσα είδατε είναι μόνο τα λουλούδια, καρποί θα ‘ρθουν σε λίγο! Περιμένετε… Στη δεύτερη πράξη θα βγει ο Ροστόβτσεφ, και τότε πραγματικά θα τρελαθείτε!…Πράξη δεύτερη: Ο διάσημος ηθοποιός παρουσιάστηκε στη σκηνή κάτω από θύελλα ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων. Φορούσε μακρύ, λευκό χιτώνα και στα χέρια του κρατούσε χρυσό Ευαγγέλιο. Παρίστανε το Χριστό. Σύμφωνα με το έργο, έπρεπε να διαβάσει δυο στίχους — μονό δυο στίχους — από τους Μακαρισμούς. Πλησίασε αργά, με ιεροπρέπεια, σ’ ένα αναλόγιο και ακούμπησε το Ευαγγέλιο. Με τη βαθιά, κυματιστή φωνή του αναφώνησε:— Πρόσχωμεν!Στην αίθουσα ξαφνικά βασίλεψε απόλυτη σιωπή. Ο Ροστόβστεφ άνοιξε το Ιερό βιβλίο και άρχισε να διαβάζει:— Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών… Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται…Στο σημείο αυτό έπρεπε να σταματήσει. Εδώ ακριβώς θα απάγγελλε έναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, που θα τελείωνε με τη φράση: «Φέρτε μου το φράκο και το καπέλο!»

Δεν έγινε όμως αυτό!Ο ηθοποιός απροσδόκητα σωπαίνει. Και η σιωπή του κρατάει τόσο πολύ, που από τα παρασκήνια αρχίζουν ν’ ανησυχούν. Του υπαγορεύουν τα λόγια που έπρεπε να πει, του κάνουν απεγνωσμένα νοήματα… αυτός όμως στέκεται σαν μαρμαρωμένος. Δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει τίποτα.Τέλος, σε μια στιγμή, συνταράζεται ολόκληρος. Με τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει το ανοιχτό Ευαγγέλιο. Τα χέρια του τραβάνε σπασμωδικά το χιτώνα. Το πρόσωπο του αλλοιώνεται. Στυλώνει τα μάτια στο βιβλίο και αρχίζει πρώτα να ψιθυρίζει κι έπειτα να διαβάζει όλο και πιο δυνατά:— Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται…Είναι απίστευτο: Στο θέατρο, που πριν από λίγο το δονούσαν οι βλαστήμιες και οι εμπαιγμοί, επικρατεί τώρα νεκρική σιγή. Και μέσα σ’ αυτή τη σιγή κυκλοφορούν, σαν τις πασχαλινές λαμπάδες ολόγυρα στην εκκλησία, τα λόγια του Χρίστου:— Υμείς εστε το φως του κόσμου… αγαπάτε τους εχθρούς υμών… προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς…Ο Ροστόβτσεφ διάβασε αργά και καθαρά ολόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, και κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως η ιερόσυλη μεταμόρφωση του ηθοποιού είχε αποκαταστήσει μπροστά στα μάτια τους — όπως, άλλωστε, και στου ίδιου τα μάτια — τη γκρεμισμένη εικόνα του ζωντανού Κυρίου;…Στα παρασκήνια ακούγονταν δυνατοί ψιθυρισμοί και νευρικοί βηματισμοί. Δεν είναι δυνατόν! Θ’ αστειεύεται ο Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Να, τώρα, οπού να ‘ναι, μ’ ένα χτύπημα στα γόνατα, με δυο του λέξεις, θα ξεσηκώσει το κοινό! θα τους κάνει να χτυπιούνται!… Μα στη σκηνή έγινε κάτι ακόμα πιο απροσδόκητο, που έκανε αργότερα ολόκληρη τη χώρα να το συζητάει:Ο Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ’ ευλαβική επιδεκτικότητα πάνω στο σώμα του το σημείο του σταυρού, και είπε:— Μνήσθητί μου. Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου!…Κάτι ακόμα πήγε να πει, αλλά τη στιγμή εκείνη κατέβασαν την αυλαία. Μετά από λίγα λεπτά, μια νευρική φωνή ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα:— Λόγω ξαφνικής ασθένειας του συντρόφου Ροστόβτσεφ, η σημερινή θεατρική παράσταση ματαιώνεται!

* Πηγή.Κρυφό σχολειό.