H τριήμερος τελεία νηστεία, το ‘’τριμερι’’

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

______________________________

Ενθυμούνται οι παλαιότεροι από το σκλαβωμένο χωριό μου τη Ζώδεια, την Ορθόδοξη συνήθεια κάποιοι χωριανοί να τηρούν το λεγόμενο «τριμέρι», κατά τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Από τη Μεγάλη Δευτέρα έκαναν τριήμερη νηστεία, χωρίς φαγητό και νερό. Η ευλογημένη αυτή Ορθόδοξη συνήθεια εφαρμόζεται σήμερα κυρίως σε Μοναστήρια. 

Αυτοί οι ευλογημένοι άνθρωποι δεν ήθελαν να διαφέρουν από τους υπόλοιπους συγχωριανούς.  Μαζί στα χωράφια δούλευαν, γιατί αυτή ήταν και η κύρια ασχολία των, αχάραδα δούλευαν μέχρι το σούρουπο, χωρίς να επαίρονται για την προσπάθειά τους. Μόνο που στο μικρό καφενείο του χωριού δεν πήγαιναν καθόλου. Την Τετάρτη της Καθαρής Εβδομάδας κατά το σούρουπο, οι υπόλοιποι χωριανοί περίμεναν τους «τριμερίτες», που αυτές τις μέρες απουσίαζαν για να τους κεράσουν τσάϊ. Φυσικά και οι υπόλοιποι νήστευαν, αλλά το “τριμέρι” λίγοι το τηρούσαν. 

Οι ευλογημένοι αυτοί άνθρωποι ταίριαζαν την νηστεία με τις άλλες χριστιανικές αρετές. Αυτό που ψάλλομε «Της Νηστείας τη θεία απαρχή», ήταν κανών ζωής και για την άσκηση των άλλων χριστιανικών αρετών.

Δια της αλληλοσυχωρήσεως απαρξώμεθα το της Νηστείας στάδιον

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

_________________________

Το ευλογημένο στάδιο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αρχίζει.  «Λιχνευσάμενοι, την πρώτην υπέστημεν γύμνωσιν, ηττηθέντες της πικράς γεύσεως, και του Θεού εξόριστοι γεγόναμεν, αλλ’ επανάγωμεν προς μετάνοιαν», ψάλλουμε την Κυριακή το εσπέρας, πριν την Δευτέρα της Καθαράς.

Πορευόμενοι το στάδιο τούτο της μετανοίας, είναι απαραίτητη και η αλληλοσυγχώρεση. Από την ευλογημένη πράξη της αλληλοσυγχώρεσης, θα δοθεί η δυνατότητα να πορευθούμε το στάδιο της μετανοίας.

Αυτός που ζητά  συγχώρεση από τον Ελεήμονα Κύριο, πρωτίστως συγχωρεί τον πταίσαντα σ’ αυτόν αδελφό του.  «Ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», λέμε στη θεοδίδακτη προσευχή του «Πάτερ ημών». 

«Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος∙ εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ΄ 14-15).

Ένα Ορθόδοξο έθιμο, το οποίο δυστυχώς πάει να εκλείψει, είναι αυτό της αλληλοσυγχώρεσης στο Εσπερινό της Κυριακής της Τυρινής, που γίνεται σε πολλά μέρη της Κύπρου. Σε αυτά της «μετανοίας τα πρόθυρα», οι Χριστιανοί αλληλοσυγχωρούνται.

Οι Χριστιανοί μετά τον Εσπερινό, ασπάζονται το χέρι του ιερέα και ακολούθως ζητούν συγχώρεση μεταξύ τους. Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις σε μια Ορθόδοξη κοινότητα, να εκδηλώνεται το κάλλος της αλληλοσυγχώρεσης. 

«Έφθασε νυν, εισήκται ο των αγώνων καιρός, το της Νηστείας στάδιον, προθύμως άπαντες, απαρξώμεθα ταύτης, τας αρετάς Κυρίω, ως δώρα φέροντες» (Κανών β΄ Ωδή α΄ Τριωδίου).

«Το θείον υπερχόμενοι στάδιον, της αμώμου Νηστείας», ας προσθέσομε το κάλλος της αλληλοσυγχώρεσης.  Από τούτη την ευλογημένη πράξη της αλληλοσυγχώρεσης, να πορευθούμε το ευλογημένο στάδιο της μετάνοιας. Χωρίς τη συγχώρεση, πως θα ζητήσομε από τον Κύριο να μας συγχωρέσει;  Πως ουν ‘’κτησόμεθα κατάνυξιν ψυχής’’;

Το ξύλο της ζωής και ως Πρωτευαγγέλιο

Ιερομονάχου Εφραίμ, Προτυπώσεις του Σταυρού στην Παλαιά Διαθήκη,
Αθήνα 2006, σελ. 11-20

O πρώτος μυστικός τύπος του σταυρού κρύβεται στον Παράδεισο της Εδέμ. Εκείνο το ξύλο της ζωής, του οποίου τους καρπούς δεν γεύτηκε ο άνθρωπος είναι ο πρώτος και αρχαιότερος τύπος του Τιμίου Σταυρού!

Στο πρώτο βιβλίο της Παλαιας Διαθήκης, την ΓΕΝΕΣΙΝ στο κεφάλαιο Β ‘ διαβάζομε: «Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς και εκεί τον άνθρω πον, ον επλασε· και εξανέτειλεν ο Θεός εκ της γης παν ξύλον ωραίον εις δρασιν και καλόν εις και το δόλον της ζωης εν μέσω του παραδείσου και το του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού» (Γεν. β ‘ 8-9). Δηλαδή· ο παντοδύναμος Θεός διέταξε και φύτρωσε Παράδεισος, κήπος με πλούσια και ποικίλη βλάστηση, στην Εδέμ, τόπος απόλαυσης και χαράς, που βρίσκεται προς την Ανατολή. Εκείο πρόσταξε να ζη ο άνθρωπος, τον οποίον δημιούργησε (1). . Και ο Θεός πρόσταξε και βλάστησαν ακόμη από

την γη τρία είδη δέντρων: πρώτον κάθε είδος και κάθε ποικιλία δέντρων που με το ύψος, το σχήμα, το φύλλωμα, τα άνθη τους να ευχαριστούν και να τέρπουν, και με την ποικιλία των καρπών τους να ικανοποιούν, να ευφραίνουν και να τρέφουν τον άνθρωπο. Στο κέντρο του Παραδείσου, σε προνομιακή θέση, ώστε να είναι ορατά καθημερινά από τον άνθρωπο, ο Θεός πρόσταξε και βλάστησαν άλλα δύο δέντρα. Το ένα ήταν δέντρο, που οι καρποί του είχαν χάρη μοναδική, υπερφυσική και δύναμη έκτακτη, διότι θα έδιναν αθανασία και αιώνια μακαριότητα σ’ εκείνον που θα τους έτρωγε. Το άλλο ήταν δέντρο, από τους καρπούς του οποίου όποιος έτρωγε, θα γνώριζε πειραματικά πόσο πικρό ήταν το ηθικό κακό (2).

«και ένετείλατο Κύριος ο Θεός Αδάμ από παντός ξύλου του εν τω παραδείσιο φαγή, από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού · η αν ήμερα φάγητε απ’ αυτού,

(Γεν. β ‘ 16-17). Δηλαδή· ο Θεός έδωσε στον Αδάμ εύκολη εντολή, άκοπη, ταιριαστή και συμφέρουσα στο λογικό και την ελευθερία του, λέγων «από κάθε είδος δέντρου, που υπάρχει στον Παράδεισο, είσαι ελεύθερος να φάγης, από το δέντρο όμως, του οποίου οι καρποί θα σου γνωρίσουν πει ραματικά το ηθικό κακό, τόσον εσύ, δσον και η γυναίκα σου (που θα δημιουργηθη εντός ολίγου), δεν θα φάγετε (3) . Τήν ημέρα που θά παραβήτε την εντολή και θα φάτε από τον απαγορευμένο καρπό, θα αποθάνετε εξάπαντος με θάνατο πνευματικό (4). Θα χωρισθή δηλαδή από εμένα τον Θεόν, που σας έδωσα την ζωή. Ως αποτέλεσμα του θανάτου αυτού θα έλθη κατόπιν και ο σωματικός θάνατος, ο χωρισμός του σώματος από της ψυχής» (5).

Ο Αδάμ, εάν εφύλατε την εντολή του Θεού, δηλαδή εάν έτρωγε ότι ε πέτρεψε ο Θεός και απέφευγε ό,τι απαγόρευσε, θα ελάμβανε βραβείο το «ξύλον της ζωής» το οποίο προωρίζετο να χαρίση στον άνθρωπο την αθανασία και την αιώνιον ζωή. Οι πρωτόπλαστοι όμως παρήκουσαν (6) και απέθαναν πνευματικώς δηλ. χωρίσθησαν από τον Θεόν (Γεν. γ ‘ 6-8) (7).

«Και είπεν ο Θεός · ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν και νυν μη ποτε εκτείνη την χε; i ρα αυτού και λάβη από του από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα. Και εξαπέστειλεν αυτόν Κύριος ο Θεός εκ του παραδείσου της τρυφής εργάζεσθαι την γην, εξ ης ελήφθη.Και εξέβαλε τον και αυτόν απέναντι του παραδείσου της τρυφής και έταξε τα Χερουβείμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής» (Γεν. γ ‘ 22-24). Δηλαδή· ο παντοδύναμος Τριαδικός Θεός είπε: ο Αδάμ εξετροχιάσθη· η αμαρτία τον έσκότισε τόσο, ώστε να νομίζη ότι είναι ως Θεός. Να· δεν έγινε Θεός, αλλά ως Θεός, ικανός να διακρίνη το καλό από το πονηρό (8). Και τώρα ας προσέξωμε μήπως απλώση το χέρι του και με τρόπο ανάρμοστο και καταφρονητικό λάβη από τον καρπό του δέντρου της ζωής και φάγη, και ζήση αιωνίως και προχωρή από του κακού στο χειρότερο και γίνη αυτός και το κακό αθάνατο(9)· πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισο». Και έδιωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισο της χαράς και της τέρψης, για να εργάζεται με κόπο την γη, άπό το χώμα της οποίας είχε πλασθή το σώμα του (10). Έβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση άπέναντι από τον Παράδεισο της ευτυχίας και μακαριότητας για να βλέπη και ν’ αναλογίζεται κάθε μέρα από ποιά αγαθά έχει εκπέσει και σε ποιά κατάσταση ωδήγησε τον εαυτό του (11). . Και διέταξε ο Θεός τα Χερουβίμ, μία άπό τις άγγελικές τάξεις και την περιστρεφόμενη φλογίνη ρομφαία, που συμβολίζει την δύναμη του Θεού, η οποία είναι δραστική ως φλόγα φωτιάς, να φυλάττουν τον δρόμο, που ωδηγούσε προς το δέντρο της ζωής, που ήταν μέσα στον Παράδεισο (12).

«και είπε ο Κύριος ο Θεός· α νά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματος σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν , και συ τηρησεις αυτού πτέρναν» (Γεν. γ ‘ 15).

Δηλαδή· ο Θεός είπε στον Διάβολο θα θέσω έχθρα και μίσος, πόλεμο αδιάλλακτο και συνεχή μεταξύ σου, του Διαβόλου, και μεταξύ της γυναίκας και των ευσεβών απογόνων της, όσο θα γεννώνται φυσικώς από και γυναίκα. Και μεταξύ των απογόνων και των δαιμονοκινήτων οργάνων σου, και μεταξύ Εκείνου , του Χριστού, ο οποίος θα γεννηθή κατά τρόπον υπερφυσικό από γυναίκα Παρθένον, την Μαρία. Μόνος αυτός από όλους τους ανθρώπους δικαιούται να ονομάζεται σπέρμα γυναίκας και η μητέρα του Αυτός, ο Ιησούς Χριστός, ο υιός της Παρθένου, θα σου καταπατήση και συντρίψη την κεφαλή, θα ανατρέωη ολα τα δόλια σχέδιά σου, θα κατάργηση την βασιλεία και τα όργανά σου, θα σε αφανίση ολοσχερώς. Και συ, ο Διάβολος, θα του δαγκάσης μόνο την πτέρνα, θα τον μωλωπίσης απλώς. Θα προσβάλης μόνο την ανθρώπινη φύση του και θα του προξενήσης πόνο προσωρινό με τα όργανά σου, τους Γραμματείς και Φαρισαίους».

Στον στίχο Γεν. γ’ 15 περιέχεται ως εν σπέρματι, εν δυνάμει, ολόκληρο το έργο της απολύτρωσης: ήτοι: 1) Η ανθρώπινη και η θεία υπόσταση του Λυτρωτή. 2) Ο σταυρικός θάνατος του Λυτρωτή και η ήττα του Διαβόλου. 3) Η νίκη της ανθρώπινης φυλής είναι αποτέλεσμα αγώνα του σπέρματος της γυναίκας, του Χριστού, κατά του όφεως, του Διαβόλου. Γι’ αυτό ο στίχος αυτός ονομάστηκε «Πρωτευαγγέλιον».

Και ενώ τα Χερουβίμ και η φλογίνη ρομφαία απαγόρευσαν στους πρωτόπλαστους τον καρπό του δέντρου της ζωής, η αποκάλυψη του Θεού κατηύθυνε τα βλέμματά τους προς τον θάνατον και την ανάσταση του σπέρματος της γυναίκας. Ο υιός της Παρθένου θα ήταν η πηγή της λύτρωσης, της ζωής και της αθανασίας. ‘Ετσι όταν ο Αδάμ εστρέφετο προς τον Παράδεισο και έβλεπε απέναντι του τα Χερουβίμ και την φλογίνη ρομφαία, είχε κάθε λόγο να δοξάζη τον Θεό, ο Οποίος του έκλεισε τον Παράδεισο, του άνοιξε όμως άλλον δρόμο, προς τον ουρανό!…

«’Οτεδε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστελεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός… την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. δ’ 4-5), με το νέο «ξύλο της ζωής» που είναι ο Σταυρός και η Εκκλησία είναι ο νέος πνευματικός Παράδεισος. Το αίμα του Ιησού Χριστού, ο καρπός της σταυρικής θυσίας Του, μας τρέφει (14) και μας χαρίζει την αθανασία και την αιώνιον ζωή (15)! Εκείνο, το οποίο θα λαμβάναμε από το «ξύλο της ζωής» του Παραδείσου της τρυφής (Γεν. β΄ 9), το ελάβαμε από τον Σταυρό του Χριστού, δια της Χάριτος του Θεού (16). Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι στο «ξύλον της ζωής» του Παραδείσου, το θεωρούν ως προτύπωση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου μας Ιησού Χριστού!

Ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέγει: «Τούτον τον Σταυρόν προετύπωσε το ξύλον της ζωης το εν τω Παραδείσω υπό Θεού πεφυτευμένον επεί γαρ δια ξύλου ο θάνατος, έδει (=έπρεπε) δια ξύλου δωρηθήναι την και την ανάστασιν».

Επίσης, ο ’γιος Φιλόθεος Κων/πόλεως, λέγει:» Το ξύλον του Παραδείσου αιχμάλωτον και γυμνόν εποίησε τον Αδάμ, και κρυβήναι αυτόν παρεσκεύασε· το ξύλον του σταυρού τον νικητήν Χριστόν εφ’ υψηλού πάσι εδείκνυεν… Ο θάνατος του Αδάμ και τους μετά ταύτα ανθρώπους κατεδίκασε και εθανάτωσε και κατέκρινεν· ο δε θάνατος του Χριστού και τους προ αυτού πεσόντας και θανατωθέντας ανέστησε και εζώωσε και πάσι τοις ανθρώποις σωτηρίας οδόν εχαρίσατο».

Ο ’γιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέτει σε γενικώτερη βάση το θέμα και λέγει: «Παρθένος και ξύλον και θάνατος της ήττης ημών ην τα σύμβολα. Παρθένος ην η Εύα· ούπω γαρ άνδρα εγίνωσκε· ξύλον ην και θάνατος ην το επιτίμιον του Αδάμ. Αλλ’ ιδού πάλιν Παρθένος και θάνατος, τα της ήττης σύμβολα και νίκης εγένετο σύμβολα. Αντί γαρ της Εύας, η Μαριάμ· αντί του ξύλου του ειδέναι το καλόν και το πονηρόν, το ξύλον του σταυρού· αντί του θανάτου του Αδάμ, ο θάνατος του Χριστού».

Το «ξύλο της ζωής» είναι ουσιαστικός και θεμελιώδης τύπος τοϋ Σταυρού του Χριστού, και όχι ψιλός και ξηρός τύπος, όπως πλήθος άλλων τύπων. Ε δώ μεταξύ τύπου και τυπόμενου υπάρχει θεολογικός δεσμός, διότι και τα δύο οδηγούν στον ίδιο σκοπό – την αιώνιον ζωήν! Γι ‘ αυτό πολλές φορές οι Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνον ρητορικώς αλλά και θεολογικώς χαρακτηρίζουν τον Τίμιον Σταυρόν ως «ξύλον σωτηρίας», «ξύλον αφθαρσίας», «ξύλον ζωής αιωνίου» και «φυτόν αναστάσεως». Την θεολογίαν του Τιμίου Σταυρού ως «ξύλον αιωνίου ζωής», οι Πατέρες την έξέφρασαν με πολλές εικόνες.

Ο ’γιος Κλήμης ο ’λεξανδρεύς, είδε τον Σταυρό ως δέντρο, πάνω στο οποίο κρεμάται η «ζωή ημών» ο Ιησούς Χριστός (Κολ. γ’4), και από το οποίο γευόμαστε τους καρπούς της θείας γνώσης και της αιωνίου αλήθειας.

Οι ’γιοι Κύριλλος Ιεροσολύμων και Φώτιος Κων/πόλεως, βλέπουν όλη την Οικουμένη σαν έναν Παράδεισο στο μέσον του οποίου έχει μπηχθή ο Σταυρός, το νέο ξύλο της ζωής, όπως και το αρχαίο εκείνο ξύλο ήταν φυτεμένο στο μέσον του Παραδείσου της Εδέμ. Με το νέο ξύλο της ζωής, τον τίμιον Σταυρόν του Χριστού, η πρώην καταραμένη γη γέμισε από ευλογίες και έγινε Παράδεισος!

Ο ιερομάρτυς Μεθόδιος, επίσκοπος Πατάρων, χρησιμοποιεί μία ωραιότατη αλληγορική εικόνα από την ζωή των ανθρώπων, την εικόνα του μουσικού οργάνου: «Ο άνθρωπος πριν σταυρωθή ο Ιησούς Χριστός, ήταν μαζί με το ικρίωμα του σταυρού ένα κακής κατασκευής όργανο. Ξύλο του οργάνου ήταν ο φονικός σταυρός και χορδές ο σταυρωμένος. Αλλά οι χορδές αυτές, αντί ν ‘ α ναδίδουν αρμονική μελωδία ανέδιδαν δυσαρμονία, διότι, αφ’ ότου αμάρτησε ο άνθρωπος εξέλιπε από την ύπαρξή του κάθε πνευματική αρμονία προς τον Θεό, προς τον εαυτό του και προς την κτίση. Η δυσαρμονία του οργάνου αυτού ηταν ο πνευματικός θάνατος. Τότε ο σταυρός ήταν ξύλο του θανάτου. Πάνω σε αυτό το όργανο τανύστηκε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, σαν μελωδική χορδή, διότι καμμιά αμαρτία και δυσαρμονία δεν υπήρχε μέσα του, και το μετέβαλε από ξύλο του θανάτου σε ξύλο της ζωής απαλλάσσοντάς το από κάθε καί φθορά. Η δυσαρμονία, η οποία στην αρχαία μουσική ορολογία ελέγετο φθορά, αλληγορικά σημαίνει την πνευματική φθορά, τον αιώνιο θάνατο. Τώρα όμως, που το ξύλο του θανάτου, έγινε ξύλο της ζωής, κάθε άνθρωπος που εναρμονίζεται προς «το ακήρατον μέλος της Αληθείας» περπατά δηλαδή τα ίχνη του Χριστού, είναι αδυνάτον να περιπέση σε φθορά, αλλά γίνεται μέτοχος ζωής αιωνίου».

Δια του ξύλου του Ζωοποιού Σταυρού η εκ του «ξύλου της γνώσεως» κατάρα εξεπλύθη, ο θάνατος καταργήθηκε, η πύρινη ρομφαία εστομώθη και παραγκωνίστηκε, και εμείς εισήλθαμε στον νέο Παράδεισο, την Εκκλησία, όπου εμείς οι Χριστιανοί γευόμεθα τους καρπούς του νέου «ξύλου της ζωής», του Τιμίου Σταυρού, που είναι η Θεία Ευχαριστία, η αναίμακτος θυσία. Και έτσι εισερχόμεθα στην αθανασία και αφθαρτοποιούμεθα. Μετά την παράβαση του παλαιού Αδάμ ετάχθησαν από τον Θεό αγγελικές δυνάμεις γύρω από το ξύλο της ζωής, για να μη επιτρέπουν στους α νθρώπους να φάγουν απ ‘αυτό. Αντιθέτως όμως, μετά την Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, αγγελικές στρατιές δορυφορούν το ξύλο του Σταυρού και καλούν όλους τους πιστούς να φαγο^ ν άπό τους καρπούς του, με τους οποίους γίνονται αθάνατοι και μέτοχοι ζωής αιωνίου στην Βασιλεία του Θεού!


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) «Τι δήποτε τον παράδεισον εφύτευσεν ο Θεός μέλλων ευθύς τον Αδάμ δια την αμαρτίαν εξορίζειν εκείθεν; Πρώτον ουκ ανέχεται εκ προγνώσεως κατακρίναι ο Δεσπότης Θεός. Διο καί την παράβασιν προορών των αγαθών αυτώ μεταδέδωκε. Έπειτα και γνώναι αυτόν τας θείας δωρεάς εβουλήθη, ίνα τούτων στερηθείς μισήση την αμαρτίαν ως τοσούτων αυτόν γυμνώσασαν αγαθών (Θεοδώρητος).

(2) ‘ «Τρεις δε διαφοραί ξύλων ήσαν. Τα μεν εδόθη αυτώ ίνα ζη.Το δε ίνα ευ ζη. Το δε ίνα αεί ζη. Το δένδρον της γνώσεως ίνα ευ ζη και το δένδρον της ζωής ινα αεί ζη… Ου την γνώσιν ο Θεός κωλύει του καλού, αλλά θέλει μη είναι μετά του αγαθού την γνώσιν του κακού… ϊνα μη μίσγηται το πονηρόν μετά του αγαθού» (Σευηριανός).

(3)«Το ξύλον της γνώσεως ούτε φυτευθεν απ’ άρχης κακώς ούτε απαγορευθέν φθονερώς» (Γρηγόριος Θεολόγος).

(4) «Και ξύλον γνώσεως εκλήθη δια την περί τούτου γεγενημενην αίσθησιν της αμαρτίας και περί τούτου ο αγών τω Αδάμ προσετέθη» (Χρυσόστομος). Πως ήτο δυνατόν «τους κατ’ εικόνα θείαν γεγενημένους ουκ έχειν διάκρισιν αγαθού και κακού; Αγαθόν μεν το φυλάξαι την εντολήν , ολέ εθριον δε το παραδήναι. Είχον την γνώσιν, την δε πείραν προσέλαβον ύστερον» (Θεοδώρητος). «Τί ουν εστί καλόν; Η υπακοή. Τι δε πονηρόν; Η παρακοή» (Χρυσόστομος).

(4) «Ο γαρ κακούργος… τότε κυρίως αποθνήσκει , ό ταν τους νόμους παραβαίνη… καν δοκή ζην » (Ισίδωρος ΙΙηλουσιώτης).

(5)«Το δε αποθανείσθε τι αν άλλο είη ή το μη μόνον αποθνήσκειν αλλά και εν τη του θανάτου φθορά διαμένειν» (Μ. Αθανάσιος).

(6)«Η γυνη ηπατήθη, ο ανήρ επείσθη υπό της γυναικός» (Σευηριανός).

(7) Με την παράβαση των πρωτοπλάστων ώρμησε στον κόσμο ο θάνατος (Ρωμ. στ ‘ 23) ως σωματικός ή φυσικός (Γεν. β ‘ 17. γ 19) και ως πνευματικός (Ρωμ. στ’ 16) και αιώνιος (Ρωμ. ε’ 16-18, Α’ Κορ. ιε’ 22).

(8) «Δεικνύς ο Θεός της διαβολικής επαγγελίας το ψεύδος» (Θεοδώρητος).

«Λίαν τοις ρήμασιος τούτοις ωδίνησε τον Αδάμ εις συναίσθησιν αυτόν δια του ελέγχου αγαγών» (Γεννάδιος).

(9) «Εκώλυσε τον Αδάμ φαγείν μετά την παράβασιν από του δένδρου της ζωής, ίνα μη αθάνατον το κακόν γένηται» (’δηλος).

(10) «ίνα διηνεκή την υπόμνησιν έχη της ταπεινοφροσύνης την εργασίαν και ειδέναι ως εκείθεν αυτώ η σύστασις» (Ιω. Χρυσόστομος).

(11) «ίνα της αλύπου βιοτής εις μνήμην ερχόμενος μισή την αμαρτίαν ως πρόξενον της επιπόνου ζωής» (Θεοδώρητος). «Ίνα ορών τον Παράδεισον αναμιμνήσκηται της εκπτώσεως» (Ευσέβιος).

(12) «Ουκούν η της φλογίνης ρομφαίας όρασις και τα Χερουβίμ εχρησίμευσεν έως ότε έζη ο Αδάμ» (Ευσέβιος). «Της ρομφαίας εκείνης δια΄του στρέφεσθαι πάσας τας εκεί φερούσας οδούς αποφραττούσης και διηνεκή τόν φόβον αυτώ και την υπόμνησιν παρέχειν δυναμένης» (Ιω. Χρυσόστομος).

(13) «ου λέγει και τοις σπέρμασι ως επί πολλών αλλ’ ως εφ’ ενός και τω σπέρματί σου, ο εστί Χριστός» (Γαλ. γ΄ 16).

(14) « η γαρ σαρξ μου αληθώς έστι βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστιν πόσις» (Ιω. στ,, 55)

(15) «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα ζωήν αιώνιον» (Ιω. στ΄ 54).

(16) «Ουδέ γαρ αποθανείν δύνανται· ισάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του Θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ ‘ 36).

Τι είναι οι δερμάτινοι χιτώνες;

ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΙ ΧΙΤΩΝΕΣ: Οι Πατέρες χρησιμοποίησαν τόν όρο τής Γραφής «δερμάτινοι χιτώνες», γιά νά περιγράψουν καί νά ερμηνεύσουν τήν μετά τήν πτώση κατάσταση τού άνθρωπου.

Μέ τόν όρο δηλαδή «δερμάτινοι χιτώνες» αποδίδεται η κατάσταση τής νεκρότητας καί τής φθοράς, τήν οποία περιβλήθηκε ως δεύτερη φύση του, μετά τήν πτώση του, ο άνθρωπος.

 Οι δερμάτινοι χιτώνες ταυτίζονται από τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης μέ τά πρόσκαιρα φύλλα τής υλικής ταύτης ζωής, άπερ τών ιδίων καί λαμπρών ενδυμάτων γυμνωθέντες, κακώς εαυτοίς συνεράψαμεν. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, συνεχίζοντας τό παραπάνω χωρίο, προσδιορίζει τά φύλλα τής υλικής ζωής καί λέει ότι είναι οι τρυφές καί οι εφήμερες τιμές καί δόξες, η ηδονή, ο θυμός, η γαστριμαργία, η απληστία καί τά όμοια. Σύμφωνα δέ μέ μία περιεκτική φράση τού αγίου Γρηγορίου, οι δερμάτινοι χιτώνες είναι τό φρόνημα τής σαρκός.

Ενώ, πρίν ντυθεί ο άνθρωπος τούς δερμάτινους χιτώνες, φορούσε θεοΰφαντη στολή, τό ψυχοσωματικό ένδυμά του ήταν υφασμένο μέ τή Χάρη, μέ τό φώς καί τή δόξα τού Θεού. Στό ένδυμα εκείνο έλαμπε η πρός τό Θείον ομοίωσις, πού τή συνιστούσαν, όχι ένα σχήμα ή ένα χρώμα, αλλά η απάθεια, η μακαριότητα καί η αφθαρσία, τά χαρακτηριστικά μέ τά οποία τό θείον θεωρείται κάλλος. Καί η ψυχή τού ανθρώπου ήταν ανοικτή στίς αγγελικές δυνάμεις καί τό Θεό, δέν έφερνε αντίσταση, επικοινωνούσε άνετα τόσο μέ τόν αγγελικό πνευματικό κόσμο, όσο καί μέ τό Πνεύμα τού Θεού.

Υπήρχε τότε, γράφει ο θεηγόρος επίσκοπος Νύσσης, μία ενιαία χοροστασία τής λογικής φύσεως, αγγελικής καί ανθρώπινης, πρός έναν βλέπουσα, τόν τού χορού Κορυφαίον. Αλλά τήν ένθεον εκείνην διέλυσε τού χορού συνωδίαν η αμαρτία, πού άπλωσε κάτω από τά πόδια τών πρώτων ανθρώπων, τών ταίς αγγελικαίς δυνάμεσι συγχορευόντων, τήν γλίστρα τής απάτης, κι ο άνθρωπος έπεσε, αναμίχθηκε μέ τή λάσπη, αυτομόλησε πρός τόν όφη, ντύθηκε τά νεκρά δέρματα κι έγινε πτώμα». Γι αυτό καί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης τονίζει στό Μεγάλο Κανόνα του;

«Κατέρραψε, τούς δερματίνους χιτώνας, η αμαρτία καμοί,γυμνώσασά με τής πρίν θεοϋφάντου στολής».

Είναι όμως σωστό, επειδή πείσθηκε ο Αδάμ τόσο εύκολα στόν πονηρό σύμβουλο, καί έφαγε τόν καρπό, νά υφιστάμεθα τώρα καί εμείς τά αποτελέσματα καί μάλιστα τό θάνατο;

Πολλοί κατηγορούν τόν Αδάμ καί τήν Εύα, μάς λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πού αθέτησαν τή συμβουλή τού Θεού καί οδήγησαν όλο τό ανθρώπινο γένος στό θάνατο. Αλλά ο Αδάμ δέν γνώριζε μέ τήν πείρα τί σήμαινε θανάσιμο βότανο καί τί ήταν τελικά αυτός ο θάνατος. Ενώ εμείς γνωρίζουμε τί είναι θάνατος, γι αυτό είμαστε περισσότερο κατακριτέοι από τόν Αδάμ. Βέβαια δέν υπάρχει «τό ξύλο τής γνώσεως» μπροστά μας, ως στοιχείο ασκήσεως τής ελευθερίας καί τής τελειώσεώς μας, αλλά υπάρχει η υποχρέωση τής τηρήσεως τών εντολών τού Θεού, πού είναι τό ασφαλιστικό κιγκλίδωμα γιά τή σωτηρία μας καί μάς οδηγούν στήν ένθεη ζωή. Καί όμως, παρότι γνωρίζουμε ότι, άν αθετήσουμε τό θέλημα τού Θεού, οδηγούμαστε στόν πνευματικό θάνατο, προτιμούμε νά κάνουμε τό θέλημα τού διαβόλου ή καί τό προσωπικό μας θέλημα καί μέ αυτό τόν τρόπο «εκπίπτουμε» από τή ζωή τού Θεού, «τήν εντός ημών Βασιλεία» καί γευόμαστε τήν Κόλαση «από τού νύν καί έως τού αιώνος».

Ο ίδιος ο Κύριός μας βέβαια, μάς λύτρωσε από τήν καταδίκη αυτή τού θανάτου, μέ τή σταύρωση καί τήν ανάστασή Του καί μάς έδωσε τή δυνατότητα, μέ τόν προσωπικό μας αγιασμό καί τή μετοχή μας στά μυστήρια τής Εκκλησίας, νά γινόμαστε μέλη τού αναστημένου Σώματός Του καί νά ζούμε ήδη απ αυτή τή ζωή στόν Παράδεισο τής Βασιλείας Του. Δέν έχουμε κανένα πρόβλημα λοιπόν ούτε κανένα λόγο νά κατηγορούμε τόν Αδάμ.

Πρέπει όμως νά σκεφτόμαστε καί τό εξής: Μπορεί τό προπατορικό αμάρτημα νά είναι ένα σοβαρό καί οδυνηρό επεισόδιο, αλλά καί «τά μεταπροπατορικά» αμαρτήματα είναι εξίσου σοβαρά καί πρέπει μέ τή συνεχή άσκηση καί τόν κατά Θεό αγώνα νά εξαλείφονται συνεχώς, γιά νά συντελείται η προκοπή καί η τελείωση σέ όλους εμάς πού είμαστε λογικά όντα.

Αλλά γιατί ο Θεός δημιούργησε τόν άνθρωπο, αφού προγνώριζε ότι θά φθάσει στήν πτώση καί στό θάνατο;

Ο Θεός κινούμενος από αγάπη δημιούργησε «εν χρόνω» τόν άνθρωπο καί απέβλεπε στήν αιώνια μακαριότητά του. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης μάς λέει σχετικά:

«Ο Θεός δέν δημιούργησε τόν άνθρωπο γιατί είχε κάποια ανάγκη ή από κάποια έλλειψη, αλλά τόν έπλασε από μεγάλη αγάπη, διότι έπρεπε τό φώς τού Θεού νά μή μείνει αθέατο καί η δόξα Του νά μή μείνει άγνωστη. Δημιούργησε δηλαδή τό ανθρώπινο γένος, γιά νά απολαμβάνουν καί άλλα όντα τήν αγάπη Του καί νά μή μένουν οι άλλες ενέργειες τού Θεού αργές, χωρίς νά υπάρχει κάποιος πού νά μετέχει σ αυτές καί νά τίς χαίρεται».


“Δερμάτινοι χιτώνες”: Θεός, άνθρωπος και ύλη

Πρὶν ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ τονισθῆ ὅτι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, ὅπως τὸ δείχνει καθαρὰ ἡ διήγηση τῆς Γενέσεως, προστέθηκαν στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν πτώση καὶ ὅτι δὲν ἀποτελοῦν φυσικὸ συστατικὸ στοιχεῖο του. Αὐτὸ ποὺ ἡ ἐμπειρικὴ παρατήρηση ὀνομάζει «φυσικότητα» τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γιὰ τὴ βιβλικοπατερικὴ διδασκαλία μιὰ μεταγενέστερη, ἡ μετὰ τὴν πτώση κατάσταση, ὄχι ἡ ἀρχικὴ καὶ συνεπῶς ἀληθινὴ φύση του. «Ὅτι οἰκεία μὲν καὶ κατὰ φύσιν τοῖς ἀνθρώποις ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡ πρὸς τὴν θείαν φύσιν ὡμοιωμένη» (Γρηγόριος Νύσσης). Καλεῖται συνεπῶς ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἂν θέλη νὰ κατανοήση πλήρως τὴν ὕπαρξή του, τὰ καλὰ στοιχεῖα ἀλλὰ καὶ τὰ δεινὰ ποὺ τὸν μαστίζουν, νὰ διευρύνη τὸν ὁρίζοντά του, νὰ διερωτηθῆ μήπως αὐτὸ ποὺ θεωρεῖ «φυσικὸ» δὲν εἶναι τόσο αὐτονόητο. Καὶ πρέπει νὰ σημειώσουμε πὼς εἶναι εὐοίωνο τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐπιστήμονες θέτουν τὰ τελευταῖα χρόνια στὸ χῶρο τῶν ἀνθρωπολογικῶν ἐπιστημῶν αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Πάντως γιὰ ὅποιον θέλει νὰ κινηθῆ στὸ χῶρο τῆς ὀρθόδοξης βιβλικοπατερικῆς ἀνθρωπολογίας ἡ διάκριση αὐτὴ ἔχει ἀποφασιστικὴ σημασία καὶ πρέπει νὰ τὴν ἔχη συνέχεια κατὰ νοῦ.

Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ χρειάζεται νὰ ἐπισημανθῆ ἀφετηριακὰ εἶναι ὅτι τοὺς δερμάτινους χιτῶνες δὲν ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πατέρες ἀπὸ νωρὶς βρέθηκαν στὴν ἀνάγκη νὰ τὸ τονίσουν αὐτὸ γιὰ νὰ ἀναιρέσουν τὶς ὑποτιμητικὲς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα αἱρέσεις τῶν γνωστικῶν. Δὲν εἶναι παράδοξο ὅτι ὁ Ὠριγένης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ λαθεμένη ἀντίληψή του γιὰ τὴν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, ἀμφέβαλε γιὰ τὸ ἂν κάτω ἀπὸ τὴν ἔκφραση «δερμάτινοι χιτῶνες» τῆς Γραφῆς πρέπει νὰ νοηθοῦν τὰ σώματα ἢ ὄχι. Ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι σ’ αὐτὴ τὴν ἀμφιβολία οἱ πατέρες ἀσκοῦν σκληρὴ κριτική, χαρακτηριστικὴ τῆς προσπαθείας τους ὄχι ἁπλῶς νὰ ὑπογραμμίσουν τὴ θετικὴ ἀξία τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ τονίσουν τὴν κεντρικὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια ὅτι τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ «συνθέτουν» τὸν «κατὰ φύσιν» ἄνθρωπο. «Ἄνθρωπος δὲ ἀληθέστατα λέγεται κατὰ φύσιν οὔτε ψυχὴ χωρὶς σώματος, οὒτ’ αὖ σῶμα χωρὶς ψυχῆς, ἀλλὰ τὸ ἐκ συστάσεως ψυχῆς καὶ σώματος εἰς μίαν τὴν τοῦ καλοῦ μορφὴν συντεθέν» (Ἐπιφάνιος Κύπρου). Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι γιὰ τὴν πατερικὴ παράδοση ὄχι μόνο κεντρικὴ ἀλλὰ καὶ σαφής. Ἔτσι δὲ χρειάζεται νὰ ἐπιμείνουμε ἐδῶ στὴν τεκμηρίωση ἢ ἀνάλυσή της.

Ὅμως τί εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες; Μιλήσαμε παραπάνω γιὰ βαρυσήμαντη διδασκαλία τῶν πατέρων σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ πατερικὴ διδασκαλία εἶναι ὄντως βαρυσήμαντη, δὲν εἶναι ὅμως συστηματική. Οἱ πατέρες, ὅπως χρησιμοποίησαν τὸ «κατ’ εἰκόνα» γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν πραγματικότητα τοῦ κατὰ φύσιν ἀνθρώπου, χωρὶς νὰ κάνουν γύρω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ἕνα σύστημα, ἔτσι συχνὰ βοηθήθηκαν ἀπὸ τὴν ἔννοια τῶν «δερματίνων χιτώνων» γιὰ νὰ περιγράψουν καὶ ἑρμηνεύσουν τὴν μετὰ τὴν πτώση κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Διατύπωσαν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πολλὲς ἀλήθειες σχετικὰ μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες καὶ ἔκαναν ποικίλες ἐφαρμογὲς τοῦ ὅρου.

Ἕνας πρῶτος κοινὸς τόπος ὅλων τῶν ἐφαρμογῶν εἶναι ὅτι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες ἐκφράζουν τὴ νεκρότητα τὴν ὁποία περιβλήθηκε ὡς δεύτερη φύση του μετὰ τὴν πτώση ὁ ἄνθρωπος. «Τοὺς δερματίνους χιτῶνας διὰ τοῦτο κατεσκεύασεν (ὁ Θεός) οἱονεὶ νεκρότητι περιβαλὼν αὐτόν (τὸν ἄνθρωπο)» (Μεθόδιος Ὀλύμπου). Ἐνῷ πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση ὁ ἄνθρωπος ἦταν «γυμνὸς τῆς τῶν νεκρῶν δερμάτων ἐπιβολῆς», κατόπιν «δέρμασι νεκροῖς περικαλύπτεται» (Γρηγόριος Νύσσης). «Οὐκοῦν ἐκ τῆς τῶν ἀλόγων φύσεως ἡ νεκρότης οἰκονομικῶς περιετέθη τῇ εἰς ἀθανασίαν κτισθείσῃ φύσει» (Γρηγόριος Νύσσης).

Στὰ χωρία αὐτά, καὶ σὲ ἄλλα ποὺ δὲν παραθέτουμε, εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι δὲ γίνεται λόγος γιὰ θάνατο ἀλλὰ γιὰ νεκρότητα, γιὰ μιὰ νέα κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, γιὰ μιὰ ἐν θανάτῳ ζωή (Γρηγόριος Νύσσης). Ἡ ἀλλαγὴ εἶναι μεγάλη, ἀποτελεῖ πλήρη ἀντιστροφὴ τῶν πραγμάτων. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει πιά, ὅπως πρίν, ὡς συστατικὸ χαρακτηριστικό του τὴ ζωή, δὲν ὑπάρχει χάρη στὴ ζωὴ ποὺ ἀναβλύζει φυσικὰ ἀπὸ μέσα του, ὑπάρχει ὅσο ἀναβάλλει τὸ θάνατο. Αὐτὸ ποὺ κυρίως ὑπάρχει τώρα εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ζωὴ ἔχει μετατραπῆ σὲ ἐπιβίωση.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ μιὰ ἐμπνευσμένη «θεωρία τοῦ τρόπου καθ’ ὃν γέγονε τοῦ Ἀδὰμ ἡ παράβασις» βλέπει τὸν πρωτόπλαστο νὰ ἐπείγεται νὰ δημιουργήση στὸν ἑαυτό του μὲ τρόπο τεχνητὸ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, νὰ δημιουργήση μέσα του αὐτόνομα, «δίχα Θεοῦ καὶ πρὸ Θεοῦ καὶ οὐ κατὰ Θεόν», ὅ,τι εἶναι ἀποκλειστικὸ χαρακτηριστικό του Θεοῦ, τὴν αὐτοζωή. Ἐγκατέλειψε ἔτσι τὴν ἁρμόζουσα στὴ φύση του θεία τροφὴ καὶ διάλεξε γιὰ νὰ φτιάξη τὴν ξεχωριστὴ δική του ζωὴ ὡς τροφὴ τὸν καρπὸ τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου, ποὺ ὡστόσο εἶχε διδαχθῆ ἀπὸ πρὶν ὅτι ἦταν καρπὸς θανάτου, δηλαδὴ καρπὸς τῆς διαρκοῦς ροῆς, ἀλλαγῆς καὶ ἀλλοιώσεως. Ἔτσι ἔκανε ἀνάλογη μὲ τὸν καρπό, φθαρτή, καὶ τὴ ζωή του, δημιούργησε ζωντανὸ μέσα του τὸ θάνατο. Γιατί, ἀφοῦ ὁ θάνατος ὑπάρχει, ἐξηγεῖ ὁ θεοφόρος πατήρ, ὡς ἡ φθορὰ αὐτοῦ ποὺ κάθε φορὰ δημιουργεῖται, διαρκῶς δὲ τὸ δημιουργούμενο μὲ τὴν εἰσροὴ καὶ ἀπορροὴ τῶν τροφῶν σῶμα φθείρεται κατὰ τρόπο φυσικό, εἶναι φανερὸ πὼς ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα πίστεψε ὁ Ἀδὰμ ὅτι δημιουργεῖται ἡ ζωή, αὐτὰ δημιούργησαν μέσα του καὶ μέσα μας καὶ συντηροῦν ἔκτοτε ἀκμαῖο τὸ θάνατο. Ἔτσι ὁ Ἀδὰμ παρέδωσε τροφὴ στὸ θάνατο ὁλόκληρη τὴ φύση. Καὶ «ὁ μὲν θάνατος ζῇ δι’ ὅλου τοῦ χρονικοῦ τούτου διαστήματος, ἡμᾶς βρῶσιν ποιούμενος, ἡμεῖς δὲ ζῶμεν οὐδέποτε, ἀεὶ διὰ φθορᾶς ὑπ’ αὐτοῦ κατεσθιόμενοι» (Μάξιμος Ὁμολογητής). Γι’ αὐτό, λίγο πιὸ κάτω, ὀνομάζει «τὸ πέρας τῆς παρούσης ταύτης ζωῆς οὐ θάνατον, ἀλλὰ θανάτου ἀπαλλαγήν».

Ἡ νεκρότητα λοιπόν, ἡ ἀπουσία τῆς ζωῆς, ποὺ βιώνεται ἀπὸ τὶς εὐαίσθητες ψυχὲς κάθε ἐποχῆς ὡς ἀπουσία νοήματος, ὁ «ὑγρὸς καὶ διαλελυμένος» (Ἰωάννης Χρυσόστομος) ἢ «κατεψυγμένος» (Γρηγόριος Νύσσης) βίος, εἶναι ἡ πρώτη διάσταση τῶν δερματίνων χιτώνων.

Ἡ νεκρότητα αὐτὴ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ἀλόγου φύσεως. Τὸ ὅτι ντύθηκε λοιπὸν μ’ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος, συμπίπτει μὲ τὸ ὅτι ντύθηκε τὴν ἄλογη φύση, μὲ τὸ ὅτι ζῆ στὸ ἑξῆς μὲ τὴ ζωή της καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὶς ἰδιότητές της. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει γιὰ «τὸν νεκρὸν ἐκεῖνον καὶ εἰδεχθῆ χιτῶνα, τὸν ἐκ τῶν ἀλόγων δερμάτων ἡμῖν ἐπιβληθέντα». Καὶ ἐξηγεῖ: «δέρμα δὲ ἀκούων τὸ σχῆμα τῆς ἀλόγου φύσεως νοεῖν μοι δοκῶ, ᾧ πρὸς τὸ πάθος οἰκειωθέντες περιεβλήθημεν». Προσδιορίζει δὲ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερη σαφήνεια: «Ἔστι δὲ ἃ προσέλαβεν (ὁ ἄνθρωπος) ἀπὸ τοῦ ἀλόγου δέρματος· ἡ μίξις, ἡ σύλληψις, ὁ τόκος, ὁ ρύπος, ἡ θηλή, ἡ τροφή, ἡ ἐκποίησις, ἡ κατ’ ὀλίγον ἐπὶ τὸ τέλειον αὔξησις, ἡ ἀκμή, τὸ γῆρας, ἡ νόσος, ὁ θάνατος» (Γρηγόριος Νύσσης), δηλαδὴ ὅ,τι σήμερα ὀνομάζουμε βιολογικὴ ζωή.

Θὰ ἦταν λάθος νὰ θεωρήσουμε πὼς στὸ κείμενο αὐτὸ γίνεται λόγος ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ σῶμα, ὅτι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες ἐξαντλοῦνται στὸ σῶμα. Ἡ «μίξις», ὁ «τόκος», ἡ «θηλή» καὶ τὰ ἑπόμενα στάδια ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαντλοῦνται στὶς σωματικὲς ἐνέργειες, ἐμπεριέχουν καὶ τὶς ἐνέργειες ἢ λειτουργίες τῆς ψυχῆς, ποὺ κι αὐτὲς ντύνονται τὸ «ἄλογο σχῆμα» —εἶναι ἐνδεικτικὸ τὸ ὅτι δὲ λέει ἄλογο σώμα—, χάνουν τὴν ἐλευθερία καὶ λογικότητά τους καὶ ξεπέφτουν σὲ ἔνστικτα. Ὁλόκληρος ὁ ψυχοσωματικὸς ὀργανισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔπαθε μὲ τὴν πτώση ἕνα εἶδος ἐμπλοκῆς, ἐγκλωβίστηκε στὰ δεδομένα τοῦ «ἀλόγου σχήματος».

Ἀποτέλεσμα τοῦ ἐγκλωβισμοῦ αὐτοῦ εἶναι ἡ ἄλογη ἢ παρ–άλογη ζωή. Τὰ θεοειδῆ χαρακτηριστικὰ καὶ οἱ θεοειδεῖς τάσεις τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ξέφυγαν ἀπὸ τὴ φυσική τους, τὴ σύμφωνη πρὸς τὸ σύμφυτο λόγο τους, κατεύθυνση καὶ λειτουργικότητα, διαστράφηκαν, ὑποτάχθηκαν στὴν ἄλογη φύση καὶ τὰ ἰδιώματα τῆς τελευταίας ἔντυσαν, σὰ χιτῶνες ἄλογοι, τὸν ἄνθρωπο. Τὰ σαρκοβόρα ζῶα συντηροῦνται μὲ τὸ θυμό, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, τὰ πολυγονοῦντα μὲ τὴ φιληδονία· ἡ δειλία σώζει τὰ ἀδύναμα καὶ ὁ φόβος τὰ εὐάλωτα. Αὐτὰ ὅλα καὶ τὰ παρόμοια «διὰ τῆς κτηνώδους γενέσεως συνεισῆλθε τῇ τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῇ». Ἔτσι «τῆς ἀλόγου φύσεως ἐπεμίχθη τῷ ἀνθρώπῳ τὰ ἰδιώματα» (Γρηγόριος Νύσσης). Θὰ δοῦμε πιὸ κάτω μὲ περισσότερες λεπτομέρειες πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ σύζευξη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ἰδιώματα τῆς ἀλόγου φύσεως, ποὺ στὸν ἄνθρωπο ἐμφανίζονται καὶ λειτουργοῦν ὡς πάθη. Ἐδῶ ἀρκεῖ νὰ σημειώσουμε ὅτι ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῶν δερματίνων χιτώνων.

Ἀλλὰ ἡ ζωὴ ποὺ ἐπιβάλλουν στὸν ἄνθρωπο οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι νεκρὴ ἢ βιολογικὴ ἢ ἄλογη ἐπειδή, σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ὑλική. Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες ταυτίζονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης μὲ τὰ «πρόσκαιρα φύλλα τῆς ὑλικῆς ταύτης ζωῆς, ἅπερ τῶν ἰδίων καὶ λαμπρῶν ἐνδυμάτων γυμνωθέντες, κακῶς ἑαυτοῖς συνερράψαμεν». Ἡ ὑλικότητα αὐτὴ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τὸν ψυχοσωματικὸ ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἀναφέρεται —ἀξίζει νὰ σημειωθῆ καὶ πάλι— ἀποκλειστικὰ στὸ σῶμα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, συνεχίζοντας τὸ παραπάνω χωρίο, προσδιορίζει τὰ «φύλλα τῆς ὑλικῆς ζωῆς» ὡς τὰς «τρυφὰς καὶ δόξας καὶ τὰς ἐφημέρους τιμὰς καὶ τὰς ὠκυμόρους τῆς σαρκὸς πληροφορίας» καὶ ἀλλοῦ ὡς «ἡδονήν τε καὶ θυμὸν καὶ γαστριμαργίαν καὶ ἀπληστίαν καὶ τὰ ὅμοια». Ἡ δόξα, ἡ τιμή, ὁ θυμός, δὲν εἶναι χαρακτηριστικὰ τοῦ σώματος.

Τὸ σῶμα ἔχει ἀσφαλῶς ντυθῆ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, ἔγινε «παχὺ καὶ στερέμνιον», χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν «παχυμερῆ ταύτην καὶ βαρείαν κατασκευήν», ἐνῷ στὴν ἀνάσταση, ὁπότε θὰ ξαναβρῆ τελειοποιημένη τὴν προπτωτικὴ φύση του, θὰ «μετακλωσθῆ» «ἐπὶ τὸ λεπτότερόν τε καὶ ἀερῶδες», θὰ ἀποκατασταθῆ «ἐν ἀμείνονι καὶ ἐρασμιωτέρω κάλλει» (Γρηγόριος Νύσσης).

Ἀλλὰ καὶ οἱ ψυχικὲς λειτουργίες ἔχουν γίνει κι αὐτὲς μαζὶ μὲ τὶς σωματικὲς «σωματώδεις», ἀποτελοῦν κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης μαζὶ μὲ τὸ σῶμα «τῆς καρδίας τὸ κάλυμμα… τὴν σαρκώδη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου περιβολήν». «Σάρκα δὲ εἰπών, προσδιορίζει μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια, τὸν παλαιὸν λέγω ἄνθρωπον, ὃν ἐκδύσασθαι καὶ ἀποθέσθαι κελεύει ὁ θεῖος Ἀπόστολος», δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει «σαρκικὸ» ἢ «ψυχικὸ» σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸν «πνευματικό». Σύμφωνα μὲ μιὰ περιεκτικὴ διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι «τὸ φρόνημα τῆς σαρκός».

Πρόκειται λοιπὸν γιὰ μιὰ γενικὴ σύζευξη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ὑλικότητα, τὴν ἀέναη ροὴ τῶν στοιχείων ποὺ ἀπαρτίζουν τὸν ὑλικὸ κόσμο, τὴ διαρκῆ κίνηση καὶ ἀλλοίωση, ποὺ τὸν κάνει ἐμπαθῆ καὶ στὸ σύνολό του «σαρκικό». Καταλαβαίνουμε ἔτσι γιατί γιὰ τὸν ἅγιο ἐπίσκοπο Νύσσης σ’ αὐτὴ τὴ νεκρή, βιολογική, ἄλογη, ὑλικὴ σαρκικότητα οἱ «τιμὲς» ποὺ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναπόφευκτα «ἐφήμερες» καὶ γιατί οἱ «πληροφορίες», δηλαδὴ τὰ στηρίγματα, οἱ βεβαιότητες τῆς «σαρκὸς» εἶναι «ὠκύμορες», δηλαδὴ θνητὲς καὶ γι’ αὐτὸ θανατηφόρες.

Πρὶν ντυθῆ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες ὁ ἄνθρωπος φοροῦσε στολὴ «θεοΰφαντη», τὸ ψυχοσωματικὸ ἔνδυμά του ἦταν ὑφασμένο μὲ τὴ χάρη, μὲ τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Οἱ πρωτόπλαστοι «τῇ ἄνωθεν ἦσαν δόξῃ ἠμφιεσμένοι… ἡ ἄνωθεν δόξα παντὸς ἱματίου μᾶλλον αὐτοὺς περιέσκεπε» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Πρόκειται γιὰ τὸ ἔνδυμα τοῦ «κατ’ εἰκόνα», τὴν μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ συγκροτημένη καὶ θεοειδῶς δομημένη προπτωτικὴ ἀνθρώπινη φύση. Στὸ ἔνδυμα ἐκεῖνο ἔλαμπε «ἡ πρὸς τὸ θεῖον ὁμοίωσις», ποὺ τὴ συνιστοῦσαν ὄχι ἕνα «σχῆμα» ἢ ἕνα «χρῶμα», ἀλλὰ ἡ «ἀπάθεια», ἡ «μακαριότητα» καὶ ἡ «ἀφθαρσία», τὰ χαρακτηριστικὰ μὲ τὰ ὁποῖα «τὸ θεῖον θεωρεῖται κάλλος» (Γρηγόριος Νύσσης).

Ὁ πρωτόπλαστος ἦταν, σύμφωνα μὲ μιὰ περιεκτικώτατη διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, «γυμνὸς τῇ ἁπλότητι». Αὐτὸ σημαίνει, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Μάξιμος, πὼς τὸ σῶμα του δὲν ἔκλεινε μέσα του τὶς ἐνάντιες μεταξύ τους «ποιότητες», ποὺ τραβώντας το τώρα πρὸς διαφορετικὲς κατευθύνσεις τὸ μαστιγώνουν μὲ τὴ φθορὰ καὶ τὸ διαφθείρουν, ἀλλὰ «ἑτέραν, πρέπουσαν αὐτῷ κρᾶσιν… ἀμάχοις καὶ ἁπλαῖς ποιότησιν συνεχομένην». Ἦταν «δίχα ροῆς καὶ ἀπορροῆς», ἐλεύθερο ἀπὸ «τῆς ἐφ’ ἑκάτερα τούτων κατὰ τὴν τῶν ποιοτήτων ἐπικράτειαν συνεχοῦς ἀλλοιώσεως» καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἦταν ἄμοιρο «τῆς κατὰ χάριν ἀθανασίας». Ἂν κατανοήσουμε τὴ «γυμνότητα» ὡς διαφάνεια, μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς τὸ σῶμα τοῦ Ἀδὰμ ἦταν τόσο ἁπλό, ὥστε ἦταν στὴν πραγματικότητα διαφανές, ἀνοιχτὸ στὴν ὑλικὴ κτίση, δὲν τῆς ἔφερνε καμμιὰ ἀντίσταση, κι ὁ κόσμος δὲν ἔφερνε σ’ αὐτὸ καμμιὰ ἀντίσταση, τοῦ ἦταν παραδομένος. Κρατώντας τὴν ἰδιοσυστασία καὶ ἑτερότητά του ὡς πρὸς τὸν κόσμο, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν εἶχε ὡστόσο καμμιὰ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτόν.

Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀνοιχτὴ στὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ τὸ Θεό, δὲν ἔφερνε ἀντίσταση, ἐπικοινωνοῦσε ἄνετα τόσο μὲ τὸν ἀγγελικὸ πνευματικὸ κόσμο, ὅσο καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρχε τότε, γράφει ὁ θεηγόρος ἐπίσκοπος Νύσσης, μιὰ ἑνιαία χοροστασία τῆς λογικῆς φύσεως, ἀγγελικῆς καὶ ἀνθρώπινης, «πρὸς ἕνα βλέπουσα τὸν τοῦ χοροῦ Κορυφαῖον καὶ πρὸς τὴν ἐκεῖθεν ἐνδιδομένην… ἁρμονίαν τὸν χορὸν ἀνελίσσουσα». Ἀλλὰ «τὴν ἔνθεον ἐκείνην διέλυσε τοῦ χοροῦ συνωδίαν» ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἅπλωσε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν πρώτων ἀνθρώπων, «τῶν ἐν ταῖς ἀγγελικαῖς δυνάμεσι συγχορευόντων», τὴ γλίστρα τῆς ἀπάτης, κι ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, ἀναμίχθηκε μὲ τὴ λάσπη, αὐτομόλησε πρὸς τὸν ὄφι, ντύθηκε τὰ νεκρὰ δέρματα κι ἔγινε «πτῶμα». Ἔτσι «διεσπάσθη τῆς πρὸς τοὺς ἀγγέλους συνάφειας ὁ ἄνθρωπος». Μὲ παραπλήσιο τρόπο διασπάστηκε καὶ ἡ συνάφεια τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ὑλικὴ κτίση.

Φθάνουμε ἔτσι σ’ ἕνα δεύτερο σημεῖο τῆς μελέτης μας. Νὰ δοῦμε ἀναλυτικώτερα πῶς ἔγινε ἡ παραπάνω διάσπαση καὶ ἡ ἀντίστοιχη σύζευξη μὲ τὸ «ἄλογο σχῆμα», νὰ ἐρευνήσουμε δηλαδὴ κατὰ τρόπο πιὸ συγκεκριμένο πῶς τὸ προπτωτικὸ θεοειδὲς καὶ θεοΰφαντο ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου μετατράπηκε σὲ δερμάτινους χιτῶνες. Κι ἔτσι, ἴσως φωτισθοῦν μερικὰ ἀκόμη σημεῖα τοῦ ἀρχικοῦ ἐρωτήματος, τοῦ ποιό δηλαδὴ εἶναι τὸ πραγματικὸ ἀνθρωπολογικὸ περιεχόμενο τῶν δερματίνων χιτώνων.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ζῶον Θεούμενον”, ἐκδ. Ἁρμός. Αναδημοσιευμένο στο τεύχος 254 (Δεκέμβριος 2013) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”.

Το προπατορικό αμάρτημα-Σε τι συνίσταται;

————————————————-

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εννοήσουμε σε τι συνίσταται το προπατορικό αμάρτημα από Ορθοδόξου πατερικής πλευράς. Στην συνέχεια, θα τονισθεί η ουσία του προπατορικού αμαρτήματος.

Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις σχετικά με αυτό το θέμα, στο οποίο φαίνεται η διαφορά της Ορθοδόξου θεολογίας, από άλλες ομολογίες.

Η ουσία του προπατορικού αμαρτήματος είναι βαθύτερη από αυτήν που συνήθως αποδίδεται. Κατ’ αρχάς οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν από την εμπειρία τους, ότι ο άνθρωπος έχει δύο ειδών μνήμες – είναι η μνήμη των κυττάρων του σώματός του που βοηθούν στην καλή λειτουργία του, και είναι η μνήμη της καρδιάς, στην οποία καταγράφεται το όνομα του Θεού και στην οποία γίνεται αδιάλειπτη νοερά προσευχή.

«Σήμερα, οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο δύο ειδών μνήμες. Υπάρχει η κυτταρική μνήμη, που λέγεται DNA, που είναι σαν μια ταινία σε ένα κασετόφωνο και παίζει την ανανέωση των κυττάρων του ανθρώπου με προγραμματισμένες εξελίξεις του κυττάρου. Και επειδή υπάρχει μνήμη, τα κύτταρα ξέρουν τι να κάνουν, δηλαδή ξέρουν πως να πολλαπλασιασθούν, σαν ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, που επιτελεί αυτό το έργο του πολλαπλασιασμού των κυττάρων.

Εδώ έχουμε κάτι το παράξενο, δηλαδή, που διαιρείται αδιαιρέτως, δηλαδή μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς το κύτταρο. Είναι πολύ παράξενο αυτό το πράγμα, διότι μοιάζει με το μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, που περιγράφουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, που ο Θεός μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς.

Αυτό κάνουν περίπου και τα κύτταρα. Ένα κύτταρο πολλαπλασιάζεται χωρίς το ίδιο να χάση την ταυτότητά του, γιατί κάθε φορά που πολλαπλασιάζεται το κάθε κύτταρο, είναι ολόκληρο το κύτταρο, και είναι όλα τα γονίδια, όλα τα ίδια κλπ. Και μέσα σε αυτά τα κύτταρα υπάρχει το DNA, το οποίο προγραμματίζει όλη αυτή την εξέλιξη και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων κ,ο.κ. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει από το κύτταρο, αν δεν αποτελείτο από μνήμη. Υπάρχει ένα μνημονικό σύστημα μέσα του, που εγγυάται την σωστή εξέλιξη όλων των βιολογικών υπάρξεων του κόσμου, όλων των ζώων. Εκτός από αυτή την μνήμη που έχουν τα κύτταρα, έχουμε και την μνήμη που έχει ο εγκέφαλος· η μνήμη που υπάρχει στην φαιά ουσία, που έχει ο ζωικός κόσμος και ο άνθρωπος. Ακόμη και ο φυτικός κόσμος έχει μνήμη.

Τώρα, εκτός από αυτές τις μνήμες, που γνωρίζει σήμερα η επιστήμη, στην Ορθόδοξη παράδοση υπάρχει και άλλη μνήμη, η αέναη μνήμη Θεού, που έχει έδρα την καρδιά του ανθρώπου, αλλά είναι ένα μνημονικό σύστημα που έπαυσε να λειτουργεί εξ αιτίας της πτώσεως του ανθρώπου. Και όταν οι Πατέρες μιλάνε για πτώση, εννοούν τον τερματισμό του μνημονικού συστήματος, που υπήρχε στους Πρωτοπλάστους».

«Η ουσία του προπατορικού αμαρτήματος είναι ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με δύο κέντρα της προσωπικότητάς του, δηλαδή. Το ένα κέντρο είναι το νευρικό σύστημα. Επικεφαλής του νευρικού συστήματος είναι ο εγκέφαλος, η φαιά ουσία δηλαδή, που συνδέεται με όλο το νευρικό σύστημα του ανθρώπου και κατευθύνει τις σχέσεις του ανθρώπου προς το έξω του εαυτού του. Μετά υπάρχει και το κυτταρικό σύστημα του ανθρώπου, που ξέρουμε τώρα από τους βιολόγους, τελικά, ότι αποτελεί ολόκληρο σύστημα, σαν κομπιούτερ δηλαδή, της κυτταρικής μνήμης».

Εκτός από το κέντρο αυτό της προσωπικότητος του ανθρώπου, είναι και ένα άλλο κέντρο που εδρεύει στην καρδιά, το πνευματικό κέντρο της προσωπικότητος του ανθρώπου. Έτσι, η πτώση του ανθρώπου είναι ο τερματισμός του πνευματικού μνημονικού συστήματός του. Αυτό είχε και ηθικές συνέπειες, αλλά ήταν οντολογικό πρόβλημα.

«Πολλοί εννοούν την πτώση σήμερα ως ηθική πτώση, ενώ όταν μιλάει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος για πτώση, δεν εννοεί ηθική πτώση, διότι δεν έχει ηθική ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος είναι ασκητής. Διδάσκει ασκητική και όχι ηθική και σκέφτεται ασκητικά και όχι ηθικά. Εννοεί ότι οι άνθρωποι δεν έχουν νοερά προσευχή. Αυτό εννοεί, δηλαδή».

Αυτός ο τερματισμός του «μνημονικού συστήματος» της καρδιάς, στους Αγίους Πατέρες λέγεται «αμαύρωση» του κατ’ εικόνα, «σκοτασμός του νοός», «ασύνετος νους». «Παντού στην πατερική γραμματεία το θέμα της πτώσεως είναι ο σκοτασμός του νοός του ανθρώπου». «Ο πεπτωκώς άνθρωπος είναι ο έχων εσκοτισμένον νουν. Τελείωσε»

Συγχρόνως, αυτός ο πεπτωκώς νους, χαρακτηρίζεται «ανενέργητος», δηλαδή «έπαυσε να λειτουργεί» φυσιολογικά, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό.

Όπως προαναφέρθηκε, οι Άγιοι Πατέρες μελετούσαν «την ιστορική περιγραφή της πτώσεως που αναφέρει η Αγία Γραφή», αλλά ερμήνευαν τα γεγονότα αυτά μέσα από την προσωπική τους εμπειρία, αφού γνώρισαν τι είναι ο φωτισμένος νους.

«Ο φωτισμός του ανθρώπου είναι η κατοίκησις του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, οπότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και το ίδιο το Άγιο Πνεύμα του Θεού ενεργεί μέσα στον νου του ανθρώπου και τον φωτίζει».

«Εμείς πώς ξεύρουμε πως ο νους του Αδάμ σκοτίσθηκε; Απλούστατα, διότι γνωρίζουμε ότι εμείς οι ίδιοι τώρα έχουμε εσκοτισμένον νου».

Οπότε, η εμπειρία του εσκοτισμένου και του φωτισμένου νου καθοδήγησε τους Αγίους Πατέρες να ερμηνεύσουν τόσο την προπτωτική όσο και την πτωτική κατάσταση του Αδάμ. Αυτό είναι απαραίτητο να τονισθεί, για να αντιληφθούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες δεν ομιλούσαν φιλοσοφικά και φανταστικά, αλλά εμπειρικά.

Μετά από αυτήν την επεξήγηση πρέπει να εντοπισθεί σε τι συνίσταται το ανενέργητο και το εσκοτισμένο του νου, δηλαδή πρέπει να διερευνηθεί τι είναι «ανενέργητος νους».

Ο νους του ανθρώπου, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό, έπρεπε να κινείται προς Αυτόν, να διακρίνεται για την λεγόμενη «υπέρ φύσιν» κίνηση. Με την πτώση, όμως, έχασε αυτήν την κίνηση και κινείται «κατά φύσιν» και «παρά φύσιν». Δηλαδή, η ενέργεια του νου είναι «ελαττωματική» και αυτό εκφράζεται με το ότι ο άνθρωπος γίνεται φίλαυτος, στρέφεται προς το σώμα, και αντί να έχει ανιδιοτελή αγάπη, έχει ιδιοτελή αγάπη.

«Στην πτωτική κατάσταση υπάρχει ο νους και αυτός ο νους είναι ανενέργητος, έχει υποτυπώδη ενέργεια και πρέπει αυτό να τεθεί σε ενέργεια».

Ανενέργητος νους λέγεται ο νους όταν «δεν λειτουργεί σωστά».

«Σε μάς τοποθετείται η πτώση στον νου, δηλαδή όταν ο νους έπαυσε να λειτουργεί. Αυτή είναι η πτώση».

Η μη φυσιολογική λειτουργία του νου σημαίνει ότι δεν δέχεται την ενέργεια του Φωτός του Θεού, οπότε σκοτίζεται και γι’ αυτό κάνουμε λόγο για «σκοτασμό του νοός», που είναι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της πτώσεως. Εσκοτισμένος νους «σημαίνει ότι η νοερά ενέργεια της καρδιάς του ανθρώπου δεν ενεργεί σωστά». Και αυτό είναι η αμαρτία. «Αμαρτία είναι ο σκοτασμός του νοός, το σκοτάδι μέσα στην καρδιά του ανθρώπου». Όλοι οι Πατέρες ομίλησαν για τον σκοτασμό του νου.

«Ας διαβάσετε οποίον Πατέρα θέλετε. Θα αναφερθούν στους Πρωτοπλάστους και στους διαδόχους των Πρωτοπλάστων, ως έχοντας εσκοτισμένο τον νου· εσκοτίσθη ο νους. Το λέμε και στον Ακάθιστο ύμνο. Πάντως, ο νους αυτός ο εσκοτισμένος είναι η διάγνωση, ότι γίνεται ο νους εσκοτισμένος και η θεραπεία είναι η φώτιση αυτού του νοός».

Οι Θεούμενοι ερμηνεύουν την αμαρτία ως ασθένεια.

«Στην αυγουστίνια παράδοση εμφανίσθηκε η αμαρτία υπό μίαν ηθική μορφή, ενώ στους Πατέρες της Εκκλησίας έχει μορφή αρρώστιας και εμφανίζεται η εξάλειψη της αμαρτίας με μορφή θεραπείας. Οπότε, έχουμε αρρώστια και έχουμε θεραπεία. Η αμαρτία είναι μια αρρώστια του ανθρώπου και δεν είναι απλώς η αταξία του ανθρώπου, ο οποίος δεν υπακούει στον Θεό σαν ένας υποτακτικός κ.ο.κ. Διότι η αμαρτία δεν είναι πράξη και παράβαση εντολών του Θεού, όπως γίνεται η παράβαση των νόμων του Κράτους κλπ. Υπάρχουν νόμοι, ένας παραβάτης παραβαίνει τον νόμο και πρέπει να τιμωρηθεί από τον νόμο κ.ο.κ. Ο Αυγουστίνος κατάλαβε την αμαρτία κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ότι ο Θεός έδωσε εντολές, ο άνθρωπος παραβίασε την εντολή του Θεού και ανάλογα τιμωρήθηκε».

Οι Πατέρες γνωρίζουν ότι με την πτώση ασθένησε ο άνθρωπος, αφού «αρρώστια είναι ο σκοτασμός του νοός». Γι’ αυτό κάνουν λόγο για διάγνωση και θεραπεία.

«Η διάγνωση είναι ότι ο άνθρωπος υποφέρει από αυτή την αρρώστια που λέγεται αμαρτία, που είναι ο σκοτασμός. Και πόσες φορές κανείς τον βρίσκει αυτόν τον όρο στους Πατέρες, «σκοτασμός του νου»! συνέχεια, δηλαδή. Όπου να διαβάσεις έναν Πατέρα, μιλάνε όλοι για τον σκοτασμό του νου.

Λοιπόν, αυτός ο σκοτασμός του νοός είναι η διάγνωση. Η θεραπεία τι είναι; Ο φωτισμός του νοός. Έχουμε σκοτασμό και φωτισμό. Είναι η ίδια ορολογία. Σκότος και φως, δηλαδή. Σκοτασμός και φωτισμός, Αυτό είναι όλο το θέμα, δηλαδή»,

Επειδή ο Θεός είναι Φως και η απουσία του Φωτός δημιουργεί σκότος, γι’ αυτό όταν ο νους δεν φωτίζεται από τον Θεό σκοτίζεται, δηλαδή αμαυρώνεται.

«Τι είναι η διάγνωση; Είναι το ότι η καρδιά του ανθρώπου έχει αμαυρωθεί. Αυτό που λέμε «νους» δηλαδή, στην μεταγενεστέρα γλώσσα των Πατέρων, αυτή η καρδιά έχει αμαυρωθεί· εξ αιτίας της πτώσης έχει χάσει την μνήμη του Θεού κ.ά. κ., και πρέπει να επανέλθει η μνήμη του Θεού».

Υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του νου και του φακού του τηλεσκοπίου. Όταν ο φακός του τηλεσκοπίου έχει πρόβλημα, δεν μπορεί να περάσει το φως μέσα από αυτόν και να δει ο άνθρωπος. Έτσι και όταν ο νους του ανθρώπου αμαυρωθεί, ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει τον Θεό.

«Τα άκτιστα μάτια που έχει, δηλαδή η άκτιστη Χάρη, που κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, μέσα στον νου του ανθρώπου, μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, αυτή η άκτιστη Χάρη έχει αμαυρωθεί από τις κηλίδες στον φακό που λέγεται νους. Και επειδή ο φακός δεν είναι γυαλισμένος, μέσα σε αυτό το τηλεσκόπιο, γι’ αυτό το φως δεν λάμπει μέσα από αυτόν τον φακό ή δεν αφήνει το φως να περάσει, για να μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει το τηλεσκόπιο, για να βλέπει σωστά τα άστρα.

Κατά παρόμοιο τρόπο ο φακός που λέγεται νους, η καρδιά του ανθρώπου, έχει αμαυρωθεί και γι’ αυτό δεν βλέπει ο άνθρωπος μέσα του την Βασιλεία του Θεού που είναι μέσα του ή την άκτιστη θεία Χάρη που είναι μέσα του. Και αυτό λέγεται τύφλωση. Ο άνθρωπος είναι τυφλός, εκτίσθηκε για να βλέπει τον Θεό, αλλά δεν βλέπει τον Θεό. Επομένως, από αυτής της απόψεως, ο άνθρωπος είναι τυφλός και δεν βλέπει το Φως».

Όταν κάνουμε λόγο για σκοτασμό του νου, δεν εννοούμε σκοτασμό της λογικής. -Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε η διάκριση μεταξύ νου και λόγου- έτσι, με την πτώση του Αδάμ δεν έπαθε κάτι η λογική, αλλά ο νους.

«Ο νους ήταν εν θεοπτία και εσκοτίσθη. Δεν ήταν η λογική. Δεν έχουμε σημεία ότι η λογική του ανθρώπου είχε σκοτισθεί. Και οποίος έχει κάποια γνώση της μοντέρνας επιστήμης, βλέπει ότι ο άνθρωπος στο μυαλό του λειτουργεί μια χαρά».

«Ο άνθρωπος, ενώ μπορεί να είναι πολύ έξυπνος κατά την λογική του, εξ αιτίας της πτώσεως των Πρωτοπλάστων δεν φαίνεται να έπαθε κάτι, διότι όταν οι Πατέρες λένε ότι εσκοτίσθη ο νους του, δεν εννοούν την λογική του. Εάν ο νους ταυτισθεί με την λογική, θα φθάσει κανείς στο συμπέρασμα, εάν είχε σκοτισθεί ο νους προ τριών εκατομμυρίων ετών, όταν ο άνθρωπος είχε ένα μικρό κεφάλι με όγκο επτακόσια κυβικά εκατοστά, (ενώ τώρα έχει χίλια τετρακόσια κυβικά εκατοστά), ότι αν αρχίσαμε με σκοτισμένο νου, τώρα είναι πολύ φωτισμένος από ό,τι ήταν στην αρχή.

Όταν οι Πατέρες λένε ότι εσκοτίσθη ο νους των Πρωτοπλάστων, δεν εννοούν τον λόγο, αλλά εννοούν μια άλλη ενέργεια της ψυχής, που έχει ως κέντρο την καρδιά».

«Μπορεί άλλος να είναι πολύ σπουδαίος στις θετικές επιστήμες. Αλλά εξ επόψεως θεολογίας να είναι αγράμματος, διότι ο νους του είναι σκοτισμένος. Η λογική του είναι φωτισμένη, αλλά από τις θετικές επιστήμες. Οπότε, εξ αιτίας της πτώσεως του ανθρώπου, δεν έπαθε τίποτε η λογική του ανθρώπου. Εκείνο που έπαθε είναι ο νους του ανθρώπου, ο νους εσκοτίσθηκε».

Οι Πατέρες γνωρίζουν τον σκοτασμό του νου και από την εμπειρία τους, αλλά και από την ποιμαντική τους πείρα, όταν καθοδηγούν τα πνευματικά τους παιδιά. Επομένως, από της απόψεως αυτής, οι άνθρωποι χωρίζονται σε εκείνους που έχουν σκοτισμένο νου και σε εκείνους που έχουν φωτισμένο νου.

Μαζί με τον σκοτασμό του νου το προπατορικό αμάρτημα είναι σύγχυση του νου με την λογική, τα πάθη και το περιβάλλον. Ο νους προ της πτώσεως εκινείτο με ορμή προς τον Θεό, ελεύθερος από την ενέργεια της λογικής, των παθών και του περιβάλλοντος, όμως όταν παρέμεινε ανενέργητος ταυτίσθηκε με την λογική, τα πάθη και το περιβάλλον. Αυτό χαρακτηρίζεται ως πτώση.

«Μετά την πτώση ο νους είναι εσκοτισμένος. Γιατί; Διότι είναι γεμάτος από λογισμούς. Πότε συμβαίνει αυτό, το να σκοτισθεί ο νους από τους λογισμούς; Συμβαίνει, όταν οι λογισμοί της διανοίας κατεβούν στην καρδιά και γίνουν λογισμοί του νοός. Υπάρχουν, δηλαδή, λογισμοί στον νουν, που δεν πρέπει να υπάρχουν εκεί, διότι ανήκουν στην λογική-διάνοια. Ο νους πρέπει να είναι τελείως άδειος από λογισμούς, ώστε να μπορεί να έλθει στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιο να κατοικήσει και να παραμένει μέσα του».

«Η πτώση του ανθρώπου εξ επόψεως πατερικής είναι η ταύτιση των ενεργειών του νοός με τις ενέργειες της λογικής. Όταν ο νους σκοτισθεί, ο σκοτισμένος νους στην ενέργειά του ταυτίζεται με την λογική και τα πάθη».

Όταν η νοερά ενέργεια «δεν λειτουργεί σωστά, τότε πλανάται εδώ και εκεί και έχει συγχωνευθεί με την λογική του ανθρώπου, δηλαδή, και αυτήν την ενέργεια την ονομάσανε «νοερά ενέργεια», δηλαδή είναι ο νους του ανθρώπου που δεν είναι ο λόγος του ανθρώπου».

Ο νους στην κατάσταση αυτή «δεν εργάζεται, άλλα έχει γίνει αιχμάλωτος της λογικής, δηλαδή των λογισμών· δεν λειτουργεί κανονικά».

Επομένως, προπατορικό αμάρτημα είναι το ανενέργητο του νου, ο σκοτασμός του νου και η ταύτισή του με την λογική, τα πάθη και το περιβάλλον. Αυτό έχει και φοβερές συνέπειες.

(π. Ιωάννη Ρωμανίδη

Πηγή: «Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη» Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου).

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ)

Η e- βιβλιοθήκη

Ἡ ἔξοδος ἐκ τοῦ Παραδείσου, εἶναι τῆς παρακοῆς τό ἐπιτίμιο, καθώς καί ἡ κόλασις· ἐντούτοις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται ὅλη ἡ ζωή, ἡ αἰώνια ζωή.

Στήν Ἐκκλησία βρίσκεται ὅλη ἡ ἀλήθεια, ἡ αἰώνια ἀλήθεια. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιά νά ἀναπτυχθεῖ σ’ αὐτήν τήν ἀλήθεια, κατά τό μέτρο τοῦ Θεοῦ, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Στήν Ἐκκλησία βρίσκεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀναπτυχθεῖ, ἕως ὅτου φθάσει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

Γι’ αὐτήν τήν ἀνάπτυξη, ἡ Ἐκκλησία προσφέρει στόν ἄνθρωπο ὅλα τά μέσα, ὅλες τίς δυνάμεις, καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος δύναται τά πάντα· δηλαδή μέ τήν ὁλόκαρδη καί ἀπεριόριστη πίστη του, νά νικήσει τόν διάβολο ἔξω τοῦ Παραδείσου καί ἐν Χάριτι, νά ἐπανέλθει εἰς τήν πρότερον εὐγένεια, τό ἀρχαῖον κάλλος, τήν ἀρχαία μακαριότητα· διότι «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».[1]

Ὅμως στό ζωντανό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πολλά τά στάδια πρός τήν ἁγιότητα, τόν ἐξαγνισμό…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 723 επιπλέον λέξεις

Τα περί της ‘’Καθ’όλου Εκκλησίας’’, η οποία περιλαμβάνει και τον Παπισμόν

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

_________________________

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει τα ακόλουθα για τη μοναδικότητα της Μίας Αγίας Εκκλησίας :«Η Εκκλησία δεν είναι μόνο μία, αλλά και μοναδική. Εν τω Κυρίω Ιησού δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν πολλά σώματα, κατά τον ίδιον τρόπον δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν εν αυτώ πολλές Εκκλησίες.Εν τω Θεανθρωπίνω αυτού σώματι η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, όπως ο Θεάνθρωπος, ο Χριστός, είναι ένας και μοναδικός»*.

Δυστυχώς αντορθόδοξες διδασκαλίες περί της ‘’καθ’όλου Εκκλησίας’’,η οποία περιλαμβάνει και τον Παπισμό, στρεβλώνουν την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ταπερί της ‘’καθ’όλου Εκκλησίας’’,η οποία περιλαμβάνει και τον Παπισμό, αντιστρατεύονται τη μοναδικότητα της Εκκλησίας.

Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της συνάντησης του ΟικουμενικούΠατριάρχη Αθηναγόρα με τον Πάπα Παύλο τον Στ΄ το έτος 1967, αλλά και μετά, παρατηρείται ένταση της επιμονής στο θεώρημα τούτο, το οποίο στρεβλώνει την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.

Η έννοια της καθ’ όλου Εκκλησίας η οποία περιλαμβάνει…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 446 επιπλέον λέξεις