Γιατί περίμενε ο Κύριος να περάσουν οκτώ μέρες;(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς


 

Ο Θωμάς διαβεβαιώνει τους συμμαθητές Του πως δε θα πιστέψει στην Ανάσταση του Κυρίου Του αν δε βάλει το δάχτυλό του στα σημάδια των χεριών Του, «εις τον τύπον των ήλων». Σίγουρα το λέει αυτό επειδή οι φίλοι του είπαν πως ο ίδιος ο Κύριος τους έδειξε τις πληγές στα χέρια και την πλευρά Του. Ας δούμε τώρα πως πείθει ο Κύριος τον άπιστο Θωμά:

 Οκτώ μέρες αργότερα, Κυριακή πάλι, οι μαθητές ήταν συναγμένοι. Μαζί τους ήταν και ο Θωμάς. Τότε, κι ενώ οι πόρτες ήταν πάλι κλεισμένες, ο Ιησούς μπήκε μέσα, στάθηκε ανάμεσά τους και είπε: ειρήνη υμίν (Ιωάν. κ’ 26).

Όλα έγιναν όπως και την πρώτη φορά που εμφανίστηκε μπροστά τους. Όλα, μόνο που τώρα ήταν κι ο Θωμάς μαζί τους. Φαίνεται πως ο Κύριος ήθελε να εμφανιστεί στο Θωμά ακριβώς όπως και στους άλλους, για να επιβεβαιώσει στο δύσπιστο μαθητή όλα εκείνα που του διηγήθηκαν οι άλλοι δέκα.

Γιατί περίμενε ο Κύριος να περάσουν οκτώ μέρες; Γιατί δεν εμφανίστηκε νωρίτερα; Πρώτο, για να είναι όλες οι συνθήκες κι οι περιστάσεις ακριβώς ‘ίδιες. Όπως την πρώτη φορά που εμφανίστηκε ήταν Κυριακή, έτσι έπρεπε να εμφανιστεί και τώρα Κυριακή. Δεύτερο, ώστε με την αναμονή να γίνει μεγαλύτερη η απιστία του Θωμά. Τρίτο, για να μάθει στους μαθητές Του την υπομονή και την καρτερία στην προσευχή, προκειμένου να μεταδώσουν στο φίλο τους τη δική τους πίστη, γιατί οι μαθητές σίγουρα θα προσεύχονταν να εμφανιστεί ξανά ο Κύριος για χάρη του Θωμά. Τέταρτο, για να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές την αδυναμία τους να πιστοποιήσουν την Ανάσταση του Κυρίου χωρίς τη δική Του βοήθεια. Και τελευταίο, ίσως επειδή ο αριθμός οκτώ υποδηλώνει τις έσχατες μέρες, την παραμονή της δεύτερης έλευσης του Χριστού, τότε που άνθρωποι σαν το Θωμά θα είναι πολύ αδύναμοι και χλιαροί στην πίστη, θα καθοδηγούνται με βάση τις αισθήσεις τους και θα πιστεύουν μόνο εκείνα που αντιλαμβάνονται μ’ αυτές. Τότε οι άνθρωποι θα λένε, όπως κι ο Θωμάς : Αν δεν ιδώ, δε θα πιστέψω.

Τη δεύτερη φορά που εμφανίστηκε στους αποστόλους ο Κύριος το έκανε μόνο για το Θωμά. Για χάρη ενός ανθρώπου, ενός αμαρτωλού. Εκείνος που περιβάλλεται από αγγελικούς χορούς που τον υμνούν αγαλλόμενοι, ως νικητή του θανάτου, αφήνει τα ουράνια τάγματα και σπεύδει να σώσει το ένα πρόβατο, το απολωλός. Ας το δουν αυτό όλοι οι ένδοξοι κι οι δυνατοί αυτού του κόσμου που ξεχνούν τους αδύνατους και ταπεινούς φίλους τους, που τους αποφεύγουν με ντροπή και περιφρόνηση. Ας το δουν αυτό κι ας ντραπούν από το παράδειγμά Του. Με την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος ο Κύριος δεν ένιωσε ούτε ντροπή ούτε ταπείνωση. Με την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος Εκείνος, ο δοξασμένος και παντοδύναμος, κατέβηκε για δεύτερη φορά σ’ ένα ταπεινό δωμάτιο στα Ιεροσόλυμα. Πόσο ευλογημένο είναι το δωμάτιο αυτό, απ’ όπου προέκυψαν για την ανθρωπότητα περισσότερες ευλογίες, οπ’ όσες θα μπορούσαν να προκύψουν απ’ όλα τα παλάτια των αυτοκρατόρων!

Μόλις ο Κύριος παρουσιάστηκε μπροστά στο Θωμά, εκείνος αναφώνησε με χαρά: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου!». Με τα λόγια αυτά ο Θωμάς ομολόγησε το Χριστό ως Άνθρωπο και ως Θεό, ως ένα ζωντανό πρόσωπο. Μόνο η επαφή με τον αναστημένο Κύριο ήταν αρκετή να δώσει στο Θωμά την ευλογία του Πνεύματος, την αναγέννηση της ζωής και την εξουσία του «δεσμείν και λύειν», τις αμαρτίες, κάτι, που οκτώ μέρες νωρίτερα είχε δώσει στους άλλους μαθητές με το λόγο και την πνοή Του. Όταν ο Κύριος βρισκόταν ακόμα στο θνητό σώμα Του, προτού αναστηθεί, μπορούσε να θε­ραπεύσει την αιμορρούσα γυναίκα μόνο με το να της επιτρέψει ν’ αγγίξει το ιμάτιό Του. Πολύ περισσότερο τώρα, με το δοξασμένο κι αναστημένο σώμα Του, μπορούσε να δώσει μόνο με την επαφή στο Θωμά την εξουσία που είχε δώσει με διαφορετικό τρόπο στους άλλους αποστόλους. Δεν ήταν αδύνατο βέβαια να δώσει ο Κύριος και στο Θωμά δύναμη κι εξουσία με τον ίδιο τρόπο που την έδωσε στους άλλους αποστόλους, αν κι αυτό δεν αναφέρεται στα ευαγγέλια. Αλλά είναι γνωστό πως δεν καταγράφηκαν όλα όσα είπε κι έκανε ο Κύριος μετά την ένδοξη Ανάστασή Του, όπως διαβεβαιώνει ο ευαγγελιστής λίγο αργότερα. Το αξιοσημείωτο είναι πως ο Θωμάς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έλαβε την ίδια δύναμη κι εξουσία, όπως κι οι άλλοι μαθητές. Αυτό είναι σαφές από την αποστολική Του διακονία, από τα θαύματά του και το μαρτυρικό του θάνατο. (Από το βίο του αποστόλου Θωμά μαθαίνουμε πως καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή ομολόγησε με θάρρος και παρρησία πως ο Χριστός αναστήθηκε. Πέντε στρατιώτες όρμησαν τότε εναντίον του γενναίου στρατιώτη του Χριστού και τον σκότωσαν με τις λόγχες τους).

Για ν’ αποκαταστήσει και να εδραιώσει την πίστη του Θωμά, ο Κύριος τον επέπληξε ευγενικά: «Εσύ, Θωμά, του είπε, με πίστεψες περισσότερο με τις αισθήσεις σου παρά με το πνεύμα σου. Ήθελες με τα αισθητήρια σου να πειστείς, γι’ αυτό κι εγώ σου έδωσα την ευκαιρία να το κάνεις αυτό. Κι εσύ πείστηκες με το να με δεις και να με αγγίξεις. Όμως, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Μακάριοι κι ευλογημένοι είναι εκείνοι που δεν είδαν με τα μάτια τους, αλλά με το πνεύμα τους και πίστεψαν με την καρδιά τους. Μακάριοι είναι εκείνοι που πιστεύουν στο Χριστό και το ευαγγέλιο Του χωρίς να τον δουν με τα σωματικά τους μάτια, δίχως να τον αγγίξουν με τα χέρια τους. Μακάριο είναι το παιδί που πιστεύει όλα όσα του λέει η μητέρα του, χωρίς να τα αμφισβητήσει και να θελήσει να τα επιβεβαιώσει με τα μάτια ή με τα χέρια του.

Ο Κύριος το είχε πει πολλές φορές νωρίτερα πως θ’ αναστηθεί κι έπρεπε να τον πιστέψουν. Για να πειστούν οι άπιστοι όμως και να εδραιωθούν στην πίστη οι ολιγόπιστοι, ο Κύριος δεν περιορίστηκε μόνο σε όσα προείπε για την εκ νεκρών ανάστασή Του, αλλά έκανε και πολλές εμφανίσεις μετά απ’ αυτήν. Ήταν πολύ σπουδαίο για Εκείνον ώστε οι απόστολοι κι απ’ αυτούς οι πιστοί, ν’ αποκτήσουν δυνατή πίστη στην Ανάστασή Του. Αυτή είναι η βάση της πίστης κι ή ευφροσύνη του χριστιανού. Γι’ αυτό κι ο πάνσοφος Κύριος έκανε τα πάντα για να ικανοποιήσει το πνεύμα αλλά και τις αισθήσεις των αποστόλων, ώστε κανενός η πίστη να μην κλονιστεί, να μην αμφιβάλει πως ο Κύριος είναι αναστημένος και ζωντανός. Αν και «το πνεύμα έστι το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» (Ιωάν. στ’ 63) και μ’ όλο που οι αισθήσεις μπορούν να εξαπατήσουν τον άνθρωπο πιό γρήγορα από το πνεύμα, ο γλυκύς Κύριος συγκατένευσε στην ανθρώπινη αδυναμία και έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να ικανοποιήσει και την αισθητή αντίληψη και λογική του ανθρώπου. Γι’  αυτό κι η Ανάσταση του Χριστού παραμένει ως σήμερα το πλέον αναμφισβήτητο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία. Ποιό άλλο γεγονός, ξεκινώντας από το απώτατο παρελθόν, παραμένει τόσο φανερά και προσεχτικά τεκμηριωμένο όσο αυτό;

 

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αναστάσεως ημέρα»)

 

 

Ανάσταση, η ελπίδα του κόσμου

 

Στην τριάδα των χριστιανικών αρετών, που αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην κατακλείδα του ύμνου της αγάπης, ανάμεσα στην πίστη και στην αγάπη υπάρχει η ελπίδα. Σωστά, γιατί στηρίζεται στην πίστη και σχετίζεται πρακτικά με την αγάπη. Η ελπίδα του χριστιανού, πηγάζει από την πίστη του, από την θεογνωσία και την ανθρωπογνωσία του. Συγχρόνως όμως δίνει φτερά και στην αγάπη του, γιατί την συνδέει με το όραμα του καινούριου κόσμου, με το πλήρωμα της βασιλείας του Θεού στη νέα γη και στο νέο ουρανό που κατοικεί η δικαιοσύνη κατά τον απόστολο Πέτρο. Αγωνιζόμαστε, κάνομε θυσίες, υφιστάμεθα δεινά αγόγγυστα, δίνομε τη ζωή μας, γιατί έχομε ένα τελικό στόχο, την επικράτηση της νέας δημιουργίας, της Βασιλείας του Θεού. Όλες μας οι πράξεις κατατείνουν στην έλευση αυτής της έσχατης πραγματικότητας, που την ξέρομε από την πίστη μας βέβαια, αλλά που βασικά τη βλέπομε με την ελπίδα, με την προσδοκία μας.

Η δική μας, η χριστιανική προσδοκία στηρίζεται στην ανάσταση. Ξεκινά από την ανάσταση του Χριστού και απολήγει στη δική μας μετοχή στον κόσμο της αναστάσεως. Έτσι μιλώντας κανείς για την ανάσταση αναφέρεται στην ελπίδα του κόσμου.

Η ανάσταση δεν είναι ελπίδα για τον χριστιανό στην αφετηρία της. Είναι αποδοχή ενός ιστορικού γεγονότος, της αναστάσεως του Χριστού. Είναι κατάφαση της μαρτυρίας των αποστόλων, που είδαν τον κενό τάφο και συναντήθηκαν με τον αναστημένο Χριστό. Είναι μια πίστη διαφορετική από την συνηθισμένη, γιατί βασίζεται σε αξιόπιστες μαρτυρίες, έχει δηλαδή περισσότερο το στοιχείο της αποδοχής ενός ιστορικού γεγονότος. Όλα τα Ευαγγέλια μαρτυρούν για την ανάσταση του Χριστού. Αναφέρουν το γεγονός της ευρέσεως κενού, αδειανού  τάφου του Χριστού τόσο οπό τις μυροφόρες γυναίκες, όσο και από τους δύσπιστους μαθητές. Και μιλούν ακόμη για τις εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού στους μαθητές του, που δίνουν την εξήγηση για τον κενό τάφο: ο τάφος ήταν κενός γιατί ο Χριστός αναστήθηκε. Και δεν εμφανίστηκε σε έναν η δύο, αλλά και στους δώδεκα, μια φορά μάλιστα και σε πεντακόσιους, ίσως και περισσότερους πιστούς. Ο απόστολος Παύλος που αναφέρει αύτη την εμφάνιση σε μιαν επιστολή του γραμμένη γύρω στο 55, λίγα χρόνια μετά δηλαδή, θυμίζει στους αναγνώστες του ότι μπορούν να δουν τους μάρτυρες αυτής της εμφανίσεως και να διαπιστώσουν την αλήθεια των λόγων του. Πεντακόσιοι άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένος αριθμός μαρτύρων!

Στο γεγονός της αναστάσεως του Χριστού στηρίχθηκε και η πίστη, σωστότερα η ελπίδα των χριστιανών και για τη δική μας ανάσταση, την κοινή ανάσταση όλων των ανθρώπων σ’ ένα νέο κόσμο ζωής και αφθαρσίας. Αυτή η προσδοκία των πιστών είναι το σημείο του χριστιανικού κηρύγματος που συνάντησε τη μεγαλύτερη αντίδραση στον αρχαίο κόσμο, αλλά συνάμα και η δύναμη του λόγου των αποστόλων και των άλλων κηρύκων της πίστεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αθήνα, όταν μίλησε ο Παύλος στον Άρειο Πάγο, τον άκουσαν με πολλή προσοχή και ανεκτικότητα μέχρι το σημείο του λόγου του, που αναφερόταν στην ανάσταση. Τότε ξαφνικά οι φιλόσοφοι των Αθηνών αισθάνθηκαν ενοχλημένοι και μισοει­ρωνικά του είπαν: «θα σ’ ακούσουμε μιαν άλλη φορά». Η προοπτική του κόσμου της αναστάσεως δεν ταίριαζε στην εικόνα για τον κόσμο που είχαν διαμορφώσει οι αρχαίοι σοφοί. Η ελπίδα του Παύλου για έναν νέο κόσμο, μια νέα δημιουργία, δεν μπορούσε να ταιριάσει με την άποψη για την τελειότητα του παρόντος κόσμου. Σε τελευταία ανάλυση αμφισβητούσε τη σιγουριά του παρόντος. Το πλάτεμα του παρόντος με το άνοιγμα στο μέλλον δημιουργούσε μια αβεβαιότητα, που δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν οι αρχαίοι, όπως δεν είναι πρόθυμοι να την δεχτούν και οι σύγχρονοί μας. Γιατί έτσι ξαφνικά φαίνεται γυμνό από κάθε ωραιοποίηση το παρόν. Η αναμονή της πληρότητας της ζωής στο μέλλον, φωτίζει μ’ ένα καινούριο φως και το παρόν. Δείχνει την απουσία της ζωής από έναν κόσμο που βρίσκεται κάτω από την καταθλιπτική δύναμη του θανάτου, που στενάζει κάτω από τη φοβία για το αύριο, που είναι υπόδουλος στο τρόμο από την προοπτική του θανάτου. Η ελπίδα τής αναστάσεως κάνει μιαν απομύθευση του κόσμου των ονείρων μας. Θυμίζει πόσο μετέωρα είναι τα ανθρώπινα πράγματα, όσο πάνω από τα κεφάλια μας βαραίνει η έλευση του θανάτου. Θυμίζει ακόμη η ανάσταση πως μόνο με την επέμβαση του Θεού εν Χριστώ, μόνο με μια νέα θεϊκή δημιουργική επέμβαση είναι δυνατή η απαλλαγή του ανθρώπου από το φόβο και το άγχος και η μετοχή του στην πραγματική ζωή. Υπάρχει βέβαια έντονο το αισιόδοξο στοιχείο στην προσδοκία της αναστάσεως. Γεμίζει η ψυχή του ανθρώπου από νέα συναισθήματα, βλέπει τον κόσμο με νέα προοπτική. Αλλά για να γίνει αυτό, πιο πριν πρέπει να διαπιστώσει την αδυναμία του, την ανικανότητά του ν’ αλλάξει από μόνος του την πορεία του. Η ελπίδα της αναστάσεως προϋποθέτει σε τελευταία ανάλυση την απεμπόληση του ανθρωποκεντρισμού και την εγκατάλειψη στα χέρια του Θεού. Και στο σημείο αυτό αντιδρά ο φυσικός άνθρωπος. Γιατί έχει την τάση να λησμονεί πως είναι δημιούργημα, πως η ζωή του εξαρτάται από το Θεό. Όταν έλθει αντιμέτωπος με την ανάσταση, ο άνθρωπος γίνεται συνήθως επαναστάτης έναντι του Θεού. Καταλαμβάνεται από την επιθυμία του Αδάμ ν* αποκτήσει μόνος του την αθανασία. Και έτσι ακολουθεί τον πρωτόπλαστο στην τραγική πορεία της ύβρεως, της αποστασίας και της πτώσεως. Και όλα αυτά, γιατί φοβάται να παραδώσει το μέλλον του, την συνέχιση της ζωής του στο δημιουργό Θεό, στη πηγή της ζωής.

Η προσδοκία της αναστάσεως είναι η ελπίδα του χριστιανού και η ελπίδα του κόσμου, όταν μπορέσει κανείς να απαλλαγεί από τη φοβία για το μέλλον και όταν δεν φοβηθεί την προοπτική μιας νέας δημιουργίας. Φτάνει να κάμει ο άνθρωπος μια ανατοποθέτηση του παρόντος, για να δει την ομορφιά του μέλλοντος, που θα χρωματίσει και το παρόν του στη συνέχεια. Η αποδοχή της ελπίδας για την ανάσταση δίνει νέες διαστάσεις στο παρόν. Έτσι ο θάνατος παύει να είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας των ανθρωπίνων σχέσεων. Αντί να προσπαθούμε με κάθε μέσο να παραμερίσομε τους άλλους για να διασφαλίσομε —έτσι τουλάχιστον πιστεύομε— την ζωή μας, μπορούμε να αγωνιζόμαστε χωρίς άγχος και για τους άλλους. Αντί να βλέπομε το θάνατο σαν μια δαμόκλειο σπάθη πάνω από κάθε στιγμή μας, είναι δυνατό με την προσδοκία της αναστάσεως να δούμε το θάνατο όπως είναι: σαν μια προσωρινή μάχη που δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτε σ’ ένα πόλεμο που έχει οριστικά κριθεί θετικά για μας. Ο θάνατος είναι τα τελευταία ψυχορραγήματα ενός κόσμου που χάνεται. Γιατί η ανάσταση του Χριστού έχει ανοίξει το δρόμο της αιώνιας ζωής οριστικά για όλους μας. Έτσι μπορούμε να ξεπεράσαμε οριστικά το άγχος, την αμφιβολία, την αβεβαιότητα για το μέλλον.

Η ιστορία της Εκκλησίας είναι εύγλωττη σ’ αυτό το σημείο. Οι χριστιανοί αντιμετώπισαν μαρτύρια και διωγμούς, κοινωνικούς εξοστρακισμούς και βασανιστήρια με μοναδικό όπλο την βέβαιη ελπίδα της αναστάσεως. Οι ασκητές της έρημου νίκησαν τον παλαιό άνθρωπο με τη δύναμη της προσδοκίας της αναστάσεως των νεκρών. Και η Εκκλησία προσελκύει και σώζει ανθρώπους βασισμένη σ’ αυτή την προσδοκία, που κατακλείει το σύμβολο της πίστεως: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Είναι η προσδοκία της ολοκληρωμένης και ατελεύτητης ζωής, που τόσο επιθυμεί ο άνθρωπος…

Στο 21ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως ο απόστολος Ιωάννης δίνει μια περιγραφή του καινούριου κόσμου, της ουράνιας Ιερουσαλήμ, της βασιλείας του Θεού. «Και είδα καινούριο ουρανό και καινούρια γη. Γιατί ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη έφυγαν και δεν υπάρχει πια και η θάλασσα. Και είδα την αγία πόλη Ιερουσαλήμ καινούρια να καταβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό, ετοιμασμένη και στολισμένη σαν νύμφη για τον άντρα της. Κι άκουσα μια δυνατή φωνή από το θρόνο του Θεού να λέγει: Να, η σκηνή του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους. Και θα κατασκηνώσει κοντά τους και αυτοί θα γίνουν δικός του λαός και ο Θεός θα βρίσκεται πάντα μαζί τους. Και θα εξαφανίσει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους και δεν θα υπάρχει πια ο θάνατος και δεν θα υπάρχει πια ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος».

Είναι χαρακτηριστική για τη χριστιανική προσδοκία αυτή η περιγραφή. Συνοψίζει με την ομορφιά της ποιητικής γλώσσας του προφήτη όλες τις ανθρώπινες ελπίδες. Δεν δίνει το βάρος σε υλικές περιγραφές και ανέσεις, αλλά συνδέει τη βασιλεία του Θεού με την απουσία του πόνου και του πένθους, με την κατάργηση του θανάτου και με την εξασφάλιση της αιώνιας ζωής που χορηγεί ο δημιουργός Θεός. Όλο το βάρος πέφτει στην εξαφάνιση του θανάτου και του πόνου, της αιτίας της ανθρώπινης δυστυχίας.

Καταλαβαίνει κανείς εύκολα γιατί η Εκκλησία χαρακτήρισε ως άγκυρα ελπίδας την προσδοκία της αναστάσεως και γιατί ποτέ δεν έπαψε να περιμένει την έλευσή της με αδημονία. Γιατί η ανάσταση σημαίνει το τέλος της αγωνίας του ανθρώπου και την αρχή μιας νέας εποχής ζωής αληθινής. Γιατί με την ανάσταση θα γίνει πραγματικότητα η ανάκτηση του κόσμου και η μεταμόρφωση του ανθρώπου σε εικόνα Θεού. Όλος ο μόχθος και ο αγώνας μας θα δικαιωθεί την ώρα που η ζωή θα πλημμυρίσει τον κόσμο. Η αγάπη του Θεού θα κυριαρχήσει στον κόσμο και τα τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους θα γκρεμιστούν από το φως της θεϊκής παρουσίας.

Η ανάσταση δεν είναι ένα ανθρώπινο δράμα, αλλά μια θεϊκή υπόσχεση, που συνοδεύεται από ένα γεγονός, από την ανάσταση του Χριστού. Η προσμονή της ελεύσεως αυτής της ώρας δεν έπαψε ποτέ να μας δίνει δύναμη, θα συνεχίσει να ‘ναι πηγή θάρρους και ενθουσιασμού, μέχρι που να έλθει ως πραγματικότητα. Μέχρι τότε η Εκκλησία θα αγωνίζεται και θα αγαπά, θα μαρτυρεί για την βασιλεία τού Θεού και θα διατηρεί την προσδοκία του ερχομού της, γιατί σ’ αυτή την προσδοκία κλείνεται η ελπίδα η δική της και μαζί η ελπίδα του κόσμου.

(+Βασίλης Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», εκδ, Π. Πουρναρά)

Στην Καινή Κυριακή και στον Απόστολο Θωμά.(Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

Βιάζομαι να καταβάλω την οφειλή μου. Γιατί κι αν είμαι φτωχός, όμως θέλω να σας κάνω να νιώθετε ευγνωμοσύνη. Σας υποσχέθηκα να φανερώσω την απιστία του Θωμά· τώρα έρχομαι να εκπληρώσω την υπόσχεση μου. Βιάζομαι πρώτα να εξοφλώ τις πρώτες οφειλές, για να μη με πνίξουν οι τόκοι που μαζεύονται. Συνεργαστείτε και σεις στην καταβολή του χρέους μου και παρακαλέστε πολύ το Θωμά, να βάλει στα χείλη μου το άγιο δεξί του χέρι, το οποίο άγγιξε την πλευρά του Κυρίου, να δυναμώσει τη γλώσσα μου, για να σας εξηγήσει όσα επιθυμείτε να μάθετε. Κι εγώ παίρνοντας θάρρος από τις πρεσβείες του Αποστόλου και Μάρτυρα Θωμά, να κηρύξω την πρώτη του απιστία αλλά και τη δεύτερη ομολογία, που είναι βάση και θεμέλιο της Εκκλησίας.

Όταν μπήκε ο Χριστός στους μαθητές του, ενώ οι πόρτες ήσαν κλειστές και βγήκε πάλι με τον ίδιο τρόπο, έλειπε μονάχα ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας. Η απουσία του να προξενήσει περισσότερη ασφάλεια και βεβαιότητα. Γιατί αν ήταν παρών ο Θωμάς, δε θα είχε αμφιβολία· κι αν δεν είχε αμφιβολία, δεν θα ζητούσε να ικανοποιήσει την περιέργεια του· και αν δεν ζητούσε να ικανοποιήσει την περιέργεια του, δε θα ψηλαφούσε· αν δεν ψηλαφούσε, δε θα ομολογούσε τον Χριστόν ως  Κύριο και Θεό· κι αν δεν ωμολογούσε Κύριο και Θεό τον Χριστό, δε θα είχαμε εμείς διδαχθεί να τον δοξολογούμε με  αυτόν τον τρόπο. Ώστε με την απιστία του ο Θωμάς μας έδειξε το δρόμο  προς την αλήθεια·  και αν και ήρθε μετά  σταθεροποίησε την πίστη μας.

Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές στο Θωμά όταν ήρθε. «Έχομε δεί τον Κύριο», έχομε δει αυτόν που είπε· «εγώ είμαι το φως του κόσμου»· έχομε δει αυτόν που είπε «εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή και η αλήθεια»· και βρήκαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπει μέσα στα πράγματα. Έχομε δει αυτόν που είπε «σε τρεις ημέρες ανασταίνομαι», κι αφού είδαμε την ανάσταση προσκυνήσαμε αυτόν που αναστήθηκε. Τον ακούσαμε να μας λέει «ειρήνη σ’  εσάς», κι αλλάξαμε την παραζάλη της λύπης σε γαλήνια χαρά. Είδαμε τα χέρια του που δέχτηκαν τις αιχμές των καρφιών, είδαμε τα χέρια που κατηγορούν τη λύσσα των θεομάχων σκυλιών, είδαμε τα χέρια που ύφαναν την αφθαρσία μας. Είδαμε και την πλευρά που φωνάζει καθαρότερα από κάθε κήρυκα την ευσπλαχνία του πληγωμένου. Είδαμε την ίδια την πλευρά, που υμνούν οι άγγελοι και σέβονται οι πιστοί και τρέμουν οι δαίμονες. Δεχτήκαμε και το θεϊκό φύσημα από το θεϊκό στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα που χορηγεί κάθε χάρη. Χειροτονηθήκαμε από τον Κύριο ως κύριοι, δηλαδή να έχομε την εξουσία να συγχωρούμε τα σφάλματα. Αποκτήσαμε το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρτωλούς, αφού μας έδωσε τέτοια εντολή. « Σε όσους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, συγχωρούνται· σε όσους δεν τις συγχωρήσετε, δεν συγχωρούνται». Τέτοια χαρούμενα λόγια ακούσαμε από το Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Ήταν αδύνατο να μην πλουτίσουμε, αφού μας έτυχε τέτοιος πλούσιος Κύριος. Μόνο εσύ ἐμεινες φτωχός, που δεν ήσουν μαζί μας.

Κι ο Θωμάς τί τους είπε; Έχετε δει τον Κύριο; Καλά. Αυτόν που είδατε λοιπόν να τον σέβεστε πιο πολύ. Αυτόν που παρατηρήσατε, να τον κηρύττετε αδιάκοπα. Εγώ όμως, «αν δε δω μέσα στις παλάμες του τις τρύπες των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στα ίχνη απ’  τα καρφιά και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω». Κι εσείς δε θα πιστεύατε, αν δεν βλέπατε πρώτα· έτσι κι εγώ «αν δεν δω δεν θα πιστέψω».

Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν· μείνε σταθερός με επιμονή, για να δεις εσύ και να βεβαιωθεί και η δική μου ψυχή μου. Μείνε σταθερός, ζητώντας αυτόν που είπε, «Ζητάτε και θα βρείτε». Μην προσπεράσεις απλά ερευνώντας, αν δεν βρεις το θησαυρό που ζητάς· χτύπα με  επιμονή την πόρτα της σίγουρης γνώσης, ώσπου να σου την ανοίξει αυτός που είπε «χτυπάτε και θα σας ανοίξω». Αγαπώ το διχασμό των λογισμών σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Αγαπώ τη φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Ευχάριστα ακούω να λές πολλές φορές « αν δε δώ στα χέρια του το σημάδι απ’ τα καρφιά, δεν θα πιστέψω». Γιατί εσύ απιστείς κι εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Εσύ σκάβεις με το δικέλλι της γλώσσας τα χωράφια, δηλαδή το θείο σώμα, κι εγώ θερίζω χωρίς κόπο τον καρπό και τον μαζεύω για μένα. Αν δεν δω με  τα ίδια μου τα μάτια τα  αυλάκια που σαν με αλέτρι χάραξαν οι άπιστοι μέσα στ’  άγια του χέρια, με κανένα τρόπο δε θα συμφωνήσω με τα λόγιά σας. Αν δε βάλω αυτό το δάχτυλο μου στις λακκούβες των καρφιών, δεν θα δεχτώ το καλό μήνυμά σας. Αν δεν κρατήσω μ’  αυτό μου το χέρι εκείνη την πλευρά, πού ανύποπτη μαρτυρεί την ανάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω τη γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος είναι ισχυρός και βέβαιος, αν επιβεβαιώνεται από όλα  τα πραγμάτα· και κάθε λόγος που δεν έχει τη μαρτυρία των έργων είναι χωρίς σημασία και από το στόμα χάνεται στον αέρα.

Πρόκειται να κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύματα του Διδασκάλου. Πώς λοιπόν με τα λόγια θα πω αυτά που δεν είδα με τα μάτια μου; Πώς θα κάνω τους άπιστους να πιστέψουν, αυτά που μήτε εγώ δεν τα έχω παρακολουθήσει; Θα πω στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι έχω δει τον Κύριό μου να τον σταυρώνουν, όχι όμως αναστημένο, αλλά μόνο ότι το άκουσα; Και ποιός δεν θα γελάσει με τα λόγια μου; Ποιός δεν θα  περιφρονήσει το κήρυγμά μου; Άλλο πράγμα είναι ν’  ακούσεις κάτι και άλλο να το δεις·  άλλο πράγμα είναι η αφήγηση λόγων κι άλλο η θέα και η εμπειρία των πραγμάτων.

Επειδή ο Θωμάς είχε αμφίβολη γνώση, σε οχτώ μέρες ο Δεσπότης ξαναήρθε πάλι στους μαθητές του, που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Άφησε πρώτα να κατηχηθεί ο Θωμάς από τους συμμαθητές του στις ενδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε να καίγεται από τη δίψα να τον αντικρύσει. Κι όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας του, τότε στην κατάλληλη ώρα ο ποθητός βρήκε αυτόν, που ποθούσε. Με τον ίδιο τρόπο, όπως και προηγουμένως, με κλεισμένες τις πόρτες μπήκε και τους είπε· «ειρήνη σ’  εσάς», για να ταυτιστεί το πράγμα με το θαύμα και για να βεβαιώσει το λόγο των αποστόλων και για να παραστήσει την ακρίβεια του δεύτερου ερχομού του. Έπειτα είπε στον Θωμά. «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δές τα χέρια μου». Τι ύψος απέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος αμέτρητης συγκαταβάσεως! Δεν περίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν περίμενε να πλησιάσει αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέσει και να πετύχει ό,τι ήθελε. Μήτε για λίγο δεν τον στέρησε από την επιθυμία. Ο ίδιος ο αγαπημένος με τη βία τραβούσε κοντά του αυτόν που τον αγαπούσε· ο ίδιος έσυρε στην πληγή το δάχτυλο εκείνου που είχε τον πόθο· ο ίδιος με τη δεσποτική γλώσσα του, τράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’  αυτόν. «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δές τα χέρια μου».

Άκουσα, Θωμά, απών σαν άνθρωπος αλλά παρών σαν Θεός, αυτά που είπες στους αδελφούς σου. Ήμουν κοντά σας με τη θεότητά μου και χώρια σας με την ανθρωπίνη φύση μου. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια που είπες προηγουμένως; Δεν είπες, «αν δεν δω μέσα στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω;» Δεν βγήκαν από τα χείλη σου τα λόγια αυτά; Τα λόγια αυτά δεν ανταποκρίνονται στους λογισμούς σου; Γι  αυτό ξαναήλθα· για να μην αμφιβάλλεις. Γι  αυτό είμαι κοντά σας δεύτερη φορά. Έχω έρθει γι  αυτά πού επιθυμείς. Τώρα ήρθα για σένα, τον ένα, εγώ που για το χαμένο πρόβατο κατέβηκα από τους ουρανούς, χωρίς να τους αφήσω. Μή διστάσεις λοιπόν να μάθεις ό,τι ποθείς· μη ντρέπεσαι να κοιτάξεις καλά ό,τι θέλεις. Μην αποφύγεις να βάλεις το δάχτυλό σου στα χέρια μου. Ανέχομαι και το περίεργο δάχτυλο, όπως ανέχτηκα τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπόμεινα την κακία των εχθρών. Με σταύρωσαν οι εχθροί μου και δεν αγανάκτησα και δε θα υποφέρω την δική σου εξέταση; «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου», πού τραυματίστηκαν για σας, για να θεραπευθούν τα χτυπήματα των δικών σας ψυχών. Κοίταξε τα χέρια μου και συλλογίσου αν είμαι εκείνος που εκούσια σταυρώθηκε ή κάποιος άλλος; Δες τα χέρια μου, που άφησα να διατηρούν τα σύμβολα της Εβραϊκής μανίας κι όταν με τη συνηθισμένη αναίδειά τους μου πουν οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως ότι «εμείς Κύριε, δεν σε σταυρώσαμε». Τότε θα δείξω σ’  αυτούς τους εχθρούς μου, τα χέρια μου μ’  αυτή τη μορφή και θα ντροπιάσω τους Ιουδαίους μόλις τα αντικρύσουν. «Δές τα χέρια μου», που μαρτυρούν το αληθινό γεγονός της αναστάσεώς μου. Μή νομίσης πώς είναι μία φαντασία. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν ομήρους της δικής σας αναγεννήσεως. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν αποδείξεις για την ανάστασή μέσα από τους τάφους. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν άγκυρα που έπεσε στο βυθό του Άδη. Μη φοβηθείς καμμιά δυσκολία της ζωής, μη σε ζαλίσει καμμιά ζάλη του κόσμου. Μη φοβηθείς το φύσημα των αντιθέτων ανέμων, μη σε ανησυχήσουν οι καταιγίδες κι οι σκόπελοι της θάλασσας των εχθρών. Πέρνα με θάρρος το πέλαγος της ζωής, ταξίδευε κρατώντας την άγκυρα του πνεύματος, ταξίδευε έχοντας μπροστά σου σαν λιμάνι τον ουρανό. Ταξίδευε και να φοβάσαι μόνο το ναυάγιο της αρνήσεώς μου. Περιγέλασε το θάνατο σάν νεκρό, περίπαιζε σαν ανίσχυρη τη φθορά. Να αποδεχθείς  το τέλος της ζωής για χάρη μου, σαν αρχή μιας πιο εσωτερικής ζωής και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου. Ἀντλησε με το χέρι σου από τη βρύση που δίνει τη ζωή το νάμα που ποθείς και ανακούφισε τη δίψα σου. «Φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου». Βάλε το χέρι στο ιατρείο της δημιουργίας και βγάλε το φάρμακο της επιθυμίας σου. Δέχομαι άγγιγμα χεριού που με  αγαπά, εγώ που δέχτηκα την πληγή της λόγχης. «Φέρε το χέρι σου και βάλέ το στην πλευρά μου, για να μπορείς να  αγωνίζεσαι γι  αυτήν, για να μπορείς να  αποκριθείς σ’  αυτούς που πολεμούν την αλήθεια, ότι με είδες μετά την Ανάσταση και με αναγνώρισες και με ψηλάφησες προσεκτικά. «Φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου». Για σένα την άφησα έτσι εγώ που θεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων. Πρόβλεψα σαν Θεός ότι θα θελήσεις να την δεις έτσι. Και βλέποντας τα σημάδια του πάθους στην σάρκα μου να θεραπεύσεις το πάθος της ψυχής σου. «Φέρε το χέρι σου, και βάλε το στην πλευρά μου» που τη φύλαξα έτσι με κάποιο σκοπό. Όταν γυρίσω πάλι από τους ουρανούς και καθίσω σε θρόνο κριτής ζωντανών και νεκρών να δούν οι Εβραίοι κατάματα τα έργα της κακίας τους και μόνοι τους να  αυτοκαταδικαστούν – «και μη φανείς άπιστος αλλά πιστός».Είναι κακό η απιστία· κάνει τον νου να βουλιάξει. Η πίστη τον ανεβάζει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει τη ψυχή. Η πίστη φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία δεν δέχεται και αυτά που βλέπει. Η πίστη βλέπει και τα αόρατα κατακάθαρα. Ο άπιστος έχει ολοκληρωτική άγνοια. «Μη γίνεις άπιστος, αλλά πιστός». Διώξε το σύννεφο της απιστίας και κοίταξε τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Γίνε άξιος απόστολος της θεότητάς μου μέσα σε όλους. Γίνε τέτοιος όπως πρέπει να είναι αυτός που με συνάντησε και είδε τέτοια όπως εσύ. Όμοια με τους άλλους αποστόλους σε κάλεσα, όμοια με  αυτούς σε τίμησα, όμοια με  αυτούς οπλίσου. Όμοια με  αυτούς είδες ό,τι είδαν, όμοια με  αυτούς σου εμπιστεύθηκα σάν φίλο, όλο μου το μυστήριο· όμοια με  αυτούς κήρυξε τη δύναμή μου. Μην πείς πάλι, αφού με είδες μία φορά: «Αν δεν δω πάλι στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών δε θα πιστέψω». Όσο είμαι μαζί σας άφησε ελεύθερη, όπως θέλεις, την περιέργειά σου. Όσο έχεις δίπλα σου το ουράνιο κλήμα όλα τα κλαδιά και τα σταφύλια του ερεύνησε. Θα  ανέβω στους ουρανούς, απ’  όπου ήρθα στη γή, θα  ανεβώ εκεί που είμαι πάντα. Θα ανέβω με την ανθρωπίνη φύση μου εκεί απ’  όπου για χάρη σας κατέβηκα με τη θεία μου φύση. Θα  ανέβω μ’  αυτό μου το σώμα, αν και χωρίς αυτό ήρθα από εκεί κι έμεινα εκεί πέρα. Θα  ανέβω στους πατρικούς κόλπους με τη δική σας φύση, «αν και είμαι στους κόλπους του Πατέρα». Τελείωσα το έργο για το οποίο έκανα αυτή την πορεία.

Αφού άγγιξε λοιπόν ο Θωμάς τα χέρια και τη θεία πλευρά του Κυρίου γέμισε από δειλία μαζί και χαρά βλέποντας αυτά πού επιθύμησε, αμέσως ξεσπά σε ύμνο, κραυγάζοντας προς τον Κυρίο. «Κύριέ μου και Θεέ μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός. Συ είσαι και άνθρωπος και  φιλάνθρωπος. Συ είσαι ξενόφερτος και παράξενος γιατρός της φύσεως. Δεν κόβεις με το νυστέρι τα πάθη, δεν καίς με φωτιά τις πληγές, δεν μαζεύεις από  τα βοτάνια τη δύναμη των φαρμάκων σου, δεν δένεις με ορατούς επιδέσμους τις βασανιστικές πληγές. Διαθέτεις αόρατους επιδέσμους αγάπης, πού αόρατα τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγο πιο κοφτερό από το μαχαίρι. Έχεις λόγο δυνατότερο απ’  τη φωτιά. Έχεις βλέμμα γλυκύτερο απ’  το φάρμακο. Σαν δημιουργός αγιάζεις χωρίς κόπο το δημιούργημά σου, σαν πλάστης μεταπλάθεις τα πλάσματά σου χωρίς να κουραστείς. Σύ κατά το θέλημά σου καθάρισες τους λεπρούς, έκανες τους κουτσούς να τρέχουν, τους παράλυτους να σηκώνουν τα κρεβάτια τους, τους γεννημένους τυφλούς τους προστάζεις να πετάξουν το σκοτάδι με νίψιμο. Εξώρισες τους δαίμονες απ’  τα δημιουργήματά σου, με θέλημά σου πιάστηκες από  τους εχθρούς και από  τους Ιουδαίους, τα πάντα δέχτηκες για μένα στο σώμα σου, «Ω Κύριε και Θεέ μου».

Αναγνώρισα τον Κύριό μου, αναγνώρισα τον αλιέα και φύλακά μου, αναγνώρισα το βασιλιά και Κύριό μου. «Ω Κύριέ μου και Θεέ μου». Πιστεύω Κύριε στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην ανάληψη από μέρους σου της φροντίδας μου, πιστεύω στον προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στα παθήματα της σάρκας σου, πιστεύω στον τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στην ανάστασή σου. Λοιπόν δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω, δεν κάνω πια έλεγχο. Πιστεύω, δεν στήνω πια τη ζυγαριά του νου. Πιστεύω, δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω στα μάτια μου και στα χέρια μου. Με δίδαξαν αυτά που είδα να μην κάνω έλεγχο. Ψηλάφησα κι έμαθα να προσκυνώ όχι να φιλονικώ. Ένα Κύριο και Θεό γνωρίζω, τον Κύριό μου Χριστό. Ας είναι δεδοξασμένος και δυνατός στους αιώνες. Αμήν.

Το Πάσχα της ζωής((Ανδρέα Θεοδώρου)

 «Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται· Πάσχα καινόν, Άγιον Πάσχα μυστικόν Πάσχα πανσεβάσμιον· Πάσχα Χρίστος ο λυτρωτής· Πάσχα άμωμον Πάσχα μέγα· Πάσχα των πιστών Πάσχα, το πύλας ημίν του Παραδείσου ανοίξαν Πάσχα, πάντας αγιάζον πιστούς».

 

Με έξαρση ψυχής ο ιερός Υμνωδός ψάλλει το Πάσχα της ζωής. Η μεγάλη Εορτή συνέχει τη ψυχήν του. Το Πάσχα της πίστεως είναι γι’ αυτόν ιερό, ανάλογο προς την ιεροπρέπεια της αρχής και του σκοπού του. Είναι ιερόν, όπως ιερά είναι η θεία βουλή, από την οποία προήλθε. Προς την ιεροπρέπεια της θείας ενεργείας είναι ανάλογη  και η ιερότητα της ιστορικής εκφράσεώς της, που αποκορυφώθηκε στην έγερση του Λυτρωτή.  

-Είναι πάσχα καινούργιο, σε αντιθέσει προς το παλιό  Νομικό Πάσχα των Εβραίων. Εδώ η έξοδος δεν είναι, όπως εκεί, γεωγραφική. Είναι έξοδος πνευματική. Ο νέος λαός της χάριτος,  δεν αποφεύγει τη φονική μανία του Φαραώ, ούτε εγκαταλείπει την τυραννική γη της Αιγύπτου. Αποφεύγει τη νοητή  επικράτεια του θανάτου, την τυραννία των σκοτεινών δυνάμεων της αμαρτίας, τον νοητό ζυγό του διαβόλου. Το
«καινόν Πάσχα», ανάλογο προς την καινότητα του ιδρυτού του, οδηγεί σε καινή(νέα) ζωή, καινοποιεί τον άνθρωπο, νεοποιεί τα σύμπαντα!

-Εί­ναι Πάσχα άγιον. Ως έκφραση του αγίου θελήματος του Θεού είναι και αυτό άγιον, ο ιδιαίτερος χώρος της θείας ευδοκίας, η πηγή του αγιασμού των ψυχών όσων με ευλάβεια αναβαίνουν στο ύψος του απείρου του θαύματος.

-Είναι Πάσχα μυστικόν. Ανοίγεται μόνον σε όσους έχουν τα μάτια της ψυχής τους καθαρά. Φανερώνεται μόνον  στις καθαρές  καρδιές, στα ταπεινά και άδολα πνεύματα, που κινούνται στην πνευματική  διάσταση της χάριτος. Στη φυσική αίσθηση,  στη σάρκα την υποδουλωμένη στο πάθος, στο εγωιστικό και αλαζονικό πνεύμα, στον  κριτικό λόγο τον περιορισμένο στα φυσικά όρια της διανοήσεως, η ανάσταση παραμένει γεγονός ακατανόητο, διάσταση σκοτεινή και άγνωστη.

-Είναι Πάσχα πανσεβάσμιο, που ελκύει τον σεβασμό των πιστών, όπως τον ελκύει η αγία Τριάδα  και ο εκτελεστής του λυτρωτικού σχεδίου της, Χριστός. Διότι το Πάσχα της πίστεως είναι Χριστός ο Λυτρωτής, ο ένσαρκος Υιός και Λόγος του Θεού.

-Είναι Πάσχα άμωμο, καθαρό και ανεπίληπτο, όπως καθαρός και άμωμος υπήρξε ο σφαγιασθείς για τη σωτηρία των ανθρώπων Αμνός του Θεού.

-Είναι Πάσχα μέγα, αντάξιο της θείας μεγαλοσύνης, στο ύψος του οποίου ιλιγγιά να ατενίσει το κτιστό δημιούργημα. Πάσχα ενεργό και ισχυρό, με το οποίο καταστράφηκε το κολοσσιαίο οικοδόμημα του θανάτου.

-Είναι δε Πάσχα των πιστών. Κυρίως των πιστών, της Εκκλησίας, του περιούσιου λαού του Θεού. Διότι μόνον η κεραία του πνεύματος των πιστών έχει τη δύναμη να συλλαμβάνει τα απόκρυφα μηνύματα του μυστηρίου. Αντιθέτως όσοι δεν πιστεύουν με απλότητα ψυχής καμιά αίσθηση δεν έχουν του υπερλογικού θαύματος. Μένουν αιχμάλωτοι της φυσικής τους αισθήσεως, αναίσθητοι στους κραδασμούς του σωστικού μηνύματος της χά­ριτος.    -Είναι Πάσχα «το πύλας ημίν του Παραδείσου ανοίξαν». Τις πύλες του Παραδείσου έκλεισε η παρακοή των πρωτοπλάστων. Η προγονική παράβαση παρέδωσε τον Κήπο της τρυφής στην εγκατάλειψη και την ερήμωση. Η «φλογίνη ρομφαία» των Χερουβίμ φύλασσε την είσοδο στην αρχαία Εδέμ. Με την ανάσταση όμως του Χριστού λύθηκε η προγονική παράβαση. Ο Κήπος της χάριτος δέχθηκε στον ευφρόσυνο χώρο του τον νέο λαό της χάριτος. Η χαρά δονεί τα διαμερίσματά του. Η φλογίνη ρομφαία του αγγέλου παραμερίστηκε, ενώ πλήθη άλλα λειτουργικών πνευμάτων διακονούν τη νέα Βασιλεία. Το Πάσχα είναι η επιστροφή στην αρχαία χαρά, η αποκατάσταση της φιλίας με το Θεό, η άρση της εχθρότητας και του θανάτου. Η έγερση του Χριστού είναι Πάσχα «πάντας αγιάζον πιστούς!».

 «Πάσχα το τερπνόν· Πάσχα Κυρίου, Πάσχα· Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε· Πάσχα, εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα· ω Πάσχα λύτρον λύπης· και γαρ εκ τάφου σήμερον, ώσπερ εκ πα­στού, εκλάμψας Χριστός, τα γύναια χαράς έπλησε λέγων, Κηρύξατε Αποστόλοις».

 

Το Πάσχα του Κυρίου είναι υπόθεση χαράς. Τέρπει και ευφραίνει τις ψυχές. Το μήνυμά του γεμίζει με αγαλλίαση τις καρδιές. Είναι το κατ’ εξοχήν Ευαγγέλιο! Η εγκατάλειψη της πικρής γης, η λύση της οδύνης, η διάρρηξη των προαιώνιων δεσμών  της δουλείας, το πέρασμα στη γη που ρέει μέλι και γάλα (της χάριτος) γεμίζουν με αγαλλίαση τις ψυχές των ευσεβών. Το Πάσχα της πίστεως είναι Πάσχα τερπνό. Είναι λύτρο λύπης. Ω, λέξη ευγενής και ωραία! Πόσο πελώριο είναι το βάθος σου, πόσο ανεκτίμητη η σημασία σου! Μέσα στη χοάνη σου σβήνει ο πόνος, λύνεται η οδύνη. Η λύπη, η μεγάλη κυρίαρχος της ζωής, το αίνιγμα που εξαγριώνει τη σκέψη και την ιστορική αίσθηση του ανθρώπου, καταλύθηκε από τη μεγάλη οδύνη, η οποία έδυσε  στο Σταυρό, για να ανοίξει το κράτος της χαράς στον πονεμένο και κουρασμένο άνθρωπο, Δεν υπάρχει πλέον λύπη! Την εξαγόρασε ο Κύριος με το αίμα Του πάνω στο Σταυρό. Δεν υπάρχουν πλέον δάκρυα, διότι τα σκούπισε η θεία αγάπη, τα αποξήρανε η χάρη. Ο πόνος εξαγοράστηκε με το τίμημα του θείου Πάθους. Γι’ αυτό  μας προτρέπει ο Υμνωδός «να περιπτυχθούμε αλλήλους εν χαρά». Να χορέψουμε για την πανήγυρη, να σκιρτήσουμε για το θαύμα. Και είναι ο μόνος άξιος λόγος για ένα τόσο σπουδαίο χαρμόσυνο συναγερμό. Μήπως η απαλλαγή από τον πόνο δεν υπήρξε ανέκαθεν ο ζωηρός πόθος του ανθρώπου; Δεν ήταν η σταθερή του επιδίωξη; Να, λοιπόν, εκείνο το οποίο βασάνιζε τον άνθρωπο, και το οποίο μόνος του δεν είχε την δυνατότητα να αποφύγει, το πρόβλημα το άλυτο της θεοδικίας και της ανθρωποδικίας, τώρα το λύνει ο ίδιος ο Θεός με την αντινομική του ενέργεια και ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον πόνο και την οδύνη του. Διότι ο Χριστός «εκλάμψας εκ του τάφου, ώσπερ εκ παστού» αποτίναξε τα δεσμά της φθοράς που ήσαν η αιτία της οδύνης και της κακοδαιμονίας και γέμισε από χαρά όχι μόνον τις γυναίκες που έτρεξαν με ευλάβεια  στον Τάφο Του, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, ο οποίος αντικρίζει με πίστη το φωτεινό  μνημείο  του από Αριμαθαίας Ιωσήφ!

 

(Ανδρέα Θεοδώρου, «Έαρ ψυχών»)

 

 

 

Παρακλητικός Κανόνας στην Υπεραγία Θεοτόκο ,την «Ζωοδόχον Πηγήν».

Ποίημα Γερασίμου Μ. Μικραγιαννανίτου

Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου……..

Ήχος δ . Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ως ανεξάντλητος πηγή ευσπλαγχνίας, Θεοχαρίτωτε Αγνή Θεοτόκε, βλύσον υμίν το ύδωρ των χαρίτων σου· πίστει γαρ προσπίπτομεν, τη αγία Πηγή σου, νάματα σωτήρια, πηγαζούση τω κόσμω, ίνα ρυσθώμεν νόσων ψυχικών, και ιαμάτων, την χάριν αντλήσωμεν.

Δόξα, και νυν. Όμοιον.

Πάθη ποικίλα θεραπεύει Παρθένε, το θείον ύδωρ της αγίας Πηγής σου, πίστει θερμή εκ ταύτης λαμβανόμενον· όθεν τους προστρέχοντας, τω πανσέπτω ναώ σου, κρήνη ζωοδώρητε, Θεοτόκε Μαρία, των εν τω βίω ρύου πειρασμών, και δίδου πάσιν, ειρήνην και ίασιν.

Ψαλμός Ν (50).

Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου……..

Ο κανών ου η ακροστοιχίς.

«Ύδωρ μοι βλύσον ζωής Παρθένε. Γερασίμου».

Ωδή α . Ήχος πλ. δ . Υγράν διοδεύσας.

Υδάτων αΰλων ζωοποιών, θεόβρυτε κρήνη, Παντευλόγητε Μαριάμ, του θείου ελέους σου τα ρείθρα, βλύσον ημίν τοις πιστώς σε δοξάζουσι.

Δροσίζει το ύδωρ της σης Πηγής, και άρδει Παρθένε, και εν πίστει ζωογονεί, ψυχάς κεκαυμένας πλείστοις πόνοις, τη ενεργεία της σης αγαθότητος.

Ως ήκουσε Κόρη της σης φωνής, ο Λέων εφεύρε, την Πηγήν σου την θαυμαστήν· η πίστει και πόθω προσιόντες, αγιασμού δωρεάς κομιζόμεθα.

Ρυπώσάν μου κάθαρον την ψυχήν, τοις ρείθροις Παρθένε, των πλουσίων σου οικτιρμών, και πλύνον τον νουν μου Θεοτόκε, τοις μυστικοίς των χαρίτων σου νάμασι.

Ωδή γ . Ουρανίας αψίδος.

Μέλι ώσπερ εκ πέτρας, κατά Δαβίδ Άχραντε, εν τω Βυζαντίω το ύδωρ, Πηγής σου έβλυσεν, όνπερ πινόμενον, των αγαθών σου παρέχει, γλυκασμόν σωτήριον, τοις σε δοξάζουσιν.

Οι διψώντες εφʼ ύδωρ, το της Πηγής σπεύσατε, της Αειπαρθένου Μαρίας, και Θεομήτορος, ίνα τον καύσωνα, της χαλεπής αμαρτίας, σβέσητε και λάβητε, χάριν και έλεος.

Ιλασμόν σωτηρίας, ως τον Χριστόν τέξασα, έβλυσας τω κόσμω Παρθένε· νυν δε την κρήνην σου, τοις πάσι δέδωκας, της αφθαρσίας το νέκταρ, τοις πιστώς προστρέχουσιν, αναπηγάζουσαν.

Βροτοκτόνου κακίας, νοΐ Αγνή άφρονι, πέπωκα ιόν κατά κόρον, και τεθανάτωμαι· αλλά τω ύδατι, της ζωηφόρου Πηγής σου, την ψυχήν εύφρανον και ζωοποίησον.

Διάσωσον ως ανεξάντλητος βρύσις θείου ελέους, Θεοτόκε επηρειών του αλάστορος, τους της Πηγής σου τα θαύματα ανυμνούντας.

Επίβλεψον εν ευμενεία πανύμνητε Θεοτόκε, επί την χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.

Αίτησις και το Κάθισμα.

Ήχος β . Πρεσβεία θερμή.

Πηγή αγαθών, υπάρχεις Αειπάρθενε, τεκούσα Χριστόν, χρηστότητος την άβυσσον· διο τους καταφεύγοντας, ζωοδόχε Πηγή τη ση χάριτι, από παντοίων λύτρωσαι παθών, και δίδου ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.

Ωδή δ . Εισακήκοα Κύριε.

Λύσιν πάσης κακώσεως, δρέπονται οι σπεύδοντες τω σω ύδατι· δια τούτο Μητροπάρθενε, τα πολλά σου θαύματα κηρύττομεν.

Ύδωρ θείον αθάνατον, στάξον ως νεφέλη ημίν θεόδροσος, τοις προστρέχουσι Πανάχραντε, τω σεπτώ ναώ σου μετά πίστεως.

Συντριβέντας τοις πάθεσιν, ως της ευσπλαγχνίας πηγή ακένωτος, Θεοτόκε επανόρθωσον, τους θερμώς προστρέχοντας τη σκέπη σου.

Οι δεινοίς συνεχόμενοι, τω σεπτώ ναώ σου σπεύδοντες Δέσποινα, απαλλάττονται των θλίψεων, και τα μεγαλείά σου δοξάζουσι.

Ωδή ε . Φώτισον ημάς.
Νέκρωσον ημών το γεώδες Κόρη φρόνημα, ενεργεία θαυμαστή ζωοποιώ, προϊούση εκ του νάματος της κρήνης σου.

Ζώωσον αγνή, νεκρωθείσαν την καρδίαν μου, η ζωώσασα νεκρούς υπερφυώς, τω ραντίσματι του ύδατος της κρήνης σου.

Ώφθη αληθώς, ιατρείον πάσης θλίψεως, Θεοτόκε ο τιμώμενος ναός, της Πηγής σου θεία κλήσει ως ηυδόκησας.

Ήρθη μυστικώς, και διέδραμε τα πέρατα, Θεοτόκε της αγίας σου Πηγής, η ενέργεια και χάρις η σωτήριος.

Ωδή στ . Την δέησιν.

Σωμάτων τας καχεξίας ιάται, και δαιμόνων απελαύνει τα σμήνη, της ζωηφόρου Πηγής σου το ύδωρ, ως πεπλησμένον της θείας σου χάριτος· διο θεράπευσον ημών, τας ψυχάς και τα σώματα Άχραντε.

Πηγάζον, αψοφητί εν τη πόλει, τη του Βύζαντος Πηγής σου το ύδωρ, καθαγιάζει πιστών τας χορείας, πίστει θερμή λαμβανόμενον Άχραντε· και νυν τω θείω σου ναώ, τους πιστώς προσιόντας αγίασον.

Ανάκτων, πιστών δυσίατον πάθος, ως ιάτρευσας Πηγή ζωηφόρε, ούτω καμού την νοσούσαν καρδίαν, και τους του σώματος πόνους θεράπευσον, και χαλεπών δυσχερειών, Θεοτόκε απήμαντον τήρει με.

Ρημάτων, της κατωδύνου ψυχής μου, ενωτίζου συμπαθώς Θεοτόκε, και την προσούσαν εν ταύτη κακίαν, τη συνεργεία του δράκοντος νέκρωσον, και ίθυνόν με προς ζωήν, μετανοίας και σώσόν με δέομαι.

Διάσωσον ως ανεξάντλητος βρύσις θείου ελέους, Θεοτόκε επηρειών του αλάστορος, τους της Πηγής σου τα θαύματα ανυμνούντας.

Άχραντε, η δια λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επʼ εσχάτων των ημερών τεκούσα δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Αίτησις και το Κοντάκιον.

Ήχος β . Τοις των αιμάτων σου

Ως ζωηφόρος πηγή θείας χάριτος, Παντοβασίλισσα Κόρη Πανύμνητε, το νάμα της θείας χρηστότητος, βλύσον ημίν εις πταισμάτων συγχώρησιν· συ γαρ ημών μέγα προσφύγιον.

Προκείμενον.

Ηγίασε το σκήνωμα αυτού ο Ύψιστος. (Τρις).
Στιχ. Του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού.

Ευαγγέλιον εκ του κατά Λουκάν.
Εν ταις ημέραις εκείναις, αναστάσα Μαριάμ, επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα, και εισήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου, και ησπάσατο την Ελισάβετ. Και εγένετο, ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής· και επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ, και ανεφώνησε φωνή μεγάλη, και είπεν· Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Και πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η Μήτηρ του Κυρίου μου προς με; Ιδού γαρ, ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτά μου, εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου. Και είπε Μαριάμ· Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον, και ηγαλλίασε το πνεύμά μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου, ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού. Ιδού γαρ, από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί· ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο Δυνατός, και άγιον το όνομα αυτού. Έμεινε δε Μαριάμ συν αυτή ωσεί μήνας τρεις, και υπέστρεψεν εις τον οίκον αυτής.

Δόξα. Ταις της Θεοτόκου…

Και νυν. Ταις της Παναχράντου…

Στιχ. Ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών Σου εξάλειψον το ανόμημά μου.

Προσόμοιον.
Ήχος πλ. β . Όλην αποθέμενοι.

Κρήνην την ακένωτον, ην εφανέρωσας πάλαι, Δέσποινα τω Λέοντι, τη επισκιάσει σου εθαυμάτωσας, εν πολλοίς θαύμασι· και γαρ οι λαβόντες, και πιόντες μετά πίστεως, από του ύδατος, πόνων και παθών ελυτρώθησαν· διο σε ικετεύομεν· Δίδου και ημίν δόσιν άνωθεν, θείας συμπαθείας, και στάξον γλυκασμόν τον νοητόν, ταις φαρμαχθείσαις ψυχαίς ημών τη γεύσει του χείρονος.

Ο Ιερεύς. Σώσον ο Θεός τον λαόν σου…

Ωδή ζ . Οι εκ της Ιουδαίας.

Θαυμαστώς εδοξάσθη, της αγίας Πηγής σου το ύδωρ Άχραντε· παρέχει γαρ ιάσεις, και παύει αλγηδόνας ψυχής άμα και σώματος· ων της πικράς συνοχής, ρύσαι ημάς Παρθένε.

Εις τα πέρατα πάντα, της Πηγής σου η χάρις διαβεβόηται, και πίστει οι νοσούντες, ως φάρμακον το ύδωρ, εξ αυτής κομιζόμενοι, ρύονται πάσης φθοράς, Παρθένε Θεοτόκε.

Νεκρωθέντα εγείρεις, Θετταλόν άνδρα Κόρη θείω ραντίσματι, αγίου ύδατός σου· διο καμέ θανόντα, αμαρτίας τω δήγματι, διέγειρόν με Αγνή, προς κτήσιν μετανοίας.

Εν τω θείω ναώ σου, ω Πηγή ζωηφόρε Παρθένε Άχραντε, προστρέχομεν εν πίστει, ως αν των οικτιρμών σου, τα δωρήματα λάβωμεν· μη ουν στερήσης ημάς, Αγνή της σης ευνοίας.

Ωδή η . Τον Βασιλέα.
Γέγονας Κόρη, αμαρτωλών σωτηρία, ως κυήσασα τον πάντων Βασιλέα· όθεν Ζωοδόχε, Πηγή σε ανυμνούμεν.

Έβλυσας κόσμω, αθανασίας τα ρείθρα· και νυν όμβρησον οία ζωής νεφέλη, όμβρον αφθαρσίας, Υπερευλογημένη.

Ρύσαί με Κόρη, της του εχθρού δυναστείας, και κατάρδευσον διψώσαν την ψυχήν μου, νάμασιν αΰλοις, ζωής και σωτηρίας.

Άπας προστρέχων, τη Ζωοδόχω Πηγή σου, πάσης θλίψεως λυτρούται και ανάγκης· όθεν σε Παρθένε, αεί δοξολογούμεν.

Ωδή θ . Κυρίως Θεοτόκον.

Σαρκός μου τας οδύνας, παύσον Θεοτόκε, και της ψυχής μου τα τραύματα ίασαι, τη κοινωνία του ύδατος της σης χάριτος.

Ιλέω όμματί σου, ίδε τους εστώτας, ω ζωηφόρε Πηγή τη εικόνι σου, και τα αιτήματα τούτων πλήρου Πανάμωμε.

Μητράνανδρε Παρθένε, Κεχαριτωμένη, δέχου ημών τας δεήσεις εκάστοτε, και τας ψυχάς ημών πλήσον φωτός της χάριτος.

Ο οίκος σου πηγάζει, θείαν ευφροσύνην, επισκιάσει της σης αγαθότητος, τοις ανυμνούσι Παρθένε τα μεγαλείά σου.

Υπέρτερον τον νουν μου, δείξον Θεοτόκε, χαμαιπετών λογισμών του αλάστορος, και πότισον ύδατι της σης χάριτος.

Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν· την όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν.

Ύδατι Πηγής σου της θαυμαστής, κάθαρον τον ρύπον, της ψυχής μου της ταπεινής, και την φλόγα σβέσον, Παρθένε των παθών μου, ως αν αεί κηρύττω τα μεγαλείά σου.

Τον Χριστόν ως όμβρον ζωοποιόν, Κόρη δεξαμένη, εν γαστρί σου τη καθαρά, πηγή σωτηρίας, τω κόσμω ανεδείχθης, πηγάζουσα Παρθένε, χάριν και έλεος.

Ξήρανον τοις ρείθροις της σης Πηγής, βορβορώδες ρεύμα, κατακλύζον μου την ψυχήν, Κεχαριτωμένη, Παρθένε Θεοτόκε, και προς ζωής το ύδωρ, τον νουν μου ίθυνον.

Βλύζει επινεύσει σου τη σεπτή, εν τω Βυζαντίω, η Πηγή σου χύδην αεί, ιάματα πλείστα, ύδατι τω αγίω, Παρθένε Θεοτόκε, τοις ανυμνούσί σε.

Ίασαι ψυχήν μου την ταπεινήν, πάθει ανιάτω, τηκομένην οδυνηρώς, ύδατι αγίω, της θαυμαστής Πηγής σου, και σώσόν με Παρθένε, τον πεποιθότα σοι.

Χαίρει ευσεβούντων πάσα πληθύς, προσιούσα Κόρη, τω ναώ σου τω ιερώ, τω ανακειμένω, Πηγή σου τη αγία, και ευλαβώς δοξάζει, την σην χρηστότητα.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι πάντες μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ημάς.

Και ευθύς το Τρισάγιον.

Είτα τα Τροπάρια ταύτα. Ήχος πλ. β .

Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημάς· πάσης γαρ απολογίας απορούντες, ταύτην Σοι την ικεσίαν, ως Δεσπότη, οι αμαρτωλοί προσφέρομεν· ελέησον ημάς.

Δόξα.

Κύριε ελέησον ημάς· επί Σοι γαρ πεποίθαμεν. Μη οργισθής ημίν σφόδρα, μηδέ μνησθής των αμαρτιών ημών· αλλʼ επίβλεψον και νυν ως εύσπλαγχνος, και λύτρωσαι ημάς εκ των εχθρών ημών· Συ γαρ ει Θεός ημών, και ημείς λαός Σου· πάντες έργα χειρών Σου, και το όνομά Σου επικεκλήμεθα.

Και νυν. Θεοτοκίον.
Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον ημίν, ευλογημένη Θεοτόκε· ελπίζοντες εις Σε, μη αστοχήσωμεν· ρυσθείημεν δια Σου των περιστάσεων. Συ γαρ ει η σωτηρία του γένους των Χριστιανών.

Των Χριστιανών ασπαζομένων την εικόνα της Θεοτόκου ψάλλονται τα παρόντα Τροπάρια.

Ήχος β . Ότε εκ του ξύλου.
Κρήνη αληθώς υπερχειλής, θείων οικτιρμών και χαρίτων, ούσα Πανάχραντε, βλύσον τοις προστρέχουσι, τη ση αγία Πηγή, γλυκασμόν τον ουράνιον, και ζωής τα ρείθρα, πάσαν κατακλύζοντα, εχθρού επήρειαν, δίδου δε χαράν και ειρήνην, και πταισμάτων άφεσιν αίτει, τοις από ψυχής σε μεγαλύνουσι.

Δέσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Την πάσαν ελπίδαν μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.

Απολυτίκιον της Ζωοδόχου Πηγής.

Ήχος γ . Την ωραιότητα.

Τον υπερούσιον, όμβρον κυήσασα, πηγή ζωήρρυτος, Παρθένε πέφυκας, αναπηγάζουσα ημίν, το νέκταρ το αθάνατον, ύδωρ το αλλόμενον, εις ζωήν την αιώνιον, νάματα γλυκύρροα, εκ της Κρήνης σου πάντοτε, εξ ων επεντρυφώντες βοώμεν· χαίρε Πηγή η ζωηφόρος.

Διʼ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δίστιχον.

Πηγή ζωοδώρητε Αγνή Παρθένε
Γερασίμω πήγασον χάριτος ρείθρον

Η Εικόνα -Ζωοδόχος Πηγή του Βίκτωρος

του Ιερομονάχου  Σιλουανού Πεπονάκη

Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές ονομασίες που έδωσαν οι πιστοί στην Παναγία, λόγω των πολυάριθμων θαυμάτων της, είναι αυτή της Ζωοδόχου Πηγής. Από το άχραντο σώμα της Παναγίας μας πήγασε το “ύδωρ το Ζών” δηλαδή ο Χριστός. Έτσι η Παναγία είναι και λέγεται η ακένωτος πηγή η οποία παρέχει στούς πιστούς τα ιάματα.

Η εικόνα που παραθέτουμε είναι έργο του γνωστού ζωγράφου Βίκτωρος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας στα ενετικά αρχεία, από την κ. Καζανάκη-Λάππα, ξέρουμε ότι ο Βίκτωρ ήταν ορθόδοξος κληρικός και εφημέρευε το 1653 στον άγιο Ιωάννη των Μερτζέρων στον Χάνδακα. Ο Ζωγράφος έμεινε εκεί μέχρι τα τελευταία χρόνια της πολιορκίας του, ενώ φαίνεται ότι έχαιρε καλής φήμης από τα πρώτα κιόλας χρόνια της σταδιοδρομίας του, και αυτό οφείλεται στην επιτυχημένη επανάληψη καλών προτύπων, κυρίως του Μιχαήλ Δαμασκηνού και άλλων.

Η Παναγία κρατά μπροστά της τον μικρό Χριστό και εικονίζεται σε φιάλη από πορφυρό μάρμαρο με διπλή βάση, την οποία κοσμούν ανακεκλιμένοι και γονατιστοί γυμνοί γκρίζοι “άτλαντες”, από τούς οποίους οι δύο έχουν φτερά. Τήν κυκλική παρυφή της φιάλης περιτρέχουν πτερωτές κεφαλές και ανθέμια σε μονοχρωμία. Τό νερό χύνεται από δύο λεοντοκεφαλές σε ορθογώνια δεξαμενή που φέρει στο μέσο ένα προσωπείο ως διακοσμητικό στοιχείο. Τήν φιάλη περιστοιχίζουν ασθενείς που περιμένουν να λάβουν την ίαση από το αγιασμένο νερό της πηγής. Δεξιά ένας τυφλός ρίχνει νερό στα μάτια του ενώ δίπλα από αυτόν ένας άλλος άνδρας ημίγυμνος στηριζόμενος σε βακτηρία απλώνει το χέρι του στο νερό που τρέχει. Αριστερά από την φιάλη μιά γυναίκα κρατά το φασκιωμένο παιδί της ενώ από το στόμα ενός μεσόκοπου αρρώστου που φορά ένα κουρελιασμένο ρούχο, βγαίνει ένας δαίμονας με φτερά και ουρά. Δύο άγγελοι με ανάλαφρη κόμωση και στάση ίπτανται στον αέρα δεξιά και αριστερά της Παναγίας. Ενώ η πτυχολογία στην Παναγία και τον Χριστό είναι αρκετά σχηματική στούς αγγέλους και στην γυναίκα είναι πιό ρευστή και ανάλαφρη.

Η παράσταση της Θεοτόκου Ζωοδόχου Πηγής είναι γνωστή από τις αρχές του 14ου αιώνα και απαντά στην κρητική ζωγραφική σε δύο κυρίως παραλλαγές. Η πρώτη αφορά στην βρεφοκρατούσα Παναγία και προβάλλει από απλή κυλινδρική φιάλη με κωνική βάση. Τό νερό χύνεται σε ορθογώνια δεξαμενή όπου οι δύο στενές πλευρές είναι παράλληλες. Αυτή είναι και η αρχαιότερη. Παράδειγμα είναι η εικόνα του Αγγέλου στή Μονή Οδηγητρίας στην Κρήτη. Τό ίδιο θέμα εμπλουτίζεται σε εικόνα της δεύτερης πεντηκονταετίας του 15ου αιώνα στο Σινά με δύο ασθενείς αριστερά και δεξιά της δεξαμενής καθώς επίσης και με πολύπλοκα αρχιτεκτονήματα και με τούς αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ σε προτομή.

Η δεύτερη παραλλαγή του θέματος δημιουργείται στα τέλη του 16ου αιώνα που αντιπροσωπεύει την εικόνα του Βίκτωρος. Ενώ ο Χριστός κρατούσε στην πρώτη παραλλαγή ειλητάριο, ύψωνε το δεξί χέρι σε ευλογία και έστρεφε το κεφάλι προς τα αριστερά, εδώ ευλογεί με τα δύο χέρια και στρέφει το κεφάλι προς τα δεξιά Του. Η φιάλη αποτελείται από δύο λεκάνες με κοινό υποστάτη και φέρει πλούσιο ανθρωπομορφικό, ζωικό και φυτικό διάκοσμο. Γύρο από την δεξαμενή στέκονται συνήθως άρρωστοι που περιμένουν να θεραπευτούν. Δύο ολόσωμοι άγγελοι που κρατούν ανοιχτά ειλητάρια πλαισιώνουν την Παναγία. Στήν εικόνα μας τα ειλητάρια των αγγέλων με την περίεργη κόμωση γράφουν: “χαίρε η τάς ιάσεις προχέουσα αφθόνως” και “χαίρε η δεξαμένη το ζωήρητον ύδωρ”.

Γι’ Αυτήν, την δεξαμένη το ζωήρητον ύδωρ, ο άγιος Σιλουανός γράφει πώς μάς χαρήστηκε από τον Θεό ως παράκληση και παραμυθία. Γράφει: “…Ότε ίστατο παρά τον Σταυρόν, τότε ως ωκεανός απέραντος ήτο η θλίψις Αυτής, και οι πόνοι της ψυχής Αυτής ήτο ασυγκρίτως μεγαλύτεροι του αδαμιαίου πόνου μετά την έξωσιν εκ του Παραδείσου, διότι και η αγάπη Αυτής ήτο ασυγκρίτως μεγαλυτέρα της αγάπης του Αδάμ εν τώ Παραδείσω. Καί εάν επέζησεν, επέζησε μόνον θεία δυνάμει, διά της ενισχύσεως του Κυρίου, διότι η ευδοκία Αυτού ήτο όπως ίδη την Ανάστασιν, και ύστερον, μετά την Ανάληψιν Αυτού, παραμείνη ως παράκλησις και χαρά των Αποστόλων και του νέου χριστιανικού λαού”.

ΠΗΓΗ.Εκκλησιαστική Παρέμβασις

Το θαύμα της Ζωοδόχου Πηγής στην Πάρο τον Ιούλιο του 1944

Στίς 14 Μαΐου 1944 ἀγγλικό ὑποβρύχιο ἄραξε σέ ἕναν ὅρμο στό Πίσω Λειβάδι τῆς Πάρου καί ἔβγαλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ἀνέβηκαν στό χωριό Τσιμπίδο (Μάρπησσα) καί πῆραν αἰχμαλώτους 7 στρατιῶτες Γερμανούς τήν ὥρα πού κοιμόντουσαν, σκότωσαν δύο καί τραυμάτισαν τόν διοικητή τοῦ ἀεροδρομίου ὑπολοχαγό Τάμπε, βρέθηκαν δέ καί καλώδια ἐπικοινωνιῶν κομμένα. Τό πρωί σέ ἀντίποινα συνέλαβαν οἱ Γερμανοί στό ἀεροδρόμιο τόν νεαρό Νικόλαο Στέλλα ἀπό τίς Λεῦκες. Ἔχοντας ἐναντίον του βάσιμες ὑποψίες τόν θανάτωσαν μέ ἀγχόνη κρεμώντας τον πάνω σέ ξύλο σέ ψηλό μέρος γιά νά φαίνεται ἀπό τά γύρω χωριά πρός ἐκφοβισμό. Ὁ στρατιωτικός διοικητής Γκραφονμπερεμπέργκ ζήτησε ἀπό τούς Προέδρους τῶν Κοινοτήτων Πάρου καί Ἀντιπάρου νά τοῦ παραδώσουν σέ ὁρισμένη μέρα 125 νέους, τούς ὁποίους θά ἐκτελοῦσε.

Οἱ Πρόεδροι ὅλων τῶν Κοινοτήτων καί οἱ ἱερεῖς – ἐφημέριοι μαζί μέ τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας Φιλόθεο Ζερβάκο πῆγαν ὅλοι στήν κωμόπολη Τσιμπίδο, στό σπίτι τοῦ καλοῦ γιατροῦ Εὐστρατίου Ἀλιπράντη καί, ἀφοῦ ἔκαναν συμβούλιο, ἀποφάσισαν νά πᾶνε ὅλοι μαζί στό διοικητή καί νά τόν παρακαλέσουν νά ἀλλάξει ἀπόφαση.

Ἐπειδή ὅμως πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ διοικητής εἶχε προαναγγείλει νά μήν πάει κανείς στό διοικητήριο γιά νά μεσολαβήσει τήν ἀναστολή ἤ τήν ἄρση τῆς ἀπόφασης ἐκτέλεσης τῶν Παρίων, σχημάτισαν ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἀπό τόν Ἡγούμενο Πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, τόν γιατρό Ἀλιμπράντη καί τόν Πρόεδρο τῆς Κοινότητας Ἀρχιλόχου Ἐμμανουήλ Καβάλλη, ἡ ὁποία πῆγε στόν Φρούραρχο Ζάσσε, ὑπολοχαγό, τόν ὁποῖο παρακάλεσαν νά μεσιτεύσει πρός τόν Διοικητή. Ὁ Φρούραρχος τούς εἶπε ὅτι «ἐγώ τόν παρακάλεσα νά μήν σκοτωθοῦν ἄνθρωποι ἀθῶοι. Ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν ἀμετάπειστος καί ἀκόμη μέ ἀπείλησε μέ αὐστηρό τρόπο νά μήν τοῦ ἀναφέρω κάτι σχετικό. Ὅποιος τολμήσει νά μεσιτεύσει θά τόν τιμωρήσει παραδειγματικά». 

«Τό μόνο πού σᾶς συνιστῶ, συνέχισε ὁ Φρούραρχος, εἶναι νά τόν καλέσει ὁ Ἡγούμενος στό Μοναστήρι, ἐκεῖ ἰδιαίτερα οἱ καλόγεροι νά τόν περιποιηθοῦν, καί σέ κάποια στιγμή νά κάνει λόγο ὁ Ἡγούμενος γιά τούς καταδικασθέντες σέ θάνατο Παριανούς, καί ἴσως δεχθεῖ τή διαμεσολάβηση». Ὁ Φρούραρχος παλαιότερα μιλοῦσε μέ ὡραῖα λόγια γιά τό Μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας καί τόν εἶχε προδιαθέσει εὐμενῶς.

Ὁ Ἡγούμενος δέν ἔχασε καιρό. Ἀμέσως τόν εἰδοποίησε καί τόν προσεκάλεσε νά ἐπισκευθεῖ τό Μοναστήρι. Μόλις πῆρε ὁ Διοικητής τήν πρόσκληση, εἰδοποίησε τηλεφωνικῶς τόν π. Φιλόθεο ὅτι τήν ἑπομένη 23 Ἰουλίου, ἡμέρα Κυριακή, θά ἐπισκεπτόταν τή Μονή μαζί μέ ἄλλους ἕξι ἀξιωματικούς καί στρατιωτικούς.

Πράγματι, τήν Κυριακή τό πρωί ἄφησε ὁ Γερμανός Διοικητής τό αὐτοκίνητό του σέ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς, κοντά στό Μύλο, καί ἀπό κεῖ μέ ζῶα τῆς μονῆς μεταφέρθηκαν στό Μοναστήρι. Στήν ἀρχή ἔδειχνε σάν νά τά εἶχε χαμένα. Εἶχε βλέμμα στυγνό καί ἄγριο, ὕφος σατραπικό καί ἔδειχνε ὅλη τήν ἀγριότητα τοῦ κατακτητῆ. Ἀλλά μέ τίς περιποιήσεις τῶν μοναχῶν καί τίς φιλοφρονήσεις τους ἄρχισε νά ἡμερώνει, νά γίνεται πιό ὁμιλητικός, νά ζητάει νά μάθει μέσω διερμηνέα τή σημασία ὁρισμένων ἀντικειμένων τῆς μονῆς, ὁ ἅγιος δέ Καθηγούμενος οὔτε γιά μία στιγμή δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό κοντά του. Μετά τό φαγητό καί τά γλυκίσματα ὅλη ἡ ἀκολουθία τοῦ Γερμανοῦ Διοικητοῦ κατέβηκε στό καθολικό της Μονῆς γιά νά παρακολουθήσει τήν ἱερή ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, μετά τό τέλος τῆς ὁποίας οἱ μοναχοί ἔψαλλαν τήν παράκληση στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ὑπέρ τῆς διάσωσης τοῦ μελλοθανάτων ἀδελφῶν.

Μετά τήν ἱερά Παράκληση καί ἐνῶ ἦταν ὅλοι ἕτοιμοι νά ἀναχωρήσουν, ὁ διοικητής σέ ἀπόδειξη φιλοφροσύνης εἶπε στόν π. Φιλόθεο Ζερβάκο νά τοῦ ζητήσει μιὰ ὁποιαδήποτε χάρη. 

Ὁ Ἡγούμενος θαύμασε γιά τήν μεταστροφή τοῦ Γερμανοῦ Διοικητῆ, πῆρε θάρρος καί ἀφοῦ ζήτησε νά μείνουν μόνοι στό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς τόν εὐχαρίστησε γιά τήν τιμητική ἐπίσκεψη στήν ἱστορική μονή, τοῦ εὐχήθηκε ὑγεία καί εὐτυχία καί ζήτησε μέσω τοῦ διερμηνέα, νά τοῦ ὑποσχεθεῖ ὅτι τή χάρη πού θά ζητήσει νά μήν τοῦ τήν ἀρνηθεῖ. Ὁ διοικητής τοῦ ἔδωσε τό δεξί χέρι καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά δώσει ὅ,τι τοῦ ζητήσει. Καί ὁ πατήρ Φιλόθεος τοῦ εἶπε: «θέλω νά χαρίσεις τή ζωή ἐκείνων πού καταδικάσθηκαν σέ θάνατο χωρίς νά φταῖνε».

Ὁ διοικητής τοῦ ἀπάντησε: «Ζήτησέ μου ἄλλη χάρη, γιατί αὐτήν δέν μπορῶ νά τήν κάνω. Ξέρω ὅτι δέν εἶναι δίκαιη ἀπόφαση, ἀλλά δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα. Ἔχω τέτοια διαταγή ἀπό τούς ἀνωτέρους μου, ὅταν σκοτωθεῖ ἕνας Γερμανός νά φονεύονται πενήντα. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἀνταπαντᾶ καί τοῦ λέει: «Ἐφόσον δέν μοῦ κάνατε τή χάρη πού σᾶς ζήτησα, γι’ αὐτό στούς ἐκτελεσθησομένους νά μέ συμπεριλάβετε καί μένα». Τότε ὁ διοικητής συγκινήθηκε, τοῦ ἔδωσε τό χέρι καί τοῦ λέγει• «σοῦ τούς χαρίζω• μόνον νά συστήσεις σέ ὅλους τους κατοίκους τοῦ νησιοῦ νά μήν ἐπαναληφθεῖ τέτοιο σαμποτάζ». Ὁ Ἡγούμενος τοῦ τό ὑποσχέθηκε καί ἔτσι ὁ Γερμανός διοικητής ἔφυγε ἀπό τό Μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας εἰρηνικός, εὐχαριστημένος. Δέν ἄργησε ὅμως νά ἔλθει ἡ μέρα τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ νησιοῦ καί τῆς Ἑλλάδας ἀπό τά στρατεύματα κατοχῆς. 

Γιά μᾶς τούς χριστιανούς αὐτό πού πιό πάνω περιγράψαμε δέν εἶναι παρά ἕνα θαῦμα. Ναί μέν ἡ εὐφυία τοῦ Γέροντα Ἡγουμένου καί οἱ διπλωματικές ἐνέργειες τῶν μοναχῶν καί τῶν ἄλλων Παριανῶν ἡγετῶν ἔκαναν ὅ,τι ἦταν δυνατόν νά κάνουν, γνωρίζοντας τή ρήση τοῦ Σολομώντα ὅτι καί θηρία πού κολακεύονται ἐξημερώνονται, ὅπως συνέβη μέ τήν περίπτωση τοῦ Γερμανοῦ Διοικητῆ, πού κατά τή μορφή καί τήν ψυχή ἔμοιαζε μέ ἀνήμερο θηρίο.

Ἀλλά ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ μητέρα πού καταλαβαίνει τόν πόνο τῶν παιδιῶν της, ἡ προστασία καί ἡ ἐλπίδα ὅλων ὅσοι ζοῦν στό πένθος καί τή θλίψη εἶδε τήν ἀδικία, ἄκουσε τίς δεήσεις τοῦ φιλόχριστου λαοῦ τῆς Πάρου καί μετέτρεψε τήν καρδιά καί τόν ἀρνητισμό τοῦ Γερμανοῦ διοικητῆ καί χάρισε τή σωτηρία σέ 125 ψυχές.

Ἀξίζει λοιπόν νά ψάλλουμε κι ἐμεῖς τό πιό κάτω διαπιστωτικό τροπάριο πού ἀκοῦμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες τό Δεκαπενταύγουστο:

«Οὐδείς προστρέχων ἐπί Σοί κατησχυμμένος ἀπό σοῦ ἐκπορεύεται, Ἁγνή Παρθένε Θεοτόκε, ἀλλ’ αἰτεῖται τήν χάριν καί λαμβάνει τό δώρημα πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως»

Θαύματα της Ζωοδόχου Πηγής.

 

(Απόσπασμα από Λόγο του π.Φιλοθέου Ζερβάκου)

Θαύματα λοιπὸν πολλὰ καὶ μεγάλα ἐγίνοντο, ὄχι μόνον εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Βασιλέως Λέοντος, τοῦ κτήτορος τοῦ ναοῦ Αὐτῆς τῆς Ζωηφόρου Πηγῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελοῦντο ἔτι περισσότερα

Ὁ μέγας Ἰουστινιανός, ὁ εὐσεβέστατος Βασιλεὺς Ῥωμαίων, ἔπεσε ποτε εἰς πάθος δυσουρίας δεινὸν καὶ ἀνίατον, καὶ ἀπελπισθεὶς ἀπὸ τοὺς ἰατρούς, καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην ἀνθρωπίνην βοήθειαν, προσέδραμεν εἰς τὴν Ζωοδόχον Πηγὴν καὶ Πανάχραντον· καὶ προσπεσὼν εἰς τὴν Ἱερὰν καὶ σεβασμίαν εἰκόνα Της, ἐδέετο θερμῶς περὶ τοῦ πάθους του. Ἔπειτα ἀπελθὼν εἰς τὴν Πηγὴν τοῦ ἁγιάσματος, καὶ μετὰ πίστεως λαβὼν ὕδωρ ἐκ τοῦ ἁγιάσματος, ἔπιε, καὶ παρευθὺς (ὤ, τῶν θαυμασίων σου, Δέσποινα!) ἰατρεύθη τελείως, καὶ τόσον ἔγινεν ὑγιής, καὶ δύναμιν τοσαύτην ἀνέλαβεν, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε τελείως ἀσθένειαν. Ὅθεν καὶ αὐτὸς θέλωντας ν’ ἀποδώσῃ τὴν ευχαριστίαν τῇ Εὐεργέτιδι Θεοτόκῳ, ἐμεγάλωσε τὸν Ναόν της. Τοῦτο δὲ ποιήσας ἐφάνη ἡ Θεοτόκος αὐτῷ κατ’ ὄναρ, καὶ εἶπέ του· Βασιλεῦ, δὲν εἶναι δίκαιον καὶ πρέπον νὰ χαλάσῃς ἄλλου ἀνθρώπου μνημόσυνον, ἀμὴ ἐὰν θέλῃς ν’ ἀποδώσῃς πρὸς τὸν Υἱόν μου καὶ Κτίστην πάσης κτίσεως πρέπουσαν τὴν εὐχαριστίαν, ἔγειρε ναὸν ἐπ’ ὀνόματι τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, καὶ κάμε τον ὅσον δύνασαι μεγάλον, διὰ νὰ συνάζεται ἐκεῖ λαὸς πολύς· καὶ ἀφιέρωσέ τον εἰς τὸ Πατριαρχεῖον, διὰ νὰ ἀκούῃ τὸ συναθροιζόμενο πλῆθος τὰ θεῖα λόγια ἀπὸ τὸν Πατριάρχην νὰ ὠφελῆται· καὶ νὰ εἶναι καὶ εἰς ἰδικόν σου ἀκατάπαυστον μνημόσυνον. Διὰ δὲ τὸν Ναὸν ὁποὺ ἐμεγάλωσες, ὄχι μόνο ὀλίγον μισθὸν θέλεις ἔχει, διὰ τὸ ἀλλότριον μημόσυνον, ἀλλὰ καὶ μετ’ οὐ πολὺ θέλει κατεδαφισθῇ ὑπὸ σεισμοῦ οὗτος διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐν αὐτῷ προσεδρευόντων πνευματοκαπήλων καὶ αἰσχρουργῶν ἀνθρώπων. Ὅθεν καὶ ὁ πιστότατος Βασιλεύς, εὐεπειθὴς γενόμενος εἰς τὴν προσταγὴν τῆς Θεοτόκου, ἤγειρεν ἐκεῖνον τὸν παμμεγέθη, περιβόητον καὶ περικαλλέστατον Ναὸν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τοῦ ὁποίου τὸ κάλλος καὶ τὸ μέγεθος κηρύττονται εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὡσὰν ὁποὺ κατὰ πολὺ αὐτὸς ὑπερβαίνει ἐκεῖνο τὸν ἐν Ἱερουσαλήμ θαυμαστὸν Ἱερόν, τὸ ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος οἰκοδομηθέν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Βασιλεὺς Ἰουστινιανός, ἀφοῦ τὸν εἶδε τελειωμένον, καὶ εἰς τόσον κάλλος καὶ ὡραιότητα τετειχισμένον, ἐκραύγασεν ἐν ἀγαλλιάσει· «Νενίκηκά σε, Σολομών!» Ὁ Ναὸς λοιπὸν ἐκεῖνος τῆς Ζωδόχου Πηγῆς ὁπού, ὡς εἴπομεν, ἐμεγάλωσεν ὁ Ἰουστινιανός, μετὰ παρέλευσιν καιροῦ, σεισμοῦ γενομένου, κατέπεσε· διότι ἀφήσαντες οἱ ἄνθρωποι νὰ πανηγυρίζουν εἰς αὐτὸν μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας, ἄρχισαν (καθὼς καὶ σήμερον κάμνουν) νὰ ἑορτάζουν μὲ χοροὺς καὶ παιγνίδια, μὲ τραγούδια καὶ μέθαις, μὲ αἰσχρουργίαις καὶ ἀσελγίαις. Ὁμοίως καὶ οἱ παραμένοντες εἰς τὸν ἅγιον ἐκεῖνον Ναὸν ἀφήσαντες νὰ διδάσκουν τὸν λαὸν τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τοὺς ἐμποδίζουν νὰ ἀπέχουν ἐκ τούτων τῶν ματαίων, ἐξεδόθησαν ὅλως δι’ ὅλου εἰς τὸν χρηματισμόν, συγκοινωνοῦντες ἀλλοτρίοις ἁμαρτήμασι διὰ τοῦτο καὶ ἀγανακτήσασα ἡ Θεοτόκος, οὐ μόνον ἐσήκωσε τὴν χάριν της ἐκεῖθεν πρὸς καιρόν, ἀλλὰ καὶ τὸν Ναὸν τελείως κατέσεισε καὶ κατηδάφισε. Μετὰ δὲ παρέλευσιν καιροῦ ἱκανοῦ, βασιλεύσας ὁ ἀοίδιμος Βασίλειος ὁ Μακεδὼν καὶ ἀκούσας τὰ θαύματα ὁποὺ ἐγίνοντο παρὰ τῆς Ζωοδόχου Πηγής, καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν τοῦ χαλασμοῦ, βουλὴν βουλεύεται ἀγαθὴν καὶ θεάρεστον, διὰ νὰ φέρῃ τὸ τοιοῦτον προσκύνημα τῶν εὐσεβῶν εἰς τὴν προτέραν πνευματικὴν κατάστασιν. Ὅθεν ἀνήγειρε τὸν Ναὸν εἰς τὸ πρῶτον μέγεθος καὶ κάλλος, κοσμήσας αὐτὸν καὶ μὲ διάφορα ἀφιερώματα, καθὼς καὶ ὁ πρῶτος κτήτωρ αὐτοῦ· καὶ ἐκλέξας ἄνδρας σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονας, καὶ πρὸς τὰ θεῖα εὐλαβεῖς, καὶ ἀρετῶν ἐργάτας, Ἱερεῖς δηλαδή, Ἱεροδιακόνους, Ἀναγνώστας, καὶ Ψάλτας, καὶ Νεωκόρους, τοὺς ἔβαλεν εἰς αὐτόν· οἱ ὁποῖοι ὄντες δοῦλοι Θεοῦ, ἠσχολοῦντο ὅλως διόλου εἰς τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου, οὐ μόνον διὰ λόγου διδάσκοντες τὸν λαὸν τὰ ἱερὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ ἐμπράκτως δείχνοντες αὐτά, γενόμενοι τύπος καὶ καλὸν παράδειγμα εἰς ὅλους. Διὰ τοῦτο καὶ πάλιν ἐπέβλεψεν ἡ Θεοτόκος ἐπὶ τὸν ἅγιόν της Ναόν, καὶ εἰς τὸ ἱερόν της ἁγίασμα, καὶ ἤρξαντο νὰ τελοῦνται θαυμάσια ἄπειρα, καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ τελοῦν καθημερινὰς πανηγύρεις καὶ ἑορτάς, μὲ ὕμνους, μὲ δοξολογίας, μὲ ὁλονυκτίους δεήσεις καὶ ἀγρυπνίας, μὲ χαρὰν ψυχῆς καὶ πνεύματος ἀγαλλίασιν, παρακινούμενοι ἀπό τε τὰς διὰ λόγου καὶ δι’ ἔργου διδασκαλίας τῶν ἱερῶν ἐκείνων ἀνδρῶν, τῶν παραμενόντων ἐν τῷ σεβασμίω Ναῶ. Οὕτω λοιπὸν ὁ βασιλεὺς Βασίλειος, εὐλαβὴς ὢν πρὸς τὰ θεῖα, ἔχαιρεν εὐφραινόμενος μὲ τὴν καλὴν κατάστασιν τοῦ μνημοσύνου του. Βλέπων δὲ τὰ ἄπειρα καὶ ὑπερφυᾶ θαύματα τῆς Παντανάσσης Θεοτόκου, ἐζήτησε μὲ τὸ μέσον τῶν ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν, νὰ τοῦ χαρίσῃ ἡ Πολυεύσπλαγχνος παιδίον ἀρσενικόν· τὸ ὁποῖον τοῦ ἐδόθη διὰ τὴν πίστιν του· καὶ γεννήσας ἄῤῥεν, τὸ ὠνόμασε Λέοντα, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου κτήτορος τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Λέγω, δηλαδή, ἐγέννησε τὸν Σοφὸν Λέοντα, τὸν ποιητὴν τῶν Ἑωθινῶν, ὁ ὁποῖος ἀναλαβὼν τὴν βασιλείαν, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, ἔδειξε μεγάλην εὐλάβειαν εἰς τὴν Ζωοδόχον Πηγήν· διὰ τοῦτο καὶ τὰ θαύματα ἐπερίσσευσαν εἰς τὸν καιρόν του. Δαιμόνια ἐξαβάλλοντο, νόσοι ἐδιώκοντο, τυφλοὶ ἀνέβλεπον, χωλοὶ περιεπάτουν, πτωχοὶ εὐηγγελίζοντο καὶ ἄλλα μυρία ἐγίνοντο καθ’ ἑκάστην· ἕκαστος δηλαδὴ τῶν εὐσεβῶν ἐλάμβανε τὴν χάριν κατὰ τὴν πίστιν του· καὶ ἡ πρώτη γυνὴ τούτου τοῦ σοφοῦ Λέοντος, ἡ ἁγία, λέγω, Θεοφανώ, πεσοῦσα εἰς ἀσθένειαν πυρετοῦ λαύρου, εὐθὺς ὁποὺ ἔπιε μὲ τὴν καλὴν της πίστιν ἀπὸ τὸ ἰαματικὸν ἐκεῖνο ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἠλευθερώθη τῆς δεινῆς ἀσθενείας καὶ τελείως ὑγίανεν. Ἀλλὰ δὴ καὶ αὐτὸς ὁ Βασιλεὺς Λέων, περιπεσὼν εἰς τὴν ἀφόρητον νόσον τῆς λιθιάσεως, ἤτοι τοῦ φιάγγου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἰς κίνδυνον ἦλθε μεγάλον, ὁποὺ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰατροὺς ἀπελπίσθη, καὶ εἰς θάνατον ἀπεφασίσθη, κατὰ τὴν Διακαινήσιμον ἑβδομάδα. Τότε λοιπὸν ἡ Θεοσεβεστάτη Βασίλισσα τὴν παρὰ τῶν ἰατρῶν ἀκούσασα ἀπόφασιν, καὶ τὸν καλόν της σύζυγον καὶ Βασιλέα βλέπουσα τὰ λίσθια πνέοντα, πιστεύουσα δὲ ὅτι τὰ παρὰ τοῖς ἀνθρώποις ἀδύνατα, νὰ εἶναι δυνατὰ παρὰ τῇ Μητρὶ τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ, προσέπεσεν εἰς τὴν ἄχραντον Εἰκόνα της, καὶ μετὰ δακρύων καὶ σταγμῶν καρδίας ἐπεκαλεῖτο τὴν Βασίλισσαν πάσης κτίσεως, νὰ χαρίσῃ τὴν ζωὴν τοῦ ἐπιγείου Βασιλέως· καὶ ταῦτα μὲν ἡ καλὴ σύζυγος καὶ Βασίλισσα. Ἡ δὲ φιλεύσπλαγχνος Μήτηρ τοῦ Φιλανθρώπου Θεοῦ, δυσωπηθεῖσα ἀπὸ τὰ ἄμετρα δάκρυα καὶ τὴν θερμὴν δέησιν τῆς Βασιλίσσης, πέμπει τὴν ἴασιν παρ’ ἐλπίδα· καὶ ἐκεῖ ὁποὺ προσηύχετο ἡ Θεοφανώ, ἤκουσε φωνὴν λέγουσα· «Μὴ λυπῆσαι, Θεοφανώ, διὰ τὴν ἀσθένειαν τοῦ Βασιλέως καὶ συζύγου σου, καὶ σήμερον ἔρχεται τὸ ἰατρικόν του βότανον». Ὅθεν περιχαρὴς γενομένη, καὶ πιστεύσασα ἔδραμε πρὸς τὸν ἀσθενῆ, καὶ εὑρίσκει τοὺς ἰατροὺς ὁποὺ ἐσυμβουλεύοντο νὰ τὸν σχίσουν, ὡσὰν ὁποὺ εἶδον πῶς πλέον δὲν ἔμεινεν ἄλλο, παρὰ αὐτὴ ἡ ἐπικίνδυνος θεραπεία. Ταῦτα δὲ ἀκούσασα ἡ Βασίλισσα, τοὺς ἐμπόδισε λέγουσα· Ἔχετε ὀλίγην ὑπομονήν, καὶ ἰδοὺ στέλνει ἡ Κυρία μου Θεοτόκος ἄλλο θαυμαστὸν ἰατρικόν, καὶ θέλει τὸν ἰατρεύσει· καὶ μετ’ ὀλίγον ἐκεῖ ὁποὺ ἐπρόσμεναν τὸν θάνατον τοῦ Βασιλέως, φθάνει ἡ Νεωκόρος τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, Ἀγάθη ὀνομαζομένη, βαστάζουσα κεράμιον γεμᾶτον ἀπὸ τὸ ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, καὶ λέγει πρὸς τὴν Βασίλισσαν· Σήμερον ἐκεῖ ὁποὺ ἐσκούπιζα τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἤκουσα φωνὴν ἀοράτως λέγουσάν μοι· Ἀγάθη, λάβε εἰς ἀγγεῖον ὕδωρ ἀπὸ τὴν Πηγὴν μου, καὶ δράμε ταχέως πρὸς τὸν Βασιλέα Λέοντα ὁποὺ κινδυνεύει εἰς θάνατον, καὶ δός του νὰ πίῃ καὶ θέλει ἰατρευθῇ· ὅτι βοᾷ πρὸς με μετὰ δακρύων πολλῶν ἡ ἀγαπημένη μου Θεοφανώ. Ταῦτα ἀκούσασα ἡ Βασίλισσα, καὶ πιστεύσασα ἔλαβε τὸ ἁγίασμα μετὰ χαρᾶς καὶ ποτίσασα τὸν Βασιλέα, εὐθὺς (ὤ τῶν ὑπερφυῶν σου Θαυμάτων Παντάνασσα!) ἐθεραπεύθη, καὶ τῆς κλίνης ἠγέρθη ὅλος ὑγιής, μὴ ἔχων οὐδὲν λείψανον τῆς ἀσθενείας ἐκείνης τῆς ἀνιάτου. Τοῦτο πάντας ἐξέπληξε, καὶ πάντας εἰς ὑμνωδίαν καὶ εἰς εὐχαριστίαν τῆς κοινῆς Εὐεργέτιδος παρεκίνησε. Τότε δὲ τῇ προστάξει τοῦ Βασιλέως, ἐτελέσθη ἑορτὴ χαρμόσυνος κατὰ τὴν Παρασκευὴν τῆς Διακαινησίμου, καθ’ ἥν ἐγένοντο καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τούτου· καὶ ἔκτοτε ἐπεκράτησε νὰ τελῆται ἡ ἑορτὴ αὕτη κατὰ τὴν Διακαινήσιμον Παρασκευήν, μὲ μόνην ἴσως τὴν Ἀναστάσιμον ἀκολουθίαν. Ὕστερον, δὲ ὡς φαίνεται, κελεύσει Συνοδικῇ, προσετέθη καὶ ἡ ἀκολουθία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου.

Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τῆς ἁγίας Θεοφανοῦς, ἀτέκνου ἀποθανούσης, ἔλαβεν ὁ Βασιλεὺς ἄλλην γυναῖκα νόμιμον, Ζωὴν ὀνομαζομένην. Μὴ τεκνογονῶν δὲ καὶ μὲ αὐτήν, ἐφάνη καλὸν νὰ προσπέσουν ἀμφότεροι εἰς τὴν βοήθειαν τῆς ταχείας ἀντιλήψεως τῆς Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας· καὶ δή, ἀπελθόντες εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, καὶ λειτουργηθέντες, καὶ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μεταλαβόντες, καὶ φιλοτιμίαν καὶ δωρεὰν μεγάλην ποιήσαντες εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου καὶ εἰς τοὺς παρευρεθέντες ἐκεῖσε πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς, ἔπιον καὶ ἐκ τοῦ σεπτοῦ ἁγιάσματος, καὶ οὕτως ἐπέστρεψαν εἰς τὰ βασίλεια· καὶ ἐκεῖ δὲ ἔκαμαν ἡμέρας τεσσαράκοντα νηστεύοντες καὶ προσευχόμενοι, παρακαλοῦντες τὴν Θεοτόκον νὰ τοὺς χαρίσῃ τέκνον, καὶ τῆς Βασιλείας διάδοχον. Ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν Θεός, βλέπων τὴν πίστιν καὶ τὴν ταπείνωσίν τους, καὶ ἐπικαμφθεὶς εἰς τὴν μεσιτείαν τῆς Παναχράντου ἁγίας Αὐτοῦ Μητρός, ἐπλήρωσε τὴν καλήν τους αἴτησιν, καὶ συλλαβοῦσα ἡ Ζωή, ἔτεκε Κωνσταντῖνον τὸν Πορφυρογέννητον, τὸν καὶ ποιητὴν τῶν Ἀναστασίμων Ἐξαποστειλαρίων. Ὁ ὁποῖος βασιλεύσας μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Πατρός του Λέοντος, εὐσεβὴς ὢν καὶ εὐλαβής, ἐπεμελεῖτο πάντας τοὺς Ἱεροὺς Ναούς, καὶ μάλιστα τοῦτον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὡς προγονικόν του μνημόσυνον. Εἰς τούτου τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου τὸν καιρόν, ἐπερίσσευσαν τὰ θαύματα τῆς Παναχράντου Ζωοδόχου Πηγῆς, καὶ ἐθεραπεύοντο καθ’ ἑκάστην διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγιάσματος πάθη ἀνίατα· καρκῖνοι δηλαδή, φύστολοι, ὑδρωπικοί, ἐκτικίαι, αἱμόῤῥοιαι, γάγραιναι, καὶ ἄλλα τοιαῦτα, καὶ χείρονα τούτων πάθη· καὶ ἔβλεπε κανεὶς τότε νὰ τελῆται ἐκεῖ καθ’ ἡμέραν πανήγυρις, καὶ ἀνθρώπους διαφόρους παντὸς ἀξιώματος θεραπευομένους· Βασιλοπούλαις, Ἄρχοντας, Ἀρχόντισσας, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχούς, καὶ ἐν γένει κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἀσθενής, ὁποὺ ἤθελε προσέλθῃ εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου καὶ ἤθελε πίει μετὰ πίστεως ἀπὸ τὸ ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, δὲν ἐγύριζε λυπημένος· ἀλλ’ ἔχων μισθὸν τῆς εὐλαβείας καὶ πίστεώς του τὴν θεραπείαν τῆς ἀσθενείας του, ἐπανέκαμπτε χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος.

Πλούσιος δέ τις Θεσσαλονικεύς, πολλὰ εὐλαβὴς καὶ Θεοφοβούμενος, νοσήσας νόσον τινὰ ἀνίατον καὶ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπελπισθείς, ἀκούων δὲ περὶ τῶν ἀπείρων θαυμάτων τῆς Ζωηῤῥύτου Θείας Πηγῆς, ἐπεθύμησε νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ πιστεύων, πῶς θέλει τύχει καὶ αὐτὸς τῆς θεραπείας του· καὶ λοιπὸν ἐμβὰς εἰς πλοῖον, ἔπλεε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀλλ’ οὖν καθ’ ὁδὸν (ἴσως καὶ νὰ ἦτο Θεοῦ οἰκονομία, πρὸς πίστωσιν τῶν ἀπίστων) πολὺ ἐβάρυνε καὶ εἰς θάνατον ἤγγισε. Βλέπων δὲ ὁ πιστὸς καὶ καλὸς Χριστιανὸς πὼς θέλει ἀποθάνει, καὶ δὲν θέλει ἀξιωθῇ νὰ προσκυνήσῃ εἰς τὸν πάνσεπτον Ναὸν τῆς Θεοτόκου, οὔτε θέλει πίει ἐκ τοῦ ἁγιάσματος τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἐπροσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς του ὁμοῦ καὶ τὸν καραβοκύρην, καὶ τοὺς ὥρκισεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον, ἐὰν ἀποθάνη, νὰ μὴν τὸν ῥίψουν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλὰ νὰ τὸν φυλάξουν, καὶ νὰ τὸν ὑπάγουν νεκρὸν εἰς τὴν Ζωηφόρον Πηγήν· καὶ τοὺς ἔλεγεν· Ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας νὰ πίω ζωντανὸς ἐκ τοῦ ἰαματικοῦ ἐκείνου ἁγιάσματος, οὔτε νὰ προσκυνήσω τὴν Κυρίαν μου Θεοτόκου εἰς τὸν χαριτωμένον Ναόν Της, κἂν ἂς ὑπάγω νεκρός· καὶ ἀφοῦ μὲ θάψητε ἐκεῖ πλησίον εἰς τὸν Ἅγιον Ναόν, νὰ λάβετε τρεῖς κάδους ἀπὸ τὸ ἁγίασμα ἐκεῖνο τὸ ζωήῤῥυτον, καὶ νὰ τὸ χύσητε ἐπάνω εἰς τὸ νεκρόν μου σῶμα, καὶ οὕτως νὰ μὲ ἐνταφιάσητε. Ὑπεσχέθησαν λοιπὸν οὕτω νὰ κάμουν· καὶ ἀφοῦ ἀπέθανε, τὸν ἐπῆγαν ἐκεῖ, καὶ θέλοντες νὰ τὸν θάψουν, ἐπῆραν κατὰ τὴν παραγγελίαν του τρεῖς κάδους ἀπὸ τὸ ἁγίασμα, καὶ περιχύσαντές τον, ἀνέστη (ὤ, θαύματος παραδόξου!) ὡς ἐξ ὕπνου ὁ ἤδη νεκρὸς τετραήμερος. Εἰς τὸ τοιοῦτον θεῖον θαῦμα ἐθαύμασαν ἅπαντες, ἐξέστησαν οἱ ναῦται, οἱ ἰδόντες αὐτὸν νεκρὸν τεσσάρων ἡμερῶν, καὶ εἰς δόξαν καὶ εὐχαριστίαν ἐτράπησαν. Ὁ δὲ νεκρέγερτος ἀποδίδοντας τὴν εὐχαριστίαν τῇ Θεομήτορι, διένειμε πτωχοῖς πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ καὶ κουρευθεὶς Μοναχός, ἔμεινεν ἐκεῖσε, ὑπηρετῶν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Ἐπιζήσας δὲ μετὰ τὴν ἀναβίωσίν του χρόνους εἴκοσιν, ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ, πολιτευθεὶς θεαρέστως καὶ κοσμήσας τὸν ἑαυτόν του μὲ παντοίας ἀρετάς.

Στέφανος δὲ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, ὁ υἱὸς Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, καὶ ἀδελφὸς Λέοντος τοῦ σοφοῦ, ἐκτικιάσας καὶ μὴ δυνάμενος εὑρεῖν θεραπείαν, διὰ τὸ ἀνίατον τοῦ πάθους, προσέδραμεν εἰς τὴν πάντων εὐεργέτιδα Δέσποιναν Θεοτόκον, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν Ἅγιον Ναόν της, καὶ δεηθεὶς μετὰ πίστεως καὶ θερμῶν δακρύων, καὶ ἐκ τοῦ ἁγιάσματος πίνων, ἰατρεύθη. Ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν Ἱεροσολύμων Πατριάρχης, Ἰωάννης καλούμενος, ἔκ τινος ἀσθενείας, τὴν ἀκοὴν ἀπολέσας, καθὼς μετὰ πίστεως ἔπιεν, καὶ τὰ αὐτία του ἐῤῥάντισε μὲ τὸ ἰαματικὸν ἐκεῖνο ἁγίασμα, εὐθὺς ἰατρεύθη. Ὁμοίως καὶ ὁ Πατρίκιος Ταράσιος, καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ Μαγίστρισσα, καθ’ ὑπερβολὴν φιλάργυροι ὄντες καὶ ἀνελεήμονες, καὶ διὰ τοῦτο, Θεοῦ παραχωρήσει, πεσόντες εἰς πυρετὸν ἄμετρον καὶ δεινόν, καὶ τῇ Ζωοδόχῳ Πηγῇ προσδραμόντες, καὶ τὴν δαιμονικὴν φιλαργυρίαν, καὶ τὴν τυραννικὴν ἀσπλαγχνίαν μὲ ὑπόσχεσιν ἀφέντες, καὶ ἐλεήμονες καὶ συμπαθεῖς γενόμενοι, καὶ ἐκ τοῦ θαυματουργοῦ ἁγιάσματος πιόντες ἐθεραπεύθησαν. Καί τινος ἄρχοντος υἱός, Στυλιανοῦ ὀνομαζομένου, περιπεσὼν εἰς τὸ δυσίατον πάθος τῆς δυσουρίας, καὶ ἐξ ἀνθρωπίνης βοήθείας, καὶ ἰατρῶν θεραπείας ἀπελπισθείς, προσέδραμε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ἑτοίμην καὶ ἄμισθον βοηθόν, καὶ εὐλαβῶς τε, καὶ μετὰ πίστεως ἐκ τοῦ ἁγιάσματος πιών, ἰατρεύθη.

ΠΗΓΗ.Βιβλίο-Η ΠΑΝΤΩΝ ΑΝΑΣΣΑ -ΦΑΝΕΡΏΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.

Η Παναγιά του Μπαλουκλί

Ζωοδόχου Πηγῆς
(Η Αποκάλυψις του Αγιάσματος της Παναγίας του Μπαλουκλί Κωνσταντινουπόλεως)
Μὲ τὸ ὄνομα Ζωοδόχος Πηγὴ τοῦ Μπαλουκλὶ ἢ Παναγία ἡ Μπαλουκλιώτισσα φέρεται ἱερὸ χριστιανικὸ ἁγίασμα ποὺ βρίσκεται στὴ Κωνσταντινούπολη ἔξω ἀπὸ τὴ δυτικὴ πύλη τῆς Σηλυβρίας, ὅπου ὑπῆρχαν τὰ λεγόμενα «παλάτια τῶν πηγῶν» στὰ ὁποῖα οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες παραθέριζαν τὴν Ἄνοιξη. Πῆρε τὴν ὀνομασία του ἀπὸ τὸ τουρκικὸ ὄνομα Balik (=ψάρι) καὶ περιλαμβάνει τὸ μοναστήρι, τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ ἁγίασμα.
Γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγιάσματος ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές:
α) Ἡ πρώτη, ποὺ ἐξιστορεῖ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος ἀναφέρει ὅτι: Ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Λέων ὁ Θρὰξ ἢ Λέων ὁ Μέγας (457 – 474 μ.Χ.), ὅταν ἐρχόταν ὡς ἁπλὸς στρατιώτης στὴν Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στὴ Χρυσὴ Πύλη ἕναν τυφλὸ ποὺ τοῦ ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιὰ νερό, μιὰ φωνὴ τοῦ ὑπέδειξε τὴν πηγή. Πίνοντας ὁ τυφλὸς καὶ ἐρχόμενο τὸ λασπῶδες νερὸ στὰ μάτια τοῦ θεραπεύτηκε.
Ὅταν ἀργότερα ἔγινε αὐτοκράτορας, τοῦ εἶπε ἡ προφητικὴ φωνή, πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ χτίσει δίπλα στὴν πηγὴ μία Ἐκκλησία. Πράγματι ὁ Λέων ἔκτισε μία μεγαλοπρεπὴ ἐκκλησία πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὸ χῶρο ἐκεῖνο, τὸν ὁποῖο καὶ ὀνόμασε «Πηγή». Ὁ Κάλλιστος περιγράφει τὴ μεγάλη αὐτὴ Ἐκκλησία μὲ πολλὲς λεπτομέρειες, ἂν καὶ ἡ περιγραφὴ ταιριάζει περισσότερο στὸ οἰκοδόμημα τοῦ Ἰουστινιανοῦ.
Ἱστορικὰ πάντως εἶναι ἐξακριβωμένο, ὅτι τὸ 536 μ.Χ. στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπὸ τὸν Πατριάρχη Μηνᾶ 536 – 552 μ.Χ., λαμβάνει μέρος καὶ ὁ Ζήνων, ἡγούμενος «τοῦ Οἴκου τῆς ἁγίας ἐνδόξου Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ἐν τῇ Πηγῇ».
β) Ἡ δεύτερη, ποὺ ἐξιστορεῖ ὁ ἱστορικὸς Προκόπιος, τοποθετεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα καὶ ἀναφέρεται στὸν Ἰουστινιανό. Ὁ Ἰουστινιανὸς κυνηγοῦσε σ’ ἕνα θαυμάσιο τοπίο μὲ πολὺ πράσινο, νερὰ καὶ δένδρα. Ἐκεῖ, σὰν σὲ ὅραμα, εἶδε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι, πλῆθος λαοῦ καὶ ἕναν ἱερέα μπροστὰ σὲ μιὰ πηγή. «Εἶναι ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων» τοῦ εἶπαν.
Καὶ ἔχτισε ἐκεῖ μοναστήρι μὲ ὑλικὰ ποὺ περίσσεψαν ἀπὸ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Ὁ Ἰ. Κεδρηνὸς ἀναφέρει ὅτι χτίστηκε τὸ 560 μ.Χ. Γράφοντας τὸν 14ο αἰ. μ.Χ. γιὰ τὸ ἁγίασμα τῆς Πηγῆς ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος παραθέτει, ἀπὸ διάφορὲς πηγές, ἕναν κατάλογο 63 θαυμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 15 φθάνουν ὡς τὴν ἐποχή του. Σήμερα στὴν αὐλὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς βρίσκονται οἱ τάφοι τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν. Τὸ δὲ ἁγίασμα βρίσκεται στὸν ὑπόγειο Ναὸ καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ μαρμαρόκτιστη πηγή, τὸ νερὸ τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἁγιασμένο.
Ἀπὸ ἐδῶ διαδόθηκε ὁ τύπος τῆς Παναγίας Ζωοδόχου Πηγῆς σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ψηφιδωτὴ παράσταση τῆς εἰκόνας σώζεται στὸν ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς τῆς Χώρας. Ὁ Ναὸς αὐτὸς ἔμεινε γνωστὸς στὴν ἱστορία ὡς τὸ ἁγίασμα τοῦ «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ» στὰ τουρκικὰ σημαίνει ψάρι καὶ ἡ παράδοση μᾶς λέει πὼς ἐκεῖ δίπλα στὸ ἁγίασμα, στὶς 23 Μαΐου 1453 μ.Χ. μία Μοναχή τηγάνιζε ψάρια, ὅταν κάποιος της ἔφερε τὴν εἴδηση πὼς πῆραν τὴν Πόλη οἱ Τοῦρκοι.
Ὁ μοναχή ἀπάντησε πὼς μόνο ἂν τὰ ψάρια ποὺ τηγάνιζε ἔφευγαν ἀπ’ τὸ τηγάνι καὶ ἔπεφταν μέσα στὸ ἁγίασμα θὰ πίστευε ὅτι ἔγινε κάτι τέτοιο. Καὶ πραγματικὰ τὰ ψάρια ζωντάνεψαν καὶ ἔπεσαν μέσα στὴν πηγὴ τοῦ ἁγιάσματος. Μέχρι σήμερα δέ, μέσα στὴν δεξαμενὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς διατηροῦνται ἑπτὰ ψάρια καὶ μάλιστα σὰν νὰ εἶναι μισοτηγανισμένα ἀπ’ τὴν μιὰ πλευρά.
Σὲ ἀνάμνηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε τὴν κάτ’ ἔτος ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινήσιμου Ἑβδομάδας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν ὑπερούσιον, ὄμβρον κυήσασα, πηγὴ ζωήρρυτος, Παρθένε πέφυκας,
ἀναπηγάζουσα ἡμῖν, τὸ νέκταρ τὸ ἀθάνατον, ὕδωρ τὸ ἁλλόμενον, εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον,
νάματα γλυκύρροα, ἐκ τῆς Κρήνης σου πάντοτε, ἐξ ὧν ἐπεντρυφῶντες βοῶμεν· Χαῖρε Πηγὴ ἡ ζωηφόρος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐξ ἀκενώτου σου πηγῆς Θεοχαρίτωτε
Ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα
Ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον·
Τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν
Ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι,
Ἵνα κράζω σοι, Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.
Μεγαλυνάριον.
Ὕδωρ τὸ ζωήρρυτον τῆς Πηγῆς,
μάννα τὸ προχέον, τὸν ἀθάνατον δροσισμόν,
τὸ νέκταρ τὸ θεῖον, τὴν ξένην ἀμβροσίαν,
τὸ μέλι τὸ ἐκ πέτρας, πίστει
τιμήσωμεν.