O Όσιος Ιάκωβος ο ασκητής (πρώην βιαστής και δολοφόνος)

Τη ΚΗ΄ (28η) Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΙΑΚΩΒΟΥ του Ασκητού.

Ιάκωβος ο Όσιος ούτος πατήρ ημών ήτο εις κωμόπολιν τινά καλουμένην Πορφυριανήν· επειδή δε κατά το δεσποτικόν πρόσταγμα, η ταπεινοφροσύνη και η πτωχεία του πνεύματος γίνεται πρόξενος πολλών αγαθών και ευεργεσιών εις τας φιλοθέους ψυχάς, δια τούτο όποιος αποκτήση αυτήν και την κατορθώση, δεν υπάρχει φόβος να πέση εις κανένα πάθος σαρκός και πνεύματος· όσοι όμως δεν προσέχουν επιμελώς να φυλάττουν αυτήν την σωτήριον αρετήν, αλλά πέσουν εις έπαρσιν, τους έρχεται πολλή ζημία και μέγας κίνδυνος, καθώς από πολλάς ιστορίας και παραδείγματα εγνωρίσαμεν και εξόχως από του παραδείγματος, το οποίον λαμβάνομεν εκ του Οσίου τούτου Ιακώβου προς οικοδομήν και ασφάλειαν των μεταγενεστέρων Μοναχών, δια να φυλάττεται ο καθείς να μη πάθη τα όμοια από ραθυμίαν και οίησιν.Προσέχετε λοιπόν ακριβώς την φοβεράν ταύτην διήγησιν και μη με κατακρίνη κανείς πως την έγραψα ούτως εξηγητήν, να ακούωσιν οι ιδιώται να σκανδαλίζωνται, ότι ένας Άγιος έπεσεν εις τοιούτον δεινόν ανόμημα· διότι ο Θεός θέλει να αναγιγνώσκωνται τα θαυμάσιά του, δια να ακούωσιν οι αμαρτήσαντες την ευσπλαγχνίαν του και να επιστρέφωσι προς μετάνοιαν. Δια τούτο έγραψαν οι Όσιοι Πατέρες Βίους πολλών αμαρτωλών πρότερον, οίτινες έγιναν Άγιοι με την μετάνοιαν ύστερον· διότι τα δάκρυα, τα οποία χύνει ο άνθρωπος με θερμότητα και πόνον καρδίας, τον καθαρίζουν από τον μολυσμόν και τον αγιάζουσιν. Ακούσατε λοιπόν και μη συζηλώσητε την πτώσιν του Οσίου, αλλά την θαυμασίαν μετάνοιαν την οποίαν έκαμε, δια της οποίας ηξιώθη πάλιν της προτέρας χάριτος.

Ο Όσιος Ιάκωβος κατώκει πρότερον εις ένα σπήλαιον μακράν από την πόλιν της Πορφυριανής, εις το οποίον έκαμε δεκαπέντε χρόνους· τόσον δε επρόκοψεν εις την αρετήν και την άσκησιν, ώστε ηξιώθη από τον Θεόν να κάμνη θαυμάσια· εδίωκε δαίμονας, ιάτρευεν αρρωστίας και πάθη ανίατα και άλλα όμοια έκαμνε· δια τούτο έγινεν ονομαστός εις όλους και περιβόητος και πολλοί επήγαιναν εις το κελλίον του χάριν ωφελείας, όχι μόνον ευσεβείς, αλλά και δυσσεβείς Σαμαρείται, τους οποίους με νουθεσίας και διδάγματα από την θείαν Γραφήν επέστρεφε προς ευσέβειαν.

Ο φθονερός διάβολος όμως, βλέπων την πολλήν ωφέλειαν του λαού, εκάκισε και προσεπάθει να διώξη τον Άγιον από τον τόπον εκείνον. Ευρίσκων λοιπόν όργανον της κακίας του ένα Σαμαρείτην, εισήλθεν εις αυτόν· ούτος συνήθροισε τους συγγενείς και φίλους του και εγύρευον ενέδρας και μηχανάς, δια να διώξουν από το κελλίον του τον Όσιον. Αφού εμηχανεύθησαν πολλά, τέλος έδωσαν είκοσι φλωρία χρυσά εις μίαν πόρνην, της έταξαν δε να της δώσουν και άλλα περισσότερα, εάν δυνηθή να υποσκελίση τον Όσιον, δια να εύρουν αφορμήν να τον εκβάλουν από τα όριά των οι άνομοι. Επήγε λοιπόν η ανοσία και άσωτος, όταν ενύκτωσεν, εις το κελλίον του Οσίου, και κρούσασα την θύραν τον παρεκάλει να την υποδεχθή, αλλ’ εκείνος δεν ήθελε να της ανοίξη. Αυτή όμως έμεινεν ώραν πολλήν και εδέετο αναιδώς με δάκρυα ικετεύουσα. Ανοίξας όθεν ο Όσιος την θύραν και ιδών αυτήν, ενόμισεν ότι ήτο φάντασμα και κλείσας την θύραν έπεσεν εις προσευχήν δεόμενος να τον λυτρώση από τον πειρασμόν ο Κύριος· η δε γυνή εφώναζε λέγουσα· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, άνοιξόν μοι δια τον Κύριον δια να μη με φάγωσι τα θηρία την τάλαιναν!». Ούτω λοιπόν κράζουσα έως το μεσονύκτιον, την ελυπήθη ο Όσιος και ανοίγων την ηρώτησε πόθεν ήτο και τι εγύρευεν· η δε απεκρίνατο· «Από το δείνα Μοναστήριον είμαι και με απέστειλεν η Ηγουμένη να φέρω ευλογίας εις τούτο το χωρίον και ενύκτωσε· δι’ αυτό, σε παρακαλώ, να με κρατήσης εδώ έως ότου εξημερώση και τότε να υπάγω εις την οδόν μου ακίνδυνα». Ευσπλαγχνισθείς λοιπόν αυτήν, της έδωκεν άρτον και ύδωρ και αφήνοντάς την εις το έξω κελλίον, εισήλθεν εις το εσώτερον. Αύτη, αφού έφαγεν, ησύχασεν ολίγον και έπειτα αρχίζει φωνάς μεγάλας και έκλαιεν, ωσάν να την έδερναν. Ερωτήσας αυτήν ο Όσιος τι έπαθεν, απεκρίθη ότι της ήλθεν εις την καρδίαν πόνος δεινότατος και την έφερνεν εις θάνατον και τον παρεκάλει να βάλη εις το στήθος της το χέρι του, να σταυρώση τον τόπον, μήπως παύση ο πόνος της. Πιστεύσας λοιπόν ο Άγιος, εβγήκε και ανάπτων μεγάλην πυράν έβαλεν εις αυτήν την αριστεράν του χείρα και με την δεξιάν ήλειφε την γυναίκα εις το στήθος με έλαιον από την κανδήλαν των Αγίων· αυτή δε προσεπάθει να τον παγιδεύση και του λέγει· «Δια τον Κύριον, παρακαλώ σε, άλειφέ μου την καρδίαν ώραν πολλήν, έως ότου παύσουν οι πόνοι μου». Ο μεν Όσιος λοιπόν, ηξεύρων τας πανουργίας του πονηρού, δεν ετόλμησε να αποσύρη από την πυράν την χείρα του όσην ώραν την ήλειφε και ούτως επέρασαν τρεις ώραι, ώστε έσπασαν αι αρμονίαι των δακτύλων του και με την αφόρητον οδύνην αυτήν εδίωξε τον κακόν λογισμόν από την καρδίαν του πάνσεμνος. Η δε γυνή, όταν είδε κατακεκαυμένην την χείραν του, κατενύγη και πίπτουσα εις τους πόδας του έκλαιε και έτυπτε το στήθος της λέγουσα· «Ουαί μοι τη αθλία! Εγώ είμαι το δοχείον του δαίμονος και του αιωνίου πυρός αξά». Και ούτως ωμολόγησε του Αγίου όλην την υπόθεσιν και μετανοήσασα ολοψύχως την ανομίαν της, έταξε να κάμη ικανήν μετάνοιαν και να φυλάξη σωφροσύνην εις το μέλλον. Τότε ο Όσιος, δίδων την ευλογίαν του, την κατήχησε και την έστειλεν εις τον Αγιώτατον Επίσκοπον Αλέξανδρον, ο οποίος την εξήτασεν ικανώς και γνωρίσας ότι ολοψύχως νετενόησε, την εβάπτισε και την έστειλεν εις Μοναστήριον γυναικών, τους δε Σαμαρείτας εδίωξεν απ’ εκείνα τα όρια. Έπειτα επήγεν εις τον Όσιον Ιάκωβον και τον εστερέωσε και τον είχον όλοι εις περισσοτέραν ευλάβειαν δια την θαυμασίαν σωφροσύνην του. Τοσούτον δε επρόκοψεν η γυνή εκείνη εις την μοναδικήν πολιτείαν, ώστε ηξιώθη να διώκη από τους ανθρώπους δαιμόνια. Ούτω λοιπόν θεαρέστως βιώσασα η πρώην άσεμνος, απήλθεν εις την αιωνίαν μακαριότητα.

Μετά πολύν καιρόν εδαιμονίσθη μία κόρη, θυγάτηρ ενός άρχοντος, πρώτου του βουλευτηρίου, και το δαιμόνιον επεκαλείτο εξ ονόματος τον Ιάκωβον, προς τον οποίον έφεραν οι γονείς το θυγάτριον, παρακαλούντες τον να διώξη τον ακάθαρτον δαίμονα. Ο Όσιος έκαμε προσευχήν και ως έβαλεν εις την κόρην την χείρα του, έφυγεν ο δαίμων ευθύς και έμεινεν υγιές το κοράσιον. Οι γονείς δε αυτής, προς ευχαριστίαν της τοιαύτης χάριτος, έστειλαν του Οσίου χρυσά τριακόσια, τα οποία δεν κατεδέχθη ούτε καν να ίδη ο Όσιος, λέγων: «Την χάριν του Θεού δεν πρέπει κανείς να την πραγματεύεται». Οι απεσταλμένοι είπον εις αυτόν· «Κράτησέ τα, δούλε του Θεού, δια να μη κάμης αποστροφήν του άρχοντος και έπειτα διαμοίρασέ τα εις τους πτωχούς, να έχης μισθόν περισσότερον». Και τους λέγει ο Όσιος: «Ας τα δώσουν εκείνοι οι οποίοι τα έχουν». Άλλην φοράν του έφεραν ένα νέον σηκωτόν, όστις είχε παραλύτους τους πόδας του από συνεργίαν του δαίμονος, νηστεύσας δε ο Όσιος και τρεις ημέρας προσευχόμενος, ήγειρε τον παράλυτον, όστις ευχαριστήσας αυτόν, ως έπρεπεν, υπέστρεψε περιπατών εις την οικίαν του.

Ήρχοντο δε και άλλοι πολλοί έχοντες διαφόρους ασθενείας εις τον Όσιον και όλοι εθεραπεύοντο και επέστρεφον υγιείς, ευχαριστούντες τον Κύριον. Βλέπων δε ο Άγιος την πολλήν τιμήν, την οποίαν του έδιδαν οι άνθρωποι, εφοβήθη μήπως πέση εις κενοδοξίαν και χάση τους κόπους του· όθεν φεύγων επήγεν εις άλλον τόπον μακράν απ’ εκεί μίλια τεσσαράκοντα και ευρίσκων εις τας όχθας του ποταμού μέγα σπήλαιον έκαμεν εκεί χρόνους τριάκοντα, κατά τους οποίους δεν εφρόντιζε δια φαγητόν μόνον έτρωγε χόρτα άγρια. Μετά καιρόν έκαμε μικρόν κήπον, τον οποίον δουλεύων επορεύετο με τα λάχανα των κόπων του. Έγινε δε τόσον περιβόητος με την θαυμασίαν πολιτείαν του, ώστε ήρχοντο από πεντήκοντα Μοναστήρια Μοναχοί και πολλοί λαϊκοί και κληρικοί δια να λαμβάνουν την ευλογίαν του. Αλλ’ όμως, φθάσας εις τόσον μεγάλην αρετήν και τοσαύτης χάριτος αξιωθείς ο Όσιος, εγκατελείφθη από τον Θεόν και έπεσεν εις μέγα ανόμημα εκ συνεργίας του δαίμονος· ή ίσως να έπεσεν εις υπερηφάνειαν, δι’ αυτό και αφήκεν ο Κύριος να πάση, δια να ταπεινωθή και να μη υπάγη εις την απώλειαν· διότι ο αμαρτωλός, όστις γνωρίζει το βάρος της ανομίας του και κλαίει, σώζεται, ο δε υπερήφανος δίκαιος κολάζεται. Βλέπων λοιπόν ο δαίμων τον ενάρετον βίον του Ιακώβου, εφθόνησε και εισελθών εις μίαν κόρην ενός πλουσίου, εφώναζε λέγων· «Εάν δεν με προστάξη ο αναχωρητής Ιάκωβος, δεν εξέρχομαι ποτέ». Ηρώτων λοιπόν οι γονείς τής κόρης δια τον Όσιον, που ευρίσκετο και δεν ηδύναντο να μάθουν τίποτα, διότι ήτο μακράν από την πόλιν των και με πολύν κόπον έμαθαν τον τόπον. Όθεν επήραν οι γονείς τούς δούλους αυτών και επήγαν την δαιμονιζομένην εις τον μέγαν Ιάκωβον και πεσόντες εις τους πόδας του έλεγον· «Ελέησον ταύτην την κόρην, ότι δεινώς βασανίζεται από πνεύμα ακάθαρτον και έχει ημέρας είκοσιν όπου δεν έφαγε τίποτε, μόνον φωνάζει και σε καλεί εξ ονόματος». Τότε ο Όσιος έκαμεν ώραν πολλήν προσευχήν, έπειτα δε ενεφύσησεν εις αυτήν, ούτω λέγων· «Εις το όνομα του Κυρίου Ιησού, έξελθε από ταύτην, ακάθαρτε», και ευθύς έφυγεν από την κόρην ο δαίμων, ως υπό πυρός διωκόμενος, αύτη δε έπεσεν εις την γην και εκείτετο πολλήν ώραν άφωνος, έως ότου ήγειρεν αυτήν ο Όσιος και την παρέδωκεν υγιά εις τους γονείς της, οι οποίοι εδόξασαν τον Θεόν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον. Πλην όμως φοβούμενοι μήπως και εισέλθη πάλιν εις αυτήν το δαιμόνιον, παρεκάλεσαν τον Όσιον να την κρατήση εκεί ημέρας τινάς μαζί του και τότε να την παραλάβωσι. Και ούτως έστρεψαν οι γονείς της με τους άλλους ανθρώπους εις την οικίαν των. Ο δε κακομήχανος εχθρός των δούλων του Θεού, βλέπων την κόρην εις το κελλίον του Οσίου, του έδωκε μεγάλον και χαλεπόν πόλεμον εις την σάρκα· και τόσον τον εβασάνισεν, ώστε τον έρριψεν εις μεγάλην πτώσιν ο τρισκατάρατος και έπεσε (φεύ!) εις την πορνείαν, τότε εις το γήρας του, ενώ όταν ήτο νεώτερος ενίκησε τον πόλεμον με τόσην ανδρείαν, καθώς ηκούσατε και πρότερον, αφού ετέλεσε τόσα θαυμάσια, επήρε τόσας νίκας και τρόπαια κατά των δαιμόνων. Και κατόπιν, μετά τας τοσαύτας νηστείας και αγρυπνίας και άλλα έργα θεάρεστα, κατεφρόνησε των τοσούτων χρόνων την άσκησιν και έγινε των δαιμόνων αιχμάλωτος, ο πρώην ισάγγελος.

Ως δε να μη έφθανεν αύτη η αμαρτία της πορνείας, έπραξε και το χειρότερον και τον εκρήμνισε και εις τον φόνον ο φθόνος του δαίμονος και του έβαλεν ο ανθρωποκτόνος εις τον νουν του, ότι εάν δεν θανατώση την νεάνιδα, αύτη έμελλε να το φανερώση να τον πομπεύσουν οι άνθρωποι. Όθεν τυφλωθείς την διάνοιαν, εφόνευσεν την γυναίκα και έρριψεν εις τον ποταμόν το σώμα της δια να μη φανερωθή η κακοπραγία του. Αλλά τούτο του συνέβη, αγαπητοί, δια την υψηλοφροσύνην αυτού και έπαρσιν· διότι εάν δεν εφώλευεν εις την ψυχήν του αυτό το πάθος, δεν θα τον άφηνεν ο Θεός να πέση εις τοιούτον ανόμημα, καθώς και άλλοι πολλοί το έπαθον, ως φαίνεται εις τας βίβλους της Εκκλησίας μας. Αλλ’ όμως η φιλανθρωπία του Θεού, ο οποίος ποθεί την σωτηρίαν των αμαρτωλών και δεν θέλει την απώλειάν μας, του έδωκε χείρα και τον εσήκωσεν ύστερα με της μετανοίας το βότανον και τον ηξίωσε πάλιν, εις πείσμα του μισοκάλου, της προτέρας αγιωσύνης και χάριτος. Ταύτα δε εγράψαμεν όχι δια να κατακρίνωμεν τον Όσιον, αλλά δια να φυλάττεται πας ενάρετος, να μη ελπίζη εις τας αγαθοεργίας του, αλλά εις τον φιλάνθρωπον Θεόν να έχη το θάρρος του, όστις μας δίδει την χάριν και δύναμιν και μας βοηθεί εις τας ανάγκας μας, αρκεί να έχωμεν την ταπείνωσιν. Αλλά ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Αφού ετέλεσεν ο τάλας Ιάκωβος τα δύο εκείνα αισχρά και βαρύτατα ανομήματα, όταν εξεσκοτίσθη από την προτέραν θόλωσιν και τυφλότητα του νοός, εγερθείς από τον ύπνον της αμαρτίας και εις εαυτόν γενόμενος, εισήλθεν εις το κελλίον του και πίπτων εις την γην, έτυπτε το στήθος του και το πρόσωπον δυνατά, στενάζων εξ όλης καρδίας και χύνων ποταμηδόν θερμότατα δάκρυα. Ο δε μισάνθρωπος διάβολος, βλέπων αυτόν μετανοούντα, εφοβήθη μήπως ζημιωθή και του έσπειρεν εις την διάνοιαν λογισμούς απογνώσεως, λέγων εις αυτόν, ότι δεν σώζεται και να μη κοπιάζη ματαίως και ανωφελώς.

Ηγέρθη λοιπόν από το έδαφος και ανεχώρησεν από την έρημον και επήγαινεν εις τον κόσμον περίλυπος. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, όστις διψά την σωτηρίαν μας, ενεθυμήθη τας αρετάς αυτού και την πολλήν κακοπάθειαν, την οποίαν υπέμεινε τόσους χρόνους αγωνιζόμενος. Όθεν έστειλε πάλιν εις αυτόν με τούτον τον τρόπον την βοήθειαν. Καθώς περιεπάτει εις τον δρόμον, είδεν εν Μοναστήριον και επειδή ήτο αργά, εισήλθεν εντός αυτού να αναπαυθή. Οι μεν λοιπόν αδελφοί ένιψαν τους πόδας του και έβαλον τράπεζαν δια να τον φιλεύσουν· αυτός δε εστέναζε συχνάκις και δεν ήθελε να φάγη ολότελα. Ιδών λοιπόν αυτόν ο Ηγούμενος τοσούτον περίλυπον, ηννόησεν, ως γραμματισμένος και φρόνιμος, ότι εις μεγάλον αμάρτημα έπεσε· τον επήρε λοιπόν εις το κελλίον του και τον παρεκάλεσε να του ομολογήση την αιτίαν της θλίψεως. Τότε ο Ιάκωβος μετά πολλών δακρύων διηγήθη εις αυτόν εξ αρχής την υπόθεσιν· ο δε Ηγούμενος, ως γνωστικός και σοφώτατος, εγνώρισε τας πανουργίας του δαίμονος και εναγκαλισθείς τον Ιάκωβον κατεφίλει αυτόν λέγων: «Μη λυπήσαι, φίλτατε αδελφέ μου και περιπόθητε, μήτε να πέσης εις απόγνωσιν ασυλλόγιστα, αλλά εφ’ όσον γνωρίζεις ότι υπάρχει μετάνοια, πρόσελθε εις τον φιλάνθρωπον Θεόν με συντριβήν καρδίας κλαίων και μιμούμενος τον Προφήτην Δαβίδ, καθώς τον εμιμήθης εις τα αμαρτήματα, και ο πολυέλεος Κύριος αναμφιβόλως σε υποδέχεται, να σου συγχωρήση, να έλθης πάλιν εις την προτέραν κατάστασιν, ώσπερ και αυτόν τον Δαβίδ υπεδέχθη ευσπλάγχνως μετανοήσαντα και όχι μόνον τας ανομίας τού συνεχώρησε, αλλά και τον ευφήμησε λέγων: «Εύρον Δαβίδ, τον του Ιεσσαί άνδρα, κατά την καρδίαν μου». Εάν δεν ήτο μετάνοια, πως ο μακάριος Πέτρος, των Αποστόλων ο πρωτόθρονος, όστις έλαβεν από τον Χριστόν τας κλείδας του Παραδείσου και πάλιν τον ηρνήθη τρισσώς, έπειτα κλαύσας πικρώς έλαβε την της αμαρτίας συγχώρησιν, και την μεγάλην αξίαν της αποστολής ως και πρότερον;».

Με τοιαύτα και έτερα όμοια παραδείγματα στηρίξας την καρδίαν τού Ιακώβου ο πάνσοφος, τον παρεκάλει να μείνη εκεί μαζί του, διότι εφοβείτο μήπως εμποδίση την σωτηρίαν του ο παμπόνηρος. Επέρασε λοιπόν η νυξ εκείνη και το πρωϊ, όταν επήρε συγχώρησιν δια να πηγαίνη ο Ιάκωβος, εγονάτησεν ο Ηγούμενος έμπροσθεν αυτού δεόμενος και νουθετών αυτόν να μείνη εκεί εις την συνοδείαν των αδελφών να τον κυβερνήσουν, αλλά δεν έστερξεν. Όθεν, παρά την θέλησίν του, τον συνεχώρησε, συνοδεύσας αυτόν έως δεκαπέντε μίλια, δια να τον διορθώση καλλίτερα με λόγους μετανοίας και ψυχωφελή υποδείγματα. Και τότε ο μεν Ηγούμενος εφίλησεν αυτόν ευχόμενος δια την σωτηρίαν του και επέστρεψεν εις το Μοναστήριον, ο δε Ιάκωβος περιπατών εις τον δρόμον του, εύρεν ένα παλαιόν μνήμα μεγάλον ως σπήλαιον και εισελθών εις αυτό, εσύναξεν όλα τα οστά και τα εσώρευσεν εις μίαν γωνίαν του μνήματος. Φράξας λοιπόν ο Όσιος την θύραν του τάφου εκλείσθη εντός αυτού και κλίνας τα γόνατα έδερε το στήθος του δυνατά και εκτύπα εις την γην, χύνων δε ως ποταμόν θερμά δάκρυα και στενάζων εκ βάθους καρδίας, εφώναζε προς τον Θεόν λέγων· «Πως να τολμήσω να ίδω την Αγίαν εικόνα σου, Δέσποτα, με τα μεμολυσμένα μου όμματα; Ποίαν αρχήν να εύρω της εξομολογήσεως; Με ποίαν καρδίαν και ποίαν συνείδησιν να προσέλθω; Πως να κινήσω την ασεβή γλώσσαν και τα ερρυπωμένα χείλη μου προς αίνεσιν; Ποίας αμαρτίας να ζητήσω πρώτον την συγχώρησιν; Πως να ανοίξω το βέβηλον στόμα μου, να σου αιτήσω την άφεσιν της ασεβείας μου; Λυπήσου με, φιλάνθρωπε Κύριε, και γενού μοι τω αναξίω ελέους ίλεως και μη συναπολέσης με τον δυσσεβή και παράνομον· πορνείαν και φόνον ετέλεσα και την εμήν ψυχήν δισσώς εμόλυνα, ο τρισάθλιος· δεν είμαι άξιος να πατώ την γην σου· δεν τολμώ να βλέπω εις τον ουρανόν με τα παμβέβηλά μου και άσεμνα όμματα. Πλην εις την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου καταφεύγω ο ασεβέστατος και οίκτειρόν με τον ανάξιον· κατάπεμψόν μοι το μέγα σου και πλούσιον έλεος· λυπήσου με τον εμπαθή, συμπαθέστατε, και μη με αφήσης να γίνω του νοητού δράκοντος επίχαρμα και κατάβρωμα, αλλά ανάσπασόν με, με την παντοδύναμον χείρα σου, από τον άπληστον αυτού και αχόρταγον φάρυγγα». Αυτά και έτερα πλείστα έλεγεν ο Όσιος καθ’ ημέραν και ώραν ελεεινώς και πικρώς οδυρόμενος, σφαλισμένος εις τον ζοφώδη και απαράκλητον εκείνον τάφον, χωρίς καμμίαν παράκλησιν σώματος. Δεν ωμίλησε δηλαδή με κανένα, δεν του έφεραν βρώσιν ή πόσιν ολοτελώς, διότι δεν ήξευραν οι άνθρωποι της πόλεως, ότι ήτο εις εκείνα τα όρια· ο τόπος ήτο παράμερα από τον δρόμον και μόνον εξήρχετο τας νύκτας κρυφά, δύο φοράς την εβδομάδα και έτρωγεν, ως τα άλογα κτήνη, από τα χόρτα τα οποία ήσαν φυτρωμένα τριγύρω του μνήματος, ευχαριστών τον Κύριον. Έκαμε λοιπόν ο προ νεκρώσεως νεκρός και προ ταφής τεθαμμένος Ιάκωβος εις εκείνο το μνήμα αμνημόνευτος από όλους και αβοήθητος από ανθρωπίνην δύναμιν, κλαίων και οδυρόμενος, χρόνους δέκα, αναμένων την εξ ύψους βοήθειαν.

Όθεν ο φιλάνθρωπος Θεός, όστις δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφήν και διόρθωσιν, βλέπων την καθαράν αυτού μετάνοιαν, συνεχώρησε τας αμαρτίας του ως εύσπλαγχνος. Και όχι μόνον αφήκεν αυτού το πταίσιμον, αλλά και εις τους ανθρώπους τον εδόξασε, δια να πιστωθή αυτός και όσοι άλλοι ημάρτησαν την μεγάλην της μετανοίας δύναμιν. Τον χρόνον εκείνον έγινεν εις τα όρια ταύτης της πόλεως μεγάλη ανομβρία και εστενοχωρούντο οι άνθρωποι· δια την αιτίαν δε αυτήν έκαμναν πολλάς δεήσεις προς Κύριον με νηστείας και ελεημοσύνας. Ο δε φιλάνθρωπος Κύριος εφανέρωσεν εις τον Επίσκοπον εκείνης της πόλεως (όστις ήτο όντως θεοφοβούμενος και άγιος άνθρωπος) του Ιακώβου την κατάστασιν· και αποστείλας ουράνιον Άγγελον, εμήνυσεν εις αυτόν λέγων· «Επίσκοπε, εις τον δείνα τόπον ευρίσκεται ένας Ασκητής ταπεινός εις το σχήμα και εις την ψυχήν άγιος· εάν αυτός θελήση να κάμη προς Κύριον δέησιν, θέλει έλθει τόση βροχή, ώστε θα λάβετε πολλήν απόλαυσιν και μεγάλην ευτυχίαν εις την εσοδείαν σας». Ταύτα αποκαλυφθείς ο Αγιώτατος εκείνος Επίσκοπος, εσύναξε τους Κληρικούς και όλον τον λαόν της πόλεως και ειπών εις αυτούς την οπτασίαν, την οποίαν είδεν, επήγαν εις τον άνωθεν τόπον, λιτανεύοντες με πολλήν ευλάβειαν. Ευρόντες δε τον Όσιον, έπεσαν εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων, δεόμενοι και παρακαλούντες να κάμη προς Κύριον δέησιν, να τους στείλη βροχήν, να μη αποθάνουν από την του ύδατος στέρησιν. Ο δε Όσιος δεν τους απεκρίθη ολότελα, αλλά τύπτων το στήθος εκύτταζε την γην λέγων: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σπλαγχνίσου με τον ασεβέστατον και άφες τας ανομίας μου», ούτως ευχόμενος δεν ετόλμα ούτε καν τα όμματα να υψώση προς τον ουρανόν. Όθεν βλέποντες εκείνοι, ότι δεν τους έδιδεν απόκρισιν, αλλά εις μάτην εδέοντο κλαίοντες, τον αφήκαν οδυρόμενον και απήλθον περίλυποι. Φθάσαντες δε εις την Εκκλησίαν έπεσαν πάλιν εις την γην δεόμενοι του Κυρίου μετά δακρύων, να τους στείλη εξ ύψους βοήθειαν. Ούτως ευχόμενοι ημέρας πολλάς και ολοφυρόμενοι, ήλθεν πάλιν προς τον Επίσκοπον φωνή λέγουσα: «Άπελθε προς τον δούλον μου Ιάκωβον, καθώς σου είπα και πρότερον, και παρακάλεσέ τον να κάμη δια σας δέησιν, να σας δώσω ό,τι θέλετε». Τότε επήγαν πάλιν και του είπον, ότι ο Θεός τους έστειλεν εκ δευτέρου και τον παρεκάλουν να μη γίνη του Θεού παρήκοος και να λυτρώση και αυτούς από τον επικείμενον κίνδυνον. Μετά βίας λοιπόν καταπεισθείς ο Όσιος, ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και όμματα και έκαμεν ευχήν μετά πολλής ταπεινώσεως. Ευθύς αμέσως ο ελεήμων Θεός επήκουσεν της δεήσεως τού δούλου του και ήλθε τόση βροχή εις την γην, όσην ήθελον. Όθεν δοξάζοντες τον Θεόν ηυχαρίστησαν τον Όσιον και όχι μόνον την ημέραν εκείνην, αλλά και μετά ταύτα κάθε χρόνον έκαμνον μνημόσυνον του Οσίου, όστις τους ελύτρωσεν από τον κίνδυνον. Ουχί δε μόνον ταύτην την θαυματουργίαν έκαμεν ο Όσιος, αλλά και όλους τους ασθενείς της πόλεως εκείνης εθεράπευσε· διότι ιδόντες το θαυμάσιον της βροχής οι άνθρωποι, εγνώρισαν ότι ήτο δούλος του Θεού γνησιώτατος ο Όσιος Ιάκωβος και ει τις είχε συγγενή τινά δαιμονιώντα ή άρρωστον, τον έφεραν εκεί εις τον Όσιον, όστις ιάτρευεν άπαντας. Από ταύτα τα θαυμάσια έλαβε πληροφορίαν ο όσιος, ότι τον συνεχώρησε ο Κύριος και του εδούλευε με περισσοτέραν προθυμίαν και αγαλλίασιν. Ένα χρόνον μετά την θαυματουργίαν της βροχής εγνώρισεν ο Όσιος την οσίαν αυτού μετάστασιν και προσκαλέσας τον Επίσκοπον του παρήγγειλε να τον ενταφιάση εκεί εις το μνήμα, εις το οποίον ετέλεσε τους υπέρ φύσιν αγώνας και τα ένθεα κατορθώματα· ούτος δε έταξε να το κάμη μετά πάσης χαράς.

Εις ολίγας ημέρας ετελεύτησεν ο μακάριος, τη κη΄ (28η) Ιανουαρίου, ζήσας χρόνους εβδομήκοντα πέντε. Τότε επήγεν ο Αγιώτατος Επίσκοπος με τους Κληρικούς και όλον τον λαόν της πόλεως, με ευωδέστατα θυμιάματα και αρώματα πολύτιμα, και ενεταφίασαν ευλαβώς και τιμίως το τίμιον αυτού και πανσεβάσμιον λείψανον και το έθεσαν εις τον τόπον, εις τον οποίον αυτός τους παρήγγειλε και επέστρεψαν εις την πόλιν δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον. Μετά καιρόν ωκοδόμησεν Εκκλησίαν εκεί πλησίον εις το μνήμα ο Αγιώτατος Επίσκοπος, εις τιμήν και μνήμην αυτού του Οσίου και μεταθέσας εκεί το άγιον λείψανον, του έκαμνον κάθε χρόνον μεγάλην εορτήν, εις την οποίαν συνέτρεχεν όλη η πόλις και τα περίχωρα, εις δόξαν Θεού, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δημήτρης Δασκαλάκης: Ἡ Ἐκκλησία ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἰατρός καί τό ἐμβόλιο

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Γράφει ὁ Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Ἀθηνῶν

«Νὰ πίνετε ἁγιασμό, ὅσο πιὸ συχνὰ μπορεῖτε. Αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο καὶ ἀποτελεσματικότερο φάρμακο. Μιλάω ὄχι μόνο ὡς ἱερέας, ἀλλὰ ὡς ἰατρός. Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μου στὸν τομέα τῆς Ἰατρικῆς».
Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἰατρός, Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας.
(Ἡ ἀνωτέρω συμβουλὴ δὲν προβάλλεται συχνὰ ἀπὸ τὰ ἐκκοσμικευμένα χείλη τῶν ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν πειθήνια τὶς ὑποδείξεις μιᾶς στρατευμένης καὶ ἀκριβοπληρωμένης ἐπιστήμης ποὺ προωθεῖ τὴν πολιτικὴ τοῦ παγκόσμιου ἐμβολιασμοῦ).
Θλιβόμαστε ἰδιαίτερα καὶ πικραινόμαστε ἀπὸ τὴν στάση της Διοικούσας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας ἡ ὁποία ἀσκεῖ ἀφόρητες πιέσεις, φανερὲς ἢ κρυφές, στὰ παιδιά της, δηλ. σὲ ἱερωμένους ἀλλὰ καὶ σὲ λαϊκοὺς προκειμένου νὰ ἐμβολιαστοῦν μὲ πειραματικὰ καὶ ἐν δυνάμει ὑγειοβλαπτικὰ φαρμακευτικὰ προϊόντα, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ παραμένουν ἀκόμη ἄγνωστες οἱ μεσοπρόθεσμες καὶ μακροπρόθεσμες παρενέργειες καὶ ἐπιπτώσεις τοῦ ἐμβολιασμοῦ στὴν ἀνθρώπινη ὑγεία.
Ἐκ τῆς θέσεως αὐτῆς, εἴμαστε ὡστόσο ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπενθυμίσουμε στὰ μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.667 επιπλέον λέξεις

Τι έκανε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και τι δεν κάνουν οι σημερινοί ιεράρχες

Η e- βιβλιοθήκη

του μακαριστού Νικολάου Σωτηρόπουλου 

Το έτος 2007 ονομάστηκε έτος Άγ.Ιωάννου του Χρυσοστόμου, διότι με αυτό συμπληρώθηκαν 1600 έτη από τη μαρτυρική κοίμηση του μεγα­λυτέρου Πατρός και οικουμενικού δι­δασκάλου της Εκκλησίας μας. Επί τη έπετείω αυτή διοργανώθηκαν πολλές εκδηλώσεις, εκφωνήθηκαν πολλές ομιλίες και πλέχτηκαν για τον άγιο πολλά εγκώμια. Το κυριότερο όμως πράγμα δεν έγινε. Ποίο είναι αυτό; Ή μίμησις του αγίου και μάλιστα από τούς σημερινούς διαδό­χους του, τους επι­σκόπους. «Τιμή αγίου, μιμήσις αγίου» μάς λέγουν στα κηρύγμα­τα τους, δίχως όμως να είναι διατεθειμένοι νά εφαρμόσουν αυτοί πρώτοι αυτό πού κηρύττουν. “Ας αναφέρομε μερικά παραδείγμα­τα:

Ό I. Χρυσόστομος ήλεγξε σφό­δρα τούς σκληρούς και άσπλαχνους πλουσίους. Πόσοι επίσκοποι ελέγ­χουν σήμερα τούς πλουσίους; Οι πε­ρισσότεροι επιδιώκουν τη γνωριμία μαζί τους, διότι, ως πλούσιοι, είναι ισχυροί, και οι επίσκοποι μας θέλουν νά «τα έχουν καλά» με τούς ισχυρούς τής γης.

Ό Ί. Χρυσόστομος έκανε πολλά θαύματα, ένα μάλιστα απ’ αυτά την ήμερα τής…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 909 επιπλέον λέξεις

Όταν Ο Μέγας Βασίλειος Τα ”Έψαλε” Στόν Άγιο Γρηγόριο Τον Θεολόγο!

Όταν ο Μέγας Βασίλειος τα ”έψαλε” στόν Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο!

Και οχι δεν ήταν τα κάλαντα, αλλά λόγος σκληρός, δριμύς και ελεγκτικτός…Όταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αργοπορούσε να αντιδράσει στην προστασία του ποιμνίου του από την αίρεση, ο Μέγας Βασίλειος, (με τον οποίο είχε μνημειώδη αγάπη και φιλία) τον κατηγόρησε ως «τεμπέλη», και «ανάξιο ακόμα και να ζει»…”Απο την Καισάρεια έφταναν γράμματα και παραγγελίες του Βασίλειου, που είχε τελείως απογοητευτεί και είχε χάσει την υπομονή του με την στάση του Γρηγορίου. Τις πρώτες μέρες είχε μια δικαιολογία σκεπτότανε ο Βασίλειος…Έπρεπε να βοηθήσει και τον γερό – επίσκοπο πατέρα του. Ο γέροντας είχε φτάσει σχεδόν εκατό χρονών και του ήταν δύσκολο ακόμα και να λειτουργήσει. Μα τώρα, τώρα που πέρασε και το Πάσχα και ο Άνθιμος με τούς δικούς του οργώνει τον τόπο χωριό με χωριό;Έγραψε λοιπόν ο Βασίλειος λόγια προσβλητικά στόν Γρηγόριο, που κανείς δεν τα περίμενε… Του έγραψε πως είναι τεμπέλης και αγροίκος, άφιλος και ανάξιος ακόμα και να ζει, αφου δείχνει τόση αδιαφορία για τα εκκλησιαστικά πράγματα…”  (Στυλ. Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, σ. 110, εκδ. Αποστολική Διακονία.)Μα όσο και να στεναχώρησαν τούτα τα λόγια τον Γρηγόριο, δεν θύμωσε, μήτε κατηγόρησε τον αγαπημένο του φίλο και αδελφό…Γνώριζε άλλωστε την πνευματική κατάσταση του Βασίλειου,  ήξερε πως κάτι σοβαρό του διαφεύγει, πως πρέπει να ήταν πολύ σοβαρός αυτός ο λόγος, που τον ανάγκασε να γράψει λόγια σκληρά, που έλεγχαν φοβερά την συνείδηση του…Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να σιωπά, έναντι των μεγάλων Εκκλησιαστικών ζητημάτων που είχαν προκύψει, το πλήθος των αιρετικών, τον «Αρειανισμό», τις φοβερές αιρετικές διδασκαλίες και μεθοδεύσεις του Αρείου, που είχε μαζί του και την πολιτική εξουσία της τότε εποχής…Και ήταν αυτό το ”ξύπνημα” απο τον αγαπημένο του αδελφό Βασίλειο, η απαρχή μιάς μεγάλης και λαμπρής πορείας του Γρηγορίου έναντι των αιρετικών…Και έγινε ο θεοφώτιστος Γρηγόριος, ο Θεολόγος των εκλάμψεων του Ακτίστου φωτός,αυτός που μέχρι και διακοπή μνημοσύνου έπραξε, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, δίχως να λογαριάσει διώξεις, κοσμικές εξουσίες αρχόντων, αιρετικών επισκόπων, πατριαρχών, και  βασιλέων της εποχής εκείνης…

Έμεινε υπερασπιστής της Αλήθειας. Του Ενός και μόνου Βασιλέα των όλων, Του Χριστού.[Μέ ἀπόφαση τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ Συνόδου 279, ἐστάλη στήν Κων/πολη, πρός ἐνίσχυση τῶν ἐκεῖ ᾿Ορθοδόξων, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζινός. ῞Οταν ἔφτασε στή Βασιλεύουσα ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος δέν μνημόνευε τόν Πατριάρχη Δημόφιλο, καθότι ἀρειανός. ῞Οταν μετά δύο χρόνια συνῆλθε ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος (381), ὄχι μόνο δέν ἐτιμώρησε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο, ἀλλά καί τόν ἐξέλεξε πρόεδρο τῆς Συνόδου.]Δεν τα ”έψαλε” βεβαίως μόνο στόν αγαπημένο του αδερφό Γρηγόριο, ο θείος και Ουρανοφάντωρ Βασίλειος, αλλά και σε άλλους Επισκόπους…«Με συσκέψεις επί συσκέψεων και ολιγωρία, κοιτάζετε ο ένας τον άλλον, και έπεσε η Ταρσός στους αρειανούς…»Με αυτά τα λόγια επέκρινε ο Μέγας Βασίλειος τον Επίσκοπο Σαμοσάτων Ευσέβειο και τους λοιπούς Ορθοδόξους για την καθυστέρηση αντίδρασης έναντι των αιρετικών… (Επιστολή 34,σημ., Ε.Π.Ε. 1, σ. 248.)

Και στάθηκε ο ίδιος, ο Μέγας και θεόπτης αυτός Πατέρας της Εκκλησίας, ο καταφωτισμένος απο τις θείες εκλάμψεις του Αγίου Πνεύματος, ο Καισάρειας Βασίλειος, στυλοβάτης της ορθόδοξης πίστεως, μην υποκύπτωντας ποτέ, στίς τόσες φοβέρες πιέσεις και απειλές που δέχτηκε….Και ίσως σήμερα, αυτά τα αλλιώτικα ”κάλαντα”, που έψαλε στόν αγαπημένο του αδελφό Γρηγόριο τον Θεολόγο, να είναι επιτακτική ανάγκη να ακουστούν ξάνα, μέσα σε μια Εκκλησία, που ταλανίζεται απο τις δόλιες πρακτικές του οικουμενισμού…«Οἵτινες τήν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσιν, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν..» (ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 133 (24-28)

Λόγια του Μέγα Βασιλείου που διέσωσε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός.

”Τό νά ἐφησυχάζει κανείς, ὅταν τό κινδυνευόμενον εἶναι ἡ Πίστις, τοῦτο εἶναι ἴδιον τῆς ἀρνήσεως,  τό δέ νά ἐλέγχει, εἶναι ὁμολογία εἰλικρινής…”

~ Άγιος Βασίλειος ο Μέγας”Ψάλε” μας ακόμα μια φορά, Ουρανοφάντωρ Πατέρα Βασίλειε. Αιώνεια η Δόξα σου μέσα στήν Εκκλησία…

πηγη

Ο ΚΑΛΟΣ ΑΥΛΙΚΟΣ

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Ένα θαυμάσιοδιδακτικόάρθρο του φιλόκαλου και δόκιμου αρθρογράφουκ. Αριστείδη Π. Δασκαλάκη

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Π. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ:

Ο ΚΑΛΟΣ ΑΥΛΙΚΟΣ

Κάλλιο γλύστρα στο δρόμο το δικό σου

παρά στο δρόμο του άλλου να ‘σαι ορθός.

(Κ.Παλαμάς)

Ο καλός αυλικός (λαϊκός ή κληρικός) είναι ένα αξιοπερίεργο πλάσμα. Παλαιότερα μπορεί να κινδύνευε να εκλείψειμα τώρα είναι σε αφθονία.

Σαν τον λαγοκέφαλο,το δηλητηριώδες ψάρι που «εισέβαλε» απ’ την Ερυθρά θάλασσαστη Μεσόγειο, με θανατηφόρα νευροτοξίνη που σκοτώνει.

Δεν τρώγεται με τίποτα.

Έτσι και ο καλός αυλικός, που υποτάσσεται σε κάθε παράγγελμα του αφεντικού.

Δεν το γνωρίζει (το αφεντικό). Φτάνει που ξέρει τις ορντινάτσες του αφεντικού. Αυτές είναι γι’αυτόνοι κύριοί του , που θα πουν ένα καλό λόγο γι’ αυτόν , που θα του πετάξουν ένα ξεροκόμματο ελευθερίας , ισχύος, αναγνώρισης ή συντήρησηςτων μέχρι τώρα δικαίως ή αδίκως αποκτηθέντων , έστω και μιας μικρής απώλειας αυτών σε σχέσημε την πλειοψηφία.

Κόλακας και υποτελής απόκάθε άποψη. Δύσκολα ταξινομείται…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.161 επιπλέον λέξεις

Κυριακή ΙΔ’ Λουκά (για τη θεραπεία του τυφλού της Ιεριχούς): Η ιστορία τού Βαρτίμαιου († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)

Καὶ ἔρχονται εἰς Ἱεριχώ· καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ἱεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτίμαιος τυφλὸς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυΐδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν με. καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε. ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν. καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· ῥαββουνί, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ. (κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, κεφ. 10, 41-52).Πιστεύω πὼς μία ἀπὸ τὶς αἰτίες ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ γνωρίζουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας καὶ νὰ βρίσκουμε τὸν προσωπικό μας δρόμο εἶναι τὸ ὅτι δὲν ἔχουμε συναίσθηση πόσο τυφλοὶ εἴμαστε!

Πόσο ἐπίμονα θ’ ἀναζητούσαμε τὴ θεραπεία ἂν ξέραμε ὅτι εἴμαστε τυφλοί! Θὰ τὴν ἀναζητούσαμε ὅπως, ἴσως, ἔκανε ὁ Βαρτίμαιος: ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς γιατρούς, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς θεραπευτές, ὕστερα, μὴ ἔχοντας πιὰ καμιὰ ἐλπίδα στοὺς «ἄρχοντες, τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων ἐν οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» μπορεῖ νὰ γυρίζαμε στὸ Θεό. Ἀλλὰ ἡ τραγωδία εἶναι ὅτι δὲν ἀναγνωρίζουμε τὴν τύφλωσή μας. Τόσα πολλὰ πράγματα ξεπηδοῦν μπροστὰ στὰ μάτια μας, ποὺ μᾶς κάνουν νὰ μὴ βλέπουμε τὰ ἀόρατα γιὰ τὰ ὁποῖα εἴμαστε τυφλοί. Ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο πραγμάτων ποὺ ἀποσποῦν τὴν προσοχή μας καὶ μᾶς ἐπιβάλλονται. Δὲν εἶναι ἀνάγκη ἐμεῖς νὰ τὰ προσέξουμε. Ἐκεῖνα ἀπὸ μόνα τους στέκονται μπροστά μας! Τὰ μὴ ὁρατὰ ὅμως δὲν ἐπιβάλλονται μόνα τους, πρέπει ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ τὰ ἀνακαλύψουμε. Ὁ γύρω κόσμος ἀπαιτεῖ τὴν προσοχή μας, ὁ Θεὸς μᾶς προσκαλεῖ διακριτικά.

Θυμᾶμαι κάτι ποὺ ἕνας γέροντας μοναχός μου εἶπε κάποτε: «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοιάζει σὰν ἕνα μεγάλο δισταχτικὸ πουλὶ ποὺ κατέβηκε κάπου κεῖ κοντά μας. Ὅταν τὸ βλέπεις νὰ ἔρχεται πιὸ κοντά, μὴν κουνιέσαι γιὰ νὰ μὴν τὸ τρομάξεις. Ἄφησέ το νὰ ρθεῖ δίπλα σου».

Αὐτὸ ἴσως μπορεῖ νὰ μᾶς θυμίσει τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Αὐτὴ ἡ εἴκονα ἑνὸς πουλιοῦ ποὺ κατεβαίνει δισταχτικὸ καὶ ταυτόχρονα ἕτοιμο νὰ προσφερθεῖ εἶναι μία βιβλικὴ εἰκόνα γεμάτη βαθιὰ νοήματα — ἂν καὶ ἕνας Ἰάπωνας κάποτε μοῦ ἔλεγε: «στὴ χριστιανικὴ θρησκεία νομίζω ὅτι μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἄλλα δὲ μπορῶ ν’ ἀνακαλύψω τὴ σπουδαιότητα τοῦ ”ἀξιότιμου” περιστεριοῦ!»

Γιὰ νὰ συνεχίσουμε λίγο ἀκόμα μὲ τὰ σύμβολα τῆς διακριτικότητας ποὺ εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ μιᾶς καρδιᾶς ποὺ προσφέρεται ἀλλὰ δὲν ἐξευτελίζεται, ἂς ξαναρίξουμε μία ματιὰ στὸ «Μικρὸ Πρίγκιπα» τοῦ Αntoine de Saint-Exupery. Στὸ σημεῖο ὅπου ἡ ἀλεποῦ περιγράφει πῶς ὁ μικρὸς Πρίγκιπας θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἐξημερώσει. Θὰ χρειαστεῖ νὰ εἶναι πολὺ ὑπομονετικός, νὰ κάθεται λίγο μακριά της, νὰ τὴν κοιτάζει μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του καὶ νὰ μὴν λέει τίποτε, γιατί τὰ λόγια προκαλοῦν παρεξηγήσεις. Μέρα μὲ τὴ μέρα θὰ κάθεται πιὸ κοντὰ καὶ σιγὰ σιγὰ θὰ γίνουν φίλοι. Βάλε τὸ «Θεὸ» στὴ θέση τῆς ἀλεποῦς καὶ θὰ δεῖς τὴν ἀγάπη, τὴν παρθενικὴ σεμνότητα,τὴ διακριτικότητα ποὺ προσφέρεται ἀλλὰ δὲν ἐξευτελίζεται. Ὁ Θεὸς δὲ δέχεται μία γλειώδη, ἀβασάνιστη σχέση, οὔτε ἐπιβάλλει τὴν παρουσία Του, τὴν προσφέρει. Κι ἡ προσφορὰ Του αὐτὴ δὲ μπορεῖ νὰ γίνει δεχτῆ παρὰ μόνο μὲ ἴσους ὅρους. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἀντίστοιχη προσφορὰ μιᾶς ταπεινῆς, γεμάτης ἀγάπη καρδιᾶς. Μιᾶς προσφορᾶς κι ἀπ’ τοὺς δύο ποὺ σεμνὰ καὶ διακριτικὰ θ’ ἀναζητοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ βαθὺ κι ἀμοιβαῖο σεβασμὸ καὶ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἄφατης ὀμορφιᾶς ποὺ χαρίζει ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη.

Ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος μᾶς ἐπιβάλλεται. Ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος μπορεῖ νὰ γίνεται ἀντιληπτός, ἀλλὰ δὲν ἐκλιπαρεῖ τὴν προσοχή μας: πρέπει νὰ προχωροῦμε σιγὰ καὶ προσεκτικά. Νὰ καιροφυλαχτοῦμε γιὰ τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, σὰν τὸ θαυμαστὴ τῶν πουλιῶν ποὺ γιὰ νὰ τὰ παρατηρήσει παίρνει μία θέση στὸ δάσος ἢ στοὺς ἀγροὺς καὶ κάθεται σιωπηλός, ἀλλὰ γεμάτος ἔνταση. Στέκει ἀκίνητος, ἀλλ’ ὅμως ἄγρυπνος καὶ παρατηρητικός.

Αὐτὴ τὴν ἔνταση τῆς προσοχῆς ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει ν’ ἀντιληφτοῦμε ὅσα ἀλλιώτικά μᾶς διαφεύγουν, τὴν ἀποδίδουν τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ παιδικοῦ τραγουδιοῦ:

Μία γέρικη σοφὴ κουκουβάγια
ζοῦσε σὲ μία βελανιδιὰ
Ὅσο ἔβλεπε περσότερο,
τόσο μιλοῦσε λιγότερο.
Κι ὅσο μιλοῦσε λιγότερο,
τόσο ἄκουγε περσότερο.
Ἄχ! νὰ μοιάζαμε καὶ μεῖς
τῆς γέρικης τῆς κουκουβάγιας τῆς σοφῆς!

Τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν γύρω πραγμάτων ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὸς δὲ φτάνει τὸ βάθος στὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ διεισδύσει. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρὸς καὶ ταυτόχρονα μεγάλος. Ὅταν ἀναλογιζόμαστε τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στὸ σύμπαν ποὺ συνεχῶς ἁπλώνεται — ἀμέτρητα μεγάλο ἢ ἄπειρα μικρὸ — τὸν βλέπουμε σὰν ἕναν κόκκο σκόνης παροδικό, εὔθραυστο καὶ χωρὶς σημασία. Ἀλλὰ ὅταν στραφοῦμε πρὸς τὰ μέσα μας, ἀνακαλύπτουμε ὅτι τίποτε σ’ αὐτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο γιὰ νὰ μᾶς γεμίσει ἐντελῶς. Ὅλη ἡ δημιουργία εἶναι σὰν ἕνας κόκκος ἄμμου στὰ βάθη τοῦ εἶναι μας. Εἴμαστε ἀπέραντα μεγάλοι γιὰ νὰ μᾶς γεμίσει ἢ ἱκανοποιήσει ὁ κόσμος αὐτός. Μόνο ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ γίνουμε «κοινωνοὶ θείας φύσεως» μπορεῖ νὰ μᾶς γεμίσει. Ὅπως λέει ὁ Αngelus Sillesius: «Εἶμαι τόσο μεγάλος ὅσο ὁ Θεός. Ἐκεῖνος εἶναι τόσο μικρὸς ὅσο ἐγώ».

«Κοιτάζοντας ἀπὸ τὸν οὐρανό, τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διακρίνουμε περισσότερο πάνω στὴ γῆ; Ὄχι τὰ βουνὰ οὔτε οἱ θάλασσες οὔτε οἱ πόλεις οὔτε οἱ οὐρανοξύστες. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Διότι ἡ θεοειδῆς ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ἥλιος ἐπὶ τῆς γῆς. Ὅσοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσοι εἶναι οἱ ἥλιοι ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἥλιους εἶναι ὁρατὸς ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἀγαπημένο θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Ἡ μικρούτσικη γῆ, ἕνα ἀστεράκι ἀπὸ τὰ πιὸ μικρά, νὰ χωράει δισεκατομμύρια ἥλιους! Μέσα ἀπὸ τὸ χωματένιο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου λάμπει ὁ ἥλιος! Ὁ ἄνθρωπος! Ἕνας μικρὸς θεὸς μέσα στὴ λάσπη» (ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς).

Ὁ ὑλικὸς κόσμος ἔχει ἀδιαφάνεια, πυκνότητα, βάρος καὶ ὄγκο, ἄλλα δὲν ἔχει βάθος. Μποροῦμε νὰ εἰσδύσουμε στὴν καρδιὰ τῶν πραγμάτων καὶ ὅταν φτάσουμε στὸ πιὸ βαθὺ σημεῖο τους — ποὺ εἶναι τὸ τελικὸ σημεῖο — δὲ βρίσκουμε δρόμο πρὸς τὸ ἄπειρο. Τὸ κέντρο μιᾶς σφαίρας, λόγου χάρη, εἶναι τὸ ἐσωτερικότερο σημεῖο της. Ἂν προσπαθήσουμε νὰ πᾶμε πέρα ἀπ’ αὐτὸ ξαναγυρίζουμε στὴν ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας, στὸν ἀντίποδα.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλάει γιὰ τὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Πρόκειται γιὰ ἕνα βάθος ποὺ εἶναι ἀμέτρητο ἀπὸ τὴ φύση του. Εἶναι ἀπέραντο καὶ ξεπερνάει κάθε ὅριο μέτρησης. Τὸ βάθος αὐτὸ εἶναι ριζωμένο στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

Πότε ἄραγε μποροῦμε νὰ ἀρχίσουμε τὴν ἔρευνα γιὰ νὰ γνωρίσουμε μέχρι ποιὸ σημεῖο εἴμαστε τυφλοί, τυφλωμένοι δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ὁρατὰ ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ συλλάβουμε τ’ ἀόρατα; Μόνο ὅταν καταλάβουμε τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ μία παρουσία ποὺ ἐπιβάλλεται καὶ σὲ μία ἄλλη ποὺ πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσουμε ἐπειδὴ τὴ νιώσαμε στὴν καρδιά μας. Ἀκόμα, ὅταν καταλάβουμε τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ βάρος, τὴν ἀδιαφάνεια καὶ τὴν πυκνότητα τῶν ἀντικειμένων τοῦ γύρω μας κόσμου καὶ στὸ ἀνθρώπινο βάθος ποὺ μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γεμίσει. Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ καὶ στὸ βάθος κάθε δημιουργήματος ποὺ προορισμὸς του εἶναι νὰ γίνει τόπος τῆς θείας παρουσίας, ὅταν στὴ συντέλεια ὁ Θεὸς θὰ εἶναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσι».

Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς τυφλὸς στὰ ἀόρατα καὶ νὰ βλέπει μόνο τὸ «χειροπιαστὸ» κόσμο σημαίνει ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς γνώσηςἔξω ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς καθολικῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ Θεὸ καὶ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καρδιά του.

Ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος εἶχε ὀδυνηρὴ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, γιατί ἐξ αἰτίας τῆς φυσικῆς τυφλότητάς του δὲν εἶχε ἐπαφὴ μὲ τὸν ὁρατὸ κόσμο. Μποροῦσε νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Κύριο γεμάτος ἀπογοήτευση, μὲ ὅλη τὴν ἀπεγνωσμένη ἐλπίδα ποὺ ἔνιωθε ὅταν περνοῦσε πλάι του ἡ σωτηρία, καθὼς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἀποκομμένο.

Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὅλοι ἐμεῖς πολὺ συχνὰ δὲ μποροῦμε νὰ ἐπικαλεστοῦμε τὸ Θεὸ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι γιατί δὲν καταλαβαίνουμε πόσο ἀπομονωμένοι εἴμαστε μὲ τὸ νὰ μένουμε τυφλοὶ στὴν καθολικὴ θέα τοῦ κόσμου — μία θέα ἐν τούτοις ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ὁλοκληρωμένη ὑπόσταση καὶ στὸν ἴδιο τὸν ὁρατὸ κόσμο.

Πόσο καλὰ θὰ ἦταν ἂν μπορούσαμε νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε τυφλοὶ στὰ ὁρατὰ γιὰ νὰ βλέπουμε πέρα ἀπ’ αὐτά, νὰ βλέπουμε στὸ βάθος, νὰ βλέπουμε τὸ ἀόρατο νὰ διαπερνάει μὲ τὴν παρουσία του μέσα καὶ γύρω μας ὅλα τὰ πράγματα! Αὐτὴ ἡ τύφλωση εἶναι πολύμορφη. Συμβαίνει ὄχι φυσικὰ σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ στοὺς ἁγίους ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μιᾶς ἐκθαμβωτικῆς λάμψης. Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, μιλώντας γιὰ τὸ θεῖο σκότος, λέει ὅτι εἶναι περίσσεια φωτός, ἑνὸς φωτὸς τόσο ἐκτυφλωτικοῦ, ὥστε αὐτὸς ποὺ τὸ ἔχει δεῖ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ δεῖ τίποτε ἄλλο.

Μπορεῖ ἐπίσης νὰ εἶναι κανεὶς τυφλὸς ἐνῶ ἔχει ἀνοιχτὰ μάτια. Ὁ Τολστόι στὸ βιβλίο τοῦ «Πόλεμος καὶ Εἰρήνη» μιλάει γιὰ τὸν Pierre Bezuhov ποὺ κοιτάζει μέσα στὰ μεγάλα ὡραῖα μάτια τῆς Ἑλένης καὶ δὲ βλέπει σ’ αὐτὰ τίποτε ἄλλο παρὰ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, ἀπαλλαγμένο μάλιστα ἀπ’ ὅλα τὰ σφάλματα, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τὸν ἔβλεπε ἐκείνη ἡ φτωχή! Ἐκεῖνος κοίταζε στὰ μάτια της ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του — ἡ εἰκόνα της χανόταν ἐντελῶς! Καὶ μεῖς τὸ ἴδιο κάνουμε ἀκόμα καὶ μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο: ἀνάλογα μὲ τὸ ποῦ συγκεντρώνεται τὸ βλέμμα μας ὅταν κοιτάζουμε πρὸς τὸ παράθυρο, μποροῦμε νὰ δοῦμε ἢ τὸ εἴδωλό μας ἢ τὸ τζάμι ἢ τὴ θέα πέρα ἀπ’ αὐτό.

Μπορεῖ ἀκόμα νὰ βλέπουμε μὲ μάτια ἀδιαφορίας, Ὅπως ἔκαναν οἱ διαβάτες ποὺ προσπερνοῦσαν τὸ Βαρτίμαιο. Μπορεῖ νὰ βλέπουμε μὲ μάτια ἄπληστα σὰν τὸ λαίμαργο τοῦ Dickens, ποὺ βλέποντας τὶς ἀγελάδες νὰ βόσκουν στὰ λιβάδια τὸ μόνο ποὺ σκεπτόταν ἦταν τὸ «θαυμάσιο βοδινὸ κρέας»! Μπορεῖ νὰ βλέπουμε μὲ μάτια γεμάτα μίσος ὅταν γίνουμε ἐπιτήδειοι, τὸ ἴδιο ἐπιτήδειοι ὅπως ὁ διάβολος ποὺ δὲ βλέπει παντοῦ τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ κακό, μεταμορφώνοντας τὰ πάντα σὲ μία ἀπαίσια γελοιογραφία.

Τέλος μπορεῖ νὰ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τῆς ἀγάπης, μὲ καθαρὴ καρδιὰ ἱκανὴ νὰ βλέπει τὸ Θεὸ καὶ τὴν εἰκόνα Του στὸ πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων: ἀκόμα καὶ κείνων ὅπου ἡ εἰκόνα Του, κάτω ἀπὸ στρώματα προσωπείων καὶ παραποιήσεων, μόνο ἀμυδρὰ πιὰ ἀπεικονίζει τὴν ἀληθινὴ καὶ βαθιὰ μυστικὴ ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως λέει καὶ ἡ ἀλεποῦ στὸ μικρὸ Πρίγκιπα: «μόνο μὲ τὴν καρδιὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀληθινά. Ἡ οὐσία ξεφεύγει σὰν ψάχνεις μὲ τὰ μάτια».

Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὸ βάθος τῶν πραγμάτων, τὴν ἀπεραντοσύνη καὶ τὸ κάλεσμα τῆς αἰωνιότητας ποὺ ὑπάρχει σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Καὶ τὸ συνειδητοποιοῦμε μόνο ἐφ’ ὅσον, ὑστέρα ἀπὸ μιὰ ὑπαρξιακὴ ἐμπειρία, βεβαιωθοῦμε ὅτι πραγματικὰ ὑπάρχει ἐσωτερικὸς κόσμος.

Κι εἶναι μὲ τὴν πίστη μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχουμε σταθερὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ ἀόρατος κόσμος εἶναι πραγματικός, παρὼν καὶ ἀξίζει νὰ τὸν ἀναζητήσει κανεὶς πέρα ἀπὸ τὸν ὁρατὸ κόσμο καὶ μέσα ἀπ’ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ κίνηση πίστης σημαίνει ἀποδοχὴ τῆς μαρτυρίας ἐκείνων ποὺ εἶδαν τὸν ἀόρατο κόσμο, ἔστω κι ἂν δεχτοῦμε τὴ μαρτυρία τους σὰν ὑπόθεση προσωρινὴ ἴσως, ὥσπου νὰ κάνουμε τὴν ἔρευνά μας. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ὑπόθεση τίποτε δὲν εἶναι δυνατό, γιατί δὲ μποροῦμε ν’ ἀρχίσουμε μία ἔρευνα γιὰ τὰ ἀόρατα πράγματα ἂν εἴμαστε ἀπὸ πρὶν σίγουροι ὅτι δὲν ὑπάρχουν. Μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε τὴ μαρτυρία ὄχι μόνο ἀπὸ ἕναν ἢ δύο ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ ἑκατομμύρια πού, μέσα στὴν πορεία τῆς ἱστορίας, εἶχαν αὐτὴ τὴν ἐμπειρία καὶ ὁμολόγησαν τὴν παρουσία τοῦ ἀόρατου κόσμου.

(Πηγή: agiazoni.gr)