ΚΥΡΙΑΚΗ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

Η e- βιβλιοθήκη

Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

Ἡ Χαναναία ἐβγῆκεν ἀπό τά σύνορα ἐκεῖνα, εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος καί ἐφώναξε δυνατά καί εἶπε: «Ἐλέησον με, Κύριε, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ. Ἡ θυγατέρα μου κατέχεται ἀπό δαιμόνιο· καί ὑποφέρει φριχτά, ἐγώ δέ ὡς μάνα φριχτότερα. Κύριε, ἐλέησόν με τήν ἁμαρτωλή καί ταλαίπωρη καί δῶσε τήν Χάριν Σου· μή μέ ἀφήσεις παραπάνω νά πειρασθῶ ἀπ΄ ὅ,τι μπορῶ. Θεωρῶ τόν ἑαυτό μου πιό ἁμαρτωλό ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Αὐτό μοῦ λέει ὁ λογισμός μου». [1]

Καί ὅταν, σεβαστή γερόντισσα, αὐτός ὁ λογισμός πολυκαιρίζει, συνήθως ἀκολουθεῖ στήν διάνοια κάποια ἔλλαμψη ὡς ἀκτίνα Φωτός. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον, μέ αὐτήν τήν στάση ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ἑτοίμαζε τήν καρδιά της γιά τήν μητέρα τῶν μαχῶν, ἡ Χαναναία.

Πίστεψε βαθιά μέσα στήν ψυχή της, πώς ὁ σαρκωθείς Θεάνθρωπος γίνεται τά πάντα γι’ αὐτούς πού συντονίζουν τίς πνευματικές τους κεραῖες μ’ αὐτές τοῦ Ἰησοῦ, ἤτοι τοῦ θελήματός Του. Ὁ Χριστός…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 528 επιπλέον λέξεις

Ινδιάνος ἄγγελος: «Στῶμεν καλῶς».

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων.

Μοῦ ἔστειλαν φίλοι ἕνα δίλεπτο ἀποσπασμα ἀπὸ τὸ κήρυγμα ἑνὸς Κολομβιανοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου. Ὁ ἐπίσκοπος, ὅπως διάβασα, ὀνομάζεται Τιμόθεος καὶ ἔχει τίτλο ἐπίσκοπος Ἄσσου Μεξικοῦ. Μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι ἡ ζωντανή του πίστι , ποὺ ἀποδεικνυόταν στὸν ἀπλό οὐσιαστικό καὶ βαθὺ πνευματικά λόγο του. Βρήκα ὅλο τὸ κήρυγμά του καὶ τὸ ἀπομαγνητοφώνησα. Ἡ ὀμιλία ἐξεφωνήθη στὶς 22/1 2023 στὸν Ι.Ν. Ἀναλήψεως Νέου κόσμου Ἀθηνῶν.

Ὁ Θεὸς τελικῶς δὲν μᾶς ἐγκαταλέιπει. Τὼν ὥρα ποὺ -δυστυχῶς- ἄρχοντες καὶ ποιμένες ἀποστατοῦν καὶ προδίδουν τὴν πίστι τῶν Πατέρων καὶ πωλοῦν τὰ τίμια καὶ τὴν πατρίδα, ὁ Θεὸς μᾶς στέλνει τοὺς Ἰνδιάνους τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς νὰ μᾶς δηλώσουν τὴν ἀξία τῆς πίστεώς μας, τὴν δική μας ἀναξιότητα (μὲ πόση εὐγένεια καὶ λεπτότητα τὸ λέει) καὶ νὰ μᾶς παρακαλέσουν: «Στῶμεν καλῶς».

Τὴν ὥρα ποὺ ἐδὼ οἱ μισθωτοὶ ποιμένες περιφρονοῦν τὴν πίστι τῶν Πατέρων (μεταπατερικοὶ γάρ) ἔρχεται ὁ Κύριος νὰ μᾶς…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 2.304 επιπλέον λέξεις

ΠΕΡΙ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ


Η «Χορεία των Αγίων», η κατηγοριοποίησή τους σε τάξεις και η «επίσκεψις των όρων»
Στην «Χορεία των Αγίων», όπως εύστοχα αναφέρει ο Π. Πάσχος συγκαταλέγονται οι:
α) Απλώς Μάρτυρες, δηλαδή οι λαϊκοί που εμαρτύρησαν.
β) Ιερομάρτυρες, δηλαδή οι ιερείς ή επίσκοποι που εμαρτύρησαν.
γ) Μεγαλομάρτυρες, οι οποίοι δοξάστηκαν από τον δίκαιο αθλοθέτη και στεφανοδότη Χριστό διότι υπέμειναν πολλά και μεγάλα μαρτύρια.
δ) Οσιομάρτυρες, δηλαδή ασκητές και μοναχοί που εμαρτύρησαν.
ε) Παρθενομάρτυρες, παρθενεύουσες γυναίκες που εμαρτύρησαν.
Σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες των Αγίων μαρτύρων του Χριστιανισμού, οι οποίοι εμαρτύρησαν κατά τους πρώτους αιώνες των απηνών διωγμών, προστίθενται και οι Νεομάρτυρες, που εμαρτύρησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και κατά τους αμέσως προηγούμενους αιώνες (ιβ´- ιδ´).


Ποιοι όμως υπήρξαν οι Νεομάρτυρες, όπως και ο εν αυτοίς Άγιος Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων; Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Νεομάρτυρες θεωρούνται και ονομάζονται: «όλοι εκείνοι οι χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, κληρικοί και λαϊκοί, οι οποίοι στα υστεροβυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια, δηλαδή ήδη από τον ιβ´ αιώνα και καθόλη τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας, η οποία σε πολλές περιοχές των άλλοτε βυζαντινών εδαφών εκυριάρχησε και πολύ προ του 1453 (άλωση της Κωνσταντινουπόλεως), υπέμειναν φρικτά και πολυποίκιλα μαρτύρια και βασανιστήρια για να εξωμόσουν και να γίνουν αρνησίθρησκοι. Αφού δε υπέστησαν απηνείς διωγμούς, τα πάνδεινα και τα φρικοδέστατα χριστομίμητα μαρτύρια, ομολόγησαν την καλήν ομολογίαν της εις Χριστόν σταυρωθέντα και Αναστάντα πίστεως, προτιμήσαντες όχι την ατιμασμένη επίγεια ζωή του αρνησίθρησκου, αλλά τον αιμάτινο ως πορφύρα αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου της δόξης του Χριστού. Την πίστη τετηρήκασι, τον δρόμον τετελέκασι , λαμβάνοντας το έπαθλο της αιωνίου ζωής εν Χριστώ τω Θεώ». Αυτούς τους μάρτυρες η Εκκλησία αναγνωρίζει, τιμά και ονομάζει Νεομάρτυρες για να διακρίνονται από τους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας.


Η διάκριση μεταξύ των Νεομαρτύρων και των Εθνομαρτύρων
Άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η διάκριση μεταξύ των Νεομαρτύρων και των Εθνομαρτύρων καθώς και η σαφής υπογράμμιση του κριτηρίου της μεταξύ των διακρίσεως.
Οι Νεομάρτυρες συνδύαζαν κυρίως δύο ιδιότητες, ήταν χριστιανοί και Έλληνες, και συγχρόνως ήταν φορείς δύο Παραδόσεων, της Χριστιανικής Ορθοδοξίας και της Ελληνικής Παραδόσεως, μέσα στις οποίες έζησαν, εβίωσαν τις πνευματικές αξίες τους, τις διεκήρυξαν και εμαρτύρησαν γι’ αυτές. Αμφότεροι, Νεομάρτυρες και Εθνομάρτυρες, αν και συμπίπτουν χρονικά και παρόλο που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο μετά από φρικτά και απάνθρωπα μαρτύρια από τους Οθωμανούς κατακτητές, εντούτοις όμως δεν πρέπει να συγχέονται, έστω κι αν πολλοί Εθνομάρτυρες υπήρξαν ορθόδοξοι κληρικοί και όλοι οι Νεομάρτυρές μας ήταν Έλληνες που εμαρτύρησαν στον Ελληνορθόδοξο χώρο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Στυλ. Παπαδόπουλος. Κάθε φορά είναι δύσκολη η διάκριση αυτή επειδή αμφότεροι ήταν Έλληνες και χριστιανοί. Συνεπώς, το κριτήριο της μεταξύ τους διακρίσεως ως ειδοποιού διαφοράς υπήρξε η συνείδηση βάσει της οποίας υπέστησαν τα φρικτά μαρτύρια από τους αλλόθρησκους οθωμανούς, παρόλο που και οι μεν και οι δε έφθασαν στο μαρτύριο αλλά είχαν σαφή συνείδηση για το λόγο ή τους λόγους του χριστομίμητου μαρτυρίου τους.
Έτσι:
α) Στους Νεομάρτυρες, το κυριαρχούν στοιχείο στον υπέρτατο αγώνα τους γενικότερα και στη στιγμή του μαρτυρικού θανάτου τους ειδικότερα ήταν η ομολογία της πίστεως τους στο Χριστό. Θυσιάζονταν για να σώσουν την πίστη τους και την ψυχή τους μέσα στο «Βάπτισμα του αίματος». Αυτό άλλωστε τους επέβαλε η χριστιανική παράδοσή τους. Οι Νεομάρτυρες ήταν συνήθως νέοι και απλοί άνθρωποι του καταδυναστευομένου λαού στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν κατώτεροι και ανώτεροι κληρικοί, οι οποίοι με τον μαρτυρικό θάνατό τους προκαλούσαν την συγκίνηση στους ομοδόξους και επί πλέον τους ενθάρρυναν να παραμείνουν σταθεροί και εδραίοι στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη τους.
β) Στους δε Εθνομάρτυρες, οι οποίοι αγωνίσθηκαν και έχυσαν το αίμα τους για την πατρίδα τους, το Έθνος τους και την ελευθερία τους, το κριτήριο για την μέχρι θάνατο θυσία τους ήταν η αγάπη τους για την πατρίδα, που πρωταρχικά τους οδηγούσε στο στάδιο του μαρτυρίου και της τελευτής τους, χωρίς όμως να τους λείπει η πίστη στο Χριστό, ούτε η εσωτερική διάθεση να πεθάνουν γι’ αυτήν. Ο κύριος σκοπός και το πρώτιστο έργο τους όμως ήταν ο αγώνας για την απελευθέρωση της πατρίδος τους, παρά το γεγονός ότι αγωνίζονταν ταυτόχρονα για την θρησκεία τους, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Στυλ. Παπαδόπουλος. Έτσι έχουμε την ατελείωτη στρατιά, το νέφος των χριστιανών ηρώων, οι οποίοι είχαν τάξει την όλη τους ύπαρξη στην υπηρεσία μέχρι θανάτου του ρωμαίικου γένους και της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Η τακτική της «αβανίας»
Διαπιστώνεται συνεπώς ότι και οι Νεομάρτυρες και οι Εθνομάρτυρες ήταν στην κοινή συνείδηση μάρτυρες και ότι υπήρχε σ’ αυτούς η θρησκευτική και εθνική-ελληνική παράδοση, στα πρόσωπα όμως εκάστης ομάδος επικρατούσε είτε η μία, είτε η άλλη, η θρησκευτική για τους πρώτους, η εθνική, δηλαδή, η ελληνική, για τους δεύτερους. Η σημαντικότερη πηγή για τους Νεομάρτυρες είναι το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, το οποίο πρωτοεκδόθηκε το έτος 1799 και μας πληροφορεί για τους ύπουλους και δόλιους τρόπους με τους οποίους οι οθωμανοί προσπαθούσαν και σε πολλές περιπτώσεις επετύγχαναν να παγιδεύσουν τους χριστιανούς ρωμιούς, και να τους εξαναγκάσουν να εξισλαμισθούν, άλλοτε με παραπλανητικούς και δελεαστικούς τρόπους και άλλοτε με βίαια και φρικτά βασανιστήρια. Ο Στυλ. Παπαδόπουλος υπογραμμίζει με έμφαση ότι: «οι διάφορες αφορμές ήταν κατά κανόνα πάντοτε οι ίδιες και τις περισσότερες φορές -αν όχι πάντοτε- ήταν ψευδείς και ανυπόστατες σε βάρος των χριστιανών. Η τακτική αυτή των οθωμανών είναι γνωστή ως «αβανία».
Οι αφορμές και οι αιτίες που δημιουργούσαν την «αβανία» οι οθωμανοί για να εξισλαμίσουν ή να θανατώσουν τους χριστιανούς, εκτός από τη μισαλλοδοξία και τον θρησκευτικό φανατισμό, σύμφωνα με τον Π. Πάσχο, ήταν οι ακόλουθες: α) ότι κάποιος χριστιανός ύβρισε τον προφήτη Μωάμεθ (ψευδώς ή αληθώς, δεν είχε σημασία, διότι οι ψευδομάρτυρες ήταν πλήθος μεταξύ των μουσουλμάνων και μάλιστα επιβραβεύονταν με λάφυρα από τις περιουσίες των χριστιανών), β) η παιγνιώδης και χάριν αστεϊσμού χρήση του Τουρκικού κεφαλόδεσμου (σαρίκι), που για τους οθωμανούς σήμαινε προσχώρηση στη θρησκεία τους, ή θάνατο, γ) το να φορέσει ο χριστιανός τούρκικα ενδύματα ή υποδήματα, δ) το να διαβάσει, έστω και ως ανάγνωση μαθήματος, το «λαΐ-λαλά» (δόξα σοι ο Θεός, στα μουσουλμανικά), ε) το να πει επάνω στο θυμό του ή αστειευόμενος, ότι θα γίνει Τούρκος, στ) το να συνάψει φιλίες ή σχέσεις με μουσουλμανίδα κόρη ή γυναίκα, ζ) το να αποπειραθεί να εκχριστιανίσει κάποιον μουσουλμάνο, η) το να πείσει κάποιον να επιστρέψει στον χριστιανισμό, ενώ είχε παλιότερα εξισλαμισθεί, θ) το να κατηγορηθεί, έστω και ψεύτικα, ότι είχε κάποτε εξισλαμισθεί, ι) το να συκοφαντηθεί ότι είχε βλάψει κάποιον οθωμανό, οικονομικά ή ηθικά, ια) το να γίνει γνωστό (για κάποιο χριστιανό) η εκπαιδευτική ή φιλανθρωπική δράση του, ή και η απλή παροχή προστασίας στους κατατρεγμένους και καταδιωγμένους χριστιανούς, ιβ) η κηρυκτική και ιεραποστολική δράση μεταξύ των χριστιανών, η οποία κυρίως επραγματοποιούνταν από τους Μοναχούς. Όταν λοιπόν κάποιος κληρικός ή και λαϊκός φανερά εκήρρυτε την εις Χριστόν πίστη, ήταν ένας «αλείπτης», διότι ήταν ωσάν να άλειφε με «πνευματικό έλαιο» τον νεομάρτυρα παλαιστή για να βγει στην παλαίστρα του μαρτυρίου και να αγωνιστεί με τους οθωμανούς και τους δημίους.
Τα βαθύτερα αίτια τα οποία επέβαλαν την συμπεριφορά αυτή των οθωμανών απέναντι στους χριστιανούς ρωμιούς ραγιάδες που αρνούνταν να αλλαξοπιστήσουν, σύμφωνα με τους ειδικούς μελετητές της ιστορίας, ήταν τα παρακάτω τρία:
α) Η θρησκευτική μωαμεθανική συνείδηση, σύμφωνα με την οποία οι οθωμανοί έπρεπε από τη μία να περιφρονούν τους απίστους και από τη άλλη με κάθε τρόπο, ακόμη και με βίαια μέσα, έπρεπε να τους εξαναγκάσουν να δεχθούν τον Μωαμεθανισμό, φθάνοντας μέχρι το μαρτύριο για όσους αρνούνταν να εξισλαμισθούν.
β) Η εθνική συνείδηση των οθωμανών, σύμφωνα με την οποία οι εξισλαμισμένοι υπόδουλοι Έλληνες γενόμενοι Τούρκοι, μείωναν κατά τον τρόπο αυτό τον αριθμό των εθνικών αντιπάλων τους. Με τον εξισλαμισμό αυτό οι οθωμανοί, όπως εύστοχα γράφει ο Α. Φυτράκης, «απεμάκρυναν αυτούς ου μόνον εκ της Χριστιανικής των πίστεως, αλλά και της μετ’ αυτής αρρήκτως συνδεδεμένης εθνικής των συνειδήσεως».
γ) Η οικονομική απληστία των οθωμανών, οι οποίοι υπελόγιζαν δολίως και υπούλως ότι θα μπορούσαν να αρπάξουν κυριολεκτικώς όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Νεομαρτύρων, επειδή ακριβώς εγνώριζαν ότι οι χριστιανοί συνήθως δεν θα υποχωρούσαν στις πιέσεις για εξισλαμισμό και ότι θα οδηγούνταν, ομολογούντες την εις Χριστόν πίστη τους, στον μαρτυρικό θάνατο.
Τα είδη του μαρτυρικού θανάτου και της εν Χριστώ τελειώσεως
Τα είδη του μαρτυρικού θανάτου και της εν Χριστώ τελειώσεως των Νεομαρτύρων ήταν πολυποίκιλα και παντοιότροπα. Οι οθωμανοί δήμιοι ως φανατισμένοι μουσουλμάνοι επέβαλαν τους κάτωθι τρόπους θανατώσεως των Νεομαρτύρων: τον δια πυράς θάνατο, τους αποκεφαλισμούς, τους απαγχονισμούς, την θανάτωση με ανηλεή δαρμό, τον πνιγμό στη θάλασσα, λίμνη, ποταμό και πηγάδια, τον στραγγαλισμό, την βαθμιαία σφαγή και αποκοπή μελών του σώματος, την πείνα μέχρι θανάτου, τον εντοιχισμό, τον ζωντανό ενταφιασμό κ.ά.
Η ομολογία «χριστιανός ειμί», την οποία ενώπιον των δημίων και βασανιστών τους έδιναν ευθαρσώς οι μάρτυρες και μεγαλομάρτυρες κατά τους πρώτους αιώνες των μεγάλων διωγμών εναντίον των χριστιανών, αποδίδεται κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας από τους Νεομάρτυρες με την ανάλογη φράση: «Εγώ χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θέλω να πεθάνω». Στις δελεαστικές προτάσεις των οθωμανών αλλόθρησκων, οι Νεομάρτυρες ακολουθώντας τους αθλητές των κατακομβών της αρχαίας Εκκλησίας επαναλάμβαναν την γνώριμη απαίτηση «Τον Ιησού μου θέλω». «Εγώ τον Ιησού μου δεν τον αρνούμαι, χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός θέλω να πεθάνω…χριστιανός, χριστιανός, χριστιανός». Έμειναν σταθεροί στην ομολογία τους και καθώς έδιναν στερεότυπα την υπέρ Χριστού ομολογία «χριστιανός ειμί», απεδεικνύοντο μεγαλοφωνότατοι κήρυκες της πίστεως με την προσφορά του αίματός τους.
Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο και ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας, παρατηρούνταν ο βαθμηδόν εξισλαμισμός χριστιανικών πληθυσμών σε διάφορες περιοχές (Μικρά Ασία, Ήπειρος, Αλβανία, Θράκη, Κρήτη, Κύπρος, Πόντος) λόγω της δυσβάστακτης βίας και της αφορήτου καταπιέσεως που υπέμεναν οι χριστιανοί ραγιάδες από τους οθωμανούς δυνάστες, γίνεται δεκτό ότι το μόνο τείχος και η μόνη δύναμη, που ως ανάχωμα μπορούσε να σταματήσει το ακατάσχετο κύμα του αφελληνισμού και του εξισλαμισμού, ήταν οι Άγιοι Νεομάρτυρες, οι οποίοι απετέλεσαν το ηρωϊκό πρότυπο για όλους τους ελληνορθόδοξους, προκειμένου να μην υποκύπτουν και να μην εξωμοτούν όταν υφίσταντο πιέσεις και μαρτύρια. Οι υπόλοιποι ευσεβείς χριστιανοί, όπως καταγράφει ο Π. Πάσχος, έβρισκαν την τόλμη να παρακολουθούν και να ενθαρρύνουν τον Νεομάρτυρα, και όταν εθανατώνετο, πρόσεχαν με κίνδυνο της ζωής τους, που θα ρίξουν οι οθωμανοί το τίμιο λείψανό του για να το πάρουν κρυφά και να το ενταφιάσουν. Οι δε φιλάργυροι οθωμανοί γνωρίζοντας μάλιστα την αγάπη και τον σεβασμό των χριστιανών προς τα λείψανα των Νεομαρτύρων, μηχανεύονταν διάφορους τρόπους να εκβιάζουν ή να παζαρεύουν, για ν’ αποσπούν όσο μπορούσαν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά ή λοιπά υλικά ανταλλάγματα, και μετά ν’ αποδίδουν ή να δίνουν πληροφορίες για τη θέση των λειψάνων.
Η θυσία των Νεομαρτύρων ήταν τόσο συγκλονιστικό γεγονός, ώστε συντάρασσε όλους τους χριστιανούς, ενώ παράλληλα τους ενίσχυε απέναντι στην καταπιεστική συμπεριφορά των οθωμανών, και όσοι είχαν ευαισθησία σε θέματα πίστεως ενδυναμώνονταν και ενθαρρύνονταν να ομολογήσουν την εις Χριστόν πίστη τους. Συνεπώς το γεγονός του μαρτυρίου, επειδή ήταν μεγαλειώδες, συγκλόνιζε όλους, αλλά δεν παρακινούσε και όλους γι’ αυτή τη δραστηριότητα. Οι Νεομάρτυρες αναδεικνύονταν συχνότερα από τους Εθνομάρτυρες και αποτελούσαν το μόνιμο ισχυρό κίνητρο και τη συνεχή ενισχυτική δύναμη κατά τη μαύρη εκείνη περίοδο της δουλείας. Η ευσυνείδητη θυσία των Νεομαρτύρων απέβη μοναδικό παράδειγμα.
Το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη
Ο δε Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος πρώτος ασχολήθηκε συγγραφικά με τους «Νεομάρτυρες» και το 1799 εξέδωσε για πρώτη φορά το «Νέον Μαρτυρολόγιον», στο οποίο κατέγραψε τον βίο και το φρικτό μαρτύριο υπεράνω των ογδόντα Νεομαρτύρων καθώς και πλήρη την «Ακολουθία πάντων των Νεοφανών Μαρτύρων, των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων, ων τινές οι ονομαστότεροι ενταύθα περιέχονται, και ότε τις βούλεται την μνήμην αυτών επιτελείτω», αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η εποχή και η παρουσία των Νεομαρτύρων στα δυσχείμερα και δίσεκτα χρόνια της μαύρης και βάρβαρης τουρκοκρατίας, αποτελεί ένα: «θαύμα παρόμοιον ωσάν να βλέπη τινάς μέσα εις την καρδίαν του χειμώνος, εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα· μέσα εις την βαθυτάτην νύκτα, ημέραν και ήλιον· μέσα εις το ψηλαφητόν σκότος, φώτα λαμπρότατα· εν τω καιρώ της αιχμαλωσίας, να βλέπη ελευθερίαν· και εν τω καιρώ της τωρινής ασθενείας, υπερφυσικήν δύναμιν. Όθεν και αναγκάζομαι να ειπώ, ότι αυτή η αλλοίωσις είναι βέβαια της δεξιάς του Υψίστου· ούτος ο δάκτυλος, είναι του Θεού· αύτη η δύναμις είναι θεία, ή τις εν ασθενεία τελειούται…». Όντως πρόκειται για αλλοίωση της υπάρξεως των Νεομαρτύρων υπό της δεξιάς του Υψίστου. Λόγω ακριβώς της ομολογίας του ονόματος του Χριστού, αλλά και της προσφοράς του αίματός τους χάριν του Χριστού, το μαρτύριο των Νεομαρτύρων έχει χαρακτήρα χριστοκεντρικό. Οι Νεομάρτυρες της πίστεως φέρουν τον ονειδισμό του Χριστού, περιφρονούν τη φιλία του κόσμου αυτού, γίνονται μισητοί ακόμη και από τους οικείους τους για να ακολουθήσουν την μαρτυρική πορεία, η οποία θα τους οδηγήσει στο θάνατο για να κερδίσουν τον Χριστό.
Κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, «οι Νεομάρτυρες με το μαρτύριό τους απέδειξαν έμπρακτα την τέλεια πίστη και αγάπη τους στον Τριαδικό Θεό, και με το αίμα του μαρτυρικού θανάτου τους ευαρέστησαν τον Χριστό, εξέπληξαν τους Αγγέλους, έφραναν τους Αγίους, εταπείνωσαν τους δαίμονες, ελύπησαν τους αλλοπίστους, παρηγόρησαν τους εν πίστει αδελφούς τους, εχαροποίησαν την Εκκλησία του Χριστού, η οποία στερεώθηκε με το αίμα τους και γι’ αυτό η Εκκλησία στεφανώνει και τιμά τη μνήμη τους». Γι’ αυτό στο Απολυτίκιο της ακολουθίας τους, η Εκκλησία ψάλλει μεγαλοφώνως: «Νέοι Μάρτυρες, παλαιάν πλάνην, καταστρέψαντες, ύψωσαν πίστιν, των ορθοδόξων, και στερρώς ηγωνίσθησαν. Την γαρ ανόμων θρησκείαν ελέγξαντες, εν παρρησία Χριστόν ανεκήρυξαν, Θεόν τέλειον. Και νυν απαύστως πρεσβεύουσι δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος». Ο αθλοθέτης και στεφανοδότης Χριστός οικονομούσε κατά τέτοιο τρόπο τα πράγματα ώστε οι Νεομάρτυρες όχι μόνο να επιβεβαιώνουν την ακράδαντη πίστη στον Τριαδικό Θεό με τα μαρτύρια-βασανιστήρια, αλλά και να επισφραγίζουν την όλη ορθόδοξη πίστη των χριστιανών με τον ίδιο τον μαρτυρικό τους θάνατο. Οι Νεομάρτυρες στην ιστορία της Εκκλησίας δεν ήταν κατώτεροι των αρχαίων μαρτύρων, ούτε κατά την παρρησία τους ενώπιον των Τυράννων, ούτε κατά την ομολογία της πίστεώς τους, ούτε κατά την μαρτυρία και τα θαύματά τους. Απλώς ήταν νεώτεροι κατά τον χρόνο του μαρτυρίου τους και όχι κατά τα μαρτύρια τους, κατά τα οποία ήταν και αυτοί παλαιοί.
Ο βαθύς θρησκευτικός ζήλος και η ομολογία της σταθεράς και ακλονήτου πίστεώς τους, η καταπληκτική εμμονή στην ορθόδοξη χριστιανική και ελληνική ιδιότητά τους, η απαράμιλλη υπομονή και η αξιοθαύμαστη καρτερικότητά τους στα απάνθρωπα βασανιστήρια καθώς και η ανεξικακία τους για τους διώκτες τους, σε συνδυασμό με τις θαυματουργές ικανότητες τις οποίες διέθεταν, ήταν τα κυριότερα κοινά χαρακτηριστικά των Νεομαρτύρων. Μερικοί μάλιστα Νεομάρτυρες επεσκίαζαν κάποτε με τη φήμη τους, τις αρετές και τα θαύματά τους, ακόμη και τους παλιότερους μάρτυρες και όλα αυτά προκαλούσαν την συρροή πιστών κάθε περιοχής της ελληνικής γης. Άλλωστε δεν υπήρξε ελληνική περιοχή, η οποία να μην ανέδειξε τους Νεομάρτυρές της. Το πνεύμα αυτό της αυτοθυσίας των Νεομαρτύρων ετόνωσε το ηθικό φρόνημα του αγωνιζόμενου υπόδουλου Γένους για τη διατήρηση αλωβήτου της ορθοδόξου πίστεως και ενίσχυσε παράλληλα την θέλησή του για ελευθερία.
Στο Υμνολογικό κείμενο της «Ακολουθίας των Νεομαρτύρων», την οποία συνέθεσε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, και συγκεκριμένα στο τροπάριο του Δοξαστικού (Ήχος δ´) ψάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία:
«Σήμερον έαρ νοητόν, εν χειμώνι
μέσω της τυραννικής αιχμαλωσίας
τη Οικουμένη επέλαμψεν, ουχ υπό μιάς
χελιδόνος, αλλ’ υπό ογδοήκοντα και προς,
Νεομαρτύρων συνιστάμενον. Δεύτε ουν
φιλέορτοι, και φιλοθεάμονες, εις τα
Μαρτύρια αυτών, ως εις χειμώνας πολυειδείς
εισελθόντες, τα ψυχικά ημών αισθητήρια εστιάσωμεν·
και ίδωμεν εκεί παντοδαπά είδη ανθέων, άρτι
των καλύκων προκύψαντα· ποικίλα τη όψει,
εύοσμα τη οσφρήσει· αμάραντα τω χρόνω,
και πάντα βεβαμμένα τω ερυθρώ του αίματος
χρώματι· και προς Χριστόν βοήσωμεν.
Κύριε, ο νεωστί ταύτα φυτεύσας, ταις πρεσβείαις
αυτών, του αιωνίου έαρος της Βασιλείας σου
αξίωσων ημάς ως φιλάνθρωπος»
Τον δε ένδοξο και περίλαμπρο Νεομάρτυρα Άγιο Γεώργιο των εξ Ιωαννίνων, το πλήρωμα της Εκκλησίας αδιαλείπτως μεγαλύνει και αναβοά:
«Χαίροις της Ηπείρου Θείος Πυρσός, και Ιωαννίνων, αντιλήπτωρ και αρωγός· Χαίροις των θαυμάτων, ακένωτος χειμάρρους, Γεώργιε Παμμάκαρ, ήμων βοήθεια». (Μεγαλυνάριον Αγίου).*

Οι Νεομάρτυρες

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο εραστής της ησυχίας, ο ευαίσθητος ποιητής, ο υψιπέτης Θεολόγος, ο πολύτιμος και ιερός φίλος

ΓΡΗΓΟΡΙΟς ΘΕΟΛΟΓΟς-SAN GREGORIO NACIANCENO-HomiliesOfGregoryNazianzusCod6GregoryOfNazianzusAndPaupers-640x417

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
ο υψιπέτης Θεολόγος, ο ευαίσθητος ποιητής, ο άγιος ησυχαστής, ο «φιλόσοφος της ομορφιάς», ο πολύτιμος και ιδανικός φίλος

Εορτάζει στις 25 Ιανουαρίου

Θεού γινώσκειν ορθοδόξως ουσίαν,
Χριστιανοίς λεγάτον εκ Γρηγορίου.
Εικάδι Γρηγόριος θεορρήμων έκθανε πέμπτη.

Ένας ευαίσθητος ποιητής, ένας πληγωμένος αετός του πνεύματος, ένας υμνητικός ερωδιός της εσταυρωμένης Αγάπης, υψιπέτης και ουρανόφρων ησυχαστής που μόνο με ένα βλέμμα του σιωπηλό αναχαίτισε τους εχθρούς του… ο Γρηγόριος. Ποιος τον γνώρισε, έστω και λίγο και δε σαγηνεύτηκε, δε τον αγάπησε!

Η ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις… γιατί δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις δολοπλοκίες, τις ίντριγκες. Ποιητής με ευγενική και βαθειά ψυχή. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Η μόνωση, έλεγε ο ιερός «αετός» της θεολογίας, αποτελεί «έρως του καλού της ησυχίας και της αναχωρήσεως». Σε άλλο έργο του σημειώνει ότι η απομόνωση από τον κόσμο είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. Η «απραξία», δηλαδή ο μοναχικό βίος που σκοπό έχει τη θεοπτία θεωρείται για το Γρηγόριο ως η μέγιστη πράξη της ζωής του.

Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις εστιν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος. Η αλλαγή του κόσμου αρχίζει από την εσωτερική μας αλλαγή: “Καθαρθήναι δεί πρώτον, είτα καθάραι∙ σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φως και φωτίσαι∙ εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους∙ αγιασθήναι και αγιάσαι, χειραγωγήσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως”.(Λόγος 3. 71. PG 35. 480 B). Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίηση του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε. 

Γράφει ο ιερός νηπτικός: «Ποιος θα μού δώσει», λέει ο θείος Δαβίδ δυσκολευόμενος από τα κατ’ αυτόν, «φτερά σαν του περιστεριού, για να πετάξω και να ηρεμήσω;» (Ψαλμ. 54.7) Προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παρόντα κακά, επιζητεί φτερά περιστεριού• είτε επειδή είναι ελαφρύτερα και ταχύτερα, γιατί τέτοιος είναι ο κάθε δίκαιος• είτε επειδή σκιαγραφούν το Άγιον Πνεύμα, με μόνη την βοήθεια του οποίου αποφεύγουμε τα δεινά. (PG 35.965 εξ.Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεὶ περιστεράς;)   

Γρηγόριος ο Θεολόγος_Святой Григорий Богослов Иконы_ St. Gregory the Theologian45299

Διαβάζουμε στην αφηγηματικὴ βιογραφία του αγίου :
Η Νόννα ανησυχούσε για τον δρόμο που θα ακολουθούσε ο γιος της Γρηγόριος όταν ήδη είχε φτάσει είκοσι χρονών..

Τον είχε αφιερώσει στο Θεό. Και ’κείνος, μικρότερος όταν ήταν, συμφωνούσε. Τώρα…;

Ένα πρωί, που ο πατέρας βγήκε νωρίς παίρνοντας μαζί του τον Καισάριο, η Νόννα έκατσε κοντά στον Γρηγόριο …:
-Θυμάσαι Γρηγόριε, όταν ήσουν μικρός… σου ’λεγα πως γεννήθηκες… σ’ έστειλε ο Θεός… και του υποσχέθηκα, δηλαδή του είπα ότι αν αποκτήσω γιό, θα του τον αφιερώσω. Και μου ’δωσε ο Θεός τα ιερά σημάδια. Είδα τη μορφή σου, παιδί μου, πριν γεννηθείς…. και τ’ όνομά σου ακόμη!
-Ναι μητέρα, όλα τα θυμάμαι καλά. Ποτέ δεν φύγανε απ’το μυαλό μου.

-Γρηγόριέ μου, σε αφιέρωσα στο Θεό πριν γεννηθείς, καταλαβαίνεις τι σημαίνει….. Χωρίς να σε ρωτήσω, παιδί μου, βλέπεις, δε γινόταν. Έτσι ήρθανε τα πράγματα. Πάντως έχουμε μαζί την ευθύνη…..
-Ναι μητέρα, τη διέκοψε ο Γρηγόριος. Να μην ανησυχείς καθόλου. Ποτέ δεν άλλαξα γνώμη. Σκέφτομαι πάντα την αφιέρωσή μου στο Θεό και μάλιστα σαν άγαμος, ο μοναχισμός, οι μοναχοί…. συνεχώς αυτά σκέφτομαι.
Η Νόννα έσκυψε αυθόρμητα και του φίλησε τα δυό χέρια πάνω στο τραπέζι. Με σεβασμό φίλησε κι εκείνος τα δικά της.

Ο Θεός είχε δώσει και σ’ αυτόν σημάδια, για τα οποία δεν είχε μιλήσει. Τα κρατούσε, χρόνια τώρα, στην καρδιά και το νου του με δέος.
-Άκου και μένα, μητέρα, λέει ο Γρηγόριος. Δε σου τα είπα ποτέ…. Τότε που με πήγατε στη Διοκαισάρεια…. στο θείο μου τον Αμφιλόχιο. Τότε, λοιπόν, είδα όνειρο, που δεν το ξεχνώ. Από τότε βαθιά είναι χαραγμένο στην καρδιά μου.
-Έχει, παιδί μου, σχέση με την αφιέρωσή σου, με τον προορισμό σου; διέκοψε η Νόννα.
-Ασφαλώς κι έχει, γιατί από τότε άναψε μέσα μου έρωτας, αγάπη, για την παρθενία. Εμφανίστηκαν, στον ύπνο μου δύο πανέμορφες γλυκύτατες κοπέλλες. Δεν είχαν παράταιρα στη φύση στολίδια. Φορούσαν ασημένια μακριά φορέματα, χυτά στο σεμνό σώμα τους. Δεν είχαν βαμμένα βλέφαρα και μάτια. Τα μάτια τους γλυκά και καθαρά ήτανε σκυμμένα και καθρεφτίζανε την ωραιότητα της ψυχής τους. Ο λαιμός τους δεν είχε αλυσίδες και διαμάντια. Ωραίο πέπλο έπεφτε μέχρι τον αστράγαλο και ζώνη το έσφιγγε στη μέση. Δε μιλούσαν. Τα κλειστά χείλη τους ίδια με ροδοπέταλα σε δροσερούς κάλυκες. Τις έβλεπα, μητέρα, σχεδόν αποσβολωμένος. Από ευχαρίστηση, αγαλλίαση. Δεν μπορώ να σου περιγράψω την ομορφιά τους και τη χαρά που μου έφεραν. Τόσο όμορφες κοπέλλες δεν ξαναείδα. Στέκονταν πλησίον και ήτανε σα να με φιλούσαν. Στην κατάστασή μου αυτή βρήκα το κουράγιο να τις ρωτήσω. Ποιες ήσαστε και από που ερχόσαστε; Και ήρθε ιερή απάντηση: η μια, είπε, είναι η αγνεία, η άλλη η σοφία. Μου είπαν ακόμα ότι στον ουρανό στέκονται δίπλα στο Χριστό και ότι εκεί απολαμβάνουν τη χαρά εκείνων που δεν είχαν παντρευτεί στη γη, που μόναζαν.

Η Νόννα πανευτυχής ακούει…. Κάποια στιγμή γονάτισε αθόρυβα να προσκυνήσει το Θεό που τόσο θαυμαστά καθοδηγούσε το βλαστάρι της.
-Κι ενώ, συνεχίζει ο Γρηγόριος, είχαν χαμηλωμένο το κεφάλι, το ανασήκωσαν λίγο, με κοίταξαν καλά και μου είπαν μαζί: «Έλα, λοιπόν παιδί μου, ένωσε το νου σου με το δικό μας και τη λαμπάδα σου με τη δική μας. Έτσι θα σε οδηγήσουμε ολόλαμπρο μεσ’ από τους αιθέρες και θα σε στήσουμε δίπλα στο φως της αθάνατης Τριάδας».
…και ήταν κυριολεκτικά συνεπαρμένος από τις μορφές των δύο κοριτσιών και από αυτό που του υποσχεθήκανε.
Η Νόννα ρουφούσε τη θεία επέμβαση και απολάμβανε τρίσβαθα την αλλοίωση του γιού της. 
-Ενώ τις έβλεπα, υψώθηκαν στους αιθέρες. Τις παρακολούθησα με τα μάτια μέχρι που χάθηκαν. Έμεινε όμως βαθιά στην καρδιά μου η χαρά, που προξένησαν οι ωραίες και σεμνές μορφές.
Ήταν για μένα οι μορφές αυτές το φως της παρθενίας. Από τότε η σπίθα, που ήταν κάπου χωμένη, έγινε φως, που όλο και μεγάλωνε. Ακόμη και τώρα που μιλάμε, αγαπητή μου μητέρα μ’ έχει κυριεύσει. Δεν το βγάζω από την καρδιά και το νου μου.
Γι’ αυτό και φροντίζω να συναναστρέφομαι μοναχούς, άγαμους κληρικούς. Το ξέρεις, … συ μ’ έμαθες να τιμώ και να σέβομαι τους μοναχούς. Και πραγματικά αισθάνομαι, μόνο που το σκέπτομαι, βαρύ το ζυγό του γάμου, πολύ βαρύ. Δε θα μπορούσα να τον σηκώσω ποτέ.

-Την ευχή του Θεού παιδί μου. Την ευχή του Κυρίου μας να ’χεις και του γέρου πατέρα σου, ακριβέ μου Γρηγόριε… Η παρθενία μεγάλο αγαθό, αλλά με χίλια βάσανα.-Πρόσεχε, παιδί μου, ο κόσμος μέσα σου και γύρω σου θα σε προκαλεί. Θα θέλει να σε κερδίσει, να σε αφαιρέσει από το Θεό.

Τον συνέπαιρνε η ζωή της προσευχής, της ησυχίας, της αναχώρησης. Θαύμαζε τον προφήτη Ηλία πού έζησε στο Κάρμηλο και τρεφότανε από τον αετό, και σταματούσε ο νους του στον Ιωάννη τον Πρόδρομο.. Ο Γρηγόριος όλη του τη ζωή θα την περάσει επιδιώκοντας την ησυχία και αγωνιζόμενος θεολογικά στον κόσμο. Όταν βρισκόταν στον κόσμο νοσταλγούσε ακατανίκητα την ησυχία. Το 358 και το 359 ο μεγάλος φίλος του, ο Βασίλειος, ασκήτευε στ’ Άννησα, κοντά στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Από κεί έγραφε και παρακαλούσε το Γρηγόριο να πάει να μονάσουν μαζί, καθώς το είχε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο, στην Αθήνα, του περιέγραφε δε την ωραιότητα του τοπίου με περισσή τέχνη. Τότε ο Γρηγόριος απάντησε ότι δεν τον συγκινούν τα τοπία όσο η πνευματική ζωή.

Το 360 ο Βασίλειος πίεζε περισσότερο το Γρηγόριο για να συμμονάσουν. Τοτε, έτρεξε στο μικρό ασκητήριο, δίπλα στον Ιρη ποταμό, στον Πόντο. Εκεί έζησε μαζί του ασκητικά και ησυχαστικά.

Ο ένας βοηθούσε τον άλλον στην απόκτηση αρετών και στην κατανόηση των θείων αληθειών. Ο καθένας δινότανε ώρες ατελείωτες στην προσευχή. Μελετώντας και προσευχόμενοι ένιωθαν ότι τους καθοδηγεί το άγιο Πνεύμα στη θεία αλήθεια. Έγιναν οι μέρες του ασκητηρίου του Ίρη οι ευτυχέστερες της ζωής τους. Αλλά δε θα διαρκέσουνε πολύ. Μέχρι το Δεκέμβρη του 361 μόνο.
Έλεγε αργότερα: Από το τραπέζι σηκωνόμουνα πριν χορτάσω. Στο χώμα κοιμώμουνα.  Τυλιγόμουνα με κάτι κουρέλια. Ίσα που να με πάρει ο ύπνος –πολύ λίγη ώρα. Έπειτα πάλι όρθιος. Προσευχή και μετάνοιες. Τα γόνατά μου συχνά ματώνανε και οι πληγές έμεναν για πολύ καιρό ανοιχτές. Προσευχόμουνα γονατιστός. Έκλαιγα για τις αδυναμίες μου και τα πικρά δάκρυα μου έκαιγαν τα μάτια.

Ο γερο-Γρηγόριος, ο επίσκοπος Ναζιανζοῦ, έγραφε συνέχεια στο γιό του:
-Ελα, παιδί μου, δεν μπορώ άλλο. Μας βρήκαν πολλά βάσανα. Κι από σένα μόνο περιμένω… Μην αργείς… και θά ’χεις καιρό να μονάσεις.

Το Δεκέμβρη του 361, ο Γρηγόριος γύρισε. Ο γερο- επίσκοπος πατέρας του του λέγει, Θα σε χειροτονήσω πρεσβύτερο, θα υπακούσεις. Είναι θέλημα Θεού… Δεν άντεξε όμως το μυστήριο της Ιερωσύνης, «Πικράθηκα τόσο πολύ από αυτή τη βίαιη ενέργεια», έγραψε ο Γρηγοριος, «ώστε ξέχασα τα πάντα: φίλους, γονείς, την πατρίδα μου και τους συμπατριώτες μου. Σαν βόδι που το τσίμπησε αλογόμυγα, γύρισα στον Πόντο, ελπίζοντας να βρω θεραπεία της λύπης μου στον αφοσιωμένο φίλο μου». Έζησε τρομακτικό δέος και των Θεοφανείων έφυγε γιά τον Ἴρη ποταμό.  Εκεί θα έβρισκε στήριγμα, στον αδελφικό του φίλο Βασίλειο και στη πολυπόθητη ησυχία. Ο Θεός τους έδωσε εσωτερική άγια ειρήνη που εκπλήσσονταν και οι ίδιοι. Και το άγιο Πνεύμα τούς έλουζε ώρες-ώρες με ανεξήγητο και γλυκύτατο φως. Το πρωί δεν τολμούσαν να διηγηθούν μεταξύ τους τις φοβερές ελλάμψεις. Με τα βλέμματα μόνο πληροφορούσε ο ένας τον άλλο πώς κάτι μεγάλο και θεσπέσιο τους συνέβη τη νύχτα. Κι ο ένας χαιρότανε άδολα για τα χαρίσματα του άλλου. 

Η αγάπη του για τον ησυχαστικό βίο ήταν απέραντη. Είχε έρωτα για τη ζωή του αναχωρητή. Το πιο μεγάλο αγαθό, έλεγε, είναι να ελευθερώνεται κανείς οπό τα υλικά. Να συνάγεται στον έσω εαυτό του, ν’ ακούει εκεί το Θεό. Να γίνεται το μέσα του καθρέφτης και να λάμπουν εκεί τα θεία και ο Θεός. Ο άνθρωπος τότε συμπορεύεται με τούς αγγέλους και ζει μακάρια με την αλήθεια…. Οι δύο ασκητές έζησαν τόσες εμπειρίες πνευματικές, πού θα τούς τρέφουν σε όλη τη ζωή τους. 

Κι αργότερα ταξίδευε συχνά στην Καισάρεια για να παρασταθεί στο Βασίλειο. Και ο Βασίλειος αισθανόταν ιδιαίτερη ανακούφιση μόλις τον έβλεπε. Τρώγανε συνήθως μόνο χόρτα. Κοιμόντουσαν ελάχιστα και την υπόλοιπη νύχτα προσεύχονταν και συζητούσαν τα θεολογικά προβλήματα.

Όταν το 370, τον επισκέφτηκε ο Βασίλειος. ήταν η πιο μεγάλη χαρά πού μπορούσε να περιμένει. Ένιωθε μέσα του ευφορία πνευματική. Ήθελε να γιορτάσει αντάξια και μεγαλόπρεπα τον ερχομό του πιο αγαπημένου του ανθρώπου στον κόσμο, του Βασιλείου. Ήτανε μια εποχή πού δε βρισκόταν χόρτα στη Ναζιανζό. Και οι δύο ασκητές τρώγανε κυρίως χόρτα. Έστειλε μήνυμα με άνθρωπο στα Οζίζαλα. Πολλά χιλιόμετρα μακριά, πάνω από τη Νύσσα. Πιό πέρα κι από την Παρνασσό. Εκεί ασκητεύει ο ξάδερφός του Αμφιλόχιος:

– Βιάσου, Αμφιλόχιε, στείλε μου επειγόντως όσα περισσότερα μπορείς. Εδώ σπανίζουν. Τα θέλω, γιατί ξέρεις ποιόν περιμένω; Το Βασίλειο, αγαπητέ μου. Ναι «τον Μέγαν Βασίλειον»!

Και δεν είναι καθόλου τυχαίο πού ο Γρηγόριος πρώτος τον αποκάλεσε «Μέγα». Ο Γρηγόριος τον ήξερε καλύτερα από τον καθένα.

Το χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου εις Κοπάνους στα Γιάννενα(1)

(Από το βιβλίο: Ο Πληγωμένος Αετός, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Παπαδόπουλου Στυλιανού, Αποστολική διακονία, 2010)

Γρηγορίου του Θεολόγου (Ναζιανζηνός) Η κάρα του. Ιερά Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους.kara

Το 372 ο Βασίλειος, χειροτόνησε χωρίς τη θέλησή του τον Γρηγόριο επίσκοπο για την άσημη κωμόπολη Σάσιμα. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πιέσει να πάει στα Σάσιμα, τα οποία και απλώς επισκέφτηκε. Για την πρωτοβουλία αυτή ο Γρηγόριος θα παραπονείται σε όλη του την ζωή γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη,… Μετά τον θάνατο του πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη την ευθύνη της επισκοπής. Όταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οι συμπολίτες του δεν φρόντιζαν να εκλεγεί νέος επίσκοπος (για να κρατήσουν εκεί τον ίδιο τον Γρηγόριο), έφυγε «σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια (Ισαυρία) κι εγκαταστάθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στον εκεί ναό της αγίας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Στο τέλος του 378 αρρώστησε τόσο, που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Καισάρεια, όπου ο Βασίλειος κοιμήθηκε και κηδεύτηκε την 1.1.379. Το γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος υπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως (379) και μετέβη εκεί, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους αρειανούς, που κυριαρχούσαν για σαράντα χρόνια. Στήριξε τους ορθοδόξους αλλά οι αρειανοί αντέδρασαν βίαια. Του επιτέθηκαν βάναυσα πετροβολώντας τον, και οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι προκαλεί φιλονικείες και διαταράσσει την ειρήνη και δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την δολοφονία του. Ευτυχώς ο δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στον ασκητή και θεολόγο επίσκοπο, ξέσπασε σε κλάματα και μετανόησε. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος αποφάσισε να φύγει, αλλά οι παρακλήσεις των ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει . Εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε τον Μάιο του 381, του επιφύλαξε τιμές αλλά και πικρίες, οι επίσκοποι Μακεδονίας και Αιγύπτου, που κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν την κανονικότητα του Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με την πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Η ευαισθησία του Γρηγορίου είχε τρωθεί. Αδύνατος να κάμει διπλωματικούς ελιγμούς, προκάλεσε την δυσαρέσκειαν των αντιφρονούντων. Και είπε ότι εάν αυτός ήταν αίτιος της διαιρέσεως, ας ερρίπτετο στην θάλασσα όπως ο Ιωνάς, για να παύση η τρικυμία. Και απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». Έφυγε αμέσως για την πατρίδα και αποσύρθηκε οριστικά στην Αριανζό. Εκεί έζησε με άσκηση και συγγραφή (ποιημάτων) τα τελευταία χρόνια του. Ταξίδεψε στα μοναστήρια της ερήμου στη Λαμίδα και σ’ άλλα μέρη. Εξασθένησε και πολλές φορές ζήτησε ανακούφιση σε λουτροθεραπείες. Κοιμήθηκε το 390.

Η Επιστολή γράφηκε τον πρώτο χρόνο της ασκήσεως του Βασιλείου στα Άννησα του Πόντου, το 358/9.

πηγη. ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΦΩΣ

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος – Παραινετικὸν πρὸς Ὀλυμπιάδα

ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος - Παραινετικὸν πρὸς Ὀλυμπιάδα

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔστειλε σὲ μιὰ πνευματική του θυγατέρα, (τὴν Ὀλυμπιάδα), τὴν κατωτέρω ἐπιστολὴ ὡς «δῶρο» γιὰ τὸν γάμο της, ποὺ μόλις τέλεσε. Ἡ κατωτέρω ἐπιστολὴ ἔχει βάθος Θεολογίας καὶ ψυχολογίας. Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα δίνει στὴ σύζυγο πολύτιμες συμβουλὲς γιὰ ἕναν πετυχημένο γάμο. Γράφει (Μετάφραση ὑπὸ κ. Ἀθηνᾶς Α. Καραμπέτσου, φιλολόγου, βλ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 31.3.2000, σελ. 3. Ἐλήφθη ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΓΑΜΟΣ – Πνευματικὸ Γυμναστήριο», Ἀρχ. Βασιλείου Π. Μπακογιάννη, Ἐκδόσεις: Νεκτ. Παναγόπουλος)

—————————————————————————————————

Κόρη μου, στοὺς γάμους σου ἐγὼ ὁ πνευματικός σου πατέρας, ὁ Γρηγόριος, σοῦ κάνω δῶρο τοῦτο τὸ ποίημα. Καὶ εἶναι ὅ,τι καλλίτερο ἡ συμβουλὴ τοῦ πατέρα. Νὰ εἶσαι ἁπλή. Τὸ χρυσάφι, δεμένο σὲ πολύτιμες πέτρες, δὲν στολίζει γυναῖκες σὰν καὶ σένα. Πολὺ περισσότερο τὸ βάψιμο. Δὲν ταιριάζει στὸ πρόσωπό σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν παραποιῇς καὶ νὰ τὴν ἀλλάζῃς, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀρέσῃς. Ξέρε τὸ ὅτι αὐτὸ εἶναι φιλαρέσκεια…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 952 επιπλέον λέξεις

O Όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης υμνεί τον Άγιο Μάξιμο τον Γραικό.

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Βιογραφικά στοιχεία Οσίου Γερασίμου Μικραγιαννανίτη

Ο καταταγείς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις  10/1/2023 στις αγιολογικές δέλτους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Όσιος Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης (5 Σεπτεμβρίου 1905 – 7 Δεκεμβρίου 1991) και κατά κόσμον Αναστάσιος – Αθανάσιος, υπήρξε σύγχρονος υμνογράφος.

Γεννήθηκε στη Δρόβιανη της επαρχίας Δέλβινου Βορείου Ηπείρου. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του. Με το τέλος του δημοτικού σχολείου ο έφηβος πλέον Αναστάσιος έμελλε να εγκαταλείψει το περιβάλλον του χωριού. Αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, μαζί με τον πατέρα και τη θεία του. Στη συνέχεια μετακόμισαν στην Αθήνα. Στη νέα του διαμονή συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο. Ο ζήλος του για τα γράμματα εντυπωσιακός. Μετά το γυμνάσιο συνέχισε τις σπουδές του σε κάποια ανώτερη σχολή ελληνικής παιδείας. Στην Αθήνα φρόντισε και για την πνευματική του ζωή και εκκλησιαζόταν τακτικά.

Έρχεται στο Άγιο Όρος στις 15 Αυγούστου 1923. Εγκαταβιώνει ως δόκιμος στη σκήτη της Αγίας Άννης, στο κελί του Τιμίου Προδρόμου, έχοντας ως γέροντα τον Mικρασιάτη ιερομόναχο Μελέτιο Ιωαννίδη.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1924 κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας στη μνήμη του αγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας έγινε η μοναχική κουρά του παίρνοντας το όνομα του αγίου.

Ο μοναχός Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως στη νέα του ζωή, αποτέλεσε  πρότυπο υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε αρετής. Εκείνο, όμως, το οποίο τον γοήτευε ήταν η ενασχόληση με τα γράμματα.

Μετά την παρέλευση λίγων ετών ο γέροντας Μελέτιος φεύγει οριστικά για την Αθήνα, αφήνοντας τελείως μόνο του τον νέο μοναχό Γεράσιμο.

Κάτω από την καλύβη του Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται η καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Σε αυτήν εγκαταβιούσε ο ασκητής Γέροντας Αβιμέλεχ (1965). Το 1946 υποτάχθηκε σ’ αυτόν ο μετέπειτα ιερομόναχος Διονύσιος. Με τον π. Διονύσιο συνδέθηκε ο π. Γεράσιμος και αργότερα, το 1966, ενώθηκαν σε μία συνοδεία.

Ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υμνογράφων, που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του χρησιμοποιήθηκε αμέσως στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.

Την ίδια την υμνογραφία τη θεωρεί προέκταση της προσευχής, κοινωνία με τον Θεό και τους αγίους: «Έχω τον άγιο μπροστά. Γι’ αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής μετά του Θεού, είναι μία θαυμασία προσευχή, είναι μία μεταρσίωσις του νοός, είναι μία μυστική θεωρία, είναι ένα μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται. Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα λόγια. Πρέπει κανείς να την δοκιμάσει για να την αισθανθεί».

Kοιμήθηκε  στις 7 Δεκεμβρίου 1991. Όπως διηγούνται οι υποτακτικοί του είχε παρακαλέσει την Παναγία να έχει τα λογικά του έως τέλους για να μην κουράσει κανένα. Πράγ­ματι είχε διαύγεια μέχρι την τελευταία αναπνοή του. Είπε τρεις φορές: «Άγιε Νεκτάριε, βοήθει μοι» και εξέπνευσε. Μία γλυκύτητα ήταν ζω­γραφισμένη στο πρόσωπό του, νόμιζες πως κοιμόταν γαληνά. Ο βιογράφος του Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης τον χαρακτηρίζει σεμνό και άριστο υμνογράφο, σπάνια προσωπικότητα και αληθινό άνθρωπο του Θεού. Ο μητροπολίτης Κίτρους Γεώργιος λέει ότι ο Γέροντας ήταν εξέχουσα μορφή του αγιορειτικού μονα­χισμού, κορυφαία, διάσημη, χαρισματική και μοναδική. Έφυγε με τ’ όνομα του θαυματουργού αγίου Νεκταρίου στα χείλη του, στον οποίο είχε συνθέσει μία από τις ωραιότερες ιερές ακολουθίες του.

 Κατά τον ηγούμενο της ιεράς μονής Γρηγορίου αρχιμανδρίτη Γεώργιο, ο Γέροντας Γεράσιμος υπήρξε «μοναχός ταπεινός, βιαστής της βασιλείας των ουρανών, υπερορών σαρκός και των της σαρκός, προσευχητικός, πράος, γλυκύς, προσηνής, φιλόθεος και φιλάνθρωπος, διδακτικός, συγχωρητικός, ευκατάνυκτος, άγρυπνον έχων το όμμα της ψυχής, αυστηρός στον εαυτό του και συγκαταβατικός στους συνανθρώπους του».

Το υμνογραφικό έργο του Οσίου Γερασίμου για τους Αγίους της «εν ΄Αρτη Εκκλησίας»

Από τις 35.442 χειρόγραφες σελίδες του Μικραγιαννανίτου ένα μέρος, αφορά σε τοπικούς  Αγίους: Άγιο Παρθένιο, Άγιο Μάξιμο Γραικό, Άγιο Ζαχαρία και τους αυταδέλφους Απόστολο και Θεοχάρη. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Όσιος Γέροντας ύμνησε τον Άγιο Μάξιμο τον Γραικό. Αξιοσημείωτο είναι ότι η εν λόγω ακολουθία γράφτηκε μετά  από αίτηση του μακαριστού Αρτινού ιστορικού Κων/νου Τσιλιγιάννη, στον οποίο η τοπική Εκκλησία οφείλει την ανάδειξη της αγιότητας και του έργου του αγίου Μαξίμου. Η ακολουθία περιλαμβάνει: Μικρό Εσπερινό, Μεγάλο Εσπερινό και Όρθρο.

Υμνoγραφική   κοσμητική φρασεολογία στην Ασματική ακολουθία του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτη (1988)

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ

Α.

Οδηγός Ορθοδόξων θείω Πνεύματι γέγονας, και της εν Ρωσσία Αγίας Εκκλησίας διδάσκαλος, προς γνώσιν αληθείας οδηγών πιστούς ως ιερός υφηγητής, διά τούτο Πάτερ Μάξιμε εν ωδαίς τιμώμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα.

Β

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Της Άρτης το βλάστημα και της Ελλάδος πυρσόν και θείον διδάσκαλον της Εκκλησίας Χριστού συμφώνως τιμήσωμεν, Μάξιμον της σοφίας, το θεόπνευστον στόμα, σύναθλος των Μαρτύρων εν Ρωσσία γαρ ώφθη, μεθ’ ων και ικετεύει υπέρ των ψυχών ημών.

Γ

Εξ Άρτης ανέτειλας ώσπερ αστήρ φαεινός, σοφία κοσμούμενος και αρετών τω φωτί, Πατήρ ημών Μάξιμε· όθεν την εν Ρωσσία, Εκκλησίαν λαμπρύνας, λόγω σου ορθοδόξω και ορθότητι βίου, ενήθλησας νομίμως και δόξης ηξίωσαι.

Στίχοι Συναξαρίου.

Φως μέγα ο Μάξιμος ενθέω λόγω,

εν Ρωσσία έλαμψεν Χριστού εις δόξαν.

Εικάδι πρώτη Μάξιμος μεγαλήτωρ ες πόλον έβη.

ΣΧΟΛΙΑ. Στα απολυτίκια γίνεται φανερό ότι ο υμνογράφος Όσιος Γεράσιμος τονίζει την ιεραποστολική δράση του Οσίου στη Ρωσία.
Διότι χάρη στον άγιο Μάξιμο υπάρχει σήμερα η Ρωσσική Εκκλησία, λειτουργώντας κάτω από την ακραιφνή Ορθόδοξη παράδοση και υγιή πνευματική ζωή. Ο Άγιος Μαξιμος έσωσε ολόκληρη τη Ρωσική Εκκλησία από την καταβαράθρωση στην ειδωλολατρική και αμαρτωλή ζωή, που είναι γεμάτη από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και αιρετικές πεποιθήσεις.

            Κατά τη διαμονή του στη Μονή Οτρότς από το 1531-1551 δόθηκε σ’ αυτόν από το μητροπολίτη Τβερ Ακάκιο, με θεία νεύση, σχετική ελευθερία, ενώ βρισκόταν στη φυλακή, προκειμένου ο φωστήρας να μη μείνει κάτω από το μόδιο. Έτσι εξακολούθησε άοκνα, μάλιστα για μακρό χρόνο περιβεβλημένος αλυσίδες, σε υπόγεια σκοτεινή και υγρή φυλακή, να συγγράφει μεταφράζοντας στη Ρωσσική Ιερά κείμενα, να συγγράφει αντιαιρετικά έργα και άλλα πολλά, χάριν προστασίας και διαφωτισμού του αγαπητού του Ρωσικού λαού. Επί πλέον δε, άρχισε πάλι με πατρική στοργή την κηρυκτική του δράση, παρηγορώντας τους Χριστιανούς, που έτρεχαν στη φυλακή για να ακούσουν τις συμβουλές του, ζητώντας τις προσευχές του.

            Λίγα χρόνια μετά τη φυλάκιση του Μητροπολίτη Δανιήλ, ο Μητροπολίτης πάσης Ρωσσίας Μακάριος τον έλυσε από τον άδικο κανόνα της ακοινωνησίας (1543) που διήρκεσε για 18 χρόνια (1525-1543).

Επίσης στα απολυτίκια ο σεπτός υμνογράφος τονίζει το μαρτυρικό φρόνημα του Οσίου, τον οποίο χαρακτηρίζει «σύναθλο των Μαρτύρων».

Ο Άγιος καταδικάσθηκε, ως δήθεν αιρετικός, σε ισόβια φυλάκιση σιδηροδέσμιος, σε ισόβια στέρηση της μετάληψης των θείων μυστηρίων και σε ισόβια απομόνωση και απαγόρευση της επικοινωνίας με τους υπόλοιπους πιστούς. Και όλα αυτά, όπως είπαμε πιο πάνω, γιατί έλεγχε τους κατηγόρους του για μη ηθική αναστροφή, σύμφωνα με τα χριστιανικά ήθη. Παράλληλα απαγορεύθηκε σ’ αυτόν η αλληλογραφία και η ανάγνωση βιβλίων. Το τελευταίο ήταν για τον μέγα λόγιο και Καθηγητή επιπλέον μαρτύριο, αν αναλογισθεί κάποιος, ότι η μεγάλη αυτή διάνοια που είχε τροφή και τρυφή τη μελέτη των βιβλίων καταδικάστηκε να μη μπορεί ούτε καν να τα ιδεί.

            Στη φυλακή ο πρωταίτιος των δεινών του Μαξίμου Μητροπολίτης Δανιήλ τοποθέτησε δύο μοναχούς γνωστούς για τη σκληρότητα και απανθρωπία τους, που τον βασάνιζαν για έξι συνεχή χρόνια χωρίς οικτιρμό· όπως ο ίδιος ο Μάξιμος βεβαίωνε γράφοντας αργότερα προς τον Μόσχας Μακάριο, «ετηρούμην εγκάθειρκτος εν δεσμοίς και εθανατούμην διά του ψύχους, του καπνού και της πείνης». Ο βιογράφος του Κούρμπσκιη αναφέρει ότι «πολλά υπέστη εκ των επαχθών δεσμών και της πολυχρονίου εν φρικτοτάταις φυλακαίς εγκαθείρξεως», «… ταλαι-πωρηθείς εις το έπακρον και ανοικτιρμόνως βασανισθείς σωματικώς τε και ψυχικώς υπό αφορήτων δοκιμασιών εξαετούς εν δεσμοίς σιδηροίς ειρκτής ….». Ένεκα των βασάνων αυτών πολλές φορές ο Μάξιμος έπεφτε σε πλήρη απώλεια των αισθήσεων, μέχρι νεκρώσεως. Θέλοντας κάποτε να παρηγορήσει τη θλίψι του από τους βασανισμούς, έγραψε Κανόνα στο Άγιο Πνεύμα πάνω στον τοίχο της φυλακής χρησιμοποιώντας κάρβουνο, επειδή δεν του επέτρεπαν να έχει χαρτί και να γράφει. Ο παρακλητικός αυτός κανόνας στο Άγιο Πνεύμα, μοναδικός στην εκκλησιαστική υμνογραφία εκδόθηκε από την οικογένεια του γράφοντος το 2014. (Ετοιμάζεται η δεύτερη έκδοση.)

Υμνoγραφική   κοσμητική φρασεολογία στην ακολουθία.

Ασματική ακολουθία του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτη (1988)

Του Παρακλήτου ενδιαίτημα θείον, Βίου εναρέτου έμπνους εικών,  Χριστού θεράπων γνήσιος, Της ευσεβείας εκφάντωρ λαμπρός, Ήλιος φαεινός εν Ρωσία, Του Ευαγγελίου της χάριτος δόκιμος εργάτης, Αρετής δοχείον, Μύστης θεοειδής της αληθείας, Της Ορθοδοξίας μυσταγωγός θεόσοφος, Ευσεβείας διδάσκαλος σοφός,  Οθνείων διδαχών καθαιρέτης στερρότατος, Φωστήρ και θείος υποφήτης της αγίας Εκκλησίας,  Μαρτύρων κοινωνός και ομότροπος, Του θείου Πνεύματος ενδιαίτημα, Αποστόλων ομόζηλος, Της Άρτης καλλώπισμα, Ελλάδος το καύχημα, Ρωσίας ένθεος υφηγήτωρ και παιδευτής θεοφόρητος, Ηθών διορθωτής, Ορθοδοξίας φωστήρ, Της εν Ρωσία Εκκλησίας φωταγωγός σωτήριος κ παιδευτής ιερός κ νυμφοστόλος ένθεος, Φύλαξ και πρόβολος των Ορθοδόξων θεσμών, Οσιομάρτυς ευκλεής του Σωτήρος, Θεράπων Κυρίου θεοειδής, Ελλάδος εγκαλλώπισμα, Ευκλεής βλαστός της των Αρταίων πόλεως, Θεοειδής διδάσκαλος ασφαλώς οδηγών προς σωτηρίας τρίβους,  Μύστης αληθούς σοφίας, Θείος ιεροφάντωρ και μιμητής των Αποστόλων, Σύμμορφος των παθών του Σωτήρος, Εωσφόρος λαμπρός ευσεβείας φαίνων λαμπρότητα, Φοίνιξ όντως κατάκαρπος του Άθω, Ένθεον γέρας Ελλάδος, Οδηγός και λύχνος φαεινότατος των εν Ρωσία πιστών, Θείος εκφάντωρ των ουρανίων δογμάτων κ των της πίστεως θεσμών, Χριστού μάρτυς άριστος κ αθλοφόρος, Ένθεος διδάσκαλος, Μεσίτης ημών μέγας προς τον Παντάνακτα, Θείος νυμφαγωγός, Οδηγός Ορθοδόξων, Της εν Ρωσία αγίας Εκκλησίας διδάσκαλος, Ιερός υφηγητής, Της Άρτης το βλάστημα, Της Ελλάδος πυρσός, Θείος διδάσκαλος της Εκκλησίας Χριστού, Της σοφίας το θεόπνευστον στόμα, Σύναθλος των Μαρτύρων,  Άστρον φαεινόν, Φιλοσοφίας δοχείον, Φωστήρ λαμπρός της Ορθοδόξου πίστεως, Ηθών καθαρότητος φυτουργός, Φωστήρ ενθεώτατος της Ορθοδοξίας, Κήρυξ θεόσοφος Ευαγγελικής αληθείας, Οδηγός απλανής και μεσίτης προς Κύριον, Εραστής λαμπράς σοφίας, Οσίων ομόζηλος, Σκεύος πολυτίμητον της χάριτος, Φως ουράνιον, Φωτοειδής ώσπερ ήλιος, Πεφωτισμένος θείω Πνεύματι, Μαρτύρων εφάμιλλος, Αστήρ φαεινότατος, Ρώσων φωτιστής ο ιερός, Σοφός διδάσκαλος αρετής προς επίδοσιν.

Η κρήνη η πολύρρυτος ναμάτων της χάριτος, Της Ρωσίας παιδευτής ο σοφός, Μεσίτης πάντων προς Χριστόν, Η θεία λύρα του Πνεύματος, Ο μέγας θεορρήμων διδάσκαλος της θείας πίστεως, Ο περίδοξος βλαστός της Άρτης, Φυτοκόμος ενθέων πράξεων, Ισότιμος των πάλαι Πατέρων, Κήρυξ και μυσταγωγός περιφανής, Διδάσκαλος και φωτιστής των Ρώσων θαυμαστός, Θεραπευτής νοσημάτων, Εν σώματι Άγγελος, Μάρτυς αληθής Χριστού άνευ αίματος, Μέτοχος της ευκληρίας Μαρτύρων εν τοις άνω σκηνώμασι, Μυσταγωγός αγίων δογμάτων, Της Ορθοδοξίας ο εκφάντωρ, Στηριγμός και παραμύθιον, Ο ένθεος ρήτωρ των της πίστεως   δογμάτων, Παντός Ορθοδόξου γέρας.

(Από την ανέκδοτη εργασία -ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΟΣΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ)

Ο Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΠΑΠΙΣΜΟΥ

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου

Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε το 295 μ.Χ. από φτωχούς χριστιανούς γονείς στην Αλεξάνδρεια. Ο τότε επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, τον πήρε υπό την προστασία του και ανέλαβε την γενική μόρφωσή του. Θεολογική μόρφωση πήρε από τη θεολογική σχολή της Αλεξάνδρειας.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στο εγκώμιο του για τον Αθανάσιο γράφει ότι «ολίγα των εγκυκλίων εφιλοσόφησεν του μη δοκείν πάντα πάσι των τοιούτων των απείρως έχειν» (ΡG 35 1088 Β) . Εκεί όμως πού ενέσκυψε πιό πλατειά και πιό βαθειά ήταν στην Αγία Γραφή. Αυτήν την έμαθε απ’ έξω.

Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του ήθους του και στην πορεία της ζωής του, είχε η γνωριμία του με τον ασκητή Μέγα Αντώνιο, του οποίου και συνέγραψε την βιογραφία. Συνεδέθηκε μαζί του και από αυτόν πήρε ιδιαίτερα μαθήματα αγωνιστικότητας, προσευχής, αρετής και αγιότητας.

Ο Αθανάσιος από λαϊκός ακόμα, συνέγραψε επίσης σημαντικά κείμενα όπως το με τίτλο «Λόγος κατά…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.475 επιπλέον λέξεις