Ἀνατολικός Ὀρθόδοξος Μοναχισμός ἤ ἀσπόνδυλος νεο-μοναχισμός;

Αποτέλεσμα εικόνας για Μοναστικό Συνέδριο τῆς Λευκάδος

Μέ ἀφορμή τό τριήμερο πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο τῆς Λευκάδος

Ἀνατολικός Ὀρθόδοξος Μοναχισμός

ἀσπόνδυλος νεο-μοναχισμός;

Δημ. Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου

Πρό ἡμερῶν ὁλοκληρώθηκε τό 3ο Μοναστικό Συνέδριο, τό ὁποῖο διοργάνωσε ἀπό 21 ἕως 23 Σεπτεμβρίου τρέχοντος ἔτους (2018)  ἡ Ἱερά Μονή Φανερωμένης Λευκάδος, μέ θέμα: » Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός καί σύγχρονες μορφές Μοναχικῆς Πολιτείας», ἀφιερωμένο στούς ἀειμνήστους Μητροπολίτες Λευκάδος & Ἰθάκης κυρόν Νικηφόρον καί Κερκύρας & Παξῶν κυρόν Πολύκαρπον.

Σ’ αὐτό συμμετεῖχαν πολλοί Ἡγούμενοι, Ἡγουμένισσες, Ἀρχιμανδρίτες, Ἱερομόναχοι, μοναχοί, μοναχές ἐκ τῶν μεγαλυτέρων καί πλέον γνωστῶν Μονῶν τῆς Ἑλλάδος. Παρέστησαν καί τό παρηκολούθησαν ἀρκετοί Ἀρχιερεῖς, λοιποί Κληρικοί, Θεολόγοι καί ἄλλοι ἐκπαιδευτικοί, καθώς ἐπίσης καί ἀρκετοί ἐνδιαφερόμενοι χριστιανοί.

Μεταξύ τῶν ὁμιλητῶν ἦσαν: ὁ Μητρ/της Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος, ὁ Μητρ/της Προικοννήσου κ. Ἰωσήφ, ὁ Ἀρχιμ. Ἀστέριος Χατζηνικολάου Προϊστάμενοςτῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», ὁ Μητρ/της Κεφαλληνίας κ. Δημήτριος, ὁ Μητρ/της Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ὁ Μητρ/της Ἐδέσσης κ. Ἰωήλ, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους Ἀλέξιος, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ Μάξιμος, ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς Παντοκράτορος Κερκύρας Γερ. Εὐφημία, ἡ Ἡγουμένη τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Πανοράματος Θεσσαλονίκης Γερ. Φιλοθέη, ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς Χρυσοπηγῆς Χανίων Γερ. Θεοξένη, ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς Τιμ. Σταυροῦ Μαψοῦ Κορινθίας Γερ. Μεθοδία, οἱ Καθηγητές τοῦ Α.Π.Θ. π. Ἰω. Σκιαδαρέσης, π. Βασ. Καλλιακμάνης καί κ. Κων/νος Παπαγεωργίου κ. ἄ.

Τό ἐπίπεδο τοῦ Συνεδρίου ἦταν ἀρκετά καλό, ἄν ἐξαιρέσει κανείς τήν ὑπό ὁρισμένων ὁμιλητῶν ἐπανάληψη, κατά τήν παρουσίαση τῶν διαφόρων συγχρόνων μορφῶν τοῦ μοναχισμοῦ, ἤδη γνωστῶν στοιχείων, τά ὁποῖα ἔχουν δημοσιευθεῖ στά διάφορα κυκλοφορηθέντα καί ἀναφερόμενα σέ αὐτές τίς προσωπικότητες βιβλία. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως «ἀδυναμία»τοῦ συγκεκριμένου Συνεδρίου ἐντοπίζεται ἀλλοῦ. Πρόκειται δέ μᾶλλον ὄχι γιά ἀδυναμία τοῦ Συνεδρίου, ἀλλά τοῦ «ἀντικειμένου» αὐτοῦ, δηλαδή τοῦ συγχρόνου μοναχισμοῦ καί πιό συγκεκριμένα γιά πρόβλημα, τό ὁποῖο ἐντοπίζεται πλέον εὐδιάκριτα σ’ αὐτόν τόν χῶρο.

Πιό συγκεκριμένα, εἶναι ἄξιο ἀπορίας καί προβληματισμοῦ τό γεγονός ὅτι ἐνῶ ζοῦμε σέ ἐποχή γενικῆς ἀποστασίας, συγκρητισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἔξωθεν καί ἔσωθεν, οὐδείς καί οὐδεμία ἐκ τῶν ὁμιλητῶν καί ὁμιλητριῶν στό ἐν λόγῳ Συνέδριο δέν ἀναφέρθηκε στήν Πίστη, τήν ἀξία καί τή σημασία της, ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητα προασπίσεώς της. Πολλῶ δέ μᾶλλον, ὅταν, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ‘Oρθόδοξος Mοναχισμός ὑπῆρξε διαχρονικῶς ὄχι μόνον ἀκριβής φύλαξ, ἀλλά καί ὑπερασπιστής αὐτῆς, πρωτοπόρος δέ στήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων κατά τίς περιόδους ὅταν ἡ Πίστις ἦταν τό κινδυνευόμενον!

Εἶναι ζήτημα ἐάν ἡ λέξις Ὀρθόδοξος Πίστις καί σχετικές περί τήν ὑπεράσπιση αὐτῆς διδαχές τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὁσίων τέκνων Αὐτῆς μέσα σέ μία πληθώρα Ὁμιλιῶν μέ πλῆθος ἄλλες πνευματικές ἀναφορές, ἀκούστηκαν στό συγκεκριμένο Συνέδριο, ἔστω μία φορά, ἔστω  περιορισμένως, ἔστω ἀκροθιγῶς!

Καί ναί μέν, πολλά ἐλέχθησαν καί ἀκούστηκαν περί ἀσκήσεως, θείων ἐμπειριῶν, θεολογίας, ὑψηλῶν θεωριῶν καί θέας τοῦ ἀκτίστου φωτός (ἐνίοτε καί καθ’ ὑπερβολήν), ὅλως παραδόξως ὅμως, ὡς ἀπό συμφώνου, τηρήθηκε σιγή ἰχθύος γιά τά ὑπαρκτά, ἰδιαιτέρως κατά τήν διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνος καί μέχρι τίς ἡμέρες μας, μείζονα ζητήματα Πίστεως!

Δέν εἶναι δυνατόν ὅλοι αὐτοί οἱ ὅσιοι ἀσκητές καί ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, οἱ προβληθέντες καί προβαλλόμενοι ὡς ἐφάμιλλοι τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας νά μή εἶχαν ἐκδηλώσει, ὅπως ἐκεῖνοι ἀναλόγως στήν ἐποχή των, τήν ἀνησυχία καί τό ἐνδιαφέρον των γιά τήν πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς συγχρόνου παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν γενομένων μεγάλων καί πολλῶν προδοσιῶν σέ βάρος τῆς Πίστεως.

Ἄλλωστε ἐάν ἴσχυε κάτι διαφορετικό γιά ὅλους αὐτούς τούς συγχρόνους ὁσίους Γέροντες θά ἀποτελοῦσετοῦτο μεῖζον ζήτημα γιά τούς ἰδίους, δηλαδή κατά πόσον αὐτοί πληροῦν τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν θεώρηση καί ἀναγνώρισή των ὡς ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας! Διότι ὅσο καί ἄν σήμερον τοῦτο ἀποσιωπᾶται καί περιθωριοποιεῖται, ἡ ὁμολογία καί τήρηση καί ὑπεράσπιση τῆς ὀρθῆς Πίστεως, δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας,ἀποτελεῖ διαχρονικά τήν πρώτη καί τήν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ προϋπόθεση σωτηρίας καί κατ’ ἐπέκταση ἐπιτεύξεως τῆς ἁγιότητος καί τῆς ἀναγνωρίσεως αὐτῆς στό πρόσωπο ἑνός ἀνθρώπου.

Φοβοῦμαι ὅτι στό ἐν λόγῳ Μοναστικό Συνέδριο ἁπλῶς διαπιστώθηκε καί ἀτυχῶς διατρανώθηκε αὐτό πού κακῶς φαίνεται ὅτι ἰσχύει στό χῶρο τοῦ συγχρόνου μοναχισμοῦ, δηλαδή ἡ ἐπικράτηση καί ἀνίερη καθιέρωση μιᾶς ἐνόχου σιωπῆς, μιᾶς ἀδιαφορίας καί μή ἀπασχολήσεως μέ ζητήματα Πίστεως! Αὐτό, ὅμως, συνιστᾶ καινοτομία καί σοβαρή διαφοροποίηση ἀπό τήν ἀνέκαθεν στάση καί πράξη τοῦ ἀνατολικοῦ καί ἀκραιφνῶς ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, οἱ ἐκπρόσωποι καί μεγάλες μορφές τοῦ ὁποίου ἦσαν ταυτοχρόνως καί μεγάλοι ὁμολογητές καί πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

Δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι ἡ παγίωση καί ἐπικράτηση μιᾶς τέτοιας ἀποστασιοποιημένης στάσεως τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Μοναχισμοῦ ἀπό τήν σύμφωνη μέ τήν Παράδοση ἐνεργό ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἐν καιρῶ συγχύσεως καί ἀποστασίας, ὡς εἶναι ὁ ἰδικός μας, θά συνιστοῦσε μετάλλαξή του σέ ἀσπόνδυλο νεο-μοναχισμό. Ἔτσι, ὅμως, θά ἐστερεῖτο ἡ Ὀρθοδοξία τόν πλέον ἀσυμβίβαστο ἀμύντορά της!

Δέν συνιστᾶ τιμή καί καταξίωση γιά τό σύγχρονο μοναχισμό νά μεριμνᾶ καί τυρβάζει περί πολλῶν ἄλλων, πλήν τοῦ ἑνός οὗ ἐστί χρεία! Καί ναί μέν ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν καί ἡ ἄσκηση ἐν γένει, ὅπως καί τό θεολογεῖνδέν εἶναι ἐπουσιώδη στοιχεῖα τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ὅμωςἡ ἀδιαφορία γιά τά τῆς Πίστεως πιστεύομε ὅτι συνιστᾶ ἐπικίνδυνη ἀλλοίωση τῆς φυσιογνωμίας τοῦ Ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Ἄριστα δέ καί πλήρως ἁρμόζει ἐν προκειμένῳ τό ὑπό τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτουλεγόμενον: «Εἰ οὖν μοναχοί εἰσίν τινες ἐν τοῖς νῦν καιροῖς, δειξάτωσαν ἀπό τῶν ἔργων. ΕΡΓΟΝ ΔΕ ΜΟΝΑΧΟΥ, μηδέ τό τυχόν ἀνέχεσθαι καινοτομεῖσθαι τό Εὐαγγέλιον, ἵνα μή ὑπόδειγμα τοῖς λαϊκοῖς προτιθέμενοι αἱρέσεως καί αἱρετικῆς συγκοινωνίας, τῆς ὑπέρ αὐτῶν  ἀπωλείας λόγον ὑφέξωσι»!

Ὅπως, λοιπόν, καλῶς ἐθίγησαν, ἀφορμῆς δοθείσης, κατά τή διάρκεια τοῦ ἐν λόγῳ Συνεδρίου, κάποια ζητήματα τά ὁποῖα ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί εἰδικότερον τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ὅπως ἡ προσπάθεια ὑπό τινῶν ὑπερασπίσεως τῆς ὑπάρξεως τρίτης τάξεως, πέραν τῶν ἐγγάμων Κληρικῶν καί τῶν ἱερομονάχων, δηλαδή ἐκείνης τῶν ἀγάμων ἐν τῶ κόσμῳ Κληρικῶν ἤ τοῦ κακοῦ παραδείγματος μιᾶς μικτῆς Μονῆς ἱδρυθείσης ὑπό συγχρόνου μεγάλου Γέροντος ἐν τῶ ἐξωτερικῶ, ἔτσι καί πολύ περισσότερον θά ἔπρεπε νά θιγεῖ τό μεῖζον ζήτημα τῆς Συνοδικῆς διακηρύξεως καί ἐπισημοποιήσεως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν περιβόητη καί διαβόητη πλέον σύνοδο στήν Κρήτη (Ἰούνιος 2016).

Βλέπετε, τό ἐν λόγῳ Μοναστικό Συνέδριο καί τά πορίσματά του, ὡς μαρτυρία τοῦ συγχρόνου ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, θά κριθοῦν ἀπό τήν ἱστορία καί τίς συνειδήσεις τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί βάσει τοῦ χρόνου διαξεγωγῆς του. Διότι ἔλαβε χώρα δύο μόλις ἔτη μετά τή σύγκληση τῆς πρώτης στή σύγχρονη ἐκκλησιαστική ἱστορία καί πολυαναμενομένης ὡς πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία τελικῶς κατέληξε νά καταγραφεῖ ὡς ἡ πρώτη ἀντιφερομένη στή διαχρονική Παράδοση καί διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παγκοσμίου ἐμβελείας ἀντι-Σύνοδος!

ΑΚΤΙΝΕΣ

Ό άγιος Γρηγόριος ό Φωτιστής, Επίσκοπος Αρμενίας.

Ό άγιος Γρηγόριος ό Φωτιστής, Επίσκοπος Αρμενίας

Ό Γρηγόριος γεννήθηκε σε μια επιφανή οικογένεια πού συνδεόταν με τούς βασιλικούς οίκους της Περσίας (βασιλιάς Άρταβάν) και της Αρμενίας (βασιλιάς Χοσρόης). Όταν ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους δύο οίκους, ό Γρηγόριος αποσύρθηκε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Εκεί πρωτάκουσε γιά τη χριστιανική Πίστη, βαπτίστηκε και αργότερα νυμφεύθηκε. Άπ’ τον γάμο του άπέκτησε δύο γιούς, τον Βαρτάνη και τον Άριστάκη, τούς όποιους άφιέρωσε στην υπηρεσία τής Εκκλησίας.

Μετά τον θάνατο τής γυναίκας του, ό Γρηγόριος έπέστρεψε στην Αρμενία και έθεσε έαυτόν στην υπηρεσία τού βασιλιά Τιριδάτη (σ.τ.μ. γιου τού Χοσρόη, 3ος αι.). Τον υπηρετούσε πιστά, γι’ αυτό και ό Τιριδάτης τον αγαπούσε. Όταν όμως έμαθε ότι ό Γρηγόριος είναι χριστιανός, ό βασιλιάς εξοργίστηκε υπερβολικά. Τον πίεζε να αρνηθεί τον Χριστό και να προσκυνήσει τά είδωλα, άλλά άπέτυχε. Τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και ύστερα τον πέταξε σε έναν βαθύ

λάκκο γεμάτο μέ δηλητηριώδη ερπετά. Όμως ό Πανόπτης Θεός διαφύλαξε άβλαβη τον άγιο Γρηγόριο, ό όποιος έζησε εκεί μέσα δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια!

Υστερα ό Τιριδάτης έξόρμησε για να εκδιώξει όλους τους χριστιανούς άπ’ τό βασίλειό του. Δεν δίστασε μάλιστα να εισβάλει σε γυναικείο μοναστήρι όπου υπήρχαν τριάντα επτά μοναχές, μάξι μέ την Ηγουμένη Γαϊανή. 

Αφού τις θανάτωσε όλες μέσα σε φρικτά βασανιστήρια, ό Τιριδάτης δαιμονίστηκε και ή όψη του παραμορφώθηκε σαν άγριόχοιρου! Λίγο αργότερα ή άδελφή του είδε σε όνειρο έναν άνδρα έκλαμπρο, ό όποιος της είπε ότι ό Τιριδάτης θά γινόταν καλά μόνον εάν έβγαινε ό Γρηγόριος από τον λάκκο. Πραγματικά, όταν τον έβγαλαν στην επιφάνεια, ό άγιος θεράπευσε τον Τιριδάτη. Κατά την επιθυμία του θεραπευμένου βασιλιά, ό Γρηγόριος χειροτονήθηκε Επίσκοπος Αρμενίας και βάπτισε τον βασιλιά. Χάρις στην Πρόνοια του Θεού ό Τιριδάτης βοήθησε με υλικά μέσα το έργο του Φωτιστοϋ επισκόπου Γρηγορίου, ό όποιος περιόδευε σε όλη την Αρμενία και κατηχούσε τον λαό στη χριστιανική Πίστη.

Ό άγιος Γρηγόριος ολοκλήρωσε την πολύμοχθη επίγεια ζωή του, σε προχωρημένη ηλικία, το έτος 335 . Έν τω μεταξύ χειροτονήθηκε επίσκοπος ό γιός του Άριστάκης και συνέχισε το ποιμαντορικό και πνευματικό έργο του πατέρα του. Ό Άριστάκης ήταν ένας απ’ τους 318 Άγιους Πατέρες της Ά Οικουμενικής Συνόδου.
——————————————————————————————————–

Θαυμαστές αλλαγές συμβαίνουν καθημερινά στις τύχες των ανθρώπων σήμερα, όπως και στο παρελθόν. Εκείνοι πού ταπεινώθηκαν χάριν της δικαιοσύνης του Θεού, ανυψώνονται σέ μεγάλα ύψη και εκείνοι πού βλασφημούν την Πίστη μεταστρέφονται σέ υπηρέτες αυτής.

Ό βασιλιάς Τιριδάτης πέταξε τον άγιο Γρηγόριο μέσα σ’ ένα βαθύ λάκκο. 

Ό άγιος πέρασε δεκατέσσερα χρόνια εγκλωβισμένος εκεί μέσα, ξεχασμένος απ’ ολόκληρο τον κόσμο, αλλά όχι απ’ τον Θεό! Ποιοι άνθρωποι θά μπορούσαν άραγε να διανοηθούν ότι το πιο δυνατό φως του Αρμένικου λαού βρισκόταν καταχωνιασμένο στο σκοτάδι ενός λάκκου βαθιά μέσα στη γή; Αλλά και ποιος θά μπορούσε να διανοηθεί ότι ό ίδιος αύτός, ό ισχυρός και τυραννικός βασιλιάς Τιριδάτης, θά έσωζε κάποια ημέρα τη ζωή του Γρηγορίου, τον όποιο είχε καταδικάσει σε θάνατο, και μάλιστα, ότι αύτός θά τον βοηθούσε περισσότερο άπ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο;

Μετά άπό 14 ολόκληρα χρόνια ό Θεός άποκάλυψε τον Γρηγόριο, ό όποιος ζούσε ακόμη. Ό Γρηγόριος θεράπευσε θαυματουργικά τον δαιμονισμένο βασιλιά. Υστερα αύτός, ό βασιλιάς Τιριδάτης, ό άδίστακτος διώκτης τού Χριστού, βαπτίστηκε και έγινε ένας άπό τούς μεγαλύτερους ζηλωτές της χριστιανικής Πίστεως! 

Θά μπορούσαμε να πούμε πώς, μέ τη βοήθεια του Θεού, τόσο ό Γρηγόριος όσο και ό Τιριδάτης άνελκύστηκαν εξω άπό τον βαθύ λάκκο του σκότους, ό Γρηγόριος τού σωματικού και ό Τιριδάτης του πνευματικού!

 

’Ώ, ή άπειρη σοφία τού Θεού πού κυβερνά τις τύχες των άνθρώπων! Ό πρώην άγριος και εμπαθής Τιριδάτης μαλάκωσε και τόσο εξευγενίστηκε άπό τη χάρη της μετάνοιας και της χριστιανικής Πίστεως, ώστε έφτασε να μοιάζει στον άγιο Γρηγόριο περισσότερο, παρά στον παλιό αμετανόητο εαυτό του!

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΆΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΦΩΤΙΣΤΗ

Ό Γρηγόριος υπήρξε μέγα φως γιά τόν λαό και γιά τό έθνος του!

Δόξα και πλούτη τά καταφρόνησε γιά νά κερδίσει την πτωχεία του Εσταυρωμένου Χριστού- προκρίνοντας τά αιώνια πλούτη στον ουρανό.

Ύψωσε τό νου του στον ουρανό και στη σκέψη του Θεού, υπέμεινε σφοδρά σωματικά βασανιστήρια, σάν νά ήταν όλα ανώδυνα.

Ήταν Ισχυρός, με τη δύναμη τής χάριτος του Θεού. Τρεφόταν με τήν ουράνια τροφή Του.

Γιά ασπίδα ενάντια στο κακό είχε τήν Πρόνοια του Θεού.

Από τή δόξα του τόν κατέβασαν μέσα σέ λάκκο βαθύ κι άπό τόν λάκκο ανυψώθηκε στά ύψη, τα ύψη τής αιωνίου δόξης!

Ό Γρηγόριος, μέγας καί άγιος,

φώτισε τήν Αρμενία με τό Φως του Ιησού.

Μέχρι καί ό Τιριδάτης βαπτίστηκε κι έγινε πρόβατο ό αγριόχοιρος. 

Μέ δόξα μεγάλη γεραίρει ή γη της Αρμενίας τον θαυματουργό της άγιο Γρηγόριο!


Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΧΡΙΔΟΣ . ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΜΗΝΑΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ.

Το μυστήριο του γάμου

Gamos_mesa1

Αγαπητοί νεόνυμφοι,

Ήρθατε στην Εκκλησία φέρνοντας τις ζωές σας, όχι στους παπάδες (!) αντί για τον ληξίαρχο, αλλά στον Χριστό, που θύεται πάνω στην Αγία Τράπεζα. Και να τώρα σεις στέκεστε μπροστά σ’ αυτό τον Σταυρό-Θυσιαστήριο, την Αγία Τράπεζα. Καλώς ήρθατε.

Πρέπει να σας διαβεβαιώσουμε ότι στην Εκκλησία που ήρθατε δεν γίνονται ρυθμίσεις κοινωνικών θεμάτων (όπως στον πολιτικό γάμο) αλλά Μυστήρια! Στην περίπτωση της απόφασης του γάμου γίνεται Μυστήριο, η επιλογή δύο ανθρώπων να περάσουν την ζωή τους μαζί. Και στα καλά και στα άσχημα. Και στα εύκολα και στα δύσκολα. Και στις χαρές και στις λύπες. Γενικώς σε όλα, και στη ζωή και στον θάνατο!

Μυστήριο είναι ο άγνωστος τρόπος με τον οποίο ο Χριστός μεταβάλλει αυτά που Του προσφέρουμε, αλλάζοντάς τα, γεμίζοντάς τα με την Χάρη Του. Τον άνθρωπο τον κάνει ιερέα. Το ψωμί και το κρασί, Σώμα και Αίμα Του. Το λάδι ευλογία πνευματική. Βέβαια σε όσα η προσφορά δεν είναι υλική, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος, η αλλαγή ισχύει όσο αυτός ο άνθρωπος συμμετέχει με ολοκάρδια αφιέρωση του εαυτού του. Αν αυτό πάψει τότε τα πράγματα… «αδειάζουν»!

Γι’ αυτό ένας παπάς μπορεί να πάψει να είναι παπάς! Ένας βαπτισμένος μπορεί να αρνηθεί το βάπτισμα! Ένας παντρεμένος μπορεί να σπάσει το μυστήριο του γάμου! Το πελώριο και αδιάφανο θέμα της ανθρώπινης ελευθερίας!

Ήρθατε λοιπόν σήμερα εδώ μπροστά στον Χριστό να Του πείτε (και μεις να προσευχηθούμε μαζί σας να ισχύει) ότι αποφασίσατε να ζήσετε κατά τον τρόπο Του. Δηλαδή πλέον:

να μη λέτε «εγώ», αλλά «εμείς»·

ούτε «θέλω», αλλά «θέλουμε»·

και βέβαια να μη υπάρχει «έχω», αλλά «έχουμε»!

Ο Χριστός, για να μας τα «μάθει» όλα αυτά, σταύρωσε τον εαυτό Του και το εγώ Του, γιατί ήθελε μόνον το θέλημα του Πατρός Του να τηρήσει. Και τον εαυτό Του ακόμα που είχε, τον πρόσφερε σ’ αυτούς που αγαπά, δηλαδή σ’ εμάς!

Έτσι και σεις στο Μυστήριο του γάμου σας να αποφασίσετε:

Να σταυρώνετε τον εαυτό του ο καθένας χάριν του άλλου.

Να θυσιάζετε, όχι να διεκδικείτε.

Να ξεχνάτε, όχι να μνησικακείτε.

Να προσφέρετε, όχι να περιμένετε.

Η αγάπη μετά από συναισθήματα πρέπει να μεταλλαχθεί σε ποιότητα, που θα σας γεμίσει χαρά και θα σας εκπλήξει ευχάριστα, όταν θα συνειδητοποιήσετε ότι όσο περισσότερη (αγάπη) προσφέρετε, τόσο πιο πολύ αυτή θα αυξάνει στην καρδιά σας!

Στις προσευχές μας που διαβάσαμε στο Μυστήριο του γάμου σας, μνημονεύθηκαν μεταξύ άλλων παραδειγμάτων σωστής συζυγίας και ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα. Μη τους ξεχάσετε ποτέ!! Ισαάκ σημαίνει χαμόγελο και Ρεβέκκα υπομονή. Οι αρετές αυτές εναλλασσόμενες και στους δύο σας θα σας βοηθήσουν σημαντικά να περπατήσετε σωστά και όταν έρθει το δειλινό της ζωής σας να μπορείτε να σκέφτεστε γεμάτοι ευτυχία ο καθένας για τον άλλο: έκανα την καλύτερη επιλογή. Αμήν, να καλείτε με την προσευχή σ’ όλη τη ζωή σας, τον Χριστό να σας στηρίζει σ’ αυτό τον δρόμο!

πηγη.enoriako.info

96 χρόνια μετά την Καταστροφή

Η e- βιβλιοθήκη

 01 ISIGONI panoramaΑγαπημένη κυρία Ισηγόνη, αγαπημένη μας κυρία Στάσα,

Φέτος δεν θα ζήσεις ξανά την τραγωδία της γενέτειράς σου της Σμύρνης. Ούτε κι εκείνον τον τρομερό Αύγουστο ήσουν εκεί, αφού βρισκόσουν οικογενειακώς για διακοπές στη Χίο. Γλύτωσες τη φρίκη, αλλά από τα οκτώ σου χρόνια έφερες τη Σμύρνη μέσα σου, μιλούσες πάντα για αυτήν, σε έζωνε από παντού, ζούσε μέσα από τα λόγια σου, σπαρταρούσε στις απολαυστικές σου διηγήσεις, πολλές από τις οποίες ήταν αυτές που άκουγες και ξανάκουγες από τους μεγάλους και τις είχες κάνει πια δικές σου. Για όλους εμάς ήσουν η ίδια η Σμύρνη. Ζωντανή, αεικίνητη, ευγενική, θαρραλέα, πρωτοπόρος, πνευματώδης, βαθειά καλλιεργημένη, κοσμοπολίτισσα και παραδοσιακή.
Μα για εσένα δεν ήταν αρκετές οι εξιστορήσεις, ούτε τα διαβάσματα, οι αναμνήσεις, τα επιστημονικά μελετήματα, οι αρχαιολογικές δημοσιεύσεις, όλα εκείνα που γνώριζες καταλεπτώς. Εσύ ποθούσες την ίδια τη Σμύρνη κι επέστρεψες δεκάδες φορές στη μήτρα. Σαν να μην ήθελες να κοπεί ο…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.232 επιπλέον λέξεις

Τα παράδοξα.

Το παράδοξο της λογικής:

Η καρδιά έχει απόψεις, τις οποίες η λογική δεν αποδέχεται.

Το παράδοξο της όρασης:
Συνήθως τα ουσιώδη δεν τα βλέπεις με τα μάτια, τα βλέπεις με την καρδιά!

Το παράδοξο της βοήθειας:
Αν χρειαστείς την βοήθεια κάποιου, ζήτα από αυτόν που είναι
απασχολημένος,
 γιατί αυτός που δεν κάνει τίποτα, θα σου πει ότι δεν
έχει χρόνο!

Το παράδοξο της βιασύνης:
Αυτό που κάνεις βιαστικά, είναι πάντοτε λάθος!

Το παράδοξο της τεχνολογίας:
Ενώ μας φέρνει πιο κοντά σ’ αυτούς που είναι μακριά μας, μας
απομακρύνει από αυτούς που είναι δίπλα μας!

Το παράδοξο της ταχύτητας
Δεν φτάνει πρώτος αυτός που πάει πιο γρήγορα, αλλά αυτός πού ξέρει που πάει!

Το παράδοξο της ευτυχίας:
Όταν αντικειμενικά είμαστε καλύτερα από ποτέ, υποκειμενικά
αισθανόμαστε ανικανοποίητοι!


Το παράδοξο της σοφίας:
Αυτός που ξέρει πολλά ακούει, αυτός που ξέρει λίγα μιλάει…,
αυτός που γνωρίζει πολλά ρωτάει, αυτός που γνωρίζει λίγα έχει γνώμη!


Το παράδοξο της γενναιοδωρίας:
Όσα περισσότερα δίνουμε, τόσα περισσότερα παίρνουμε!

Το παράδοξο της γνώσης:

Ο άνθρωπος ψάχνοντας για απαντήσεις, βρίσκει πάντα ερωτήσεις!

Το παράδοξο του χιούμορ:
Το αστείο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση!

Το παράδοξο της σιωπής:
Η σιωπή πολλές φορές είναι πιο δυνατή από την κραυγή!

Το παράδοξο του πλούτου:
Πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει τα περισσότερα, αλλά αυτός που
χρειάζεται τα λιγότερα!


Το παράδοξο της αγάπης:

Σε κάνει να στενοχωριέσαι περισσότερο αυτός που σ’ αγαπάει πιο πολύ!

Το παράδοξο της ικανοποίησης:
Υποφέρουμε πολύ για τα λίγα που δεν έχουμε και χαιρόμαστε λίγο για τα
πολλά που μας δόθηκαν από τον Θεό!

Η ειδωλολατρία της σύγχρονης «πνευματικότητας» (Σχόλιο στο Ημερολόγιο του πατρός Αλεξάνδρου Σμέμαν)

 

smeman2

Χρυσόστομος Α. Σταμούλης-Επίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ.

(Γιάννενα 3-5 Σεπτεμβρίου 2003)

 

«Τετάρτη, 13 Οκτωβρίου, 1976

Συνέλευση του συλλόγου των Καθηγητών της Σχολής όπου διαβάστηκαν οι αναφορές των απεσταλμένων στη συνέλευση των Ορθοδόξων θεολόγων που έγινε στην Αθήνα. Και σκεφτόμουν, τι παράδοξη εποχή, πόσα έχουν απλώς εφευρεθεί – η αναγωγή όλων των πραγμάτων της Ορθοδοξίας στους ‘Πατέρες’ και στην ‘Πνευματικότητα’! Τους μετατρέψαμε σ’ ένα είδος καρικατούρας, τους κάναμε είδωλα, πανάκεια, θεραπεία όλων των κακών. Ο θρίαμβος του σεκταριστικού ‘μόνο’ στην εποχή μας! Μόνο οι Πατέρες, μόνο η ‘Φιλοκαλία’, μόνο το τυπικό. Πλήξη, μετριότητα και έλλειψη σοβαρότητας και ταλέντου σ’ όλα αυτά».[1]

Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια παρατήρηση, όπως αυτή που προέρχεται από τη γραφίδα του σπουδαίου Ρώσου θεολόγου της διασποράς, του πατρός Αλεξάνδρου Σμέμαν, και η οποία περιέχεται στο Ημερολόγιό του, που εκδόθηκε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 13 Δεκεμβρίου, του 1983, είναι ικανή να καταστρέψει οποιονδήποτε νήφοντα λογισμό και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ένα ισχυρό σοκ στην ασφάλεια του τρόπου της σύγχρονης εκκλησιαστικής και θεολογικής μας πραγματικότητας. Με αυτή του την παρατήρηση ο πατήρ Αλέξανδρος μοιάζει να τινάζει στον αέρα τη σύγχρονη αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας, που χτίστηκε εν πολλοίς, αν όχι ολοκληρωτικά, πάνω στους πατέρες της Εκκλησίας και εκφράσθηκε μέσα από την πρόταξη της πνευματικότητας που προκύπτει από την κατάφαση σε αυτήν την πατερική διδασκαλία. Και λέγω μοιάζει να τινάζει και όχι τινάζει στον αέρα, διότι, και τούτο θα φανεί με ακρίβεια στη συνέχεια, τα ερωτήματα που προκύπτουν από μια τέτοια εισαγωγική παρατήρηση, όπως αυτή του πατρός Αλεξάνδρου, κάνουν επιτακτική την προσπάθεια να κινηθούμε πίσω από το φαινομενικό και προκλητικά «λαμπερό» της πρότασης και να εξετάσουμε το πώς και το γιατί που οδήγησε σε μία τόσο έντονη διατύπωση.

Συγκεκριμένα, ο πατήρ Αλέξανδρος χρησιμοποιεί στην προσπάθειά  του αυτή λέξεις κλειδιά, φορείς μιας κεκρυμμένης αλήθειας, που αναμένει, μέσα από την έρευνα της συνολικής του θεολογικής κατάθεσης, να φανερωθεί. Ενδεικτικά, τι εννοεί ο σπουδαίος λειτουργιολόγος όταν λέγει Πατέρες, Πνευματικότητα, είδωλα, σεκταρισμός, φιλοκαλία, τυπικό; Είναι η στάση του αρνητική απέναντι σε αυτές τις αλήθειες; Πρόκειται για εξαρχής απόρριψη αυτών των πραγματικοτήτων; Μια απρόσεχτη και βιαστική ανάγνωση θα οδηγούσε σε συμπεράσματα, και τούτα έχουν διατυπωθεί προς το παρόν μόνον προφορικά -όσο μπορώ, βέβαια, να γνωρίζω-, που με άνεση θα υποστήριζαν μια τέτοια θέση. Δηλαδή, αποφάνσεις του τύπου: ο πατήρ Αλέξανδρος αρνείται την πνευματικότητα, αρνείται τους πατέρες, αρνείται το τυπικό, αρνείται την φιλοκαλία και όλα αυτά τα ταυτίζει με τα είδωλα και τα κατατάσσει στο χώρο του σεκταρισμού. Μια δεύτερη όμως και προσεχτικότερη ανάγνωση θα ξεχώριζε αυτό το «μόνο», στο οποίο επιμένει ο πατήρ Αλέξανδρος και το οποίο αποτελεί το κλειδί, το πραγματικό κλειδί ασφαλούς ερμηνείας της αγωνιώδους προτάσεώς του.[2]

Την Τρίτη, 5 Ιανουαρίου, 1982, σημειώνει στο Ημερολόγιό του: «Πρέπει να γράψω ένα άρθρο (12.000 λέξεις) για τη σύγχρονη Ορθόδοξη πνευματικότητα. Ξύπνησα σήμερα και σκεφτόμουν με πραγματική φρίκη το τι πρέπει να πω και να γράψω».[3] Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν γνωρίζω εάν έγραψε ή όχι αυτό το άρθρο. Δεν νομίζω άλλωστε ότι έχει και τόση σημασία, διότι πιστεύω πως οι σημειώσεις του  Ημερολογίου αρκούν για την ανακάλυψη και την παρουσίαση της θέσης του για το θέμα της σύγχρονης Ορθόδοξης πνευματικότητας. Καταρχήν, στη σελίδα που μόλις ανέφερα και με ημερομηνία Τρίτη, 5 Ιανουαρίου, 1982, ο πατήρ Αλέξανδρος καταθέτει κάποιες «προκαταρκτικές σκέψεις» για το θέμα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μπούσουλας για τη συγγραφή του άρθρου του, αλλά εξάπαντος μπορούν να αποτελέσουν και τη βάση της παρούσης προσπάθειας. Γράφει σχετικά:

«1. Ίσως η μοναδικότητα της σύγχρονης πνευματικότητας να βρίσκεται στο γεγονός πως έχει απομονωθεί, πως από μόνη της έχει γίνει ένα ‘πράγμα’. Ο λόγος γι’ αυτό είναι η αποξένωση της Εκκλησίας από τον σύγχρονο κόσμο. Η πνευματικότητα αποτελεί μια τέτοια αποξένωση. Η Εκκλησία δεν είναι μόνο ο δρόμος προς το Θεό, αλλά και μια διαφυγή από τον σύγχρονο κόσμο (όχι από τον κόσμο γενικά, αλλά σ’ έναν παρελθόντα κόσμο).

  1. Αποσπασματοποίηση, πλουραλισμός της πνευματικότητας.
  2. Ο ένας τύπος είναι η ακαδημαϊκή πνευματικότητα (μια μοναχή: ‘Δεν μπορώ να είμαι μοναχή αν δεν έχω μελετήσει εξαντλητικά τον Ωριγένη…’).
  3. Οι γέροντες
  4. Μη Ευχαριστιακή πνευματικότητα.
  5. Μορφή και περιεχόμενο.
  6. Η Δυτική επιρροή – οι χαρισματικοί.
  7. Αναβίωση: Άγιον Όρος.
  8. Υπεροπτική στάση.
  9. Θετική και αρνητική.
  10. Ασάφεια.
  11. Ο δρόμος: Προς τα πού; Τι χρειάζεται; κ. λπ. ».[4]

Ουσιαστικά, με τις παρατηρήσεις αυτές αρχίζει ο σχεδιασμός της εικόνας, έχουμε ενώπιόν μας τα κομμάτια  μιας σπασμένης πραγματικότητας  και μπορούμε να ελπίζουμε στην τελική ένωσή τους. Μεθοδολογικά οφείλω να σημειώσω ότι  κάποια από τα 12 επιμέρους σημεία του σχεδίου του πατρός Αλεξάνδρου φαίνεται να αλληλοκαλύπτονται. Για το λόγο αυτό η ανάπτυξή τους θα γίνει με τη μορφή της συμπόσωσης, της συνεξέτασης.

Θα ξεκινήσω από το σημείο 10, όπου λόγος για θετική και αρνητική πνευματικότητα. Νομίζω πως η εξαρχής διευκρίνιση αυτού του θέματος απομακρύνει κάθε καχυποψία που, δικαίως ίσως, θα μπορούσε να δημιουργήσει η παρατήρηση της αρχής. Ο πατήρ Αλέξανδρος σε κανένα σημείο του έργου του δεν αρνείται την πνευματικότητα. Αντιθέτως, διάχυτη είναι η αίσθησή του ότι η εμπειρία της Εκκλησίας αληθεύει όταν γίνεται φανερή η «ενεργητική παρουσία του αγίου Πνεύματος».[5] «Τα πάντα στην Εκκλησία», σημειώνει, «εξαρτώνται» από το άγιο Πνεύμα, το οποίο «πνέει» και «πνευματώνει».[6] Και για να μιλήσει βέβαια  κανείς γι’ αυτό  το άγιο Πνεύμα, παρατηρεί, και θυμίζει εν μέρει Συμεών το νέο θεολόγο, χρειάζεται να είναι «εν Πνεύματι».[7]

Το πρόβλημά του συνεπώς, εφόσον δεν σχετίζεται με την πνευματικότητα αυτή καθεαυτή, προσδιορίζεται στη σύγχυση πνευματικότητας και ψευδοπνευματικότητας και στη συνακόλουθη αλλοίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος, της εκκλησιαστικής ζωής.[8] Η πνευματικότητα δεν μπορεί από μόνη της, πέρα και έξω από τον σύνολο τρόπο του εκκλησιαστικού σώματος, να αποτελέσει αλήθεια της Εκκλησίας. Η σύγχρονη πνευματικότητα, «ναρκισσιστική και για αυτό καταστροφική»,[9] σε αντίθεση με υγιείς μορφές εκκλησιασμένης  πνευματικότητας του παρελθόντος, έχει οδηγηθεί σε πάρα πολλές περιπτώσεις, εξάπαντος όχι πάντα, στην απομόνωση, στην αποξένωση και στο μαρασμό. Μια τέτοια απομόνωση, αποτέλεσμα επιλεκτικής απολυτοποιήσεως τάσεων της μίας και αδιαίρετης ζωής του σώματος, οδήγησε την πνευματικότητα στην ειδωλοποίηση και το σεκταρισμό, εκεί όπου κυριαρχεί η «προσωπική ικανοποίηση» και η «προσωπική θρησκευτική εμπειρία». [10] Ή με καλύτερα και απλούστερα λόγια οδήγησε την πνευματικότητα στην κατάργησή της, διότι μια ειδωλοποιημένη πνευματικότητα είναι οπωσδήποτε μια καταργημένη, μια νεκρή και σε πολλές περιπτώσεις μια «δαιμονική» πνευματικότητα.[11] Ξεκάθαρα, λοιπόν, δύο φορές ξεκάθαρα, ο πατήρ Αλέξανδρος δεν αρνείται ούτε την Πνευματικότητα, ούτε την εκκλησιαστικότητα, ούτε τη μοναχική ζωή, όπως βιάστηκαν κάποιοι να βροντοφωνάξουν. Η προσπάθεια του σπουδαίου λειτουργιολόγου στοχεύει κατεξοχήν και κυρίως την αποειδωλοποποίηση της ζωής, στην «αποκατάσταση της πραγματικότητας του κόσμου και της ζωής, δηλαδή της Εκκλησίας, της Καθολικότητας»[12]. Στις  16, Φεβρουαρίου, του 1974, αναφερόμενος σε πιθανούς επικριτές του, για την εικόνα της πνευματικότητας που παρουσιάζει, σημειώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «Θα μπορούσε κάποιος να μου πει πως αυτή δεν είναι η γνήσια πνευματικότητα, αλλά μια ψευδοπνευματικότητα. Που θα βρεθεί όμως η αληθινή πνευματικότητα; – Ίσως στην έρημο ή σε απομονωμένα κελλιά. Όμως η πνευματικότητα, που ανευρίσκεται στην Εκκλησία, με τρομάζει κάπως. Δεν υπάρχει τίποτε το χειρότερο από μια επαγγελματική θρησκευτικότητα».[13]

Οφείλω στο σημείο αυτό να τονίσω ότι η χρήση του όρου «θρησκευτικότητα» από τον πατέρα Αλέξανδρο, σε ευθεία αντιβολή με τον όρο «Εκκλησία», μόνον τυχαία δεν είναι. Αποτελεί βαθιά συνείδηση για τον θεολόγο της Ρώσικης διασποράς  ότι ο απροϋπόθετος μερισμός της ζωής, που στηρίζεται θεωρητικά στη λειτουργία κάποιου ιδιότυπου «πλουραλισμού», οδηγούν στην αποσύνθεση της εκκλησιαστικής ζωής, ή άλλως, στην μετατροπή της Εκκλησίας σε θρησκεία. Βεβαίως μια τέτοια «αντιπλουραλιστική» τοποθέτηση του πατρός Αλεξάνδρου σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε «αποπροσωποποίηση» ή «αντικειμενοποίηση» της εκκλησιαστικής εμπειρίας και εξάπαντος δεν αποτελεί άρνηση της υπάρξεως τάσεων εντός του εκκλησιαστικού σώματος. Το πρόβλημα βρίσκεται στην «a priori παραδοχή πως υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το καθετί και ότι ‘λειτουργική’ αρχή του πλουραλισμού είναι πως κανείς δεν πρέπει, δεν χρειάζεται ποτέ να τις αμφισβητήσει».[14]   Στον αντίποδα ενός τέτοιου «σεκταριστικού πλουραλισμού» βρίσκεται κάποια μορφή «σεκταριστικού μονισμού-ολοκληρωτισμού», που στηρίζεται στην κυριαρχία του  είτε/είτε, που μετά μανίας αρνείται την αρχή της «αντινομίας» και της «αμφισημίας», αρνείται δηλαδή κατ’ ουσίαν τον ίδιο το Σταυρό, εντός του οποίου παραμένει ζωντανό το θαύμα και η έκπληξη, οδηγεί  στην απροϋπόθετη και άκρως προβληματική ταύτιση του μέρους με το όλον (pars pro toto), και επιβάλει τη θέση «το μόνο και καλό».[15] Αντίθετα,  στην Ορθόδοξη Εκκλησία, οι τάσεις αναγκαίες και άκρως λειτουργικές, δεν ταυτίζονται με το όλον, δεν είναι το όλον, αλλά έχουν ως σκοπό να φανερώνουν συνεχώς το όλον. Γράφει σχετικά: «Χθές βράδυ μίλησα με θέμα ‘Εκκλησία και Εκκλησιαστική ευσέβεια’. Σκεφτόμουν τη μοίρα της Ορθοδοξίας σε σχέση με την ομιλία μου. Αυτή την εποχή, υπάρχει ένας θρίαμβος του μοναχισμού στη θεολογία και στην ευσέβεια. Στη Σερβία, κάθε αναγέννηση συνδέεται με μια μοναστική εμπειρία, μια τάση ή μια διδασκαλία. Ανησυχώ μήπως αυτή η τάση ταυτιστεί με την Ορθοδοξία».[16]

Ας επιστρέψουμε όμως στο σχεδιάγραμμα του πατρός Αλεξάνδρου και ας μείνουμε στο σημείο 6, που αναφέρεται στη μορφή και στο περιεχόμενο της σύγχρονης πνευματικότητας. Σχετικά με τη μορφή θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα χαρακτηριστικά της σχετίζονται με την «υπεροπτική στάση» (σημείο 9) και τους «γέροντες» (σημείο 4). Δηλαδή, οι εκφραστές μιας τέτοιας πνευματικότητας θεωρούν ότι μόνοι αυτοί αποτελούν το κριτήριο της Ορθοδοξίας, εξάρουν τον εαυτό τους πάνω από την κοινή συνείδηση του εκκλησιαστικού σώματος, πάνω από την ίδια την Εκκλησία και κατηγορούν όλους όσοι δεν συντάσσονται με την «ομάδα» τους, τον «σκοπό» τους, για έλλειψη Ορθοδοξίας και εκκλησιαστικότητας.  Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι, όπως με έμφαση σημειώνει ο πατήρ Αλέξανδρος, πάσχουν από «οξεία εκκλησιαστικότητα», από «Ορθοδοξισμό», από «Ορθοδοξομανία» και στηρίζονται στον φόβο, το νομικισμό και την εξουσία της θρησκείας.[17]

Η αγωνία τους μοιάζει να οριοθετείται στον προσδιορισμό τυποποιημένων μορφών ζωής, στις οποίες κυριαρχεί η ασφάλεια του σχήματος, αλλά απουσιάζει ο ίδιος ο Θεός, αυτός που κατά Σμέμαν «ντύνει» τη γύμνια των ανθρώπων και υποστασιάζει τη ζωή, αυτός που είναι ο ίδιος ζωή. «Πνευματικότητα» και «εκκλησιαστικότητα»,  κατά συνέπεια, σημάδια μιας αποκαλυπτόμενης αλήθειας, καταντούν κάποτε «επικίνδυνες και αμφίβολες έννοιες», μορφώματα αδιαλλαξίας, υπερηφάνειας, εγωκεντρισμού, αυτοϊκανοποίησης και στενομυαλιάς× εργαλεία απόρριψης του άλλου, αυτού που δεν αποδέχεται μια τέτοια ειδωλολατρική πνευματικότητα και εκκλησιαστικότητα. Γι’ αυτούς τους  ανθρώπους,  συχνά, το «κέντρο της συνείδησής τους» είναι ο ίδιος τους ο εαυτός και εξάπαντος «όχι ο Χριστός, το Ευαγγέλιο ή ο Θεός. Κανείς δεν ανθίζει κοντά τους».[18] Μοιάζουν έτοιμοι, στη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο Θεό και την ευσέβεια, να προτιμήσουν την ευσέβεια και να απορρίψουν τον Θεό.[19]

Μέσα από τέτοιες και άλλες παρόμοιες  διαδικασίες,  η ψυχολογικοποιημένη ασφάλεια παίρνει τη θέση του Θεού, γίνεται η ίδια Θεός, κάνει από μόνη της δυνατή τη σωτηρία, είναι η ίδια μια εν στάσει, εν ακινησία σωτηρία.[20] Και οπωσδήποτε μια τέτοια αγωνιώδης ασφάλεια μπορεί να λειτουργήσει μόνο μέσα από τη διαίρεση και το μερισμό, μόνο μέσα από το «συγκρητισμό»[21], το «σχετικισμό»[22] και τη συνακόλουθη κατάργηση της ετερότητας, που προϋποθέτει την κίνηση, τον παράλληλο δρόμο ως δυνατότητα, για την κατάληξη στην προσφερόμενη διαρκώς ενότητα με το όντως ον, τον τριαδικό Θεό της Αγίας Γραφής και των πατέρων της Εκκλησίας.

Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η υπεροπτική στάση συνδέεται με το φαινόμενο του γεροντισμού, που σαφώς αποτελεί κακέκτυπο, εκτροπή από το αγαθό, το δώρο, της εκκλησιαστικής πατρότητας, που βρίσκεται στη ρίζα, είναι η ρίζα της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής. Σημειώνει σχετικά ο πατήρ Αλέξανδρος: «Είμαι αρκετά πεπεισμένος πως δεν διαθέτω την κλήση να είμαι προσωπικός οδηγός. Απεχθάνομαι τις ‘διαχύσεις οικειότητας’. Όταν εξομολογώ, συχνά έχω την αίσθηση πως δεν είμαι εγώ που εξομολογώ, αλλά κάποιος άλλος, και πως όλα όσα λέγω είναι απρόσωπα κλισέ, κι όχι αυτό, καθόλου αυτό…Βλέπω να γίνεται μεγάλο κακό, από την ενθάρρυνση του εγωκεντρισμού και της πνευματικής υπερηφάνειας (και από τις δυο πλευρές), μέχρι του σημείου να υποβιβάζεται η πίστη στον εαυτούλη μας και στα προβλήματά μας. Ο Χριστιανισμός υπήρξε ανέκαθεν ένα κήρυγμα, μια αποκάλυψη αυτού του άλλου, ανώτερου επιπέδου, της ίδιας της πραγματικότητας, κι όχι μια ‘ερμηνεία’ της. Τότε τι σημαίνει η ύπαρξη των γερόντων (στάρετς); Το να είναι κάποιος γέροντας αποτελεί μια ειδική κλήση. Αν πάρουμε στα σοβαρά όσα γνωρίζουμε για τον θεσμό των γερόντων, βλέπουμε πως οι γέροντες δεν παραδίνονται ούτε στην καθοδήγηση που δημιουργεί στενές σχέσεις, ούτε στη λύση προβλημάτων αλλά στην αποκάλυψη της πραγματικότητας του Κυρίου. Γι’ αυτό κι ένας ψευδο–γέροντας είναι τόσο επικίνδυνος – υπάρχουν τόσοι πολλοί  σήμερα και είναι συνήθως γεμάτοι από δίψα για εξουσία».[23] Και σε άλλο σημείο του Ημερολογίου του παρατηρεί: « Ένας Καθηγητής μου στο Ινστιτούτο των Παρισίων είχε γράψει κάποτε, ‘…που είναι ο Χριστός, που είναι οι Απόστολοι, που είναι η Εκκλησία; Όλα έχουν σκοτεινιάσει κάτω από την τεράστια σκιά του Γέροντα…’».[24]

Αναζητώντας τις πιθανές επιδράσεις που οδήγησαν την Ορθοδοξία σε αυτή την ψυχολογικοποιημένη κατανόηση της πνευματικής ζωής, ο πατήρ Αλέξανδρος δείχνει κυρίως, χωρίς να αγνοεί την εσωτερική αλλοτρίωση που συντελέστηκε στους κόλπους της Ορθοδοξίας εντός της ιστορίας, την αρνητική επιρροή της Δύσης και στοχεύει συγκεκριμένα το φαινόμενο των «χαρισματικών». Παράλληλα αναφέρεται στις Ασκήσεις του αγ. Ιγνατίου Λογιόλα,[25] οι οποίες κατάφεραν να στρέψουν τον άνθρωπο στον εαυτό του και κατά συνέπεια να τον απομακρύνουν από το Θεό. Ο πιστός «σώζεται» εντός μιας ειδωλολατρικής εσωτερικότητας, που εξερχόμενη φτάνει, το πολύ – πολύ, μέχρι τον γέροντα, ποτέ στον Θεό.  Για να κατοχυρώσει τη θέση του αυτή ο πατήρ Αλέξανδρος παραπέμπει, χωρίς κανένα σχολιασμό, κείμενο του Λεών Μπλουά, στο οποίο σημειώνονται τα εξής σημαντικά: «Μου φαίνεται πως οι Ασκήσεις του αγ. Ιγνατίου αντιστοιχούν στη ‘Μέθοδο’ του Καρτέσιου. Αντί να στρέφεσαι προς τον Θεό στρέφεσαι στον εαυτό σου (σ. 181)…η ψυχολογία εφευρέθηκε από τους Ιησουίτες: μια μέθοδος που συνίσταται στο να κοιτάζεις συνέχεια τον εαυτό σου για ν’ αποφύγεις την αμαρτία. Στοχάζεσαι το κακό αντί να στοχάζεσαι το αγαθό. Ο Διάβολος που υποκαθιστά τον Θεό. Αυτή φαίνεται πως είναι η γέννηση του σύγχρονου Καθολικισμού (σ. 182)…Φεύγε από την ανάλυση όπως από τον Διάβολο και εμπιστεύσου στον Θεό, όντας χαμένος άνθρωπος…(σ. 184)».[26]

Γέννημα αυτής της ειδωλολατρικής εσωτερικότητας θεωρεί ο πατήρ Αλέξανδρος την επιστήμη της ψυχολογίας και ιδιαίτερα τη μέθοδο της ψυχοθεραπείας, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την ενίσχυση του θηριώδους εγωκεντρισμού. Βέβαια, η στάση του δεν είναι στάση ολοκληρωτικής απόρριψης της ψυχοθεραπείας, αλλά βαθιάς επιφυλακτικότητας, παρότι σε πολλές περιπτώσεις και χωρίς καμία περιστροφή δηλώνει την αποστροφή του προς αυτήν. Γράφει, δηλώνοντας του λόγου το αληθές: «Χρειάζεται να καθήσω κάτω και να σκεφτώ προσεκτικά, μέσα από την όλη ενστικτώδη αποστροφή μου προς αυτήν την επιστημονική περιοχή, με την οποία άλλοι όλο και περισσότερο κατατρύχονται. Τι να βρίσκεται πίσω απ’ αυτό; Τι είναι αυτό που προκαλεί την έλξη της; Δοκιμάζοντας ν’ απαντήσω (μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος), μου φαίνεται πως η λατρεία της ψυχοθεραπείας δύσκολα συμβιβάζεται με τον Χριστιανισμό, επειδή συχνά βασίζεται…στη συνεχή ενασχόληση με τον εαυτό μας. Αποτελεί έσχατη έκφραση και προϊόν του ‘εγώ’, του ‘εαυτού’ μου…η ψυχοθεραπεία ενισχύει τον εγωκεντρισμό, ο οποίος αποτελεί τη βασική της αρχή. Όταν η ψυχοθεραπεία διεισδύει στη θρησκευτική συνείδηση, την παραμορφώνει. Το αποτέλεσμα είναι συχνά η αναζήτηση μιας ‘πνευματικότητας’, ως μιας ξεχωριστής καταστάσεως. Εξ ου το σκοτάδι και η στενοκεφαλιά πολλών πνευματιστών, εξ ου η σύγχυση που προκαλεί η ‘ψυχολογοποίηση’ στη διδασκαλία, στο ποιμαντικό έργο, στη φροντίδα των πιστών», και καταλήγει: «Η αρχή πάνω στην οποία έχει δομηθεί ο Χριστιανισμός – ‘ο Χριστός σώζει, αναζωογονεί, θεραπεύει’ – αντικρούεται από το ‘γνώθι σ’ αυτόν’. Το, ‘δες τον εαυτό σου στο φως του Θεού και μετανόησε’ αντικαθίσταται από ‘το κατανόησε τον εαυτό σου και θεραπεύσου’».[27]

Έρχομαι τώρα στο τελευταίο σημείο του σχεδίου του πατρός Αλεξάνδρου το οποίο οφείλουμε να διευκρινίσουμε και το οποίο έχει εν μέρει προοδοποιηθεί. Πρόκειται ουσιαστικά για το θέμα της αποξένωσης της Εκκλησίας από τον κόσμο (σημείο 1), που συνδέεται κατ’ ανάγκην με την αδυναμία σύνδεσης πνευματικότητας και ευχαριστίας ( σημεία 5 και 8) .

Συγκεκριμένα, ο πατήρ Αλέξανδρος θεωρεί ότι η απολυτοποιημένη τάση της «μοναστικής» πνευματικότητας,[28] που επικρατεί σχεδόν ολοκληρωτικά στη σύγχρονη Ορθοδοξία, αποτελεί ουσιαστικά ένα είδος «ρομαντισμού», που αρνείται μετά μανίας, ή ακόμη  χειρότερα, αδυνατεί να ανακαλύψει τον Ορθόδοξο «ρεαλισμό». Πρόκειται για τάση φυγής, τάση «αποσάρκωσης»[29] από τη σύγχρονη πραγματικότητα, που στηρίζεται  στην αγάπη μιας ειδωλοποιημένης, άκρως πεσιμιστικής και συνεπώς ψευδούς εικόνας για την Ορθοδοξία, μόνο και μόνο επειδή αυτή η εικόνα «διαφέρει ριζικά από τις εικόνες του σύγχρονου κόσμου».[30] Είναι σαφές ότι, κατά Σμέμαν, μια τέτοια τάση οδηγεί την Ορθοδοξία στην «απόδραση, την αναχώρηση και την αναγωγή»×[31] άμεσο αποτέλεσμα η απώλεια της Ευχαριστίας, της Κοινωνίας, του νοήματος και της εμπειρίας της Εκκλησίας.[32] Βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών αυτής της θέσης θεωρεί ότι είναι το βιβλικόν «ουκ εκ του κόσμου τούτου»[33]. Αποτέλεσμα,  η  υιοθέτηση μιας μορφής ετεροκοσμικότητας, που αγγίζει τα όρια του ιδεαλισμού. Ο κόσμος απορρίπτεται, μαζί και η  Εκκλησία διότι ανήκει και αυτή σε αυτόν τον κόσμο.[34] Η ματιά τους δεν είναι μεταμορφωτική, αλλά άκρως απορριπτική. «Όλοι στοιχηματίζουν στην ‘πνευματικότητα’», σημειώνει ο πατήρ Αλέξανδρος, «αλλά το σπουδαιότερο πράγμα για τον Χριστιανισμό – η Εκκλησία – πεθαίνει. Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι αυτοί που σείουν τα θεμέλια της Εκκλησίας. Απέρριψαν την Ευχαριστία ως το μυστήριο της Εκκλησίας (‘δεν είμαστε άξιοι!’). Ανήγαγαν την Εκκλησία σε θρησκεία, και τη θρησκεία στον εαυτό τους. Και ο κόσμος παραμένει δίχως Εκκλησία, ή μάλλον με κάποια από τα υπολείμματά της – κρατικά, εθνικά, τελετουργικά, κτλ.». [35]

Αυτός, λοιπόν, είναι ο καημός, η αγωνία του πατρός Αλεξάνδρου. Ο αγώνας του είναι μια συνεχής πάλη κατά των ειδώλων, οποιωνδήποτε ειδώλων× ακόμη και ο Θεός σαν γίνει είδωλο πρέπει να νικηθεί, πρέπει να γκρεμιστεί. Το πρόβλημα του δεν είναι ούτε η πνευματικότητα, ούτε η εκκλησιαστικότητα, ούτε η άσκηση, ούτε ο μοναχισμός. Ή, για να το πω αντίθετα, το πρόβλημά του είναι ακριβώς ο εκκλησιασμός όλων αυτών των αληθειών, η ένωσή τους και η κατάργηση της διαίρεσης, που οδηγεί στην απώλεια, στην ανυπαρξία. Και η προσπάθεια δεν είναι παθητική. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει, «η Μεγάλη Πέμπτη δεν έρχεται σε μας× εμείς επιστρέφουμε σ’ αυτήν, εμείς ξαναβυθιζόμαστε σ’ αυτήν. Η Μεγάλη Πέμπτη είναι ένα δώρο προς εμάς . ‘…καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν…(Λουκ. 22,29). Εδώ βρίσκεται ολόκληρη η ‘λειτουργία’ της Εκκλησίας× αυτό κάνει δυνατή την επιστροφή, την κατάδυση. Η πνευματική ζωή εκεί πρέπει να βρεθεί, και όχι απλώς αν την αγγίξουμε συμβολικά μια στις τόσες…ο ‘πραγματικός Χριστιανισμός’ θα προέτρεπε να δώσεις στο φορτίο σου πνευματικό νόημα, κι όχι να καλλιεργείς μιαν εκνευριστική επιθυμία να ξεφύγεις απ’ αυτό…!».[36]

Ξεκάθαρα, για τον πατέρα Αλέξανδρο η θεολογία του είναι ολιστική, καταφάσκει στον ολισμό και αρνείται μετά μανίας τον ολοκληρωτισμό.[37] Ο κόσμος είναι ένας και η ζωή μία. Διαιρέσεις σχολαστικής προέλευσης δεν χωράν στη θεολογία του. Τα πάντα είναι νυν και αεί, Α και Ω× ούτε μόνον νυν, ούτε μόνον αεί. Κοσμική αναφορά, ιστορική αναφορά και εσχατολογική αναφορά αποτελούν όψεις της ίδιας αλήθειας, αποκαλύπτουν την τριαδική ενότητα. «Αν μαθαίναμε», σημειώνει, «να ζούμε πραγματικά μ’ αυτή την τριαδική ενότητα, θα βρίσκαμε λύσεις στα προβλήματα που εμφανίζονται λόγω έκπτωσης απ’ αυτές τις αναφορές ή από τη διαστρέβλωσή τους. Αν η πίστη μας είναι κοσμολογική, ιστορική και εσχατολογική, έτσι πρέπει να είναι και η πνευματικότητά μας. Μόνο ο Χριστός ενώνει αυτές τις τρεις αναφορές σε μία, επειδή αυτές οι αναφορές σημαίνουν πως γνωρίζουμε τον Χριστό σε κάθε δώρο της ζωής – κοσμικό, ιστορικό και εσχατολογικό».[38] Και σε άλλο σημείο του Ημερολογίου του αναρωτιέται: «ποια είναι η πίστη μου»; Και αμέσως προσπαθεί να απαντήσει: «…δεν είναι σαφής ούτε σε μένα, ούτε στο μυαλό μου, ούτε στη συνείδησή μου. Ένα πράγμα μόνο μου φαίνεται σαφές: οι βασικές συντεταγμένες αυτής της πίστης είναι αφενός μια έντονη αγάπη για τον κόσμο, για όλα όσα μας δόθηκαν (φύση, πόλεις, ιστορία, πολιτισμό). Αφετέρου, η πεποίθηση, το ίδιο έντονη και προφανής, πως αυτή η αγάπη κατευθύνεται στο ‘κάτι άλλο’ (τα ‘πάντα βρίσκονται αλλού’) που αποκαλύπτει αυτός ο κόσμος. Η ουσία αυτού του κόσμου, η κλήσή του, η ομορφιά του βρίσκεται σ’ αυτή την αποκάλυψη».[39] Και καταλήγει: «Το μόνιμο συμπέρασμά μου: αν η Θεολογία, η Πνευματικότητα, κ. λπ. Δεν επιστρέψουν σε μια γνήσια χριστιανική Εσχατολογία (και δεν βλέπω κανένα σημάδι αυτής της επιστροφής), τότε είμαστε προορισμένοι όχι μόνο να παραμείνουμε ένα γκέττο, αλλά και να μεταμορφώσουμε τους εαυτούς μας, την Εκκλησία κι ό,τι βρίσκεται μέσα της, σ’ ένα πνευματικό γκέττο. Η επιστροφή – κι αυτό είναι το άλλο μόνιμο συμπέρασμά μου – θ’ αρχίσει μόνο από μια γνήσια κατανόηση της Ευχαριστίας, που είναι το μυστήριο της Εκκλησίας, το μυστήριο της Νέας Δημιουργίας, το μυστήριο της Βασιλείας του Θεού. Αυτή είναι το Άλφα και το Ωμέγα του Χριστιανισμού».[40]

Οφείλω να ομολογήσω ότι οι θέσεις αυτές του πατρός Αλεξάνδρου, ελάχιστα έως καθόλου υπερβολικές, θέτουν τον δάκτυλον εις  τον ορώμενον « τύπον των ήλων».[41] Εξάπαντος, για να θυμίσω μια φράση του πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ, την οποία χρησιμοποίησε για να περιγράψει θέσεις του Βλαδίμηρου Σολόβιεφ, δεν αποτελούν ακριβή περιγραφή μιας καταστάσεως, είναι όμως «ζωντανή εικόνα» μιας πραγματικότητας.[42]

 

[1] Ημερολόγιο π. Αλεξάνδρου Σμέμαν 1973-1983, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002, σ. 212. Η πρώτη έκδοση του έργου έγινε στα αγγλικά και είχε τον τίτλο,  The Journals of Father Alexander Schmemann 1973-1983, translated by Juliana Schmemann, εκδ. St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York, 2000.

 

[2] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 150-151: «Τα καλύτερα στοιχεία στην Ορθόδοξη θεολογία αναφέρονται σ’ αυτό το όραμα, παρόλο που δεν ταυτίζονται πλήρως μ’ αυτό.(Οι Πατέρες αναφέρονται σ’ αυτό, αλλά συχνά γίνεται αντικείμενο μιας θολής διανοητικής λατρείας. Και η Λειτουργία αναφέρεται σ’ αυτό, καθώς και η Εκκλησιαστική παράδοση, εκτός αν γίνει pars pro toto μια συνταγή για μια ανέλπιδη αναζήτηση πνευματικότητας)».

[3] Ημερολόγιο, σ. 485.

[4] Ημερολόγιο, σ. 485-486.

[5] Ημερολόγιο, σ. 282.

[6] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 245.

[7] Ημερολόγιο, σ. 433.

[8] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 186, 260, 358, 510.

[9] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 334-335, και 463.

[10] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 325: «Έτσι η σέκτα είναι πάντοτε δραστήρια και μαξιμαλιστική, η σέκτα ζει με την έξαψη της σωτηρίας της και της σωτηρίας των άλλων. Από τη στιγμή που το να σώζεσαι ή το να σώζεις δεν διαθέτει κανέναν κοσμικό ή εσχατολογικό ορίζοντα, κανένα πνευματικό βάθος, καμιά πνευματική γνώση του κόσμου ή της Βασιλείας του Θεού, τότε σκοπός και αντικείμενο της σωτηρίας γίνεται το κακό ή η αμαρτία, από τα οποία πρέπει κάποιος να σωθεί, και ο αφανισμός των οποίων θα παράγει τη σωτηρία. Μπορεί να είναι το αλκοόλ, το τσιγάρο, ο καπιταλισμός ή ο κομμουνισμός. Μπορεί κυριολεκτικά να είναι το καθετί! Σ’ αυτό το επίπεδο, η σέκτα οδηγεί στην ηθική, στο κοινωνικό ευαγγέλιο, ή στα ‘προγεύματα προσευχής’ για τραπεζίτες, οι οποίοι, αν αισθανθούν πως σώθηκαν, θα γίνουν καλύτεροι τραπεζίτες, καλύτεροι καπιταλιστές, κ. λπ. ‘Ο σκοπός!’ Τελικά, σ’ αυτό το επίπεδο, η σέκτα μεταμορφώνεται σ’ ένα πρακτορείο (εκκλησίες, συναγωγές, άλλα πρακτορεία) – φιλανθρωπικό, ανθρωπιστικό, αντιρατσιστικό, κ. λπ. Ακόμη και σ’ αυτό το επίπεδο, η σέκτα έχει μέσα της τα θεμέλια του ριζοσπαστισμού. Ενώ ταυτίζει το κακό με κάτι το συγκεκριμένο, απτό και συνήθως πολύ κακό, ενώ απολυτοποιεί αυτό το συγκεκριμένο κακό, η σέκτα εύκολα κινητοποιεί τους ανθρώπους ενάντια σε κάτι και όχι υπέρ…ένα συνεχές αίσθημα ενοχής…ακόμη και μια δημόσια μετάνοια…γεννιέται από την ανάγκη για καθαρή συνείδηση – βασικό σημάδι του ότι ‘έχω σωθεί’». Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 334 και 503.

[11] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 511 και 510-511.

[12] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 334.

[13] Ημερολόγιο, σ. 64. Εδώ ο πατήρ Αλέξανδρος θυμίζει το σπουδαίο μας ποιητή, τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος στο ποίημα του Fog γράφει: «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι ¨ Λόγια για λόγια, κι’ άλλα λόγια; ¨ Αγάπη, πούναι η Εκκλησιά σου ¨ βαρέθηκα πια τα μετόχια».

[14] Ημερολόγιο, σ. 367.

[15] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 459: «…ενώ, μέσα στην ιστορία, οι ίδιοι οι χριστιανοί διέσπασαν τον Χριστιανισμό, άρχισαν να τον αντιλαμβάνονται και να τον προσφέρουν στους άλλους σε ‘κομμάτια’ – και αρκετά  συχνά σε κομμάτια που δεν συνδέονταν με το όλον. Διδασκαλία για κάποια πράγματα, για κάποια δόγματα. Σ’ αυτήν όμως την τεμαχισμένη κατάσταση, ο Χριστιανισμός χάνει το ουσιώδες, επειδή το νόημα κάθε μέρους είναι να μας καταστήσει κοινωνούς του όλου». Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 310-311.

[16] Ημερολόγιο, σ. 422.

[17] Βλ. Ημερολόγιο, σ.214, 226,  237, 319 και 501. Όπως δεν αρνείται ο πατήρ Αλέξανδρος την παρουσία της αληθινής πνευματικότητας, έτσι σε καμία περίπτωση δεν αρνείται και την παρουσία πνευματικών ανθρώπων, που έπαιξαν μάλιστα σπουδαίο ρόλο στη ζωή του. Γράφει σχετικά: «Η χριστιανική ζωή ή μάλλον η ίδια η ζωή όπως μας δόθηκε από τον Χριστό είναι το να νιώθουμε αυτόν τον σεισμό σ’ όλα τα πράγματα, στα λόγια, στη φύση, στον εαυτό μας. Ως συνήθως, αυτή τη μέρα, θυμήθηκα στην αγία τράπεζα όλους αυτούς τους πνευματικούς ανθρώπους που μ’ έκαναν να αισθάνομαι αυτό το τρέμουλο», Ημερολόγιο, σ. 141.

[18] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 64. Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 65-66: «Αντί να διδάσκουμε τους ανθρώπους να   κοιτάζουν τον κόσμο μέσα από την όραση της Εκκλησίας, αντί να μεταμορφώνουμε την εικόνα που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τη ζωή του, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι – για να είμαστε ‘πνευματικοί’ – να ντυθούμε μ’ έναν απρόσωπο, λερωμένο ‘χιτώνα ευσεβείας’. Ο άνθρωπος, αντί να γνωρίσει τουλάχιστον πως υπάρχει χαρά, φως, νόημα, αιωνιότητα, εκνευρίζεται, γίνεται στενόμυαλος, αδιάλλακτος και συχνά απλώς μικρόψυχος. Ούτε καν μετανοεί γι’ αυτό, επειδή όλα προέρχονται από την ‘εκκλησιαστικότητα’, ενώ το νόημα της πίστης συνίσταται μόνο στην πλήρωση της ζωής με φως, στην αναφορά της στον Θεό, στη μεταμόρφωση της ζωής σε σχέση με τον Θεό».

[19] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 26: «Όπου δεν υπάρχει μια μελαγχολία για τον Θεό, όπου δεν υπάρχει ειρήνη, μνήμη του μυστηριώδους φωτός, μυστηριώδης ‘γεύση’ για χαρά, δεν υπάρχει και Θεός. Ίσως να υπάρχει ευσέβεια, αλλά όχι Θεός», και σ. 356: «Την περασμένη εβδομάδα δύο συνεντεύξεις στη Nouvel Observateur, με τον Μωρίς Κλαβέλ, ο οποίος απορρίπτει με πάθος μια πνευματικότητα χωρίς Θεό, που τη θεωρεί ως έμπνευση του διαβόλου× σ’ αυτήν διακρίνει μια νέα και τρομακτική υποκατάσταση της πίστης…Φαίνεται πράγματι πως επιβεβαιώνεται η ‘αισιοδοξία’ του Ελιάντ: έχουμε καταληφθεί απ’ αυτό το κύμα προβληματικής πνευματικότητας».

[20] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 117. Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 211.

[21] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 295: «Ο πατήρ Θωμάς μου έδωσε μια εγκύκλια Χριστουγεννιάτικη επιστολή από κάποιον Τραππιστή μοναχό, από τη Μασσαχουσέτη. Στο μοναστήρι του συναντώνται όλες οι παραδόσεις ‘Δύση, Ανατολή, Βουδδισμός’, όλα τα τυπικά, όλες οι εμπειρίες. Αυτό ακούγεται μάλλον βαρβαρικό. Ως εάν οι παραδόσεις ήταν ένα είδος ρούχων. Ντύνεσαι σαν Βουδδιστής – και αμέσως αποκτάς μια ‘εμπειρία’. Αυτό το φτηνό, καταθλιπτικό κύμα πνευματικότητας, αυτός ο μικροπρεπής συγκρητισμός, αυτά τα θαυμαστικά – με εκνευρίζουν τόσο. ‘Μια φορά την εβδομάδα τελώ τη Θεία Λειτουργία με το τυπικό του Χρυσοστόμου…’. Η αδιαντροπιά αυτής της σύγχρονης θρησκείας. ‘Ο πολιτισμός δεν μπορεί ν’ αυτοσχεδιάζεται’, σημειώνει ο Τζούλιεν Γκριν. Ούτε και η θρησκεία!».

[22] Βλ.  Ημερολόγιο, σ. 372.

[23] Ημερολόγιο, σ. 38.

[24] Ημερολόγιο, σ. 423.

[25] Για την επίδραση του Ιγνατίου Λογιόλα στην Ορθόδοξη θεολογία και κυρίως στη θεολογία του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη βλ. Καλλίστου Γουέαρ, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1996, σ. 166. Πρβλ. Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 94εξ., 138, 158, 196εξ., 351εξ.

[26] Ημερολόγιο, σ. 117. Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 242: «Τι συμβαίνει; Έλλειψη πίστης ή αποτυχία μιας καθορισμένης, σχεδόν τεχνητά, οργανωμένης πνευματικότητας (οι Ασκήσεις του Ιγνατίου και η ανάπτυξη τους από τους Ιησουίτες εξομολόγους);».

[27] Ημερολόγιο, σ. 175.

[28] Και εδώ, με την ίδια ένταση, όπως και σε προηγούμενες σημειώσεις, πρέπει  να παρατηρήσω ότι ο πατήρ Αλέξανδρος, όχι μόνον δεν αρνείται το μοναχισμό και την άσκηση, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δηλώνει συγκλονισμένος απέναντι σε μορφές υγιούς μοναχισμού. Γράφει σχετικά: «Σήμερα όμως είχα μια εξαιρετική μέρα: επίσκεψη σε τρία μοναστήρια της ερήμου, με μια αδιάκοπη παράδοση από την εποχή του Μεγάλου Αντωνίου, του Μακαρίου, κ. λπ. Σ’ ένα από αυτά βρίσκεται η σαρκοφάγος του αγ. Εφραίμ του Σύρου. Και το πιο καταπληκτικό φυσικά είναι το πόσο ζωντανά είναι αυτά τα μοναστήρια: πραγματικοί μοναχοί! Σ’ όλη μου τη ζωή έχω δει μόνο απομιμήσεις, ανθρώπους να ‘παίζουν’ τη μοναχική ζωή, ψεύτικους, στηλιζαρισμένους× και επιπλέον, με μια ασυγκράτητη αργολογία για τον μοναχισμό και την πνευματικότητα. Κι εδώ βρίσκονται αυτοί, σε μια πραγματική έρημο. Πραγματικός ηρωϊκός άθλος. Τόσοι νέοι μοναχοί. Ούτε διαφημίσεις, ούτε μπροσούρες για την πνευματικότητα. Κανείς δεν ξέρει τίποτε γι’ αυτούς κι αυτό δεν τους νοιάζει. Μένω απλώς συγκλονισμένος», Ημερολόγιο, σ. 302-303.

[29] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 133.

[30] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 422, 417-418 και 489.

[31] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 422.

[32] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 422.

[33] Ιωάν. 8, 23.

[34] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 515.

[35] Ημερολόγιο, σ. 299. Σε πάρα πολλά σημεία του Ημερολογίου ο π. Αλέξανδρος αναφέρεται στο πρόβλημα του «κληρικαλισμού» και των δεινών που αυτό γεννά, βλ. ενδεικτικά 487-488,513,515.

[36] Ημερολόγιο, σ. 313,312.

[37] Για την ολιστική θεώρηση βλ. Ημερολόγιο, σ. 138: «Χθες είχα μια μακρά συζήτηση με τη Λ. για την Ορθοδοξία – Γιατί είναι η Αλήθεια; Επειδή στην Ορθοδοξία δεν παραβλέπεται καμιά από τις ουσιώδεις διαστάσεις της δημιουργίας, ούτε ο κόσμος, ούτε ο άνθρωπος στη μοναδικότητά του (ανθρωπολογία), ούτε η ιστορία, ούτε η εσχατολογία. Τα πάντα συνδέονται σ’ ένα όλο, έτσι ώστε κανένα από τα επιμέρους στοιχεία να μην εκπίπτει. Στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει λιγότερη αποστασία, λιγότερη προδοσία απ’ ό,τι στον Καθολικισμό ή στον Προτεσταντισμό× μπορεί και περισσότερη. Αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μετατρέπεται σε δόγμα, ούτε διακηρύσσεται ως αλήθεια», και σ. 96-97, 123. Για τον ολοκληρωτισμό βλ. Ημερολόγιο, σ. 372: «Ο πειρασμός της ευσέβειας είναι η αναγωγή του Χριστιανισμού σε ευσέβεια× ο πειρασμός της θεολογίας – να τον αναγάγει ολοκληρωτικά σε ιστορία».

[38] Ημερολόγιο, σ. 160.

[39] Ημερολόγιο, σ. 294.

[40] Ημερολόγιο, σ. 516.

[41] Ιωάν. 20,25.

[42] Βλ. Χριστιανισμός και πολιτισμός, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Έργα 2, μτφρ. Ν. Πουρναρά, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 163.


Σωτήρης Ν. Κόλλιας 

Υπάρχουν κάποια βιβλία τα οποία διεισδύουν με μια πρωτόγνωρη ορμή στο μυαλό και στην καρδιά του αναγνώστη. Υπάρχουν βιβλία που όσο ογκώδη κι αν είναι εύχεσαι να μην τελείωναν ποτέ. Υπάρχουν βιβλία που δεν σταματάς να υπογραμμίζεις τα σημεία που σου έκαναν εντύπωση. Σπάνια συναντάς τέτοια βιβλία, αλλά δόξα τω Θεώ υπάρχουν.

Ο Αμερικανός, με ρώσικη καταγωγή, πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Σμέμαν (1921-1983) θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους Ορθόδοξους θεολόγους του 20ου αιώνα. Τα βιβλία και κείμενά του βρίθουν από διδασκαλίες βαθιάς θεολογίας και πνευματικότητας. Αν και έχω μελετήσει τα περισσότερα γραπτά του ποτέ δεν είχα διαβάσει το «Ημερολόγιό» του, το οποίο κατέστη μία πραγματική αποκάλυψη για τον άνθρωπο Σμέμαν. Ο π. Αλέξανδρος την τελευταία δεκαετία της ζωής του (1973-1983) έγραφε συστηματικά στο ημερολόγιό του τις σκέψεις του, τα μύχια της ψυχής του, τους προβληματισμούς του, την ανησυχία του και τους αγώνες του σχετικά με την πίστη, την Ορθοδοξία, την Εκκλησία και πάνω από όλα για την Ευχαριστία. Κατά ομολογία της συζύγου του, έγραφε το ημερολόγιό του για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Το ημερολόγιο αυτό βρέθηκε μετά το θάνατό του σε οκτώ τετράδια από τους συνεργάτες του στο γραφείο του στο Θεολογικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου στη Νέα Υόρκη, του οποίου υπήρξε Καθηγητής και Πρύτανης. Παρόλο που ο π. Αλέξανδρος ποτέ δεν είχε την επιθυμία να εκδοθεί το ημερολόγιό του, καθότι σε αυτό καταθέτει τις πιο προσωπικές σκέψεις της ζωής του, ο πλούτος των νοημάτων που περιέχονται σε αυτό, οδήγησαν τους συνεργάτες του, σε συνεννόηση με την οικογένειά του, στην απόφαση να εκδοθεί.

Μέσα από το μυαλό και την κριτική ματιά του π. Αλέξανδρου ζούμε όλα τα ιστορικά συμβάντα των δεκαετιών του ᾽70 και ᾽80: Την αναρρίχηση του Ρήγκαν στην προεδρία των Η.Π.Α., τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη, τους προβληματισμούς του για τον σοσιαλισμό, την ομηρία αμερικανών διπλωματών στο Ιράν του Χομεϊνί, την σύγκρουση των Φώκλαντ μεταξύ Αγγλίας και Αργεντινής, τη φιλία του με τον νομπελίστα λογοτέχνη Αλέξανδρο Σολζενίτσιν και τον επίσκοπο Κάλλιστο Ware, τη συνάντησή του με τον Πάπα στη Ρώμη, τις σχέσεις με τους συνεργάτες του π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και π. Ιωάννη Μέγιεντορφ, τους αγώνες του για την ίδρυση της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής κ.α.

Αυτό όμως που κάνει κυρίως εντύπωση μέσα από το ημερολόγιό του είναι η στάση ζωής του. Συνήθως όταν διαβάζουμε τη διδασκαλία θεολόγων –καθηγητών και επιστημόνων– είναι λογικό τα κείμενά τους να είναι καλοδουλεμένα, μελετημένα, επιστημονικά άρτια, διορθωμένα από τρίτους, με τις κατάλληλες παραπομπές σε έργα Πατέρων της Εκκλησίας ή την Αγία Γραφή, παραθέτοντας στο τέλος την αντίστοιχη βιβλιογραφία. Ο αναγνώστης ξαφνιάζεται όμως όταν διαβάζει μία αυθεντική, βιωμένη και εμπειρική θεολογία που δεν είχε σκοπό, καθώς γραφόταν, να διδάξει κανέναν, παρά μόνο να εκφράσει τους προβληματισμούς και τις αγωνίες ενός αληθινού χριστιανού κάνοντας αποκλειστικά και μόνο την αυτοκριτική του. Διαβάζοντας κανείς αυτό το καταπληκτικό βιβλίο, γίνεται μάρτυρας των βαθύτερων σκέψεων ενός ανθρώπου που με γνησιότητα αναζητούσε μέχρι το τέλος της ζωής του την αλήθεια, την οποία εντόπιζε μόνο στο πρόσωπο του Χριστού. Μέσα από τα προσωπικά γραπτά του γίνεται σαφές πόσο βαθιά ριζωμένη υπήρξε αυτή η σχέση μαζί Του. Από Αυτόν πήγαζε όλη του η αγάπη και αγωνία για τους ανθρώπους και την Εκκλησία. Από τη σχέση του με Αυτόν όλα λάμβαναν μία ευχαριστιακή προοπτική. Γράφει: «Ο λόγος που υπάρχει η Εκκλησία είναι για να αποκαλύπτει ακριβώς αυτή τη διαφορετική διάσταση» (σ. 29).

Αυτό που διαφαίνεται ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι ο ευχαριστιακός τρόπος ζωής του. Θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο Σμέμαν υπήρξε ο θεολόγος της Χαράς και της Ευχαριστίας καθώς δεν υπάρχει ούτε μία καταγραφή ημέρας στο ημερολόγιό του που να μην νοιώθει –ό,τι και να συνέβαινε– την απόλυτη και βέβαιη παρουσία του Χριστού στη ζωή του με αποτέλεσμα να χαίρεται για οτιδήποτε, έστω και για το πιο απλό. Είτε σε κοινές οικογενειακές στιγμές: «Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε στο σπίτι μια τέτοια μέρα με τόσο φως, τέτοιο γαλάζιο χρώμα, τέτοια χαρά. Πνίγομαι από μακάρια χαρά» (σ. 34). Είτε στη θεία Λατρεία: «Χαρά! Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα “Χαίρετε και πάλιν ερώ χαίρετε”. Η γιορτή της Βασιλείας του Θεού» (σ. 35). Είτε στον πόνο και τον θάνατο: «Στην ευτυχία, στην γνήσια ευτυχία, αισθανόμαστε την παρουσία της αιωνιότητας στην καρδιά μας έτσι ώστε η ευτυχία να ανοίγεται στον θάνατο» (σ. 65). Είτε στην προσμονή για το επέκεινα: «Μετράς τις μέρες μέχρι το Πάσχα, κατόπιν μέχρι το τέλος του σχολικού έτους, και μετά η ευλογημένη αναχώρηση για τις διακοπές. Να μπορούσαμε μόνο να μετρούσαμε τις μέρες με την ίδια ανυπομονησία, ελπίδα και αναμονή μέχρι την ανέσπερη ημέρα» (σ. 35).

Αυτή τη ζωντανή και δυναμική στάση του τη στήριζε στην πνευματική του εμπειρία και αναζήτηση μέσω της εμπιστοσύνης ως παράδοσης άνευ όρων στον Χριστό. Στα συμβάντα της ζωής του έδινε πνευματικό νόημα με αποτέλεσμα να ευγνωμονεί αδιάκοπα, καθώς έβλεπε πίσω από όλα την ομορφιά της Βασιλείας του Θεού, κάτι για το οποίο μιλούσε διαρκώς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Χτες πήγα στη Βαλτιμόρη για μια ομιλία στο πανεπιστημιακό κολλέγιο. Η μέρα φωτεινή – η πρώτη γνήσια ανοιξιάτικη ημέρα! Έφτασα νωρίς και περπάτησα από το σταθμό του τρένου γύρω στα εφτά με οκτώ χιλιόμετρα. Ευχαριστήθηκα τη λιακάδα, την πρωινή ζωή της πόλης, τη μοναξιά μου. Αισθανόμουν ευγνωμοσύνη για το καθετί που έβλεπα» (σ. 491). Η Ευχαριστία στον Θεό ήταν η κύρια αξία πάνω στην οποία είχε βασίσει τα πάντα. Δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο με μια παιδική απλότητα καθώς έβλεπε σε όλα κάτι όμορφο. Έλεγε: «Τί είναι αυτό που δίνει αγνή χαρά στη ζωή μου; Λοξές ακτίνες του ήλιου τρυπώνουν στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της ακολουθίας» (σ. 139). Αναγνώριζε την ομορφιά της δόξας του Θεού όχι μέσω μιας αφελούς ή απλοϊκής σκέψης, αλλά μέσω της αυτογνωσίας και της κριτικής του οπτικής. Αλήθεια πόσο πολύ έχουμε συγκλονιστεί από την ακόλουθη θεώρηση:  «Νιώθω τέτοια ευγνωμοσύνη που, ενώ δεν αξίζουμε τίποτε, δεχόμαστε κάθε χρόνο το δώρο του Πάσχα, δωρεάν!» (σ. 197).

Αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν να είναι ευχαριστημένος για όλα και να μη μεμψιμοιρεί για τίποτα. Η τελευταία του καταγραφή στο ημερολόγιο –γνωρίζοντας πως σύντομα θα πεθάνει καθώς είχε όγκο στον εγκέφαλο σε προχωρημένη μορφή– ήταν τον Ιούνιο του 1983, στο οποίο έγραφε ότι στο νοσοκομείο τον επισκέφτηκαν πολλοί φίλοι, συγγενείς, αγαπημένα πρόσωπα. Και ολοκληρώνει με τη φράση: «Τι ευτυχία ήταν όλα αυτά»!

Η επίγεια ζωή του ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1983 σε ηλικία μόλις 62 ετών, αλλά ζούσε τη ζωή του με τέτοια πληρότητα και ένταση που τελικά καταλαβαίνεις ότι το δώρο της ζωής το αξιοποίησε στο έπακρον όσο λίγοι. Μόλις δύο εβδομάδες πριν είχε τελέσει την τελευταία του Θεία Λειτουργία, την ημέρα της (αμερικάνικης) εορτής των Ευχαριστιών (!).

Τα τελευταία του λόγια ήταν «Αμήν, Αμήν, Αμήν!».

«Ημερολόγιο π. Αλεξάνδρου Σμέμαν», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002.

Ο κ. Σωτήρης Ν. Κόλλιας  είναι διδάκτωρ Θεολογίας.

πηγή: Aντίφωνο

Τί είναι η Παλαιά Διαθήκη; (ε)

Η e- βιβλιοθήκη

image0011728ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΜΙΛΑΕΙ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ;

π. Δημητρίου Μπόκου

«Ερευνάτε τας γραφάς, εκείναι εισίν αι μαρτυρούσαι περί εμούΕάν πιστεύατε στον Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα. Περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν» (Ιω. 5, 39· 46).

Χωρίς περιστροφές ο Χριστός ξεκαθαρίζει μια για πάντα ότι οι Γραφές έχουν ως αντικείμενο το πρόσωπό του. Και όταν ο Χριστός ομιλεί για Γραφές, εννοεί την Παλαιά Διαθήκη, εφόσον μόνο αυτή υπήρχε τότε. Ο Μωυσής λοιπόν και οι λοιποί προφήτες δείχνουν σταθερά και αταλάντευτα προς μια και μόνο κατεύθυνση, προς ένα και μοναδικό πρόσωπο, προς τον προσδοκώμενο Μεσσία, τον ευλογημένο ερχόμενο «εν ονόματι Κυρίου» (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 410, Σεπτ. 2017). Στις τελευταίες υποθήκες του προς τους Ισραηλίτες ο Μωυσής προσανατολίζει το βλέμμα τους προς το πρόσωπο του θείου αυτού απεσταλμένου, επισημαίνοντας: «Προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναδείξει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε» (Δευτ. 18,15).

Την…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 948 επιπλέον λέξεις

Τα ιερά αντικείμενα και ο σύγχρονος θρησκευτικός φετιχισμός (απόσπασμα σχετικού άρθρου).

5

Γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου

Σύγχρονος θρησκευτικός φετιχισμός. Σκέψεις και προβληματισμοί.

Αν ο όρος «φετιχισμός» ερμηνεύεται σαν τη τάση «θεοποίησης» ορισμένων αντικειμένων, και η απόδοση υπερφυσικών δυνάμεων σε αυτά, απρόσιτης αλλά επιβαλλόμενης στον άνθρωπο, τότε ο όρος θρησκευτικός φετιχισμός σημαίνει την τάση «θρησκευτικής λατρείας ή εκδήλωση λατρείας» σε ορισμένα ιερά αντικείμενα..

Παντού αναφέρονται παραδείγματα με αντικείμενα τα οποία άλλοι από ευλάβεια τα προσκυνούν οι πιστοί κι άλλοι σταυρώνονται με αυτά.

Στον βίο του Αγίου Βαρσανουφίου, που έζησε τον 4ομ.Χ αιώνα αναφέρονται και τα εξής:

«Πολλοί δε έστελλον και ελάμβανον ευλογίαν, ήτοι μέρος τι από τον άρτον όπου έτρωγε και από το ύδωρ όπου έπινε, και λαμβάνοντας ταύτα ελαφρώνοντο από τα πάθη όπου τους επολέμουν… του αγίου Βαρσανουφίου όχι μόνο η ψυχή αλλά και ο νούς εχαριτώθη και ηγιάσθη αλλά και το ιερόν σώμα του της θείας απόλαυσε χάριτος και αγιότητος. Δια τούτο και όσα πράγματα ήγγιζον εις αυτό, μετελάμβανον και αυτά κάποιαν θείαν δύναμιν και χάριν…..».

Επειδή όμως οι εποχές άλλαξαν και η πίστη των σημερινών χριστιανών δεν έχει την ζέση και την θέρμη των χριστιανών της εποχής του Αγίου Βαρσανουφίου, πολλές φορές η αγάπη και ο σεβασμός για τους Αγίους μας, οδηγεί σε υπερβάλλοντα σεβασμό των αντικειμένων τους. Αυτά σίγουρα αποτελούν ιδιαίτερη προσωπική ευλογία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν εξισώνονται με τα Ιερά Λείψανα και τις θαυματουργές Εικόνες.

«Το θέμα με την προσκύνηση του κάστανου του οσίου Παϊσίου υπήρξε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έγινε μεγάλη φασαρία για ένα θέμα, που δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Το 2015 στην Κύπρο είχαν τεθεί σε προσκύνημα οι παντόφλες του οσίου και το 2016 (εν αγνοία του Μητροπολίτη Αργολίδος) τα γυαλιά του οσίου.

Και δεν είναι τα μοναδικά περιστατικά, κατά τα οποία η τιμή και η ευλάβεια ως απόρροια της πίστης, παρανοούνται. Η παρανόηση γίνεται κάποιες φορές και με άλλα μέσα και όλες τις υπερβολές, αφού έχω την αίσθηση πως μερικές φορές αγνοείται το πρόσωπο του Χριστού. Σαν να είναι ο Ίδιος Απών απ’ όλα. Και ο Χριστός που είναι; Σε ποια δημόσια πλατεία λιτανεύει; Μήπως έχασε το δρόμο; Τελικά είχε δίκιο ο τρελός του Νίτσε στη χαρούμενη γνώση, όταν φώναζε στην πλατεία ότι «εμείς σκοτώσαμε τον Θεό.

«Δυστυχώς, όμως, σε κάθε εποχή ο πειρασμός της μαγείας ελκύει τόσο τους απατεώνες, όσο και τους πολλαπλώς αδύναμους και ασθενείς. Η λειψανομανία των ημερών μας είναι η πιο επικίνδυνη μορφή λειψανομαχίας, παρομοίως και η προσκύνηση εσωρούχων (το ζήσαμε και αυτό, π.χ. στα Γιαννιτσά) ή καστάνων. Καθρεφτίζουν μια τιμή που δεν διαβαίνει «επί το πρωτότυπον», παρά ενισχύει τη νοοτροπία του σωτηριολογικού αυτοματισμού, εκτρέφει τη μαγεία, εξηλιθιώνει συστηματικά το εκκλησίασμα.

Αυτά τα φαινόμενα προσπορίζουν κέρδη οικονομικά, αλλά και εδραιώνουν την εξουσία καθ’ όλα προβληματικών ανθρώπων, κλείνοντας τα μάτια των πιστών στις ενδεχόμενες πομπές και εκκρεμότητές τους. Με την πληθωριστική υποδοχή λειψάνων και εικόνων (τελευταία δε και αντιγράφων τους κατά σκανδαλώδη πρακτική) εύκολα εξασφαλίζει ένας κληρικός, και δη υψηλόβαθμος, πιστοποιητικά ακραιφνούς ορθοπιστίας.

Ο κόσμος έγινε μαγικός. Η εκκλησία μερικές φορές ενθαρρύνει και χειροκροτεί το μαγικό στοιχείο. Θέλω να πω, πως «επ’ ουδενί» η εκκλησία δεν σχετίζεται με τη μαγεία αλλά οι άνθρωποι, οι χαρισματικοί της φορείς εν τέλει, οδηγούν και οδηγούνται μερικές φορές σε μία άλλη θεώρηση του μυστηρίου όπως εκδηλώνεται μέσα στην εκκλησία, απομακρυσμένη από το στοιχείο της μυσταγωγίας, η οποία έχει θεία προέλευση. Άραγε πόσο απέχει η τιμή ενός κάστανου από την αθεΐα ή ακόμη και την ειδωλολατρία;…. Ένας που προσκυνάει ένα κάστανο που κάποτε είχε αγγίξει ο όσιος Παΐσιος, και προσηκώνει το υπαρξιακό του βίωμα στο κάστανο αυτό, που άγγιξε ένας όσιος δεν τείνει να γίνει ειδωλολάτρης;

Κι αν κάποιοι θεωρήσουν ότι αυτή η σκέψη είναι υπερβολή, ας σκεφτούν αν όλοι οι πιστοί και όλων των ηλικιών, διατηρούν ικανά ανεπτυγμένο εκεί το αισθητήριο, που τους επιτρέπει την ασφαλή αντίληψη των γεγονότων, και των σημαινομένων μέσα στο χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Σαφώς και όχι. Δηλαδή, με άλλα λόγια, πιστοί με αγνές προθέσεις και με πίστη, αλλά χωρίς να φιλτράρουν κάθε κίνηση, όπως αυτή με το κάστανο, είναι εύκολο να πέσουν στην παγίδα της «νενομισμένης τιμής». Στην απομάγευση αυτή του κόσμου, σ’ αυτό το ξεθώριασμα της παγανιστικής δεισιδαιμονίας, μεταξύ των άλλων συνέβαλε και ο λόγος «Κατά Ελλήνων» του Μ. Αθανασίου.

Οι μέρες κατά τις οποίες ζούμε, όσον αφορά την πνευματική ζωή, έχω την αίσθηση ότι αναζητούν την εύκολη και ανώδυνη λύση. Δεν είναι όλα ιερά και άγια και δεν είναι όλα εικόνες και λείψανα. Σαν να πρέπει κάποιες φορές μέσα στην εκκλησία όλα να γίνουν προσιτά, άλλοτε κατανοητά (απεμπολισμός του μυστηρίου), μαγικά στον τρόπο κάποιες φορές. Τα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας είναι το μυστήριο και η μυσταγωγία. Φανερώνεται ο Θεός στον κόσμο, αλλά δεν αφήνει να νοηθεί, πόσο δε μάλλον να κατανοηθεί το μυστήριο της τριαδικής Του παρουσίας∙ εν τέλει κάθε έκφρασης των ενεργειών Του (όπως η ευωδία ενός ιερού λειψάνου).

Στην ορθοδοξία μερικές φορές δεν μας φτάνει ο Θεός. Μας είναι απρόσιτος. Δεν μας γεμίζει ικανοποιητικά η θεία Ενανθρώπιση, η Ανάσταση. Αναζητούμε κάτι χειροπιαστό για να κρατήσουμε ζωντανή τη βούληση μας να πιστέψουμε, γιατί θέλουμε να πιστέψουμε. Έτσι το απρόσιτο δείχνει να μην χωράει. Είναι πιο εύκολο εξάλλου να ψηλαφήσεις ένα κάστανο που άγγιξε ένας όσιος παρά να βιώσεις εμπειρικά την παρουσία του Θεού. Η παρουσία του κάστανου είναι οφθαλμοφανής, ενώ του Θεού θέλει πνευματικό κόπο για να σιγουρευτείς.

Την ίδια ώρα μάθαμε να φιλάμε ένα κάστανο, ενώ δεν έχουμε ναό προς τιμή του προφήτη Προδρόμου. Γνωρίζουμε απ’ έξω τις προφητείες των γερόντων, ενώ αγνοούμε παντελώς πώς να συμπεριφερθούμε στον ιερό ναό. Συνεχώς ακούμε να λένε «το είπε ο γέροντας», ενώ την ίδια στιγμή αγνοούμε τον λόγο του ιερού Χρυσοστόμου. Γνωρίζουμε απ’ έξω όλες της νηστίσιμες συνταγές, αλλά η νηστεία της γλώσσας κοσμεί τις σελίδες των βιβλίων. Μοιάζουμε να ζούμε για το τι θα γίνει στα έσχατα, χωρίς να βιώνουμε το ιστορικό παρόν. Ακούμε πομπώδη κηρύγματα, ενώ αγνοούμε προκλητικά πως οι εκκλησίες δεν γεμίζουν».(Ηρακλής Φίλιος-Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)

«..Προσκυνάμε τη φανέλα του αγίου Παϊσίου και δεν έχουμε έναν ναό για τον άγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας. Παραπέμπουμε στις λιγωτικές κοινοτοπίες τριαντάχρονων αγιορειτών καλογήρων και αγνοούμε το θεολογικό μεγαλείο ενός Ιγνατίου Αντιοχείας, ενός Μεγάλου Φωτίου, ή των σπουδαίων Ησυχαστών των υστεροβυζαντινών χρόνων. Χρυσοστολίζουμε τη Βίβλο και δεν (ή μήπως για να μη;) τη διαβάζουμε. Δεν πάμε μπροστά έτσι.( Γιώργου Βλαντή – διευθυντή του Συμβουλίου των Εκκλησιών της Βαυαρίας).

Μήπως γελοιοποιούμε αυτά που πιστεύουμε μέσω της χωρίς διάκρισης ευσέβειας και ευλάβειας μας;;; Και ας έχουμε υπόψη ότι:

«Αμαρτία δεν τελεί μόνο αυτός που διαβάλει, ειρωνεύεται και χλευάζει κάτι το ιερό που στην περίπτωσή μας είναι ένας Άγιος αλλά και αυτός που προκάλεσε αυτήν την κίνηση στους χλευαστές και η αρχή της μετάνοιας θα ήτο όχι η κάλυψή μέσω μια στυγνής δήλωσης αλλά η παραδοχή του ατοπήματος απλά λιτά και κατευναστικά

Είναι όμως καιρός στην Ορθοδοξία να αρχίσει μια συζήτηση: για τις έννοιες της ευλογίας και της χάριτος, (οι οποίες, ιδίως στα περιβάλλοντα των μοναχόπληκτων, κατανοούνται απολύτως μαγικά),ώστε να τεθούν τα όρια μεταξύ της τιμητικής προσκύνησης ιερών αντικειμένων και του λεγόμενου θρησκευτικού φετιχισμού.

Και επειδή η τακτική του «προλαμβάνειν» είναι καλύτερη από την πολύ δύσκολη πρακτική του «θεραπεύειν» θα πρέπει οι κατά τόπους επίσκοποι να αναλάβουν κατηχητική δράση ώστε να σταματήσει ο διασυρμός Αγίων και να παταχθούν ανορθόδοξες πρακτικές με τα ιερά αντικείμενα.

Τέλος θα πρέπει να επισημάνουμε και τα εξής:

Α. Η Εκκλησία μας, μέσα από την μακραίωνη παράδοσή της, έχει διαμορφώσει μία τάξη όσον αφορά την έκθεση αντικειμένων για προσκύνηση και μάλιστα μέσα στην θεία Λατρεία, η οποία και θα πρέπει να γίνεται σεβαστή.

Ακόμη και θαύματα να γίνονται, η Εκκλησία μας έχει την δική της τάξη, που δεν πρέπει να παραβαίνεται. Π.χ. μπορεί η φανέλα του αγίου να θαυματουργεί. Όμως δεν εκτίθεται σε προσκύνηση. Είναι π.χ. γνωστό ότι, μόλις κοιμήθηκε ο άγιος Νεκτάριος, ακούμπησαν την φανέλα του δίπλα στο κρεβάτι όπου ήταν ένας ετοιμοθάνατος, ο οποίος έγινε αμέσως καλά. Όμως η φανέλα ποτέ δεν εκτέθηκε για προσκύνηση.

Β. Τα μόνα ενδύματα που εκτίθενται για προσκύνηση είναι η ζώνη της Παναγίας (στο Άγιον Όρος), ο χιτώνας της (στην Γεωργία) κ.λπ.

Γ. Τα ενδύματα των αγίων έχουν κάνει μύρια θαύματα (και μάλιστα των μαρτύρων που ήταν βουτηγμένα στο αίμα τους), αλλά γενικά δεν εκτίθενται σε προσκύνηση.

Δ. Όσον αφορά τους αγίους, η Εκκλησία εκθέτει για δημόσια προσκύνηση κυρίως τα άγια λείψανά τους. Εκτός όμως από αυτά, μπορεί να εκθέσει π.χ. λύθρο από το μαρτύριό τους, δηλαδή χώμα αναμεμιγμένο με το αίμα του μάρτυρα, έναν σταυρό που είχε ο άγιος, μία εικόνα που είχε ο άγιος ή που εικονίζει τον άγιο κ.λπ. Αυτή είναι η τάξη.

Ε. Δεν θυμόμαστε ποτέ η Εκκλησία να εκθέτει καρπούς, δηλαδή αντικείμενα που τρώγονται, στην θέση αγίων λειψάνων! Κάτι τέτοιο είναι ξένο προς την παράδοσή της και πιστεύουμε ότι ούτε ο ίδιος ο άγιος θα το ήθελε.

Αρκετοί θα θυμούνται ότι ο άγιος Παΐσιος κάποιες φορές, εξαντλημένος από την μεγάλη άσκηση, έλαβε από την Παναγία ή τον Θεό ως ουράνια ευλογία με θαυμαστό τρόπο τρόφιμα, όπως σταφύλια, ψάρια κ.λπ. Ουδέποτε απέδωσε σε αυτά λατρευτική αξία ούτε φυσικά τα κράτησε, αλλά συνήθως τα έδωσε για ευλογία σε άλλους ανθρώπους να τα φάνε.

ΣΤ. Επίσης, η Εκκλησία μας καθημερινά μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε σώμα και αίμα Χριστού. Ουδέποτε όμως εκθέτει τα Τίμια Δώρα για προσκύνηση. Κάτι τέτοιο θα ήταν ξένο στην παράδοσή της. Άλλο τα άχραντα μυστήρια και άλλο τα άγια λείψανα.

Στον ναό του αγίου Τύχωνος, επισκόπου Αμαθούντος Κύπρου, στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, κάθε χρόνο μετά την κοίμηση του αγίου γινόταν ένα θαύμα. Τα σταφύλια που βρίσκονταν στον περίβολο του ναού, ενώ ακόμη δεν ήταν περίοδος ωριμάνσεώς τους (η εορτή γίνεται στις 16 Ιουνίου), ωρίμαζαν ξαφνικά από την παραμονή της εορτής μέχρι την ώρα του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Όμως αυτά τα θαυμαστά σταφύλια, που ωρίμαζε η χάρις του αγίου, δεν εκτίθονταν στον λαό για προσκύνηση, αλλά μοιράζονταν προς μετάληψη.

Ζ. Κατανοούμε λοιπόν την αγάπη και ευλάβεια του πιστού λαού για τον άγιο Παΐσιο που δεν θα παύσει να είναι ο αγαπημένος άγιος όλου του ελληνικού (και όχι μόνο) λαού, δημοφιλής όσο ελάχιστοι. Αυτό από μόνο του είναι ένα μεγάλο θαύμα, καθώς ο ίδιος μίσησε όσο λίγοι την δημοσιότητα.

Θα πρέπει όμως και οι ιερείς, που διερμηνεύουν τα αισθήματα αυτά του λαού, να κινούνται μέσα στην τάξη και στην παράδοση της Εκκλησίας, αποφεύγοντας ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν και να δώσουν αφορμές σκανδαλισμού.

Η.«Όταν ο Ιωάννης Δαμασκηνός στο λόγο του «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας» παρουσίαζε συστηματικά το θέμα της τιμής των εικόνων και κήρυττε πως «η τιμή της εικόνας πηγαίνει στο πρωτότυπο», δεν αγωνιούσε να εξασφαλίσει τη λατρεία του Θεού ή την τιμή των αγίων, που εικονίζονται στις ιερές εικόνες, αλλά να προφυλάξει τους χριστιανούς από τη σχέση του εκφραστικού τους βιώματος με την ύλη που απαρτίζει την εικόνα (π.χ. το ξύλο). Αυτό βέβαια είχε ένα παραπάνω λόγο να το αναφέρει, αφού οι εικονομάχοι κατηγορούσαν τους χριστιανούς ότι τιμούν και λατρεύουν την, ύλη. Η λατρεία όμως ανήκει μόνο στον Θεό, κάτι που επισημαίνει πάλι ο Ιωάννης στους παρακάτω λόγους του, γράφοντας πως «κανένα δεν πρέπει να προσκυνάμε ως Θεό παρά μόνο τον κατά φύση Θεό, αποδίδοντας σ’ όλους ό,τι οφείλουμε, όπως διέταξε ο Κύριος».

Αυτό είναι το βασικό∙ ότι στην εκκλησία λατρεύουμε τον Θεό, αλλά τιμάμε την Θεοτόκο και τους αγίους. Το άλλο είναι ότι όταν ασπαζόμαστε την εικόνα ή το ιερό λείψανο, δεν προσκυνάμε την ύλη, το ξύλο από το οποίο κατασκευάστηκε, αλλά αποδίδουμε τιμή στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Στην περίπτωση με το κάστανο, το εκκλησίασμα αποπροσανατολίζεται. Κάθε τι που σχετίζεται με τον όσιο Παΐσιο δεν μπορεί με άνεση να προσφέρεται προς προσκύνηση. Με την ίδια λογική ας τιμήσουμε την πέτρα που καθόταν ο όσιος, τα κομποσκοίνια που άγγιζε, το ποτήρι που έπινε νερό.(Η. Φίλιος)

Και να πούμε και ένα τελευταίο από τον βίο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη(05 Ιουλίου).

Κάποιος από τους μαθητές του είχε αγιάσει.

Όταν κοιμήθηκε και τον έβαλαν στον ναό για την εξόδιο ακολουθία, έβγαλε το χέρι του έξω από το νεκροκρέβατο και αυτό άρχισε να μυροβλύζει και να κάνει θαύματα, θεραπείες κ.λπ.

Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει τεράστια κοσμοσυρροή για να δουν το μοναδικό φαινόμενο και ίσως κάποιο θαύμα.

Ο άγιος Αθανάσιος, όταν είδε τί γινόταν, πήγε στον ναό και κτύπησε το χέρι του μαθητή του με το ραβδί του, λέγοντάς του:

-Σαλός (= τρελός) ήσουν όσο ζούσες, σαλός είσαι και μετά τον θάνατό σου!

Βάλε το χέρι σου μέσα! Θέλεις να κάνει το μοναστήρι μας κόσμο;

Και ο υπήκοος μοναχός έκανε υπακοή και μετά τον θάνατό του: τράβηξε το χέρι του μέσα, σαν να ήταν ζωντανός και τα θαύματα σταμάτησαν.

Αυτό δείχνει ότι για την Εκκλησία μας υπάρχουν πράγματα που είναι πιο πολύτιμα και από τα θαύματα, όπως για παράδειγμα η πνευματική επιβίωση μιας μονής.


ΠΗΓΗ.ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΜΑΧΗΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

Περί αγίων, λειψάνων κ.α

 
Του Γιώργου Βλαντή
Διευθυντή του Συμβουλίου των Εκκλησιών της Βαυαρίας
και επιστημονικού συνεργάτη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
Κάθε εχέφρων άνθρωπος, πιστός ή μη, που έχει διαβάσει τους «Κατά Ελλήνων» λόγους Αθανασίου του Μεγάλου ή το «Περί της Πολιτείας του Θεού» του ιερού Αυγουστίνου αισθάνεται ευγνωμοσύνη για τη χριστιανική συμβολή στην απομάγευση του κόσμου, για τη θεολογική όσο και ορθολογική διανοητική συντριβή της παγανιστικής δεισιδαιμονίας, της οποίας την έκταση και ένταση είθισται να αποσιωπούν οι άκριτοι νοσταλγοί της αρχαιότητας. Από τον Max Weber έως τον Marcel Gauchet και πολλούς άλλους ακόμη έχει επισημανθεί η σχετική καταλυτική συνεισφορά της εκκλησιαστικής θεολογίας.
Δυστυχώς, όμως, σε κάθε εποχή ο πειρασμός της μαγείας ελκύει τόσο τους απατεώνες, όσο και τους πολλαπλώς αδύναμους και ασθενείς. Η λειψανομανία των ημερών μας είναι η πιο επικίνδυνη μορφή λειψανομαχίας, παρομοίως και η προσκύνηση εσωρούχων (το ζήσαμε και αυτό, π.χ. στα Γιαννιτσά) ή καστάνων. Καθρεφτίζουν μια τιμή που δεν διαβαίνει επί το πρωτότυπον, παρά ενισχύει τη νοοτροπία του σωτηριολογικού αυτοματισμού, εκτρέφει τη μαγεία, εξηλιθιώνει συστηματικά το εκκλησίασμα. Για το αληθές του λόγου αρκεί να ανταλλάξει κανείς πέντε κουβέντες με φανελολάτρες και καστανολόγους την ώρα που στέκονται στη σειρά προς προσκύνηση.
Αυτά τα φαινόμενα προσπορίζουν κέρδη οικονομικά, αλλά και εδραιώνουν την εξουσία καθ᾽ όλα προβληματικών ανθρώπων, κλείνοντας τα μάτια των πιστών στις ενδεχόμενες πομπές και εκκρεμότητές τους. Με την πληθωριστική υποδοχή λειψάνων και εικόνων (τελευταία δε και αντιγράφων τους κατά σκανδαλώδη πρακτική) εύκολα εξασφαλίζει ένας κληρικός, και δη υψηλόβαθμος, πιστοποιητικά ακραιφνούς ορθοπιστίας.
Είναι όμως καιρός στην Ορθοδοξία να αρχίσει μια συζήτηση: για τις έννοιες της ευλογίας και της χάριτος, οι οποίες, ιδίως στα περιβάλλοντα των μοναχόπληκτων (οι γνήσιοι μοναχοί δεν είναι μοναχόπληκτοι), κατανοούνται απολύτως μαγικά• για τη σχέση αγιότητας και αλαθήτου (ήταν ο άγιος Παΐσιος άσφαλτος;)• για την απόσταση ανάμεσα στη όντως ζωή των γερόντων και τις περί αυτών αφηγήσεις (ο καθένας μπορεί να γράψει ένα βιβλίο, ή να βράσει ένα κάστανο και να αποδώσει τις απόψεις και / ή τη μαγειρική του στον Παΐσιο)• για τα οικονομικά και εκκλησιαστικά κυκλώματα και το ρόλο τους στην προώθηση της τιμής συγκεκριμένων προσώπων• αλλά και για τις διαδικασίες αγιοποίησης καθ᾽ εαυτές. Δεν είναι δυνατόν να αποφασίζει για την αγιότητα, π.χ., του π. Ιουστίνου Πόποβιτς μια σύνοδος που αποτελείται κατ᾽ εξοχήν από τα πνευματικά παιδιά του, ούτε ενδείκνυται να ανακηρύσσονται με σπουδή κάποια πρόσωπα ως άγιοι, χωρίς να «κατακαθίσει η σκόνη» του χρόνου και να υπάρξει στοιχειώδης αντικειμενικότητα στην κρίση. Τα σχετικά παθήματα των Ρωμαιοκαθολικών δεν γίνονται μαθήματα στους Ορθοδόξους. Κρίμα. 
Κατά τα άλλα, ξέρουμε απ᾽ έξω και ανακατωτά ό, τι είπε ο γέρων Πορφύριος, δεν έχουμε όμως ιδέα για την προσφορά Γρηγορίου του Νύσσης. Προσκυνάμε τη φανέλα του αγίου Παϊσίου και δεν έχουμε έναν ναό για τον άγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας. Παραπέμπουμε στις λιγωτικές κοινοτοπίες τριαντάχρονων αγιορειτών καλογήρων και αγνοούμε το θεολογικό μεγαλείο ενός Ιγνατίου Αντιοχείας, ενός Μεγάλου Φωτίου, ή των σπουδαίων Ησυχαστών των υστεροβυζαντινών χρόνων. Χρυσοστολίζουμε τη Βίβλο και δεν (ή μήπως για να μη;) τη διαβάζουμε. Δεν πάμε μπροστά έτσι.
———————————————————————————-

Η ΠΕΡΙΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ

Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Το κείμενό μου στην Athens Voice για την περιφορά των λειψάνων, στάθηκε αφορμή για εκατοντάδες σχόλια στο διαδίκτυο γύρω από το θέμα αυτό, αλλά και γενικότερα περί Εκκλησίας.
Φυσικά υπήρξαν και οι «ευσεβείς και φιλάγιοι» που ενοχλήθηκαν από την τοποθέτησή μου και τάχθηκαν εναντίον μου, υπερασπιζόμενοι με πάθος την περιφορά των λειψάνων. Είναι αδύνατον να απαντήσω σε όλες τις αιτιάσεις. Άλλωστε δεν χρειάζεται. Απευθύνομαι σε νοήμονες ανθρώπους και όχι σε ταλιμπάν.
Θα σταθώ μόνο σε μία, για να καταδείξω την μωρία του πράγματος.
Γράφτηκε κατά κόρον πως είναι αναγκαία η μεταφορά των λειψάνων από τόπο σε τόπο, γιατί έτσι δίνεται η …δυνατότητα στους πιστούς να προσκυνήσουν τα λείψανα που δεν θα μπορούσαν να τα προσκυνήσουν εκεί που φυλάσσονται λόγω απόστασης κ.ο.κ.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Με πόσα λείψανα είναι ευχαριστημένοι οι πιστοί; Και κάθε πότε θέλουν να τα προσκυνούν; Αυτή την στιγμή στην Αττική, για παράδειγμα, τίθενται προς προσκύνησιν, δεκάδες λειψάνων. Με πόσα κορέννυνται;
Δεν φτάνει που έρχεται ένα λείψανο στην Αθήνα, από το Άγιον Όρος για παράδειγμα, και εκτίθεται για προσκύνημα σε ένα ναό. Κάποια στιγμή μεταφέρεται σε γειτονικό ναό, σε γειτονική Μητρόπολη κι έτσι η περιαγωγή μοιάζει με delivery – φευ! – λειψάνων!
Με βάση τις σχετικές πηγές, στο Βυζάντιο ίσχυε το αντίστροφο απ’ ότι σήμερα: τα λείψανα δεν ταξίδευαν από τόπο σε τόπο, διότι απλώς ταξίδευαν οι προσκυνητές προς αυτά! Το δε προσκυνηματικό ταξίδι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές σε κάποιες περιόδους, γι’ αυτό και απαθανατίστηκε σε χρονογραφήματα αλλά και στη λογοτεχνία (Ανατολής και Δύσης). Η μετακίνηση λειψάνων (και εικόνων) περιοριζόταν εντός των τειχών και μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις (πολιορκία, επιδημία, ανομβρία κλπ). Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του δημάρχου Δαφνησίων (Λιβανάτες), που στα 1866 με έγγραφό του προς τον ηγούμενο στη Μονή της Μαλεσίνας (νομός Φθιώτιδος) ζητάει την αποστολή των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου «ένεκα ενσκηψάσης νόσου της μηνιγγίτιδος».
Αποτελεί ειρωνεία – τουλάχιστον – το ότι σήμερα, που η μετακίνηση του ανθρώπου είναι εξαιρετικά πιο εύκολη απ’ ότι παλιότερα, μετακινούνται τα λείψανα. Ειδικά στις μέρες μας θα έπρεπε το φαινόμενο αυτό να είναι πολύ περιορισμένο.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος – ούτε θεολογικός ούτε άλλος – για μια τέτοια κινητικότητα. Δεν συζητάμε για τα αντίγραφα εικόνων. Αυτή η ιστορία θα έπρεπε να απαγορευθεί από την Εκκλησία πάραυτα.
Δυστυχώς, όλη αυτή η κατάσταση γίνεται αντικείμενο χλεύης από εκείνους που τους δίνεται πλέρια η ευκαιρία να κατηγορήσουν την Εκκλησία και τους πιστούς της για μύρια όσα. Και σε κάμποσα δεν έχουν άδικο…
——————————————————————————————————–

ΤΑ ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΝΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ

Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 
Πριν εφτά χρόνια (Μάϊος 2008) είχα τοποθετηθεί με σαφήνεια στο θέμα: 
«Δηλώνω χωρίς περιστροφές ότι είμαι εναντίον της περιαγωγής των ιερών λειψάνων, των αγίων εικόνων και άλλων κειμηλίων της πίστεώς μας. Τα ιερά λείψανα πρέπει να μένουν στη θέση τους, δηλ. στο ναό ή την μονή όπου φυλάσσονται, και οι πιστοί να εκδηλώνουν την ευλάβειά τους κάνοντας την «θυσία» να πηγαίνουν προς προσκύνησίν των στους τόπους τους. 
Φυσικά στην ιστορία εξήλθον της μονής ή του ναού των λείψανα αγίων για λόγους όλως εκτάκτους, δηλ. σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί, πυρ, κ.ο.κ. Στις περιπτώσεις αυτές είναι δικαιολογημένη αν μη και επιβεβλημένη η έξοδός τους.
Στις μέρες μας όμως παρατηρείται το θλιβερό φαινόμενο να περιάγωνται τα ιερά και τα όσια ένθεν κακείθεν χωρίς σοβαρή αιτία κι αφορμή, απλώς για λόγους – φευ! – «δημοσίων σχέσεων» ή οικονομικούς. Είναι αδιανόητη, επίσης, η λογική κάποιων: «Να φέρουμε ένα λείψανο, να έρθει κόσμος, να βγάλουμε λεφτά και να κάνουμε έργα στην εκκλησία για την αποπεράτωσή της». Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;
Νομίζω ότι το θέμα της μεταφοράς των ιερών λειψάνων θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την Διοικούσα Εκκλησία, γιατί πέρα από την έκπτωση στο φολκλόρ και το «εμπόριο», άπτεται της καθόλου ορθοδόξου πνευματικότητος.»
Δείτε περισσότερα εδώ και εδώ.
Από τότε μέχρι τώρα το φαινόμενο έχει γιγαντωθεί! Μια ματιά στα πρακτορεία εκκλησιαστικών ειδήσεων αρκεί για να καταλάβει ο καθείς την έκταση του φαινομένου. Τώρα έχουν προστεθεί και άλλες επινοήσεις, όπως η υποδοχή αντιγράφων θαυματουργών ή ιστορικών εικόνων, προσκύνηση «σετ» λειψάνων, δηλ. πέντε αγίων κ.ο.κ.
Πρόκειται για ζήτημα που συζητείται ευρύτατα, σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις, και οι προβληματισμοί όλων μας πρέπει να τεθούν στην κοινή τράπεζα. Γιατί η μεταφορά και χρησιμοποίηση των ιερών λειψάνων κατά το δοκούν συνιστούν φοβερή εκκοσμίκευση! Άλλαις λέξεσιν τέτοιες πρακτικές δεν καλύπτουν την μεταφυσική αναγκαιότητα της ύπαρξης, δεν οδηγούν στην εκ νέου ανακάλυψη της απoλεσθείσας πνευματικότητας, αλλά φέρνουν στην επιφάνεια μια «μαγική» εκδοχή της Εκκλησίας, που συνιστά αλλοτρίωση. Και – φευ! – φαίνεται να αναγκάζεται η Διοικούσα Εκκλησία να υιοθετήσει στοιχεία οθνεία για να μη χάσει τα προνόμια της «επικρατούσας θρησκείας».
Θα έπρεπε να μας προβληματίσει το γεγονός ότι τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων της Επτανήσου ή η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου είναι αδύνατον να μετακινηθούν οπουδήποτε εκτός του νησιού όπου φυλάσσονται. 
………………………………………………………………………………………………………………
Όμως σε κάθε περίπτωση απαιτείται η αρετή της διακρίσεως, γιατί δεν πρέπει να γινόμαστε εμείς οι πιστοί αιτία χλευασμού των ιερών λειψάνων, καθώς ζούμε πια στην μετανεωτερική εποχή και η Εκκλησία απευθύνεται σ’ έναν κόσμο που ζει με άλλες αντιλήψεις και σε άλλους ρυθμούς και η προσκύνηση των λειψάνων δεν πρέπει να φαντάζει σαν κάτι το μαγικό.
Γιατί αλλιώς, στην όποια αμφισβήτηση, επιστρατεύονται φτηνά επίθετα του στυλ «αγιομάχοι», που δεν έχουν νόημα στις μέρες μας. Για τους νοήμονες φυσικά…
——————————————————————————————-

ΤΟ ΠΡΩΤΟ EIΝΑΙ ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ; (Ἀρχιμ. Δαν. Ἀεράκης)

Τό πρῶτο εἶναι τά λείψανα;

 τοῦ ἱεροκήρυκος ἀρχιμ. Δανιήλ Ἀεράκη

.                  Ζητᾶμε τό ἀληθινό. Ζητᾶμε τό πρωτεῦον. Ζητᾶμε τό σωτηριῶδες. Ἄν τό πρῶτο γίνη τελευταῖο καί τό δεύτερο ἤ τό τρίτο γίνη πρῶτο, τότε ἔχουμε ἐκ­τροπή. Καί μάλιστα τρομερή.
.             Τό πρῶτο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου. Τό δεύτερο ἤ τό τρίτο…, εἶναι ἡ προσκύνησις ἑνός ὄντως ἱεροῦ λειψάνου. Τά προβαλλόμενα ὅμως ὡς λείψανα τοῦ ἁγίου ἤ τῆς ἁγίας (τάδε) εἶναι ὄντως τοῦ ἁγίου ἤ τῆς ἁγίας (τάδε); Ἄν εἶναι ἁμαρτία νά μή τιμᾶς τό βεβαιωμένο λείψανο ἑνός ἁγίου (καί δή μάρτυρος), πολλές φορές περισσότερο εἶναι ἁμαρτία τό νά «μετασχηματίζη» κάποιος ἁπλᾶ ὀστᾶ σέ ἱερά λείψανα, καί μάλιστα συγκεκριμένου ἁγίου!

  • Στό σημεῖο αὐτό προβάλλουν πολλοί (καλοπροαίρετοι καί μή) τό… ἀ­λάθητοἑνός προσώπου! Λένε: «Μά εἶναι δυνατόν κληρικός (ἤ μοναχός) νά λέη τέτοια ψέματα; Νά πλάθη παραμύθια καί νά τά σερβίρη γιά ἀλήθεια;». Ἔτσι ὅμως εἰσάγουμε στόν ὀρθόδοξο χῶρο τό παπικό ἀλάθητο, πολύμορφο μάλιστα καί πολυπρόσωπο, ἀφοῦ κάθε «καλός» παπᾶς ἤ «ἅγιος» γέροντας πα­ρουσιάζεται ὡς… αὐθεντία!!!

  • Ρωτᾶμε πολύ ἁπλᾶ:

.             Ὑπάρχει περίπτωσις νά ἔλθη σέ ναό λείψανο καί νά ἀμφισβητηθῆ ἡ γνη­σιότητά του; Αὐτός πού τό μεταφέρει ἰσχυρίζεται, ὅτι εἶναι ἤ τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, ἤ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἤ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἤ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἤ, ἤ!… Καί λοιπόν; Θά γίνεται αὐτό πιστευτό ἀσυζητητί;

Ρωτᾶνε: «Καί τί θά κάνουμε; Θά καθίσουμε νά ἐξετάζουμε τό κάθε λείψανο;».

  • Γι᾽ αὐτό ὅμως ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησιαστική διοίκησις. Γιά νά ἀποφαίνεται γιά τή γνησιότητα λειψάνων καί διδασκαλίας.

Καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί γιά νά νουθετῆ τό λαό νά προσέχη τό μεῖζον, ὄχι τό ἔλασσον (τό μεγάλο, ὄχι τό μικρό). Καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί γιά νά συνιστᾶ σέ ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους, ὅτι πρῶτο ἔργο τους εἶναι ἡ κατήχησις καί τό κή­ρυγμα, τό νά λαλοῦν τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καί τό νά καλοῦν «εἰς μετάνοιαν».

  • Ἀποτελεῖ ἐκτροπή τό νά καλυφθῆ τό πρόσωπο καί ἠ διδασκαλία τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος, ἀπό τή λεγόμενη λειψανοπροσκύ­νησι. Στήν Ἐκκλησία δέν ἰσχύει μόνο τό «κάθε πρᾶγμα στόν καιρό του». Ἰσχύει καί τό «κάθε πρᾶγμα ἱεραρχικά στή θέσι του».

Δέν εἶπε ὁ Κύριος «Ζητεῖτε πρῶτον λείψανα…», ἀλλά εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην (ἀρετήν ἤ ἁγιότητα) αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ´ 33). Τό ζήτημα τῆς προτεραιό­τητας καί τοῦ ὀρθοῦ προσανατολισμοῦ εἶναι σπουδαῖο.

  • Ἄν ἀφεθῆ ἀνεξέλεγκτο τό φαινόμενο, τότε τό «παπικό ἀλάθητο» θά βάζη κάθε τόσο τή σφραγῖδα του καί θά μᾶς σερβίρη ἀπό τίς ὑπόγειες στοές καί ἀ­ποθῆκες του ὅ,τι θέλει. Καί μεῖς θά τό ὑποδεχώμεθα… μέ τιμές ἀρχηγοῦ κράτους!

  • —————————————————————————————
  • πηγες.ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ