Ο απατημένος σύζυγος που αγάπησε πολύ. (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου)

Αθανάσιος Ρακοβαλής - Ο πατήρ Παΐσιος μου είπε …

Ελληνοαμερικανός οικογενειάρχης είδε το Άκτιστο Φως

[*] «ακτιστο φώς»: Λέγεται άκτιστο, δηλαδή αδημιούργητο, χωρίς αρχή, δηλαδή θεϊκή ενέργεια, Θεός. Υψηλότατοι πνευματικοί ασκητές το ζουν. Ποθητός στόχος της ασκητικής ζωής. Θεωρείται εμπειρία θέωσης. Μετέχει η ανθρώπινη στη Θεία ενέργεια, «…θείας φύσεως κοινωνοί…».

 

Ο γέροντας μου διηγήθηκε την έξης ιστορία: «Μία φορά είχε έρθει εδώ ένας Ελληνοαμερικάνος γιατρός. Ορθόδοξος ήταν, αλλά δεν είχε πολλά με τη θρησκεία… Ούτε τη νηστεία της Παρασκευής δεν κρατούσε… ούτε πολύ πήγαινε στην Εκκλησία. «Έζησε μία εμπειρία και ήθελε να τη συζητήσει. «Ένα βράδυ, ενώ προσευχόταν στο διαμέρισμά του «άνοιξε ο ουρανός». «Ένα φως τον έλουσε, και χάθηκε το ταβάνι και οι σαράντα όροφοι από πάνω του. Βρισκόταν λουσμένος μέσα στο φως για πολλή ώρα, δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο!

Θαύμασα! Γιατί ένοιωσα και κατάλαβα ότι ήταν «εκ Θεού». Ήταν πραγματικό… Είδε το «άκτιστο φως»[*]. Τι έκανε στη ζωή του; Πώς ζούσε και αξιώθηκε τέτοια θεία πράγματα;

Ήταν παντρεμένος, είχε γυναίκα και παιδιά. Του λέει ή γυναίκα του: «Βαρέθηκα να ασχολούμαι με το σπίτι, θέλω να πηγαίνω καμιά βόλτα». Ε! δεν δούλευε κιόλας, άρχισε να γυρίζει με τις φίλες της και να τον τραβάει κάθε βράδυ έξω. Μετά από λίγο διάστημα, του λέει: «θέλω να βγαίνω μόνη μου με τις φίλες μου». Το δέχτηκε και αυτό για χάρη των παιδιών του. Μετά, «θέλω να πάω μόνη μου διακοπές…» Τι να κάνει; της έδινε και λεφτά και το αυτοκίνητο.

Μετά ζήτησε να της νοικιάσει ένα διαμέρισμα να ζει μόνη της, κουβαλούσε και τους φίλους της εκεί. Της μιλούσε, τη συμβούλευε, «βρε τι θα νοιώθουν τα παιδιά μας;» Τίποτα αυτή. Στο τέλος του πήρε πολλά λεφτά και έφυγε. Στεναχωριόταν!

Μετά από λίγα χρόνια έμαθε ότι είχε καταντήσει πόρνη στα μαγαζιά του Πειραιά!

Στενοχωρήθηκε! Έκλαιγε! Σκεφτόταν να πάει να τη βρει. Τι να της πει όμως;…

Γονάτισε να προσευχηθεί: «Θεέ μου… φώτισε με, τι να πω… τι να κάνω… για να σωθεί αυτή ή ψυχή…». Βλέπεις την πονούσε. Ήθελε «να σωθεί αυτή ή ψυχή». Ούτε αντρικός εγωισμός, ούτε μνησικακία, ούτε περιφρόνηση… πονούσε για την κατάντια της. Ποθούσε τη σωτηρία της. Τότε άνοιξε ο Θεός τον ουρανό… τον έλουσε με το φως Του.

Βλέπεις;… Βλέπεις;… Αυτός στην Αμερική… σε τι περιβάλλον ζούσε;… Ενώ πόσοι ζούμε μέσα στο Άγιον Όρος, μέσα στους Αγίους, μέσα στη χάρη της Παναγίας και προκοπή δεν κάνουμε!

 

Δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ!»

 

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ο πατήρ Παϊσιος μου είπε», του Αθ. Ρακοβαλή, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 27-29.

 

H ζωή στο σπίτι κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.(Του Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου)

Στις Σαρακοστές καλό είναι να γνωρίζεις μόνο εκκλησία και σπίτι, τίποτ’ άλλο. 
Φτάνεις, λοιπόν, στο σπίτι. Τί θα κάνεις εκεί; Θα αγωνιστείς μ’ όλη σου τη δύναμη να διατηρήσεις την προσήλωση του νου και της καρδιάς στον Κύριο. Αμέσως μετά την εκκλησία, τρέξε στο δωμάτιό σου και κάνε αρκετές μετάνοιες, ζητώντας ευλαβικά από τον Θεό να σε βοηθήσει, ώστε να αξιοποιήσεις το χρόνο της παραμονής σου στο σπίτι με τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή σου. Ύστερα κάθησε και ξεκουράσου για λίγο. Αλλά και τότε μην αφήνεις τους λογισμούς σου να ξεστρατίζουν. Διώχνοντας κάθε σκέψη, επαναλάμβανε νοερά την ευχή : “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!”. 
Αφού ξεκουραστείς πρέπει ν’ ασχοληθείς με κάτι, είτε προσευχή είτε εργόχειρο.

Τί εργόχειρο θα κάνεις δεν έχει σημασία∙ ξέρεις ήδη τί σου αρέσει. Είναι, βλέπεις, αδύνατο να ασχολείσαι όλη την ώρα με πνευματικά πράγματα∙ χρειάζεται να έχεις και κάποιο ευχάριστο εργόχειρο. Μ’ αυτό θα καταπιάνεσαι, όταν η ψυχή σου είναι κουρασμένη, όταν δεν έχεις τη δύναμη να διαβάσεις ή να προσευχηθείς. Αν, βέβαια, οι πνευματικές σου ενασχολήσεις πηγαίνουν καλά, το εργόχειρο δεν είναι απαραίτητο. Εκπληρώνει μόνο την ανάγκη αξιοποιήσεως του χρόνου, που αλλιώς θα σπαταλιόταν σε απραξία. Και η απραξία είναι πάντα ολέθρια, πολύ περισσότερο όμως στον καιρό της νηστείας.
Πώς πρέπει να προσεύχεται κανείς στο σπίτι; Σωστά σκέφθηκες ότι τη Σαρακοστή οφείλουμε να προσθέτουμε κάτι στον συνηθισμένο κανόνα προσευχής. Νομίζω, ωστόσο, πως αντί να διαβάζεις περισσότερες προσευχές από το Προσευχητάρι, είναι καλύτερο ν’ αυξήσεις τη διάρκεια της άμεσης επικοινωνίας σου με τον Κύριο. Κάθε μέρα, πριν αρχίσεις και αφού τελειώσεις τη την ορθρινή και βραδυνή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο και τον φύλακα άγγελό σου, ευχαριστώντας τους για την προστασία τους και παρακαλώντας τους για την ικανοποίηση των πνευματικών σου αναγκών. Ζήτα τους να σε βοηθήσουν, ώστε, πρώτα απ’ όλα να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία και, όταν την αποκτήσεις, να σου χαρίσουν ζήλο και δύναμη, ώστε να θεραπεύσεις τις πληγές της ψυχής σου. Ζήτα τους, ακόμα, να γεμίσουν την καρδιά σου με το αίσθημα της ταπεινώσεως και της συντριβής. Η ταπείνωση είναι η πιο ευάρεστη στον Θεό θυσία. Έτσι να προσεύχεσαι. Μην επιβάλεις, όμως, στον εαυτό σου έναν προσευχητικό κανόνα μακρύ και βαρύ, έναν κανόνα που θα υπερβαίνει τα μέτρα των ψυχοσωματικών σου δυνάμεων και θα σε καταβάλλει. Καλύτερα είναι να προσεύχεσαι συχνότερα στη διάρκεια της ημέρας και, όταν ασχολείσαι μ’ οποιαδήποτε άλλη εργασία, να έχεις το νου σου στο Θεό. 
Μετά την προσευχή, διάβαζε για λίγο με αυτοσυγκέντρωση. Η μελέτη δεν αποσκοπεί στο φόρτωμα του μυαλού σου με διάφορες πληροφορίες και γνώσεις, αλλά στην ψυχική σου ωφέλεια και εποικοδομή. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να διαβάζεις πολλά. Διάβαζε όμως με προσοχή μεγάλη και με καρδιακή συμμετοχή. 
“Τί να διαβάζω;”, θα με ρωτήσεις. Μόνο πνευματικά βιβλία, φυσικά. Η προσεκτική ανάγνωση τέτοιων βιβλίων εμπνέει την ψυχή περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο. Αν πάντως, στη διάρκεια της μελέτης γεννιέται ο πόθος της προσευχής, ν’ αφήνεις το βιβλίο και να προσεύχεσαι. 
Θα διαβάζεις, λοιπόν, θα προσεύχεσαι, θα κάνεις μετάνοιες. Και μ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν θα μπορέσεις να κρατήσεις το νου και την καρδιά σου σε κατάσταση συνεχούς και έντονου αγώνα. Είναι αναπόφευκτο να κουράζεσαι. Τότε, όπως σου είπα, θα ασχολείσαι με κάποια πρακτική εργασία. 
Σκέφτεσαι, καθώς μου γράφεις, να μειώσεις την ποσότητα του καθημερινού σου φαγητού. Σωστή κι ωφέλιμη η σκέψη σου∙ σωστή, γιατί το σώμα, που με τις παρεκτροπές του σε αναγκάζει να μετανοείς, οφείλει να καταβάλει στη διάρκεια της Σαρακοστής τους μόχθους που του αναλογούν∙ και ωφέλιμη, γιατί με τη νηστεία το σώμα δουλαγωγείται, ο νους καθαρίζεται, η καρδιά μαλακώνει, τα πάθη νεκρώνονται. Μόνο μην το παρακάνεις. Ήδη τρως τόσο λίγο. 
Πρέπει να έχεις δυνάμεις, για να στέκεσαι στην εκκλησία και για ν’ αγωνίζεσαι στο σπίτι. Κοίτα να τρως τόσο, όσο χρειάζεται για να μην εξασθενήσεις. 
Καλό θα ήταν επίσης, να μείωνες λίγο το χρόνο του ύπνου και της αναπαύσεώς σου. Είναι μία θυσία για σένα, αλλά κάθε λογής θυσία ταιριάζει σ’ αυτή την περίοδο. 
Και με τις συζητήσεις τί θα γίνει; Τη Σαρακοστή τουλάχιστον, οι συζητήσεις με τους άλλους ας περιοριστούν σε πνευματικά θέματα. 
Ακόμα καλύτερες είναι οι κοινές πνευματικές αναγνώσεις, που δίνουν αφορμές για την ανταλλαγή εποικοδομητικών σκέψεων και για την εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων. Κατάλληλοι γι’ αυτό τον σκοπό είναι οι Βίοι των Αγίων. 
Αρκετά έγραψα. Θα προσθέσω ό,τι άλλο χρειάζεται αργότερα. 
Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράμματα σε μια ψυχή» – ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μας.(Ομιλία Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου, Ἡγουμένου Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης)

018

Eν πρώτοις εὐχαριστῶ τὸν Σεβασμιώ  τατον ποιμενάρχη σας γιὰ τὴν πρό σκλησι νὰ ἔλθω ἀπὸ τὰ κακοβίωτα Ἄγραφα (ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν πάτησε τούρκου ποδάρι) καὶ νὰ ὁμιλήσω στὴν ἀγάπη σας*. Οὐκ ἀπειθὴς ἐγενόμην εἰς τὴν πρόσκλησιν καὶ τοῦτο διότι παρὰ τὸ τῆς ἡλικίας ὑπερώριμον, τὰ τῶν ψοῶν ἐμπαίγματα καὶ τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ, ἐκτιμῶ βαθύτατα καὶ σέβο – μαι ἐν εἰλικρινείᾳ τὸν ἅγιον Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας. Μᾶς συνδέει ἀῤῥήκτως μιὰ κοινὴ ἀγάπη. Τὸ σεπτὸν κέντρον, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου.

 agios-gregorios-palamas-485

Ἀλλ’ ἂς ἔλθουμε στὸ θέμα μας, ποὺ εἶναι: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τὸν ὁποῖον σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, καὶ ἡ Ὀρθόδοξός μας πίστις. Καὶ τοῦτο διότι ὁ Ἅγιος αὐτὸς εἶναι ἀῤῥήκτως συνδεδεμένος μὲ ἀγῶνες πρὸς κατίσχυσιν αὐτῆς τῆς Ἀποστολοπαραδότου πίστεως καὶ κυρίως γιὰ τὴν μὴ παραχάραξι καὶ διαστρέβλωσί της. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἕνα σπάνιο παρά – δειγμα ταχείας καὶ ἐπισήμου ἁγιοποιήσεως. Ἐκοιμήθη τὸν ὁσίοις ἐμπρέποντα ὕπνον τὸ 1359 καὶ μόλις μετὰ ἐννέα ἔτη, τὸ 1368 κα – τεγράφη εἰς τὸ ἐπίσημον ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν ἐπίσης ἅγιο Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο τὸν Κόκκινο. Πῶς ἐξηγοῦνται τρία τινα: α) Πῶς ἐξηγεῖται ἡ τόσον ταχεῖα ἁγιοποί – ησις, β) Πῶς ἐξηγεῖται ἡ σύνθεσις πανηγυρικῆς ἀκολουθίας ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καὶ

γ) Πῶς ἐξηγεῖται ἡ θέσπισις ἐπισήμου ἑορτῆς ὄχι στὶς 14 Νοεμβρίου ποὺ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, ἀλλὰ κατὰ τὴν σήμερον Β΄ Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Νηστειῶν. Οἱ λόγοι γι’ αὐτὰ εἶναι οἱ ἑξῆς: Πρῶτος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξεν ὁ με γαλύτερος δογματικὸς θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς σήμερον. Μὲ αὐτὸν κλείνει κατὰ τρόπον μεγαλειώδη ἡ ἐποχὴ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλη – σίας. Δεύτερος. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην (14ος αἰών) ἡ λατινικὴ θεολογία βγαίνει ἀπὸ τὰ πηχτὰ σκοτάδια τοῦ μεσαίωνος. Ἦτο δὲ θεολογία ἐπιθετικὴ καὶ αἱρετική. Ἀπαιτοῦσε νὰ εἰσπηδήσει καὶ στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιοπατερικὴ θεολογία, ἐπιβάλλοντας τὶς ἀπόψεις της. Καὶ βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία:

Ἐδῶ στὴν καθ’ ἡμᾶς ἁγίαν Ἀνατολὴν τὰ πολιτικὰ πράγματα εἶχαν πάρει κατήφορο, χωρὶς τὴν δυνατότητα ἀνακάμψεως. Ὁ δικέ φαλος ἀετὸς εἶχε χάσει τὸ ἕνα του κεφάλι, τὴν Μικρὰ Ἀσία δηλαδὴ καὶ τὸ ἄλλο, ἡ Εὐρώπη, ψυχομαχοῦσε. Ἡ φαγωμάρα μεταξὺ ἀνταπαιτητῶν τοῦ θρόνου κατεράκωνε τὴν αὐτοκρατορία. Ἐμφύλιος πόλεμος μεταξὺ παπποῦ καὶ ἐγγονοῦ, Ἀνδρονίκου Β΄ τοῦ γέροντος (1282-1329) καὶ Ἀνδρονίκου Γ΄ (1328-1341), ἐμφύλιος πόλεμος μεταξὺ Ἰωάννου ΣΤ΄ τοῦ Καντακουζηνοῦ (1341- 1354) καὶ Ἰωάννου Ε΄ τοῦ Παλαιολόγου (1341-1390). Γιὰ νὰ νικήσῃ τὸν ἀντίπαλό του Ἰωάννης ὁ Καντακουζηνὸς ἔκανε ἕνα μοιραῖο λάθος ποὺ πλήρωσε ἀκριβὰ ἡ Ῥωμηοσύνη καὶ ἡ Εὐρώπη ὅλη. Πάντρεψε τὴν κόρη του Θεοδώρα ποὺ ἦταν μόλις 12 ἐτῶν (!) μὲ τὸν σουλτᾶνο τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τὸν Ὀρχάν. Καὶ τὸ 1354 κάλεσε τὸν γαμπρό του σουλτᾶνο νὰ διαβῇ τὸν Ἑλλήσποντο καὶ νὰ ἐγκατασταθῇ στὴν Καλλίπολι γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ καταλάβῃ τὸν ἀντίπαλο. Ἔτσι, λοιπόν, πάτησαν οἱ τοῦρκοι πόδι στὴν Εὐρώπη, καὶ ἄντε ἀπὸ τότε νὰ τοὺς διώξῃς… Βγάλαμε τὰ μάτια μας μὲ τὰ δάχτυλά μας… Βέβαια, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Ἰωάννης ἔγινε καλόγηρος ὀνομασθεὶς Ἰωάσαφ· γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἡ παροιμία ποὺ λέγει πὼς «ἡ ἀλεποῦ ὅταν γηράσῃ, γίνεται καλόγρηα»! Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν δίνη ἔζησεν ὁ ἅγιος Γρη γόριος. Ὁ ἕνας αὐτοκράτωρ ἦτο μαζί του, ἀπεδέχετο τὶς ἰδέες του, ὁ ἄλλος, ἐξ ἀντιδράσεως ἦταν ἐχθρός του. Ἡ μία παράταξις ἦταν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ ἄλλη ἦταν ὑπὲρ τοῦ ἐξ Ἰταλίας ἐλθόντος καὶ ἑλλη νικὴν ἔχοντος καταγωγήν, τοῦ Καλαυροῦ Βαρλαάμ. Ἀλλ’ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔγινε τότε ὁ κυματοθραύστης πάνω στὸν ὁποῖον ἔσπαγαν τὰ κύματα τῶν λατινικῶν κακοδοξιῶν. Γι’ αὐτήν του τὴν ἐμμονὴ στὴν Ἀποστολοπαράδοτη Ὀρθόδοξη πίστι ἐγκλείσθηκε σὲ φυλακές, περιωρίσθηκε σὲ μοναστήρια, σύρθηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ὑπέφερε ἀλλὰ δὲν ὑπέκυψε. Ἐδίδαξε λεοντιαίᾳ τῇ φωνῇ ὅτι ἡ φιλοσο φία δὲν ὑποτάσσει τὴν θεολογία, ἀλλ’ ἡ θεολογία ὑποτάσσει τὴν φιλοσοφία. Ἡ φιλοσοφία εἶναι σκέψεις ἀνθρώπινες ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι πλανεμένες, ἐνῷ ἡ θεολογία εἶναι ἀποκάλυψις Θεοῦ, ἄρα ἡ μόνη ἀληθής. Οἱ λατίνοι ἀκρίτως φιλοσοφοῦντες θεωροῦσαν ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι δῶρο Θεοῦ. Διετείνοντο μάλιστα μὲ πρῶτο διδάσκαλο τὸν Βαρλαὰμ ὅτι «τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀτελές, τελειοῦσιν ἐκ μαθημάτων ἑλληνικῶν». Τὸ τελειοποιοῦν οἱ φιλόσοφοι δηλαδή. Ὁ ἅγιος δὲν ἀπέῤῥιπτε τὴν φιλοσοφία, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν εἶχε σπουδάσει ἐπι μελῶς, ἀλλὰ τὴν κατάχρησί της. Τὸ «ἰταλικὸν θηρίον», ὁ Καλαυρὸς αὐτὸς Βαρλαὰμ «τῇ ἔξῳ σοφίᾳ μέγα φρονῶν καὶ τῇ μα ταιότητι τῶν οἰκείων διαλογισμῶν πάντα οἰόμενος εἰδέναι, δεινὸν ἐγείρει πόλεμον κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν πίστεως καὶ τῶν ἀσφαλῶς ταύτης ἀντεχομένων» τὸ ἄκτιστον φῶς τῆς θείας Μεταμορφώσεως κτιστὸν εἶναι δογματίζων καὶ ὅτι αἱ δυνάμεις καὶ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές. Ὁ θεῖος Γρηγόριος «Πνεύματος θείου πλεισθεὶς» εἰς τὴν σύνοδο τοῦ 1351 ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολι, «τὸ κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀνοιχθὲν ἐκεῖνο στόμα ἐφίμωσε καὶ εἰς τέλος κατῄσχυνε». Ἀπέδειξε, βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν παλαιοτέρων μεγάλων Πατέρων, ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο εἶναι ἄκτιστες καὶ ἄρα δὲν εἶναι φθαρτὲς καὶ ὅτι τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως στὸ Θαβὼρ ἦτο ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἐδίδαξεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μετάσχῃ στὶς ἄκτιστες θείες ἐνέργειες διὰ τῆς «μεθέξεως» καὶ νὰ θεωθῇ κατὰ χάριν, συμφώνως πρὸς τὸ Δαυϊτικὸν «ὑμεῖς θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ ὑψίστου πάντες» (Ψαλμὸς ΠΑ΄,6). Μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια ἐπάλαιψε κατὰ τῶν δυτικῶν κακοδοξιῶν «λόγοις τε καὶ συγγράμμασι», καὶ διετράνωσε τὴν Ὀρθόδοξό μας πίστι. Τὴν ὁριοθέτησε λέγοντας ὅτι τὸ ὀρθοδοξεῖν ἐστι σχοινοβατεῖν. Εἶναι μιὰ πίστις ποὺ πορεύεται ἐπάνω σὲ τεντωμένο σχοινί. Εἶναι μιὰ πίστις ποὺ δὲν ἐπιδέχεται οὔτε τὰ δεξιὰ οὔτε τὰ ἀριστερά. Ἂν πέσῃς ἀπ’ τὰ δεξιὰ πέφτεις σὲ αἱρέσεις (ἐξωτερικὲς ἢ καὶ ἐσωτερικές). Ἂν πέσῃς ἀπ’ τὰ ἀριστερὰ σὲ περιμένουν σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Κι ἂν πέσῃς μὲ τὰ μοῦτρα σὲ περιμένει ὁ «βύθιος δράκων», ἡ αἰώνια καταδίκη. Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, ἡ μνήμη του ὡρίσθη νὰ ἑορτάζεται τὴν Β΄ Κυριακὴ τῶν Νη στειῶν, ἀμέσως μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθο δοξίας. Ἡ μνήμη του εἶναι ἐπέκτασις τῆς Α΄ Κυριακῆς. Ὀρθοδοξία ἴσον ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, καὶ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἴσον Ὀρθοδοξία. Ὅμως, πρέπει νὰ κάνουμε μιὰ μικρὴ ἀνάλυσι, διότι λέμε «Ὀρθοδοξία», «Ὀρθόδο ξος», «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία». Τί σημαίνουν ἄραγε ὅλες αὐτὲς οἱ ὀνομασίες; Ὅπως θὰ ἔλεγεν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «πολλοὶ γὰρ τὰς ἑορτὰς ἄγουσι καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἴσασι, τὰς δὲ ὑποθέσεις, ὅθεν ἐτέχθησαν ἀγνοοῦσι». Ἐγείρονται, λοιπόν, τρία ἐρωτήματα:

α) Πότε καὶ ἀπὸ ποιούς χρησιμοποιήθη – σαν αὐτοὶ οἱ ὅροι,

β) Γιατί χρησιμοποιήθησαν, καὶ

γ) Τί σημαίνουν. Αὐτὰ βεβαίως ἐν πάσῃ δυνατῇ συντομίᾳ καὶ ἀπὸ κλαδίσκου εἰς κλαδῖσκον ὅπως οἱ ἀκρίδες, διότι ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι: «ὠκεανὸς εἰς κοτύλην οὐ χωρεῖ». Ὁ ὅρος «Ὀρθοδοξία», «Ὀρθόδοξος» προ – έρχεται ὡς γνωστὸν ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Πολυδεύκη. Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας τὰ πράγματα δὲν ἦσαν τόσον ἁπλᾶ ὅσο νομί  ζουμε. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰῶνα ἐμφανίσθηκαν αἱρέσεις, λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Ὡνομάζονταν καὶ αὐτοὶ «Ἐκκλησία». Αὐτο – ωνομάζοντο «Χριστιανοί», μὲ σκοπὸ νὰ πα – ραπλανήσουν τοὺς ἁπλοὺς Χριστιανούς. Ὅμως ἡ γνήσια Ἐκκλησία, ἔπρεπε νὰ βρῇ μιὰν ὀνομασία προστασίας, ὅπως σήμερα ὑπάρχει φερ’ εἰπεῖν ἡ Προστατευομένη Ὀνομασία Προελεύσεως (ΠΟΠ) προϊόν – των. Εἰσήχθη ἐνωρὶς ὁ ὅρος «Καθολικός». Αὐτὸς ποὺ πιστεύει σὲ ὁλόκληρη τὴν πίστι, χωρὶς προσθαφαιρέσεις, χωρὶς περικοπές, χωρὶς στρεβλώσεις. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν ὅρο «Καθολικὴ Ἐκκλησία» τὸν χρησιμοποίησαν καὶ αἱρετικοί. Ὁπότε βρέθηκε ὁ πλήρης ὅρος «Ὀρθόδοξος», «Ὀρθοδοξία», «Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία». Πρῶτος σὲ ἐκκλησιαστικὸ χῶρο τὸν ἐχρη σιμοποίησε ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας, συγχρό νως δέ, κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 4ου αἰῶνος καὶ ὁ μέγας τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγωνιστὴς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τοῦ ὁποίου ὁ βίος καὶ ἡ διδασκαλία ἦταν κατὰ Γρηγόριον τὸν Θεολόγον «νόμος Ὀρθοδοξίας». Σιγὰ – σιγὰ ἡ Ὀρθοδοξία τῆς πίστεως ἔγινε «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» διότι ἁπλούστατα Αὐτὴ διδάσκει τὴν Ὀρθοδοξία πίστεως καὶ μόνον Αὐτή. Καὶ μὲ τὴν λέξι αὐτὴ μέχρι σή – μερα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τοὺς μέλλοντας, καταδεικνύεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας ζῆ μέσα στὴν μόνη σῴζουσαν ἀλήθεια. Τί σημαίνει «Ὀρθοδοξία»; Δὲν θὰ ἀπαν – τήσω ἐγώ. Ἀλλὰ παλαιοὶ Πατέρες.

Λέγει ο Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ποὺ ἔζησε τὸν 12ο αἰῶνα: «Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ περὶ Θεοῦ καὶ τῆς κτίσεως θεώρησις», δηλαδὴ ἡ σωστὴ ἄποψις, ἡ σωστὴ γνώμη, ἡ σωστὴ ἀντίληψις γιὰ τὰ πάντα, καὶ περὶ Θεοῦ καὶ περὶ κτισμάτων. Συμπληρώνει καὶ ὁ ὑπέρμαχος τῆς πίστεως Ἰωσὴφ ὁ Βρυέν νιος ποὺ ἐκοιμήθη τὸ 1430: «Ὀρθοδοξία εἶναι κυρίως τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς ὀρθὴ γνώμη περὶ Θεοῦ. Δευτερευόντως, τὸ νὰ ἔχῃ σωστὴ ἄποψι γιὰ τὸ ποιᾶς φύσεως εἶναι τὰ κτί  σματα καὶ ἡ δημιουργία. Ἑπομένως αὐτὸς ποὺ βλέπῃ τὰ πάντα ὀρθῶς, φυσικὸν εἶναι νὰ λέγεται Ὀρθόδοξος. Διότι πολλοὶ ἄνθρωποι διακατέχονται ἀπὸ ἐσφαλμένες καὶ ἄστατες θεωρίες καὶ ἀντιλήψεις». Καὶ μὲ ἕνα χρονικὸ ἅλμα φθάνουμε στὸ 1735, καὶ στὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρὸς τοὺς Ἄγγλους ἀνωμότους: «Ἡ ἁγία, ἄμωμος καὶ εἰλικρινεστάτη πίστις μας [… ] οὐδέποτε ἐδέχθη δόγματα ἢ διδασκαλίες ἀλλόκοτες καὶ ξένες ἀπὸ ὅσες ἐδίδαξεν ὁ Κύριός μας καὶ Σωτῆρας μας. Φυλάσσει πάντοτε καὶ διακρατεῖ αὐτὰ καὶ μόνον αὐτὰ ποὺ ἐδι δάχθη ἀπ’ Αὐτόν, τὸν Σωτῆρα Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφές. Δηλαδὴ αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ποὺ οἱ Ἅγιες καὶ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἐθέσπισαν, ἐπεκύρωσαν καὶ μᾶς παρέδωσαν. Αὐτὰ τὰ φυλάξαμε μέχρι σήμερα καὶ τὰ διαφυλάτ – τουμε χωρὶς καμμιὰν ἀλλοίωσι ἢ κάποια διαστροφή». Καὶ ὅταν τὸ 1868 ὁ πάπας Πῖος ὁ Θ΄ (αὐτὴ ἡ ἀλεποῦ ἡ «καμπίσια») ἀπέστειλε ἀπε σταλμένους στὴν Πόλι γιὰ τὴν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ συμμετοχὴ στὴν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ ΣΤ΄ ἀπήντησε: «Σὲ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν μπόρεσαν ποτέ, οὔτε πατριάρχαι, οὔτε σύνοδοι νὰ εἰσαγάγουν νέα δόγματα, καὶ τοῦτο γιατὶ ὑπερασπιστὴς τῆς πίστεώς μας εἶναι αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ αὐτὸς ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει νὰ ἔχῃ τὴν πίστι του ἀμετάβλητη καὶ ὅμοια μὲ αὐτὴν ποὺ πίστευαν οἱ πατέρες του.

Φύλακας αὐτῆς τῆς ἱερᾶς ἀμπέλου εἶναι αὐτὸς ὁ λαός». Δηλαδὴ ἐσεῖς, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί. Καὶ λέγω ἐσεῖς, διότι πέρυσι ποὺ εἶχα ἔλθει πάλι ἐδῶ στὴν Κρήτη, ἄκουσα κάτι τὸ ὁποῖον μὲ ὠφέλησε , εἰλικρινῶς σᾶς τὸ λέγω, ὅσον ἑκατὸ θεολογικὰ βιβλία. Ἕνας δικός σας ἄνθρωπος, ὁδηγός, μοῦ εἶπε: «Πάτερ, ἔχω πάρει δάνειο. Μπορεῖ νὰ μοῦ πάρουν τὸ σπίτι μου, τὸ ἀμπέλι μου, τὰ  χωράφια μου, ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦν νὰ μοῦ πά – ρουν· τὴν πίστι μου!». Τέτοια ὁμολογία ἐγὼ ὅταν τὴν ἄκουσα ἔμεινα ξερός, καὶ σκέ φθηκα πὼς ἰδοὺ αὐτὸς εἶναι ὁ λαὸς ποὺ φυλάει αὐτὴν τὴν ἁγία πίστι! Ἴσως πῆτε: Καλόγηρος εἶσαι, φανατικὸς εἶσαι, σκοταδιστὴς εἶσαι, αὐτὰ μᾶς λές. Τώρα ζοῦμε σὲ ἐποχὴ παγκοσμιοποιήσεως. Ὅλη ἡ γῆ ἕνα χωριό. Ὅλα ἰσοπεδώνονται, ἀκόμη καὶ ἡ πίστις. Πολυπολιτισμὸς βλέπεις… Παλαιότερα, Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας (δικός μας ἐννοεῖται) πῆγε σ’ ἕνα νοσοκομεῖο στὴν Ἀλεξανδρούπολι γιὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τοὺς ἀσθενεῖς. Χαιρετᾶ κάποιον ἀσθενῆ στρατιώτη, τὸν ὁποῖον ἐρωτᾶ: «Ἐσὺ τί εἶσαι;», καὶ ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Μου – σουλμᾶνος». Τὸν χτυπᾶ ὁ Πρόεδρος φιλικὰ στὴν πλάτη καὶ τοῦ λέγει: «Δὲν πειράζει, ὅλοι στὸν ἴδιο Θεὸ πιστεύουμε…»!

Ὁπότε ἐὰν εἶναι ἴδιος ὁ Ἀλλὰχ μὲ τὸν ἐν Τριάδι ζῶντα δοξαζόμενον καὶ προσκυνούμενον Θεόν, τότε ἐγὼ μπορῶ νὰ εἶμαι Τρίτη Πέμπτη Σάββατο χότζας, Δευτέρα Τετάρτη Παρασκευὴ παπᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴ βουδ διστής! Καὶ ὁ δεσπότης σας ἰμάμης! Ἀφοῦ ὅλα εἶναι τὰ ἴδια καὶ ὅλοι πιστεύουμε στὸ ἴδιο Θεό! Ὅμως, ἀδελφοί μου, ἄλλο ὁ ζῶν ἀληθινὸς Θεός («Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ» ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως) καὶ ἄλλο τὰ ὅσα ἡ φαντασία (ἀγωνιώδης πολλάκις) τῶν ἀνθρώπων ἐφεῦρε περὶ Θεοῦ. Αὐτὰ εἶναι θρησκεῖες· ἐμεῖς εἴμαστε Ἐκκλη – σία, ἄρα ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Θεοῦ, ἄρα ΑΛΗ – ΘΕΙΑ, κατὰ τὸν εἰπόντα Κύριον Ἰησοῦν: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάννου ΙΔ΄,6). Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς γνωρίζει ὅτι ἡ πίστις του εἶναι μοναδική, εἶναι τὸ ὅλως ἄλλο. Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἤμουν στὴν Κωνσταντινούπολι, καὶ συγκεκριμένα στὸ παλαιὸ Προξενεῖο μας, κατὰ τὴν Ἐθνικὴ Ἐπέτειο τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Μὲ πλησιά ζουν δύο ὁμογενεῖς Πολίτες, ἀδέλφια μεταξύ τους, καὶ στὴν κουβέντα ἐπάνω μοῦ λέγουν τὴν ἱστορία τους. «Πάτερ, ἔχουμε συνεργεῖο αὐτοκινήτων. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐρχόταν συχνὰ ἕνας Τοῦρκος θεολόγος στὸ μαγαζὶ καὶ ὅλο μᾶς περιτριγύριζε. Καταλαβαίναμε πὼς κάτι θέλει, καὶ μιὰ φορὰ, λοιπόν, μᾶς τὸ σκάει τὸ παραμύθι. Ἐσεῖς οἱ Ῥωμηοί, μᾶς εἶπε, ἐὰν ἀλλαξοπιστήσετε, κάνετε περιτομὴ καὶ γίνετε Μωαμεθανοί, θὰ ἔχετε καλύτερη θέσι στὸν παράδεισο ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς τούρκους! Ἐμεῖς, πάτερ, παλαβώσαμε! Ὅμως δὲν τὰ χάσαμε. Τοῦ εἴπαμε, πὼς εὐχαρίστως νὰ ἀλλάξουμε πίστι, ἐὰν μᾶς ἀπαντήσεις σὲ μιὰν ἐρώτησι ποὺ θὰ σοῦ κάνουμε. Ἐμᾶς, ὁ παπᾶς λέγει στὴν Ἐκκλησία μας καὶ δέεται πρῶτα ὑπὲρ τῶν μισούντων καὶ ὕστερα ὑπὲρ τῶν ἀγαπώντων ἡμᾶς· ἐὰν βρῇς κάτι τέτοιο στὸ κοράνι γραμμένο, ἔλα νὰ μᾶς πεῖς. Ἐκεῖνος, πάτερ, χάθηκε καὶ μετὰ περίπου ἀπὸ ἕνα μῆνα ξανάρθε μὲ τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια. Δὲν βρῆκα τίποτε τέτοιο, μᾶς εῖπε. Τότε, τοῦ λέμε, θ’ ἀφήσουμε αὐτὴν τὴν μοναδική μας πίστι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ θὰ τουρκέψουμε; Ποτὲ τῶν ποτῶν! Κι ἐξαφανίστηκε». Ἔτσι σκέπτεται καὶ ἔτσι συμπεριφέρεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἀγαπᾷ ὅλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστι του δὲν κινεῖ οὐδὲ βῆμα ποδός. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀρετὴ γενική, ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἀρετὴ μερική· διότι ἀνήκει μόνον στὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ πίστευαν καὶ τὰ ἑκατομμύρια Μαρτύρων πάσης ἡλικίας, μορφώσεως ἢ κοινωνικῆς θέσεως. Καὶ ὅπως λέγει Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος: «Ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν πίστι μας καὶ ἔχουμε νὰ διαλέξουμε μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, ὁ θάνατος εἶναι προτιμώτερος». Καὶ γνωρίζετε, ἀδελφοί μου, πόσοι μαρτύρησαν στὸν τόπο σας γι’ αὐτὴν τὴν πίστι. Ὁ Χριστιανὸς γιὰ τὴν πίστι του δὲν δέχεται οὔτε μύγα στὸ σπαθί του. Ἀναφέρει τὸ Γε – ροντικό: «Ἔλεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος ὅτι ἀπῆλθόν τινες πρὸς αὐτόν, ἀκούσαντες ὅτι μεγάλην διάκρισιν ἔχει, καὶ θέλοντες δοκιμάσαι εἰ ἐργάζεται, λέγουσιν αὐτῷ: -Σὺ εἶ Ἀγάθων; Ἀκούομεν περὶ σοῦ ὅτι πόρνος εἶ καὶ ὑπερήφανος. Ὁ δὲ εἶπε: -Ναί, οὕτως ἔχει.

Καὶ λέγουσιν αὐτῷ:

-Σὺ εἶ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ καταλάλος (συκοφάντης);

Ὁ δὲ εἶπεν: -Ἐγώ εἰμι. Λέγουσι πάλιν: -Σὺ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;

Καὶ ἀπεκρίθη: -Οὐκ εἰμὶ αἱρετικός. Καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες: -Εἰπὲ ἡμῖν, διατί τοσαῦτα εἴπομέν σοι, καὶ κατεδέξω, τὸν δὲ λόγον τοῦτον οὐκ ἐβάστα – σας; Λέγει αὐτοῖς: -Τὰ πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω, ὄφελος γάρ ἐστι τῇ ψυχῇ μου· τὸ δὲ αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ, ἀκούσαντες ἐθαύμα – σαν τὴν διάκρισιν αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθον οἰκο – δομηθέντες». Γνωρίζει ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ὅτι ἀνή κει στὴν Ἐκκλησία ποὺ πάντοτε διώκεται, ἀλλ’ οὐδέποτε καταδιώκει. Τὸ γράφει αὐτὸ Μητροφάνης ὁ Κριτόπουλος στὴν Ὁμολογία του τὸ 1625. Ἡ Ὀρθοδοξία μας δὲν γνώρισε ποτὲ auto da fé ( ἔλεγχο πίστεως ), οὔτε Ἱερὲς Ἐξετάσεις, οὔτε καψίματα στὴν φωτιά. Ὅμως ὁ Ὀρθόδοξος εἶναι πάντα ἕτοιμος νὰ διωχθῇ γι’ αὐτήν του τὴν πίστι. Στὴν Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολὴν ἀναφέρεται τὸ:

«Οἱ Χριστιανοὶ ἀγαπῶσι πάντας καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται». Διότι ἡ πίστις μας δὲν εἶναι οὔτε καλή, οὔτε ἡ καλλίτερη, οὔτε ἡ καλλίστη. Εἶναι Ἀπο κάλυψις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Βέβαια, στὴν ἐποχή μας ἐπικρατεῖ κάποια χλιαρότης κυρίως μὲ τὰ ὅσα μεταδίδουν τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως. Μιλοῦν πὼς ὅλοι καλοὶ εἶναι, ὅλοι σὲ κάτι πιστεύουν καὶ τὰ τόσα ἄλλα. Κι ἂν βάλῃς καὶ τὴν καλοπέρασι τοῦ νεοέλληνα ποὺ ἅμα πιάσῃ μιὰ δεκάρα τουφεκάει τὸν Θεό, τότε ἐπέρχεται μιὰ χλιαρότης πίστεως ἀνεπίτρεπτος. Μιὰ φορά, στὴν αὐλή, στὴν εἴσοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, ἤμουν μὲ κάποιους ἱερεῖς καὶ συζητούσαμε ποῦ νὰ πη – γαίναμε γιὰ φαγητό. Μᾶς πλησιάζει κάποιος ἄλλος ἄγνωστος σὲ ἐμᾶς παπᾶς (μὲ ῥάσα) καὶ μᾶς λέει: -Μὲ παίρνετε κι ἐμένα;

-Εὐχαρίστως. -Περιμένετε λίγο; -Βεβαίως, ἀπαντοῦμε. Μετὰ ἀπὸ λίγο παρουσιάζεται ἕνας κύριος ντυμένος «στὴν πέννα», μὲ κουστοῦμι, γραβάτα, κομψότατος κι ἐπίσημος. -Πᾶμε, μᾶς λέει. -Ποιός εἶσθε; ἐρωτῶ ἐγώ. -Ὁ παπᾶς ποὺ συστηθήκαμε προηγουμέ νως.

-Καὶ γιατί ἔβγαλες τὰ ῥάσα σου;

-Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ μὲ φτύνουν καὶ νὰ μὲ πετροβολᾶνε οἱ Τοῦρκοι, ἀπαντᾶ.

-Συγγνώμη, τοῦ λέγω, ἀλλὰ προσωπικῶς τόσες φορὲς ἔχω ἔρθει στὴν Πόλι μὲ τὰ ῥάσα πάντοτε, καὶ κανεὶς δὲν μὲ πείραξε. Ἐξάλλου κι ἂν σὲ φτύσουν ὅπως λές, θὰ γίνεις καὶ μάρτυρας. Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ:

-Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ γίνω μάρτυρας! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνεπίτρεπτος χλιαρότης. Ἐμεῖς νὰ εἴμαστε βολεμένοι, καὶ τίποτε δὲν μᾶς νοιάζει παραπέρα. Ἀλλὰ σκεφθῆτε, ἐὰν σκέπτεται ἔτσι ἕνας παπᾶς, ὁ λαϊκὸς πῶς πρέπει νὰ σκεφθῇ; Ἀδελφοί μου, γι’ αὐτή μας τὴν πίστι, γιὰ τὸν πολύτιμο αὐτὸν μαργαρίτη πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ προσεκτικοί. Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος προκειμένου γιὰ αἱρετικούς: «Ἄν βλάπτωσιν αὐτῶν αἱ φιλίαι καὶ πρὸς κοι – νωνίαν τῆς ἀσεβείας ἕλκωσι, κἂν οἱ γεγεννηκότες ὦσιν ἀποπήδησον». Καὶ ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης: «Ἂν ἔχῃς φιλία μὲ κάποιον καὶ τοῦ συμβῆ νὰ πέσῃ σὲ πειρασμὸ πορνείας, ἂν μπορῇς νὰ τοῦ δώσῃς χεῖρα βοηθείας κάνε το γιὰ νὰ τὸν τραβήξῃς. Ἂν ὅμως πέσῃ σὲ αἵρεσι καὶ δὲν πεισθῆ νὰ τὴν ἀποκηρύξῃ, γρήγορα ξέκοψε ἀπ’ αὐτόν, μὴ τυχὸν καθυστερήσῃς καὶ πέσῃς μαζὶ μ’ αὐτὸν στὸν βόθρο». Καὶ εἶναι αὐτὸ ἀπόηχος τῶν ὅσων παραγ – γέλει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Β΄ Καθολική του Ἐπιστολή:

«Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ τὴν διδαχὴν ταύτην (τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή) οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε». Ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε μιὰ βασικὴ ἀρχή:

«Ἀετὸς ἑνὶ πτερῷ οὐχ ἵπταται» λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Θέλει δυὸ φτερὰ ὁ ἀετὸς γιὰ νὰ πετάξῃ. Ὁπότε σύμφωνα μὲ τὴν πίστι μας πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ζωή μας. Εἶναι σχιζοφρένεια ἄλλο νὰ πιστεύεις καὶ ἀλλιῶς νὰ ζῇς. Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Θε όδωρος ὁ Στουδίτης, ἀπαιτεῖται: «Ἀκρίβεια στὴν Ὀρθοδοξία ἀλλὰ καὶ ἀκρίβεια στὴν ἀγαθὴ πολιτεία». Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ὁ πίστιν ὀρθὴν κεκτημένος, ἁμαρτίας δὲ διαπραττόμενος, ὅμοιός ἐστι προσώπῳ μὴ ἔχοντι ὀφθαλμούς». Καλὴ καὶ ἀπαραίτητος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ λίγη ὀρθοπραξία δὲν βλάπτει. Χωρὶς ἐνάρετη καὶ φιλάνθρωπη ζωὴ ἡ πίστις μας εἶναι νεκρή, δαιμονιώδης, γιατὶ καὶ ὁ διάβολος ὀρθόδοξος εἶναι κι ὄχι αἱρετικός· ξέρει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ἔχει ὑπερηφάνεια ἑωσφορική.

Ἐπίσης, ἂς γνωρίζουμε πὼς ἡ Ὀρθοδοξία σκέτη, εἶναι σὰν μιὰ αἰγέα, ἕνα τομάρι γίδας κρεμασμένο στὸ πουρνάρι· ξερό, χωρὶς αἷμα, χωρὶς ζωὴ καὶ μὲ ἄσχημη ὀσμή. Οὔτε οἱ μα – κρυὲς τρίχες, οὔτε τὰ μακρυὰ κομποσχοίνια, οὔτε τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ σχίσματα κάνουν τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὑγιὴς Ὀρθοδοξία εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ὀρθοδοξία. Μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὀρθοδοξία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι, δηλαδή, μιὰ πυραμίδα ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν νέον Ἰσραὴλ στὴν βάσι, ἀνεβαίνει στοὺς ἐφημερίους, ἔπειτα στοὺς ἐπισκόπους (τοὺς κανονικοὺς βεβαίως), ὕστερα τοὺς Πατριάρχας, καὶ στὴν κορυφὴ ἔχει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Τελειώνω. Ζοῦμε σὲ μιὰ κρίσιμη κατά – στασι. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ θὰ φανῇ ἐὰν ζοῦμε σὰν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι. Μόνον μιὰ ἀνα – φορὰ θὰ κάνω, καὶ ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα. Γράφει ὁ Παλλάδιος Ἑλενουπόλεως γιὰ κάποιον Σεβηριανὸ κόμητα ποὺ ζοῦσε στὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, ἀλλά: «Λιμοῦ γενομένου μεγάλου, καὶ κατὰ σπλάγχνων χωροῦντος πάντων ἀνθρώπων, τότε ἐκεῖνοι τὰς αἱρέσεις τὰς ἐκεῖσε εἰς Ὀρθοδοξίαν μετήνεγκαν. Ἐν πολ – λοῖς γὰρ χωρίοις τοὺς σιτοβολῶνας ἑαυτῶν ἀνοίξαντες, παρέθηκαν εἰς διατροφὴν τοῖς πεινῶσιν. Ὡς ἐκ τῆς τούτων ἀφάτου φιλανθρωπίας εἰς μίαν συμφωνίαν τῆς ὀρθῆς πί στεως συνελθεῖν τὰς αἱρέσεις, δοξάζοντας τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ τούτων ἁπλῇ πίστει καὶ ἀμέτρῳ εὐποιίᾳ»…

Οἱ δικοί μας πλούσιοι στοὺς τωρινοὺς καιροὺς κάνουν ἐξαγωγὴ πλούτου στὶς ξένες τράπεζες, κι ὁ λαὸς ἂς πεθάνῃ. Καὶ μᾶς κο ροϊδεύουν κιόλας, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Μαρία Ἀντουανέττα. Ὅταν ὁ λαὸς ἐκραύγαζε, ῥώτησε τοὺς ὑπηρέτες της: -Γιατί φωνάζουν; -Διότι δὲν ἔχουν ψωμί, τῆς ἀπάντησαν. -Καὶ γιατί δὲν τρῶνε παντεσπάνι; ξαναρώ – τησε μέ… ἀπορία! Τώρα θὰ φανεῖ, ἀδελφοί μου, ἂν ἔχουμε ἐνστερνισθῇ τὸ τοῦ Κυρίου: «Ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πα τέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ὅμως, ἡ κλεψύδρα τοῦ χρόνου δείχνει τέλος. Σεβασμιώτατε, λαὲ τοῦ Θεοῦ· καυχώμεθα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι μας, καὶ δικαίως. Καὶ ἐπαναλαμβάνουμε μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Θε όδωρο τὸν Στουδίτη:

«Ὀρθόδοξοί ἐσμεν, κἂν ἄλλως ἁμαρτωλοί». Καὶ ὡς ἁμαρτωλοὶ ἐκδυ σωποῦμε τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ Σωτῆρα μας γιὰ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες καὶ ἐλπίζουμε στὸ ἄπειρόν Του ἔλεος! Ἔχουμε πρε σβευτὰς τὴν Κυρία Θεοτόκο, πάντας τοὺς Ἁγίους, ἐξαιρέτως τὸν σήμερον γε ραιρόμενον ἅγιον Γρηγό ριον τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονί κης, τοὺς Κρῆτας Ἁγί ους καὶ πάντας τοὺς λοιπούς. Πιστεύουμε μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὅτι «νεφύδριόν ἐστι, καὶ θᾶττον παρελεύσεται», συννεφάκι εἶναι θὰ περάσει. Μὲ τόσους καὶ τέτοιους Ἁγίους δὲν θὰ διαψευσθοῦν οἱ ἐλπίδες τῆς σωτη ρίας μας! Τὴν Ὀρθοδοξία, δόξα τῷ Θεῷ, τὴν ἔχουμε. Μᾶς λείπει ἡ μετάνοια. Ἂς μᾶς ἀνοίξῃ πύλας μετανοίας ὁ Ζωοδότης. Τελειώνω, Σεβα – σμιώτατε δέσποτα, μ’ ἕνα τετράστιχο τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα:

«Δέξου τὶς ταπεινές μας ἱκεσίες καὶ δῶσε Παντοδύναμε Θεέ, νὰ παλιώνουν στὴν γῆ Σου οἱ Ἐκκλησίες, νὰ μὴν παλιώνει ἡ πίστη μας ποτέ».

Καλὴ συνέχεια καὶ εὐλογημένον Ἅγιον Πάσχα!

Γιατί θα πρέπει να παντρευτεί κάποιος για να έχει σαρκικές σχέσεις;

 σχέσεις4
Μια εύλογη απορία που έχουν πολλοί, είναι: Γιατί δηλαδή θα πρέπει να παντρευτεί κάποιος για να έχει σαρκικές σχέσεις; Το να έχει πολλές σχέσεις με πολλούς συντρόφους είναι κατανοητό, αποτελούν παραβίαση του φυσιολογικού δεσμού μεταξύ δύο ανθρώπων. Γιατί άραγε όμως, ο γάμος (και μάλιστα ο θρησκευτικός γάμος), να είναι αναγκαίος για δύο ανθρώπους που αγαπιούνται και θέλουν να ζήσουν μαζί,  και να μην αρκεί η συναισθηματική και σαρκική τους ένωση χωρίς γάμο; Δεν είναι το ίδιο; Ποια η διαφορά;
Γιατί λοιπόν στην Εκκλησία θέλουμε να «τελέσουμε γάμο», εννοώντας την τελετή;
Εδώ το κλειδί για να το κατανοήσουμε, είναι η λέξη: «ΜΥΣΤΗΡΙΟ». Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν αναγνωρίζει τις τελετές γάμου αλλοδόξων. Αλλά οφείλουν να την επαναλάβουν Ορθόδοξα οι Χριστιανοί για να αναγνωρίζονται στην Εκκλησία ως ζευγάρι, έστω και αν ήταν παντρεμένοι για δεκαετίες πριν γίνουν Χριστιανοί!
Εντός την Εκκλησίας, ο γάμος εντάσσεται στο σχέδιο της σωτηρίας. Ο στόχος, δεν είναι να ΩΦΕΛΗΘΕΙ κάποιος από τις σεξουαλικές χάρες του άλλου. Ούτε να ζήσουν απλώς μαζί «ευτυχισμένοι» δύο άνθρωποι. Ο στόχος του γάμου ως ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ, (ως «μύησης», για να γίνει κατανοητή η έννοια της λέξης), είναι ΝΑ ΕΝΤΑΧΘΕΙ Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ. Με άλλα λόγια, εκτός από τους δύο, βάζουμε στη ζωή της οικογενείας μας ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ. Δεν ζούμε ερήμην του Θεού, ούτε τεκνοποιούμε χωρίς Αυτόν. Αλλά «εαυτούς και αλλήλους, και ΠΑΣΑΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΗΜΩΝ, Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Λέμε δια της μύησης αυτής στον Θεό: «Θεέ μου, η πορεία μας προς τη Θέωση, στα πλαίσια της Εκκλησίας σου, είναι δεδομένη. Παρακαλούμε, να ευλογήσεις αυτή τη νέα κατάσταση της ζωής μας, ώστε πλέον, όχι ένας, αλλά ΔΥΟ μαζί, ενωμένοι ως ανδρόγυνο, να συνεχίσουμε αυτή την πορεία, που είναι και το κέντρο της ζωής μας, και ο στόχος μας».
Ο στόχος λοιπόν, ΔΕΝ είναι ούτε η «ευτυχία» των δύο, ούτε «η τεκνοποιεία», ούτε «το σεξ». Ο στόχος είναι Η ΘΕΩΣΗ. Ο ίδιος στόχος που είχαν οι δύο (υποτίθεται, εφ’ όσον ήταν Χριστιανοί) και πριν! Μόνο που τώρα, ο ίδιος αυτός στόχος, συνεχίζεται συντροφικά, όχι μόνο σε κοινή πορεία ΣΥΖΥΓΩΝ, αλλά ΚΑΙ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΔΕΛΦΩΝ!!! 
Αποζητώντας λοιπόν ο άνθρωπος το σεξ χωρίς τον γάμο, δείχνει τα εξής:
1. Πιθανόν θέλει τα ΗΔΟΝΙΚΑ καλά του γάμου, χωρίς όμως τις ανάλογες ευθύνες. Πρόκειται λοιπόν για ανευθυνότητα!
2. Αφήνει τον Θεό ΑΠ’ ΕΞΩ, δείχνοντάς Του, ότι ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ στη συζυγική τους ζωή! Συνεπώς και ο Θεός ΔΕΝ ευλογεί τον γάμο ως μέρος της πορείας Θέωσης του ζευγαριού!
3. Δεν έχει ως στόχο την εν Χριστώ ζωή, ούτε τη Θέωση. Με άλλα λόγια, είναι ένα ΣΑΘΡΟ ΘΕΜΕΛΙΟ για τον γάμο, μια σχέση ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ!
Στη Χριστιανική Εκκλησία λοιπόν, η νέα αυτή περίοδος σχέσης του ανθρώπου,
1. συνοδεύεται από ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ, απέναντι στον σύντροφο της ζωής μας, απέναντι στα παιδιά που τυχόν θα γεννηθούν από αυτή την ένωση, και απέναντι στους ανθρώπους που θα επηρεάσει η ένωση αυτή.
2. εντάσσεται στα πλαίσια της Εκκλησιαστικής μας ζωής, όπου η ένωση αυτή αποβαίνει ΑΙΩΝΙΑ, και όχι μόνο παροδική.
3. εντάσσεται στην ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ πορεία δύο πιστών ανθρώπων, που αποφασίζουν να τη συνεχίσουν ως σύζυγοι, βοηθώντας ο ένας τον άλλον στον δύσκολο αυτό αγώνα, όπως και στον κοινό αγώνα της βιοπάλης, πάντα με τη Χάρη του Θεού, ο οποίος δια του Μυστηρίου αυτού, ΠΡΟΣΚΑΛΕΙΤΑΙ, να αναλάβει αυτή την πορεία, και να «τελειώσει» αμφοτέρους τους συντρόφους.
Γι’ αυτό και σεξουαλική πράξη έξω από τον γάμο, μαρτυράει πέραν της κοινωνικής ανευθυνότητας, επίσης μια ανευθυνότητα απέναντι στην αγιωτάτη πίστη μας, και στον Δημιουργό μας, που λαχταράει να συμμετέχει κι Εκείνος στη ζωή των πλασμάτων Του ΑΝ ΠΡΟΣΚΛΗΘΕΙ, ώστε να τους οδηγήσει στην Δική Του Ζωή, δια του αγιασμού τους.
Συνεπώς, οι ΜΟΝΟΓΑΜΙΚΕΣ εξωγαμιαίες σχέσεις, με  τον άνθρωπο που αγαπάμε, ΔΕΝ είναι αυτές καθεαυτές κακές, ως πράξη. Είναι όμως αμαρτία, (αστοχία σημαίνει η λέξη αμαρτία), μόνο και μόνο, επειδή μαρτυράει την ΑΠΟΤΥΧΙΑ του Χριστιανού να εντάξει τον γάμο του στην κατά Θεόν ζωή της Εκκλησίας.
Φυσικά για τους μη Χριστιανούς, δεν τίθεται θέμα. Γάμος είναι! Είτε στα πλαίσια της θρησκείας τους, είτε στα πλαίσια της συμβίωσης, είναι γάμος, μια και ΠΟΤΕ δεν αποτελεί Μυστήριο.
Αμαρτία, είναι ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΑΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΙ (ή αποτυγχάνει να μας πλησιάσει) ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ. Και μόνο με αυτή την έννοια, μπορεί να γίνει διάκριση του «τι είναι αμαρτία, και τι όχι». Δεν είναι λοιπόν ούτε θέμα «ενοχής», ούτε θέμα «ανηθικότητας». Είναι θέμα προσωπικής μας αποτυχίας ως Χριστιανών, όσον αφορά την Εκκλησιαστική του διάσταση. 
Τελειώνουμε με μια συμβουλή κάποιου ιερέα:
Για να είναι ο γάμος μας σε σωστές βάσεις, και να διαρκέσει, πρέπει να γίνει αφ’ ενός κατά Θεόν, (ως Μυστήριο), αλλά και ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΜΑΣ πρέπει να είναι οι σωστές. ΔΕΝ παντρευόμαστε «για να έχουμε σεξ με τη γυναίκα των ονείρων μας». Δεν παντρευόμαστε «για να έχουμε κάποιον να μας συντηρεί και να μας αγαπάει και να μας φροντίζει». Δεν παντρευόμαστε «για να ΛΑΒΟΥΜΕ» οτιδήποτε από τον μελλοντικό μας σύντροφο!
Δεν παντρευόμαστε με τη σκέψη: «Τι μπορεί να μου προσφέρει ο άνθρωπος αυτός;»
Το αντίθετο πρέπει να συμβαίνει! Η σκέψη μας πρέπει να είναι: «Τι μπορώ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΩ σε αυτόν τον άνθρωπο που αγαπώ;» Καταλαβαίνεις τη διαφορά; Πρόκειται για ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΘΥΣΙΑ, και όχι για ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ. Είναι ΔΟΣΙΜΟ και ΟΧΙ ΑΠΟΛΑΒΗ. Είναι ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΜΑΣ, ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΟΣΟ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΘΥΣΙΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!
Ο γάμος όπου ζητάμε να λάβουμε, είναι ΕΓΩΙΣΤΙΚΟΣ, έστω και αν λέμε ότι τον κάναμε «από αγάπη». Αγάπη είναι ΔΟΣΙΜΟ, και όχι «απολαβή». Και όταν ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ από τον σύντροφό μας, (καμία απαίτηση, αλλά αντιθέτως, αυτοπαράδοση), τότε δεν θα έχουμε και απογοητεύσεις! Ούτε καυγάδες, ούτε διαζύγια! Όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία (κατά την Αγία Γραφή), και έδωσε τη ζωή Του για χάρη της, έτσι και εμείς οι άνδρες, «χρωστάμε να αγαπάμε τις γυναίκες μας όπως τα σώματά μας»! Και ακόμα περισσότερο! Ομοίως και οι γυναίκες, να είναι πρόθυμες να θυσιασθούν για το σύζυγό τους, όπως η Εκκλησία έγινε σπονδή στους διωγμούς, χάριν του συζύγου της και Κεφαλής της, του Ιησού Χριστού!
Λοιπόν, έχοντας κατά νου όλα αυτά, κάτσε και σκέψου: Αν αγαπάω πραγματικά αυτή την κοπέλα, γιατί να μην την οδηγήσω νύφη στην Εκκλησία; Τι με αποτρέπει από αυτό; Μήπως θέλω απλώς να χαρώ τα θέλγητρά της; Μήπως θέλω ΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΩ, και ΟΧΙ ΝΑ ΤΗΣ ΔΩΣΩ; Μήπως τη μεταχειρίζομαι ως «χρηστικό αντικείμενο» των ηδονών μου, και όχι ως ΠΡΟΣΩΠΟ κατ’ εικόνα Θεού; (τα ίδια ισχύουν και για τις γυναίκες)
Και τον Θεό, γιατί θέλω να τον αφήσω έξω από τη ζωή μας;
Να γιατί είναι λάθος ακόμα και οι μονογαμικές σεξουαλικές σχέσεις! Είναι ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ από αυτό που ΟΦΕΙΛΕΙ να κάνει ένας Χριστιανός προς τα δύο πρόσωπα που (υποτίθεται ότι) αγαπάει: Τη γυναίκα ή τον άνδρα της ζωής της/του, και τον Θεό!
Ν. Μ.
Ο.Ο.Δ.Ε

Η κρίση με τα μάτια ενός Αγιορείτη.(Αρχ. Βασιλείου Γοντικάκη)

 Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης, 
Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους
Ενώ η σύγχυσι είναι γενική. Τα πάντα απειλούνται. Πολλά καταρρέουν και χάνονται… Ενώ βλέπεις άλλους να φεύ­γουν για να σωθούν, άλλους να έρχωνται για να συλήσουν…
Ενώ πονά και υποφέρει, δεν απογοητεύεται. Χαίρει και αγάλλεται στο βάθος, γιατί υπάρχει λύσι. Μπορεί να βρεθή τρόπος και τόπος αναπαύσεως για τον δοκιμαζό­μενο λαό.
Ζη και χαίρεται, «συν πάσι τοις Αγίοις», ενισχυόμενος από τήν λειτουργική ζωή και χάρι που προσφέρεται στον πιστό λαό…
Γιατί υ­πάρχει τόση αγωνία για να βρεθή λύσι, τη στιγμή που υπάρχει λύσι ξεκάθαρη. Είναι δίπλα μας, την ζούμε…
Πάμε να λύσωμε προβλήματα λυμένα. Φανερωνόμα­στε αγράμματοι και αδιάβαστοι στον τόπο και στο μά­θημά μας. Ζητούμε βοήθεια εκεί όπου οφείλομε να προσφέρωμε.
Πάμε να προτιμήσωμε μια λογική άζυμη και σχολα­στική της Δύσεως, ενώ το αείζωο και απερινόητο έχει σαρκωθή στη ζωή μας. Μας προσφέρεται ως ευλογία, και δι’ αυτού σωζόμαστε ελευθερούμενοι.
Νοιώθει ότι μέσα στην τρικυμία των απειλών και στον χείμαρρο των προτεινομένων λύσεων, υπάρχει κάτι σιω­πηλό και αμετακίνητο. Αυτό διοικεί τα πάντα, με βεβαι­ότητα που σε αναπαύει.
Μέσα στη βαβυλωνία τής αναταραχής και το παν­δαιμόνιο των θορύβων «το μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας» και φαίνεται να επικρατή εντυπωσιακά. Την ίδια ώρα αθόρυβα και μυστικά ιερουργείται το μυστήριο της σωτηρίας. Επιβάλλεται. Και δι’ αυτού «συγκροτεί­ται και συνέχεται προς μίαν Ορθοδοξίαν τα πέρατα».
Ενώ όλα κοχλάζουν σε βρασμό εξελίξεων, απειλών και συγχύσεων, ταυτόχρονα όλα είναι γαλήνια, με λυμέ­να τα προβλήματα.
…Ταυτόχρονα μέσα σ’ όλα νοιώθεις να υπάρχη κάτι ιερό και πανάγιο΄ η αδιαφιλονίκητη υπεροχή μιας Δυνάμεως που χαρίζει σιγουριά αιωνιότητος από σήμερα στους πιστούς. Και δι’ αυτών σ’ όλο τον κόσμο.
Αυτή η δύναμι, ενώ μένει έξω από κάθε πανικό, δεν βρίσκεται στο περιθώριο της πραγματικότητος, ούτε στην περιφέρεια κάποιων ατομικών δοξασιών, αλλά στην καρδιά των γεγονότων, στην καρδιά του πιστού λαού. Αυτή κρατά αοράτως τα ηνία και κατευθύνει τα πάντα΄ ενώ πολλοί επώνυμοι και επίσημοι τα έχουν χαμένα και τρέχουν πέρα-δώθε.
… υπάρχει ένα ιερό κεφάλαιο, ακατάλυτο και άφθορο, που δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». Και σώζει τον κόσμο σε Ανατολή και Δύσι. Μια δύναμι που «εν ασθενεία τελειούται». Αυτή, ως σεσαρκωμένη αγάπη, έχει μεταμορφώσει τη ζωή και έχει ομορφήνει λειτουργικά τον θάνατο, γιατί τον έχει καταρ­γήσει.
Δεν είμαστε εγκαταλελειμμένοι και απροστάτευτοι΄ υποχρεωμένοι να αυτοσχεδιάζωμε, πέφτοντας θύματα στις αλλοπρόσαλλες κινήσεις του πανικού.
Κάτι έχει προηγηθή και έχει σαρκωθή ως παρουσία ευλογίας που συμπαραστέκεται στον δοκιμαζόμενο άν­θρωπο, χωρίς να του αφαιρή την ελευθερία και να του στερή τη δυνατότητα να μετάσχη στον πόνο και στην τραγωδία της ιστορίας. Κάτι αληθινό που η γνησιότητά του φανερώνεται τώρα που όλα απειλούνται.
Όταν είναι χαμένοι και ζαλισμένοι όσοι ψάχνουν να βρουν λύσεις του όλου προβλήματος με το μυαλό τους, «οι πεποιθότες επί Κύριον» ζουν στην ειρήνη της Αλή­θειας.
Όταν μετά το πάθος του Κυρίου όλοι, Γραμματείς και Φαρισαίοι, ήταν σίγουροι ότι η υπόθεσι «εκείνου του πλά­νου» τέλειωσε —καταδικάστηκε, σταυρώθηκε, ετά­φη—, τότε ο Αναστάς Κύριος εμφανίζεται κεκλεισμέ­νων των θυρών και δίδει ειρήνη στους τρομαγμένους μα­θητές. Και τώρα, μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό και τις καταρρεύσεις, ο πιστός λαός δέχεται δια της Εκκλησίας μυστικώς την ειρήνη του θείου φωτισμού που στερεώνει τις καρδιές των πεποιθότων επί τον Κύριον.
Αυτοί πού παρουσιάζονται ως δυνατοί και σωτήρες εί­ναι κατά βάθος ταλαίπωροι και έχουν ανάγκη σωτηρίας. Και οι άλλοι που παρουσιάζονται (και το νοιώθομε) ως εχθροί που μας απειλούν και θέλουν να μας αφανίσουν, μας κάνουν καλό. Και οι ίδιοι έχουν ανάγκη από την ευ­λογία και την αγάπη του Θεανθρώπου.
Το θέμα είναι να ζήσης μέσα στη χάρι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έτσι που να χαρής τη ζωή και τον θάνατο…
Τώρα είναι διαφορετικά. Το πολυεθνικό τούτο κράτος κρύβει στην καρδιά του ένα θεϊκό κεφάλαιο, την Ορθόδοξη Εκκλησία, που, με την πυράκτωσι της τελικής δοκι­μασίας, καίγεται και αναδίδει σαν μοσχοθυμίαμα το άρωμα της ανακουφίσεως και της πνευματικής ελευθε­ρίας, που σώζει τον άνθρωπο χαρίζοντάς του νέες δυνα­τότητες που τον αναλαμβάνουν σε άλλο επίπεδο. Του ομορφαίνουν τη χαρά και τη θλίψι, την ελευθερία και την αιχμαλωσία, τη ζωή και τον θάνατο.
Την περίοδο της κρατικής αποσυνθέσεως έχομε την παρουσία της ουρανίας συνθέσεως και αρμονίας. Τον καιρό της καταρρεύσεως έχομε το γεγονός της αναλή­ψεως και την ενίσχυσι της πεποιθήσεως επί τον Κύριον
ΠΗΓΗ.www.alopsis.gr

Ο πόνος και αι θλίψεις εις την ζωή μας.(Γέροντος Εφραίμ, προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου)


γέροντας εφραίμ φιλοθείτης

Το μονοπάτι της ζωής είναι όλο πόνος και δάκρυ∙ όλο αγκάθια και καρφιά∙ παντού φυτρωμένοι σταυροί∙ παντού αγωνία και θλίψη. Κάθε βήμα και μία Γεθσημανή. Κάθε ανηφοριά και ένας Γολγοθάς. Κάθε στιγμή και μία λόγχη. «Αν μπορούσαμε να στίψουμε την γη σαν το σφουγγάρι θα έσταζε αίμα και δάκρυα».
«Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει», λέγει ο ψαλμωδός.

Το τριαντάφυλλο βγάζει αγκάθι και το αγκάθι τριαντάφυλλο. Τα ωραία συνοδεύονται με πόνο, αλλά κι ο πόνος βγάζει στη χαρά. Συνήθως το ουράνιο τόξο υψώνεται ύστερα από την μπόρα. Πρέπει να προηγηθούν οι καταιγίδες για να ξαστερώσει ο ουρανός.

Η διάκριση – φωτισμένη από την χριστιανική πίστη και φιλοσοφία – βλέπει. Έχει την ικανότητα με την ενόραση να βλέπει πολύ βαθιά απ’ τα φαινόμενα. Μέσα από τον πόνο βλέπει την χαρά και την ελπίδα, όπως ο θρίαμβος του Χριστού βγήκε μέσα από τον πόνο του Πάθους και του Σταυρού.

Τα πιο θαυμάσια αγάλματα έχουν τα περισσότερα κτυπήματα.. Οι μεγάλες ψυχές οφείλουν την μεγαλοσύνη τους στα κτυπήματα του πόνου. Τα χρυσά και βαρύτιμα κοσμήματα περνούν πρώτα απ’ την φωτιά.

Συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ο πόνος. Είναι φωτιά καμίνι που καίει και κατακαίει. Είναι καταιγίδα και τρικυμία. «Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», λέει ο Σολωμός. Είναι στιγμές που οι δοκιμασίες έρχονται απανωτές, η μία μετά την άλλην ή και όλες μαζί. Πολύ βαρύς τότε ο σταυρός. Η αγωνία κορυφώνεται. Η ψυχή φορτίζεται τόσο, ώστε είναι έτοιμη να λυγίσει. Όλα φαίνονται μαύρα. παντού σκοτεινά. Παντού αδιέξοδα. Λέει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τα καλά φύγανε, τα δεινά είναι γυμνά και προκλητικά, το ταξίδι γίνεται μέσα στη νύχτα, φάρος δεν φαίνεται πουθενά και ο Χριστός φαίνεται να κοιμάται»
Καρφιά και μαχαίρια είναι της ζωής οι θλίψεις. Μαχαίρια και καρφιά που σκίζουν ανελέητα και τρυπούν τις καρδιές. Τις πυρακτώνουν και τις παραλύουν εξουθενωτικά.
Το μόνο που απομένει σε τούτες τις στιγμές είναι η κραυγή που σαν παράπονο ικεσίας απευθύνεται στο Θεό. «Ελέησον με Κύριε…. Η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα…εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου…εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος… Ελέησόν με Κύριε ότι θλίβομαι…εξέλιπεν εν οδύνη η ζωή μου και τα έτη μου εν στεναγμοίς…επελήσθην ωσεί νεκρός…εγενήθην τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός…ινά τι περίλυπος ει η ψυχή μου, και ίνα τι συνταράσσεις με;»
Ο άνθρωπος είναι ο βασιλιάς της δημιουργίας, αλλά το στεφάνι του είναι από αγκάθια. Η πορεία του είναι άλλοτε τραγούδι και συμφωνία χαράς, τις περισσότερες όμως, φορές είναι ένα θλιβερό και ασταμάτητο πένθιμο εμβατήριο.

Μεγάλο και αιώνιο το πρόβλημα του πόνου. Το μελέτησαν φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι και άλλοι πολλοί. Την αυθεντικότερη ωστόσο απάντηση τη δίνει ο χριστιανισμός, η πίστη, ο νόμος του Θεού. Και η απάντηση είναι διπλή. Θεολογικά είναι συνέπεια της πτώσεως, όπως όλα τα κακά.. Είναι αποτέλεσμα της κακής χρήσεως της ελευθερίας. Είναι καρπός της παρακοής. Ηθικά είναι ευκαιρία και μέσον αρετής και τελειώσεως.

Θα σέβομαι πάντα τον Θεό- λέγει ο Θεολόγος. Γρηγόριος – όσα ενάντια και αν επιτρέπη να με βρουν. Ο πόνος για μέσα είναι φάρμακο σωτηρία. Ο δε μέγας Βασίλειος λέγει: «Εφ’ όσον μας ετοιμάζει ο Θεός το στεφάνι της βασιλείας Του, αφορμή για αρετή ας γίνει η ασθένεια». Οι θλίψεις θα πει και ο ιερός Χρυσόστομος μας φέρνουν πιο κοντά στο Θεό. Και όταν σκεφτόμαστε το αιώνιο κέρδος των θλίψεων δεν θα στεναχωριόμαστε.
Ο άγιος Απόστολος Παύλος, ο όσο διωγμένος και πονεμένος και κατάστικτος από τα «στίγματα του Κυρίου», διδάσκει ότι, ο Θεός αφήνει τον άνθρωπο να πονέσει με τις θλίψεις, « επί το συμφέρον, εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού».
Χιλιάδες τρόπους έχει ο Θεός για να σε κάμει να ιδείς την αγάπη Του. Ο Χριστός μπορεί να μετατρέψει την δυστυχία, σε μελωδικό δοξολογητικό τραγούδι. «Η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» είπε ο Κύριος.
Τέτοια μάχη, τέτοια νίκη. «Στην αγορά τ’ ουρανού δεν υπάρχουν φτηνά πράγματα».Οι στιγμές του πόνου και της θυσίας είναι στιγμές ευλογίας. Κοντά σε κάθε σταυρό, είναι και μια ανάσταση. Τι κι’ αν τώρα πονάμε και κλαίμε ασταμάτητα; «Το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν», λέει ο Παύλος.
Ο άνθρωπος του πόνου είναι ο άριστος αθλητής της ζωής με τις ένδοξες νίκες. Θ’ ακριβοπληρωθεί με τα αιώνια βραβεία, «α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», λέει προς Κορινθίους ο Παύλος.
Όποιος ατενίζει και αντιμετωπίζει τον πόνο με το πρίσμα της αιωνιότητος, είναι ήδη από τώρα νικητής. Είναι ο εκλεκτός που με την ακατάβλητη πίστη στο Θεό έφθασε στην χαρά. Γεύτηκε την χρηστότητα του Κυρίου και είναι υποψήφιος στεφανηφόρος. Μπορεί να επαναλάβει του Απ., Παύλου την νικηφόρα κραυγή:«τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα».
Με τέτοιες μεταφυσικές διαστάσεις η υπέρβαση του πόνου και η μεταμόρφωση του σε χαρά λυτρωτική, είναι πραγματικότητα, Είναι αλλοίωση που οφείλεται στη δύναμη του Θεού. Είναι μετακαίνωση – παράλογο για τον άνθρωπο του ορθού λόγου – φυσική συνέπεια της χριστιανικής πίστεως. Είναι για τον άνθρωποι της πίστεως, το μέγα θαύμα της αλλοίωσης του Θεού. Η μεταφυσική βίωση του πόνου οδηγεί στη λύση του μεγάλου προβλήματος. Οδηγεί από το σκοτάδι στο φως.
Οφείλουμε λοιπόν, ν’ αποδεχόμαστε τον πόνο που μας επισκέπτεται, σαν μια ευλογία του Θεού. Το σιτάρι συμπιέζεται και λιώνει μέσα στη γη, αλλά τότε καρποφορεί την ζωή. Πλούσια και ευλογημένη του πόνου η συγκομιδή. Μεγάλη η ευλογία του Θεού στον αγρό των δακρύων. Ευλογία που την βιώνουν όσοι με το χάρισμα της διακρίσεως αληθινά πιστεύουν.
Ευλογία Θεού και έλεος όσοι διήλθαν το καμίνι του ποικίλου πόνου με θεϊκή δύναμη και επίγνωση. Τους περιμένει η αιώνια, η αθάνατη, η πανευτυχής ανάπαυσις εν τω Θεώ.
Αμήν.

Ορθόδοξα Μυνήματα
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη-xristianos.net

Σε μία εκκλησία του Γαλατά την Μεγάλη Σαρακοστή του 1954 (Μία πραγματική ιστορία με κρυπτοχριστιανούς της Πόλης- Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου

GALATA1

Σέ μία Ἐκκλησία τοῦ Γαλατά στήν Πόλη, ὅπου συχνάζουν οἱ ναυτικοί καί ταξιδιῶται ν’ ἀνάψουν τό κεράκι τους γιά τούς δικούς τους καί τό καλό ταξείδι πρός τίς φουρτουνιασμένες θάλασσες τοῦ Πόντου. Ἐκεῖ τή Μεγάλη Σαρακοστή τοῦ 1954  πῆγε νά λειτουργήση καί νά ξομολογήση τούς Χριστιανούς κάποιος Γέρων Πνευματικός*, γιά πρώτη φορά ἐπισκεπτόμενος τήν Πόλη.

Ὁ τακτικός ἐφημέριος, ἐξυπηρετῶν καί ἄλλην Ἐκκλησίαν εἰς γειτονικόν Ἁγίασμα, ἀφοῦ τόν κατετόπισε εἰς τά τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τοῦ ἔδωσε καί μερικές δεκάδες ὀνομάτων «ζώντων καί τεθνεώτων», τόν ὠδήγησε εἰς συνεχόμενον σκοτεινόν Παρεκκλήσιον, καί ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μικρᾶν κλίμακα ἀνερχομένην ἑλικοειδῶς τά κατηχούμενα τοῦ Ναοῦ, τοῦ εἶπεν ἐμπιστευτικῶς, ὅτι τόν περιμένουν ἐπάνω καμμιά δεκαριά ἄνθρωποι γιά νά ἐξομολογηθοῦν καί εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνεβῆ νά τούς ἐξομολογήση καί μεταλάβουν εἴτα εἰς τήν Λειτουργίαν, διότι ἐπείγονται νά φύγουν τό βράδυ μέ τό πλοῖον τῆς γραμμῆς, εἶναι ξένοι ἀπό μακρυά. Ἀνέβαινε ὁ Γέρων συλλογιζόμενος τό δύσκολον ζήτημα τῆς συνεννοήσεως μετ’ αὐτῶν, ἐφ’ ὅσον ἤσαν ξένοι ἀπό μακρυά΄ αὐτός δέ πλήν τῆς Ἑλληνικῆς δέν ἐγνώριζεν ἄλλην γλώσσαν.

Ἐκεῖ εἰς τό ἡμίφως τοῦ ὑπερώου διέκρινε δεκάδα ἀνδρῶν χωρικῶν μεγάλης ἡλικίας, οἵτινες εἰς τό ἀντικρυσμά τοῦ ἔβαλον ὅλοι μετάνοιαν καί ὁ γεροντότερος τοῦ εἶπεν εἰς ποντιακήν διάλεκτον:

«Ἠμεῖς Χριστιανοί, πάτερ, ἅ σόν Πόντον, καί λαλεύομεν (φιλοῦμεν) τά πόδα σου, νά ξαγουρεύουμεν καί μεταλάβομεν σήμερον καί ἀπές νά λέομεν στήν ἁγιωσύνην σου ντό θέλομεν ἕνα κι ἄλλον».

Εὐτυχῶς ὅτι ὁ Γέρων συναναστραφείς πρό ἐτῶν μετά Ποντίων προσφύγων ἐν Μακεδονία ἐνεθυμεῖτο ἀρκετά της ἀπηρχαιωμένης αὐτῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου καί ἐννόησε τι ήθελον, καί τί θά τοῦ ἔλεγον ἐξομολογούμενοι.

Ἔμαθε λοιπόν παρ’ αὐτῶν ὅτι ὁλόκληρον τό χωρίον των εἶναι κρυπτοχριστιανοί ἀπό πολλῶν ἐτῶν, καί εἰς τήν ἀνταλλαγήν δέν τούς ἐπετράπη νά φύγουν εἰς τήν Ἑλλάδα, διότι τά «νεφούζια» τούς (ταυτότητες) ἤσαν μέ τουρκικά ὀνόματα, ὅτι στό φανερό εἶναι Ὀθωμανοί καί Τοῦρκοι, καί στό κρυφό εἶναι Χριστιανοί καί Ἕλληνες καί περιμένουν νά τούς γλυτώσει ὁ Θεός ἀπό τήν σκλαβιά. Στά φανερά λέγονται Χασάνηδες καί Μεμέτηδες, καί τά πραγματικά  ὀνόματά τους εἶναι Γεώργιος, Παναγιώτης κ.λ.π. Ἔχουν ἕνα δικό τους δῆθεν Χότζα, ἀλλά οὔτε περιτομή κάνουν, οὔτε ραμαζάνια καί Μπαϊράμια΄τουναντίον, μυστικά σέ ὑπόγειες Ἐκκλησίες ἑορτάζουν Χριστιανικά τό Πάσχα, τά Χριστούγεννα, τῆς Παναγίας.

Πρίν τῆς «ἀνταλλαγῆς» ἔπαιρναν Παπά ἀπό γειτονικά χωριά καί τούς βάπτιζε, τούς στεφάνωνε, τούς λειτουργοῦσε τίς μεγάλες ἑορτές καί μετελάμβανον.

Ἀλλά τώρα δέν ὑπάρχει πουθενά Παπάς καί ἀναγκαστικῶς ἔρχονται στήν Πόλη ἐκ περιτροπῆς γιά δουλειές δῆθεν καί γίνονται Χριστιανοί.

Ὁ Γέρων Πνευματικός τά ἤκουσε σαστισμένος, τοῦ ἐφαίνετο ὅτι διάβαζε συναξάρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Διοκλητιανοῦ καί δέν ἠμποροῦσε νά συγκρατήση τά δάκρυα ἀπό τήν συγκίνηση.

Ἐξωμολογήθηκαν βιαστικά, καί ὅλοι μαζί κατέβηκαν ἀθόρυβα εἰς τό σκοτεινό Παρεκκλήσι, ἀπ’ ὅπου θά ἤκουον τήν Λειτουργίαν τῶν Προηγιασμένων, χωρίς κανείς νά τούς βλέπη. Καί ὅταν μετά τήν λῆξιν ἐμετάλαβον οἱ ἄλλοι ἐκκλησιαζόμενοι, ἐγένετο ἡ ἀπόλυσις καί ἔφυγε καί ὁ κανδηλάπτης, ἔμεινε δέ μόνος ὁ λειτουργός Πνευματικός μέ τόν γνωστόν σκοπόν τῆς ἐξομολογήσεως, τότε κλείσας ἔσωθεν τάς θύρας καί λαβῶν τά Ἅγια εἰσῆλθεν εἰς τό Βῆμα τοῦ Παρεκκλησίου καί ἐκάλεσε τούς μαρτυρικούς Κρυπτοχριστιανούς, ἴνα «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθωσι».

«Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Γιορίκας-Γεώργιος, τό τίμιον καί πανάσπιλον καί ζωοποιόν Σῶμα καί αἷμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον. Ἀμήν».

«Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Ἀναστας- Ἀναστάσιος εἰς….».

Μετά τήν «Εὐχαριστίαν» καί τήν ἀπόλυσιν, εἶπον εἰς τόν Πνευματικόν: Πάτερ, νά κάνης μᾶς ἄλλον κι’ ἕναν χάριν, ἔχουμες ἀδά σήν Πόλιν καί τάς καρίδας (γυναίκας) καί τέσσαρα παιδία μοῦν, καί τό πουρνίν (αὔριον) νά βαπτίζης τά παιδία, νά μυρώνης τά, Πάτερ, κουρπᾶν Πάτερ*, ποῖσον τά Χριστιανούς. Ὁ Πουπᾶν ἀδά τῆς Ἐκκλησίας φοβόσκετεν, Πάτερ, τούς Τουρκάδες κ’ ἐβάπτιζε τά. Ντό νά κάνουμεν, Πάτερ, σεμέτερον τήν Ἑλλάδαν κι’ ἀφήνουν μας νά δεβαίνουμεν. Στό Χριστό καί στήν Παναγίαν τήν Σουμελᾶν ὁρκίζομεν σέ, Πάτερ, ποῖσον τό καλόν ἅ σέ μᾶς τά παιδία σου».

«Μά ὁ Παπάς ἀδά εἶπε μέ, πώς θά φύγετε τό βράδυν μέ τό παπόρ».

«Νά συγχωρέης μας, Πάτερ, λέομεν ψεματίας, ὡσάν νά λάσκομεν τές δουλεῖες μας. Ντό νά κάνουμεν, Πάτερ; Ὁ Θεόν νά λυπᾶται τά μετεραν τά βάσαναν».

Ἔμειναν σύμφωνοι νά ἔλθουν τό βράδυ μέ τάς γυναίκας καί τά παιδία, νά μείνουν στό δωμάτιο τοῦ Παπᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπό μίαν πρόφασιν θά ἔλειπε, καί τήν νύκτα μυστικά θά γινόταν ἡ βάπτισις τῶν παιδιῶν κ.λ.π.

Ἦλθον τμηματικά καί μέ προφυλάξεις τό βράδυ πρός τό σουρούπωμα, ἕως ὅτου καθησυχάση ὁ κόσμος. Ἐξωμολογήθηκαν καί αἵ γυναῖκες, καί πρό τοῦ μεσονυκτίου ἐγένετο καί ἡ βάπτισις, τό μύρωμα καί ὁ Ἐκκλησιασμός τῶν παιδίων εἰς τό Παρεκκλήσιον.

Μετά τό νεοβάπτισμα κοιμηθήκανε ἐπάνω ὑπό τήν φύλαξιν μίας γυναικός, οἱ δέ ἄλλοι ἐξημερώθηκαν εἰς τόν Ναόν…  Ὁ Γέρων Πνευματικός τους ἔκαμε εὐχέλαιον, κατόπιν τούς ἔκανε καί παράκλησιν τῆς Παναγίας, καί ἐνόσω αὐτός ἐδιάβαζεν καί ἔψαλλεν, αὐτοί ὅλοι, ἄνδρες καί γυναῖκες γονατιστοί ἐψιθύριζον τό «Κύριε ἐλέησον» καί «Παναγία Θεοτόκε, σῶσον ἠμᾶς».

Ὅταν ἐξημέρωσε, τούς εἶπε νά μή φύγουν, νά πᾶνε νά ἡσυχάσουν καί τήν ἄλλην ἡμέραν τήν Παρασκευήν θά κάμη πάλιν Λειτουργίαν νά μεταλάβουν αἵ γυναῖκες καί τά νεοβάπτιστα παιδία. Τούς ἄφησε καί εἰσῆλθε εἰς τό Ἱερόν, ἴνα ρίψη ὀλίγον νερό εἰς τό πρόσωπόν του εἰς τόν «Νιπτήρα» καί ἀνανήψη ἐκ τῆς ἀγρυπνίας. Αὐτοί ἀνέβηκαν ἐπάνω καί σέ λίγο κατέβηκαν πάλιν δύο, οἱ γεροντότεροι καί τοῦ εἶπαν:

-«Ἀτώρα, Πάτερ, νά λέομεν σε έναν κι’ ἄλλον τά’ ἀμέτεραν τάς δουλείας. Τά πόδα σου νά λαλεύομεν, κουρμπᾶν Πάτερ, ν’ ἀκούης μας, σ’ ἐμέτερον τό χωρίον Πουπᾶν κι’ ἔχουμεν, ἀνάστασιν καί ξερομεν ἀδά στά τράντα χρονίας. Ντό ψυήν νά δίομεν σόν Θεόν, Πάτερ; Τά παιδία μουν ἀντρέβουν χωρίς Πουπᾶν, στεφᾶν ποῖον νά θέκη τά στό ἀφκάλ; Γκουρτσουλᾶν (οἱ καϋμένοι) παποῦδες μας καί χασταλῆδες (ἄρρωστοι) ποθαίνουν χωρίς Λειτουργίαν, Πάτερ. Ἄχ! Ἀφωρισμένον σκλαβίαν. Ἐνέγκαμεν, Πάτερ, ἕνα σακίν μικρό, χῶμα τεμέτερον τό κοιμητήρ, νά διαβάζης το νά ρίξωμεν ἐκεῖ καί σήν τάφοιν του. Νά διής μας, Πάτερ, λειτουργίαν, νά δίομεν σαμέτερα τα παιδία, Πάσχα ἔρχετεν, Πάτερ, καί νά κάνης μας καί ἴνα ἀνάστασιν, ν’ ἀκούσουμε «Χριστός ἀνέστη». Πάτερ, κι’ ἀπές ἄς πεθάσκομεν».

Τούς εἶπεν ὁ Πνευματικός νά ἔλθουν πάλι καί τό βράδυ ὅλοι τους, ὅπως καί ἔγινε. Καί ἀφοῦ κοιμήθηκαν τά παιδία, τούς εἶπε ὅσα ἠδύνατο περί τῆς θρησκείας μας, τούς συνεβούλευσε νά εἶναι σταθεροί εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καί νά ἔχουν εἰς αὐτόν τήν ἐλπίδα τους, ὅτι μία μέρα θά τελειώσουν τά βάσανά τους. Τόν διέκοπταν μέ ἐρωτήσεις σπαρακτικές: «Ντό κάνουν ταμέτερα τά παιδία, Πάτερ, στή Πατρίδα μας τήν Ἑλλάδα; Ντό κάνει ὁ Βασιλέαν ὁ Κωνσταντῖνον;…».

Τοῦ ξέφυγε καί τούς εἶπε μέ δάκρυα στούς ὀφθαλμούς ὅτι ὁ Κωνσταντῖνον ὁ Βασιλέαν ἀπέθανεν!….  Ὅλοι τους ἤρχισαν τά κλάματα, καί αἵ γυναῖκες περισσότερον νά κλαίγουν λέγοντας: «Ὁ Κωνσταντῖνον μας κι’ ἐπεθαίνει, ὁ Βασιλέαν μᾶς ζῆ, ὁ Κωνσταντῖνον μας θά παίρνη μας νά δεβαίνομεν στή Πατρίδα, ἀοῖκον λόγον χαπάρ κι’ ἔχουμε, Πάτερ».

Τούς καθησύχασε λέγοντας, ὅτι ὁ Θεός θά στείλη ἄλλον Κωνσταντῖνον νά τούς ἐλευθερώση καί νά τούς πάγη ὅπου αὐτός θέλει, καί μόνον ὑπομονήν καί ἐλπίδα νά ἔχουν καί ἀγάπη μεταξύ των. Μετά κατέβηκαν στήν Ἐκκλησίαν καί ὁ Γέρων Πνευματικός ἀνέγνωσε τήν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν μέ τά ὀνόματατων «τεθνεώτων» ἐπί τοῦ χώματος, ἔπειτα τούς ἔδωσε καί τό κλειδίον τοῦ ἄλλου δωματίου, ὅπου ἔμενεν αὐτός καί τούς ἔστειλε νά ξεκουραστοῦν, καί τό πρωί θά τούς ξυπνοῦσε ὁ ἴδιος.

Ὄρθρου βαθέος ἀνέβηκε καί τούς ἐξύπνησε, καί ἕως ὅτου αὐτοί ἑτοιμασθοῦν, ἔψαλλε τόν κανόνα τοῦ Μεγάλου Σββάτου «Κύματι θαλάσσης», κατέβηκαν καί αὐτοί καί ἀπό τά γράμματα κατάλαβαν, ὅτι θά τούς κάνη τήν Ἀνάστασιν.

Ἐκάλεσε τόν γεροντότερον καί τοῦ εἶπε νά πάρη ἀπό τό παγκάρι κηρία, ὅσες ψυχές εἶναι εἰς τό χωρίον των καί νά μοιράση εἰς ὅλους ἀνά δέκα. Εἰσελθών δέ εἰς τό Ἅγιον Βῆμα καί φορέσας λευκά ἄμφια ἐξῆλθεν εἰς τήν ὡραίαν Πύλην μέ ἀναμμένη λαμπάδα καί εἶπε μέ φωνήν παλλομένην: «Δεῦτε λάβετε φῶς», «δεῦτε λάβετε φῶς», «δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνασπέρου φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».

Τούς εἶπε καί ἤναψαν ὅλα τά κηρία, ἀνέγνωσεν ἔπειτα τό β΄ἑωθινόν «Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου» καί μετά τό «Δόξα τή ἁγία καί ζωοποιῶ καί ἀδιαιρέτω Τριάδι….» ἔψαλλε τό «Χριστός ἀνέστη» ἐκ τρίτου. Καί ὄτε ἔστρεψε ἴνα εἴπη εἰς αὐτούς νά ψάλλουν καί αὐτοί, ὅλοι τους ἤσαν ἀγκαλιασμένοι καί ἔκλαιον καί κατεφιλοῦντο. Ἤρπασε καί αὐτός εἰς τάς ἀγκάλας του τά μικρά νεοφώτιστα καί τά ἐφίλησε, εἴτα τούς εἶπε παρηγορητικούς λόγους, ὅτι «καί τό Γένος θ’ ἀναστηθῆ μίαν ἡμέραν ὁλόκληρον, καί ἡνωμένον θά ἑορτάζη πλέον τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ὡς μία οἰκογένεια». Τούς συνέστησε ἔπειτα νά σβήσουν τά κηρία, καί ὅταν ὑπάγουν εἰς τό χωρίον των τήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα νά τά μοιράσουν εἰς ὅλους νά τά’ ἀνάψουν βαπτισμένοι καί ἀβάπτιστοι, νά ψάλλουν τό «Χριστός ἀνέστη», καί ὅτι ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι καί στεφανωμένοι νά μεταλάβουν ἀπό τήν Ἁγίαν Κοινωνίαν, πού θά τούς δώση αὔριον νά πάρουν μαζί τους.

Ἕως ὅτου ξημερώση καλά, ἐδιάβαζεν εἰς ἐπήκοον πάντων τήν Ἀκολουθίαν τή Μεταλήψεως, εἴτα τήν συγχωρητικήν εὐχήν. Ὅλοι τους εἰσῆλθον εἰς τό Παρεκκλήσιον, ἀφ’ ὅπου ἤκουον τήν θείαν Λειτουργίαν. Εἰς τό τέλος μετέδωκε πρῶτον τά ἄχραντα Μυστήρια εἰς τά νεοφώτιστα παιδία, εἰς τάς γυναίκας ἔπειτα, καί κατόπιν εἰς τούς ἄνδρας.

Ἐκεῖνοι ἐδίσταζαν: «Ἴνεται, Πάτερ, ἕναν καί ἄλλον κοινωνίαν;»

«Γίνεται», τούς εἶπε, «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε».

Ὅλα ἔγιναν ἐν τάξει. Καί ὅταν μετ’ ὀλίγον ἀνέβηκε εἰς τό δωμάτιον καί ἐπρόκειτο νά χωρισθοῦν, ἴνα πρός τό ἑσπέρας φύγουν μέ τό πλοῖον, θρῆνος καί κλαυθμός καί ὀδυρμός πολύς, ἀλλά σιωπηλό κατέκλυσε τήν αἴθουσα: Αὐτοί δέν ἤθελον νά τόν ἀφήσουν, καί αὐτός δέν ἠμποροῦσε νά τούς ξεπροβοδίση πέραν τῆς Ἐκκλησίας, διότι φοροῦσε τά ράσα…. Καί ἡ …. Πολιτισμένη αὐτή χώρα δέν τά ἐπιτρέπει. «Νά λαλεύομέν σε, Πάτερ…. Νά μνημονεύης, Πάτερ, ντό νά λέομεν σέ, Πάτερ;».

«Νά εἰπῆτε τάς εὐχάς μου στούς Χριστιανούς μας, νά εἶναι καλοί Χριστιανοί, νά πιστεύουν στόν Χριστόν μας καί στήν Ἑλλάδα μας καί ὁ Θεός θά τούς εὐλογή, ἡ Πατρίδα μας θά τούς σκέφτεται πάντοτε καί ἐγώ δέν θά σᾶς λησμονήσω ποτέ».

Καί πῶς νά τούς λησμονήση, ὅπου τά δάκρυα των κατέβρεξαν τάς χείρας του, πῶς νά μήν ἐνθυμῆται τήν ἄκραν εὐλάβειάν των καί τά περιστατικά των, ὅμοια πρός τά τῶν Χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων, πῶς νά ξεχάση τήν κατακόμβην τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Γοργοεπηκόου; Πάντοτε τούς ἐνθυμεῖται καί ἀρκεῖται ἤδη ἐν γήρει εἰς τό ψαλμικόν: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καί τοῦ σπαραγμοῦ τῶν πενήτων΄Κύριε, ἐπίφανον τό πρόσωπόν σου καί σωθησόμεθα».

Πῶς νά λησμονήσω τά βάσανα τῆς ἐκλεκτῆς αὐτῆς Φυλῆς, πού βρέθηκε γεωγραφικῶς μεταξύ λαῶν  βαρβάρων τήν ψυχήν, λαῶν ἀνεπίδεκτων πραγματικοῦ πολιτισμοῦ, λαῶν μέ θηριώδη ἔνστικτα!…..

(*πρόκειται γιά τόν ἴδιο τόν γράφοντα)

(*κουρμπᾶν Πάτερ: ἅγιε Πάτερ)

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ

Ἁγιορειτικές Διηγήσεις Ἀρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (+)

Αφιερωμένο σ’ αυτούς που κράτησαν ψηλά τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία στην Πόλη

ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ
του Χάρη Καρολίδη

Αλήθεια, αδέλφια μου, σήμερα η μεγάλη μέρα της 25ης Μαρτίου τότε στα παιδικά μου χρόνια μαθητής δημοτικού δεκαετία του ’60 στην Πόλη των θρύλων νωρίς-νωρίς όλοι στην εκκλησία για το χαρμόσυνο μήνυμα του αρχαγγέλου Γαβριήλ, μετά πάλι πίσω όλοι οικογενειακώς στο σπίτι.

«Μάννα, πως ξέρουμε ότι σήμερα πρέπει να εορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου!!!»

«Παιδί μου, υπάρχει σημάδι από τον Θεό, γιατί σήμερα έρχονται τα χελιδόνια, όταν φτάσουμε όμως στο σπίτι θα σε πω και άλλα, ας μην μας ακούνε τώρα οι Τούρκοι δίπλα μας».

Μετά στο σπίτι η μητέρα έλεγε «και τώρα που κοινωνήσατε και πιάσατε το ιερό μανδήλιον να πλένετε τα χέρια σας με νερό στις γλάστρες να μην χυθεί σταγόνα κάτω στην γη και την πατήσουμε, μετά θα διαβάσουμε το κείμενο της θειας Ευχαριστίας» και μετά στο τραπέζι όλοι όρθιοι τον Εθνικό μας ύμνο με τρεμάμενη φωνή από συγκίνηση εμείς παιδιά χαμηλόφωνα και η μητέρα δυνατά: «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετρά την γη, απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε ω χαίρε ελευθεριά».

Τι συγκίνηση μαζί με κάποιο δάκρυ στα μάτια, αυτή ήταν η εορτή μας την 25ην Μάρτιου όσο ζούσαμε στην Πόλη μέχρι να φύγουμε για πάντα στην Ελλάδα. Αυτός ο Εθνικός Ύμνος, που ήταν μέσα από την ψυχή μας, άξιζε πιο πολύ από δέκα φιλαρμονικές στην ελεύθερη Ελλάδα.

Και σήμερα, τι κάνουμε σήμερα!! Κάνουμε παρελάσεις, που θυμίζουν καλλιστεία με μίνι φούστες και γόβες και οι εκπαιδευτικοί μας χωρίς ίχνος προβληματισμού σε μια νεολαία, που έμαθε-άκουσε για κάποιους, που είναι λαμόγια, ότι όλα είναι για το χρήμα και δεν ξέρει ούτε ποιος είναι αυτός που έγραψε τους στίχους ή ποιος μελοποίησε τον Εθνικό μας Ύμνο…
ΑΧ ΕΛΛΑΔΑ, ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΠΛΗΓΩΝΕΙΣ, ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΝΟΙΩΘΟΥΜΕ ΞΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ;

Χάρης Καρολίδης, Έκτακτο Παράρτημα 

Αφιερωμένο σ’ αυτούς που κράτησαν ψηλά τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία στην Πόλη μόνοι τους, γιατί είχαν ψυχή γεμάτη με ΘΕΟ!

Οι γυναικείες μορφές στην επανάσταση του 1821

 Στην Ελληνική Επανάσταση η γυναικεία συμμετοχή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αποφασιστική. Αυτοί που συγκροτούν τη σιδερένια γροθιά της Επανάστασης είναι οι άνδρες. Όμως, η σποραδική έστω παρουσία των γυναικών σε κρίσιμες περιόδους πολέμου είναι ενδεικτική των δυνατοτήτων του γυναικείου φύλου, το οποίο έτσι ενέγραψε στο κεφάλαιο των δικαιωμάτων του μια μακροπρόθεσμη υποθήκη. Όσες γυναίκες ξεχώρισαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 επέβαλαν άτυπα την ισοτιμία των φύλων στα πεδία των μαχών. Με το απαράμιλλο θάρρος τους, την αξιοθαύμαστη γενναιότητα, τις περιπέτειες και τις θυσίες τους αποτελούν αξεπέραστα σύμβολα δυναμισμού και πατριωτισμού που συνεχίζουν να εμπνέουν σε εθνικά κρίσιμες περιόδους.
ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΕΣ
ΣΟΥΛΙΩΤ.
Οι σχέσεις των φύλων στο περήφανο και αδούλωτο Σούλι ήταν διαφορετικές απ΄ ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θύμιζαν τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Σπάρτη. Οι άντρες σέβονταν τις γυναίκες τους και συχνά ζητούσαν τη γνώμη τους, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιστάσεις. Οι σεβαστότερες απ΄ αυτές αναλάμβαναν το ρόλο του διαιτητή σε διαμάχες μεταξύ των ανδρών. Αντίθετα, ουδέποτε άνδρες ανακατεύονταν σε γυναικείους καβγάδες.
        Μερικές καπετάνισσες έπαιρναν μέρος στα στρατιωτικά συμβούλια, όπου οι γνώμες τους υπολογίζονταν όσο και των καπεταναίων. Στο σπίτι, τέλος, οι γυναίκες ήταν οι αδιαμφισβήτητες αφέντρες.
        Οι Σουλιώτισσες, πέρα από το νοικοκυριό, έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν, σε πρώτη φάση, εφεδρικός και βοηθητικός Όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε περιβρέχοντάς τον με καυτά βόλια, άλλοτε ορμώντας μπροστά με το σπαθί στο χέρι.
        Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία. Τη γυναίκα-ηρωίδα που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά  «τη γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα». «Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Η πρώτη σέρνει το χορό, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, πηδάει και χάνεται στα βάθη του. Την ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο, πάντα τραγουδώντας και χορεύοντας,   η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη… Γύρω ακούγεται το μουγκρητό του ανέμου, που στροβιλίζει το χιόνι κι ανακατεύεται με το τραγούδι…
        Την ίδια χρονική στιγμή(Δεκ. 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο, για να μην παραδοθούν στον εχθρό.
        Από τις Σουλιώτισσες ξεχώρισαν άλλες δυο, οι οποίες υπήρξαν οι διασημότερες από τις άλλες, καταφέρνοντας να περάσουν τα ονόματά τους στο δημοτικό τραγούδι κι από εκεί στη σφαίρα του θρύλου. Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, κατέχει τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου». Ήταν  η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα του Σουλίου. Με βαριά καρδιά έδωσε στο χέρι του αιμοβόρου Αλή Πασά τον πρωτότοκο γιο της Φώτο, για θυσία, και έβαλε πάνω από τον ίδιο της το γιο την αγάπη της για την πατρίδα. «Το παιδί μου  είναι παιδί του Σουλίου και σα γλιτώσει το Σούλι γλιτώνει και το παιδί μου»,είπε χαρακτηριστικά στον πασά.
        Μια άλλη γυναίκα φυσιογνωμία που ξεχώρισε ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου. Το όνομά της είχε πρωτακουστεί στον πόλεμο του 1792, όπου ο ηρωισμός της , μας πληροφορούν ξένοι διπλωμάτες την εποχή εκείνη στην κατεχόμενη Ελλάδα, προκαλούσε το σεβασμό και το θαυμασμό των συμπατριωτών της. Πρώτη έτρεχε στη μάχη, συχνά δίπλα στους άντρες, συχνότερα μπροστά απ’ αυτούς.       Η ηρωίδα αυτή άγγιξε το απόγειο της δόξας της στη δραματική τριετία 1800-1803, οπότε «καμιά γυναίκα δεν αναδείχθηκε όσο η Χάιδω», βεβαιώνει ο Γερμανός Μπαρτόλντι.
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ
gymvar47
Αξιοθαύμαστο θάρρος έδειξαν και οι Μεσολογγίτισσες «ελεύθερες πολιορκημένες», οι οποίες σε όλη τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας του προπυργίου της δυτικής Ελλάδας βοήθησαν με κάθε τρόπο στην άμυνα:μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, περίθαλψη των ασθενών και τραυματιών.
        Φιλέλληνες πολεμιστές του Μεσολογγίου, όπως ο Αύγουστος Φαμπρ και άλλοι, έχουν αποθανατίσει ατέλειωτες σκηνές βομβαρδισμών με θύματα γυναίκες, όπως εκείνη με τις έξι φίλες που περπατούσαν μαζί και μια οβίδα έσκασε στα πόδια τους, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας και τις έξι. Ή εκείνη με το αίμα μιας πληγωμένης μητέρας να βρέχει τα πτώματα των εννέα κοριτσιών της, τα οποία κείτονταν γύρω της. Οι Μεσολογγίτισσες όχι μόνο δε δείλιασαν, αλλά αντίθετα εμψύχωναν τους μαχητές και τους παρακινούσαν να αγωνιστούν ως το τέλος.
        Όταν αποφασίζεται η ηρωική έξοδος(10 Απριλίου 1826), μετά το φοβερό λιμό, ακολουθούν πολλές γυναίκες με αντρική ενδυμασία, κρατώντας από το ένα χέρι το σπαθί και από το άλλο το μωρό τους, ενώ οι άοπλες μπήκαν στη μέση της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά τους. Αυτές οι γυναίκες είχαν την ίδια φρικτή τύχη, όπως και οι άνδρες της Εξόδου, κατά τη γνωστή φοβερή σύγχυση που επικράτησε, και όσες κατάφεραν να γυρίσουν στην πόλη αυτοκτόνησαν, σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
        Από ότι ξέρουμε από τις τόσες ηρωίδες του Μεσολογγίου λίγα ονόματα διέσωσε η ιστορία για τις ηρωικές πράξεις τους.
        Μια από τις γυναίκες του Μεσολογγίου ήταν και η Αλεφαντώ. Η ενδυμασία προσιδίαζε αυτής των αντρών.Αψηφούσε τους κινδύνους, τις κακουχίες και τις στερήσεις. Αντίθετα, εμψύχωνε τους άνδρες στον αγώνα και θυσίασε τη ζωή της για την ελευθερία και την τιμή της.Εκτός από αγωνίστρια, ήταν σύζυγος και μητέρα. Ο σύζυγός της σκοτώθηκε το Μάιο του’21 και νεαρά τότε η Αλεφαντώ έμεινε χήρα με μια μικρή κόρη.Όταν έγινε η έξοδος,συνελήφθη μαζί με την κόρη της και για πολλά χρόνια είχεμαρτυρική ζωή.
 ΧΙΩΤΙΣΣΕΣ
ΧΙΩΤΙΣ
Οι γυναίκες της Χίου, σύμφωνα με περιηγητές της εποχής, ήταν «ωραίες και αβρές», με «ευγενική συμπεριφορά, ιδιαίτερα απέναντι στους ξένους». «Πουθενά αλλού οι γυναίκες δεν απολαμβάνουν τόση ελευθερία κι ωστόσο καμιά κατάχρησή της δεν παρατηρείται. Εργάζονται και τραγουδάνε. Τα σκάνδαλα είναι σπάνια».
Οι σφαγές στο νησί(1822) εμπνέουν το Γάλλο ζωγράφο Ντελακρουά, που στο γνωστό του πίνακα αποτυπώνει όλη τη φρίκη αυτής της τραγωδίας. Από τους 100.000 κατοίκους στο νησί έμειναν λιγότεροι από 2000. «Χιλιάδες γυναίκες , κορίτσια κι αγόρια πουλιόνταν κάθε μέρα στο παζάρι. Πολλά από αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα αυτοκτόνησαν κατά τη μεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να μη δέχονται τροφή, μ’ όλο που μαστιγώνονταν, για να πεθάνουν από την πείνα», ανέφερε ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη Francis Werry.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ (1771-1825)
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛ
Η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα ξέφευγε από τα γυναικεία πρότυπα της εποχής της. Μεγαλωμένη στη θάλασσα, από νωρίς εκδήλωσε την αγάπη της για τα πλοία και τα ταξίδια. Η μυθιστορηματική ζωή της, από τη γέννηση της ακόμη, ήταν γεμάτη περιπέτειες που σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα της, ένα χαρακτήρα ανεξάρτητο, δυναμικό, αγωνιστικό. Καπετάνισσα, λοιπόν, όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στην ίδια της τη ζωή. Γεννήθηκε ορφανή από πατέρα, έμεινε δύο φορές χήρα και με μεγάλη περιουσία την οποία διαχειρίστηκε με πολλή ευστροφία και κατάφερε να την αυξήσει. Γεύτηκε συχνά το φθόνο των συμπατριωτών της και γι’ αυτό αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, τις οποίες πάντα ξεπερνούσε.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες προφορικές μαρτυρίες, το 1819 στην Κωνσταντινούπολη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης από τους πρώτους συμμετείχε ενεργά, προσφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και διαθέτοντας τα πλοία της στην υπηρεσία του Αγώνα. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ο θάνατος του πρωτότοκου γιου της (από τον πρώτο της γάμο) Γιάννου Γιάννουζα, στα τέλη Απριλίου του 1821,σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους έξω από το Άργος. Η Μπουμπουλίνα έλαβε μέρος με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στην πολιορκία του Ναυπλίου και μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε εκεί σε οίκημα που της παραχώρησε η επαναστατική κυβέρνηση.
«Από της εμφανίσεώς της εις τον Αργολικόν, επί ιδίου πλοίου δια την πολιορκίαν του Ναυπλίου, και έπειτα εις το Αργος» γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, «η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας καθίσταται η αμαζόνιος διακόσμησις του πολεμικού πίνακος του 1821. Η δόξα της, που έφτασε μέχρι της εκπλήκτου δια την δράσιν της Ευρώπης, οφείλεται εις πραγματικάς πολεμικάς πράξεις.»
Το Σεπτέμβριο του 1821 βρέθηκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και μπήκε από τους πρώτους στην πόλη. Η εκεί συμπεριφορά της προξένησε σχόλια για αρπαγή κοσμημάτων από τις γυναίκες του χαρεμιού με υπόσχεση την ασφάλεια της ζωής τους.
Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος δεν την άφησε αμέτοχη στις εμφύλιες διαμάχες, κατά τις οποίες υποστήριξε τους στρατιωτικούς και το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, μετά το γάμο της κόρης της Ελένης Μπούμπουλη με τον Πάνο Κολοκοτρώνη.
Η φιλοπατρία υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, δηλαδή της πικρίας της από τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες, για να λάβει μέρος στο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825,στο σπίτι του πρώτου της άνδρα, του Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια της Κούτση Ευγενίας, αγαπημένης του γιου της Μπουμπουλίνας. Άδοξο και τραγικό λοιπόν το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη της για την πατρίδα.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ (1796-1840)
ΜΑΥΡΟΓΕΝ.
Γεννήθηκε στην Τεργέστη, όπου ήταν εγκατεστημένος ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, μέλος της Φιλικής Εταιρίας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ το 1820. Εκτός από το ψυχικό σθένος και τη μεγάλη περιουσία, διαθέτει και μια πλούσια δυτική παιδεία, που περιλαμβάνει άριστη γνώση της Γαλλικής και Ιταλικής, καθώς και της Τουρκικής, προσόν που της επιτρέπει να δραστηριοποιηθεί σε μια μεγάλη προσπάθεια επηρεασμού της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Οι επιστολές της προς τις Παριζιάνες και τις Αγγλίδες εντυπωσιάζουν, συγκινούν και συζητιούνται τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο.
Το 1820 ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Τήνο και τη Μύκονο, πατρίδα της μητέρας της. Διέθεσε όλη την πατρική περιουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, ενώ έλαβε και η ίδια μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Με τη λήξη της επανάστασης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και τιμήθηκε, με διάταγμα του Καποδίστρια, για τις υπηρεσίες της με μια μικρή σύνταξη και το βαθμό της αντιστράτηγου. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια αναγκάστηκε, ύστερα από τον άτυχο έρωτα της με το Δημήτριο Υψηλάντη και την έντονη πολεμική του Κωλέττη, να επιστρέψει στη Μύκονο. Φτωχή, έχοντας δωρίσει την τεράστια περιουσία της στον αγώνα, κατέφυγε κοντά στους συγγενείς της στην Πάρο. Εκεί πέθανε από τυφοειδή πυρετό.
Ως γυναίκα η Μαντώ ήταν το αντίθετο της Μπουμπουλίνας, νεαρή, λεπτή και λυγερόκορμη, με εύθραυστη ομορφιά. Γυναίκα μεσόκοπη, όταν άρχισε ο αγώνας, τραχιά, με χοντρά χαρακτηριστικά κι αρρενωπά φερσίματα η αντικομφορμίστρια Μπουμπουλίνα. Μόνα κοινά σημεία τους οι μεγάλες περιουσίες τους και η φλογερή πίστη της στο ιδανικό της ελευθερίας που τις μεταμόρφωσε σε ατρόμητες μαχήτριες για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
ΕΡΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21

Έρωτας και πόλεμος δεν είναι έννοιες ασυμβίβαστες και αλληλοαναιρούμενες. Το αντίθετο μάλιστα! Ο Πάρης και η ωραία Ελένη, ο Αχιλλέας κι η Βρισηίδα, ο Αντώνιος κι η Κλεοπάτρα, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η επανάσταση του 21 δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Πριν την επανάσταση στα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα, πλέχτηκε ένα ειδύλλιο που είχε οδυνηρή κατάληξη.

 532_FROSYNI

Οι πρωταγωνιστές ήταν ο Μουχτάρ και η κυρά Φροσύνη. Εκείνος ήταν γιος του Αλή πασά, παντρεμένος αλλά δεινός γυναικοκατακτητής  κατά το λόρδο Μπάυρον. Εκείνη ήταν μια γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, που οι γονείς της την πάντρεψαν με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της έμπορο και πρόκριτο των Ιωαννίνων Δημήτριο Βασιλείου. Λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ο σύζυγος της Φροσύνης περνούσε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ευρώπη.

 Ο Μουχτάρ θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά της και τη διεκδίκησε έντονα ώσπου την κατέκτησε. Ο πατέρας του, από ερωτική αντιζηλία, την έπνιξε στη λίμνη των Ιωαννίνων μαζί με άλλες δεκαεφτά γυναίκες, με την κατηγορία ότι επρόκειτο για γυναίκες «ελαφρών ηθών».
Θρυλικά έχουν μείνει κάποια ειδύλλια που πλέχτηκαν μέσα στις φλόγες του πολέμου.
Γνωστός σε όλους μας είναι ο θυελλώδης έρωτας της Μαντώς Μαυρογέννους για τον πρίγκηπα Δημήτριο Υψηλάντη. Εκείνος ήταν πληρεξούσιος ηγέτης του αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που κήρυξε την επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίας ως γενικός επίτροπος της αρχής, της Φιλικής εταιρείας. Ήταν κι ο ίδιος μέλος της Φιλικής και αρχηγός του στρατού ανατολικής Ελλάδος. Εκείνη ήταν γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας με μόρφωση και πλούτη, ηρωίδα της επανάστασης. Η δραστηριότητά της κατά τη διάρκεια του αγώνα και η διάθεση της περιουσίας της γι’ αυτόν, της απέδωσαν το αξίωμα της αντιστρατήγου, τιμή που ο Καποδίστριας απένειμε για πρώτη φορά σε γυναίκα. Ο έρωτάς τους που γεννήθηκε μέσα στις φλόγες του αγώνα, χωρίς να επισημοποιηθεί από γάμο, ήταν μία από τις αφορμές που δόθηκαν στους πολιτικούς της αντιπάλους  για να εξορίσουν τη Μαντώ Μαυρογέννους από το πολιτικό προσκήνιο.

Ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης Γεώργιος Καραϊσκάκης αν και παντρεμένος μαγεύτηκε από την ομορφιά μιας όμορφης τουρκοπούλας που την είχε εκχριστιανίσει, της Μαριώς. Ήταν πανέμορφη και πανέξυπνη. Στις μάχες ήθελε να είναι παρούσα  και ντυνόταν αντρικά με τη φουστανέλα. Τη φώναζαν μάλιστα «Ζαφείρη». Δεν δίστασε μάλιστα να την πάρει μαζί του, μεταμφιεσμένη σε άντρα,  στο νησάκι Κάλαμος, όπου είχε φυγαδεύσει την οικογένειά του, για λόγους ασφαλείας και να την παρουσιάσει ως φίλο του, στη γυναίκα του Γκόλφω. Ο στρατηγός Καραϊσκάκης ήταν γνωστός για την πυγμή του και την ικανότητά του να επιβάλλει τις θελήσεις και τα πάθη του.