Ο π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ

ΓΕΡΟΝΤΑΣ (11)
Του Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ
Σέ όρθόδοξα πλαίσια κινεῖται καί ἡ σκέψη τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, ὁ ὁποῖος διετέλεσε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Δημητρίου Κομνηνείου στό Στόμιο Λαρίσης, καί, κατά κοινή ὁμολογία, ἦταν ὀρθοδοξότατος στό φρόνημα, ἐμβριθής μελετητής τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὁ καλύτερος καί πιστότατος ἑρμηνευτής καί ἀναλυτής της στόν 20ό αἰῶ. Ὁ π. Ἀθανάσιος σέ μιά ὁμιλία του τό 1991, ἑρμηνεύοντας τό 15ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ἀναπτύσσει τά σχετικά μέ τήν Ἀποστολική Σύνοδο καί τήν συγκρίνει μέ τήν μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἔχει, ὅπως θά διαπιστώσουμε, καί πολλές ἀναφορές στόν ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς. 
Λέει, λοιπόν: «Ὁ σκοπὸς μιᾶς Συνόδου εἶναι νὰ φέρει τὴν εἰρήνη… Φημολογεῖται ἡ συγκρότηση μιᾶς Συνόδου Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία θὰ γίνει στὶς μέρες μας… Ἐρωτοῦμε: τί θὰ περιέχει αὐτὴ ἡ Σύνοδος; Δηλαδὴ μὲ τί θὰ ἀσχοληθεῖ;…Ὅπως λέει ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, εἶναι χαρακτηριστικό, πὼς σὲ κάθε προσυνοδική ἐργασία, ποὺ γίνεται, αὐτῆς τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀλλάζουν καὶ τὰ πράγματα. Καὶ ἔτσι δὲν μένει κάτι σταθερό. Αὐτὸ βέβαια τὸ κατακρίνει ὁ π. Ἰουστῖνος. . .  
Εἶναι, ὅμως, καὶ κάτι ἄλλο. Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ συγκαλέσουν τὴν Σύνοδο, ἢ ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ παρακαθίσουν στὴ Σύνοδο, ποιοί θὰ εἶναι; Οἱ Ἐπίσκοποι, ποὺ θὰ καθίσουν, γιὰ νὰ συζητήσουν τὰ θέματα τῆς Συνόδου, σὲ ποιά πνευματικὴ καταστάση βρίσκονται; Ὀρθοδοξοῦν ἢ δὲν ὀρθοδοξοῦν; 
Αὐτοὶ, λοιπὸν, οἱ ἄνθρωποι, ἅμα θὰ καθίσουν στὸ τραπέζι τῶν συζητήσεων, θὰ κινηθοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ; Εἶναι πολὺ σοβαρὰ πράγματα. Προσέξτε! Οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ἔχουν ἤδη χαλκεύσει καὶ ἔχουν ἤδη πείσει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν οἰκουμενιστικὲς θέσεις. Βεβαίως, εἶναι Οἰκουμενιστές! Δυστυχῶς, πλὴν ἐξαιρέσεων. Λοιπόν, στὸ σχέδιο τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, ποὺ ἔχουν ἐγκλωβίσει ἤδη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς σχέδιο: Νὰ ἐπέλθει ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Ὀρθοδοξίας, Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη φάση.
Ἀλλὰ, δὲν σταματάει τὸ κακὸ ἐκεῖ. Ἔχουμε ἀκόμα μία φάση. Εἶναι ἡ φάση ἑνώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ τὰ τρία αὐτὰ (Ὀρθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ Προτεσταντισμὸς), μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὅλα αὐτὰ ἤδη ἔχουν μπεῖ σὲ δοκιμασία. Δηλ., ὅπως, ὅταν θέλουμε νὰ κάνουμε μία θεατρικὴ παράσταση, γίνεται μία δοκιμή καὶ δεύτερη καὶ Τρίτη, καί μετὰ γίνεται μία πρόβα τζενεράλε, μία γενικὴ πρόβα. Ὅλες αὐτὲς οἱ συναντήσεις, ποὺ γίνονται, πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, καὶ ποὺ συμμετέχουν, δυστυχῶς, καὶ ὀρθόδοξοι, μὰ στὴν Εὐρώπη εἶναι, μὰ στὴν Ἀμερική, εἶναι καμώματα τῆς γενικῆς πρόβας. Νὰ δοῦν πῶς πάει τὸ πρᾶγμα. Ὥστε, λοιπὸν, τὸ μεθεπόμενο βῆμα εἶναι αὐτό. Εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν.
Μὰ, σᾶς ἐρωτῶ: Τότε γιατί νὰ εἶμαι Χριστιανός; Καὶ ἂν λέμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς σώζει καὶ τίποτα ἄλλο δὲν σώζει, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία σώζει καὶ τίποτα ἄλλο δὲν σώζει, τότε; Τότε τὸ κριτήριο δὲν εἶναι πιὰ ἡ σωτηρία. Ποιό θὰ εἶναι τὸ κριτήριο; Τὸ κριτήριο εἶναι κάτι ἄλλο. Ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι πολιτικό. Ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι κοινωνικὸ τὸ κριτήριο. Διότι, μὴν ξεχνᾶτε, οἱ σύγχρονοι ἡγέτες, οἱ πολιτικοὶ ἡγέτες σὲ ὅλο τὸν κόσμο, τὴν θρησκεία τὴν βλέπουν σὰν ἕνα στοιχεῖο, μέ τό ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπηρεάζει τὰ πλήθη, νὰ ἐπηρεάζει τοὺς λαούς.
 
Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, δὲν τούς ἐνδιαφέρει τὸ φαινόμενο, ποὺ λέμε σωτηρία, τοὺς εἶναι τελείως ἀδιάφορο. Θὰ ἔχουν ἐπιτύχει κάτι ἄλλο· τὴν λεγομένη παγκόσμια «εἰρήνη» καὶ τὴν παγκόσμια «ἀγάπη». Γι’ αὐτὸ πολὺ ὀρθά, ἐστάλη μήνυμα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φλωρίνης (τόν μακαριστό Αὐγουστῖνο Καντιώτη). Ναί, εἶπε, ἀγάπη, ἀλλὰ «ἐν ἀληθείᾳ». Καὶ αὐτὸ τὸ «ἀγάπη ἐν ἀληθείᾳ»εἶναι φράσεις τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Θὰ ἔχουμε «εἰρήνη» στὴν κοινωνία, στὸν κόσμο. Δὲν θὰ ἔχουμε πολέμους, θὰ ἔχουμε «ἀγάπη». Ἐκεῖ σταματᾶμε; Πέστε μου, πότε ἐμφανίστηκε μεγαλύτερη αἵρεση ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ, τὴν ὁποία σερβίρει, ἡ παναίρεση, κατὰ τὸν π. Ἰουστῖνο, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὸ ἀντιλαμβάνεστε; Δὲν ἔχουμε τὸ στοιχεῖο τῆς σωτηρίας, καὶ συνεπῶς ματαιοπονοῦμε. Κατεβάσαμε τὸν Χριστιανισμό, στὸ ἐπίπεδο τοῦ κοινωνισμοῦ.
Λοιπόν, αὐτὰ ποὺ λέμε, μὲ κύριο στοιχεῖο τήν μέλλουσα Σύνοδο, ξέρετε ὅτι ἀποτελοῦν ἕναν πειρασμὸ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας παγκοσμίως. Ναί, ἕνας πειρασμός. Αὐτὸς ὁ πειρασμός ξέρετε τί ἐπιδιώκει νὰ ἐπιτύχει; Καὶ γιατὶ εἶναι πειρασμός; Γιατὶ, θὰ προσπαθήσει νὰ ξεθωριάσει τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ, ποὺ ὁ Ἄρειος δὲν τὰ κατάφερε, καὶ ἐκεῖ, ποὺ ὁ Μονοφυσιτισμὸς δὲν τὰ κατάφερε, ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔβαλε μπροστὰ νὰ τὰ καταφέρει. Διότι, ὅταν ξεθωριάσουν καὶ τὸ ἀνθρώπινο καὶ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε τί ἔχουμε;
Αὐτὸς ὁ πειρασμὸς φαίνεται ὅτι θὰ εἶναι ὁ τελευταῖος τῆς ἱστορίας. Πειρασμός δεινός, διότι εἶναι προφητευμένο. Τὸ προφητεύει ὁ Χριστός καὶ εἶναι στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἀκοῦστε τί λέει: «Ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ, τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης πειρᾶσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς. Ἔρχομαι ταχύ, κράτει ὃ ἔχεις ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου». Ἐπειδὴ, λέγει, ἐσὺ φύλαξες (τήρησες) τὸν λόγο τῆς ὑπομονῆς Μου, καὶ Ἐγὼ θὰ σὲ φυλάξω. Ἐδῶ δηλ. ὁ λόγος τῆς ὑπομονῆς τοῦ Χριστοῦ τί εἶναι; Εἶναι ἡ ὑπομονὴ, ποὺ δίδει ὁ Χριστὸς σ’ὲκείνους, ποὺ πῆραν τὴν ἀποφάσι νὰ μείνουν κοντά στὸν ἀνόθετο Χριστό. Δηλ. σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ νὰ ἔχεις ὑπομονὴ καὶ να μὲ κρατᾶς ἐμένα τὸν Κύριο μέσα σὲ ἀντίξοες καταστάσεις. Ἐπειδὴ τήρησες, κι Ἐγὼ θὰ σὲ τηρήσω, θὰ σὲ φυλάξω. Ἀπὸ ποῦ θὰ σὲ φυλάξω; Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης! Πολὺ μεγάλος πειρασμός. Ἀλλ’«ἔρχομαι ταχύ», γρήγορα. Κράτα καλὰ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἔχεις, γιὰ νὰ μὴν πάρει κανεὶς τὸ στεφάνι τῆς τιμῆς σου καὶ τῆς δόξης σου.
Ἀλλὰ, προσέξτε ἐδῶ! Ποιός εἶναι ὁ πειρασμὸς αὐτός; Εἶναι γραμμένο. Ὁ πειρασμὸς αὐτός, ἀφοῦ θὰ καλύπτει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, δὲν θὰ εἶναι παρὰ ἡ μεγάλη νοθεία τῆς πίστεως στὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ πετύχει μόνο ὁ Οἰκουμενισμός, ἀφοῦ θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμὸς κατ’ οὐσίαν προσβάλει τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέχρι νὰ τὸ ἐξαφανίσει. Ἀλλά, ἀφοῦ τήν ἐξαφάνιση τοῦ Θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Χριστοῦ θὰ τήν κάνει ὁ Ἀντίχριστος, τότε τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός; Εἶναι ἀντίχριστος μέθοδος, ἀντίχριστος τρόπος.
«Κράτει ὃ ἔχεις». Τί ἔχεις; Αὐτὸ, ποὺ ἔχουμε, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὀρθὴ πνευματικότητα καὶ ἡ ὀρθὴ ὁμολογία. Τρία πράγματα. Ἡ ὀρθὴ πιστὴ εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία γεννάει τὴν ὀρθὴ πνευματικότητα. 

 

Ἔτσι, οἱ πιστοί, ἀγαπητοί μου, ὅταν βλέπουν τέτοιες Συνόδους καὶ οἰκουμενιστές συνέδρους, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χαίρουν, ὅπως ἔχαιραν τότε οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου; «Ἐχάρησαν», λέγει. Εἶχαν τοὺς λόγους τους νὰ χαίρονται. Σήμερα δὲν ἔχουμε τοὺς λόγους μας νὰ χαιρόμαστε. Οἱ πιστοὶ χαίρονται μόνο γιὰ ὅ,τι εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Μόνο τότε χαίρονται»!

       ΠΕΡΙ ΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΝΙΩΝ(Ιω.Καρδάση)

Η οργή είναι μια έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, αλλιώς αγανάκτηση. Είναι γνωστή η λαϊκή έκφραση: «δίνω τόπο στην οργή», …

Πηγή:        ΠΕΡΙ ΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΝΙΩΝ(Ιω.Καρδάση)

«ΤΟ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ».

110_0378

Εισήγηση Αρχιμ. Παύλου Δημητρακόπουλου στην ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο (23-03-2016)



ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»

Μεγάλη  προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ».

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Διευθυντού τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καί Παραθρησκειῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς

Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἀξιότιμε κ. Πρόεδρε, ἀγαπητοί Σύνεδροι, σεβαστοί Πατέρες, κυρίες καί κύριοι. Κατ’ ἀρχήν θά ἤθελα νά ἐκφράσω καί ἐγώ τίς εὐχαριστίες μου πρός τήν ἐπιστημονική ἐπιτροπή τοῦ Συνεδρίου γιά τήν τιμή τῆς ἀναθέσεως τῆς παρούσης ὁμιλίας. Τό θέμα μου ἔχει τίτλο: «Τό διαθρησκειακό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας στή θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».

Τό πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, πού ἀποτελεῖἕνα ἀπό τά κυριώτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μιᾶς φοβερῆς αἱρέσεως πού κυριάρχησε σ’ ὁλόκληρο τόν 20ο αἰώνα, δέν περιορίστηκε μόνο σέ διαχριστιανικό ἐπίπεδο, ἀλλά σύντομα ἐπεκτάθηκε, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, καί σέ διαθρησκειακό. Τό πρῶτο ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τίς ἄλλες χριστιανικές αἱρέσεις, ἐπακολούθησε ἕνα δεύτερο ἄνοιγμα πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες. Τό διαθρησκειακό αὐτό ἄνοιγμα πού ἐπιδιώχθηκε μέ διμερεῖς καί πολυμερεῖς Διαθρησκειακές Συναντήσεις, Διαλόγους και Συνέδρια,ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς οὐσιωδέστερους στόχους τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ δέ προσπάθεια θεσμικῆς κατοχυρώσεως καί συνοδικῆς ἀναγνωρίσεως τῶν ἐν λόγω Συναντήσεων καί Διαλόγων συνεχίζει νά παραμένει μέχρι σήμερα μία ἀπό τίς κυριώτερες ἐπιδιώξεις τῆς μελλούσης νά συνέλθει «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Κατ’ ἀρχήν τό θέμα αὐτό εἶναι τεράστιο καί φυσικά δέν εἶναι δυνατόν νά τό ἐξαντλήσουμε στά πλαίσια μιάς ομιλίας. Θά προσπαθήσουμε ἁπλῶς νά σκιαγραφήσουμε πολύ συνοπτικά καί σέ γενικές γραμμές ὁρισμένες πλευρές του. Καί πιό συγκεκριμένα κατ’ ἀρχήν θά καταδείξουμε, πού καί πώς ἐντάσσονται οἱ Διαθρησκειακοί Διάλογοι στή θεματολογία τῆς ἐν λόγω Συνόδου, διότι αὐτό δέν καθίσταται ἀντιληπτό μέ μιά ἁπλή ἀνάγνωση τῶν θεμάτων. Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε ἐν ὀλίγοις στό ξεκίνημά τους, στήν μέχρι σήμερα ἱστορική τους πορεία, στή μεθοδολογία, στήν στοχοθεσία, στή σχέση τους μέ τό πανθρησκειακό ὅραμα τῆς Νεᾶς Ἐποχῆς καί τέλος πώς ἡ οἰκουμενιστική «θεολογία», πού ἀναπτύχθηκε μέσα στά πλαίσια τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων κρίνεται ὑπό τό φῶς τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καί τῆς Πατερικῆς μας Παράδοσης.

Οἱ Διαθρησκειακοί Διαλόγοι στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου

Ὅπως εἶναι γνωστό ἡ Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού συνῆλθε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τό 1976,προχώρησε στήν ἀναθεώρηση τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, πού συνῆλθε στήΡόδο τό 1961. Ἀπό τά θέματα τῆς Διασκέψεως τῆς Ρόδου ἐπέλεξε μόνο δέκα, διά νά ἀποτελέσουν τήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἕνα ἀπό αὐτά, τό τελευταῖο κατά σειρά, ἀναφέρεται μ’ ἕνα συγκεκαλυμμένο τρόπο στό Διαθρησκειακό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπό τήν ἑξῆς διατύπωση: «Συμβολή τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τήν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων».[1]Στό θέμα αὐτό δέν γίνεται βέβαια σαφής καί ρητή ἀναφορά στούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους, ὡστόσο στό ἀνακοινωθέν πού ἐξέδωσε ἡ Α΄ Προσυνοδική, ὅπου γίνεται λόγος καί  στό τελευταῖο αὐτό θέμα, διασαφίζεται πλέον ξεκάθαρα μέ ποιόν τρόπο θεωροῦν τά μέλη τῆς Διασκέψεως ὅτι μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖἡἐν λόγω «συμβολή». Ἡ Διάσκεψη διακηρύσσει ἐπί λέξει τά ἑξῆς: «Ἡ Διάσκεψις ἐκφράζουσα τήν ἐπιθυμίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμβάλη εἰς τήν διαθρησκειακήν συννενόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως, εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῶν ἰδεωδῶν της ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος ἀπεφάσισεν ὅπως ἡὈρθοδόξος Ἐκκλησία συνεργασθῆ πρός τοῦτο μετά τῶν ἄλλων ἐκτός του χριστιανισμοῦ θρησκευμάτων».[2]  Μ’ ἄλλα λόγια ἡ Διάσκεψη πιστεύει ὅτι ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ καί ὀφείλει νά συμβάλει στήν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν διά μέσου της διαθρησκειακῆς συνεννοήσεως καί συνεργασίας, ἡὁποία βέβαια ἐπιτυγχάνεται κυρίως μέσω τῶν Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων καί Διάλογων. Τό ἐν λόγω θέμα ἔτυχε περαιτέρω μελέτης καί ἐπεξεργασίας κατά τήν Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού συνῆλθε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τό Νοέμβριο τοῦ 1986, ἐπί τῇ βάσει σχεδίου κειμένου πού καταρτίσθηκε τόν Φεβρουάριο τοῦ 1986, ἀπό Διορθόδοξο Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή. Στήν Γ΄ Προσυνοδική ἔγινε μιά προσπάθεια θεολογικῆς θεμελιώσεως καί κατοχυρώσεως τῶν Διαθρησκειακῶν σχέσεων καί Διαλόγων ἐπί οἰκουμενιστικῶν βάσεων. Πιό συγκεκριμένα οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου προσπάθησαν νά δικαιολογήσουν τήν διαχριστιανική καί διαθρησκειακή συνεργασία πάνω στίς βάσεις τῆς ἀξίας τοῦἀνθρωπίνου προσώπου, τῆς ἀξίας τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καί στήν ἀναγωγή τῆς ἑνότητος τοῦἀνθρωπίνου γένους στό ἀρχέτυπο ζεῦγος τῆς θείας δημιουργίας. Ἐπικαλέστηκαν ἀκόμη ὁρισμένα βιβλικά χωρία πού ἀναφέρονται στίς παρά πάνω θεολογικές βάσεις καί στήν ἐν Χριστῷ εἰρήνη.[3]Πρός ἐπίρρωσιν τῶν θέσεών τους ἐπικαλέστηκαν ἀκόμη καί ὁρισμένα πατερικά χωρία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο[4], τον Μέγα Βασίλειο[5], τόν ἅγιο Ἰππόλυτο[6], τόν ἅγιο Διονύσιο τον Ἀρεοπαγίτη[7], τον Κλήμη τον Ἀλεξανδρέα[8], κ.α.Ἀργότερα στήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἔγινε καί αὐτή στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015, διαμορφώθηκε τό τελικό προσυνοδικό κείμενο, τό ὁποῖο παρεπέμφθη πρός ἔγκριση στήν μέλλουσα νά συνέλθη  Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο,μ’ ἕνα γενικότερο τίτλο ὡς ἑξῆς: «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνω κόσμω. Ἡ Συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν και λοιπῶν διακρίσεων». Στό ἐν λόγω κείμενο, (Α΄ κεφ. §5), διασαφίζεται, πώς νοεῖται καί πώς βλέπουν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, ὅτι μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ  αὐτή ἡ«συμβολή» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας:«Αἰ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται νά συμβάλλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος». Βλέπουμε δηλαδή ὅτι στό κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς οὐσιαστικά ἐπαναλαμβάνεται ἡἴδια ἰδεολογία καί ἡἴδια ἀντίληψη σχετικά μέ τήν ἀποστολή καί τό χρέος «τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμβάλη εἰς τήν διαθρησκειακήν συννενόησιν καί συνεργασίαν ……μετά τῶν ἄλλων ἐκτός του χριστιανισμοῦ θρησκευμάτων», προφανῶς μέσω τῶν Διαθρησκειακῶν σχέσεων καί Διαλόγων[9].

Ἱστορική πορεία

Τίς ἀπαρχές τοῦἀνοίγματος τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε στήν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τῆς Ρόδου τό 1961. Ἡἐν λόγω Διάσκεψη κατάρτισε ἕνα εὐρύ κατάλογο θεμάτων, ὅπου γιά πρώτη φορά, σ’ ἕνα ἀπό αὐτά γίνεται λόγος περί συμβολῆς «τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τήν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν».[10]Ἕνα χρόνο ἀργότερα ἐπακολουθεῖ τό πρῶτο ἐπίσημο ἄνοιγμα τοῦ Παπισμοῦ πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες κατά τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο, (1962-1965), μέ τήν γνωστή Συνοδική Ἐγκύκλιο Nostra Aetate, ὅπου διακηρύσσεται: «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό τόν ζῶντα… τόν εὔσπλαγχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους».[11]Προσκαλεῖ δέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς νά δώσουν μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς πίστης καί ζωῆς μέ σύνεση καί ἀγάπη, μέ διάλογο καί συνεργασία μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἀναγνωρίζοντας, διατηρώντας καί προωθώντας τά πνευματικά καί ἠθικά στοιχεῖα, καθώς καί τίς ἀξίες, πού ὑπάρχουν στήν κοινωνία καί τόν πολιτισμό τους. Πρός τόν σκοπό αὐτό μάλιστα διοργάνωσε σέ πρώτη φάση τρεῖς Διαθρησκειακές Συναντήσεις στήν Ἀσσίζη (1986, 1994 καί 2002) καί μία Διαθρηκειακή Συνέλευση στή Ρώμη (Βατικανό, Ὀκτώβριος 1999), μέ ἐκπροσώπους ὅλων των θρησκειῶν.[12]

Τό παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦἀκολούθησε στή συνέχεια καί ὁ Προτεσταντισμός,ὁὁποῖος διά τοῦ Π.Σ.Ε., ἵδρυσε τό 1971 τό τμῆμα διαλόγου μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες καί πραγματοποίησε σειρά Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων καί Συνεδρίων κυρίως μεταξύ χριστιανῶν καί μουσουλμάνων, ἀνταποκρινόμενο στά αἰτήματα πολλῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν.[13]  Στό ἴδιο πνεῦμα κινήθηκε καί ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡὁποία ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς καί τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπεφάσισε κατά τίς Α΄ καί Γ΄ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διάσκεψεις, νά προωθήσει ἔτι περαιτέρω τίς διαθρησκειακές σχέσεις. Εἰδικότερα ἡ Γ΄ Προσυνοδική, μετά ἀπό διεξοδική μελέτη, συνέταξε  ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο παρέπεμψε  πρός ἔγκριση στήν μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἐνῶ παράλληλα ἤδη ἀπό τό 1977 ἄρχισαν οἱ πρῶτες ἐπαφές μέ τόν Ἰουδαϊσμό, ὑπό τήν μορφή τῶν Ἀκαδημαϊκῶν Διασκέψεων. Καί ἐνῶ θά ἔπρεπε οἱ προσυνοδικές αὐτές ἀποφάσεις, (τῆς  Α΄ καί Γ΄ Προσυνοδικῆς), νά μήν τεθοῦν σέ ἐφαρμογή, ἀλλά νά περιμένουν τήν τελική ἔγκριση, ἤἀπόρριψή τους ἀπό τήν μέλλουσα νά συνέλθη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἐπιβάλλει ἡ συνοδική δεοντολογία καί Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱἀποφάσεις αὐτές, ὅλως παραδόξως ἐφαρμόσθηκαν στήν πράξη, ὡσάν νά εἶχε ἤδη πραγματοποιηθεῖἡἉγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ὡσάν νά εἶχε ἤδη ἐγκρίνει τίς ἐν λόγω προσυνοδικές ἀποφάσεις. Τέτοιου εἴδους ὅμως μεθοδεύσεις, τῶν πρωτεργατῶν τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων, μόνον ὡς ἐμπαιγμός τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν. Πέραν τούτου οἱἐν λόγω προσυνοδικές ἀποφάσεις δέν ἐτέθησαν, ὅπως θά ἔπρεπε βέβαια, ὑπό τήν μελέτη καί τόν συνοδικό ἔλεγχο τῶν Ἱερῶν Συνόδων τῶν κατά τόπους Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐάν καί κατά πόσον τέτοιου εἴδους ἀποφάσεις εἶναι σύμφωνες μέ τήν πίστη καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως σέ καμιά περίπτωση δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὅτι ἐκφράζουν τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μέ βάση τίς πραναφερθεῖσες Προσυνοδικές Διασκέψεις τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διοργάνωσε ἀφ’ ἑνός μέν διμερεῖς Ἀκαδημαϊκές Διασκέψεις μέ τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ καί ἀφ’ ἑτέρου Διαθρησκειακᾶ Συνέδρια καί Συναντήσεις ἡγετῶν καί ἐκπροσώπων τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν.

Μέ τόν Ἰουδαϊσμό, ὕστερα ἀπό μιά προκαταρκτική συνάντηση ἐκπροσώπων τῶν δύο θρησκειῶν πού ἔγινε στή Γενεύη τό 1976, πραγματοποιήθηκαν ἀπό τό 1977 μέχρι τό 2003 πέντε Ἀκαδημαϊκές Διασκέψεις. Ἡ πρώτη ἔλαβε χώρα στή Λουκέρνη (16-18 Μαρτίου 1977) μέ θέμα «Ἡἔννοια τοῦ νόμου στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη»,ἡ δεύτερη στό Βουκουρέστι,  (29-31 Ὀκτωβρίου 1979), μέ θέμα «Παράδοση καί Κοινότητα στόν Ἰουδαϊσμό καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἡ τρίτη στήν Ἀθήνα, (21-24 Μαρτίου 1993), μέ θέμα «Συνέχεια καί ἀνανέωση», ἡ τέταρτη στή Μααλέχ Χασαμίσα τῆς Ἱερουσαλήμ, (13-16 Δεκεμβρίου 1998), μέ θέμα «Ἡἀντιμετώπιση τοῦ σύγχρονου κόσμου ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἰουδαϊσμό» καί ἡ πέμπτη στή Θεσσαλονίκη, (27-29 Μαΐου 2003), μέ θέμα «Ἡ πιστότητα στίς πηγές: κοινή δέσμευση γιά τήν εἰρήνη καί τή δικαιοσύνη».

Πολύ περισσότερες καί τακτικότερες ὑπῆρξαν οἱἈκαδημαϊκές Διασκέψεις μέ τό Ἰσλάμ, χάρις στή συνεργασίατοῦὈρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ μέ τή Βασιλική Ἀκαδημία τῆς Ἰορδανίας, (Ἀμμάν), γιά τήν ἔρευνα τοῦἰσλαμικοῦ πολιτισμοῦ, (Al-Albait Foundation), μέ τήν ἔνθερμη μάλιστα ὑποστήριξη τοῦ πρίγκιπα – διαδόχου της Ἰορδανίας Χασᾶν. Μετά ἀπό δύο προπαρασκευαστικές Συναντήσεις πού ἔγιναν, ἡ πρώτη στό Windsor τῆς Ἀγγλίας (1984) καί ἡ δεύτερη στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας (1985), πραγματοποιήθηκαν ἀπό τό 1984 μέχρι τό 2002 δέκα Διασκέψεις. Ἡ πρώτη ἔλαβε χώρα στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης (16-20 Νοεμβρίου 1986) μέ θέμα «Αὐθεντία καί θρησκεία», ἡ δεύτερη στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας, (20-25 Νοεμβρίου 1987), μέ θέμα «Πρότυπα ἱστορικῆς συνυπάρξεως μουσουλμάνων καί χριστιανῶν καί μελλοντικές προοπτικές»,ἡ τρίτη στό Σαμπεζύ, (12-15 Δεκεμβρίου 1988), μέ θέμα «Εἰρήνη καί δικαιοσύνη», ἡ τέταρτη στήν Κων/πόλη (10-14 Σεπτεμβρίου 1989) μέ θέμα «Ὁ θρησκευτικός πλουραλισμός καί τά ὅριά του»,ἡ πέμπτη στό Ἀμμᾶν, (26-28 Ἰουλίου 1993), μέ θέμα «Οἱ νέοι καί οἱἀξίες τῆς μετριοπάθειας», ἡἕκτη στήν Ἀθήνα, (8-10 Σεπτεμβρίου 1994), μέ θέμα «Παιδεία γιά κατανόηση καί συνεργασία»,ἡἕβδομη στό Ἀμμάν, (3-5 Ἰουνίου 1996), μέ θέμα «Τό ἐκπαιδευτικό σύστημα στό Ἰσλάμ καί τόν Χριστιανισμό», ἡὄγδοη στήν Κων/πόλη, (3-5 Ἰουνίου 1997), μέ θέμα «Προοπτικές συνεργασίας καί συμμετοχῆς μεταξύ χριστιανῶν καί μουσουλμάνων ἐνώπιόν της τρίτης χιλιετίας»,ἡἔνατη στό Ἀμμάν, (10-12 Νοεμβρίου 1998), μέ θέμα «Μουσουλμάνοι καί Χριστιανοί στή σύγχρονη κοινωνία. Ἡ εἰκόνα τοῦἄλλου καί τό νόημα τῆς ἰσοπολιτείας» καί ἡ δέκατη στό Μπαχρέϊν, (28-30 Ὀκτωβρίου 2002), μέ θέμα «Ὁ ρόλος τῆς θρησκείας γιά τήν εἰρηνική συνύπαρξη στή σύγχρονη κοινωνία».[14]

Μετά τό τρομοκρατικό χτύπημα τῶν διδύμων πύργων τῆς Νέας Ὑόρκης στίς 11 Σεπτεμβρίου 2001, παρατηρεῖται μία ἔξαρση τῶν Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων. Οἱ συναντήσεις αὐτές προωθήθηκαν τώρα καί ἀπό ἰσχυρούς πολιτικούς παράγοντες μέ σκοπό τήν καταστολή τοῦἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ, τήν πάταξη τῆς διεθνοῦς τρομοκρατίας καί τήν προώθηση τῆς παγκόσμιας εἰρήνης. Μέσα στά πλαίσια αὐτά καί ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιστρατεύτηκε σέ μιά «σταυροφορία» κατά τῆς τρομοκρατίας, θεωρήθηκε πολιτιστικό μέγεθος καί οἱἐκκλησιαστικοί μας ἡγέτες ἐκλήθηκαν νά ὑπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες καί ἐγκόσμιους ρόλους. Ἀπό τίς Συναντήσεις αὐτές ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τίς τρεῖς σπουδαιότερες πού εἶχαν καί διεθνῆἀπήχηση: ἩΑ΄ Διαθρησκειακή Συνάντηση πραγματοποιήθηκε ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης στίς Βρυξέλλες (19-20 Δεκεμβρίου 2001) μέ θέμα «Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦἐν τῷ κόσμω».Β΄ Διαθρησκειακή Συνάντησηἔλαβε χώρα στή Θεσσαλονίκη, (29-30 Μαΐου 2003), ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί σέ συνεργασία μέ τό ἑλληνικό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ μέσα στό πλαίσιο τῶν δραστηριοτήτων τῆς Ἑλληνικῆς Προεδρίας τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, μέ θέμα «Ὁ διαθρησκειακός διάλογος ὡς προϋπόθεση τοῦ πολιτισμοῦ τῶν πολιτισμῶν». ἩΓ΄ Διαθρησκειακή Συνάντηση πραγματοποιήθηκε ἐξ ἀφορμῆς τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τῆς Ἀθήνας στό Μαρούσι, (10-11 Αὐγούστου 2004), μέ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καί τοῦὈλυμπιακοῦ Δήμου Ἁμαρουσίου, μέ θέμα «Θρησκεία, εἰρήνη καί ὀλυμπιακό ἰδεῶδες».[15]

Ὁ πόλεμος στή Συρία καί οἱ σφαγές ἀθώων χριστιανῶν ἀπό τούς φανατικούς μουσουλμάνους, πού συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ἔδωσε ἀφορμή γιά νέα ἔξαρση τῶν Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων. Ἀναφέρουμε μόνο μερικές ἐνδεικτικά: Τήν Διαθρησκειακή Συνάντηση μεταξύ Ἰουδαϊσμοῦ καί Ὀρθοδοξίας πού πραγματοποιήθηκε στίς 4–6 Ἰουνίου 2013 στή Θεσσαλονίκη μέ θέμα «Τό πνευματικό καί φυσικό περιβάλλον: σεβασμός πρός τόν κόσμο, σεβασμός πρός ἀλλήλους». Τό Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο πού πραγματοποιήθηκε  ἐπίσης στή Θεσσαλονίκη στίς 27 Ἀπριλίου 2015, μέ θέμα: «Θρησκεία καί Βία». Τό πέμπτο Συνέδριο τῶν παγκοσμίων καί παραδοσιακῶν θρησκευμάτων, πού πραγματοποιήθηκε στήν Ἀστάνα τοῦ Καζακστᾶν στίς 10-11 Ἰουνίου 2015 μέ  θέμα: «Ὁ διάλογος τῶν θρησκευτικῶν ἡγετῶν καί τῶν πολιτικῶν γιά τήν κυριαρχία τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀνάπτυξης». Τό Διαθρησκειακό Συνέδριο πού πραγματοποιήθηκε στήν Ἀθήνα στίς 3 Σεπτεμβρίου 2015 ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ «Διεθνοῦς Κέντρου “Βασιλιάς Ἀμπντάλα” γιά τόν Διαθρησκειακό καί Διαπολιτισμικό Διάλογο» μέ θέμα «Ἑνωμένοι, χριστιανοί καί μουσουλμάνοι, ἐνάντια στή βία στό ὄνομα τῆς Θρησκείας». Καί τέλος τό Διαθρησκειακό Συνέδριο πού ἔλαβε χώρα στήν Ἀθήνα ἀπό 18 ἕως 20 Ὀκτωβρίου 2015 μέ θέμα: «Θρησκευτικός καί Πολιτιστικός Πλουραλισμός καί Εἰρηνική Συνύπαρξη στή Μέση Ἀνατολή».

Βασικές δογματικές παραδοχές. Σχέση τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων μέ τήν Νέα Ἐποχή.

Σ’ ὅλα τα παρά πάνω συνέδρια καί συναντήσεις κυριάρχησαν κατ’ ἀρχήν δύο βασικές ἀντιλήψεις, οἱὁποῖες σύν τῷ χρόνω κατέστησαν βασικές καί θεμελιώδεις δογματικές ἀρχές: α) Ἡ ἀρχή τοῦ δογματικοῦ πλουραλισμοῦ, καί β) Ἡ ἀρχή τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Μέ τήν πρώτη υἱοθετεῖται καί νομιμοποιεῖται ἡ συνύπαρξη διαφορετικῶν δογμάτων καί πίστεων. Σύμφωνα μ’ αὐτήν καμία θρησκεία δέν ἔχει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια. Ὅλες οἱ θρησκεῖες, (μαζί καί ἡὈρθοδοξία), ἔχουν μέρος μόνον τῆς ἀληθείας. Ὁπότε ὅλες θά πρέπει νά συνεισφέρουν τό μερίδιό τους, ὥστε ἡ κάθε μία νά ἐμπλουτίσει τίς ἄλλες καί νά ἐμπλουτιστεῖἀπό αὐτές. Μέ τήν δεύτερη ἀρχή ἐλαχιστοποιοῦνται καί ἀμβλύνονται οἱ μεταξύ των θρησκειῶν δογματικές διαφορές, ἐνῶ καταβάλλεται προσπάθεια νά προβληθοῦν οἱ δῆθεν ὁμοιότητες καί τά μεταξύ αὐτῶν κοινά στοιχεῖα, ὥστε νά μή μείνουν περιθώρια στήν Ὀρθοδοξία νά διεκδικεῖ τήν ἀποκλειστικότητα καί τήν μοναδικότητα τῆς σωτηρίας. Διακηρύχθηκε μάλιστα ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι παρόν καί ἐνεργεῖ κατά παρόμοιο τρόπο σ’ ὅλες τίς θρησκεῖες. Ἁπλῶς ἐκφράζεται μέ διαφορετικά ὀνόματα. Στόν Ἰουδαϊσμό ὡς Σεχινά, στόν Χριστιανισμό, ὡς Ἅγιο Πνεῦμα, στόν Ἰνδουϊσμό ὡς Ἄτμαν, ἐνῶ στόν Μουσουλμανισμό ὡς Ρουάχ.[16]

Κυριάρχησε ἐπίσης στίς συναντήσεις αὐτές τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὐμανισμοῦ. Οἱ στόχοι καί ἡ μεθοδολογία τῶν διαλόγων σφραγίστηκαν μ’ ἕνα ἔντονο ἐγκοσμιοκρατικό χαρακτήρα καί προσανατολισμό. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό καλλιεργήθηκε ἡἰδέα ὅτι ἡ προσέγγιση καί ὁ διάλογος μέ τίς ἄλλες  θρησκεῖες, ἀποτελεῖ μία ἀναγκαιότητα προκειμένου ἔτσι νά συστρατευθοῦν ἀπό κοινοῦ σέ μιά κοινή μαρτυρία γιά τό καλό του κόσμου. Γιά νά καταπολεμίσουν, ὅπως ἰσχυρίζονται, τά ποικίλα κοινωνικά προβλήματα πού μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως  ὁ πόλεμος, ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος, ἡ φτώχεια, ἡ ἀνεργία ὁ θρησκευτικός φανατισμός, ἡ τρομοκρατία κ.λ.π. Γιά νά προωθήσουν τήν παγκόσμια εἰρήνη, τήν εἰρηνική συνύπαρξη καί συνεργασία  τῶν θρησκειῶν στίς σύγχρονες πολυθρησκευτικές κοινωνίες, τήν δικαιοσύνη, τήν ἐλευθερία καί τήν ἀδελφοσύνη μεταξύ των λαῶν. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ καὶ πρὸς ἐπίτευξη τῶν παρὰ πάνω στόχων υἱοθετήθηκαν οἱ διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, οἱὁποῖες ὅμως ρητὰἀπαγορεύονται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Ἂς σημειωθεῖἐν προκειμένω ὅτι στὸ Κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀπαγορεύσεως τῶν συμπροσευχῶν, πράγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἔστω καὶ σιωπηρῶς ἐγκρίνονται καὶ προωθοῦνται.

Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διάλογοι ὅπως ἀπέδειξαν τὰ πράγματα ὑπηρέτησαν καὶἐξακολουθοῦν νὰὑπηρετοῦν καὶ νὰ προωθοῦν τά σκοτεινά σχέδια  τῆς Νέας Ἐποχῆς, τήν ὁμογενοποίηση ὅλων των θρησκειῶν, προκειμένου ἔτσι νά οἰκοδομηθεῖ τό νέο θρησκευτικό μοντέλο τῆς πανθρησκείας τοῦἈντιχρίστου.Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ πρῶτος καί κύριος σκοπός τῆς Νέας Ἐποχῆς εἶναι ἡ δημιουργία τῶν καταλλήλων προϋποθέσεων γιά τήν οἰκοδόμηση μιᾶς Νέας Τάξεως Πραγμάτων, δηλαδή ἡἐνοποίηση τῆς ἀνθρωπότητος, πολιτική, οἰκονομική, πολιτισμική καί θρησκευτική καί ἡἐπίτευξη μιᾶς παγκόσμιας κυβερνήσεως ὑπό τήν ἡγεσία ἑνός νέου Μεσσία, ὁὁποῖος θά εἶναι ταυτόχρονα πολιτικός ἡγέτης καί θρησκευτικός, τῆς νέας παγκόσμιας θρησκείας πού θά προέλθει ἀπό τήν ὁμογενοποίηση καί τόν συγκερασμό ὅλων των θρησκειῶν τοῦ κόσμου. Αὐτήν ὅμως τήν ἰδέα τῆς συγκρητιστικοῦ τύπου ὁμογενοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος, πού ὁραματίζονται οἱ σχεδιαστές τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὁμολογοῦν ἐπίσης οἱ πρωτεργάτες τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων.

Παρά κάτω περιοριζόμαστε νά παραθέτουμε μερικές μόνον, λόγω ἐλλείψεως χρόνου, ἀποκαλυπτικές δηλώσεις, ἀλλά καί συγκεκριμένες πράξεις συμβολικοῦ χαρακτήρα, ὁρισμένων ἐξ’ αὐτῶν. Ἀρχίζουμε μέ τόν πρώηνΠατριάρχη Ἀλε-ξανδρείας κυρό Παρθένιο, ὁὁποῖος διεκήρυξε: «Γιά μένα τό θέμα τῆς γνώσεως ἄν τό Ἰσλάμ εἶναι ἤ δέν εἶναι μιά ἐμπνευσμένη θρησκεία δέν τίθεται: Εἶναι βεβαίως ἐμπνευσμένη…Ὁ Μωάμεθ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος ἔκαμε τούς Ἄραβας τῆς ἐρήμου νά πιστεύουν στόν ἕνα Θεόν ἱκανούς νά νηστεύουν, νά προσεύχονται, νά ἀγαποῦν τούς γείτονές τους καί νά ἐργάζονται γιά τό καλό. Καί αὐτό εἶναι καλό πράγμα».[17]Ὁ νῦν Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, στήν Παγκόσμια Διάσκεψη Θρησκείας καί Εἰρήνης στήν Riva del Garda τῆς Ἰταλίας στίς 4 Νοεμβρίου 1994, ἐδήλωσε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς:«…Ρωμαιοκαθολικοί καί Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες καί Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καί Ἰνδοί, Βουδιστές καί Κομφουκιανοί, ἦλθε ὁ καιρός ὄχι ἁπλῶς γιά προσέγγιση, ἀλλά γιά μιά συμμαχία καί συλλογική προσπάθεια πρός τόν σκοπόν τῆς καθοδηγήσεως τοῦ κόσμου, μακράν των ψευδοπροφητῶν τοῦἐξτρεμισμοῦ καί τῆς μισαλλοδοξίας».[18]Τόν Νοέμβριο τοῦ 2000 πραγματοποιήθηκε στό Καταμντού τοῦ Νεπάλ τό 39ο Διεθνές Συνέδριο γιά τό φυσικό περιβάλλον, στό ὁποῖο συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι ἕνδεκα θρησκειῶν, οἱὁποῖοι «προσέφεραν ἱερά Δῶρα στή γῆ». Στό συνέδριο συμμετεῖχε ὡς ὁμιλητής καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὁὁποῖος προσέφερε ὡς ἱερό δῶρο στή γῆ μιά μοναστηριακή ἔκταση στήν περιοχή τῆς Δωδεκανήσου.[19]  Σέ ἄλλη ὁμιλία του, πού ἐκφωνήθηκε στήν Α΄ Διαθρησκειακή Συνάντηση πού πραγματοποιήθηκε ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης τό Δεκέμβριο τοῦ 2001, ἐδήλωσε ἐνώπιον πολλῶν ἐκπροσώπων τοῦἸουδαϊσμοῦ καί τοῦἸσλάμ, ὅτι: «Ἐάν σταθῶμεν μέ τό προσῆκον δέος ἀπέναντί των προσωπικῶν ἀναζητήσεων ἑκάστης ψυχῆς, ἡὁποία γεννηθεῖσα εἰς ὁρισμένην θρησκευτικήν παράδοσιν, ἀνοίγει τάς πτέρυγάς της διά νά πετάξει εἰς ἀναζήτησιν τοῦἨγαπημένου, ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἔχομεν ἀνθρώπινον χρέος νά σεβασθῶμεν ἀπολύτως τήν προσωπικήν πορείαν ἕκαστου πρός τήν ὑπερτάτην ἀγάπην. Τότε ἐναγκαλιζόμεθα ἐν εἰρήνη τήν ψυχήν αὐτήν καί παρακολουθοῦμε ἐν ἄκρα σιωπή καί προσευχή τήν πορείαν της, εἴτε συμβαδίζει μέ ἠμᾶς [τούς Χριστιανούς] εἴτε ἀκολουθεῖἄλλον δρόμον, [λόγου χάριν τόν Ἰουδαϊσμό ἤ τό Ἰσλάμ], διότι ὁ Ἠγαπημένος τήν ἀναμένει καί θά τῆς δείξη τόν δρόμον».[20] Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009, μετέβη στήν Ἀμερική, ὅπου ἐπεσκέφθη τήν ἕδρα τῆς Coca cola, ὅπου προσέφερε στόν πρόεδρο τῆς ἐταιρίας κ. Μουχτάρ, ὡς ἀναμνηστικό δῶρο, ἀντί Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως θά περίμενε κανείς, τό Κοράνιο, τό ὁποῖο μάλιστα χαρακτήρισε ὡς «ἱερό».[21]  Τήν ἴδια ἐκείνη περίοδο, (Ὀκτώβριος 2009), ἐπεσκέφθη ἐπίσης καί τήν Ἑβραϊκή Συναγωγή τῆς Νέας Ὑόρκης, ὅπου ὁἀρχιραβίνος κ. Schneier, τόν ἐτίμησε προσφέροντάς του κάποιο ἀναμνηστικό δῶρο. Ὁ Πατριάρχης ἀντιφωνώντας ἐξέφρασε τήν μεγάλη χαρά του, γιά τήν παρουσία του στήν Συναγωγή καί ἐδήλωσε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ἀγαπητοί φίλοι, καλούμεθα νά γίνωμεν προφητικαί κοινότητες μεταμορφώσεως εἰς ἕνα τελματωμένον κόσμον […] Ἅς πιαστοῦμε ἀπό τά χέρια ὄχι μόνον εἰς προσευχήν, ἀλλά καί εἰς ἔνδειξιν ἀλληλεγγύης. Τό ὀφείλομεν εἰς τόν Θεόν μας, εἰς τούς κοινούς πατριάρχας μας Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, εἰς ὅλους ἠμᾶς καί εἰς τόν κόσμον».[22]  Παρόμοια προσφορά ὡς ἀναμνηστικοῦ δώρου τοῦ Κορανίου, εἴχαμε καί ἀπό τούς Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρο[23]  καί Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλο.[24]Ὁ πρῶτος κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Προέδρου τοῦ Σουδάν κ. Ὀμάρ Ἇλ Μπασίρ στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας τόν Φεβρουάριο τοῦ 2010 καί ὁ δεύτερος κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πρίγκηπος τῆς Ἰορδανίας κ. Ἐμίρ Γάζη στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2012.

Ἀναφέρουμε ἐπίσης τίς βλάσφημες δηλώσεις τοῦ πρώην Μητροπολίτου Ἐλβετίας Δαμασκηνοῦ: Κατά τόν Σεβασμιώτατο, ὅλες οἱ θρησκεῖες θεωροῦνται «ἠθελημέναι ὁδοί ἀπό τόν Θεόν γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν σωτηρία τῶν πιστῶν τους».[25]Ὅτι «κατά βάθος μιά ἐκκλησία, ἤἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦἀνθρώπου».[26]Ὅτι «ἡ οὐσιαστική ἀνεξιθρησκεία δέν περιορίζεται σέ ἁπλή ἀνοχή, ἀλλά συνίσταται πέραν αὐτῆς καί σέ μιά θετική ἀναγνώριση μιᾶς ξένης θρησκείας ὡς γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως μέ τό ἱερό».[27] Τέλος ὁ γνωστός καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Σάββας Ἀγουρίδης, μετά τήν συμμετοχή του στήν Β΄ Συνδιάσκεψη τῆς «Συνελεύσεως τῶν Θρησκειῶν τοῦ Κόσμου» στό Σάν Φραντσίσκο τό 1990, ἐδήλωσε: «ὉἸουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πρέπει νά γίνουν ἀποδεκτοί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὡς ἴσοι καί ὅμοιοι μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ὁ Βουδισμός, ὅπως προφανῶς καί ἄλλες θρησκεῖες, ἀποτελοῦν θρησκευτικά φαινόμενα, ὅπως ἡὈρθοδοξία».[28]

Σ’ ὅλα τα παραπάνω νά προσθέσουμε τήν παραχώρηση στίς 14 Νοεμβρίου 2015 τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Οὐάσιγκτον στούς μουσουλμάνους γιά νά τελέσουν δική τους λατρεία.[29] Τήν ἀνοικοδόμηση στό Βερολίνο διαθρησκειακού ναοῦ γιά Χριστιανούς, Μουσουλμάνους καί Ἑβραίους.[30] Καί τέλος τήν ἀποκατάσταση τοῦἸούδα καί τοῦἙβραϊκοῦ λαοῦἀπό τό στυγερό ἔγκλημα τῆς σταυρώσεως τοῦἸησοῦ Χριστοῦἀπό τόν Πάπα Βενέδικτο,[31]  τό 2011, τήν ὁποία ἀπεδέχθησαν ἔστω και σιωπηρῶς, χωρίς καμία διαμαρτυρία καί ἐξ’ Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές.

Ἡ Διαθρησκειακή οἰκουμενιστική «θεολογία» ὑπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Θεολογίας.

Α) Ὁ Θεός τῶν Ἑβραίων καί τοῦἸσλάμ.

Μέ βάση τίς θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ δογματικοῦ πλουραλισμοῦ, καί τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ οἱ πρωτεργάτεςτῶν διαλόγων καλλιέργησαν τήν ἀντίληψη, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν νόμιμες ἐκφάνσεις τοῦ θρησκευτικοῦφαινομένου. Ὅτι  τόσον ἡὈρθοδοξία ὅσο καί οἱ δύο ἄλλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες, ὁἸουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ, πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό καί ἑπομένως καί σ’ αὐτές ὑπάρχει σωτηρία. Προχώρησαν ἐπί πλέον καί σέ συμπροσευχές μέ τούς ἀλλοθρήσκους, οἱὁποῖες ρητά ἀπαγορεύονται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, (βλ. ΞΕ΄ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κ.α.). Ἰσχυρίζονται ἐπίσης, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖος ὁ διάλογος προκειμένου ἔτσι νά δοθεῖἡ μαρτυρία τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Τά πράγματα ὅμως ἀπέδειξαν τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Οἱ μέν ἀλλόθρησκοι δέν μετακινοῦνται ἀπό τίς θέσεις τους οὔτε στό ἐλάχιστο, ἐνῶ οἱὈρθόδοξοι, μεταξύ αὐτῶν δυστυχῶς καί Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, παρασύρθηκαν σέ πλάνες καί ἔφθασαν στό σημεῖο νά διατυπώνουν αἱρετικές καί βλάσφημες διδασκαλίες, πού ἀνατρέπουν ὁλόκληρο το Εὐαγγέλιο, ὅπως ἀναφέραμε ἤδη προηγουμένως.

Κατ’ ἀρχήν μεταξύ του Τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ θεοῦ τοῦἸσλάμ καί τοῦἸουδαϊσμοῦὑπάρχουν χαώδεις διαφορές, διότι  τόσον οἱ Ἑβραῖοι, ὅσο καί οἱ Μουσουλμάνοι δέν πιστεύουν σέ Τριαδικό Θεό, ἀλλά σέ ἕνα θεό μονοπρόσωπο. Ἐπίσης ἀπορρίπτουν τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν Θεότητα τοῦἸησοῦ Χριστοῦ καί τοῦἁγίου Πνεύματος. Εἶναι δέ ἀδύνατον νά ὑπάρχει σωτηρία σ’ αὐτούς, σύμφωνα μέ τόν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀπόστολου Πέτρου, ὁὁποῖος μᾶς βεβαιώνει ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν οὐδενί ἄλλω ἡ σωτηρία, οὐδέ γάρ ὄνομα ἔστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὤ δεῖ σωθεῖναι ὑμᾶς» (Πράξ. 4,12).Ὅλοκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῶν δύο αὐτῶν θρησκειῶν ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν βασική δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡὁποία δέχεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας καί λυτρωτής τοῦ κόσμου, διότι μόνον Αὐτός εἶναι «ἡὁδός καί ἡἀλήθεια καί ἡ ζωή», (Ἰω. 14,6), καί διότι μόνον σ’ αὐτόν «κατοικεῖ πᾶν το πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κόλ. 2,9), διά τοῦὁποίου ἐλάβομεν τό πλήρωμα τῆς ζωῆς: «καί ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦἠμεῖς πάντες ἐλάβομεν»(Ἰω.1,16).Ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅταν ἦρθε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἔδωσε μαρτυρία μόνον περί τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τόν λόγον τοῦ Κυρίου «ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ» (Ἰω.15,26). Δέν ἔδωσε καμία ἄλλη μαρτυρία οὔτε γιά τόν Μωάμεθ, οὔτε γιά ἄλλον προφήτη. Ὁ Χριστός ἐβεβαίωσε τούς ἀποστόλους ὅτι ὁ Παράκλητος θά τούς ὁδηγήσει «εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν», (Ἰω.16,13).Ἄν ἦταν ἀναγκαῖος καί ὁ Μωάμεθ γιά νά μᾶς ὁδηγήσει «εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν», τότε φθάνουμε στό βλάσφημο συμπέρασμα, ὅτι δέν τό ἔπραξε αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί χρειαζόταν νά ἔρθει καί ὁ ψευδοπροφήτης γιά νά τό συμπληρώσει.

Πέραν αὐτῶν τό γεγονός ὅτι οἱ Ἑβραῖοι ἦταν κάποτε ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐξακολουθοῦν νά πιστεύουν καί νά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό. Καί τοῦτο διότι στή συνέχεια ἀποδείχθηκαν ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς ἐκλογῆς, ἐπειδή ἀπέρριψαν τόν Μεσσία Χριστό καί τόν ἐσταύρωσαν, ἄν καί στό πρόσωπό Του πραγματοποιήθηκαν ὅλες οἱ μεσσιανικές προφητεῖες. Τήν θέση τοῦἑβραϊκοῦ λαοῦ κατέλαβε ὁ νέος Ἰσραήλ τῆς Χάριτος, ἡἘκκλησία, ὁ δέ παλαιός Ἰσραήλ ἀποδοκιμάσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, σύμφωνα μέ τούς λόγους του: «Ἰδού ἀφίεται ὑμίν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος», (Ματθ.23,38), «διά τοῦτο λέγω ὑμίν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει ποιούντι τούς καρπούς αὐτῆς» (Ματθ.21,43).Τήν ἴδια ἀποδοκιμασία ἐκφράζει καί ὁἅγιος πρωτομάρτυς Στέφανος στήν ἀπολογία τοῦὀλίγον πρό τοῦ μαρτυρίου του, ὁὁποῖος μέ δριμύτατες ἐκφράσεις καυτηριάζει τήν ἀπιστία καί σκληροκαρδία τῶν συμπατριωτῶν του: «Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τή καρδία καί τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίω ἀντιπίπτετε ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καί ὑμεῖς», (Πράξ.7,51). Διαλέχθηκε καί ὁἅγιος αὐτός μέ τούς Ἰουδαίους. Ποιά ὅμως σχέση καί ποιά ὁμοιότητα ἔχει ὁ διάλογος τοῦἁγίου, ποῦἀποτελεῖ μιά μαρτυρική ὁμολογία πίστεως τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, μέ τούς διαλόγους τῶν οἰκουμενιστῶν; Εἶναι βέβαιο ὅτι ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ ἅγιος Στέφανος, θά τόν χαρακτήριζαν οἱὀπαδοί τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων ὡς φανατικό καί φονταμενταλιστή.

Τήν ἴδια ἀπορριπτική στάση πρός τόν Ἰουδαϊσμό βλέπουμε νά τηροῦν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες  στά «Κατά Ἰουδαίων» συγγράμματά τους, ὅπως ἐπίσης καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν πρῶτο «Κατά Ἰουδαίων» λόγο τοῦ σημειώνει: «Οὔτε νά ἐκπλήττεσθε πού ἀποκάλεσα ἄθλιους τούς Ἰουδαίους. Γιατί πράγματι καί ἄθλιοι εἶναι καί ταλαίπωροι, ἀφοῦ περιφρόνησαν καί ἀπέρριψαν τόσα ἀγαθά, πού δέχθηκαν τά χέρια τους ἀπό τόν οὐρανό, ἀφοῦ πιό νωρίς ἀνέτειλε σ’ ἐκείνους ὁἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ὅμως ἐκεῖνοι ἀποστράφηκαν τήν ἀκτίνα του καί βρίσκονται τώρα στό σκοτάδι…Ἦταν οἱ κλάδοι τῆς ἁγίας ρίζας, ἀλλά κόπηκαν…».[32] Παρά κάτω προσθέτει: «Καί βέβαια θά ἰσχυριστοῦν, ὅτι καί αὐτοί προσκυνοῦν τόν Θεό. Ἀλλά αὐτό νά μήν τό πῆ κανένας. Γιατί κανένας Ἰουδαῖος δέν προσκυνεῖ τόν Θεό. Ποιός τά λέγει αὐτά; Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ: ‘Ἐάν γνωρίζατε’, λέγει, ‘τόν Πατέρα μου, θά γνωρίζατε καί ἐμένα. Ἀλλ’ οὔτε ἐμένα γνωρίζετε, οὔτε τόν Πατέρα μου’».[33]Πῶς θά χαρακτήριζαν ἄραγε σήμερα οἱὀπαδοί τῶν Διαλόγων τόν μεγάλο αὐτόν Πατέρα, ἄν ζοῦσε στήν ἐποχή μας καί τολμοῦσε νά πῆὅλα τα παρά πάνω;

Σχετικά μέ τό Ἰσλάμ θά ἀρκεσθῶ στήν εἰκόνα, πού μᾶς δίδει γι’ αὐτήν ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ μιά ἐπιστολή του, τήν ὁποία ἔστειλε πρός τό ποίμνιό του, τήν Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων, ὅταν βρισκόταν στή Λάμψακο αἰχμάλωτος στά χέρια τῶν Τούρκων: «Πράγματι αὐτό τό δυσσεβές καί θεομίσητο καί μιαρό γένος, (τῶν Τούρκων), ἰσχυρίζονται μέ κομπασμό, ὅτι ἐπικρατοῦν τῶν Βυζαντινῶν λόγω τῆς θεοφιλίας των, ἀγνοώντας ὅτι ‘ὁ κόσμος οὗτος ἐν τῷ πονηρώ κεῖται’ καί ὅτι τό μεγαλύτερο μέρος τουἔχουν οἱ κακοί καί δοῦλοι τῶν κάτω, πού ἐκβιάζουν μέ ὅπλα τά γειτονικά ἐδάφη…Γι’ αὐτό μου φαίνεται, ὅτι καί αὐτοί, πού κομπάζουν γιά τήν κακία τους, ἔπαθαν τό ἴδιο μέ τούς Ἕλληνες, γιά τούς ὁποίους λέγει ὁἀπόστολος, ὅτι παραδόθηκαν σέ ἀδόκιμον νοῦν ἐπειδή ‘γνόντες τόν Θεόν οὔχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν ἤἐσεβάσθησαν’. Διότι καί αὐτοί, ἐνῶἐγνώρισαν τόν Χριστόν, ἀφοῦ λέγουν ὅτι αὐτός εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Πνεῦμα, ἀλλά καί ὅτι ἐτέχθηκε ἀπό παρθένο καί ἔπραξε καί ἐδίδαξε θεία πράγματα, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, παραμένει ἀθάνατος καί πρόκειται νά ἔλθη καί νά κρίνη τά σύμπαντα, ἐνῶ λοιπόν ἐγνώρισαν ἔτσι τόν Χριστόν, δέν τόν ἐπίστευσαν ὡς Χριστό, δηλαδή Θεάνθρωπο Λόγο, ἀλλά ἄλλαξαν τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος καί ἐπίστευσαν καί ἐσεβάσθηκαν καί ἀκολούθησαν ἄνθρωπο ἁπλό, θνητό καί θαμμένον, τόν Μωάμεθ δηλαδή, παρά τόν Θεάνθρωπο καί ἀείζωο καί ἀΐδιο Λόγο, ὁὁποῖος ἄν καί ἐγεύθηκε μέ τήν σάρκα τόν θάνατο, ἀλλ’ αὐτό ἔγινε γιά νά καταργήσει τόν θάνατο καί νά γίνει ἀρχηγός τῆς αἰώνιας καί ἄφθαρτης ζωῆς…Ἐπειδή λοιπόν οἱ παρά πάνω ἀναφερόμενοι, ἐνῶἐγνώρισαν τόν Χριστόν, δέν τόν ἐδόξασαν καί δέν τόν ἐλάτρευσαν ὡς Χριστό, ὁ Θεός τούς παρέδωσε ‘εἰς ἀδόκιμον νούν’ καί ‘εἰς πάθη ἀτιμίας’, ὥστε νά ζοῦν μέ αἰσχρότητα καί ἀπανθρωπιά καί ὡς θεομίσητοι…νά ζοῦν μέ τόξο καί μάχαιρα καί μέ ἀσωτεία, ἐπιδιδόμενοι σέ ἀνδραποδισμούς, φόνους, λεηλασίες, ἁρπαγές, ἀκολασίες, μοιχεῖες, ἀνδρομανίες. Καί δέν πράττουν μόνο αὐτοί τέτοια πράγματα, ἀλλά, τί παρανοϊκότης, νομίζουν ὅτι καί ὁ Θεός τούς ἐπιδοκιμάζει».[34] Πέραν τούτου ἡἀποδοχή τοῦἸσλάμ προσβάλλει τούς ἁγίους Νεομάρτυρες, πού προτίμησαν νά χύσουν τό αἷμα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, παρά νά ἀλλάξουν τήν πίστη τους μέ τήν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καί ἀκυρώνει τήν ἀξία τῆς μαρτυρικῆς τους ὁμολογίας.

Β) Τό ἐπιχείρημα τῆς εἰρήνης.

Προβλήθηκε ἀκόμη τὸἐπιχείρημα, ὅτι οἱ Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις εἶναι ἀναγκαῖες γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς παγκόσμιας εἰρήνης. Στὸ Κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς γίνεται λόγος περὶ εἰρήνης στὸ Γ΄ κεφάλαιο μὲ τίτλο: «Περὶ εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης» καὶ στὸ Δ΄ μὲ τίτλο: «Ἡ εἰρήνη καὶἡἀποτροπὴ τοῦ πολέμου». Στὰ κεφάλαια αὐτὰ γίνεται προσπάθεια νὰ κατανοηθοῦν καὶ νὰἐφαρμοσθοῦν οἱ περὶ εἰρήνης βιβλικὲς καὶ πατερικὲς ἀναφορὲς μὲ τὴν κοσμική τους σημασία, προκειμένου ἔτσι νὰ δικαιολογηθεῖὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀποτροπὴ τοῦ πολέμου καὶ στὴν ἑδραίωση τῆς παγκόσμιας εἰρήνης.

Ὡστόσο ὁ ὅρος «εἰρήνη» ἔχει μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας χαρισματικό περιεχόμενο, πού διαφοροποιεῖται οὐσιαστικά ἀπό τήν κοσμική σημασία, πού ἀποδίδεται σ’ αὐτόν. Κανείς δέν ἀμφιβάλλει, ὅτι οἱ πόλεμοι, οἱ συγκρούσεις, οἱ αἱματοχυσίες καί οἱ τρομοκρατικές ἐνέργειες δέν εἶναι σύμφωνες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι ἐπακόλουθά της ἁμαρτίας, καί τῆς ἀποστασίας τοῦἀνθρώπου ἀπό τόν Θεόν καί τότε μόνον θά ἐκλείψουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει ἐν μετανοία μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καί φυλάξει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει μέν τόν τρόπον τῆς θεραπείας τοῦ κακοῦ, δέν μπορεῖ ὅμως νά μεταβληθεῖ σέ ἕναν ἐγκόσμιο εἰρηνευτικό ὀργανισμό, οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἐγκλωβιστεῖ σέ ἐγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία ἐκκοσμικεύεται καί ἐκφυλίζεται, χάνει τήν σωτηριολογική τῆς ἀποστολή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, πού σκοπό ἔχει νά προσλάβει καί νά θεώσει τόν κόσμο, καί ὄχι νά γίνεται ἡἴδια κόσμος. Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά εἰρηνεύσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά εἰρηνεύσουν καί οἱἄνθρωποι στή συνέχεια μεταξύ τους. Νά προσφέρει τόν Χριστό, τόν μόνον εἰρηνοποιόν, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἡ εἰρήνη ἠμῶν» (Ἐφ.2,14) κατά τόν ἀπόστολο.Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰρήνη δέν σημαίνει τήν ἀπουσία πολέμου, ἀλλά εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος: «ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστίν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη…»  (Γαλ.5,22). Ἐξ ἄλλου καί ὁἴδιος ὁ Χριστός τήν ἀντιδιαστέλλει ἀπό τήν κοσμική εἰρήνη:«εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμίν, οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμίν» (Ἰω.14,27).Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καί οἱἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδέποτε κατενόησαν τήν ἀποστολή τους, ὅπως τήν κατανοοῦν σήμερα οἱὀπαδοί τῶν Διαλόγων. Οὐδέποτε διανοήθηκαν νά συμμαχήσουν καί νά συνεργαστοῦν μέ ἄλλες θρησκεῖες καί αἱρέσεις γιά νά ὑπηρετήσουν μία κοσμικοῦ τύπου παγκόσμια εἰρήνη, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τούς παραπάνω  λόγους τοῦ Κυρίου.

Ἐπικαλεῖται ἀκόμη τὸ Κείμενο, (Α΄ κεφ. § 6), τὸ βιβλικὸ χωρίο τοῦἀποστόλου Παύλου «Θεοῦἐσμὲν συνεργοὶ» (Α΄ Κορ.3,9) γιὰ νὰ θεμελιώσει βιβλικὰ τὴν ἀνάγκη συνεργασίας τῆς Ἐκκλησίας «μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως τῶν ἀγαπώντων τὴν ἀληθῆ εἰρήνην, ἐπ’ ἀγαθῶ τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας ἐπὶ τοπικοῦ, ἐθνικοῦ, καὶ διεθνοῦς ἐπιπέδου». Προφανῶς μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους «καλῆς θελήσεως» συμπεριλαμβάνονται καὶἄνθρωποι κάθε θρησκεύματος. Ὡστόσο τὸ παραπάνω χωρίο τοῦἀποστόλου ἑρμηνεύεται μόνο σὲ καθαρὰἐκκλησιολογικὰ πλαίσια καὶ οὐδέποτε βεβαίως σὲ πλαίσια διαθρησκειακά. Συνεργασία σὲ διαθρησκειακὸἐπίπεδο μὲ βάση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, οὔτε δυνατὴ εἶναι, οὔτε ἐπιτρεπτή. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συνεργαστοῦμε  μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, πού βρίσκονται στὸ σκότος τῆς πλάνης, χωρὶς νὰ προσκρούσωμε τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀποστόλου: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6,14). Ποιὰ ἐπικοινωνία, καὶ κατὰ συνέπεια, ποιᾶς μορφῆς συνεργασία, μπορεῖ νὰὑπάρχει μεταξύ του φωτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ σκότους τῶν διαφόρων αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν; Ἀσφαλῶς καμία. Οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς δυστυχῶς, ἀγνοοῦντες καὶ διαγράφοντες θεληματικὰ τὶς παρὰ πάνω διδασκαλίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τὶς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶτὴν ἰδίαν διδασκαλίαν «ζητοῦντες στῆσαι», τὴ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ «οὒχ ὑπετάγησαν» (πρβλ. Ρώμ. 10,3).Ὁραματίζονται μία κοσμικοῦ τύπου εἰρήνη μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶἀλλοθρήσκους, στὴν ὁποία «τὸ νενοσηκώς» σῶμα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν δὲν θὰ «ἀποτέμνηται», οὔτε «τὸ στασιάζον» θὰ χωρίζεται, ἀλλὰ θὰἐναρμονίζεται μὲ τὸὑγιὲς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!

Ἐπικαλεῖται ἀκόμη τὸ Κείμενο, (Α΄ κεφ. § 6) τὸν Μακαρισμό τοῦ Κυρίου στήν ἐπί τοῦὍρους ὁμιλία του «Μακάριοι  οἱ εἰρηνοποιοί» (Ματθ.5,9).Ὡστόσο τό ἔργο τῶν εἰρηνοποιῶν, τούς ὁποίους μακαρίζει ἐδῶὁ Κύριος, δέν ἔχει καμία σχέση μέ τίς προσπάθειες καταλλαγής πού καταβάλλουν οἱ Οἰκουμενιστές μέσα στά πλαίσια τῶν Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων καί Διαλόγων.Οἱ εἰρηνοποιοί, γιά τούς ὁποίους ἐδῶὁμιλεῖὁ Κύριος εἶναι οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱὁποῖοι ἀναλαμβάνουν νά συμφιλιώσουν τούς ἀνθρώπους μέ τόν Θεόν. Ὁἄνθρωπος, ὑποδουλωμένος στά πάθη καί στήν ἁμαρτία, εὑρίσκεται σέ κατάσταση ἔχθρας μέ τόν Θεόν καί ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς καί συμφιλιώσεως, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ μακαρίου Παύλου:«Εἰ γάρ ἐχθροί ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διά τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῶ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ» (Ρωμ.5,10).Ὅταν δέ ἐπιτευχθῆ αὐτή ἡ καταλλαγή διά τῆς πίστεως, τότε ὁἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τό ἀγαθόν τῆς εἰρήνης:«Δικαιωθέντες οὔν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρός τόν Θεόν διά τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», (Ρωμ.5,1). Αὐτό δέ ἀκριβῶς τό ἔργο τῆς καταλλαγῆς ἐπιτυγχάνεται μόνον ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ποτέ μέσα στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, οὔτε βεβαίως σέ συνεργασία μέ ἄλλες θρησκεῖες.

Πέραν τούτου, ἡ εἰρήνη δέν εἶναι πάντοτε ἐπαινετή, οὔτε ὁ πόλεμος πάντοτε κακός. Ὑπάρχει κακή εἰρήνη, ὅταν συμβιβαζόμαστε μέ τήν πλάνη καί προδίδουμε τήν πίστη καί καλός πόλεμος, γιά τόν ὁποῖον ὁμιλεῖὁἴδιος ὁ Χριστός: «Μή νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν. Ἦλθον γάρ διχᾶσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα κατά τῆς μητρός αὐτῆς καί νύμφην κατά τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καί ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ»,(Ματθ.10,34-36). Ὁἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει: «Οὐ γάρ πανταχοῦὁμόνοια καλόν. Καί ἐπί τοῦ πύργου ἐκείνου, (τῆς Βαβέλ), τήν κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε καί ἐποίησε εἰρήνην».[35]  Σέ ἄλλη συνάφεια, ἐρμηνεύοντας τόν  λόγο τοῦἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή «εἰ δυνατόν το ἐξ ὑμῶν μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες», λέγει: «Καλῶς δέ τό ἑξῆς ἐκέλευσεν εἰπῶν, ‘εἰ δυνατόν’. Ἔστι γάρ ὅπου οὐ δυνατόν. Οἶον ὅταν περί εὐσεβείας ὁ λόγος ἤ, ὅταν περί ἀδικουμένων ὁἀγών.[…] Εἰ δέ πού τήν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μή προτίμα τήν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου […] τήν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς».[36]Ὁἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπιβεβαιώνει: «Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».[37]

Στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής, (Α΄ κεφ. §5), γίνεται επίσης λόγος για «συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦἀνθρώπου».Ἀλλά και στους μέχρι τώρα Διαλόγους προβλήθηκε τό ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, καί συμφιλιώσεως τῶν λαῶν καί τῶν θρησκειῶν.ἩὈρθοδοξία οὐδέποτε ἀρνήθηκε τήν συνύπαρξη καί συμβίωση μέ ἀνθρώπους διαφορετικῶν πίστεων, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τῆς τόν λόγον τοῦἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, «εἰ δυνατόν το ἐξ ὑμῶν μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (12,18). Ἐν ἀντιθέσει  βέβαια μέ ἄλλες θρησκεῖες, ὅπου ἔχουμε πάμπολλα συγκεκριμένα παραδείγματα θρησκευτικῆς βίας. Ἡἱστορική τους πορεία μέχρι σήμερα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας ἀδιάκοπος ἀγώνας ἐπιβολῆς τῆς θρησκευτικῆς των ἰδεολογίας ἀκόμη καί διά τῆς βίας. Τό ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τόν λόγον τοῦ Κυρίου, «εἰἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν», (Ἰω.15,20),ἀλλά και μέ τόν λόγον τοῦἀποστόλου Παύλου «πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν ΧριστῷἸησοῦ διωχθήσονται», (Β΄ Τιμ.3,14). Εἶναι ἀδύνατον ὁ πιστός, πού πραγματικά θέλει νά ζήσει τήν ἐν Χριστῷ ζωή, νά ἀποφύγει τόν διωγμό καί νά συμβιώσει εἰρηνικά μέ τόν κόσμο τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀποστασίας, διότι ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο τό ἀπέκλεισε ὁ Χριστός, ὡς νόμο πνευματικό.

Γ)  Τό ἐπιχείρημα τῆς ἀγάπης

Οἱ ὀπαδοί τῶν Διαλόγων προέβαλαν ἐπίσης τό ἐπιχείρημα τήν ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ὅτι δηλαδή ἡἀγάπη ἐπιβάλλει τό ἄνοιγμα καί τήν συνεργασία μέ τούς ἀλλοθρήσκους γιά τό κοινό καλό της ἀνθρωπότητος. Ἡἀγάπη ὅμως, ὅπως καί ἡ εἰρήνη, ἐπειδή εἶναι χάρισμα (βλ. Γαλ. 5,22) καί ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦἁγίου Πνεύματος, διαφοροποιεῖται οὐσιαστικά ἀπό τήν κοσμική ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, πού στήν καλύτερη περίπτωση εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος συναισθηματισμός καί στή χειρότερη πρόσχημα ὑποκρισίας καί ἰδιοτέλειας. Ἡἀληθινή ἀγάπη ἔχει καθολικό χαρακτήρα, ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ψυχοσωματική ὑπόσταση τοῦἀνθρώπου καί δέν περιορίζεται μόνο στίς βιολογικές του ἀνάγκες καί στίς συνθῆκες διαβιώσεώς του. Ἐνδιαφέρεται πρωτίστως γιά τήν αἰώνια προοπτική του, τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία του. Ἡἀγάπη ποτέ δέν χωρίζεται ἀπό τήν ἀλήθεια, οὔτε εἶναι δυνατόν νά στραφεῖἐναντίον της. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσει τό γεγονός, ὅτι ὁἀλλόθρησκος βρίσκεται μέσα στό σκότος τῆς πλάνης καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, καί ἑπομένως δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκρύψει ἀπό αὐτόν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τόν Χριστόν ὡς τήν μοναδική ὁδό σωτηρίας καί λυτρώσεως. Δέν ὑπάρχει χειρότερο κακό ἀπό τήν ἀπόκρυψη τῆς ἀλήθειας, πού ἔχει σάν ἀποτέλεσμα τήν στέρηση τῆς σωτηρίας καί μόνο ὡς ἔργο ἀγάπης δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ. Ὅταν ὅμως στούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους πολλοί «Ὀρθόδοξοι» Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, ἀντί νά ἐπισημάνουν τό σκότος τῆς πλάνης τῶν ἄλλων θρησκειῶν καί νά καλέσουν σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Θεός τῶν Ἑβραίων καί τῶν Μουσουλμάνων εἶναι ὁἀληθινός Θεός καί ὅτι ὑπάρχει σωτηρία μέσα στίς παρασυναγωγές αὐτές, δέν προδίδουν τήν ἀλήθεια καί δέν ἀποκρύπτουν τήν μοναδική ὁδόν σωτηρίας, τόν Χριστόν;

Δ) Τό ἐπιχείρημα τῶν Διαλόγων τῶν ἁγίωνἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων με τους ἀλλοθρήσκους.

Οἱ Διαθρησκειακοί Διάλογοι, λέγουν ἀκόμη οἱὀπαδοί τῶν Διαλόγων, δέν εἶναι ἄγνωστοι στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόσον οἱἀπόστολοι ὅσον καί ὁρισμένοι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, ὅπως ὁἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁἅγιος Κύριλλος φωτιστής τῶν Σλάβων, ὁἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κ.α., ἦρθαν σέ ἐπικοινωνία καί διάλογο μέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, πραγματοποίησαν διαθρησκειακές συναντήσεις μέ Ἰουδαίους καί εἰδωλολάτρες καί ἑπομένως οἱ σημερινοί διάλογοι εἶναι συνέχεια ἐκείνων. Ὁὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. π. Θεόδωρος Ζήσης στό πολύ ἀξιόλογο ἔργο τοῦ «Διαθρησκειακές Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν ἁγίων Μαρτύρων»[38]  κάνει μία σύγκριση ἐκείνων τῶν διαλόγων μέ τούς σημερινούς καί συμπεραίνει, ὅτι οἱ διάλογοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων «δέν ἔχουν καμία σχέση, οὔτε μακρινή, πρός ὅσα γίνονται σήμερα». Παραθέτει μάλιστα πλῆθος βιβλικῶν μαρτυριῶν καί ἀποσπάσματα πατερικῶν κειμένων μέ τά ὁποῖα ἀποδεικνύει αὐτή τήν ἀλήθεια. Οἱἅγιοι ἀπόστολοι καί Πατέρες εἶχαν ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα. Ἀγωνίζονταν ἀνυποχώρητοι μέχρι θανάτου νά μεταδώσουν τό σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου στούς λαούς, πού βρίσκονταν μέσα στό σκότος τῆς εἰδωλολατρίας καί τῆς αἱρέσεως γιά νά τούς καταστήσουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Στυλίτευαν μέ καυστικούς λόγους τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας,  τοῦἸουδαϊσμοῦ καί τοῦἸσλάμ. Δέν ἔκαναν ἐκπτώσεις καί συμβιβασμούς σέ θέματα πίστεως, ἄν καί εὑρέθησαν κάτω ἀπό πολύ δυσμενέστερες συνθῆκες ἀπό ὅ,τι οἱ σημερινές. Ἀντίθετα οἱ σημερινοί ὀπαδοί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Πανθρησκείας καθιέρωσαν ἄλλο ἦθος καί ἄλλη τακτική, ξένη πρός αὐτήν τῶν Πατέρων μας. Τήν αὐστηρότητα ἐκείνων ἀντικατέστησαν οἱ φιλοφρονήσεις, οἱ κοσμικές εὐγένειες, οἱἐναγκαλισμοί, οἱἀνταλλαγές δώρων μέ τούς ἀλλοθρήσκους, οἱ συμπροσευχές. Τίς συνθῆκες διωγμοῦ καί θλίψεων ἐκείνων, οἱἄνετες συζητήσεις σέ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα μέ πλούσια δεῖπνα. Τήν ξεκάθαρη καί ὁμολογιακή γλώσσα ἐκείνων, οἱ βλάσφημες δηλώσεις πατριαρχῶν, ἐπισκόπων καί θεολόγων, ὅπως ἐξετέθησαν παρά πάνω, καί ἡ διφορούμενη καί διάτρυτη διπλωματική γλώσσα τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ἡγετῶν, ὅπου ὅλοι λένε τό ἴδιο, ἀλλά δέν ἐννοοῦν ὅλοι το ἴδιο, ἀλλά ὁ καθένας διαλέγει καί παίρνει ὅ,τι τοῦἀρέσει. Εἶναι βέβαιο, ὅτι ἄν ζοῦσαν στήν ἐποχή μᾶς οἱἅγιοι μάρτυρες καί οἱἅγιοι Πατέρες, οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές θά τούς ἀπέρριπταν ὡς ἀκραίους, φανατικούς καί φονταμενταλιστές, ὅπως κατηγοροῦν καί ὑβρίζουν ὅλους ὅσους ἀγωνίζονται σήμερα κατά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μέ πολύ θράσος ἐμφανίζονται ὡς ἔχοντες περισσότερη ἀγάπη καί διάκριση ἀπό αὐτούς, τούς γίγαντες τοῦ Πνεύματος, τούς φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης, «ὧν οὐκ ἥν ἄξιος ὁ κόσμος», (Ἑβρ.11,38), κατά τόν ἀπόστολο καί ἔχουν τήν ἀξίωση νά  διορθώσουν τό ἦθος καί τήν διαγωγή τους.

Συμπεράσματα

Περαίνοντες τήν εἰσήγησή μας καί συνοψίζοντας ὅλα τα παραπάνω, θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε στά ἀκόλουθα συμπεράσματα:

Α) Ἤδη ἀπό τήν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου τό 1961 δρομολογεῖται τό διαθρησκειακό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀργότερα, στήν Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, (τό 1976), τό θέμα τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων καί γενικότερά της διαθρησκειακῆς συνεργασίας προγραμματίζεται νά ἀποτελέσει ἕνα ἀπό τά δέκα θέματα τῆς μελλούσης νά συνέλθει Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.

Β) Οἱ προσυνοδικές ἀποφάσεις τῶν Α΄ καί Γ΄ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων οἱ Διαθρησκειακοί Διάλογοι καί Συναντήσεις καθιερώνονται πλέον ὡς θεσμός στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, σέ καμιά περίπτωση καί ἐπ’ οὐδενί λόγω μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν ὡσάν νά εἶχε ἤδη πραγματοποιηθεῖἡἉγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ὡσάν νά εἶχε ἤδη ἐγκρίνει τίς ἐν λόγω προσυνοδικές ἀποφάσεις εἶναι πέρα γιά πέρα ξένη πρός τήν Πατερική καί Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀποτελοῦν δέ ἐν τέλει ἐμπαιγμό τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ καί μεταβάλλουν τήν μέλλουσα νά συνέλθη Σύνοδο σέ θέατρο ἐντυπώσεων. 

Γ) Οἱ Διαθρησκειακοί Διαλόγοι καί Συναντήσεις μέ κανένα τρόπο δέν μποροῦν νά δικαιωθοῦν, οὔτε μποροῦν νά θεμελιωθοῦν στήν ἁγία Γραφή καί στήν Ὀρθόδοξη Πατερική μας Θεολογία.

Δ) Ἡ πείρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων ἀπέδειξε τήν πλήρη χρεοκοπία τους. Παρά τήν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁἰσλαμικός φανατισμός, ὄχι μόνον δέν καταστέλλεται, ἀλλά γιγαντώνεται ὅλο καί περισσότερο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τόν ἐπί πέντε χρόνια πόλεμο στή Συρία, τόν πόλεμο στό Ἰράκ καί τά συνεχῶς αὐξανόμενα κρούσματα τρομοκρατίας, ἀπότοκα του ἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ στή Μέση Ἀνατολή καί στήν Βόρειο Ἀφρική, ἀλλά καί σέ χῶρες τῆς Εὐρώπης, ὅπως πρόσφατα στή Γαλλία, ὅπου δολοφονοῦνται χιλιάδες ἀθώα θύματα χριστιανῶν ἀπό φανατικούς Τζιχαντιστές μουσουλμάνους.

Ε) Τό ἐπιχείρημα τῆς δῆθεν μεταδόσεως τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος καί προσελκύσεως τῶν ἀλλοθρήσκων στήν Ὀρθοδοξία ἀποδείχθηκε χίμαιρα καί ἀπάτη. Οἱ μετέχοντες στούς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, Συνέδρια καί Συναντήσεις δέν μπόρεσαν δυστυχῶς νά μεταφέρουν ἀνόθευτη τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά οὔτε καί νά προσελκύσουν ἔστω καί ἕνα ἀλλόθρησκο στήν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα μάλιστα ἔφθασαν στό ἀξιοθρήνητο κατάντημα νά παρασυρθοῦν σέ πλάνες καί αἱρέσεις καί νά διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, παρασύροντες στήν πλάνη τούς ἀσθενεῖς στήν πίστη καί προκαλοῦντες ἔτσι μεγίστη πνευματική φθορά καί διάβρωση τοῦὈρθοδόξου φρονήματος.

ΣΤ) Τυχὸν θεσμικὴ κατοχύρωση καὶ συνοδικὴἀναγνώριση τῶν ἐν λόγω Συναντήσεων καὶ Διαλόγων ἀπὸ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθη Σύνοδο, κινδυνεύει νὰ μεταβάλλει τὴν ἐν λόγω Σύνοδο σὲ Ψευδοσύνοδο, τὴν ὁποία θὰ κληθεῖὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰἀπορρίψει.

Θά κλείσω μέ τά σοφά καί χαριτωμένα λόγια τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου,ὁὁποῖος ἀναφερόμενος στόν Οἰκουμενισμό καί τούς Διαλόγους, ἔλεγε τά ἑξῆς: «Μαζεύονται καί συνεδριάζουν καί κάνουν συζητήσεις ἀτέλειωτες γιά πράγματα πού δέν χωράει συζήτηση, πού οὔτε οἱἅγιοι Πατέρες συζήτησαν ἐδῶ καί τόσα χρόνια. Ὅλες αὐτές οἱἐνέργειες εἶναι τοῦ πονηροῦ, γιά νά ζαλίζουν καί νά σκανδαλίζουν τούς πιστούς καί νά τούς σπρώχνουν ἄλλους στήν αἵρεση καί ἄλλους σέ σχίσματα καί νά κερδίζει ἔδαφος ὁ διάβολος. Πά, πά…βασανίζουν καί μπερδεύουν τόν κόσμο αὐτοί οἱἄνθρωποι!…».[39]  Σέ ἄλλη συζήτηση πού εἶχε μέ κάποια πρόσωπα, ὅταν ἔμαθε γιά τήν  σύγκληση τῆς Α΄ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης καί τά θέματα ποῦ συζητήθηκαν σ’ αὐτήν, εἶπε μέ πόνο ψυχῆς τά ἑξῆς: «Καταλαβαίνετε τί πάει νά γίνη; Θά φύγη ἡ Παράδοση καί θά μείνη ἡ παράβαση! Καταλαβαίνετε πόσο σοβαρό εἶναι αὐτό; Εἶναι σάν νά βγάζουμε ἀπό τό σπίτι ἕνα τοῦβλο. Ἐκείνη τή στιγμή φαίνεται ὅτι δέν παθαίνει τίποτε τό σπίτι, ἀλλά σιγά σιγά μπαίνουν νερά, βγαίνει καί ἄλλο τοῦβλο, καί ἄλλο, καί στό τέλος τό σπίτι γίνεται ἐρείπιο».[40]

Εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας νά μέ ἀκούσετε.

 

[1]Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, Προβλήματα και Προοπτικαί,  Έκδ. «Εκκλησιαστικόν  Επιστημονικόν και Μορφωτικόν  Ίδρυμα Ιωάννου και Εριέττης Γρηγοριάδου», Αθήναι 1990, σελ. 25.

[2]Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Προς την Αγίαν….ο.π. σελ. 29.

[3](Γεν.2,16-17), (Ματθ.5,9), (Ιω. 14,27), (Εφ.6,15. 2,17. 2,14. Γαλ.3,28. Κολ.1,20. Φιλ.4,7), κ.α.

[4]Ομ. 45,7.PG.36,632 και Ομ.31,15. PG. 36,149

[5]Επιστ. 114, PG. 32,528 και Επιστ. 203,2. PG. 32,737

[6]Κατά αιρέσεων, 10,35. PG. 16,3454

[7]Περί θείων ονομάτων, 11,2,4. PG. 3,953

[8]Παιδαγ. 2,2. PG. 8,428. Προτρεπτ.11. PG. 8,236. Στρωμ. 4,25. PG. 8,1369-72

[9]Βλ. Ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ε’ Προσυνοδική Διάσκεψη, Ιστολόγιο «Ρομφαία», 22 Οκτωβρίου 2015

[10]Πρακτικά της εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως , (24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961),  Ανάτυπον από τεύχους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σελ.38.

[11]Βλ. Διάταγμα Β΄ Συνόδου Βατικανού, τεύχ. 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα σ. 43-44.

[12]Βλ.  Γ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, Έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 369.

[13]Γ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα…ο.π. σ. 369.

[14]Βλ.  Γ. Μαρτζέλου, Ορθοδοξία και Διαθρησκειακός Διάλογος, users.auth.gr/martzelo /index. files/docs /84.doc, σελ. 4-5.

[15]Βλ.  Γ. Μαρτζέλου, Ορθοδοξία και Διαθρησκειακός Διάλογος …ο.π. σελ.6

[16]Βλ. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Οικουμενισμός και Νέα Εποχή. Διαθρησκειακές συναντήσεις και διάλογοι, εν: Οικουμενισμός Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικά  Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Εκδ. «Θεοδρομία», Σεπτέμβριος 2004, Τόμ. Α΄, σελ.33.

[17]Πατρ. Αλεξανδρείας Παρθενίου, στο «You Shall Be My Witnesses», Επιμέλεια Γεωρ. Λαιμοπούλου, Εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1991, σελ. 19.

[18]Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ.511/30.11.1994, σελ. 28.

[19]Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Οικουμενισμός και Νέα Εποχή…ο.π. σελ. 38.

[20]Ιωάννη Ρίζου, Οι ληστές της Θείας Διδασκαλίας. Η Παγκόσμια θρησκεία του Οικουμενισμού και οι ψευδοδιδάσκαλοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Έκδ. Ιεράς Μονής Αγίας Παρασκευής Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδας, Μέρος Α΄, σελ.32-33.

[21]Ιωάννη Ρίζου, Οι ληστές της Θείας Διδασκαλίας….ο.π. σελ. 41.

[22]Bλ. ιστοσελίδα augoustinos-kantiotis.gr,  28.10.2009.

[23]Bλ. ιστοσελίδα whatisnewage-newage.blogspot.com/2010/08/blog-post.html

[24]Bλ. ιστοσελίδα thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_4028.html

[25]Μητροπολίτου πρώην  Ελβετίας Δαμασκηνού, Λόγος Διαλόγου, σελ. 156.

[26]Μητροπολίτου πρώην  Ελβετίας Δαμασκηνού, εν: «Ορθοδοξία και Ισλάμ.Κριτική προσέγγισις του ακαδημαϊκού διαλόγου υπό το φως των αγίων Πατέρων», Εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 17.

[27]Μητροπολίτου πρώην Ελβετίας Δαμασκηνού, στο Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 426/1.10.1989, σελ. 6.

[28]Π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Διαλογισμός ή προσευχή; Ορθόδοξη θεώρηση, Αθήναι 1993, σελ. 236.

[29]Βλ. άρθρο του Ν. Χειλαδάκη στο ιστολόγιο Pro News, 19.11.2014

[30]Βλ. άρθρο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, στην ιστοσελίδα http://www.impantokratoros.gr/ D456D4D3.el.aspx

[31]Bλ. ιστοσελίδα http://www.fourakis-kea.com/forum/viewtopic.php?f=13&t=1700

[32]Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων 1,2,ΕΠΕ 34,103-105.

[33]Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων1,3,ΕΠΕ 34,111.

[34]Γρηγορίου του Παλαμά, Επιστολή προς την εαυτού Εκκλησίαν  8, ΕΠΕ 7,166-168

[35]Βλ.  Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Παν. Τρεμπέλα, Αθήναι 1951, σ. 212.

[36]Υπόμνημα εις την προς Ρωμαίους Επιστολή  ΚΓ΄, ΕΠΕ 17,490-492, PG 60,611.

[37]Γρηγορίου Θεολόγου, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής  82, ΕΠΕ 1,176.

[38]Εκδόσεις «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2003

[39]«Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, τομ. Α΄σελ. 210,238

[40]«Ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης», Έκδ. Ιερού ΄Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2015, σελ. 374.

aktines.blogspot.gr

You might also like:

 

Γλυφάδας Παύλος: »Ερωτήματα περί την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»

gly

Ακολουθεί η εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτη Γλυφάδας κ. Παύλου στην Θεολογική Ημερίδα «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος – Μεγάλη Προετοιμασία χωρίς προσδοκίες» με θέμα: Ερωτήματα περί την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.


Ἡ σύγκληση μιᾶς Συνόδου Ἐπισκόπων, ἀνέκαθεν λειτουργεῖ στόν Ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σταθμός τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος, ὡς σημεῖο αὐτοελέγχου καί αὐτοσυνειδησίας, ὡς εὐκαιρία ἐπανασχεδιασμοῦ τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.

Ἡ ἀσφαλής ἐπιβίβαση τῶν χριστιανῶν, στό νοερό καράβι τῆς Ἐκκλησίας, πού διαπλέει τό πέλαγος τοῦ παρόντος πεπερασμένου χρόνου, ἀποτελεῖ τό ἐχέγγυο τῆς διαπόρθμευσης μέ ἀσφάλεια ἐκ τοῦ κόσμου τούτου στήν αἰώνια πραγματικότητα.

Ἡ προγραμματισμένη λοιπόν γιά τόν προσεχῆ Ἰούνιον Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, καλεῖται νά καταγραφεῖ στήν ἱστορία, ὡς ἕνας σταθμός ψυχικῆς ὠφέλειας τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς μία κίνηση ἐπαναβεβαίωσης τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν εὐθύνη πού μᾶς ἀναλογεῖ ἀπέναντι στους χριστιανούς τῆς Μητροπολιτικῆς μας περιφερείας, ἀλλά καί πρός ὁλόκληρον τόν λαό τοῦ Θεοῦ, εὑρισκόμεθα σήμερα μαζί σας, προκειμένου νά θέσουμε δημοσίως ὁρισμένους προβληματισμούς μας, ὡς πρός τήν σύγκληση αὐτῆς τῆς Συνόδου.

Για τήν χορήγηση αὐτοῦ τοῦ βήματος, πολλές εὐχαριστίες ὀφείλονται καί πάλι στούς διοργανωτές τῆς παρούσης ἡμερίδος, στούς ἐκλεκτούς εἰσηγητάς, καί πρωτίστως εἰς τόν ἀγωνιστήν Ἅγιον Πειραιῶς, πού συνέλαβε τήν ἰδέα γιά τήν πραγματοποίησή της.

1. Πρίν ἀπό 45 χρόνια, τό ἔτος 1971, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, αὐτός ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος τῶν Βαλκανίων, ἔγραφε πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας: «Εἰς τήν Ἐκκλησίαν, γιά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα, οὐδέν ἐπιτρέπεται νά ρυθμίζεται κατά ἀνθρωπον, κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν. Ἐάν καί τά σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τόν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν καί ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως». Καί τόνιζε τότε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «Προσωπικῶς δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχη, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας».

Και τίθεται τό ἐρώτημα: Ἔχει ἀλλάξει κάτι τά τελευταῖα χρόνια, ὥστε σήμερα νά εἶναι ἀναγκαία καί σκόπιμη, ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ;
Ἀλλά γιά τό μή ἀναγκαῖον τῆς συγκλήσεως μιᾶς τέτοιας Συνόδου, ὁμιλεῖ καί ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ἀσκητής καί πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 20οῦ αἰώνα, εἰς τόν ὁποῖον εἶχα τήν ἰδιαίτερη εὐλογία, νά ἐξομολογηθῶ πεντάκις καί ὡς μαθητής τοῦ ἱστορικοῦ Γυμνασίου τῆς Ἑρμουπόλεως Σύρου καί ὡς κληρικός Ἱεροκήρυξ τοῦ Πανελληνίου Ἱδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου. Λέγει ὁ Ὅσιος Γέροντας: «Νομίζομεν, ὅτι εἶναι ὅλως περιττή ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί ζητημάτων, εἰς τά ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας».

Πράγματι, στή θεματολογία τῶν πολυετῶν Διασκέψεων τῶν Προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν, συναντοῦμε θέματα, τά ὁποῖα ἔχουν ἤδη λυθεῖ ἀπό τήν Παράδοσή μας, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὡς μή ὤφειλε, ἔχουν ἀναλωθεῖ πολλές ὧρες συζητήσεων καί διορθόδοξης συνεργασίας. Τά δύο θέματα «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «Ἡ σπουδαιότης τῆς Νηστείας και ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον», τά ὁποῖα μάλιστα ποσοτικῶς ἀντιστοιχοῦν στό ἕν τρίτον τῆς θεματολογίας τῆς Συνόδου, δέν εἶναι θέματα λυμένα ἀπό αἰῶνες ;
Ὁ πρῶτος λοιπόν προβληματισμός μας εἶναι: Κατά πόσονεἶναι σήμερα σκόπιμη καί ἀναγκαία, ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας Συνόδου;

2. Ὁ δεύτερος προβληματισμός μας, γεμᾶτος ἐρωτηματικά, εἶναι ὁ ἑξῆς: Στή μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, θά ὑπάρξει ὁριοθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἔναντι τῶν ποικίλων αἱρέσεων καί πλανῶν; Στά κείμενα διαφαίνεται κάτι τέτοιο; Γιατί στίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, δέν προχώρησε ἡ τυπική ἀναγνώριση τῶν δύο σημαντικῶν, ἀντιπαπικῶν Συνόδων, δηλαδή τῆς Η´ Οἰκουμενικῆς καί τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς, οἱ ὁποῖες δικαίωσαν τόν Μέγα Φώτιο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀντίστοιχα;Ἡ παραπομπή σέ «συνοδικές» καλένδες τοῦ μέλλοντος, δέν κλονίζει τήν θεολογική ἀξιοπιστία, τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;

Οἱ ἀδελφοί συνεπίσκοποι, ἅγιοι Ναυπάκτου καί Γόρτυνος, Ἱεράρχες γνῶστες καί ἀγωνιστές, εἶχαν ὁρισθεῖ ὡς ὁμιλητές νά ἀναπτύξουν τίς ἀπόψεις τους στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί τελικά δέν ὡμίλησαν. Ἐκοπίασαν καί τό ἀποτέλεσμα μηδέν. Προσωπικῶς, ὑπεστήριξα νά διαβασθοῦν οἱ εἰσηγήσεις, ὅπως καί ἄλλοι ἀδελφοί, ἀλλά δυστυχῶς ἡ πλειοψηφία ἀρνήθηκε. Γιατί; Δέν γνωρίζω. Ὁ νοῶν νοείτω.

Ἡ καίρια λοιπόν ἐρώτηση, εἶναι τό πῶς θά προσεγγιστεῖ τό θέμα «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο», στό ὁποῖο κατέληξαν οἱ Προσυνοδικές Διασκέψεις. Θά γίνει ὀρθή ὁριοθέτηση ἤ θά ἐπιβεβαιωθοῦν οἱ φόβοι ἔγκριτων θεολόγων;
Ὁ Πανεπιστημιακός καθηγητής, καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὁ ἐκλεκτός καί πολυσέβαστος συλλειτουργός μας π. Γεώργιος Μεταλληνός, ὁ ὁποῖος καί Προεδρεύει αὐτήν τήν ὥρα στήν πρώτη μας Συνεδρία, ἔχει γράψει παλαιότερα: «Ἑτοιμάζεται αὐτή ἡ Σύνοδος, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καί ὅπως βλέπουμε, στήν ἀποδοχή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Εὔχομαι νά μήν γίνει ποτέ. Ἀλλά ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τά πράγματα. Ἐάν λοιπόν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, πού θά ἔχει τόν χαρακτῆρα γιά μᾶς, Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐάν συνέλθει καί δέν δεχθεῖ μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τήν Η΄ καί τήν Θ΄, θά εἶναι ψευδοσύνοδος».

Συμφωνοῦμε λοιπόν καί ἐμεῖς, ὅτι ἡ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης, θά κριθεῖ καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο: Θά ἀναγνωρίσει αὐτές τίς δύο Συνόδους ἤ θά τίς παρακάμψει;

3. Ὁ τρίτος προβληματισμός μας εἶναι: Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, θά καταδικάσει τίς ἀνιστόρητες, πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς οἰκουμενιστικές θεωρίες, πού κατά καιρούς ἔχουν ἐπισημανθεῖ σέ διάφορα κείμενα;

Οἱ κακόδοξες θέσεις καί διδασκαλίες, περί τῆς Μιᾶς καί συγχρόνως Διηρημένης Ἐκκλησίας, περί τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ, περί τῆς Διευρημένης Ἐκκλησίας, περί τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, περί τῶν κλάδων, περί τῶν δύο πνευμόνων, θά καταδικασθοῦν ἤ θά υἱοθετηθοῦν;
Μήπως ἡ πρόσκληση νά παραστοῦν στήν ἐναρκτήριο καί στήν καταληκτήριο Συνεδρία τῆς Συνόδου ὡς παρατηρητές, (διαβάζω ἐντός εἰσαγωγικῶν τήν διατύπωση τοῦ κειμένου τῆς Συνάξεως των Προκαθημένων στό Σαμπεζύ τόν Ἰανουάριο), «ἐκπρόσωποι χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν», προδιαθέτει γιά τήν χειρότερη τῶν περιπτώσεων ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδοξίας;

Δηλαδή καλοῦνται ὡς «Παρατηρητές», Παπικοί, προτεστάντες, ἀντιχαλκηδόνιοι καί μονοφυςῖτες, ὅλοι τους καταδικασμένοι αἱρετικοί ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἀπό Πατέρες καί Οἰκουμενικές Συνόδους.

Ἀλλά, στή δισχιλιόχρονη ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς Τοπικές ἤ σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, οὐδέποτε ὑπῆρχαν «παρατηρητές». Μόνο στίς δύο παπικές συνόδους τοῦ Βατικανοῦ ἐμφανίστηκε τό καθεστώς τῶν «παρατηρητῶν»! Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὡς ὕψιστη φανέρωση καί ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά ἔχει ὡς πρότυπο τίς Παπικές πρακτικές, μεθόδους καί μεθοδεύσεις;

Ἐνθυμοῦμαι τόν μακαριστό Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Σεραφείμ, σέ μιά παρέμβασή του, κατά τήν Συνοδική ἑορτή τοῦ Ἁγίου Φωτίου στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης, ὅπου ἔθεσε τό ρητορικό ἐρώτημα: «Εἶναι ἡ παπική ἐκκλησία, Ἐκκλησία; Πῶς εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀπεσχίσθη τό 1054 καί ἔχουν καί τούς Οὑνῖτες ; ». Ἐμεῖς ὅμως, δυστυχῶς, συνεχίζουμε νά ἀποδίδουμε στό Παπικό μόρφωμα τόν χαρακτηρισμό «Ἐκκλησία» καί νά ἀνεχόμαστε τούς Οὑνῖτες.

Σᾶς μεταφέρω μία σκηνή, πού ἔλαβε χώρα πρό ἐτῶν στήν Ἱσπανία, σέ μία συνάντηση Ὀρθοδόξων καί Καθολικῶν, τήν ὁποία μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε, μέλος τῆς ἀποστολῆς. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας Μητροπολίτης, διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, ὅταν ἀντελήφθη, πώς στήν ἀντιπροσωπεία τῶν Παπικῶν, συμμετεῖχε ὡς μέλος ὁ Οὑνίτης ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν. Σέ τηλεφωνική ἐπικοινωνία μέ τόν Προκαθήμενό του, ἐρωτώντας πῶς νά συμπεριφερθεῖ, ἔλαβε τήν ὁδηγία: «Νά μή δώσεις συνέχεια στήν ἀντίδρασή σου, καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ τέτοια παρατήρηση».
Εὔχομαι καί προσεύχομαι νά μήν παρατηρηθεῖ παρόμοια κίνηση, στήν ἐπερχόμενη Μεγάλη Σύνοδο.

4. Ἔντονα μᾶς προβληματίζει ἡ ἀπόφαση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία θά ἐκπροσωπεῖται μέ 24 Ἐπισκόπους το πολύ, σύν τόν Προκαθήμενό Της καί ὅτι ἡ κάθε Ἐκκλησία θά διαθέτει μόνο μία ψῆφο. Σύμφωνα μέ τήν Ἱερή μας Παράδοση καί τά διαχρονικά πρότυπα τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, θεωρεῖται ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν σύγκληση μιᾶς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καί ὄχι μόνον ἡ ἐπιλογή 24 ἐπισκόπων τό πολύ, σύν τόν Προκαθήμενο. Ἀς θυμηθοῦμε ἐπίσης, ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καί κληρικοί καί τῶν ἄλλων βαθμίδων, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός.

Θεωροῦμε ἐπίσης ἐντελῶς ξένη στήν Ὀρθόδοξη Πρακτική, τήν Προσυνοδική συννενόηση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Ἀνέκαθεν, μία ψῆφο διαθέτει κάθε ἐπίσκοπος καί ὄχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία. Παρά ταῦτα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν προσωπικές μας θέσεις, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπεφάσισε τήν σύνθεση καί τήν ἀποστολή τῆς Συνοδικῆς ἀντιπροσωπείας τῶν 24 Ἐπισκόπων, πού θά συνοδεύει τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Στήν τελευταία συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, διεφώνησα δημοσίως ὡς πρός τόν τρόπο ἐπιλογῆς τῶν 24 αὐτῶν Ἐπισκόπων. Ἐπειδή τονίσθηκε πολλές φορές στήν Ἱεραρχία, ὅτι τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας θά πρέπει νά εἶναι οἱ εἰδικοί ἐπί ὁρισμένων συναφῶν θεμάτων Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, καί ὄχι κάποιοι ἄλλοι Ἱεράρχες, ἔθεσα τό ἐρώτημα: Τό ἔτος 325, στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες, ἦταν εἰδικοί, ἤ κατεῖχαν πανεπιστημιακή μόρφωση;

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων -ὁ πολιοῦχος τῆς πόλεώς σας, ἅγιε Πειραιῶς- μέ ποιές ἐγκυκλοπαιδικές γνώσεις κατατρόπωσε τόν Ἄρειο; Μέ ἕνα κεραμίδι καί μέ Ὀρθοδοξία στη ζωή του! Ξεχνοῦμε τήν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί παραθεωροῦμε τίς κραυγές τῆς ζέουσας προσευχῆς, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ Προφήτη Ἱεζεκιήλ «Κέκραξον πρός με καί ἀποκριθήσομαι» ἤ τοῦ Προφητάνακτος Δαυίδ «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου»;

Στεντορία ὑπῆρξε καί ἡ φωνή τήν ὁποία ὕψωσαν καί πολλοί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς. Εἶναι δέ πρός τιμήν ὁρισμένων Ἱεραρχῶν, πού ἐνῶ εἶχαν περιληφθεῖ στό ἀρχικό πλάνο τῶν 24 μελῶν τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὐθαρσῶς παρητήθησαν, προφανῶς μή συναινοῦντες στήν ληφθεῖσα σχετική διάταξη τοῦ Κανονισμοῦ συγκροτήσεως τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Ἴσως τά πράγματα νά ἦταν διαφορετικά, ἐάν ὑπῆρξε ἔγκαιρη καί λεπτομερής ἐνημέρωση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πολύ δέ μᾶλλον τῶν περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί Συνόδων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τίς σημαντικές διεργασίες τῆς μελλούσης νά συνέλθει Συνόδου. Ἀκόμα καί διακεκριμένοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶχαν τήν στοιχειώδη ἐνημέρωση γιά τά τεκταινόμενα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικό ἔλλειμμα;

Μέ τίς λίγες αὐτές σκέψεις καί προβληματισμούς, ἐνδεικτικές ἀνάμεσα σέ πολλές ἄλλες τίς ὁποῖες οἱ ἐκλεκτοί Σύνεδροι ἀναπτύσσουν εὐθαρσῶς στήν παροῦσα Ἡμερίδα καί πολλαχοῦ, καλοῦμε τόν πιστό λαό, σέ διαρκῆ ἐγρήγορση καί προσευχή, ὥστε κατά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, νά ἀποφευχθοῦν τυχόν ἀστοχίες, σύγχυση καί σχίσματα.

Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης, ὅτι ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποδειχθεῖ ὄντως Ἱερά Σύνοδος Ἁγίων Πατέρων, θά τήν ἀποδεχθοῦμε. Ἄν ὅμως ἐπιχειρηθεῖ ἀναίρεση ἤ «διόρθωση» ἀποφάσεων προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ Τοπικῶν Συνόδων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικό κύρος, τότε ἡ μόνη ἐπιλογή μας θά εἶναι νά τήν ἀπορρίψουμε.

Εὐελπιστοῦμε στό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἁγίας μας Ἑκκλησίας, τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί στή σύνεση καί τόν θεῖο φωτισμό, ὅσων ἁγίων Ἱεραρχῶν θά συμμετάσχουν στήν Σύνοδο, ὥστε οἱ Συνεδρίες πού θα λάβουν χώρα στην Κρήτη καί οἱ ἀποφάσεις πού θά δοθοῦν στή δημοσιότητα, νά κινοῦνται στόν δρόμο πού χάραξαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πνευματοφόροι Πατέρες μας.

Ἐν τέλει παρακαλῶ καί ζητῶ συγγνώμη γιά τίς δύο ἀκόλουθες προσωπικές μου ἀναφορές. Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τῆς Δογματικῆς, Ἰωάννης Καρμίρης, κάποια μέρα καθώς δίδασκε, μᾶς εἶπε: «Ἕνωσις μέ τούς Παπικούς, δέν γίνεται. Ἑνότης, μπορεῖ, μόνον μέ τήν προϋπόθεσιν τῆς φιλίας καί ὄχι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Δέν μπορεῖ ὁ Πάπας, χίλια χρόνια ἔπειτα ἀπό τό Σχίσμα τοῦ 1054, νά ἀναιρέσει τά ὅσα εἶπε μέχρι σήμερα. Εἶναι θέμα ἐγωϊσμοῦ. Θά τοῦ ποῦν οἱ ὁπαδοί του: Τόσα χρόνια μᾶς κορόϊδευες; Μᾶς ὁδηγοῦσες σέ λάθος δρόμο;». Τά λόγια αὐτά, μᾶς εἶπε ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής, ἐξ ἀφορμῆς τῆς συναντήσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί τοῦ Πάπα, εἰς τά Ἱεροσόλυμα.

Καταγόμενος ἐκ πατρός ἀπό τήν ἔνδοξη Σμύρνη, γεννήθηκα καί ἔζησα εἰς τήν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου, ὅπου ἔχω κακίστην ἐμπειρίαν ἀπό τόν φανατισμό τῶν Παπικῶν.

Ἡ πλειονότης τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς παπικῆς κοινότητας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀπό τήν Σῦρον καί τούς γνωρίζω πολύ καλά. Γνώρισα ἐπίσης τόν συνταξιοδοτηθέντα Οὑνίτη Ἐπίσκοπο τῶν Ἀθηνῶν Δημήτριο Σαλάχα καί τόν Οὑνίτη Καρδινάλιο Pierre Dibre, μέ τούς ὁποίους εἶχα συνομιλήσει ἐπανειλημμένως στήν Ἀθήνα καί στό Βατικανό.

Ποῖος εἶναι, ἀδελφοί μου, ὁ σκοπός τῆς Οὑνίας; Ἡ προπαγάνδα καί ὁ προσυλητισμός. Πόσα μέλη ἔχει ἡ Οὑνία στήν Ἑλλάδα; Ἐλάχιστα. Καί δικαιολογοῦν Ἐπίσκοπο καί τόν μεγαλοπρεπῆ Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος στό κέντρο τῆς Ἀθήνας; Ἀφοῦ αὐτοί εἶναι «λύκοι ὑπό δοράν προβάτου», γιατί νά ὑπάρχει διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν;

ΕΙΣ ΕΝΟΤΗΤΑ, ΟΧΙ ΕΙΣ ΣΧΙΣΜΑΤΑ

8eologia-imerida

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Το τελευταίο χρονικό διάστημα δημοσιεύουμε   κείμενα που έχουν σχέση με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που εκτός απροόπτου θα συνέλθει στην Κρήτη τον προσεχή Ιούνιο.

Τα περισσότερα κείμενα είναι μεγάλα και επειδή αναλύουν δύσκολες θεολογικές έννοιες, ίσως είναι κουραστικά. Το γνωρίζουμε αυτό αλλά  ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε είναι μεγάλος.

Στη σύνοδο αυτή θα γίνει συντονισμένη προσπάθεια από τους Οικουμενιστές να θεσμοθετήσουν τις αιρέσεις της διηρημένης Εκκλησίας και της βαπτισματικής θεολογίας σαν την πίστη της Εκκλησίας.

Σ’ αυτό το στάδιο είναι αναγκαίο να ενημερωθούμε όλοι.

Στην Σύνοδο όλα δείχνουν ότι οι παραδοσιακοί επίσκοποι θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις συνασπισμένες δυνάμεις των εκπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ρωσίας. Επομένως ο αγώνας είναι δύσκολος και η ομολογία της πίστεως δεν είναι ευρύχωρος δρόμος σπαρμένος με ροδοπέταλα.

Είναι ενδεχόμενο ότι οι Οικουμενιστές θα κατορθώσουν να περάσουν τις θέσεις τους. Ίσως όχι με τη σύμφωνη γνώμη όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά κατά πλειοψηφία.

Το ποίμνιο της Εκκλησίας πρέπει να είναι έτοιμο για να αντιδράσει μπροστά σε τέτοιο ενδεχόμενο.

Γι’ αυτό παρακαλούμε θερμά τους αναγνώστες του ιστολογίου να μελετούν τα κείμενα που αναρτούμε για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ώστε -αν χρειαστεί- να έχουν όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό για την αντίδραση.

Ζούμε σε δύσκολες μέρες. Γι’ αυτό κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να αδιαφορήσει για το θέμα.

Υπενθυμίζουμε στους αγαπητούς αναγνώστες του ιστολογίου ότι παράλληλα δημοσιεύουμε και άλλου είδους κείμενα στο ιστολόγιό μας-ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ(ΙΙ)-ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ στην ηλεκτρονική διεύθυνση.

missionanatolis.wordpress.com

Εἰς ἑνότητα, ὄχι εἰς σχίσματα!

τοῦ Ἀρχιμ. Δαν. Ἀεράκη

.             Μέ προσδοκίες καί προετοιμασίες πενήντα ἐτῶν συνέρχεται ή λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», πού, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά ὀνομασθῆ Οἰκουμενική. Ἄν ἐπρόκειτο περί Οἱκουμενικῆς, θά ἔπρεπε νά κληθοῦν ὅλοι οἱ ἀνά τόν κόσμο ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, πού ἀσκοῦν οὐσιαστική διαποίμανσι λαοῦ. Κάτι τέτοιο δέν ἔγινε. Καί ἑπομένως ἡ συγκροτουμένη Σύνοδος φαίνεται νά ἔχη τήν αὐτοσυνειδησία ἁπλῶς μιᾶςΠανορθοδόξου Συνόδου.

  • Ἀλλ’ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τί χρειάζονται τόσο μεγάλες ἀντιπροσωπεῖες ἀπό τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες; Ἄν ἀνάλογες μέ τήν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (40 πρόσωπα!) εἶναι καί οἱ ἀντιπροσωπεῖες τῶν ἄλλων αὑτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, φαντάζεσθε τά προβλήματα (χωροταξικό, ἐπικοινωνιακό, οἰκονομικό κ.ά.);

  • Ἄν, ὅπως ἐγράφη, ἡ ὑπόθεσις τῆς «Μεγάλης Συνόδου» θά στοιχίση 70.000.000 ευρώ, ἀντιλαμβάνεσθε τόν σκανδαλισμό τοῦ φτωχοῦ λαοῦ μας, σέ ἡμερες τρομερῆς οἰκονομικῆς κρίσεως;

  • Ὁ «ντόρος» γύρω ἀπό τή «Μεγάλη Σύνοδο» δίνει ἐκ πρώτης ὄψεως τήν ἐντύπωσι, ὅτι θ’ ἀσχοληθῆ μέ σπουδαῖα θέματα. Ἀλλ’, ὅπως εἴπαμε, θέμα πίστεως οὐδέν! Δέν πρόκειται ν’ ἀσχοληθῆ μέ τούς κινδύνους γιά τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀπό τούς πάσης φύσεως αἰρετικούς καί ἀθέους, οἱ ὁποῖοι σχεδόν ἀνενόχλητοι πριονίζουν τό δένδρο τῆς Ὀρθοδοξίας.

  • Θέματα, ὅπως ὁ γάμος καί ἡ νηστεία, πού ἀναφέρονται στήν ἡμερησία διάταξι, εἶναι ἤδη λυμένα ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Καί θεωρεῖται δεδομένο, ὅτι μία Σύνοδος, Οἰκουμενική ἤ μή, δέν μπορεῖ ν’ ἀλλάξη «ὅρια»,πού οἱ Πατέρες προηγουμένων Συνόδων ἔθεσαν.

.             Πολλοί φοβοῦνται, ὅτι ὅσον ἀφορᾶ στό γάμο, δέν πρόκειται νά γίνη κάτι οὐσιῶδες γιά τή διάσωσι τοῦ θεσμοῦ του. Ὀρθῶς ἐγράφη, ὅτι «τό εὐαγγέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας δέν παγιδεύεται νά συζητάη οὐτοπίες. Φωτίζει ὅμως τή διαφορά τῆς σύμβασης ἀπό τό μυστήριο». Σήμερα στόν ὀρθόδοξο χῶρο, καί δή στόν τόπο μας, τό μυστήριο τοῦ Γάμου τό ὑποκατέστησαν ἕνα «σύμφωνο»,μία «σύμβασις», μία «ύπογραφή ἑνός δημάρχου», ἕνα «συμβόλαιο»!

.             Θά καταδικάση ἡ «Μεγάλη Σύνοδος» τούς δράστες τῆς διακωμωδήσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου; Θά μπορῆ π.χ. νά θεωρῆται μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἕνας δημοτικός ἄρχοντας, πού… «εὐλογεῖ» «πολιτικό γάμο»; Κατά τόπους Σύνοδοι ἔχουν καταδικάσει τόν «πολιτικό γάμο» ὡς πορνογαμία. Θά γίνη ὅμως αὐτό καί πανορθοδόξως; Θ’ ἀσχοληθῆ ἡ «Σύνοδος», ὅπως προτείνει καί ὁ Μητρ. N. Σμύρνης Συμεών, καί μέ τό «Σύμφωνο συμβίωσης ὁμοφυλοφίλων»; Καίρια ἐρωτήματα.

  • Καί ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τῆς νηστείας, ἆραγε «ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον» (διατύπωσις ἡμερησίας διατάξεως), δέν εἶναι δεδομένα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες; Τώρα θά πληροφορηθοῦμε τή σπουδαιότητα τῆς νηστείας καί τό πῶς τηρεῖται ἀπό τούς πιστούς, ἄλλοτε κατ’ ἀκρίβειαν καί ἄλλοτε κατ’ οἰκονομίαν;

  • Πολύ φοβούμεθα τόν κίνδυνο νέων διενέξεων, νέων διασπάσεων, ἀκόμη καί νέων σχισμάτων. Ἄλλωστε τά ζητήματα τῶν λεγομένων «κρατικῶν Ἐκκλησιῶν» καί τοῦ «ἐθνοφυλετισμοῦ» ἐγκρύπτουν κινδύνους γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

.             Ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πού ὡρίσθηκε ὡς ἔναρξις τῶν ἐργασιῶν τῆς «Μεγάλης Συνόδου», εἶναι ἡμέρα ἁγιοπνευματικοῦ φωτισμοῦ καί ἑνότητας. Καί τά δύο ὁλόθερμα εὐχόμεθα ὡς μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας (τῆς Ὀρθοδοξίας).

«Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Το τελευταίο χρονικό διάστημα δημοσιεύουμε   κείμενα που έχουν σχέση με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που εκτός απροόπτου θα συνέλθει στην Κρήτη τον προσεχή Ιούνιο.

Τα περισσότερα κείμενα είναι μεγάλα και επειδή αναλύουν δύσκολες θεολογικές έννοιες, ίσως είναι κουραστικά. Το γνωρίζουμε αυτό αλλά  ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε είναι μεγάλος.

Στη σύνοδο αυτή θα γίνει συντονισμένη προσπάθεια από τους Οικουμενιστές να θεσμοθετήσουν τις αιρέσεις της διηρημένης Εκκλησίας και της βαπτισματικής θεολογίας σαν την πίστη της Εκκλησίας.

Σ’ αυτό το στάδιο είναι αναγκαίο να ενημερωθούμε όλοι.

Στην Σύνοδο όλα δείχνουν ότι οι παραδοσιακοί επίσκοποι θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις συνασπισμένες δυνάμεις των εκπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ρωσίας. Επομένως ο αγώνας είναι δύσκολος και η ομολογία της πίστεως δεν είναι ευρύχωρος δρόμος σπαρμένος με ροδοπέταλα.

Είναι ενδεχόμενο ότι οι Οικουμενιστές θα κατορθώσουν να περάσουν τις θέσεις τους. Ίσως όχι με τη σύμφωνη γνώμη όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά κατά πλειοψηφία.

Το ποίμνιο της Εκκλησίας πρέπει να είναι έτοιμο για να αντιδράσει μπροστά σε τέτοιο ενδεχόμενο.

Γι’ αυτό παρακαλούμε θερμά τους αναγνώστες του ιστολογίου να μελετούν τα κείμενα που αναρτούμε για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ώστε -αν χρειαστεί- να έχουν όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό για την αντίδραση.

Ζούμε σε δύσκολες μέρες. Γι’ αυτό κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να αδιαφορήσει για το θέμα.

 

 

Εἰσήγησις Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ

Θέμα: «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»

Ἐν πρώτοις αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τήν Ἐπιτροπή τῆς παρούσης Ἐπιστημονικῆς Θεολογικῆς Ἡμερίδος διά τήν συναρίθμησί μου εἰς τούς εἰσηγητάς της, τήν κατάρτισι τοῦ καταλόγου τῶν περισπουδάστων θεμάτων της: θεολογικῶν, ἐκκλησιολογικῶν καί κανονικῶν, ἀφορώντων εἰς τήν θεματολογία τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», καί τήν ἀρτία διοργάνωσί της.

Πρίν προβῶ μέ τήν Χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν παρουσίασι καί ἀνάπτυξι τοῦ ἀνατεθέντος μοι περισπουδάστου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος ὑπό τόν τίτλον: «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», προτίθεμαι νά προσδιορίσω τόν λόγο τῆς παρουσίας μου καί τήν θέσι μου εἰς τήν Σύναξι καί Ἡμερίδα αὐτή. Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας ἀνήκω φυσικά εἰς τό Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔχω τήν ἀναφορά μου καί τήν ἐξάρτησι ἀπό Αὐτήν, εἰς τήν ὁποία καί καταθέτω ἑκάστοτε ταπεινό λόγο σέ θεολογικά, ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά θέματα. Εἰς τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ τακτική Συνεδρία τοῦ παρελθόντος Ὀκτωβρίου, ἀλλά καί στήν πρό 15νθημέρου συγκληθεῖσα ἐκτάκτως τοιαύτη κατέθεσα προφορικά τίς θέσεις καί προτάσεις μου καί σχετικό ὑπόμνημα μέ τόν προβληματισμό μου διά θέματα πού ἀφοροῦν εἰς τήν σύγκλησι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τά ὁποῖα καί θά ἀναπτυχθοῦν εἰς τήν συνέχεια.

Θεωρῶ ὅτι αὐτή τήν στιγμή εὑρίσκομαι ἐν μέσῳ τοῦ ζῶντος Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, Ἀδελφῶν Ἀρχιερέων, Ἱερέων, Ἱερομονάχων, Μοναχῶν, Μοναζουσῶν καί εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Τέσσερις (4) Ἱερές Μητροπόλεις: Πειραιῶς, Γλυφάδας. Γόρτυνος καί Κυθήρων συνδιοργανώνουν τήν μεγάλη μας αὐτή Κληρικολαϊκή Σύναξι ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Κινητήριος μοχλός τῆς Θεολογικῆς αὐτῆς Ἡμερίδος εἶναι ἡ λειτουργοῦσα ὑπό τήν εὐθύνη σεβασμίων Ἱερωμένων Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων, καί ὄχι μόνο, «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν». Δέν πρόκειται γιά κάποια παρασυναγωγή ἤ παρεκκλησιαστική ὀργάνωσι, ὅπως ἴσως τήν θεωροῦν καί την χαρακτηρίζουν μερικοί, ἀλλά γιά μία Συνάθροισι συνειδητῶν καί ὀργανικῶν μελῶν τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχουν ἰδιαίτερη παιδεία, μόρφωσι καί εὐαισθησία σέ θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὁμολογίας, Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί Κληρονομίας.
Θά ἦτο εὐχῆς ἔργον μία τέτοια Ἡμερίδα νά εἶχε ὀργανωθῆ μέ Συνοδική Πρωτοβουλία διά νά πληροφορηθῆ ἐπαρκῶς καί ὑπευθύνως ὁ Ἱερός Κλῆρος καί ὁ Χριστώνυμος Λαός σχετικά μέ τίς προτάσεις καί συζητήσεις ἐπί τῶν θεμάτων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἐφ΄ὅσον, ὅμως, δέν ἔχει προγραμματισθῆ μία τέτοια Σύναξις διά τήν σαφῆ καί ἐμπεριστατωμένη πληροφόρησι τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ Πληρώματος, ὅπως ἔγινε στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, πέραν τῆς γενομένης ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας κατά τό πρῶτο δεκαήμερο τοῦ Μαρτίου, συμμετέχουμε ὅλοι εἰς τήν παροῦσα Ἡμερίδα μέ ἐπιτεταμένη τήν προσοχή καί ζωηρό τό ἐνδιαφέρον δι΄ὅσα μέ νηφαλιότητα, πληρότητα καί ἀντικειμενικότητα, χωρίς φόβο καί χωρίς πάθος, ἀλλά ἐν φόβῳ Θεοῦ, μέ αἴσθημα εὐθύνης καί φιλαληθείας θά ἀκουσθοῦν.
Καί τώρα, μετά τήν ὡς ἄνω σαφῆ ἐξήγησι καί τοποθέτησί μου, προχωρῶ εἰς τήν παρουσίασι τοῦ θέματός μου.
Ποιός εἶναι ὁ χαρακτηρισμός τῆς συγκληθησομένης Συνόδου; Θά εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος; Ποιά ἡ ἔννοια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς Συνόδου ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης; Ποιά Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη; Ἄν δέν εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος, ποιό θά εἶναι τό κῦρος καί ἡ αὐθεντία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;
Ἡ ὀρθή ἀπάντησις εἰς τά ὡς ἄνω καίρια ἐκκλησιολογικά ἐρωτήματα θά προσημάνη καί θά προδικάση τό ἀποτέλεσμα˙ τό ἄν δηλαδή θά ὑπάρξουν ἤ ὄχι ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν ὅτι, τόσον οἱ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ὅσο καί οἱ Εἰδικές Διορθόδοξες Ἐπιτροπές, ἀλλά καί ἡ ἐν γένει «Οἰκουμενική κίνησις» χαρακτηρίζουν ὄχι ὡς Οἰκουμενική, ἀλλ’ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη τήν μελετωμένη νά συνέλθη τόν προσεχῆ Ἰούνιο Σύνοδο. Κατά τόν ἐκπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τόν Θεολογικό διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομο: «ἡ ἰδία ἡ θεματολογία, ὡς αὕτη καθωρίσθη πανορθοδόξως καί ὁμοφώνως, καί ὁ σκοπός συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καί τόν χαρακτῆρα Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχί ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ’ ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας»[1].
Ποιά, ὅμως, Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη;
Μία ἔρευνα εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας μόνο τῶν Ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καταδεικνύει ὅτι ἡ ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποκαλεῖται πότε «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», πότε «Μεγάλη Σύνοδος», ἐνίοτε «Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος» καί ἄλλοτε «Ἁγία Σύνοδος» καί παρέχει τά ἑξῆς στοιχεῖα : Πέντε (5) Ἱεροί Κανόνες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἕνας (1) τῆς Δ’ (Η’, ΙΔ’, ΙΕ’, ΙΖ’, καί ΙΗ’ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί ὁ Γ’ τῆς Δ’) χρησιμοποιοῦν τόν χαρακτηρισμό Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Τρεῖς (3) Ἱεροί Κανόνες (Β’, Γ’, καί ΣΤ’) τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς κάμνουν χρῆσιν τῆς ὀνομασίας Μεγάλη Σύνοδος. τρεῖς (3) κανόνες τῆς Γ’Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Α’, Γ’ καί Η’), ἕνας τῆς Δ’ (Ι’) καί δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Γ’ καί ΝΑ’) καταγράφουν τήν ὀνομασία Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος. Καί ἕνας (1) Κανόνας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς (ὁ Κ’), ἕνας (1) τῆς Β’ (ὁ ΣΤ’), ἑπτά (7) τῆς Γ’ (Α’, Β’, Δ’, Ε’, ΣΤ’, Ζ’καί Η’), ἐννέα (9) τῆς Δ’ (Γ’,ΣΤ’,Ι’,ΙΒ’,ΙΔ’,ΙΘ’,ΚΓ’,ΚΕ’καί ΚΖ’), δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Β’καί ΝΕ’) καί ἕνας (1) τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ὁ ΙΘ’) μεταχειρίζονται τόν ὅρο Ἁγία Σύνοδος.
Ἡ ἐναλλαγή τῆς ὀνομασίας καί τοῦ ὅρου τῶν Συνόδων, κατά τά ὡς ἄνω, δέν σημαίνει τήν ἀναφορά σέ διαφορετικές Συνόδους (λ.χ. Τοπικές καί Ἐπαρχιακές) , ἀλλά στίς ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας καί μόνο, συμφώνως καί πρός τήν ἑρμηνεία τῶν ἐν θέματι Ἱερῶν Κανόνων ὑπό τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, πού καταχωρεῖται στό Ἱερό Πηδάλιο τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας.[2]
Καί ἐδῶ προβάλλεται τό ἐρώτημα:Γιατί, ἐφ΄ὅσον οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν χρῆσι τοῦ ὅρου Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐννοοῦν σαφέστατα καί παραπέμπουν ἐναργέστατα σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ συγκληθησομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» ἀποποιεῖται ἐξ ἀρχῆς τόν χαρακτηρισμό της ὡς Οἰκουμενικῆς, ἐνῷ προφανῶς ἔχει τήν ἀξίωσι τό κῦρος της νά εἶναι ἰσάξιο καί ἰσοδύναμο τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Βεβαίως, προβάλλεται ὁ ἰσχυρισμός ὅτι δέν συγκαλεῖται ὡς Οἰκουμενική, διότι δέν θά συμμετάσχουν οἱ ἀπεσχισμένοι Δυτικοί Χριστιανοί. Ὅμως ἡ πρᾶξις καί ἡ Παράδοσις τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας δέν παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ἀπό τοῦ πρώτου αἰῶνος μ.Χ. καί μέχρι σήμερα ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν οἱ διαχρονικά ἀπεσχισμένοι αἱρετικοί καί σχισματικοί (π.χ. Νικολαΐτες, Ἀρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες κλπ), ἀλλ΄αὐτό ποτέ δέν παρημπόδισε τήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νά συνέλθη σέ Οἰκουμενικές Συνόδους.
Καί Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν ὀνομάζεται ἡ ὑπό σύγκλησιν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», διότι, προφανῶς, ἀποκλείεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων. Ὅμως, εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑστιάζεται τό σπουδαιότερο, προδήλως, ἐκκλησιολογικό πρόβλημα τῆς μελλούσης νά συναχθῆ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί τό ἐρώτημα:
1.Εἶναι δυνατόν νά συνέλθη μία, κατά τά ὡς ἄνω, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος χωρίς τήν παρουσία καί τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων;
Ταπεινῶς φρονῶ ὅτι ἡ ἀπάντησις εἰς τό ἐρώτημα αὐτό μέ κανονικά κριτήρια εἶναι ἀρνητική, ἐφ΄ὅσον, ὡς ἐλέχθη, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική. Καί μία Οἰκουμενική Σύνοδος, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[3], τέσσερα χαρακτηριστικά ἰδιώματα πρέπει νά ἔχη: α) Νά συναθροίζεται διά προσταγῶν Βασιλικῶν (αὐτό, βεβαίως, ἴσχυε ὅταν ὑπῆρχε ἡ ἑνιαία Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ὑπό τήν ὁποίαν ὑπήγοντο διοικητικῶς ὅλες οἱ Ἐπαρχίες τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, Ἀρχιεπισκοπῶν καί Ἐπισκοπῶν, ἐνῷ τοῦτο τώρα εἶναι ἀδύνατο νά πραγματοποιηθῆ, διότι ἡ κοσμική ἐξουσία δέν ἀσκεῖται ἀπό μία ἐγκόσμιο βασιλεία, ἀλλ’ἀπό πολλές˙ γι’αὐτό καί ἡ πρωτοβουλία συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου δύναται νά προέλθη ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν Πρῶτο μεταξύ ἴσων εἰς τήν Ἐκκλησιαστική Ὀρθόδοξο Ἱεραρχία. β)Νά γίνεται «ζήτησις περί πίστεως» καί ἀκολούθως νά ἐκτίθεται ἀπόφασις καί ὅρος δογματικός εἰς κάθε μίαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους[4].γ) Νά εἶναι πάντα τά ἐκτιθέμενα παρ’αὐτῆς δόγματα καί οἱ Κανόνες Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καί σύμφωνα μέ τίς Θεῖες Γραφές καί τίς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές Συνόδους. (Καί παραθέτει ἐδῶ τό πολυθρύλητο ἀξίωμα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ «τό εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν ῥηθέν»˙ «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ, καί πάλιν ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους» καί δ) Τό νά συμφωνήσουν καί νά ἀποδεχθοῦν τά παρά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καί κανονισθέντα ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καί Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διά τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὑτῶν, εἴτε διά τῶν ἰδίων Τοποτηρητῶν ἤ καί τούτων ἁπόντων, διά γραμμάτων αὑτῶν. Καί τονίζει ἐπιπροσθέτως ὅτι «αὕτη ἡ τῶν τῆς Οἰκουμένης Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων συμφωνία εἶναι ὁ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων συστατικός καί διακριτικός χαρακτήρ».
Ἀναφορικά πρός τό β΄χαρακτηριστικό ἰδίωμα προβάλλεται ἡ ἔνστασις ὅτι ἡ ἐν θέματι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν θά συζητήση θέματα πίστεως, οὔτε θά ἐκθέση ἀπόφασι καί ὅρο δογματικό, διό καί δέν δικαιοῦται νά χαρακτηρισθῆ ὡς Οἰκουμενική. Καί ὅμως, ἄν καί εἰς τό ὑπό τῆς Ε’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἐγκριθέν σχέδιο κειμένου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτή ἀποδέχεται καί ὁμολογεῖ τήν πίστιν εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν (ἄρθρον 1), παρά ταῦτα δηλώνει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς» (ἄρθρον 6). Ἐδῶ πλέον τίθεται μέγα ἐκκλησιολογικό καί δογματικό θέμα, ἀφοῦ κραυγαλέως γίνεται ὑπέρβασις τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος τῆς Μιᾶς (καί Μόνης) Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, διό καί ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ ὅλα τά γνωρίσματα καί τίς προδιαγραφές μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθίσταται λίαν ἀπαραίτητη καί ἐπιτακτική. Τό διακυβευόμενο ἐνταῦθα εἶναι μέγα καί σοβαρό ζήτημα πίστεως, ἀφοῦ κλονίζεται μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ δογματική διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περί τῆς Μιᾶς (καί Μόνης) Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δέ προσθήκη εἰς τό ἐν λόγῳ ἕκτο(6) ἄρθρο «ἀλλά καί πιστεύει (ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) ὅτι αἱ πρός ταύτας (ἐνν.τάς ἄλλας «Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας») σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ΄αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς» οὐδόλως ἐπιλύει, παρά μόνον περιπλέκει τό μέγα ἐκκλησιολογικό θέμα. Δέν ἔχουν καμμία θεολογική ἀξία καί σημασία οἱ ἀποσαφηνίσεις καί ἐξηγήσεις «τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» διά τήν ἐκκλησιολογία καί τήν διδασκαλία τους περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἐάν προηγουμένως δέν ἀσπασθοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἁγία καί ἀμώμητο Πίστι καί Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Θεία Διδασκαλία τοῦ Θείου Δομήτορος τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Διότι, ἐάν ἐμμένουν στίς αἱρέσεις καί τίς κακοδοξίες των καί συνεπῶς δέν ἔχουν κοινωνία ἐν τῇ Πίστει καί τῇ Ἀγάπῃ μέ τήν Μία καί Μόνη Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τότε οὔτε Μυστήρια, οὔτε Ἱερωσύνη, ἀλλ΄οὔτε καί Ἀποστολική διαδοχή ἔχουν. Ὅλα αὐτά θραύονται καί καταλύονται, ὅταν ὑφίσταται ὁ μολυσμός καί ἡ πνευματική νόσος τῆς αἱρέσεωςκαί τοῦ σχίσματος, τῆς κακοδοξίας καί τῆς πλάνης. Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἐκτός τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας δέν λογίζονται, οὔτε εἶναι δυνατόν μέ θεολογικά καί Ἁγιοπνευματικά κριτήρια νά ὑφίστανται. Ἀσφαλῶς δέ εἶναι ἀδιανόητο καί βλάσφημο νά θεωρηθοῦν ποτέ αὐτές ὡς…«παραρτήματα» τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Καί τό τρίτο (γ’) χαρακτηριστικό ἰδίωμα, τό ὁποῖο παραθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι λίαν σημαντικό καί ἀξιοπρόσεκτο. Ὅλα τά ἐκτιθέμενα παρά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόγματα καί οἱ Κανόνες νά εἶναι ὀρθόδοξα καί εὐσεβῆ καί σύμφωνα μέ τίς Θεῖες Γραφές καί τίς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές Συνόδους. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ συγκληθησομένη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἀφοῦ τῷ ὄντι φέρει τήν κανονική ὀνομασία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καλεῖται νά στοιχηθῆ κατά πάντα πρός τήν δογματική καί κανονική παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τίς Θεῖες ἐπιταγές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
2. Ἐφ΄ὅσον, κατά τό Ἱερό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅρος Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ταυτίζεται μέ τόν ὅρο Οἰκουμενική Σύνοδος, συνεπάγονται καί οἱ ἀνάλογες ὑποχρεώσεις της , διά νά ἔχη καί αὐτή τό ἀπαιτούμενο κῦρος καί τίς προϋποθέσεις ἀναγνωρίσεως της ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκτός καί ἐάν πρέπει, ἀκούοντες τήν ὀνομασία: Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, νά ἐννοήσωμε ἁπλῶς τήν σύγκλησι διευρημένης Συνόδου Ὀρθοδόξων Προκαθημένων καί οὐδέν πλέον.
Πρωτίστως προέχει ἡ ἀναγνώρισις τῶν δύο(2) ἀποδεχομένων καί ἀνεγνωρισμένων ὑπό τῆς γρηγορούσης δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Οἰκουμενικῶν Συνόδων˙ τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου τοῦ ἔτους 879-880μ.Χ. καί τῆς ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ ἔτους 1351μ.Χ. Καί ἐν συνεχείᾳ, στοιχοῦσα εἰς τήν παράδοσιν τῶν ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θά πρέπει νά θέση σέ ἐφαρμογή τά ὁριζόμενα καί διακελευόμενα ὑπ’αὐτῶν, ἤτοι˙
α)Τήν τοποθέτησι τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου στήν κεντρική θέσι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅπως ἔκπαλαι ἐγίνετο τοῦτο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τήν ἔνθεν καί ἔνθεν αὐτοῦ, κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς καί τήν ἰσχύουσα τάξι πλαισίωσι τῶν Προκαθημένων καί λοιπῶν ἁγίων Συνέδρων.
β)Τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, πλήν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι λόγῳ γήρατος ἤ ἀσθενείας θά ζητήσουν ἁρμοδίως τήν ἐξαίρεσίν των. Διότι ἄλλως ἀποκλείεται καί ἀφαιρεῖται τό κανονικόν δικαίωμα ὅλων τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ὀρθοδόξων Ἐπαρχιούχων Ἐπισκόπων, (ἐκτός τοῦ περιωρισμένου ἀριθμοῦ τῶν 24 ἐκπροσώπων Ἐπισκόπων ἐξ ἑκάστης Τοπικῆς Ἐκκλησίας) νά συμμετάσχουν μετά ψήφου εἰς τήν Ἀγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὡς συνέβαινε τοῦτο εἰς ἑκάστην τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι καί εἶχον τήν κανονικήν προσωνυμίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Οὐδείς Ἐπίσκοπος διαποιμαίνων Ὀρθόδοξον Ποίμνιον (μή ὤν βεβαίως καταδεδικασμένος) ἀπεκλείσθη ποτέ ἔκ τινος Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰμή οἱ διά διαφόρους λόγους κωλυθέντες ἵνα προσέλθωσι, παρά τό σημειούμενον ἐν τῷ ὑπ’΄ἀριθ. 755/351/16-2-2016 Σεπτῷ Συνοδικῷ ἐγγράφῳ, τό ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἡ παράδοσις εἶναι σαφεστάτη, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κατηγορηματικός ἐν τῷ Ἱερῷ Πηδαλίῳ, καθ΄ἅ εἴπομεν, καί ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος σαφῶς παρατηρεῖ ὅτι: «Ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐνῷ τό κυρίως διοικοῦν σῶμα εἶναι τό σῶμα Κληρικῶν καί δή τό τῶν Ἐπισκόπων, δέν ἀποκλείεται τό λαϊκόν σῶμα ἐκ τῆς διοικήσεως, διά τῆς ἐκ μέρους του δι΄ ἐκλογῆς ἀναδείξεως τῶν Κληρικῶν, καί διά τῆς ἀπαραιτήτου του συνεργασίας εἰς τόν σχηματισμόν τῆς «συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας», τῆς ὑπερτάτης ταύτης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίας. Ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς ταύτης, ἡ ἀνωτάτη διοικητική βαθμίς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας καί διοικήσεως εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ συγκροτουμένη κυρίως ἐκ τῆς ὁλότητος τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων καί τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις ὁριστικῶς γινόμεναιὑπό τῆς συνειδήσεως τῆς Ἑκκλησίας ἀποδεκταί,ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίαν.[5]
γ) Τήν συζήτησι καί συνεξέτασι ὅλων τῶν θεμάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Νά ἐκφρασθοῦν ἐπ΄αὐτῶν ἐλευθέρως, ἀβιάστως καί ἐπαρκῶς οἱ ἅγιοι Σύνεδροι καί νά τεθοῦν σέ ψηφοφορία τά πρός συνδιάσκεψιν θέματα, ὁπότε θά ἰσχύση τό ἱεροκανονικό «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἡ ἰσχύουσα ἀρχή ὅτι ἑκάστη Τοπική Ἐκκλησία θά ἔχη μία ψῆφο καί θά ἔχη προεξασφαλισθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν μελῶν της δι’ὅλα τά θέματα δέν ἐρείδεται εἰς τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας. Τό νά προετοιμάζωνται καί νά προαποφασίζωνται τά θέματα ἀπό τίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, χωρίς νά ἔχουν εἰδικῶς ἐξουσιοδοτηθῆ οἱ ἐκπρόσωποι κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας (ὁμιλῶ εἰδικότερα γιά τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία) ἀπό τό Κυρίαρχο Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας διά τό κάθε θέμα: τί θά ὑποστηρίξουν ὡς θέσιν καί Ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας μας, ποῦ θά συμφωνήσουν ἤ ποῦ θά διαφωνήσουν, καί χωρίς νά γνωρίζη ἡ Σεπτή Ἱεραρχία καί δι΄αὐτῆς ὁ κάθε Ἐπίσκοπος τήν ἄλλη πλευρά (altera pars) καί τήν πρόοδο καί ἐξέλιξι τῶν ἐργασιῶν τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, αὐτό ἀφίσταται κατά μυρίας παρασάγγας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι. Παραπέμπει στό μοναρχικό ἤ καί ὀλιγαρχικό πολίτευμα τοῦ Δυτικοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου, σέ Δυτικά πρότυπα καί ὄχι στό Συνοδικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν δέχεται, οὔτε θά δεχθῆ ποτέ μοναρχία ἤ ὀλιγαρχία, καί πολύ περισσότερο δέν θά ἀποδεχθῆ Πάπα στήν Ἀνατολή. Στήν Ὀρθόδοξη μας Παράδοσι καταρτίζονται ἐκ τῶν προτέρων τά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως, ἀλλά δέν προαποφασίζονται. Οἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι («ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»[6] ἐλέχθη κατά τήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων) ἐν τῇ ὥρᾳ τῶν ἱερῶν συνεδριῶν. Ἐλεύθεροι καί ἀδέσμευτοι, χωρίς πιέσεις καί ἀπειλές, ἐκφράζονται οἱ ἅγιοι Σύνεδροι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,διαλέγονται ἤ διαφωνοῦν κινούμενοι ὑπό τῆς φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παρακλήτου καί ἀποφασίζουν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. «Οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία»[7],καί
δ) Τήν Ἁγιοπατερική καί ἱεροκανονική στάσι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διά λόγους συνειδήσεως καί προσηλώσεως εἰς τούς δογματικούς Ὅρους καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δέν θά συμμορφωθοῦν σέ τυχόν ἀποφάσεις ἀσύμβατες καί ἀντικρουόμενες πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι (τήν δογματική καί ἱεροκανονική). Ἡ συνοχή καί ἡ πλήρης ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ἐξαρτηθῆ ἀπό τόν ἀπόλυτο της σεβασμό, χωρίς καινοτομίες καί προσθαφαιρέσεις στό περιεχόμενο τῆς Ἁγίας ἡμῶν καί ἀμωμήτου Πίστεως, διδασκαλίας καί Παραδόσεως. Ἀπό τήν πλήρη συμμόρφωσι πρός τήν ἀρχήν τοῦ «μή μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο».
Τό ὁρμητικό ρεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἡ ἀκάθεκτη ὁρμή τῆς Παγκοσμιοποίησης καί Πανθρησκείας δέν πρέπει ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά ἐπιδράση ἤ νά ἐπηρεάση τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή καί ἐπαγρύπνησις διά νά μή ἐπαληθευθοῦν ὁ φόβος καί ἡ ἀνησυχία τοῦ ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου π.Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, σπουδαίου Κανονολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἐξέφρασε κατά τήν δεκαετία τοῦ 60 εἰς τόν τότε Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα μέ τά ἑξῆς λόγια: «Μυριάκις προτιμώτερον, Παναγιώτατε, νά ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/πόλεως θρόνος καί νά μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησῖδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῇ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῇ ἔστω καί ἡλαχίστηπαρέκκλισιςπότςχρυσςτνΠατέρωνγραμμς, μοφώνως βοώντων:΄ΟχωρεσυγκατάβασιςεςτάτςΠίστεως… Μή θέλετενάδημιουργήσητεντκκλησίᾳσχίσματακαίδιαιρέσεις. Πειρσθενάνώσητετάδιεσττακαίτόμόνονπερθάκατορθώσητε, θά εναινάδιασπάσητετάνωμένακαίνάδημιουργήσητεῥήγματαεςδάφη ωςσήμερονστερεάκαίσυμπαγ. Σύνετεκαίσυνέλθετε!…»
Oἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί τῶν (ἀνεγνωρισμένων) Τοπικῶν Συνόδων «ἐκδικοῦνται», κατά τήν συνήθη ἔκφρασι τοῦ ἀειμνήστου π.Ἐπιφανίου, ὅταν γίνεται παράβασις καί καταπάτησις των. Καθορίζεται σαφῶς τό ἐπιτίμιο διά τούς καταφρονητές των (καθαίρεσις, ἀφορισμός, ἀκοινωνησία, ἀργία κλπ.).Οἱ παραβάτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων τίθενται πρό τῶν βαρέων εὐθυνῶν των καί ἐνώπιον τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως των. Ἡ Τοπική Ἐκκλησία, εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει ὁ καταφρονητής τοῦ συγκεκριμένου ἤ τῶν συγκεκριμένων Ἱερῶν Κανόνων, ἔχει τήν εὐθύνη καί τήν ὑποχρέωσι νά ἐπιβάλη, μετά τήν νόμιμη καί κανονική διαδικασία, τίς προβλεπόμενες κυρώσεις.
Εἶναι θλιβερό δέ καί ἀνησυχητικό ὅτι, ἐνῶ παρατηροῦνται κατάφωρες παραβιάσεις Ἱερῶν Κανόνων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί λοιπῶν ἄλλων, καί μάλιστα στά κρίσιμα θέματα συμπροσευχῶν μέ ἑτερόδοξους, αἱρετικούς καί ἀκοινώνητους, καί τό ἀκόμη χειρότερο μέ ἀλλόθρησκους, χωρίς νά ἐπιδεικνύεται ἡ ἐπιβαλόμενη εὐαισθησία ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς ἁρμοδίους καί ὑπευθύνους, ἐν τούτοις ὑπάρχει μεγάλη σπουδή καί πρόθεσις ἐπιβολῆς βαρέων ἐπιτιμίων ὑπό τῆς συγκληθησομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ τό αἰτιολογικό νά ἀποφευχθοῦν διασπάσεις καί διαιρέσεις, ἄν καί αὐτές δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτραποῦν μέ τό «μαστίγιο», ἀλλά μέ τόν θρίαμβο καί τήν ἐπικράτησι τῆς σῳζούσης Θείας Ἀληθείας. Γιατί ἄν συμβῆ τό ἀντίθετο, ἐνῷ δέν θέλει νά ὀνομάζεται Οἰκουμενική καί δέν διαθέτει προδήλως τό κῦρος καί τήν αὐθεντία της, ἀναμφιβόλως θά ἐκφύγη τῶν ἁρμοδιοτήτων της καί τῶν ὁρίων τῆς ἀρχῆς τῆς Συνοδικότητος καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, καθώς ἐπίσης καί τῆς ἐλεύθερης ἐκφράσεως τῶν ἁγίων Συνέδρων, γεγονός τό ὁποῖο θά παραπέμψη σέ δυσάρεστες ἐποχές βίας καί καταναγκασμοῦ.
Καί διά νά ὁλοκληρώσω καί συγκλείσω τό ὅλον θέμα θά ἐπανέλθω εἰς τό βασικό θέμα τῆς εἰσηγήσεως μου, δηλ. τό τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τόν προσεχῆ Ἰούνιο στήν Κρήτη, παραθέτοντας τίς ἐπ’αὐτοῦ διαπιστώσεις-ἐπισημάνσεις δύο Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων,ἑνός ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων, τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου καί ἑνός ἐκ τῶν νεωτέρων, τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ κ.Χρυσοστόμου Σταμούλη.
Δέν ἐπικαλοῦμαι τίς θέσεις τῶν παρισταμένων σεβαστῶν μου Καθηγητῶν, τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ καί τοῦ κ.Δημ. Τσελεγγίδη, διότι θά ἕχωμε τήν εὐκαιρία νά τούς ἀκούσωμε κατά τήν εἰσήγησιν των. Γράφει ὁ πρῶτος, ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Γιανναρᾶς μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα μας: «Ἡ Σύνοδος πού ἔχουν ἐξαγγείλει οἱ ἀνά τόν κόσμο Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες γιά τόν προσεχῆ Ἰούνιο (2016) στήν Κρήτη, χαρακτηρίζεται «Μεγάλη». Ὄχι σέ ἀριθμό συμμετεχόντων, ἀφοῦ δέν πρόκειται νά μετάσχουν (ὅπως ἦταν αὐτονόητο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους) ὅλοι οἱ προεστῶτες τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐπίσκοποι. Γιά πρώτη μᾶλλον φορά σύνοδος ἐκκλησιαστική θά βασιστεῖ στήν ὀρθολογική (ἀποτελεσματικότητας) ἀρχή τῆς «ἀντιπροσώπευσης» – θά συγκροτηθεῖ ἀπό «ἀντιπροσώπους» τῶν ἐθνικῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων ὄχι ἀπό τό σύνολο τῶν λειτουργῶν τῆς ἐπισκοπικῆς «πατρότητας» .
Στήν Ἑκκλησία εἶναι ἀδιανόητο τό «ἀντιπροσωπευτικό σύστημα» (ὅπως καί στήν ἀρχαιοελληνική «πόλιν» ἦταν ἀδιανόητη ἡ «ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία»). Γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δέν ἀντιπροσωπεύονται, σέ καμιά μορφή συνοδικότητας, γνῶμες, ἀπόψεις, ἰδέες, προτάσεις. Κατατίθεται μόνο μαρτυρία ἐμπειρίας καί ἡ ἀλήθεια τῆς κατάθεσης κρίνεται ἀπό τό ἄν καί κατά πόσο ἡ κατατιθεμένη μαρτυρία «κοινωνεῖται» (πιστοποιεῖται,ἐπιμαρτυρεῖται) ἀπό τήν ἐμπειρία ὅλων. Ἔχει συμβεῖ στήν ἱστορία τῶν Συνόδων ἡ κατάθεση ἑνός δίχως τίτλους λογιότητας ἐπισκόπου ἀσήμαντης πληθυσμιακά ἐπισκοπῆς (λ.χ. τῆς Τριμυθοῦντος, στήν Κύπρο) νά καθορίσει τόν «ὅρο» – ἀπόφαση τῆς Συνόδου – νά ἀγνοηθοῦν στιλπνά ἴσως ρητορεύματα περιώνυμων πατριαρχῶν καί ἀρχιεπισκόπων».[8]Καί ὁ Καθηγητής κ. Σταμούλης παρατηρεῖ τά ἀκόλουθα:
«…Ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἡ μεγάλη καί εὐλογημένη εὐκαιρία ἔχει νά κάνει κυρίως μέ τή βάση τῆς Ἐκκλησίας. Μία βάση ξεκομμένη ἀπό τήν πληροφόρησι καί συνεπῶς τή συμμετοχή σέ ὅλα ὅσα τήν ἀφοροῦν ἄμεσα καί ἀποτελοῦν ὡς μή ὄφειλε ἀντικείμενο χειρισμῶν ἀποκλειστικά τῆς κορυφῆς… Ἐάν διαπιστώνεται, λοιπόν, ἕνα ἔλλειμμα αὐτό βρίσκεται στήν ἐνημέρωση τῆς βάσης, στήν ἐνημέρωση τῶν λαϊκῶν, ἀλλά καί τῶν κληρικῶν τόσο τῶν δύο πρώτων βαθμίδων, ὅσο καί τῶν Ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Φαίνεται ἔτσι νά λησμονεῖται ἤ νά παραθεωρεῖται, πώς «ἡ Σύνοδος δέν συνέρχεται γιά τόν ἑαυτό της, συνέρχεται γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ, γιά ὅλο τόν κόσμο», καθώς «εἶναι ἐκ τοῦ σώματος», «ἐν τῷ σώματι», «διά τό σῶμα».
Ὡς ἐκ τούτου, συνεχίζει ὁ κ.Καθηγητής, οἱ ἐνστάσεις οἱ ὁποίες καί ἐδῶ διατυπώθηκαν ἀπό μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν εἶναι χωρίς ἔρεισμα. Ὄντως, ἡ συγκεκριμένη διαδικασία εἶναι ἀμάρτυρη ἐντός τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως φαίνεται νά ἀγνοεῖται τό ἱστορικό κεκτημένο πού θέλει τόν κάθε Ἐπίσκοπο νά ἔχει μία ψῆφο. Ὄντως φαίνεται νά ἀντικαθίσταται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό τόν πρῶτο καί νά ὑποχωρεῖ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου γιά χάρη τοῦ καθόλου τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας… Καί δέν χωρά καμία ἀμφιβολία πώς σέ ὅλα τά παραπάνω θά μπορούσαμε νά προσθέσωμε καί ἄλλα. Νά ποῦμε γιά παράδειγμα ὅτι μέ τήν ἀποδοχή τῆς ὁμοφωνίας, ἀλλά καί τῆς μίας ψήφου ἡττᾶται ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς συνοδικότητας, βιάζεται ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί περιθωριοποιεῖται ἡ ἴδια ἡ ζωή…».[9]
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Θεωρῶ ὅτι μέ τήν παροῦσα εἰσήγησι ἀναδείχθηκε ἐπαρκῶς τό θέμα τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν προσεχῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί κατεδείχθησαν ἀριδήλως τά ἐκκλησιολογικά προβλήματα, τά ὁποῖα προφανῶς θά προκύψουν ἐκ τούτου. Ὅσον ἀφορᾶ δέ εἰς τά ποιμαντικά προβλήματα, δύναται πᾶς τις νά τά προοιωνίση. Τοῦτο μόνο νά τονισθῆ:Ὑπάρχει φόβος Ὀρθόδοξοι πιστοί, βλέποντες νά περιθωριοποιεῖται ἤ νά ἀναιρεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοσις εἰς ὡρισμένα καίρια σημεῖα καί νά παραβιάζωνται κανονικά θέσμια καί ἡ δογματική περί Ἐκκλησίας διδασκαλία νά σκανδαλίζωνται καί νά μή πειθαρχοῦν εἰς τούς Ἐκκλησιαστικούς Ποιμένες καί Διδασκάλους καί νά διάγουν μέ ταραχή καί ὄχι μἐ ἐκκλησιαστική εἰρήνη καί εὐταξία, τοῦθ’ὅπερ θά εἶναι ὀλέθριο πνευματικά καί ἀλυσιτελές. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου. Πρόσχωμεν!»
Νά κατακλείσω τήν παροῦσα εἰσήγησι, ἀφοῦ ζητήσω συγγνώμη γιά τήν ὑπέρβασι τοῦ χρονικοῦ ὁρίου, μέ τήν εὐχή τῶν Ἱερῶν Διπτύχων τῆς Ἁγίας Προθέσεως, τά ὁποῖα ἀνεγίνωσκε σέ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ ἀείμνηστος Γέροντας μου καί καταξιωμένος ΜητροπολίτηςὝδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κυρός Ἱερόθεος (πού τά εἶχε παραλάβη ἀπό τόν ἀοίδιμο Γέροντα του Ἀρχιμανδρίτη π.Γερβάσιο Παρασκευόπουλο). Ἔλεγε αὐτή ἡ εὐχή: «Μνήσθητι Κύριε τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς Οἰκουμένης. Τῆς λύσεως τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων καί τῆς ἀναδείξεως ἀσπίλου καί ἀμώμου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἐκλεκτῆς Σου Νύμφης». Ἀμήν.
______________________________

[1] Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς Ι.Σ.Ι. μέ θέμα : «Ἐνημέρωσις περί τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», σελ. 8, παρ. 2.
[2] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς,Ἁγίας,Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ.Β, ἐν Ἀθήναις,1841.
[3] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον…, ἔκδ.Β’
Ἐν Ἀθήναις 1841, Περί τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Πρώτης Συνόδου, Προλεγόμενα, ὑποσημ.1, σ.66.
[4] Ἔνθ΄ἀνωτ.ὑποσημ.1,σ.66, Δοσιθέου σελ. 633 τῆς Δωδεκαβίβλου.
[5] Ἁμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου(†), Καθηγητοῦ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν, Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἔκδ.Τρίτη 1997, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι, σελ. 20.
[6] Πραξ.ιε΄28.
[7] Β΄Κορ.γ΄17.
[8] Χρήστου Γιανναρᾶ,Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ ΕΚΠΑ. ἐπιφυλλίδα «Καθημερινῆς» 13 -03 -2016 ὑπό τόν τίτλον «Μέτρο παρακμῆς ἡ «Μεγάλη Σύνοδος».
[9] Χρυσοστόμου Σταμούλη,Καθηγητοῦ τοῦ ΑΠΘ, «Ἡ λειτουργία τῆς ὁμοφωνίας καί ἡ ποιητική τῆς ἑνότητας», Εἰσήγησις «Πρός τήν Ἁγία κάι Μεγάλη Σύνοδο». (3-5 Δεκεμβ. 2015)

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΓΙΑΧΒΕ

 

Σεβασμιώτατοι Πατέρες, Συλλειτουργοί Ἱερεῖς,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές, Ἐλλογιμώτατοι Καθηγητές
καί ἐκλεκτέ λαέ τοῦ Θεοῦ,

 

Εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή νά ὁμιλήσει καί ἡ ταπεινότητά μου στήν Ἡμερίδα αὐτή, τήν ὁποία διοργάνωσε ἡ ἀγωνία Πατέρων Ἱεραρχῶν, Ἱερέων καί Μοναχῶν καί Θεολόγων Καθηγητῶν γιά τόν στηριγμό τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τό θέμα μου εἶναι «Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν γιά τήν καθαρότητα τῆς πίστης στόν Γιαχβέ». Τό θέμα αὐτό εἶναι πολύ σοβαρό, εἶναι ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη, καί, ὅπως τό ἐννοοῦμε, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξαντληθεῖ στά στενά καί περιορισμένα ὅρια μιᾶς 20 λέπτου ὁμιλίας, ὅπως καθορίζει τό πρόγραμμα γιά τούς ὁμιλητές. Ὀλίγα μόνο γενικά θά πῶ γιά τό θέμα καί παρακαλῶ νά τά δεχθεῖτε.

 

1. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστόν, ὁ Μωυσῆς, στήν θεοφάνειά του ἐκείνη στό ὄρος Σινᾶ, ἔλαβε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖον καί παρέδωσε στούς ᾽Ισραηλῖτες. Αὐτή τήν «Μωσαϊκή θρησκεία», ἄς τήν ποῦμε ἔτσι, τήν κράτησαν οἱ Ἰσραηλῖτες κατά τήν πορεία τους στήν ἔρημο καθαρή, ἀλλά ὅταν εἰσῆλθαν στήν Χαναάν, βρῆκαν τόν ἀνθηρό πολιτισμό τῶν Χαναναίων μέ τήν πολυθεϊστική τους θρησκεία. Ἡ Χαναανιτική αὐτή θρησκεία εἶχε τοπικούς θεούς, ἀλλά ἐλάτρευε καί πλῆθος ἄλλων Βαβυλωνιακῶν καί Αἰγυπτιακῶν θεῶν. Ἐπειδή κύριος θεός τῶν  Χαναναίων ἦταν ὁ Βάαλ καί ἡ Ἀστάρτη, θεοί τῆς βλαστήσεως, γι᾽ αὐτό ἡ λατρεία τῶν Χαναναίων ἦταν ὀργιαστική. Οἱ Ἰσραηλῖτες λοιπόν τώρα, ἐγκατασταθέντες στήν Χαναάν, ὅπως παρέλαβαν ἀπό τούς Χαναναίους τόν πολιτισμό τους, ἔτσι παρέλαβαν ἀπ᾽ αὐτούς καί στοιχεῖα ἀπό τήν θρησκεία τους καί τήν λατρεία τους. Στήν ἀρχή μέν ἡ ἐπίδραση αὐτή ἦταν ἐξωτερική. Οἱ Ἰσραηλῖτες, δηλαδή, τελοῦντες τήν λατρεία τους, ἐμιμοῦντο τόν τρόπο λατρείας τῶν Χαναναίων, χρησιμοποιοῦντες καί αὐτοί ξυλόγλυπτες παραστάσεις τοῦ Θεοῦ καί ἐτέλουν αὐτήν σέ ὑψώματα, σέ λόφους καί ὄρη, ὅπως τό ἔκαναν οἱ Χαναναῖοι (βλ. Κριτ. 8,2. 9,6. 17,1 ἑξ. 18,30 κ.λπ. Α´ Βασ. 9,12 ἑξ.). Ἀργότερα ὅμως ὁ κίνδυνος γιά τήν θρησκεία ἔγινε σοβαρότερος, γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες δέν εἶχαν μόνο ἐξωτερική ἐπίδραση ἀπό τήν Χαναανιτική θρησκεία, ἀλλά καί ἐσωτερική. Ἀνέμειξαν, δηλαδή, καί τόν Θεό τους Γιαχβέ μέ τούς θεούς τῶν Χαναναίων. Ἔτσι στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ δημιουργήθηκε μιά ἄλλου εἴδους θρησκεία πού εἶχε μέν κατά βάσιν μωσαϊκά στοιχεῖα, ἀνάμεικτα ὅμως μέ στοιχεῖα καί ἄλλων θρησκειῶν, καί ἄλλων θεῶν καί θεοτήτων, αὐτῶν πού ἐλατρεύοντο σήν Χαναάν. Συγκρητισμός! Οἰκουμενισμός! Τόν τύπον αὐτόν τῆς θρησκείας οἱ εἰδικοί τόν ὀνομάζουν «λαϊκή θρησκεία». Παράλληλα λοιπόν πρός τήν καθαρή Μωσαϊκή θρησκεία ἔχουμε καί τήν δημιουργηθεῖσα στόν λαό «λαϊκή θρησκεία», δηλαδή τήν Μωσαϊκή θρησκεία νοθευμένη μέ ξένα θρησκεύματα.

 

2. Ὅπως τό καταλαβαίνουμε, γι᾽ αὐτήν τήν δημιουργηθεῖσα κατάσταση προῆλθε ἀντίδραση. Ἠ ἀντίδραση αὐτή ἦταν ἀπό κύκλους καί ὁμάδες ὀπαδῶν τῆς καθαρᾶς Μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἐδῶ ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν προφητῶν. Οἱ προφῆτες ἐμφανίζονται ρητά κατά τήν ἐποχή τοῦ Σαμουήλ (11ος αἰών). Τήν ἐποχή αὐτή οἱ προφῆτες μᾶς ἐμφανίζονται καθ᾽ ὁμάδες. Ἀλλά, ἄν τήν ἐποχή τοῦ Σαμουήλ οἱ προφῆτες μᾶς παρουσιάζονται ὁμαδικά, θά πρέπει τήν ἐμφάνιση ἀπομεμονωμένων προφητῶν νά τήν ἀποδώσουμε πολύ ἀρχαιότερα, ὥστε νά ὑπάρξει χρόνος κατά τόν ὁποῖον οἱ μεμονωμένοι προφῆτες συνενώθησαν καί συνεκρότησαν ὁμάδες. Ἕνας μικρός κύκλος γνησίων ὀπαδῶν τῆς Μωσαϊκῆς θρησκείας μᾶς παρουσιάζεται γύρω ἀπό τήν Δεββώρα, ἡ ὁποία καλεῖται ρητῶς «προφῆτις» (Κριτ. 4,4) καί δρᾶ ἐν ὀνόματι τοῦ Γιαχβέ! Πολύ ὅμως σπουδαιότερος εἶναι ὁ κύκλος τῶν ἱερέων στό προσκύνημα στή Σηλώ. Τά χρόνια γιά τά ὁποῖα μιλᾶμε τό ἱερό τῆς Σηλώ ἀποτελεῖ τό κέντρον, γύρω ἀπό τό ὁποῖον συσπειροῦνται οἱ συνεχιστές τῆς Μωσαϊκῆς παραδόσεως ἱερεῖς καί προφῆτες. Καί ἀπό τόν κύκλο αὐτόν προῆλθε ὁ μεγάλος κριτής καί προφήτης Σαμουήλ.
Ὁ Σαμουήλ διέγνωσε ὅτι ὅλος ὁ Ἰσραήλ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν καθαρή Μωσαϊκή θρησκεία καί γι᾽ αὐτό γίνεται ἱεραπόστολος καί αὐλακώνει ὅλη τήν χώρα, ἀπό τήν Μασσηφάθ στήν Βαιθήλ καί ἀπό αὐτήν στήν Γιλγάλ καί ἀπό τήν Γιλγάλ στήν Ραμά καί πάλι στήν Μασσηφάθ (Α´ Βασ. 7,6. 7,16), κηρύττοντας τήν ἐπιστροφή στήν πατρώα θρησκεία. Τά χρόνια ὅμως παρέρχονται, ὁ Σαμουήλ γηράσκει καί βλέπει ὅτι τό πνεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ εἶναι μεγάλο, γι᾽ αὐτό, ἀπό τήν ἀγωνία του γιά τήν πίστη τοῦ λαοῦ, προβαίνει σέ μία σπουδαία καί σημαντική πράξη γιά τό Ἰσραήλ, τήν ἵδρυση τῆς βασιλείας σ᾽ αὐτό. Ἡ ἵδρυση τοῦ θεσμοῦ τῆς βασιλείας δέν προῆλθε μόνο γιά τόν ἀγώνα κατά τῶν περιοίκων ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά ἀπό θρησκευτικούς λόγους. Ὁ Σαμουήλ σκέφθηκε ὅτι ἡ φυσική ἀντίθεση τοῦ νέου βασιλείου πρός τούς γειτονικούς λαούς θά συνέβαλε καί πρός τήν ἀντίθεση τῆς θρησκείας τοῦ βασιλείου αὐτοῦ πρός τήν θρησκεία τῶν ἄλλων λαῶν καί ἡ ἀντίθεση αὐτή θά συγκρατοῦσε τό ρεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ καί θά βοηθοῦσε πρός τήν ἐπάνοδο τῆς καθαρᾶς Μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἔτσι λοιπόν ὁ Σαμουήλ ἔχρισε τόν Σαούλ ὡς πρῶτον βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, φίλα προσκείμενον πρός τούς προφητικούς κύκλους. Ὡς πολιτικός ὅμως τώρα ὁ Σαούλ εἶδε ὅτι γιά νά σταθεῖ ὡς βασιλεύς δέν μπορεῖ νά ἔλθει σέ ἀντίθεση μέ τό θρησκευτικό κατασκεύασμα τοῦ λαοῦ, γι᾽ αὐτό καί φαίνεται νά συμπορεύεται μέ αὐτό. Δέν μποροῦσε ὅμως νά ἐναντιωθεῖ καί στόν ἰσχυρό Σαμουήλ, γι᾽ αὐτό καί κινεῖται μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν πόλων (βλ. ἀντιθέτους ἐνεργείας του εἰς Α´ Βασ. 14,35. 14,41. 13,12. 28,3. 9. 14,3. 18. 19,13. 29,9 ἑξ. 14,3. 18. 22,9 ἑξ.). Ἔτσι δημιουργήθηκε ἕνας τρίτος τύπος θρησκείας, ἡ «θρησκεία τῶν ἐπισήμων», ἡ ὁποία κλίνει καί πρός τήν παραδοσιακή Μωσαϊκή θρησκεία, ἀλλά καί δέν ἐναντιοῦται πρός τήν «λαϊκή θρησκεία». Ὁ Σαούλ λοιπόν εἶδε τήν θρησκεία μέ πολιτικό φακό καί θέλησε νά τήν ὑποτάξει στήν πολιτική! Γι᾽ αὐτό καί τελικά ὁ Σαμουήλ ἀπεκήρυξε τόν Σαούλ καί προέβη σέ ἄλλη ἐκλογή, τοῦ Δαβίδ· ὁ Δαβίδ, προερχόμενος ἀπό ποιμενικούς κύκλους, ἦταν σαφῶς ὀπαδός τῆς Μωσαϊκῆς θρησκείας, γι᾽ αὐτό καί φαίνεται νά ἔχει στενή ἐπαφή καί συνεργασία μέ τούς προφῆτες Γάδ καί Νάθαν.

 

3. Γιά τό θέμα μας μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἐποχή τοῦ προφήτου Ἠλία (9ος αἰών). Τήν ἐποχή αὐτή ἡ «θρησκεία τῶν ἐπισήμων», ὅπως τήν ὀνόμασαν, ὄχι μόνον ἔχει κλίνει πρός τήν «λαϊκή θρησκεία», ἀλλά καί ἔχει ταυτιστεῖ πρός αὐτήν καί ἦλθε λοιπόν καί αὐτή ἄκρως ἀντιμέτωπη πρόςτήν Μωσαϊκή θρησκεία. Αὐτό συνέβηκε γιατί τώρα προστέθηκε καί νέος λόγος πρός τόν συγκρητισμό, οἱ ἐπιγαμίες τῶν βασιλέων. Ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ κράτους Ἀχάβ νυμφεύθηκε τήν θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φοινίκων, τήν Ἰεζάβελ, καί ἵδρυσε ὑπέρ αὐτῆς ναό τοῦ Βάαλ τῆς Τύρου, μεγάλων διαστάσεων ναό, μαζί βέβαια μέ τό ἀναγκαῖο θυσιαστήριο (Δ´ Βασ. 10,19 ἑξ. 16,32). Ἀλλά καί ὁ πατέρας αὐτοῦ Ὀμρί, ἐπιδιώκοντας τήν φιλία μέ τούς Ἀραμαίους, ἐπέτρεψε στήν πρωτεύουσα Σαμάρεια τήν δημιουργία συνοικίας τῶν Σύρων, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν σ᾽ αὐτήν ἱερά ξένων θεῶν (Γ´ Βασ. 21,34). Καί τώρα ἔχουμε ἐδῶ τούς σκληρούς ἀγῶνες τοῦ προφήτου Ἠλία κατά τοῦ βασιλέως Ἀχάβ. Ὁ προφήτης συναντήθηκε μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ταράχθηκε μέ τήν παρουσία του καί τοῦ ἐπιτέθηκε ἀποκαλώντας τον «καταστροφέα τοῦ Ἰσραήλ»!… Ἀπεκάλεσε ἔτσι ὁ Ἀχάβ τόν Ἠλία, γιατί μέ τόν λόγο του καί τήν ὅλη του δράση ὁ προφήτης τόν ἐμπόδιζε γιά νά κάνει τό φθοροποιό του ἔργο. Ἀλλά καί ὁ προφήτης, ἀνταποδίδων τά ἴσα, ἀπεκάλεσε τόν Ἀχάβ «διαφθορέα τοῦ Ἰσραήλ» (βλ. Γ´ Βασ. κεφ. 17-18. Β. Βέλλα, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες, Α´ τόμος, σελ. 138)!
Στήν σύγχυση πού ὑπῆρχε στό Ἰσραήλ τοῦ Γιαχβέ μέ τόν Βάαλ, ὁ προφήτης Ἠλίας ἔθεσε ὀρθά τό πρόβλημα: Ἤ ὁ Γιαχβέ ἤ ὁ Βάαλ εἶναι Θεός. Τρίτον τι δέν χωρεῖ! Εἶναι ὡς νά λέγουμε σήμερα: Ἤ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ οἱ Παπικοί εἶναι Ἐκκλησία. ΜΙΑ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. – Ὁ Ἠλίας μέ ὑπέρμετρο ζῆλο, μέ ἄφθαστο ἐνθουσιασμό, πού τόν ἐμπνέει ἡ ἰδεώδη ἐκείνη Μωσαϊκή ἐποχή, ἀγωνίζεται νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ πραγματικός Θεός καί ἀναλαμβάνει γι᾽ αὐτό σκληρό ἀγώνα κατά τοῦ Βάαλ. Ἀπαράδεκτο γιά τόν προφήτη Ἠλία νά λατρεύεται ὁ Γιαχβέ μαζί μέ τόν Βάαλ. Εἶναι σάν νά κουτσαίνει κανείς καί μέ τά δύο τά πόδια. «Ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ᾽ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις» (Γ´ Βασ. 18,21), ἔλεγε ὁ προφήτης στούς Ἰσραηλῖτες, γιατί μαζί μέ τόν Γιαχβέ λάτρευαν καί ἄλλους θεούς, γιατί δηλαδή ἦσαν 0ἰκουμενιστές!

 

4. Γιά ἕναν ἄλλο μετέπειτα προφήτη, τόν προφήτη Ὠσηέ, τό νά προσεταιρίζονται οἱ Ἰσραηλῖτες καί ἄλλον ἤ καί ἄλλους θεούς καί νά λατρεύουν καί αὐτούς συγχρόνως (οἰκουμενισμός) αὐτό καλεῖται καθαρά «πορνεία»! Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἡ διδασκαλία τοῦ προφήτη Ὠσηέ, γιά τό θέμα μας, ἀλλά κατανοεῖται μόνο ἀπό τό προσωπικό του οἰκογενειακό ἐπεισόδιο. Τό λέγω σύντομα μέ ὀλίγα λόγια, γιατί ἀποτελεῖ κλειδί ἑρμηνείας τοῦ ὅλου βιβλίου του, ἀναφερομένου ἀκριβῶς στό θέμα μου. Ὁ προφήτης νυμφεύθηκε μέ μία γυναίκα, τήν Γῶμερ. Καλή αὐτή ἡ γυναίκα στήν ἀρχή, ἀλλά ἔπειτα ἔγινε ἐρωμένη ἑτέρου ἀνδρός. Ὁ προφήτης τό διεπίστωσε αὐτό, ἐπειδή ὅμως ἀγαποῦσε τήν Γῶμερ, τήν ἀνεχόταν, ἐλπίζοντας στήν μετάνοιά της. Ὅταν ὅμως τελικά εἶδε τό ἀδιόρθωτο τῆς γυναίκας του, τήν ἀπεδίωξε ἀπό τόν οἴκο του. Ἀλλά τότε ἡ Γῶμερ, μακράν τοῦ συζυγικοῦ οἴκου εὑρισκόμενη, μετενόησε καί ἐπεθύμησε τόν Ὠσηέ, ὡς τόν νόμιμο ἄνδρα της, καί ἐπέστρεψε ἐν μετανοίᾳ σ᾽ αὐτόν. Καί ὁ προφήτης ἐδέχθη τήν μετάνοιά της καί τήν προσέλαβε ὡς σύζυγό του. Ἁπλό καί καταληπτό εἶναι τό ἐπεισόδιο αὐτό, ἀλλά ὁ προφήτης τήν οἰκογενειακή του αὐτή περιπέτεια τήν εἶδε μέ θρησκευτκό ὄμμα ὡς εἰκονίζουσα τά συμβαίνοντα στόν Ἰσραήλ. Σ᾽ αὐτό πού θά πῶ τώρα πλέκεται τό ὅλο βιβλίο τοῦ προφήτου Ὠσηέ. Ἀκοῦστε: Ὅπως ὁ προφήτης ἀπό ὅλες τίς γυναῖκες ἐξέλεξε μιά καί συνῆψε μαζί της διαθήκη γάμου, ἔτσι καί ὁ Θεός ἀπό ὅλα τά ἔθνη ἐξέλεξε ἕνα ἔθνος, τό Ἰσραήλ, μέ τό ὁποῖο συνῆψε διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ. Ὅπως ἡ Γῶμερ ἦταν πιστή ἀρχικά στόν ἄνδρα της, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ ἦταν πιστός στήν ἀρχή στόν Θεό του. Τότε κατά τήν πορεία του στήν ἔρημο, ἰδανική ἐποχή, κατά τόν προφήτη Ὠσηέ ἀπό θρησκευτική ἄποψη· γι᾽ αὐτό καί στο βιβλίο τοῦ προφήτου τονίζεται πολύ ἡ ἔρημος. Ἀλλά ὅπως ἔπειτα ἡ γυναίκα τοῦ προφήτου ἀρνήθηκε τόν νόμιμο ἄνδρα της καί ἀγάπησε ἄλλον, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ ἀρνήθηκε τόν Γιαχβέ, μέ τόν ὁποῖον συνῆψε στενή διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ καί στράφηκε στά εἴδωλα. Καί ὅπως ὁ προφήτης ἀνεχόταν τήν πορνεία τῆς γυναίκας του, γιατί τήν ἀγαποῦσε, ἔτσι καί ὁ Θεός ἀνέχεται τώρα τόν ἀποστάτη λαό του, γιατί ἀναμένει τήν μετάνοιά του. Ἀλλά, ὅπως ὁ προφήτης ἀπεδίωξε τήν γυναίκα του, γιατί δέν ἔβλεπε τήν μετάνοιά της, ἔτσι καί ὁ Θεός θά ἀποδιώξει τόν Ἰσραήλ ἀπό τόν οἶκό του, θά τόν ὁδηγήσει αἰχμάλωτο στήν Ἀσσυρία. Ἐδῶ ἔχουμε προφητεία τοῦ προφήτου Ὠσηέ περί καταστροφῆς τοῦ λαοῦ ἀπό τούς ἰσχυρούς Ἀσσυρίους καί τόν ἐκπατρισμό του, πράγμα πού συνέβηκε τό 722 π.Χ. Ἀλλά ὁ προφήτης, ὁρμώμενος ἀπό τό προσωπικό του χαροποιό συμβάν, τῆς μετάνοιας τῆς γυναικός του, δέν σταματᾶ τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ στήν αἰχμαλωσία του, ἀλλά, ἐλπίζοντας καί αὐτοῦ τήν μετάνοια, προφητεύει τήν ἐπάνοδό του ἀπό τήν ἐξορία στήν πάτριο γῆ.

 

5. Τήν ἰδία ἐποχή, τόν 8ο δηλαδή αἰῶνα, ἔχουμε καί ἄλλο πρόσθετο λόγο, πιό δυναμικό μάλιστα, γιά τήν αὔξηση τοῦ συγκρητισμοῦ στό Ἰσραήλ, τήν λεγομένη «πολιτική τῶν συμμαχιῶν». Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἀδύναμο Ἰσραηλιτικό κράτος, γιά νά μπορέσει νά ἀποκρούσει τούς ἀπειλοῦντας ἐχθρούς του, συνῆπτε συμμαχία μέ τά διάφορα ἰσχυρά κράτη. Συμμαχία ὅμως ἐκείνη τήν ἐποχή μέ ἕνα ἔθνος ἐσήμαινε ὅτι πρέπει νά δεχθοῦν καί τούς θεούς τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Γι᾽ αὐτό καί οἱ προφῆτες ἦταν σφόδρα ἐνάντιοι πρός τήν πολιτική τῶν συμμαχιῶν καί ἀπέτρεπαν τούς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τό ἐγχείρημα αὐτό, γιατί κινδύνευε ἡ πίστη. Γιά τούς προφῆτες προτιμώτερο θά ἦταν νά καταστραφεῖ τό ἔθνος, παρά νά χαθεῖ ἤ νά φθαρεῖ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ. Εἶναι αὐτό, δηλαδή, πού ἔγραφε ὁ μακαριστός ἅγιος πατήρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος πρός τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν: «Μυριάκις προτιμώτερον – τοῦ ἔγραφε – νά ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικός τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῇ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῇ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων: “Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως”». Γι᾽ αὐτό λοιπόν καί οἱ προφῆτες ἦταν ἐνάντιοι μέ τίς δημιουργούμενες στό Ἰσραήλ φιλο-ἀσσυριακές ἤ φιλο-αἰγυπτιακές μερίδες, οἱ ὁποῖες μέ ἀντιπροσώπους τους κατέφευγαν στά ἔθνη αὐτά, γιά νά πετύχουν τήν συμμαχία τους. Ἡ ἐνέργεια αὐτή ἐξάλλου πρόδιδε καί ἀπιστία στόν παντοδύναμο Θεό Γιαχβέ, καί κατ᾽ οὐσίαν ἄρνησή του, ἀφοῦ ἐδέχοντο τόν ὅρο τῆς συμμαχίας νά δεχθοῦν τούς θεούς τοῦ συμμάχου κράτους. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἡσαΐας λέγει μέ ἀγανάκτηση καί πόνο:

 

«Οὐαί στούς καταβαίνοντας
στήν Αἴγυπτο γιά βοήθεια!
………………………………….
Δέν προσβλέπουν στόν Ἅγιο τοῦ Ἰσραήλ
καί τόν Γιαχβέ δέν ἐκζητοῦν
………………………………….
Οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι ἄνθρωποι
καί ὄχι Θεός
οἱ ἵπποι τους εἶναι σάρκα
καί ὄχι πνεῦμα» (Ἡσ. 31,1-3)!

 

Κατά ταῦτα καί ὁ Ἡσαΐας ἀποκαλεῖ «πόρνη» τήν Ἱερουσαλήμ, γιατί μαζί μέ τόν Γιαχβέ λατρεύει καί ἄλλους θεούς. Σέ ἕνα θρηνώδη του στίχο ὁ προφήτης παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει περίλυπος: «Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστή Σιών, ἐν ᾗ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν αὐτῇ νῦν δέ φονευταί» (1,21). Καί γιά τόν ἴδιο λόγο πάλι, τῆς ἀναμείξεως τῆς λατρείας τοῦ Γιαχβέ μέ τήν λατρεία τῶν ξένων θεῶν (γιά τόν Οἰκουμενισμό, δηλαδή), ὁ προφήτης λέγει: «Οἱ κάπηλοί μίσγουσι τόν οἶνον ὕδατι» (1,22).

 

6. Τό χειρότερο ὅμως ὅλων εἶναι ὅτι τήν θρησκευτική αὐτή πτώση τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων καί τοῦ λαοῦ ἀκολουθοῦσαν καί ἱερεῖς καί ψευδοπροφῆτες. Τό κακό αὐτό ἔγινε ὅταν τά ἱερά ἔγιναν «βασιλικά» καί περιῆλθαν στήν κυριότητα τοῦ βασιλέως. Ἔτσι, πλεῖστοι ἱερεῖς τῆς Ἰσραηλιτικῆς θρησκείας γιά νά εἶναι εὐάρεστοι στόν βασιλέα καί γιά ὑλικό τους συμφέρον δέν εἶχαν τήν δύναμη νά ἀντιδράσουν κατά τοῦ βασιλέως καί ὑπεστήριζαν τήν τακτική του. «Οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο», ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας (10,21). Οἱ ἀληθινοί προφῆτες τοῦ Γιαχβέ, οἱ ἀκολουθοῦντες τήν καθαρά Μωσαϊκή θρησκεία, διεξάγουν τώρα πολυμέτωπο ἀγῶνα ὄχι μόνον κατά τῶν πολιτικῶν, ἀλλά καί κατά τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων, τῶν ἱερέων καί αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως. Οἱ πηγές μας μᾶς παρέχουν ἄφθονο ὑλικό, πολλά χωρία, στά ὁποῖα μαρτυρεῖται ἡ προδοτική στάση τῶν ἱερέων καί τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι συμμαχοῦσαν μέ τούς ἄρχοντες ἐπιτιθέμενοι κατά τοῦ κηρύγματος τῶν πιστῶν προφητῶν τοῦ Γιαχβέ. Ἐλλείψει χρόνου ἀναφέρω μόνο μία περικοπή, ἡ ὁποία διασώζεται στό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐου. Ἡ σκηνή διεξάγεται μᾶλλον στήν αὐλή τοῦ Σολομῶντος ἤ σέ κάποιο ἄλλο ἱερό, ὅπου μετά ἀπό μία προσφερθεῖσα θυσία εἶχε παρατεθεῖ πολυτελέστατο δεῖπνο μέ ἄφθονα σφάγια καί κρασί, στό ὁποῖο δεῖπνο συνέτρωγαν καί συνέπιναν οἱ ἱερεῖς καί ψευδοπροφῆτες μέ τούς ἄρχοντες. Στό εὔθυμο αὐτό δεῖπνο ἐμφανίστηκε Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος τούς ἤλεγξε λέγοντάς τους ὅτι «σκοτίζονται ἀπό τά ποτά καί παρακρούουν ἀπό τό κρασί. Σκοτισμένοι εἶναι κατά τάς ὁράσεις καί ζαλισμένοι ὅταν πρόκειται νά κρίνουν». Ἀκόμη τούς εἶπε ὅτι οἱ τράπεζές τους εἶναι γεμάτες ἀπό «ἀκάθαρτες τροφές». Ὑποθέτω ὅτι αὐτή ἡ τελευταία ἔκφραση, «ἀκάθαρτες τροφές», ὑποδηλώνει ὅτι ἡ θρησκευτική πτώση εἶχε προχωρήσει τόσο πολύ, ὥστε κατά τίς θυσίες στόν Γιαχβέ προσεφέροντο θυσίες καί σέ ἄλλους θεούς καί γι᾽ αὐτό τά σφάγια αὐτά τῶν ξένων θυσιῶν λέγονται ἀκάθαρτα. Αὐτό δέ εἶναι πού ταράσσει περισσότερο τόν προφήτη μας, τό ὅτι δηλαδή ἡ λατρεία τοῦ Γιαχβέ ἐνεπλέκετο μέ τήν λατρεία καί θυσία τῶν ἄλλων θεῶν. Στόν ἔλεγχο αὐτό τοῦ προφήτου ἔχουμε ἀνταπάντηση τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων καί τῶν ψευδοπροφητῶν πρός τόν προφήτη μας, τόν ὁποῖο ἀπεκάλεσαν ὁμοῦ ὡς «ἀποκεκομμένο πρό ὀλίγου ἀπό τό γάλα», ὡς «ἀποσπασμένο πρό μικροῦ ἀπό τόν μαστόν» (Ἠσ. 28,7-9). Μέ τίς ἐκφράσεις αὐτές ἤθελαν οἱ προδότες καί ἐμπαῖκτες ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ νά ταπεινώσουν τόν προφήτη χαρακτηρίζοντάς τον ὡς νήπιο, πού δέν ξέρει νά ὁμιλεῖ, ὅτι δηλαδή στά κηρύγματά του λέγει παιδαριώδη πράγματα. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀπαντήσεως τῶν ἐμπαικτῶν αὐτῶν, ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπό τήν ἑπομένη δυσνόητη φράση τους, «διότι στάβ λατσάβ τσάβ λατσάβ κάβ λακάβ ὀλίγον ἐδῶ ὀλίγον ἐκεῖ» (στίχ. 10). Στό χωρίο αὐτό παρατηροῦμε ὅτι ὅλος ὁ στίχος αὐτός πλέκεται περί τάς συλλαβάς «τσάβ» καί «κάβ». Στίς σειρά δέ τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου γνωρίζουμε ὅτι τό τσᾶδαι προηγεῖται ἀμέσως τοῦ κώφ. Ἄρα μέ τόν λόγο τους αὐτό οἱ ψευδοπροφῆτες σάν νά θέλουν νά ποῦν στόν Ἡσαΐα ὅτι εἶναι ἀγράμματος, ὅτι τώρα μαθαίνει τήν ἀλφαβήτα, καί πῶς λοιπόν τολμάει αὐτός, τό ἀγράμματο νήπιο, νά ἐλέγξει αὐτούς τούς ἐπισήμους καί ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ; Ἄς σημειώσουμε δέ μέ τήν εὐκαιρία τοῦ λόγου ὅτι ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅπως τό δεικνύει τό βιβλίο του μέ τά ὑψηλά του νοήματα καί τήν καλλιέπεια τῆς γλώσσης, ἦταν πολύ μορφωμένος, ἦταν μᾶλλον, ὅπως ὑποθέτουν οἱ ἑρμηνευτές, ἰατρός στήν ἰδιότητα.
Ἡ ἰδία πολεμική καί ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ ὑβρεολογία ἔγινε καί σέ προηγούμενα χρόνια ἐναντίον τοῦ προφήτου Ὠσηέ. Ὁ λαός, παρασυρόμενος βεβαίως ἀπό τούς ἄρχοντές του, ἀποκαλοῦσε τόν προφήτη Ὠσηέ «ἀνόητο» καί «τρελλό». Καί ἀκόμη περισσότερο διοργάνωναν συνωμοσίες γιά νά τόν θανατώσουν. Ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, περιγράφοντας τήν δίωξη καί τά δεινά, τά ὁποῖα ὑφίστατο λόγω τοῦ κηρύγματός του, λέγει σέ μία περικοπή:

 

«Ὁ Ἰσραήλ (μοῦ) φωνάζει:
Ἀνόητος εἶναι ὁ προφήτης,
τρελλός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος.
………………..
Ὁ Ἐφραίμ παραμονεύει
παρά τήν σκηνήν τοῦ προφήτου
παγίδες στήνει σέ ὅλους τούς δρόμους του» (Ὠσ. 9,7-8).

 

7. Ἀγαπητοί μου ἀκροατές, τελείωσα τόν ταπεινό μου λόγο, ἔχοντας πλήρη τήν συναίσθηση ὅτι δέν ἀνέπτυξα ἐπαρκῶς τό θέμα μου, ἀλλά ἁπλά τό ἔθιξα καί μάλιστα ἀκροθιγῶς. Ὁ μελετητής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνωρίζει ἀπό τά ἱερά της βιβλία τούς δυνατούς ἀγῶνες τῶν προφητῶν γιά τήν διατήρηση τῆς θρησκείας τοῦ Γιαχβέ, ὅπως ὁ Ἴδιος τήν παρέδωσε στό ὄρος Σινᾶ· ὅπως καί πάλι ἀπό τά κείμενά μας φαίνεται ἡ σκληρή πολεμική κατά τῶν προφητῶν, πολεμική ἐκ μέρους τῶν θρησκευτικῶν καί πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά τό κήρυγμά τους, τό ὁποῖο ἐσάλπιζε στήν ἀποστάτιδα κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ τήν ἐπιστροφή στήν πατρῶα θρησκεία.
Ἡ ἱερά ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται, ἀναδιπλοῦται καί ἀνακυκλοῦται. Ἔτσι τό διαβάζουμε στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας ἀντιμετώπιζε τόν κίνδυνο αὐτό τῆς ἀλλοιώσεως καί τῆς νοθεύσεως τῆς ἀληθείας της ἀπό τίς ψευδοδιδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν. Ἀλλά, ὅπως τό γνωρίζουμε, ὁ Θεός πάντοτε ἀνεδείκνυε προφῆτες, οἱ ὁποῖοι μέ τήν διδασκαλία τους, γραπτή καί προφορική, καί μέ τόν ἅγιο βίο τους, κράτησαν τήν πίστη καθαρή, χωρίς τό παραμικρό ξένο στοιχεῖο, ἀκολουθοῦντες τήν γραμμή, ὅτι δέν χωρεῖ οὐδεμία παραχώρηση, οὐδέ ἡ παραμικρή, στά θέματα τῆς πίστεως. Καί βέβαια δέν ἦταν δυνατόν νά νοθευθεῖ ἡ πίστη μας, διότι αὐτή δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ὥστε νά μεταβάλλεται, ἀλλά ἔχει ἀπό τόν Θεό τήν προέλευσή της καί γι᾽ αὐτό εἶναι αἰωνία, διότι εἶναι ἀληθής. Καί σήμερα βεβαίως βλέπουμε πολλά προδοτικά κινήματα, περισσότερα ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Καί σήμερα «κάπηλοι μίσγουσι τόν οἶνον ὕδατι», ὅπως ἔλεγε ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιά τούς ψευδοπροφῆτες τῆς ἐποχῆς του. Ἀλλά ὑπενθυμίζουμε στούς ἥρωες τῶν κινημάτων αὐτῶν ὅτι εἶναι «σκληρό πράγμα νά χτυπάει κανείς τά καρφιά μέ γυμνά τά πόδια»! Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, γιατί ὅπως πάντοτε ἔτσι καί σήμερα ἔχει ἀναδείξει προφῆτες, κληρικούς καί λαϊκούς, ἱεράρχες καί μοναχούς, ἐναρέτους καί ἰσχυρούς στό φρόνημα θεολόγους, οἱ ὁποῖοι δίδουν ἰσχυρή μαρτυρία γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας ἐνάντια πρός τόν ἐκχαναανιτισμό, γιά τόν ὁποῖο μίλησα, δηλαδή, γιά τόν Οἰκουμενισμό. Οἱ σημερινοί αὐτοί ἀγωνιστές τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας μᾶς ὑπενθυμίζουν μέ τήν ἰσχύ τους τόν προφήτη Μιχαία, ὁ ὁποῖος, παρά τήν πολεμική τῶν συγχρόνων του νά σιγάσει, αὐτός ἔλεγε: «Τοὐναντίον ἐγώ εἶμαι πλήρης δυνάμεως καί ἰσχύος, γιά νά ἐξαγγέλλω τοῦ Ἰακώβ τήν ἀσέβεια καί τοῦ Ἰσραήλ τήν ἁμαρτία» (Μιχ. 3,8).

 

Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε

Γιατί δέν εἶναι Οἰκουμενική; του αρχιμ. Δανιηλ Αερακη

Χριστός11

Γιατί δέν εἶναι Οἰκουμενική;

              του αρχιμ. Δανιηλ Αερακη

«Εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀνά τόν κόσμο Ὀρθοδοξία, ἡΟἰκουμενική Ἐκκλησία; Ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία τῆςκαθολικότητας καί τῆς μοναδικότητας; Αὐτό τουλάχιστον τονίζουμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».

  • Ἄν ὅσοι ἐπί πενήντα χρόνια προετοιμάζουν τή λεγομένη «Ἁγία Μεγάλη Σύνοδο» δέχωνται τήν οἰκουμενικότητα τῆς ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, γιατί φοβοῦνται νά τήν ὀνομάσουν «Οἰκουμενική Σύνοδο»; ’Εμεῖς κρατᾶμε σοβαρές ἐπιφυλάξεις, ἄν μιά τέτοια Σύνοδος, ὅπως αὐτή, πού θά συνέλθη τόν ’Ιούνιο στήν Κρήτη, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ Οικουμενική.

Οὔτε Πατέρες «οἰκουμενικοί» ὑπάρχουν σήμερα, οὔτε τόπλήρωμα τῆς ’Εκκλησίας εἶναι ἔτοιμο νά ὑποδεχθῆ μιά Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, οὔτε τά προταθέντα θέματα εἶναι οἰκουμενικῆς σημασίας, οὔτε συγκαλείται γιά θέματα πίστεως, γιά ἀπόκρουσι αἰρέσεων, γιά θέματα ἠθικῶν ἐκτροπῶν.

  • Ἀλλ’ οἱ πρωτοστατοῦντες στή συγκρότησι τῆς λεγομένης «Μεγάλης Συνόδου», γιά ἄλλους λόγους δέν τήν ἀποκαλοῦν «Οἰκουμενική». Διότι σ’ αὐτήν δέν μετέχουν οἱ λεγόμενες «ὁμολογίες» (αἰρετικά σχήματα καί σχίσματα), ὅπως οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες. Ἀλλ’ ἡ ἀποκοπή τῶν αἰρετικῶν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀπομειώνει τήν καθολικότητά της, ὅπως τονίζει καί ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ.
  • Γεννᾶται τό ἐρώτημα: Ὅταν συνῆλθαν οἱ μετά τήν Τετάρτη Οἰκουμενικές Σύνοδοι, συμμετείχαν οἱ Μονοφυσίτες; ’Όχι! Πῶς τότε δέν χρειάστηκε ἡ παρουσία τῶν ἀποκοπέντων, γιά νά προσδοθῆ ὁ χαρακτηρισμός «Οἰκουμενική» σέ μία Σύνοδο, καί τώρα, ἐπειδή δέν συμμετέχουν (δέν μποροῦν νά συμμετέχουν) αἰρετικές παραφυάδες, ὁ ὅρος «Οἰκουμενική» ἀναβάλλεται γιά τό… μέλλον;
  • Γεννᾶται καί σοβαρότερο ερώτημα: Γιά τούς συγκροτοῦντες τή «Μεγάλη Σύνοδο» ὑπάρχουν καί τά δύο; Δηλαδή, καί ἡ ΜίαἘκκλησία καί ἡ πολλότητα τών Ἐκκλησιῶν; Στό προσυνοδικό κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας αἰρετικοί καλοῦνται ἄλλοτε «Ἐκκλησίες», ἄλλοτε «Ὁμολογίες», ἄλλοτε «Ἀδελφές Ἐκκλησίες»!

Δηλαδή, υἱοθετοῦν τή θεωρία «τῶν κλάδων»; Σύμφωνα μ’ αὐτήν, ἡ Ἐκκλησία (ἡ Ὀρθοδοξία) καί οἱ αἰρετικές «Ἐκκλησίες» ἀποτελοῦν ἰσότιμους κλάδους τοῦ ἴδιου δένδρου καί πρέπει νά ἑνωθοῦν οἱ κλάδοι, γιά νά ξανασχηματισθῆ τό δένδρο!

  • Ἀλλ’ ἡ ἀλήθεια ἐν προκειμένῳ εἶναι ἄλλη: Τό δένδρο ὑφίσταται. «Τινές τῶν κλάδων ἐξεκλάσθησαν» (Ρωμ. ια’ 17-19). Ἀποκόπηκαν. Ἄν κάποτε «εγκεντρισθοῦν», ξαναενωθοῦν μέ τήν Ἀλήθεια, θά ἀποτελουν πάλι μέλη τής ’Εκκλησίας.
  • Καί ἐδῶ εἶναι τό βασικό ἔργο μιᾶς Συνόδου, πού ἐπιθυμεῖ νά εἶναι συνέχεια τῶν Οἰκουμενικῶν. Νά προσδιορίση τούς αἰρετικούς, πού μέ τήν πάροδο τόσων αἰώνων ἐμφανίσθηκαν. Εἶναι ὁ Παπισμός αἴρεσις; Εἶναι ὁ Προτεσταντισμός αἴρεσις; Εἶναι ὁ Χιλιασμός αἴρεσις; Ὑπάρχει Οἰκουμενική Σύνοδος, πού δέν ἀντιμετώπισε τούς παρεκκλίνοντες ἀπό τήν Πίστι, δηλαδή, τούς αἰρετικούς; Ἐμεῖς γιατί φοβούμεθα νά θέσουμε τά ὅρια και νά καταθέσουμε τήν ἀντιαιρετική μαρτυρία γιά ὅσους ξεπέρασαν τά ὅρια καί συγκροτοῦν αἰρετικές ομάδες;
  • Οἱ συγκροτοῦντες τή «Μεγάλη Σύνοδο», ἐν πολλοῖς, πιλοτάρονται ἀπό τόν Οἰκουμενισμό καί τόν Διαθρησκειακό διάλογο. Γι’ αὐτό καί στά προσυνοδικά κείμενα δέν ὑπάρχει ὁ χαρακτηρισμός «αἰρετικός»! Ἀλλ’ ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναιοἰκουμενιστική. Είναι οἰκουμενική.

Πορίσματα – Ψήφισμα ημερίδας για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο

oik.sinodos

Με τη Χάρη και την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού, σήμερα Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, πραγματοποιήθηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, Θεολογική – Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες».

Την διοργάνωση, την οποία πραγματοποίησαν οι Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων και Πειραιώς, καθώς και η Σύναξις Κληρικών και Μοναχών, ετίμησαν με την παρουσία τους σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Καθηγούμενοι και Γερόντισσες Ιερών Μονών, αγιορείτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι χριστιανικών Σωματείων και Οργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικών Σχολών και Θεολόγοι και γύρω στους χίλιους πιστούς. Την Ημερίδα διοργάνωσε πενταμελής Επιστημονική Επιτροπή: α) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, β) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. δ) ο Αρχιμανδρίτης π. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος της Ι. Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, και ε) ο κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Στην Ημερίδα παρέστη και απηύθυνε χαιρετισμό ο Επίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος της Ουκρανικής Εκκλησίας και ο προϊστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αγίου Όρους π. Σάββας. Επίσης ο Μητροπολίτης Λόσετς της Βουλγαρικής Εκκλησίας κ. Γαβριήλ εκπροσωπήθηκε από τον π. Ματθαίο Βουλκανέσκου, κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο οποίος και ανέγνωσε τον χαιρετισμό του.

Το γενικό θέμα της Ημερίδος αναπτύχθηκε σε τέσσερις Συνεδρίες από τους εισηγητές: τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεον, Γλυφάδας κ. Παύλον, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίαν, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, τον πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνόν, τον πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, τον κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τον πανοσ. αρχιμ. π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Αθανάσιο Αναστασίου, τον πρωτ. π. Πέτρο Heers, διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., τον πρωτ. π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), εφημέριο Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Παύλο Δημητρακόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντή του Γραφείου Αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς, τον κ. Σταύρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος της Αδελφότητος Θεολόγων ο «Σωτήρ» και τον πρωτ. π. Άγγελο Αγγελακόπουλο, Θεολόγο, κληρικό της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς.

Από τις εισηγήσεις και τον επακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε και εγκρίθηκε ομοφώνως το παρά κάτω Ψήφισμα- Πόρισμα:

1) Η Θεολογία της Εκκλησίας μας είναι καρπός της Θείας Αποκαλύψεως, εμπειρία της Πεντηκοστής. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεολογία και δεν νοείται Θεολογία έξω από την Εκκλησία, την οποία εξέφρασαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οι άγιες Σύνοδοι. Όταν μια Σύνοδος δεν θεολογεί ορθοδόξως, δεν μπορεί να είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αποδεκτή από το Ορθόδοξο πλήρωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν έχουν την πείρα των θεουμένων Πατέρων, η τουλάχιστον δεν ακολουθούν αυτούς, χωρίς να τους παρερμηνεύουν. Στην περίπτωση αυτή τα συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, η επηρεάζονται από πολιτικές, η άλλες σκοπιμότητες. Η σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα απέδειξε, ότι σήμερα πολλά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επηρεάζονται, ως μη όφειλε, από πολιτικούς παράγοντες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις δημιουργούνται στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις αντιπαλότητες, η κυριαρχούν εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες.

2) Μετά από μια μακρά ιστορία προετοιμασίας της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ενενήντα τριών ετών, διαπιστώνουμε από την θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα και τις δηλώσεις των διοργανωτών, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος, έλλειμμα θεολογικής πληρότητος, σαφήνειας και ακρίβειας των προς συζήτησιν κειμένων και ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς την θεολογική ορθότητα, με την οποία αυτά είναι διατυπωμένα. Πιο συγκεκριμένα:

3) Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Επίσης ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, με τον απαράδεκτο ισχυρισμό, ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι «χριστιανοί της Δύσεως», έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της να έχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο και ισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά ούτε και Πανορθόδοξος, μπορεί να αποκληθεί η εν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.

Εξ’ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, και γι’ αυτό απαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος-μία Εκκλησία, με απαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται να έχει ιδική του ψήφο, και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων, να ισχύσει η αρχή: «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω». Απαράδεκτο θεωρούμε επίσης να προαποφασίζονται τα θέματα και ο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών να έχει εκφράσει συνοδικώς την επί των θεμάτων αυτών τοποθέτησή των.

4) Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι της Ορθοδοξίας με την Ετεροδοξία κατέληξαν σε τραγική αποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των. Η δήθεν προσφερόμενη βοήθεια μέσω των Διαλόγων για την επιστροφή των Ετεροδόξων στην εν Χριστώ αλήθεια και την Ορθοδοξία διαψεύδεται και αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Τελικά οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της Νέας Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως. Ένα σημαντικό κενό που παρουσιάζουν τα προς συζήτησιν εν τη μελλούση Συνόδω προσυνοδικά κείμενα, είναι το γεγονός, ότι παραδόξως απουσιάζει σ’ αυτά η κριτική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο και της συμμετοχής της στην Οικουμενική Κίνηση και το Π.Σ.Ε., η οποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής.

5) Το προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια, η και αντίφαση. Έτσι, το άρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώντας αυτήν –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Όμως, στο άρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικό ερώτημα: Αν η Εκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οι ετερόδοξες όμως «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».

Στο ίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογική αντίφαση. Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.

6) Το ως άνω κείμενο κινείται στα πλαίσια της νέας οικουμενιστικής Εκκλησιολογίας, η οποία έχει εκφραστεί ήδη κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Αυτή η νέα Εκκλησιολογία έχει ως βάση την αναγνώριση του βαπτίσματος όλων των χριστιανικών ομολογιών, (βαπτισματική θεολογία). Οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να προσδώσουν κανονική εγκυρότητα και συνοδική νομιμότητα στην κακόδοξη αυτή Εκκλησιολογία, επικαλούνται τον 7ο Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 95ο της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Ωστόσο οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών, και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων, ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας με την αίρεση.

Ούτε, ασφαλώς, υπονοούν το «υποστατόν» των μυστηρίων των ετεροδόξων, ούτε ότι οι αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση. Η «μερίς των σωζομένων» για την οποία ομιλούν οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες βρίσκεται μόνο στην Ορθοδοξία και όχι στην αίρεση.

Η οικονομία, που εισηγούνται οι παραπάνω Κανόνες, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους Δυτικούς (Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες), γιατί στερούνται τις θεολογικές προϋποθέσεις και τα κριτήρια που θέτουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες. Και, επειδή δεν μπορεί να γίνει οικονομία στην δογματική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, οι Δυτικοί καλούνται να αρνηθούν τις αιρέσεις τους, να τις αναθεματίσουν, να εγκαταλείψουν τις Θρησκευτικές Κοινότητές τους, να κατηχηθούν και να ζητήσουν εν μετανοία την δια του Βαπτίσματος ένταξή τους στην Εκκλησία.

7) Το ίδιο, ως άνω, κείμενο πουθενά δεν αναφέρεται σε κακοδοξίες, η πλάνες, τις οποίες να προσδιορίζει συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Το κείμενο δεν επισημαίνει καμία αίρεση, και καμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής στον εκτός της Ορθοδοξίας ευρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Αντίθετα οι κακόδοξες και αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές, η τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται η Ορθόδοξη Εκκλησία και η ετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11). Το ζητούμενο για τους συντάκτες είναι η ενότητα των «Εκκλησιών» και όχι η ενότητα στην Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά πρόσκληση σε μετάνοια και σε άρνηση και καταδίκη των πλανών και ετεροδιδασκαλιών που παρεισέφρησαν στη ζωή των αιρετικών αυτών Κοινοτήτων.

8) Το ως άνω κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στο Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) και αποτιμά θετικά την συμβολή του στην Οικουμενική Κίνηση, επισημαίνοντας την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών σ’ αυτήν και την συμβολή τους «εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17). Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει το κείμενο σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κλπ.

9) Η αλλαγή του Ημερολογίου το 1924 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν μονομερής και πραξικοπηματική ενέργεια, γιατί δεν έγινε με πανορθόδοξη απόφαση. Διέσπασε την λειτουργική ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών και προκάλεσε σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Στην αλλαγή συνήργησαν και ώθησαν ετερόδοξες ομολογίες και μυστικές εταιρείες, μέσω του πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ήταν προσμονή όλων και δέσμευση των εκκλησιαστικών ηγετών η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος να συζητήσει και να επιλύσει το θέμα. Δυστυχώς κατά την μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί και Προτεστάντες έθεσαν στους Ορθοδόξους νέο θέμα, τον «κοινό εορτασμό του Πάσχα», με συνέπεια να στραφεί προς τα εκεί το ενδιαφέρον και να ατονήσει η συζήτηση για την θεραπεία του τραύματος της λειτουργικής ενότητος στον εορτασμό των ακινήτων εορτών, που προκλήθηκε χωρίς λόγο και ποιμαντική ανάγκη. Στην τελική φάση της Συνόδου και χωρίς συνοδικές αποφάσεις των τοπικών Εκκλησιών το θέμα του Ημερολογίου αποσύρθηκε από τον κατάλογο των θεμάτων, ενώ ήταν το κατ’ εξοχήν επείγον και φλέγον θέμα.

10) Η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων, μας βεβαιώνει ότι αυτές συνεκαλούντο κάθε φορά που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματική εμπειρία της εκκλησιαστικής αλήθειας και την έκφρασή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται όχι για να οριοθετήσει την πίστη έναντι της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμική αναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Γι’ αυτό και δεν στηρίζεται στην εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά αντίθετα την υποβαθμίζει και την υποτιμά, την περιθωριοποιεί και την παραβλέπει. Η συνολική διαδικασία, η προπαρασκευή και η θεματολογία της Συνόδου είναι αποτέλεσμα επιβολής μιας εκκλησιαστικής ολιγαρχίας, που εκφράζει μια ακαδημαϊκή, αποστεωμένη, άνευρη και αποπνευμάτιστη θεολογία, αποκεκομμένη από το εκκλησιαστικό σώμα. Έσχατος κριτής, της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού, ο οποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η απορρίπτει τις αποφάσεις των. Όμως στην μέλλουσα Σύνοδο απουσιάζει παντελώς αυτή η σημαντική παράμετρος, καθ’ ότι, εκφράστηκε επισήμως, ότι φορέας της εγκυρότητας των αποφάσεών της θα είναι η Συνοδικότητα και όχι το Ορθόδοξο Πλήρωμα.

11) Μια άλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι η αναγνώριση υπ’ αυτής ως Οικουμενικών των θεωρούμενων ως τοιούτων στη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος της Η΄ (879-880) επί ιερού Φωτίου και της Θ΄ (1351), επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, συγκληθεισών, οι οποίες είχαν όλα τα στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων και είχαν καταδικάσει τις αιρετικές κακοδοξίες του Παπισμού. Αλλά τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα.

12) Η ορθόδοξη νηστεία είναι τόσο εδραιωμένη στη συνείδηση των ορθοδόξων ποιμένων και του ορθοδόξου λαού, ώστε δεν χρειάζεται καμία σύντμηση, η προσαρμογή. Οι ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν ανάγκη να αποκτήσουν περισσότερο ορθόδοξη παιδεία και ασκητικό φρόνημα, για να μπορέσουν με το παράδειγμά τους και τον ασύλληπτο πλούτο της αγιοπατερικής γραμματείας να διδάξουν διακριτικά το ποίμνιό τους. Η ορθόδοξη Εκκλησία μας εφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης την οικονομία σε όλο το μεγαλείο της. Είναι τόσα πολλά τα κείμενα περί νηστείας όλων των αγίων Πατέρων, που αναλύουν τις παθοκτόνες και σωτήριες παραμέτρους της, ώστε δεν αξίζει ο ευτελισμός που υφίσταται από την μινιμαλιστική νοοτροπία των μεταπατερικών ανανεωτών, οι οποίοι κόπτονται για τον σύγχρονο κόσμο. Αν η μέλλουσα Σύνοδος επιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ημερών της νηστείας και τροφών, θα μιμηθεί τον ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει το Κανονικό Δίκαιοτου Παπισμού, το οποίο καθορίζει θεσμικά και ασφυκτικά ακόμα και την οικονομία.

13) Κατά την διάρκεια του 20 αιώνος ο Οικουμενισμός εκφυλλίζεται και μεταλλάσσεται σε πανθρησκειακό όραμα. Οι ατέλειωτες διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές Ορθοδόξων με ηγέτες θρησκειών του κόσμου (π.χ. Ασίζη), μαρτυρούν ότι απώτερος στόχος του Οικουμενισμού είναι η συνένωση των θρησκειών σε ένα τερατώδες σχήμα, την εφιαλτική Πανθρησκεία, η οποία επιδιώκει να εκμηδενίσει τη σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η διαθρησκειακή συνεργασία με τις άλλες θρησκείες είναι αδύνατον να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί στην αγία Γραφή και στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου είναι ξεκάθαρος: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ.6,14).Επίσης το ιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως, το οποίο κατά κόρον προβλήθηκε στους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν», (Ιω.15,20), και με τον λόγον του αποστόλου «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», (Β΄Τιμ.3,14). Οι μετέχοντες στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, δεν μπόρεσαν δυστυχώς να μεταφέρουν ανόθευτη την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ούτε και να προσελκύσουν έστω και ένα αλλόθρησκο στην Ορθοδοξία. Αντίθετα μάλιστα έφθασαν στο αξιοθρήνητο κατάντημα να παρασυρθούν σε πλάνες και αιρέσεις και να διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τον πιστό λαό του Θεού, παρασύροντες στην πλάνη τους ασθενείς στην πίστη και προκαλούντες έτσι μεγίστη πνευματική φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος. Παρά την πληθώρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ο ισλαμικός φανατισμός, όχι μόνον δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο,

14) Οι αγώνες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί με τους αγώνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα πρέπει να μας εμπνέουν και να μας οδηγούν για την διαφύλαξη της πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Απόπειρα νοθεύσεως της μωσαϊκής θρησκείας, παρατηρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου, στην αρχή, χαναανϊτικά και αργότερα βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά στοιχεία απειλούσαν να νοθεύσουν την πίστη στον Ένα Θεό. Μεγάλοι άνδρες (Προφήτες, βασιλείς, πολιτικοί άρχοντες, κλπ.) αγωνίστηκαν με σθένος για την διαφύλαξη της καθαρής μωσαϊκής θρησκείας. Ιδιαιτέρως αγωνίστηκαν κατά των διαφόρων ψευδοπροφητών, οι οποίοι αναφαίνονταν κατά καιρούς.

Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.

Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας.

Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει.

Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.

Είναι όλες οι Εκκλησιαστικές Σύνοδοι έγκυρες;

PKWX1Z00

Κάθε εκκλησιαστική σύνοδος η οποία συγκαλείται από Επισκόπους ή και Πατριάρχες είναι έγκυρη σύνοδος της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως από το τί αυτή αποφασίζει, απλώς και μόνον επειδή την συνεκάλεσαν υψηλά ιστάμενοι άνθρωποι της Εκκλησίας; Με άλλα λόγια, το Άγιον Πνεύμα «υποχρεούται» να επικυρώση τις αποφάσεις κάθε Συνόδου, δυνάμει του αξιώματος αυτών που συμμετέχουν, ασχέτως αν αυτοί αποφασίζουν αντιθέτως από τη διαχρονική Πίστη της Εκκλησίας;

  Κάθε εκκλησιαστική Σύνοδος είναι αλάθητη; Σε κάθε εκκλησιαστική Σύνοδο επιφοιτά «αναγκαστικώς» το Άγιον Πνεύμα, επειδή απλώς αυτοί που την συνεκάλεσαν ήταν Επίσκοποι; Επειδή μία Σύνοδος επιδιώκει να ονομασθή και αναγνωρισθή ως «Οικουμενική», γι’ αυτό «αναγκάζεται» το Άγιον Πνεύμα να επικυρώση οπωσδήποτε τις αποφάσεις της; Οι αποφάσεις μιας εκκλησιαστικής Συνόδου είναι δεσμευτικές για τους Χριστιανούς, όπως οι διαταγές ενός στρατιωτικού στους υφισταμένους του,  αν οι αποφάσεις αυτές συγκρούονται με την ως τότε Πίστι και διδασκαλία της Εκκλησίας; Αυτά είναι μερικά ερωτήματα που ανακύπτουν στη συνείδησι πολλών Χριστιανών, όταν συγκεκριμένα γεγονότα τούς φέρνουν σε αντίθεσι με τις απόψεις της διοικήσεως της Εκκλησίας και με τις συνοδικές Της αποφάσεις.

Η εμπειρία της Εκκλησίας από την ως τώρα ιστορία Της, δίνει μια ολοκάθαρη απάντησι στα παραπάνω ερωτήματα : «Ο Χ Ι»!

Εν πρώτοις, προτού αναφερθούμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα, μεταφέρουμε συνοπτικώς τα επί τούτου γραφόμενα έγκριτου Καθηγητού της Θεολογίας: «Η ίδια η μακραίων ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρεί αδιαμφισβήτητα, ότι δεν εγγυάται και κάθε σύνοδος επισκόπων για την αλήθεια ή είναι απαλλαγμένη κάθε πλάνης. Το γεγονός, ότι άγιοι και μεγάλοι άνδρες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Αθανάσιος και ο θείος Χρυσόστομος καθαιρέθηκαν από επισκοπικές συνόδους, δικαιολογεί πληρέστατα το παράπονο Γρηγορίου του Θεολόγου … (…)  Είναι ιστορικό γεγονός πολλαπλά μαρτυρημένο, ότι ούτε το πλήθος των παρακαθημένων Επισκόπων, ούτε η προέλευσή τους από κάθε μέρος της οικουμένης και από τις Εκκλησίες οι οποίες ευρίσκονται σε κάθε μέρος, ούτε η συμμετοχή όλων των κεντρικών θρόνων και Αρχιεπισκόπων, αρκούν για τη συγκρότηση Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι, στη δικαίως ονομασθείσαληστρική σύνοδο της Εφέσου (το 449) παρεκάθησαν 135 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Διόσκορος [Πατριάρχης] Αλεξανδρείας και ο [Αρχιεπίσκοπος] Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος και ο Θαλάσσιος [Αρχιεπίσκοπος] της Καισαρείας της Καππαδοκίας»1.

Πράγματι, ας δούμε και ολίγα ακόμη ιστορικά στοιχεία περί συνόδων:

Οι «δίδυμες σύνοδοι» Αριμίνου (Ρίμινι Ιταλίας) και Σελευκείας της Ισαυρίας, που συγκλήθηκαν (359 μ.Χ.) από τον αιρετικό (αρειανόφρονα) Αυτοκράτορα Κωνστάντιο για την επίλυση των αρειανικών ερίδων, και στις οποίες πήραν μέρος Επίσκοποι αντιστοίχως της Δύσεως και της Ανατολής, αποτελούμενες η μεν πρώτη από 400 Επισκόπους (στους οποίους 80 αρειανόφρονες)  και η δεύτερη από 160 επισκόπους(στους οποίους 15 Ορθόδοξοι), τελικώς αποδέχθηκαν τον Δεκέμβριο του 359 μ.Χ.το αρειανικό σύμβολο πίστεως «της Νίκης», πόλεως της Θράκης, επειδή το επέβαλε ο Αυτοκράτωρ και στις δύο συνόδους, παρά τις αντίθετες αποφάσεις που αυτές είχαν λάβει.

Η ληστρική (δηλ. των ληστών) σύνοδος της Εφέσου (Αύγουστος 449 μ.Χ.), συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ (408-450) με πρόεδρο τον (μετριοπαθή) μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο, για την αθώωση του ακραίου μονοφυσίτη αιρεσιάρχη Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς, που ήταν επόπτης των Μοναχών της ΚΠόλεως. Η σύνοδος αυτή καθήρεσε τον Άγιον Φλαβιανόν Πατριάρχην ΚΠόλεως2 και τον Ευσέβιον Επίσκοπον Δορυλαίου κ.α. Ο Άγιος Φλαβιανός εκοιμήθη λίγο αργότερα από τις κακώσεις που υπέστη από τους οπαδούς του Διοσκόρου.

Οι εικονομαχικές σύνοδοι Ιερείας (754 μ.Χ.) και Φραγκφούρτης (794 μ.Χ.). Η πρώτη συγκλήθηκε υπό την προστασία του εικονομάχου Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’ (741-775) με τη συμμετοχή 338 εικονομάχων επισκόπων · στη Σύνοδο αυτή εκφωνήθηκαν και αναθέματα κατά του Πατριάρχη ΚΠόλεως Αγίου Γερμανού Α΄ (715-730 μ.Χ.), αλλά ιδίως κατά του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (ca. 680-749 μ.Χ.), λόγω της τεραστίας του συμβολής στη θεολογική κατάρριψη της εικονομαχίας, ο οποίος αναθεματίσθηκε ως «κακώνυμος και σαρακηνόφρων» και «επίβουλος της βασιλείας». Η σύνοδος της Φραγκφούρτης συγκλήθηκε από τον Βασιλέα των Φράγκων Καρλομάγνο και ουσιαστικώς απέρριψε την τιμή των ιερών Εικόνων στη Δύση, θεωρώντας τις ιερές Εικόνες μόνον ως διακοσμητικό στοιχείο (όχι δηλ. προςσχετική προσκύνηση), πράγμα το  οποίον ισχύει και μέχρι σήμερα στον αιρετικό παπισμό.

Η ενωτική (ψευδο)-σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439 μ.Χ.) στην Ιταλία. Το συμφέρον του Πάπα Ρώμης Ευγενίου Δ΄ (1431-1447) και του Ρωμηού Αυτοκράτορος Ιωάννου Η΄ Παλαιολόγου (1425-1448) να ενωθή η δυτική χριστιανωσύνη με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ώστε ο μεν Πάπας να υπερισχύση έναντι της μεταρρυθμιστικής Συνόδου της Βασιλείας (1431-1449), ο δε Αυτοκράτωρ να τύχη της παπικής βοηθείας έναντι της προελάσεως των Τούρκων, οδήγησαν στη σύνοδο αυτή. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και αφόρητη πίεση επί των Ορθοδόξων Αρχιερέων εκ μέρους των παπικών και του Αυτοκράτορος Ιωάννου, η σύνοδος κατέληξε στην υπογραφή «Όρου», ο οποίος ευνοούσε τις παπικές αξιώσεις και αιρέσεις. Μόνον ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, το κυριώτερο θεολογικό ανάστημα των Ορθοδόξων, και άλλοι πέντε αντιπρόσωποι, καθώς και οι αντιπρόσωποι της Ιβηρίας (Γεωργίας) δεν υπέγραψαν τον «Όρο» και απεχώρησαν. Η εκκλησιαστική συνείδηση των Ορθοδόξων δεν επέτρεψε τελικώς την επικράτηση της ψευδενώσεως στην Ανατολή, παρά τις μεθοδεύσεις του Αυτοκράτορος, και ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ανεδείχθη σε «άτλαντα» της Ορθοδοξίας, ο οποίος μόνος έφερε το βάρος της αντιπαραθέσεως και της νίκης κατά των παπικών και των «ορθοδόξων» λατινοφρόνων (τους οποίους ο Άγιος Μάρκος ονόμαζε«Γραικολατίνους»).

Υπάρχουν βεβαίως και πολλές άλλες ακόμη αιρετικές και ληστρικές Σύνοδοι.

Ας υπενθυμίσουμε, ότι όταν συγκαλούνταν αυτές οι Σύνοδοι, δεν χαρακτηρίζονταν ως «αιρετικές» ούτε υπήρχε κάποια άλλη επίσημη ένδειξη για την ετεροδοξία τους, αλλά οι περισσότερες από  αυτές ήταν διοργανωμένες από την «επίσημη Εκκλησία» της πολιτείας, και με την προστασία των τοπικών (βασιλικών ή και αυτοκρατορικών) αρχών και με το πρόσχημα της επιδιώξεως της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ειρήνης. Μόνον οι μεταγενέστερες ορθόδοξες Σύνοδοι στιγμάτιζαν και κατεδίκαζαν τις προηγηθείσες αιρετικές.

Ο σπουδαίος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, αποτυπώνοντας την ιστορική πραγματικότητα για το αν ευρίσκεται η αλήθεια πάντα μαζί με το πλήθος ή όχι, γράφει : «Πολύ συχνά το μέτρον της αληθείας είναι η μαρτυρία της μειοψηφίας. Είναι δυνατόν να είναι Καθολική Εκκλησία το μικρόν ποίμνιον [Λουκ.12, 32]. Ίσως υπάρχουν περισσότεροι ετερόδοξοι παρά ορθόδοξοι. Είναι δυνατόν να εξαπλωθούν οι αιρετικοί παντού, ubique, και να καταλήξη η Εκκλησία εις το περιθώριον της Ιστορίας ή να αποσυρθή εις την έρημον. Αυτό συνέβη κατ’ επανάληψιν εις την Ιστορίαν και είναι πολύ πιθανόν να συμβή και πάλιν (…) Το καθήκον της υπακοής παύει όταν ο επίσκοπος παρεκκλίνει από τον καθολικόν κανόνα και ο Λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήση, ακόμη δε και να τον καθαιρέση»3.

Αλλά τότε, πότε μία Σύνοδος αναγνωρίζεται ως Οικουμενική ή ως γενικώς αποδεκτή; Ποιά είναι η σημασία της συμμετοχής Αγίων ανθρώπων σ’ αυτήν; Ποιά είναι η σημασία της γνώμης του πληρώματος της Εκκλησίας (τοπικώς και διαχρονικώς) για την ισχύ των αποφάσεων μιας Συνόδου; Πόσο αποφασιστικός παράγων είναι η διατήρηση αναλλοίωτης της Παραδόσεως της Καθολικής Εκκλησίας, για την αποδοχή ή κατάκριση των αποφάσεων μιας Συνόδου από τον Λαό των Ορθοδόξων πιστών;

Τελικώς, το κύρος μιας Συνόδου κρίνεται από την ευθυγράμμισή της με την Αλήθεια την αποκαλυμμένη στους Αγίους (Πατριάρχες, Προφήτες, Αποστόλους, Πατέρες). Οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες της Ανατολής στην απάντησή τους στον Πάπα Πίο τον 9ο, το 1848, διεκήρυξαν, σύμφωνα με την εκκλησιαστική Παράδοση, ότι «σε μάς, ούτε Πατριάρχες, ούτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτέ να εισαγάγουν νέα [δόγματα και έθη], διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας είναι το ίδιο το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο λαός, ο οποίος θέλει το θρήσκευμά του αιωνίως αμετάβλητο και ομοειδές με αυτό των πατέρων του»4.

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, τον οποίον η Εκκλησία μας τιμά (στις 21 Ιανουαρίου) ως «οδηγόν Ορθοδοξίας και διδάσκαλον της ευσεβείας» και ακόμη ως«πυρ καιόμενον κατά των αιρέσεων», εκφράζει ρητώς την αλήθεια σχετικώς με το κύρος των εκκλησιαστικών Συνόδων· οι Σύνοδοι δεν είναι αλάθητες «εκ των προτέρων» και «εξ αξιώματος», αλλά κρίνονται βάσει της ορθότητος των δογμάτων της πίστεως την οποίαν αυτές διατυπώνουν, κρίνονται δε με μέτρο συγκρίσεως την αναλλοίωτη και διαχρονική ευσεβή Πίστη της Εκκλησίας. Ο Άγιος Μάξιμος σε διάλογό του με τον μονοθελήτη επίσκοπο Καισαρείας της Βιθυνίας Θεοδόσιο (απεσταλμένο του μονοθελήτου αιρετικού Πατριάρχου ΚΠόλεως Πέτρου), κατά την πρώτη εξορία του στη Βιζύη, διατυπώνει την αλήθεια αυτή με τις φράσεις «τας γενομένας συνόδους η ευσεβής πίστις κυροί» (μτφρ. «τις Συνόδους που έγιναν τις επικυρώνει η ευσεβής Πίστη»)5 και «η των δογμάτων ορθότης εγκρίνει τας συνόδους» (μτφρ. «η ορθότητα των δογμάτων εγκρίνει τις συνόδους»)6. Ιδού όλο το σχετικό κείμενο σε νεοελληνική απόδοση:

«ΜΑΞ. Να δεχθούν την κατάκριση τούτων [των αιρετικών δογμάτων] που εκτέθηκε στη Ρώμη συνοδικώς με ευσεβή δόγματα και Κανόνες, και τότε έχει λυθεί το μεσότειχο και δεν χρειαζόμαστε προτροπή. ΘΕΟΔ. Δεν ισχύει η σύνοδος της Ρώμης, επειδή έχει γίνει χωρίς εντολή του βασιλέως7. ΜΑΞ. Αν τις συνόδους που έγιναν τις επικυρώνουν οι εντολές των βασιλέων και όχι ευσεβής Πίστη, τότε να δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν κατά του ομοουσίου, επειδή έχουν γίνει με εντολή βασιλέων· και εννοώ αυτήν της Τύρου, της Αντιοχείας, της Σελευκείας, της Κωνσταντινουπόλεως επί Ευδοξίου του Αρειανού· αυτήν στη Νίκη της Θράκης, αυτήν του Σιρμίου· και μετά από αυτές, ύστερα από πολλά έτη, την δεύτερη της Εφέσου, της οποίας προεξήρχε ο Διόσκορος· διότι όλες αυτές τις συνήθροισε εντολή βασιλέων, και όμως όλες κατεκρίθησαν λόγω της αθεΐας των δογμάτων που επικυρώθηκαν ασεβώς. Γιατί όμως  δεν διαγράφετε και εκείνην που καθήρεσε τον Παύλον τον Σαμοσατέα, επί των αγίων και μακαρίων Πατέρων Διονυσίου Πάπα Ρώμης και Διονυσίου του Αλεξανδρείας και Γρηγορίου του Θαυματουργού, ο οποίος προεξήρξε στην ίδια αυτή σύνοδο, επειδή δεν έχει γίνει με εντολή βασιλέως; Και ποιος Κανών διαγορεύει ότι μόνες εκείνες εγκρίνονται οι Σύνοδοι, οι οποίες συναθροίσθηκαν με εντολή βασιλέως, ή γενικώς ότι όλες οι σύνοδοι συναθροίζονται με εντολή βασιλέως; Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας εκείνες γνωρίζει άγιες και έγκριτες Συνόδους, τις οποίες έκρινε η ορθότητα των δογμάτων […] ΘΕΟΔ. Όπως λέγεις, είναι : η ορθότητα των δογμάτων εγκρίνει τις συνόδους»8.

Ας προσέξουμε, ότι ο Άγιος Μάξιμος δεν αντιπαραβάλλει έναντι του αυτοκρατορικού κύρους κάποιο κύρος ενός Θρόνου, ενός προσώπου Επισκόπου, ή έστω μιας τοπικής Συνόδου, δήθεν αλαθήτων, αλλά τη διαχρονική ευσέβεια της Εκκλησίας, δηλαδή την«ορθότητα των δογμάτων» και την «ευσεβή πίστιν».

Γι’ αυτό στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.), κατά της εικονομαχίας, αναφέρονται και τα εξής λόγια των Αγίων Πατέρων: «Αυτή είναι η Πίστη των Αποστόλων · αυτή είναι η Πίστη των Πατέρων· αυτή είναι η Πίστη των Ορθοδόξων · αυτή η Πίστη στήριξε την οικουμένη. […] Εμείς ακολουθούμε την αρχαία θεσμοθεσία της Καθολικής [ορθόδοξης] Εκκλησίας· εμείς όσους προσθέτουν κάτι ή αφαιρούν από την Καθολική  Εκκλησία τους αναθεματίζουμε»9.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ   ΤΕΛΟΥΣ

  1. Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ,Δογματική, τόμ. Β΄, εκδ. «Σωτήρ», Αθήναι 2003, σελ. 403.404.
    2
    . Η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Φεβρουαρίου.
    3. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ
    Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσα-λονίκη 1976, σελ. 71.75.
  2. (§17),εν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΤα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β΄, εν Αθήναις 1953, σελ. 920.
  3. Περί τωνπραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία, ήτοι εν Βιζύη 12PG 90, 145C.D· «Ει τας γενομένας συνόδους αι κελεύσεις των βασιλέων κυρούσιν, αλλ’ ουχί ευσεβής πίστις, δέξωνται και τας κατά του ομοουσίου γενομένας συνόδους, επειδή κελεύσει βασιλέων γεγόνασι».
  4. Αυτόθι12.13, PG 90, 148A.B· «Εκείνας οίδεν αγίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών, ας ορθότης δογμάτων έκρινεν […]  ΘΕΟΔ. Ως λέγεις εστίν· η των δογμάτων ορθότης εγκρίνει τας συνόδους».
    7. 
    Εννοείται η ορθόδοξος, αντι-μονοθελητική Σύνοδος του Λατερανού της Ρώμης, το 649 μ.Χ.
  5. Αυτόθι12.13 PG 90, 145C-148B.
  6. Mansi 13, 416.

Οι γενικές ιστορικές πληροφορίες ελήφθησαν από διάφορα εγχειρίδια Πατρολογίας και εκκλησιαστικής και γενικής «βυζαντινής» ιστορίας (π.χ. ελλογιμ. ΚαθηγητώνΠαν. Χρήστου, Βλ. Φειδά, Ιω. Καραγιαννόπολου κ.α.).

πηγή© 2007-2010 impantokratoros.gr