Εικονογραφικό και υμνολογικό Συναξάριο της 1ης Ιανουαρίου

Επιμέλεια:πρωτοπρεσβ.Δημήτριος Αθανασίου

Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ’ οὐσίαν, πολυεύσπλαγχνε Κύριε· καὶ Νόμον ἐκπληρῶν, περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν,ὅπως παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξᾳ τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.

Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν, οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν, ὁ ὀκταήμερος κατὰ τὴν Μητέρα, ὁ ἄναρχος κατὰ τὸν Πατέρα. Αὐτῷ πιστοὶ βοήσωμεν. Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς

Οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ πανάγαθος Θεός, τῆς σαρκὸς τὴν περιτομὴν ἀποτμηθῆναι, ἀλλ’ ἔδωκεν ἑαυτόν, τύπον καὶ ὑπογραμμόν, πᾶσι πρὸς σωτηρίαν· ὁ γὰρ τοῦΝόμου Ποιητής, τά τοῦ Νόμου ἐκπληροῖ, καὶ τῶν προφητῶν τὰ κηρυχθέντα περὶ αὐτοῦ, ὁ πάντα περιέχων δρακί, καὶ ἐν σπαργάνοις εἱληθείς, Κύριε δόξα σοι.


Ὁ πάντων Ποιητής, καὶ Δεσπότης τοῦ κόσμου, ὁ ὢν σὺν τῷ Πατρί, καὶ τῷ Πνεύματι ἄνω, ὡς βρέφος περιτέμνεται, ἐπὶ γῆς ὀκταήμερος. Ὄντως θεῖά τε, καὶθαυμαστὰ σου τὰ ἔργα! σὺ γὰρ Δεσπότα, ὑπὲρ ἡμῶν περιτέμνῃ, ὡς ὤν Νόμου πλήρωμα.

Ὡς ὑπάρχων ἄβυσσος, φιλανθρωπίας, ἐνεδύσω Δεσπότα, μορφὴν τοῦ δούλου, καὶ σαρκί, περιετμήθης δωρούμενος, ἀνθρώποις πᾶσι, τὸ μέγα σου ἔλεος.

Σήμερον ὁ Δεσπότης, τέμνεται τὴν σάρκα, ὡς βρέφος πληρῶν τὸν Νόμον.

Σήμερον ὁ Δεσπότης, σαρκὶ περιετμήθη, καὶ Ἰησοῦς ἐκλήθη.

Τὴν σάρκα περιτέμνεται, ὁ τὸν Νόμον πληρώσας, ὡς βρέφος ὀκταήμερον, τῶν αἰώνων ὁ Κτίστης, καὶ σπάργανα εἱλίσσεται, ὡς βροτὸς καὶ γάλακτι ἐκτρέφεται ὁ τὰ πάντα, τῇ ἀπείρῳ ἰσχύϊ, ὡς Θεὸς διακρατῶν, καὶ τῇ ῥοπῇ διεξάγων

 

Ὦ θεία καὶ ἱερὰ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας μέλισσα, Βασίλειε παμμακάριστε· σὺ γὰρ τοῦ θείου πόθου τῷ κέντρῳ, σεαυτὸν καθοπλίσας, τῶν θεοστυγῶν αἱρέσεων τάς βλασφημίας κατέτρωσας· καὶ ταῖς ψυχαῖς τῶν πιστῶν εὐσεβείας τὸν γλυκασμὸν ἐθησαύρισας· καὶ νῦν τοὺς θείους λειμῶνας, τῆς ἀκηράτου διερχόμενος νομῆς, μνημόνευε καὶ ἡμῶν, παρεστὼς τὴν Τριάδα τὴν ὁμοούσιον.

Πατὴρ ὀρφανῶν, καὶ χηρῶν προασπιστής, καὶ πλοῦτος πένησι, τῶν ἀσθενούντων ἡ παράκλησις, καὶ τῶν ἐν πλούτῳ κυβέρνησις, γήρως βακτηρία ἐδείχθης, παιδαγωγία νεότητος, καὶ Μοναζόντων ἀρετῆς, κανὼν Βασίλειε.

Ἐξεχύθη ἡ χάρις ἐν χείλεσί σου, Ὅσιε Πάτερ, καὶ γέγονας ποιμήν, τῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διδάσκων τὰ λογικὰ πρόβατα, πιστεύειν εἰς Τριάδα ὁμοούσιον, ἐν μιᾷ Θεότητι.

Πάντων τῶν ἁγίων ἀνεμάξω τάς ἀρετάς, Πατὴρ ἡμῶν Βασίλειε, Μωϋσέως τὸ πρᾶον, Ἠλιοὺ τὸν ζῆλον, Πέτρου τὴν ὁμολογίαν, Ἰωάννου τὴν Θεολογίαν, ὡς ὁ Παῦλος ἐκβοῶν οὐκ ἐπαύσω. Τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; Ὅθεν σὺν αὐτοῖς αὐλιζόμενος, ἱκέτευε σωθῆναι τάς ψυχὰς ἡμῶν.

Θαυμαστές και ωφέλιμες διηγήσεις από την ζωή του Μεγάλου Βασιλείου

Επιμέλεια:πρωτοπρεσβ.Δημητρίου Αθανασίου

Ο Μ. Βασίλειος, που χαρακτηρίστηκε από τον εθνικό ιστορικό μας ως «η μεγαλύτερη μορφή των μεταποστολικών χρόνων, είναι χωρίς αμφιβολία πάρα πολύ αγαπητός στο λαό, εφόσον το όνομά του έγινε θρύλος μέσα στην Ιστορία και τραγούδι, δηλαδή η έκφραση και η προσωποποίηση της αγάπης, εξαιτίας της απέραντης και συστηματικής αγάπης που έδειχνε κατά τρόπο παραδειγματικό στη ζωή του. Κάποιες δε πλευρές τής αγάπης του αυτής, που σαν ίριδα πνευματική παρουσίαζε διάφορες εκφάνσεις, θα παρουσιάσουμε για τούτο κι εμείς στο σημείωμα αυτό, ώστε να αποκομίσουμε κάποια μεγάλα διδάγματα και για τη δική μας ζωή και να γίνουμε έστω και σε κάτι, λίγο ή περισσότερο μιμητές του ή ακριβέστερα μιμητές της αγάπης του Κυρίου, την οποία εκείνος προσπαθούσε να αντιγράψει.
Α. Η υποχώρηση του Μ. Βασιλείου για την αποφυγή σχίσματος
Ύστερα από τη χειροτονία του Μ. Βασιλείου σε πρεσβύτερο και την τεράστια δράση του, ως κληρικού δυναμικού, στην Καισάρεια, ο επίσκοπος της περιοχής Ευσέβιος έπαθε, κατά τη μαρτυρία τού Γρηγορίου, κάτι το «ανθρώπινον» (Επιτάφιος 28), εξαιτίας ίσως του φθόνου, που προκάλεσαν στην καρδιά του οι πονηροί δαίμονες. Το πιο πάνω είχε ως αποτέλεσμα το να κηρύξει ο Ευσέβιος και το περιβάλλον του τον πόλεμο εναντίον του Αγίου, εξαιτίας της υπερβολικής λάμψης της προσωπικότητάς του. Ο πόλεμος όμως αυτός ήταν οπωσδήποτε άδικος. Για τούτο οι μοναχοί της περιοχής πήραν παρευθύς το μέρος τού Βασιλείου, καθώς επίσης και ένα μεγάλο μέρος των Χριστιανών, που αγαπούσαν τον Άγιο. «Ακόμα και κάποιοι Δυτικοί επίσκοποι, σημειώνει ο Στυλιανός Παπαδόπουλος, που τότε παρευρίσκονταν στην Καισάρεια, τάχθηκαν και αυτοί με το μέρος των υπερασπιστών τού Βασιλείου» (Η ζωή ενός Μεγάλου, Αθήναι 1979, σ. 198). Για τους πιο πάνω λόγους η όλη κατάσταση κινδύνευε να οδηγήσει σε σχίσμα.
Ο Βασίλειος, όμως, καταλάβαινε ότι δεν ήταν σωστό να αντιπράξει στον επίσκοπο. Συζήτησε για τούτο το θέμα με το φίλο του Γρηγόριο, που είχε και εκείνος την ίδια με αυτόν γνώμη.
– «Όχι, Βασίλειε, του είπε, δεν πρέπει. Το μόνο που δεν πρέπει να γίνει είναι το σχίσμα».
Ύστερα από την πιο πάνω συμβουλή τού φίλου του, ο Βασίλειος κατάλαβε το χρέος του. Για να αποφευχθεί, δηλαδή, κάθε αντίπραξη προς τον «εις τύπον και τόπον Χριστού» επίσκοπο, αναχώρησε από την Καισάρεια, βρίσκοντας καταφύγιο στο πατρικό κτήμα που είχε στον Πόντο, όπου έζησε για αρκετό καιρό ασκητικά, ενώ ταυτόχρονα προετοιμαζόταν και περίμενε μια ευκαιρία κατάλληλη για να ξαναγυρίσει στη δράση.
Β. Η συμφιλίωσή του με τον Ευσέβιο
Ύστερα από αρκετό καιρό, όμως, από τα πιο πάνω, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα στην Καισάρεια, εξαιτίας της ανόδου στον αυτοκρατορικό θρόνο του Αρειανόφρονα Ουάλη το 364. Οι αιρετικοί Αρειανοί, δηλαδή, προσπαθούσαν να γίνουν κύριοι της κατάστασης και στην Καππαδοκία, ενώ ο επίσκοπος Ευσέβιος δεν είχε τις δυνάμεις ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Για την αντιμετώπισή της, δηλαδή, ζήτησε τότε τη βοήθεια του Γρηγορίου. Εκείνος, όμως, του συνέστησε για το έργο αυτό το δυναμικότατο Βασίλειο. Και ο επίσκοπος το κατάλαβε και ζήτησε από τον Γρηγόριο να μεσολαβήσει για την επιστροφή του Βασιλείου, που σε λίγο πραγματοποιήθηκε. Ο Γρηγόριος, δηλαδή, μίλησε στο φίλο του για την αλλαγή των διαθέσεων του Ευσεβίου, λέγοντας ότι «η φωτιά των αιρέσεων που μας καίει έλειωσε την παρεξήγηση».
– «Άκου, Βασίλειε, του είπε τελικά, δεν σε παρακαλώ μονάχα εγώ. Δεν είναι μόνον ο Ευσέβιος. Είναι η Εκκλησία που σε καλεί, το καταλαβαίνεις..! (Στ. Παπαδοπούλου, όπ.π. 229). Ύστερα από τα πιο πάνω, ο Βασίλειος πήρε παρευθύς την απόφαση να ξαναγυρίσει στην Καισάρεια και αυτό ακριβώς έκανε. Ξαναγυρίζοντας, δηλαδή, εκεί, υπέβαλε τα σέβη του στον επίσκοπο, σαν να μην έγινε τίποτε, ενώ ταυτόχρονα τον διαβεβαίωνε ότι θα ήταν στο εξής στο πλευρό του για την αντιμετώπιση των αιρετικών και για όλα, λέγοντας: «Είμαι διάκονός σου. Αφού το θέλησες, θα είμαι στην προκείμενη μάχη ο τελευταίος από τους στρατιώτες σου» (Στ. Παπαδ., όπ.π. 230).
Με τη στάση δε αυτή του Βασιλείου διαλύθηκε παρευθύς κάθε παρεξήγηση, ενώ ο Άγιος εξουδετέρωσε με τη δυναμικότητά του τα αγκάθια όλων των αιρέσεων.
Γ.Δίνει το προβάδισμα της Θεολογίας στον Γρηγόριο
Το 371 ο Βασίλειος, ως επίσκοπος της Καισάρειας, εργαζόταν με όλες τις δυνάμεις του για τη στερέωση της πίστης στις καρδιές των πιστών. Παρ’ όλα αυτά, όμως, κατηγορήθηκε από ένα νεοφώτιστο, επηρμένο για τις γνώσεις του, ότι τάχα δεν ήταν ορθόδοξος. Τις κατηγορίες αυτές, τις εντελώς αστήρικτες και αβάσιμες, τις μετέφερε τότε ο Γρηγόριος και στον ίδιο τον Βασίλειο, που του έγραψε τότε μια επιστολή (την 71), με την οποία τον καλούσε να μεταβεί στην Καισάρεια και να τον βοηθήσει στο πολύπλευρο έργο του και ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση των αιρέσεων.
– «Μόλις εμφανιστείς εσύ εδώ, έγραφε σ’ αυτήν μεταξύ άλλων, θα χάσουν οι αντίπαλοι το θάρρος τους και θα διαλυθούν οι παρασυναγωγές. Επίσκοποι (Αρειανοί), πρεσβύτεροι (επίσης Αρειανόφρονες) και άρχοντες που συνωμοτούν εναντίον μας και θέλουν να μας αφανίσουν, όταν πληροφορηθούν ότι αρχηγός των Ορθοδόξων είσαι συ, θα εξαφανιστούν παραχρήμα. Κανένας δεν θα τολμήσει να αντικρούσει φανερά το θείο λόγο σου, γιατί εσύ είσαι ο κατ’ εξοχήν θεολόγος της Εκκλησίας μας. Το Άγιο Πνεύμα ομιλεί με το στόμα σου. Έλα και θα ιδείς ότι θα κλείσουν τα στόματα όλων (των αιρετικών), που δεν θα τολμούν στο εξής να στρέφονται πια φανερά εναντίον μας. Έλα και θα ιδείς πόσο θα σε υπακούω και θα σε ακολουθώ (στην υπεράσπιση εννοείται της Ορθόδοξης πίστης).
Από τα πιο πάνω λόγια φαίνεται καθαρά όχι μόνο η ταπείνωση του Μ. Βασιλείο, που, ενώ ήταν επίσκοπος, υπέτασσε τον εαυτό του στον πρεσβύτερο φίλο του, αλλά και η Ορθοδοξότητά του, εφόσον παραδεχόταν στα θέματα της πίστης, σαν κανόνα της Ορθοδοξότητας, το φίλο του Γρηγόριο, τον αποκληθέντα για τούτο Θεολόγο της Εκκλησίας.
Τέτοια δε ταπείνωση και ταυτόχρονα καθαρότητα πρέπει να έχουν όλοι οι Χριστιανοί στα θέματα της πίστης της Ορθόδοξης, «ης χωρίς αδύνατον ευαρεστήσαι» (Εβρ. 11, 6), δηλαδή χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να σωθεί.
Δ.Το τέλος του Ιουλιανού του Παραβάτoυ
Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης,  ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει πέρασε κοντά από την Καισαρεία. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τον από την Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λειβάδι. Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ότι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.
.
Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.
.
Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες  να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του υιού της. Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.
.
Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριον του που με δύναμη  αγάπησε και που γι’ Αυτόν μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε τόσα πολλά και τόσο μεγάλα. Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.
.
Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε.
Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.

Ε.Ο σίδηρος και ο Βασίλειος

Αφού λοιπόν φονεύτηκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης από τον Άγιο Μερκούριο κατά τρόπο θαυματουργικό, βασίλεψε για ένα χρόνο ο θεοσεβής Ιοβιανός και μετά οι Ουαλεντιανός και Ουάλης, ο οποίος και ήταν Αρειανός. Οι Αρειανοί, οπαδοί του Αρείου, πρέσβευαν τη μέγιστη βλασφημία, πώς δήθεν ο Χριστός ήταν “κτίσμα του Θεού”. Το ίδιο πρεσβεύουν εκτός των άλλων σήμερα και οι Ιεχωβάδες, που λένε “Χριστός”, αλλά εννοούν κτίσμα, άγγελο-κτίσμα και όχι Θεό!..

Επόμενο ήταν επομένως να σηκωθεί μεγάλος διωγμός εναντίον των Ορθοδόξων Χριστιανών στην Ανατολή, όπου και βασίλεψε ο Ουάλης. Ο Άγιος Βασίλειος, ο γίγας ο αλύγιστος της Πίστης, παρρησία κήρυττε στον κόσμο της Καισαρείας ότι ο βασιλιάς ήταν αιρετικός! Αυτό όταν το έμαθε ο Ουάλης, θέλησε ο ίδιος να μεταβεί στην Καππαδοκία και καθοδόν έστειλε εμπρός του τον αρχιμάγειρά του Δημοσθένη για να απειλήσει τον Αϊ Βασίλη, αλλά δεν κατάφερε να αλλάξει τη γνώμη του Αγίου και επέστρεψε άπρακτος.

Ο Ουάλης έστειλε τότε ένα σπουδαίο άρχοντά του, τον Μόδεστο, να απειλήσει τον Άγιο με μεγάλες τιμωρίες, εάν δεν δεχθεί την αιρετική γνώμη του βασιλιά! Αλλά και αυτός εν τέλει επέστρεψε άπρακτος, χωρίς να μπορέσει να εκτρέψει τον Αρχιεπίσκοπο από την Ορθοδοξία, λέγοντας χαρακτηριστικά στον βασιλιά:

“Ευκολότερο είναι να μαλάξει κάποιος το σίδηρο, παρά τη γνώμη του Βασιλείου”!!!

ΣΤ.Θαυματουργικές θεραπείες

Μόλις άκουσε αυτά ο Ουάλης, θαύμασε την ανδρεία της ψυχής του Αγίου και θέλησε να πάει μόνος του στην Εκκλησία, να ακούσει τον Άγιο Βασίλειο πώς δίδασκε! Ήταν τότε η εορτή των Θεοφανίων και αντίκρισε ο βασιλιάς αναρίθμητο πλήθος λαού να κάθεται με κάθε τάξη και να ακούει τη διδασκαλία του Επισκόπου του και τον Άγιο να στέκεται με κάθε σεμνότητα και να διδάσκει ως άλλος Απόστολος, κατενύγη την ψυχή! Και τότε, εκείνη την ημέρα, μίλησε με σωφροσύνη στον Άγιο και έφυγε. Μετά όμως από μερικές ημέρες, πηγαίνοντας σε αυτόν οι “επίσκοποι” που προσχώρησαν στην αίρεση, άλλαξαν τη γνώμη του Ουάλη και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο! Οπότε και διατάχθηκε η γραφή της αποφάσεως εξορίας…

Άλλες όμως οι βουλές του Κυρίου… Διότι θαυμαστά ενήργησε και πάλι ο Χριστός μας, αφού την ώρα που ο γραφέας θα έγραφε την απόφαση, παρέλυσε το χέρι του! Αλλά και του βασιλιά ο γιος τόσο βαριά αρρώστησε, που κόντευε να πεθάνει! Βλέποντας αυτά λοιπόν ο Ουάλης, κατάλαβε ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να εξοριστεί ο Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας και μάλιστα διεμήνυσε στον ίδιο τον Αϊ Βασίλη, να πάει να κάνει προσευχή πάνω από το παιδί! Και ω του θαύματος! Και μόνο που το είδε ο Άγιος εκείνο αμέσως γιατρεύτηκε!!!

Αλλά και τον έπαρχο Μόδεστο, που κινδύνευε να πεθάνει, μετά από λίγο ιάτρευσε από την ασθένειά του ο Μέγας Βασίλειος! Βλέποντας όλα αυτά ο βασιλιάς και θαυμάζοντας την αρετή του Αγίου, επέστρεψε τελικά πίσω, αφήνοντας ανενόχλητο τον Άγιο…

…Η βασιλεία να ακολουθεί την Εκκλησία

Αργότερα, ο Ουάλης θέλησε να μοιράσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επάρχους και ο ένας να έχει έδρα της Καισαρεία, ο άλλος τα Τύανα. Μαθαίνοντας αυτό όμως κάποιοι Επίσκοποι στα Τύανα και ιδιαίτερα κάποιοι αιρετικοί, ερχόταν σε αντίθεση με τον Αρχιεπίσκοπο Καππαδοκίας και Μητροπολίτη Καισαρείας Βασίλειο, θέλοντας να χωρίσουν την Καππαδοκία σε δύο Μητροπόλεις, όπως θα ήταν και οι έπαρχοι. Όμως ο Άγιος έλεγε σε αυτούς με ταπείνωση ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί τη βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία και ότι δεν είναι πρέπον να χωρίσουν οι Μητροπολίτες, επειδή χώρισαν οι έπαρχοι.

Όμως εκείνοι δεν άκουσαν και χειροτόνησαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμο και άρπαξαν και το Ναό του Αγίου Ορέστου στους πρόποδες του Ταύρου. Αλλά με την υπομονή του Αγίου και τη δικαιοσύνη του Θεού, ο Άνθιμος τιμωρήθηκε και σύντομα ενώθηκαν και πάλι εκκλησιαστικά οι επαρχίες. Τότε λέγεται πως ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Βασίλειος, χειροτόνησε τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο Επίσκοπο, σε μικρή Επισκοπή που λεγόταν Σάσιμα.

—————————————————————–

Το κείμενο που ακολουθεί λέει τα πάντα για το ήθος και το φρόνημα του αγίου Βασιλείου. Χρόνια πολλά, καλή χρονιά σε όλους με τις ευχές του καππαδόκου αγίου μας , ο οποίος ασφαλώς και δεν έχει καμμία σχέση με το καλοταϊσμένο κακέκτυπο made by Coca cola! Και από τον διάλογο που ακολουθεί μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου και του πανίσχυρου μετά τον αυτοκράτορα άρχοντα Μοδέστου, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Εκκλησία ονόμασε τον Άγιο Βασίλειο, «ΜΕΓΑ»!
Ζ.Η συνομιλία του με τον Μόδεστο
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: « Πως σκέφτηκες σύ, Βασίλειε – δεν τον ονόμασε επίσκοπο – και τολμάς να αντιστέκεσαι ενάντια στην εξουσία και να φέρεσαι μόνος συ με τόση αυθάδεια;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί μου κάνεις τέτοια ερώτηση; Ποια είναι η απείθεια και η υπεροψία μου; Γιατί ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Γιατί δεν ακολουθείς την θρησκεία του αυτοκράτορα, ενώ όλοι πιά οι άλλοι υποτάχτηκαν και νικήθηκαν;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Δεν είναι αρεστά αυτό στο δικό μου Βασιλιά. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ το Χριστό σαν κάποιο κτίσμα, όπως τον θεωρείτε σεις οι αιρετικοί, αφού εγώ είμαι κτίσμα του Θεού.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Και μάς πώς μάς θεωρείς; Δεν είμαστε τίποτε ημείς, που διατάζουμε αυτά; Πώς λοιπόν; Δεν θεωρείς μεγάλο και τιμητικό το να ταχθής με το μέρος μας και να έχης φίλους και συντρόφους;
Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι ότι σείς είσθε ύπαρχοι και επιφανείς, αλλά καθόλου ανώτεροι από το Θεό. Και θεωρώ σπουδαία τη φιλία σας, αλλά και ισάξια με τη φιλία των άλλων ανθρώπων που πιστεύουν. Γιατί δεν είναι επίσημος ο Χριστιανισμός από την αξία των προσώπων που ανήκουν σ΄ αυτόν, αλλά από την πίστη.ΛΕΙΟΣ:
Στο σημείο αυτό ο ύπαρχος ταράχθηκε. Άναψε από το θυμό του. Σηκώθηκε από την έδρα του και με λόγια ορμητικά είπε:
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Τι θα μου συμβή; Τι πρόκειται να πάθω;
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Τι θα πάθης; Ένα από τα πολλά που έχω στην εξουσία μου.
.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ποια είναι αυτά; Πες μου τα, για να ξέρω.
.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Δήμευση, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος.
.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Απείλησε τίποτε άλλο, αν υπάρχη. Γιατί κανένα απ΄ αυτά που ανέφερες, δεν μπορεί να με θίξη και να με βλάψη.
.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πως είναι δυνατόν και με ποίο τρόπο θα τα καταφέρης;
.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί δήμευση περιουσίας δεν μπορεί να πάθη εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρης τα τρίχινα αυτά φτωχά ρούχα και τα λίγα βιβλία, από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δεν ξέρω αφού δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος και ούτε αυτή τη πόλη του κατοικώ τώρα, θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Και μάλλον κάθε τόπο του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βασανιστήρια πάλι τι μπορούν να κάνουν σε άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λές βάσανο την πρώτη πληγή με την οποία θα πέσει το σώμα αυτό. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Και ο θάνατος θα είναι για μένα ευεργεσία, γιατί θα με στείλει γρηγορότερα στο Θεό, για τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και χάρη του οποίου νεκρώθηκα και προς τον οποίο από καιρό τώρα σπεύδω.
.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Κανείς μέχρι σήμερα δε μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόση μεγάλη παρρησία σε μένα τον Ύπαρχο.
.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ίσως δε συνάντησες ποτέ ΕΠΙΣΚΟΠΟ. Γιατί αν συναντούσες πραγματικό Ιεράρχη, που ν΄ αγωνίζεται για την ορθή πίστη, με αυτό τον τρόπο θα σου απαντούσε. Ημείς Ύπαρχε, σε όλα τα άλλα ζητήματα είμαστε επιεικείς και ταπεινότεροι από κάθε άλλο άνθρωπο, γιατί τέτοια εντολή έχουμε από τον Κύριο. Και όχι μόνο σε τόση μεγάλη εξουσία, όπως η δική σου, αλλά ούτε στον τυχόντα άνθρωπο σηκώνουμε μάτια. Αλλά όπου πρόκειται για το Θεό και κινδυνεύει η πίστη, σ΄ Αυτόν μόνο αποβλέπουμε. Φωτιά και ξίφος και θηρία και νύχια που κόβουν τις σάρκες είναι για μας αυτά περισσότερο ευχαρίστηση παρά εκφοβισμός και κατάπληξη. Γι΄ αυτό βρίζε, φοβέριζε, κάνε ό,τι θέλεις, χρησιμοποίησε την εξουσία σου. Ας ακούση την απάντηση αυτή και ο Βασιλιάς. Δεν θα υποτάξης, ούτε θα με πείσης να ταχθώ με το μέρος της αιρετικής ασέβειας, έστω και αν με απειλήσης με ακόμη τρομερότερα.»
Tα παραπάνω ας τα διαβάσουν κι αυτοί οι κατήγοροι της Εκκλησίας που λένε πως , δήθεν, η Εκκλησία του Χριστού, βασίστηκε στην κρατική εξουσία για να επικρατήσει ενώ η αλήθεια είναι ότι από τις αρχές τής ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η Ορθόδοξη Εκκλησία διώχθηκε ακόμα και από «χριστιανούς» αυτοκράτορες».
.[Βασίλειος+Μέγας+3.jpg]
Η.Η Ουράνια Θεία Λειτουργία

Κατανοώντας ο Άγιος Βασίλειος τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και στον κλήρο και στο λαό, να παρακολουθήσουν την μακρά Θεία Λειτουργία και τις ευχές προς τον Θεό, στην όλη ακολουθία του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, παρακάλεσε τον Κύριο με νηστεία και προσευχή να του φανερώσει τον τρόπο να βοηθήσει τους πιστούς. Ο τρόπος, θαυμαστός, όπως μόνο σε έναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα και Άγιο της Εκκλησίας θα ταίριαζε. Σε οπτασία, λοιπόν, είδε ο Άγιος, ο σοφότατος  Βασίλειος, τον Κύριο με τους Αποστόλους, να τελεί την Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τις ευχές όχι όπως ακριβώς είναι γραμμένες στη Θεία λειτουργία του αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά συντετμημένες με τέτοιο τρόπο, όπως τις συνέθεσε κατόπιν ο Άγιος στη Θεία Λειτουργία του.

Κάποτε, ο Διοικητής της Καισαρείας είχε αδικήσει χρηματικά μια χήρα. Και εκείνη προσέτρεξε στον Άγιο Αρχιεπίσκοπο, παρακαλώντας τον να γράψει επιστολή στον άρχοντα για να της αποδώσει το δίκιο της. Πράγματι ο Μητροπολίτης έγραψε στο Διοικητή και εκείνος απάντησε:

“Δια την αγάπη σου Πάτερ, θέλησα να τη συμπαθήσω, αλλά Δε μπόρεσα, διότι χρωστά πραγματικά χρήματα”. Και ο Μακαριώτατος Βασίλειος ανταπάντησε προφητικά:“Εάν μεν όπως λέγεις, θέλησες να τη συμπαθήσεις και δε μπόρεσες έχει καλώς. Εάν όμως μπορούσες και δε θέλησες, να φέρει και σένα ο Θεός στην τάξη των δεομένων, ώστε όταν έχεις ανάγκη να σε συμπαθήσουν, να μη μπορέσεις”.

Δεν πέρασαν από τότε πολλές ημέρες και τόσο οργίστηκε ο βασιλιάς με εκείνο τον άρχοντα-διοικητή, που έστειλε και τον συνέλαβαν και τον γυρνούσαν σιδηροδέσμιο από πόλη σε πόλη για να πληρώνει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε θυμήθηκε ο άρχοντας την πρόρρηση του Αγίου και τον παρακάλεσε να κάνει δέηση προς τον Θεό, για να τον λυπηθεί ο βασιλιάς. Και ο Άγιος τότε Βασίλειος, γεμάτος καλοσύνη, με μία μονάχα ευχή του προς το Θεό, ημέρωσε την καρδιά του βασιλιά και σε έξι μονάχα ημέρες από τότε, ήρθαν βασιλικά γράμματα που πρόσταζαν να ελευθερωθεί ο άρχοντας από την καταδίκη του!!!

Ι.Ο Δεσπότης και ο Ιερέας

Κάποτε ο Άγιος, θέλησε να παει σε μια πόλη την οποία υπηρετούσε κάποιος Ιερέας Αναστάσιος, ενάρετος και δίκαιος. Ο Ιερέας αυτός εκτός από την εγκράτεια και τη νηστεία που μεταχειριζόταν, είχε και σύζυγο, τη Θεογνωσία, την οποία καθόλου δε γνώρισε σαν γυναίκα επί σαράντα ολόκληρα χρόνια και την είχε ως αδελφή του! Οι άνθρωποι της πόλεως, χωρίς να ξέρουν, έλεγαν ότι είναι στείρα και δε γεννά παιδιά…

Αλλά και άλλη κρυφή αρετή είχε εκείνος ο Ιερέας, διότι φιλοξενούσε στο σπίτι του άνθρωπο ασθενούντα από λώβη (λέπρα!), τον οποίο περιποιούνταν και φρόντιζε αυτός και η πρεσβυτέρα του, χωρίς να το γνωρίζει κανένας!..

Όταν λοιπόν ξεκίνησε ο Άγιος Βασίλειος να πάει εκεί, ο Ιερέας Αναστάσιος το πληροφορήθηκε δια Πνεύματος Αγίου και είπε στην πρεσβυτέρα του:

“Αδελφή μου, εγώ θα πάω στον αγρό μας επειδή είναι ανάγκη. Σήμερα δε έρχεται ο Δεσπότης μας και την τάδε ώρα να εξέλθεις με θυμίαμα και λαμπάδες για να τον προϋπαντήσεις”!

Όταν λοιπόν βγήκε η Θεογνωσία, την ώρα που της είπε ο Αναστάσιος, έφτανε πράγματι και ο Αϊ Βασίλης και της είπε:

“Πώς έχεις κυρία Θεογνωσία”;

Αυτή εξεπλάγη στο άκουσμα του ονόματός της και απάντησε:

“Καλώς, Δέσποτα Άγιε”.

-“Πού είναι ο κύριος Αναστάσιος, ο πρεσβύτερος αδελφός σου”;

“Σύζυγός μου είναι Δέσποτα και έχει μεταβεί εις τον αγρό για να εργασθεί” απάντησε εκείνη.

“Αυτός ήλθε και είναι εντός της οικίας, μη στείλεις λοιπόν ανθρώπους να τον καλέσουν” την πληροφόρησε τότε ο Άγιος!

Όταν άκουσε λοιπόν η Θεογνωσία τις προφητείες του Αγίου, έπεσε στα πόδια του με δάκρυα λέγοντας:

“Εύχου υπέρ εμού της αμαρτωλής Δέσποτα Άγιε, διότι βλέπω σε σένα μεγάλα και θαυμαστά”!

Ευχήθηκε τότε για αυτή ο Δέσποτας Βασίλειος και ξεκίνησε για το σπίτι, όπου έξω από την πόρτα τον προϋπάντησε πράγματι ο Ιερέας Αναστάσιος. Και όταν κάθισαν, ζήτησε από αυτόν ο Αρχιεπίσκοπος να διηγηθεί τις αρετές του, για την ωφέλεια των παρισταμένων Χριστιανών.

“Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι Δέσποτα Άγιε, αποκρίθηκε ο Αναστάσιος. Ποια αρετή ζητάς από μένα; Τούτο δε λέγω στην αρχιερωσύνη σου. Ότι έχω δύο άροτρα και το μεν ένα εργάζομαι εγώ, το δε άλλο ο δούλος μου. Από το προϊόν κρατούμε όσο αρκεί για να περάσουμε το χρόνο και το υπόλοιπο το δίνουμε στους πτωχούς. Έχω δε και τη σύζυγό μου και δούλη σου η οποία με υπηρετεί”.

“Μην τη λες σύζυγό σου, είπε τότε ο Άγιος, αλλά να τη λες αδελφή σου, καθώς πράγματι είναι και πες μου και τις άλλες αρετές σου”.

“Καμιά αρετή δεν έχω Δέσποτά μου, απάντησε ο Ιερέας και είμαι έρημος πάσης αγαθοεργίας”.

“Σήκω και έλα μαζί μου” του ζήτησε τότε ξαφνικά ο Αϊ Βασίλης και τον οδήγησε στο κελί, όπου ήταν ο ασθενής λεπρός και του λεει: “Άνοιξε αυτή την πόρτα”.

“Μη μπεις Άγιε του Θεού, διότι ο τόπος είναι μολυσμένος” είπε ο Ιερέας.

“Και εγώ τέτοιο τόπο χρειάζομαι” απάντησε ο Άγιος και επειδή ο Πρεσβύτερος δε θέλησε να ανοίξει την πόρτα για να μη γίνει φανερή η αρετή του, δια μόνης της προσευχής του την άνοιξε ο Άγιος και αφού μπήκε μέσα είπε στον Αναστάσιο:

“Γιατί αποκρύπτεις από εμένα αυτό το θησαυρό”;

“Είναι οργίλος και οξύθυμος Δέσποτά μου και φοβήθηκα να σας τον παρουσιάσω μήπως σας πει λόγο κάποιο βλάσφημο”.

“Καλά αγωνίσθηκες για αυτόν επί τόσους χρόνους, αλλά άφησε και εμένα αυτή τη νύχτα να τον υπηρετήσω” είπε ο Άγιος και κάθισε μαζί με τον λεπρό όλη τη νύχτα προσευχόμενος θερμά προς το Θεό. Και ω του θαύματος! Το πρωί έβγαλε αυτόν από το κελί τελείως θεραπευμένο, χωρίς να έχει ούτε το ελάχιστο σημάδι της λέπρας!!!

ΙΑ.Ο Όσιος Εφραίμ και η στήλη πυρός

Τον καιρό εκείνο, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος (εκ Συρίας) βρίσκονταν στην έρημο και ησύχαζε. Σαν άκουσε για τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρεκάλεσε το Θεό να του αποκαλύψει τι και ποιος είναι ο Βασίλειος. Είδε τότε στήλη πυρός, η οποία υψωνόταν μέχρι του ουρανού και άκουσε φωνή που έλεγε:

“Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πύρινη ταύτη στήλη, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος”!!!

Τότε χωρίς καθόλου να αμελήσει, παρέλαβε μαζί του διερμηνέα που γνώριζε την Ελληνική και τη Συριακή γλώσσα και πήγε στην Καισαρεία.

Ήταν τότε η εορτή των Φώτων και μπαίνοντας στην Εκκλησία ο Όσιος Εφραίμ, είδε τον Άγιο Βασίλειο ενδεδυμένο λαμπρά και πολύτιμα άμφια, να τελεί με μεγάλη παρρησία τη Θεία Λειτουργία και κατηγόρησε τον εαυτό του και είπε προς τον διερμηνέα “ματαίως κοπιάσαμε αδελφέ. Διότι αυτός, αν και εις τοιαύτη δόξα ευρίσκεται, δεν είναι καθώς τον είδα”…

Αυτά που έλεγε ο Όσιος Εφραίμ, τα πληροφορήθηκε ο Άγιος εκ Πνεύματος Αγίου και αφού κάλεσε ένα Διάκονο, του είπε να πάει στη δυτική θύρα της Εκκλησίας, θα βρει δύο Μοναχούς, τον ένα αγένειο ψηλό και λεπτόσαρκο, τον άλλο με μαύρη γενειάδα και να πει τότε στον αγένειο: “Να έλθεις στο Άγιο Βήμα, διότι σε καλεί ο πατήρ σου ο Αρχιεπίσκοπος”…

Πράγματι πήγε ο Διάκονος και αφού με το ζόρι διέσχισε το πλήθος, είπε προς τον Όσιο Εφραίμ τα λόγια του Βασιλείου. Τότε εκείνος δια του διερμηνέως απάντησε:

“Επλανήθεις αδελφέ, διότι εμείς είμαστε ξένοι και άγνωστοι. Πώς λοιπόν μας γνωρίζει ο Αρχιεπίσκοπος”;

Γύρισε ο Διάκονος πίσω στον Άγιο Δέσποτα και του τα ανέφερε, αλλά πάλι ο Άγιος τον έστειλε πίσω λέγοντάς του “πήγαινε και πες “Κύριε Εφραίμ, ελθέ στο Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος””.

Πήγε λοιπόν ο Διάκονος δεύτερη φορά και αφού ασπάσθηκε τα άκρα των ποδών του Οσίου του είπε τα λόγια του Αγίου Βασιλείου. Τότε ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος προσέφερε μετάνοια στο Διάκονο και είπε:

“Αληθώς στήλη πυρός είναι ο Μέγας Βασίλειος, αλλά τον παρακαλώ για να μιλήσουμε μόνοι μας στο σκευοφυλάκιο”.

Χάρισμα των γλωσσών

Όταν λοιπόν τέλειωσε η Θεία Λειτουργία, προσκάλεσε ο Άγιος Βασίλειος τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο και αφού τον ασπάσθηκε, συνομίλησε μαζί του για πνευματικά και θεία νοήματα και τον παρακάλεσε στο τέλος εάν έχει κάποιο ζήτημα κρυμμένο στην καρδιά του να το πει.

Τότε ο Όσιος Εφραίμ είπε δια του διερμηνέα:

Μία χάρη ζητώ από την αρχιερωσύνη σου, δούλε του Θεού”.

“Ό,τι επιθυμείς ζήτησε, αποκρίθηκε ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος, διότι πολλά σου οφείλω, για τον κόπο τον οποίο κατέβαλες για την ταπεινότητά μου”.

Είπε τότε ο Όσιος Εφραίμ:

Γνωρίζω, Δέσποτα Άγιε, ότι εάν παρακαλέσεις για κάτι το Θεό, σου το προσφέρει. (!!!) Επιθυμώ λοιπόν να παρακαλέσεις να μιλήσω στα Ελληνικά, διότι καθόλου δε γνωρίζω τη γλώσσα αυτή τη δική σας”.

Και απάντησε ο Άγιος Βασίλειος:

“Υπέρ τη δύναμή μου είναι το αίτημά σου πάτερ Άγιε και της ερήμου καθηγητά. Αλλά επειδή εζήτησες τούτο μετά πίστεως, ας δεηθούμε και οι δύο στο Θεό και είναι σε Εκείνον δυνατό να πραγματοποιήσει την επιθυμία σου. Διότι, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαβίδ, (ο Θεός το) θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς”.

Αφού λοιπόν είπε αυτά, μαζί με το Όσιο Εφραίμ το Σύρο – που μιλούσε μέχρι τότε μόνο τη μητρική του γλώσσα, τα Συριακά – στάθηκαν για πολλή ώρα σε προσευχή και μόλις την τέλειωσαν, είπε ο Μέγας Βασίλειος μεγαλοφώνως:

Η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να είναι μαζί σου και λάλησε Ελληνικά”!!!

Και ευθύς ως είπε αυτό ο Άγιος, ο Αϊ Βασίλης, ω του θαύματος! Ανοίχθηκε το στόμα του Οσίου Εφραίμ και μίλησε Ελληνικά, όπως ακριβώς ο Άγιος Βασίλειος και όλοι οι Έλληνες Χριστιανοί!!! ( σημ. Όχι όπως οι λεγόμενοι Πεντηκοστιανοί, που λαλούν άναρθρες και ακαταλαβίστικες κραυγές και ανύπαρκτες λέξεις οι καημένοι και ζουν σε βαρύτατη πλάνη, αφού ούτε καν καταλαβαίνουν αυτά που λενε ακόμη και οι ίδιοι, ούτε γνωρίζουν καμιά απολύτως “άλλη” γλώσσα, αφού και για να μάθουν τα απλά αγγλικά πηγαίνουν σε φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών… Όμως Χάρισμα Γλωσσών όπως φαίνεται και εδώ και στο βίο του Αγίου Χριστοφόρου και στο βίο των Αποστόλων, σημαίνει ότι δίνεται στον άνθρωπο, τον Ορθόδοξο Χριστιανό, τον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δίνεται άλλη υπαρκτή γλώσσα τέλεια, όπως ακριβώς η μητρική γλώσσα και σε όλες της τις εκφάνσεις. Σκέψη, ομιλία, γραφή, συζήτηση, κατανόηση. Κάτι που είναι παντελώς άγνωστο και αδύνατο στις νεοπεντηκοστιανές αιρέσεις, που τα θύματά τους την ώρα της επήρειας του πονηρού πνεύματος, κράζουν ανύπαρκτα και ακαταλαβίστικα πράγματα)…

Η κάρτα του ουρανοπολίτη

Κήρυγμα κατά το αρχιερατικό συλλείτουργο για την εορτή του αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου Πατρών.

*

Είναι τιμή και ευλογία να ομιλή κανείς σήμερα, αυτήν την ημέρα στον μεγαλοπρεπέστατο Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου, στην ετήσια μνήμη του Πρωτοκλήτου Αποστόλου, ο οποίος είναι το καύχημα της πόλεως των Πατρών, αλλά και όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και μάλιστα να ομιλή ενώπιον πολυπληθούς εκκλησιάσματος, που αποτελείται από άρχοντες και αρχομένους, από τον ευλαβή λαό του  Κυρίου, σε αυτήν την ευχαριστιακή σύναξη, που συλλειτουργούν πλειάδα Ιεραρχών και Κληρικών.

Αυτήν την τιμή, την οποία αισθάνομαι δυνατά μέσα μου, την οφείλω, πέρα από τον Θεό και τον άγιο Ανδρέα και στον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο, τον πολυαγαπητό εν Χριστώ αδελφό που μου ανέθεσε αυτήν την διακονία και ο οποίος είναι κόσμημα αυτής της Ιεράς Μητροπόλεως, αλλά και της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την σύνεσή του, την αγάπη του στον Θεό και την Εκκλησία, την κενωτική διακονία του και τον ιεραποστολικό του ζήλο. Τον ευχαριστώ εκ καρδίας.

1. Οι τρεις πορείες

Σκεπτόμενος την μεγάλη μορφή του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, αναλογίζομαι τις τρεις μεγαλειώδεις πορείες που πραγματοποίησε στην ζωή του. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να κάνουν πορείες για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να εκφράσουν τα δίκαια αιτήματά τους. Και ο άγιος Ανδρέας έκανε τρείς μεγαλειώδεις πορείες, τις οποίες θα αναφέρω.

Η πρώτη πορεία του ήταν προς τον Τίμιο Πρόδρομο και μπορεί να τιτλοφορηθή αναζήτηση. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος ευρισκόμενος στην έρημο του Ιορδάνου, κήρυττε την μετάνοια, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έλευση της Βασιλείας του  Θεού. Έτσι, ο άγιος Ανδρέας ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που αναζητούσαν την έλευση του Χριστού. Είχε έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. Στους Ψαλμούς του Δαυίδ είναι γραμμένο: «αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον, ζητούντων το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ» (Ψαλμ. κγ’, 6). Ανήκε, λοιπόν, στην γενιά που αναζητούσαν τον Χριστό, για να τούς ελευθερώση από τις δύσκολες καταστάσεις στις οποίες ζούσαν.

Η δεύτερη πορεία του αγίου Ανδρέου ήταν από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στον Χριστό και μπορεί να χαρακτηρισθή ως εύρεση. Εδώ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Τίμιος Πρόδρομος. Ήταν ένας Προφήτης, που έζησε στο μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς και  Καινής Διαθήκης, που είχε λάβει το Άγιον Πνεύμα από την κοιλία της μητέρας του, ενώ ήταν έξι μηνών βρέφος.

Αυτή η ανακάλυψη φαίνεται καθαρότερα στον λόγο που απηύθυνε ο Πρωτόκλητος Ανδρέας στον αδελφό του Σίμωνα-Πέτρο. Του είπε: «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιω. α’, 42). Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του Πρωτοκλήτου. Ο Αρχιμήδης όταν βρήκε έναν νόμο της φύσεως φώναξε σαν τρελός «εύρηκα, εύρηκα». Ο άγιος Ανδρέας δεν βρήκε έναν νόμο της φύσεως, αλλά τον δημιουργό της φύσεως, τον Χριστό. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι η αλήθεια δεν είναι «τι», πράγμα, αντικείμενο, δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά «τις», πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεού. Κατά τον ιδεαλισμό η αλήθεια είναι μια ιδέα –«εν αρχή ην η ιδέα». Για τον υλισμό η αλήθεια είναι η ύλη –«εν αρχή ήν η ύλη». Για τον Χριστιανισμό η αλήθεια είναι πρόσωπο –«εν αρχή ήν ο Λόγος» (Ιω. α’, 1).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «τούτο το ρήμα ψυχής εστιν ωδινούσης την παρουσίαν του Σωτήρος και προσδοκώσης την άφιξιν άνωθεν και περιχαρούς γεγενημένης μετά το φανήναι το προσδοκώμενον». Άς προσέξουμε τα ρήματα «ωδινούσης» και «προσδοκώσης» ψυχής. Πρόκειται για έναν πόνο εσωτερικό, για μια γέννα, αλλά και για μια νοσταλγία. Γίνεται λόγος για σπέρμα πνευματικό που εισέρχεται στην καρδιά του ανθρώπου και κυοφορεί πνεύμα σωτηρίας. Δεν ενδιέφεραν τον άγιο Ανδρέα επίγειες χαρές, αλλά ουράνιες προσδοκίες. Ωδινούσε για την έλευση της Βασιλείας των Ουρανών.

Στην πορεία αυτή του αγίου Ανδρέου εξαίρεται η σημαντική παρουσία του Τιμίου Προδρόμου. Ήταν ο Πνευματικός Πατέρας και διδάσκαλός του, αλλά δεν τον κράτησε για τον εαυτό του, δεν ήθελε να τον κάνη οπαδό του, αλλά του άνοιξε τον δρόμο για τον Χριστό. Είπε δε εκείνον τον εκπληκτικό λόγο: «αυτόν δεί αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. γ’, 30). Ήθελε να εξαφανισθή μπροστά στην παρουσία του  Χριστού.

Η τρίτη πορεία του αγίου Ανδρέου είναι η πορεία από τον Χριστό προς τον Σταυρό και μπορεί να χαρακτηρισθή πορεία προς την δόξα. Μαθήτευσε τρία χρόνια κοντά στον Χριστό, έζησε την οδύνη του Σταυρού και την χαρά της Αναστάσεως του Χριστού, έλαβε το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής και στην συνέχεια εξήλθε σε όλον τον κόσμο για να κηρύξη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού και αυτό το έκανε έως την ημέρα του μαρτυρίου του, εδώ στην Πάτρα.

Έτσι, ο άγιος Ανδρέας από την μικρή Παλαιστίνη εξήλθε σε ολόκληρο τον κόσμο, από μια μικρή επαρχία ταξίδευσε, με τα πενιχρά μέσα της εποχής εκείνης, στην Οικουμένη, από δουλοπάροικος που ήταν, αφού η Παλαιστίνη ήταν υπόδουλη στους Ρωμαίους, έγινε ελεύθερος εν Χριστώ και μαζί με τoυς άλλους Αποστόλους συνετέλεσαν στο να μεταμορφώσουν την ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε χριστιανική αυτοκρατορία, που ανέδειξε έναν τέτοιο λαμπρό πολιτισμό.  Ο ίδιος δε ίδρυσε την Εκκλησία στο Βυζάντιο και γι’ αυτό θεωρείται ως ο προστάτης του  Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Διερωτάται κανείς: Ποιά ήταν η δύναμη του αγίου Ανδρέου και των άλλων Αποστόλων για να κάνουν αυτήν την μεγαλειώδη πορεία που συνδέεται με την αναζήτηση, την εύρεση και την δόξα; Ασφαλώς η πίστη στον Χριστό, που δεν είναι μια αφηρημένη ιδεολογία, αλλά σχέση και κοινωνία μαζί Του. Γιατί, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η πίστη είναι ενυπόστατη, «Χριστόν είναι φαμέν την ενυπόστατον πίστιν», και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά η πίστη είναι «νόησις και όρασις καρδίας». Τελικά η πίστη είναι σχέση και κοινωνία με τον Χριστό.

Έτσι, ο άγιος Ανδρέας έκανε τρεις θαυμαστές πορείες. Η μία προς τον Προφήτη της μετανοίας, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, η δεύτερη προς τον Χριστό, τον εναθρωπήσαντα  Υιό και Λόγο του Θεού, και η τρίτη προς την Οικουμένη, την τότε κοινωνία, που οδήγησε προς την σταυρική θυσία και την ουράνια πολιτεία. Με αυτές τις πορείες, που είναι επαναστατικές, έγινε ουρανοπολίτης.

2. Η δική μας πορεία

Η περίπτωση του αγίου Ανδρέου υποδεικνύει σε μας να κάνουμε παρόμοιες πορείες σε δύο σημεία.

Το πρώτον είναι στο να βγούμε από την φιλαυτία μας και να οδηγηθούμε στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία. Αυτό ουσιαστικά έκανε ο άγιος Ανδρέας, αφού βγήκε από τον εαυτό του, αγάπησε τον Χριστό και στην συνέχεια αγάπησε όλον τον κόσμο.

Φιλαυτία είναι το κλείσιμο μέσα στον εαυτό μας, είναι η άλογη φιλία προς το σώμα μας, η κυριαρχία της ευδαιμονίας, η φυλακή στην αυτάρκειά μας. Αυτή είναι μια  φρικτή φυλακή και γεμίζει τον άνθρωπο με φοβία, ανασφάλεια, υπαρξιακό κενό, ψυχική και πνευματική μοναξιά, αλλά και μια ψυχική αναπηρία και υπαρξιακή αυτοκτονία.  Είπε κάποιος ότι κόλαση είναι το να είναι κανείς κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και να τον περιβάλλουν από παντού παραμορφωτικά κάτοπτρα και να βλέπη συνεχώς τον εαυτό του. Έτσι, η κόλαση ταυτίζεται με την φιλαυτία, το να μην μπορή κανείς να δη πέρα από τον εαυτό του.

Η απελευθέρωση από την κόλαση της φιλαυτίας οδηγεί τον άνθρωπο στην φιλοθεΐα, δηλαδή στην αγάπη προς τον Θεάνθρωπο Χριστό. Τότε ο άνθρωπος εξίσταται από τον εαυτό του και ζει  για τον Χριστό, γεμίζει από αγάπη, πληρούται ο εσωτερικός κόσμος του από φως και ζωή. Το επόμενο δε βήμα είναι η φιλανθρωπία, δηλαδή η αγάπη για κάθε άνθρωπο, που είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Όποιος αγαπά τον Θεό αγαπά οπωσδήποτε και τον συνάνθρωπο, τον οποίο θεωρεί αδελφό του. Και είναι γνωστός ο πατερικός λόγος: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες τον Θεόν σου», όπως είναι γνωστός και ο λόγος του οσίου Ισαάκ του Σύρου ότι η αγάπη είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης κτίσεως».

Το δεύτερο σημείο που εξάγεται από την ζωή του αγίου Ανδρέου είναι ότι, όταν κανείς οδηγήται με την βοήθεια κάποιου Προφήτη προς τον Χριστό, ο οποίος είναι το φως και η ζωή των ανθρώπων, τότε λαμβάνει ζωή που είναι υπέρβαση του θανάτου και δεν φοβάται τίποτε, δεν διακατέχεται από φοβίες, είναι ελεύθερος απ’ όλα, δεν φοβάται ούτε τον θάνατο. Ο Χριστός είπε στους μαθητές Του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο άγιος Ανδρέας: « μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι’, 28).

Μέσα από αυτήν την πίστη ο άγιος Ανδρέας αψήφησε τον θάνατο και έγινε παγκόσμιος, ουράνιος άνθρωπος, ατρόμητος εν Χριστώ. Ο Απόστολος Παύλος εξέφραζε αυτήν την κατάσταση γράφοντας: «πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η’, 38-39). Είχε μέσα του τον  Χριστό και δεν τον διακατείχε κανένας φόβος.

Είναι θαυμάσιο το χωρίο της προς Διόγνητον επιστολής του 2ου αιώνος που εκφράζει την πίστη των πρώτων Χριστιανών. Μεταξύ των άλλων γράφεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι πάσα ξένη πατρίς εστίν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη». Δηλαδή, οι Χριστιανοί έχουν πατρίδες, αλλά στην πραγματικότητα ζουν ωσάν να είναι πάροικοι, μετέχουν στην κοινωνική ζωή ως πολίτες, αλλά όλα τα υπομένουν ωσάν να είναι ξένοι. Κάθε ξένο τόπο τον θεωρούν πατρίδα τους, και την πατρίδα τους την θεωρούν ως ξένη. Άλλωστε, «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ’, 20). Και αυτό συμβαίνει γιατί, πάλι κατά την προς Διόγνητον επιστολή, οι Χριστιανοί «επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται. Πείθονται τοις  ωρισμένοις νόμοις, και τοις  ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους». Δηλαδή, ζουν στην γη, αλλά πολιτεύονται στον ουρανό, υπακούουν στους νόμους της Πολιτείας, αλλά με την ζωή τους υπερβαίνουν τους νόμους.

Είναι εξόχως καταπληκτικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που λέγει ότι ο Χριστιανός δεν είναι απλώς «πολίτης» του κόσμου αυτού, αλλά είναι «οδίτης» προς το ουράνιο πολίτευμα. Και γράφει: « μη είπης έχω τήνδε την πόλιν και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστίν. Τα παρόντα οδός εστίν». Δηλαδή, οι Χριστιανοί θεωρούν ως πραγματική τους πόλη τον ουρανό, ήτοι την μετοχή της δόξης του Θεού και διαρκώς πορεύονται προς  αυτήν την ένδοξη πόλη. Έτσι, στην πραγματικότητα είμαστε «οδίτες» προς την ουρανούπολη. Και αυτό συνδέεται με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ’, 14). Είμαστε «ουρανοδρόμοι» και «ουρανοπολίτες».

Παρά ταύτα, εμείς οι σύγχρονοι Χριστιανοί, τα νεώτερα αδέλφια τέτοιων μεγάλων αγίων και οικουμενικών διδασκάλων, αν καί έχουμε τέτοιους αγίους, όπως τον άγιο Ανδρέα, ζούμε πολύ φτωχά, είμαστε φοβισμένοι, φοβόμαστε κάθε μικρό εχθρό, ακόμη και την σκιά μας, είμαστε φυλακισμένοι στην φιλαυτία μας, κλεισμένοι μέσα στα στενά κελλιά του  εαυτού μας, διακατεχόμαστε από ανασφάλεια. Φοβόμαστε τον διπλανό μας, αφού τον κάθε άνθρωπο τον θεωρούμε απειλή της ύπαρξής μας, φοβόμαστε τον διάβολο, τον Αντίχριστο, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε στους αγίους, γιατί όποιος συνδέεται με τον Χριστό και αγαπά τους αδελφούς του δεν μπορεί να φοβάται κανέναν, αφού κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιω. δ’, 18).

Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος ενός λογοτέχνη που μιλά για τον σύγχρονο αγχώδη άνθρωπο και τον συγκρίνει με τον Φώτη Κόντογλου, τον γνωστό Χριστιανό καλλιτέχνη, ο οποίος εμπνεόταν από την αγάπη του Θεού. Γράφει:

« Στο δρόμο περνώντας, βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους και λες: νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος. Όλοι τούτοι πέθαναν ή θα πεθάνουν. Σον τα πρόβατα, σαν τις όρνιθες, καταχτυπούν μια στιγμή τις σκόνες και τα πεζοδρόμια κι ύστερα θα χαθούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ τους. Και ξάφνου βλέπεις έναν και τινάζεσαι χαρούμενος. Λες: τούτος δεν θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή, πιάνει την ύλη και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα εφήμερη ζωή και την κάνει αθανασία… τα μάτια του λάμπουν κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι: «Τή υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…» ή «Σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία…». Κι η πίκρα ξορκίζεται κι η γης μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου, με τα σγουρά μαλλιά του, με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον παράδεισο».

Έτσι ζουν οι άγιοι, χωρίς φοβίες, χωρίς ανασφάλειες, αλλά με την δύναμη και την πληρότητα της ζωής. Με τον τρόπον αυτό αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής, αλλά με τον ίδιο τρόπο υπερβαίνουν θαρραλέα και τον φόβο του  θανάτου.

Αγαπητοί μου,

Πολλοί μας ρωτούν για την κάρτα του πολίτη που  ετοιμάζεται. Βεβαίως, θα αποφανθή για το θέμα αυτό η Ιερά Σύνοδος, όπως ήδη ασχολείται. Τα επίλεκτα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μερικά από τα οποία είναι παρόντα σήμερα στην πανηγυρική αυτή θεία Λειτουργία, έχουν βαθειά αίσθηση της ευθύνης, διαθέτουν εκκλησιαστικό φρόνημα και ορθόδοξη συνείδηση και θα αποφανθούν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα για το  θέμα αυτό. Και  εμείς πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην Ιερά Σύνοδο, δεν είμαστε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’, 36).

Όμως, εκείνο που χρειάζεται επειγόντως είναι να λάβουμε « την κάρτα του ουρανοπολίτη». Οι άγιοι, όπως ο άγιος Ανδρέας, πορεύθηκαν την οδό προς την ουράνια πόλη, υπερβαίνοντας όλες τις  αντίξοες συνθήκες στην ζωή τους και μάλιστα αντιμετώπισαν, με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, μια σιδηρόφρακτη ρωμαϊκή αυτοκρατορία που είχε σύμβολα ειδωλολατρικά και λάτρευε τον αυτοκράτορα ως θεό. Οι άγιοι έλαβαν την κάρτα του ουρανοπολίτη, έγιναν ουρανοπολίτες. Και εμείς πρέπει να τους μιμηθούμε. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνδεόμαστε με τον Χριστό, να χαραχθή το όνομα του Χριστού στην καρδιά μας, σύμφωνα με τον λόγο της Αποκαλύψεως « και είδον, και ιδού το αρνίον εστηκός επί το όρος Σιών, και μετ αυτού εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. ιδ’, 1). Αυτό δε το όνομα του Αρνίου και του Πατρός του στο μέτωπο του πιστού Χριστιανού δηλώνει, κατά τον Αρέθα Καισαρείας, «ως τω θείω φωτί του  προσώπου αυτού του  θείου σφραγίζονται, δι’ ού τοις αντιτίμοις επί τούτου και ολεθρίοις δαίμοσι φοβεροί γίνονται». Τότε θα ισχύη ο λόγος του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Υμείς εκ του Θεού εστε, τεκνία, και νενικήκατε αυτούς, ότι μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω» (Α’ Ιω. δ’, 4).

Ζώντας αυτήν την εν Χριστώ ζωή στην Εκκλησία, δεν θα φοβόμαστε κανέναν, θα είμαστε ελεύθεροι εν Χριστώ, θα πορευόμαστε από την φιλαυτία στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, από το μικρό περιβάλλον στο οποίο ζούμε θα ανοιγόμαστε στην παγκοσμιότητα και  θα γίνουμε ουρανοπολίτες. Δεν θα βασανιζόμαστε από την «μένουσαν πόλιν», με όλα τα πτωτικά της φαινόμενα, αλλά θα εμπνεόμαστε από την«μέλλουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ’, 14) «ής τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός» (Εβρ. ια’, 10).–

Η «ΑΠΟΛΟΓΙΑ» ΜΟΥ (Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου)


Δεν με ενδιαφέρει να αποστομώσω όσους με κατηγόρησαν για λαϊκισμό, κρίνοντας έτσι την απόφασή μου να αποποιηθώ τον μισθό μου, αλλά οφείλω να εξηγηθώ στους αδερφούς μου που φαντάστηκαν ότι διάλεξα τον τρόπο αυτό, προκειμένου να διακριθώ από εκείνους με την αλαζονεία της πτωχείας.

Η πράξη αποτελεί κραυγή αγωνίας μου σε μια κοινωνία που μας έριξε πλέον στο βούρκο της απαξίωσης. Εννοώ την ορθόδοξη ελληνική κοινωνία που δεν μας εκτιμά πια. Συγκεκριμένα, δεν εκτιμά τους επισκόπους, όχι τον «απλό παπά», όπως λέγεται και ξαναλέγεται.

Δεν το καταλαβαίνουμε ότι το ειδικό μας βάρος έχασε την πυκνότητά του; Θα τολμούσαμε να ρωτήσουμε, τι σημαίνει για τον Έλληνα του σήμερα, ο επίσκοπος ως πνευματικός θεσμός;

Δεν αισθανόμαστε ότι το πέρασμά μας αφήνει πίσω μας ένα συγκαταβατικό μειδίαμα; Είμαστε, όπως έλεγε ο Κλεμανσώ, σαν τον προστάτη ή σαν τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όταν είναι ήσυχοι, κανείς δεν ασχολείται μ’ αυτούς, όταν αρχίσουν να δημιουργούν προβλήματα, επιβάλλεται η αφαίρεσή τους.

Δεν βιώνουμε ότι οι χριστιανοί μας έρχονται στα γραφεία μας μόνο για διορισμούς ή μεταθέσεις; Συγγνώμη! έρχονται και για οικονομικά βοηθήματα, αφού είμαστε κάτοχοι αμύθητης περιουσίας! Κι όταν φύγουν από μας, επισκέπτονται χαρισματικούς φορείς για τα πνευματικά τους θέματα.

Δεν αφουγκραζόμαστε ότι μας βλέπουν σαν αναπόσπαστο μέρος του διεφθαρμένου κράτους καθώς συναγελαζόμαστε με άρχοντες και μεγιστάνες και κατά συνέπεια θεωρούμαστε συμμέτοχοι των πράξεών τους;

Δεν βαρεθήκαμε να «το παίζουμε» προϊστάμενοι ΝΠΔΔ και να προεδρεύουμε σε Δ.Σ., εκτιθέμενοι σε διενέργεια πλειοδοτικών-μειοδοτικών διαγωνισμών κ.λ.π. και χωρίς να διαθέτουμε καμία απολύτως εξειδίκευση πάνω σ’ αυτά;

Δεν διαπιστώνουμε στα μάτια των επίσημων συνομιλητών μας την ανοχή και στα μάτια των απλών ανθρώπων την υποψία;

Δεν εισπράττουμε από πολλούς, ότι θα προτιμούσαν να απουσιάζαμε από τη ζωή τους, μα, αν αυτό είναι αδύνατο, ας περιοριζόμαστε στο διακριτό μας ρόλο;

Δεν νιώθουμε ότι είμαστε αναγκαίοι μεν, αλλά λιγώτερο ενδιαφέροντες απ’ όσο νομίζουμε;

Δίπλα μας υπάρχει ένας κόσμος ολόκληρος νέων επιστημόνων, τεχνοκρατών, ανερχόμενων επιχειρηματιών, που δεν έχουν και δεν θέλουν να έχουν καμμιά σχέση με μας;Δεν ζούμε το θεολογικό και κοινωνικό επίπεδο του κλήρου μας;

Δεν αντιληφθήκαμε τον σκεπτικισμό που διακατέχει τους νέους γονείς όταν αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να μας πλησιάσουν τα παιδιά τους, στο ιερό βήμα, στα κατηχητικά, στις κατασκηνώσεις;

Δεν μας προβληματίζει η εικόνα των μουχλιασμένων ενοριακών κέντρων αλλά και των θλιμμένων κατηχητικών σχολείων μας;

Δεν οσφριζόμαστε ότι η συμβολή μας στις τοπικές κοινωνίες είναι μόνο πολιτιστική και κοινωνική; Το πρώτο ερμηνεύεται σαν συντήρηση της σκουριασμένης Παράδοσης, εξαντλήθηκε όμως η θεματολογία μας, συγκινεί μόνο όσους αναπολούν τα νειάτα τους, μα, αφήνει παγερά αδιάφορες τις νέες γενιές. Το δεύτερο, η πολυδιαφημισμένη κοινωνική μας παρέμβαση, που μας καθιστούσε, μέχρι τώρα, αναγκαίο δεκανίκι του Υπουργείου Υγείας – Πρόνοιας, αρχίζει πλέον να εκτοπίζεται από την εισβολή στο χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που κοστίζει μεν αλλά έχει επαγγελματισμό.

Δεν μας ενοχλεί που στη Χώρα του 95% των Ορθοδόξων, δεν ζητείται ποτέ η γνώμη μας, για κανένα πνευματικό ζήτημα; Κι όταν η γνώμη μας αυθαίρετα εκφωνείται, τότε δεν θυμόμαστε, ότι την πληρώνουμε ακριβά με δημοσιοποίηση σκανδάλων μας;

Δεν παρακολουθούμε ότι στον μεγάλο παιδαγωγό του λαού μας, εννοώ την δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση, ως πνευματικοί άνθρωποι εμφανίζονται οι καλλιτέχνες; Κληρικοί προσκαλούνται για να ανεβάσουν το θερμόμετρο σε τηλεοπτικά παράθυρα κι όχι σε σοβαρούς ολιγομελείς διαλόγους.

Δεν μας θίγει η παρωδία του συν-εορτασμού της Κυριακής της Ορθοδοξίας και των συμβουλών που μας παρέχουν οι πολιτικοί μας στο πλατύσκαλο του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών; Και όταν έρθει η ώρα της φορολογίας, μας αντιμετωπίζουν σαν Εταιρεία. Δηλαδή, πέρασαν 2000 χρόνια δεν τους δώσαμε ακόμα να καταλάβουν τί είναι η Εκκλησία!

Δεν διαβλέπουμε ότι η ελληνική κοινωνία, αργά αλλά σταθερά, ύπουλα, σιωπηλά αλλά μεθοδικά, αποχριστιανοποιείται; Και ‘μεις μένουμε στους ναούς με γέρους και γριές, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι επηρεάζουμε το εκλογικό σώμα;

Δεν πάει ο νους μας στο ότι με τις σημερινές στατιστικές σταθερές, με τα κομπιούτερς αλλά και τις μισάνθρωπες ανώνυμες πληροφορίες μας, οι ενδιαφερόμενοι,  γνωρίζουν για μας περισσότερα οικονομικά και εσωτερικά μας, απ’ όσα φανταζόμαστε;

Δεν πληροφορηθήκαμε ότι τα δημοσιογραφικά συρτάρια είναι γεμάτα από λιβελλογραφήματα και φωτογραφίες, έτοιμα να συγκροτήσουν εκπομπές για να μας φιμώσουν όταν ο λόγος μας βλάπτει ή να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από ακανθώδη προβλήματά της; Ποιός από μας δεν άκουσε την φράση: «τα εκκλησιαστικά πουλάνε»; Μέχρι πότε θα είμαστε το μαξιλαράκι που θα απορροφά τους κραδασμούς των κυβερνητικών αδιεξόδων;

Δεν διακριβώνουμε την ειδοποιό διαφορά: μέχρι πρόσφατα απειλούμαστε με χωρισμό από την Πολιτεία, ενώ τώρα το ζήτημα τίθεται ως «επαναπροσδιορισμός» των σχέσεών μας;

Εξοβελίστηκε η παρέμβασή μας στην δημόσια Εκπαίδευση, καταστρέψαμε την εκκλησιαστική μας Εκπαίδευση, χάσαμε το Νοσοκομείο των Κληρικών που διαθέταμε, διαβλήθηκε η ηθική μας υπόσταση, αμφισβητήθηκε η διαχειριστική μας εντιμότητα, περιπαίχθηκε  ο προβληματισμός μας για τα εθνικά ζητήματα, πολεμείται η κοινωνική μας δραστηριότητα, σκανδαλίζουν τα άμφιά μας, συζητιούνται τα αυτοκίνητά μας, διατρανώθηκε ο δεσποτισμός μας έναντι των «απλών και αδύναμων παπάδων» μας.

Δεν τα ζήσαμε όλα αυτά; Δεν τα είδαμε; Δεν τα βλέπουμε;

Τί απαντήσαμε σ’ όλες αυτές τις μάχες που βιώνουμε; Πώς απαντήσαμε στα λάθη που πράξαμε;

Με την εμμονή μας στην σκουριά της Παράδοσης (Τυπικό, μετάφραση λειτουργικών κειμένων, ράσα), με την αδυναμία μας να αποτινάξουμε τον βυζαντινισμό (μίτρες, λιτανείες, ξύλινη γλώσσα, ραγδαίες υποκλίσεις, ατέλειωτα χειροφιλήματα, φήμες, προσφωνήσεις), με την φοβία μας να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια την ανθρωπότητά μας (φτάσαμε να μιλήσουμε οι ίδιοι για «κάθαρση»της Εκκλησίας μας).

Όλα αυτά αποδεικνύουν την δειλία μας να δοκιμάσουμε το βιώσιμο του Ευαγγελίου  στο σήμερα και το εφικτό, της κατά Χριστόν ζωής. Όλα αυτά αποδεικνύουν την απιστία μας στη δραστικότητα της Πίστεως.

Για όλα αυτά χρειάζεται θάρρος, όχι θράσος. Προσεκτικότητα, όχι προκλητικότητα. Αποφασιστικότητα, όχι σπασμωδικότητα.

Η αποποίηση του μισθού, πραγματική ή συμβολική, είναι ο διστακτικός, μοναχικός ανήφορος που θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ ένα ξέφωτο αυτοπεποίθησης, απελευθέρωσης, αυτάρκειας, πληρότητας και εκκλησιαστικής μαρτυρίας.

Είναι αυτά που σαν όραμα τα χρειάζεται ο λαός μας σήμερα, προκειμένου να νιώσει, γιατί του είναι χρήσιμη η Εκκλησία του!

Πώς γνώρισα τον π.Παίσιο και πώς ιδρύθηκε το Ησυχαστήριο της Σουρωτής

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ  ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΜΑΤΖΑΡΟΓΛΟΥ

Μάκρη – Αλεξανδρουπόλεως 68100

Το έτος 1965 ήμουν εφημέριος εις τον ιερόν Ναόν της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης. Ήταν Κυριακή, ήμουν Λειτουργός και στην αρχή του Όρθρου είδα να στέκονται λίγο πιο μακρυά από το Τέμπλο δύο Μοναχοί. Μου ήσαν άγνωστοι. Είπα στον νεωκόρο να τους βάλη στο Ιερό μέσα για να μην στεναχωρεθούν όταν η Εκκλησία θα γέ­μιζε από τον κόσμο και στους Αίνους κάθησα κοντά τους και ρώτη­σα τον νεώτερο από που ήταν και αν είχαν ανάγκη από βοήθεια, ευχαρίστως να τους συμπαρασταθώ.

Ο νέος ήταν ο π. Βασίλειος Γοντικάκης και ο μεγαλύτερος ό π. Παΐσιος και ασκήτευαν στην Σκήτη των Ιβήρων. Ο π. Παΐσιος ήταν άρρωστος. Μετά την Θεία Λειτουργία παρεκάλεσα τον ιατρό κ. Παπαδημητρακόπουλο, να δη τον π. Παΐσιο ακτινολογικά και την επο­μένη, σε γνωστή μικροβιολόγο, κάναμε εξετάσεις αίματος καί πτυέ­λων. Συγκέντρωσα αυτές τις εξετάσεις και τους πήγα από το ξενοδο­χείο «ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ» που έμεναν, σε γνωστό μου γιατρό φυματιολόγο ο οποίος ήταν Διευθυντής στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Ο γιατρός συνέστησε «Νοσοκομείο και χειρουργική επέμβαση». Έπα­σχε ο π. Παΐσιος από εκτεταμένη βρογχεκτασία του κάτω λοβού του αριστερού πνεύμονας, φυματιώδους αιτιολογίας.

Ωστόσο ο π. Παΐσιος δεν δέχθηκε ούτε το νοσοκομείο ούτε έστω τις σαράντα στρεπτομυκίνες που υπέδειξε ο φυματιολόγος.

«Πάρε μου δύο στρεπτομυκίνες καί 3-4 κουτιά γάλα για να πω πως έκανα θεραπεία και να επιστρέψωμε στο Όρος», μου είπε.

Την επομένη τους πήγα στο πρακτορείο και έφυγαν για το Άγιον Όρος.

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ήρθε ο π. Παΐσιος στα Γρα­φεία της Μητροπόλεως, όπου εργαζόμουν, μόνος του κρατώντας μια μικρή βαλιτσούλα και μου είπε: «Ήρθα να με πας στο Νοσοκομείο».

Πράγματι ανεζήτησα τον γνωστό μου φυματιολόγο και εκείνος έδωσε εντολή για εισιτήριο «εκτάκτου εισαγωγής» στο «Παπανικο­λάου» την ίδια μέρα, όπου υπεύθυνος χειρουργός ήταν ο κ. Οικονο-μόπουλος και Διευθύνουσα η κ. Χανιωτάκη.

Η επέμβασις καθυστερούσε και τότε κατέφυγα στον πεθερό του χειρούργου τον γνωστό κ. Παπαποστόλου, με το κατάστημα Ια­τρικών Ειδών, και ωρίσθηκε η ημερομηνία του χειρουργείου και συγ­χρόνως μας δόθηκε εντολή για την ανεύρεση δέκα φιαλών αίματος.

Yπάρχει ένα περιστατικό της νέας αναβολής της επεμβάσεως, οφειλόμενο στην ευαισθησία του π. Παϊσίου: Ένα μικρό παιδί νοση­λευόταν στο Νοσοκομείο εκείνο το διάστημα. Είχε μέσα σε κάποιο βρόγχο του ένα φυλλαράκι από πουρνάρι και αυτό το έκανε και υπέ­φερε. Ο π. Παΐσιος έδωσε λοιπόν την σειρά του στο άρρωστο παιδί και η δική του επέμβαση καθυστέρησε και πάλι.

Εδώ θα κάνω μια παρένθεση απαραίτητη για την σύνδεση της γνωριμίας μου με τον π. Παΐσιο και την ίδρυση του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής και την ιστορική αλήθεια του όλου θέματος:

Από το έτος 1961 είχα υπό την πνευματική μου καθοδήγηση είκοσι περίπου κοπέλλες οι οποίες είχαν πόθον και ιερή επιθυμία την ίδρυση ενός Ησυχαστηρίου.

Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ήταν ο μακαριστός Παντελεήμων Παπαγεωργίου, πνευματικός μου πατήρ, με του οποίου την υπόδειξη και ευλογία αγοράσθηκε, δαπάναις των ιδίων νεανίδων, αγρόκτημα 13 στρεμμάτων κοντά στο χωριό Φίλυρον Θεσσαλονίκης. Όταν όμως άρχισαν οι προκαταρκτικές εργασίες των εγκαταστάσεων, ο Μητρο­πολίτης ζήτησε επτά μέλη από την «Πνευματική Συντροφιά» και μά­λιστα τις πλέον εγγράμματες να εγγράφουν και να εγκαταβιώσουν στην Μονή του Πανοράματος Θεσσαλονίκης. Καμμία από τις κοπέλ­λες δεν θέλησε να αποχωρισθή από τις υπόλοιπες και η άρνησή των έγινε αφορμή να ανακαλέση ο Μητροπολίτης την ίδρυση της Μονής στην Μητροπολιτική του περιφέρεια.

Συνεχίζω τα της ασθενείας του π. Παϊσίου:

Το αίμα που χρειαζόταν για την εγχείρηση και την συμπαράσταση στην αρρώστεια του π. Παϊσίου, τα εξασφάλισα μέσα από την καλή διάθεση αυτών των πνευματικών μου παιδιών που ενώ δεν ζούσαν σε Μονή, δεν ήσαν καν Μοναχές, έκαναν μοναχικό αγώνα και υπακοή.

Συγχρόνως είχα ορίσει το καθημερινό πρόγραμμα διακονίας του άρρωστου πάλι με τα πνευματικά μου παιδιά.

Στο Νοσοκομείο ο π. Παΐσιος χρειάσθηκε να μείνη περισσότερο από δύο μήνες και επειδή οι τομές ήταν μεγάλες, ο γιατρός υπέδειξε να παραμείνη στην Θεσσαλονίκη ένα μήνα ακόμη. Τον πήγα στο σπί­τι της κ. Αντωνίας Καλογεροπούλου η οποία εξωμολογείτο σε μένα και ευχαρίστως δέχθηκε να τον φιλοξενήση και να τον φροντίση.

Όπως είναι φυσικό αυτή η περιπέτεια της ασθενείας του π. Παϊ­σίου και η τόσο μεγάλη επικοινωνία μαζί του, μου έδωσαν την καρ­διακή άνεση να του ακουμπήσω το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώ­πιζα με τις νεανίδες και την ίδρυση του Ησυχαστηρίου. Μάλιστα συ­γκέντρωσα τις αδελφές παρόντος του π. Παϊσίου (ήταν ακόμη στην οικία της κ. Καλογεροπούλου ασθενής) και είπα την αρνητική απάντηση του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος Παπαγεωργίου.

Ο π. Παΐσιος επρότεινε να μιλήση σε έναν Ιερομόναχο γνωστό του τον π. Αγαθάγγελο Παρλάντζα και εκείνος θα πρότεινε στον Μη­τροπολίτη Κασσανδρείας, κυρό Συνέσιο Βισβίνη, στου οποίου την Μητρόπολη υπηρετούσε, να ιδρυθή εκεί το Ησυχαστήριο. Πράγματι σε δεκαπέντε ήμερες ήλθε θετική απάντηση από τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο Βισβίνη.

Συνεφωνήθη δε όπως εγώ παραμείνω στην αφάνεια δια να μην λυ-πηθή ο άγιος Θεσσαλονίκης (Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγε-ωργίου) και σε κατάλληλο καιρό να ζητήσω απολυτήριο και να διο­ρισθώ στην Επαρχία Κασσανδρείας, κοντά κάπου στο Ησυχαστή­ριο για να κατευθύνω τις Αδελφές.

Ας σημειωθή ότι όλα αυτά δι’ επιστολής μου τα εγνώρισα στον Μητροπολίτη Κασσανδρείας.

Ο π. Αγαθάγγελος με τον Ιερομόναχο π. Θεόκλητο Μπόλκα εντόπισαν ένα αγροτεμάχιο οκτώ στρεμμάτων περίπου στην Σουρωτή, ήρθαν σε επικοινωνία μαζί μου, είδα το κτήμα και καταλήξαμε στην αγορά του.

Αυτή την εποχή, ενώ δηλαδή ο π. Παΐσιος δεν είχε φύγει ακόμη στο Άγιον Όρος, μία των ημερών, πήγαμε μαζί στο Ησυχαστήριο της αγίας Μαγδαληνής στον Πολύγυρο όπου εγκαταβιούσαν οι Ιερομό­ναχοι και συνέπεσε να συναντηθούμε με τον Μητροπολίτη Κασσαν­δρείας ο οποίος και ζήτησε να μάθη ποιοι είμασταν και ρώτησε πρώτα τον π. Παΐσιο:

– Εσείς;

– Μοναχός Παΐσιος Σιναΐτης. Έζησα στο Σινά επί Μητροπολίτου Πορφυρίου.

– Εσείς; (Ρώτησε εμένα).

– π. Πολύκαρπος Ματζάρογλου…

– Α! Ναι, σας γνωρίζω από τους πατέρες και την επιστολή σας. Δεν έχω καμμιά αντίρρηση για την ίδρυση του Ησυχαστηρίου.

Μετά μερικές ήμερες πήγα πάλι στον Πολύγυρο, στην Μητρόπο­λη, όπου ο Μητροπολίτης είχε έτοιμο το έγγραφο αδείας ανεγέρσε­ως κελλιών και ενός Ναού και το παρέδωσε στα χέρια μου.

Τα σχέδια για την αρχική πτέρυγα του Ησυχαστηρίου τα έκανε ένας Γερμανός αρχιτέκτων ονόματι Σωτήρης, προστατευόμενος του π. Θεοκλήτου, πάντα με συνεργασία μαζί μου. Και τα σχέδια του Κα-θολικού παρεκάλεσα να τα κάνη ο αδελφός της Γερόντισσας Μαριάμ Πολυχρονιάδου την οποία είχα πάρει στην εν τω κόσμω Πνευματική Συντροφιά, γιατί ζούσε στο σπίτι της, στην Έδεσσα. (Ήταν πρώην Ηγουμένη στην Ι. Μονή της Αγίας Τριάδος Εδέσσης).

Ο Βασίλης Πολυχρονιάδης ήταν εμπειροτέχνης ναοδόμος της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης.

Την ανέγερση τόσον του Ναού όσον και της αρχικής πτέρυγας των κελλιών ανέλαβε ως εργολάβος ο Ματθαίος Ελευθεριάδης, γαμβρός της αδελφής Μαρίας Παντέλογλου.

Ανοίξαμε με τις Αδελφές ένα λογαριασμό στην Τράπεζα κοινό και συνεβάλαμε όλοι κατά την οικονομική δύναμη του καθενός. Είχαμε εξουσιοδοτήσει την Μαρία Παντέλογλου για να κάνη τις πλη­ρωμές.

Ο π. Αγαθάγγελος πολύ συχνά κατέβαινε στην Θεσσαλονίκη για την συνεργασία μαζί μου και την παρακολούθηση των εργασιών.

Τον Οκτώβριο του 1967 δέκα αδελφές εγκαταστάθηκαν στην Μο­νή.

Το 1970 ανέλαβα καθήκοντα Εφημερίου, Ιεροκήρυκος, Πνευμα­τικού και Αρχιερατικού Επιτρόπου στην ενορία Αγίου Γεωργίου Βασιλικών και συγχρόνως Πνευματικού πατρός και Καθοδηγητού εις το Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος» δι’ εγγράφου υπ’ αριθ. 618/3-7-1970 της Ιεράς Μητροπόλεως Κασσαν-δρείας.

Στο μεσοδιάστημα από της εγκαταστάσεως των πρώτων Αδελφών έως του διορισμού μου, ανέβαινα στο Ησυχαστήριον και επέβλεπα και ανελάμβανα όλες τις ανάγκες της Αδελφότητος υλικές και πνευ­ματικές μέχρι λεπτομερείας και κατηύθυνα την Αδελφότητα.

Μια μικρή αναφορά θα κάνω πως αντιμετώπισα τις βασικές ανά­γκες του Ησυχαστηρίου για την καλή του λειτουργία.

Νερό:

Δεν υπήρχε παρά μια πηγή με υπόξινο νερό κάτω από την Μονή περίπου 800 μ. απόσταση, όπου αργότερα κάναμε δεξαμενή συλ­λογής του υπάρχοντος νερού και με αντλία το ανεβάσαμε στο Μοναστήρι. Ήταν ακατάλληλο προς πόση αλλά το χρησιμοποιούσαμε για πότισμα και άλλες ανάγκες. Καλό νερό απέκτησε ή Μονή αφού εξα­σφάλισα πρώτα την ηλεκτροδότηση.

Ηλεκτροδότηση:

Εγνώριζα τον κ. Κίτσο Γεώργιο, Περιφερειάρχη Μακεδονίας-Θράκης της ΔΕΗ, και με την βοήθεια του κ. Κίτσου τοποθετήθηκαν κολώνες από το χωριό Σουρωτή μέχρι το Ησυχαστήριο και έτσι απο­κτήσαμε το ρεύμα.

Όταν ήρθε το ρεύμα στην Μονή, μπορέσαμε να ανεβάσωμε και καλό νερό. Από τον κεντρικό αγωγό νερού της Κοινότητος Σουρωτής, ιδία δαπάνη της Μονής, και με την βοήθεια του τότε Προέδρου κ. Τζώλα, μεταφέραμε με σωληνώσεις το νερό στην Μονή.

Δρόμος:

Υπήρχε μόνον ένα μικρό μονοπάτι από την κεντρική αρτηρία μέ­χρι το Ησυχαστήριο και οι δυσκολίες ήταν πολλές. Ενθυμούμαι ότι με κάλεσε ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας και με ρώτησε αν έχωμε καμμιά ανάγκη στη Μονή που θα μπορούσε να την κάνη ο Στρατός, γιατί του το πρότεινε ο Διοικητής του 561 Τάγματος κ. Γκότσης που η Έδρα του ήταν στο Σέδες.

Του ανέφερα την ανάγκη του δρόμου και μου ενεχείρισε την κάρ­τα του Στρατηγού και μου είπε:

– Πήγαινε μόνος σου να συννενοηθής…

Όπερ και έπραξα. Πράγματι δέκα μέρες μετά την επίσκεψη μου στη Θέρμη, προσγειώθηκε στον γύρω χώρο της Μονής ένα ελικόπτε­ρο και κατέβηκε ειδικός στρατιωτικός ο οποίος και χάραξε τον «φι­δωτό δρόμο» από την κεντρική αρτηρία έως την Μονή και σε ένα μήνα μας παρέδωσαν τον δρόμο, φυσικά χωματόδρομο. Αργότερα το 1972 μου ήταν γνωστός ο Υπουργός Δημοσίων Έργων, κ. Ζαρντινίδης στον οποίον κατέφυγα και εκείνος προέβη στην ασφαλτόστρωση του υπάρχοντος δρόμου.

Ο π. Παΐσιος από καιρού εις καιρόν κατέβαινε από το Άγιον Όρος και έμενε στην Μονή για λίγο. Ήδη εγώ εμένα στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης και τον συναντούσα στο Ησυχαστήριο. Ουδέποτε ο π. Παΐσιος ανεμείχθη στις κτιριακές ή άλλες υλικές υποθέσεις. Η προσφορά του ήταν καθαρά πνευματική αλλά πάντοτε με πολύ καλή επι­κοινωνία μαζί μου, χωρίς ποτέ να παίρνη καμμιά πρωτοβουλία αν δεν μιλούσε πρώτα και τις λεπτομέρειες των θεμάτων μαζί μου.

Μετά το 1970 που μπορούσα άνετα να ανεβαίνω στην Μονή προ­σθέσαμε και τα υπόλοιπα κτίσματα, τον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, το Αγιογραφείο, την Δεξαμενή και ένα καλυβάκι στο βουνό για να μένη όταν ερχόταν ό π. Παΐσιος. Επειδή αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των Μοναζουσών, κάναμε πρώτα προσθήκη ενός ορόφου στην ήδη υπάρχουσα πτέρυγα κελλιών και πολύ αργότερα την νέα πτέρυγα με τον Ναό των Αρχαγγέλων.

Το 1972 μεταφέρθηκα μονίμως στην Μονή όπου εξωμολογούσα πλήθος προσκυνητών.

Το έτος 1974 ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας δια του υπ’ αριθ. 7/10-1-1974 εγγράφου του μου αναθέτει να προβαίνω εις την χειρο-θεσίαν ρασοφόρων μικροσχήμων και μεγαλοσχήμων εκ των ασκου­μένων εν τω Ησυχαστηρίω του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Προς πίστωσιν τούτου υπάρχει εν ημίν και έτερον έγγραφον του Ησυχα­στηρίου (1-2-1974) προς τον Μητροπολίτην Κασσανδρείας δια του οποίου η υπογράφουσα Καθηγουμένη Φιλοθέη Σαμαρά αιτείται την ευλογίαν του Μητροπολίτου δια να εγγραφή εις το Μοναχολόγιο του Ησυχαστηρίου μία μοναχή. Το έγγραφο γράφει ακριβώς: «η δόκιμος Σοφία Ακριτίδου χειροθετηθείσα υπό του Πνευματικού ημών πατρός Πολυκάρπου Ματζάρογλου -βάσει του υπ’ αριθμ. 7/10-1-1974 Υμε­τέρου εγγράφου- μετονομασθείσα Συγκλητική…».

Πλήθος αποδεικτικών γραπτών στοιχείων υπάρχει παρ’ ημίν δια την γνησιότητα της κτιτορικής ιδιότητος μου στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής και της πνευματικής μου πατρότητας επί 22 συναπτά έτη στην Αδελφότητα του Ησυχαστηρί­ου (από το 1961 εν τω κόσμω ακόμη, μέχρι το έτος 1983).

Θα καταθέσω μόνον την ομολογία του ιδίου του π. Παϊσίου όπως την γράφει στο βιβλίο του «Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» στην έκδοση του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής του έτους 1975:

Σελίς 8 γράφει: «…ο φίλος μου πατήρ Πολύκαρπος -ο Κτίτωρ και Γέροντας της Μονής αυτής-……»

Σελίς 11 γράφει: «… είχε παρουσιασθή σε μια αδελφή ο Πατήρ Αρσένιος καθώς και σε άλλη -όπως θα αναφέρω λεπτομερώς- και ο Πνευματικός, όταν τα έμαθε, αφού θόλωσε τα νερά στις αδελφές για να μη βλαφθούν, επικοινώνησε μαζί μου. Του απήντησα και πά­λι να τα αφήσουμε στον Θεό, χωρίς να γίνη λόγος».

Αυτές βέβαια οι μαρτυρίες του ιδίου του π. Παϊσίου αλλοιώθηκαν στις επόμενες εκδόσεις του βιβλίου αυτού και το όνομα π. Πολύκαρ­πος δεν αναφέρεται καν.

Διαμένων εις την Ιεράν Μονήν της «Παναγίας του Έβρου» 28 έτη (1983-2010), έλυσα την σιωπήν μου, όχι δια να δικαιωθώ εκ των ανθρώπων, η δικαιοσύνη και το έλεος του Θεού είναι τα ποθούμενα, αλλά πρώτον για την ιστορική αλήθεια:

α) Ποιος εγνώρισε τον π. Παΐσιο και πως τον συνέδεσε με την Αδελφότητα της Σουρωτής.

β) Ποιος συγκέντρωσε το έμψυχο υλικό του Ησυχαστηρίου και από πότε.

γ) Ποιος ίδρυσε εξ αρχής μέχρι το έτος 1983 το Ησυχαστήριο κτι­ριακά.

Και δεύτερον για τον τερματισμό του σκανδαλισμού χιλιάδων πι­στών, εκ του πλήθους των σκόπιμων ιστορικών αναληθειών που κυ­κλοφορούν εκ του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής με αποτέλεσμα την πνευματικήν ζημίαν.

Αρχιμανδρίτης Πολύκαρπος Ματζάρογλου

Εν τη Ι. Μονή Παναγία του Έβρου

Εορτή του Τιμίου Σταυρού 2010

ΠΗΓΗ.http://www.imalex.gr

«Εθνική φυσιογνωμία και Ορθόδοξη Οικουμενικότητα στη σημερινή Ελλάδα».Βαρυσήμαντη ομιλία του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως στο Πολεμικό Μουσείο

Μια συγκλονιστική και βαρυσήμαντη ομιλία εκφώνησε σήμερα στο Αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου με θέμα: «Εθνική φυσιογνωμία και Ορθόδοξη Οικουμενικότητα στη σημερινή Ελλάδα», ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος.

Η ομιλία του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου έχει ως εξής:

Ο τίτλος του θέματος που ανέλαβα να σας παρουσιάσω, έχει την πρωτοτυπία να σημαίνει κάτι, μόνο στη γλώσσα μας, στα ελληνικά! Αν μεταφραστεί σε άλλη γλώσα θα είναι τελείως ακατανόητος. Ας μην βιαστεί κάποιος να πει, «τι μας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο!». Είναι ανάγκη πλέον, να μεταφράζουμε τις έννοιές μας και σε άλλες γλώσσες για να βλέπουμε δύο πράγματα:

1. πόσο μπορούν να μας κατανοήσουν οι άλλοι και

2. πόσο αντέχουν οι αλήθειες μας στο ευρύτερο σήμερα,

διαφορετικά θα μας παραμείνουν για εσωτερική κατανάλωση. Όμως, οι έννοιες «φυσιογνωμία» και «οικουμενικότητα», είναι εξωστρεφείς∙ τη «φυσιογνωμία» μας, άλλοι τήδιαπιστώνουν και η «οικουμενικότητα» είναι «άνοιγμα» σε άλλους.

Όταν συζητάμε τις δύο έννοιες του τίτλου «εθνική ταυτότητα»-«Ορθόδοξη Οικουμενικότητα» και τη σχέση που έχουν η που δεν έχουν, φανερώνουμε ότι όλοι μας, ανεξαιρέτως, είμαστε ακατάστατα ριγμένοι μέσα σ’ένα δίχτυ, από το οποίο, νομίζω πως πρέπει γρήγορα να βγούμε.

Τι εννοώ∙

για την πρώτη έννοια∙ κολακευόμαστε από το λόγο του Αϊνστάιν ότι «το σύμπαν είναι ελληνικό», πιστεύουμε ότι όλος ο κόσμος μας οφείλει το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» και από την άλλη, «ελληνικό» θεωρούμε μόνο ο,τι φαίνεται από την πλατεία Συντάγματος (Γ. Σεφέρης).

Την Ορθοδοξία, πάλι, τη βλέπουμε με τα γυαλιά της βοσπορίδος ανατολής, αυτά τα γυαλιά είναι πολύχρωμα∙ όμως, εκείνο που μας δυσκολεύει περισσότερο είναι το γεγονός ότι την Ορθοδοξία ενώ τη βιώνουμε γονιδιακά, την εξωτερικεύουμε προτεσταντικά.

Επιμένω, λοιπόν, ότι χρειάζεται να ξέρουμε πως μας βλέπουν οι άλλοι, για να βγούμε μέσα από το δίχτυ στο οποίο βρισκόμαστε, επειδή σε μια επίσκεψη των ονομάτων του τίτλου μας, το πιο ανώδυνο θα ήταν να συζητήσουμε: τι είναι «εθνικό», ποιά στοιχεία συγκροτούν την εθνική φυσιογνωμία μιας χώρας, ποιά τακτική κατέστησε το Βυζάντιο «οικουμενικό» και τι είναι η Ορθοδοξία!

Όμως, αφού στον τίτλο του Συνεδρίου μας βάλατε την δύσκολη λέξη «σήμερα», η ομιλία θα μας οδηγήσει σε κακοτοπιά, όπου το λιγότερο, θα είναι να παρεξηγηθούμε, όμως το χειρότερο θα είναι να χαθούμε σε αντιθέσεις και να πνιγούμε σε διαπιστώσεις, χωρίς να φτάσουμε πουθενά.

Λοιπόν, τι είναι «εθνικό», σήμερα;

Ποιά είναι, σήμερα, η εθνική φυσιογνωμία της Χώρας μας;

Αυτό που στο Βυζάντιο εννοούσαν «οικουμενικό» αποδίδεται, σήμερα, με τη λέξη «παγκόσμιο»;

Τι σημαίνει «Ορθοδοξία», σήμερα; όχι στη Θεολογία, εκεί το καταλαβαίνουμε∙ αλλά στην καθημερινότητα της κατά Χριστόν ζωής, όπου αποδεικνύεται η δεν αποδεικνύεται το ορθόδοξο του δόγματος σε κάθε εποχή.

Τι λέτε; θα το αντέξουμε το «σήμερα»; αν «ναι», τότε, σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε να μου αναθέσετε αυτήν την ομιλία και συνεχίζω.

Αγαπητοί μου∙

Α’

Υποπτεύομαι ότι στις μέρες μας, η διχασμένη εθνική μας προσωπικότητα έφτασε σε αδιέξοδο και χρειάζεται εξάπαντος να επανεξετασθεί. Άρχισε με την ελληνική επανάσταση, οπόταν, προκειμένου να μη θιγούν οι βλέψεις του τσάρου προς την Άσπρη θάλασσα και αξιοποιώντας το ρομαντικό φιλελληνισμό της Ευρώπης (απότοκο της ληστείας των αρχαιοελληνικών μας χώρων), οι επαναστάτες έκαναν μια προσυμφωνημένη και εξομολογημένη αμαρτία. Είπαν, θα ονομασθούμε «έλληνες, για να ρίξουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά ρωμηοί» (Μακρυγιάννης). Από τότε άρχισε ο ελληνισμός να βιώνει την διχασμένη εθνική του προσωπικότητα και συνεχίζεται με διάφορες μορφές μέχρι και σήμερα.

Να θυμίσω παραδείγματα;

Όλες οι διαφημιστικές αφίσσες και τα σποτάκια του υπουργείου Τουρισμού, παρουσιάζουν αρχαιοελληνικά αγάλματα και κίονες∙

Στις σελίδες των διαβατηρίων μας από τις 14 φωτογραφίες οι 12 έχουν αρχαιοελληνικές παραστάσεις, υπάρχουν δύο μόνο καθολικά μοναστηριών κι αυτά έτυχε να τα πάρουν από γραβούρες του 18ου αιώνα που συνέπεσε να μην έχουν σταυρό∙

Στις αναφορές του υπουργείου Πολιτισμού, στις μελέτες του, στους εκπαιδευτικούς προγραμματισμούς του, δε βλέπω να υφίστανται τα πρόσφατα 2000 χρόνια∙

οπότε και ο λαός μας έμαθε, ενώ επικαλείται τον Χριστό και την Παναγία, συγχρόνως να λανσάρεται με την Αφροδίτη της Μήλου η τον Ερμή του Πραξιτέλη.

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτό, που λέω διχασμό της εθνικής μας προσωπικότητος, συντηρείται για λόγους προβολής μας στο Εξωτερικό. Παρ’όλο, που, έξω κανείς πια δεν μας παίρνει στα σοβαρά ως απογόνους του Μ. Αλεξάνδρου, να το δεχθώ∙ είναι όμως και η συνολική εικόνα της Χώρας μας που δε δείχνει να ενδιαφέρεται για την διατήρηση μιας ζωντανής εθνικής ταυτότητος. Επιμένω στο «ζωντανής εθνικής ταυτότητος». Και, αρέσει-δεν αρέσει, η ζωντανή ταυτότητα του λαού μας  είναι η ορθοδοξη χριστιανική, οπότε ορθόδοξη χριστιανική είναι και η φυσιογνωμία της Πατρίδος μας, ακόμα. Και δεν είναι που το λέω εγώ, τώρα πλέον το λένε παντού, ότι πρώτιστο και δυναμικότερο στοιχείο της εθνικής φυσιογνωμίας μιας χώρας, είναι η θρησκευτική πίστη του λαού της.

Σ’εμας, φανερά η Πολιτεία μας, δεν τολμά να αποστασιοποιηθεί από τις ορθόδοξες χριστιανικές καταβολές μας, αλλά, δεν βιώνει όμως, με αυτοσυνειδησία και τόλμη αυτό το βίωμα του λαού μας. Κρυφά, λοιπόν, βλέπουμε να υφαίνονται μεθοδολογίες, να καταστρώνονται νομοσχέδια, να τυπώνονται βιβλία, να εφαρμόζονται τακτικές, να διορίζονται Δραγώνες, να μοντάρονται σποτάκια για τις τηλεοράσεις, που αμβλύνουν κάθε παραδοσιακή φυσιογνωμία και ταυτότητα της Πατρίδος μας. Επίσημα η Πολιτεία δε μας λέει∙ «θέλω να γίνω λαϊκό Κράτος», όμως, διαπιστώνουμε ότι η νέα πολιτική σκέψη που διαχέεται σε όλα τα κόμματα, επιστρατεύει ανθρώπους τελείως άγευστους της πνευματικής λαϊκής εμπειρίας, για να ευτελίσουν, να γελοιοποιήσουν και τελικά να ροκανίσουν το φρόνημα και το ήθος του λαού∙ (συμπτωματικά; κατευθυνόμενα; κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει).

Υπήρξε Πρωθυπουργός μας που σημειώθηκε ότι καθ’όλη τη διάρκεια της θητείας του δεν παρευρέθηκε ποτέ σε Δοξολογία και σε Παρέλαση!

Τα προηγούμενα χρόνια, αν μιλούσες για πατρίδα ήσουν εθνικιστής, αν συγκρινόσουν με κάποιον άλλο λαό ήσουν σωβινιστής, αν μιλούσες για το στρατό ήσουν μιλιταριστής, μέχρι πριν από 1 χρόνο αν έλεγες τη γνώμη σου για την ιθαγένεια ήσουν ρατσιστής, φονταμενταλιστής! Πατριώτης ποτέ δεν ήσουν. Η λέξη ήταν σχεδόν επικηρυγμένη, όπως και ο εκφραστής της.

Θυμάστε και τα παρεπόμενα∙ ο όρκος στα δικαστήρια και στη Βουλή, οι εικόνες στα σχολεία, οι παρελάσεις, η έπαρση και η υποστολή, ο σταυρός από το κοντάρι και το πανί της σημαίας.

Αλλά και στον υπόλοιπο κοινωνικό μας βίο, μια πλούσια σειρά νομοσχεδίων επιδιώκουν να αποχρωματίσουν την εθνική φυσιογνωμία της Χώρας μας από κάθε χριστιανικό χρώμα∙ πολιτικός γάμος, αυτόματο διαζύγιο, σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, το θρήσκευμα στις ταυτότητες, η πολιτική βάπτιση, η πολιτική κηδεία, όχι η σύμφωνη, αλλά η απλή γνώμη του επισκόπου, προκειμένου να ανεγερθεί τέμενος αλλοθρήσκων στην επαρχία του και άλλα.

Και το νυστέρι πήγε πιο βαθειά∙ στα σχολικά εγχειρίδια. Δεν ήταν μόνο «ο συνωστισμός στην παραλία της Σμύρνης», είναι ακόμα ουσιαστικότερη η επέμβαση. Στα σχολικά βιβλία κατορθώθηκε η απάλειψη της αλυσιδωτής συνέχειας των ιστορικών γεγονότων (αν διδάξεις σε σχολική τάξη σήμερα ότι στην άλωση της Πόλης ήταν κι ο Μέγας Ναπολέων, τα παιδιά θα το αποδεχτούν, επειδή συνήθισαν σε ιστορικά άλματα και όχι στην ιστορική συνέχεια) καθώς και η απομυθοποίηση κάθε ιστορικής αλήθειας. (η παλιότερη φράση «μετριούνται οι τούρκοι 3 φορές και λείπουν 3.000, μετριούνται τα ελληνόπουλα και λείπουν 3 λεβέντες» μπορεί να έδινε με την υπερβολή της μια αίσθηση υπερηφάνειας, αλλά δεν έβλαφτε κανέναν, δεν αναβίωνε εχθρότητες, δεν πυροδοτούσε μίση)

Παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα, από τα αναγνωστικά του Δημοτικού απαλείφθηκε τελείως κάθε παραπομπή και σε εκκλησιαστικά στιγμιότυπα.

Όλα αυτά γίνονταν, έγιναν (είτε επειδή τα ζητούσε η Ε. Ε. είτε με εγχώριο ζήλο) μέχρι πριν από 14 μήνες που κοινολογήθηκε η οικονομική κρίση. Οπότε ακούσαμε τον Πρωθυπουργό μας να μας θυμίζει μια λησμονημένη λέξη∙ «η Πατρίδα μας» είπε∙ «χρειάζεται θυσίες». Ξαφνιαστήκαμε! Κοιταχτήκαμε περίεργα, ποιά πατρίδα, τι είναι αυτό; Τρομάζαμε να θυμηθούμε την έννοια! Μέχρι τότε ακούγαμε για Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση, για ΟΝΕ, για Οικονομική Σύγκλιση και παρόμοια, οπότε δικαιολογημένα είχε επικρατήσει σε όλους μας η νοοτροπία που είχαμε. Αυτή η τακτική είχε ρημάξει κάποτε την πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν δεν δίστασε να γράψει έξω από το ανάκτορο του Yildiz στην ΚΠολη, επάνω σε μαρμάρινη πινακίδα: «Το ταμείο του Πατισάχ είναι θάλασσα κι όποιος δεν πίνει απ’αυτό είναι χοίρος».

Αλλά, γιατί όχι; Χωρίς εθνική υπερηφάνεια (Ίμια), χωρίς εθνικές κόκκινες γραμμές (η κ. Μπενάκη στον Πρόεδρο Παπούλια), χωρίς ιστορικό μπούσουλα, χωρίς εθνική Παιδεία, σε τι άλλο θα μας εξυπηρετούσε μια Πατρίδα, αν όχι για να την αρμέξουμε; Ανάχωμα σε ένα τέτοιο εθνικό σπορ, οπωσδήποτε θα μπορούσε να σταθεί, μια «ηθική αγωγή του πολίτη», η η αξιοποίηση της ηθικής του Ευαγγελίου, που είναι μέσα στην Παράδοση του λαού μας. Αλλά αυτή η ηθική είχε προ πολλού εξοστρακιστεί από την Χώρα, μαζύ μ’αυτούς που την διδάσκουν. Θυμηθείτε, κάθε χρόνο πριν την Μεγ. Βδομάδα∙ τη μια χρονιά, ο «Κώδικας ντα-Βίντσι», την άλλη, ένα «Απόκρυφο Ευαγγέλιο», την τρίτη, η λειψανοθήκη με τα οστά κάποιου «Ιησού γιου του Ιωσήφ» και έπειτα η πλημμυρίδα των σκανδάλων στην Αθήνα, στα Ιεροσόλυμα, στο Βατοπαίδι∙ ε! πολύ θέλει να διαλυθεί ο ηθικός εθνικός ιστός ενός κρατιδίου;

Κάναμε και οι κληρικοί λάθη, να σας πω τι εννοώ. Όταν παρασυρθήκαμε σε άγνωστα για μας τερέν και μιλήσαμε οι ίδιοι για «κάθαρση της Εκκλησίας». Βλάσφημη φράση! Και οι ακάθαρτοι που θα πάνε, όταν η Εκκλησία γίνει κολλέγιο αγίων; Χάσαμε τότε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να μιλήσουμε στο λαό μας ορθόδοξα∙ για την πορεία προς την μετάνοια και την ανακαίνιση του όλου ανθρώπου, που είναι η κύρια «δουλειά της Εκκλησίας».

Ο λαός μας, λοιπόν, κρύωσε, χαλάρωσε, έχασε τα πρότυπά του, έχασε την ελπίδα του, ισοπέδωσε μέσα του τα πάντα, δεν είχε πλέον φραγμούς και μας ταύτισε με το διεφθαρμένο Κράτος του οποίου μας βλέπει αναπόσπαστο τμήμα. Είπα κάποτε σε πολιτικό, αν μάθετε στο λαό μας να πετάει πέτρες στους ιερείς, σε σας θα πετάξει χειροβομβίδες. Στο τέλος, ο λαός μας, παρασύρθηκε σ’ένα παιχνίδι που απαιτούσε να πληρώσει η Εκκλησία φόρους από την θρυλούμενη «αμύθητη περιουσία» της. Αλήθεια! διερωτήθηκε κανείς, από που κόβουμε τα χρήματα που πληρώνουμε φορολογία;

Μέσα στο 2010 ψηφίστηκαν και μια σειρά νόμοι και εγκαθιδρύθηκε σε βάρος μας νοοτροπία, που μας έκαναν να αισθανόμαστε οι πιο ανέντιμοι και αντιπαραγωγικοί φορείς του Δημοσίου.

Σήμερα, αντιλαμβανόμαστε ότι συλλήβδην ο εκκλησιαστικός λόγος μόλις γίνεται ανεκτός, εκτός αν είναι «κατά παραγγελίαν». Για πολλούς είναι ύποπτος, οπισθοδρομικός και αντιδραστικός. Δικαιούται ύπαρξης, χάρη στη μεγαθυμία του «δημοκρατικού πλουραλισμού». Αρκεί να μην ενοχλεί την κοινωνία με πολλά λόγια και ο χρόνος και η «πρόοδος» θα εξαλείψουν και αυτό το φαινόμενο, όπως και τόσα άλλα κατάλοιπα της λαϊκής δεισιδαιμονίας» (π. Βασιλ. Καλλιακμάνης). Είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι σε μια επόμενη αναθεωρητική Βουλή, τίποτε στις σχέσεις μας με το Κράτος δε θα παραμείνει ως έχει σήμερα. Το κακό είναι ότι δεν προετοιμαζόμαστε για κάτι τέτοιο, ούτε «επί χάρτου».

Όλα αυτά και όσα παρόμοια, ενδεχομένως, έχετε εσείς στο νου σας, δείχνουν με το δάκτυλο μια Χώρα, που δεν ξέρω τι φυσιογνωμία έχει, αλλά πάντως Ορθόδοξη Χριστιανική φυσιογνωμία δε θέλει να έχει, ενώ ο λαός της επιμένει να θρησκεύεται.

Αυτήν τη διχασμένη εθνική προσωπικότητα της Χώρας μας, τη ζουν έντονα οι πολιτικοί μας, οι οποίοι εκλέγονται μεν από ένα λαό που διαγκωνίζονται να τον συναντήσουν σε κάθε γιορτή (Χριστούγεννα, Πάσχα, 15αυγουστο, δοξολογίες, εθνικά μνημόσυνα), σε εσπερινούς και λιτανείες (προ εκλογικών περιόδων κυρίως), αλλά δε λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους την πίστη του λαού, όταν νομοθετούν γι’αυτόν.

Θυμηθείτε τις δηλώσεις των πολιτικών μας στο πλατύσκαλο του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών την Κυριακή της Ορθοδοξίας∙ κάποιος είπε πριν 2-3 χρόνια: «η Εκκλησία πρέπει να εκσυγχρονισθεί, να καθαρθεί και να επανεξετάσει το ρόλο της». Μιλούσε ασφαλώς για το Νομικό Πρόσωπο της Εκκλησίας, που ξέρει. Άλλο πρόσωπο της Εκκλησίας, πνευματικό, δεν ξέρει ο άνθρωπος∙ ίσως να γνωρίζει και το κοινωνικό πρόσωπο της Εκκλησίας μας, ιδρύματα, συσσίτια κ.λ.π.

Αυτόν τον τομέα, του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας μας, πάλι δεν τον αξιοποιήσαμε σωστά, προκειμένου να διδάξουμε στο λαό μας, ότι η φιλανθρωπία για μας αποτελεί τον τρίτο πυλώνα της δράσεως της Εκκλησίας μετά την λατρεία και το κήρυγμα. Η φιλανθρωπία είναι για μας απόρροια της ευαγγελικής εντολής της αγάπης, έτσι όπως οικοδομείται στα επισκοπικά γραφεία που δέχονται ανθρώπους καθημερινά, έτσι όπως καλλιεργείται από ιερείς που ξημεροβραδυάζονται στους Ναούς με το πετραχείλι στο λαιμό. Αυτήν την προσφορά δεν την αποτιμά κανείς. Ο συμβολισμός των κωδωνοκρουσιών, οι θείες Λειτουργίες, οι πολλές Αγρυπνίες στις πόλεις και στα μοναστήρια, στο Άγιον Όρος, οι Κατηχητικές συνάξεις, οι εποικοδομητικές ομιλίες, οι χριστιανικές Κατασκηνώσεις, δεν είναι στοιχεία που σηματοδοτούν το φρόνημα του λαού μας, οπότε και τη φυσιογνωμία της Χώρας;

Η σημερινή, λοιπόν, εθνική φυσιογνωμία της Πατρίδος μας, καταγράφεται ως ασύνδετη με την ιστορική μας συνέχεια. Προσπαθεί να αποποιηθεί κάθε χριστιανικό της γονίδιο και κάθε ανάλογη συμπεριφορά, οπότε εμφανίζεται χωρίς εθνικό προσανατολισμό. Δεν μετέχει στην καθημερινή μεταφυσική πάλη του λαού μας, γι’αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν αφήνει ίχνη της διαβάσεώς της στο σύνολο πολιτισμό. Στο δε θρησκευτικό γεγονός, που απαιτητικά επανέρχεται στην παγκόσμια πολιτισμική ιστορία σε Ευρώπη και Αμερική, νομίζω ότι η δική μας εθνική ταυτότητα, πλέον, δεν έχει να παίξει κανένα απολύτως ρόλο. Οπότε η Χώρα μας καθίσταται πλέον ξέφραγη σε οποιοδήποτε θρησκευτικό υποκατάστατο μεταναστεύσει και δράσει στην εδαφική επικράτειά μας.

Β’

Η έννοια της οικουμενικότητος δεν μπορεί να έχει σήμερα καμμιά ιστορική ομοιότητα με αυτήν που είχε στη βυζαντινή Οικουμένη. Εκείνο το σχήμα παρήλθε και ανάλογες σημερινές προσπάθειες (Η.Π.Α., Ε.Ε., Ρωσία) έχουν εγγενείς αδυναμίες για να το αντιγράψουν. Οι αυτοκρατορίες πέρασαν∙ η πτώση των Αετών, όταν συντελέσθηκε, άφησε μακάβριο γδούπο που μας τρομάζει μέχρι σήμερα∙ η πρόσφατη παλλινόρθωση μερικών δικεφάλων δέφαίνεται να επιδιώκει τη συγκρότηση «Οικουμένης»∙ κι όσοι το προσπαθούν, μάλλον θέλουν να μονοπωλήσουν με τα παραμυθένια σύμβολα του παρελθόντος σύχρονες εθνικές διεκδικήσεις τους.

Άρα, λοιπόν, ταυτόχρονη συμπόρευση «βασιλείας και ιερωσύνης» με σκοπό τη δημιουργία «Οικουμένης» κατά το βυζαντινό μοτίβο, δεν υπάρχει τρόπος να επιτευχθεί, τουλάχιστον στη γηραιά Ήπειρο.

Η Εκκλησία πρέπει πρώτη να το καταλάβει αυτό, να αποτινάξει από πάνω της τη σκουριά του αυτοκρατορικού παρελθόντος μας και να αναλάβουμε, χωρίς ψευδαισθήσεις, έναν καίριο ρόλο δράσεως στη σύγχρονη κοινωνία, όπου γης.

Μπορεί να γίνει αυτό; Μπορεί. Επειδή η έννοια της οικουμενικότητος του κηρύγματος της Εκκλησίας δεν έχει χάσει την δραστικότητά της, ούτε θα τη χάσει ποτέ. Αρχίζει με την προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή για «μια ποίμνη με έναν ποιμένα» και καταλήγει με την εντολή Του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη».

Αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία. Δεν έχει μέλη. Δεν έχει οπαδούς. Έχει πιστούς και ο πιστός εγγράφεται στην Εκκλησία με το βάπτισμά του∙ όμως, παραμένει σ’αυτήν με όρους πνευματικότητος, όχι με ταυτότητα μέλους. Η Εκκλησία θεωρεί όλο τον κόσμο δικό της. Θεωρεί ότι έχει ευθύνη ακόμα και για όσους δεν της ανήκουν. Θεωρεί ότι είναι υπεύθυνη ακόμα και για τη λάσπη με την οποία γράφεται η ιστορία του πλανήτη. Αυτή η ευθύνη της δεν είναι διεκδικητική, για να κατακτήσει τον κόσμο. Είναι ευθύνη ανανεωτική, για να αναπλάσει τον κόσμο. Να τον αναπλάσει όχι με βία, με επιβουλή, αλλά με αγιότητα.

Υπάρχουν ακόμα σήμερα, άθεοι άνθρωποι και λαοί που ενώ εκτιμούν την υπεροχή του Ευαγγελίου, δε γίνονται χριστιανοί, ξέρετε γιατί; επειδή εμείς οι Χριστιανοί δε ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ώστε να μας δουν, να διαπιστώσουν τα καλά μας έργα και τότε να δοξάσουν τον Πατέρα μας «τον εν τοις ουρανοίς».

Αυτή η έλλειψη της αγιότητος είναι που μας κάνει να φοβούμεθα να ανοιχτούμε στον κόσμο για να μην «αποκαλυφθεί» η ανεπάρκειά μας. Κλεινόμαστε, λοιπόν, στον εαυτό μας, ζυμωθήκαμε με τις εθνικές διεκδικήσεις των λαών μας, τρώμε τις σάρκες μας και δεν αφήνουμε το κοινό Ποτήριο να μας ενώσει, ούτε τους Ορθοδόξους εννοώ. Έχουμε έλειμμα της οικουμενικής αποστολής μας και προσπαθούμε να την αναπληρώσουμε με προσκόλληση στο γράμμα. Έχουμε μειωμένη αυτοσυνειδησία και γι’αυτό δεν αποφασίζουμε να παρουσιάσουμε κρυστάλλινο το λόγο του Ευαγγελίου στο παγκόσμιο χρηματιστήριο των αξιών. Δεν έχουμε ταπείνωση για να παραδεχτούμε την αλήθεια, ότι δε ζούμε «κατά Χριστόν» και για να καθησυχάζουμε τη συνείδησή μας, ανυψώσαμε τους τύπους σε δόγματα. Τελικά, φαίνεται ότι έχουμε ελλειματική πίστη στο Χριστό, γι’αυτό διστάζουμε να πατήσουμε επάνω σε φίδια και σε σκορπιούς, με βεβαιότητα ότι τίποτε δε θα μας βλάψει.

Αυτή η έλειψη πίστεως και αυτοπεποιθήσεως δημιουργεί την ιεραποστολική νωχελικότητα των ορθοδόξων, μειώνει τη δραστικότητα του Ευαγγελίου στην εποχή μας, δεν ανανεώνει την Εκκλησία μας εσωτερικά και της κόβει και την οικουμενική προοπτική.

Χρειάζεται, λοιπόν, να ξαναγυρίσουμε στην αρχή μας, στη βάση μας. Χρειάζεται να δοκιμάσουμε ξανά, πόσο στέρεος είναι ο λίθος επάνω στον οποίο στέκεται η Εκκλησία σήμερα. Όταν λέω «στέκεται» εννοώ όχι σαν κατεστημένη εξουσία, αλλά σαν πνευματικό γεγονός. (Πιστέψτε με, όταν στις καταθέσεις στεφάνων περνώ με τους επισήμους μπροστά από την μπάντα που παιανίζει, διερωτώμαι τι να σκέπτονται άραγε για μένα οι στρατιώτες που παρουσιάζουν όπλα.)

Χρειάζεται, από την αρχή, να εξετάσουμε πόσο χρήσιμοι είμαστε στην κοινωνία πνευματικά, όχι στο Κράτος θεσμικά. Αλλιώς είχε αρχίσει αυτή η σχέση: το αναμφισβήτητο πνευματικό ειδικό βάρος μας στην κοινωνία, το πήρε η Πολιτεία και το τίμησε θεσμικά. Σήμερα, τι ισχύει; (δεν αντέχω την απάντηση)

Επανέρχομαι στο ότι χρειάζεται να προβληματιζόμαστε σε κάθε εποχή∙ και στη δική μας, να επανεξετάσουμε τη δραστικότητα του Ευαγγελίου, όχι επειδή αμφιβάλλουμε αλλά επειδή είναι ανάγκη να  εμπιστευθούμε το Χριστό περισσότερο. Χρειάζεται να μας προστεθεί πίστη.

Η Πίστη μας έχει οικουμενική δυναμική. «Οικουμενική» δεν εννοώ γεωγραφικά, αλλά μεθοδολογικά και ιεραποστολικά. Όμως, ούτε οι ίδιοι θα πεισθούμε γι’αυτό, ούτε κανέναν θα μπορέσουμε να πείσουμε, ούτε  το παραμικρό οικουμενικό αποτέλεσμα θα φέρουμε, αν δεν είμαστε θωρακισμένοι εσωτερικά. Αλλιώς, που να πάμε ξυπόλητοι στ’αγκάθια;

Θα γίνουμε σαν κι εκείνους που τους είπε ο Χριστός, ότι περιάγουν «την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον…»

Η οικουμενική δράση μας χρειάζεται να αρχίσει από μέσα μας, από το εσωτερικό της Πίστεώς μας και να επικεντρωθεί σε όσους συμπατριώτες μας έχουν να βρεθούν σε Εκκλησία από την ημέρα που τους βάπτισαν.

Ποιός δεν το αντιλαμβάνεται, ότι στην ελλαδική κοινωνία μας, ολοένα και λιγοστεύουμε, όσοι ξέρουμε την αξία της λατρευτικής και της μυστηριακής ζωής! Εξάπαντος χρειάζεται να αποκρυπτογραφήσουμε την «κατά Χριστόν ζωή» και να προτείνουμε σε όσους δεν τη γεύθηκαν ποτέ, τόσο την ωφελιμότητά της, όσο και την ομορφιά της (δίπλα μας υπάρχουν 40ρηδες, 50ρηδες, τεχνοκράτες, οικογενειάρχες, καλής πάστας, με ευγένεια χαρακτήρος και με καχυποψία, όμως, που τους κρατά μακρυά μας).

Να τους προτείνουμε να τη ζήσουν αφού τη διαπιστώσουν οι ίδιοι («γεύσασθε και ίδετε») κι όχι επειδή τους το λέμε εμείς η κάποιες Οικουμενικές Σύνοδοι.

Τα δόγματά μας, αν θέλουμε να είναι και σήμερα δείκτες ζωής, δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως μαθηματικά αξιώματα. Κι αν είναι δείκτες ζωής θα είναι της δικής μας ζωής, όχι της ζωής άλλων, άλλοτε («ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν∙ αυτοί γαρ ακηκόαμεν και οίδαμεν ότι ούτος εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός» (Ιω. 4, 42).

Σήμερα, είναι αλήθεια, ότι στον τόπο μας, στην Πατρίδα μας, δεν εμπνεόμαστε από την οικουμενική διάσταση του Ευαγγελίου, που την περιγράφω σαν έξοδο από τον εαυτό μας για μια συνάντηση με τον έλληνα ακατήχητο, κατ’αρχήν κι έπειτα με όλους τους παρόμοιους. Καί  ξέρετε γιατί δεν υπάρχει αυτή η εκρηκτική προοπτική; κατά την γνώμη μου. Επειδή, αισθανόμαστε εμείς και δίνουμε την εντύπωση και στους άλλους ότι είμαστε ένα μουσείο ιερών λειψάνων του παρελθόντος, της γλώσσης, του τυπικού, του τελετουργικού, της ενδυματολογίας, κ. α. Εμείς ξέρουμε τι αξία έχουν όλα αυτά, ως εργαλεία όμως, όχι ως στόχοι. Το «άνοιγμα» όλων αυτών, δεν γίνεται να δαιμονοποιείται ασυζητητί.

Ο Φλωρόφσκυ δεν είπε «πίσω στους Πατέρες» για να οπισθοδρομήσουμε  εκεί, είπε να πάμε μπροστά «μαζί με τους Πατέρες».

Λέμε ότι ο κόσμος σήμερα δεν έχει πυξίδα. Δεν έχει, επειδή η Εκκλησία δε γεννάει δόγματα∙ τα δόγματα είναι δείκτες ζωής. Μα, για να γεννηθούν δόγματα, χρειάζεται να προηγηθεί πνευματικός τοκετός, δυναμικός προβληματισμός, παλαίστρα, κονταροκτυπήματα.

Πέρασε η εποχή που οι άνθρωποι δεν αμφισβητούσαν εύκολα τα λόγια μας κι ἂν τα αμφισβητούσαν δεν το εξέφραζαν. Σήμερα χρειάζεται να πείσουμε για τα πάντα. «Κανενός δε θα πείσεις την καρδιά, αν ο λόγος δεν βγαίνει απ’τήν καρδιά σου, κανενός δε θα πείσεις τη ζωή, αν η ζωή σου δεν είναι ματωμένη».

Να ανοίξουμε, λοιπόν, την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη και να αφήσουμε τη φράση: «οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ετούτο η το άλλο» χωρίς να παραπέμπουμε σε κανέναν Πατέρα. Να κατανοήσουμε ότι οι Πατέρες μας δεν ήταν πιόνια στη σκακιέρα του Θεού, αλλά ελεύθερες υπάρξεις που φαγώθηκαν με τα ρούχα τους προκειμένου να δουν τη δόξα του πραγματικού (Χρυσ. Σταμούλη, Έρως και θάνατος).

Να ξαναμιλήσουμε για το Χριστό,  (αναφέρομαι σχετικά στην έκδοση του Μp 3 με το κείμενο της Καινής Διαθήκης σε μετάφραση) χωρίς μεγάλες κουβέντες, πομπώδεις φράσεις και θεολογικά συμπλέγματα.

Βρίσκω ο ίδιος άρθρα σε περιοδικά, που τα διαβάζω και δεν τα καταλαβαίνω∙

μαθαίνω ότι και μερικά σχολικά εγχειρίδια θρησκευτικών, είναι ανυπόφορα.

Να πάψουμε τις μεγάλες κουβέντες για θέωση, για νήψη και για θαύματα.

Να ομολογήσουμε την ανεπάρκειά μας, για να μην ξαφνιάζεται ο κόσμος όταν «βγαίνουν στον αέρα» σκάνδαλα. Να καταθέσει ο καθ’ένας μας, την όση ταπεινή προσπάθεια κάνει για να λυτρωθεί από την αμαρτία.

-Γέροντα, είδες αγγέλους στο Άγιον Όρος; -Όχι, παιδί μου, εγώ μέχρι τώρα μόνο δαίμονες βλέπω, που τους πολεμώ!

Να ξανακάνουμε σκοπό μας την αγιότητα, αφού πρώτα συμφωνήσουμε στον ορισμό της αγιότητος. (άγιος είναι ο μετανοημένος αμαρτωλός κι όχι ο θαυματοποιός η ο καζαμίας)

Να παραδεχτούμε ότι και οι άγιοι Πατέρες μας έκαναν λάθη και να διαλαλήσουμε ότι αγιότητα δεν είναι η αναμαρτησία, αλλά η βαθειά συναίσθηση της αμαρτωλότητος.

Να πάψουμε να κακολογούμε τους Επισκόπους στην Πατρίδα μας, παγκόσμια ορθόδοξη πρωτοτυπία γκρεμίζοντας έτσι ολόκληρο το εκκλησιολογικό μας οικοδόμημα, γιατί  θα πάθουμε το «ει αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε…(Γαλ. 5,15).

Να γίνουμε φιλάνθρωποι με τον αμαρτωλό, με τον αιρετικό και τον άθεο και τέλος, να υψώσουμε τη φωνή μας ενάντια σε κάθε αδικία.

Να μάθουμε πρώτα εμείς και έπειτα να διδάξουμε στα νέα παιδιά, πως να μη φοβούνται τη ζωή κι έπειτα πως να νικούν το θάνατο. (Θα έχετε δει το σύνθημα στους δρόμους «υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;»)

Κοντολογίς, να γίνουμε αλάτι, ειδ’άλλως ας πεταχτούμε στο δρόμο.

Και αφού τα κάνουμε αυτά, αφού δηλαδή, κάνουμε την Εκκλησία στην Πατρίδα μας Ορθόδοξη κοινότητα με οικουμενική διάσταση, τότε∙ με αυτήν την εμπειρία του Χριστού, ως εξάρτυση∙

να βγούμε να παλέψουμε στα μαρμαρένια αλώνια των ιδεών,

να βγάλουμε την πνευματική πραμάτεια μας στον πάγκο, όπως οι παραγωγοί στη λαϊκή αγορά,

να πούμε, «ορίστε, κόσμε, εμείς οι ορθόδοξοι από την αγιότητα των χαρισματικών φορέων μας, από την Παράδοσή μας, από την αμαρτωλή εμπειρία μας, από την 2χιλιοχρονη πάλη μας με το Θεό, αυτήν την πρόταση ζωής έχουμε να προτείνουμε στον πλανήτη.

Έτσι, προσωπικά, εννοώ την οικουμενική αποστολή της Εκκλησίας, που δε σταμάτησε ποτέ, δεν ολοκλήρωσε το έργο της, αφού ο Χριστός δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ στον κήπο της Γεθσημανή.

Αλλιώτικα οι Ορθόδοξοι δεν μπορούμε να μιλάμε (και γι’αυτό δε μιλάμε) για Οικουμενικότητα της Εκκλησίας μας.

Όμως, όσο χρειάζεται το οικουμενικό μήνυμα του Ευαγγελίου ο δικός μας Ορθόδοξος Ελληνικός κόσμος, άλλο τόσο το χρειάζεται και ο έξω από την Ορθοδοξία κόσμος.

Χρειάζεται επανευαγγελισμό η δύσμοιρη Ευρώπη που ακόμα την εκδικούμαστε για τον Καρλομάγνο,

χρειάζεται την τρυφερότητά μας το Ισλάμ της πνευματικής Τουρκίας,

χρειάζεται την αποδοχή της λησμονιάς η Ορθοδοξία της Βουλγαρίας,

χρειάζεται κατανόηση η Εκκλησία των Σκοπίων,

χρειάζεται την αντισιωνιστική ειλικρίνειά μας ο εβραϊκός κόσμος,

χρειάζεται προσγείωση το τσαρικό ανεμόπτερο της Ρωσίας, για να μη συντριβεί.

Χρειάζεται να βγάλουμε την Αμερική από την πρόσφατη αλλοφροσύνη που την οδήγησε το δίπολο «εξέλιξη η δημιουργία»;

Χρειάζεται μια Ορθόδοξη συμπόρευση με το πείραμα του Cern για να λυτρωθεί από την ψευδαίσθηση ότι θα ανακαλύψει το γονίδιο του Θεού.

Χρειάζεται, όμως, και να πάρουμε στα σοβαρά τα νεώτερα πορίσματα πολλών επιστημών προκειμένου να τα «παντρέψουμε» με την Αγία Γραφή και την εκκλησιαστική μας εμπειρία, μήπως αναχθούμε έτσι σε μια ανώτερη αλήθεια, την οποία ενδεχομένως θέλει να μας αποκαλύψει ο Θεός. («Πολλά απεσιώπησεν η γραφή∙ παρέλειπεν δε η ιστορία τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα, εξ ολίγων αφορμήν παρεχομένη επιλογίζεσθε τα υπόλοιπα», έγραφε το 370 ο Μέγας Βασίλειος).

Να το καταλάβουμε κάποτε∙ η Αγία Γραφή δεν είναι επιστημονικό βιβλίο, αν ήταν, έπρεπε να κλείσουν όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου.

Χρειάζεται να εγκαταλείψουμε την ενορχηστρωμένη καχυποψία απέναντι στον Πολιτισμό, όσο καλό κι αν είναι το άλλοθι μας.

Χρειάζεται ερμηνεία το φαινόμενο της οικονομικής κρίσεως που διερχόμεθα∙ ερμηνεία όχι τραπεζική, ούτε φιλανθρωπική, ούτε «πνευματική». Αλλά ερμηνεία των λόγων του Χριστού για το δίπολο Θεός-μαμωνάς.

Τότε να βγούμε να συναντήσουμε τον Ρωμαιοκαθολικό και να του εξηγήσουμε, πως τον λοξοδρομεί το δόγμα της εξουσίας του.

Τότε να βγούμε να εξηγήσουμε στον Προτεστάντη, πως τον χιλιοκομμάτιασε η απόρριψη της ενιαίας εκκλησιαστικής Παραδόσεως.

Τότε να προκαλέσουμε σε δημόσιο διάλογο το Χιλιαστή, προκειμένου να ανατρέψουμε τις χριστολογικές δοξασίες του. (όχι δεν πας φαντάρος, δε δίνεις στο παιδί σου αίμα)

Έτσι μας χρειάζεται ο κόσμος! διαφορετικά, ερμηνεύστε, αν μπορείτε, τη δουλειά που έκανε ο Προηγούμενος της Μονής Φιλοθέου π. Εφραίμ στην Αμερική και στον Καναδά. Σήμερα αντιγράφει, αύριο θα κλονιστεί, θα πέσει, όμως μεθαύριο θα πατήσει στα πόδια της.

Έτσι, μ’αυτόν τον τρόπο, η Ορθοδοξία «ανοίγεται» και νικά!

Κάθε φορά που θα ανοίγεται θα νικά, κάθε φορά που θα την «κλείνουμε», θα την καταδικάζουμε στο να γίνει ιδεολογία.

Αν η πίστη μας έχει αλήθεια, δεν έχει ανάγκη τα ψιμμύθια του παρελθόντος, ούτε τις φοβίες του μέλλοντος.

Η Εκκλησία μεταποίησε κι έπειτα στήριξε την αυτοκρατορία, γιατί να φοβηθεί την παγκοσμιοποίηση;

Το Ευαγγέλιο με τα «σπαστά ελληνικά» του, πάλεψε και νίκησε την ελληνική φιλοσοφική διανόηση. Γιατί να μη νικήσουμε τους αφελείς σχεδιασμούς της Νέας Εποχής;

Η λαϊκή ρωσική ευσέβεια νίκησε την κομμουνιστική απάτη, γιατί να μη νικήσει την καπιταλιστική σχιζοφρένεια;

Πρώτα, λοιπόν, η εσωτερική καλλιέργειά μας σε μια οικουμενική διάνοιξη της υπάρξεώς μας και έπειτα η προς τα έξω οικουμενική ομολογία, με αυτοπεποίθηση και πίστη στο Χριστό.

Εμείς, σήμερα, τι κάνουμε στην Ελλάδα;

Καταντήσαμε περπατούσες εγκυκλοπαίδειες δογματικής,

οσφραινόμαστε έναν αιρετικό από μίλια μακρυά, κι αν δε βρούμε, βαφτίζουμε εύκολα κάποιους∙

επιδεικνύουμε μια εικόνα προτεσταντικής ερμηνευτικής, Πηδάλιο, παραγωγή γεροντικών προτύπων, σωρηδόν αγιοποιήσεις μοναχών και ιερομονάχων,

υστερικού φανατισμού, Ορθοδοξία η θάνατος, τον πάπα να καταράσθε,

φοβικής συνωμοσιολογίας, Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, 666, κάρτα του πολίτη, μεσσαιωνικής σημειολογίας, συντέλεια του κόσμου, οικουμενισμός,

προφητικής μελλοντολογίας, π. Παίσιος∙ Πόλη, Β’Παρουσια,

«Ιεροποιούμε» η «δαιμονοποιούμε» τα ιερά κείμενα και δεν κατεβαίνουμε από το άρμα της κατά γράμμα θεοπνευστίας.

Καταφεύγουμε στο παρελθόν και στο μέλλον, λες και δεν έχουμε να πούμε τίποτε για το παρόν.

Έτσι που κάνουμε∙ πρώτοι οι πιστοί αισθάνονται άβολα, μέσα σε μια τέτοια Εκκλησία που τους στιγματίζει και τους κάνει δακτυλοδεικτούμενους κι έπειτα οι χλιαροί∙ δεν τολμούν μεν να αποποιηθούν το βάπτισμα, αλλά δε θέλουν να έχουν καμμία σχέση με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, παρά μόνο με την κοινωνική.

Φοβάμαι ότι χάνουμε το τραίνο

Όταν η Ελλάδα μπήκε στην Ε.Ε. η Le Monte έγραψε πρωτοσέλιδο: «καλωσορίζουμε τη Χώρα της Φιλοκαλίας». Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα όλη η Ευρώπη ψυχανεμίζονταν ότι η Ορθοδοξία θα αρθρώσει λόγο πρωτότυπο και δυναμικό. Δεν τον ακούσαμε.

Ο Ράνσιμαν είχε πει ότι ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της Ορθοδοξίας.

Δεν τον βλέπω, ακόμα!

Αν αργήσουμε, η Ιστορία θα μας προσπεράσει. Ο ποιητής ρωτάει: «αγάπη πού’ναι η εκκλησιά σου, βαρέθηκα πια τα μετόχια» (Γ. Σεφέρης).

Τα συμπτώματα του σημερινού κόσμου οφείλονται στα υποκατάστατα της χριστιανικής ζωής και στις αυθαίρετες ερμηνείες του Ευαγγελίου. Αυτά είναι τα μετόχια!

Αλλά αν αργήσουμε, θα συμβεί και κάτι χειρότερο: θα απογοητεύσουμε.

Τότε δε θα μας μείνει παρά να κλείσουμε το στόμα μας για πάντα, να βάλουμε το Ευαγγέλιο σ’ένα σκονισμένο ράφι βιβλιοθήκης και να βολέψουμε, όπως όπως, τη συμβιβασμένη και υποκριτική ζωή μας καθώς θα τρώγεται με τις ζωές και τις υπολήψεις των άλλων.

«Καιρός του ποιήσαι», λοιπόν. «Καθαρθήναι είτα καθάραι», αυτό θα πει Ορθόδοξη Οικουμενικότητα.

Να ανοίξουμε την Εκκλησία στον κόσμο και να μετασχηματίσουμε τον κόσμο σε Εκκλησία.

Να φωτίσουμε τα πάντα μὲ το Χριστό, τίποτε άμοιρο, τίποτε ξένο, τίποτε εχθρικό να μην υπάρχει γύρω μας. «Τα πάντα δείται σταυρού» και «υπέρ πάντων Χριστός απέθανε».

Να μην κλειστούμε άλλο στον εαυτό μας,

Να ξεγίνουμε από θρησκεία και να γίνουμε Εκκλησία του «σύμπαντος κόσμου».

Κάποτε, το να μην «ανοίγεσαι», φτιάχνει προφίλ, δεν προδίδει και την ένδειά σου, όμως, τώρα, ήρθε η ώρα μας∙ το θέλουμε; το μπορούμε;

«Τα αδύνατα παρ’ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστιν».

Σαν συμπέρασμα∙

Στον τόπο μας μόνο η Εκκλησία μπορεί να αναλάβει οικουμενικό ρόλο,

η Πατρίδα μας πια, όχι! Και προσέξτε∙

Ο,τι είναι Ορθόδοξο χριστιανικό, είναι και οικουμενικό αλλιώς προτεσταντίζει.

Ο,τι είναι Ορθόδοξο χριστιανικό οικουμενικό, είναι και ελληνικό.

Ο,τι είναι ελληνικό, πάντα ήταν ανοιχτό. Γι’αυτό οι έλληνες ανοίγονταν σε όλα και ελληνοποιούσαν τα πάντα.

Πήγαιναν μετανάστες και έκαμναν τους εκεί γηγενείς έλληνες. Έρχονταν λαοί ως μετανάστες, τους κοινωνούσαν την Παιδεία τους και έτσι τους έκαμναν φίλους. Τώρα δεν έχουμε Παιδεία να τους δώσουμε γι’ αυτό τους κάναμε ξένους, εχθρούς.

Ο επανευαγγελισμός των πιστών μας, ημών των ιδίων, θα είναι πράξη οικουμενικών διαστάσεων, αφού είτε το θέλουμε είτε όχι, το κατασάρκιο της Ορθοδοξίας είναι ελληνικής κατασκευής και ολόκληρη η Εκκλησία κυλάει πάνω σε ρόδες ελληνικών προδιαγραφών.

Η ελληνική Ορθοδοξία, σήμερα, δεν έχει φωνή στο ευρύτερο πνευματικό γίγνεσθαι. Έχει μόνο μια εμπειρία, που τη σέρνει σαν λείψανο από το παρελθόν και που κάποτε, καταντάει ειδωλολατρία.

Διερωτώμαι∙ στέρεψε άραγε από μας η έμπνευση; Από την Εκκλησία μας, εννοώ.

Ο ελληνισμός ξεκομμένος από την Εκκλησία δεν έχει έμπνευση πια.

Ο,τι ελληνικό άξιζε, μας το πήραν μαζί με τα Ελγίνεια και στις Χώρες εκείνες, δημιουργήθηκαν Πανεπιστημιακές Έδρες ελληνικών γραμμάτων, ελληνικής γλώσσας, ανθρωπιστικές επιστήμες κ.λ.π.

Όμως εκείνη η παραγωγή χρειάζονταν να εμπλουτίζεται από την Ελλάδα. Δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όχι μόνο δεν τροφοδοτήθηκε από εμάς, αλλά εγκαταλείφθηκε κιόλας. Απαξιώθηκε τραγικά.

Άρα, τελειώσαμε.

Λέμε∙ «βαρειά μας βιομηχανία είναι ο πολιτισμός μας».

Προ μηνών κάποιος μου είπε ότι πήγε στη Δήλο και παραμέριζε τα χόρτα για να διαβάσει τις επιγραφές κάτω από τα αγάλματα.

Οι απεργίες στην Ακρόπολη και τα πανώ στα Προπύλαια δήλωσαν όχι κοινωνία του αρχαίου πνεύματος, αλλά μόνο διαχείρηση και μάλιστα κακή διαχείρηση. Η γλώσσα μας φτώχυνε τραγικά και όταν η Εκκλησία αδήρητα κάποια στιγμή θα την βγάλει από την λατρεία, στην ουσία θα την κηδεύσει. Η κλασσική παιδεία είναι ανύπαρκτη. Η Ιστορία μας γελοιοποιήθηκε από το Χόλλυγουντ (Μ. Αλέξανδρος, Τροία, Θερμοπύλες).

Γι’αυτό επιμένω ότι, μόνο η Εκκλησία μπορεί να δώσει χρώμα και ταυτότητα στην εθνική φυσιογνωμία της Χώρας, αν φυσικά το θέλει η Χώρα μας και όσο το θέλει. Χωρίς την εκκλησιαστική καθημερινή ζωή, η Πατρίδα μας δεν έχει ιδιοπροσωπία, δεν μπορεί να διεκδικήσει πρότυπη φυσιογνωμία. Στη σύγχρονη Παιδαγωγική διαπιστώνουμε προσπάθεια αναδείξεως των ελαχίστων ιδιαιτεροτήτων ενός παιδιού, της όποιας διαφορετικότητος που χαρακτηρίζει και αναδεικνύει το «κάτι άλλο». Φανταστείτε, λοιπόν, μια Χώρα σαν τη δική μας, χωρίς την ανάδειξη της εκκλησιαστικής παραδόσεώς της, έτσι όπως αυτή καλλιεργείται μέσα στους Ναούς και διαχέεται στην καθημερινότητα των ελλήνων. Τί  θα περισσεύσει στην περιρρέουσα ελλαδική ατμόσφαιρα, αν αφαιρεθεί το εκκλησιαστικό τελετουργικό, το λατρευτικό τυπικό, η εορτολογική αλυσίδα, η η βιβλική ορολογία;

Θέλετε να σας πω παράδειγμα προς αποφυγήν;

Η Ε.Ε. που οραματίστηκε τον εαυτό της να υπάρχει και να δραστηριοποιείται όχι μόνο χωρίς τη χριστιανική προμετωπίδα στο Σύνταγμά της αλλά, το κυριώτερο, χωρίς πνευματική θωράκιση, δεν υποψιάστηκε ότι έπρεπε να προηγηθεί πνευματική σύγκληση, για να επιτευχθεί η οικονομική. Τα οικονομικά μεγέθη δε φέρνουν κοντά τις καρδιές, δεν εξομαλύνουν τις διαφορές. Τώρα που η οικονομική Ένωση παραπατάει και πολλοί προβλέπουν ότι θα σωριστεί, παρασέρνει μαζί της κι έναν ολόκληρο κόσμο ιδεών και πραγμάτων που συστάθηκαν σε πολιτισμό κάτω από τη σκια του Σταυρού. Τώρα που έκοψε τον ομφάλιο λώρο της με τη ζωή, υπάρχει το ενδεχόμενο «την επισκοπήν» αυτής να λάβει «έτερος» (Ψαλμ. 108,8).

Αγαπητοί μου∙

Ίσως να έχει φτάσει ο καιρός για την «ήττα» της Ορθοδοξίας. Μια ήττα που θα δώσει τη δυνατότητα για να βάλουμε αρχή, νέα αρχή, που δε θα στηρίζεται στη δύναμη και την εξουσία που υπόσχονται νίκες και κυριαρχίες, αλλά στην αξιοποίηση της αποτυχίας, στο κέρδος που ανθίζει από την αποδοχή της αστοχίας. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, δεν μπορεί παρά να έχει δίκαιο, όταν σημειώνει∙ «ύστερ’από τόσες μεγάλες νίκες στην ιστορία, χρειάζονται τώρα και μερικές μεγάλες ήττες». (Χρυσ. Σταμούλη, Έρως και θάνατος).

Ας νικηθούν όλα όσα στην Πατρίδα μας πήραν τη θέση της Εκκλησίας∙ το σπίτι της εσωστρέφειας, το μαγαζί της εξουσιαστικότητας, η συντεχνία της θεσμικής επάρκειας, η ομάδα της αλαζονείας και της υποκρισίας, το σωματείο της αυταρέσκειας. Ας επανέλθει το θρησκευτικό σχήμα σε Οίκο από τον οποίο δε θα λείπει ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ κάνει τὴν Ἐκκλησία Ἐκκλησία, αὐτὸς ποὺ σαρκώνει τὴν ἐλπίδα τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ἀποδεικνύεται ἡ μόνη ὑπόστασή τους.

Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι τότε, ὁ νικημένος Ἰησοῦς, θὰ ξανανικήσει γιὰ χάρη μας τὸν κόσμο του.

Προσευχή κατά τη χαραυγή



Ω Κύριε αιώνιε και Δημιουργέ των πάντων,
ο οποίος με την ανεξερεύνητη αγαθότητά σου
με κάλεσες σ’ αυτή τη ζωή, 
ο οποίος μου έδωσες τη χάρη του βαπτίσματος
και τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, 
ο οποίος με προίκισες με την επιθυμία 
να αναζητήσω εσέ 
τον μόνο αληθινό Θεό,
εισάκουσε την προσευχή μου.
Δεν έχω ζωή, φως, χαρά ή σοφία
ούτε δύναμη χωρίς εσένα, ω Θεέ.
Εξαιτίας των αμαρτιών μου δεν τολμώ να υψώσω
τους οφθαλμούς μου σ’ εσένα.
Αλλά συ είπες στους μαθητές σου:
« Κάθε τι που θα ζητήσετε στην προσευχή σας με πίστη,
θα το λάβετε»
και «κάθε τι που θα ζητήσετε στο όνομά μου 
θα γίνει».
Γι’ αυτό τολμώ να σε επικαλεστώ:
Καθάρισέ με από κάθε ρύπο σωματικό και 
πνευματικό.
Δίδαξέ με να προσεύχομαι ορθά.
Ευλόγησε αυτή τη μέρα που χάρισες σ’ εμένα 
τον ανάξιο δούλο σου.
Με τη δύναμη της ευλογίας σου κάνε με ικανό
συνέχεια να ομιλώ και να εργάζομαι για τη δόξα σου, 
με καθαρό πνεύμα, ταπείνωση, υπομονή, αγάπη, 
ευγένεια, ειρήνη, θάρρος και σοφία, 
να αισθάνομαι πάντοτε την παρουσία σου.
Με την άπειρη αγαθότητα σου, ω Κύριε Θεέ
δείξε μου το δρόμο του θελήματός σου, 
και δώσε ώστε να βαδίζω μπροστά σου 
χωρίς αμαρτία.
Ω Κύριε, σ’ εσένα όλες οι καρδιές είναι ανοικτές.
Συ γνωρίζεις όλα όσα έχω ανάγκη.
Συ γνωρίζεις την τυφλότητα και την άγνοιά μου.
Συ γνωρίζεις την αστάθεια και την διαφθορά της
ψυχής μου.
Αλλ’ ούτε ο πόνος και η αγωνία μου είναι κρυμμένα 
από σένα .
Δέξου ,σε παρακαλώ , την προσευχή μου
και με το Άγιο Πνεύμα σου δίδαξέ με τον δρόμο που
πρέπει να πορευθώ.
Και όταν η διεστραμμένη μου θέληση με οδηγήσει σ’ 
άλλους δρόμους, 
μη μ’ αφήσεις να χαθώ, αλλά κάνε με να επιστρέψω
σ’ εσένα.
Δος μου, με τη δύναμη της αγάπης σου, να κρατηθώ 
σταθερά στο αγαθό.
Φύλαξέ με από κάθε λόγο ή πράξη
που μπορεί να καταστρέψει την ψυχή, 
από κάθε επιθυμία που μπορεί να σε δυσαρεστήσει
Και να βλάψει τον αδελφό μου.
Δίδαξέ με πως πρέπει και τι πρέπει να λέγω.
Αν είναι θέλημά σου να μην απαντώ, 
δος μου πνεύμα ειρηνικής σιωπής, 
που να μην προκαλεί λύπη ή πόνο στον αδελφό μου.
Στήριξέ με στο δρόμο των εντολών σου
και μέχρι την τελευταία μου πνοή
δώσε να μην απομακρυνθώ από το φως των εντολών 
σου.
Οι εντολές σου ας γίνουν ο μόνος νόμος της ζωής
μου
στη γη και σ’ όλη την αιωνιότητα.
Ω Θεέ, σε παρακαλώ, ελέησέ με.
Λύτρωσέ με από τη θλίψη και την αθλιότητά μου
και μην κρύβεις από μένα το δρόμο της σωτηρίας.
Μέσα στη μωρία μου ,ω Θεέ, σου ζήτησα πράγματα 
πολλά και μεγάλα.
Θυμάμαι πάντοτε την αδυναμία μου, την αγένεια και 
την φαυλότητά μου και κράζω:
Ελέησέ με.
Μη με απομακρύνης από το Πρόσωπό σου εξαιτίας 
της αλαζονείας μου.
Δώσε και αύξησε σε μένα τη δύναμη 
να σε αγαπώ σύμφωνα με τις εντολές σου, 
εγώ ο χειρότερος των ανθρώπων, 
με όλη μου την καρδιά, 
με όλη μου την ψυχή, 
με όλη μου τη διάνοια, 
με όλη μου τη δύναμη, 
και με όλη μου την ύπαρξη.

Ναι, ω Θεέ, με το Άγιο πνεύμα σου, 
δίδαξέ με δίκαια κρίση και γνώση.
Δος μου τη γνώση της δικής σου αλήθειας,
πριν έλθει το τέλος μου.
Διατήρησε τη ζωή μου στον κόσμο τούτο, 
μέχρι να μπορέσω να σου προσφέρω άξια μετάνοια.
Μη με οδηγήσεις σε θάνατο στη μέση των ημερών 
μου.
Ούτε ενόσω ο νους μου είναι τυφλωμένος .
Όταν όμως θέλεις να βάλεις τέρμα στη ζωή μου, 
να μου το δείξεις από πρωτύτερα
για να προετοιμάσω την ψυχή μου
πριν παρουσιαστεί μπροστά σου.
Να είσαι μαζύ μου, ω θεέ, κατά την φοβερή αυτή ώρα
και να μου δωρίσεις τη χαρά της σωτηρίας ,
Καθάρισέ με από τις κρυφές αμαρτίες μου
και απ’ όλη την αχαριστία που έχω μέσα μου
Και δώρισέ μου καλή απολογία
μπροστά στο θρόνο της κρίσης σου.
Ναι, ω θεέ , με το μεγάλο σου έλεος
και την αμέτρητη αγάπη σου
για το ανθρώπινο γένος,

Άκουσε την προσευχή μου.

Ο Ματρόζος του Γεωργίου Στρατήγη (1860-1938)

 

Η ποίηση μπορεί και γράφει Ιστορία. Δίνει απαντήσεις σε καθημερινά φαινόμενα. Φωτογραφίζει συμπεριφορές ανθρώπων στο σήμερα και στο αύριο. Αποκαλύπτει πρόσωπα. Και το σπουδαιότερον: Διδάσκει.

Αναδημοσιεύουμε το γνωστό ποίημα του Γεωργίου Στρατήγη «Ο Ματρόζος» για να προσεγγίσουμε ένα επίκαιρο- επαναλβανόμενο συχνάκις-φαινόμενο που συναντά κανείς σε Οργανισμούς, σε Υπουργεία, σε ιδιωτικές Επιχειρήσεις και Γραφεία, γιατί όχι και στην Εκκλησία. Εκεί, όπου οι «Ματρόζοι» της καθημερινότητάς μας βρίσκονται αντιμέτωποι με τους πορτιέρηδες της κάθε λογής εξουσίας. Τους νεόκοπους υπηρέτες του «άρχοντα», που με πράξεις ή με λόγια, με παραλείψεις ή με κακές εισηγήσεις εξυφαίνουν τον ιστό της αράχνης. Κι αναγκάζουν τον παλιό αγωνιστή να υπενθυμίζει με φωνή λιονταριού κα βουρκωμένα μάτια την προσωπική ιστορία προσφοράς στον εκάστοτε άρχοντα, με την όντως συγκλονιστική φράση που χρησιμοποιεί στο ομώνυμο ποίημά του ο Γεώργιος Στρατήγης: «Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνοι σαν κι εσέ δεν θα φορούσαν στέμμα!…» Κι εννοούσε ο ήρωας Ματρόζος της Εθνεγερσίας του 1821, όλους εκείνους τους «παράγοντες» που βρέθηκαν χρυσοστολισμένοι στην αυλή του τοτε υπουργού Ναυτικών της άρτι απελευθερωθείσης Ελλάδος, ναυάρχου Κωνσταντίνου Κανάρη…





Ο Ματρόζος
του Γεωργίου Στρατήγη (1860-1938)

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ’ τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.

Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.
Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.

Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.
Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.

Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ’ ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.
Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που ‘χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ‘λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.

«Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ’ αποθάνω»,
στο τέλος πάντα μου ‘λεγε μ’ έν’ αναστεναγμό,
«Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ’ εύρετε μια μέρα από την πείνα…
Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ’ τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ’ έξω από την Τένεδο,
μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ’ εκείνον που ‘χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη».

Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ’ απ’ το νησί και πως ερχόταν πρώτα.

«Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά.
«Παιδί μου, είναι πάνω ο Κωνσταντής;».
«Ποιος Κωνσταντής;». «Αυτός… ο Ψαριανός».
«Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!».

Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ’ τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού :
«Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!»

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να ‘ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.

Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.
«Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;» σε λίγο του φωνάζει,
«γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!…».
«Ποιος το ‘λπιζε να δει ποτές», ο γέροντας στενάζει,
«τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!…».

Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.
«Ποιος είσαι, καπετάνο μου; Και ποιο ‘ναι το νησί σου;»,
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
«πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ’ της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.

Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη;
«Απ’ έξω απ’ την Τένεδο …πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ’ την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια…
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ…
Χρόνος δεν ήταν που ‘καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα…

Απ’ έξω απ’ την Τένεδο, θυμάσαι;
Μια φρεγάδα σ’ έβαλε εμπρός μ’ αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ’ οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους… επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ’ αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.
Σε καμαρώνω από μακριά… κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ’ εξώρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες… δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και «όρτσα! μάινα τα πανιά!» φωνάζω στα παιδιά μου.
Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες… μ’ αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.

Οι ναύτες μου φωνάζανε: «Τι κάνεις καπετάνο;»
Κι εγώ τους λέω: «Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω…».
Και σου πετώ τη γούμενα… και δένεις το μπουρλότο…
κάνω τιμόνι δεξιά… το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε – θυμάσαι;

Σου φωνάζω,»Πρώτος απ’ όλους ν’ ανεβείς»,
μα δεν μ’ ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν’ ανέβουν…
έσκυψα κι απ’ τα μαλλιά σ’ αδράζω,
και σ’ έσωσα κι εφύγαμε…
μα δάκρυα βλέπω χύνεις!…».

«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ’ άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει

O Άγιος των φτωχών και ορφανών παιδιών και των λεπρών

Άγιος Ζωτικός  Ο ορφανοτρόφος-31 Δεκεμβρίου

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ο άγιος Ζωτικός καταγόταν από ευγενή οικογένεια καί έζησε τόν 4ο αιώνα μ. Χ. Ανατράφηκε στήν Ρώμη, σέ περιβάλλον μέ μεγάλη ευλάβεια καί έλαβε θαυμαστή παιδεία. Από μικρός διακρινόταν γιά τήν μεγάλη του αγάπη πρός τούς συνανθρώπους του, τούς οποίους ήθελε νά υπηρετή μέ τήν αίσθηση ότι υπηρετεί τόν ίδιο τόν Χριστό, τού Οποίου προσπαθούσε νά εφαρμόζη όλες τίς εντολές. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τά πολλά του χαρίσματα, τόν προσκάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη, μαζί μέ άλλους ευσεβείς άνδρες, όπου εκεί υπήρξε πολύτιμος συνεργάτης του.

Ο άγιος Ζωτικός έδειχνε μεγάλη αγάπη στούς πτωχούς καί ιδιαιτέρως στά ορφανά καί εγκαταλελειμμένα παιδιά, τά οποία περιποιόταν σάν στοργικός πατέρας. Αλλά μεγάλη αγάπη καί στοργή έδειξε καί στούς λεπρούς, οι οποίοι, όπως είναι γνωστόν, εξορίζονταν καί ζούσαν μακριά από τήν κοινωνία απομονωμένοι καί περιφρονημένοι. Ο άγιος τούς πλησίαζε χωρίς φόβο, τούς βοηθούσε οικονομικά καί κυρίως τούς περιποιόταν προσωπικά, τούς ενίσχυε καί τούς παρηγορούσε. Οι λεπροί τόν αγαπούσαν καί τόν θεωρούσαν κάτι περισσότερο από φύλακα άγγελό τους. Αλλά μετά τήν κοίμηση τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιός του Κωνστάντιος δέν εκτίμησε, όπως θά έπρεπε, τό έργο τού αγίου Ζωτικού, τόν οποίο, δυστυχώς, κακομεταχειρίστηκε, μέ αποτέλεσμα ο άγιος αυτός άνδρας, από τίς κακουχίες καί τίς ταλαιπωρίες, νά εγκαταλείψη πρόωρα τόν μάταιο αυτόν κόσμο. Μετά τήν κοίμηση, όμως, τού αγίου, ο Κωνστάντιος μετανόησε ειλικρινά καί γιά νά τιμήση τήν μνήμη του έκτισε Λεπροκομείο, μέσα στό οποίο οι λεπροί βρήκαν στοργή καί αγάπη. Μάλιστα προίκισε τό Ίδρυμα αυτό μέ μεγάλη περιουσία, μέ πολλά κτήματα καί εισοδήματα, ούτως ώστε νά μή στερηθούν ούτε τό ελάχιστο οι ταλαιπωρημένοι αυτοί άνθρωποι.

Τό παράδειγμα τού Κωνστάντιου μιμήθηκαν αργότερα καί άλλοι αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος ο Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (945), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963-976), ο Ρωμανός ο Γ’ (1028-1034), οι οποίοι φρόντισαν γιά τήν ύπαρξη καί τήν καλή λειτουργία Λεπροκομείου, τό οποίο, χάρις στήν αρχική προσπάθεια τού αγίου Ζωτικού, εξυπηρέτησε πλήθος λεπρών καί έκανε τήν ζωή τους όσο γινόταν πιό ανθρώπινη.

Ο βίος καί η πολιτεία του μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:

Η λέπρα είναι μολυσματική ασθένεια καί ήταν μέχρι τά μέσα τού περασμένου αιώνα ανίατη. Δυστυχώς, εδώ καί πολλούς αιώνες δημιουργήθηκε μιά ρατσιστική νοοτροπία μεταξύ τών ανθρώπων, πού δημιούργησε πάρα πολλά προβλήματα στίς οικογένειες τών ασθενών καί γενικότερα στήν κοινωνία. Η απέχθεια πρός τούς ασθενείς από τήν νόσο τής λέπρας είχε ως αποτέλεσμα τήν απομόνωση τών λεπρών, μέ όσα αυτή συνεπάγεται. Δηλαδή, χωρίζονταν αντρόγυνα αλλά καί γονείς από τά παιδιά τους καί παιδιά από τούς γονείς τους γιά πάντα, αφού συνήθως δέν ξανάβλεπαν οι μέν τούς δέ. Επρόκειτο, δηλαδή, γιά έναν ιδιότυπο θάνατο, αφού οι λεπροί εκεί στήν απομόνωσή τους ήσαν στήν πραγματικότητα ζωντανοί νεκροί. Όταν έφευγαν από τό σπίτι τους αποχαιρετούσαν τούς δικούς τους γνωρίζοντας ότι δέν πρόκειται νά ξαναγυρίσουν. Δηλαδή, δέν υπήρχε περίπτωση νά ξαναβγούν από τήν απομόνωση εκτός καί άν γινόταν κάποιο θαύμα ή εάν εν τώ μεταξύ βρισκόταν τό φάρμακο πού θά θεράπευε τήν λέπρα. Αμυδρή ελπίδα πάντοτε υπήρχε, αφού η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, ωστόσο όμως η πραγματικότητα ήταν σκληρή, αφού η καθημερινή τους ζωή ήταν αφόρητη καί απάνθρωπη. Γι’ αυτό καί δέχονταν τίς εκδηλώσεις αγάπης εκ μέρους τών υγιών ανθρώπων, όποτε αυτές συνέβαιναν, ως μάννα εξ ουρανού.

Ο άγιος Ζωτικός, πλημμυρισμένος από τήν ανιδιοτελή αγάπη, πού δέν είναι απλό συναίσθημα, αλλά καρπός τού Αγίου Πνεύματος τό οποίο ενοικούσε στήν καθαρή καρδιά του, υπερέβη τήν νοοτροπία τών πολλών πού απεχθάνονταν τούς λεπρούς καί έμεναν μακριά τους, καί όχι μόνον τούς πλησίαζε καί τούς συναναστρεφόταν, αλλά τούς περιποιόταν ο ίδιος προσωπικά, όπως τό έκανε καί ο Μέγας Βασίλειος. Το γεγονός αυτό, σύν τοίς άλλοις, φανερώνει ότι υπάρχουν άνθρωποι πού δέν φοβούνται τόν θάνατο, επειδή τόν έχουν υπερβή στά όρια τής προσωπικής τους ζωής, αλλά καί επειδή η «τέλεια αγάπη έξω βάλλει τόν φόβον», καί γι’ αυτό καταργούν μέ τόν τρόπο τής ζωής τους κάθε είδος ρατσισμού, πού χωρίζει τούς ανθρώπους καί τούς στερεί τήν αγάπη. Ακόμη δείχνει ότι η πίστη στόν Τριαδικό Θεό, ο οποίος «αγάπη εστί», δημιουργεί αληθινούς ανθρώπους, οι οποίοι αποτελούν αληθινή ευλογία γιά τήν ανθρωπότητα.

Στίς μέρες μας, βέβαια, η λέπρα θεραπεύεται, πλήν όμως η ρατσιστική νοοτροπία δέν έχει εξαλειφθή καί εξακολουθεί νά υπάρχη μέ άλλη μορφή. Δηλαδή, οι άνθρωποι μπορεί νά μή ξεχωρίζονται σήμερα σέ υγιείς καί ασθενείς από τήν λέπρα, διακρίνονται όμως σέ υγιείς καί ασθενείς από τόν ιό τού AIDS, σέ «ντόπιους» καί «ξένους», στούς «δικούς» μας καί στούς «άλλους», σέ πλούσιους καί φτωχούς κ.λ.π. Αυτή η νοοτροπία δέν πρόκειται νά εξαλειφθή όσο ο άνθρωπος δέν αναγεννάται πνευματικά, μέ τήν Χάρη τού Θεού καί τόν προσωπικό του αγώνα, καί παραμένει άτομο μέ όσα αυτό συνεπάγεται, αφού τό άτομο κλείνεται ερμητικά στόν εαυτό του καί δέν ενδιαφέρεται γιά τούς άλλους. Όπου, όμως, συναντά κανείς πρόσωπα, δηλαδή αληθινούς ανθρώπους, οι οποίοι εμφορούνται από πνεύμα θυσίας καί διάθεση ανιδιοτελούς προσφοράς πρός τούς συνανθρώπους τους, διαπιστώνει ότι εκεί καταργείται οποιαδήποτε διάκριση καί ρατσιστική νοοτροπία, αφού ο συνάνθρωπος θεωρείται ως εικόνα τού Χριστού καί ως γνήσιος αδελφός.

Αληθινός άνθρωπος είναι αυτός πού μέ τήν Χάρη τού θεού καί τόν προσωπικό του αγώνα μεταμόρφωσε τήν φιλαυτία σέ ανιδιοτελή αγάπη. Φιλαυτία δέ κατά τόν άγιο Μάξιμο τόν ομολογητή, είναι η άλογη αγάπη πρός τό σώμα καί αυτή είναι πού εμποδίζει τόν άνθρωπο νά συναντήση αγαπητικά τόν Θεό, αλλά καί τούς συνανθρώπους τους. Οι υπαρξιστές φιλόσοφοι έλεγαν, «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», ενώ οι Άγιοι, πού είναι αληθινοί άνθρωποι, λένε, «αγαπώ άρα υπάρχω».

Τό μεγαλείο τής Εκκλησίας φανερώνεται σύν τοίς άλλοις καί στό ότι «κατασκευάζει» αληθινούς ανθρώπους, οι οποίοι μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία τους καταργούν κάθε έννοια ρατσιστικής διάκρισης καί αποτελούν πηγή ευλογίας γιά τήν κοινωνία, γιά ολόκληρη τήν οικουμένη.–

Η ανάγνωση του Γραμμωτού κώδικα είναι θέμα επιστημονικό και όχι μεταφυσικό!

ΠΗΓΗ.Περιοδικό -ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ -Τεύχος 102

Εκφοβισμός-με την ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ



του μηχανικου Λογισμικου Εμμανουηλ Βολουδάκη

Για άλλη μια φορά επιχειρείται ένας εκφοβισμός των ανθρώπων με αφορμή την έκδοση της Κάρτας του Πολίτη, με τον ισχυρισμό ότι οι γραμμωτοί κώδικες (barcodes) κρύβουν μυστικά μηνύματα και τον “καταραμένο” αριθμό 666.

Η θεολογική πλευρά του θέματος έχει αναλυθεί με κάθε λεπτομέρεια από το 1987 στο βιβλίο “Ο Αντίχριστος, ο αριθμός 666 και η ανησυχία των χριστιανών”, του π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, μέσα στο οποίο αναιρούνται όλα τα θεολογικά επιχειρήματα αυτών που υψώνουν ως φόβητρο το 666, όπως, επίσης, αναιρείται και η επιστολή του π. Παϊσίου, η οποία φαίνεται ότι έχει ανακινήσει το όλο θέμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το βιβλίο αυτό δεν έχει αναιρεθεί μέχρι σή­μερα, ούτε έχει παρουσιασθεί κάποιος να υπερασπισθεί θεολογικά την επιστολή του π. Παϊσίου. Ωστόσο κάποιοι επιμένουν στις απόψεις τους αποδεικνύοντας έτσι πως σ’ αυτούς δεν πρυτανεύει η εκζήτηση της αλήθειας αλλά μια βαθειά και κυριαρχική φοβία.

Έτσι, εμείς δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με τη θεολογική πλευρά. Δεν θα ασχοληθούμε, επίσης, ούτε με τις πολιτικές διαστάσεις που έχουν δοθεί στο όλο ζήτημα. Εμείς θέλουμε να παρουσιάσουμε καθαρά επιστημονικά το θέμα, γιατί μά­θαμε ότι αυτούς τους αστείους –επιεικώς– φόβους, τους συμμερίζονται και επιστήμονες, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ο αριθμός 666 είναι απαραίτητος στην δημιουργία και στην ανάγνωση του γραμμωτού κώδικα!

Άλλη μελέτη Αγιορειτικής Μονής, που έχει παίξει ρόλο στη διάδοση του φόβου, παρ’ ότι ισχυρίζεται ότι είναι επιστημονική, χρησιμοποιεί επιχειρήματα και θέσεις που είναι εντελώς αντιεπιστημονικές, όπως ότι «άλλους κανόνες χρησιμοποιεί η μηχανή δημιουργίας του barcode και άλλους η μηχανή ανάγνωσής του», πράγμα αστήρικτο επιστημονικά, αφού οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ενός κώδικα χρησιμοποιούνται και για την ανάγνωσή του.

Η ίδια μελέτη συγχέει τους barcodes με τους ηλεκτρικούς παλμούς, ενώ οι παλμοί αφορούν μόνο στα μαγνητικά μέσα. Ογραμμωτός κώδικας, όμως, είναι οπτικός και όχι ηλεκτρομαγνητικός!

Η σύγχυση αυτή επιδρά και κυριαρχεί κατ’ εξοχήν σήμερα που γίνεται λό-γος για την Κάρτα του Πολίτη. Εξακολουθούν να τη συσχετίζουν με τους γραμ­μωτούς κώδικες, ενώ η Κάρτα αυτή θα λειτουργεί ως μαγνητικό μέσο αποθήκευσης δεδομένων, δηλαδή δεν χρειάζεται κρυφούς αριθμούς ούτε για να δημιουργηθεί, ούτε για να λειτουργήσει.

Εμείς καταθέτουμε τις επιστημονικές μας απόψεις και καλούμε όποιον έχει αντίθετη –επιστημονική πάντα– γνώμη, να αναιρέσει τα γραφόμενά μας, ώστε να γίνει ένας δημόσιος, επιστημονικός διάλογος και όχι διάλογος επιστημονικής φαντασίας.


Γενικά στοιχεία

Το barcode είναι ο τρόπος παρουσίασης δεδομένων οπτικά αναγνώσιμος από μηχάνημα, ο οποίος δείχνει και περικλείει με συνοπτικό τρόπο, στοιχεία σχετικά με προϊόντα. Αρχικά, τα barcodes απεικόνιζαν τα δεδομένα σε γραμμές και αποστάσεις παράλληλων γραμμών και αναφέρονταν ως γραμμικά ή 1D (μονοδιάστατα) barcodes ή σύμβολα. Αργότερα εμφανίστηκαν συνδυασμοί από τετράγωνα, τελείες, εξάγωνα και άλλα γεωμετρικά σχήματα μέσα σε εικόνες που ονομάζονται 2D (2 διαστάσεις) πίνακες από κώδικες ή σύμβολα. Αν και τα 2D συστήματα χρησιμοποιούν σύμβολα, εκτός από τις γραμμές, αναφέρονται και αυτά ως barcodes. Τα barcodes (γραμμωτοί κώδικες) μπορούν να διαβαστούν από οπτικούς σαρωτές (scanners) που ονομάζονται “αναγνώστες barcode”, ή να σαρωθούν (διαβαστούν) από μια εικόνα μέσω ειδικά σχεδιασμένου λογισμικού.

Η πρώτη χρήση των barcodes ήταν στην καταγραφή βαγονιών στους σιδηροδρόμους, αλλά δεν ήταν εμπορικά επιτυχημένη μέχρι που χρησιμοποιήθηκαν στην αυτοματοποίηση των συστημάτων των super markets, στα οποία έχουν επικρατήσει σχεδόν καθολικά. Σήμερα η χρήση τους έχει εξαπλωθεί σε πολλές άλλες εφαρμογές, που γενικά ονομάζονται Auto ID Data Capture (AIDC). Υπάρχουν κι άλλα συστήματα που προσπαθούν να αναπτυχθούν στην Aγορά των AIDC, αλλά η απλότητα, η ευρύτητα χρησιμοποίησης παγκοσμίως καθώς και το χαμηλό κόστος των barcodes έχει περιορίσει το ρόλο των άλλων συστημάτων. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η εφαρμογή των barcodes κοστίζει 0,5 $ (ΗΠΑ), τη στιγμή που η αντίστοιχη λύση σε RFID (μέθοδος μέσω ηλεκτρομαγνητικ&ν κυμάτων) εξακολουθί να κοστίζει περίπου από 7$ έως 30$ ανά ετικέτα1.

Υπάρχει ένα πλήθος από τύπους barcodes που διακρίνονται από το αν είναι συνεχόμενοι ή διαχωρισμένοι αλλά και από τον αριθμό των γραμμών τους. Άλλοι έχουν πολλές και άλλοι δυο γραμμές, άλλοι μια. Είναι άξιο απορίας το πως έγιναν όλοι ξαφνικά ειδικοί και αποφαίνονται για λεπτομέρειες που αφορούν συγκεκριμένα έγγραφα, όπως πρόσφατα για την Κάρτα του Πολίτη. Παραθέτουμε ενδεικτικά:

Τύποι barcodes Συνεχόμενοι με πολλές γραμμές:

ή.P.C., Code 93, Code 128, Code 128A, Code 128B, Code 128C, DUN 14, EAN 2, EAN 5, EAN 8, EAN 13, GS1-128 (παλαιότερα γνωστό ως UCC/EAN-128) λανθασμένα Aφέρεται ως EAN 128 και UCC 128, GS1 DataBar, πρώην Reduced, Space Symbology (RSS), ITF-14, JAN, PostBar