πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
(Αναδημοσίευση από http://www.Amen.gr)
ΜΕΡΟΣ –Α-
Συμπληρώνονται φέτος τρία χρόνια από την προς Κύριον εκδημία του μακαριστού Γέροντα Αθανάσιου Φακίνου.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2013 συνέβη το τελευταίο οριακό επεισόδιο της επίγειας ζωής του που ήταν όμως «άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχή».
Όλοι σήμερα αναπολούμε με συγκίνηση τη φωτεινή μορφή του αγαπητού και σεβαστού εκείνου Γέροντα.
Αναπολούμε και μνημονεύουμε, ενθυμούμαστε και ευγνωμονούμε, θαυμάζουμε και ευχαριστούμε και δοξάζουμε το Θεό που μας χάρισε τον της ευσεβείας διδάσκαλο. Συγχρόνως όμως αισθανόμενοι εντονότατα την έλλειψη του πατρός και το δυσαναπλήρωτο κενό που άφησε, ομολογούμε την κατάσταση της πνευματικής ορφάνιας την οποία πλέον βιώνουμε.
Η πεντηκονταετής εν Άρτη παρουσία του ήταν μια συνεχής διακονία θυσιαστικής αγάπης. Διακόνησε ακούραστα χιλιάδες ανθρώπων θεραπεύοντας, νουθετώντας, παρηγορώντας. «Κοπιώντες και πεφορτισμένοι», νέοι και γέροντες, κληρικοί και μοναχοί, ξένοι και άγνωστοι, άρρωστοι και πονεμένοι, βρήκαν βάλσαμο στο πετραχήλι του π. Αθανασίου.
Σκορπούσε απλόχερα ευγένεια και αγάπη, μετέδιδε πίστη και ελπίδα, δίδασκε με την παρουσία του την αγία απλότητα, μοίραζε αφειδώλευτα τους καρπούς από τα χαρίσματα που του είχε δώσει ο Θεός και εργαζόταν ακούραστα στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, στην ιερουργία του λόγου του Θεού, τη διακονία του μυστηρίου της Εξομολογήσεως, στην οικοδομή του Σώματος της Εκκλησίας.
Το βλέμμα του αγκάλιαζε τους πάντες, η καρδιά του χωρούσε όλους, ήξερε καλά την τέχνη του «συγχωρείν». Ο πατερικός στοχασμός του, η αφιλοχρηματία του, η Ευαγγελική φιλανθρωπία του, η μετριοφροσύνη, η μειλιχιότητα, η πραότητα, η πίστη προς το Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον υπήρξαν οι αρετές που ενσάρκωνε ο π. Αθανάσιος.
Αγάπησε πολύ τους ανθρώπους και τον τόπο αλλά επίσης κέρδισε τον σεβασμό και την αγάπη του λαού, που τον σεβόταν και τον υπεραγαπούσε. Η ευταξία, η ιεροπρέπεια και η λειτουργική του χάρη τον έκαναν έναν από τους ωραιότερους μυσταγωγούς της θείας λατρείας. Πάντοτε χαμογελαστός, προσηνής, φιλάρετος, λαμπρός συνεχιστής της γνήσιας Ορθόδοξης μοναχικής παραδόσεως και της μοναχικής ακρίβειας.
Γνωρίσαμε τον Γέροντα τον «πεπλησμένον σοφίας, πείρας εκκλησιαστικής και εκκλησιαστικού φρονήματος, αγαπώντα την τάξιν και την ευπρέπειαν της Εκκλησίας και τηρούντα τα κεκανονισμένα θέσμια, σεβόμενος τους αιωνίους εκκλησιαστικούς θεσμούς, τους υπό των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων καταρτισθέντας και ευλογηθέντας».
Μακαρίζουμε εκείνον τον «σύσκηνον» του Χριστού ζητώντας επιμόνως να ικετεύει τον φιλάνθρωπο Χριστό για τους κληρικούς της Εκκλησίας για τους χριστιανούς, για τους αμφιβάλλοντες περί την πίστη, για τους αθέους, για τους «ψυχοσωματικά οδυνόμενους», για κάθε άνθρωπο εμπερίστατο.
Και ως πνευματική παρηγοριά, ας έχουμε υπόψη, τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
«.. Είναι ανάμεσά μας έστω και αν δεν τον βλέπουμε· είναι στα άδυτα ο ιερέας, στα ενδότερα του καταπετάσματος. Εγκατέλειψε της σαρκός το παραπέτασμα. Δεν λατρεύει με σύμβολα και σκιές τα επουράνια. Βλέπει τον Χριστό κατά πρόσωπο και Τον παρακαλεί για μας και για τα αγνοήματα και αμαρτήματά μας»
Γέροντα, τώρα πια σε νοιώθουμε ταχυδρόμο των προσευχών και των δεήσεών μας, των δακρύων και των εκ βάθους στεναγμών μας.
Μας δίδαξες με τη ζωή σου το φόβο του Θεού.
Σε ευχαριστούμε.
Η μνήμη σου ας είναι αιωνία και άληστος.
Ο π. Αθανάσιος όπως τον γνωρίσαμε (Μια γραπτή ανώνυμη μαρτυρία)
Ο π. Αθανάσιος υπήρξε ένας χαρισματούχος κληρικός και άνθρωπος. Ένας άνθρωπος με πολλά ταλέντα και χαρίσματα. Η όψη του σου έφερνε στη μνήμη αγιογραφίες από τους τοίχους των εκκλησιών, το βλέμμα του σε διαπερνούσε λες και διάβαζε τις σκέψεις σου, η στάση του μία διαρκής προσευχή, ο τρόπος που τελούσε τα μυστήρια σε ταξίδευε σε άλλους κόσμους, θεϊκούς. Όταν λειτουργούσε σου έδινε την εντύπωση ότι μόνο το σώμα του ήταν παρόν στην Αγία Τράπεζα ενώ η ψυχή του συλλειτουργούσε με τους Αγίους στον Παράδεισο.
Στο μοναστήρι της Φανερωμένης λειτούργησαν και μίλησαν πολλοί κληρικοί. Μητροπολίτες, αρχιμανδρίτες και απλοί ιερείς που σε εντυπωσίαζαν με την μελωδική τους φωνή και τα ατσάλινα κηρύγματά τους. Κανένας όμως δεν σε οδηγούσε στους ουρανούς παρά μόνο αυτός ο απλός ιερομόναχος που ούτε η φωνή του εντυπωσίαζε (αυτή που με πολλές προσπάθειες καταφέραμε να ακούσουμε) ούτε και τα σπάνια 2λεπτα με 3λεπτα κηρύγματά του τα οποία μπορεί για κάποιους να μην είχαν ειρμό αλλά είχαν ουσία. Κοντά του καθημερινά συνέρρεαν πολλοί άνθρωποι με πολλές ανάγκες υλικές και πνευματικές με σκοπό να τους ανακουφίσει και σε αντίθεση με την αυστηρότητα, που πολλοί του καταλόγιζαν, τους δέχονταν όλους ανεξαιρέτως και κανείς δεν έφευγε με παράπονο.
Οι αγρυπνίες του, η αυστηρή νηστεία και εγκράτεια του που φανερώνονταν σε κάθε του κίνηση, η αδιάκοπη προσευχή του, η ταπεινοφροσύνη του και όλα τα χαρίσματα τα οποία όσο κι αν προσπαθούσε να αποκρύψει τόσο αυτά εκδηλώνονταν τον έκαναν έναν ζωντανό Άγιο.
Πλέον ο π. Αθανάσιος βρίσκεται κοντά στο Θεό δίπλα στον Άγιο γέροντά του όσιο γέροντα Αθανάσιο Χαμακιώτη, και τους άλλους αγίους γεροντάδες της εποχής μας αλλά και όλους τους Άγιους της Εκκλησίας μας. Πλέον η πόλη μας και εν γένει ο νομός της Άρτας απέκτησε μετά την Αγία Θεοδώρα, τον Άγιο Μάξιμο τον Γραικό, τον Άγιο Ζαχαρία και τους άλλους αγίους της περιοχής μας έναν επιπλέον Άγιο που αν θέλει ο Θεός θα φανερώσει στους συμπολίτες μας .Έναν Άγιο που θα πρεσβεύει για όλους. Και για μας που τον γνωρίσαμε αλλά και για όλους τους αρτινούς και όσους τον επικαλούνται. (δημοσιεύτηκε στο Ιστολόγιο taneatismikrospilias24.weebly.com/)
ΜΕΡΟΣ-Β
Η πνευματική παρακαταθήκη Γέροντος Αθανασίου Φακίνου.
Ιδιαίτερη τιμή και ευλογία για μας είναι το γεγονός ότι έχουμε στην κατοχή μας ένα μεγάλο μέρος του χειρόγραφου αρχείου του μακαριστού Γέροντα, που μας χάρισε ο ίδιος και το οποίο επεξεργαζόμαστε ώστε μελλοντικά να αξιοποιηθεί ποικιλοτρόπως.
Το αρχείο περιλαμβάνει: υπομνήματα, προσωπικές επιστολές, εισηγήσεις σε ιερατικά συνέδρια, σημειώσεις από τα κηρύγματα κ.α.
Από το αρχείο αυτό, που αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του μακαριστού Γέροντα , δημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.
Συγκεκριμένα δημοσιεύονται αποσπάσματα
από εισηγήσεις του Γέροντα σε ιερατικά συνέδρια
Κείμενα του Γέροντα (Αποσπάσματα)
Από τις εισηγήσεις του σε Ιερατικά συνέδρια.
1.Εισήγησις εις Ιερατικόν Συνέδριον Άρτης -Οκτώβριος 1971.
ΘΕΜΑ: ¨Ο ιερεύς κατά τας Θείας Τελεσιουργίας» ή «Ο Ιερεύς ως τελετουργός»
Αποσπάσματα
Περί της εν τη Ορθοδόξω ημών Εκκλησία Θείας Λατρείας είναι αναμφισβήτητοι δύο σπουδαίαι διαπιστώσεις, άξιαι πολλής προσοχής.
Κατά την πρώτην διαπίστωσιν, το μεγαλείον, το βάθος και το ύψος της Ορθοδόξου Θείας Λατρείας ασκεί τόσην επίδρασιν εις τας ψυχάς, ώστε ευλόγως να θεωρήται αύτη ως δυνατόν κήρυγμα και μέγας συντελεστής πνευματικής οικοδομής και κατ΄εξοχήν πηγή αγιασμού και ηθικής αναπλάσεως και εξυψώσεως του λαού.
Κατά την δευτέραν διαπίστωσιν, η γνώσις του λειτουργικού θησαυρού της Ορθοδοξίας από τους εκτός αυτής ευρισκομένους αποτελεί -απετέλεσεν ήδη δι΄αυτούς- την αρίστην αποκάλυψιν περί της όλης αξίας της Ορθοδοξίας προς την οποίαν αποβλέπουν ήδη μετά σεβασμού και θαυμασμού πολλοί εκ της Δύσεως, οίτινες είχον προηγουμένως μεμειωμένην εκτίμησιν περί της Ορθοδοξίας.
Αμφότεραι αι διαπιστώσεις αύται προϋποθέτουσι τα εξής δύο, αυτονόητα μεν, αλλά και υπογραμμίσεως άξια.
Πρώτον: Η Ορθόδοξος θεία λατρεία δια να ασκή βαθυτάτην επίδρασιν, τόσον εις τους εντός όσον και εις τους εκτός των κόλπων της Ορθοδοξίας, είναι απαραίτητον να επιτελείται καλώς και ανταξίως προς τα υπέροχα συστατικά αυτής. Διότι η κακή επιτέλεσις αυτής μειώνει σοβαρώς την επίδρασιν ταύτης, ενώ η μετά ενθουσιασμού και ζήλου κατάλληλος εμφάνισις της θείας Λατρείας αξιοποιεί πληρέστερον και αρτιώτερον, μάλιστα δε αποτελεσματικώτερον τους λειτουργικούς θησαυρούς ημών.
Και δεύτερον, δια να υπάρξη η τοιαύτη αξία εφαρμογή και προβολή της απαραμίλλου λειτουργικής πράξεως της Εκκλησίας ημών, είναι κυρίως ανάγκη να υπάρχουν άξιοι λειτουργοί, οίτινες θα παρουσιάζωνται μετά δυνάμεως και εξάρσεως πολλής «τας λατρείας επιτελούντες»(Εβρ.9,6).
………Προτού εισέλθωμεν εις τα επί μέρους ζητήματα, επιβάλλεται να προτάξωμεν γενικά τινά περί του τελετουργούντος Ιερέως.
Α. Ως γνωστόν ο ιερεύς (όταν δεν προϊσταται Αρχιερεύς) είναι το κυριώτερον δρων πρόσωπον εν τη Θεία Λατρεία. Ο Ιερεύς έχει πάντοτε τον μάλλον υπεύθυνον ρόλον όλων δε των άλλων συμμπρατόντων εν τη λατρεία προσώπων οι ρόλοι των οποίων έρχονται οπωσδήποτε εις δευτέραν και τρίτην μοίραν, οσονδήποτε και αν συμβάλλωσι και αυτοί σημαντικώς εις την διεξαγωγήν της Θείας Λατρείας. Ουδέ είναι δυνατόν να αναπληρωθή το κενόν ενός ακαταλλήλου τελετουργού ιερέως υπ΄άλλων, οσονδήποτε αξιολόγων συντελεστών της Θείας Λατρείας (φερ΄ειπείν ψαλτών ή χορωδιών εξαιρέτων) ενώ αντιθέτως ο υπέροχος τελετουργός ιερεύς δύναται και με μικροτέραν συμβολήν άλλων προσώπων να αναδείξη το κάλλος και το ύψος της Θείας Μυσταγωγίας λίαν ψυχοφελούς και επικοδομοιτικής. Εξ άλλου, εκ του όλου έργου του ιερέως ,το αγιαστικόν-εις το οποίον εμπίπτει το τελετουργικόν-είναι το σπουδαιότερον. Η Ορθόδοξος άποψις εν προκειμένω δεν θέτει υπεράνω της ιερουργίας ούτε το κήρυγμα, όπως οι Προτεστάνται, ούτε την ποιμαντορικήν εξουσίαν, όπως οι Παπικοί. Πρωτεύει καθ΄ημάς τους Ορθοδόξους, η ενέργεια της Ιερωσύνης προς μετάδοσιν της Θείας Χάριτος.» Η Χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο»(Ιωαν.1,14).
Πρώτον η Χάρις. Αυτή έχει το αναμφισβήτητο προβάδισμα. Και παραλλήλως η αλήθεια εις την οποίαν αφορά το δεύτερον έργον του ιερέως, το διδακτικόν. Αλλ΄ως ελέχθη ανωτέρω, η μεν ιερουργία, καλώς επιτελουμένη, δύναται να αναπλήρώση εν πολλοίς και το κήρυγμα και άλλα εκκλησιαστικά ποιμαντικά μέσα, ενώ δεν είναι δυνατόν να συμβεί τούτο αντιστρόφως. Υπάρχουν μάλιστα ιστορικά δεδομένα αποδεικνύοντα την αλήθειαν ταύτην περί της πρωταρχικής σημασίας του τελετουργικού έργου του ιερέως. Επί μακράς περιόδους αντιξόων περιστάσεων της ζωής της Εκκλησίας και του Έθνους ημών οι άμβωνες των ναών εσίγησαν. Και εν τούτοις η εθναρχούσα Εκκλησία ωμίλει επικοδομοιτικώς εις τας ψυχάς του ποιμνίου Αυτής δια της λειτουργικής Αυτής ζωής. Πολλάκις δεν διέθετε κληρικούς ικανής μορφώσεως δια να επωμισθώσι το διδακτικόν έργον της Εκκλησίας. Διέθετεν όμως λειτουργούς του Αγίου Θυσιαστηρίου και οικονόμους των μυστηρίων του Θεού αφωσιωμένους, μετ΄ενθέου ζήλου εις τα της θείας λατρείας. Και οι απέριττοι και απλοί εκείνοι ιερείς εβάστασαν το βάρος της ποιμαντορίας ουχί αδοκίμως. Διότι εμυσταγώγουν και επαιδαγώγουν τον λαόν «τας λατρείας επιτελούντες» καλώς και πρεπόντως.
Από της απόψεως αυτής πρέπει να λεχθή ότι και οι μη τυχόντες ανωτέρας μόρφωσης ιερείς είναι δυνατόν να αποβώσι -και αποβαίνουσι πολλοί εξ αυτών-άξιοι και δόκιμοι εργάται του Αμπελώνος του Κυρίου, εφόσον καλλιεργούν το εις αυτούς δοθέν τάλαντον της Ιερωσύνης, επιτελούντες τα τελετουργικά αυτών καθήκοντα υποδειγματικώς, με πάσαν ευλάβειαν και με την επιβαλλομένην ψυχικήν συμμετοχήν και έξαρσιν.
Βεβαίως η εποχή μας απαιτεί να είναι εξάπαντος οι κληρικοί αρτίας μορφώσεως δια να ανταποκρίνωνται επαρκώς τόσον εις το διδακτικόν όσον και εις το ποιμαντικόν των έργον και να μη υστερούν εις συγκρότησιν και κατάρτισιν, καθ΄όν χρόνον μεταξύ του ποιμνίου αυτών θα υπάρχουν πλείστοι προηγμένοι και μεμορφωμένοι, τα δε προβλήματα και τα θέματα προ των οποίων ευρίσκεται ο ιερεύς σήμερον, δεν αντιμετωπίζονται εκ των ενόντων άνευ μορφώσεως και ικανότητος διδόναι λόγον «παντί τω αιτούντι ημάς περί της εν ημίν ελπίδος»(Α Πέτρ.3,15).
Παρά ταύτα, και οι μετριωτέρας ή και στοιχεώδους μορφώσεως ιερείς, οίτινες αποτελούσιν εν πολλοίς το δυναμικόν της Εκκλησίας, δεν είναι αμελητέα και ευκαταφρόνητα στελέχη αυτής ,υπό την προϋπόθεσιν όμως ότι ως λειτουργοί θα ίστανται καλώς επί των επάλξεων. Διότι και η τελετουργική έπαλξις συγκρατεί όχι ολίγον τον δεσμόν και την επαφήν της Εκκλησίας μετά της κοινωνίας. Αναλογισθήτε όμως πατέρες την τραγωδίαν, την πικρίαν και την αποκαρδίωσιν του λογικού εκείνου ποιμνίου, όπου ο ολιγογράμματος ιερεύς αυτού, όλως αδιαφόρως, δεν καταβάλλει ουδεμίαν προσπάθειαν και προσοχήν να σταθή τουλάχιστον ένας λαμπρός τελετουργός μεταρσιώνων και αναβιβάζων τας ψυχάς των παρακολουθούντων εις τον θρόνον του Υψίστου.
Δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να υποτιμάται η δια της τελετουργίας πολλή εξυπηρέτησις των σκοπών και του έργου της Εκκλησίας.
Αλλά πρέπει να υπογραμμίσωμεν και το εξής βαθύτερον και πνευματικώτερον.
Ο Άγιος πρωθιερεύς της Κροστάνδης Ιωάννης έγραψεν εις το γνωστότατον βιβλίον του «Η εν Χριστώ ζωή», ότι ο άξων της όλης ενεργείας και ζωής του ιερέως πρέπει να είναι η Θεία Λειτουργία, η ιερουργία εν γένει. Όταν δε ευτρεπίζωμεν τας ψυχάς μας, διότι θα ιερουργήσωμεν και κατόπιν ιερουργούντες εξακολουθώμεν να συνεχώμεθα από τας αγίας εξάρσεις της ιερουργίας και δεν παραλείπωμεν μίαν μελέτην εποικοδομητικήν εν σχέσει πρός όσας αγίας σκέψεις και συναισθήματα και διαθέσεις προκάλεσεν -ή ώφειλε να προκαλέση-εις ημάς η επιτελεσθείσα ιερουργία, αυτός ο περί τον άξονα ιερουργίας κύκλος των πνευματικών ημών ενασχολήσεων και ημάς προάγει εις αγιασμόν και τον λαόν εποικοδομεί η ευδιάκριτος πάντων διαπίστωσις ότι αποτελούσι και ιδικά μας βιώματα τα όσα εν τη τελετουργική ημών διακονία επιτελούμεν».
Εν τοιαύτη περιπτώσει ο ιερεύς ως τελετουργός είναι διδάσκαλος του λαού διττώς. Διδάσκει και εμπνέει αφ΄ενός δια των υψηγόρων λόγων της θείας ιερουργίας και ευλογίας και ουχί ολιγώτερον διδάσκει δια της ψυχικής του συμμετοχής και εξάρσεως, ήτις μαρτυρεί και τον βαθμόν της αγιότητος του ιερουργούντος.
Εκ των ανωτέρω δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι το τελετουργικόν έργον του ιερέως ευρίσκεται εις άμεσον συνάρτησιν προς την εν γένει αυτού ζωήν και ιερατικήν δραστηριότητα. Ήτοι:
α. Η πνευματική ζωή του ιερέως και εμφαίνεται, ως είπομεν ανωτέρω και αναζωπυρούται και προάγεται δια της ιερουργίας. Είναι δε γνωστόν εις όλους ημάς ότι αφ΄ενός μεν διδασκόμεθα και εμπνεόμεθα και ημείς δια των θεσπεσίων λειτουργικών κειμένων των Ιερών Ακολουθιών, τας οποίας επιτελούμεν. Αφ΄ετέρου δε πολλαί ευχαί, τόσον της Θείας Λειτουργίας όσων και άλλων ιεροτελεστιών δίδουν πολλάς νύξεις εις τον ιερουργούντα ίνα έρχηται εις συναίσθησιν των εαυτού αμαρτημάτων και δημιουργούσιν ούτως εις αυτόν την κατάνυξιν και το ψυχικόν εκείνο κλίμα, το οποίον ευνοεί και εξαίρει τα στοιχεία της πνευματικότητας και προάγει την εν γένει πνευματικήν ζωήν του ιερέως.
Απαράμιλλον και διδακτικώτατον εν προκειμένω είναι το γνωστόν όραμα του προφήτου Ησαϊα, ο οποίος οραματισθείς αγίους αγγέλους, λατρεύοντας εν ουρανώ τον Πανάγιον Θεόν και αναβοώντας το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαββαώθ» συναισθάνεται ότι είναι αμαρτωλός, αλλά και ενισχύεται βεβαιούμενος περί της δοθείσης εις αυτόν θείας συγγνώμης – δια του καθαρίσαντος αυτόν άνθρακος – και καλείται εις μεγάλην αποστολήν και προφητικήν διακονίαν.
Β.Η αναστροφή του ιερέως εν τω ποιμνίω αυτού, έχει πλείστας όσας τελετουργικάς αφορμάς. Πολλαί ιεροτελεστίαι φέρουν εις επαφήν τον ιερέα μετά των διαφόρων εκφάνσεων της ζωής του ποιμνίου του.
Η εξ αφορμής δε των τοιούτων ιεροτελεστιών αναστροφή του ιερέως μετά των οικογενειών του ποιμνίου του είναι όχι μόνον ο κατ΄εξοχήν άγιος και αδιάβλητος τρόπος δια τας κοινωνικάς αυτού επαφάς, αλλά και δίδει εις αυτόν την ευκαιρίαν να εκδηλώση την συμπαράστασίν του προς τους ενορίτας του και να δώση εις αυτούς δείγματα της αγάπης του, διευκολύνων, εξυπηρετών, αποδεικνύων το » αφιλάργυρος ο τρόπος» (όπερ εντελλόμεθα δια του 5ου χωρίου Κεφ.13 της προς Εβραίους επιστολής) και αναπέμπων τας ευχάς της σχετικής ιερουργίας ως ιδικάς του προσωπικάς προσευχάς υπέρ των πνευματικών του τέκνων και των αναγκών και περιστάσεων της ζωής αυτών.
Γ. Επί πλέον όμως το ποιμαντορικόν έργον του ιερέως εν τη ενορία αυτού ευρίσκει θύραν εισόδου και αφετηρίαν τας διαφόρους πάλιν ιεροτελεστίας. Και χωρίς βεβαίως να αρκείται μόνον εις τας τοιαύτης φύσεως ευκαιρίας, είναι αναμφισβήτητον ότι τον ιερέα ως τελετουργόν, εις όλας εκείνας τας περιπτώσεις ευχολογίας τας αναφερομένας εν τω Μεγάλω Ευχολογίω, τον φέρει εγγύς των ενοριτών του η Α ή Β περιστατική ιεροτελεστία και του δίδει την καλυτέραν ευκαιρίαν να επιτελέση πέραν της απλής ιερουργίας το κατά την περίστασιν επιβαλλομένων ποιμαντικόν καθήκον προς τους ενορίτας του και τας καθ΄έκαστον τούτων πνευματικάς και λοιπάς ανάγκας με μεγίστην μάλιστα ευκολίαν εάν ιερούργησε με ακρίβειαν, με ευγνωμοσύνην και ευλάβειαν.
Ούτω ο ζηλωτής και καλός λειτουργός ιερεύς διαθέτει συντελεστικώτατον μέσον επιδράσεως εις την σύγχρονον κοινωνίαν, την καλήν του ιερουργίαν, δια της οποίας πολλαί ψυχαί τονώνονται και συγκινούνται. Δεν είναι ολίγα τα παραδείγματα κατά τα οποία μια καλή και κατανυκτική ιερουργία οδήγησεν ή επανέφερεν πολλούς προς τον Χριστόν και την Εκκλησίαν. Όπως πάλι δυστυχώς -διατί να το κρύψωμεν-πολλά μέλη της κοινωνίας εφυγάδευσεν εκ του ναού και αποξένωσεν τελικώς από της Εκκλησίας η απροσεξία του τελετουργού, η αδιαφορία του και η εν γένει ανάρμοστος ψυχρά, αν μη και ανευλαβής (ο Θεός φυλάξοι) τέλεσις της ιερουργίας.
Δ.Τέλος το κήρυγμα και η κατήχησις -και δη το σύγχρονον κήρυγμα και η κατήχησις- έχουν πολλήν σχέσιν με το τελετουργικόν ημών έργον.
Όχι μόνον διότι το εντός της Θείας ιερουργίας τελούμενον κήρυγμα πλαισιούται κατά τον εποικοδομητικώτερον τρόπον -όπως και αντιστρόφως η θεία ιερουργία συμπληρούται δια του θείου κηρύγματος-αλλά και διότι κατενοήθη σήμερον ότι το λεγόμενον Λειτουργικόν κήρυγμα είναι επιβεβλημένον και από ορθοδόξου απόψεως απαραίτητον. Είναι δε γνωστή η ψυχολογία και οι προτιμήσεις του εκκλησιάσματος να ακούει το κήρυγμα κυρίως εκ του ιερουργούντος κληρικού.
Ο συνδυασμός ιερουργίας και κηρύγματος ομιλεί ευγλωττότερον και ευρίσκει πολλήν απήχησιν εις τας ορθοδόξους ψυχάς.
Και η κατήχησις δέον να ευρίσκη εις τον τελετουργόν ιερέαν την αρίστην αυτής τελείωσιν. Κατηχούσα τους νέους περί του ναού και των τελουμένων εν αυτώ, θα πρέπει να μην διαψεύδεται η κατήχησις εις τας περί του ύψους και του κάλλους της Ορθοδόξου Θείας Λατρείας διαβεβαιώσεις αυτής από ακατάλληλον ή απρόσωπον τελετουργόν ιερέα.
Αλλ΄αντιθέτως η τελετουργία δέον να εξαίρη και να υπερθεματίζη τας εκ της κατηχήσεως προσλαμβανούσας παραστάσεις. Γενικώς δυνάμεθα να είοωμεν ότι: Όσην περισσοτέραν ευλάβειαν, προσοχήν και έξαρσιν επιδεικνύει ο ιερεύς κατά τας ιεροτελεστίας, τόσην περισσοτέραν επίδρασιν και επιρροήν επί των ψυχών των ακροατών αυτού ασκή δια του θείου κηρύγματος και κατηχητικού μαθήματος.
Δεν εθεώρησα περιττήν, σεβαστοί πατέρες, την συσχέτησιν ταύτην του τελετουργικού έργου του ιερέως προς τας άλλας πλευράς της ιερατικής διακονίας, περί των οποίων ανέφερα προηγουμένως.
Νομίζω μάλιστα, ότι η τοποθέτησις της ιερουργίας εις την ρίζαν ή εις την προέκτασιν όλων των άλλων ιερατικών μας έργων και ταύτα επευλογεί και εξαγιάζει και την πρωταρχικήν σημασίαν του τελετουργικού έργου του ιερέως τονίζει και εξαίρει.
Πρακτικά τινά περί του τελετουργούντος ιερέως.
Ας φέρωμεν ήδη τον λόγον, μετά την θεωρητικήν τοποθέτησιν των πραγμάτων, εις το δεύτερον, το πρακτικόν μέρος της παρούσης εισηγήσεως, το αφορών εις τα επί μέρους ζητήματα του τελετουργικού ημών έργου.
…………………………………………………………………………………..
Θα θίξωμεν μόνον μερικάς θεμελιώδεις βασικάς αρχάς, αίτινες πρέπει να κατευθύνωσιν ημάς εις την διεξαγωγήν πάσης τελετουργίας.
Και πρώτον η α κ ρ ι β ε ι α, η οποία πρέπει να διέπη τον λειτουργόν εν πάσι.
Ακρίβεια όσον αφορά εις την ώραν ενάρξεως των Ιερών Ακολουθιών, συμφώνως άλλωστε, προς το Ωρολόγιον Πρόγραμμα της Ιεράς Μητροπόλεως. Αλλά ακρίβεια -όσον είναι δυνατόν- προς την διάρκεια και την λήξιν της Ιεράς Ακολουθίας. Δεν είναι ορθόν να κυμαίνεται και να μεταβάλλεται εκ του συνήθους κατά το δοκούν η διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών. Ούτε επιτρέπεται να επαφίεται εις τον μουσικολογικόν οίστρον των ψαλτών η ταλαιπώρησις του ορθοστατούντος κατά το πλείστον εκκλησιάσματος, διότι τούτο τοιουτοτρόπως φυγαδεύονται εκ του Ναού. Είναι δε δικαία και εύλογος η απαίτησις των πιστών να γνωρίζωσι, με πλήρη εννοείται συνέπειαν, πότε αρχίζει και πότε τελειώνει η οιαδήποτε ιερουργία, ώστε αναλόγως να κανονίζωσι την προσέλευσίν των, αλλά και τας άλλας εργασίας των. Καταντά δε φαύλος κύκλος το συνήθως παρατηρούμενον, να αργοπορή η διεξαγωγή της Ιεράς Ακολουθίας, διότι βραδύνουν να έλθουν οι πιστοί εις τον ναόν, οι δε πιστοί πάλιν να επιβραδύνουν την προσέλευσίν των, εφ΄όσον γνωρίζουν ότι επιβραδύνεται η ακολουθία.
Η πείρα διδάσκει ότι δεν συμβαίνει τούτο εις όσους ναούς υπάρχει ακρίβεια ενάρξεως και λήξεως των ιερών ακολουθιών. Αλλ΄η υποχρέωσις της ακρίβειας υφίσταται περαιτέρω εις αυτήν ταύτην την διεξαγωγήν της Ακολουθίας, ώστε να είναι αύτη σύμφωνος προς τας τεθειμένας τυπικάς διατάξεις της Εκκλησίας, από των οποίων δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις.
Εν πρώτοις δεν συγχωρείται να υπάρχη άγνοια εν σχέσει προς τας τυπικάς διατάξεις της τελέσεως πάσης ιεροπραξίας, εκτός αν είναι κανείς αρχάριος. Επίσης δεν συνιστά ευσυνείδητον ιερέα η έλλειψις τελετουργικής συγκροτήσεως και καταρτίσεως.
Ωσαύτως δεν επιτρέπονται αι αυθαίρετοι πρωτοβουλίαι ή παραλέίψεις και συντομεύσεις. Ο μόνος ορθός τρόπος συντομίας είναι η εξοικονόμησις χρόνου δια απλουστέρας και συντομωτέρας ψαλμωδίας και των ανεπιτηδεύτων αιτήσεων και εκφωνήσεων. Υφίσταται βεβαίως εν τη πράξει και έτερος τρόπος συντομεύσεως των Ακολουθιών, ουχί δια παραλείψεως, αλλά δια μυστικής αναγνώσεως ορισμένων ευχών κ.λ.π., τούτο όμως είναι εύκολώτερον όταν συλλειτουργούν πλείονες του ενός ιερείς. Αλλά το να περικόπτονται αι ευχαί τούτο είναι αδιανόητον και αμάρτημα βαρύτατον, διότι άνευ ευχών ούτε Μυστήριον, ούτε λατρεία τελείται.
Είναι βέβαια γνωστή μια φερομένη απαίτησις της συγχρόνου εποχής μας, περί συντομεύσεως των ιερών Ακολουθιών. Η Εκκλησία εις το παρελθόν επέδειξε κατανόησιν και συγκατάβασιν εις παρόμοια αιτήματα, αλλά δεν ανήκει εις κάθε ιερέα η εξουσία και η αρμοδιότης να καθορίζη κατ΄ιδίαν κρίσιν την σύνθεσιν των ιερών Ακολουθιών.
Εις τη Ανωτέραν Εκκλησιαστικήν Αρχήν απόκειται να ορίση επισήμως τυπικάς διατάξεις περί συντομωτέρας τυχόν τελεσιουργίας των Ιερών Ακολουθιών. Εάν δε παρίσταται ανάγκη συντομεύσεως Ιεροτελεστίας τινός, η συντόμευσις , ήτις έχει οπωσδήποτε ορισμένα όρια, δεν θα γίνη δια περικοπών, αλλά δια του τρόπου ο οποίος αναφέρθηκε προηγουμένως. Αλλά από του σημείου αυτού μέχρι του σημείου να τελειώνη ο ιερεύς Όρθρον και Θείαν Λειτουργίαν εντός μιας μόνο ώρας, τας δε βαπτίσεις και τους Γάμους εντός 15-20 λεπτών υπάρχει χαώδης διαφορά, η οποία κατασκανδαλίζει τους πιστούς και προσδίδει εις τον Ιερέα τον χαρακτηρισμό του παπα-Τρέχα, του κερδοσκόπου, του ασεβούς, του εμπόρου. Πολλάς φοράς εις το παρελθόν συνεζήτησα με τινας σκανδαλισθέντας εκ τοιούτων ιερέων χριστιανούς, οίτινες διετύπωσαν και διατυπώνουν τινες ακόμη αμφιβολίας περί της εγκυρότητος ή της πραγματικής τελέσεως των Μυστηρίων τούτων και μετά δυσκολίας πολλής εδέχθησαν την αλήθειαν, ότι ταύτα τελούνται εξ έργου ειργασμένου και είναι έγκυρα και πραγματικά, αρκεί μόνον την πρόθεσιν τελέσεως τούτων να είχεν ο ιερεύς.
Η βιασύνη εις την ανάγνωσιν των ευχών, εις τας αιτήσεις και εκφωνήσεις ομοιάζει περισσότερον εμπαιγμός προς τον τρομερόν Θεόν παρά προσευχή και λατρεία. Δεν ακούγεται παρά ένα ακαθόριστο μουρμούρισμα μπερδεμένων λέξεων και φράσεων ακατάληπτον εις τον ιερουργούντα και εις τους πιστούς. Ούτε καν να γίνεται λόγος περί τελετουργικής.! Το ίδιο, εμπαιγμός προς τον Θεόν και προς το Μυστήριον, ομοιάζει η μη καθαρότης ή αλλοίωσις των συλλαβών, λέξεων και φράσεων, άτινας προφέρει εκφώνως ο τελετουργός, ώστε να προξενεί θυμηδίαν, δι’ αυτό όχι και μικρόν κρυφόν γέλωτα εις τους πιστούς και εις άλλους αγανάκτησιν.
Συναφές προς το ζήτημα της ακριβείας είναι και το θέμα της ομοιομόρφου υφ΄ ημών των ιερέων επιτελέσεως των ιερών ακολουθιών.
Περί του βαθμού και του μέτρου της ομοιορφίας ταύτης αρμόδιος είναι ο οικείος Αρχιερεύς. Πάντως δεν είναι δυνατόν να νοηθή αύτη ως δουλική καθήλωσις του ιερουργούντος εις το ξερόν των τυπικών διατάξεων και οδηγιών. Διότι ο άξιος και εξαίρετος τελετουργός θα έχη εξάπαντος τελετουργικήν προσωπικότητα, ήτις θα εκδηλωθή και αισθητικώς και δια των ιδιαίτέρων του τελετουργικών προσόντων, μετά τινος σχετικώς ελευθερίας κινήσεως, εντός των πλαισίων πάντοτε της παραδεδομένης λειτουργικής πράξεως της Εκκλησίας ημών. Η δε ελευθερία αυτού έγκειται κυρίως εις την εκ μέρους του προσωπικήν έξαρσιν των τελετουργικών στιγμών δια της επικοδομοιτητικής και εις δόξαν Θεού αξιοποιήσεως των ιδίων αυτού χαρισμάτων (καλλιφωνίας, μουσικότητας, απαγγελίας, καλαισθησίας κ.τ.τ) άτινα πάντα, χωρίς ποτέ να γίνωνται σκοπός ή να εξωθώσιν εις αυτάρεσκον προβολήν ή ανθρωπαρέσκειαν, θα έχουν την δυνατότητα να χρησιμοποιώνται και να συμβάλλουν εις το μεγαλείον της «εν πνεύματι και αληθεία» όντως μεγαλειώδους Θείας Λατρείας.
Τυποποιημέναι κινήσεις και οιονεί μηχανικώς επιτελούμενος ρόλος του ιερέως, δίκην ρομπότ, προς επίτευξιν πλήρους ομοιομορφίας, χαρακτηρίζει μόνον τον Δυτικόν κλήρον. Ο Ορθόδοξος ιερεύς καλείται να δώση και εξ εαυτού πνοήν και παλμόν, ίνα αναδειχθή έτι μάλλον το κάλλος της Ορθοδόξου ιεροτελεστίας και δη να παρουσιάσει ταύτην ως ζώσαν λατρείαν. Βεβαίως εις την εκτίμησιν των προσωπικών μας λειτουργικών χαρισμάτων, η κρίσις ενός εκάστου είναι υποκειμενική και άρα όχι ασφαλής. Δια τούτο παρατηρούνται και απαράδεκτοι τελετουργικαί εκδηλώσεις μειούσαν ταύτην την σοβαρότητα του ιερουργούντος και της ιερουργίας .Όταν π.χ. ο τελετουργός ιερεύς εννοή να ψάλη οπωσδήποτε, ενώ δεν γνωρίζει να ψάλλει ή δεν τον βοηθά επαρκώς η φωνή του, μειώνει τον ίδιον τον εαυτόν του, αλλά και την ιερουργίαν αδικεί και το εκκλησίασμα απωθεί. Επιβάλλεται εν προκειμένω το «γνωθι σαυτόν» δια να μην εκθέτουμε το κύρος μας.
Δεν είναι απαραίτητον να ψάλλη κακήν – κακώς -και δη να ηγείται της ψαλμωδίας- ο οιοσδήποτε προεξάρχων, όταν δεν έχει ειδικήν κατάρτισιν, αλλά και φωνήν κατάλληλον, εκτός εάν δεν δύναται να γίνη διαφορετικά. Ούτε μειούται η θέσις του, εάν παραχωρήση εις άλλον καταλληλότερον το «κατάρχεσθαι του μέλους». Μάλλον εκτίθεται, εάν πράξη το αντίθετον.
Και είναι επόμενον να επισκιάση ο ίδιος την καλήν εντύπωσιν, εκ του κηρύγματός του ίσως ή εκ της άλλης επιβλητικής παρουσίας του, εφ΄όσον επιτρέπει εις εαυτόν να γίνεται καταγέλαστος δια της αδεξίου ψαλμωδίας του. Μερικοί δε ιερείς βασιζόμενοι μόνον επί της ισχυράς φωνής των εν καιρώ συλλειτούργου και κατά την συμψαλμωδίαν ψάλλουν με όσην δύναμιν διαθέτουν, ίνα σκεπάσουν τας φωνάς των συλλειτουργούντων καίτοι οι τελευταίοι γνωρίζουν ακριβέστερον και μουσικότερον να εκτελούν την μελωδίαν απ΄αυτών, ώστε οι εκκλησιαζόμενοι να ακούουν μίαν χασμωδίαν. Πρέπη άλλωστε να μας ενδιαφέρη κυρίως το κάλλος της ιερουργίας και ουχί η προβολή απιθάνων και ανύπαρκτων ικανοτήτων μας. Όταν ο θείος Απόστολος αναφερόμενος εις τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος προς τους πιστούς είπε τα «Μη πάντες διδάσκαλοι, μη πάντες προφήται κ.λ.π.» είπεν τούτω ουχί επί ματαίω. Εις την προκειμένην περίπτωσιν με το αυτό πνεύμα θα προσέθετεν «Μη πάντες καλλίφωνοι, μη πάντες χαρίσματα έχουσι μουσικά”. Διότι όπως η ιερουργία ζημιούται αφαντάστως, εάν επιχειρή να κηρύτη ακατάρτιστος και ανίκανος προς τούτο ιερεύς, ομοίως καταστρέφεται με τας παρεμβάσεις και πρωτοστασίας εις τα ψάλματα, υπό φάλτσου και ακαταρτίστου μουσικώς ιερέως. Εις τους ιερουργούς ανήκει λοιπόν, κυρίως το εύχεσθαι. Τα λοιπά δέον να κατανέμωνται εις τους αρμοδιωτέρους, επ΄αγαθώ της ιερουργίας και εις δόξαν Θεού, εξ ού πάν δώρημα τέλειον άνωθεν εστι καταβαίνον.
Συναφές είναι και το ζήτημα της ευκοσμίας και της σεμνότητος εν τη Θεία Λατρεία.
Ευκοσμίαν λέγοντες, δεν αναφερόμεθα μόνον εις την ευπρόσωπον και αξιοπρεπή και καλαίσθητον εμφάνισιν του τελετουργού ιερέως και των ιερών αμφίων και σκευών της θείας ιερουργίας ….Αλλ΄εις την ευκοσμίαν περιλαμβάνομεν και την εν γένει προσοχήν του ιερουργούντος ιερέως εις την στάσιν του, εις τας κινήσεις του, εις την καθόλου ιεροπρεπή του εμφάνισιν. Ασφαλώς θα συνομολογήσωμεν πάντες, ότι δεν αποτελεί ευκοσμίαν δια τον τελετουργόν η εν σχέσει προς το φρικτόν Θυσιαστήριον παρατηρουμένη ενίοτε ακαταστασία, αν μη και ασέβεια.
Εις το Α Ιερατικό Συνέδριον της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών τω 1932 παρετηρήθη και εγράφη ότι: «Αμαρτάνουσι οι ιερείς εκείνοι, οίτινες αδιαφορούντες, αφήνουν επί του φρικτού θυσιαστηρίου ό,τι φθάνουν: βιβλία, ψυχοχάρτια, χρήματα, το καλυμαύχι των, εφημερίδας και διπλώνουν επ΄αυτού τα άμφιά των. Πώς δε να χαρακτηρίσωμεν εκείνους, που τολμούν να ακουμπούν επ΄ αυτού επαναπαυόμενοι και όσους μεταχειρίζονται αυτό ως κοινήν τινα τράπεζαν, όταν θέλουν να γράψουν κάτι;»
Επίσης παρετηρήθη και εγράφη τότε και κάτι άλλο που αποτελεί πολλήν ακοσμίαν. Εγράφη: «Άλλο τούτο κακόν. Εκεί (εν τω Ιερώ Βήματι) θα ίδητε τους ιερείς εκμεταλευομένους την εκ του τέμπλου προστασίαν να κάθηνται συζητούντες μεταξύ των, αστεϊζόμενοι και γελώντες, αποτελούντες δια τούτων θλιβεράν και μοναδικήν εξαίρεσιν εν μέσω του λατρεύοντος τον Θεόν εκκλησιάσματος. Διότι μόνον εκείνοι δεν προσεύχονται και μόνον εκείνοι κατά τας ιεράς εκείνας στιγμάς δεν λατρεύουν τον Θεόν».
Νομίζω δε, ότι τα ατοπήματα ταύτα συμβαίνουν δυστυχώς συχνά και εις την εποχήν μας και αποτελούν φοβεράν πληγήν εις την Εκκλησίαν μας.
Ταύτα περί της ευκοσμίας.
Η σεμνότητα
Σεμνότητα λέγοντες εννοούμεν ταύτην εις τας ποικίλας εκδηλώσεις του τελετουργού ιερέως. Και δη εις την χρήσιν της φωνής του. Είτε είναι καλλίφωνος είτε όχι, δεν επιτρέπεται να κραυγάζη «βοαίς ατάκταις» όπερ ούτε εις τους ψάλτας επιτρέπει ο 45ος Κανών της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου. Άτακτοι φωναί, φθάνουσαι μέχρι κραυγών ενίοτε, μαρτυρούν περί του ιερέως ότι «εν τοις χείλεσι μόνον τιμά», η δε καρδία και ο νους αυτού πόρρω απέχουσι του Θρόνου της Χάριτος. Απλότης λοιπόν εις τας αιτήσεις και εκφωνήσεις. Όχι βεβαίως παραφωνίαι και δυσαρμονίαι.
Χρειάζεται να υπάρξη αρμονική ανταπόκρισις μεταξύ ψαλτών, διακόνων και ιερέων. Θεωρείται δε ιεροπρεπέστερον ο ιερεύς να αποφεύγη τους υψηλούς τόνους του ψάλτου και του διακόνου.
Σεμνότητα, έπειτα ευτρέπειαν εις την στάσιν και τας κινήσεις. Στάσις και εμφάνισις ταπεινή: «Μη καυχάσθω ενώπιον Θεού πάσα σάρξ».
Η εξαιρετική θέσις του λειτουργού και η από Θεού και του λαού μεγάλη τιμή, μετά της οποίας είναι περιβεβλημένος, δεν είναι λόγος υπερηφανείας και φυσιώσεως, ώστε να επιτελή τας λατρείας πλήρης εγωϊσμού, με εμφάνισιν υπεροπτικήν και ως εκ τούτου αποκρουστικήν, εντελώς αντίθετον της οφειλομένης, να βαδίζη και να ίσταται αγερώχως, υπενθυμίζων εις τους πιστούς τον μεγάλαυχον Φαρισαίον.
«Ουχί ο στόμφος και η ιταμότης, αλλά το απλούν και ταπεινόν ύφος εν τη τελετουργία είναι εκείνο, όπερ προσδίδει εις αυτήν άφθαστον μεγαλοπρέπειαν. Και αι κινήσεις πειθαρχημέναι. Ακόμη και αι κινήσεις των βλεμμάτων του τελετουργού, δια να μην προσπίπτουν ταύτα απροσέκτως οπουδήποτε. Εξαιρέτως δε αι μετακινήσεις των λειτουργών, είτε δια τας εισόδους είτε δια τας ευλογίας πρέπει να είναι εύτακτοι, όχι απότομοι και ταχείαι. Αλλ΄ούτε νωχελείς και νωθραί. Μεγαλοπρεπείς μάλλον, σοβαραί, αλλά χωρίς επιτήδευσιν. Να έχωσι το μεγαλείον της απλότητας και της ιεροπρεπείας. Ουδέποτε διελεύσεις απ΄έμπροσθεν της Αγ.Τραπέζης. Οσαύτως και αι κινήσεις και υψώσεις των χειρών εις δέησιν ή προς ευλογίαν και αυταί ευσταλείς και σεμναί, αναγγέλουσαι και μαρτυρούσαι συνεσταλμένον και εν ευλαβεία και φόβω Θεού ιερουργούντα λειτουργόν του Υψίστου.
Ας επιτραπή να είπω ότι η σεμνότης των ιερουργούντων κληρικών οφείλει να δηλοί την παρουσίαν αυτής και κατά τας συλλειτουργίας. Το θέμα του προβαδίσματος καθορίζεται βεβαίως υπό του Τυπικού κατά οφίκια ή κατά πρεσβεία χειροτονίας. Και πρέπει μεν να τηρήται η εκκλησιαστική τάξις εν προκειμένω .Δεν νομίζω όμως ότι η σεμνότης και η απλότης θα επιτρέψουν να εμφιλοχωρώσι μικροφιλοτιμίαι και έριδες επί του ζητήματος τούτου. Κάποιος σεβάσμιος και με αγιότητα ιερεύς, παραμερίζων κάποτε λόγω του διακεκριμένου οφικίου συλλειτουργού, έλεγεν ταπεινώς: «Μου είναι αρκετόν ότι και εγώ ίσταμαι περί την Αγίαν Τράπεζαν». Δεν σπανίζουν δε οι περιπτώσεις κατά τας οποίας και οφίκια και πρεσβεία υποχωρούν, όταν φιλάδελφοι συλλειτουργοί τιμώσιν είτε συνάδελφον εξ άλλης ενορίας, είτε η πολιά τιμά την νεότητα λόγω μορφώσεως ή ιεροτελεστικών χαρισμάτων, είτε η νεότης παρά τας εκ των οφικίων προνομίας τιμά και σέβεται το γήρας και υποχωρεί σεμνότατα προ της πολιάς. Δια ποιας ευθετωτέρας περιπτώσεις θα ισχύση το του Αποστόλου: «τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι» καθώς και η παραβολή της πρωτοκλισίας του Κυρίου, αν μη μεταξύ των συλλειτουργών του Αγίου Θυσιαστηρίου;
Παλαιότερος στρατιωτικός κανονισμός έλεγεν: «Επί ισοβάθμων χαιρετά πρώτος ο νεώτερος τον αρχαιότερον». Επειδή όμως το πράγμα δεν ήτο πάντοτε ευδιάκριτον, νεώτερος στρατιωτικός νόμος ευστοχώτερον καθώρισεν ότι « επί ισοβάθμων χαιρετά πρώτος ο ευγενέστερος». Θα ήτο εξ ίσου επιτυχές, εάν και οι συλλειτουργούντες άφηναν εις την ευγένειαν και την σεμνότητα να καθορίζη τοιαύτα ζητήματα. Πλήν όμως παρακαλώ να μοι επιτρέψετε να προβώ εις μερικάς υπενθυμίσεις επί ορισμένων περιπτώσεων.
Όταν λειτουργή Αρχιερεύς άπασα η τελετουργία της Θείας Λειτουργίας ανήκει εις τον Αρχιερέα. Οι δε συμπαριστάμενοι ιερείς είναι βοηθοί αυτού και ουδέν εκτελούν άνευ ευλογίας αυτού. Την ευλογίαν λαμβάνουν οι ιερείς δι΄υποκλίσεως ή μετανοίας αυτών προ του Αρχιερέως προ και μετά το πέρας της εκτελέσεως εκάστου ανατιθεμένου εις αυτούς λειτουργικού μέρους, κατά σειράν οφικίων και πρεσβείων. Ουδεμίαν ευχήν αναγινώσκουν εκτός εάν ιερεύς τις λάβη ειδικήν εντολήν παρά του Αρχιερεέως, οι δε υπόλοιποι παρακολουθούν τας ευχάς. Όταν συμψάλλουν οι ιερείς μετά του Αρχιερέως δεν προεξάρχουν αλλά συνοδεύουν, εκτός αν άλλως διατάξη εν τη στιγμή εκείνη ο Αρχιερεύς.
Επίσης όταν γίνεται συλλείτουργον άνευ Αρχιερέως, ο προεξάρχων και αρμόδιος εις την ανάγνωσιν των ιερών ευχών είναι ό έχων το οφίκιον ή τα πρεσβεία χειροτονίας. Δεν δύνανται ουδεμίαν ευχήν να αναγνώσουν ή άλλο τι να επιτελέσωσιν αυθαιρέτως οι συνιερουργούντες άνευ παραχωρήσεως του πρώτου, διότι εις τελεί την Θείαν Λειτουργίαν, αλλά και πάσαν άλλην Ιεροτελεστείαν και αυτός ρυθμίζει τα της ιεροτελεστείας συμφώνως προς τας κειμένας τυπικάς διατάξεις της Εκκλησίας ημών.
Το στοιχείον της κατανύξεως εν τη θεία Λατρεία.
Αφήκαμεν τελευταίον το στοιχείον της κατανύξεως εν τη θεία λατρεία, το οποίον δεν πρέπει να λησμονή ποτέ ο τελετουργός ιερεύς. Είπομεν ανωτέρω ότι πρέπει να αποφεύγονται το πομπώδες, κραυγαλέον και τετορνευμένον των ιερατικών εκφωνήσεων, διότι συν τοις άλλοις λυμαίνεται την κατάνυξιν, ήτις είναι λίαν απαραίτητον και εποικοδομητικόν στοιχείον της θείας λατρείας. Πρέπει όμως να προσθέσω ότι και το αντίθετον άκρον είναι απόβλητον και απαράδεκτον.
Και συγκεκριμένως. Η απαγγελία του ιερέως πρέπει να είναι χωρίς σπουδήν. Όχι βεβιασμένη ανάγνωσις ψαλμών, ευχών και Ευαγγελίου, αλλά φυσικωτάτη, ευκρινής και ήρεμος, μαρτυρούσα ότι ο τελετουργός έχει συναίσθησιν των λεγομένων και των τελουμένων, δια να δημιουργήσει και εις το εκκλησίασμα ατμόσφαιραν κατανύξεως και να επιδράση επωφελώς επ΄αυτού.
Θα μοι επιτραπεί να αναφέρω πάλιν και να επιστήσω την προσοχήν εις το συνηθέστατον, δυστυχώς, ιδίωμα του «παπατρέχα», το οποίον κάμνει τους ιερείς εν τη αδικαιολογήτω σπουδή των, να κατατρώγωσι λέξεις και φράσεις του ιερού κειμένου και να αποκαρδιώνωσι το εκκλησίασμα. Διότι δίδουν εις αυτό την εντύπωσιν, ότι δεν γινώσκουσιν α αναγινώσκουσι, ότι δεν προσεύχονται εν συναισθήσει, αλλά τελούσι τα πάντα μηχανικώς και αδιαφόρως. Δεν προέρχεται βέβαια κατά κανόνα από αδιαφορίαν και ασέβειαν το τοιούτον. Αλλά μάλλον από κακήν συνήθειαν, σπανίως δε και από ανωμαλίαν περί την άρθρωσιν. Είναι όμως απόλυτος ανάγκη να υπερνικηθεί τούτο και να εκλείψη. Και δεν είναι το πράγμα ακατόρθωτον. Δυο προσπάθειαι απαιτούνται κυρίως η μία εσωτερική και η άλλη εξωτερική.
Εσωτερικώς μεν, όσο το δυνατόν μεγαλυτέρα ψυχική συμμετοχή, δια να μην είναι μηχανική η ανάγνωσις. Εξωτερικώς δε η ανάγνωσις, ήτις δέον να μην γίνεται μουρμούρισμα, αλλά καθαρή απαγγελία επιτρέπουσα την παρακολούθησιν της προσευχής υπό των συλλειτουργών ή και των πιστών. Σημειωτέον δε ότι αι υπέροχοι της Εκκλησίας ημών ευχαί και αναγνώσεις « έχουν την δύναμιν να συγκινήσουν τους παρισταμένους, να προκαλέσουν την προσοχήν αυτών και να καθηλώσουν επί της θέσεως αυτού και τον πλέον αδιάφορον εκκλησιαζόμενον. Αλλά όταν απαγγέλλονται κατά τρόπον μη επιτρέποντα εις ουδένα, όπως παρακολουθήση, είναι φυσικόν περί άλλα να αποσπάται το ενδιαφέρον πολλών, όταν μάλιστα τυγχάνουν ούτοι κοινονικώς αμόρφωτοι, να δημιουργείται δε αταξία και θόρυβος, μαρτυρών παν άλλο ή λατρείαν Θεού». Δηλαδή η αταξία και ο θόρυβος οφείλεται πολλάκις εις την τοιαύτην ανεπάρκειαν του τελετουργού. Και εις την ιδικήν του πάλιν αξίαν συμβολήν οφείλεται η δημιουργία ευταξίας και κατανύξεως.
Προτού τελειώσω την παρούσαν εισήγησιν έκρινα σκόπιμο να αναφερθώ εις ωρισμένα τεχνικά ζητήματα και λεπτομερείας τα οποία καίτοι φαίνονται ασήμαντα συμβαίνει πολλές φορές να καταστρέφουν την κατάνυξιν, να αποσπούν την προσοχήν του ιερουργούντος και να αμαυρώνουν την κατά τα άλλα ωραίαν τελετουργικήν εμφάνισιν του ιερέως.
Και πρώτον τα παιδιά εις το ιερόν. Δεν πρέπει να είναι περισσότερα των τριών, διότι ατακτούν, παίζουν, συνομιλούν και ενίοτε ασεβούν. Εις πολύ ολίγας περιστάσεις, όπου απαιτούνται περισσότερα φροντίζει να τα ειδοποιήσει ο νεωκόρος και να τα εισαγάγη εις το ιερό την κατάλληλον ώρα. … Επίσης ο νεωκόρος να μην περιφέρεται συνεχώς μέσα εις την Εκκλησίαν και να μπαινοβγαίνη εις το ιερό δια ψύλλου πήδημα, διότι αποσπά την προσοχήν των εκκλησιαζομένων και άλλους τους εκνευρίζει. Τούτο δύναται να αποφευχθεί όταν έχει γίνη προηγουμένως μια καλή συννενόησις μεταξύ αυτού και του λειτουργού και ωρισμένες εργασίες έχουν γίνει εγκαίρως, ώστε ολίγας φοράς μόνον να μετακινήται ο νεωκόρος.
Τέλος ένα άλλο πράγμα που διασπά την προσοχήν και καταστρέφει την κατάνυξιν ιερουργού και εκκλησιαζομένων είναι η περιφορά του δίσκου εις ακατάλληλον στιγμήν και κατόπιν η θορυβώδης ρίψις των κερμάτων εκ του δίσκου και η ενοχλητική καταμέτρησις αυτών διαρκούσης της Θ. Λειτουργίας. Δυστυχώς πολλές φορές ο δίσκος περιφέρεται κατά τας ιερωτέρας στιγμάς, προς μεγίστην ζημίαν και σκανδαλισμόν των πιστών, ενώ με ολίγην καλή θέλησιν και προσπάθειαν θα ημπορούσε και αυτό να τακτοποιηθή, είτε δια καταργήσεως του δίσκου είτε δια της περιφοράς τούτου αμέσως μετά την εκφώνησιν του «Εξαιρέτως της Παναγίας…» ή και του «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού…». Οι δε περιφέροντες τον δίσκον εάν δεν έχουν τελειώση εις το «Πρόσχωμεν τα Άγια τοις Αγίοις» να σταματήσουν εγκαίρως και να στραφούν μετ΄ευλαβείας προς το Ιερόν. Μετά δε το «Εις Άγιος ..» ας συνεχίσουν. Όλα δε αυτά μετά ησυχίας και τάξεως να εκτελούνται συμφώνως προς την προτροπήν του Κορυφαίου Αποστόλου Παύλου: «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω», προπαντός δε η μετάδοσις της Θείας Κοινωνίας εις τους πιστούς, οι οποίοι πρέπει να προσέρχωνται, όχι ατάκτως και διαγγωνιζόμενοι μεταξύ των, αλλά μετά φόβου Θεού, πίστεως, αγάπης και προπαντός ησυχίας και τάξεως. Κατά μέγα μέρος, προς τούτο ευθύνονται οι ιερείς, ο οποίοι εάν εργασθώσι φιλοτίμως πολλά ημπορούν να επιτύχουν και να παραστήσουν εαυτούς και το λογικόν ποίμνιον αμέμπτους ενώπιον του Θεού και ούτω «καταξιωθέντες λειτουργείν αμέμπτως τω αγίω θυσιαστηρίω εύρουν τον μισθόν των πιστών και φρονίμων οικοδόμων εν τη ημέρα τη φοβερά της ανταποδόσεως Αυτού της δικαίας».
Και κατακλείω την παρούσαν εισήγησιν δια των λόγων της προς Εβραίους εοιστολής, οίτινες πολλήν εφαρμογήν έχουσιν εις ημάς τους τελετουργούς ιερείς:
«Οὐ γὰρ προσεληλύθατε ψηλαφωμένῳ ὄρει καὶ κεκαυμένῳ πυρὶ καὶ γνόφῳ καὶ σκότῳ καὶ θυέλλῃ ….., ἀλλὰ προσεληλύθατε Σιὼν ὄρει καὶ πόλει Θεοῦ ζῶντος, ῾Ιερουσαλὴμ ἐπουρανίῳ, καὶ μυριάσιν ἀγγέλων, πανηγύρει καὶ ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων, καί κριτῇ Θεῷ πάντων, καὶ πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων,
καί διαθήκης νέας μεσίτῃ ᾿Ιησοῦ, καὶ αἵματι ραντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦντι παρὰ τὸν ῎Αβελ.
…. Διὸ βασιλείαν ἀσάλευτον παραλαμβάνοντες ἔχωμεν χάριν, δι’ ἧς λατρεύωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας· καὶ γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον.(Εβρ.12,18-24)
2.Εισήγησις εις Συνέδριον Εξομολόγων της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης της 13-5-1993 με θέμα: «Το ιερόν Μυστήριον της Μετανοίας και Εξομολογήσεως, ο Εξομολόγος και το έργον αυτού».
Με πολύ δισταγμόν και φόβον, ένεκα των προσωπικών μου ατελειών και πολλών γνωσιολογικών μου ελλείψεων, εδέχθην να συντάξω μικράν εισήγησιν επί του Μεγάλου Μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολογήσεως ως και του έργου του Εξομολόγου και πνευματικού ιερέως.
Με δισταγμόν πολύ μέν, διότι δεν εσπούδασα Θεολογία και στοιχειωδώς γνωρίζω τα περί του έργου τούτου, με φόβον δε, καίτοι τόσα έτη εκτελώ το έργον του εξομολόγου, προσωπικά δεν βλέπω καμμίαν ουσιώδη πνευματικήν βελτίωσιν εις τον εαυτόν μου, μένοντας πάντα ο ίδιος, με χρονίζοντα ελαττώματα, όπου δικαίως θα είχε εφαρμογήν εις εμέ ο φοβερός λόγος του Κυρίου.
«Υποκρτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου»(Ματθ.ζ,5).
Όμως φοβούμενος το επιτίμιον της παρακοής, την τιμωρίαν του οκνηρού δούλου της παραβολής των ταλάντων και του κακού οικονόμου και ενθαρρυνόμενος εκ του ότι έχω την ευλογίαν του εντειλαμένου με Αρχιερέως, αρχήν ποιούμαι του θέματος και παρακαλώ δια την ανοχήν υμών…..
………………………………………………………………………………………
……Ο Πνευματικός πατήρ ασκεί το έργον του δυνάμει αφ΄ενός μεν της Ιερωσύνης του και αφετέρου της ειδικής εντολής, δι΄ενταλτηρίου Γράμματος του οικείου Επισκόπου. Αυτά αποτελούν την ουσιαστικήν βάσιν της εγκυρότητος του έργου του. Και η εξουσία αύτη του δεσμείν και λύειν είναι ένα εκ των σπουδαιοτέρων προνομίων τα οποία κοσμούν την Εκκλησίαν. Είναι συνέχεια και παράδοσις της εξουσίας που μόνο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είχεν, ως μόνος δυνάμενος αφιέναι επί της γης αμαρτίας και έδωκεν προς τους Αποστόλους και δι΄αυτών εις τους ανά τους αιώνας διαδόχους των Επισκόπους και ιερείς. Έτσι η εξουσία αυτή αναδεικνύει τους ιερείς ανωτέρους όχι μόνον των επί γης αρχόντων, αλλά και αυτών ακόμα των Αγγέλων. Χαρακτηριστικά λέγει ο ιερός Χρυσόστομος
«οι ιερείς την γην οικούντες τα εν ουρανοίς διοικείν επετράπησαν και εξουσίαν έλαβον ην ούτε Αγγέλοις, ούτε Αρχαγγέλοις έδωκεν ο Θεός». Ατενίζων δε προς το ύψος και το μεγαλείον του Αξιώματος της πνευματικής πατρότητος, αναφωνεί μετά θαυμασμού: «Τις γένοιτο ταύτης εξουσία μείζων; Πάσαν την κρίσιν έδωκεν ο Πατήρ τω Υιώ.
Ορώ δε πάσαν αυτήν τούτους (τους ιερείς) εγχειρισθέντας υπό του Υιού».
Ο πνευματικός, ως αξιωματούχος της Εκκλησίας, επιτελεί έργον του οποίου το μεγαλείον και την σπουδαιότητα εξαίρων ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει:
«Τοις μεν ιατροίς σκοπός την υγείαν ή ευεξίαν σαρκός ή ούσαν φυλάξαι ή απελθούσαν ανακαλέσασθαι…., τω δε πνευματικώ ψυχήν πτερώσαι, αρπάσαι κόσμου και δούναι Θεώ και το κατ΄εικόνα ή μένον τηρήσαι ή κινδυνεύον χειραγωγήσαι ή διαρρυέν ανασώσασθαι, εισοικίσαι τε τον Χριστόν εν ταις καρδίαις δια του Πνεύματος».
Αναλαμβάνει λοιπόν ο πνευματικός Πατήρ το όντως επίπονον, πλην σωτηριώδες έργον να ανασύρη εκ του βορβορώδους τέλματος της αμαερτίας τας πεσμένας εκεί ψυχάς, υπέρ των οποίων όμως «Χριστός απέθανεν». Να θεραπεύση τους παραπεσόντας εις τους δαίμονας ληστάς και τραυματισθέντας υπ΄αυτών οδοιπόρους της ζωής.
Να χορηγήσει δωρεάν την χάριν της αφέσεως και να παράσχη την βεβαιότητα της αιωνίου ζωής. Δυνάμει της θεοδωρήτου εξουσίας του ο πνευματικός ματαιώνει τα σχέδια του ανθρωποκτόνου και θεραπεύει τα τραύματα της ψυχής…. Λέγει χαρακτηριστικώτατα ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προς τον Πνευματικόν: «Ο Παράδεισος και η κόλασις, η ζωή και ο θάνατος, η σωτηρία και η απώλεια των ψυχών, εις χείρας σου στέκεται».
Τοιούτον περόλαμπρον και ουράνιον αξίωμα έχων ο πνευματικός,
καλείται να συγκεντρώσει ολόκληρον την σκέψιν και την ενεργητικότητα αυτού, ώστε να καταστεί επιδέξιος χειραγωγός της ανθρωπίνης ψυχής, την οποίαν ο Θεός εις χείρας του έχει εμπιστευθεί και θα του ζητήσει λόγον εν ημέρα κρίσεως. Έτσι πρέπει να επιδιώκη παντί σθένει την πνευματική του κατάρτισιν και να ασκή εαυτόν εις πνευματικήν περισυλλογήν και αυτοερξέτασιν, έχων υπόψιν την ανθρωπίνην ασθένειαν του και την ευθύνην που απορρέει εκ του αξιώματός του. Δια ταύτα οφείλει να ζη εις ανωτέρας σφαίρας, να κατέχη « τα χαρίσματα τα κρείττονα» και πλουσίας ικανότητας, ώστε να είναι εις θέσιν να ανταποκρίνεται εις τας πολλαπλάς απαιτήσεις της χειραγωγίας ψυχών, η οποία κατά τον Γρηγόριον τον Θεολόγον είναι « τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών».
Δι΄αυτό ο πνευματικόςε πρέπει να μαθητεύη συνεχώς και επιμελώς εις το σχολείον του Αγίου Πνεύματος και εις το Σχολείον του Λόγου του Θεού, αλλά και να ασχολήται εις τα εργαστήρια της ανθρωπίνης σοφίας και ζωής. Ανάγκη λοιπόν να μορφώση Χριστόν εν τη καρδία αυτού και χάριν τούτου, αδιαλείπτως αγωνιζόμενος να ανέρχεται, ημέρα τη ημέρα, την κλίμακα των αρετών ενθυμούμενος πάντοτε του Ι. Χρυσοστόμου λόγιον. «Όσα μεγάλα εγχειρίζεσαι πράγματα, τοσούτω και μείζονος δείσαι σπουδής». Θα υπάρχουν τότε βάσιμες ελπίδες, ότι θα είναι εις θέσιν να αντιμετωπίζη αποτελεσματικώς τας πολυμόρφους και ιδιοτύπους ψυχικάς καταστάσεις των πνευματικώς ασθενών και να καθοδηγεί αυτούς εις σωτηρίαν. Ούτω θα καθίσταται άξιος να βλέπει την ευλογίαν του Θεού επί των προσπαθειών του υπέρ των ψυχών.
Ο Πνευματικός λοιπόν πάνω απ΄ όλα πρέπει να είναι ενάρετος. Τύπος και υπογραμμός. Πρέπει να είναι η υπέροχος και η αξιοθαύμαστη εκείνη προσωπικότης, που θα ενσαρκώνει το λεχθέν περί του Μ. Βασιλείου.
«ο λόγος του ήτο βροντή και ο βίος του αστραπή». Η πνευματικότης του να απλούται ως «ευωδία Χριστού εις το περιβάλλον του και να δημιουργεί αρίστας εντυπώσεις, όχι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις, αλλά προς άγραν ψυχών εκ χειρός δαίμονος και προς δόξαν Θεού. Μέγα εφόδιον επιτυχίας του θα είναι η μεγάλη του αγάπη πρώτα προς τον Θεόν και μετά προς τον πλησίον, σύμφωνα προς την εντολήν του Κυρίου « Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν εξ όλης της ψυχής σου κ,λ.π. και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Η αγάπη είναι βασικώτατη προϋπόθεσις επιτυχίας και χωρίς αυτήν ο εξομολόγος είναι ψυχρός, άχρωμος και άγευστος τύπος, απωθητικός, βιαστικός, και προχειρολόγος, έχοντας εις τον νουν του πότε να τελειώση το συντομότερο δια να απαλλαγή της αγγαρείας, διότι δυστυχώς τούτο το ύψιστον έργον, σαν αγγαρεία το βλέπουν κάποιοι εξομολόγοι, διότι δεν τους προσκομίζει «τυχερά», όπως άλλες ασχολίες.
Όταν ο Κύριος –λέγει ο Χρυσόστομος εις τους περίφημους περί ιερωσύνης λόγους του- αποκαθιστούσε τον αρνητήν, αλλά μετανοήσαντα Πέτρον εις το Αποστολικόν του Αξίωμα δια της τριπλής ερωτήσεως του «Αγαπάς με ή φιλείς με Πέτρε;» δεν το έκαμε τόσο δια την αποκατάσταση ή δια να μάθη αν τον αγαπούσε ο Πέτρος αλλά δια να δείξη εις αυτόν και τον Ιωάννην που τα άκουγε πιο πέρα, σε όλους τους ποιμένας του και σε εμάς σήμερα, ότι δια να φροντίζη κανείς το λογικόν ποίμνιον του Χριστού, πρέπει να έχη προς τον Κύριον τρισμέγιστη και φλογερή αγάπη, μέχρι αυτοθυσίας. Αλλοιώς ποτέ δεν θα μπορέση να υπηρετήση σωστά τον Αρχιποίμενα Χριστό και να θεραπεύση το τραυματισμένο πρόβατον Του.
Άλλο βασικό γνώρισμα του πνευματικού είναι η δαψιλής γνώσις των Αγίων Γραφών και η προσήλωσις του εις την Ιεράν Παράδοσιν και τας εντολάς του Επισκόπου. Εάν δεν γνωρίζη την Αγίαν Γραφήν καλώς και δεν είναι έτοιμος να δώση λόγον «παντί τω αιτούντι» περί της ημών ελπίδος και πίστεως και δεν μπορεί να διακρίνη τας βασικάς αιρέσεις, θα γίνη παίγνιον του Διαβόλου και των οργάνων του διότι δεν θα μπορεί να δίδη σωστάς απαντήσεις. Και όταν είπωμεν προηγουμένως προσήλωσιν εις την Ιεράν Παράδοσιν, δεν εννοούμεν μόνον εις ό,τι αφορά τα Δόγματα, αλλά και της ηθικής και Εκκλησιαστικής δεοντολογίας, αι οποίαι βάλλονται μανιωδώς έσωθεν και έξωθεν εις τας ημέρας μας, με σκοπόν τον αφανισμό των. Δηλαδή ο εξομολόγος εις την προσωπικήν και οικογενειακήν του ζωήν θα είναι κατά βάσιν παραδοσιακός και σοβαρός και θα «φεύγη τας νεωτερικάς επιθυμίας ως λέγει ο Απ.Παύλος.
Δεν θα πρέπει ποτέ να υποτάσσεται εις το πνεύμα του μοντερνισμού, ευδαιμονισμού,πλουτισμού, χλιδής, σπατάλης, πολυτελείας,ε πιδείξεως,
μαγγιάς και δολιότητος, που μαστίζουν την σύγχρονη κοινωνία. Ούτε μπορεί να συμμετέχη σε εφάμαρτα γλέντια, να πίνη αμέτρως, να καπνίζη ενώπιον του κοινού και μάλιστα έμπροσθεν ή έσωθεν του Ι. Ναού, προς μέγιστον σκανδαλισμόν των πιστών….. Τότε φυσικά ουδέν κύρος θα έχει ενώπιον των πιστών, ζημιά θα τους προξενή και κανείς δεν θα τον υπολογίζη.
Ακόμα πρέπει να έχη απέραντον υπομονήν, διότι κατά την εξομολόγησιν θα αντιμετωπίση πολλάς απιθάνους, παραλόγους και εξοργιστικάς καταστάσεις. Πρέπει οπωσδήποτε να διατηρή την ψυχραιμίαν και νηφαλιότητά του, αλλιώς ζημιά θα πάθη και θα κάμη. Σ΄αυτό θα τον βοηθήση η πολλή ταπείνωσις. Επί της πέτρας της ταπεινοφροσύνης εδράζεται το θείον έργον του και απ΄ αυτήν πηγάζη η πνευματικότης του, διότι το Άγιον Πνεύμα φωτίζει τους ταπεινούς και εις αυτούς αναπαύεται.
Επίσης πρέπει να τον διακρίνη σύνεσις και διάκρισις, διότι είναι τόση η ποικιλία, η βαρύτης, η έκτασι, η σύνθεσις των αμαρτωλών καταστάσεων, αλλά και οι διαφορές χαρακτήρων των εξομολογουμένων, ώστε να έχη να κάμη με πέλαγος ιδιαιτεροτήτων και χωρίς αυτά τα προσόντα τα θαλασσώνει. Εννοείται ότι τα απαιτούμενα αυτά τέλεια προσόντα τα δίδη ο Κύριος, κατόπιν επιμόνου προσευχής. «Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει» και « παν δώρημα τέλειον άνωθεν προσφέρεται υπό του Πατρός των Φώτων», «ταπεινοίς δε δίδει την Χάριν».
‘Ετερον πολύ βασικόν προσόν είναι η εχεμύθεια, η μυστικότης.
Αλλοίμονον εις τον εξομολόγον, που δεν έχει εχεμύθεια και τα μυστικά των άλλων τα ξέρη αύριο η πρεσβυτέρα και άλλα πρόσωπα σε λίγες μέρες. Ο σκανδαλισμός τότε είναι μεγάλος, διαβάλλεται το Μυστήριον και ο ιερεύς είναι υπό φοβερόν επιτίμιον. Ακόμη δεν πρέπει να παρασυρθή εις πολιτικάς ή κομματικάς συζητήσεις και διαμάχας, ούτε να προσπαθή να μάθει σε ποιο κόμμα ανήκει ο εξομολογούμενος. Ό,τι είναι, είναι για τον εαυτόν του μόνον. Προσοχή πολλή. Διότι έρχονται πολλοί, δια να μάθουν με ποιο κόμμα είναι ο εξομολόγος. Απόλυτη απάθεια και αμεροληψία.
….Τέλος πρέπει οι ιερείς να συνεργάζονται και να βοηθιούνται μεταξύ των δια την επιτυχίαν του έργου των. Οι νεώτεροι και αρχάριοι να καταφεύγουν δια δύσκολα θέματα εις τους παλαιοτέρους ή τον Σεβασμιώτατον, ουδόλως εντρεπόμενοι ή δειλιάζοντες, ίνα το έργον του Θεού τελείως και απροσκόπτως διεξάγεται. Δια δε την καρποφορίαν του έργου των, αυτονόητον είναι αλλά απαραίτητον να το είπωμεν είναι η θερμή προσευχή προς τον Κύριον, πριν και μετά το πέρας του έργου της Εξομολογήσεως, να ευλογήση, και να ευοδώση την προσπάθειαν και να δώση φώτισιν εις τον ιερέα και μετάνοιαν εις τους εξομολογουμένους. Επί πλέον δε να διαφυλάξη και στερεώση τους εξομολογουμένους εν τη αρετή και τη πίστει.
Οφείλουν επιπροσθέτως οι εξομολόγοι να μελετούν συχνά βιβλία που αναφέρονται εις το έργο τους όπως λ.χ. Ο πιστός οικονόμος (του πρώην Λήμνου Διονυσίου), το Πηδάλιον, το Εξομολογητάριον του Αγίου Νικοδήμου, μαθήμαυα Εξομολογητικής του Ι. Κορναράκη, η Μετάνοια, ο πνευματικός και το έργο του της Αποστολικής διακονίας και διάφορα άλλα ψυχολογικά βιβλία. Μέσα σ΄αυτά τα βιβλία θα εύρουν πλείστας όσας λεπτομερείας επί του θέματος της Εξομολογήσεως, αι οποίαι είναι αδύνατον να συμπεριληφθούν εις την παρούσαν εισήγησιν.
…Έχοντας υπ΄όψιν τας μεγίστας επαγγελίας του Κυρίου, ας φιλοτιμούμεθα να εκτελώμεν αόκνως, ως ο πιστός Οικονόμος της Παραβολής και ως ο φιλότιμος δούλος της παραβολής των ταλάντων το έργον της υψηλής διακονίας ταύτης, δια να αξιωθώμεν να ακούσωμεν και ημείς οι φτωχοί εν τη εσχάτη ημέρα το «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου».Αμήν.
ΠΗΓΗ.http://www.amen.gr/article/o-makaristos-gerodas-athanasios-fakinos-kai-i-pnevmatiki-tou-parakatathiki
Υπενθυμίζουμε στους αγαπητούς αναγνώστες ότι στην ηλεκτρονική διεύθυνση και στο https://missionanatolis.wordpress.com ιστολόγιό μας
ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ(ΙΙ)-ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ
γίνονται καθημερινές δημοσιεύσεις άρθρων με ενδιαφέροντα θέματα.
|