ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΤΗΣ 1ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

(ιστορικός και θεολογικός σχολιασμός)

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Α. «Η Περιτομή του Ιησού Χριστού»

Το Συναξάρι της πρώτης Ιανουαρίου αναφέρει: «τῇ Α’ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ἑορτάζομεν τὴν κατὰ σάρκα Περιτομὴν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ετυμολογικά ο όρος «περιτομή», που αναφέρει το ανωτέρω Συναξάρι, προέρχεται από το ρήμα «περιτέμνω» που σημαίνει: κόπτω ολόγυρα, αποκόπτω τα άκρα, αποχωρίζω.

Για τους Ιουδαίους η περιτομή αποτελούσε εντολή που δόθηκε από τον ίδιο το Θεό προς τον Αβραάμ ως σημείο της διαθήκης που συνάφθηκε μεταξύ τους, όπως χαρακτηριστικά πληροφορεί το βιβλίο της Γενέσεως. Σύμφωνα με την εντολή της, περιτομή έπρεπε να περιτμηθούν ανεξαιρέτως όλοι οι άνδρες του ισραηλιτικού λαού. Η δε εντολή της περιτομής είχε την έννοια της αφιέρωσης στο Θεό με την αποβολή του σαρκικού ανθρώπου μέσω της αποκοπής ενός τεμαχίου από το μέλος που εκδηλώνεται το σαρκικό πάθος. Η εντολή αυτή επαναλήφθηκε από τον ίδιο το Θεό προς το Μωυσή, όταν ο ισραηλιτικός λαός βρισκόταν στην έρημο, σύμφωνα με το βιβλίο του Λευτικού: «τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ περιτεμεῖ τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ» (Λευ. 12,3).

Η περιτομή λειτουργούσε ως τύπος του Βαπτίσματος και αποτελούσε: α) συμμόρφωση προς την εντολή του Θεού και αφιέρωση των Ιουδαίων με αιματηρή προσφορά μέρους του σώματός τους, β) υπενθύμιση στους Ιουδαίους ότι έπρεπε να φυλάγεται και να απέχει από τη φθορά και το μολυσμό της αμαρτίας καθώς και γ) σημείο ότι από ένα γέροντα πρόγονο, τον Αβραάμ και στείρα γυναίκα, τη Σάρρα, προήλθε τόσο πλήθος απογόνων.

Ο Ιησούς Χριστός, ως γνήσιος απόγονος του Αβραάμ, υπεβλήθη και αυτός με τη σειρά του στην τελετή της περιτομής εκπληρώνοντας την υποχρέωσή του προς το Νόμο: «Νόμον ἐκπληρῶν, περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν» (Απολυτίκιο Εορτής Περιτομής Ιησού Χριστού). Σχετικές πληροφορίες για το γεγονός αυτό παρέχει ο ευαγγελιστής Λουκάς: (Λκ. 2,21). Κατά την περιτομή του, την ογδόη ημέρα δέχθηκε το όνομά του, σύμφωνα με το Νόμο και τις παραδόσεις των Ιουδαίων. Το όνομά του ήταν Ἱησούς», όνομα κοινό που θύμιζε μεγάλες μορφές της ιουδαϊκής ιστορίας όπως ο Ιησούς του Ναυή και σημαίνει σωτήρας. Ο σωτήρας Χριστός ήλθε για να χτυπήσει το κακό και να το εκβάλει έξω από τις καρδιές των ανθρώπων. Ήρθε για να φέρει τη λύτρωση, τη σωτηρία, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και να επιφέρει τη συνδιαλλαγή του ανθρώπου με το Θεό και μεταξύ του ανθρώπου με το συνάνθρωπό του.

Συμπερασματικά καταλήγουμε στα εξής τρία βασικά πορίσματα: α) η προσέλευση του θείου Βρέφους στο ιερό για να περιτμηθεί αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήρθε να καταλύσει τον Παλαιό Νόμο, αλλά αποδεικνύει με το παράδειγμά του ότι είναι και ο ίδιος τηρητής του Νόμου («Νόμον ἐκπληρῶν, περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν» Απολυτίκιο εορτής) και αργότερα θα το τονίσει στο δημόσιο κήρυγμά του λέγοντας: «μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι» (Μτθ. 5,17). β) Με την περιτομή του Ιησού Χριστού ολοκληρώνεται ο Νόμος της παλαιάς Διαθήκης και εγκαινιάζεται η είσοδος της ανθρωπότητας σε έναν νέο Νόμο, σε εκείνον που θα υπογραφεί με το ίδιο το αίμα του Κυρίου, σε μια εποχή, όπου η Χάρη του Θεού θα κυριαρχεί και γ) η περιτομή του Ιησού Χριστού είναι ένα γεγονός ιστορικό, απτό και πραγματικό που βεβαιώνει την ίδια τη γέννηση του Χριστού.

Β. Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου».

Ο Μέγας αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε το 330 μ.Χ., κατ’ άλλους το 329 μ.Χ., στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά αναφέρουν σαν πατρίδα του Μεγάλου Βασιλείου την Καισάρεια της Καππαδοκίας.

Καταγόταν από οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων, με μάρτυρες στο παρελθόν της. Ο πατέρας του Βασίλειος, ήταν ρητοροδιδάσκαλος και η καταγωγή του ήταν από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ήταν γιος της Μακρίνης, η οποία υπέστη πολλά μετά του συζύγου της κατά τον διωγμό του Μαξιμίνου για την πίστη τους στον Χριστό. Η γιαγιά του Μακρίνα υπήρξε μαθήτρια του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του Θαυματουργού.

Η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου ονομαζόταν Εμμέλεια, ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων και καταγόταν από την Καππαδοκία. Ήταν ευλαβέστατη και πολύ φιλάνθρωπη. Ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας.

Παρόλο που οι γονείς του ήταν ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως ακμαιότατο χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες, καθοριστικής σημασίας, πνευματικές βάσεις του νεαρού Βασιλείου. Όντας φιλάσθενος από μικρός, ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά το μικρό Βασίλειο να στραφεί στη Χριστιανική πίστη.

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης, ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει, πέρασε κοντά από την Καισάρεια. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντάς τον από την Αθήνα, όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λιβάδι. Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ό,τι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη. Επίσης απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει, όπως πρέπει.

Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ό,τι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου, έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.

Όταν έμαθε, ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας, όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του Υιού της. Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στη βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε, αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο στο οποίο ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.

Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου ήταν, ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, τη γη, τον ήλιο, τη σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα.

Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε. Πράγματι ο Ιουλιανός σκοτώθηκε άδοξα σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες και έτσι δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια.

Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, έδωσε εντολή από τα μαζεμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος κράτησε για τις ανάγκες των ιδρυμάτων της «Βασιλειάδας», και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στους κατοίκους με ένα πρωτότυπο τρόπο. Έδωσε εντολή να ζυμώσουν ψωμιά και σε κάθε ψωμί, έβαλε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό μέσα, κατόπιν τα μοίρασε στα σπίτια, έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά όλο και κάτι έβρισκαν μέσα. Έτσι, γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε βασιλόπιτα.

Ο ελληνικός Άγιος Βασίλης και ο Santa Claus.

Ο ελληνικός, Άγιος Βασίλης, όπως αναφέρει ο καθηγητής λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Μηνάς Αλεξιάδης, είναι «κάτι ανάμεσα στον Μέγα Βασίλειο της Καισαρείας, έναν από τους τρεις ιεράρχες και σε ένα πρόσωπο – σύμβολο του Ελληνισμού, που έφευγε από τα βάθη της Ασίας και έφτανε παντού: «από τον Πόντο μέχρι την Πελοπόννησο και από την Μακεδονία μέχρι την Κύπρο. Ο δικός μας Άγιος Βασίλης είναι πεζοπόρος, κρατά στα χέρια του ένα ραβδί, συζητά με όλους τους ανθρώπους στο δρόμο και εύχεται καλοτυχία και καλή χρονιά στον κόσμο. Δεν έχει σάκο, ούτε κοφίνι. Δε φέρνει δώρα, αλλά την καλοχρονιά. Η 1η Ιανουαρίου ήταν η μέρα θανάτου του Μεγάλου Βασιλείου και έτσι η ελληνική παράδοση θεώρησε ότι ο Άγιος Βασίλης είναι εκείνος που φέρνει καλοτυχία και ευλογεί τη χρονιά.».

Ο ελληνικός λοιπόν Άγιος Βασίλης ακολουθεί τα χριστιανικά πρότυπα και ιδεώδη. Ψιλόλιγνος, ασκητής, πεζοπόρος χωρίς ιδιαίτερες προσωπικές ανάγκες γυρνάει όλο τον κόσμο (προσοχή: εκεί που θεωρείται ότι υπάρχει ελληνοχριστιανικό στοιχείο!) και μοιράζει ευχές. Παρουσιάζεται έτσι ως ένα ακόμα σύμβολο της ορθόδοξης εκκλησίας, για να συντηρήσει τη διαχρονικότητα και τη συνέχεια του ελληνικού στοιχείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, στην περιοχή της πάλαι ποτέ βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Άγιος Βασίλης αποτελεί ουσιαστικά σύμβολο της λιτότητας και της ασκητικής ζωής. Δίνοντας μόνο την ευχή του αποτρέπει κάθε επιθυμία ή και απαίτηση των πιστών προς την απόκτηση του ευ ζην.

Αντίθετα, ο δυτικός κόσμος γνωρίζει έναν Άγιο Βασίλη, η εικόνα του οποίου είναι ο συνασπισμός μύθων και παραδόσεων ολόκληρης της Ευρώπης. Έναν Άγιο Βασίλη, που έχει υπερκεράσει και τον ορθόδοξο ανταγωνιστή του. Για τους προτεστάντες της Βόρειας και Κεντρικής Γερμανίας είναι ο «Weihnachtsmann», ο «άνθρωπος των Χριστουγέννων», ενώ για τους Άγγλους είναι ο «πατέρας των Χριστουγέννων» (father Christmas).

Ο συμπαθής γενειοφόρος κύριος με το έλκηθρο προέρχεται από τον Άγιο Νικόλαο. Για τους καθολικούς, ο Άγιος Νικόλαος είναι ο Santa Claus. Ή, διαφορετικά, Sinterklaas, στα ολλανδικά. Οι Ολλανδοί μετανάστες ήταν άλλωστε αυτοί που εξήγαγαν τη λέξη στην Αμερική τον 17ο αιώνα, όπου οι αγγλόφωνοι πληθυσμοί την υιοθέτησαν ως Santa Claus. Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στην Μικρά Ασία τον 3ο αιώνα μ.Χ. Είναι ο προστάτης των παιδιών και των ανθρώπων της θάλασσας. Κατά το 19ο αιώνα, ο Άγιος Νικόλαος θεωρήθηκε σε ολόκληρη περίπου την Ευρώπη το Christkindlein (το παιδί του Χριστού), ο οποίος παρέδιδε κρυφά παιχνίδια στα παιδιά.

Η πρώτη καταγραφή του ολλανδικού μύθου έγινε το 1809 από τον συγγραφέα Ουάσιγκτον Ίρβινγκ, ο οποίος – στο βιβλίο του «A history of New York» – περιέγραψε την άφιξη ενός αγίου πάνω σε άλογο, την παραμονή της γιορτής του Αγίου Νικολάου. Το 1812, ο Ίρβινγκ αναθεώρησε το βιβλίο του και ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται μέσα σε ένα βαγόνι, το οποίο μπορεί και πετάει πάνω από τα δέντρα. Λίγο αργότερα, το 1823, ο ιερέας Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ, έγραψε ένα παιδικό ποίημα σε εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Εκεί περιέγραφε τον Άγιο Νικόλαο σαν καλικάντζαρο που έμπαινε στα σπίτια από την καμινάδα και ταξίδευε με ιπτάμενο έλκηθρο που το έσερναν οχτώ τάρανδοι.

Η έμπνευση όμως του Αμερικανού εικονογράφου Τόμας Ναστ υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του Santa Claus. Εκείνος ήταν που ζωγράφισε τον Santa Claus για το «Harper’s magazine» το 1863 και συνέχισε να το ζωγραφίζει μέχρι τα 1890. Κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1860 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολιν του ζήτησε να φτιάξει μία προπαγανδιστική εικόνα του Santa Claus με κάποιους στρατιώτες του. Ήταν από τις πρώτες προσπάθειες άσκησης ψυχολογικού πολέμου στους αντιπάλους. Ο Ναστ στη συνέχεια, προσέθεσε και άλλες λεπτομέρειες, όπως ότι το εργαστήρι του Santa βρίσκεται στον Βόρειο Πόλο. Ο επίσημος όμως σχεδιαστής του Άγιου Βασίλη, που καθιέρωσε η Κόκα Κόλα και όλοι αυτόν γνωρίζουμε, είναι ο Huddon Sundblom.

Το υποτιθέμενο, επίσημο χωριό του Santa Claus είναι το Κορβατουντούρι (Korvatunturi) και βρίσκεται μόλις οκτώ χιλιόμετρα βόρεια του Ροβανιέμι της Λαπωνίας, στον Αρκτικό Κύκλο. Κορβατουντούρι σημαίνει «το ύψωμα του αυτιού» (Ear Fell). Επειδή λοιπόν, η περιοχή είχε κάπως το σχήμα του αυτιού, θεωρήθηκε ότι ο Άγιος Βασίλης ζούσε εκεί και «άκουγε» τις επιθυμίες των παιδιών.

Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι εφημερίδες που αναπαρήγαγαν τον μύθο, ενώ η Κόκα Κόλα με τη γνωστή διαφήμιση έβαλε την τελευταία πινελιά: η εικόνα του Santa Claus με την κόκκινη στολή και τη λευκή γενειάδα είναι κατασκευή της Κόκα Κόλα. Τον έφτιαξε έτσι για τη διαφήμιση του δημοφιλούς ποτού το 1931. Ενώ, λοιπόν, η Κόκα Κόλα χρησιμοποιεί την εικόνα του Santa Claus για να αυξήσει την κατανάλωσή της κατά την χειμερινή περίοδο, μετά από εβδομήντα χρόνια «συνεργασίας», διαπιστώνεται ότι και ο Santa Claus διαδόθηκε χάρη στην Κόκα Κόλα. Η κυρίαρχη εικόνα του Santa Claus πια είναι του συμπαθούς γενειοφόρου ένστολου πάνω στο έλκηθρο να παραδίδει δώρα και να πίνει Κόκα Κόλα. Τα Χριστούγεννα μάλιστα, κυρίως στις παιδικές και εφηβικές ηλικίες, έγιναν άρρηκτα συνδεδεμένα, όχι με την εικόνα του Χριστού αλλά μ’ αυτή του Άγιου Βασίλη.

…………………………………………………………………………………………..

«…θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας…» Μέγας Βασίλειος

Η e- βιβλιοθήκη

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

Ὁ Θεός ἔδωσε στούς Ἁγίους Του, τήν μακαριότητα μέ τόν λόγο τῆς Σοφίας Του καί τῆς γνώσεως. Αὐτό τό ἔκανε ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά δοῦμε, μέ τήν πνευματική γνώση, τούς ἀπόκρυφους θησαυρούς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν πού μᾶς χάρισε διά τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά γνωστοποιήσουμε στούς πλησίον μας, μέ τόν λόγο τῆς Σοφίας Του, τόν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητός Του, ἤτοι τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου ζωῆς τά ὁποῖα ἑτοίμασε νά ἀπολαύσουν Ἐκεῖνοι πού Τόν ἀγαποῦν ἀπό καταβολῆς κόσμου. Ὅλη ἡ Ἀλήθεια ἐνσαρκώθηκε, ἐνηνθρώπησε.

Τό κεφαλαιῶδες χαρμόσυνο μήνυμα πού κομίζει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό ἑξῆς: «Τό νά εἶσαι ἄνθρωπος δέν σημαίνει τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά εἶσαι ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀληθείας κατά Χάριν». Ὁ Μέγας Βασίλειος, σεβαστή γερόντισσα, πού ἑορτάζουμε καί τιμοῦμε, εἶναι ὁ ἀκραιφνής δογματικός θεολόγος. Ἡ διδασκαλία του εἶναι ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Ἔτρεχαν ὅλοι στόν Μέγα Βασίλειο νά τόν…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 676 επιπλέον λέξεις

Eπιστολή Αγιορειτών πατέρων

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 9//22.12.2022
Σύλληψις Ἁγίας Ἄννης,
Μητρός Υπεραγίας Θεοτόκου

«Κοντὰ στὸν πατέρα τοῦ ψεύδους, (τὸν διάβολο),
τὸ μὲν σκοτάδι γιὰ ἐξαπάτηση δεικνύεται φῶς,
ἀντιστρέφονται δὲ ψευδῶς μεταξύ τους μαζί μέ
τὰ πράγματα τὰ ὀνόματα, τὸ λοξὸ καὶ τὸ ὀρθό».
(Ἅγ.Γρηγόριος Παλαμᾶς)1

Τὴν ἐναλλαγὴ τοῦ ὀρθοῦ σὲ λοξοῦ, ἐξυπηρετεῖ τὸ περιοδικό του Μητροπ. Ναοῦ τῆς Μητροπ. Ἀλεξανδρουπόλεως; Δημοσίευσε ἐσχάτως δυὸ «δίδυμα» ὡς πρὸς κάποιες ἀπὸ τίς θέσεις τους ἄρθρα, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν σὲ ἀλλότριους χώρους. Τὸ πρῶτο, στὴν πλειονότητά του (κατὰ τὰ 3/4 τῆς ἔκτασής του) συκοφαντεῖ, ὑβρίζει τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, διακατέχεται ἀπὸ πολὺ ἐμπάθεια, καὶ προβάλλει πλανεμένες ἀντιχριστιανικὲς ἰδέες2, ἐνῶ τὸ δεύτερο εἶναι ἀνυπόγραφο, ἀγνώστου «πατρότητος» 3 μὲ τὸν… πομπώδη τίτλο: «Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ὁ Μεσσίας;».4 Τὸ τελευταῖο εἶναι ἕνα κείμενο ἀντιχριστιανικό, νεοεποχίτικο, μὲ προβαλλόμενο μήνυμά του: «Ὁ Μεσσίας δὲν ἦρθε, ἀλλὰ θὰ ἔρθει».

Πῶς Ὀρθόδοξο ( ; )…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 2.532 επιπλέον λέξεις

  Μια αληθινή ιστορία

                

                                                                                            Του Βασίλη Χαραλάμπους

                                               ___________

Σ’ ένα ταξί πριν λίγα χρόνια, σε μια όχι και τόσο κοντινή διαδρομή (Λευκωσία – Λάρνακα) έγινε τούτη η απλή συνομιλία.  Στην αρχή η διαδρομή ήταν σιωπηλή ώσπου μια απλή ερώτηση έσπασε τούτη τη σιωπή.  «Από που είσαι;» «Από το  Ριζοκάρπασο»  κι αυθόρμητα η ερώτηση μου, «Πήγες καθόλου στο χωριό σου;» «Μια φορά είχα πάει, αλλά όχι με το δικό μου ταξί.  Πήγα με άλλον ταξί, με Τούρκο ταξιτζή.  Και να σου πω τι μου έτυχε». Εγώ σιωπηλός άκουγα αυτόν τον απλό άνθρωπο, από το κατεχόμενο Ριζοκάρπασο.  «Εκεί στο αγίασμα τ’ Άη Θέρισσου (Αγίου Θύρσου ή Θέρισσου) ο ταξιτζής έκαμε τον σταυρό του.  Αμέσως ρωτώ τον.  Είσαι Χριστιανός; Τον ρώτησα.  «Όχι», απαντά μου.  Ξαναρωτώ   «Είσαι Τουρκοκύπριος;» 

Και τούτο γιατί πολλοί ήταν οι Τούρκοι, που πριν την βάρβαρη εισβολή ήταν κρυπτοχριστιανοί.  Γι’ αυτό και οι Έλληνες της Κύπρου τους αποκαλούσαν «λινοπάμπακους».  Από το λινάρι και το βαμβάκι, γιατί εξωτερικά ζούσαν ως μωαμεθανοί και μυστικά ήταν Χριστιανοί.

Ο ταξιτζής στην ερώτηση λοιπόν αν είναι Τουρκοκύπριος απάντησε, «Όχι είμαι Τούρκος».  «Να, σε ρωτώ, γιατί είδα σε που έκαμες τον σταυρό σου όπως εμάς κι απόρησα».  Έμεινε λίγο σιωπηλός ο Τούρκος ταξιτζής κι ύστερα συνέχισε, «Να σου πω», μου λέγει, η γυναίκα μου είναι Τουρκοκύπρια κι έχουμε ένα μικρό κοριτσάκι.  Το  κοριτσάκι μας είχε μεγάλη αρρώστια.  Έλιωνε το κοριτσάκι, κατάλαβες;  Έλιωνε.  Πήραμε το κοριτσάκι σε γιατρούς εξωτερικό γιατί θα πέθαινε.  Πήγαμε Τουρκία, πήγαμε Ισραήλ μα τίποτε, μας είπαν θα πεθάνει.  Η γυναίκα μου επέμενε  να το πάρουμε στο αγίασμαν τ’ Άη Θέρισσου.  Εγώ όμως δέν δεχόμουν.  Όταν κατάλαβα πως πλησίαζε  το τέλος του παιδιού μου δέχτηκα.  Τι να κάμω;  Βάλαμε αγίασμα στο κοριτσάκι, από πάνω ως κάτω κι έγινε εντελώς καλά.  Έγινε εντελώς καλά.  Από τότε χωρίς να γίνω  Χριστιανός, κάθε φορά που περνώ που το αγίασμα τ’ Άη Θέρισσου, κάνω τον σταυρό μου όπως τον κάνετε εσείς, για να ευχαριστήσω τον Άγιο». 

Σιώπησε ύστερα ο ταξιτζής, σιώπησα κι εγώ, με τη ευχή να δώσει ο Θεός αυτοί οι συνάνθρωποί μας που ταλαιπωρούνται από την πλάνη του Μωάμεθ να γνωρίσουν τον Χριστό, το Αληθινό Φως.

Συγκρητισμός.

e- Ορθόδοξη Παρακαταθήκη

Ἀπὸ τίς μασονικὲς ἀναδενδράδες στὸν συγκρητιστικὸ θεωρητισμὸ τῆς ἀνοησίας

τοῦἈπόστολου Σαραντίδη

Ἡ Πατριαρχικὴ ἐγκύκλιος τοῦ 1902 τοῦ μασόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄ περὶ τὴν ἐν χριστιανικὴ ἀγάπῃ σχέση καὶ προσέγγιση τῶν δύο μεγάλων τοῦ χριστιανισμοῦἀναδενδράδων, τοῦ εἰδωλικοῦ Καθολικισμοῦ καὶ εἰκονομαχικοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὑπῆρξε ἡμασονικὴ βάσηπάνω στὴν ὁποία στηρίχθηκε τὸ 1924 ἐπὶ τοῦ ἐπίσης ἀρχιμασόνου Μελετίου Μεταξάκη ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, πυροδοτῶντας τὸ πρῶτο μεγάλο ὀρθόδοξοσχίσμακαὶ μετρῶντας ἔκτοτε ἐπίσημα τὴνΠαναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ προτεσταντικὴ Θεωρία τῶν Κλάδων προϋπῆρξε τὸ θεωρητικὸ ἀντιδάνειο πρὸς τὸ Φανάρι. Ἀπὸ τότε, καὶ μὲ τὴν ἀμερικανικὴ ἐπιβολὴ τοῦ τέκτονα Ἀθηναγόρα, ἡ μασονικὴ εἰσβολὴ ἑδραιώθηκε μὲ τίς γνωστὲς μὴ συνοδικὲς δῆθεν ἄρσεις τῶν ἀναθεμάτων τὸ 1964 καὶ τὴ σταδιακὴ ἀντικατάσταση τῶν Ἱεραρχῶν σὲ κάθε Σύνοδο ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας ἀπὸ κανονικοὺς τὴ ἐκκλησιαστικὴ τάξη ἀλλὰ στρατευμένους ἀντίθεους πράκτορες μὲ ἱερατικὰ ἄμφια. Τὸ σωτήριο ὡς τότε πεῖσμα τοῦ…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.176 επιπλέον λέξεις

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ – Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η εν χρόνω και τόπω, δηλαδή εντός της ιστορίας, ελευθέρως και εξ άκρας αγάπης, ενσάρκωση και ενανθρώπηση του μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού υπήρξε και είναι το κεφαλαιώδες κοσμοσωτήριο γεγονός, η απαρχή του κεφαλαίου της σωτηρίας, για τους ανθρώπους κάθε εποχής έως της συντελείας των αιώνων. Η τομή στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους συντελέσθηκε στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος πραγματοποίησε φιλανθρώπως την «ένωση του κτιστού με το άκτιστο» προκειμένου να σωθεί ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα υπερβαίνοντας τα νομοτελειακά όρια της κτιστής και φθαρτής φύσεως και οντολογίας του. Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου είναι οντολογική-υπαρξιακή δυνατότητα σωτηρίας για τον άνθρωπο. Ο ίδιος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση γενόμενος τέλειος άνθρωπος προκειμένου να καταστήσει τον άνθρωπο κατά χάριν Θεό. Αυτή η οντολογική δυνατότητα είναι μονίμως παρούσα.

Η Θεία ενανθρώπηση είναι πιστοποιημένο ιστορικό γεγονός, ιστορική αλήθεια, και η θεολογική ιχνηλασία περί της θείας ενσαρκώσεως συνυφαίνεται με το ιστορικό πλαίσιο εν χρόνω και τόπω καθώς και με τα πρόσωπα και γεγονότα όπως αυτά καταγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια και ερμηνεύονται από τους Θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας. Έτσι η θεολογία ως χριστολογία εκφαίνεται και μέσα από την ιστορία στην οποία αποκαλύπτεται το υπερφυές σχέδιο της «θείας Οικονομίας» για την σωτηρία και λύτρωση του πεπτωκότος και υποκειμένου στον θάνατο ανθρώπου.

Στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας κεντρική λειτουργική θέση κατέχει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία καθίσταται «καθέδρα του παμβασιλέως Χριστού» προσφέρουσα την ανθρώπινη φύση «εκ των αγνών αιμάτων της κοιλίας» αυτής στον ενσαρκωθέντα Υιό Θεό Λόγο. Τα ιστορικά δεδομένα περί του προσώπου της Θεομήτορος πριν και κατά τη γέννηση του Σωτήρος Χριστού, τα οποία διασώζουν τα Ιερά Ευαγγέλια, μας πληροφορούν ότι η νεαρή Μαριάμ ήταν απλώς μνηστή του Ιωσήφ τον οποίο ουδέποτε εγνώρισε κατά σαρκική συνάφεια ως άνδρα και σύζυγό της καθώς ουδέποτε εκείνος παρέλαβε την αγνή γυναίκα στον οίκο του. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος με έμφαση επισημαίνει ότι: «η σύλληψις παράδοξος, η δε απότεξις φυσική».

Η «εκ Πνεύματος Αγίου» κυοφορία της Υπεραγίας Θεοτόκου αποκλείει κάθε υπόνοια πονηρά περί του προσώπου της γυναικός, την οποία επέλεξε ο Θεός να γίνει το «ιερόν και αγνόν δοχείον», το «ένσαρκο κατοικητήριο» του εξ άκρας ταπεινώσεως ενσαρκωθέντος Θεού Λόγου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η αναφορά του Ιερού Χρυσοστόμου στο γεγονός ότι η Θεοτόκος κυοφόρησε τον Ιησού ευρισκόμενη εν μνηστεία και δεν συνέλαβε εκτός αυτής, προκειμένου το τεχθέν βρέφος να γενεαλογηθεί εν τη μνησστεία της Θεοτόκουκαι μαζί με τη μητέρα του να έχει κηδεμόνα προστάτη έναντι των επιβουλών, όπως και έγινε όταν ο μνήστωρ Ιωσήφ επιμελήθηκε την φυγή της Θεοτόκου και του Θείου βρέφους στην Αίγυπτο και την διάσωσή τους από την μάχαιρα του Ηρώδη.

Η μνηστευμένη μετά του άδολου και αγαθού Ιωσήφ Μαρία θα μπορούσε όντως να κινδυνεύσει θανάσιμα λόγω του ισχύοντος Ιουδαϊκού νόμου, να «παραδειγματισθεί» υπό του μνήστορος Ιωσήφ και να θανατωθεί διά λιθοβολισμού, επειδή ευρέθη εκτός γάμου εγκυμονούσα, αλλά η θεία πρόνοια κατηύθυνε τα διαβήματα του ανδρός και διήνοιξε τους οφθαλμούς του νοός και της καρδίας του προκειμένου να αντιληφθεί ότι «εκ της του Πνεύματος ενεργείας το κυοφορούμενον».

Ο μνήστωρ Ιωσήφ χαρακτηρίζεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ως «δίκαιος», «διά τε τας άλλας αυτού αρετάς, και δια την πραότητα και αγαθωσύνην» του χαρακτήρος του. Παρόλο δε που αρχικώς εβίωσε τον φόβο, την αμηχανία και την απόγνωση κατά την ώρα της αποφάσεως για το μέλλον της νεαράς Μαρίας, εντούτοις υπέταξε το ανθρώπινο «ίδιον θέλημα» στη θεία αποκάλυψη, όπως ακριβώς και η Θεοτόκος βίωσε αρχικώς την ταραχή και έκπληξη για τον εκ του Αγγέλου Ευαγγελισμό της ότι θα γεννήσει τον Μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού, αλλά εν ταπεινώσει καρδίας υπετάγη στη θεία βουλή. Ως χρηστός και επιεικής, ενάρετος και φιλάνθρωπος Ιωσήφ δεν επιθυμεί την δημόσια διαπόμπευση της μνηστής του αλλά σκέφτεται να της δώσει λάθρα το διαζύγιο. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος ευστόχως αναφέρει: «είδες φιλόσοφον άνδρα και πάθους απηλλαγμένον του τυραννικωτάτου; ίστε γαρ ηλίκον ζηλοτυπίαν… Αλλ’ όμως ούτως ην πάθους καθαρός, ως μη θελήσαι μηδέ εν μικροτάτοις λυπήσαι την παρθένον».

Ο Ιωσήφ εν υπακοή διετελών προς το πρόσταγμα του Αγγέλου παραλαμβάνει κατ’ οίκον την Θεοτόκο Μαρία ως νόμιμη και τιμία γυναίκα του χωρίς να την ατιμάσει ή να τη διασύρει, αλλά γενόμενος κηδεμόνας και προστάτης της αναδεικνύεται σε υπηρέτη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας. Ο Ιωσήφ λοιπόν επλήρωσε πάσα την του Αγγέλου παραγγελία και απεδέχθη την κατά νόμο πατρότητα του Ιησού. Ο ίδιος έκαμε την ονοματοδοσία του βρέφους και το ανεγνώρισε ως νομίμως γεννηθέν μέλος της οικογενείας του.

Όλα στο άρρητο σχέδιο του Θεού είναι αποφασισμένα, όπως π.χ. το όνομα Ιησούς για το θείο βρέφος, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά (=ο Θεός) είναι σωτηρία», για να πληρωθεί η από αιώνων προφητεία: «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλούσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός». Τα δύο αυτά ονόματα, Ιησούς και Εμμανουήλ, το ένα πραγματικό και το άλλο προφητικό, αλληλοσυμπληρώνουν και ερμηνεύουν το αληθινό γεγονός της Θείας αποκαλύψεως ότι ο «Πρωτότοκος και μόνος» υιός γεννάται ως Θεάνθρωπος δηλώνοντας την προσωπική ένωση της θείας και ανθρώπινης φύσεως στο ένα πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος είναι «ούτε Θεός ανθρωπείας κεχωρισμένος φύσεως, ούτε άνθρωπος γεγυμνωμένος θεότητος», αλλά τέλειος Θεάνθρωπος.

Ακόμη και το ζήτημα της απογραφής, η οποία επεβλήθη επί των ημερών του Καίσαρος Αυγούστου και «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» σε όλους τους υπηκόους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και είχε ως συνέπεια να απογραφεί ο κυοφορούμενος Ιησούς μετά της Μητρός του και του Ιωσήφ για να εκπληρωθούν οι προφητείες. Ο Ιωσήφ ανεβαίνει από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, όπου διέμενε, στη γη της Ιουδαίας όπου η πόλη Δαυίδ, η οποία καλείται Βηθλεέμ, επειδή κατήγετο ο οίκος και η πατριά αυτού από αυτή την άσημη πολίχνη. Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν ως φυσικό πρόσωπο και ενώ η Μήτηρ αυτού ήταν ακόμη έγκυος, κατεγράφη και καταλογογράφηκε σύμφωνα με το νόμο, γενόμενος και υπήκοος του ρωμαϊκού κράτους ευθύς ως εγεννήθη. Πολλοί μάλιστα ερμηνευτές υποθέτουν ότι γεννηθείς ο Κύριος καθ’ ον χρόνον διεξήγετο η απογραφή, κατεγράφη και αυτός, όπως και ο Ιωσήφ και η Μαρία, προκειμένου να καταφανεί ότι έγινε και ο ίδιος φόρου υποτελής, μορφή δούλου λαβών. Ο δε εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης ερμηνεύει το γεγονός της του Κυρίου απογραφής επισημαίνοντας τα εξής: «Μυστήριον τι μέγα βούλεται ο λόγος παραστήσαι ότι εις την της οικουμένης όλης αναγραφήν έδει αναγραφήναι Χριστόν Ιησούν, ίνα συναναγραφείς τοις εν τη οικουμένη αγιάση την οικουμένην και μεταθή την απογραφήν ταύτην εις βιβλίον ζώντων, ίνα τα ονόματα των συγγραφέντων αυτώ και πιστευσάντων αυτώ εγγραφή εν τοις ουρανοίς».

Η δε εγκυμονούσα Μαρία δεν φαίνεται να γνώριζε ότι σύμφωνα με την προφητεία έμελλε να γεννήσει στη Βηθλεέμ. Η Θεία Πρόνοια όμως οικονόμησε τα πάντα για να συμβεί αυτό. Γι’ αυτό γίνεται απογραφή προκειμένου και η Παρθένος να ανέλθει στη Βηθλεέμ ως σε οικεία πατρίδα για να γεννηθεί ο Ιησούς και να εκπληρωθεί η προφητεία.

Ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννάται στην άσημη και ταπεινή πολίχνη Βηθλεέμ, της οποίας το όνομα σημαίνει «οίκος άρτων». Κατάλληλος τόπος γεννήσεως και για τον Ιησού, ο οποίος είναι ο άρτος της ζωής, ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς. Η Βηθλεέμ όμως ήταν και η πόλη Δαυίδ, όπου εκείνος είχε γεννηθεί. Εκεί έπρεπε να γεννηθεί και  ο Ιησούς ο οποίος εκλήθη Υιός Δαυίδ. Πόλις Δαυίδ όμως ονομαζόταν και η Σιών, αλλά ο Κύριος δεν εγεννήθη στη Σιών, επειδή επέλεξε την άσημη και ταπεινή Βηθλεέμ όπου εγεννήθη στην αφάνεια ο Δαυίδ για να είναι ποιμένας της υπαίθρου. Ο Κύριος αυτόν τον ταπεινό τόπο επέλεξε να γεννηθεί όταν εταπείνωσε εαυτόν και «επτώχευσε δι’ ημάς». Ο θεάνθρωπος Χριστός δεν επέλεξε την Σιών όπου ο Δαυίδ εβασίλευσε ενδόξως, αλλά άφησε το όρος Σιών να είναι τύπος της Αγίας Εκκλησίας του η οποία μένει εις τον αιώνα.

Ο Ιησούς Χριστός εξ άκρας ταπεινώσεως γεννάται σε ευτελέστατο και ταπεινό χώρο, σε ένα σταύλο αλόγων ζων. Εάν ο Ιωσήφ και η Θεομήτωρ δεν ανεύρον κατάλληλο τόπο, εγκατεστάθησαν σε κάποιο σταύλο ο οποίος ευρίσκετο εντός σπηλαίου διότι ελλείψει πανδοχείων σε πολλά σπήλαια κατοικούσαν από κοινού άνθρωποι μετά των αλόγων κτηνών. Ο δε αοίδιμος Παναγιώτης Τρεμπέλας αναφέρει ότι: «Ο Κύριος εγεννήθη εις πανδοχείον και εις σπήλαιον χρησιμοποιούμενον ως σταύλος. Ο Υιός του Δαυίδ, όστις θα ήτο η δόξα και το καύχημα του Οίκου του Πατρός του, δεν είχε ούτε εις την πόλιν Δαυίδ καλύβην τινα ως κληρονομίαν του εις την διάθεσίν του, ούτε ένα φίλον διατεθειμένον να παρέσχη την απαραίτητον κατά την στιγμήν εκείνην άνεσιν εις την μητέρα του. Και εγεννήθη εις πανδοχείον, ίνα σημάνη και διά τούτου, ότι ήλθεν εις τον κόσμον, ως ταξιδιώτης, ίνα παραμείνη εν αυτώ επ’ ολίγον ως εν πανδοχείω και ίνα διδάξη και ημάς ούτω να διατιθέμεθα, ως παρεπίδημοι και διαβάται εν τη γη ταύτη. Το ότι δε ανέκλινον αυτόν εν τη φάτνη, υπήρξε δείγμα της πτωχείας των γονέων του, αλλά και της καταπτώσεως των συγχρόνων των, οίτινες ηνέχθησαν γυνή τίκτουσα να παραμείνει εις σπήλαιον, χωρίς καμμίαν εκδήλωσιν συμπαθείας εκ μέρους εκείνων, οίτινες θα υπήρξαν μάρτυρες των δυσκόλων στιγμών της».

Προκαλεί όντως εντύπωση η ενδελεχής ερμηνευτική προσέγγιση των Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας ακόμη και για το σημείο όπου εναπέθεσε η Παρθένος Μαρία το σπαργανωμένο θείο βρέφος. Η Θεομήτωρ περιετύλιξε εν σπαργάνοις το τεχθέν και το εναπέθεσε όχι σε λίκνο (=κούνια) αλλά επί τμήματος ξύλου που είχε βαθύ κοίλωμα και σ’ αυτό οι ποιμένες έθεταν την τροφή των ζώων. Ο Σωτήρας Χριστός είχε φάτνη αντί κλίνης και ως νήπιο εστερήθη της ανέσεως της αιωρούμενης βρεφικής κούνιας. Ο δε θεοφόρος Πατήρ Κύριλλος Αλεξανδρείας ευστόχως ερμηνεύει: «Εύρεν αποκτηνωθέντα τον άνθρωπον∙ διά τούτον εν φάτνη ως εν τάξει τροφής τέθειται, ίνα τον κτηνοπρεπή μετεμείψαντες βίον εις την ανθρώπων πρέπουσαν ανακομισθώμεν σύνεσιν∙ και οι κτηνωδείς τη ψυχή προσελθόντες τη οικία τραπέζη τη φάτνη, εύρομεν μηκέτι χόρτον, αλλ’ άρτον τον εξ ουρανού, το της ζωής σώμα».

Τα χαρμόσυνο μήνυμα της γεννήσεως του Σωτήρος αγγέλλεται υπό του Αγγέλου πρωτίστως στους άδολους και ταπεινούς ποιμένες (=βοσκούς), οι οποίοι αγρυπνούσαν καθ’ όλη την διάρκεια της νυκτός για την φύλαξη των ποιμνίων τους. Ο Άγγελος του Κυρίου λοιπόν δεν απεστάλη στους αρχιερείς ή τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, οι οποίοι δεν ήταν πνευματικώς προπαρασκευασμένοι να δεχθούν το μέγα κοσμοσωτήριο μήνυμα της γεννήσεως του Μεσσία και λυτρωτού, αλλά στον όμιλο κάποιων πτωχών ποιμένων οι οποίοι ήταν αγαθοί και άδολοι άνθρωποι, απλοί βιοπαλαιστές που διέμεναν σε σκηνές της υπαίθρου. Στους ποιμένες αυτούς οι οποίοι πιθανότατα ήταν ευσεβείς άνθρωποι, ανηγγέλθη το μέγιστο μήνυμα της γεννήσεως του αναμενόμενου ανά τους αιώνες Μεσσία. Οι αγαθόφρονες αυτοί άνθρωποι είναι έξυπνοι (εκ + ύπνος), δεν μισοκαθεύδουν και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να εξαπατηθούν για όσα έβλεπαν και άκουγαν. Είχαν πλήρως όλες τις αισθήσεις και τη συνείδησή τους όταν ο Άγγελος διακηρύττει ενώπιόν τους: «μη φοβείσθε. Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ», ενώ οι χοροί των ουρανίων αγγελικών ταγμάτων αποκαλύπτουν την σωτηριώδη σημασία της θείας ενσαρκώσεως λέγοντες: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

Τον ευαγγελισμό των ποιμένων υπό του Αγγέλου και όχι της καθεστηκυίας θρησκευτικής τάξεως του Ισραήλ ερμηνεύει ο Εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης επισημαίνοντας: «Τι δήποτε ο άγγελος ουκ απήλθεν εις Ιεροσόλυμα, ουκ εζήτησε τους γραμματείς και τους φαρισαίους, ουκ εισήλθεν εις την Ιουδαίων συναγωγήν, αλλά ποιμένας εύρεν αγραυλούντας και φυλάσσοντας τας φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών κακείνους ευηγγελίσατο; Ότι εκείνοι μεν ήσαν διεφθαρμένοι και τω φθόνω ή μελλον διαπρίεσθαι, ούτοι δεν άπλαστοι (οι ποιμένες) ήσαν, την παλαιάν πολιτείαν ζηλούντες των πατριαρχών και αυτού Μωυσέως. Ποιμένες γαρ ήσαν και ούτοι».

Ο δε πολύς περί την θεολογία αοίδιμος Παναγιώτης Τρεμπέλας εμφατικώς σχολιάζει τα του Ευαγγελισμού των ποιμένων γράφοντας: «Ούτε σοφοί, ούτε διακεκριμένοι οπωσδήποτε, ούτε άνθρωποι επιρροής ήσαν οι ποιμένες ούτοι. Εξελέγησαν μάλλον δια την πτωχείαν των και την αφάνειάν των. Ο παντοδύναμος Θεός επιβλέπει μετ’ ιδιαιτέρας ευνοίας επί τους χαμηλούς και ασήμους. Ο άγγελος ενεφανίσθη εις τους ποιμένας, οιονεί δεικνύων, ότι ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου τούτου τους εν καρτερία και ελπίδι προς αυτόν, υπομένοντας την πτωχείαν των, εξέλεξεν ως κληρονόμους της Βασιλείας του και δι’ αυτό και τώρα τιμά τούτους. Αλλά προπαντός κατέστη ήδη φανερόν, ότι ο Θεός δεν προσβλέπει μεροληπτικώς εις πρόσωπα. Ενώπιόν του οι τα υψηλά στρώματα της κοινωνίας κατέχοντες και οι εις τα ταπεινά εν αφανεία διαβιούντες είναι πάντες ίσοι, εν τη συμμετοχή δε των αιωνίων ευλογιών του Ευαγγελίου δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του εις θρόνον λαμπρόν καθημένου μονάρχου και του επαίτου του ενδιαιτωμένου εις πτωχήν καλύβην».

Όταν ο Άγγελος πιστοποιεί την αναγγελία του χαρμοσύνου μηνύματός του λέγοντας: «και τούτου υμίν το σημείον, ευρίσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη», τότε η πίστη των ποιμένων για το πρόσωπο του αναμενόμενου ενδόξου Μεσσία υποβάλλεται σε δοκιμασία επειδή εκστατικοί θαυμάζουν την άκρα ταπείνωση του εν φάτνη κειμένου θείου βρέφους. Βλέπουν ένα ασθενές βρέφος σε ταπεινή και ευτελέστατη φάτνη που ως «σημείον αντιλεγόμενον» γεννά αντιφατικές σκέψεις οι οποίες όμως προσελκύουν την αγαθή προαίρεσή τους καθώς ο Χριστός ομιλεί στα μύχια της υπάρξεώς τους δια της άκρας ταπεινώσεώς του μέσα σε ένα σταύλο αλόγων κτηνών και όχι στην πολυτέλεια ανακτόρων.

Στην προσκύνηση των Μάγων γίνεται αναφορά μόνο στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και σημειωτέον ότι αυτή έλαβε χώρα όχι αμέσως μετά την γέννηση του Χριστού, αλλά αρκετό διάστημα μετά από αυτή, αφ’ ότου δηλαδή ο Ιησούς είχε λάβει το όνομά του και συνεπώς μετά την περιτομή του. Η αντίληψη που επικρατεί ότι δηλαδή η εξ Ανατολής Μάγοι προσεκύνησαν το θείο βρέφος αμέσως μετά τη γέννησή του δεν ευσταθεί και οφείλεται στο γεγονός ότι στην ορθόδοξη βυζαντινή αγιογραφία της γεννήσεως ιστορούνται και τα πρόσωπα των τριών μάγων.

Οι Μάγοι εξ ανατολών ορμώμενοι και χωρίς να είναι διαπιστωμένος ο ακριβής αριθμός τους, έχει καθιερωθεί να υπολογίζονται σε τρεις, οι οποίοι ήταν ο Μελχιώρ, ο Γάσπαρ και ο Βαλτάσαρ. Οι ανατολίτες αυτοί σοφοί αστρολόγοι οδηγούμενοι υπό του φαεινού αστέρος καταφθάνουν στην Βηθλεέμ όπου «είδον το παιδίον μετά της Μαρίας της Μητρός αυτού» και «πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ». Οι Μάγοι, οι οποίοι ήταν πιθανότατα γνώστες των προφητειών για την έλευση του αναμενόμενου σωτήρα του κόσμου, υπό του πανσόφου Θεού φωτισθέντες αναζητούν τον Βασιλέα όλου του ανθρωπίνου γένους, γενόμενοι οι πρώτοι «εθνικοί» (=ειδωλολάτρες) οι οποίοι ανεγνώρισαν και λατρευτικώς ετίμησαν τον Μεσσία. Ο Ζιγαβηνός ερμηνεύοντας το γεγονός γράφει: «Όρα δε, όπως εκ προοιμίων ανοίγεται τοις έθνεσι θύρα πίστεως είς αισχύνην τοις Ιουδαίοις. Επεί γαρ των προφητών ακούοντες προαναφωνούντων την Χριστού παρουσίαν, ου σφόδρα προσείχον, ωκονομήθη βαρβάρους ελθείν… και εκ χώρας μακράς και διδάξαι αυτούς».

Η προσκύνηση των Μάγων συντελείται κατ’ οίκον, όπου συναντούν τον γεννηθέντα Ιησού με την Μητέρα του, η οποία αν και με φτωχική ενδυμασία εκπέμπει προφανώς την αγιότητα και αγνότητά της. Δεν πολυπραγμονεί αλλά ίσταται εν σιωπή και ταπεινώσει καθώς έκθαμβη και συγκλονισμένη συνειδητοποιεί ότι εγέννησε τον «Βασιλέα των όλων», τον σωτήρα και λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους. Οι Μάγοι δεν αμφιταλαντεύονται ότι το ταπεινό βρέφος με την άσημη εξ όψεως Μητέρα είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας και Βασιλεύς. Ο δε Ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει σχετικά: «Τί ήταν εκείνο που έπεισε τους μάγους να προσκυνήσουν; Δεν ήταν ούτε η επισημότητα της παρθένου, ούτε η περήφανη οικία, ούτε κάτι άλλο από εκείνα που έβλεπαν ήταν ικανό να τους προκαλέσει έκπληξη για να προσκυνήσουν. Τί ήταν λοιπόν εκείνο που τους έπεισε; Ο αστέρας και η από θεού γενομένη έλλαμψη της διανοίας τους, που τους οδήγησε στην γνώση».

Τα δώρα που προσέφεραν οι Μάγοι έχουν ένα αλληγορικό και συμβολικό χαρακτήρα τον οποίο όλοι οι ερμηνευτές επισημαίνουν αναφέροντας ότι τον μεν Χρυσό προσέφεραν ως σε Βασιλέα, τον λίβανο ως σε Θεό, την δε σμύρνα ως σε μέλλοντα να αποθάνει. Γι’ αυτό ο της Εκκλησίας Υμνωδός ψάλλει: «Του Κυρίου Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας, εξ ανατολών ελθόντες μάγοι προσεκύνησαν Θεόν ενανθρωπίσαντα, και τους θησαυρούς αυτών ανοίξαντες δώρα τίμια προσέφεραν, δοκίμιον χρυσόν ως Βασιλεί των αιώνων και λίβανον ως Θεώ των όλων, ως τριημέρω δε νεκρώ σμύρναν τω αθανάτω».

Όσον αφορά τον φαεινό αστέρα που οδήγησε τους Μάγους στον νηπιάσαντα Θεό Ιησού Χριστό, άλλοι μεν ερμηνευτές και Θεοφόροι Πατέρες αποδέχονται ότι ήταν όντως ένα υπερφυσικό ουράνιο φαινόμενο ή σημείο από Θεού, άλλοι δε, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, επισημαίνουν ότι δεν ήταν ένα «φυσικό αστέρι, όπως εκ πρώτης όψεως φαινόταν, αλλά ήταν μία αόρατη, θαυμαστή λογική δύναμη, η οποία οδήγησε τους Μάγους στον τεχθέντα Ιησού». Ο άκτιστος Θεός με την πανσοφία του οδήγησε διά του υπερφυούς αυτού τρόπου τους Μάγους στην ενσαρκωμένη αλήθεια και σωτηρία του γένους των Βροτών.

Η εωσφορική παραφωνία σε όλα τα θαυμαστά γενόμενα είναι το πρόσωπο του Ηρώδη, ο οποίος ως παρανοϊκός αρχομανής προσπαθεί δολίως να πείσει τους μάγους να του αποκαλύψουν τον τόπο όπου εγεννήθη ο Βασιλεύς του Ισραήλ για να τον δολοφονήσει. Ο ίδιος δεν ήταν Ιουδαίος αλλά Ιδουμαίος και έλαβε από τη Ρώμη τον τίτλο του Βασιλέως της Ιουδαίας. Ο Ηρώδης εταράχθη, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, επειδή εφοβείτο για την Βασιλεία του. Λέγει δε ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Εταράχθη ως αλλόφυλος περί της Βασιλείας δεδοικώς». Και ενώ ήταν εβδομήντα ετών και δεν θα έπρεπε να φοβηθεί ένα νήπιο, εντούτοις εκείνος ευρισκόμενος σε εωσφορική τύφλωση, επιθυμεί να δολοφονήσει το νήπιο. Ο Ηρώδης ως Ιδουμαίος είναι αποστασιοποιημένος προς τα θέσμια της Ιουδαϊκής Θρησκείας και καλεί την καθεστηκυΐα θρησκευτική ιεραρχία του λαού να ερμηνεύσει το γεγονός, αλλά και η Ιουδαϊκή Ιεραρχία ευρισκόμενη σε απόλυτη πνευματική τύφλωση αδυνατεί να διαπιστώσει την εκπλήρωση των προφητειών. Η εωσφορική παράνοια του Ηρώδη φθάνει στο σημείο να διατάξει την σφαγή 14.000 νηπίων, τα οποία είναι οι πρώτοι μάρτυρες εν Χριστώ της Εκκλησίας, προκειμένου να διατηρηθεί στο θρόνο του. Το  τέλος του αδίστακτου νηπιοφόνου υπήρξε φρικτό και άδοξο, όπως και η μνεία του ονόματός του καθίσταται ανά τους αιώνες πρόξενος βδελυράς αναμνήσεως. Ο δε νηπιάσας Θεός Ιησούς Χριστός κατά την εις Αίγυπτο φυγή του καθίσταται «πρόσφυγας Θεός» σε αλλότρια γη, όπου διαμένει μέχρι το θάνατο του Ηρώδη και η διαμονή του αποτελεί το προοίμιο της πνευματικής σποράς του μηνύματος της θείας ενσαρκώσεως στα εκτός του Ισραήλ έθνη.

Στη θεολογική ιχνηλασία των προσώπων και γεγονότων που συνδέονται με την αλήθεια της υπερφυούς θείας ενσαρκώσεως, κυριαρχεί η στάση της Υπεραγίας Θεοτόκου για την οποία ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει: «η δε Μαριάμ πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής». Η Πάναγνη Θεομήτωρ εν σιωπή βιώνει όλα τα θαυμαστά γεγονότα χωρίς να γεννάται στη διάνοιά της ουδέ κατ’ ελάχιστον τύφος αλαζονείας ή εγωισμού. Σιωπά και κλίνει τον εαυτής αυχένα στο θέλημα του Κυρίου. Δεν πολυπραγμονεί ούτε προκαλεί αλλά διατηρεί στα έγκατα της καρδίας της όλα όσα ο Θεός «οικονομεί» για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους, γενόμενη «συνοικονόμος» στο μυστήριο της θείας αποκαλύψεως εν Χριστώ τεχθέντι.

ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ-ΑΜΒΩΝ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

ΕΥΧΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2022

Αγαπητοί  εν Χριστώ  αδελφοί! ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ -ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ.

«Μη φοβείσθε· Ιδού γαρ, ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ· ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος»

Τα πασίχαρα τούτα λόγια του Αγγέλου προς τους Ποιμένες απευθύνονται και σήμερα σε κάθε ταπεινή ψυχή που ποθεί να ενωθεί με τον Πλάστη και Δημιουργό της. Η μεγάλη μας Μητέρα, η Αγία μας Εκκλησία ψάλλει διαχρονικώς ότι «σήμερον γεννάται εκ Παρθένου» ο Κύριος ημών Ιησού Χριστός. Η Γέννηση  του Σωτήρος τελεσιουργείται εντός της καρδίας κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να προσφέρει  στον Λυτρωτή της τα πολύτιμα δώρα της. Το ευώδες λιβάνι της προσευχής της, τα ακριβότερα της σμύρνας δάκρυα της μετανοίας της και τα υπέρ χρυσίου έργα της θυσιαστικής αγάπης και συγχωρητικότητας..

Γιορτάζουμε σήμερα την Γέννηση του Θεανθρώπου σε ένα  κόσμο που  διολισθαίνει με ταχύ ρυθμό προς ένα απάνθρωπο ψηφιακό ολοκληρωτισμό ο οποίος  θα αστυνομεύει και θα καταπνίγει την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, με τους πολίτες να αυτοφυλακίζονται στα ψηφιακά τους κελιά και τις δομές τεχνητής νοημοσύνης να αποκτούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Σήμερα  η ανθρώπινη κοινωνία, ως κοινωνία προσώπων πλασμένων κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Άγιου Τριαδικού Θεού,  επιλέγει να αποστασιοποιηθεί από τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, και μεταλλάσσεται ήδη σε ένα παράλογα βίαιο και σαρκολατρικό μόρφωμα, που ισοπεδώνει κάθε ηθικό φραγμό και αναστολή και, επομένως, είναι αναπόφευκτο να οδηγηθεί μοιραία στην αυτοκαταστροφή. Η  κτηνώδης και τυφλή βία και ο αχαλίνωτος πανσεξουαλισμός είναι τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας φθίνουσας όσο και δαιμονοκρατούμενης κοινωνίας, ενώ το ταπεινό φρόνημα, η πραότητα, η συγχωρητικότητα και η ψυχοσωματική αγνότητα μαρτυρούν την γλυκιά παρουσία του Θεού στην ζωή των ανθρώπων.

Μακάρι η Θεία Χάρις να λάμψει τις Άγιες Ημέρες των Χριστουγέννων στις ψυχές των βασανισμένων και πονεμένων ανθρώπων, ξεπλένοντας το αφηνιασμένο και σκοτεινιασμένο πρόσωπο της γης που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τον αυτοκαταστροφικό (πυρηνικό;) όλεθρο.

Είθε η γέννηση του Χριστού να είναι για όλους μας η απαρχή πνευματικής ανανήψεως και ανατάσεως· αρχή εγέρσεως, μετανοίας κι επιστροφής στην αυθεντική και ανόθευτη Ορθόδοξη Πίστη· την Πίστη που μας παρέδωσαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας· όπως ο Κύριος την δίδαξε, όπως οι Απόστολοι την κήρυξαν, όπως οι άγιοι την δογμάτισαν, όπως οι άγιες Σύνοδοι την νομοθέτησαν, όπως οι μάρτυρες την σφράγισαν με το αίμα τους, όπως το ιερό Ευαγγέλιο την αποθησαύρισε και όπως η ιερά Παράδοση  την διαφύλαξε.
Ας κάνουμε φέτος Χριστούγεννα με τον Χριστό· ας χαρούμε δοξάζοντες τον Χριστό· ας ελπίσουμε διά του Χριστού.

-ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Για την διαδικτυακή ομάδα-ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ

πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ  ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΩΡΩΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Η e- βιβλιοθήκη

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. «Ῥάκη, καθάπερ βροτός, σπαργανοῦται ὁ τῇ οὐσίᾳ ἀναφής.Θεός ἐν φάτνη ἀνακλίνεται ὁ στερεώσας τούς οὐρανούς πάλαι κατ’ ἀρχάς. Ἐκ μαζῶν γάλα τρέφεται ὁ ἐν τῇ ἐρήμῳ μάννα ὀμβρήσας τῷ Λαῷ».

Εἶναι λοιπόν ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, Ἀκριβή-Πολύτιμη, ἡ Ἄκτιστος Χάρις. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός θά μᾶς ρωτήσει ἐκείνη τήν ὥρα:«Ἐγώ», θά μᾶς πεῖ, «ἔκανα τά πάντα γιά νά σέ σώσω. Έσεῖς τί κάνατε γιά τή δική σας προσωπική σωτηρία»; Γι’ αὐτό σεβαστή μου γερόντισσα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καμία ἀνοχή στήν ἁμαρτία. Καμία ἀνοχή στήν ἁμαρτία. Καί κυρίως αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες , ἀρχῆς γενομένης ἀπό σήμερα, πού βιώνουμε καί ψάλλουμε καί ἀναγινώσκουμε αὐτό τό φοβερό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον. Γιατί, ἄς μή ξεχνοῦμε ὅτι: «εἰ γάρ ὁ δι’ Ἀγγέλων λαληθείς λόγος ἐγένετο βέβαιος καί πᾶσα παράβασις καί παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 386 επιπλέον λέξεις

Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

Η e- βιβλιοθήκη

Χριστουγεννιάτικες στορίες, ρ. 22

π. Δημητρίου Μπόκου

Η παλιά ξυλόπορτα υποχώρησε τρίζοντας στο δυνατό του σπρώξιμο. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή, η κακοτράχαλη ανηφόρα τού είχε φέρει λαχάνιασμα. Μικρά κρύσταλλα και σταγόνες κρέμονταν από τα άταχτα φρύδια και τα μουστάκια του. Κατέβασε με κόπο το βαρύ δισάκι από τους κυρτωμένους ώμους του, το απόθεσε στο σανίδι, που στηριγμένο σε δυο πέτρες σχημάτιζε πρόχειρο καναπέ.

Τα σοδέματά του όλα ήταν εκεί, στο σακούλι αυτό. Με αυτά θα πορευόταν ολοχρονίς. Αλεύρι, παξιμάδι, ζυμαρικά, όσπρια, λίγο λάδι, ένα φιαλίδιο κρασί… Όλα ευλογία απ’ τους πατέρες της μονής της μετανοίας του. Όλοι γνώριζαν τον αναχωρητή και τον καλοδέχονταν, όταν τους επισκεπτόταν απ’ το ερημικό του ασκηταριό, μια φορά τον χρόνο, για να προμηθευτεί κι αυτός τα απαραίτητα. Ο δοχειάρης φόρτωνε το φτωχό γεροντάκι με ό,τι μπορούσε να χωρέσει στο δισάκι του. Ήταν το βιός της χρονιάς. Το καλύβι του ερημίτη ήταν δεκάδες…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 3.174 επιπλέον λέξεις