Σὰν σήμερα (28 Αυγούστου) ἐκοιμήθη ὀσιακῶς ὁ μεγάλος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ ἀναβιωτὴς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς

Ἐπειδὴ σήμερα εἶναι μνήμη τῆς κοιμήσεως
τοῦ Ἁγίου Γέροντος Ἰωσήφ, δημοσιεύουμε κάποια ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ σπηλαιώτης» τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Φιλοθεΐτου. Τὴν εὐχούλα του νὰ ἔχουμε!
Τὸ τυπικό τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ: …Ἐκοιμῶντο περίπου 3-4 ὧρες, ἀλλὰ ὁ Φραγκίσκος (μετέπειτα μοναχὸς Ἰωσὴφ) δὲν ξάπλωνε σὲ κρεββάτι. Συνήθως κοιμόταν καθιστὸς σὲ μία καρέκλα, καὶ τὶς περισσότερες φορὲς ὄρθιος στηριζόμενος σὲ ἕνα μπαστούνι σὲ σχῆμα Τ ἢ ἀκουμπώντας στὸν τοῖχο.
Μὲ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου ἐγείροντο γιὰ νὰ ἀρχίσουν τὴν ἀγρυπνία τους. Δὲν μιλοῦσαν μεταξύ τους, γιὰ νὰ μὴν ἀπωλέσουν τὴν νηφαλιότητα, ποὺ χάριζε στὸν νοῦ ὁ ὕπνος.
Ἔπιναν σιωπηλὰ ἕναν καφὲ γιὰ βοήθημα καὶ ἀπεσύροντο ὁ καθένας στὸ κελλί του γιὰ ὁλονύκτια προσευχὴ ἂν ἦταν χειμώνας, κι ἂν ἦταν καλοκαίρι στὴν ὕπαιθρο σὲ ἀπόστασι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον.
Ἄρχιζαν μὲ τὸ «Τρισάγιο», τὸ «Πιστεύω» καὶ τὸν «Ν΄ ψαλμό». Κατόπιν καθόντα λίγο καὶ ἀδολεσχοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸν θάνατο, τὴν κόλασι, τὴν χαρὰ τῶν Δικαίων στοὺς οὐρανοὺς καὶ ψυχωφελεῖς θεωρίες. Καὶ κατέληγαν μὲ τὴ σκέψι πὼς ὅλοι θὰ σωθοῦν καὶ μόνον αὐτοὶ θὰ πᾶνε στὴν κόλασι. Ἔτσι ἤρχοντο σὲ κατάνυξι, σὲ πένθος καὶ μετάνοια. Δὲν ἔμεναν ὅμως γιὰ πολὺ σ΄ αὐτὲς τὶς σκέψεις. Μόλις συγκεντρωνόταν ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ συνετρίβετο, ἄρχιζαν τὴν εὐχή…
Συνήθως ἔκαναν Νοερὰ προσευχὴ ὄρθιοι, γιὰ νὰ καταπολεμήσουν τὸν ὕπνο γιὰ 7-8 ὧρες, μὲ ἀπόλυτη συγκέντρωσι, ταπείνωσι καὶ συντριβὴ βυθίζοντας τὸ νοῦ μέσα στὴν καρδιά. Κατόπιν ἄρχιζαν τὶς μετάνοιες, ποὺ ἤσαν περίπου 3.500 γιὰ τὸν καθένα τους, καὶ ἐὰν ἔκανε κρύο καὶ περισσότερες! Διότι σπανίως ἀναβαν σόμπα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς πολεμᾶ ὁ ὕπνος. Μετὰ τὶς μετάνοιες ἀκολουθοῦσε ὁ ἀπαραίτητος μοναχικὸς κανόνας μὲ κομποσχοίνια.
……………………………………………………………………………………………
….Μετὰ τὴν θεία Λειτουργία, εἶχε ἤδη ξημερώσει, ἔπιναν ἕνα ζεστὸ μὲ λίγο παξιμάδι.
Μερικὲς φορές, ὄχι πάντα, ἐὰν ἤσαν ἐξαντλημένοι ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς ἀγρυπνίας, ἀνεπαύοντο ἄλλη μία ὥρα περίπου. Μετὰ ἐσηκώνοντο καὶ εἴτε ἔκανα πάλι προσευχὴ καὶ μελέτη εἴτε ἔψαχναν γιὰ ἀσκητὲς πρὸς ὠφέλειάν τους.
Ἔτσι ἀγγελικὰ ζοῦσαν οἱ δύο ἀγωνιστές. Μία ζωὴ αὐστηρὰ ἀσκητική, μέσα στὴν ἀφάνεια, στὴν ὑπακοὴ στὸν πάπα-Δανιὴλ τὸν Κατουνακιώτη καὶ στὴ νυκτερινὴ προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
…Ἡ Νοερὰ προσευχὴ ἦταν ἡ κυριότερη ἀσχολία τοῦ Γέροντος. Ὅλη του τὴν δύναμι τὴν ἑστίαζε στὴν καλλιέργεια αὐτῆς τῆς προσευχῆς. Ὅλες του τὶς δραστηριότητες τὶς ρύθμιζε, ὥστε νὰ ἔχει ἄνεσι ὁ νοῦς στὴν προσευχή. Ὅπως ἔγγραψε ὁ ἴδιος: «Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἰς ἐμένα εἶναι ὅπως ἡ τέχνη τοῦ καθενός, καθ΄ ὅτι ἐργάζομαι αὐτὴν τριαντὲξ καὶ ἐπέκεινα χρόνια, δηλαδή, σ΄ὅλη τὴν διάρκεια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς. Καὶ πράγματι, ἐργαζόταν στὴν προσευχὴ μεθοδικὰ καὶ μὲ τάξι. Προσευχόταν μὲ ἐπιμονὴ καὶ βία, ἀλλὰ καὶ μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωσι. Ὅλη του ἡ ἡμέρα ἦταν μία προετοιμασία γιὰ τὴν νυκτερινή του προσευχή.
…Κάναμε πολλὲς ὧρες προσευχὴ τότε ποὺ ἤμασταν κοντὰ στὸν Γέροντα Ἰωσήφ, ἀλλὰ καὶ στὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησί του. Καὶ ἦταν πλημμύρα ἡ Χάρις πού μού ἔδινε ὁ Κύριος, δι΄εὐχῶν τοῦ Γέροντός μου, διότι ἔκαμε Νοερὰ προσευχὴ μέχρι δέκα ὧρες ὄρθριος! Ὅταν μὲ πολεμοῦσε ὁ διάβολος μὲ πολλὴ κούρασι καὶ ἀμέλεια, αἰσθανόμουν ἄσχημα καὶ ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου: «ἄρρωστος δὲν εἶσαι! Ἔφαγες, ἤπιες, λοιπὸν ἐδῶ θὰ ἀγωνισθῆς, θὰ πεθάνης ἐδῶ προσευχόμενος!» Δὲν ὑποχωροῦσα. Καὶ μετὰ λίγην ὥρα ἤρχετο τόση παράκλησις, τέτοια εἰρήνη καὶ μακαριότης, ποὺ ἐπὶ τέσσερις ὧρες, νόμιζα ὅτι δὲν πατούσα στὴν γῆ καὶ ὅτι οἱ τέσσερις αὐτὲς ὧρες ἤσαν 10 λεπτά. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχα πολλὲς καταστάσεις. Ὁ Θεός μου εἶχε δώσει πολλὴ Χάρι»….
…Θάνατος ὄντως ὀσιακός. Σὲ μᾶς σκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησι. Μπροστὰ μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ ἤρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ζούσαμε ἀνάστασι. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν μᾶς ἔλλειψε πλέον, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντός μας.
Ὁ τάφος τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ
Ἄποψη τοῦ τάφου τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ ἀπὸ ἔξω
Τὰ σπήλαια τῶν δύο γερόντων Ἰωσὴφ καὶ Ἀρσενίου στὴν Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὅρος
Ἡ θέα ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό τῆς σπηλιᾶς
Ψηλὰ στὸν βράχο τῆς σπηλιᾶς, διακρίνουμε κρίκους
ὅπου κρεμόταν μὲ σκοινὶ γιὰ τὶς πολύωρες ἀγρυπνίες
Τὸ στασίδι στὴν σπηλιὰ
Ἡ Νέα Σκήτη
ΠΗΓΗ.ΡΩΜΕΪΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Γιατὶ ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό – Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής

Πνευματικοί Λόγοι: Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής - Γιατὶ ὁ Πέτρος ...

___

ρωτ.: Γέροντα, μς μιλήσατε προηγουμένως γιά τό τελές το π. Πέτρου, πρό τς Πεντηκοστς. Λόγω τς τέλειάς του ρνήθηκε τόν Κύριό μας;

 

παντ.: Τό θέμα τς ρνήσεως το Πέτρου, κατά τίς κρίσεις τν Πατέρων, εναι οκονομία. Διότι δέν το δυνατό  Πέτρος,  ποος ες λη τήν περίοδο πο ταν μαζί μέ τόν Χριστό καί δειξε τόσο ζλο καί τόση ταπεινοφροσύνη, νά πέση σέ τόσο μεγάλο λάθος, νά ρνηθ τρες φορές τόν Δεσπότη Χριστό. Δέν εναι λογικό ατό. Θυμηθετε τήν μολογία το Πέτρου!

 

ταν  ησος μς ρώτησε: «μες δέ τίνα μέ λέγετε εναι;»  Πέτρος μολόγησε καί επε: «Σύ ε  Χριστός  υός το Θεο το ζντος». Καί  ησος μας γύρισε καί το επε: «Μακάριος ε, Σίμων Βαριωνά, τι σάρξ καί αμα οκ πεκάλυψέ σοι, λλ’  Πατήρ μου  ν τος ορανος. Κγ δέ σοι λέγω τι σύ ε Πέτρος, καί πί ταύτ τ πέτρ οκοδομήσω μου τήν κκλησίαν». (Ματθ. 16,16-18).

 Πέτρος κατά φύσι ταν πολύ ζηλωτής καί συμβίβαστος. Μέσα στήν πανσοφία Του  Θεός, μετά τήν θερμή του μολογία, τόν θεσε θεμέλιο τς κκλησίας. πειδή μως  κκλησία θά γκάλιαζε λη τήν νθρώπινη φύσι, λους τος χαρακτρες, χι μόνο τούς ζηλωτές καί σχυρούς λλά καί τούς σθενες καί δυνάτους, πιτρέπει  Κύριος τήν τριπλ ρνησι. Διότι, μήν ξεχνμε• ο περισσότεροι νθρωποι εναι σθενες καί δύνατοι. Οτε στούς πέντε νά κατό δέν θά ερωμε σχυρούς χαρακτήρας, ο ποιοι γάπησαν τόν Θεό ξ λοκλήρου καί μέ τήν ρμή τς γάπης τους δειξαν αταπάρνησι. Γι’ ατούς λοιπόν τούς πολοίπους σθενες γινε οκονομία.  Πέτρος μως ς ζηλωτής καί σχυρός, πο δέν εχε μέσα του νόημα συγκαταβάσεως, δέν θά τό καταλάβαινε ατό.

 

πομένως κάνει μία οκονομία  Θεός καί πιτρέπει νά τόν ρνηθστερα τόν θεραπεύει μόνος Του. Τόν πλησιάζει καί το λέει: «Πέτρε, φιλες με; Πέτρε, γαπς με;» λυπήθη  Πέτρος, δέν τό κατάλαβε. λλά ο τρες ρωτήσεις ταν  θεραπεία τς τρισσς ρνήσεως.

 

Μέ τήν τριπλ μολογία,  Πέτρος, ξήλειψε τήν νοχή. μαθε μως κ πείρας, τι καί ο ζηλωταί κόμη χουν νάγκη πιεικείας.

 

Τό διο κάνει  Θεός καί στόν π. Παλο. πειδή ταν  σπονδυλική στήλη τς κκλησίας, τόν φήνει στήν ρχή νά γίνη διώκτης, χθρός• καί στερα τόν παίρνει• καί ατός μέ συναίσθησι βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης λέγει: «Οκ εμί κανός καλεσθαι πόστολος, διότι δίωξα τήν κκλησία το Χριστο». χω μως να λαφρυντικό, τι «γνον ποίησα».

 

Βλέπετε μέ πόση πανσοφία  Θεός οκονομε γιά νά δώση καί σέ μς παρηγοριά. Διότι ατοί ο κορυφαοι άν μπαιναν μέ τήν δύναμι τς ρμς τους μέσα στήν κκλησία, πο θά ξεραν τι μες ο δύνατοι δέν μπορομε τώρα νά κρατήσωμε; Μέ ατό τόν τρόπο συγκαταβαίνει  θεία γαθότης πρός τίς δυναμίες τν νθρώπων, στε νά μπορέσωμε καί μες νά φθάσωμε ες ατή. Κατεβαίνει  Θεός γιά νά σηκωθομε μες.

Η φανέρωση της Αγίας Τριάδος στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.

geron_iosif_isixastis Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής 02

 Ένα σχετικά πρόσφατο περιστατικό που έλαβε χώρα προ ολίγων ετών (περίπου 60), περιλαμβάνεται  στον βίο τού Αγίου Γέροντος Ιωσήφ τού Ησυχαστού, και ίσως είναι το μοναδικό αντίστοιχο περιστατικό με αυτό τής φιλοξενίας τού Αβραάμ, που διαδραματίστηκε όμως εις την μετά Χριστόν εποχή. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Άγιο Γέροντα να μάς το περιγράψει:

«Άλλην φοράν πάλιν αγρυπνώντας μόνος εις το πολύ μικρό καλυβάκι μου – διότι μόνοι μας με τον Γέρο Αρσένιο αγρυπνούσαμε κατά νύχτα ο καθείς εις το κελλί του με την ευχήν και με δάκρυα – ήλθον πάλιν εις θεωρίαν. Εγέμισεν φως το κελλί μου, καθώς όταν είναι μέρα. Και εις το μέσον εφάνησαν τρία παιδάκια έως δέκα ετών το καθένα. Ένα ανάστημα. Μία μορφή. Μία ενδυμασία. Ένα πρόσωπον, εις την ευμορφίαν. Και εγώ εθαύμαζων εις την θεωρίαν τους ήμην όλος εκστατικός. Αυτά δε ακουμβώντας το ένα εις το έτερον με ηυλόγουν τα τρία ομού, όπως ευλογεί ο ιερεύς, και μελωδικώς έψαλλον: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Αλληλούια»! Και εβάδιζον επάνω μου, και πάλιν οπίσω-οπίσω επήγαιναν, χωρίς να κάμουν μεταβολήν, και πάλιν εβάδιζον κατ’ επάνω μου ψάλλοντας. Εγώ δε έλεγον διαλογιζόμενος· πού έμαθαν τόσον μικρά να ψάλλουν τόσον ωραία και να ευλογούν; Χωρίς να έλθη εις τον νουν μου ότι εις το Άγιο Όρος δεν υπάρχουν τόσον μικρά και τόσον ωραία παδάκια. Και ούτως πάλιν, καθώς ήλθον, έφυγαν να υπάγουν να ευλογήσουν και άλλους. Και εγώ έκθαμβος, ημέρες παρήρχοντο δια να διαλυθή η χαρά και να εξαλειφθούν από την μνήμη μου. Αλλά μήτε εξαλείφονται ποτέ τα τοιαύτα». (Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, ‘Έκφραση Μοναχικής Εμπειρίας’, επιστολή ΛΖ΄ (37), σελ. 214, έκδοση 1979 Ι.Μ. Φιλοθέου Άγιον Όρος).

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής.Ο Νηπτικός Πατήρ και Διδάσκαλος

 

Μία από αυτές τις αφιερωμένες, εκλεκτές ψυχές του Αγίου Όρους είναι και ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο οποίος ανεδείχθη εις εξέχουσαν, αγιορειτικήν, οσιακήν μορφήν και για τον οποίον έγράφη και το βιβλίον αυτό.

«Ους προέγνω και προώρισε, τούτους και εκάλεσε».

Στον Όσιο Γέροντα Ιωσήφ το ρητό αυτό πράγματι εφαρμόζεται διότι ως εξέχουσα, σπάνια, χαρισματική μορφή, η ίδια η Παναγία τον εκλέγει, τον καλεί, τον προορίζει και τον οδηγεί στο Περιβόλι Της ως άνθος ευωδέστατον και καρποφόρον πνευματικόν δένδρον.

Έχοντας ο Όσιος Γέρων έξ αρχής το Θείον πυρ της αγάπης και του θείου έρωτος προς τον Χριστόν μέσα στην ψυχήν του καθώς και μίαν ζέουσαν, απαράμιλλον, παραδειγματικήν αφοσίωσιν εις την Κυρίαν Θεοτόκον απεδύθη στη συνέχεια με ένθερμον, θυσιαστικόν, Θείον πόθον και ζήλον, εις εκείνους τους υπερανθρώπους, ασκητικούς αγώνας και τα παλαίσματα, ωσάν τους παλαιούς αθλητάς, των οποίων την ισάγγελον πολιτείαν θαύμασαν οι Άγγελοι και τρόμαξαν οι δαίμονες.

gerioshsyx2

Τοιουτοτρόπως και ο θαυμαστός Γέροντας Ιωσήφ διήλθεν όλον τον βίον του εις το Άγιον Όρος υπερχαριτωθείς από τον Κύριον και την Παναγίαν, καθώς η συνέχεια περιτράνως το απέδειξε και εισέτι το αποδεικνύει, αφού εκ των καρπών το δένδρον γινώσκεται. Με τους αδιακόπους μόχθους και κόπους του, εν μέσω των αβαστάκτων πειρασμών του διαβόλου ηγωνίσθη ανδρείως και διά της θαυμασίας, ισαγγέλου, οσιακής βιοτής του έγινε μάρτυρας τη προαιρέσει, ευάρεστος τω Κυρίω και δοχείον εκλεκτόν της Χάριτος.

Οσίως λοιπόν βιώσας ο άγιος Γέροντας επληροφορήθη από την Παναγίαν ότι κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν της Κοιμήσεώς Της, 15 Αυγούστου [Σημ. «Πεμπτουσίας»: 28 Αυγούστου, στο νέο ημερολόγιο], θα τον παραλάβη από την πρόσκαιρον ζωήν εις την αιωνίαν και ατελεύτητον και πράγματι έτσι έγινε.

Το πόσον ευηρέστησεν τον Κύριον και την Παναγίαν φαίνεται και από το ότι μετά την κοίμησίν του ακολούθησε ολόκληρη ευλογία Θεού από τα πνευματικά του τέκνα και τους απογόνους του εντός του Αγίου Όρους, στην Ελληνική Επικράτεια, στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Αμερική και στον Καναδά όπου ένα από τα πλέον αγαπητά και πιστά πνευματικά του τέκνα – που ως υποτακτικός ανέπαυσε πλήρως τον Όσιο Γέροντά του με την τελεία ύπακοή του, γι’ αυτό και χαριτώθηκε – ο Γέροντας Εφραίμ έχει εκεί ιδρύσει μεγάλο και θαυμαστό έργο 20 περίπου Ιερών Μονών προς τεραστίαν ωφέλειαν και στήριξιν του αποδήμου Ελληνισμού. Κοντά στα 20 αυτά πνευματικά φυτώρια που λέγονται Ορθόδοξες Ιερές Μονές αναπαύονται όχι μόνον οι απόδημοι Έλληνες αλλά και άλλες φυλές και βρίσκουν τον δρόμο για την Βασιλεία των Ουρανών. Ας έχουμε τις ευχές τους.

Ο ελάχιστος † Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος

Καθηγούμενος της εν Αγίω Όρει

Ιεράς Μονής Καρακάλλου

ΠΗΓΗ.ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

ΜΕ ΕΙΠΑΝ ΟΤΙ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ – (ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ)

Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ

Ο Κόλπος του Αβραάμ – τοιχογραφία (Ιερά Μονή Δοχειαρίου).

Μίαν φοράν βαδίζων την νύκτα – ούσα πανσέληνος – επήγαινα εις τον Γέροντα να ειπώ τους λογισμούς και να κοινωνήσω. Αφού έφθασα, εστάθην ολίγον μακράν απεπάνω εις ένα βραχάκι, να μην τους ανησυχήσω την νοεράν αγρυπνίαν τους. Και καθήμενος και ευχόμενος νοερώς ήκουσα μία γλυκείαν φωνήν, όπου εκελαϊδούσε ένα πουλί. Θα ήτον ώραν τέσσαρες της νικτός. Και ηρπάγη ο νους μου εις την φωνήν. Και ηκολούθουν οπίσω να ιδώ που είναι αυτό το πουλί. Και προσεκτικά παρετήρουν εδώ κι εκεί. Όπου ερευνώντας εισήλθον εις ένα ωραίον λιβάδι. Και προχωρών, ήτον χιονόλευκος δρόμος με αδαμάντινα και κρυστάλλινα τείχη. Μέσον δε από τα τείχη ήτον άνθη πολυποίκιλα και χρυσόχρωμα, όπου ο νους μου αλησμόνησε το πουλί και όλος ηχμαλωτίσθη εις την θεωρίαν του Παραδείσου εκείνου. Και προχωρών, ήτον ένα παλάτι υψηλόν και θαυμάσιον, εκπλήττον νουν και διάνοιαν. Και εις την θύραν ίστατο η Παναγία μας βαστάζουσα ως βρέφος τον γλυκύτατον Ιησούν εις την αγκαλιάν της. Όλη ωσεί χιών κατάλευκος και απαστράπτουσα. Και προσεγγίσας εγώ ησπασάμην ως εν απείρω αγάπη. Και ως βρέφος με ενηγκαλίσθη και κάτι με είπε. Δεν αλησμονώ την αγάπην, όπου με έδειξεν ως γνησία Μητέρα. Τότε χωρίς φόβον ή συστολήν ήλθον πλησίον της, καθώς πλησιάζω εις την εικόνα της. Και ό,τι κάμνει ένα μικρό και αθώον παιδάκι, όταν ιδεί την γλυκιά του μανούλα, τα όμοια και εγώ. Πώς δε έφυγα από κοντά της μήτε τώρα δεν το γνωρίζω, καθότι ο νους μου άνωθεν είχεν όλος καταποθεί. Κακείθεν αναχωρήσας από άλλην οδόν ήλθον πάλιν εις το λιβάδι. Όπου ήτον κατοικίαν ωραία. Και μοι έδωκαν ευλογίαν τινά και με είπαν ότι εδώ είναι ο κόλπος του Αβραάμ. και είναι συνήθεια, όποιος διέλθει απ΄ εδώ, να τον δίδομεν ευλογίαν. Και ούτως παρήλθον και από εκεί και ήλθον εις τον εαυτόν μου. Και ήμην πάλιν εις το βραχάκι ακουμπισμένος.

 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ, ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ, εκδ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2003, σσ. 226-227.

«Θεόν εσθίομεν εν μυστηρίω». Η αίσθηση του ασκητικού κάλλους κατά τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.(Χρυσοστόμου Σταμούλη-καθηγητή Α.Π.Θ)

ngp-christopsaro-copy

Συχνά πυκνά, στα όρια της σύγχρονης Ορθοδοξίας, κυριαρχεί η αίσθηση και η εικόνα ενός αυξανόμενου ψυχολογικού πεσιμισμού, που ανακαλύπτει παντού και πάντα ασχήμιες, εχθρούς της πίστεως, έλλειψη θαυματουργίας, απουσία αισθητικής, απουσία ειλικρινούς ευσέβειας, απουσία πραγματικής χριστιανικής ζωής[1]. Έτσι, αναπτύσσονται απόψεις και στάσεις άκρως αναχωρητικές, που θεωρούν ότι η εδώ  ζωή δεν μπορεί παρά να είναι μία παραίσθηση, μία αναπόφευκτη και συνεπώς αναγκαία συνθήκη για να περάσει κανείς απέναντι, στη ζωή μετά το θάνατο. Κατά συνέπεια, λοιπόν, η αγωνία όλων εκείνων που αντιμετωπίζουν έτσι τα πρόσωπα και τα πράγματα προσδιορίζεται στο στένεμα και από το στένεμα της εδώ ζωής και στην αναζήτηση, τη μανιώδη έως και αγχωτική αναζήτηση, απάντησης στο ερώτημα εάν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο.  Άμεσος στόχος τους, σκοπός βιαστικός άσκοπος, όπως λέγει ο ποιητής, η απόδραση τους από την εδώ πραγματικότητα και η κίνησή τους προς το άλλο, το μετά, το ειδωλοποιημένο επέκεινα που γεννά η απουσία του εδώ, η αδυναμία να ανακαλύπτει και να αναγνωρίζει το δημιούργημα τον Δημιουργό παντού και πάντα, είτε στον κεραυνό είτε στη φωτιά είτε στην αύρα τη λεπτή[2].

          Περπατώντας τις τελευταίες ημέρες στους δρόμους της Μητέρας Θεσσαλονίκης σταμάτησα μπροστά σε τοίχο κατεδαφιστέου κτηρίου, όπου με τεράστια γράμματα αναγράφονταν το εξής σύνθημα: «Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;». Δεν ξέρω ποιος το έγραψε, μπορώ όμως να φανταστώ αυτά τα παιδιά με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια, τα παιδιά του λεγόμενου περιθωρίου. Αυτούς τους νέους που νιώθουν να περνά καθημερινά από τα χέρια τους ολάκερη η θάλασσα χωρίς αυτοί να μπορούν να κρατήσουν μια στάλα της. Τα παιδιά που καλούνται να πετάξουν σ’ έναν κόσμο χωρίς ουρανό. Ένιωσα τότε ότι εδώ υπάρχει, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει, μια βαθιά συγγένεια αυτών των παιδιών με τα άλλα παιδιά, αυτά για τα οποία μας μιλάει ο δωροδότης Χριστός και προς την παιδικότητα των οποίων μας καλεί. Φωτίσθηκε, λοιπόν, τότε και με άλλον τρόπο, η αίσθηση που ήδη υπήρχε μέσα μου, ότι η παιδικότητα, ως αθωότητα και παρθενία υπάρξεως, είναι η προϋπόθεση, η μόνη προϋπόθεση για να εισέλθει κάποιος στη βασιλεία των ουρανών. «Και είπεν», σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, μεταφέροντας τα λόγια του Ιησού, «αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστιν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών. Και ος εάν δέξηται εν παιδίον τοιούτο επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται· ος δ΄αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός περί τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης»[3].

Δεν χωρά αμφιβολία ότι η αλήθεια ενός τέτοιου  κειμένου συγκλονίζει την ύπαρξη και στέλνει μηνύματα για πολλούς αποδέκτες. Τα παιδιά της βιβλικής διηγήσεως και συνεπώς όλα τα μικρά και μεγάλα παιδιά του κόσμου νιώθουν πολλές φορές να βρίσκονται ανάμεσα Σκύλα και Χάρυβδη. Ανάμεσα ενός συνεχώς αυξανόμενου αντικοσμικού, αντιανθρωπιστικού και συνεπώς αντίθεου «εκκλησιαστικού» αναχωρητισμού και ενός άκρως ειδωλοποιημένου υλισμού, που επιτρέπει τη λατρεία του τέρατος του αυτοερωτισμού και της εξαχρείωσης[4]. Λείπει, δίχως άλλο, η όραση του αοράτου, η προφητική ματιά, η αναφορικότητα που ανοίγει την ύπαρξη εδώ και τώρα στο θαύμα. Απουσιάζει η παιδική απλότητα που φανερώνει την ύπαρξη ως ύπαρξη που αναπνέει και συνεπώς κοινωνεί  διά του μυστηρίου της εκπλήξεως τον συνεχώς εκπλήσσοντα Θεό.

Ως συνεπή κατάληξη όλων των παραπάνω θα θεωρούσε ο βιαστικός ακροατής, ο μένων στην επιφάνεια των φαινομένων, την εκ μέρους μου απόρριψη του ασκητικού αναχωρητισμού. Ουδέν αναληθέστερον.  Και τούτο το γνωρίζει εκείνος που γονατίζει ενώπιον αυτών των παιδιών, το γνωρίζουν εκείνοι που ποιούν καθημερινώς         παιδικότητα, εκείνοι που η ψυχή τους γίνεται συνεχώς παιχνίδι του ανέμου προκειμένου να δουν τη δόξα του πραγματικού. Εκείνοι που εγκατέλειψαν διαμιάς τη βεβαιότητα και την ασφάλεια της σύμβασης, ως άλλοι «βεβαιόπιστοι», προκειμένου να κινδυνέψουν  στο «πέλαγος της αυταπαρνήσεως» για χάρη της έσχατης κοινωνίας με τον προσωπικό Θεό της Βίβλου και των Πατέρων της Εκκλησίας, για χάρη της αγάπης[5]. Μια κοινωνία που προϋποθέτει και συνάμα ενισχύει την παιδικότητα και όσα από αυτή απορρέουν.

Και για να γίνω περισσότερο σαφής οφείλω να σημειώσω ότι ο αναχωρητισμός τούτος, ο ασκητικός αναχωρητισμός και εξάπαντος όχι ο αναχωρητισμός των «καθαρών»[6], που προκύπτει από κάθε είδους ψυχολογισμούς και ηθικισμούς, που γεννούν αισιοδοξίες ή απαισιοδοξίες, αναφέρεται σε όλους όσοι μέσα από το μυστήριο της ελπίδας αναζητούν το κάλλος εντός ενός κόσμου που ταλανίζεται από τις αλλοτριώσεις, τις παραμορφώσεις που γεννά το μεσοβέζικο και οι ασχήμιες του κακοτέχνη[7]. Πρόκειται δηλαδή για τροπικό και όχι κατανάγκην τοπικό αναχωρητισμό· αναχωρητισμό από τα είδωλα που γεννά η απώλεια της αναφοράς, η απώλεια της σχέσης, η απώλεια της ανθρωπινότητας. Εάν ο Θεός χάνεται, χάνεται γιατί χάνεται από τα μάτια των ανθρώπων ο άνθρωπος και η κτίση. «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα η γη,/ Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη», αναφωνεί ο ποιητής Γιώργος Θέμελης και συνεχίζει, «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο ουρανός./Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή/Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα./Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θάταν,/Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη./Τι σάρκα θάπαιρνε για να φανεί/Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο/Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,/Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα./Τι ράπισμα κ’ αίμα, ποιο μαρτύριο/Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:‘Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός’./Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς/Ταφή και θρήνο-δίχως ανάσταση./Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο θάνατος».[8]

Βαθιά εκκλησιαστική η αναφορά του Θέμελη συμποσώνει την αλήθεια της βιβλικοπατερικής παράδοσης και προοδοποιεί μια σύγχρονη και συνάμα τόσο παλιά ολιστική θεώρηση που διά της φιλανθρωπίας οδηγεί στη φιλοθεΐα. Μιας τέτοιας φιλανθρωπίας και φιλοθεϊας εκφραστής υπήρξε δίχως άλλο ο μέγας ασκητής, ο μακαριστός γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής, η χάρις του οποίου μας συνάζει αυτές τις ημέρες επί το αυτό.

Πρόκειται ουσιαστικά για πρόσωπο που φανερώνει εξαιρέτως ότι το κάλλος το ασκητικό, που εξάπαντος δεν περιορίζεται στους ασκητές και σε αυτό το σημείο ο γέρων είναι ξεκάθαρος[9], δεν βρίσκεται στον αντίποδα του ασκητισμού, αλλά τουναντίον αποτελεί την καλλίστη έκφρασή του ίδιου του τρόπου του.

Συνεπής συνεχιστής μιας ζώσας παράδοσης ο αγιορείτης πατέρας, ως άλλος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, αναγνωρίζει σε κάθε βήμα του ότι ο αγαθός Θεός είναι αγάπη και αγαπητόν, είναι φως και ζωή, είναι κάλλος και ωραιότης, είναι τέλος έρως, που αιχμαλωτίζει την ύπαρξη και την οδηγεί σε μια ζωή συνεχούς θαυμασμού[10]. Έτσι κάθε καλλοποιός ενέργεια του ανθρώπου εντός του διασπασμένου κόσμου δεν αποτελεί παρά ανταύγεια του όντως καλού, της αληθινής ωραιότητας, του προστάτη Θεού.

Εκπληκτική φανέρωση μιας τέτοιας αλήθειας, που καινοποιείται όμως μέσα από τη σύνδεσή της με την τριαδική παιδικότητα, αποτελεί η εκ μέρους του  γέροντα περιγραφή της εμπειρίας συνάντησής του με τον Τριαδικό Θεό σε ώρα προσευχής, στο καλύβι του στα Κατουνάκια. Έλεγε σχετικά: «Βρισκόμουν βυθισμένος στον εαυτό μου…και πρόσεχα την γλυκύτητα της ευχής. Ξαφνικά γέμισα από φως που σιγά σιγά αυξήθηκε, ώστε όλος ο τόπος έγινε φως. Αυτό βέβαια δεν ήταν όπως το φως της ημέρας που βλέπουμε. Τότε παρουσιάστηκαν τρία παιδάκια ηλικίας έξι ως οκτώ ετών, όμοια κατά πάντα στη μορφή και τα χαρακτηριστικά τους. Ήταν τόσο χαριτωμένα και τόσο ωραία, που η θέα τους αιχμαλώτιζε όλες τις αισθήσεις μου. Δεν ένοιωθα τίποτα άλλο. Μόνο θαύμαζα. Ήταν σε μικρή απόσταση από μένα, μερικά μέτρα, και βάδιζαν προς το μέρος μου με τον ίδιο ρυθμό, με το ίδιο βήμα, με την ίδια κίνηση. Οι κινήσεις και τα χαρακτηριστικά τους ήταν σαν να ήταν ένα, αλλά ήταν τρία. Έψαλλαν μελωδικώτατα το <όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούϊα>. Όταν με πλησίασαν, νόμιζα ότι αν άπλωνα τα χέρια μου θα τα έφτανα. Πήγαν πάλι ρυθμικά προς τα πίσω, χωρίς να γυρίζουν την πλάτη και συνέχισαν με τον ίδιο ύμνο. Στο <αλληλούϊα> με ευλογούσαν με τα χεράκια τους, καθώς κάνει ο ιερέας[11]…Εγώ δε έλεγον διαλογιζόμενος· πού έμαθαν τόσον μικρά να ψάλλουν τόσον ωραία και να ευλογούν; Χωρίς να έλθη στον νουν μου ότι εις το Άγιον Όρος δεν υπάρχουν τόσον μικρά και τόσον ωραία παιδάκια. Και ούτως πάλιν, ως ήλθον, έφυγαν να υπάγουν να ευλογήσουν και άλλους. Και εγώ έκθαμβος, ημέρες παρήρχοντο να διαλυθή η χαρά, να εξαλειφθούν από την μνήμην μου. Αλλά μήτε εξαλείφονται ποτέ τα τοιαύτα»[12].

Δίχως δυσκολία αναγνωρίζει κάποιος, από ένα τόσο ευαίσθητο κείμενο, ότι η περί κάλλους διδασκαλία του ησυχαστή έχει ρίζες τριαδοκεντρικές και ως εκ τούτου χριστοκεντρικές. Πρόκειται δηλαδή για μια αισθητική με αναφορά, μια φιλόκαλη αισθητική, όπως αυτή συναντάται σε όλες τις φάσεις της Εκκλησίας του Χριστού, που ξεκινά από τη  δημιουργία και πορεύεται δοξολογικά και συνάμα ασκητικά στα έσχατα. Η ωραιότητα του τριαδικού Θεού, στην περίπτωσή μας των τριών μικρών παιδιών, σε συνδυασμό με την ωραιότητα του δοξολογούμενου σαρκωμένου Λόγου του Θεού Πατέρα, του Χριστού, αποτελούν τη βάση για να ντύσει κανείς τη γύμνια του, να ντυθεί δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό και μέσα από μια τέτοια σχέση να παραδοθεί «αυτεξουσίως», δηλαδή διά της λειτουργίας του μυστηρίου της «γνωμικής εκχωρήσεως», σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή[13], στην αιχμαλωσία της θεωρίας, σε μια συνεχή έκπληξη, σε έναν ακραίο ερωτικό θαυμασμό που «καταλάμπεται από τη θεία Χάρη»[14].

Σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι να τονισθεί ότι ο γέροντας δεν κάνει λόγο για κατάργηση των αισθήσεων, αλλά για «καθαγνισμό»[15], αιχμαλωτισμό τους από το ωραίο[16]. Έτσι μέσα από μια τέτοια ερμηνεία καταλαβαίνει κάποιος πόσο αφελής είναι η άποψη που πολλές φορές παρουσιάζεται με κύρος και βεβαιότητα, και η οποία αβασάνιστα ταυτίζει την «κατάπαυση» των αισθήσεων με τον μηδενισμό τους. Καταλαβαίνει ακόμη πόσο δίκαιο είχε ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς, ο πατριάρχης της σερβικής Ορθόδοξης θεολογίας, όταν στο κλασικό έργο του Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σημείωνε τα εξής αποκαλυπτικά και προφητικά για το θέμα μας: «Η αίσθηση…Ποιός μπορεί να μου εξηγήσει αυτό το μυστήριο που υπάρχει εντός μου, την αίσθηση; Μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε αίσθηση, ποιός ξέρει ποια αινίγματα και ποια μυστήρια έχει ενώσει και έχει συγχωνεύσει ο Θεός!…Αίσθηση! Θαυμαστό και φοβερό δώρο. Δι αυτής ο παράδεισος αποδεικνύεται παράδεισος, και η κόλαση κόλαση, δι αυτής ο πόνος φανερώνεται ως πόνος, και η μακαριότητα ως μακαριότητα, η λύπη βιώνεται ως λύπη, και η χαρά ως χαρά, η απόγνωση ως απόγνωση, και η έξαρση ως έξαρση. Διότι, τι είναι κόλαση; Αίσθηση άνευ του Θεού Λόγου, αίσθηση εκ της οποίας εξεδιώχθη ο Θεός. Και τι είναι παράδεισος; Αίσθηση του Θεού, αίσθηση ανακραθείσα μετά του Θεού και πληρωθείσα υπό του Θεού Λόγου. Πράγματι κόλαση είναι η ά-θεος (α-θεωμένη), η «καθαρά αίσθηση», ενώ παράδεισος είναι η λογοποιημένη, η χριστοποιημένη, η θεανθρωποποιημένη αίσθηση»[17].

Στην ίδια γραμμή στοιχώντας και ο γέροντας φανερώνει εδώ, όπως και παντού,  μια θεολογία που στηρίζεται στο «άπλωμα», στο «πλάτεμα» και εξάπαντος όχι στο στένεμα της ύπαρξης[18]. Έτσι, ο άνθρωπος του Θεού, ο φίλος Θεού βάζει «αρχή αισθήσεως εν Θεώ»[19], καθίσταται, ως άλλη Θεοτόκος, χωρίον και χώρα του αχωρήτου και φανερώνει την ύπαρξή του ως τόπο λειτουργίας του παράδοξου και της αμφισημίας, που διώχνει μετά μανίας την τακτοποίηση και το βόλεμα σε σχήματα ιδανικά, αλλά οπωσδήποτε γυμνά από αλήθεια, φως, ομορφιά και έρωτα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η μεταμόρφωση και ο μετασχηματισμός δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την ελευθερία και η ελευθερία χρειάζεται ολάκερο τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που φανέρωσε ο Χριστός με τη σάρκωσή του. Τον άνθρωπο που ανέδειξε ο Χριστός με την ανάστασή του[20]. Εκείνο που «τιμάται και βραβεύεται», παρατηρεί ο γέροντας και αποτινάζει με μιας από πάνω του κάθε τυπολατρία και κάθε νομικισμό, δεν είναι «η τήρηση των εντολών, αλλά η πίστη στον Θεό, για χάρη του οποίου αποφάσισε κάποιος και ενήργησε»[21]. Σε κάθε άλλη περίπτωση εκείνο που θα κυριαρχεί θα είναι ο μερισμός και η διαίρεση, η έκπτωση και η ηθικιστική θρησκειοποίηση της Εκκλησίας έτσι όπως τη φανέρωσαν παλιοί ηθικιστές, όπως ο Νεστόριος, ο Απολινάριος και  άλλοι. Άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η Εκκλησία δεν είναι χώρος αφαίρεσης μήτε χώρος διόρθωσης, αλλά χώρος πρόσληψης, χώρος μεταμόρφωσης, χώρος ένωσης του κτιστού με το άκτιστο, χώρος αίσθησης του Θεού, χώρα του αχωρήτου. «Οπόταν λοιπόν η χάρις πληθυνθή εις τον άνθρωπον», σημειώνει ο γέροντας, «και γνωρίζη όλα τα γεγραμμένα, ως είπομεν, έρχεται εις μεγάλην απλότητα· ο νους του απλώνει έχων Μεγάλην Χωρητικότητα»[22], «πλατύνεται και  περισσεύει», όλα γίνονται φως και ο προσευχόμενος καταξιώνεται την όραση του αοράτου.[23] Και αλλού παρατηρεί: «Αυτό το φως τον μεταμορφώνει (εν. τον προσευχόμενο) και τον μετασχηματίζει στην δική του υπερφυσική λεπτότητα, οπότε δεν αισθάνεται ούτε βάρος, ούτε πάχος, ούτε κανένα αδιάβλητο πάθος· έπειτα αρπάζει τον νου του όπου η θεία Χάρις θελήσει, ενώ δεν λειτουργούν ούτε οι αισθήσεις ούτε ο νους που ακολουθεί την πορεία του αγίου φωτός. Θαυμάζει, εκπλήσσεται…Η αγάπη του Θεού κατακλύζει την αίσθησή του, νοιώθει τον Θεό παρόντα, αναπνέει την αίσθησή Του και ψηλαφεί και κρατεί τον ακράτητο…Αυτό το φως είναι υπέρλογο, υπερούσιο, ασύλληπτο, και τόσο μόνο μπορεί να χωρέσει στον ανθρώπινο νου, όσο αυτό το ίδιο τον πλαταίνει…μετέχει ολοκληρωτικά σε μια απέραντη πανευτυχία»[24].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια «μυστηριακή» θεώρηση του άκτιστου κάλλους, ως έκφραση έρωτος μανικού[25], σχετικοποιεί, αλλά αλίμονο δεν υποβαθμίζει, πολύ περισσότερο μάλιστα δεν μηδενίζει, δεν αφανίζει τη σχέση του γέροντος με το κτιστό καλό[26]. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί ο ησυχαστής πατέρας τονίζει ότι ο κόσμος ολάκερος είναι ο κόσμος του Θεού, τον οποίο ο Δημιουργός δημιούργησε «λίαν καλόν»[27]. Εάν η σχέση του Θεού με το δημιούργημά του, λογικό και άλογο είναι σχέση «συγκαταβάσεως» και «συμπαθείας», πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετική η σχέση του γέροντος με αυτό[28];

Με άλλα και απλούστερα λόγια, οφείλει κανείς να ομολογήσει ότι η θεοκεντρική, τριαδοκεντρική και ταυτόχρονα χριστοκεντρική κατανόηση του κάλλους από τον γέροντα του επιτρέπει να ανακαλύπτει μέσω των γεγυμνασμένων του αισθητηρίων το κάλλος και το καλό στις πολύμορφες εκφάνσεις του[29]. Να ανακαλύπτει δηλαδή και να αποκαλύπτει το κάλλος της Παναγίας Μητέρας του Θεού, το κάλλος των Αγίων, το κάλλος των αγγέλων, το κάλλος της ευχής, το κάλλος του Παραδείσου, αλλά και το κάλλος του ανθρώπου, το κάλλος των ζώων και των πουλιών, των φυτών, των δέντρων, το κάλλος [30] της κτίσης ολάκερης. Η σχέση του με τον κόσμο, όπως και η σχέση του με τον Θεό, είναι σχέση φιλίας και έρωτος, σχέση ειρήνευσης[31]. Και η καρδιά του μια καρδιά αγαπώσα, μια καρδιά που ξεχειλίζει από αγάπη. «Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπαστώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας»[32]. Δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτή η σχέση, αυτός ο θείος έρωτας  δεν επιτρέπει στον άρχοντα του αιώνος τούτου να στρέψει, όπως άλλωστε συνηθίζει, τα πράγματα του κόσμου εναντίον του ανθρώπου, μειώνοντας την πίστη του προς τον Θεό, ανατρέποντας τις πεποιθήσεις του και διαψεύδοντας τις ελπίδες του[33]. Ο Γέροντας μένει «επ’ ελπίδι»[34], «βλέπει τα πράγματα εις την φύσιν τους…Το κάθε πράγμα στέκει φυσικώς στην πραγματικήν του αλήθειαν»[35] και τούτο το φανερώνει με κάθε τρόπο. Γράφει σχετικά και αποκαλύπτει το πρόσωπο τούτης της ελπίδας του: «Αφού είναι διαρκώς παρών ο Θεός, διατί ανησυχείς; Εν αυτώ ζώμεν, κινούμεθα. Εις την αγκάλην του βασταζόμεθα. Θεόν αναπνέομεν· Θεόν περιβαλλόμεθα· Θεόν ψηλαφώμεν· Θεόν εσθίομεν εν Μυστηρίω. Όπου στρέψης, όπου ιδής, παντού Θεός· εν ουρανοίς, επί γης, εις τας αβύσσους, εις τα ξύλα, μέσα στις πέτρες, εις τον νουν σου, εις την καρδίαν σου»[36].

Και αλλού, απαντώντας σε γράμμα που του έστειλε κάποιο πνευματικό του τέκνο, κάποιος ιερέας, ο ησυχαστής πατέρας σημειώνει επιπρόσθετα τα εξής αποκαλυπτικά και συνάμα άκρως ευαίσθητα για το θέμα μας: «Δεύρο λοιπόν, ο αγαπητός μου υιός και πεφιλημένος. Ελθέ το νυν έστω και μίαν ημέραν. Να θεολαλήσωμεν και θεολογήσωμεν, να απολαύσης όπερ νοσταλγείς. Να ακούσης τα άγρια βράχια, τους μυστικούς θεολόγους να σου αναπτύσσουν βαθέα νοήματα και να οδηγούν καρδίαν και νουν προς τον Κτίστην. Μετά την άνοιξιν είναι ωραία εδώ· από το Άγιον Πάσχα έως της Παναγίας τον Αύγουστον. Θεολογούσιν οι άφωνοι θεολόγοι, τα ωραία βραχάκια και όλη η φύσις. Το καθένα με την φωνήν ή την αφωνίαν του. Εάν εγγίσης το χέρι εις ένα μικρόν χορταράκι ευθύς φωνάζει πολύ δυνατά με την φυσικήν του ευωδίαν· ωχ! δεν με βλέπεις, αλλά με εκτύπησες! Και καθεξής τα πάντα έχουν την φωνήν τους, όπου με το φύσημα του αέρος κινούμενα γίνεται εναρμόνιος μουσική δοξολογία προς τον Θεόν. Τι δε είπομεν πλέον διά τα ερπετά και πετεινά πτερωτά; Αφού εκείνος ο Άγιος έστειλε τον μαθητήν του να ειπή τους βατράχους να σιωπήσουν διά να διαβάσουν το Μεσονυκτικόν και τον απάντησαν: Κάνετε υπομονή να τελειώσωμεν τον όρθρον!»[37].

Βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος. Ελπίζω να προσεγγίσαμε στο μέτρο του δυνατού, στα πλαίσια μιας μικρής εισήγησης την φιλόκαλη αισθητική του γέροντος. Αισθητική με αναφορά, αισθητική ολιστική, αισθητική ευχαριστιακής εξομολόγησης[38], που στοχεύει τη μεταμόρφωση της αδοξίας σε δόξα, του ακαλλούς σε κάλλος, της φθοράς σε ζωή, της διαίρεσης σε κοινωνία έρωτος, σε κοινωνία φωτός. Ο γέροντας σε αυτή του την πορεία δεν υπήρξε μόνος. Φίλος του ο Θεός, φίλοι του οι συγγραφείς της Βίβλου, φίλοι του οι Πατέρες της Εκκλησίας, όλοι αυτοί που φανερώνουν με τον τρόπο τους ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι Εκκλησία μεταμόρφωσης και δοξασμού[39].

«Ένιωσα το χέρι του Θεού πάνω μου», σημειώνει ο προφήτης Ιεζεκιήλ και συμποσώνει τα πράγματα, «κι ήταν το πνεύμα του που με έβγαλε έξω και με οδήγησε σε μια πεδιάδα, γεμάτη με οστά ανθρώπινα· και με γύρισε πάνω από αυτά. Κι ήταν πάμπολλα, αποξηραμμένα πέρα για πέρα, απλωμένα στην πεδιάδα. Μου είπε, λοιπόν, ο Κύριος· υιέ ανθρώπου, μπορούν τούτα τα οστά να ζωντανέψουν; Κι εγώ απάντησα· αυτό το ξέρεις εσύ, Κύριε. Τότε μου είπε· προφήτεψε γι’ αυτά τα οστά, και πες σ’ αυτά· ακούστε το λόγο του Κυρίου, οστά αποξηραμμένα· σας λέει τα εξής· θα σας δώσω πνοή ζωής και θα σας προικίσω με νεύρα και θα σας ντύσω με δέρμα και θα χαρίσω την πνοή μου σε σας, και έτσι θα ζωντανέψετε· και θα δείτε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Προφήτεψα, λοιπόν, καθώς με πρόσταξε. Κι ενώ προφήτευα, έγινε σεισμός, κι ο Κύριος μάζευε τα οστά και έβαζε το καθένα στην οικεία θέση του αρμονικά. Και να, βλέπω να φυτρώνουν νεύρα και σάρκες, και δέρμα απλωνόταν πάνω τους, αλλά πνεύμα δεν υπήρχε ακόμη. Και τότε μου είπε· προφήτεψε για το πνεύμα, και πες σ’ αυτό· ο Κύριος μου λέγει τα εξής· από τις τέσσερις γωνιές των ανέμων έλα και φύσηξε πνοή σ’ αυτούς τους νεκρούς, έτσι ώστε να αναστηθούν. Προφήτεψα αμέσως, καταπώς με πρόσταξε· κι ήλθε σ’ αυτούς το πνεύμα κι αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους, μία σύναξη απέραντη»[40].

 


[1] Μία τέτοια στάση αποτελεί για τον γέροντα Ιωσήφ απόδειξη απουσίας αληθινής πνευματικότητας, απόδειξη συστολής της χάριτος . Αντίθετα, όπως σημειώνει, ο προσευχόμενος άνθρωπος: «Τα πρώτα όπου αισθάνεται είναι χάρις Θεού, η οποία, όταν έρχεται, γίνεται ο άνθρωπος πνευματικός. Και όλα του φαίνονται καλά και ωραία. Τότε όλους αγαπά, έχει κατάνυξιν, δάκρυα, θέρμην ψυχής», Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, έκδ. Ι.Μ. Φιλοθέου, Άγιον Όρος  2003, σ. 52 και σ. 56: «Διότι τότε η χάρις συστέλλεται προς δοκιμασίαν. Και η λαμπάδα σβέννυται. Και τα νυν ωραία φαινόμενα –όπου πράγματι είναι ωραία- τότε φαίνονται άσχημα, μαύρα και σκοτεινά».

[2] Βασιλ. Γ΄ 19, 10-12: «Και είπεν Ηλιού· ζηλών εζήλωκα τω Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλιπόν σε οι υιοί Ισραήλ· τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου λαβείν αυτήν. Και είπεν εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τω όρει· ιδού παρελεύσεται Κύριος, και πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος· και μετά το πνεύμα συσσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος· και μετά τον συσσεισμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος· και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος». Πρβλ. Ν. Α. Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής  Διαθήκης. Σημεία νοήματα αποτυπώματα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 90εξ.· Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 168: «Εύχομαι, τεκνία μου, και δέομαι εκ βαθέων η θεία μυρίπνοος χάρις ως αύρα λεπτή, ως μυροβόλος θεία πνοή να πνέη διηνεκώς ανάμεσον υμών ευωδιάζουσα, οσίας ψυχάς, αγιάζουσα ασκητικά σώματα», και σ. 209.

[3] Ματ. 18, 3-6.

[4] Θαυμάσιες παρατηρήσεις για το θέμα βλ. στο Α. Σμέμαν, Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος, εκδ. Εν πλω, μτφρ.-επιμ. Έκδοσης Β. Αργυριάδης, Αθήνα 2004, σ. 24εξ.

[5] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Βίος – Διδασκαλία – Η «Δεκάφωνος Σάλπιγξ», εκδ. Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος  2001, σ. 95

[6] Αναφερόμενος σε σχετικά θέματα επιζήμιας, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας (βλ. Ερμηνεία ή υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον 4, PG73, 584D-585A), ευλάβειας, ο βιογράφος του ησυχαστή πατέρα γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός σημειώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «Βασικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητος αυτής είναι ότι η αδιαφορία και η νοθεία των υγιών διαστάσεων του μυστηρίου της εν Χριστώ τελειότητος εξαπλώνονται επικίνδυνα, ενώ συγχρόνως παραμελείται και η ίδια η ιερωτάτη Αθωνική παράδοση. Από εδώ προέκυψε ως καθήκον η υπόμνηση ακριβεστέρων βιωμάτων από ευλαβείς και αγωνιστές Γέροντες για την δικαίωση αυτών που εξακολουθούν να ζουν με το πνεύμα τους στα αγαπητά σκηνώματα του ιερού αυτού τόπου», Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 236-237. Πρβλ. Χ. Α. Σταμούλη, Κάλλος το Άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 200-201.

[7] Για την ταύτιση του διαβόλου με τον κακοτέχνη και της ενέργειάς του με την κακοτεχνία, βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 80. Πρβλ. Χ. Α. Σταμούλη, Η τέχνη της θεολογίας και η θεολογία της τέχνης, Φύση και αγάπη και άλλα μελετήματα, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1999, σ.129-130.

[8] Γ. Θέμελης, De rerum naturaΠοιήματα Ι, σ. 118.

[9] Πέρα από τις ρητές αναφορές σε τούτη την πραγματικότητα, την αλήθεια του πράγματος αποδεικνύει η συχνή αλληλογραφία του γέροντος με λαϊκούς και η εκ μέρους του προτροπή τους σε μια τέτοια προσπάθεια.

[10] Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 4, PG 3, 701C-713A. Για μια πρώτη προσέγγιση της διδασκαλίας του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη για το κάλλος βλ. Χ. Α. Σταμούλη, Κάλλος το Άγιον, σ. 135-159.

[11] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 53-55.

[12] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 228.

[13] «Ζω γαρ ουκέτι εγώ× ζη γαρ εν εμοί Χριστός. Μη ταραττέτω δε υμάς το λεγόμενον. Ου γαρ αναίρεσιν του αυτεξουσίου γίνεσθαί φημι, αλλά θέσιν μάλλον την κατά φύσιν παγίαν τε και αμετάθετον, ήγουν εκχώρησιν γνωμικήν, ιν’ όθεν ημίν υπάρχει το είναι και το κινείσθαι λαβείν ποθήσωμεν, ως της εικόνος ανελθούσης προς το αρχέτυπον, και σφραγίδος δίκην εκτυπώματι καλώς ηρμοσμένης τω αρχετύπω, και άλλοθι φέρεσθαι μητ’ εχούσης λοιπόν μήτε δυναμένης, ή σαφέστερον ειπείν και αληθέστερον, μήτε βούλεσθαι δυναμένης, ως της θείας επειλημμένης ενεργείας, μάλλον δε Θεός τη θεώσει γεγενημένης, και πλέον ηδομένης τη εκστάσει των φυσικώς επ’ αυτής και όντων και νοουμένων, δια την εκνικήσασαν αυτή χάριν του Πνεύματος, και μόνον έχουσα ενεργούντα τον Θεόν δείξασα, ώστε μίαν και μόνην δια πάντων ενέργειαν, του Θεού και των αξίων Θεού, μάλλον δε μόνου Θεού, ως όλον όλοις τοις αξίοις αγαθοπρεπώς περιχωρήσαντος», Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριώνPG 91, 1076BC. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 209.

[14] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 55.

[15] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 279: «Και όταν εν υπακοή και τη ησυχία καθαγνίση τας αισθήσεις και γαληνιάση ο νους και καθαρισθή η καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν και γνώσεως φωτισμόν. Γίνεται όλος φως, όλος νους, όλος διαύγεια». Αλλού ο καθαγνισμός ονομάζεται «καθαρότητα», βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 280, αλλού «αλλοίωση», βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 109 και αλλού «ευταξία», βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 140.

[16] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 154: «Οπότε μη δυνάμενος ο καταλήπτης να κρατήση το πυρ της αγάπης, καταπαύουσιν οι αισθήσεις και αρπάζεται εις την θεωρίαν. Μέχρις εδώ είναι αι κινήσεις της ιδίας του ανθρώπου θελήσεως. Πέραν τούτου δεν εξουσιάζει πλέον αυτός μήτε γνωρίζει τον εαυτόν του. Διότι ηνώθη πλέον αυτός με το πυρ, όλος μετουσιώθη, θεός κατά χάριν».

[17] Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. «Αστήρ», Αθήνα 1981, σ. 32-34. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 234: «Η αγάπη του Θεού κατακλύζει την αίσθησή του, αναπνέει την αίσθησή Του και ψηλαφεί και κρατεί τον ακράτητο».

[18] Στις περισσότερες περιπτώσεις όταν ο γέροντας στρέφεται εναντίον του σώματος ή της ύλης, χρησιμοποιώντας ακόμη και ακραίες ασκητικές μεθόδους,  στρέφεται εναντίον των παθών, τα οποία ονομάζει «ύλη σκληρά», βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 205. Έτσι κατά βάση η προτροπή του για το πέρασμα από την ύλη στην αϋλία  είναι προτροπή για  πέρασμα από τα πάθη στην εν Θεώ απάθεια, βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 208. Εντούτοις, στοιχώντας με ακρίβεια στην πατερική παράδοση, δεν θεωρεί τη μέθοδό του ως τη μόνη, την αποκλειστική μέθοδο που οδηγεί στην κοινωνία με τον Θεό. Γνωρίζει και αποκαλύπτει, όπως ακριβώς και ο γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, ότι η πνευματική ζωή δεν επαναλαμβάνεται. Άλλο μίμηση και άλλο επανάληψη. Στ’ αλήθεια ο γέροντας ομιλεί για «δημιουργική ανισότητα», που ταυτίζεται με τον «ποικιλότροπο» και εξάπαντος όχι μονότροπο «στολισμό» του ανθρώπου από τον Θεό. Γράφει σχετικά: «Και τούτο είναι αληθώς το υστέρημα όπου πάσχομεν ημείς οι άνθρωποι του ογδόου αιώνος· όπου δεν αναγνωρίζομεν ο εις του ετέρου το χάρισμα. Ο ένας υστερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουσιν όλα. Αυτό όπου έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αναγνωρίσουμε τούτο, πολλή ταπείνωσις γίνεται. Καθότι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, όστις ποικιλοτρόπως εστόλισε τους ανθρώπους και υπέδειξεν ανισότητα εις όλα του τα δημιουργήματα. Όχι καθώς πασχίζουν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντες την θείαν Δημιουργίαν. Ο Θεός τα πάντα εν σοφία εποίησεν», Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 47-48. Παράλληλα  ο βιογράφος του σημειώνει: «Με την ευρύτητα της ελευθερίας που τον διέκρινε, δεν δογμάτιζε ποτέ για έναν τρόπο ζωής, παρά την αυστηρότητα της προσωπικής του εμμονής. Απέδιδε ίση σπουδαιότητα σε όλα τα μοναστικά συστήματα του Άθωνα, αρκεί ο φόβος του Θεού να διέπει τον κάθε σκοπό, που πολύ συχνά συνιστούσε σε όσους τον επισκέπτονταν για συμβουλή», Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 241. Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Πνεύματος και Ζωής, εκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1995, σ. 37-38: «Δεν πρέπει να ισχυριζόμαστε ότι επαναλαμβάνουμε την εμπειρία των Αγίων Σιλουανού, Ισαάκ του Σύρου, Συμεών του Νέου Θεολόγου, Γρηγορίου του Παλαμά ή Σεραφείμ του Σαρώφ. Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχει επανάληψη ακριβής, ταυτόσημη, αλλ’ απλώς αναλογία στο πνεύμα, στην ένταση που προϋποθέτει ο λόγος ‘κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου’».

[19] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 372.

[20] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 77: «…και επιστρέψας έλαβε σώμα από τον τάφον,/ ωραίον, αδιάφθορον, ως θησαυρό μεγάλο·/  ολόκαλον, ολόλαμπρον, όλως ηλλοιωμένον, θεόφωτον, θεόσοφον, όλον τεθεωμένον…».

[21] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 98.

[22] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 208-209.

[23] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 138.

[24] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 233-235.

[25] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 79: «…ο Ιησούς τους καθαρούς, όταν τους μακαρίζει/ και ανάβει ο έρως ο γλυκύς προς τον Θεόν και Πατέρα,…». Άκρως ερωτική ορολογία για τη σχέση του με τον Ιησού χρησιμοποιεί ο γέροντας στο ποίημά του Ερωτικά προς τον Ιησούν, βλ. σχετικά Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 85-86. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ,Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 386.

[26] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 39: «…αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω ‘η να σκεφτώ τίποτα άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμενα σκεφτικός…Δεν με απασχολούσε τίποτε από όσα βρίσκονται πάνω στην γη…». Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 235: «Η πραγματική θεωρία προκαλεί τέλεια λησμοσύνη του κτιστού και προσωρινού κόσμου».

[27] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 178: «Και αφού πρώτα γνωρίσωμεν τον Θεόν ως δημιουργόν παντός αγαθού, Πατέρα, προνοητήν και κηδεμόνα ημών, πρέπει να πιστέψωμεν εις Αυτόν εξ όλης ψυχής και καρδίας». Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 330-331: «Ο Θεός παιδί μου έπλασεν τον άνθρωπον από χώμα. Αφού δηλαδή δημιούργησεν όλα τα κτίσματα ωσάν ένα περιβόλι, έκαμε τους φωστήρας, και εστόλισε το στερέωμα. Την σελήνην να άρχη όλων των αστέρων της νυκτός, ωσάν ένας πολυέλεος με φώτα πολλά, μικρά και μεγάλα, στολίζων και ωραίζων  τον ουρανόν. Την δε γην με πλήθη δενδρύλια μικρά και μεγάλα. Τα θηρία και ερπετά. Τα πουλάκια παντός μεγέθους, πετώντα υποκάτω του ουρανού. Τα οικιακά ζώα και πτηνά διά την χρήσιν του ανθρώπου. Την θάλασσαν με όλα των ιχθύων τα γένη. Όλα διά να εσθίη και να θαυμάζη ο άνθρωπος. Και επάνω εις όλα αυτά έκαμε τον μέγα φωστήρα· να άρχεται της ημέρας, να θερμαίνη και να περιθάλπη τα πάντα με την θερμότητα όπου έχει· και με το φως του να ωραίζη, και καλλωπίζη τα πάντα. Ο δε άνθρωπος επί τέλους επλάσθη ως βασιλεύς επί πάσιν, ως θεατής κληθείς εν θεάτρω. Ω μεγαλείον! Ω τιμή εις τον άνθρωπον! Όλα τα πάντα υμνολογούν τον Θεόν έμψυχα και άψυχα. Άλλα με την φωνήν τους, άλλα με την κίνησιν των φύλλων τους· το καθένα έχει και ιδίαν φωνήν· και ένα μικρόν χορταράκι, εάν το θλίψης, φωνάζει· η μυρωδιά όπου βγάζει είναι η εδική του φωνή. Όλα αυτά λοιπόν που αναφέρει η Αγία Γραφή, όλα έγιναν διά τον άνθρωπον. Δι’ αυτό και έσχατον πάντων τον άνθρωπον έπλασε, διά να τα ιδή όλα λίαν καλά και να τέρπεται αγαλλόμενος εις την θεωρίαν τους».

[28] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 76. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 136-137: «Η συμπάθεια, ως πρώτος καρπός μιας ψυχής που αγαπά τον Θεό, και η πίστη, ως απόρθητο οχυρό, ήταν οι αιτίες που δεν άφηνε τίποτα στα ταπεινά μας καλύβια…Εκεί όμως που ολοκλήρωνε την ευγνωμοσύνη και την συμπάθειά του ήταν στην προσευχή».

[29] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 375.

[30] Βλ. σχετικά Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 226-230.

[31] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 144: «Ησυχάζουν τα πάθη και ειρηνεύεις με τον εαυτόν σου, με τον Θεόν και με όλην την κτίσιν».

[32] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 123.

[33] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 58.

[34] Πράξ. 26,6.

[35] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 207.

[36] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 181.

[37] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 315. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 1-6.

[38] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 358.

[39] Για τη σχέση του γέροντα με την πατερική παράδοση, βλ. Γέροντος Ιωσήφ,Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική παράδοσις, εκδ. Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον  Όρος 1997.

[40] Ιεζεκ. 37,1-10. Η μετάφραση είναι του Νίκου Ματσούκα, βλ. Ν. Α. Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής  Διαθήκης. Σημεία νοήματα αποτυπώματα, σ. 386-387.

(στον τόμο, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Άγιον Όρος-Φιλοκαλική Εμπειρία. Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου, εποπτεία Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, εκδ. Ι.Μ. Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2008, σ. 339-353).

Aυτομεμψία στα κείμενα του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή.(Μητροπολίτου Χαλεπίου Παύλου)

Paul Yazigi

Αυτομεμψία, τέχνη τεχνών, είσοδος όλων των αρετών! Πλούσια είναι η πνευματική ασκητική παράδοση γύρω απ’ αυτήν την διδασκαλία, και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής αποτελεί ένας ιδιαίτερα ξεχωριστός διδάσκαλος και εφαρμοστής.

Όντως είναι δύσκολος ο αγώνας κατά του εαυτού μας, κατά του εγωισμού, κατά της αυτοδικαιώσεως, ιδιαιτέρως δε του σύγχρονου ανθρώπου, το γέννημα της καταχρηστικής κοινωνίας, στην οποία παλεύει ο άνθρωπος να εξαφανίζει τον άλλον για να υπάρχει και μόνος μόνον.

Όμως όσο είναι αυτή η τέχνη δύσκολη, τόσο είναι και απαραίτητη. Γι’ αυτό η συμβολή του Γέροντος Ιωσήφ είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη σήμερα.

Η μελέτη μας θα παρουσιάσει πώς ο γέροντας διδάσκει την πρακτική της αυτομεμψίας. Η Θεία Χάρις είναι ο δάσκαλος και η ελκτική δύναμη η οποία έρχεται και απέρχεται εκπαιδεύουσα τον αγωνιστή, ώστε  να αποκτήσει ταπεινοφροσύνη και να μέμφεται τον εαυτό του συνεχώς. Η αυτομεμψία είναι η πρώτη έκδηλον έκφραση της προσπάθειας για την απόκτηση της ταπεινοφροσύνης και η βασική οδός προς αυτήν την αρετή.

Αυτομεμψία προϋποθέτει μία καινούργια έννοια των προσωπικών δικαιωμάτων, κανένας άλλος άδικος εκτός από τα προσωπικά πάθη. «Ευλόγησον» είναι η μοναδική λέξη στο πνευματικό λεξιλόγιο του Γέροντος·

Γι’ αυτό λοιπόν, στην προσευχή, το κύριο μέλημα είναι να ζητήσουμε το έλεος του Θεού, και το κύριο όνομά μας είναι ‘δούλος’ Κυρίου.

Η αυτομεμψια είναι το πνεύμα της προσευχής εφόσον είναι η πηγή των δακρύων στην προσευχή,η απολύτρωσις από τις «προφάσεις εν αμαρτίαις»,η οδός αυτογνωσίας και αληθείας.

Η αυτομεμψια ανακεφαλαιώνει την σχέση με τον πλησίον,   υπογραμμίζει ο Γέροντας, αυτομεμψία σημαίνει να βλέπει κανείς τα ελαττώματά του παρά μόνον τα χαρίσματα, και αντιστρόφως, να βλέπει τα χαρίσματα των  άλλων, όχι τα ελαττώματα τους. Η Αυτομεμψία κατεβάζει εις υψηλόν, «η αυταπάρνησιν ανεβαίνει εις θεωρίαν». Η αυτομεμψία οδηγεί στην εκτίμηση του πλησίον περισσότερα από τον εαυτό.

Η αυτομεμψια κάνει τις αρετές να οδηγήσουν όχι σε αυτοδικαίωση αλλά σε ταπεινοφροσύνη, εν τούτοις, τα έργα δεν εξαγοράζουν με κανέναν τρόπο την Χάρη, αλλά την ελκύουν. Η αυτομεμψία δεν μπορεί να συγχωρήσει καμία αμέλεια. Όλη η ζωή του Γέροντος, όπως λέγει άλλωστε ο ίδιος «υπήρξεν ένα μαρτύριον» Η εξάντληση του σώματος στον αγώνα του υπήρξε αποτέλεσμα ανελέητη βία και αυτομεμψία του εαυτού του. Πάντοτε ήθελε να προσφέρει περισσότερο και είχε την αίσθηση της ανεπάρκειας των κόπων του, και επομένως, είχε αυτομεμψία, δάκρυα, ικεσίες και ελπίδα στην βοήθεια της Θείας Χάριτος.

Ο Θεός εκχύνει την Χάρη Του και ο άνθρωπος κατακρίνει τον εαυτόν του. Αυτός είναι ο κανόνας συνεργασίας με τη Θεία Χάρη διότι ο θεός μόνον ‘ταπεινοίς δίδωσι Χάριν’.

Η αυτομεμψία είναι απαραίτητος κανόνας στην πνευματική ζωή των μοναχών ιδιαιτέρως. Ο υπακούων πιστεύει ότι ο εαυτός του είναι άρρωστος και κακός, και τον υποτάσσει ελεύθερα στην καθοδήγηση του καλού και έμπειρου γέροντα

Ο γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής είναι δάσκαλος για την τέχνη της αυτομεμψίας, τι είναι η αυτομεμψία, πως μαθαίνεται, πως είναι απαραίτητη.

Αυτομεμψία και Καύχηση στα κείμενα του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.( Μητρ. Χαλεπίου Παύλου Yazigi)

ngjgh

(Απόσπασμα ομιλίας στο Β’ Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ – ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

που διοργάνωσαν η Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού  και η  Ι. Μ. Μονή Βατοπαιδίου   στο Ξενοδοχείο Miramare Λεμεσός, 21-23 Οκτωβρίου 2005)

images

ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ ΚΑΙ ΚΑΥΧΗΣΗ

Αρχίζει η πορεία πρακτικά από την Αυτομεμψία! Δεν ήταν η «οίησις» η αρχή της αντίστροφης οδού, της απομακρύνσεως από την Θεία Χάρη, και η αιτία της πτώσεως του ανθρώπου και της εξόδου του από τον Παράδεισο;

Τον βοήθησε πολύ η ανατροφή του σε μία απλή και πιστή οικογένεια, και ύστερα η δουλειά του. Το παράδειγμα των μεγάλων ασκητών  και η ‘Καλοκαιρινή’ άσκησαν μεγάλη επίδραση στην ψυχή του, και από νωρίς αναζητούσε να εξασκηθεί στις αρετές τους, και αυτό ακολουθώντας τον σωστό τρόπο, δηλαδή την υποταγή σ’έναν σοφό ασκητή γέροντα. Δεχόταν κιόλας από την αρχή θείες αποκαλύψεις και θεωρίες  της Παναγίας και των αγίων. Αλλά τούτο δεν τον έριξε σε έπαρση, αλλά τον οδήγησε στο να μέμφεται τον εαυτόν του ως ανάξιος τόσες Χάριτας.

Επαναλαμβάνει ο Γέρων Ιωσήφ το ευαγγελικό ρητό για την επίμονη  αυταπάρνηση« ός δ’ άν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν ». Είναι εντολή Κυρίου « να αρνείται κανείς τον εαυτόν του » και « να μισεί την εαυτού ψυχήν », ώστε να αποβάλλει τον « παλαιόν άνθρωπον » .

Αυτομεμψία είναι η «ζωοποιός νέκρωσις», η πνευματική μέθοδος δια της  οποίας ο άνθρωπος « ο απολέσας την  ψυχήν αυτού ένεκεν Χριστού ευρήσει αυτήν» .

Αυτή η προσπάθεια δεν σημαίνει κάποιες εξωτερικές και φαρισαϊκές εκδηλώσεις·«Να έχης μεγάλην ταπείνωσιν· όχι να περιφέρης λόγια αργά ταπεινολογίας, αλλά να γίνης σκουπίδι να σε πατάνε όλοι»  , έλεγε ο Γέροντας.

Αυτομεμψία προϋποθέτει μία καινούργια έννοια των προσωπικών  δικαιωμάτων· «όστις θελήσει να ζητήσει το δίκαιον, ας γνωρίζει ότι είναι αυτό· να  βαστάζει το βάρος του αδελφού, του πλησίον του, μέχρις εσχάτης πνοής»  , «ει δε και  ζητήσεις άλλως να εύρεις το δίκαιον, θα είσαι πάντοτε άδικος» , γράφει ο Γέροντας σε μία επιστολή του.

Η Αυτομεμψία δεν μπορεί να ευρίσκει κανένα άλλο άδικο ή να  τον κατηγορήσει εκτός από τα προσωπικά πάθη  . «Ευλόγησον» είναι η μοναδική  λέξη στο πνευματικό λεξιλόγιο του Γέροντος· «να λέγης στον καθένα· ευλόγησον!  και εις όλα παντού να υβρίζεις τον εαυτόν σου, και μη ζητείς ποτέ το δικαίωμα και το θέλημά σου»  .

Είναι φυσικός να σφάλει ο άνθρωπος, και επόμενο είναι να  συγχωρήσει ο Θεός, όμως μεσολαβεί η Αυτομεμψία. Όχι ως περιττά λόγια ή  ταπεινολογία, αλλά ως αρχή διαρκούς διά βίου μετανοίας. Έτσι φωνάζει ο προφήτης  Δαβίδ, όταν τον έλεγξε ο Νάθαν: « ημάρτηκα τω Κυρίω » . «Όθεν, γράφει ο Γέροντας,  βάζε μετάνοιαν συνεχώς, όταν σφάλης, και μη χάνης καιρόν. Καθότι, όσον αργείς  να ζητήσεις συγχώρησιν, τόσον δίδεις άδειαν εις τον πονηρόν να απλώνει μέσα σου  ρίζες. Μην τον αφήνεις να κάμει νεύρα εις βάρος σου. Λοιπόν μη απελπίζεσαι  πίπτων, αλ’ εγειρόμενος πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγων· συγχώρησόν με, Χριστέ μου, άνθρωπος είμαι και ασθενής»  . Αυτομεμψία, σημειώνει ο Γέροντας, είναι «να  ποτίζεις την ψυχή σου όχι με τιμές και επαίνους, αλλά με ονειδισμούς και  κατηγορίες, ών ανεύθυνος»  , «χωρίς να σφάλεις να μετανοείς ότι έσφαλες. Εν επιγνώσει ψυχής· όχι απ’ έξω, δι’ έπαινον, να λέγεις πως έσφαλες και μέσα να  κατακρίνεις»

Η μέθοδος του Κυρίου δεν προβάλλει στον άνθρωπο τις νίκες για να μην  υπεραίρεται, τα δε πεσίματα τα φέρνει προ οφθαλμών του, να τα βλέπει, να πάσχει,  να ταπεινώνεται  . Αυτή είναι η καλύτερη μέθοδος για εκπαίδευση. Γι’ αυτό  λοιπόν, στην προσευχή, το κύριο μέλημα είναι να ζητήσουμε το έλεος του Θεού ,  και το κύριο όνομά μας είναι ‘δούλος’ Κυρίου  .

Αυτομεμψία είναι η πηγή των δακρύων στην προσευχή . Διάβασε τον Άγιο  Εφραίμ τον Σύρο, είναι η συμβουλή του Γέροντος.  Αυτομεμψία είναι απολύτρωσις  από τις «προφάσεις εν αμαρτίαις » . Έτσι, κάθε προσπάθεια επάρσεως είναι ένα είδος ψεύδους, και μία διαβολική μεθοδεία. Ενώ η Αυτομεμψία είναι οδός αυτογνωσίας και αληθείας .

Όταν αναλογίζεται κανείς την ευτέλεια της φύσεώς μας, τότε λοιπόν, πώς και  σε τι μπορεί να καυχιέται ; Έτσι υπογραμμίζει ο Γέροντας αυτήν την αλήθεια σε μία  επιστολή του: «Πάντες γαρ άνθρωποι είμεθα εκ του χοός γεγενημένοι και πάντες ημάρτομεν. Πηλός είμεθα, άγνοιαν έχομεν»  , και αλλού γράφει: «Τι έχεις λοιπόν,  υπερήφανε άνθρωπε, όπερ ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη δήθεν λαβών; Γνώθι, ψυχή ταπεινή, τον σον ευργέτην και πρόσχες μη σφετερισθής τα ξένα – τα του Θεού, ως ίδια κατορθώματα» .

Αν όμως αναλογίζεται κανείς  το μέγεθος της δωρεάς της Θείας Χάριτος,  και της θείας φιλανθρωπίας, καταλαβαίνει αμέσως ότι η τιμή του προέρχεται από το θείο εμφύσημα. Καλόν είναι να ενθυμούμαστε πάντα τα λόγια του Ιώβ: « ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν !»  . Άλλωστε, οι δοκιμασίες του βίου δίνουν στον άνθρωπο την πείρα της μηδαμινότητας και ευτέλειας  .

Η ματαιότητα του βίου  βεβαιώνει ότι η μόνη αξία είναι η γλυκύτητα της  Χάριτος, εκτός της οποίας είναι «Ματαιότης ματαιοτήτων και πάντα ματαιότης»  .

Γι’ αυτό στενάζει ο Γέροντας λέγοντας: «Ω μάταιε κόσμε! Πόσον ήσουν δυστυχής,  είσαι και θα είσαι μέχρι τέλους; Και πόσον μακαρία τοις μάκαρσιν η αιώνιος και άληκτος εκείνη τρυφή!»  .

Εύκολα μέμφεται κανείς τον εαυτόν του όταν γνωρίζει ότι « οι πάντες ημάρτομεν και υστερούμεθα της δόξης του Θεού » . Ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά σε  εξορία και η ζωή του ασθενής, πώς λοιπόν να καυχιέται; Aντιθέτως, απ’ όλα τα  προλεχθέντα, αναρωτιέται ο Γέροντας: «πώς να τα βγάλει πέρα;»  . Και όταν λάβει κάτι, αντί να καυχηθεί, ανάγει αμέσως τα πάντα στον Θεό και όχι στις μηδαμινές  ανθρώπινες προσπάθειές του , και όχι στην ευτέλεια της φύσεώς μας  .

«Περί μέντοι αυτομεμψίας, φησίν ο Μέγας Αντώνιος· αύτη εστί η μεγάλη εργασία του ανθρώπου, ίνα το σφάλμα εαυτού βάλλη ενώπιον του Θεού»  .

Ο πραγματικός κίνδυνος  από την καύχηση ή την έπαρση είναι η φυγή και απομάκρυνση της Χάριτος, διό η Αυτομεμψία είναι καλύτερη από τον έπαινο, που βλάπτει και τους τελείους, πόσο μάλλον και τους αρχαρίους;  Αυτό ακριβώς θέλει ο παμπόνηρος διάβολος, να μην αγωνιζόμαστε, και αν κάνουμε αγώνα να χάσουμε τον καρπό του, και γίνεται μάταιος. Γι’ αυτό, ας αποφεύγουμε τους από δεξιά κινδύνους κατά τα λόγια του ψαλμωδού: «αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι· εύγε εύγε » .

Η «οίησις» είναι ένας «ληστής»  . Θέλει πολλή προσοχή να μην μας παγιδεύει ο διάβολος, και να πιστεύουμε ότι είμεθα «σκουλήκι της γης»  . Όσοι φαντάζονται αξιώματα αρχών και εξουσιών, εύκολα παγιδεύονται  . Αντιθέτως, ο Γέροντας Ιωσήφ, από την πείρα και την διδασκαλία του, διδάσκει να κρύπτεται ο άνθρωπος, να μένει άγνωστος , και να αποφύγει την προβολή  . Γιατί ο πνευματικός αγώνας απαιτεί να μέμφεται κανείς τον εαυτό του αντί να καυχιέται για δήθεν αρετές δικές του .

Η Αυτομεμψία δεν εμπιστεύεται «τον εαυτόν» έστω και την ώρα που  επισκέπτεται η Χάρις τον αγωνιστή. Η Αυτομεμψία έχει πάντοτε φόβο ανάμικτον    εφ’ όρου ζωής . Αλλιώς, θα βρει ο διάβολος εύκολα τον δρόμο του να τον πλανήσει με ψεύτικες οράσεις και αποκαλύψεις  .

Τρεις είναι οι περιεκτικοί τρόποι του εχθρού στο πόλεμο: η αγνωσία, η πλάνη και η κενοδοξία. Η Αυτομεμψία φυλάει τον αγωνιστή από την αυτοπεποίθηση, δηλαδή την κενοδοξία, γιατί ο Κύριος « υπερηφάνοις αντιτάσσεται» .

– «Παύσε δαίμον», έτσι πρέπει να αντιλέγουμε, μαζί με τον Γέροντα, στον  κακό λογισμό που υπονομεύει ότι είμεθα ανώτεροι των άλλων . Αν έχεις κάποιες πνευματικές εμπειρίες ή θεία χαρίσματα, «αυτό προκαλεί μάλλον ευθύνη και όχι οίηση» , υπαινίσσεται ο Γέροντας. Πρέπει να μέμφεται κανείς τον εαυτό του όταν του έρχονται οι μάταιοι λογισμοί οιήσεως και υποτιμήσεως του πλησίον, και να ενθυμηθεί το μυστήριο της θείας οικονομίας κατά το οποίο «μερίζει ο Κύριος την βοήθειά Του με την Χάρη στον κάθε χαρακτήρα, περιστασιακά, τοπικά, χρονικά, … στον καθένα διαφορετικά κατά τη παραβολή των ταλάντων»  . Αντιθέτως, όσο ξέρεις και αγωνίζεσαι, τόσο περισσότερο να γίνεις μωρός διά τον Χριστόν .

30310

Πώς δύναται κανείς να καυχιέται όταν δια της Αυτομεμψίας, συνειδητοποιεί ότι:

1)  Όσα έχει είναι δώρα Θεού· «Τι έχεις, αχάριστε, άνθρωπε όπερ ουκ έλαβες;

2)  Ει δε και έλαβες, τι έλαβες, τι καθ’ εκάστην καυχάσαι ως μη δήθεν λαβών;»  .

2) «Αν στέκεις, ψυχή μου, στέκεις διότι σε βαστάζει η χάρις»  .

3) «Αν πέφτει ο αδελφός, πέφτει διότι δεν είναι η χάρις»  .

4) «Το δίκαιον, ας ηξεύρει ότι είναι αυτό: να βαστάζει το βάρος του αδελφού μέχρις εσχάτης πνοής»  .

Ο ίδιος ο Γέροντας, όταν έφθασε, για πρώτη φορά, στο Άγιον Όρος, με ιδεώδεις αντιλήψεις, και δεν βρήκε ό,τι περίμενε, δεν κατέκρινε κανέναν, αλλά έκλαψε ημέρες και νύχτες πονώντας τον εαυτό του  .

Εμπειρίες, τις παρέχει η Χάρις, όταν εγκαταλείπει τον αγωνιστή μόνο, διδάσκοντάς  τον να μην καυχιέται ποτέ  . Έτσι, «για τίποτα δεν θα κατακρίνετε και δεν θα κατηγορείτε» , υπογραμμίζει ο Γέροντας. Αυτομεμψία σημαίνει να βλέπει κανείς τα ελαττώματά του παρά μόνον τα χαρίσματα, και αντιστρόφως, να βλέπει τα χαρίσματα των  άλλων, όχι τα ελαττώματα τους , όπου ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτόν του διά μέσον του θείου βλέμματος και όχι του ιδίου οφθαλμού, βλέπει δηλαδή πώς θα το ήθελε ο Θεός!

Η Αυτομεμψία εξασκεί τον άνθρωπο να απαρνηθεί τον εαυτό του και να «διψά κανείς την σωτηρίαν του αδελφού του»  . Ακόμη και στις προσευχές του, θα μνημονεύει όλους και τους μη ζητούντας  . Η Αυτομεμψία κατεβάζει εις υψηλόν, «η αυταπάρνησιν ανεβαίνει εις θεωρίαν»  . Η Αυτομεμψία οδηγεί στην εκτίμηση του πλησίον περισσότερα από τον εαυτό. Ο Γέροντας έδινε στους άλλους ελεημοσύνες μέχρι το σημείο να στερηθεί ο ίδιος , εφόσον αυτή η πνευματική τέχνη διδάσκει την έμπρακτη αγάπη και απελευθερώνει από τον εγωισμό.

«Είναι σκληρός ο αγώνας                                                                                                                                                                  εναντίον της φιλαυτίας, όλα όμως τα κάνει η Χάρις του Θεού»  . Όλα αυτά είναι το «αναίμακτο μαρτύριο» . Ναι, μέμφεται κανείς τον εαυτό του και τον μισεί, και αυτό γίνεται για την αγάπη του Κυρίου: «δι’ αγάπην Σου ξεψυχώ εις το στάδιον, γλυκεία πνοή μου, ο Χριστός, η ζωή μου» , λέγει χαρακτηριστικά ο Γέροντας.

Ο πρώτος καρπός από την Αυτομεμψία και τον αγώνα κατά του εγωκεντρισμού είναι το ταπεινό φρόνημα, και η φιλοπονία, « εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος ».  Ο ταπεινόφρων αντιλαμβάνεται καλά την ανθρώπινη του αδυναμία και κατανοεί τον λόγο του Κυρίου: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν ».

Η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο βασική αρετή ή και η προϋπόθεση των αρετώνν. Δεν κατορθώνεται η ταπεινοφροσύνη με τις ίδιες δυνάμεις και αγώνες μόνο.

«Η προσπάθεια να αποκτήσει κάποιος την ταπεινοφροσύνη χωρίς την σύμπραξη της Θείας Χάριτος είναι σαν την προσπάθεια να αποκτήσει την εικόνα κάποιου πράγματος, όχι όμως το ίδιο το πράγμα»  . Αυτομεμψία λοιπόν, είναι αγώνας κατά της οιήσεως, σκοπεύει στο να αποβάλλει ό,τι εμποδίζει την Θεία Χάρη, δηλαδή αγώνας κατά των διαφόρων παθών. Γράφει ο Γέροντας σε μία επιστολή του: «Τα πάθη είναι ύλη σκληρά. Ουράλια όρη! Χιλιόμετρα ύψος! Η χάρις είναι ήλιος. Ανατέλλει ο ήλιος, αλλ’ η σκιά των ορέων δεν τον αφήνει να περιθάλψη τον νοητόκτιστον άνθρωπον» . Έτσι ο άνθρωπος, επιβεβαρημένος και κουρασμένος από την ταραχή των παθών και το βάρος τους, επιθυμεί και αναζητεί την ελευθερία του Πνεύματος και την Χάρη του Θεού. Όλος ο αγώνας αποσκοπεί στην απόκτηση της Χάριτος. «Ο Γέροντας μιλά για την πρακτική θεωρία ως εισαγωγή στην λεγόμενη ‘φυσική θεωρία των όντων’, κατά την οποία μπορεί ο αγωνιστής να στρέφει τον νου του γυμνάζοντάς τον στην εσωστρέφεια και τον αυτοέλεγχο, ώσπου η θεία Χάρις πλησιάσει στο έργο του», γράφει ο βιογράφος του βίου του.

Αγώνας σκληρός λοιπόν χρειάζεται για να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος τον πόθο του. Αυτός είναι ο σκοπός της Χριστιανικής ζωής, η απόκτηση της Θείας Χάριτος. Δηλαδή να φθάσει ο άνθρωπος στην αληθινή προσευχή ή την θεωρία  .

«Τώρα βιάζου να κάνεις κτήμα σου αυτήν την Χάρη και να μη σου την κλέψει η αμέλεια», συνιστά ο Γέροντας.

Και όμως, μετά από την απόκτηση της Χάριτος μένει η φύλαξή της. Επιγραμματικά λέει ο Γέροντας: «Πρόσχες λοιπόν, ταπεινέ, εις την ουράνιον ταύτην δόξαν σου που εστολίσθης επί της γης ως άλλος Θεός!…» .

Οι αλλοιώσεις στην πνευματική ζωή είναι μία γνωστή πραγματικότητα. Η δυναμικότητα του αγώνα γνωρίζει συνάμα την παρουσία και την απουσία της Χάριτος. Οι αλλοιώσεις έχουν φυσικές αιτίες χωρίς καμία ενοχή. Προέρχονται οι αλλοιώσεις και από προσωπικές αμαρτίες. Τότε παραχωρεί ο Θεός και η Χάρις εγκαταλείπει τον άνθρωπο, ιδιαίτερα όταν ο άνθρωπος κατακρίνει άλλους αντί τον εαυτόν του. Μας αφήνει ο Κύριος να έρθουμε σε ταπείνωση και να δούμε τα δικά μας σφάλματα. «Αν η χάρις πηγαίνη και έρχεται, εσύ μη λυπάσαι· επειδή έτσι γυμνάζει τον άνθρωπον, να φρονή ταπεινά και να μην υπεραίρεται», συμβουλεύει ο Γέροντας. Πρέπει να μάθουμε να θεωρούμε την Αυτομεμψία ως το βασικότερο  μέσο της προκοπής και να ατενίζουμε κατ’ ευθείαν στην αφετηρία του σφάλματος, γιατί όπως λέει ο αββάς  Μάρκος: «πάν ακούσιον εκ των εκουσίων έχει την αιτίαν και ουδείς ούτως εχθρός ανθρώπου, ως αυτός εαυτού τυγχάνει»  . Η κίνηση των παθών γενικά απομακρύνει την Χάρη, όμως η αμέλεια και η κενοδοξία αποκλείουν τελείως την παρουσία Της. Φάρμακο δε γι’ αυτήν την κατάσταση είναι η Αυτομεμψία  .

Άλλος σκληρός πόλεμος είναι λοιπόν όταν συστείλει η Χάρις την παρουσία Της. Είναι πολύ λεπτές η επέμβαση και η ενέργεια της Χάριτος. «Το θέμα της Χάριτος πρέπει να μας απασχολεί, γιατί χωρίς Αυτήν ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτε». «Η παρουσία της Χάριτος στην ψυχή απαιτεί από τον άνθρωπο χριστοειδή συμπεριφορά»  .

Η Αυτομεμψία ανακαλεί την Χάρη.  «Προ του με ταπεινωθείναι εγώ επλημμέλησα · διά τούτο το λόγιόν σου εφύλαξα ».  «Προς ανεύρεση της Χάριτος, διδάχθηκε ο Γέροντας αρκετά από Αυτήν την αξία Της. Βίωσε δε το πολύπονο και δυσχερέστατο της ανακτήσεώς Της σε περίπτωση συστολής Της» , γράφει ο βιογράφος του. «Όταν κατά την διάρκεια των πειρασμών κρύψει η Χάρις την αισθητή παρουσία Της, τότε αυξάνει η αγωνία και ο άνθρωπος με περισσότερο δέος παρακαλεί» . Η Θεία Χάρις απαιτεί να βαδίζουμε την «στενή και τεθλιμμένη οδό » των εντολών με προϋπόθεση την ταπείνωση, το αυτοέλεγχο και την ειλικρινή μετάνοια. Όταν αμαρτάνει ο άνθρωπος, αν «επισημάνει έγκαιρα την ήττα και ταπεινωθεί, η θεία Χάρις αμέσως τον πλησιάζει μυστικά» , γι’ αυτό λέγει ο ψαλμωδός: « ει μη εγώ εταπεινούμην, σύ εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου » . Έτσι, προσπαθώντας ο αγωνιστής να ελκύει την Χάρη, τον οδηγεί Εκείνη στην Αυτομεμψία και την ταπείνωση. «Τώρα μανθάνω και εγώ ότι χρειάζονται και τα φάρμακα και η χάρις» , καθώς λέει ο Γέροντας στους πατέρες της συνοδείας του.

Χαρακτηριστικό είναι «Το Ολεξητήριον Ξύλον» , το οποίο «οι δαίμονες το φοβούνται και φρίττουν, ορώτες τον άνθρωπον να τιμωρήται ως Μάρτυς διά του Χριστού την αγάπην». Και τι άλλο περισσότερο μπορεί να σημαίνει Αυτομεμψία;

Έγραψε σε μία αδελφή στην επιστολή ΜΒ’: «Να βλέπης ότι έχεις όλον εξ ολοκλήρου το δίκαιον και να πείθης τον εαυτόν σου ότι έχεις το άδικον. Αυτή, αδελφή μου, είναι η τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστήμων. Να ραβδίζης τον εαυτόν σου μέχρις ότου πεισθή να ονομάζη το φως σκότος και το σκότος φως. Να φύγη κάθε δικαίωμα. Και να σβήση τελείως η έπαρσις. Να γίνης μωρός εν πλήρει συνέσει» . Ναι, ο Γέροντας ράβδιζε τον εαυτόν του, όχι δηλαδή μόνον τους λογισμούς αλλά και το ίδιο το σώμα του. Αυτή η σκληρότητα και η άκρα Αυτομεμψία του Γέροντος είχε υπόβαθρο τα λόγια του Αποστόλου Πάυλου:

« ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς » . Το σώμα ελκύεται εύκολα προς την άνεση και προτιμά πάντοτε την αμέλεια.

Γι’ αυτό έλεγχε ο Γέροντας πάντοτε τον εαυτόν του με το ασκητικό ρητό: «δός αίμα και λάβε πνεύμα» 110 , και ιδού πώς το ερμηνεύει ο ίδιος: «Είναι συνάλλαγμα και αντάλλαγμα θείον, όπου δίδομεν γην και λαμβάνομεν ουρανόν.

Ανταλλάσσομεν ύλην λαμβάνοντες Πνεύμα. Ο κάθε ιδρώτας, ο κάθε πόνος, η κάθε άσκησις διά τον Θεό μάς είναι αλλαγή συναλλάγματος. Αφαίρεσις αίματος, εισροή Πνεύματος».

Είναι αυτονόητο να μέμφεται κανείς τον εαυτόν του όταν αμαρτάνει ή όταν τον εγκαταλείπει η Χάρις. Το θαυμαστό όμως είναι πώς ο Γέροντας δακρύζει και αυτοελέγχεται σε στιγμές που τον πλημμυρίζει η Χάρις και η θεία παρηγοριά. «Ω Κύριε, ει μη κρατήσεις τα ύδατα της σης χάριτος, ο άνθρωπος ως κηρός αναλύει», συλλογιζόταν ο Γέροντας. Και σημειώνει ο βιογράφος του: «Αυτά λέγων βλέπει τον εαυτόν του χειρότερον και από τα ερπετά της γης» . Φανερός είναι ο λόγος, όπως λέγει ο Γέροντας: «εγώ ο ανάξιος τοιαύτης δωρεάς. (…) Ο Πατήρ, όπου δεν με απεστράφη, αλλά με ηλέησε ως τον άσωτον υιόν»  . Οι πολλές και διάφορες θεωρίες, αποκαλύψεις και θείες σπάνιες εμπειρίες, ποτέ δεν τον οδήγησε να καυχιέται, αλλά να δοξολογεί και να ταπεινωθεί , αποδίδοντας τα πάντα στον Θεό και στην πανάγαθη αυτού πρόνοια. Μάλλον αυτός είναι ο λόγος να περισσεύει η

Χάρις στον Γέροντα και να τον επισκέπτεται περισσότερο.

Γενικά, η εξάσκηση των αρετών δεν οδηγούσε τον Γέροντα σε αυτοδικαίωση αλλά σε περισσότερη Αυτομεμψία. Γνώριζε και πίστευε ότι παν αγαθόν είναι δώρο παρά Κυρίου, και εύρισκε πάντοτε τρόπους για να μέμφεται τον εαυτόν του. Ναι, έκλαψε στην προσευχή! Αλλά λέγει: «μόνον μίαν αρετήν εργάζομαι, και μου λείπουν ακόμη τα ενενήντα εννέα».

Τεκμήριο της πνευματικής προκοπής γι’ αυτόν είναι να γνωρίζει κανείς καλύτερα τα σφάλματά του 117 . Τι έννοια και αιτία έχουν τα δάκρυα εκτός από την αυτοσυνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας και την Αυτομεμψία  ;

-Πάλιν κλαίτε; τον ρώτησαν οι μαθητές του προ της κοιμήσεώς του.

– Μήπως γνωρίζω αν ήταν αρεστά όσα έπραξα εις τον Θεό μου; Απάντησε ο Γέροντας.

Ναι μεν ο κόπος, ο αγώνας και όλη η προσπάθεια του ανθρώπου δεν δίνανται να εξαγοράσουν την Χάρη του Θεού. Αλλά αυτοί έχουν τον ρόλο να τεκμηριώσουν την ειλικρινή αναζήτηση του αγωνιστή. Η Καθολική Εκκλησία τονίζει την αυτοτελή αξία των έργων, δηλαδή την δι’ αυτών εξαγορά της σωτηρίας. Ενώ οι Προτεστάντες τονίζουν μόνον την αξία της πίστεως, μέχρι να εξαφανιστεί σ’ αυτούς κάθε ασκητική μορφή. Η Ορθόδοξη παράδοση, όπως και ο Γέροντας Ιωσήφ την έζησε, τα ζητάει αμφότερα.

Εν τούτοις, τα έργα δεν εξαγοράζουν με κανέναν τρόπο την Χάρη, αλλά την ελκύουν  .

Η Αυτομεμψία δεν μπορεί να συγχωρήσει καμία αμέλεια. Όλη η ζωή του Γέροντος, όπως λέγει άλλωστε ο ίδιος «υπήρξεν ένα μαρτύριον» . Το καθημερινό του πρόγραμμα τεκμηριώνει την τέλεια αυταπάρνηση και το ταπεινό του βίο  .

Αγρυπνούσε κάθε νύχτα , δεν υποχωρούσε σε κανένα συμβιβασμό, και πάντοτε περνούσε την ζωή του με πολλή βία, με πολλές νηστείες. Η εξάντληση του σώματός στον αγώνα του υπήρξε αποτέλεσμα ανελέητης βίας και Αυτομεμψίας του εαυτού του  . Πάντοτε ήθελε να προσφέρει περισσότερο και είχε την αίσθηση της ανεπάρκειας των κόπων του, και επομένως, είχε Αυτομεμψία, δάκρυα, ικεσίες και ελπίδα στην βοήθεια της Θείας Χάριτος.

Η Αυτομεμψία τον οδήγησε σε απόλυτη ακρίβεια στην τήρηση του μοναχικού προγράμματος, και μάλιστα σε στιγμές αρρώστιας. Αισθανόταν σταθερό πόνο στο στήθος του, είχε αιμοπτύσεις κ.τ.λ., παρόλο ταύτα δεν χαλάρωσε καθόλου τον αγώνα του, αλλά μάλλον τον αγαπούσε και το φύλαγε ως κόρη οφθαλμού. « Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενή » . Ο ίδιος έκανε το σώμα του ασθενή διά της διαρκούς Αυτομεμψίας, και ποτέ δεν δικαίωσε τον εαυτόν του. Φύλαγε πάντοτε, με πνεύμα αυταπαρνήσεως και μετανοίας, «το θείον ζήλον» για φιλοπονία  .

«Έπαρον τους πειρασμούς, και ουδείς ο σωζόμενος», διδάσκει η Φιλοκαλία.

Ο Θεός εκχύνει την Χάρη Του και ο άνθρωπος κατακρίνει τον εαυτόν του.

Αυτός είναι ο κανόνας συνεργασίας με τη Θεία Χάρη. Η κακή αρχή γίνεται όταν

πιστέψεις πως με την Χάρη, και πως όσοι Την στερούνται, αίτιοι είναι οι ίδιοι που δεν θέλουν να αγωνιστούν. Καταραμένη αυτοπεποίθηση, που γεννά και τρέφει τον εγωισμό και

την οίηση! Επειδή ‘ ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται ’ και μόνον ‘ ταπεινοίς δίδωσι Χάριν ’ , κατ’ ανάγκη, εγκαταλείπεται ο οιηματίας, για να μείνει μόνος του, και να μάθει εμπειρικά ότι ‘ άνθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη »  .

Ο ίδιος είχε μία ιδιαίτερη προσωπική εμπειρία. Τον πολέμησε ο σατανάς πολύ δια της επιθυμίας της σαρκός. Οι αφορμές αυτού του πολέμου δεν ήταν μόνον φυσικές, όπου δεν υπήρχαν τα αίτια, αλλά ιδίως ήταν η πανουργία και η λύσσα  των δαιμόνων. Διέθετε ο Γέροντας μεγάλη προσπάθεια, όμως χωρίς καμία ανάπαυση. Ξαφνικά έρχεται η δωρεά του Θεού, μάλλον της Μητέρας όλων, της Υπεραγίας Θεοτόκου, και όλα εξαφανίστηκαν. «Έπαψαν τελείως οι λογισμοί». Γι’ αυτό δεν καυχιέται καθόλου για το σκληρό του αγώνα, αλλά γνώριζε εν επιγνώσει ότι « ου γάρ του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος αλλά του ελεούντος Θεού » . Και « εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων . Και ότι « πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον εστιν εκ Σού του Πατρός των Φώτων » . Ιδού η ειλικρινής του προσευχή μετά από τους πολέμους, η οποία δεν περιέχει καμία φαρισαϊκή καύχηση: «Αλλ’ ώ αγάπη γλυκεία Χριστού, τι καλόν είδες από ημάς και μάς οδήγησες εις την θείαν οδόν Σου;»  .

Όταν αποκτήσεις την επίγνωση ότι όλα εκ Θεού έρχονται, και δεν είναι εκ των ιδίων κόπων: «δεν ημπορείς ποτέ να κρίνεις κανένα, κάν να τον βλέπεις θανασίμως να αμαρτάνει· διότι λέγεις ευθύς:

– Δεν έχει, Χριστέ μου, την χάριν σου δι’ αυτό αμαρτάνει. Αν φύγεις και από εμένα θα πράξω χειρότερα. Αν στέκω, στέκω, διότι Συ με βαστάζεις» . Επομένως, ο πόλεμος φέρνει Αυτομεμψία, και η Χάρις, το ίδιο, και η πνευματική ανάπαυση το αυτό με δοξολογία, και ουδέποτε τον φέρνει σε καύχηση, ή και σε κατάκριση των άλλων.

Πόσον είναι ωραίοι οι στεναγμοί παρ’ όλην την Χάρη και τις εμπειρίες που είχε, στεναγμοί στους οποίους «εκφράζει την αίσθηση της ευτελείας του και το δέος, με το οποίο προσπίπτει ‘ προς τον δυνάμενον σώζειν ’ » , επισημαίνει ο βιογράφος του. Πιστεύει ο Γέροντας ότι είναι άξιος κολάσεως, αλλά το μόνον που θέλει ο Γέροντας και εκφράζει: «Γλυκύτατε μου Σωτήρα και Θεέ. Εγώ μεν ούδεν αγαθόν έπραξα και ευάρεστον ενώπιόν Σου, αλλά ως επιμελής εργάτης της αμαρτίας είμαι άξιος υιός κολάσεως. Λοιπόν, εάν και κολασθή, δικαίως μού πρέπει. Αρκεί μόνον εσύ να μην είσαι κατ’ εμού λυπημένος, αλλά να με κυττάζης με χαρούμενον πρόσωπον· και τότε δι’ εμέ και ο Άδης θα γίνη φωτεινός Παράδεισος!». Παρόλο τον αγώνα του, οι στεναγμοί της μετανοίας συνεχίζονται πάντοτε. Αναφωνεί: «Δι’ αγάπην Σου ξεψυχώ εις το στάδιον. (…) Οίμοι τω τάλανι! Οίμοι τω πονηρώ και αχρείω! Ακοήν ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε Σε είδον οι οφθαλμοί μου· διό και εφαύλισα εμαυτόν, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν» .

Αυτομεμψία, εν πράξει, ήταν η προτίμησή του πλησίον, πάντοτε. Ως γέροντας, παρέμεινε υπηρέτης των μαθητών του. Μεμφόταν τον εαυτόν του και εύσπλαχνε τους άλλους. Σε περίπτωση πείνας λέγει: «ας αποθάνω εγώ, μόνον να ζήσουν τα πνευματικά μου παιδιά. Και τελείως δεν έτρωγα»  .

Πώς δύναται να υπακούει κανείς εάν έχει αυτοπεποίθηση ή καύχηση; Όποιος έχει τέλεια υπακοή, είναι εκείνος που μέμφεται τον εαυτόν του συνεχώς και εμπιστεύεται τον γέροντά του. Ο υπακούων πιστεύει ότι ο εαυτός του είναι άρρωστος και κακός, και τον υποτάσσει ελεύθερα στην καθοδήγηση του καλού και έμπειρου γέροντα, και να υποτάσσει δι’ αυτού κάθε σκέψη « εις την υποκοήν του Χριστού ». Ο εγωιστής δεν μπορεί να κάνει υπακοή . Η υπακοή προυποθέτει δύο όρους· πρώτον, την Αυτομεμψία (του εαυτού), και δεύτερον, την εμπιστοσύνη στον γέροντα.  «Κόπτε καθ’ ημέραν και ώραν το θέλημά σου και μη ζητής άλλην οδόν πλην αυτής» , συμβουλεύει ο Γέροντας. Αυτό σημαίνει να μέμφεται κανείς τον εαυτόν του συνεχώς και απαρνηθεί το θέλημά του .

.