Κασσιανή: Κρίνο του κήπου λεπταίσθητο, πνεύμα ετοιμόλογο και τολμηρό.(Βαγγέλης Στεργιόπουλος)

————————————————————

Θρύλος είσαι ή ιστορία, ωραία και μυστικόπαθη αρχοντοπούλα του Βυζαντίου; Κασσία σ’ έλεγαν μήπως, πριν την περιπέτεια της εκλογής, γιατί πάνω στα μαγιάπριλα της ζωής σου εσκόρπιζες τριγύρω τα μύρα του μοσχοβόλου θάμνου της Ανατολής, της κασσίας; Και Κασσιανή σε είπαν μήπως, μετά την άτυχη περιπέτεια, γιατί απεφάσισες να εναρμονίσης τόνομά σου με το σεμνό φόρεμα της μοναχής, το φόρεμα του μεγάλου πόνου, που έκλεισες μέσα στο σιωπηλό σου ερημητήριο; Ή μήπως σ’ έλεγαν Εικασία, για να γίνης ωραίο σύμβολο της μεγάλης υποθέσεως των ημερών σου, των εικόνων, που είχαν διχάση το Βυζάντιο σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, τους εικονοφίλους και τους εικονομάχους; Μήπως η εθιμοτυπία της βυζαντινής αυλής για την εκλογή της βασίλισσας αποκλείη τη μέθοδο της «μηλοβολίας» — του χρυσού μήλου, που από την εποχή του Πάρη και της Αταλάντης έως σήμερα χρησιμεύει για να διερμηνεύη τα παρθενικώτερα αισθήματα της αγάπης;

Ας είσαι θρύλος ή και ιστορία. Ας ονομάζεσαι Κασσία ή Κασσιανή, ακόμη και Εικασία. Ας έχασες την εκλογή με τη μέθοδο της προσφοράς του χρυσού μήλου στην εξωτική σου αντίπαλο, την Παφλαγονίτισσα Θεοδώρα. Τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν με σκανδαλίζει τόσο όσο το ανήσυχο ερώτημα: Γιατί έχασες την εκλογή εσύ, που ασφαλώς ήσουν ομορφώτερη και σαγηνευτικώτερη από τη Θεοδώρα, αφού εσύ πρώτη εσταμάτησες το ερευνητικό του βλέμμα και υπήρξες η πραγματική του προτίμησις; Τι φοβερό σφάλμα εμεσολάβησε, για να χάσης τον θρόνο του Βυζαντίου και να θάψης τα νειάτα και την ομορφιά σου στο ερημικό σου ησυχαστήριο — είτε κοντά στη μονή του Στουδίτη, όπως θέλει η μια παράδοσις, ή σ’ ένα από τα πανώρια Πριγκιπόνησα της Προποντίδος; Ποιο είνε το συγκλονιστικό σου μυστικό, φοιβόληπτή μου Κασσία;

Χρόνια επέρασαν από τότε και αιώνες εκύλησαν. Τι δεν είπαν οι άνθρωποι για την περιπέτειά μου αυτή, άνθρωποι παλαιοί και άνθρωποι σύγχρονοι; Δικαιότεροι οι πρώτοι, γιατί ήσαν κοντά στα γεγονότα. Αδικώτεροι ή τουλάχιστον ανακριβέστεροι οι δεύτεροι, γιατί ήσαν μακρυά από το ψυχολογικό περιβάλλον της εποχής μου. Αλλοιώς δεν θα έλεγαν τα όσα είπαν. Και είπαν οι μεν από τους συγχρόνους σας ότι έχασα την εκλογή στα καλλιστεία από έλλειψιν μετριοφροσύνης και από υπερβολή φιλοδοξίας. Πώς μπορούσε —εξήγησαν— άνθρωπος εγωπαθής και αλαζονικός, ο Θεόφιλος, ν’ ανεχθή μια γυναίκα που έσπευσε να επιδείξη, δίπλα στην καταπληκτική της καλλονή, και πνεύμα τόσο ετοιμόλογο και τόσο τολμηρό; Και επρόσθεσαν οι άλλοι ότι υπέπεσα στην παράβασιν των κανόνων του πρωτοκόλλου της αυλής, που απαιτούσαν απόλυτη και σεμνή σιωπή στις διαγωνιζόμενες, και ότι η απροσδόκητη λύσις της καθιερωμένης σιωπής με περιεχόμενο τόσο αποστομωτικό εγέννησε στον φύσει φιλύποπτο χαρακτήρα του Θεοφίλου τη σκέψιν ότι γυναίκες τόσο τολμηρές, τόσο ιταμές, γίνονται συνήθως φίδια φαρμακερά, που χύνουν με το χαμόγελο το φαρμάκι τους. Πώς να μην προχωρήση προς την όμορφη επίσης και σιωπηλή και χαμηλοβλεπούσα Θεοδώρα;

Αυτά περίπου είπαν οι σύγχρονοί σας. Οι παλαιότεροι, οι βυζαντινοί χρονικογράφοι, δεν σκανδαλίζονται από την απάντησίν μου. Τη θεωρούν φυσική. Κανείς δεν μ’ επικρίνει διότι απήντησα. Και κανείς δεν σημειώνει ότι επέρασα τα σύνορα της σεμνότητος και του σεβασμού προς τον αυτοκράτορα. Δεν το επέτρεπε η φροντισμένη ανατροφή μου. Ο ένας παρατηρεί: «η δε μετ’ αιδούς πως αντέφησεν». Ο άλλος προσθέτει: «η δε ηρέμα και μετά σεμνού ερυθήματος ευστόχως απεκρίνατο». Και ο Μιχ. Γλυκάς τονίζει ότι «αποπέμπομαι διά την πλήρη συνέσεως απόκρισίν μου». Τι σημαίνει αν το Χρονικόν του Ψευδοδωροθέου, μητροπολίτου Μονεμβασίας, αποδίδη την απόρριψίν μου στην «προπέτειά» μου; Νομίζω ότι το Χρονικόν υποκειμενίζει: θεωρεί ο συγγραφεύς του «προπέτειαν» την απάντησίν μου και πιστεύει ότι την ίδια εντύπωσιν έκαμε και στον αυτοκράτορα. Ο Θεόφιλος βέβαια, «πληγείς την καρδίαν», επροχώρησε προς τη Θεοδώρα. Ποια ήταν αυτή η «πληγή»; Έρως ο Κεραυνοβόλος, είπαν οι ρωμαντικοί και έγραψαν πολυσέλιδα μυθιστορήματα με συγκινητικές περιπέτειες.

Τι να πω σ’ όλ’ αυτά εγώ; Την απλή αλήθεια. Μύθος είναι ο Κεραυνοβόλος: τύπος λογικός, αλαζονικός και αυταρχικός, ο Θεόφιλος δεν μπορούσε να γίνει αστραπιαίο θύμα του. Τον κατέπληξε βέβαια και τον εκυρίευσε η Ομορφιά. Το δυστύχημα ήτο ότι εμπρός του επρόβαλαν δυο τύποι της Ομορφιάς: η Θεοδώρα και εγώ. Εξωτικό κρίνο του αγρού εκείνη, αφρόπλαστη επαρχιωτοπούλα μ’ όλες τις χάρες της Ανατολίτισσας, εμαγνήτισε τον πρωτογονισμό του Θεοφίλου. Κρίνο του κήπου εγώ λεπταίσθητο, αρχοντοπούλα του Βυζαντίου με τα καλλιεργημένα χαρίσματα πρωτευουσιάνικης αριστοκρατίας, εσαγήνευσε την αισθητική ωραιοπάθεια του νεαρού πρίγκηπος. Αμφίρροπη η πάλη κάμποση ώρα. Πότε την κερδίζει η Παφλαγονίτισσα και πότε η Πρωτευουσιάνα. Κάποια όμως στιγμή κυριαρχώ στην ψυχή του Θεοφίλου: ο δείκτης της ψυχής του εγύρισε αποφασιστικά προς εμένα. Αλλά δεν τον παρασύρει ο ενθουσιασμός. Δεν ξεχνά ότι είνε αυτοκράτωρ με προδιαγεγραμμένο πολιτικοθρησκευτικό πρόγραμμα. Είνε εικονομάχος. Θέλει η σύζυγός του να τον βοηθή στο έργον του ή τουλάχιστον να μην αντιδρά. Ξέρει ότι κατ’ εξοχήν εικονόφιλος ήτο ο γυναικείος κόσμος του Βυζαντίου. Και σπεύδει να διαγνώση τα θρησκευτικά μου φρονήματα με λεπτότητα άψογη: «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», δηλώνει με το χρυσό μήλο στο χέρι και με κυττάζει ερωτηματικά. Ο υπαινιγμός του επήγαινε βέβαια στην Εύα, αλλά και σε μας τις απόγονές της, που μάς έπαιρνε γενικά για αντιδραστικές — εικονόφιλες

Να σιωπήσω και να κρύψω τα φρονήματά μου ή να μιλήσω και να τα υποδηλώσω κάπως; Ξέρω τι θα μου στοιχίση το δεύτερο και τι θα μου χαρίση το πρώτο. Αλλά δεν μπορώ να υποκριθώ και να γελάσω τον αυτοκράτορα. Σεμνά αλλ’ εύτολμα απαντώ: «Και εκ γυναικός τα κρείττω». Εννοούσα τη Θεοτόκο — το σύμβολο των εικονοφίλων. Συννέφιασε το πρόσωπο του Θεοφίλου: η ειλικρίνειά μου τον κατέπληξε και τον ελύπησε. Και εβάδισε τότε με βήμα άτονο προς τη Θεοδώρα. Κανένα ερώτημα, καμμιά δήλωσις σ’ εκείνη. Τι είχε να φοβηθή από την αμόρφωτη ομορφιά της Παφλαγονίας; Πού να φαντασθή ότι κάποτε θ’ ανακαλύψη στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Θεοδώρας τις μικρές εικονίτσες — τα περίφημα «νινία»;

Έτσι, η ειλικρίνεια, η ανυποκρισία, μου εστοίχισε τον θρόνο και μ’ ωδήγησε στο ησυχαστήριο. Η προσευχή και η υμνογραφία ήσαν πλέον ο κλήρος μου.

*Κείμενο που έφερε τον τίτλο «Το μυστικό της Κασσιανής» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Τρίτη 11 Απριλίου 1944. Η απλή αλήθεια για την περιπέτεια της Κασσιανής διά στόματος της ιδίας, το ανέκαθεν βαρύ τίμημα της ειλικρίνειας, της ανυποκρισίας.

Σχολιάστε