Σαν κάποια ζωντανή δύναμη η αμαρτία διαχέεται σε όλη την ανθρώπινη ύπαρξη… (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς)

 

 

Η πείρα γενικά, η εμπειρία του ανθρώπινου γένους μαρτυρεί ό,τι όλοι οι άνθρωποι είναι «υιοί της απείθειας», γιατί όλοι ζουν στις αμαρτίες και τα ατοπήματα. Ο Άγιος Απόστολος καταριθμεί, συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του σ’ αυτούς και διευκρινίζει, παρουσιάζει καθαρά, «και ημείς πάντες ανεστράφημεν ποτε…ως και οι λοιποί» (2,3). Και πότε εμείς οι άνθρωποι ζούμε στις αμαρτίες και στα παραπτώματα; Όταν ζούμε «εν ταις επιθυμίαις της σαρκός ημών». Και ποιές είναι οι επιθυμίες της σαρκός; Είναι οι αμαρτωλές «ηδονές». Το σώμα του ανθρώπου ήταν δημιουργημένο από το Θεό (πριν από την πτώση) αναμάρτητο και άγιο και ο άνθρωπος θεληματικά και με την επίμονη ήδονο-αγάπη του το μετέτρεψε, και τις αμαρτωλές ηδονές τις έκανε (με τη θέληση του) θέλημά του, τις έκανε σαν κάτι δικό του, σαν λογική του, σαν ζωή του, τις μετέτρεψε σε «έννοιά» του, σε χαρά του, σε σκοπό του.

   Οι αμαρτωλές ηδονές και διαμέσου αυτών οι αμαρτίες γίνονται θέλημά μας, θέλημα και σώμα μας, θέλημα και αντίληψή μας, πράγμα το οποίο ο άγιος Απόστολος το αποδεικνύει λέγοντας: ζούσαμε στις αμαρτίες και τα παραπτώματα «ποιούντες τα θελήματα της σαρκός και των διανοιών». Γιατί κάνοντας το θέλημα της σαρκός αμαρτάνουμε σωματικά και κάνοντας το θέλημα των διανοιών αμαρτάνουμε ψυχικά. Σαν κάποια ζωντανή δύναμη η αμαρτία διαχέεται σε όλη την ανθρώπινη ύπαρξη, στην ψυχή, στη διάνοια, στην καρδιά, στο θέλημα, στο σώμα και συμμετέχει σε κάθε τι που ο άνθρωπος σκέπτεται, αισθάνεται και θέλει.­ Θέλει η δεν θέλει πλέον ο φιλάμαρτος άνθρωπος όταν σκέπτεται, περισσότερο με αμαρτία σκέπτεται, όταν αισθάνεται, περισσότερο με αμαρτία αισθάνεται, όταν θέλει, περισσότερο με αμαρτία θέλει, όταν «ποιεί» (κάνει), περισσότερο με αμαρτία «ποιεί» (Ρωμ. 7,15-20, Κολ. 3,7). Η αμαρτία τόσο πολύ συγγένεψε, έγινε σχεδόν ένα με την ανθρώπινη φύση, ώστε να θεωρείται γι’ αυτήν «φυσική», αν και δεν είναι στην ουσία της. Και όλοι οι άνθρωποι να είναι «τέκνα φύσει οργής», τέκνα οργής «εκ φύσεως», μόνιμα να είναι οργή για κάθε τι που δεν είναι αμαρτία, για κάθε τι που δεν είναι αμαρτωλή ηδονή, μόνιμα να είναι «οργή» για κάθε τι το Θεϊκό (Δηλ. να οργίζονται και να αισθάνονται απέχθεια για κάθε τι που είναι Θεϊκό).

Αυτοί αληθινά είναι όπως τα γεννημένα αδέλφια, «υιοί απείθειας», οι οποίοι οργίζονται εναντίον του Θεού και για κάθε τι του Θεού και είναι ενάντια στον Θεό και σε κάθε τι του Θεού’ οι «υιοί» της αμαρτίας, είναι «υιοί οργής». Γιατί το μοναδικό πράγμα, με το οποίο οργίζεται ο Θεός, είναι το να βρίσκονται οι άνθρωποι στην αμαρτία (Ρωμ. 1,18). Και η οργή του Θεού μεταφέρεται, εκδηλώνεται στους ανθρώπους, οι οποίοι συστηματικά εξομοιώνονται με την αμαρτία και γίνονται «υιοί αμαρτίας», «υιοί οργής» (Ρωμ. 2, 8-9, Κολ. 3,6), «υιοί απείθειας» (Εφεσ. 5,6). Και εμείς όταν ζούμε στην αμαρτία και μακριά από τον Θεό, θανατωνόμαστε στη δική μας μικρή γήινη κόλαση, η οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά και διακριτικά της αιώνιας κόλασης, που σ’ αυτήν, διαμέσου όλων των ηδονών και αμαρτιών μας, ανώτερος άρχοντας και κυβερνήτης είναι ο διάβολος με τους μαύρους «αγγέλους» του (τους δαίμονες).

 

(Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους Επιστολή Απ. Παύλου», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη, σ.80-81)

Σχολιάστε