Ανθρώπινα δικαιώματα (Ι.Καρδάση)


ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Το δικαίωμα είναι βασική έννοια του Δικαίου και έχει τον εξής ορισμό: «Δικαίωμα είναι η εξουσία, που απονέμεται από το δίκαιο στο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό), για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του».

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Τα δικαιώματα κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες, με σκοπό την καλύτερη εποπτεία και την καλύτερη κατανόηση των κανόνων των επιμέρους δικαιωμάτων. Έτσι, τα δικαιώματα διακρίνονται σε απόλυτα και σχετικά:

Απόλυτα είναι τα δικαιώματα της προσωπικότητας, τα εμπράγματα (κυριότητα, δουλεία, ενέχυρο, υποθήκη), τα δικαιώματα σε άυλα αγαθά (πνευματική ιδιοκτησία, εφεύρεση), οικογενειακά δικαιώματα (γονική μέριμνα, συμβίωση) και κληρονομικά δικαιώματα.

Σχετικά είναι τα ενοχικά δικαιώματα, τα δικαιώματα διατροφής, τα περιουσιακά κ.λπ.

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Στα απόλυτα δικαιώματα υπάγονται και τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα, που είναι: Η ισότητα έναντι του νόμου, ο σεβασμός της ελευθερίας του άλλου, η παραδοχή της αθωότητας μέχρις αποδείξεως της ενοχής, η ελευθερία της σκέψης και των πεποιθήσεων (και επομένως και των θρησκευτικών πεποιθήσεων), η ελευθερία της διαμονής, της κυκλοφορίας, του συνεταιρίζεσθαι, του συνέρχεσθαι, τα κοινωνικά και οικογενειακά δικαιώματα, η ισοτιμία ανδρών και γυναικών, το δικαίωμα στο γάμο, στην κοινωνική ασφάλιση, στην εργασία και την ανάπαυση. Επίσης το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Καταδικάζονται, ως αντιτιθέμενα στα ανθρώπινα δικαιώματα: η δουλεία, τα βασανιστήρια, ο φυλετισμός και η βία.

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Η λέξη δικαιώματα αναφέρεται οκτώ φορές στην Κ. Διαθήκη. Στις αναφορές αυτές υπάρχουν δικαιώματα του Κυρίου, του Θεού, του νόμου, της λατρείας, της σάρκας και των αγίων. Πουθενά δεν αναφέρονται ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι:

1/ Δικαιώματα του Κυρίου:

Λουκάς 1. 6: «ήσαν δε δίκαιοι αμφότεροι ενώπιον του Θεού, πορευόμενοι εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεμπτοι».

2/ Δικαιώματα του Θεού:

Ρωμαίους 1. 32: «οίτινες το δικαίωμα του Θεού επιγνόντες, ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτό ποιούσιν, αλλά και συνευδοκούσι τοις πράσσουσι».

Αποκάλυψη 15. 4: «ότι μόνος όσιος, ότι πάντα τα έθνη ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιόν σου, ότι τα δικαιώματά σου εφανερώθησαν».

3/ Δικαιώματα του νόμου:

Ρωμαίους 2. 26: «εάν ουν η ακροβυστία τα δικαιώματα του νόμου φυλάσση, ουχί η ακροβυστία αυτού εις περιτομήν λογισθήσεται;».

Ρωμαίους 8. 4: «ίνα το δικαίωμα του νόμου πληρωθεί εν ημίν τοις μη κατά σάρκα περιπατούσιν, αλλά κατά πνεύμα».

4/ Δικαιώματα της λατρείας:

Εβραίους 9. 1: «Είχε μεν ουν η πρώτη σκηνή δικαιώματα λατρείας το τε άγιον κοσμικόν».

5/ Δικαιώματα της σάρκας:

Εβραίους 9. 10: «….. μόνον επί βρώμασι και πόμασι και διαφόροις βαπτισμοίς και δικαιώμασι σαρκός, μέχρι καιρού διορθώσεως επικείμενα».

6/ Δικαιώματα των αγίων:

Αποκάλυψη 19. 8: «και εδόθη αυτή ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν. το γαρ βύσσινον τα δικαιώματα των αγίων εστί».

Σ’ όλες τις ανωτέρω αναφορές τα δικαιώματα αφορούν, είτε σε νόμους του Κυρίου, είτε σε προειδοποιήσεις του Θεού, σε βουλές του Θεού, είτε σε εντολές του νόμου, σε απαιτήσεις του νόμου, είτε σε λατρευτικές διατάξεις, είτε σε διατάξεις για το σώμα, είτε σε δίκαιες πράξεις των αγίων.

Πουθενά στην Κ. Διαθήκη δεν αναφέροντα τα λεγόμενα «ανθρώπινα δικαιώματα», κάτι που ασφαλώς δεν θα έχει απασχολήσει και τους ερμηνευτές Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι για να προβούν σε ερμηνείες θα πρέπει να στηριχθούν σε αναφορές στην Αγία Γραφή ή σε ερμηνείες σε προ αυτών Πατέρες, σύμφωνα και με την κλασική ρήση του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή: «πάσα λέξις και φωνή, μη τοις πατράσιν ειρημένη, καινοτομία προδήλως καθέστηκε».

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ π. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ

Την μη ύπαρξη πατερικής τεκμηρίωσης πάνω στα λεγόμενα «ανθρώπινα δικαιώματα» δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς και ο μακαριστός γ. Πορφύριος, ο οποίος δηλώνει απερίφραστα, ότι όσοι ασχολούνται και υπεραμύνονται γενικώς των όποιων δικαιωμάτων, απλώς θεωρούνται στενόμυαλοι: «Δεν είναι ο Χριστός τόσο στενόμυαλος, όσον είμαστε εμείς οι άνθρωποι, που θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα» (Ανθολόγιο συμβουλών γέροντος Πορφυρίου, σελ. 71-75).

Από τα ανωτέρω καταγραφόμενα αποδεικνύεται, ότι ούτε στην αγία Γραφή, ούτε στην Πατερική γραμματεία αναφέρονται δικαιώματα, κάτι που δεν μπορεί να έχει ένας πιστός Χριστιανός, παρά μόνον υποχρεώσεις.

ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ ΟΔΙΤΗΣ

Πολίτης είναι ο κάτοικος μιας πόλης, ο οποίος έχει και πολιτικά δικαιώματα και κατ’ επέκταση, ο κάτοικος ενός κράτους, ο οποίος έχει την αντίστοιχή ιθαγένεια και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, αλλιώς υπήκοος.

Η λέξη «πολίτης» υπάρχει τρεις φορές στην Κ. Διαθήκη:

«και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους» (Λουκ. 15. 15).

«οι δε πολίται αυτού εμίσουν αυτόν, και απέστειλαν πρεσβείαν οπίσω αυτού λέγοντες» (Λουκ. 19. 14).

«εγώ άνθρωπος μεν ειμί Ιουδαίος Ταρσεύς, της Κιλικίας ουκ ασήμου πόλεως πολίτης» (Πράξ. 21. 39).

Οδίτης είναι ο οδεύων επί της οδού, ο οδοιπόρος.

Η λέξη «οδίτης», καθώς και η λέξη οδοιπόρος δεν αναφέρονται στην Κ. Διαθήκη. Αντιθέτως, εμφανίζεται σε έργα του αγίου Ιωάννη Χρυσόστομου.

Ας θυμηθούμε τι είπε ο Χριστός στους μαθητές Του: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. 10. 28).

Ο Απόστολος Παύλος εξέφραζε αυτήν την κατάσταση γράφοντας: «πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 8. 38-39). Είχε μέσα του τον Χριστό και δεν τον διακατείχε κανένας φόβος

Επίσης, είναι θαυμάσιο το χωρίο της προς Διόγνητον επιστολής του β΄  αιώ­να (συντάκτης, ανώνυμος μαθητής του απολογητή Αριστείδη, δάσκαλος του Κλήμη Αλεξανδρέα), που εκφράζει την πίστη των πρώτων Χριστιανών. Μεταξύ των άλλων γράφεται, ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πανθ’ υπομένουσιν ως ξένοι· πάσα ξένη πατρίς εστίν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη».

Δηλαδή, οι Χριστιανοί έχουν πατρίδες, αλλά στην πραγματικότητα ζουν ωσάν να είναι  πάροικοι, μετέχουν στην κοινωνική ζωή ως πολίτες, αλλά όλα τα υπομένουν ωσάν να είναι ξένοι. Κάθε ξένο τόπο τον θεωρούν πατρίδα τους, και την πατρίδα τους την θεωρούν ως ξένη. Άλλωστε, «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. 3. 20).

Και αυτό συμβαίνει γιατί, πάλι κατά την προς Διόγνητον επιστολή, οι Χριστιανοί «επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται. Πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις, και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους». Δηλαδή, ζουν στην γη, αλλά πολιτεύονται στον ουρανό, υπακούουν στους νόμους της Πολιτείας, αλλά με την ζωή τους υπερβαίνουν τους νόμους.

Είναι εξόχως καταπληκτικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που λέγει,

ότι ο Χριστιανός δεν είναι απλώς «πολίτης» του κόσμου αυτού, αλλά είναι «οδίτης» προς το ουράνιο πολίτευμα.

Και γράφει: «μη είπης· έχω τήνδε την πόλιν και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστίν. Τα παρόντα οδός εστίν». Δηλαδή, οι Χριστιανοί θεωρούν ως πραγματική τους πόλη τον ουρανό, ήτοι την μετοχή της δόξης του Θεού και διαρκώς πορεύονται προς αυτήν την ένδοξη πόλη. Έτσι, στην πραγματικότητα είμαστε «οδίτες» προς την ουρανούπολη. Και αυτό συνδέεται με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13. 14). Είμαστε «ουρανοδρόμοι» και «ουρανοπολίτες».
Παρά ταύτα, εμείς οι σύγχρονοι Χριστιανοί, τα νεότερα αδέλφια τέτοιων μεγάλων αγίων

και οικουμενικών διδασκάλων, αν και έχουμε τέτοιους αγίους, ζούμε πολύ φτωχά, είμαστε φοβισμένοι, φοβόμαστε κάθε μικρό εχθρό, ακόμη και την σκιά μας, είμαστε φυλακισμένοι στην φιλαυτία μας, κλεισμένοι μέσα στα στενά κελιά του εαυτού μας, διακατεχόμαστε από ανασφάλεια.

Φοβόμαστε τον διπλανό μας, αφού τον κάθε άνθρωπο τον θεωρούμε απειλή της  ύπαρξής μας, φοβόμαστε τον διάβολο, τον Αντίχριστο, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε στους αγίους, γιατί όποιος συνδέεται με τον Χριστό και αγαπά τους αδελφούς του δεν μπορεί να φοβάται κανέναν, αφού κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Ἰ­ω. Α΄ 4. 18).

Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος ενός λογοτέχνη, που μιλά για τον σύγχρονο αγχώδη άνθρωπο και τον συγκρίνει με τον Φώτη Κόντογλου, τον γνωστό Χριστιανό καλλιτέχνη, ο οποίος εμπνεόταν από την αγάπη του Θεού. Γράφει:

«Στο δρόμο περνώντας, βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους και λες: νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος. Όλοι τούτοι πέθαναν η θα πεθάνουν. Σαν τα πρόβατα, σαν τις όρνιθες, καταχτυπούν μια στιγμή τις σκόνες και τα πεζοδρόμια κι ύστερα θα χαθούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ τους. Και ξάφνου βλέπεις έναν και τινάζεσαι χαρούμενος. Λες: τούτος δεν θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή, πιάνει την ύλη και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα εφήμερη ζωή και την κάνει αθανασία… τα μάτια του λάμπουν κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι: «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…» ή «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία…». Κι η πίκρα ξορκίζεται κι η γης μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου, με τα σγουρά μαλλιά του, με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον παράδεισο» (Ναυπάκτου Ιερόθεος).

Έτσι ζουν οι άγιοι, χωρίς φοβίες, χωρίς ανασφάλειες, αλλά με την δύναμη και την πληρότητα της ζωής. Με τον τρόπον αυτό αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής, αλλά με τον ίδιο τρόπο υπερβαίνουν θαρραλέα και το φόβο του θανάτου.

Πολλοί ρωτούν για την κάρτα του πολίτη που ετοιμάζεται. Βεβαίως, θα αποφανθεί, για το θέμα αυτό η Εκκλησία. Όμως, εκείνο που χρειάζεται επειγόντως είναι να λάβουμε «την κάρτα του ουρανοπολίτη». Οι άγιοι πορεύθηκαν την οδό προς την ουράνια πόλη, υπερβαίνοντας όλες τις αντίξοες συνθήκες στην ζωή τους και μάλιστα αντιμετώπισαν, με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, μια σιδηρόφρακτη ρωμαϊκή αυτοκρατορία που είχε σύμβολα ειδωλολατρικά και λάτρευε τον αυτοκράτορα ως θεό (Ναυπάκτου Ιερόθεος)..

Οι άγιοι έλαβαν την κάρτα του ουρανοπολίτη, έγιναν ουρανοπολίτες.
Και εμείς πρέπει να τους μιμηθούμε. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνδεόμαστε με το Χριστό, να χαραχθεί το όνομα του Χριστού στην καρδιά μας, σύμφωνα με το λόγο της Αποκάλυψης  «και είδον, και ιδού το αρνίον εστηκός επί το όρος Σιών, και μετ’  αυτού εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. Ι4. 1).

Αυτό δε το όνομα του Αρνίου και του Πατρός του στο μέτωπο του πιστού Χριστιανού δηλώνει, κατά τον Καισαρείας Αρέθα, «ως τω θείω φωτί του προσώπου αυτού του θείου σφραγίζονται, δι’ ου τοις αντιτίμοις επί τούτου και ολεθρίοις δαίμοσι φοβεροί γίνονται». Τότε θα ισχύει ο λόγος του Ευαγγελιστή Ιωάννη: «Υμείς εκ του Θεού εστε, τεκνία, και νενικήκατε αυτούς, ότι μείζων εστίν ο εν υμίν η ο εν τω κόσμω» (Ἰ­ω. Α΄ 4. 4).

Ζώντας αυτήν την εν Χριστώ ζωή στην Εκκλησία, δεν θα φοβόμαστε κανέναν, θα είμαστε ελεύθεροι εν Χριστώ, θα πορευόμαστε από την φιλαυτία στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, από το μικρό περιβάλλον στο οποίο ζούμε, θα ανοιγόμαστε στην παγκοσμιότητα και θα γίνουμε ουρανοπολίτες. Δεν θα βασανιζόμαστε από την «μένουσαν πόλιν», με όλα τα πτωτικά της φαινόμενα, αλλά θα εμπνεόμαστε από την «μέλλουσαν πόλιν» (Εβρ. 13. 14) «ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός» (Εβρ. 11. 10).

«Ουκ οίσθα, ότι αποδημία ο παρών βίος;

Μη γαρ πολίτης ει;

Οδίτης ει… ουκ ει πολίτης αλλ’ οδίτης ει και οδοιπόρος…

Η πόλις άνω εστι. Τα παρόντα οδός εστιν…

Άδηλος η έξοδος, άστατος η κτήσις…

Τι μαίνη περί τας σκιάς; Τι αφείς την αλήθειαν κατατρέχεις επί τας σκιάς;»

(άγιος Iωάννης ο Χρυσόστομος)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Είναι ενδιαφέρον να γνωρίσουμε την έννοια του δικαιώματος, όπως μας παρουσιάζεται στο Ευαγγέλιο, τόσο στην περίπτωση του ίδιου του Ιησού Χριστού, όσο και στην περίπτωση του αποστόλου των Εθνών Παύλου:

Το δικαίωμα, «έχω δικαίωμα», τι σημαίνει αυτό; Λέει ο αββάς Δωρόθεος: «άμα συμμειχθεί το θέλημα με το δικαίωμα ο άνθρωπος γίνεται πλέον θηρίο». Δε μπορείς να του κάνεις «ζάφτι» αυτού του ανθρώπου. «Θέλω και έχω και δικαίωμα». Άμα πει ο Χριστός: «Μα εγώ έχω δικαίωμα να είμαι κάτω από τον σταυρό», τι θα γινότανε; Θα γινότανε ένας ακόμα πολέμαρχος, θα χώριζε τον κόσμο σε εχθρούς και φίλους του, έτσι δεν είναι; Οι εχθροί θα σκότωναν τους φίλους, οι φίλοι τους εχθρούς, έτσι δεν είναι; Και θα γινότανε ξανά το μεγαλύτερο μάτωμα πάνω στην γη. Αλλά ανεβαίνοντας ο ίδιος στον σταυρό είναι ένας μόνος που δέχθηκε τη θυσία και τη δέχθηκε «ίνα καταλλάξει εαυτώ τα πάντα», για να δημιουργήσει καταλλαγή όλων (Κορ. Β΄ 5. 18-19). Να καταλλάξει και να συμφιλιώσει, -αυτό σημαίνει καταλλαγή-, τους πάντες.

«Ήπλωσας τας παλάμας και ήνωσας τα πριν διεστώτα». Δεν έκανε οπαδούς, ταυτίσθηκε με όλους. Ταυτίσθηκε με τους διώκτες και την ώρα του θανάτου είπε: «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Τι φοβερό πράγμα είναι αυτό; Να αρνείται να χωρισθεί από αυτούς οι οποίοι τον σκοτώνουν! Και να τους παρουσιάζει: «αυτή είναι η γνήσια αγάπη, κι αυτή η αγάπη είναι σωτήρια». Γι’ αυτό βλέπουμε, ότι η οικουμενικότητα αυτής της θυσίας είναι το μεγαλείο του χριστιανισμού ακριβώς. Δεν έκανε οπαδούς σαν τον Μωάμεθ.

«Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσι» (Ιω. 15. 20). Έτσι; «Ει τον λόγον μου ετήρησαν και τον υμέτερον τηρήσουσιν» (Ιω. 15. 20). Σαφή πράγματα. «Αν προχωρείτε στον δρόμο μου να ξέρετε ότι έτσι θα γίνει, αλλά ταύτα πάντα ποιήσουσιν υμίν δια το όνομά μου, ότι ουκ οίδασι τον πέμψαντά με». Τι λέγει εδώ; «Αυτά θα τα κάνουν (λέει), επειδή με θεωρούνε ότι εγώ είμαι κάποιος κοινός άνθρωπος και δεν ξέρουν ποιος με στέλνει, δε ξέρουν τον Πατέρα, πίσω».

Έχει αναπτυχθεί μια υποστηρικτική γραμμή, ότι στην Κ. Διαθήκη, εμμέσως πλην σαφώς, αναφέρεται, ότι το δικαίωμα του ανθρώπου (το λεγόμενο ανθρώπινο δικαίωμα) εξασκήθηκε από τον απόστολο των εθνών, τον Παύλο, με την επίκλησή του, να δικαστεί από τον Καίσαρα, με την περίφημη φράση προς τον Φήστο: «Καίσαρα επικαλούμαι» (Πράξ. 25. 11-12). και όλοι, οι υποστηρικτές σπεύδουν να το αναφέρουν σαν παράδειγμα, χωρίς όμως να φροντίσουν να δουν την ερμηνεία του σε πατερικό κείμενο. Ας δούμε, όμως τι αναφέρει ο άγιος Ι. Χρυσόστομος, στην ανάλυση που κάνει, στην ομιλία του για τις «Πράξεις των Αποστόλων»:

«Ο δε Παύλος ουκ είπεν, Ου βούλομαι, μη ποτε και σφοδρότερον ποιήση τον δικαστήν, αλλά παρρησιάζεται, και φησίν. Επί του βήματος του Καίσαρος εστώς ειμι, ου με δει κρίνεσθαι. ….. Εξέβαλόν με άπαξ αυτοί, και τούτο νομίζουσι κατακρίνειν, τω δεικνύειν, ότι εις Καίσαρα ήμαρτον, επ’ αυτού βούλομαι κριθήναι του ηδικημένου. Ούτως ειπών, επάγει. Ιουδαίους ουδέν ηδίκησα, ως και συ κάλλιον επιγινώσκεις. Καθήψατο αυτού λοιπόν ως και χαριζομένου. Είτα επεί καθήψατο, πάλιν εκλύει τον λόγον επάγων. Ει μεν ουν αδικώ, ή αξιόν τι θανάτου πέπραχα, ου παραιτούμαι το αποθανείν. Κατ’ εμαυτού την ψήφον εκφέρω, φησίν…… Ουκ είπεν, Ουκ άξιός ειμί αποθανείν, ουδέ απολυθήναι, αλλ’, έτοιμος κρίνεσθαι επί Καίσαρος, άμα και του ονείρατος μνησθείς, μάλλον εθάρρησεν επικαλέσασθαι. Και ουκ είπε, Συ, αλλ’ ουδείς, και προσέθηκε, Καίσαρα επικαλούμαι, ώστε μη είναι εις εκείνον την ύβριν. Τότε ο Φήστος συλλαλήσας μετά του συμβουλίου, απεκρίθη. Καίσαρα επικέκλησαι. επί Καίσαρα πορεύση….. Όρα πάλιν εκτεινομένην αυτού την δίκην, και την επιβουλήν αφορμήν του κηρύγματος γινομένην» (PG 60. 355).

Ώστε, ο Παύλος επικαλέσθηκε τον Καίσαρα, για να εξασκήσει στην πράξη το δικαίωμα να κριθεί από την πολιτική δικαιοσύνη και όχι την εκκλησιαστική, για δυο λόγους: α/ διότι η κατηγορία αφορούσε προσβολή στο πρόσωπο του Καίσαρα, τον οποίον –υποτίθεται- αδίκησε και ήθελε να κριθεί από τον ίδιο τον αδικούμενο και β/ διότι του δινόταν η ευκαιρία να κηρύξει στους Ρωμαίους το λόγο του Θεού.

Αυτό φαίνεται, από ένα άλλο σημείο, που υπάρχει στην επιστολή του προς τους Κορινθίους, όπου προτρέπει τους Χριστιανούς να επιλύουν τις διαφορές τους, όχι στα πολιτικά δικαστήρια, αλλά στα εκκλησιαστικά: «Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων;» (Κορ. Α΄ 6. 1-2).

Ο Ιω. Χρυσόστομος επεξηγεί: «Μάλιστα μεν γαρ ει δει κρίνεσθαι, φησίν, επί των αδίκων ουκ έδει. όλως δε ουδέν κρίνεσθαι δει. Αλλά τούτο μεν ύστερον τίθησι. τέως δε το πρώτον διακαθαίρει το μη έξω δικάζεσθαι» (Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 61. 132). Και παρακάτω: «Αλλά αδελφός μετά αδελφού κρίνεται, και τούτο επί απίστων. Διπλούν το έγκλημα, ότι κρίνεται και επί απίστων» (PG 61. 133).

Έτσι, η προσφυγή των χριστιανών για τη λύση των διαφορών τους ενώπιον εθνικών δικαστηρίων είναι για τον Παύλο όχι μόνο απαράδεκτη, αλλά και ανόητη. Αυτό δηλώνει η έκφραση: «επί των αδίκων», η οποία εκλαμβάνεται όχι μόνο με την ηθική, αλλά και με τη θρησκευτική έννοια.

Παρατηρούμε, ότι στην δεύτερη περίπτωση, (Κορ. Α΄) δηλ. σε διαφορά μεταξύ Χριστιανών αδελφών ο Απ. Παύλος συνιστά να την λύνουν ει δυνατόν μέσα στην Εκκλησία, για να μη δίνουν δικαιώματα στους έξω να κακολογούν τους Χριστιανούς. Τότε η Εκκλησία βέβαια ήξερε ποιοι είναι μέλη της πιστά, ποιοι ψευδάδελφοι, ποιοι μη μέλη. Διαιωνίσθηκε έκτοτε μέχρι την εποχή μας, οι διαφορές και τα παραπτώματα κληρικών, να επιλύονται ενδοεκκλησιαστικά ή και εκ παραλλήλου με την κοσμική δικαιοσύνη. Αλλά για τα 10 εκατομμύρια Έλληνες που –υποτίθεται-, ότι όλοι σχεδόν θεωρούνται Χριστιανοί, η Εκκλησία δεν ξέρει ποιοι είναι συνειδητά μέλη της και ποιοι όχι, οπότε δύσκολα μπορεί να συμβεί το παραπάνω, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Μια αντιστοιχία θα βρούμε και στην περίοδο του Βυζαντίου αλλά και της Τουρκοκρατίας, όπου ο Επίσκοπος είχε και άτυπη αρμοδιότητα να επιλύει διαφορές μεταξύ Χριστιανών ή και να επιβάλει ποινές στους αμαρτάνοντες.

Όταν όμως υπήρχε κάποια διαφορά μεταξύ Χριστιανού και μη Χριστιανού αξιωματούχου ή έστω Χριστιανού και Κράτους, ο Απ. Παύλος διεκδίκησε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη να αναφερθεί στον Καίσαρα. Όχι όμως για τον εαυτό του, όπως είδαμε, αλλά για τον Χριστό, το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία. Σαν να μας λέει: Αν δεν πρόκειται για σοβαρό θέμα, ας αδικηθούμε, όπως το εφαρμόζουμε στη ζωή μας πολλές φορές, αλλά σε άλλες περιπτώσεις που κρίνουμε ότι θίγεται η υπόληψή μας, η τιμή μας και κατ’ επέκταση η οικογένειά μας και η Εκκλησία μας ή παραποιείται και συκοφαντείται η Αγία Γραφή, τότε ναι, έχουμε δικαίωμα και υποχρέωση να προσφύγουμε και στην κοσμική δικαιοσύνη και στις Αρχές και στους Νόμους του Κράτους. Υπάρχουν και ειδικότερες αναφορές πάνω σ’ αυτό, όπως είδαμε, στον ιερό Χρυσόστομο.

Αντίστοιχα υπάρχει και η εντολή να ενδιαφερθούμε, ακόμη και να διωχθούμε, για χάρη της υπεράσπισης της δικαιοσύνης και προς χάρη άλλων αδικημένων αδελφών μας, μεμονωμένων ή συνόλου, («μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης»).

ΦΑΚΕΛΩΜΑ

Τι είναι όμως το λεγόμενο φακέλωμα; Το φακέλωμα είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σχηματισμού ενός φακέλου, με τη συγκέντρωση εγγράφων και στοιχείων, που αναφέρονται σε προσωπικά στοιχεία, που αφορούν θέματα ταυτοποίησης, φορολογικά, ιατρικά, δραστηριότητας, πεποιθήσεων, πολιτικά κ.ά.π. Στη σημερινή ηλεκτρονική εποχή, εγκαταλείπεται η συγκέντρωση των στοιχείων αυτών σε χάρτινους φακέλους και αντ’ αυτών χρησιμοποιούνται πλινθία (chips), δηλ. ολοκληρωμένα κυκλώματα, τα μικροκυκλώματα πυριτίου (τσιπς), τα οποία μπορούν σε ένα τέτοιο τσιπ, διαστάσεων περίπου 11Χ14 mm, να αποθηκευτεί ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών, με τρομακτικά μεγάλη ταχύτητα.

Το ερώτημα είναι, το πώς αντιμετωπίζεται το θέμα αυτό στην Αγία Γραφή και στην πατερική γραμματεία. Έτσι, βλέπουμε στην Π. Διαθήκη το πρώτο φακέλωμα, που είναι η ένταξη των απογόνων του Αβραάμ στα μέλη του «περιούσιου λαού» του Θεού, που γίνεται με την περιτομή και είναι μια αιματηρή καταγραφή, γιατί για να ενταχθεί κανείς στον κατάλογο αυτό, έπρεπε να προσφέρει τμήμα του ιδίου σώματος, σαν σφραγίδα και επικύρωση της διαθήκης μεταξύ Θεού και Αβραάμ (Γέν. 17. 9-14). Ο μη φακελωμένος (δηλ. ο απερίτμητος) αποκόπτεται από τον λαό του Θεού. Ακολουθεί το φακέλωμα των μελών του λαού του Θεού σε φυλές. Γίνεται ένταξη, καταμέτρηση και σύνταξη γενεαλογικών καταλόγων (Έξ. 6. 14-27). Ακολουθεί η απογραφή και η καταγραφή σε καταλόγους ολόκληρης της κοινότητας των Ισραηλιτών: «Απογράψτε εσύ κι ο Ααρών, ολόκληρη την κοινότητα των Ισραηλιτών. Καταρτίστε κατάλογο κατά συγγένειες και οικογένειες. Καταχωρήστε ένα προς ένα τα ονόματα όλων των αντρών από είκοσι ετών και πάνω, όλους τους στρατεύσιμους Ισραηλίτες, που συγκροτούν τις διάφορες στρατιωτικές μονάδες» (Αρ. 1. 2-3). Αυτό και εάν δεν είναι φακέλωμα! Έχουμε την απογραφή των Λευϊτών (Αρ. 3. 14-39), καθώς και την απαρίθμηση των ικανών Λευϊτών (Αρ. 4. 34-49). Έχουμε επίσης την καταγραφή όλης της γενεαλογικής γραμμής από Αδάμ μέχρι Αβραάμ (Α΄ Χρον. 1. 1-27), αλλά και σε ολόκληρο το βιβλίο των Α΄ Χρονικών έχουμε τις πάσης φύσεως καταγραφές των απογόνων των διαφόρων προπατόρων και πατριαρχών. Ακολουθεί ο κατάλογος αυτών που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας αναλυτικά (Α΄ Έσδρας 5. 7-45), καθώς επίσης και τον κατάλογο όσων είχαν αλλοεθνείς γυναίκες (9. 18-36) και (Β΄ Έδρας 10. 18-44). Επίσης κατάλογος των αιχμαλώτων της Βαβυλώνας υπάρχει και στο Β΄ Έσδρας 2. 1-70 και μάλιστα οι επιστρέφοντες «αναζήτησαν την εγγραφή τους στους γενεαλογικούς καταλόγους των προγόνων τους» (2. 62). Επίσης ακολουθεί κατάλογος των οικογενειών, που επέστρεψαν από την Βαβυλώνα (8. 1-14) και στο (Νεεμ. 7. 4-68). Στο Νεεμ. 11. 1-24 έχουμε τον κατάλογο αυτών που εγκατεστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ, καθώς και των ιερέων και των λευϊτών (12. 1-26).

Αλλά και στην Κ. Διαθήκη έχουμε καταγραφές και φακελώματα: Έτσι, στην αρχή των Ευαγγελίων Ματθαίου και Λουκά έχουμε την καταγραφή της γενεαλογίας του Χριστού, όπου οι προπάτορες έχουν φακελωθεί κανονικά. Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός φακελώθηκε με την απογραφή: «Εγένετο δε εν ταις  ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην………. Ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ πόλεως Ναζαρέτ εις την Ιουδαίαν εις πόλιν Δαυείδ………. απογράφεσθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί, ούση εγκύω» (Λουκ. 2. 1-5). Κάποιες παρατηρήσεις πάνω στο χωρίο αυτό: Ένας παγκόσμιος δικτάτορας, ο Αύγουστος, διέταξε να απογραφεί (δηλ. να φακελωθεί), ο κάθε άνθρωπος σ’ ολόκληρη την Οικουμένη. Στην απογραφή προσήλθε και η οικογένεια του Χριστού (Ιωσήφ και Μαρία μαζί με το κυοφορούμενο) και δεν αρνήθηκαν, ούτε άγγελος Κυρίου τους προέτρεψε να μην πάνε να δώσουν τα στοιχεία τους και επομένως να φακελωθούν και τα στοιχεία τους να τα έχει ο κάθε ένας, που θα μπορούσε να τους κάνει κακό. Δεν σήκωσαν την παντιέρα της άρνησης στην αντίχριστη πολιτική εξουσία, που ήθελε να καταγράψει τα προσωπικά τους στοιχεία και επομένως να τους παρακολουθεί με τους ρουφάνιους της τότε εποχής (rufianni). Βέβαια, θα μπορούσαμε ακόμη και τον Θεό μας να κατατάξουμε, ως τον μέγιστο καταγραφέα, που καταγράφει (δηλ. φακελώνει) τους δικούς του ανθρώπους στο βιβλίο ή αυτούς που δεν εφαρμόζουν το λόγο του Θεού, τον γεγραμμένο στις προφητείες (Απκ. 5. 1, 5. 2, 5. 3, 5. 4, 5. 5, 5. 7, 5. 8, 5. 9, 20. 12, 22. 9, 22. 18, 22. 19) και το βιβλίο της ζωής (Απκ. 17. 8, 20. 12, 20. 15).

Ούτε για το θέμα του φακελώματος υπάρχει πατερική τεκμηρίωση, αλλά και για αντίδραση στην καταγραφή στοιχείων του χριστιανού από την πολιτική εξουσία.

Άλλο να μιλάμε σαν πολίτες, μέλη κομμάτων και ψηφοφόροι και άλλο σαν Εκκλησία και ως μέλη της και εξ ονόματός της. Σαν πολίτες μπορούμε να πρεσβεύουμε -ή όχι- τα όσα λέμε και να δραστηριοποιούμεθα σε συλλόγους, κόμματα, οργανώσεις, και κατά της παγκοσμιοποίησης, αν έτσι νομίζουμε. Αλλά να μην μπλέκουμε την Αγία Γραφή και την Εκκλησία, εκτός αν πρόκειται για αγώνα υπέρ της δικαιοσύνης και υπεράσπισης αδελφών και

τότε επικαλούμενοι νόμους του κράτους.
Σαν Εκκλησία, όμως και μέλη της πρέπει να εκτελούμε τις θείες εντολές του Ιησού, των

Αποστόλων και των μεγάλων Πατέρων. Γνωρίζουμε, ότι η βασιλεία του Χριστού «ουκ’ εστι εκ του κόσμου τούτου». Επί Ρωμαίων αυτοκρατόρων «ποία ελευθερία προσώπου και δημοκρατία» υπήρχε, ιδίως στην εποχή του Χριστού; Ξεχνάμε ότι φακέλωναν (ρούφοι) φυλάκιζαν, βασάνιζαν, αλλά και εσταύρωναν και έριχναν στα θηρία και έκαιγαν αλείφοντας με πίσσα τους Χριστιανούς; Ο Κύριος, που μπορούσε να τους πατάξει αστραπιαία τι έκανε; Περιέγραψε μεν με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση, αλλά δείχνοντας το νόμισμα είπε: «Απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», η αγία οικογένεια υπήκουσε στην εξουσία και απεγράφη, οι απόστολοι προέτρεπαν (όταν μάλιστα βασίλευε ο θηριώδης διώκτης των πιστών, ο Νέρωνας) «προσεύχεστε υπέρ βασιλέων και των εν υπεροχή όντων ίνα ησύχιον βίον διάγωμεν», εδίδασκαν «να αποδίδουμε φόρους», να είμαστε «πιο νόμιμοι από ότι λένε οι κρατικοί νόμοι», οι δε απόστολοι, ενώ ήταν αθώοι, δέχθηκαν να φυλακισθούν, ενώ άγγελος άνοιξε την πόρτα της φυλακής δεν έφευγαν, ως νομοταγείς, το δε όπλο των πιστών ήταν η υποταγή στην εξουσία κ.λπ. κ.λπ. Και οι μεγάλοι Πατέρες, ουδέποτε αμφισβήτησαν την παγκόσμια Βυζαντινή ή Ρωμαϊκή εξουσία και μάλιστα διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν, εξορίσθηκαν, εκοιμήθησαν με το «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» στα χείλη (Ιω. Χρυσόστομος). Εμείς γιατί να απειθήσουμε στο Κράτος μας, απειθούντες στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες;

Σε τι μας πειράζει η παγκοσμιοποίηση; Έχει η Εκκλησία λόγο και μάλιστα αρνητικό όταν είμαστε αδέλφια όλοι; Αν και ούτε Κίνα ούτε Ρωσία ούτε Αφρική ούτε Λατ. Αμερική δεν πρόκειται να παγκοσμιοποιηθούν, τουλάχιστον, σύντομα. Η Εκκλησία σε παγκοσμιοποιημένο κράτος έζησε επί 1400 χρόνια. Και άλλα 400 μέχρι το 1830. Μην μπερδεύουμε και την εποχή του αντιχρίστου που ΟΤΑΝ έρθει, τότε θα έρθει το σφράγισμά του 666, θα είναι δικτάτορας και ένας, και μπορεί να έλθει μετά από 666 παγκοσμιοποιήσεις και διαλύσεις τους και ίσως και μετά από 3.000 χρόνια! (για μετά τα 1000 χρόνια το οριοθετεί ο. Πορφύριος).

Και κάτι τελευταίο. Μην ξεχνάμε τι είπε ο γ. Παϊσιος στην επιστολή του: «Σημεία των καιρών»: «Το παράξενο όμως, και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι εκτός που δίνουν δικές τους ερμηνείες, φοβούνται και αυτοί τον κοσμικό φόβο του φακελλώματος, ενώ έπρεπε να ανησυχούν πνευματικά, και να βοηθήσουν τους Χριστιανούς με την καλή ανησυχία και να τους τονώνουν στην πίστη, να νιώθουν θεϊκή παρηγοριά» (σελ. 2).

Τελικά, το φακέλωμα υπήρξε και υπάρχει από αιώνων, από την πρωτόγονη κατάσταση της καταγραφής στοιχείων σε παπύρους και πλάκες ή όστρακα (όπως ο εξοστρακισμός του Αριστείδη) σε μια πιο σύγχρονη κατάσταση, όπως η καταγραφή προσωπικών στοιχείων στο χαρτί, στην ακόμη πιο σύγχρονη σε πλινθία (chips) ή γραμμωτούς κωδικούς. Υποκλοπές προσωπικών δεδομένων γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται, αφού ο αγώνας υποκλοπέων και επισήμων φορέων θα είναι συνεχής. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι τα σύγχρονα αρχεία δεν καταλαμβάνουν χώρο και είναι προσβάσιμα με τρομακτικές ταχύτητες. Για τους πολίτες βέβαια, η διευκόλυνση στις συναλλαγές είναι τρομερή και δεν χρειάζεται πλέον να ανατρέξει κανείς αυτοπροσώπως στους διάφορους φορείς, για διεκπεραίωση των διαφόρων υποθέσεών του. Να σκεφτεί κανείς, το πόσο μπορεί να κοστίσει σε κάποιον μια αργοπορία, που μπορεί να του στοιχίσει ακόμη και τη ζωή του, όταν μπαίνοντας σε Νοσοκομείο για επείγουσα επέμβαση, θα έχει στο τσεπάκι όλο τον ιατρικό του φάκελο, που τώρα είναι διεσπαρμένος σε διάφορα Νοσοκομεία και κέντρα υγείας. Εκείνο βέβαια που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι με το σύστημα αυτό αναγκαζόμαστε να είμαστε πιο ειλικρινείς και να μη μπορούμε να κρύψουμε τις όποιες παραβατικές μας πράξεις, πιστεύουμε δε ότι αυτός πρέπει να είναι και ο κυριότερος λόγος αντίδρασης στη λειτουργία των συστημάτων αυτών, μαζί με την «τεμπελιά» της αλλαγής νοοτροπίας, γιατί πώς να το κάνουμε; Δεν θέλουμε με τίποτε να αλλάξει η εικόνα που έχουμε για τον κόσμο. Μήπως τελικά εκείνο που φοβόμαστε και αποκαλούμε ως ανελεύθερο σύστημα είναι εκείνο το σύστημα που δεν μας αφήνει να λέμε ψέματα;

ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ένα άλλο σημείο στο οποίο παρατηρούνται αντιδράσεις είναι, ότι με την ηλεκτρονική κάρτα προσβάλλεται η ανθρώπινη προσωπικότητα. Όταν βέβαια μιλάμε για την προσβολή της προσωπικότητας εννοούμε ότι χρησιμοποιούμε την κοσμική ορολογία και όχι την εκκλησιαστική. Έτσι:

Η έννοια της προσωπικότητας και η σχετική προστασία της αποτελεί κεντρικής σημασίας θέμα του Δημόσιου Δικαίου. Η προστασία της προσωπικότητας έγκειται στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτή ορίζεται στους διάφορους νόμους της Πολιτείας και τις διατάξεις διεθνών οργανισμών.

Η έννοια της προσωπικότητας συνδέεται με την ψυχική, πνευματική, ηθική, σωματική και κοινωνική υπόσταση κάθε ανθρώπου, ως έλλογου και συνειδητού όντος. Έτσι, η λεγόμενη προσβολή της προσωπικότητας αφορά την παράνομη συμπεριφορά, η οποία θίγει προστατευόμενα αγαθά του προσώπου, όπως η αιδώς, το ήθος, η τιμή, η μνήμη τεθνεώτος, η πατρότητα κ.π.ά.

Η έννοια της προσωπικότητας είναι ταυτισμένη με την έννοια του προσώπου, το οποίον για το Δίκαιο σημαίνει το υποκείμενο εννόμων σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και κάθε άνθρωπος είναι ικανός να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Με τις νομικές αυτές διατάξεις άνθρωπος και πρόσωπο ταυτίζονται και επομένως η προσβολή του προσώπου και της προσωπικότητας αποτελεί συνάμα και προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το δε πρόσωπο υφίσταται και οριοθετείται μεταξύ δύο βιολογικών γεγονότων, της γέννησης και του θανάτου. Κατά το Δίκαιο, το πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό και παύει να υπάρχει με το θάνατό του. Το κυοφορούμενο δεν είναι πρόσωπο, όμως απολαμβάνει της προστασίας του δικαίου κατά πλάσμα δικαίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, ο άνθρωπος που στερείται παραδεδεγμένης ανθρώπινης μορφής, και επομένως κάποιος τερατόμορφος, δεν θεωρείται πρόσωπο.

Η έννοια του ανθρώπου, του προσώπου και της προσωπικότητας είναι τελείως διαφορετικές στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο. Έτσι, το πρόσωπο υπάρχει από της συλλήψεως και η ύπαρξή του είναι αιώνια, είτε έχει φυσιολογική μορφή και συμπεριφορά, είτε όχι. Εδώ, το πρόσωπο δεν έχει τα όποια δικαιώματα, που προβλέπονται από το κοσμικό δίκαιο ή δεν ενδιαφέρεται το εκκλ. δίκαιο για την εξάσκησή τους, πλην ίσως του δικαιώματος των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της λατρείας. Αντίθετα, το εκκλ. δίκαιο θεωρεί ότι ο πιστός έχει πλήθος υποχρεώσεων και ευθυνών, ακόμη και την ευθύνη, για παράνομες πράξεις άλλου προσώπου!

Για να κατανοηθεί η έννοια του ανθρώπου, του προσώπου και της προσωπικότητας, από εκκλησιαστικής άποψης, παρατίθενται τα παρακάτω στοιχεία:

Παρενθετικά παρουσιάζεται η ετυμολογία της λέξης άνθρωπος. Ο τύπος είναι αβέβαιης ετυμολογίας, παρά το πλήθος των υποθέσεων, που αναφέρονται στην προέλευσή του. Η πλέον αποδεκτή είναι από το ουσιαστικό ανήρ και το ουσιαστικό οψ του οπός που σημαίνει πρόσωπο. Έτσι ο τύπος ανδρ-ωπός, δηλ. αυτός που έχει ανδρική όψη, μετατρέπεται σε άνθρωπος από υστερογενή δάσυνση του δ σε θ.

Ο Αδάμ θεωρείται ο πρώτος άνθρωπος. Γιατί όμως ο Αδάμ και όχι κάποιος άλλος; Θα μπορούσε να αναφερθεί πληθώρα πατερικών κειμένων, στα οποία φαίνεται ότι οι Πατέρες, όταν μιλούν για την κορωνίδα της Δημιουργίας, το τελειότερο έργο του Θεού, τον αποκαλούν άνθρωπο. Ο αποκαλούμενος άνθρωπος δεν νοείται απλώς με τη βιολογική του υπόσταση, αλλά με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα του. Ο Ιω. Χρυσόστομος λέγει «άνθρωπος γαρ εστίν, ουχ όστις απλώς χείρας και πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστι λογικός μόνον, αλλ’ όστις ευσέβειαν και αρετήν μετά παρρησίας ασκεί» (PG 46. 232). Δεν φθάνει να γεννηθεί κάποιος βιολογικά για να ονομασθεί άνθρωπος, αλλά πρέπει να έχει μέσα του και το Άγιο Πνεύμα. Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί όποια σχέση υπάρχει μεταξύ ψυχής και σώματος, τέτοια σχέση υπάρχει μεταξύ της ψυχής και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι ζωντανός και πραγματικός άνθρωπος είναι εκείνος που «χαριτώνεται» από τη Χάρη του Θεού. Διαφορετικά, είναι μεν άνθρωπος, αλλά είναι νεκρός για το Θεό και κυριαρχούμενος από διάφορα πάθη, μοιάζει με τα ζώα.

Σύμφωνα λοιπόν με την Πατερική Θεολογία, εφ’ όσον άνθρωπος είναι μόνον όποιος λαμβάνει μέσα του το Άγιο Πνεύμα και ο Αδάμ ήταν ο πρώτος που έλαβε το Άγιο Πνεύμα, άρα ο Αδάμ ήταν ο πρώτος άνθρωπος. Γι’ αυτό και ο Θεός θεώρησε τον Αδάμ ως την υπόσταση εκείνη που έγινε φορέας της ανθρώπινης φύσης και του έδωσε έτσι την πνευματική πατρότητα της ανθρωπότητας ολόκληρης. Με την έννοια αυτή ονομάζεται Πρωτόπλαστος. Γιατί ήταν ο πρώτος που πλάστηκε (εκτός από κατ’ εικόνα) και καθ’ ομοίωση του Θεού.

Στην έννοια του προσώπου εισέρχεται και η έννοια της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός δίνοντας (εμφυσόντας) στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιο δημιούργησε μαζί του μια προσωπική σχέση. Και αυτό ήταν που έκανε τον Αδάμ «το πρώτο πρόσωπο» της ανθρώπινης φύσης και την αιτία της υπόστασής του.

Παρά το ότι οι Πατέρες όταν μιλάνε για το Θεό τον ονομάζουν Πρόσωπο και όταν μιλούν για τον άνθρωπο, τον αποκαλούν κυρίως άνθρωπο, εν τούτοις τον όρο πρόσωπο σε μερικές περιπτώσεις τον αποδίδουν και στον άνθρωπο. Αυτό βέβαια γίνεται με συγκατάβαση, γιατί γνωρίζουν, ότι υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ Δημιουργού και δημιουργήματος. Και τούτο διότι ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος κτιστός.

Ο Ιω. Δαμασκηνός αποδίδει στον άνθρωπο τους όρους υπόσταση και πρόσωπο. Γράφει: «Επειδή δε πολλοί εισιν οι άνθρωποι, ο καθένας άνθρωπος υπόστασις εστίν, οίον Αδάμ υπόστασίς εστιν και η Εύα άλλη υπόστασις και ο Σηθ ετέρα υπόστασις. Ομοίως και επί των λοιπών. Έκαστος άνθρωπος υπόστασις ετέρα παρά τους λοιπούς ανθρώπους εστί και έκαστος βους υπόστασις εστί και έκαστος άγγελος υπόστασίς εστίν. Ώστε φύσις και μορφή και ουσία εστί το κοινόν και περιέχον τας ομοουσίους υποστάσεις, υπόστασις δε και άτομον και πρόσωπον το μερικόν ήγουν έκαστος των υπό το αυτό είδος περιεχομένων». Από αυτό το χωρίο φαίνεται, ότι και ο άνθρωπος είναι υπόσταση και επειδή η υπόσταση ταυτίζεται με το πρόσωπο, γι’ αυτό και ο όρος πρόσωπο αποδίδεται και στον άνθρωπο.

Μια τέτοια συσχέτιση μεταξύ του ανθρώπου και του προσώπου φαίνεται αμυδρά και σε ορισμένα χωρία της Αγίας Γραφής. Ο Παύλος, μιλώντας για την ένωση και κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό, χρησιμοποιεί την έκφραση «πρόσωπον προς πρόσωπον». Λέγει: «βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον» (Κορ. Α΄ 13. 12). Το χωρίο αυτό αναφέρεται στη νοερά προσευχή, δηλ. στο φωτισμό του νου («δι’ εσόπτρου εν αινίγματι») και τη θέωση, δηλ. τη θέα του Θεού («πρόσωπον προς πρόσωπον»), οπότε μπορεί να κατανοηθεί ότι ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως πρόσωπο, όταν ενωθεί με το Θεό με τη θέωση και στην κατάσταση της θέωσης. Αυτός άλλωστε είναι ο πραγματικός άνθρωπος. Επίσης ο Παύλος αναφερόμενος σε μια μεγάλη θλίψη στην Ασία και στην απαλλαγή του με τη βοήθεια του Θεού και τις προσευχές των Χριστιανών λέγει: «ος εκ του τηλικούτου θανάτου ερρύσατο ημάς και ρύεται, εις ον ηλπίκαμεν ότι και έτι ρύσεται, συνυπουργούντων και υμών υπέρ υμών τη δεήσει, ίνα εκ πολλών προσώπων εις το ημάς χάρισμα δια πολλών ευχαριστηθή υπέρ ημών» (Κορ. Β΄ 1. 10-11).

Σήμερα χρησιμοποιείται κατά κόρον ο όρος πρόσωπο και προσωπικότητα για τον άνθρωπο, στην Ορθόδοξη όμως διδασκαλία πιστεύουμε, ότι η οντολογία του ανθρώπου βρίσκεται στο Αρχέτυπό του στο Θεό που τον δημιούργησε, αφού ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Θεού πλασμένος. Έτσι η βιολογική ύπαρξη δεν εξαντλεί τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος κατανοείται οντολογικά από τους Πατέρες μόνον ως ον θεολογικό. Η οντολογία του είναι «εικονική».

Έτσι μπορούμε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να χρησιμοποιήσουμε τον όρο πρόσωπο και για τον άνθρωπο, αφού κάνουμε μερικές διευκρινίσεις και με μεγάλη προσοχή. Μια από αυτές είναι ότι, όπως τον όρο άνθρωπο, κατά τους Πατέρες, δεν μπορούμε να τον αποδώσουμε μόνο σε όλους όσους ζουν, αλλά κυρίως σε όσους μετέχουν της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, έτσι και τον όρο πρόσωπο, μπορούμε να χρησιμοποιούμε γι’ αυτούς, που πορεύονται προς την κατά χάριν θέωση και είναι θεούμενοι. Όπως το «κατ’ εικόνα» είναι δυνάμει ομοίωση και η ομοίωση ενεργεία «εικόνα», έτσι και ο άνθρωπος με τη βιολογική του ύπαρξη είναι δυνάμει άνθρωπος και πρόσωπο. Θα γίνει ενεργεία άνθρωπος, όταν μεθέξει της άκτιστης ενέργειας του Θεού. Εφ’ όσον ο Θεός είναι Πρόσωπο, σημαίνει πως ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο, όταν ενωθεί με το Θεό.

Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, ο Αδάμ δεν είναι ένας απλός συμβολισμός, όπως θέλουν πολλοί να τον θεωρούν, αλλά ένα πραγματικό πρόσωπο, το πρώτο ανθρώπινο πρόσωπο και ο πρώτος άνθρωπος με τη θεολογική έννοια των όρων αυτών. Είναι αυτός στον οποίον έδωσε ο Θεός για πρώτη φορά το Άγιο Πνεύμα και δημιούργησε μαζί του προσωπική σχέση. Έτσι, ο Αδάμ καθίσταται ο πρώτος που έγινε αληθινός άνθρωπος και πρόσωπο και όχι δυνάμει που είναι κάθε άλλος άνθρωπος που πλάστηκε «κατ’ εικόνα Θεού». Με την ιδιότητα αυτή, ο Αδάμ καθίσταται επίσης Πρωτόπλαστος και όχι με την βιολογική έννοια, όπως θεωρείται από πολλούς.

Όσον αφορά τα της προσβολής της προσωπικότητας, του προσώπου και γενικά του ανθρώπου, η Εκκλησία έχει σαν οδηγό της την περίφημη δήλωση του απ. Παύλου στους Κορίνθιους:

«λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν, ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Κορ. Α΄ 4. 12-13). Δηλ. «στους εμπαιγμούς απαντάμε με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή, στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου, ως αυτή την ώρα θεωρούμαστε τα αποβράσματα της κοινωνίας». Πίσω από όσα γράφει εδώ ο Παύλος περί των Αποστόλων υπάρχει το πρότυπο του προφήτη της Π.Δ. και του ίδιου του Χριστού. Όχι μόνο στο σύνολο, αλλά και στους συγκεκριμένους στίχους έχομε λόγια του ίδιου του Χριστού, αν και δεν γίνεται καθόλου λόγος περί της πηγής τους, αλλά τα βλέπουμε στα: (Ματθ. 5. 5-10 και 5. 44, Λουκ. 6. 21-35). Ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «….. ουκ εν γωνία μια ουδέ εν μικρώ της οικουμένης μέρει ταύτα πάσχομεν, φησιν, αλλά πανταχού και επί πάντων». Εξάλλου οι λέξεις περικαθάρματα και περίψημα είναι συνώνυμες. Τα «περικαθάρματα» είναι τα «κατακάθια» και το «περίψημα» είναι το σκουπίδι. Στο Παρ. 21. 18 μεταφράζεται ως περικάθαρμα η εβρ. λέξη, λύτρο. Στον Επίκτητο σημαίνει τον αρχόσχολο, τον «άχθος αρούρης». Στο Σουίδα και το Φώτιο η λέξη περικάθαρμα παίρνει εξιλαστήριο χαρακτήρα σε σχέση με καθαρτήριες θυσίες, για την αποτροπή ή την κατάπαυση λοιμού. Τα θύματα ήταν συνήθως απόκληροι ή κατάδικοι. Η όλη εικόνα του Αποστόλου κατανοείται μέσα από τη σταυρική θεολογία του Αποστόλου και τα αναφερόμενα ως χαρακτηριστικά της αποστολικής ζωής αναφέρονται, είτε σε ολόκληρη τη ζωή του Αποστόλου, είτε σε συνήθη συμβάντα μέσα στη ζωή του.

Μετά από όλα αυτά κατανοείται πλήρως το χάσμα μεταξύ ενός οιουδήποτε πολίτη και ενός χριστιανού πολίτη. Το περικάθαρμα και το σκουπίδι της κοινωνίας, όταν τον κοροϊδεύουν και τον φτύνουν ευλογεί τους υβριστές του. Όταν τον καταδιώκουν, δεν ανταποδίδει την καταδίωξη, αλλά υπομένει καρτερικά το διωγμό. Όταν τον βρίζουν και τον συκοφαντούν απαντά με καλά λόγια και δεν ανταποδίδει τις βρισιές. Ένα τέτοιο περικάθαρμα, ένα τέτοιο σκουπίδι, ένα απόβρασμα της κοινωνίας, ένας απόκληρος της κοινωνίας έχει κοσμικά ανθρώπινα δικαιώματα και διεκδικεί το δίκιο του στα κοσμικά δικαστήρια με κοσμικούς δικαστές; Ασφαλώς, όχι.

ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

«Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον, είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν, ως δι’ αυτού πεμπομένοις εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών, ότι ούτως εστιν το θέλημα του Θεού» (Πέτρ. Α΄ 2. 13-14).  Δηλ. «Υποταχθήτε λοιπόν, σε κάθε ανθρώπινη εξουσία χάριν του Κυρίου, είτε πρόκειται δια τον βασιλέα, ως τον ανώτατον άρχοντα, είτε στους διοικητές, ως απεσταλμένους απ’ αυτόν για την τιμωρία εκείνων που κάνουν το κακό και για τον έπαινο εκείνων που κάνουν το καλό». Αυτά προτρέπει ο Πέτρος, ο Απόστολος και μαθητής του Ιησού, να κάνουμε, την εποχή που οι βασιλείς και ηγεμόνες ήσαν εκείνοι που εδίωκαν, φακέλωναν, βασάνιζαν, σκότωναν δια μαρτυρίου τους Χριστιανούς. Οι δε φυλακισμένοι Χριστιανοί, όταν οι άγγελοι άνοιγαν τις πόρτες των φυλακών, δεν έφευγαν.

Από την άλλη, έχουμε τον απ. Παύλο, που είναι κατηγορηματικός και αναλυτικός: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ εστίν εξουσία ει μη υπό Θεού, αι δε εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν, οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται. οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής, Θεού γαρ διάκονός εστι εις το αγαθόν. εάν δε το κακόν ποιής, φοβού, ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί, Θεού γαρ διάκονός εστιν, έκδικος εις οργήν τω το κακόν πράσσοντι. διό ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε, λειτουργοί γαρ Θεού εισίν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν» (Ρωμ. 13. 1-7).

«Κάθε άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες (που είναι οι κυβερνήσεις), γιατί δεν υπάρχουν εξουσίες παρά από το Θεό, κι’ αυτές οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν τεθεί από το Θεό (κατά παραχώρηση λόγω της μεταπτωτικής κατάστασης).
Έτσι, λοιπόν, όποιος αντιτάσσεται στην εξουσία (με ανυπακοή και ξεσηκώματα) αντιστέκεται στη τάξη που έβαλε ο Θεός, κι’ όσοι αντιστέκονται (με συλλαλητήρια κ.λπ.) είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την τιμωρία τους. Οι άρχοντες (όλοι οι άρχοντες) δεν προκαλούν φόβο σ’ όποιον κάνει το καλό, αλλά σ’ όποιον κάνει το κακό. Θέλεις εσύ να μη φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και θα σε επαινέσει η εξουσία, γιατί είναι στην υπηρεσία του Θεού για το καλό σου (κάθε εξουσία είναι εκ Θεού). Αν όμως κάνεις το κακό (ξεσηκώνοντας τον κόσμο), να φοβάσαι, γιατί η εξουσία δεν έχει χωρίς λόγο το σπαθί, γιατί υπηρετεί το Θεό (κάθε εξουσία, ακόμη και η αντίχριστη) και γίνεται όργανο της οργής τιμωρώντας όποιον κάνει το κακό. Πρέπει λοιπόν, να υποτάσσεστε (σε κάθε εξουσία, ακόμη και του Νέρωνα), όχι μόνο για ν’ αποφύγετε την οργή της εξουσίας, αλλά και γιατί αυτό επιβάλλεται από τη συνείδησή σας. Γι’ αυτό να πληρώνετε τους φόρους, αφού οι άρχοντες, που φροντίζουν για την είσπραξή τους, είναι υπηρέτες του Θεού (ακόμη και ο Νέρωνας). Να αποδίδετε σ’ όλους ό,τι τους οφείλετε: φόρο και δασμό σ’ όποιον οφείλει φόρο και δασμό, σεβασμό και τιμή σ’ όποιον οφείλετε σεβασμό και τιμή».

Οι Χριστιανοί αδελφοί μας των 3 πρώτων αιώνων χρησιμοποιούσαν στις καθημερινές συναλλαγές τους, όπως ήταν φυσικό, τα νομίσματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (τις κάρτες της τότε εποχής). Αυτά όμως έφερναν επάνω την εικόνα του Καίσαρα. Οι Καίσαρες είχαν θεοποιηθεί από τους Ρωμαίους. Τον Νέρωνα («τύπον όντα του Αντιχρίστου», όπως λέγει ο Αγ. Οικουμένιος), τον Τραϊανό κ.ά. είχαν δημόσια ανακηρύξει θεούς, κλπ. κλπ. Δεν εμπόδισε τίποτα απ’ αυτά τους Χριστιανούς να χρησιμοποιούν νομίσματα με τις εικόνες των ρωμαϊκών θεοτήτων (τι τους εμποδίζει σήμερα;). Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη ότι η λέξη χάραγμα ήταν τεχνικός όρος για την αυτοκρατορική σφραγίδα, τότε δεν μένει παρά να προσθέσουμε: «επί της δεξιάς χειρός», για να διαγράψουμε συλλήβδην τον χριστιανισμό των πρώτων αιώνων, με την κατηγορία ότι έλαβε το χάραγμα που περιγράφει η Αποκάλυψη! Και δεν μένει βέβαια παρά ν’ αποδώσουμε την ίδια μομφή και στον Χριστό μας (!) -μη γένοιτο- αφού πήρε στα χέρια Του το νόμισμα με χαραγμένη επάνω του την εικόνα του Καίσαρα (Τιβέριου) και «ουχ ενύβρισεν αυτήν, αλλά και την οφειλήν απέδωκε τω Καίσαρι, και τον κήνσον ετέλεσεν» (Ιω. Δαμασκηνός).

Η προσκύνηση και λατρεία των Καισάρων ήταν -ας σημειωθεί-άρτια οργανωμένη τότε, με ιερατείο, θυσίες καισαρολατρικές κλπ. Κι όμως ο Χριστός μας τότε είπε: «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι» (Ματθ. 22, 21). Κι αν χρειάζεται, ας προστεθεί ακόμη η ερμηνεία του Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου στο παραπάνω γραφικό χωρίο με το ρωμαϊκό νόμισμα: «… και υπέρ της ιδίας εικόνος έκαστος των υποφόρων (των φόρου υποτελών) εικόνα βασιλικήν προσφέρει εις τιμήν τω Καίσαρι (!), τον δη λεγόμενον κεφαλητιώνα». Οι Χριστιανοί πάντοτε έκαναν διάκριση ανάμεσα σε μια πολιτειακή και σε μια θρησκευτική πράξη (την διάκριση αυτή δεν κάνουν σήμερα). Αυτή η εικόνα του Καίσαρα -η ίδια εικόνα που υπήρχε πάνω στα νομίσματα- όταν αργότερα τοποθετήθηκε μέσα στο ναό των Ιεροσολύμων, ήταν μια θρησκευτική και βέβηλη πράξη, γι’ αυτό ερμηνεύθηκε τότε, ως το βδέλυγμα της ερημώσεως. Χρησιμοποιούσαν οι πιστοί τα νομίσματα των ειδωλολατρών, γιατί ήταν μια διανθρώπινη ανάγκη. Όταν όμως ο πολιτειακός αυτός θεσμός μετατρεπόταν σε πρόκληση με θρησκευτικό περιεχόμενο, τα τέκνα της Εκκλησίας ανταποκρινόταν αναλόγως. Άραγε συμβαίνει αυτό και τώρα με την κάρτα του πολίτη; Και στην περίπτωση αυτή, ποιο δόγμα παραβιάζεται; Της Τριαδικότητας, της Υικότητας του Χριστού, της ομοουσιότητας, της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος; Άραγε ποιο;

«ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ» ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Παραθέτουμε επίσης απόσπασμα λόγων του Αρχιμ. Σωφρόνιου, πάνω στο ερώτημα, αν έχει το Ευαγγέλιο «πολιτική διάσταση»:

«Η αποφυγή μας υπαγορεύεται από τη συνείδηση ότι κάθε αλλαγή καταστάσεως στις κοινωνικές σχέσεις με επαναστατικό, δηλαδή εκβιαστικό τρόπο, θα αποδειχθεί τελικά αντικατάσταση της μιας βίας από την άλλη. Η ιστορική πείρα το απέδειξε αυτό σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Ήδη εμείς παρατηρήσαμε στη διάρκεια της ζωής μας πως η ιδέα της δικαιοσύνης ενέπνεε τους ανθρώπους στη μάχη με τον δεσποτισμό και την εκμετάλλευση, για την ελευθερία και τα πλήρη δικαιώματα για όλους. Ωστόσο, οι επαναστάσεις κατέληξαν ή μετατράπηκαν σε τρομοκρατικά καθεστώτα με την κατάπνιξη τεράστιων μαζών πληθυσμού, με τη στέρηση των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων και τα παρόμοια. Όσο βαθειά και αν είναι η ταραχή μας για τις αδικίες κάποιου συστήματος, η αλλαγή του πρέπει να συνδέεται με μακρά διαδικασία ανυψώσεως του ηθικού επιπέδου των ανθρώπων εν γένει.

Δεν έχουμε το δικαίωμα να πραγματοποιήσουμε εκβιαστικές πράξεις -ακόμη και επάνω στους εκβιαστές- στο όνομα του Χριστού. Να ελέγξουμε όμως την αδικία, ζώντας με ένταση, για να φυλάξουμε τη δικαιοσύνη προς όλους, μπορούμε και το κάνουμε, όταν βλέπουμε όφελος από τον λόγο μας. Η τέλεση της ίδιας της Λειτουργίας, η οποία είναι θυσία για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, είναι η υψηλότερη από όλες τις συμμετοχές στη δύσκολη διακονία προς την ανθρωπότητα. Δεν μας επιτρέπεται να παρεκκλίνουμε από τον σκοπό να παραμείνουμε στο φως των εντολών του Κυρίου. Αν γίνουμε μία από τις σκοτεινές δυνάμεις που πολεμούν για την επικράτηση επάνω στους αδελφούς, θα επισκιάσουμε το φως που έφερε στη γη ο Θεός. Αυτό ασφαλώς το έγκλημα είναι πιο επιζήμιο για μας από κάθε άλλο. Ο κόσμος δεν χρειάζεται «πολιτική Εκκλησία». Ο υποβαθμισμένος χαρακτήρας της Εκκλησίας του Χριστού κατά τους τελευταίους αιώνες οδήγησε στην απομάκρυνση από αυτήν μεγάλου πλήθους πιστών. Μπορούμε να αποκαταστήσουμε τη μεγάλη λάμψη της Εκκλησίας μόνο με την ακραία προσπάθεια να ζήσουμε χριστιανικά, ευαγγελικά, χωρίς να στρέφουμε την προσοχή μας στο πώς θα μας συμπεριφερθούν οι σύγχρονοί μας. Αν δεν αποκτήσουν οι χριστιανοί τα γνήσια πνευματικά χαρίσματα, και πρωτίστως την αγιότητα, το κήρυγμα με τα λόγια θα παραμένει ως «κύμβαλον αλαλάζον».

Η ολοκληρωτική στροφή προς τη γη δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να δουν την Εκκλησία στην αυθεντική της ουσία· ως Βασιλεία της Πατρικής Αγάπης, ως χώρο επιλάμψεως του Αγίου Πνεύματος, ως οδό προς εξομοίωση με τον Παντέλειο Θεάνθρωπο Χριστό-Ιησού.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε την πρόσκαιρη απομάκρυνση των ανθρώπων από την Εκκλησία. Το παράδειγμα του Χριστού, που εγκαταλείφθηκε εντελώς μόνος κατά την ήμερα του Γολγοθά του, ας μας ενισχύει να βαδίσουμε στα ίχνη του. Αυτός μόνος στάθηκε καταδικασμένος από το Ρωμαϊκό Κράτος του δικαίου, από το Νομικό Συνέδριο, και ακόμη από τον όχλο του λαού. Συνεπώς, αν θα μας εγκατέλειπαν οι πάντες, και τότε δεν θα άξιζε να υποβιβάσουμε τις αληθινές διαστάσεις της Καινοδιαθηκικής Αποκαλύψεως, που μας δόθηκε με τα παθήματα του Χριστού στο επίπεδο της «ηθικής», στο επίπεδο του «άθεου ουμανισμού», στο επίπεδο «κάθε τόπου και είδους διασκεδάσεως». Ενδέχεται η αποστασία να λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Δεν αποκλείεται ο καθένας από μας, για να σταθεί στην πίστη, να πρέπει να είναι έτοιμος να αντισταθεί σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Ας είναι αυτοί δισεκατομμύρια· ας μας θεωρούν μωρούς όλοι οι διανοούμενοι και οι αμαθείς. Η απάντηση μας θα είναι μία: «Όσο μικρός και ασήμαντος και αν είμαι, ωστόσο, εν Χριστώ, εγώ είμαι σωστός και όχι εσείς που είστε μακριά από τον Χριστό». (Αρχιμ. Σωφρόνιου. «Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής»).

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

Σχολιάστε