Ο Θεός μόνο την Εκκλησία εμπιστεύθηκε όχι τα κράτη και τους πολιτισμούς (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς).

Από τους ιερείς ξεκίνησε ο πειρασμός στη Δύση, από τους ιερείς ξεκίνησε η καταστροφή της Δύσης. Από εκείνους τους ιερείς που χαλάνε κάθε τι ιερό και αναποδογυρίζουνε το νόμο.

Ο αρχιερέας Ααρών δεν σφυρηλάτησε το χρυσό μόσχο στην έρημο και άφησε το λαό να τον προσκυνά αντί τον αληθινό Θεό;

Για χίλια χρόνια περίπου η Εκκλησία του Χριστού στην Ανατολή και στη Δύση ήταν μία Εκκλησία, με τον ίδιο νου, με την ίδια καρδιά και με την ίδια αίσθηση καθήκοντος. Αλλά, στο τέλος της χιλιετίας από τη γέννηση του Σωτήρα του κόσμου, ο αλυσοδεμένος σατανάς ελευθερώθηκε από την κόλαση, για να εξαπατήσει αυτό τον κόσμο. Και ο τρόπος του σατανά δεν είναι όπως ο τρόπος του Χριστού. Ο Χριστός, όταν άρχισε να χτίζει την αυτοκρατορία του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, επέλεξε τους πιο απλούς και πιο ασήμαντους ανθρώπους. Ο σατανάς όμως πάντα περιφρονούσε τους μικρούς και ασήμαντους και ενεργούσε διά μέσου των αρχηγών, των αρχιερέων, των φιλοσόφων, των βασιλιάδων, των κυβερνητών, των επιστημόνων, των καλλιτεχνών.

Στο τέλος της πρώτης χιλιετίας ο σατανάς χτύπησε διά μέσου του αρχιερέα της Δυτικής Εκκλησίας, του έβαλε την ιδέα να χωρίσει από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, εμφυσώντας μέσα του το πνεύμα της υπερηφάνειας. Ο σατανάς τον έβαλε να συγκρουστεί με τους βασιλιάδες και τους ηγεμόνες όλων των χριστιανικών λαών χωρίς ιδιαίτερο λόγο: λόγω αξιωμάτων, λόγω εξουσίας. Δηλαδή για όλα εκείνα, τα οποία ο Σωτήρας δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία, αντίθετα τα έβαζε στην τελευταία θέση, στη χαμηλότερη βαθμίδα της αξιολόγησής Του.

Ο αρχιερέας της Δυτικής Εκκλησίας, επειδή αποσχίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ξεκίνησε να καταστρέφει κάθε τι ιερό και να ανατρέπει το νόμο. Κατέστρεψε κάθε τι ιερό, επειδή αρνήθηκε τη νηστεία, τη θεώρησε ανώφελη και ξεκίνησε μία καθαρά αυλική ζωή στο σπίτι του. Ανέτρεψε το νόμο του Θεού και το νόμο της πίστης, το νόμο της καλής συμπεριφοράς. Άλλαξε το Σύμβολο της Πίστεως και έκανε πιο εύκολο τον αγώνα του ανθρώπου για τη σωτηρία με τον εξής τρόπο: Με δωρεές, με λίγες και σύντομες προσευχές. Σαν να έλεγε, όσο περνούσαν τα χρόνια, στο Χριστό:

– «Πρέπει να ξέρουμε ποιος είναι πρώτος στην αυτοκρατορία Σου.

»Δεν απάντησες σωστά στην ερώτηση που σου έκαναν οι υιοί του Ζεβεδαίου, όταν είπες πως, όποιος θέλει να γίνει πρώτος, πρέπει να γίνει δούλος σ’ όλους. Δεν απάντησες σωστά, όταν είπες πως ο Υιός του ανθρώπου ήρθε όχι για να Τον υπηρετούνε, αλλά Αυτός να υπηρετεί. Και στο τέλος για να γίνει ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση, έπλυνες τα βρώμικα πόδια των ψαράδων.

»Η ιστορία απέδειξε πως έκανες λάθος, και πως οι λαοί είναι σαν πρόβατα. Πριν από όλα ζητούν αρχηγό και κυρίως ζητούν ένα αρχηγό αλάνθαστο. Αυτό είναι βασικό και κύριο σε κάθε κοινωνία και σε κάθε λαό. Εσύ δεν μπορούσες να το ξέρεις αυτό, επειδή λίγα χρόνια έζησες σ’ αυτό τον κόσμο.

»Πέθανες νέος και δεν μελέτησες τη ψυχολογία της μάζας. Αλλά, εμείς οι αρχιερείς τελειώσαμε μεγάλες σχολές, ταξιδέψαμε πολύ στον κόσμο και ζήσαμε δύο φορές περισσότερο από εσένα. Γι’ αυτό το λόγο είναι σωστό να αφήσεις εμάς που έχουμε μεγαλύτερη εμπειρία να λύσουμε αυτό το ζήτημα. Εσύ, ας είσαι στον ουρανό ό,τι επιθυμείς, άσε σε μας τη γη. Γίνε ο Θεός στον ουρανό και εμείς Θεός στη γη. Ας είσαι εσύ αλάνθαστος στον ουρανό και εμείς αλάνθαστοι στη γη. Θα δεις πως αυτό το πρακτικό πρόγραμμα είναι πολύ καλύτερο από το δικό Σου, το οποίο είναι ιδεαλιστικό, νεανικό πρόγραμμα. Άκουσε εμάς, τους γέρους, οι οποίοι εδώ και χίλια χρόνια παλεύουμε με το όνομά Σου και μ’ αυτόν τον ανήθικο κόσμο. Αν άκουγες εμάς, τους ηλικιωμένους, ούτε που θα σταυρωνόσουν».

Αυτά τα λόγια μάλλον ψιθύρισε ο σατανάς στον αρχιερέα της Δύσης και αυτά τα λόγια ο αρχιερέας αρχικά έπρεπε να ψιθυρίζει στο Χριστό. Στη συνέχεια ο αρχιερέας ανακοίνωσε τους ψίθυρους αυτούς στον κόσμο με τη μορφή νέου δόγματος, του δόγματος του Αλάθητου. Δηλαδή παρουσίασε τον εαυτό του σαν θριαμβευτή Χριστό στη γη, σαν αντιπρόσωπο του Θεού, Παντοκράτορα. Παρουσίασε τον εαυτό του σαν αυτόν, στον οποίο ο Θεός έδωσε δύο σπαθιά, ένα σπαθί για να αναγορεύει τους βασιλιάδες των λαών της γης και δεύτερο σπαθί για να τους ρίχνει από το θρόνο τους.

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ήταν εκείνο που ο προφήτης Ιεζεκιήλ φώναζε στο όνομα του Θεού: «Αλίμονο στους βοσκούς, οι οποίοι βόσκουν τον εαυτό τους…» (Ιεζ. 34:2-5). Οι λαοί της Δύσης, έχοντας τέτοιους ποιμένες, δεν ήξεραν τι να κάνουν και πού να πάνε.

Οι λαοί αυτοί είδαν πως εκείνοι που μιλούν για τη Βασιλεία του Ουρανού, λεηλατούν προς το συμφέρον τους την αυτοκρατορία της γης. Πλουτίζουν εκείνοι, οι οποίοι συμβουλεύουν το λαό να μην πλουτίζει, και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο. Λεηλατούν και εξαγοράζουν εξουσία εκείνοι, οι οποίοι συμβουλεύουν το λαό να μην αγαπά την εξουσία.

Οι λαοί της χριστιανικής Δύσης δίσταζαν, αμφιταλαντεύονταν μπροστά σ’ αυτό τον πειρασμό όπως σείεται το καλάμι όταν φυσάει ο δυνατός αέρας. Τελικά οι λαοί της Δύσης αρνήθηκαν τον ποιμένα τους. Όσοι ήταν μορφωμένοι και πλούσιοι αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού, λόγω της ακατανόητης αντιχριστιανικής συμπεριφοράς των αρχιερέων τους.

Μέχρι τότε ο αρχηγός της Eκκλησίας ήταν και αρχηγός της κουλτούρας του λαού. Αλλά, όταν ξεκίνησε ο καυγάς ανάμεσά τους, στην κουλτούρα της Δύσης άρχισαν να πρωτοστατούν κοσμικοί. Ο σατανάς έπαιζε διπλό παιχνίδι: ο αρχιερέας στράφηκε εναντίον των βασιλιάδων, των επιστημόνων, οι βασιλιάδες στράφηκαν εναντίον των αρχιερέων και οι άνθρωποι του πολιτισμού και της κουλτούρας, της επιστήμης, της τέχνης, στράφηκαν εναντίον των κληρικών αλλά και εναντίον της ίδιας της πίστης.

Η μια αδιαντροπιά προκάλεσε την άλλη. Η μοχθηρία γέννησε τη μοχθηρία. Η μια ακρότητα προκάλεσε την άλλη ακρότητα και όπως λέει ο ποιητής μας: «Όλα πήγαν κατά διαβόλου». Το πείσμα κυβέρνησε και από τις δύο πλευρές: το πείσμα της Εκκλησίας εναντίον του κράτους, το πείσμα της πίστης εναντίον της επιστήμης, το πείσμα των κληρικών εναντίον των πολιτικών και αντίθετα.

Αυτή η επιμονή όλων έδωσε τότε πικρούς καρπούς, και σήμερα ακόμη δίνει ακόμη πιο πικρούς.

Γι’ αυτό το λόγο, να θυμάσαι όλα αυτά και να πορεύεσαι, έχοντας στο νου τη σοφία των πατέρων σου. Μην επιτρέπεις στον καθένα να είναι ποιμένας σου, και να ξέρεις ότι το να έχεις καλούς ποιμένες είναι ουράνιο δώρο, μεγαλύτερο από πολλά δώρα στον κόσμο.

Να σέβεσαι τους καλούς ιερείς σου, όπως το παιδί σέβεται τους γονείς του, για να είσαι και εσύ καλός και να ζήσεις πολλά χρόνια. Να τους σέβεσαι και να μην ασχημονείς. Να μαθαίνεις από το παράδειγμα των Δυτικών.

Διόρθωνε τον ιερέα, αλλά μην απομακρύνεσαι από αυτόν, επειδή η Εκκλησία είναι πιο σημαντική από όλα τα υπόλοιπα, επειδή ο Θεός μόνο την Εκκλησία εμπιστεύθηκε, όχι τα κράτη και τους πολιτισμούς.

(Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Επισκόπου Αχρίδος, “Μέσα από το παράθυρο της φυλακής. Μηνύματα προς τον λαό.”, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2012, σ. 271)

ΠΗΓΗ alopsis

Τι σημαίνει η φράση «αιωνία η μνήμη» (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

 
Τι σημαίνει η φράση, Αιωνία η μνήμη – Ιερός Ναός Αγίου Αχιλλίου
Στον μανάβη Μελέτιο Τζ. που ρωτά.

 

Σε ταλαιπωρεί το ότι δεν ξέρεις τη σημασία αυτών των λέξεων, που άκουγες πολλές φορές και ο ίδιος έλεγες επάνω από τους νεκρούς. Και καλά κάνεις που ρωτάς. Όσο καλύτερα γνωρίζει ο άνθρωπος την αρχαία και καλή ορθόδοξη πίστη μας, τόσο και περισσότερο την αγαπά.
«Αιωνία η μνήμη» σημαίνει: αιώνια να υπάρχει η μνήμη για σένα. Άκουσα μία φορά πως κάποιος στον επικήδειο λόγο επάνω από τον νεκρό φώναξε: «αιωνία σου η μνήμη στη γη!» Παραξενεύθηκα σε μια τόσο λανθασμένη ερμηνεία της πίστης μας. Μα μπορεί κάτι να είναι αιώνιο στη γη, όπου όλα περνούν βιαστικά σαν προσκεκλημένοι σε γάμο; Όντως, δεν ευχόμαστε στον νεκρό εντελώς μηδαμινό πλούτο, όταν του ευχόμαστε να τον μνημονεύουν σ’ αυτόν τον κόσμο, ο οποίος και ο ίδιος πλησιάζει στο τέλος του; Αλλά ας πούμε πως το όνομα κάποιου μνημονεύεται στη γη έως το τέλος του χρόνου – τί κερδίζει αυτός απ’ αυτό, εάν η μνήμη του στα ουράνια έχει ξεχαστεί;

 

Το σωστό είναι να επιθυμούμε το όνομα του νεκρού να μνημονεύεται αιώνια στην αιωνιότητα, στην αιώνια ζωή και στο Βασίλειο του Θεού. Τούτο και είναι το νόημα των λέξεων «αιωνία σου η μνήμη».

 

Μια φορά καυχήθηκαν οι μαθητές του Χριστού στον Δάσκαλό τους λέγοντας: «Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου» (Λουκ. 10,17). Και ο Κύριος τους απάντησε να μην χαίρονται γι’ αυτό αλλά: «Χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. 10,20), δηλαδή να χαίρονται επειδή τα ονόματά τους είναι γνωστά και τα θυμούνται και τα μνημονεύουν στο Ουράνιο Βασίλειο του φωτός και της ζωής.

 

Στην Αγία Γραφή συχνά λέγεται πως τα ονόματα των δικαίων θα είναι γραμμένα στο βιβλίο των ζωντανών, ενώ τα ονόματα των αμαρτωλών θα σβηστούν και θα ξεχαστούν. Από την ιστορία περί του πλουσίου και του Λαζάρου βλέπουμε ότι ο Κύριος λέει το όνομα του Λαζάρου με το ολοκάθαρό Του στόμα, αλλά αποσιωπά το όνομα του άδικου πλουσίου. Ο Λάζαρος, σημαίνει, ότι μπήκε στο Βασίλειο των Ουρανών, και έλαβε την αιώνια ζωή και την αιώνια μνήμη, ενώ ο αμαρτωλός πλούσιος έχασε και το βασίλειο και τη ζωή και το όνομα.

 

Στη θεϊκή επιστήμη καμιά φορά το όνομα ταυτίζεται με τον άνθρωπο. Στην Αποκάλυψη γράφεται: «Και εν εκείνη τη ημέρα εγένετο σεισμός μέγας,… και απεκτάνθησαν εν τω σεισμώ ονόματα ανθρώπων χιλιάδες επτά» (Απ. 11, 13). Υπό τον σεισμό της γης πρέπει να καταλάβουμε μεγάλους πειρασμούς, στους οποίους οι επτά χιλιάδες ανθρώπων υπέκυψαν, αποστάτησαν από τον Χριστό και έχασαν τις ψυχές τους. Τούτο σημαίνει ότι δεν καταστράφηκαν μόνο τα σώματά τους – αυτό είναι ελάχιστης σημασίας- αλλά οι ψυχές και τα ονόματα. Τα ονόματά τους στην αιωνιότητα εκμηδενίστηκαν και σβήστηκαν από το βιβλίο των ζωντανών.

 

Όποιος επιθυμεί αθάνατη μνήμη στην αιωνιότητα, επιθυμεί ευαγγελικό πράγμα. Εάν κάποιος επιθυμεί αθάνατο όνομα στη γη, θέλει ματαιόδοξο πράγμα. Να ξέρεις ότι πολλοί οι οποίοι αθόρυβα και χωρίς να τους προσέξουν πέρασαν αυτή τη ζωή, απέκτησαν αθάνατο όνομα σ’ εκείνο τον κόσμο. Να σκέπτεσαι περί αυτού, αδελφέ Μελέτιε, και ο Θεός θα σου αποκαλύψει ακόμα πολλά. Και όταν ακούσεις για το δικό μου θάνατο, πες στην προσευχή σου: «Αιωνία του η μνήμη»!

 

Ειρήνη και υγεία από τον Κύριο
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται» – 130 Επιστολές, Εκδ. «Εν πλω», σ. 149-151)
 

Η οπτική της αιωνιότητος.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

Οι άνθρωποι δεν μπορούν με τίποτε να συνηθίσουν να παρατηρούν τα πάντα από την οπτική της αιωνιότητος. Όλα όσα παράγει αυτός ο κόσμος, τα παράγει για την αιωνιότητα. Η αγάπη μας και η φιλία μας είναι αξεπέραστες στον χρόνο, όπως και ο κόσμος. Τα μάτια μας κάνουν λάθος όταν μας λένε πως όλα περνάνε, όπως μας εξαπατούν για την κίνηση του ηλίου. Υπάρχει ένα περιβάλλον πνευματικό όπου όλα ζουν και κινούνται. Αυτό το περιβάλλον είναι σταθερό και ακίνητο. Όλα όσα έζησαν στη γη, ζουν και σήμερα σ’ αυτό το πνευματικό περιβάλλον. Όλα όσα ζουν σήμερα, θα ζουν αιώνια σ’ αυτόν τον πνευματικό τόπο. Η αγάπη και η φιλία δεν χάνονται με τον θάνατο, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν σε μια πολύ πιο καθαρή και έξοχη μορφή στον άλλο κόσμο.

Άγιος Νικόλαος Αχρίδος

 
~

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

 

Ποδοπατήσαμε κάθε τι, που ἦταν ἱερό για τους πατέρες μας, και γι’ αὐτό στη συνέχεια ποδοπατηθήκαμε ἐμεῖς οι ἴδιοι. Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)

 

Αποτέλεσμα εικόνας για βελιμιροβιτς

Μηνύματα πρὸς τὸν λαὸ

ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης στὸ Νταχάου.

 

Ἀδελφοί μου, ἁμαρτήσαμε καὶ στὴ συνέχεια ἐξαγνιστήκαμε. Προσβάλαμε τὸν Παντοδύναμο Θεό μας, καὶ γι’ αὐτὸ τιμωρηθήκαμε. Σπιλώσαμε τὶς ψυχές μας καὶ ξεπλύναμε τὴν κάθε ἁμαρτία μας, μὲ τὸ αἷμα καὶ μὲ τὰ δάκρυά μας.

Ποδοπατήσαμε κάθε τι, ποὺ ἦταν ἱερὸ γιὰ τοὺς πατέρες μας, καὶ γι’ αὐτὸ στὴ συνέχεια ποδοπατηθήκαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.

 

Ἡ καταστροφὴ μας ἦταν ἀναμενόμενη ἀφοῦ τὰ σχολεῖα μας ἦταν χωρὶς πίστη στὸ Θεό, οἱ πολιτικοί μας δὲν ἦταν ἔντιμοι, ὁ στρατός μας δὲν εἶχε πατριωτισμὸ καὶ οἱ κυβερνῆτες μας δὲν εἶχαν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καταστράφηκαν τὰ σχολεῖα, ὁ στρατὸς καὶ ὅλο τὸ κράτος μας.

Εἴκοσι χρόνια δὲν σεβόμασταν τὶς παραδόσεις μας, καὶ τώρα οἱ ἀλλοεθνεῖς μᾶς στέρησαν τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι τους.

Εἴκοσι χρόνια χλευάζαμε τοὺς προγόνους μας, ποὺ μὲ τὴν εὐσέβειά τους κατέκτησαν τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μὲ τὸ μέτρο ὅμως ποὺ κρίναμε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς προγόνους μας, μὲ τὸ ἴδιο μέτρο καὶ ἐμεῖς κριθήκαμε.

Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ Θεὸς μᾶς συγχώρεσε.

Οἱ ὑβριστικὲς σκέψεις μας, τὰ ὑβριστικὰ λόγια καὶ οἱ πράξεις μας, οἱ ἀτελείωτες προσβολὲς στὸν Μεγαλοδύναμο Θεό, κατὰ τὴν περίοδο τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων, καταδίκασαν τὸ λαό μας ἀρχικὰ σὲ θάνατο. Ἡ ποινὴ ἐπιβλήθηκε καὶ ἕνας στοὺς ὀκτὼ Σέρβους ἐκτελοῦνταν στὰ πρῶτα δύο χρόνια της κατοχῆς τῆς χώρας μας ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.

Στὴ συνέχεια οἱ ἐκτελέσεις σταμάτησαν καὶ ἡ ποινὴ μειώθηκε, σὲ ἰσόβια σκλαβιά. Καταδικαστήκαμε νὰ εἴμαστε αἰώνια ὑπόδουλοι τῶν Γερμανῶν.

Μόνον ὅταν ὁ φτωχὸς λαός μας, μὲ τὰ ἐξασθενημένα χέρια του, ἄρχισε νὰ ἀνάβει κεριά, νὰ προσεύχεται, τότε οἱ προσευχές του συγκίνησαν τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους ὥστε νὰ μεσιτεύσουν γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Παντελεήμων Θεὸς πάλι μείωσε τὴν ποινὴ τῆς ἰσόβιας σκλαβιᾶς σὲ δύο χρόνια. Ὁ σέρβικος λαὸς καταδικάστηκε σὲ δύο χρόνια φυλάκισης ἐνῶ εἴκοσι χρόνια ζοῦσε ἁμαρτωλὴ ζωή. Δὲν εἶναι ἄραγε αὐτὸ ἐλεημοσύνη; Ὑπάρχει ἄραγε κανεὶς ἐπίγειος βασιλιὰς ὁ ὁποῖος θὰ ἀνεχόταν εἴκοσι χρόνια νὰ τὸν βρίζουν, νὰ τὸν χλευάζουν καὶ νὰ συγχωρεῖ τὸ λαό του; Ποτὲ καὶ πουθενά. Τέτοια ἐλεημοσύνη ἔχει μόνο ὁ Θεός μας.

 

Ἀδελφοί μου, τί λοιπὸν νὰ πράξουμε τώρα; Ἂς πράξουμε ὁτιδήποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πράτταμε στὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν εἴκοσι χρόνων.

Ἂς μὴν ἁμαρτάνουμε, γιὰ νὰ μὴν ὑποφέρουμε πάλι.

Ἂς μὴν προσβάλουμε πάλι τὸν Παντοκράτορα Θεό, καὶ ὑποστοῦμε μεγαλύτερη τιμωρία.

Ἂς μὴ σπιλώνουμε τὶς ψυχές μας μὲ ἁμαρτίες, γιὰ νὰ μὴ χρειασθεῖ πάλι νὰ τὶς ἐξαγνίζουμε μὲ τὸ αἷμα καὶ τὰ δάκρυά μας.

Ἂς μὴν ποδοπατᾶμε τὰ ὅσια τῶν προγόνων μας, γιὰ νὰ μὴν ποδοπατηθοῦμε οἱ ἴδιοι.

Ἂς χτίσουμε σχολεῖα μὲ πίστη, ἂς ἀποκτήσουμε κυβερνῆτες τίμιους, ἂς ἀποκτήσουμε στρατὸ μὲ πατριωτισμό, καὶ κράτος ποὺ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

 

Ἂς ἐπιστρέψουμε ὁ καθένας μας στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἑαυτό του. Ἂς μὴ μείνει κανένας μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸ φῶς του ἀπὸ τὴν ἐπέλαση τοῦ τρομακτικοῦ σκοταδιοῦ τῶν ἀλλοεθνῶν μὲ τὰ «ὡραῖα» ὀνόματα καὶ τὰ «φανταχτερὰ» ροῦχα.

Ἂς προσπαθήσει ὁ καθένας μας νὰ κατακτήσει τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἔτσι μόνο θὰ ἐπιβιώσει τὸ κράτος μας πάνω στὴ γῆ γιὰ μεγαλύτερο χρονικὸ διάστημα. Ἂν εἴμαστε δίκαιοι, ὁ οὐρανὸς θὰ προσέχει τὸ κράτος μας. Στὴν οὐράνια Βασιλεία βασιλεύουν ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη, ἡ ἀλήθεια, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ σοφία, ἡ καθαρότητα….

Ἂς σκεφτεῖτε ἂν ἔχετε αὐτὲς τὶς ἀρετές, καὶ ἂν ὄχι καλύτερα νὰ ἀγωνιστεῖτε νὰ τὶς ἀποκτήσετε ὅλες. Ἔτσι θὰ γίνετε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι καὶ ὁ μεγάλος Πατέρας σας, ὁ οὐράνιος.

 

Ἔτσι θὰ ἀντέξετε τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις τοῦ Ἅδη, ποὺ κτύπησαν τὸ κράτος μας καὶ σὰν ἐφιάλτης μᾶς ταλάνισαν καὶ θὰ μᾶς ταλανίζουν γιὰ πολλὰ χρόνια.

 

Ὁπλισμένοι μὲ τὶς ἀρετὲς θὰ δικαιώσετε τὴν ἀγάπη σας γιὰ τὴν πατρίδα σας, καὶ θὰ δικαιώσετε τὸ ὄνομα τοῦ Ὀρθόδοξου χριστιανοῦ. Ἂς σᾶς βοηθάει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

πηγή

 

https://proskynitis.blogspot.com/2019/03/blog-post_82.html?m=1

Εθνικότητα, εθνικισμός και έθνος (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

 

 

00251

Για εθνικότητα και εθνικισμό

Κάποιοι ταυτίζουν εθνικότητα και πίστη και από την ταύτιση αυτή υποφέρει τόσο η εθνικότητα όσο και η πίστη. Κάποιοι ταυτίζουν την επαναστατικότητα με τα βάναυσα μέσα του ταξικού αγώνα, πράγμα που συσκοτίζει το εθνικό ιδεώδες και παρασύρει τους ανθρώπους σε υποκατάστατα. Έτσι, κάποιος μπορεί να είναι εθνικιστής, μολονότι ολόψυχα περιφρονεί το έθνος του και φοβάται την επαφή με την λαϊκή ψυχή σαν άλλη επιδημία. Τέλος, κάποιοι ζουν με την ψευδαίσθηση πως μπορεί να υπάρξει αγαθός και προοδευτικός εθνικισμός, δίχως την ηθική και την ωραιότητα. Τίποτα στον κόσμο, το οποίο δεν δύναται να χαρακτηριστεί από την ηθική και την ωραιότητα δεν θα μπορέσει να περάσει την πύλη της αιωνιότητας και της αθανασίας.

Ο εθνικισμός οφείλει να έχει και ηθική και ωραιότητα: βαθιά και ιερή ηθική καθώς και υψηλή, κοσμική ωραιότητα.

 

Για το έθνος

Όπως ακριβώς το υνί που οργώνει τη γη λάμπει περισσότερο από εκείνο που κείται συνεχώς στον ήλιο και τον άνεμο, έτσι περισσότερο λάμπει και το έθνος που μέσα στην ιστορία του δεν προχωρά μονάχα σε ηλιόλουστες και ανθισμένες πεδιάδες αλλά και μέσα από σκοτεινές και στενόχωρες κλεισούρες.

 

Η σοφία του κόσμου δεν βρίσκεται συγκεντρωμένη στο κεφάλι κανενός μεμονωμένου λαού. Κάθε λαός έχει τις δικές του ιδιαίτερες εμπειρίες από την δική του πορεία.

Για τα μικρά έθνη είναι πολύ καλό και χρήσιμο, αρκετά χρήσιμο, να παρακολουθούν την ζωή των μεγάλων εθνών, να γνωρίζουν όλα τους τα χαρακτηριστικά, να παρακολουθούν την κάθε εναλλαγή στην ζωή τους. Όχι όμως και να τα λαμβάνουν όλα άκριτα, δίχως να εκτιμήσουν τις συνθήκες σχετικά με το τι θα υιοθετηθεί και θα προληφθεί.

Όπως ο άνθρωπος στην νεότητά του δεν αφήνεται να παρασυρθεί από καμιά αφηρημένη σκέψη αλλά είναι σφιχτοδεμένος με τη γη, παρόμοια και ένα έθνος στην νεότητά του ζει μέσα στον νεανικό θόρυβο, στην πραγματικότητα, στις αισθήσεις, στο χειροπιαστό, δίχως να αφήνεται στον σαρωτικό διαλογισμό του μηδενισμού, του φαινομενικού, του κακού ή της αμαρτωλότητας όλων των υπαρκτών, όλης της ύλης. Στον κάθε άνθρωπο έχουν δοθεί από τον Θεό δύο πεδία δράσης: ένα για τον οίκο του και ένα άλλο για τον πλησίον. Το ίδιο και σε κάθε έθνος, έχουν δοθεί δύο κύκλοι εργασιών και μέριμνας: για το ίδιο και για τα άλλα έθνη. Σε όποιον δόθηκαν τα περισσότερα, θα του ζητηθούν και περισσότερα, περισσότερη φροντίδα για τον ίδιο και τους άλλους.

 

(“ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ 282 ΣΟΦΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ”. ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”)

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: apantaortodoxias.blogspot.gr)

http://alopsis.gr

 

Πατέρα μας!

19959063_1832845533696429_9023487379877723809_n

Ὅταν τὰ σύννεφα βροντοῦν καὶ οἱ ὠκεανοὶ μουγγρίζουν, εἶναι σὰ νὰ σοῦ φωνάζουν: «Κύριέ μας!»
Ὅταν οἱ μετεωρίτες πέφτουν καὶ φωτιὲς ξεπηδοῦν ἀπὸ τὴ γῆ, εἶναι σὰ νὰ κραυγάζουν: «Δημιουργέ μας!»
Ὅταν τὰ ἄνθη μπουμπουκιάζουν τὴν ἄνοιξη καὶ τὰ χελιδόνια κουβαλοῦν μὲ τὸ στόμα τους ξερὰ χόρτα γιὰ νὰ φτιάξουν φωλιὲς γιὰ τὰ μικρά τους, εἶναι σὰ νὰ σοῦ τραγουδοῦν: «Δέσποτά μας!»
Κι ὅταν ἐγὼ σηκώνω τὰ μάτια μου πρὸς τὸ θρόνο Σου, σοῦ ψιθυρίζω: «Πάτερ ἡμῶν!»
Ὑπῆρχε κάποια ἐποχή, μία μακρὰ καὶ φοβερὴ ἐποχή, πού κι ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀπευθυνόταν σὲ Σένα, σὲ φώναζε Κύριο, Δημιουργό, Δεσπότη! Μάλιστα! Τότε πού ὁ ἄνθρωπος ἔνιωθε πώς εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἀντικείμενο ἀνάμεσα στὰ ἄλλα. Τώρα ὅμως, μὲ τὴ χάρη τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ μάθαμε τὸ πραγματικό Σου ὄνομα. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ τολμῶ, μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, νὰ Σὲ ὀνομάσω «Πατέρα».
Ἂν Σὲ ὁμολογήσω «Κύριο», ὑποκλίνομαι μπροστά Σου ἔντρομος, σὰν ἕνας ἀπὸ μία ἀμέτρητη στρατιὰ σκλάβων.
Ἂν Σὲ καλέσω «Δημιουργό», χωρίζομαι ἀπὸ Σένα, ὅπως ἡ νύχτα χωρίζεται ἀπὸ τὴ μέρα καὶ τὸ φύλλο ἀπὸ τὸ δέντρο.
Ἂν Σὲ κοιτάξω καὶ Σὲ ὀνομάσω «Δέσποτα», θὰ εἶμαι σὰν μία πέτρα ἀνάμεσα σὲ πέτρες, σὰν μία καμήλα ἀνάμεσα σὲ καμῆλες.
Ἂν ὅμως ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ ψιθυρίσω «Πατέρα», ἡ ἀγάπη παίρνει τὸ μέρος τοῦ φόβου, ἡ γῆ μοιάζει ν’ ἀνεβαίνει καὶ νὰ ἐγγίζει τὸν οὐρανό. Κι ἐγὼ περπατῶ μαζί Σου.
Σὲ νιώθω σὰν σύντροφο στὶς ὀμορφιὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ μοιράζομαι τὴ δόξα Σου, τὴ δύναμή Σου.
Πάτερ ἡμῶν! Εἶσαι ὁ Πατέρας ὅλων μας. Ἂν σὲ καλοῦσα Πατέρα μου, θὰ μείωνα καὶ Σένα καὶ μένα.
Πάτερ ἡμῶν! Δὲ νοιάζεσαι μόνο γιὰ μένα, ἕνα ἄτομο, μὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Σκοπός Σου εἶναι ἡ βασιλεία Σου, ὄχι ἕνας μεμονωμένος ἄνθρωπος.
Ὁ ἐγωισμός μου σὲ καλεῖ, Πατέρα μου. Ἡ ἀγάπη μου Σοῦ φωνάζει: Πατέρα μας!
Στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀδελφῶν μου, προσεύχομαι καὶ λέω: «Πάτερ ἡμῶν»!
Στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ὄντων πού μὲ περιβάλλουν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα μὲ ἔχεις πλάσει,προσεύχομαι: «Πάτερ ἡμῶν!»
Προσεύχομαι σὲ Σένα, Πατέρα τοῦ σύμπαντος, προσεύχομαι γιὰ ἕνα πράγμα μόνο: Ἂς ἀνατείλει σύντομα ἡ μεγάλη μέρα πού ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ζωντανοὶ κι οἱ νεκροί, ἁρμονικά, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τ’ ἀστέρια, τὰ θηρία κι ὅλα τὰ πλάσματα, θὰ Σὲ καλέσουν μὲ τὸ πραγματικό Σου ὄνομα: «Πάτερ ἡμῶν!», «Πατέρα μας!»
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
http://www.imaik.gr/

Ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος, ἀπευθυνόμενος στοὺς ὑπέρμαχους τῆς ἕνωσης τῶν «ἐκκλησιῶν»

Ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος, ἀπευθυνόμενος στοὺς  ὑπέρμαχους τῆς ἕνωσης τῶν «ἐκκλησιῶν» καὶ στὸν τρόπο, ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ τὴν πετύχουν, ἔλεγε τὰ ἑξῆς:

 SV NIKOLAJ VELIMIROVIC

«Ὅλοι θέλουμε νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἑνότητα πίστεως στὸν κόσμο. Μὰ ἐσεῖς τὰ μπερδεύετε τὰ πράγματα. Ἄλλο ἡ συμφιλίωση τῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλο ἡ συμφιλίωση τῶν θρησκειῶν. Ὁ Χριστιανισμὸς ἐπιβάλλει ν᾽ ἀγαπᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τοὺς πάντες, ὅποια πίστη καὶ ἂν ἔχουν! Συγχρόνως ὅμως μᾶς διατάζει νὰ κρατᾶμε ἀλώβητη τὴν πίστη μας καὶ τὰ δόγματά της. Σὰν χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἐλεεῖτε ὅλο τὸν κόσμο, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους! Ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σας νὰ δώσετε γι᾽ αὐτούς. Ἀλλὰ τὶς ἀλήθειες τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ τὶς θίξετε. Γιατὶ δὲν εἶναι δικές σας. Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία μας νὰ τὴν κάνουμε ὅ,τι θέλουμε».

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ . Ένας δραματικός διάλογος.( Αγίου Νικολάου Επίσκοπου Αχρίδος και Ζίτσης (1956)

Διά τού Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς (1979)
                             
              O Aρχοντογιγαντας συγχρονος μας 
              
               Αγιωτατος Ιουστινος Ποποβιτς
Ο Χριστός ρωτά με λύπη:
Πώς μπορείτε εσείς οι άνθρωποι να ζείτε μόνο με τα ιμπεριαλιστικά, υλικά συμφέροντα, δηλαδή με την ζωώδη μονό επιθυμία για την σωματική τροφή;
Εγώ ήθελα να σας κάμω Θεούς και υιούς Θεού και σεις φεύγετε και επιδιώκετε να εξισωθείτε με τα υποζύγια.
Σ’ αυτό απαντά ή Ευρώπη:
Εσύ είσαι καθυστερημένος.
Στην θέση του Ευαγγελίου σου βρήκαμε την βιολογία και την ζωολογία.
Τώρα γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε δικοί σου απόγονοι και του ουρανίου πατέρα σου, αλλά απόγονοι των ουραγκοτάγκων και των γοριλών, δηλαδή του πιθήκου.
Εμείς τώρα τελειοποιούμαστε για να γίνουμε θεοί.
Γιατί δεν παραδεχόμαστε άλλους θεούς εκτός από εμάς.

Σ’ αυτό ο Χριστός λέγει:

Εσείς είσθε περισσότερο σκληροτράχηλοι από τους αρχαίους Εβραίους.
Εγώ σας σήκωσα από το σκοτάδι της βαρβαρότητας στο ουράνιο φως και σεις πηγαίνετε πάλι πίσω στο σκοτάδι, όπως το βουβάλι στή λάσπη.
Εγώ έχυσα το αίμα μου για χάρη σας.
Εγώ σας έδειξα την αγάπη μου, όταν όλοι οι Άγγελοι μου απέστρεφαν τα πρόσωπα τους μη μπορώντας να υποφέρουν την δυσωδία σας, δυσωδία του Άδη.
Όταν λοιπόν εσείς ήσασταν σκοτάδι και δυσωδία, ήμουν ό μόνος πού στάθηκα να σας καθαρίσω και να σας φωτίσω.
Να μην είσθε λοιπόν τώρα άπιστοι, γιατί θα επιστρέψετε πάλι σ’ εκείνον τον ανυπόφορο ζόφο και τη δυσωδία.

Σ’ αυτό ή Ευρώπη φωνάζει περιπαικτικά:

Φύγε από μας. Δεν σε αναγνωρίζουμε.
Εμείς ακολουθούμε την ελληνική φιλοσοφία και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και την κουλτούρα, θέλουμε ελευθερία.
Εμείς έχουμε τα πανεπιστήμια.
Ή επιστήμη είναι το οδηγητικό μας αστέρι.
Το σύνθημα μας ειναι: ελευθερία, αδελφοσύνη, ισότητα.
Ο νους μας είναι ό θεός των θεών.
Εσύ είσαι Ασιάτης.
Εμείς σε αρνούμαστε.
Εσύ είσαι μονό ένας παλαιός μύθος των γιαγιάδων και των παππούδων μας.
Τότε ο Χριστός με δάκρυα στα ματιά Του λέγει: Ιδού εγώ φεύγω, αλλά εσείς θα δείτε.
Αφήσατε την οδό του Θεού και ακολουθήσατε την σατανική οδό.
Ή ευλογία και ή ευτυχία αφαιρέθηκαν από σας.
Στο χέρι μου βρίσκεται η ζωή σας, γιατί εγώ σταυρώθηκα για σας.
Παρά ταύτα δεν θα σας τιμωρήσω εγώ, αλλά οι αμαρτίες σας και ή αποστασία σας από έμενα τον Σωτήρα σας.
Εγώ φανέρωσα την αγάπη του Πατέρα μου προς όλους τους ανθρώπους και ήθελα με αγάπη να σας σώσω όλους.

(Από το βιβλίο του π. Ιουστίνου Πόποβιτς
«Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ. 250-252)

Ο Θεός μας δεν είναι Θεός ισότητας

 

ισότητα

Ο Θεός δεν είναι Θεός ισότητας, αλλά Θεός αγάπης.
Η ισότητα θα απέκλειε όλο το δίκαιο και όλη την αγάπη, θα απέκλειε όλο το ήθος.
Ο άνδρας αγαπά την γυναίκα του λόγω ισότητα;
Και η μάνα αγαπά το παιδί της λόγω ισότητας;
Και ο φίλος αγαπά τον φίλο λόγω ισότητας;
Η ανισότητα είναι η βάση του δικαίου και υποκινητής της αγάπης.
Όσο διαρκεί η αγάπη, κανένας δεν ξέρει για την ισότητα.
Όσο βασιλεύει το δίκαιο, κανείς δεν μιλάει για την ισότητα.
Όταν χάνεται η αγάπη, οι άνθρωποι μιλούν περί δικαίου και εννοούν την ισότητα.
Όταν μαζί με την αγάπη εξαφανίζεται και το δίκαιο, οι άνθρωποι μιλούν περί ισότητας και εννοούν την ανηθικότητα.
Δηλαδή, όταν εξαφανίζεται το ήθος το αντικαθιστά η ανηθικότητα.
Από τον τάφο της αγάπης ξεφυτρώνει το δίκαιο, από τον τάφο του δικαίου ξεφυτρώνει ισότητα.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Πηγή lllazaros.blogspot.gr

 

Η μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

b174196

(Ματθ. η’ 5-13)

Όταν ο άνθρωπος δεν έχει μεγάλη ταπείνωση, πραότητα, υποταγή και υπακοή στο Θεό, πώς μπορεί να σωθεί; Πώς θα μπορούσε να σωθεί ένας άπιστος κι αμαρτωλός άνθρωπος, όταν κι ο δί­καιος «μόλις σώζεται» (Α’ Πέτρ. δ’ 18); Το νερό δε μαζεύεται στα ψηλά κι απόκρημνα βουνά, αλλά σε χαμηλά, επίπεδα και βαθιά μέρη. Το έλεος του Θεού δεν κατοικεί στους υπερήφανους, που κομπάζουν και αντιτίθενται στο Θεό, αλλά στους ταπεινούς και τους πράους, που η καρδιά τους είναι ταπεινωμένη κι ειρη­νική, που είναι υποταγμένοι στο μεγαλείο του Θεού κι υπάκουοι στο θέλημά Του.

Όταν κάποια αρρώστια προσβάλλει ένα κλήμα που έχει φυτέψει ο οικοδεσπότης και το φροντίζει προσεκτικά για χρόνο πολύ, το κόβει και το καίει και στη θέση του φυτεύει ένα αγριόκλημα. Όταν οι γιοι ξεχνούν την αγάπη του πατέρα τους κι επαναστατούν εναντίον του, τί θα τους κάνει; Θ’ απομακρύνει τα παιδιά από το σπίτι του και στη θέση τους θα προσλάβει μισθωτούς.

Όπως συμβαίνει στη φύση, έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους. Λένε οι άπιστοι: Έτσι γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της φύσης και τους νόμους των ανθρώπων. Οι πιστοί όμως δε μιλάνε έτσι. Εκείνοι τραβούν το παραπέτασμα των φυσικών και των ανθρώπινων νόμων, ατενίζουν με φλογερά μάτια το μυστήριο της αιώνιας ελευθερίας και μιλούν διαφορετικά. Λένε: Έτσι γίνεται με το θέλημα του Θεού και για το καλό μας. Ο Θεός τα γράφει αυτά με το χέρι Του. Εκείνοι που μπορούν να διαβάζουν αυτά που χαράζει ο Θεός με φωτιά και πνεύμα τόσο στη φύση όσο και στους ανθρώπους, μόνο αυτοί θα καταλάβουν τη σημασία τους. Εκείνοι που μπροστά στα μάτια τους η φύση κι η ανθρώπινη ζωή ανακατεύονται όπως ένας μεγάλος σωρός από γράμματα, χωρίς πνεύμα και νόημα, λένε πως όλα είναι «τυχαία». «Όλα όσα βλέπουμε γύρω μας, λένε, έγιναν τυχαία». Με αυτό εννοούν πως όλος αυτός ο σωρός με τα γράμματα κινείται κι ανακατεύ­εται από μόνος του, κι απ’ αυτή την ανόητη μίξη προ­κύπτει το ένα γεγονός ή το άλλο. Αν ο Θεός δεν ήταν ελεήμων και εύσπλαχνος, θα γελούσε μ’ αυτούς τους ερμηνευτές του κόσμου και της ζωής. Υπάρχει όμως και κάποιος που γελάει και χαίρεται με την ανοησία αυτού του συλλογισμού: το πονηρό πνεύμα, ο εχθρός της ανθρώπινης φύσης, που δεν έχει ούτε έλεος ούτε συμπάθεια προς τον άνθρωπο.

Όταν μια χήνα περιπλανιέται σ’ έναν πολύχρωμο τάπητα που είναι απλωμένος σε λιβάδι, ίσως σκεφτεί πως όλ’ αυτά τα σχέδια και τα χρώματα του τάπητα βρέθηκαν εκεί τυχαία, πως ο τάπητας ξεπήδησε ξαφ­νικά από τη γη, όπως το γρασίδι – κατά το σκεπτικό της χήνας. Η υφάντρα όμως, που ύφανε και έβαψε τον τάπητα, γνωρίζει πως δε βρέθηκε τυχαία εκεί. Ξέρει τι σημαίνει κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου και των χρωμάτων, γιατί τα σχέδια και τα χρώματα παρου­σιάζονται με τον τρόπο που έχουν συνδυαστεί. Μόνο η υφάντρα μπορεί να διαβάσει και να εξηγήσει τον τάπητα, εκείνη που τον ύφανε με το χέρι της, καθώς κι εκείνοι στους οποίους το διηγείται. Το ίδιο κάνουν κι οι άπιστοι. Περιφέρονται γύρω από τον πανέμορφο τάπητα του κόσμου και λένε πως όλα έγιναν «τυχαία». Ο Θεός μόνο, που ύφανε αυτόν τον κόσμο, γνωρίζει τη σημασία που έχει κάθε κλωστή στο στημόνι και στο υφάδι, καθώς και κείνοι στους οποίους Εκείνος το αποκαλύπτει.

Ο Ησαΐας είδε και έγραψε: «Κύριος Ύψιστος εν αγίοις αναπαυόμενος και ολιγοψύχοις διδούς μακροθυμίαν και διδούς ζωήν τοις συντετριμμένοις την καρδίαν» (Ησ. νζ’ 15). Ο Θεός βρίσκεται στη γη ανάμεσα σε κείνους που έχουν καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένηνΟ Θεός αποκαλύπτει τα μυστήρια του κόσμου και της ζωής σ’ εκείνους στους οποίους «ενοικεί».Σ’ αυτούς εξηγεί τα πνευματικά βάθη όλων εκείνων που ο ίδιος έγραψε μέσα από τα πράγματα και τα γεγονότα. Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιω­σήφ, ο Μωϋσής κι ο Δαβίδ είχαν συντετριμμένη καρδιά, ταπεινό πνεύμα. Γι’ αυτό κι ο Θεός κατοικούσε μέσα τους και υποσχέθηκε πως θα είναι μαζί τους και με τους απογόνους τους, εφόσον εκείνοι εξακολουθούν να έχουν συντετριμμένη καρδιά και ταπεινό πνεύμα. Όταν όμως η συχνή επαφή με το Θεό κάνει κάποιον άνθρωπο υπερήφανο, τότε εκείνος βλάπτεται περισ­σότερο απ’ αυτούς που δε γνώρισαν τον αληθινό Θεό και δεν είχαν επαφή μαζί Του.

Το καλλίτερο και σαφέστερο παράδειγμα σ’ αυτό το θέμα μας το δίνουν οι Ισραηλίτες. Ήταν απόγονοι των μεγάλων και θεαρέστων προπατόρων που προαναφέραμε. Η επαφή τους όμως με τον αληθινό Θεό τους δημιούργησεοίηση. Έτσι το έθνος αυτό άρχισε να βλέπει όλα τ’ άλλα έθνη με περιφρόνηση, σα νά ‘ταν σκύβαλα πεταμένα. Με τη συμπεριφορά τους αυτή όμως προκάλεσαν τη δική τους καταστροφή. Η υπερηφάνεια τους τύφλωσε τόσο πολύ, ώστε το μόνο που κράτησαν απ’ όλα όσα τους αποκάλυψε ο Θεός με τους προφήτες και τους άλλους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν πως αυτοί αποτελούσαν τον εκλεκτό λαό του Θεού, τον περιούσιο. Το πνεύμα και το νόημα της αρχαίας αποκάλυψης του Θεού γι’ αυτούς είχε ολότελα χαθεί. Η Αγία Γραφή χόρευε μπροστά στα μάτια τους σαν ένα συνοθύλευμα με ακατανόητα γράμματα. Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφα­νίστηκε στον κόσμο με μια νέα αποκάλυψη, εκείνοι με την τυφλότητά τους αγνοούσαν το θέλημα του Θεού, είχαν φτάσει στο επίπεδο των ειδωλολατρών. Με τη σκοτισμένη πνευματική τους όραση και την τραχύτητα της καρδιάς τους, είχαν καταντήσει πολύ χειρότεροι κι από τους ειδωλολάτρες.

***

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας αποδείχνει την αλήθεια αυτών που είπαμε παραπάνω. Μας περιγράφει ένα γεγονός που μας δείχνει πως κάποιοι άνθρωποι είναι υγιείς ανάμεσα στους ασθενείς κι άλλοι είναι άρρωστοι ανάμεσα στους υγιείς. Πως υπάρχει πίστη ανάμεσα στους ειδωλολάτρες και απιστία ανάμεσα σε κείνους που υπερηφανεύονται για την καθαρότητα της πίστης τους, κομπάζουν ότι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Η περικοπή αυτή γράφτηκε σαν μια διδαχή για όλες τις εποχές και για όλους τους λαούς και εφαρμόζεται και σε μας μέχρι σήμερα. Η διδαχή αυτή είναι τόσο οξεία, όσο και το ξίφος των χερουβίμ, καθαρή σαν τον ήλιο, φρέσκια κιαναπάντεχη όπως τα λουλούδια του αγρού. Κι αυτό για να μας δημιουργήσει δέος με την οξύτητά της, να μας φωτίσει με την καθαρότητά της και να μας αφυπνίσει από την πνευματική νάρκωση κι αδράνειά μας. Κυρίως όμως καταγράφηκε για να προειδοποιήσει όλους εμάς τους χριστιανούς να μην ξεχαστούμε και πέσουμε στην οίηση επειδή εκκλησιαζόμαστε, προ­σευχόμαστε στο Θεό και ομολογούμε το Χριστό. Γιατί τότε στην τελική Κρίση του Θεού θα συναντήσουμε μπροστά μας ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, αλλ’ έχουν μεγαλύτερη πίστη και περισ­σότερα καλά έργα.

«Εισελθόντι δε αυτώ εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος» (Ματθ. η 5,6). Ο εκατόνταρ­χος ήταν αξιωματικός στα στρατόπεδα της Καπερνα­ούμ, που ήταν η πιο σπουδαία πόλη στα παράλια της Γαλιλαίας. Δεν ξέρουμε, αλλ’ έχει και δευτερεύουσα σημασία, αν υπαγόταν απ’ ευθείας στη Ρώμη ή βρι­σκόταν στην εξουσία του Ηρώδη Αντίπα, μάλλον όμως αναφερόταν απ’ ευθείας στη Ρώμη. Αυτό που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι ήταν ειδωλολάτρης, όχι ΙουδαίοςΕίναι ο πρώτος Ρωμαίος αξιωματικός που αναφέρεται στο ευαγγέλιο ότι πίστεψε στο Χριστό. Δεύτερος ήταν ο εκατόνταρχος που βρισκόταν σε υπηρεσία στη σταύρωση του Χριστού, εκείνος που σαν είδε τα υπερφυσικά φαινόμενα τη στιγμή που ο Κύριος παρέδιδε το πνεύμα Του, αναφώνησε: «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ’ 54). Μετά αναφέρεται κι ο εκατόνταρχος Κορνήλιος στην Καισάρεια, εκείνος που τον βάφτισε ο απόστολος Παύλος (βλ. Πράξ. κεφ. ι’). Αν κι οι αξιωματικοί αυτοί ήταν ειδωλολάτρες, γνώρισαν την αλήθεια και τη ζωή του Χριστού και πίστεψαν σ’ Αυτόν πιο γρήγορα από τις ορδές των σοφών αλλά τυφλών Ιουδαίων γραμματέων.

Κύριε, ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυ­τικός, δεινώς βασανιζόμενος. Ο «παις» του εκατό­νταρχου πρέπει να ήταν δούλος του. Κι ο υψηλόβαθ­μος αξιωματικός, ο εκατόνταρχος, μίλησε σαν απλός στρατιώτης που ζητάει βοήθεια. Η παράλυση είναι τρομερή πάθηση. Ο νεαρός στρατιώτης βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, όπως διηγείται ο ευαγγε­λιστής Λουκάς. Και φαίνεται πως ο εκατόνταρχος τον αγαπούσε πολύ. Έτσι μόλις άκουσε πως ο Χριστός έφτανε στην Καπερναούμ, ξεκίνησε να πάει να τον συναντήσει και να του ζητήσει βοήθεια για τον αγα­πημένο του δούλο.

Όποιος διαβάζει το περιστατικό αυτό στους δύο ευαγγελιστές, το Ματθαίο και το Λουκά, θα σχηματίσει την εντύπωση πως οι δυο αφηγητές διαφωνούν μεταξύ τους. Ο Ματθαίος γράφει πως ο εκατόνταρχος πλησί­ασε ο ίδιος το Χριστό και του παρουσίασε το αίτημά του. Ο Λουκάς γράφει πως ο εκατόνταρχος πρώτα έστειλε τους Ιουδαίους πρεσβυτέρους για να ζητήσουν από το Χριστό να βοηθήσει το δούλο του. Μετά, όταν ο Κύριος πλησίαζε στο σπίτι του, έστειλε τους φίλους του να τον συναντήσουν και να του ζητήσουν να μην πάει στο σπίτι του, επειδή εκείνος (ο εκατόνταρχος) ήταν αμαρτωλός. Έφτανε να πει ένα λόγο ο Κύριος κι ο δούλος του θα γινόταν καλά. «Αλλά μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η’ 8).

Είναι αλήθεια πως ανάμεσα στις δυο διηγήσεις υπάρχει μια διαφορά, αλλ’ όχι αντίφαση. Η διαφορά συνίσταται στο ότι ο Ματθαίος παραλείπει τους δυο αγγελιαφόρους που έστειλε αρχικά ο εκατόνταρχος στον Κύριο, ενώ ο Λουκάς δεν αναφέρει το γεγονός ότι ο ίδιος ο εκατόνταρχος, παρά την ταπείνωση που ένιωθε μπροστά στο μεγαλείο του Χριστού, πήγε να τον συναντήσει. Η όμορφη και αμοιβαία αυτή φιλοφρόνηση που έχουν οι δύο ευαγγελιστές, ο ένας για τον άλλον, δημιουργεί θαυμασμό και χαρά στον πνευματικό άνθρωπο. Αν, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όλα τα γεγονότα είχαν καταγραφεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο από τους ευαγγελιστές, ο καθένας θα σκεφτόταν πως ο ένας αντιγράφει τον άλλον. Τί χρειάζονταν τότε τέσσερις ευαγγελιστές και τέσσερα ευαγγέλια; Σε όλα τα δικαστήρια στη γη η μαρτυρία δύο μαρτύρων απαιτείται για ν’ αποδειχτεί ένα γεγονός, να γίνει πιστευτό. Ο Θεός μας έδωσε δύο φορές τη διπλή μαρτυρία με τους τέσσερις ευαγγελιστές, ώστε όσοι επιδιώκουν τη σωτηρία τους να πιστέψουν όσο το δυνατό πιο εύκολα και πιο γρήγορα, αλλά και όσοι δεν πιστέψουν και οδεύουν προς την απώλεια να είναι αναπολόγητοι.Ο Θεός μας έδωσε τους τέσσερις ευαγγελιστές αν και θα μπορούσε να δώσει όλη τη σοφία Του για τη σωτηρία μας στο ένα μόνο ευαγγέλιο. Κι αυτό για να δούμε την αμοιβαία φιλοφρόνησή τους και να μάθουμε απ’ αυτό πως πρέπει να κάνουμε κι εμείς το ίδιο στη ζωή μας, ανάλογα με τα διαφοροποιημένα πνευματικά χαρίσματα που έδωσε ο Θεός στον καθένα μας, ως μέλη του ενός Σώματος που είμαστε. Έτσι πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον ανάλογα με τις δυνάμεις και τις ικανότητές μας.

Έχοντας μπροστά μας τις δύο διηγήσεις, μπορούμε να βγάλουμε ακριβή συμπεράσματα και να καθαρίσει η εικόνα του γεγονότος που μας απασχολεί. Ακούοντας για τη δόξα και τη δύναμη του Κυρίου Ιησού και αισθανόμενος την ανθρώπινη αμαρτωλότητα κι αναξιότητά του, ο εκατόνταρχος ζήτησε πρώτα από τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων να πάνε εκείνοι στον Κύριο και να τον παρακαλέσουν να πάει στο σπίτι του. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως ο Κύριος θά ‘θελε να τον επισκεφτεί. Ίσως να σκεφτόταν: «Εγώ είμαι ειδωλολάτρης κι αμαρτωλός. Εκείνος είναι διορατικός. Με το που θ’ ακούσει το όνομά μου θα καταλάβει αμέσως πως είμαι αμαρτωλός. Ποιός ξέρει τότε αν θα θελήσει να έρθει στο σπίτι μου; Είναι καλύτερα να στείλω τους Ιουδαίους κι αν αρνηθεί, η άρνηση θα είναι σ’ αυτούς, αν δεχτεί…θα δούμε». Όταν διαπίστωσε πως ο Κύριος δέχτηκε, τά ‘χασε, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Τότε έστειλε τους φίλους του να πουν στο Χριστό να μην έρθει στο σπίτι του, γιατί ήταν αμαρτωλός και ανάξιος. Έφτανε μόνο να πει ένα λόγο κι ο δούλος του θα γινόταν καλά.

Με το που έφτασαν οι δούλοι του όμως στο Χριστό και του έδωσαν το μήνυμα του εκατόνταρχου, έφτασε κι ο εκατόνταρχος. Ήταν τόσο θλιμμένος, που δεν άντεχε να μείνει στο σπίτι του. Να ερχόταν ο ίδιος ο Κύριος στο σπίτι του; Όχι, όχι. Οι φίλοι του δεν ήξεραν ακόμα ποιός ήταν ο Κύριος. Όσο για τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, ο εκατόνταρχος θα είχε μάθει από πριν πως μερικοί απ’ αυτούς λειτουργούσαν ανταγωνιστικά στο Χριστό, δεν πίστευαν σ’ Αυτόν. Έτσι έτρεξε να τον συναντήσει ο ίδιος, αφού τώρα ήξερε πως δε θ’ αρνιόταν κι επομένως δε θα τον ταπείνωνε μπροστά στους ανθρώπους, επειδή ήταν και αξιωματικός.

Είναι αλήθεια πως οι Ιουδαίοι μίλησαν με καλά λόγια στο Χριστό για τον εκατόνταρχο. «Άξιός εστιν ω παρέξει τούτο, αγαπά γαρ το έθνος ημών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν» (Λουκ. ζ’ 4-5). Όλα όσα κι αν είπαν όμως δεν αγγίζουν την ουσία του θέματος. Πρόβαλαν την καλοσύνη του εκατόνταρχου για δικό τους όφελος. Αγαπά γαρ το έθνος ημών, είπαν. Άλλοι Ρωμαίοι αξιωματικοί κι αξιωματούχοι περιφρονούσαν τους Ιουδαίους, αυτός όμως τους αγαπούσε. Και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν. Ήταν σα νά ‘λεγαν δηλαδή: Αυτός ξοδεύει τα δικά του χρήματα και μεις γλιτώνουμε τα δικά μας. Μας οικοδόμησε έναν οίκο προσευχής που τον είχαμε ανάγκη, αλλιώς θ’ αναγκαζόμασταν να τον οικοδομήσουμε και να τον πληρώσουμε μόνοι μας». Τα είπαν όλ’ αυτά σα ν’ απευθύνονταν στον Καϊάφα, όχι στο Χριστό. Ο Χριστός δεν τους έδωσε καμιά απάντηση σ’ αυτά, έμεινε σιωπηλός και επορεύετο συν αυτοίς. Τότε οι φίλοι του εκατόνταρχου πήγαν να συναντήσουν το Χριστό και στο τέλος πήγε κι ο ίδιος ο εκατόνταρχος.

Όταν ο εκατόνταρχος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το Χριστό, έπρεπε βέβαια να του εξηγήσει για μια ακόμα φορά όλο το πρόβλημα, αν κι ο Χριστός είχε ήδη πληροφορηθεί γι’ αυτό. «Και λέει αυτώ ο Ιησούς· εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν» (Ματθ. η’ 5). Προσέξτε πως μιλάει εκείνος που έχει εξουσία και δύναμη! Δεν είπε «θα δούμε», ούτε τον ρώτησε όπως έκανε με άλλους: «Πιστεύεις πως μπορώ να το κάνω αυτό;» Έβλεπε ήδη στην καρδιά του εκατόνταρχου την πίστη του. Έτσι είπε αποφασιστικά, μ’ έναν τρόπο που κανένας γιατρός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει: Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν.

Ο Κύριος μίλησε σκόπιμα με τέτοια αποφασιστικότητα, για να προκαλέσει από το στόμα του εκατόνταρχου την απάντηση μπροστά στους Ιουδαίους.Όταν ο Θεός επιτελεί ένα έργο, το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπηρετεί μια μόνο περιοχή, αλλά πολλές. Ο Κύριος ήθελε το γεγονός αυτό να ωφελήσει πολλούς: να θεραπεύσει τον άρρωστο, ν’ αποκαλύψει τη μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου, να επιτιμήσει τους Ιουδαίους για την απιστία τους και να κάνει μια μεγάλη προφητεία για τη βασιλεία Του· να μιλήσει δηλαδή για κείνους που νομίζουν πως είναι άξιοι να μπουν στη βασιλεία Του, που ουδέποτε θα μπουν, καθώς και γι’ αυτούς που δεν έχουν καμιά ελπίδα, αλλά τελικά θα μπουν.

«Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη· Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης· αλλά μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η’ 8). Τί τεράστια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη φλογερή αυτή πίστη και την ψυχρή, νομικίστικη πίστη των Φαρισαίων! Η πίστη του εκατόνταρχου μοιάζει μεφωτιά που καίει, ενώ των Φαρισαίων η πίστη είναι σαν εικόνα της φωτιάς. Όταν κάποιος Φαρισαίος κάλεσε στο σπίτι του το Χριστό για δείπνο, με τη νομικίστικη νοοτροπία του σκέφτηκε πως, με το να τον καλέσει στο σπίτι του, τιμούσε πολύ το Χριστό. Δε διανοήθηκε καθόλου πως ο Χριστός τιμούσε αυτόν και το σπίτι του με την επίσκεψή Του. Με την αλαζονεία και την υπέρμετρη υπερηφάνειά του, ο Φαρισαίος αμέλησε ακόμα και τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις και τις πράξεις φιλοξενίας, δηλαδή δεν έφερε νερό στο φιλοξενούμενο για να πλύνει τα πόδια Του, δεν τον υποδέχτηκε με εναγκαλισμό ούτε και έχρισε το κεφάλι Του με μύρο (βλ. Λουκ. ζ’ 44-46).

Προσέξτε τώρα πόσο ταπεινός ήταν ο ειδωλολάτρης αυτός, πόσο συντετριμμένος στάθηκε μπροστά στον Κύριο, αν και δεν είχε διαβάσει το νόμο του Μωυσή και τους προφήτες. Είχε μόνο τον κοινό νου, το μοναδικό φως για να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, το καλό από το κακό. Ήξερε πως οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος της Καπερναούμ θα το λογάριαζε μεγάλη τιμή να δεχτεί τον εκατόνταρχο στο σπίτι του. Στο Χριστό όμως ο εκατόνταρχος δεν έβλεπε ένα συνηθισμένο άνθρωπο, αλλά τον ίδιο το Θεό. Γι’ αυτό και είπε: ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης.

Τί μεγάλη, τί υπέροχη πίστη στο Χριστό και τη δύ­ναμή Του! Μόνον ειπέ λόγω και η αρρώστια θα ξεπεραστεί, ο δούλος μου θα γίνει καλά. Ούτε ο απόστολος Πέτρος δεν μπορούσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, να φτάσει σε τόσο μεγάλη πίστη. Στην παρουσία του Χριστού ο εκατόνταρχος ένιωσε την παρουσία, το πυρ και το φως του ουρανού. Γιατί έπρεπε να μπει τόσο μεγάλη φωτιά στο σπίτι του, όταν και μια σπίθα θα ήταν αρκετή; Γιατί να βάλει ολόκληρο τον ήλιο στο σπίτι του, όταν αρκούσε και μια μόνο ακτίνα του; Αν ο εκατόνταρχος γνώριζε τις Γραφές, όπως εμείς σήμερα, ίσως να έλεγε στο Χριστό: «Εσύ, που μόνο με το λόγο Σου δημιούργησες τον κόσμο και τον άνθρωπο, μπορείς μ’ ένα Σου λόγο να θεραπεύσεις τον άρρωστο. Μία μόνο λέξη Σου είναι αρκετή, γιατί είναι πιο δυνατή από τη φωτιά, πιο λαμπερή από την ακτίνα του ήλιου. Μόνον ειπέ λόγω! Πόση ντροπή πρέπει να προξενήσει σε πολλούς από μας σήμερα η μεγάλη αυτή πίστη, σε μας που γνωρίζουμε τις Γραφές, αλλά η πίστη μας είναι εκατό φορές μικρότερη!

Ο εκατόνταρχος δεν τέλειωσε με τα λόγια αυτά. Συνέχισε για να εξηγήσει πού στήριζε τόσο πολύ την πίστη του στη δύναμη του Χριστού: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί» (Ματθ. η’ 9).

Τί ήταν ο εκατόνταρχος; Ένας άνθρωπος που είχε στην εξουσία του εκατό στρατιώτες και υπήρχαν άλλοι εκατό που τον εξουσίαζαν. Εκείνοι που βρίσκονταν στην εξουσία του ήταν υποχρεωμένοι να τον υπακούν. Όταν λοιπόν αυτός, που είχε και ανωτέρους να τον εξουσιάζουν, αλλά που είχε κι ο ίδιος μικρότερη εξουσία, μπορούσε να δίνει διαταγές στους στρατιώτες και τους δούλους του, πόση μεγαλύτερη εξουσία είχε ο Χριστός, που δεν εξουσιάζεται από κανέναν άνθρωπο, που είναι ο ίδιος η υπέρτατη εξουσία στη φύση και στον άνθρωπο. Όταν τόσοι άνθρωποι υποτάσσονται στην αδύναμη φωνή του εκατόνταρχου, πώς να μην υποτάσσονται τα πάντα στο λόγο του Θεού, που είναι δυνατός σαν τη ζωή, οξύς σαν ξίφος και φοβερός σαν την καταιγίδα;

Ποιοί είναι οι στρατιώτες και οι δούλοι του Χριστού; Δεν είναι κάθε λογική ύπαρξη ενταγμένη στο στρατό του Χριστού; Οι άγγελοι, μαζί με τους αγίους και τους θεοφοβούμενους ανθρώπους, δεν είναι στρατιώτες του Χριστού;Όλες οι δυνάμεις της φύσης, των ασθενειών και του θανάτου, δεν είναι δούλοι Του; Ο Κύριος διατάζει τη ζωή. Λέει: «πήγαινε σ’ αυτήν ή την άλλη ύπαρξη» και πηγαίνει. Λέει «έλα πίσω» και γυρίζει. Στέλνει ζωή, επιτρέπει την αρρώστια και το θάνατο. Θεραπεύει τους αρρώστους και ανασταίνει τους νεκρούς. Στο λόγο Του, οι αγγελικές δυνάμεις κάμπτουν όπως η φλόγα στον ισχυρό άνεμο. «Αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ’ 9). Κανένας δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στη δύναμή Του, δεν τολμά ν’ αμφισβητήσει το λόγο Του. «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιωάν. ζ’ 46). Δε μιλούσε σαν άνθρωπος που εξουσιάζεται, αλλά ως άρχοντας, «ως εξουσίαν έχων» (Ματθ. ζ’ 29). Είχε τέτοιο πρόσωπο που έκανε τον εκατόνταρχο να τον ικετεύσει: ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου. Θεραπεία παραλυτικού δεν μπορεί να κάνει κανένας θνητός άνθρωπος στη γη, για το Χριστό όμως ήταν εντελώς συνηθισμένο πράγμα. Δε χρειαζόταν να καταβάλει κάποια μεγάλη προσπάθεια για να κάνει τη θεραπεία, ούτε καν να πάει στο σπίτι του εκατόνταρχου. Δεν είχε ανάγκη ούτε καν να δει τον άρρωστο. Δε χρειαζόταν να τον πιάσει από το χέρι και να τον σηκώσει. Μόνο ειπέ λόγω και το έργο θα γίνει. Αυτό ήταν το μέτρο της πίστης του εκατόνταρχου, της από μέρους του αποδοχής του Χριστού.

«Ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν· αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» (Ματθ. η’ 10). Γιατί θαύμασε ο Χριστός, αφού γνώριζε από πριν ποιά θα ήταν η απάντηση του εκατόνταρχου; Δεν προκάλεσε την απάντηση αυτή με τα λόγια Του, εγώ ελθών θερα­πεύσω αυτόν; Γιατί λοιπόν τώρα θαυμάζει; Απλά για να διδάξει εκείνους που ήταν μαζί Του. Θαυμάζει για να τους δείξει τί αξίζει να θαυμάζεται σ’ αυτόν τον κόσμο. Θαυμάζει τη μεγάλη πίστη του ανθρώπου αυτού, για να διδάξει τους πιστούς πως πρέπει να εκτιμούν τη μεγάλη πίστη. Και πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που ν’ αξίζει τόσο θαυμασμό όσο η μεγάλη πίστη κάποιου ανθρώπου. Ο Χριστός δε θαύμαζε την ομορφιά της θάλασσας της Γαλιλαίας, επειδή τέτοια ομορφιά σε σύγκριση με τα κάλλη του ουρανού, που απλωνόταν μπροστά στα μάτια Του, δεν άξιζε τίποτα. Ούτε και τη μεγάλη σοφία των ανθρώπων θαύμαζε, ούτε τα πλούτη και τη δύναμή τους. Όλ’ αυτά είναι μηδαμινά μπροστά στη σοφία, τον πλούτο και τη δύναμη της βασιλείας των ουρανών, που του ήταν τόσο οικεία. Αλλ’ ούτε και τις μεγάλες εθνικές συναθροίσεις που γίνονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή θαύμαζε. Τέτοιες συναθροίσεις ήταν εντελώς ασήμαντες σε σύγκριση με τη σύναξη των αγγέλων στον ουρανό, που γίνονταν από καταβολής κόσμου. Όταν οι άλλοι θαύμαζαν το περίφημο κάλλος του ναού του Σολομώντα, Εκείνος μιλούσε για την ισοπέδωσή του. Το μόνο που άξιζε να θαυμάζει κανείς ήταν η μεγάλη πίστη κάποιου ανθρώπου. Είναι το μέγιστο και κάλλιστο γεγονός στη γηΜε την πίστη ο σκλάβος ελευθερώνεται, ο μισθωτός γίνεται υιός Θεού, ο θνητός άνθρωπος μεταβάλλεται σε αθάνατο. Όταν ο δίκαιος Ιώβ κείτονταν πληγωμένος στις στάχτες και τα ερείπια όλης του της περιουσίας, όταν είχε χάσει και τα παιδιά του ακόμα, η πίστη του στο Θεό παρέμεινε αναλλοίωτη, ακλόνητη. Ενώ υπόφερε από τις πληγές και τους πόνους, έκραζε: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α’ 21).

Σε ποιούς εκφράζει ο Κύριος Ιησούς το θαυμασμό Του; Τοις ακολουθούσιν. Οι ακολουθούντες ήταν οι άγιοι απόστολοιΘαύμαζε, για να διδαχτούν εκείνοι. Οι άλλοι Ιουδαίοι που είχαν πάει μαζί Του στο σπίτι του εκατόνταρχου, άκουσαν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Κύριος για να διατυπώσει το θαυμασμό Του: ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. Τους είπε δηλαδή ο Κύριος πως τέτοια πίστη δε συνάντησε ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, που έπρεπε να είχαν μεγαλύτερη πίστη απ’ όλους τους άλλους λαούς στη γη, αφού ο Κύριος τους είχε αποκαλύψει από την αρχή τη δύναμη και την εξουσία Του, τη μέριμνα και την αγάπη Του με αμέτρητα σημεία και θαύματα, καθώς και με τα πύρινα λόγια των προφητών Του. Στον Ισραήλ όμως η πίστη είχε σχεδόν ολότελα αφυδατωθεί, είχε στεγνώσειΟ εκλεκτός λαός είχε επαναστατήσει ενάντια στον Πατέρα. Τόσο η καρδιά όσο κι ο νους τους τυφλώθηκαν, πέτρωσαν. Ακόμα κι οι απόστολοί Του στην αρχή – για παράδειγμα ο Πέτρος – δεν είχαν τόση πίστη στο Χριστό όση ο Ρωμαίος αυτός αξιωματικός. Ούτε και οι αδελφές του Λάζαρου, που επισκέφτηκε ο Χριστός στο σπίτι τους, ούτε κι οι συγγενείς κι οι φίλοι Του στη Ναζαρέτ, που μεγάλωσαν μαζί.

Τώρα ο Κύριος, που βλέπει με το πνεύμα Του ως τη συντέλεια του κόσμου, προφητεύει τις δυσμενείς εξελίξεις για τους Ιουδαίους, αλλά και τις ευχάριστες ειδήσεις για τον ειδωλολατρικό κόσμο:

«Λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. η’ 11,12). Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε και εκπληρώνεται ως τις μέρες μας στο ακέραιο.

Στα ανατολικά και τα δυτικά των Ιουδαίων ζούσαν ειδωλολατρικοί λαοί. (Ο Θεοφύλακτος λέει: «Ο Κύριος δε λέει “πολλοί ειδωλολάτρες” αλλά “πολλοί…από ανατολών και δυσμών”, αν και είναι φανερό πως εννοούσε τους ειδωλολάτρες. Γιατί δεν κατονομάζει τους ειδωλολάτρες; Για να μη σκανδαλίσει τους Ιουδαίους. Γι’ αυτό και είπε από ανατολών και δυσμών»). Πολλοί απ’ αυτούς προσήλθαν στην πίστη ως ολόκληρα έθνη, όπως οι Αρμένιοι, οι Αιθίοπες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, καθώς και οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης. Σε μερικές χώρες ένα μέρος του λαού ασπάστηκε την πίστη, όπως στην Αραβία, την Αίγυπτο, την Ινδία, την Περσία, την Ιαπωνία κ.ά. ενώ οι υιοί της βασιλείας (οι Ιουδαίοι), στους οποίους προσφέρθηκε πρώτα η βασιλεία του Θεού, έμειναν άκαμπτοι στην απιστία τους μέχρι σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που διασκορπίστηκαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αποσπάστηκαν από τις εστίες τους, περιφρονήθηκαν και μισήθηκαν από τους λαούς ανάμεσα στους οποίους έζησαν ως μετανάστες. Η ζωή τους στη γη έγινε σκότος εξώτερον, κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων. Στον άλλο κόσμο, στο αθάνατο τραπέζι των προπατόρων τους Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, θα βρεθούν άλλοι άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης, απ’ όλες τις φυλές και τις γλώσσες, εκτός από τους Ιουδαίους. Σ’ εκείνον τον κόσμο, για τους άπιστους υιούς της βασιλείας θα υπάρξει σκότος, κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων.

Ο γεωργός ξεριζώνει και καίει το μαραμένο κλήμα και στη θέση του τοποθετεί βλαστάρια από παλιά κλήματα. Θα ξεχωρίσει τους επαναστατημένους γιούς του ουράνιου Πατέρα Του για πάντα, αιώνια, και θα υιοθετήσει τους μισθωτούς Του. Οι εκλεκτοί Του θα γίνουν απόβλητοι κι οι απόβλητοι εκλεκτοί. Οι πρώτοι θα γίνουν έσχατοι κι οι έσχατοι πρώτοι. Κι ο Ιησούς συνέχισε και είπε στον εκατόνταρχο:

«Και είπεν Ιησούς τω εκατοντάρχω· ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη» (Ματθ. η’ 13). Προφήτευσε πρώτα κι έπειτα έκανε το θαύμα, όχι μόνο για να επιβραβεύσει την πίστη του εκατόνταρχου, αλλά και για να επιβεβαιώσει την προφητεία Του. Είπε ένα λόγο κι ο δούλος θεραπεύτηκε. Όπως στην πρώτη δημιουργία ο Θεός είπε και εγενήθησαν, έτσι και τώρα στην Καινή Κτίση, ο Κύριος λέει και γίνεται. Ο παράλυτος άνθρωπος, που δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει ολόκληρη η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεραπεύτηκε και σηκώθηκε αμέσως μ’ ένα θεϊκό λόγο του Σωτήρα μας. Η αρρώστια είναι υπηρέτης του Θεού. Όταν ο Κύριος λέει «πήγαινε», πηγαίνει· όταν λέει «έλα», έρχεται. Ο άρρωστος άνθρωπος έγινε καλά δίχως φάρμακα και αλοιφές, επειδή ο υπηρέτης (η αρρώστια) αναγνώρισε τη φωνή του Αφέντη του κι αναχώρησε. Τα φάρμακα κι οι αλοιφές δε θεραπεύουν. Ο Θεός θεραπεύει. Ο Θεός θεραπεύει είτε άμεσα με το λόγο Του είτε με τα φάρμακα και τις αλοιφές, ανάλογα με την πολλή ή λίγη πίστη του αρρώστουΔεν υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο φάρμακο για κάθε περίπτωση, που θα μπορούσε να διώξει την αρρώστια και ν’ αποκαταστήσει την υγεία χωρίς τη βοήθεια του Θεού, τη δύναμη, την παρουσία και το λόγο Του.

***

Ας έχει δόξα ο Θεός για τις αμέτρητες θεραπείες που κάνει στους πιστούς με το δυναμικό Του λόγο, τόσο στα αρχαία χρόνια όσο και σήμερα. Προσκυνούμε τον άγιο και παντοδύναμο λόγο Του, με τον οποίο αναδημιουργεί, θεραπεύει τους αρρώστους, ανασταίνει όσους έπεσαν, δοξάζει τους περιφρονημένους, επιβραβεύει τους πιστούς και προσηλυτίζει τους απίστους. Κι όλ’ αυτά μέσω του Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Του Υιού, του Κυρίου και Σωτήρα μας, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Μαζί με τις χο­ρείες των αγγέλων και των αγίων, προσκυνούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)

ΠΗΓΗ.ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ