Το έργο των αγίων Πατέρων-Οδοδείκτες θεραπείας ( π. Ι. Ρωμανίδης)

Πηγή: «Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη». Τόμος Α’.

 ————————————————————

Οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων ονομάσθηκαν Πατέρες και μάλιστα Αποστολικοί Πατέρες, και οι διάδοχοι των τελευταίων είναι εκείνοι που χαρακτηρίσθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας. Ουσιαστικά, οι Πατέρες είναι η γέφυρα που ενώνει την Αποστολική εποχή με κάθε εκκλησιαστική εποχή, γι’ αυτό, και όπως λέγεται, η Εκκλησία είναι Αποστολική, επειδή είναι πατερική.

Οι Πατέρες δεν είναι απλώς οι μεγάλοι επιστήμονες που γνώρισαν την ανθρώπινη γνώση και σοφία, αλλά εκείνοι που έλαβαν το άγιον Πνεύμα, είχαν μεθέξει της θεοποιού ενεργείας του Θεού, απέκτησαν την υπαρξιακή γνώση του Θεού και την διατύπωσαν, με τα ιδιαίτερα χαρίσματα και την παιδεία που είχαν.

Η πατερική εποχή είναι η Αποστολική εποχή σε κάθε εποχή, που σχετίζεται με την αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Ουσιαστικά, Αποστολική και πατερική εποχή είναι η εκκλησιαστική ζωή.

Σε τι διαφέρουν οι Πατέρες από τους Αποστόλους; 

«Πρέπει να χαρακτηρίσουμε τι είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τής Αποστολικής εποχής. Τι είναι Απόστολος, τι είναι ενορία στην Αποστολική εποχή, τι είναι θεολογία, τι είναι ο σκοπός της θεολογίας, ποιες είναι οι διαβαθμίσεις της θεολογικής κατανόησης και τι είναι οι Άγιοι, τι είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας, και τι είναι η διαφορά μεταξύ Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων και έχουν την ίδια εμπειρία με αυτούς. Αυτοί είχαν προσωπική εμπειρία και γέννησαν πνευματικά παιδιά που τα αναγέννησαν εν Χριστώ. Η καθοδήγηση και η αναγέννησή τους συνδέεται με την πορεία προς την θέωση. Αυτή ουσιαστικά είναι η Ορθόδοξη ποιμαντική. Αλλά για να καθοδηγήσει κανείς τα πνευματικά του παιδιά προς την θέωση, πρέπει να γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά αυτήν την πορεία, διαφορετικά η εξάσκηση της ποιμαντικής είναι εξωτερική-ηθικολογική. Οι Πατέρες είναι οι θεολόγοι στην Εκκλησία, αφού έχουν φθάσει στον φωτισμό και την θέωση, γι’ αυτό και η ποιμαντική των ανθρώπων πρέπει να γίνεται θεολογικά.

«Προκύπτει το θέμα, τι είναι αυτός ο Πατέρας της Εκκλησίας, γιατί λέγεται Πατέρας της Εκκλησίας και τι είναι αυτοί οι Άγιοι και όλοι αυτοί οι θεολόγοι και πώς θεολογούν; Αυτό είναι ένα θέμα που θέλει πολύ μεγάλη προσοχή».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας έφθασαν στην βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής. Η δε θεοπνευστία συνδέεται αναπόσπαστα με την Πεντηκοστή. «Διερωτάται κανείς, θεόπνευστα είναι μόνο τα συγγράμματα της Αγίας Γραφής ή και τα συγγράμματα και των θεοπνεύστων της ιστορίας;». Βεβαίως και τα συγγράμματα τών Πατέρων είναι θεόπνευστα, γιατί «η εμπειρία της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται και μετά την Πεντηκοστή».

Έτσι, οι Πατέρες γνώρισαν την διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος, αλλά το σπουδαίο είναι ότι οι Πατέρες γνώρισαν και τον δρόμο για να οδηγήσουν τα πνευματικά τους παιδιά στην εμπειρία και την γνώση του Τριαδικού Θεού.

«Υπάρχουν εκείνοι που γνωρίζουν και πού πάνε και πώς να φθάσουν. Είναι εκείνοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ήξεραν την διδασκαλία, περί της Αγίας Τριάδος, αλλά ήξεραν και την οδό». 

Το θεμέλιο της πατερικής θεολογίας συνδέεται με την ουσία της εκκλησιαστικής ζωής, που συγκεκριμενοποιείται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δει κανείς και την διδασκαλία των Πατέρων για την κοινωνία και τα κοινωνικά φαινόμενα. Η διδασκαλία τους δεν πρέπει να εξετάζεται από ιδεολογικής, στοχαστικής και κοινωνιολογικής πλευράς. Για να καταλάβει κανείς τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι Άγιοι Πατέρες, πρέπει να δει τον τρόπο ζωής του συγχρόνου Ορθοδόξου μοναχισμού, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση.

«Στην πατερική θεολογία τα θεμέλια της Ορθοδόξου αντιλήψεως περί κοινωνίας, δηλαδή, εκκλησιαστικής κοινωνίας που εκφράζεται κατ’ εξοχήν σήμερα στον μοναχισμό, είναι η κάθαρση, η φώτιση και η θέωση».

Η προσευχή, και μάλιστα η νοερά προσευχή, είναι δείγμα ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού, αφού είχε περάσει προηγουμένως το στάδιο της καθάρσεως και τώρα οδεύει στην θεοπτία. Τότε αναδεικνύεται κανείς θεολόγος στην Εκκλησία. Ορθόδοξος θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται, και μάλιστα νοερά, και αξιώνεται της θείας εμπειρίας. Δεν πρόκειται για θεολογικό στοχασμό, αλλά για έκφραση της εμπειρικής ζωής.

Αυτό φαίνεται καθαρά στα συγγράμματα των Πατέρων και, μάλιστα, στην Ορθόδοξη ανθρωπολογία τους. Δεν είναι δυνατόν να αναλύει κανείς πατερικά έργα και να αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα.

«Εάν κανείς δεν ανατρέξει στα συγγράμματα των Πατέρων να δει την ανθρωπολογία τους, να δει τα θεμέλια της πνευματικότητας τους, να δει τι είναι αυτή η κατάσταση του φωτισμού κατά τους Πατέρες και τι είναι οι επιπτώσεις τής καταστάσεως τού φωτισμού επί τής σωματικής αγωγής του ανθρώπου, με όλους αυτούς τους ηρωισμούς που εκάνανε οι καλόγεροι στις ερήμους, επάνω στις στήλες, χωρίς φαΐ και τους κρατούσε ο Θεός επάνω σε μια θεωμένη κατάσταση, δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι η Ορθόδοξη θεολογία».

«Είναι πολύ επικίνδυνο κανείς να ασχολείται με πατερικά κείμενα, εάν δεν έχει μια σαφή ιδέα περί των πλαισίων της πατερικής παραδόσεως, επίσης, εάν κανείς φαντάζεται ότι οι Πατέρες ήσαν στοχαστές. Οι Πατέρες δεν είναι στοχαστές».

Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μερικοί Πατέρες που ασκούνται στα Μοναστήρια και τις ερήμους είναι νηπτικοί-ησυχαστές, ενώ οι άλλοι που διακονούν στον κόσμο είναι κοινωνικοί. Όμως, «όλοι οι θεολόγοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι ησυχαστές». Όλοι οι Χριστιανοί στην αρχαία Εκκλησία, όπως φαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές των Αποστόλων, ήταν ησυχαστές. Ακόμη, ησυχαστές ήταν και οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και οι Απόστολοι και οι Πατέρες στην ζωή της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να χωρισθούν οι Πατέρες της Εκκλησίας σε Μεγάλους Πατέρες και σε ησυχαστές Πατέρες. «Όλοι οι Πατέρες ήταν νηπτικοί, ασκητικοί». «Η ασκητική παράδοση είναι η ουσία της Αγίας Γραφής».

Οι Πατέρες θεραπεύθηκαν οι ίδιοι, γνώρισαν τον Θεό και στην συνέχεια θεράπευαν την πνευματική ασθένεια των ανθρώπων. Η πατερική θεολογία είναι πνευματική ιατρική.

«Η πατερική θεολογία είναι γεμάτη από ιατρικές παραστάσεις. Αρκεί μόνο τα τροπάρια της Εκκλησίας να κοιτάξουμε, τις ακολουθίες, και θα δούμε πως είναι γεμάτα από αυτές τις εκφράσεις, «ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών» κλπ. Τον ίδιο τον Χριστό τον παριστάνουμε σαν γιατρό, τα Μοναστήρια ως νοσοκομεία και τους Πνευματικούς Πατέρες, ως γιατρούς, όχι σαν ηθικοπατέρες».

Ο άνθρωπος μετά την πτώση ασθένησε πνευματικά, εισήλθε μέσα στην ύπαρξη του η θνητότητα και παθητότητα και οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματος ενεργούν παρά φύση. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται θεραπεία.

«Οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, όπως είναι αυτήν την στιγμή σήμερα, διότι εκείνο που χρειάζεται θεραπεία είναι ο άνθρωπος».

Η πατερική θεολογία είναι ένα είδος ψυχιατρικής, αλλά όμως διαφέρει σαφέστατα από την σύγχρονη ψυχιατρική, μάλιστα δε την υπερβαίνει, διότι «έχει πράγματα τα οποία η ψυχιατρική ούτε τα φαντάζεται ότι υπάρχουν, ούτε η ψυχολογία». Έτσι, οι Πνευματικοί Πατέρες βρίσκονται μέσα στον ρου της Παραδόσεως, γνωρίζουν εκ πείρας τον Θεό και βοηθούν και άλλους ανθρώπους να μεθέξουν αυτής της εμπειρίας. Γι’ αυτό ο Πνευματικός Πατέρας ταυτίζεται με τον θεολόγο, αφού η πνευματική πατρότητα συνδέεται με την θεραπεία της νοσούσης προσωπικότητος του ανθρώπου.

«Η Ορθοδοξία, τώρα, τι είναι; Είναι ένα συγκρότημα από Πνευματικούς Πατέρες, οι οποίοι ξεύρουν ότι καθένας έχει αυτόν τον θησαυρό μέσα του, την νοερά ενέργεια. Και το έργο του Πνευματικού Πατέρα τι είναι; εκεί που στα κάρβουνα υπάρχει μια μικρή σπίθα, παίρνεις το φυσερό, το φυσάς και μετά από λίγο γίνεται μια φλόγα. Αυτό είναι το έργο του. Εκείνος που είναι φωτισμένος και, επειδή είναι φωτισμένος, ξέρει να φωτίσει τον άλλον, πιάνει τον άλλον και παίρνει την σπίθα που έχει μέσα του, και αυτήν την σπίθα την κάνει φωτιά πλέον και μέχρι θέωση μπορεί να φθάσει κανείς.

Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας. Αλλά, όπως έχει εξελιχθεί η Εκκλησία, αντί να είναι ένα συγκρότημα από Πνευματικούς Πατέρες, όπως ένα νοσοκομείο, που έχει ας πούμε πενήντα γιατρούς, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια και βρέθηκε νοσοκομείο χωρίς γιατρούς, αλλά λέγονται γιατροί αυτοί που είναι μέσα και δεν θεραπεύουν τίποτα. Δηλαδή, κινδυνεύουμε να φθάσουμε σε αυτό το σημείο και το μόνο πράγμα που θα μάς γλυτώσει είναι η επάνοδος στους Πατέρες της Εκκλησίας». 

Οι Πνευματικοί Πατέρες, ως πνευματικοί ιατροί, κάνουν κατ’ αρχάς πνευματική διάγνωση της ασθενείας. Στην συνέχεια, ο Πνευματικός Πατέρας βοηθά τα πνευματικά παιδιά να περνούν από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. 

Διάγνωση είναι ότι «η καρδιά του ανθρώπου έχει αμαυρωθεί». Και θεραπεία «είναι να φύγουν οι λογισμοί από την καρδιά και να μένη ένας λογισμός, που θα είναι η αέναη μνήμη του Θεού, ώστε όταν κανείς εργάζεται, διαβάζει, γράφει, περπατάει, δουλεύει στο εργοστάσιο, πάει για ψώνια και όταν κοιμάται ακόμη, η ευχή να λειτουργεί μέσα του αυτομάτως. Οπότε, αυτή η ευχή ανεξαρτητοποιείται από την λογική φαιά ουσία, που είναι στον εγκέφαλο, και συνέχεια εργάζεται».

Ο έμπειρος Πνευματικός Πατέρας γνωρίζει την πνευματική κατάσταση του Χριστιανού που βρίσκεται στην κάθαρση και τον φωτισμό και τον καθοδηγεί καταλλήλως. Υπάρχουν δε σαφή τεκμήρια ότι ο άνθρωπος θεραπεύθηκε, όταν γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και προσεύχεται αδιαλείπτως. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να γίνεται λόγος για υπακοή. Η υπακοή γίνεται στον Πνευματικό Πατέρα, που γνωρίζει από αυτήν την εσωτερική πλευρά της πνευματικής ζωής και με σκοπό να περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση.

«Σήμερα έχει γίνει μια διαστροφή της εννοίας της υπακοής. Και κάποιος διδάσκει ότι οι Πατέρες λένε να κάνης υπακοή στον Πνευματικό Πατέρα. Ναι, σε ποιόν Πνευματικό Πατέρα; Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν θα κάνης υπακοή σε οποιονδήποτε Πνευματικό Πατέρα. Διότι, αν κάνης υπακοή σε έναν Πνευματικό Πατέρα, ο οποίος ιδέα δεν έχει από κάθαρση του νοός, ασφαλώς δεν θα αποκτήσεις κεκαθαρμένο νου. Δεν θα καθαρισθεί ποτέ ο νους σου».

Η πνευματική πατρότητα εξασκείται παράλληλα και σε συνδυασμό με την Ιεροσύνη, διότι ο άνθρωπος προοδεύει πνευματικά με την ασκητική, αλλά και την μυστηριακή ζωή. Αυτό σημαίνει ότι για να γίνει κάποιος Πνευματικός Πατέρας πρέπει να είναι αναγεννημένος πνευματικά, να έχει την Χάρη του Θεού μέσα του.

«Η χειροτονία ήταν μία πράξη της Εκκλησίας, με την οποία η Εκκλησία πιστοποιούσε ότι αυτός κάνει για Πρεσβύτερος, επειδή είχε φθάσει κάπου και γι’ αυτό κάνει και για Πνευματικός Πατέρας. Αν, όμως, δεν έφθανε, δεν κάνει για Πνευματικός Πατέρας, οπότε δεν μπορεί να φθάσει σε χειροτονία Πρεσβυτέρου, χειροτονία Επισκόπου».

Βέβαια, ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλος στην Εκκλησία και ο κατ’ εξοχήν Πνευματικός Πατέρας είναι ο Επίσκοπος.

«Ξέρουμε πολύ καλά ότι ο Επίσκοπος είναι ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλος της Εκκλησίας και Πνευματικός Πατέρας. Αυτό είναι ο Επίσκοπος, γι’ αυτό και ο Επίσκοπος ελέγετο Πατέρας. Όταν λέγανε «Πάτερ» στην αρχαία Εκκλησία, δεν εννοούσαν τους Πρεσβυτέρους, εννοούσαν τους Επισκόπους.

Γι’ αυτό και οι Επίσκοποι της Εκκλησίας, ως Πνευματικοί Πατέρες, λέγονται Πατέρες και όταν λάμβαναν μέρος σε μία Σύνοδο και όταν γίνονται Άγιοι της Εκκλησίας, λέγονται Πατέρες. Τώρα αυτή η διάκριση μεταξύ Αγίων και Πατέρων δεν υπάρχει στους Πατέρες. Στους Πατέρες της Εκκλησίας οι Άγιοι είναι Πατέρες και Πατέρες είναι οι Άγιοι. Αλλά κατ’ εξοχήν Πατέρες είναι οι Επίσκοποι. Αυτό που σήμερα τον Επίσκοπο τον λέμε: Σεβασμιώτατε, Θεοφιλέστατε, Μακαριώτατε κλπ. Εκείνα τα χρόνια τον λέγανε Πατέρα, ήταν ο Πνευματικός Πατέρας». 

Μέσα από την πνευματική αυτή θεραπεία, κατά την οποία πρέπει να θεραπευθεί ο νους του ανθρώπου, πρέπει να δούμε και την διδασκαλία των Πατέρων για τα κοινωνικά ζητήματα.

«Δεν προσευχόμαστε για να γίνει η φώτιση στην μέλλουσα ζωή. Η όλη προσπάθεια της φώτισης είναι γι’ αυτή την ζωή. Και σε αυτή την ζωή πρέπει να γίνει η αλλαγή της ανθρώπινης προσωπικότητος. Και επομένως, εφ’ όσον σε αυτή την ζωή γίνεται η προσπάθεια αλλαγής της ανθρώπινης προσωπικότητος, συνεπάγεται ότι η όλη προσπάθεια γίνεται και για την αλλαγή της κοινωνικής δομής. Δηλαδή, δεν περιορίζεται η αλλαγή μόνο για την μέλλουσα ζωή.

Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ορθόδοξοι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν τεράστια επίδραση επί των κοινωνικών θεμάτων της εποχής τους. Γι’ αυτό και η νομοθεσία της Κωνσταντινουπόλεως που είναι η ρωμαϊκή νομοθεσία, για το είδος της, για την εποχή της, έφθασε στα ύψη. Και καμιά νομοθεσία δεν μπορεί να συγκριθεί με την νομοθεσία της Κωνσταντινουπόλεως, κυρίως στα χρόνια του Ιουστινιανού και μετά τον Ιουστινιανό».

Tό πρώτο πού θυμάμαι. Απόσπασμα (1)

Γράφει η Αναστασία Κόκκινου*

Tό πρῶτο πού θυμᾶμαι εἶναι ἕνας νηπιακός βηματισμός πάνω σέ πέτρινο καμπυλωτό πεζούλι κι ἕνας χορός ἰδιότυπος στό καφετί ἀμπάρι τοῦ μαγεριοῦ.
«Μάνα» φώναζα τή γιαγιά καί τόν παππού «πατέρα», ὅπως ἄκουγα ἀπ’ τίς ἀγαπημένες μου θεῖες, τή Βούλα, τή Νάσω καί τή Γιώτα. – Οἱ γονεῖς μου ἦταν «μπαμπάς» καί «μαμά». Δέν ξέρω γιατί… ποτέ δέν μοῦ ἄρεσαν ἰδιαίτερα αὐτές οἱ λέξεις οἱ στρουμπουλές -.
Κόρη τῆς Θοδώρας, τῆς δασκάλας θυγατέρας τοῦ παπᾶ καί τοῦ Βαγγέλη, δάσκαλου Πιστιανίτη(2), ἀπ’ αὐτούς πού μεγάλωσαν «μέ τό ποτάμ’ ἀγκαλιά», καταπῶς ἔλεγε ἡ γιαγιά μου ἡ Ἀναστασιά. Ἀλλοῦ ὁ ἕνας, ἀλλοῦ ὁ ἄλλος, διορισμένοι σέ χωριά ὀρεινά, δέν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα νά μέ πάρουν μαζί τους. Ἔτσι, μεγά- λωνα στό σπίτι τοῦ παπᾶ.

Ἦταν μετά τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. Ἡ γιαγιά μου ἡ παπαδιά ὅλο μαῦρα φόραγε, ἀκόμα κι ἡ ποδιά ἦταν μαύρη. Τό κορμί της ἔγερνε λίγο. Τό πρόσωπο πού ἔλαμπε ἀπ’ τά μάτια της κατέληγε σ’ ἕνα μικρό σαγόνι. Οἱ ρυτίδες της ἦταν ὄμορφες καί βαθιές. Δέν τραγούδαγε, οὔτε ἔλεγε παραμύθια. Ὅλη μέρα δού- λευε μέ τίς θεῖες μου, μέσα κι ἔξω ἀπό τό σπίτι. Ὅταν νύχτωνε, ἀνάβαμε μιά λάμπα πετρελαίου κι ἔγνεθε. Ζήλευα τίς στροφές τοῦ σφοντυλιοῦ και, παίζοντας ὅλο σκανταλιά, τό ἀκινητοποιοῦσα. Θύμωνε ἐκείνη «στά ψέματα» καί γελούσαμε καί τῆς τραβοῦσα τό μαντήλι κι ἔπαιζα μέ τίς φτενές της πλεξοῦδες.
Ὁ παππούς ἔπιανε «Ντώυτσε Βέλλε» στό καφετί φορητό ραδιόφωνο. Κάθε βράδυ τήν ἴδια ὥρα, ἄκουγε τίς εἰδήσεις. Ὕστερα, μ’ ἔπαιρνε στά γόνατα κι ἔπαιζα τραβώντας τή μεγάλη του μύτη, ὥς καί τά μικρά μελικοκκένια του μάτια γέλαγαν, περιλάβαινα μετά τά γένια καί τά μαλλιά του, τ’ ἀγαπημένο μου ἀσημόγκριζό του κλωστάρι.
Μύριζε στό τηγάνι φρέσκο βούτυρο μέ πρέντζα κι αὐγά χτυπητά. Στό τραπέζι μᾶς περίμενε ντοματοσαλάτα καί ζεστό ψωμί. Ἡ νοστιμιά ἐκείνη μ’ ἀκολουθεῖ καί, σ’ εὐλογημένες στιγμές, σά νά μαντεύω τό μυστικό της.
Ὕστερα, ἤξερα πώς δέν ἔπρεπε νά φωνάζω: «Ὁ πατέρας διαβάζεται». Τρύπωνα σιγά – σιγά στό δωμάτιο τοῦ παπποῦ, ἀνεβαίνοντας μέ προσοχή τήν ξύλινη σκάλα. «Κύρ’ ἐλέησον, Κύρ’ ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον…» – πόσες φορές; – Κάπως μέτραγε μέ τόν ἀντίχειρα καί τά ὑπόλοιπα δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ. Κάπως διάβαζε τίς εὐχές, μέ ἰδιότυπο τρόπο, γοργό. Φωναχτά ἡ φράση ἡ μισή κι ἡ μισή ἀπό μέσα, καί πάλι ξανά καί ξανά ν’ ἀναδύεται τό κύμα τό μυστικό…
Ξάπλωνα μετά σ’ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο, βαμμένο λευκό. Ἄλλοτε ἀντιστοιχοῦσα στά δέκα δάχτυλα τῶν χεριῶν μου τά δέκα παιδιά τοῦ παπποῦ καί τῆς γιαγιᾶς, μέ τή σειρά πού γεννήθηκαν, ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἀντίχειρα τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ, μέ τόν μεγαλύτερο, καί καταλή- γοντας, μέ τόν μικρότερο, στό μικρό δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ μου χεριοῦ. «Φάνης, Μάχος, Βαγγέλης, Λευτέρης, Βούλα, Θοδώρα, Νάσω, Βασίλης, Γιώτα, Ζαχαρής». Ἄλλοτε, πάλι, φοβόμουν κάπως, φοβόμουν μήπως μπεῖ ὁ «Σεισμός», τό φοβερό αὐτό ξωτικό, ἀπό μιά ρωγμή τοῦ σοβᾶ, λίγο πιό πάνω ἀπ’ τό περίεργό μου κεφάλι. Τότε ἔλεγα ἀπό μέσα μου τό «Βασιλεῦ οὐράνιε…», χωρίς νά ξέρω καλά – καλά τί σημαίνουν κάμποσες λέξεις, κάπως διαφορετικές ἀπό τίς συνηθισμένες κι ὅμως τόσο κοντινές. «…ἐλθέ καί “σκήνωσον” ἐν ἡμῖν…». Κάπως ἔτσι τό ἐννοοῦσα, καί φανταζόμουν τό Θεό ὅλο καλοσύνη νά ρίχνει ἕνα σκοινί ἀπ’ τόν οὐρανό ὥς τήν παιδική μου ψυχή καί νά ’ρχεται, μυστικός ἀκροβάτης. Σέ λίγο, ἐρχόταν ὁ ὕπνος…
Μιά μέρα πού ὁ παππούς πῆγε στή Φιλιππιάδα, μοῦ ’φερε μιά πλαστική σάκα καφετιά, μέ ἀνάγλυφα τριαντάφυλλα καί χερούλι μεταλλικό. Μέσα εἶχε ἕνα μολύβι καί δυό – τρία τετράδια μ’ ἐξώφυλλο χάρτινο καί κάτι ἀριθμούς στ’ ὀπισθόφυλλο, τήν «προπαίδεια», ὅπως μοῦ εἶπαν ἀργότερα. Μερικές φορές πήγαινα ὥς τό σχολειό, δίπλα στήν ἐκκλησία. Ἔπαιζα μέ τά παιδιά, τρώγαμε στό διάλειμμα ψωμοτύρι. Καί μοῦ ’λεγαν πώς ὁ παππούλης τούς ἔκανε τήν Κυριακή «κατηχητικό» καί πολύ τ’ ἀγάπαγαν αὐτό τό μάθημα καί πώς ἤμουν ἀκόμα μικρή, κι ἄν πήγαινα, δέ θά μποροῦσα νά καταλάβω.
Ἀργότερα, καθώς ἄρχισε τό σχολεῖο, ἀραίωσαν οἱ ἐπισκέψεις μου στό χωριό. Πάντα ὅμως στίς διακοπές λαχταροῦσα τήν ἐκκλησιά τοῦ παπποῦ, τήν Παναγία. Λαχταροῦσα νά τόν βλέπω στητό κι ὀλόρθο νά δέεται καί νά ψέλνει μελωδικά μέ μιά μυστική ταπεινότητα, μοῦ ’δινε νά διαβάσω κι ἐγώ κανέναν ψαλμό στούς ἑσπερινούς.

Ἀγαποῦσα πολύ τή Λαμπρή στό χωριό μέ τά φωτεινά πρόσωπα καί τά ὁλόλευκα ἄμφια τοῦ παππούλη. Καί φανταζόμουν πώς μιά Λαμπρή θά πετάξει ψηλά ὁ παππούς, λευκοντυμένος. Κράταγα προσεχτικά τή λαμπάδα μου καί σιγόψελνα τό «Χριστός Ἀνέστη». Ἤμασταν ὅλοι μιά ἀγκαλιά.
Ἀγαποῦσα καί τόν Δεκαπενταύγουστο, μέ τίς ἁπλές καθημερινές Παρακλήσεις στήν Παναγία. Κατηφορίζαμε ἀπό τά Πλατάνια, ὅπου μέναμε, καί πηγαίναμε κατευθεῖαν στήν ἐκκλησία. Ψέλναμε μέ τόν ἀδερφό μου ὅ,τι μπορούσαμε, λέγαμε καί τά διαβαστά. Προσέχαμε πο- λύ, νά μή μᾶς ξεφύγει οὔτε λέξη, γιατί ὁ παππούς δέ σήκωνε βιασύνες καί πονηριές.
Μᾶς εἶχε πεῖ κι ὁ Κώστας, ὁ μεγάλος μας ξάδερφος, τό παιδικό του πάθημα. Ὅτι τόν εἶχε πάρει ὁ παππούς σέ κάποιον ἑσπερινό γιά νά ψάλει, κι ὅτι εἶπε ν’ ἀφήσει κανένα τροπάριο, νά τελειώσουν νωρίτερα. Βγῆκε τότε ὁ παππούς στήν Ὡραία Πύλη καί τόν μάλωσε, λέγοντάς του νά μήν ξαναπάει, ἄν δέ θέλει νά διαβάζει ὅπως πρέπει, μέ τή σειρά.

Τά ξαδέρφια δέν ἔρχονταν συχνά στό χωριό. Ὅταν ἔρχονταν, δέ χορταίναμε τά παιχνίδια στήν πέτρινη αὐλή καί στίς λάκκες. Ὁ παππούς ἀρχίναγε κανένα τραγούδι καί καμιά φορά ἀφήναμε τό παιχνίδι ν’ ἀκούσουμε:«Μέ βλέπεις μάνα μ’ πού γελῶ/καί λές δέν ἔχω ντέρτι/ τό ντέρτι τό ’χω – μάνα μ’ – στήν καρδιά/ὠρέ τό βάσανο στά χείλη/δέν ἔχω τίνος – μάνα μ’ – νά τό εἰπῶ/ὠρέ τό ντέρτι τῆς καρδιᾶς μου…».
(«Ντέρτι» δέν ἤξερα τότε τί θά πεῖ κι οὔτε ρώταγα. Μέ χτύπαγε ὅμως ἡ λέξη στό στῆθος βαθιά καί μέ πόναγε, σάν ἦχος μεγάλου τυμπάνου).Ἔπιανε μετά κι ἕνα τραγούδι πού τό θυμόταν ἀπό τή Βιζύη, ὅταν ἦταν ἐκεῖ χωροφύλα- κας:«Τσανακαλέ ἰτσιντέ…».
Τό ’λεγε πρῶτα στά τούρκικα καί μετά «Μέσα στό Τσανακαλέ/μέ σκοτώσανε/χωρίς μάνα κι ἀδερφή/μέ παραχώσανε./Ὦ…».
Τέλειωνε τήν παραπονιάρικη μελωδία μ’ ἕναν βαθύ ἀναστεναγμό κι ὕστερα ἀρχίναγε τά ψαλτικά, σάν παρηγόρια.«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος…».
Πολλές φορές μᾶς προλάβαινε ἡ νύχτα στό σπίτι τοῦ παπποῦ. Νύχτα γυρίζαμε στά Πλατάνια καί μᾶς ἔφεγγαν τ’ ἀστέρια καί τό φεγγάρι. Στό χωριό μου τ’ ἀστέρια τά λέν «θεόπ’λα»(3).

* * *
Ὕστερα, ἦρθε ἡ ἐφηβεία. Ὄχι μέ ἐξωτερικά ξεσπάσματα, ἀλλά μέ ἔντονες σκέψεις καί προβληματισμούς. Κάπου ἐκεῖ στά δεκατέσσερα – δεκαπέντε, πρωτοαισθάνθηκα ὅ,τι λέμε «διάνοια» νά διαστέλλεται. – Σάν μπαλόνι νά διαστέλλεται κι ἡ μοίρα του θά ’ναι νά ξεφουσκώσει ἤ νά σκάσει κάποια στιγμή, γύρω ἐκεῖ στά τριάντα -. Ἀπαιτοῦσα σ’ ὅλα τά προβλήματα λύση μαθηματική, σάμπως νά ’ταν προβλήματα μαθηματικῶν.
Στίς διακοπές στό χωριό, δέν ἔπαιρνα πιά τ’ ἀγαπημένα μου διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη ἤ τοῦ Βιζυηνοῦ. Κουβαλοῦσα κλασικά ὀγκώδη μυθιστορήματα, βιβλία ἀπολογητικά, ἐκλαϊκευμένα βιβλία Ἀστρονομίας. Ἀγαποῦσα, θυμᾶμαι, πολύ τόν Θωμᾶ. Μ’ ἐνοχλοῦσε πού τόν ἔλεγαν ἄπιστο. «Ἐάν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω»…
Κουβέντες πολλές δέν ἔλεγα, ἰδιαίτερα σώπαινα τή Λαμπρή, σάμπως νά ’θελα κάτι ν’ ἀφουγκραστῶ. Πόσα ἄραγε «Χριστός Ἀνέστη», πόσα «Ἀληθῶς», πόσα θά λέγονταν μέ τήν καρδιά κι ὄχι ἁπλῶς μέ τό στόμα… Τρομερές κουβέντες, ἀλαφρωμένες ἀπ’ τή συνήθεια, ν’ ἀνασηκώνουμε τή σκιά κι οὔτε νά ’χουμε ὑποψιαστεῖ τό σῶμα…
«Δεῦτε λάβετε φῶς…». Λευκοντυμένος ὁ ἱερέας φωτοβολεῖ. «Πατέρα…» μοῦ ’ρχονταν νά φωνάξω δυνατά, ὅπως τότε πού ἤμουν νήπιο. Ἦταν ὅλοι ἐκεῖ, ὅλος ὁ κόσμος ἀπ’ ὅλες τίς Λαμπρές, ὅσοι ἔγραψαν τά λόγια τά ἱερά κι ὅσοι προσευχήθηκαν μ’ αὐτά στούς αἰῶνες. «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός…».
Αἰσθανόμουν ὅτι κάτι μεγάλο συνέβαινε, κάτι ἁπτό, πού δέν ἦταν παρά ἡ κατάφαση τῆς ζωῆς μέ τά ἁπλά της δῶρα. Ὁ Θεός δέν νοεῖται, βιώνεται. Δέν εἶναι σκέψη, εἶναι αἷμα, πεθαίνει κι ἀνασταίνεται.
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ. Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου…».

———————————————————————————————————
(1) Ἀπόσπασμα, πρώτη παράγραφος τοῦ Β΄ Μέρους, ἀπό τό ἀνέκδοτο, ἀκόμα, ἀφήγημά μου: Κωνσταντίνου Κώτση Ἱερέως Βίος ἁπλός (Πιστιανά, 1898-1997), Ἄρτα, 1999.
(2) Πιστιανίτης, ὁ καταγόμενος ἀπό τά Πιστιανά. Τά Πιστιανά εἶναι ἕνα μικρό χωριό στούς πρόποδες τοῦ Ξηροβουνίου, μεταξύ Κορφοβουνίου καί Ροδαυγῆς, εἴκοσι περίπου χιλιόμετρα βορειότερα ἀπ’ τήν Ἄρτα, μ’ ἑξακόσια μέτρα ὑψόμετρο.
(3) (τά) θεόπ’λα, θεόπουλα. Ἀλλοῦ στήν Ἤπει- ρο και «θιουπούλια (τά), μεταφορικά «τί καρτιρεῖς νά βγοῦν τά θιουπούλια», δηλαδή νά βγοῦν τά πουλιά τοῦ Θεοῦ, νά νυχτώσῃ;».
Βλέπε Εὐαγγέλου Ἀθ. Μπόγκα, Τά γλωσσικά ἰδιώματα τῆς Ἠπείρου (Βορείου, Κεντρικῆς καί Νοτίου), Α΄ Γιαννιώτικο καί ἄλλα λεξιλόγια, ἐκδόσεις Ἑταιρείας Ἠπειρωτικῶν Μελετῶν, Ἰωάννινα, 1964, σελίδα 138.

* * *
Σημείωση: Ἡ πρώτη αὐτή δημοσίευση ἀφιερώνεται στή μνήμη τοῦ πατέρα μου Εὐαγγέλου, καθότι τήν 7η Ἰουνίου συμπληρώνεται ἕνας χρόνος ἀπό τήν ἐκδημία του.
Ἀκόμα, στή μνήμη τῶν θείων μου Θεοφάνη, Τηλέμαχου, Ἐλευθερίου, Παρασκευῆς, Ἀθανασίας, Ζαχαρία.
*Η Αναστάσια Κόκκινου είναι καθηγήτρια Μουσικής, Δρ Μουσικολογίας

Σπάρτη, Μεγάλη Πέμπτη 2 Μάϊου 2024

Ευρωεκλογές 2024

Τινά   Επιβαλλόμενα Σχόλια και Σκέψεις 

Του Ιδρύματος Προασπίσεως Ηθικών και Πνευματικών Αξιών και του Σωματείου Οι Φίλοι του Τάματος του Έθνουςδια τα Αποτελέσματα

Προβληματισμοί με αφορμή το πρόγραμμα της  επίσκεψης  του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Άρτα (28/29 Ιουνίου 2024)

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (χημικού)

«Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες, ό,τι είστε, μην ξεχνάτε,

δεν είστε από τα χέρια σας μονάχα, όχι. Χρωστάτε

και σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν.

Κριτές  θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί.»

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Εισαγωγικά

Ανακοινώθηκε πριν λίγες μέρες το πρόγραμμα της επίσκεψης του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ.Βαρθολομαίου στην Άρτα. Σύμφωνα με το πρόγραμμα την Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024, το βράδυ, μετά την ολοκλήρωση της επισκέψεώς Του στην Ιερά Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης, ο Παναγιώτατος θα αφιχθεί και θα διανυκτερεύσει στην Άρτα.

Το Σάββατο 29 Ιουνίου 2024, το πρωΐ, ο Παναγιώτατος θα προεξάρχει στο Πατριαρχικό Συλλείτουργο, που θα τελεσθεί στον Ιερό Ναό του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, στην πόλη της Άρτας.

Θα ακολουθήσει ο υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου εγκαινιασμός και η ονοματοδοσία της νέας πλατείας, η οποία βρίσκεται απέναντι από τον Ιερό Ναό του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, στην περιοχή Τρίγωνο Άρτης.

Στον ίδιο χώρο της νέας πλατείας, θα ολοκληρωθεί το πρόγραμμα της επισκέψεως του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου με την αναγόρευσή Του, σε επίτιμο δημότη του Δήμου Αρταίων.

Η επίσκεψη στην Άρτα του Παναγιωτάτου θα ολοκληρωθεί το Σάββατο 29 Ιουνίου 2024.

Η δημοσιοποίηση του προγράμματος της επίσκεψης του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ.Βαρθολομαίου στην Άρτα στις 28/29 Ιουνίου 2024, όπως ήταν αναμενόμενο, δημιούργησε πλήθος ερωτηματικών και ενστάσεων εκ μέρους μεγάλης μερίδας Αρτινών Πολιτών.

Διαβάζοντας τις δημοσιεύσεις στον τοπικό τύπο, καθώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαπιστώνουμε, ότι οι σχετικές αντιρρήσεις και ενστάσεις αναφέρονται  κυρίως στο θέμα της ονομασίας της πλατείας, που κατασκευάζεται απέναντι από το ναό του Αγίου Μαξίμου του Γραικού.

Θα παραμείνει δε μνημειώδης η συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αρταίων τη Δευτέρα 27/5/2024, (η οποία δημοσιεύτηκε στην παρακάτω διεύθυνση : https://www.youtube.com/live/h4sf2I48syg?si=WWBdOa0t9lMjKcOt),

επειδή  απέδειξε για μια ακόμα φορά, ποιοι ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΙ  ασχολούνται με τα κοινά της ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ πόλης της Άρτας.

Το παρόν άρθρο έχει σκοπό να θέσει το θέμα του προγράμματος της επίσκεψης του Πατριάρχη  σε άλλη βάση, με βάση τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία, λόγω της ενασχόλησης του γράφοντος, ως Αρτινού πολίτη και κληρικού, με την τοπική εκκλησιαστική ιστορία.

Οι ιστορικοί δεσμοί της Μητρόπολης Άρτας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Οι ιστορικοί δεσμοί της Άρτας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδεικνύονται από τα εξής:

Α. Απο τις ενέργειες της Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας για τη λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος που προέκυψε κατά την περίοδο 1204-1235

Β. Απο το ιστορικό  Σταυροπήγιο της Μονής Παρηγορήτισσας και το σχετικό πατριαρχικό σιγίλιο.  Σταυροπήγιο είναι εκκλησιαστικός όρος και ιστορικά  σημαίνει  τοποθέτηση σταυρού στα θεμέλια μοναστηριού ως ένδειξη υπαγωγής του μοναστηριού απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι στον τοπικό επίσκοπο ή μητροπολίτη. Μετά την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου από την Εκκλησία της Ελλάδος το 1850 τα παλαίφατα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, όπως άλλωστε και το σύνολο, σχεδόν, των ιερών μονών της τότε ελληνικής επικράτειας, διαλύθηκαν από την Πολιτεία, προκειμένου να μπορέσει να καρπωθεί τη σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία τους.

Γ. Απο τις επισκέψεις Πατριαρχών στην Άρτα και στη Μονή της Παρηγορήτισσας.

Δ. Απο το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος (1864-1894)  διατέλεσε και τοποτηρητής του Οικουμενικού θρόνου από τις 30 Σεπτεμβρίου 1873 μέχρι την 1 Δεκεμβρίου 1873. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος υπήρξε ο τελευταίος ιεράρχης που εκλέχθηκε από το Οικ. Πατριαρχείο για τη Μητρόπολη Άρτης. Και τούτο διότι το 1882 το Πατριαρχείο χειραφέτησε τις Επαρχίες, που είχε στη Θεσσαλία, καθώς και τη μισή στην ουσία Μητρόπολη Άρτης στην Εκκλησία της Ελλάδος. Στο άλλο τμήμα της Μητροπόλεως Άρτης που τελούσε ακόμη υπό Οθωμανική Κατοχή τον Αύγουστο του 1881, λίγο νωρίτερα, η Μήτηρ Εκκλησία συνέστησε νέα Επαρχία, (ύστερα και από απαίτηση των κατοίκων της και δεν υπήγαγε το τμήμα αυτό σε άλλη διπλανή Μητρόπολη, στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων) με την ονομασία Ιερά Μητρόπολις Νικοπόλεως και Πρεβέζης και με την 22α θέση στο Συνταγμάτιο του Πατριαρχείου, θέση που κατέχει μέχρι σήμερα.

Ε. Από άλλα πατριαρχικά γράμματα και σιγίλια.

Νεότερες ιστορικές έρευνες συνδέουν τον εξ Άρτης Αγιορείτη Κολλυβά Χριστόφορο Προδρομίτη με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σεραφείμ (1757-1761), επειδή ο Χριστόφορος εχρημάτισε δάσκαλος των ανηψιών του Πατριάρχη (περισσότερα σε επόμενο άρθρο).

Η άποψη που υποστηρίζει ότι η Άρτα συνδέεται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέσω του Οσίου Μαξίμου του Γραικού ΔΕΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝΕΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, επειδή η σύνδεση αυτή αφορά στην Ι.Μ.Βατοπαιδίου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Φωτιστής των Ρώσων Μάξιμος ήταν Βατοπαιδινός μοναχός.

Το εκκλησιαστικό πρόβλημα της περιόδου1204-1235 και η Οσία Θεοδώρα.

Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Λατίνων, ξεκίνησε από την πλευρά των Βυζαντινών η προσπάθεια ανάκτησης της Βασιλεύουσας. Εστίες αντίστασης στους Λατίνους έκαναν την εµφάνισή τους σε αρκετά σηµεία της πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι δύο κυριότερες από αυτές ήταν τα κράτη της Ηπείρου (με πρωτεύουσα την Άρτα) και της Νίκαιας, στα οποία είχαν άλλωστε συγκεντρωθεί και πολλοί Βυζαντινοί πρόσφυγες, τόσο από την Κωνσταντινούπολη, όσο και από άλλες περιοχές που βρίσκονταν πλέον υπό την κατοχή των Λατίνων. Ο εξόριστος ορθόδοξος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε πλέον την έδρα του στη Νίκαια.

O Μιχαήλ Α΄ ∆ούκας της Ηπείρου (ο ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου), δεν  θεωρούσε τον εαυτό του υποτελή του κράτους της Νικαίας µε οποιονδήποτε τρόπο, ούτε δεχόταν, πως η Εκκλησιαστική Σύνοδος του κράτους του όφειλε να ενεργεί κάτω από τις οδηγίες και την επίβλεψη του νέου οικουµενικού πατριάρχη στη Νίκαια.Έτσι, όταν ο ηγεµόνας της Ηπείρου ξεκίνησε τη µεγάλη του αντεπίθεση εναντίον των Λατίνων του ελλαδικού χώρου και πέτυχε να απελευθερώσει πολλές πόλεις, οι κενές επισκοπικές έδρες των πόλεων αυτών έπρεπε να πληρωθούν από νέους ορθόδοξους επισκόπους. Σύµφωνα µε τους εκκλησιαστικούς κανόνες, όταν επρόκειτο για µητροπολίτες, έπρεπε να ενηµερωθεί ο οικουµενικός πατριάρχης και να του ζητηθεί να εκλέξει τους νέους επισκόπους ή έστω, να παραχωρήσει την άδειά του στη Σύνοδο της Ηπείρου, ώστε να προχωρήσει αυτή στην εκλογή. Επιπλέον, πρέπει να σηµειωθεί, πως, ακόµη και σε αυτήν την περίπτωση, οι υποψήφιοι θα έπρεπε να οριστούν από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. O Μιχαήλ ∆ούκας όμως ζήτησε από τη Σύνοδο της Ηπείρου να προχωρήσει στην τοποθέτηση των νέων µητροπολιτών στη Λάρισα (1212) και στο ∆υρράχιο (1213) άµεσα και χωρίς καµία προηγούµενη ενηµέρωση της Νίκαιας. Με την κίνησή του αυτή, που ήταν σαφώς µια διπλωµατική ενέργεια µε σηµαντικές πολιτικές προεκτάσεις, ο ιδρυτής του ανεξάρτητου κράτους της Ηπείρου έδειχνε ποια ήταν η θέση του απέναντι στον αυτοαποκαλούµενο «αυτοκράτορα» της Νίκαιας, ενώ, έστω και έµµεσα, αµφισβητούσε και το κύρος του οικουµενικού πατριάρχη καθώς και τη δικαιοδοσία του στην Ήπειρο.

Στα 1213 ο Μιχαήλ ∆ούκας είχε ήδη απελευθερώσει πολλές πόλεις και είχε επεκτείνει την επικράτειά του προελαύνοντας συνεχώς νικηφόρα στις εκστρατείες του, ώστε να θεωρεί τον εαυτό του τουλάχιστον ισότιµο µε τον Θεόδωρο Λάσκαρη της Νίκαιας. Ωστόσο, φαίνεται, πως οι ενέργειες αυτές δεν πραγµατοποιήθηκαν χωρίς τις επιφυλάξεις της Εκκλησιαστικής Συνόδου της Ηπείρου. Ο Ιωάννης Απόκαυκος, που ήταν µητροπολίτης Ναυπάκτου και ο αρχαιότερος από τους ιεράρχες της Ηπείρου, σε µια µεταγενέστερη επιστολή του προς τον πατριάρχη Μανουήλ Σαραντηνό στη Νίκαια αναφερόµενος στα γεγονότα αυτά, γράφει χαρακτηριστικά τα εξής: «πρόθυμος οὐκ εἰμὶ χειροτονητής, βραδὺς δὲ μᾶλλον περὶ τὰ τοιαῦτα». Τις επιφυλάξεις τους αυτές οι ιεράρχες της Ηπείρου τις ανέφεραν στον Μιχαήλ ∆ούκα, ο οποίος απέστειλε τότε σχετική αίτηση προς τον πατριάρχη προκειµένου να αναγνωρισθούν επισήµως, έστω και εκ των υστέρων, οι νέοι επίσκοποι από το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Aυτή ήταν µια καλή ευκαιρία για το πατριαρχείο της Νίκαιας να αναµιχθεί στα οργανωτικά ζητήµατα της Εκκλησίας της Ηπείρου. Ωστόσο, προτιµήθηκε αρχικά από τους ιεράρχες της Νίκαιας η σιωπή και χρειάστηκε να περάσουν εννέα χρόνια µέχρις ότου ο τότε πατριάρχης Μανουήλ Σαραντηνός απαντήσει στη Σύνοδο της Ηπείρου. Η ευκαιρία για προσέγγιση της Νίκαιας µε την Ήπειρο, έστω και σε εκκλησιαστικό επίπεδο, χάθηκε και το δυσάρεστο αυτό προηγούµενο οδήγησε στη διεύρυνση του χάσµατος ανάµεσα στα δύο κράτη και τις εκκλησίες τους, αφού, από τη µια µεριά, οι εκπρόσωποι του πατριαρχείου θεωρούσαν, πως έπρεπε να επιδείξουν αυστηρότητα προς την «αντικανονική» ενέργεια των ιεραρχών της Ηπείρου, ενώ οι τελευταίοι, από την άλλη, αισθάνονταν πως το πατριαρχείο δεν αντιµετώπιζε µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του ελλαδικού χώρου. Ο αντίκτυπος που είχε η χαµένη ευκαιρία του πατριαρχείου της Νίκαιας για ανάμειξη στις εκκλησιαστικές υποθέσεις της ελληνικής ∆ύσεως κατά την περίοδο εξουσίας του Μιχαήλ Α΄ ∆ούκα, επρόκειτο να παραµείνει αισθητός τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια µετά το θάνατο του ηγεµόνα της Ηπείρου. Έτσι ο Θεόδωρος ∆ούκας, που διαδέχθηκε τον αδελφό του Μιχαήλ Α΄ στην ηγεµονία της Ηπείρου, συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του στον ορισµό των επισκόπων στις πόλεις που απελευθέρωνε και γενικότερα στις σχέσεις του µε το κράτος και το πατριαρχείο της Νίκαιας. Η  στέψη του αυτοκράτορα Θεοδώρου Α΄  Αγγέλου Κομνηνού Δούκα (θείου του Μιχαήλ Β΄, συζύγου της Αγίας Θεοδώρας), στη Θεσσαλονίκη το 1227, έγινε από τον Μητροπολίτη Αχρίδος και όχι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με αποτέλεσμα το εκκλησιαστικό πρόβλημα  να μεγαλώνει. (Πηγή. Ν. Χρήστου Λάππα «Η ιστορία του Κράτους της Ηπείρου κατά τον 13ο αιώνα»)

Η Οσία Θεοδώρα φρόντισε με ιερά προαίρεση και σεμνή διπλωματία, να αρθεί οριστικά αυτή η ένταση και διαμάχη. Το 1238 ο Μιχαήλ Β΄ και η οσία Θεοδώρα προσκάλεσαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Β΄, να τελέσει τα εγκαίνια του ναού της Ιεράς Μονής της Παναγίας του Μπρυώνη. Ο Πατριάρχης αποδέχτηκε την πρόταση, όπως αποδεικνύεται από ένα σωζόμενο τμήμα της λίθινης επιγραφής που υπάρχει στο αέτωμα της βόρειας πλευράς του παραπάνω ναού και στην οποία αναγράφονται τα εξής : «Σταυροπήγιον πατριαρχικόν το αγιασθέν παρά Γερμανού και οικουμενικού Πατριάρχη». Έτσι, ο Πατριάρχης Γερμανός Β΄ είναι ο πρώτος Πατριάρχης που επισκέφτηκε την Άρτα. (Κ.Τσιλιγιάννη -ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ σελ.96).

Οι άλλοι Πατριάρχες που επισκέφτηκαν την Άρτα και την Παρηγορήτισσα.

Δεύτερος  Οικουμενικός Πατριάρχης, που επισκέφτηκε την Άρτα, ήταν ο Άγιος  Ιερεμίας Α’ το  1530. (αγιοκατατάχτηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 10 Ιανουαρίου 2023 και τιμάται στις 13 Ιανουαρίου κάθε έτους). Ο Άγιος Ιερεμίας Α΄ καταγόταν από τη Ζίτσα Ιωαννίνων και επισκέφτηκε την Άρτα και το ναό της Παρηγορήτισσας, όπως αποδεικνύεται από την επιγραφή, που υπάρχει σε επιτίθημα κιονίσκου στον γυναικωνίτη του ναού.

Τρίτος Πατριάρχης, που επισκέφτηκε την Άρτα και την  Παρηγορήτισσα,  ήταν ο Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός το 1578. Τότε η Παρηγορήτισσα ήταν γυναικεία μονή και είχε περιέλθει σε φοβερή ένδεια. Για το λόγο αυτό με ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΣΙΓΙΛΙΟ προσάρτησε τη μονή της Παρηγορήτισσας ως μετόχι στη μονή Κάτω Παναγιάς. Αξιοσημείωτα είναι και τα παρακάτω ιστορικά γεγονότα. Ο ομολογητής  Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ (1536 – Σεπτέμβριος 1595) είχε ως  δάσκαλό του και τον Άγιο Δαμασκηνό τον Στουδίτη, που διετέλεσε μητροπολίτης Άρτης και Ναυπάκτου. Επίσης ο ίδιος Πατριάρχης με τη βοήθεια σημαντικών λογίων που συγκέντρωσε γύρω του, άρχισε το έργο της ανόρθωσης της παιδείας σε όλες τις βαθμίδες. Ίδρυσε και λειτούργησε σχολεία. Ανέλαβε την πρωτοβουλία  για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων σε κάθε   μητρόπολη και αρχιεπισκοπή της δικαιοδοσίας του. Πολλοί Μακεδόνες μετανάστες αναδείχθηκαν μαζί με τους Ηπειρώτες σε πλούσιους προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών με κληροδοτήματα υπέρ εκπαιδευτικών έργων όχι μόνο στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά και σ’ άλλες ελληνικές πόλεις. Πρώτος σε χρονική σειρά  έρχεται ο Μανωλάκης ο Καστοριανός, προϊστάμενος της συντεχνίας των γουνοποιών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μανωλάκης  ο Καστοριανός βοήθησε οικονομικά επίσης τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1663) και  ίδρυσε σχολεία και στην Άρτα (1666), το γνωστό ως ΣΧΟΛΗ ΜΑΝΩΛΑΚΗ δίπλα στον Άγιο Βασίλειο της λαϊκής αγοράς της πόλης, επί αρχιερατείας του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτας, Βαρθολομαίου. (Σεραφείμ Ξενόπουλου του Βυζαντίου, «Δοκίμιον ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης»)

Υπάρχει αναφορά και για την επίσκεψη του Πατριάρχη Σωφρονίου στην Άρτα. Πιθανόν να σχετίζεται με την ενθρόνιση του Μητροπολίτη Άρτης και Πρεβέζης Σεραφείμ Ξενόπουλου, αφού αυτός υπογράφει την πράξη εκλογής του Σεραφείμ ως Μητροπολίτη Άρτας. Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος το 1873 διετέλεσε τοποτηρητής του Πατριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως.

Τέταρτος  Οικουμενικός Πατριάρχης, που επισκέφτηκε την Άρτα με παλλαϊκή υποδοχή στο χώρο της Παρηγορήτισσας, ήταν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, επί Αρχιερατείας Ιγνατίου Γ΄ (Τσίγκρη)το 1963. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία περιγράφουν ως εξής την επίσκεψη αυτή:

«Στις 24 Ιουνίου 1963 επισκέφτηκε την Άρτα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας συνοδευόμενος από τους εξής μητροπολίτες: Δέρκων Ιάκωβο, Πριγκηπονήσων Δωρόθεο,  Ρόδου Σπυρίδωνα,  Ιωαννίνων Σεραφείμ,  Πρεβέζης Στυλιανό και Άρτης Ιγνάτιο Γ.

Χοροστάτησε σε πατριαρχική δοξολογία, που έγινε στο ναό της Παρηγορήτισσας και μετά επισκέφτηκε το ναό της Αγίας Θεοδώρας (Κ.Βάγιας Ενθυμήσεις – περιοδικό Σκουφάς τευχ. 38-39)

Ιστορικά Πατριαρχικά  έγγραφα

Επίσης, η σύνδεση της Άρτας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο φαίνεται και από τα παρακάτω σημαντικά εκκλησιαστικά Πατριαρχικά έγγραφα:

α. «Γράμμα Συνοδικόν της ειδήσεως της εις θρόνον Άρτης προαγωγής επί Πατριαρχείας Σωφρονίου». Με το έγγραφο αυτό ανακοινώνεται η εκλογή του Σεραφείμ Ξενόπουλου ως Μητροπολίτη Άρτας. Επίσης, υπάρχει και άλλο σχετικό έγγραφο  με τον τίτλο «Πράξις εκκλησιαστική της προχειρίσεως ως Μητροπολίτη Άρτας» του Σεραφείμ Ξενόπουλου.

β. Σιγιλιώδες γράμμα περί ενώσεως της πάλαι ιεράς Μονής των Αγίων Αποστόλων μετά της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς.

Τα έγγραφα υπάρχουν στο βιβλίο «ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ» του Μητροπολίτη Σεραφείμ Ξενόπουλου του Βυζάντιου.

γ. Το σιγίλιο  του Πατριάρχου Ιερεμία Β΄ με το οποίο η Μονή της Παρηγορήτισσας γίνεται μετόχι της Κάτω Παναγιάς και βρίσκεται ολόκληρο δημοσιευμένο στο βιβλίο  Α. Ορλάνδου: Η ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ ΑΡΤΑΣ.

Απορίες και ερωτήματα στους εμπλεκόμενους φορείς:

1. Πιστεύω να γνωρίζετε, όσοι εμπλέκεστε θεσμικά στο θέμα της οργάνωσης και  υποδοχής του Πατριάρχη, ότι η  Άρτα γ είναι γνωστή για το ιστορικό γεφύρι και για επί πλέον δύο λόγους. Για την πολιούχο Οσία Θεοδώρα και τα βυζαντινά της μνημεία με ΣΗΜΑΝΤΙΚΌΤΕΡΟ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΌ  την Παναγία την Παρηγορήτισσα. Γνωρίζετε όμως, ότι η Παρηγορήτισσα ήταν αρχικά ο Μητροπολιτικός ναός του Δεσποτάτου της Ηπείρου, μετά την καταστροφή του ναού της Περιβλέπτου, λόγω των πλημμυρών του Αράχθου;;; 

2. Θα υποδεχθείτε τον Οικουμενικό Πατριάρχη στη Βυζαντινή Άρτα σε ένα  ΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΝΑΟ (που κατασκευάστηκε τον 21ο  αιώνα) ενός  μεγάλου μεν Αγίου, που η ζωή όμως και η δράση του Αγίου  δεν έχει άμεση σχέση με την τοπική εκκλησιαστική ιστορία;; Υπενθυμίζουμε, ότι ο Άγιος Μάξιμος ΔΕΝ ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΤΑ. Απλά, γεννήθηκε εδώ, όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να  μετακομίσει από τη Σπάρτη στην Άρτα.

Αυτό προκύπτει από τη μελέτη των γραπτών του Μιχαήλ Τριβώλη (Οσίου Μαξίμου) στα οποία πουθενά δεν μνημονεύεται η Άρτα, όπου γεννήθηκε. Ακόμα και στην περιγραφή του μαρτυρίου του άγνωστου Αρτινού νεομάρτυρα, ονομάζει τον τόπο του μαρτυρίου «Ελληνική γη». Σε ένα από τα γράμματά του προς τον προσφιλέστατο φίλο του Ιωάννη Γρηγορόπουλο υπογράφει ως: «ο σος Δωρίλεος ο Τριβώλης, ο εκ Σπάρτης Λακεδαιμόνιος» (DΕNISOFF, Μaxime le Grec et l’ Occident, contribution a l’ histoire, σ. 91, βλ. και ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ, Μαξιµος ο Γραικός, Ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων, σ. 400, επίσης βλ. και ΦΕΙΔΑ, «Μάξιµος», στ. 627)

3. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία, που παραθέσαμε, η τοπική ιστορία συνδέει την Οσία Θεοδώρα και το Σταυροπήγιο της Παρηγορήτισσας με το  Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επίσης, οι υποδοχές στις επισκέψεις  των Πατριαρχών στην Άρτα γίνονταν στο ναό της Παρηγορήτισσας. Και αυτό επειδή η Παρηγορήτισσα ήταν  ιερά ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ Μονή. Με ποιο δικαίωμα εσείς, πλέον, καταργείτε αυτή την παράδοση της εκκλησιαστικής ιστορίας και συνδέετε την επίσκεψη του Πατριάρχη ΜΟΝΟ ΜΕ ΕΝΑΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΝΑΟ;;; Μήπως κάποιος πρέπει να σας εξηγήσει τι σημαίνει ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ;;;

4. Θα υποδεχτεί η πόλις των Αρταίων τον Οικουμενικό  Πατριάρχη στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου  χωρίς αυτός να επισκεφτεί ή να λειτουργήσει είτε στην πολιούχο, είτε στην Παναγία την Παρηγορήτισσα, αλλά ούτε καν στον Μητροπολιτικό ναό;;;

Δυστυχώς, κύριοι τοπικοί άρχοντες, συμπεριφερθήκατε, με τις ανιστόρητες αποφάσεις,  σαν ερασιτέχνες. Μη ξεχνάτε, ότι ένα από τα κύρια καθήκοντά σας είναι ο σωστός χειρισμός θεμάτων που έχουν σχέση με την τοπική εκκλησιαστική ιστορία. Δείχνετε όμως μεγάλο ενδιαφέρον να αναβιώσετε ειδωλολατρικά έθιμα στη Βυζαντινή Άρτα και να αποϊεροποιήσετε τον ιερό ναό της Παρηγορήτισσας με συναυλίες μεγαλοβδομαδιάτικα. Δεν σκεφτήκατε ότι η επίσκεψη του Πατριάρχη μετά από εξήντα χρόνια στην πόλη των Αρταίων είναι Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΦΟΡΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΣΜΟ ΝΑ ΤΙΜΉΣΕΤΕ ΚΑΙ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΝΑ ΠΡΟΒΆΛΛΕΤΕ; Μήπως επίσης δεν γνωρίζετε, ότι η Οσία Θεοδώρα ανέθεσε στην Παναγία την Παρηγορήτισσα τη φύλαξη της πόλεως, (όπως περιγράφεται αναλυτικά σε βιβλίο παλιού Αρτινού) με αποτέλεσμα η πόλη των Αρταίων να είναι ΠΑΝΑΓΙΟΦΡΟΥΡΗΤΗ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣΚΕΠΑΣΤΗ;;; (Κ.Στρατή -Η Οσία Θεοδώρα -Άρτα 1960).

 Τα πολλά θαύματα της Παρηγορήτισσας το αποδεικνύουν περίτρανα. Αυτά τα γνωρίζετε;;

Και το πλέον ΠΑΡΑΔΟΞΟ σε όλη την υπόθεση  είναι και το εξής: Αφενός προθυμοποιηθήκατε να κάνετε τον Οικουμενικό Πατριάρχη επίτιμο Δημότη Αρταίων, αφετέρου ξεχνάτε και αθετείτε ποικιλοτρόπως τη γραπτή εντολή του Πατριαρχικού Σιγιλίου του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ με την οποία κατοχυρώνει τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της μονής  της Παρηγορήτισσας, αποϊεροποιώντας έτσι ποικιλοτρόπως τον ιερό χώρο της Μονής.

Σας υπενθυμίζω, ότι το σιγίλιο μεταξύ των άλλων γράφει:

 «….η μετριότης ημών αποφαίνεται και παρακελεύεται εν Αγίω Πνεύματι δια του παρόντος αυτού σιγιλιώδους γράμματος, ίνα το ειρημένον πατριαρχικόν σταυροπήγιον το λεγόμενον Παρηγορήτισσα είη υπό την διοίκησιν σκέπην και κυβέρνησιν της πατριαρχικής μονής της Παναγίας της ευρισκομένης κατά την οδόν της βρύσης (σημ. πρόκειται για την Ιερά Μονή Κάτω Παναγιάς) και ονομάζεται μετόχιον αυτής εις αιώνας τους άπαντας, έχοντος άδειαν του εκείσε οσιωτάτου ηγουμένου ιερέα ακατάγνωστον εισαγαγείν εν αυτώ, ώστε ιερουργείν και ψάλλειν τω Θεώ, ου μην δε διανυκτερεύει εκείσε ή καθεύδειν όλως εν τοις ένδον κελλίοις  …….και τον παραβαίνοντα ΑΦΟΡΙΣΜΏ ΑΛΥΤΩ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΩ καθυποβάλλομεν. ΄Ετι δε διοριζόμεθα μηδένα των από μακράν και του  κατά τόπον αρχιερέως Ναυπάκτου και Άρτης τολμάν οψέποτε εναντιωθήναι περί τούτου ή ακλήτως εισελθείν εν αυτή και θέλειν διακρίνειν αμετόχως αφαρπάζειν τι των αφιερωμένων τη μονή ταύτη κτημάτων τε και πραγμάτων, εν βάρει αργίας και αφορισμώ τω από Θεού…».

Μήπως είναι καιρός να ξεφύγουμε από κάθε είδους επαρχιωτισμό και ανεξήγητες εμμονές, που μας διακρίνουν και που, δυστυχώς, αλλοιώνουν  πλήρως την τοπική εκκλησιαστική ιστορία; 

…….“Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι , οι νεκροί» (Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ)

Μήπως είναι καιρός να διαλύσουμε τα νέφη της άγνοιας, της  σύγχυσης και της αδιαφορίας, που προκαλούν «ΣΚΟΤΟΣ ΤΑΙΣ ΦΡΕΣΙ;»