Η διδασκαλία του αγίου Σιλουανού περί της προς τους εχθρούς αγάπης.(Γέροντος Σωφρονίου)

Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΓΑΠΗΣ
Όπως εκάστη ορθολογιστική κοσμοθεωρία έχει την λογικήν αυτής ακολουθίαν, την διαλεκτικήν αυτής, ούτω και ο πνευματικός κόσμος έχει την ιδίαν αυτού δομήν και διαλεκτικήν. Η διαλεκτική όμως της πνευματικής εμπειρίας είναι κατά το πλείστον ιδιότυπος και δεν συμπίπτει προς την πορείαν της συνήθους διανοήσεως.
Ούτως εις τους ορθολογιστάς δυνατόν να φανή παράδοξον το υποδεικνυόμενον υπό του μακαρίου Γέροντος (αγίου Σιλουανού) κριτήριον της αληθούς πίστεως, της γνησίας θεοκοινωνίας, το γνώρισμα της ενεργείας της χάριτος, τουτέστιν η αγάπη προς τους εχθρούς.
Επί του προκειμένου, παρά την επιθυμίαν ημών να είμεθα κατά το δυνατόν σύντομοι και να αποφύγωμεν παν περιττόν, θεωρούμεν αναγκαίον όπως είπωμεν ολίγας λέξεις προς διασάφησιν.
Εις τον άνθρωπον εδόθη η ελπίς να λάβη κατά τον αιώνα τον μέλλοντα δωρεάν μεγάλης Θεοομοιώσεως και πληρώματος μακαριότητος, αλλ’ επί γης γνωρίζει μόνον «τον αρραβώνα» της μελλούσης καταστάσεως.

Εντός των ορίων της επιγείου πείρας, εις τον ενδεδυμένον την σάρκα άνθρωπον εδόθη κατά τον καιρόν της προσευχής να συνδυάζη την εν τω Θεώ διαμονήν μετά της μνήμης του κόσμου. Όταν όμως η εν τω Θεώ διαμονή φθάνη εις μεγαλύτερον πλήρωμα, τότε «λησμονείται ο κόσμος», καθώς ο ολοσχερώς «προσκολλώμενος προς την γην» επιλανθάνεται του Θεού.

Αλλ’ εάν εν καταστάσει πληρεστέρας διαμονής εν τω Θεώ ο κόσμος «λησμονήται», είναι άρα γε δυνατόν να ομιλώμεν περί της αγάπης προς τους εχθρούς ως κριτηρίου της αληθούς Θεοκοινωνίας; Όντως, ο επιλανθανόμενος του κόσμου δεν σκέπτεται ούτε περί φίλων, ούτε περί εχθρών.
Ο κατά την ουσίαν Αυτού υπερκόσμιος Θεός δια των ενεργειών Αυτού μένει εν τω κόσμω. Το πλήρωμα και η τελειότης της επέκεινα του κόσμου καταστάσεως του Θεού ουδόλως καταστρέφονται εκ της αδιαλείπτου ενεργείας Αυτού εν τω κόσμω. Ο επί γης όμως άνθρωπος, ο σάρκα ενδεδυμένος, δεν έχει τοιαύτην τελειότητα, και δια τούτο, όταν συγγίγνηται τω Θεώ εξ ολοκλήρου, ήτοι δι’ όλων των δυνάμεων του νοός και της καρδίας αυτού, ουδεμίαν πλέον συνείδησιν έχει του κόσμου. Εκ τούτου όμως δεν εξάγεται ότι το πλήρωμα της εν τω Θεώ διαμονής δεν συνδέεται μετά της αγάπης προς τους εχθρούς. Ο Γέρων εβεβαίου το εναντίον, ήγουν τον στενώτατον σύνδεσμον του ενός μετά του ετέρου.
Κατά την εμφάνειαν του Κυρίου εδόθη εις τον Γέροντα εκείνος ο βαθμός της γνώσεως, όστις αποκλείει την αμφιβολίαν και τον δισταγμόν. Κατηγορηματικώς επεβεβαίου ότι, όστις αγαπά τον Θεόν δια Πνεύματος Αγίου, οπωσδήποτε αγαπά και παν δημιούργημα του Θεού και προ παντός τον άνθρωπον. Την αγάπην ταύτην εγνώρισεν ως δωρεάν του Αγίου Πνεύματος· εδέχθη αυτήν ως ενέργειαν του Θεού άνωθεν καταβαίνουσαν· και, εν ταυτώ, ησθάνθη την ολοκληρωτικήν εν τω Θεώ κατάδυσιν προελθούσαν εξ αιτίας της εν χάριτι αγάπης προς τον πλησίον.
Ομιλών ο Γέρων περί των εχθρών μετεχειρίζετο την γλώσσαν του περιβάλλοντος αυτού, ένθα πολλά ελέγοντο και εγράφοντο περί των εχθρών της πίστεως. Ο ίδιος διέκρινε τους ανθρώπους ουχί εις εχθρούς και φίλους, αλλ’ εις γνωρίσαντας και αγνοούντας τον Θεόν. Εάν αι ιστορικαί συνθήκαι ήσαν άλλαι, τότε και ο Γέρων, υποθέτομεν, θα εξεφράζετο κατ’ άλλον τρόπον, όπερ και συνέβη πολλάκις, ότε ωμίλει περί της αγάπης προς τον συνάνθρωπον εν γένει, ανεξαρτήτως εάν ούτος ευεργετή ή απ’ εναντίας κακοποιή ημάς. Εις τούτο έβλεπε την ομοίωσιν προς τον Χριστόν, Όστις «ήπλωσε τας χείρας επί του σταυρού», ίνα «ελκύση πάντας ανθρώπους».
Πού έγκειται η δύναμις της εντολής «αγαπάτε τους εχθρούς υμών»; Δια τί είπεν ο Κύριος ότι οι φυλάσσοντες τας εντολάς Αυτού γνωρίζουν πόθεν η διδαχή αύτη (Ιωάν. ζ’ 17); Πώς κατενόει τούτο ο Γέρων;
Γέρων Σωφρόνιος
«Ο Θεός αγάπη εστίν», αγάπη απόλυτος, περιβάλλουσα εν υπεραφθονία πάσαν την κτίσιν. Ο Θεός και εν τω άδη παρίσταται ως αγάπη. Το Πνεύμα το Άγιον χορηγεί εις τον άνθρωπον, κατά τον βαθμόν της δεκτικότητος αυτού, την ενεργόν γνώσιν αυτής της αγάπης, και ούτως ανοίγει εις αυτόν την οδόν προς το πλήρωμα της υπάρξεως.
Εκεί όπου υπάρχουν «εχθροί», εκεί υπάρχει και απόρριψις. Δια της απορρίψεως ο άνθρωπος εκπίπτει αναποφεύκτως του Θείου πληρώματος και ευρίσκεται ήδη εκτός του Θεού. Οι τυχόντες της Βασιλείας των ουρανών και μένοντες εν τω Θεώ εν Πνεύματι Αγίω βλέπουν όλας τας αβύσσους του άδου, διότι εν όλω τω είναι δεν υπάρχει περιοχή, όπου ο Θεός απουσιάζει. «Όλος ο ουρανός των Αγίων ζη εν Αγίω Πνεύματι, από του Πνεύματος δε του Αγίου ουδέν εν όλω τω κόσμω είναι κεκρυμμένον …». «Ο Θεός είναι αγάπη, και εις τους Αγίους το Πνεύμα το Άγιον είναι αγάπη» (σ. 496). Μένοντες εν τω «ουρανώ» οι Άγιοι βλέπουν τον άδην και τον περιβάλλουν ωσαύτως δια της αγάπης αυτών.
Οι μισούντες και αποκρούοντες τον αδελφόν αυτών έχουν ελλιπή την ύπαρξιν, και τον αληθινόν Θεόν, Όστις είναι αγάπη τα πάντα περιβάλλουσα, δεν εγνώρισαν, και την οδόν προς Αυτόν δεν εύρον.
Το δια τον άνθρωπον ασυμβίβαστον του πληρώματος της εν τω Θεώ παραμονής προς το πλήρωμα της παραμονής εν τω κόσμω, υπό την έννοιαν του «άμα», οδηγεί εις το ότι η κρίσις περί του γνησίου ή αντιθέτως του «απατηλού» της θεωρίας γίνεται δυνατή μόνον «μετά την επιστροφήν» εις την μνήμην και την αίσθησιν του κόσμου. Εμαρτύρει ο Γέρων ότι, εάν μετά την πνευματική κατάστασιν, εκλαμβανομένην ως Θεοπτίαν ή Θεοκοινωνίαν, δεν υπάρχει αγάπη προς τους εχθρούς και άρα προς όλην την κτίσιν, τούτο είναι σαφής ένδειξις ότι η θεωρία δεν είναι γνησία, τουτέστιν αληθής κοινωνία μετά του Θεού.
Η «αρπαγή» εις την θεωρίαν δύναται να έλθη εις τον άνθρωπον, πριν ή ο ίδιος σκεφθή περί τούτου. Εν τη καταστάσει της αρπαγής, και όταν εισέτι αύτη δεν είναι εκ Θεού, ο άνθρωπος δύναται να μη αντιληφθή τι υπέστη. Εάν «μετά την επιστροφήν» εμφανίζηται ως καρπός της θεωρίας ο τύφος και η αδιαφορία δια τα πεπρωμένα του κόσμου και του ανθρώπου, τότε, άνευ αμφιβολίας, η θεωρία είναι ψευδής. Όθεν, το γνήσιον ή μη της θεωρίας γνωρίζεται εκ των καρπών αυτής.
Και αι δύο εντολαί του Χριστού, ήγουν η αγάπη προς τον Θεόν και η αγάπη προς τον πλησίον, συναποτελούν μίαν ζωήν. Και ως εκ τούτου, εάν πιστεύη τις ότι ζη εν τω Θεώ και αγαπά τον Θεόν, αλλά μισή τον αδελφόν αυτού, ούτος ευρίσκεται εν πλάνη. Ούτως η Δευτέρα εντολή δίδει εις ημάς την δυνατότητα να διαπιστώσωμεν εάν αληθώς ζώμεν εν τω αληθινώ Θεώ.
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999, σελ. 154-156.

Πρωινή προσευχή.(Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη)

Αγιος-Σιλουανος-ο-Αθωνίτης_1

Αιώνιε Κύριε, Δημιουργέ των απάντων ο καλέσας με εις την ζωήν ταύτην τη ανεξερευνήτω Σου αγαθότητι· ο δους μοι την Χάριν του Βαπτίσματος και την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος· ο κοσμήσας με τη επιθυμία του αναζητείν Σε, τον μόνον αληθινόν Θεόν, επάκουσον της δεήσεώς μου.
Ο Θεός μου, ουκ έχω ζωήν, φως, χαράν, σοφίαν, δύναμιν άνευ Σου.
Αλλά Συ είπας τοις μαθηταίς Σου: «Πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε».
Όθεν τολμώ επικαλείσθαι Σε: Καθάρισόν με από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος.
Δίδαξον με πως δει προσεύχεσθαι.
Ευλόγησον την ημέραν ταύτην ήν εχάρισάς μοι, τω αναξίω δούλω Σου.
Ικάνωσόν με τη δυνάμει της Χάριτός Σου αδιαλείπτως ομιλείν και εργάζεσθαι προς την Σην δόξαν εν πνεύματι καθαρότητος, ταπεινώσεως, υπομονής, αγάπης, ευγενείας, ειρήνης, ανδρείας και σοφίας, επιγινώσκειν αεί την απανταχού παρουσίαν Σου.
Κύριε ο Θεός, δείξόν μοι την οδόν του θελήματός Σου εν τη απείρω Σου αγαθότητι και αξίωσόν με πορεύεσθαι ενώπιόν Σου χωρίς αμαρτίας.
Καρδιογνώστα Κύριε, Συ επιγινώσκεις πάσαν μου ένδειαν, Συ γινώσκεις την τυφλότητα και την άγνοιάν μου, Συ γινώσκεις την αστάθειαν και την διαφθοράν της ψυχής μου.
Αλλ’ ουδ’ ο πόνος ουδ’ η αγωνία η εμή κεκρυμμένα Σοι τυγχάνει. Επάκουσον της δεήσεώς μου και δίδαξόν με τω Πνεύματί Σου τω Αγίω, οδόν εν ή πορεύσομαι.
Μη εγκαταλείψης με, ότι η διεφθαρμένη μου θέλησις οδηγήση με προς άλλας οδούς, αλλά βιαίως επανάγαγέ με προς Σε.
Δος μοι, τη δυνάμει της Σης αγάπης, στερεωθήναι με εις το αγαθόν.
Φύλαξον με από παντός λόγου ή έργου ψυχοφθόρου, από πάσης εσωτερικής και εξωτερικής κινήσεως μη ευαρέστου ενώπιόν Σου και επιβλαβούς δια τον αδελφόν μου.
Δίδαξόν με πώς δει και τι με δει λαλείν.
Εάν το Σον θέλημα εστι του μη αποκριθήναι με δος μοι πνεύμα ειρηναίας σιωπής, αλύπου και ακινδύνου δια τον αδελφόν μου.
Νομοθέτησόν με εν τη τρίβω των εντολών Σου και έως εσχάτης μου αναπνοής μη επιτρέψης παρεκκλίναι με από του Φωτός των προσταγμάτων Σου, έως ότου καταστώσιν ο μοναδικός νόμος πάσης υπάρξεώς μου, προσκαίρου τε και αιωνίου.
Δέομαί Σου ο Θεός ελέησόν με.
Λύτρωσαί με από της θλίψεως και αθλιότητός μου και μη αποκρύψης απ’ εμού την οδόν της σωτηρίας. Εν τη αφροσύνη μου, ο Θεός, περί πολλών και μεγάλων δέομαί Σου, γινώσκων αεί την εμήν κακότητα, την αδυναμίαν και φαυλότητα κράζω Σοι: ελέησόν με.
Μη απορρίψης με από του Προσώπου Σου ένεκεν της αλαζονείας μου.
Δος και αύξησον εν εμοί τω αχρείω την δύναμιν του αγαπάν Σε, κατά τας εντολάς Σου, εξ όλης της καρδίας μου, εξ όλης της ψυχής μου, εξ όλης της διανοίας μου, εξ όλης της ισχύος μου, και δι’ όλου του είναι μου.
Ναι, ο Θεός, δίδαξόν με δικαίαν κρίσιν και γνώσιν τω Πνεύματί Σου τω Αγίω.
Δος μοι του γνώναι την Αλήθειάν Σου προτού με απελθείν εκ της ζωής ταύτης.
Παράτεινον τας ημέρας της ζωής μου έως ότου Σοι προσφέρω μετάνοιαν αληθινήν.
Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου μηδέ εν ώ ο εμός νους τετυφλωμένος εστί.
Και όταν ευδοκήσης ελθείν το τέλος της ζωής μου προγνώρισόν μοι τον θάνατον, ίνα η ψυχή μου ετοιμασθή προς συνάντησίν Σου.
Έσο μετ’ εμού, Κύριε, εν εκείνη τη ώρα τη φοβερά και απόδος μοι την αγαλλίασιν του Σωτηρίου Σου.
Καθάρισόν με από παντός αμαρτήματος φανερού και αποκρύφου, από πάσης ανομίας κεκρυμμένης εν εμοί και δώρησόν μοι καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού βήματός Σου. Ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου και την άμετρον φιλανθρωπίαν Σου, επάκουσον της δεήσεώς μου.

 

Σκέψεις του Γ. Σωφρόνιου για τον Αγ. Σιλουανό.

Για τα φυτά και τα ζώα

Ο μακαριστός Γέροντας ήταν για μας θείο δώρο κι εξαιρετικό φαινόμενο. Ήταν ο τύπος του γνήσιου χριστιανού, που μας κατέπληξε με την τελειότητά του. Στο πρόσωπό του βλέπαμε την αρμονική σύνθεση δύο, θα έλεγε κανείς, ασυμβίβαστων άκρων. Έτσι βλέπαμε την ασυνήθιστη για τέτοιου είδους ανδρείους ανθρώπους συμπόνοια για κάθε τι ζωντανό, για κάθε κτίσμα. Κι η ευσπλαχνία αυτή έφτανε σε τέτοια όρια, που δημιουργούσε φυσικά τη σκέψη πως πρόκειται για παθολογική συναισθηματικότητα. Συγχρόνως, όμως, συναντούσαμε και την άλλη πλευρά του πνεύματος, που έκανε φανερό πως και το προηγούμενο δεν ήταν παθολογικό φαινόμενο, αλλά αληθινά υπερφυσικό μεγαλείο και ευσπλαχνία κατά χάριν.
Ο Γέροντας φρόντιζε ακόμα και για τα φυτά. Πίστευε πως κάθε κακομεταχείριση που τα βλάπτει είναι αντίθετη με τη διδαχή της χάρης. Θυμάμαι μια φορά που βάδιζα μαζί του το μονοπάτι που οδηγούσε από τη Μονή στο καλύβι, όπου πέρασα ένα έτος. Αυτή η καλύβα απέχει περίπου ένα χιλιόμετρο από το Μοναστήρι. Ο Γέροντας ερχόταν να δει την κατοικία μου. Κρατούσαμε ραβδιά, όπως συνηθίζεται στις ορεινές περιοχές. Και στις δυό πλευρές από το μονοπάτι φύτρωναν αραιά ψηλά αγριόχορτα. Με τη σκέψη να μην αφήσω τα χόρτα να κλείσουν το μονοπάτι, χτύπησα με το ραβδί ένα βλαστό στην κορφή του, ώστε να εμποδίσω την ωρίμανση των σπόρων. Η χειρονομία μου φάνηκε βάναυση στο Γέροντα και κούνησε ελαφρά με αμηχανία το κεφάλι του. Κατάλαβα τι σήμαινε αυτό και ντράπηκα.
Ο Γέροντας έλεγε πως το Πνεύμα του Θεού διδάσκει τη συμπόνοια για ύλη την κτίση, ώστε να μην κόβουμε ούτε τα φύλλα του δέντρου «χωρίς ανάγκη».
«Να, ένα πράσινο φύλλο πάνω στο δέντρο, και σι το έκοψες χωρίς ανάγκη. Αν και δεν είναι αμαρτία, πως να το πω, προκαλεί οίκτο. Η καρδιά που έμαθε ν’ αγαπά, λυπάται όλη την κτίση».
Αυτή όμως η συμπόνοια για το πράσινο φύλλο του δέντρου ή για το αγριολούλουδο που πατούμε, συνδυαζόταν μέσα του με την πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση όλων των πραγμάτων του κόσμου. Ως χριστιανός ήξερε πως όλη η κτίση δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο· γι’ αυτό, όταν «είναι ανάγκη», ο άνθρωπος μπορεί να επωφεληθεί απ’ όλα. Ο ίδιος θέριζε το σανό, έκοβε ξύλα στο δάσος, αποθήκευε ξύλα για τον χειμώνα, έτρωγε ψάρια.
Είναι αξιοσημείωτες στα γραπτά του Γέροντα οι σκέψεις και τα αισθήματά του για τα ζώα. Ήταν πραγματικά εκπληκτική η συμπόνοια του για κάθε κτίσμα, όπως συμπεραίνουμε απ’ όσα διηγείται: πόσο πολύ έκλαψε για την «τραχύτητά του προς την κτίση», όταν «χωρίς ανάγκη» σκότωσε μια μύγα ή έριξε ζεστό νερό σε μια νυχτερίδα που κατοίκησε στο μπαλκόνι του καταστήματός του ή πως «λυπήθηκε την κτίση και κάθε δημιούργημα που πάσχει», όταν αντίκρισε στο δρόμο ένα κατακομμένο φίδι. Το ίδιο εκπληκτική όμως ήταν και η απομάκρυνσή του από κάθε δημιούργημα, όταν κυριαρχούσε μέσα του η φλογερή ορμή του για το Θεό.
Για τα ζώα και τα τετράποδα έλεγε πως είναι «γη» και δεν πρέπει να προσκολλάται σ’ αυτήν ο νους του ανθρώπου. Γιατί ο άνθρωπος οφείλει ν’ αγαπά το Θεό μ’ όλη τη διάνοια και μ’ όλη την καρδιά και μ’ όλη τη δύναμή του, δηλαδή μ’ όλο το είναι του, λησμονώντας τη γη.
Την προσκόλληση των ανθρώπων στα ζώα, που παρατηρούμε πολλές φορές και που φτάνει καμιά φορά ως τη «φιλία», ο Γέροντας την θεωρούσε διαστροφή της τάξεως που έθεσε ο Θεός και αντίθετη προς τη φυσική κατάσταση του πρωτοπλάστου (Γεν. β’ 20). Να χαϊδεύεις τη γάτα μουρμουρίζοντας «γατούλα, γατούλα» ή να παίζεις και να μιλάς με το σκύλο παύοντας να σκέφτεσαι το Θεό, ή φροντίζοντας για τα ζώα να λησμονείς τον πλησίον σου ή και να μαλώνεις εξαιτίας τους με τους ανθρώπους, όλα αυτά αποτελούσαν για το Γέροντα παράβαση των εντολών του Θεού, η πιστή τήρηση των οποίων αναδεικνύει τέλειο τον άνθρωπο. Σ’ ολόκληρη την Καινή Διαθήκη δεν βρίσκουμε ούτε ένα χωρίο που να διηγείται πως ο Κύριος προσήλωσε την προσοχή του στα ζώα – κι όμως Αυτός αγαπούσε πραγματικά όλη την κτίση Του. Η πραγμάτωση αυτής της τέλειας ανθρωπότητας κατ’ εικόνα του ανθρώπου-Χριστού είναι ο προορισμός μας, που ανταποκρίνεται στη φύση μας, στο κατ’ εικόνα Θεού. Γι’ αυτό θεωρούσε ο Γέροντας την ψυχική προσκόλληση και το πάθος για τα ζώα σαν υποτίμηση της ανθρώπινης υπάρξεως. Να, τι γράφει σχετικά:
«Μερικοί προσκολλώνται στα ζώα· έτσι όμως προσβάλλουν το Δημιουργό· γιατί ο άνθρωπος κλήθηκε να ζει αιώνια μαζί με τον Κύριο, να βασιλεύει μαζί Του και ν’ αγαπά τον Ένα Θεό. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει πάθος για τα ζώα, αλλά μόνο να έχει καρδιά συμπονετική για κάθε δημιούργημα».
Έλεγε πως τα πάντα δημιουργήθηκαν για να τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, και γι’ αυτό, όταν υπάρχει ανάγκη, μπορεί να επωφελείται από όλα όσα υπάρχουν στην κτίση. Αλλά ταυτόχρονα οφείλει να φροντίζει όλη τη δημιουργία. Γι’ αυτό κάθε βλάβη που προξενείται στα ζώα, ακόμα και στα φυτά, είναι αντίθετη προς το νόμο της χάρης, όπως και κάθε προσκόλληση προς τα ζώα είναι αντίθετη προς τις εντολές του Θεού.
Όποιος αγαπά αληθινά τον άνθρωπο και πενθεί στις προσευχές του για όλο τον κόσμο, αυτός ποτέ δεν προσκολλάται στα ζώα.

Για το κάλλος του κόσμου.

Το κάλλος του ορατού κόσμου ενθουσίαζε την ψυχή του Γέροντα. Αυτό τον ενθουσιασμό του δεν τον εκδήλωνε όμως με χειρονομίες ούτε με στάσεις του σώματος. Μπορούσες να τον αντιληφθείς μόνον από την έκφραση του προσώπου και από τον τόνο της φωνής του. Μ’ αυτό το συγκρατημένο και καθόλου επιδεικτικό ύφος γινόταν ακόμα πιο αισθητό το βάρος του βιώματός του. Συγκεντρωμένος στον εσωτερικό άνθρωπο, πρόσεχε λίγο τον εξωτερικό κόσμο. Όταν όμως έστρεφε το βλέμμα του στην ομορφιά του κόσμου, έβρισκε μια νέα αφορμή να θεωρήσει τη δόξα του Θεού και να ξαναστρέψει την καρδιά στο Θεό.
Στο σημείο αυτό έμοιαζε με τα παιδιά· όλα του προκαλούσαν έκπληξη. Σωστά παρατηρεί στις σημειώσεις του πως όποιος έχασε τη χάρη δεν αισθάνεται όπως πρέπει την ομορφιά του κόσμου και τίποτε δεν του κάνει εντύπωση. Όλη η ανείπωτα θαυμάσια δημιουργία του Θεού δεν τον συγκινεί. Αντίθετα, όταν η χάρη του Θεού είναι με τον άνθρωπο, τότε όλα τα πράγματα του κόσμου είναι μια έκπληξη για την καρδιά, εξαιτίας της ασύλληπτης ομορφιάς του. Κι η ψυχή διαβαίνει από τη θεωρία του ορατού κάλλους στην κατάσταση που αισθάνεται την παρουσία του ζωντανού Θεού αισθητή σ’ όλα τα κτίσματα.
Έβλεπε ο Γέροντας τα σύννεφα, τη θάλασσα, τα βουνά, τα δάση, τα λειβάδια, τα δέντρα, και θαύμαζε την ομορφιά τους. Έλεγε πως είναι ακόμα και σ’ αυτό τον ορατό κόσμο μεγαλόπρεπη η δόξα του Δημιουργού· το να δεις όμως με το Άγιο Πνεύμα τη δόξα του ίδιου του Κυρίου, αυτό είναι ασύγκριτο θέαμα που ξεπερνά κάθε ανθρώπινη φαντασία.

Για την αναζήτηση του Θεού.

Ο Γέροντας είχε μια ιδιότυπη ιδέα, πως μπορεί ν’ αναζητήσει το Θεό μόνον εκείνος που Τον γνώρισε και μετά Τον έχασε. Είχε την γνώμη πως κάθε αναζήτηση του Θεού ακολουθεί οπωσδήποτε κάποια εμπειρία του Θεού.
Ο Θεός δεν ασκεί βία στον άνθρωπο, αλλά στέκεται με μακροθυμία δίπλα στην καρδιά και περιμένει ταπεινά πότε θα Του ανοιχθεί αυτή η καρδιά. Ο ίδιος ο Θεός αναζητεί τον άνθρωπο, πριν Τον αναζητήσει ο άνθρωπος. Κι όταν, στην κατάλληλη στιγμή, εμφανιστεί ο Θεός στον άνθρωπο, τότε μόνο γνωρίζει ο άνθρωπος το Θεό στο μέτρο που του δόθηκε και μόνο τότε αρχίζει ν’ αναζητά το Θεό, ο οποίος κρύβεται από την καρδιά.
Έλεγε ο Γέροντας: «Πώς θ’ αναζητάς κάτι που δεν έχασες; Πώς θα ζητάς κάτι που δεν γνωρίζεις καθόλου; Η ψυχή όμως γνωρίζει τον Κύριο και γι’ αυτό τον αναζητεί».

Για την ενότητα του πνευματικού κόσμου και το μεγαλείο των αγίων.

Την ζωή του πνευματικού κόσμου ο Γέροντας την αντιλαμβανόταν σαν κάτι ενιαίο. Κι αυτή η ενότητα κάνει κάθε πνευματικό φαινόμενο ν’ αντανακλά αναπόφευκτα στην κατάσταση όλου αυτού του κόσμου. Έτσι, αν το φαινόμενο είναι αγαθό, τότε όλος ο κόσμος των αγίων πνευμάτων, «όλοι οι ουρανοί» χαίρονται -και αντιθέτως, αν είναι κακό, θλίβονται. Παρόλο που κάθε πνευματικό φαινόμενο αφήνει αναπόφευκτα τη σφραγίδα του σ’ ολόκληρη την ύπαρξη του πνευματικού κόσμου, η λεπτή διαίσθηση, για την οποία μιλούσε ο Γέροντας, προσιδιάζει κυρίως στους Αγίους. Αυτή τη γνώση, που ξεπερνά τα στενά ανθρώπινα όρια, την απέδιδε στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η ψυχή «βλέπει» με το Άγιο Πνεύμα όλο τον κόσμο και τον αγκαλιάζει με αγάπη.
Ο Γέροντας ήταν βέβαιος πως οι Άγιοι ακούουν τις προσευχές μας. Έλεγε πως αυτό είναι φανερό από τη διαρκή πείρα της επικοινωνίας με τους Αγίους στην προσευχή. Αυτό το χάρισμα το παίρνουν οι Άγιοι «εκ μέρους» ήδη εδώ στη γη από το Άγιο Πνεύμα, μετά την κοίμησή τους όμως το χάρισμα αποκτά ασυγκρίτως μεγαλύτερη διάσταση.
Μιλώντας γι’ αυτό το ιδίωμα των Αγίων, που τους κάνει αληθινά όμοιους με το Θεό, ο Γέροντας θαύμαζε την απεραντοσύνη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο.
«Ο Κύριος αγάπησε τόσο τον άνθρωπο, ώστε του έδωσε το Άγιο Πνεύμα και με το Άγιο Πνεύμα ο άνθρωπος έγινε όμοιος με το Θεό. Όσοι δεν το πιστεύουν αυτό και δεν προσεύχονται στους Αγίους, αυτοί δεν γνώρισαν πόσο αγαπά ο Κύριος τον άνθρωπο και πόσο τον εξύψωσε».

(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ-Αγγλίας, σ. 99-102, 105, 107)

Η σωτήρια παρέμβαση της Θεοτόκου στον Άγιο Σιλουανό του Αθωνίτη,όταν ήταν λαικός.Μιά συγκλονιστική διήγηση.

Ημέραν τινά, ότε το χωρίον του εώρταζε τον πολιούχον αυτού, ο Συμεών ( το όνομα του Αγίου ως λαικός) μετά τινος φίλου περιεπάτει επί της οδού παίζων ακκορντεόν. Δύο αδελφοί, οι υποδηματοποιοί του χωρίου, ήρχοντο προς αυτούς εκ της αντιθέτου κατευθύνσεως. Ο πρεσβύτερος εξ αυτών, άνθρωπος τεραστίου ύψους και δυνάμεως, προσέτι δε και μέγας σκανδαλοποιός, διετέλει εν ευθυμία. Ότε επλησίασαν, απεπειράτο εμπαικτικώς να αρπάξη το ακκορντεόν εκ των χειρών του Συμεών, όστις όμως κατώρθωσε να δώση τούτο εις τον σύντροφον αυτού.

Εστάθη κατά πρόσωπον του υποδηματοποιού και προσεπάθησε να πείση αυτόν «να βαδίση τον δρόμον του». Ούτος όμως επιθυμών, ως φαίνεται, να δείξη την ανωτερότητα αυτού ενώπιον όλων των νεαρών του χωρίου, εις τοιαύτην μάλιστα ημέραν, καθ’ ήν όλαι αι νεάνιδες ήσαν έξω των οικιών και παρηκολούθουν μετά γέλωτος την σκηνήν, επετέθη κατά του Συμεών. Ιδού πώς διηγείτο περί τούτου ο ίδιος ο Γέρων:

«Κατ’ αρχάς εσκέφθην να υποχωρήσω, αλλ’ αμέσως, φοβούμενος τας ειρωνείας των νεανίδων, εκτύπησα αυτόν ισχυρώς εις το στήθος. Το σώμα αυτού εξηκοντίσθη  μακράν απ’ εμού και έπεσεν ούτος βαρύς, ύπτιος εν τω μέσω της οδού. Εκ του στόματος αυτού εξήρχοντο αφροί και αίμα. Ετρομοκρατήθησαν άπαντες. Εφοβήθην και εγώ. Εσκέφθην: Εφόνευσα! Και έμεινα ακίνητος. Εν τω μεταξύ ο νεώτερος αδελφός του υποδηματοποιού έλαβε μεγάλην πέτραν και έρριψεν αυτήν κατ’ εμού. Προσεπάθησα να αποφύγω αυτήν, αλλ’ η πέτρα εύρεν εμέ εις την ράχιν. Τότε λέγω εις αυτόν: “Τί λοιπόν; Θέλεις να πάθης και συ το αυτό”; Και ώρμησα κατ’ αυτού, αλλ’ εκείνος διέφυγεν. Ο υποδηματοποιός έμεινεν επί πολλήν ώραν εξηπλωμένος επί της οδού. Οι άνθρωποι έσπευσαν εις βοήθειαν, και έχεον επ’ αυτού ψυχρόν ύδωρ. Παρήλθεν ημίσεια και πλέον ώρα, μέχρις ότου δυνηθή να ορθωθή. Ωδήγησαν αυτόν μετά δυσκολίας εις την οικίαν αυτού. Επί δύο σχεδόν μήνας παρέμεινε σοβαρώς άρρωστος, αλλ’ ευτυχώς επέζησεν· εγώ δε έπρεπε να προσέχω πανταχού: Τας νυκτερινάς ώρας οι αδελφοί του υποδηματοποιού και οι φίλοι αυτών ενήδρευον μετά ροπάλων και μαχαιρών εις τας γωνίας των οδών, αλλ’ ο Θεός διεφύλαξεν εμέ».

Ούτως, εν μέσω του σάλου της νεανικής ζωής, συν τω χρόνω ήδη κατεπνίγετο εν τη ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήσις προς τον μοναστικόν αγώνα. Αλλ’ ο Θεός, Όστις εξέλεξεν αυτόν, εκ νέου εκάλεσεν αυτόν δι’ ενός οράματος.

Ημέραν τινά, μετά ουχί σωφρόνως κατεσπαταλημένον χρόνον, απεκοιμήθη ούτος επ’ ολίγον, και εν καταστάσει ελαφρού ύπνου είδεν ότι όφις εισεχώρησε δια του στόματος εντός αυτού. ησθάνθη φοβεράν αηδίαν και ετινάχθη επάνω, οπότε ήκουσε τούτους τους λόγους:

«Κατέπιες κατ’ όναρ όφιν και ησθάνθης αποστροφήν. Ομοίως και εις Εμέ δεν είναι αρεστόν να βλέπω τα έργα σου» (σ. 493).

Ο Συμεών ουδένα είδεν, αλλ’ ήκουσε μόνον φωνήν τινα, ήτις κατά την γλυκύτητα και το κάλλος αυτής ήτο [//19] όλως ασυνήθης. Η δια της φωνής ταύτης προκληθείσα ενέργεια παρά την πραότητα και την γλυκύτητα αυτής συνεκλόνισεν αυτόν. Ο Γέρων επίστευε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η φωνή αύτη ήτο φωνή Αυτής της Θεοτόκου. Μέχρι του τέλους των ημερών αυτού ηυχαρίστει την Θεομήτορα, διότι δεν εβδελύχθη αυτόν, αλλ’ ηυδόκησεν η Ιδία όπως επισκεφθή και εγείρη αυτόν εκ της πτώσεως. Έλεγε:

«Νυν βλέπω πόσον ο Κύριος και η Μήτηρ του Θεού σπλαγχνίζονται τον λαόν. Σκέφθητε, η Θεομήτωρ κατέβη εκ των ουρανών, ίνα νουθετήση εμέ, ενώ ήμην νέος και εν αμαρτίαις».

Τον λόγον, δια τον οποίον δεν κατηξιώθη ούτος να ίδη την Δέσποιναν, απέδιδεν εις την ρυπαρότητα εντός της οποίας ευρίσκετο τότε.

ΠΗΓΗ.Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης.(Γέροντος Σωφρονίου).

Από τις γραφές του Αγ. Σιλουανού του Αθωνίτου.(24 Σεπτεμβρίου)

 

Η χάρη του Θεού δίνει δύναμη για ν’ αγαπάς τον Αγαπημένο. Τότε η ψυχή έλκεται αδιάκοπα προς την προσευχή και δεν μπορεί να λησμονήσει τον Κύριο ούτε δευτερόλεπτο.

Φιλάνθρωπε Κύριε, πως δεν ελησμόνησες τον αμαρτωλό δούλο Σου, αλλά γεμάτος έλεος με είδες από τη δόξα Σου και μου εμφανίστηκες με ακατάληπτο τρόπο.

Εγώ πάντα Σε πρόσβαλλα και Σε λυπούσα. Συ όμως, Κύριε, για τη μικρή μου μετάνοια μου έδωσες να γνωρίσω τη μεγάλη Σου αγάπη και την άμετρη αγαθότητά Σου.

Το ιλαρό και πράο βλέμμα Σου έθελξε την ψυχή μου.

Τί να σου ανταποδώσω, Κύριε, ή ποιόν αίνο να Σου προσφέρω;

Συ δίνεις την χάρη Σου, για να καίγεται αδιάλειπτα η καρδιά από αγάπη — και δεν βρίσκει πια ανάπαυση ούτε νύχτα ούτε μέρα από την Θεϊκή αγάπη.

Η θύμησή Σου θερμαίνει την ψυχή μου, που τίποτε στη γη δεν την αναπαύει έκτος από Σένα. Γι’ αυτό με δάκρυα Σε ζητώ, και πάλι Σε χάνω, και πάλι ποθεί ο νους μου την γλυκύτητά Σου, αλλά Συ δεν εμφανίζεις το Πρόσωπό Σου, που επιθυμεί νύχτα και μέρα η ψυχή μου.

 

Κύριε, δώσε μου να αγαπώ μόνον Εσένα.

Συ με έκτισες, Συ με φώτισες με το άγιο βάπτισμα, Συ συγχωρείς τα αμαρτήματά μου και μου δίνεις τη χάρη να κοινωνώ το τίμιο Σώμα και Αίμα Σου, Δώσε μου τη δύναμη να μένω πάντα κοντά Σου.

Κύριε, δώσε μου τη μετάνοια του Αδάμ και την άγια ταπείνωσή Σου.

 

Η ψυχή μου πλήττει στη γη και ποθεί τα ουράνια.

Ο Κύριος ήρθε στη γη για να μας πάρει εκεί που μένει Αυτός, η Πανάχραντη Μητέρα Του, η Οποία Τον υπηρέτησε στη γη για τη δική μας σωτηρία, και οι μαθητές και ακόλουθοι του Κυρίου.

Εκεί μας καλεί ο Κύριος, παρ’ όλες τις αμαρτίες μας.

Εκεί θα δούμε τους αγίους Αποστόλους, που δοξάζονται ως κήρυκες του Ευαγγελίου. Εκεί θα δούμε τους αγίους προφήτες και ιεράρχες, τους διδασκάλους της Εκκλησίας. Εκεί θα δούμε τους οσίους, που αγωνίστηκαν να ταπεινώσουν με τη νηστεία την ψυχή τους. Εκεί δοξάζονται οι διά Χριστόν σαλοί, που νίκησαν τον κόσμο.

Εκεί θα δοξάζονται όλοι, όσοι νίκησαν τον εαυτό τους, όσοι προσεύχονταν για όλο τον κόσμο και σήκωσαν πάνω τους τη θλίψη όλου του κόσμου, γιατί είχαν την αγάπη του Χριστού — κι η αγάπη δεν μπορεί να υποφέρει την απώλεια έστω και μιας ψυχής.

Εκεί θέλει να κατασκηνώσει η ψυχή μου. Εκεί όμως δεν θα μπει τίποτε ακάθαρτο, γιατί μπαίνουν με μεγάλες θλίψεις, με πολλά δάκρυα, με συντριβή πνεύματος. Μονάχα τα παιδιά, που φύλαξαν τη χάρη του αγίου βαπτίσματος, περνούν εκεί χωρίς θλίψεις και γνωρίζουν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο.

 

Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεό και προσεύχεται μέρα και νύχτα, γιατί το όνομα του Κυρίου είναι γλυκό και πολυπόθητο για την προσευχόμενη ψυχή και την ελκύει στην αγάπη του Θεού.

Έζησα πολύ καιρό στη γη· και άκουσα και είδα πολλά. Άκουσα πολλή μουσική που γλύκαινε την ψυχή μου. Και σκεφτόμουν πως, αν αυτή η μουσική είναι τόσο γλυκεία, τότε πολύ περισσότερο πρέπει να ευχαριστεί την ψυχή η ουράνια μελωδία, εκεί που δοξάζουν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο για τα πάθη Του.

Η ψυχή ζει πολύ στη γη και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά τον ουρανό και τον ήλιο, αγαπά τους όμορφους κήπους, τη θάλασσα και τα ποτάμια, τα δάση και τα λειβάδια. Αγαπά, ακόμη, και τη μουσική η ψυχή, κι όλα αυτά τα επίγεια την ευφραίνουν. Όταν όμως γνωρίσει τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τότε δεν θέλει πια να βλέπει τα επίγεια.

Είδα επίγειους βασιλείς στη δόξα τους και πολύ το εκτιμούσα. Όταν όμως η ψυχή γνωρίσει τον Κύριο, λίγο θα νοιάζεται για όλη τη δόξα των βασιλέων. Η ψυχή διψά τότε τον Κύριο και ποθεί αχόρταγα νύχτα και μέρα να δη τον Αόρατο, να ψηλάφηση τον Αψηλάφητο.

Όταν η ψυχή σου γνωρίσει το Άγιο Πνεύμα, Αυτό θα σου δώσει να καταλάβεις εκ πείρας πως Αυτό αποκαλύπτει στην ψυχή τον Κύριο και πόσο γλυκειά είναι αυτή η εμπειρία.

Ω, ελεήμων Κύριε, φώτισε τους λαούς Σου να Σε γνωρίσουν, να γνωρίσουν το μεγαλείο της αγάπης Σου!

 

Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. Έπλασε τον άνθρωπο από τη γη κι έδωσε στον πήλινο τη χάρη να Τον γνωρίσει εν Πνεύματι Αγίω. Κι έτσι ο άνθρωπος λέγοντας «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου», το λέγει μέσα από την πίστη και την αγάπη που τον γεμίζουν.

Τί πιό μεγάλο μπορεί να ζητά η ψυχή πάνω στη γη;

Μέγα θαύμα! Η ψυχή γνωρίζει ξαφνικά τον Δημιουργό της και την αγάπη Του.

Όταν η ψυχή δει τον Κύριο, πόσο πράος και ταπεινός είναι, τότε και εκείνη ταπεινώνεται «Έως τέλους» και μετά δεν ποθεί τίποτε άλλο, όσο την ταπείνωση του Χριστού. Κι όσο ναι να ζούσε η ψυχή στη γη, πάντα θα ποθούσε και θα ζητούσε αυτή την ακατάληπτη ταπείνωση του Χριστού, που αδυνατεί να λησμονήσει.

Κύριε πόσο πολύ αγαπάς τον άνθρωπο!

 

Ελεήμων Κύριε, δώσε τη χάρη Σου σ’ όλους τους λαούς της γης, γιατί χωρίς το Πνεύμα Σου το Άγιο δεν μπορεί ο άνθρωπος να Σε γνωρίσει και να εννοήσει την αγάπη Σου.

Κύριε, στείλε μας το Πνεύμα Σου το Άγιο, γιατί Συ και κάθε τι δικό Σου γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, Αυτό που έδωσες πρώτα στον Αδάμ, ύστερα στους αγίους προφήτες και μετά στους Χριστιανούς.

Δώσε, Κύριε, σ’ όλους τους λαούς Σου να καταλάβουν την αγάπη Σου και τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος· για να λησμονήσουν οι άνθρωποι την πίκρα της γης, να εγκαταλείψουν όλα τα κακά και να προσκολληθούν με την αγάπη σε Σένα και να ζήσουν ειρηνικά, κάνοντας το θέλημά Σου για τη δική Σου δόξα.

Ω Κύριε, κάνε μας άξιους για τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, για να κατανοήσουμε τη δόξα Σου και να ζήσουμε στη γη με ειρήνη και αγάπη. Ας μην υπάρχουν πόλεμοι, κακία κι εχθροί κι ας βασιλεύσει μονάχα η αγάπη —έτσι δεν θα χρειάζονται πια στρατός και φυλακές και η ζωή θα είναι εύκολη σ’ όλη τη γη.

 

Σε παρακαλώ, Ελεήμων Κύριε, να Σε γνωρίσουν με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος όλοι οι λαοί της γης.

Όπως αξίωσες εμέ τον αμαρτωλό να Σε γνωρίσω με το Άγιο Πνεύμα Σου, μακάρι να Σε γνωρίσουν το ίδιο οι λαοί της γης και να Σε υμνούν μέρα και νύχτα.

Γνωρίζω, Κύριε, πως αγαπάς τον λαό Σου, αλλά οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν την αγάπη Σου και θορυβούνται όλοι οι λαοί της γης και οι σκέψεις τους είναι σαν τα σύννεφα που τα παρασύρει ο άνεμος σ’ όλα τα μέρη.

Οι άνθρωποι έχουν λησμονήσει Εσένα, τον Δημιουργό τους, και ζητούν την ελευθερία τους, χωρίς να εννοούν πως Συ είσαι ελεήμων και αγαπάς τους μετανοούντες και τους δίνεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Κύριε, Κύριε, δώσε τη δύναμη της χάρης Σου, για να Σε γνωρίσουν με το Άγιο Πνεύμα όλοι οι λαοί. Ας σε υμνούν χαρούμενοι, όπως έδωσες και σ’ εμένα τόν βδελυρό τη χαρά της επιθυμίας Σου και ελκύεται αχόρταγα η ψυχή μου προς την αγάπη Σου μέρα και νύχτα.

 

Πόσο απέραντο είναι το έλεος του Θεού για μας!

Πολλοί πλούσιοι και ισχυροί θα πλήρωναν πολλά για να δουν τον Κύριο ή την Πανάχραντη Μητέρα Του, αλλά ο Θεός εμφανίζεται στην ταπεινή ψυχή και όχι στον πλούτο.

Σε τί μας χρειάζονται τα χρήματα; Ο Μέγας Σπυρίδων μετέτρεψε το φίδι σε χρυσάφι. Και σε μας τίποτε άλλο δεν χρειάζεται παρά μόνον ο Κύριος, στον Οποίο κατοικεί η πληρότητα της ζωής.

Αν ο Κύριος δεν μας έδωσε τη δύναμη να μάθουμε πως έχουν κτισθεί πολλά πράγματα του κόσμου, αυτό σημαίνει πως αυτό δεν ήταν αναγκαίο. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε όλα τα μυστήρια της δημιουργίας με το μυαλό μας. Αντιθέτως, ο Ίδιος ο Δημιουργός του ουρανού και της γης και κάθε πλάσματος μας δίνει τη δύναμη να γνωρίσουμε Αυτόν τον Ίδιο με το Άγιο Πνεύμα. Και με το ίδιο Άγιο Πνεύμα γνωρίζομε την Θεομήτορα, τους Αγγέλους και τους Αγίους και το πνεύμα μας καίγεται από αγάπη γι’ αυτούς.

Όποιος όμως δεν θ’ αγαπά τους εχθρούς, αυτός δεν θα μπορέσει να γνωρίσει αληθινά τον Κύριο και τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα μας διδάσκει ν’ αγαπούμε τους εχθρούς έτσι, ώστε η ψυχή να πονά γι’ αυτούς σαν να ήταν αληθινά παιδιά της.

Υπάρχουν άνθρωποι που εύχονται για τους εχθρούς τους ή για τους εχθρούς της Εκκλησίας την απώλεια και τα βάσανα στη φωτιά της κολάσεως. Σκέφτονται έτσι, γιατί δεν εδιδάχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα την αγάπη του Θεού. Όποιος την εδιδάχθηκε πραγματικά, αυτός χύνει δάκρυα για όλο τον κόσμο.

Λέγεις ότι είναι κακούργος κι ας καεί στη φωτιά του άδη. Σ’ ερωτώ όμως: αν ο Θεός δώσει σ’ εσένα μια καλή θέση στον παράδεισο και δεις πεταμένο στις φλόγες εκείνον για τον οποίο τα ευχόσουν αυτά, άραγε δεν θα λυπηθείς τότε γι’ αυτόν, όποιος κι αν ήταν, έστω και εχθρός της Εκκλησίας;

Ή μήπως έχεις καρδιά από σίδερο; Στον παράδεισο όμως δεν χρειάζεται σίδερο. Εκεί χρειάζεται ταπείνωση και αγάπη Χριστοί, η οποία σπλαχνίζεται τους πάντες.

Όποιος δεν αγαπά τους εχθρούς, σ’ αυτόν δεν έχει κατοικήσει ακόμη η χάρη του Θεού.

Ελεήμων Κύριε, δίδαξέ μας με το Πνεύμα Σου το Άγιο ν’ αγαπούμε τους εχθρούς και να προσευχόμαστε με δάκρυα γι’ αυτούς.

Κύριε, δώσε Πνεύμα Άγιο στη γη, για να Σε γνωρίσουν όλοι οι λαοί και να μάθουν την αγάπη Σου.

 

Κύριε, όπως Συ ο Ίδιος προσευχόσουν για τους εχθρούς, έτσι δίδαξε κι εμάς με το Άγιό Σου Πνεύμα ν’ αγαπούμε τους εχθρούς.

Κύριε, όλοι οι λαοί είναι έργο των χειρών Σου. Απομάκρυνέ τους από την έχθρα και το μίσος και δώσε τους μετάνοια, για να γνωρίσουν όλοι την αγάπη Σου.

Κύριε, Συ μας έδωσες την εντολή ν’ αγαπούμε τους εχθρούς, αλλ’ αυτό ξεπερνά την αμαρτωλότητά μας, αν δεν είναι μαζί μας η χάρη Σου.

Κύριε, σκόρπισε τη χάρη Σου στη γη. Δώσε σ’ όλους τους λαούς της γης να γευθούν την αγάπη Σου, να μάθουν πως Συ μας αγαπάς σαν μητέρα κι ακόμη περισσότερο. Γιατί μπορεί κι η μητέρα να ξεχάσει το παιδί της, αλλά Συ ποτέ, γιατί αγαπάς απείρως το πλάσμα Σου και η αγάπη δεν μπορεί να λησμονήσει.

Ελεήμων Κύριε, σώσε με τον πλούτο του ελέους Σου όλους τους λαούς.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας δόθηκε η επίγνωση των μυστηρίων του Θεού εν Πνεύματι Αγίω και παραμένει δυνατή με την αγία σκέψη και την υπομονή της.

Η ορθόδοξη ψυχή έχει διδαχθεί από την χάρη να προσκολλάται στον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα Του και το πνεύμα μας ευφραίνεται από την θέα του γνωριζόμενου Θεού.

Ο Θεός όμως γνωρίζεται μόνον εν Αγίω Πνεύματι, κι όποιος, εξαιτίας της υπερηφανείας του, επιχειρεί να γνωρίσει τον Ποιητή των όλων με το νου του, αυτός είναι τυφλός και ασύνετος.

Με τον γήινο νου δεν μπορούμε να μάθουμε ούτε πώς έγινε ο ήλιος. Κι όταν παρακαλούμε τον Θεό: «Πες μας πώς έκανες τον ήλιο», τότε ακούμε καθαρά στην καρδιά μας την απάντηση: «ταπείνωσε τον εαυτό σου και θα γνωρίσεις όχι μόνο τον ήλιο, αλλά και τον Δημιουργό Του».

Και όταν η ψυχή γνωρίσει εν Αγίω Πνεύματι τον Κύριο, τότε από τη χαρά της λησμονεί τον ήλιο και όλη την κτίση και αφήνει την μέριμνα για την επίγεια γνώση.

 

(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», Ι.Μ.Τιμίου Σταυρού- Ἐσσεξ, Αγγλίας, σ. 307-313)

O άγιος Σιλουανός για τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης

    τη 20η του μηνός Δεκεμβρίου η μνήμη του εν αγίοις  πατρός ημών

                                        Ιωάννου , ιερέως της Κροστάνδης

                           ioankronstand.jpg

Toν πάτερ Ιωάννη  εγώ τον είδα στην Κροστάνδη. Τελούσε την θεία λειτουργία.Έμεινα έκπληκτος για την δύναμη της προσευχής του, κι από τότε – παρότι πέρασαν γύρω στα σαράντα χρόνια- δεν είδα κανένα να λειτουργή όπως εκείνος. O λαός τον αγαπούσε κι όλοι παρευρίσκονταν με φόβο Θεού.

Και αυτό δεν είναι παράδοξο γιατί το Άγιο Πνεύμα ελκύει κοντά του τις καρδιές των ανθρώπων.Βλέπουμε στο Ευαγγέλιο τι πλήθη λαού ακολουθούσαν τον Κύριο.

Ο λόγος του Κυρίου προσείλκυε τον λαό γιατί προσφερόταν με το Άαγιο Πνεύμα, και γι αυτό είναι γλυκύς και ευάρεστος στην ψυχή.

Όταν ο Λουκάς και ο Κλεόπας πορεύονταν στους Εμμαούς και τους πλησίασε καθ΄οδον ο Κύριος και μιλούσε μαζί τους, τότε έκαιγαν οι καρδιές τους από αγάπη Θεού. Και ο πάτερ Ιωάννης είχε μέσα του άφθονη την χάρη του Αγίου Πνεύματος , που θέρμαινε την καρδιά του με την αγάπη τού Θεού και το ίδιο Άγιο Πνεύμα, μέσω αυτού, επενεργούσε στους ανθρώπους.Είδα πώς έτρεχε ξοπίσω του ο λαός, σαν σε πυρκαγιά, για να πάρουν ευλογία, κι όταν την έπαιρναν χαίρονταν, γιατί το Άγιο Πνεύμα είναι ευχάριστο και δίνει στην ψυχή ειρήνη και γλυκύτητα.

Μερικοί σκέφτονται στραβά για τον πάτερ Ιωάννη και θλίβουν έτσι το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο ζούσε μέσα του και ζεί και μετά θάνατον.Λένε πως ήταν πλούσιος και ντυνόταν κομψά.Δεν ξέρουν όμως αυτοί πώς ο πλούτος δεν μπορεί να βλάψη αυτόν που μέσα του ζεί το Άγιο Πνεύμα, γιατί όλη του η ψυχή είναι στον Θεό και ο Θεός τον άλλαξε και έτσι λησμονεί τον πλούτο και τις στολές. Καλότυχοι οι άνθρωποι που αγαπούν τον Πάτερ Ιωάννη γιατί θα προσεύχεται για εμάς. Η αγάπη του για τον Θεό ήταν φλογερή και αυτός βρισκόταν ολοκληρωτικά μέσα στη  φλόγα της αγάπης.

Ώ πάτερ Ιωάννη, εσύ είσαι ο μεγάλος πρέσβυς μας! Ευχαριστώ τον Θεό γιατί σε είδα , ευχαριστώ και σένα, τον καλό και άγιο ποιμένα, γιατί χάρη στις προσευχές σου κατάφερα να αποχωριστώ τον κόσμο και να έλθω στο Άγιο Όρος του Άθω, όπου είδα το μέγα έλεος τού Θεού. Και τώρα γράφω και χαίρομαι , γιατί ο Κύριος μού έδωσε να καταλάβω την πολιτεία και τον αγώνα του καλού ποιμένα.

Είναι μέγας άθλος να συγκατοική κανείς με νεαρή γυναίκα και να μη την αγγίζη.Αυτό το μπορούν  μόνον όσοι έχουν μέσα τους αισθητή την χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Η θεϊκή γλυκύτητα νικά τον σαρκικό έρωτα για την αγαπημένη σύζυγο. Πολλοί άγιοι φοβούνταν το πλησίασμα των γυναικών , αλλά ο Πάτερ Ιωάννης είχε ανάμεσα και στις γυναίκες το Άγιο Πνεύμα.

Θα προσθέσω ακόμα πως ήταν τόσο ταπεινός , ώστε διατηρούσε την χάρη του Ααγίου Πνεύματος και με την δύναμη της αγαπούσε πολύ τον λαό κι ανέβαζε τον νού των ανθρώπων στον Θεό.

Καταλαβαίνεις τι δύναμη Αγίου Πνεύματος είχε; Όταν διαβάζης το βιβλίο του «η Εν Χριστώ Ζωή μου»  η ψυχή αισθανεται στα λόγια του τη δύναμη της Χάρης  του Θεού .Εσύ λες :«Εγώ όμως το διαβάζω χωρίς καμιά γεύση». Θα σε ρωτήσω :μήσως γιατί είσα υπερήφανος; Η χάρη δεν προσεγγίζει υπερήφανη καρδιά.

Πάτερ Ιωάννη, που τώρα ζεις στους ουρανούς και βλέπεις τον Κύριο, τον Οποίο αγάπησε ήδη στη γη η ψυχή σου, σε παρακαλούμε πρέσβευε για μας, να αγαπήσωμε κι εμείς τον Κύριο και να φέρωμε τον καρπό της μετανοίας.

Ποιμένα καλέ και άγιε, ανυψώθηκε σαν υψιπετής αετός πάνω από την γή κι από το ύψος που σε ανέβασε το Άγιο Πνεύμα έβλεπες τις ανάγκες του λαού.

Με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος έφερες τον λαό κοντά στον Θεό κι οι άνθρωποι, σαν ακουγαν από το στόμα σου τον λόγο τού Θεού, οδύρονταν κι ήταν φλογερή η μετάνοια τους.

Ποιμένα καλέ και μεγάλε ! Πέθανες  σωματικά αλλά πνευματικά είσαι μαζί μας και τώρα που παρίστασαι ενώπιον τού Θεού μάς βλέπεις με το Άγιο Πνεύμα από τους ουρανούς.

(από τα κείμενα του οσίου Σιλουανού  στο βιβλίο ΅«ο γέροντας Σιλουανός», του αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, εκδ Ι.Μ Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, Μετάφραση από τα ρωσικά, Δεύτερη Έκδοση 1978, σελ 514-516)

misha.pblogs.gr

Σταχυολογήματα από τις διδαχές του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου

 


«Αν ένας λαός ή μία πολιτεία υποφέρουν, τότε πρέπει να μετανοήσουν οι πάντες κι ο Θεός θα τα εξομαλύνει όλα προς το καλό».

Όποιος δεν αγαπά τους εχθρούς, σ’ αυτόν δεν έχει κατοικήσει ακόμη η χάρις του Θεού.

* Αφόρητη είναι η ζωή χωρίς αγάπη για τον Θεό. Σκότος και ανία για την ψυχή. Όταν όμως έλθει η αγάπη, τότε είναι αδύνατο να περιγραφεί η χαρά της ψυχής.

* Όποιος γνώρισε την αγάπη του Θεού, αυτός αγαπά όλον τον κόσμο και ποτέ δεν μεμψιμοιρεί, γιατί η πρόσκαιρη θλίψη για τον Θεό προκαλεί αιώνια χαρά.

* Ας ταπεινώσουμε τον εαυτό μας, και ο Κύριος θα δώσει να γνωρίσουμε την δύναμη της προσευχής του Ιησού.

* Ψυχή που αγαπά τον Κύριο δεν μπορεί να μην προσεύχεται, γιατί την έλκει προς Αυτόν η χάρη που εδοκίμασε στην προσευχή.

*  Αν κανείς προσεύχεται στον Κύριο και σκέφτεται άλλα πράγματα, τότε ο Κύριος δεν εισακούει αυτού του είδους την προσευχή.

*  Ή αδιάλειπτη προσευχή προέρχεται από την αγάπη και χάνεται εξ αιτίας της κατακρίσεως, της αργολογίας και της ακράτειας.

* Τέτοιος είναι ο παράδεισος του Κυρίου. Όλοι θα βρίσκονται μέσα στην αγάπη και από την κατά Χριστόν ταπείνωση όλοι θα χαίρονται να βλέπουν τους άλλους ανώτερούς τους. Η ταπείνωση του Χριστού κατοικεί στους μικρότερους κι αυτοί χαίρονται που είναι μικροί.

*  Για να σωθείς είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Για τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρει ανάπαυση, γιατί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέγει: «Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;»

*  Η ψυχή του ταπεινού μοιάζει με πέλαγος. Ρίξε μια πέτρα στο πέλαγος. Θα ταράξει για λίγο την επιφάνεια και μετά καταδύεται αμέσως στα βάθη. Έτσι καταβυθίζονται στην καρδιά του ταπεινού οι θλίψεις, γιατί η δύναμη του Κυρίου είναι μαζί του.

* Ή υπερηφάνεια καίει σαν την φωτιά κάθε καλό, ενώ η κατά Χριστόν ταπείνωση είναι γλυκεία και δεν περιγράφεται. Κι αν το ήξεραν αυτό οι άνθρωποι, τότε όλη η οικουμένη θα σπούδαζε αυτήν την επιστήμη.

*  Ψυχή αμαρτωλή, αιχμάλωτη στα πάθη, δεν μπορεί να έχει ειρήνη και χαρά εν Κυρίω, έστω κι αν έχει όλα τα πλούτη της γης, έστω κι αν βασιλεύει σ’ όλον τον κόσμο.

* Αν οι άρχοντες τηρούσαν τις εντολές του Κυρίου και ο λαός και οι υπήκοοι υπάκουαν με ταπείνωση, θα υπήρχε μεγάλη ειρήνη και αγαλλίαση πάνω στη γη. Εξαιτίας όμως της φιλαρχίας και της ανυπακοής των υπερήφανων υποφέρει όλη η οικουμένη.

* Το μέτρο της εγκράτειας πρέπει να είναι τέτοιο που να παραμένει η καρδιά στην προσευχή μετά το γεύμα.

* Να η πιο σύντομη και εύκολη οδός για την σωτηρία: Να είσαι υπάκουος εγκρατής, να μην κατακρίνεις και να φυλάγεις τον νου και την καρδιά σου απ’ τους κακούς λογισμούς.

*    Το καλύτερο έργο είναι να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού και να βαστάζουμε τις θλίψεις με ελπίδα.

* Για να γνωρίσει κανείς τον Κύριο δεν χρειάζεται να είναι πλούσιος ή επιστήμονας,αλλά χρειάζεται να είναι εγκρατής, να έχει πνεύμα ταπεινό και ν’ αγαπά τον πλησίον.

* Ή απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια. Ο υπερήφανος ισχυρίζεται ότι θα γνωρίσει τα πάντα με τον νου του και την επιστήμη, αλλά η γνώσι του Θεού παραμένει ανέφικτη γι’  αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνον με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος. Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ’  αυτές δείχνει ο Κύριος τα Έργα Του, που είναι ακατάληπτα για τον νου μας.

*  Καλότυχη η ψυχή που αγαπά τον αδελφό της, γιατί ο αδελφός μας είναι η ζωή μας.

*    Ή ψυχή δεν μπορεί να έχει ειρήνη, αν δεν προσεύχεται για τους εχθρούς.

*   Μεγάλο πρόσωπο είναι ο Ιερέας, ο λειτουργός του αγίου Θυσιαστηρίου του Θεού. Όποιος τον προσβάλλει, προσβάλλει το Άγιο Πνεύμα που ζει σ’  αυτόν.

*    Αν ο άνθρωπος δεν τα λέει όλα στον πνευματικό, τότε είναι ο δρόμος του στραβός και δεν οδηγεί στην σωτηρία.

*    Είναι απαραίτητο να έχουμε υπακοή, ταπείνωση και αγάπη, αλλιώς όλες οι μεγάλες ασκήσεις και αγρυπνίες μας αποβαίνουν μάταιες.

*    Ο Κύριος αγαπά την υπάκουη ψυχή και της δίνει την ειρήνη Του, και τότε όλα είναι καλά κι η ψυχή αισθάνεται αγάπη για όλους.

*    Ο αληθινός υποτακτικός μισεί το θέλημα του κι αγαπά τον πνευματικό πατέρα και γι’ αυτό λαμβάνει την ελευθερία να προσεύχεται στον Θεό με καθαρό νου κι η ψυχή του θεωρεί τον Θεό χωρίς λογισμούς και αναπαύεται κοντά Του.

*    Αν ένας λαός ή μία πολιτεία υποφέρουν, τότε πρέπει να μετανοήσουν οι πάντες κι ο Θεός θα τα εξομαλύνει όλα προς το καλό.

Ο άγιος Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος λέει πως οι εντολές του Θεού δεν είναι βαρείες, αλλά ελαφρές . Ναι, είναι ελαφρές, αλλά μόνον εξ αιτίας της αγάπης, χωρίς την αγάπη όμως όλα είναι δύσκολα.

ΠΗΓΗ: «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13

Θεοεγκατάλειψη ….πνευματικές δοκιμασίες (Αγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης)

Η οδός του χριστιανού σε γενικές γραμμές είναι τέτοιας λογής.
Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά της χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά».
Στην αρχή οι αιτήσεις προς το Θεό, μικρές και μεγάλες, ακόμη και οι παρακλήσεις πού μόλις εκφράζονται, εκπληρώνονται συνήθως με γρήγορο και θαυμαστό τρόπο από το Θεό.
Όταν όμως έλθει η περίοδος της δοκιμασίας, τότε όλα αλλάζουν και σαν να κλείνεται ο ουρανός και να γίνεται κουφός σ’ όλες τις δεήσεις.
Για το θερμό χριστιανό όλα στη ζωή του γίνονται δύσκολα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι του χειροτερεύει, παύουν να τον εκτιμούν αυτό πού ανέχονται σ’ άλλους, σ’ αυτόν δεν το συγχωρούν, η εργασία του πληρώνεται, σχεδόν πάντοτε, κάτω από το νόμιμο, το σώμα του εύκολα προσβάλλεται από ασθένειες. Η φύση, οι άνθρωποι, όλα στρέφονται εναντίον του.
Παρότι τα φυσικά του χαρίσματα δεν είναι κατώτερα από τα χαρίσματα των άλλων, δεν βρίσκει ευνοϊκές συνθήκες να τα χρησιμοποίηση. Επί πλέον υπομένει πολλές επιθέσεις από τις δαιμονικές δυνάμεις και το αποκορύφωμα είναι η ανυπόφορη θλίψη από τη θεία εγκατάλειψη.
Τότε κορυφώνεται το πάθος του, γιατί πλήττεται ο όλος άνθρωπος σ’ όλα τα επίπεδα της υπάρξεως του.
Ο Θεός εγκαταλείπει τον άνθρωπο;… Είναι δυνατό αυτό;…
Κι εν τούτοις στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πώς Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος. H ψυχή εντείνει εσωτερικά την κραυγή της προς Αυτόν, αλλά δεν βλέπει ακόμα ούτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Όλα τότε γίνονται φορτικά.
Όλα κατορθώνονται με δυσανάλογα μεγάλο κόπο. H ζωή γεμίζει από μόχθους κι αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πώς βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού.
Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πώς η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του.
Χιλιόχρονη πείρα, πού παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πώς, όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι’ Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη πού είναι απρόσιτα σ’ άλλους.
Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, πού μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό.
Τότε γίνεται ολοφάνερο πώς έφτασε στα όρια, πού δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ

Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη -Ο θρήνος του Αδάμ

Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, εγνώριζε στον Παράδεισο τη γλυκύτητα της θείας αγάπης. Έτσι, μετά την έξωσή του από τον Παράδεισο για το αμάρτημά του, εγκαταλειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς. Όλη η έρημος αντηχούσε από τους λυγμούς του. Η ψυχή του βασανιζόταν με τη σκέψη: «Ελύπησα τον αγαπημένο μου Θεό». Δεν μετάνοιωνε τοσο για την Εδέμ και το κάλλος της, όσο για την απώλεια της θείας αγάπης, που τραβά αχόρταγα την ψυχή στον Θεό.

Το ίδιο και κάθε ψυχή που γνώρισε με το Άγιο Πνεύμα το Θεό κι ύστερα έχασε τη χάρη, δοκιμάζει το αδαμιαίο πένθος. Θλίβεται η ψυχή και μεταμελείται σφοδρώς, όταν προσβάλη τον αγαπημένο Κύριο.

Βασανιζόταν κι οδυρόταν στη γη ο Αδάμ κι η γη δεν του έδινε χαρά. Νοσταλγούσε το Θεό κι εφώναζε:

– Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με δάκρυα. Πώς να μην Τον ζητώ; Όταν ήμουν μαζί Του, αγαλλόταν ειρηνικά η ψυχή μου και ήμουν απρόσιτος για τους εχθρούς. Τώρα όμως απέκτησε εξουσία πάνω μου το πονηρό πνεύμα και κλονίζει και τυραννεί την ψυχή μου. Γι᾽ αυτό λυώνει η ψυχή μου για τον Κύριο μέχρι θανάτου. Το πνεύμα μου ορμά προς τον Θεό και τίποτε το γήϊνο δεν με παρηγορεί· κι η ψυχή μου δεν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, αλλά ποθεί διψασμένα να Τον δει και να Τον απολαύση ωσότου χορτάση. Δεν μπορώ να Τον λησμονήσω ούτε στιγμή κι από τον πολύ μου πόνο στενάζω και οδύρομαι: Ελέησόν με ο Θεός, το παραπεσόν Σου πλάσμα».

Έτσι οδυρόταν ο Αδάμ κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από το πρόσωπό του κι έπεφταν στο στήθος του και στη γή. Με δέος άκουγε όλη η έρημος τους στεναγμούς του. Ζώα και πουλιά σιωπούσαν από θλίψη. Κι ο Αδάμ οδυρόταν, γιατί με το αμάρτημά του στερήθηκαν όλοι την ειρήνη και την αγάπη. Ήταν μεγάλη η θλίψη του Αδάμ μετά την εξορία του από τον Παράδεισο. Σαν είδε όμως το γυιό του Αβελ σκοτωμένο από τον Κάϊν, αυξήθηκε ακόμα πιό πολύ η θλίψη του Αδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι έκλαιγε:

«Εξ εμού λαοί εξελεύσονται και πληθυνθήσονται επί της γής· κι όλοι θα υποφέρουν, θα ζούν μέσα στην έχθρα και στον αλληλοσκοτωμό».

Κι ήταν η θλίψη του μεγάλη σάν τον ωκεανό· και την καταλαβαίνουν μόνον οι ψυχές που γνώρισαν τον Κύριο και την ανείπωτη αγάπη Του. Κι εγώ έχασα τη χάρη και φωνάζω μαζί με τον Αδάμ:   «Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως και αγάπης».

Ω, αγάπη του Κυρίου! Όποιος σε γνώρισε, σ᾽ αναζητεί ακούραστα και φωνάζει μέρα και νύχτα: «Σε ποθώ, Κύριε, και Σ᾽ αναζητώ με δάκρυα. Πώς να μη Σε ζητώ; Εσύ μού έδωσες να Σε γνωρίσω με το Άγιο Πνεύμα, κι αυτή η θεία γνώση τραβά αδιάκοπα την ψυχή μου κοντά Σου».

Θρηνεί ο Αδάμ:

«Δεν με τέρπει η σιγή της ερήμου. Δεν με τραβούν των βουνών τα ψηλώματα. Δεν μ᾽ αναπαύει η ομορφιά των δασών και των λειβαδιών. Δεν καταπραΰνει τον πόνο μου των πουλιών το κελάδημα. Τίποτε, τίποτε δεν μού δίνει τώρα χαρά, η ψυχή μου ράγισε από την πολύ στενοχώρια. Τον αγαπημένο Θεό μου επρόσβαλα. Κι αν με ξανάπαιρνε στονπαράδεισο ο Κύριος και εκεί θαθρηνούσα λυπητερά, πονεμένα. Γιατί πίκρανα τον αγαπημένο μου Θεό».

Διωγμένος από τον Παράδεισο ο Αδάμ ανάβλυζε πηγές από δάκρυα από την πληγωμένη του καρδιά. Το ἴδιο κάθε ψυχή που γνώρισε τον Κύριο θρηνεί γι᾽ Αυτον και λέει:

«Πού είσαι, Κύριε; Γιατί κρύβεις το πρόσωπό Σου; Πολύν καιρό τώρα δεν βλέπει το Φώς Σου η ψυχή μου και Σ᾽ αποζητα θλιμμένη. Πού είναι ο Κύριός μου; Γιατί δεν Τον βλέπω στην ψυχή μου; Τί Τον εμποδίζει να κατοικεί εντος μου; Δεν υπάρχει μέσα μου, λοιπόν, η ταπείνωση του Χριστου και η αγάπη για τους εχθρούς. Γιατί ο Θεός είναι αγάπη, άπειρη και ανερμήνευτη».

Πορευόταν πάνω στη γη ο Αδάμ και δάκρυζε από το σφίξιμο της καρδιάς και με το νού συλλογιζόταν αδιάκοπα τον Θεό. Κι όταν το ταλαιπωρημένο του σώμα δεν είχε πια δάκρυα, τοτε φλογιζόταν για το Θεό το πνεύμα του, γιατί δεν μπορούσε να λησμονήση τον Παράδεισο και την ωραιότητά του. Αγαπούσε όμως όλο και πιο πολύ τον Θεό η ψυχή του Αδάμ και συνεχώς ορμούσε με τη δύναμη αυτής της αγάπης προς Αυτον.

Ψάλλε μας, Αδάμ, του Κυρίου το άσμα, για να χαρή η καρδιά μου για τον Κύριο και να σηκωθή να Τον υμνήση και να Τον δοξολογήση, όπως Τον δοξάζουν στους ουρανούς τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ κι όλες οι δυνάμεις των ουρανών.

Τραγούδησέ μας, Αδάμ, πατέρα μας, την ωδή του Κυρίου, για να την ακούση όλη η γη και να υψώσουν όλα τα παιδιά σου το νου τους στον Θεό και να αισθανθούν την γλυκύτητα του ουράνιου ύμνου, ξεχνώντας τις θλίψεις της γης.

Πες μας, Αδάμ, πατέρα μας, μίλησε στά παιδιά σου για τον Κύριο. Η ψυχή σου εγνώριζε τον Θεό, εγνώριζε και τη γλυκύτητα και την αγαλλίαση της Εδέμ, και τώρα κατοικείς στους ουρανούς και βλέπεις τη δόξα του Κυρίου.

Πες μας, πώς δοξάζεται ο Κύριός μας για τα πάθη Του και πώς ψάλλονται οι ωδές στούς ουρανούς και πόσο γλυκειές είναι αυτές οι ωδές που τραγουδιούνται με το Άγιο Πνεύμα. Μίλα μας για τη δόξα του Κυρίου και πόσο σπλαγχνικός είναι. Μίλησέ μας και για την αγία Θεοτόκο. Πώς μεγαλύνεται στους ουρανούς και με ποιούς ύμνους την μακαρίζουν. Πες μας πώς αγάλλονται εκεί οι Άγιοι και πώς τους καταυγάζει η χάρη· πώς αγαπούν τον Κύριο και με ποιάν άγια ταπείνωση παρουσιάζονται μπροστά στο θρόνο Του.

Παρηγόρησε, Αδάμ, και χαροποίησε τις θλιμμένες μας ψυχές. Διηγήσου μας, τι βλέπεις στους ουρανούς; Δεν αποκρίνεσαι; Γιατί αυτή η σιγή; Να, θλίβεται όλη η γη. Ή από τη Θεία αγάπη δεν μπορείς ούτε καν να μας θυμηθής; Ή βλέπεις τη Θεομήτορα στη δόξα της και δεν μπορείς να αποχωριστής απ᾽ αυτή την ουράνια οπτασία; Και γι᾽ αυτό αφήνεις τα θλιμμένα παιδιά σου χωρίς λόγια στοργής, για να ξεχάσωμε τα δεινά της επίγειας ζωής μας;

Αδάμ, πατέρα μας, δεν αποκρίνεσαι; Εσύ βλέπεις τη θλίψη των γυιών σου στη γη. Γιατί τάχα αυτή η σιωπή;

Ο Αδάμ λέγει:

«Αφήστε με στην ειρήνη, αγαπητά μου παιδιά. Δεν μπορώ ν᾽ αποχωριστώ από τη θέα του Θεού. Η ψυχή μου λαβώθηκε από την αγάπη του Κυρίου και σκιρτά με την αγαθότητά Του. Όσοι ζουν στο Φώς του Προσώπου του Δεσπότη δεν μπορούν να θυμηθούν τα γήϊνα».

Αδάμ, πατέρα μας, μας εγκατέλειψες, τα ορφανά παιδιά σου, ενώ βυθιζόμαστε στην άβυσσο των δεινών της γης; Πης μας, τουλάχιστον, πώς μπορούμε να ευαρεστήσωμε στο Θεό; Άκουσε τα παιδιά σου, που είναι σκορπισμένα σ᾽ όλη τη γη. Ο νους τους είναι συγχυσμένος και δεν μπορεί να συλλάβη το Θείο, και πολλοί αποστάτησαν από το Θεό και ζώντας στο σκοτάδι πορεύονται στις αβύσσους του άδη.

Μη διακόπτετε την έκστασή μου. Βλέπω τη Θεομήτορα δοξασμένη και δεν μπορώ ν᾽ αποσπάσω το νου μου από τη θεϊκή τούτη θεωρία και να σας μιλήσω. Βλέπω και τους άγιους Προφήτες και Αποστολους κι εκπλήττομαι πώς μοιάζουν όλοι τους με τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού. Περπατώ στην Εδέμ και, να, παντού η δόξα του Κυρίου, γιατί Αυτος ζει μέσα μου και μ᾽ έκανε όμοιο με τον Εαυτο Του. Έτσι δοξάζει ο Κύριος τον άνθρωπο.

Μίλησέ μας, Αδάμ· είμαστε παιδιά σου κι υποφέρουμε στη γη. Πες μας, πώς μπορούμε να κληρονομήσωμε τον παράδεισο, για να βλέπωμε κι εμείς, όπως και συ, τη δόξα του Κυρίου; Οι ψυχές μας λαχταρούν για τον Κύριο, ενώ συ χαίρεσαι και αγάλλεσαι στούς ουρανούς με τη θεία δόξα. Σε ικετεύομε, παρηγόρησέ μας.

Γιατί φωνάζετε προς εμένα, παιδιά μου; Ο Κύριος σας αγαπα και σας έδωσε σωτήριες εντολές. Τηρήσατε τις εντολές και αγαπατε αλλήλους, κι έτσι θα βρήτε την ανάπαυση κοντά στο Θεό. Μετανοείτε κάθε ώρα για τα παραπτώματά σας, για να αξιωθήτε να συναντήσετε τον Χριστο. Ο Κύριος είπε:   «Αγαπώ όσους με αγαπούν και θα δοξάσω όσους με δοξάζουν».

Ω, Αδάμ, πρέσβευε για μας, τα παιδιά σου. Η ψυχή μας είναι γεμάτη πόνο από τις πολλές μας θλίψεις.

Αδάμ, πατέρα μας, συ κατοικείς στους ουρανούς και βλέπεις τον Κύριο να κάθεται δοξασμένος στα δεξιά του Πατέρα. Εσύ βλέπεις τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ κι όλους τους Αγίους. Εσύ ακούς τα ουράνια άσματα και η γλυκύτητα τους απορροφα την ψυχή σου. Εμείς όμως λαχταρούμε για τον Θεό ακατάπαυστα, σκυθρωποί και στερημένοι τη χάρη. Τραγούδησέ μας κάτι από τις ωδές που ακούς στους ουρανούς, για να τ᾽ ακούση όλη η γη και να ξυπνήσουν όλοι από το θανατερό λήθαργο.

«Μη με κουράζετε, παιδιά μου. Ο καιρός των δικών μου θλίψεων πέρασε. Η γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος και η τρυφή του Παραδείσου μ᾽ εμποδίζουν να γυρίσω την προσοχή μου στη γη. Αλλά και πάλι θα σας πω:

Σας αγαπά ο Κύριος και ζήσετε κι εσείς με αγάπη. Να πείθεσθε στους προϊσταμένους σας, να ταπεινώνετε τις καρδιές σας, και τοτε θα κατοικήση μέσα σας Πνεύμα Θεού. Αυτο έρχεται ήρεμα και δίνει ειρήνη στην ψυχή και μαρτυρεί για τη σωτηρία της χωρίς λόγια. Ψάλλετε ύμνους στνο Θεό με αγάπη και πνευματική ταπείνωση, γιατί ο Κύριος χαίρετε μ᾽ αυτο.

Ω, Αδάμ, εμείς ψάλλομε, αλλά δεν έχουμε μέσα μας ούτε αγάπη ούτε ταπείνωση.

Μετανοείτε και προσεύχεσθε. Κι εγώ μετανοούσα για πολύν καιρό και στενοχωριόμουν, γιατί πρόσβαλα τον Θεό και γιατί με τα δικά μου αμαρτήματα χάθηκε η ειρήνη και η αγάπη από το πρόσωπο της γής. Τα δάκρυά μου χύνονταν στο πρόσωπό μου και πότιζαν το στήθος μου κι έπεφταν στη γη· κι όλη η έρημος άκουγε τους στεναγμούς μου. Εσείς δεν μπορείτε να εννοήσετε το βάθος της θλίψεώς μου, ούτε πώς οδυρόμουν για τον Θεό και τον Παράδεισο. Στον Παράδεισο ήμουν καταχαρούμενος. Με εύφραινε το Πνεύμα του Θεού κι ήμουν απαλλαγμένος από παθήματα. Όταν όμως διώχτηκα από τον Παράδεισο, τοτε ζώα και πουλιά, που μ᾽ αγαπούσαν προηγουμένως, άρχισαν να με φοβούνται και να μ᾽ αποφεύγουν· οι κακοί λογισμοί σπάραζαν την καρδιά μου· κρύο και πείνα με βασάνιζαν· ο ήλιος μ᾽ έκαιγε και μ᾽ έδερναν οι άνεμοι· με κατάβρεχαν οι βροχές και με καταπονούσαν οι αρρώστιες και τα υπόλοιπα δεινά της γης. Εγώ όμως τα υπέφερα όλα με ακλόνητη ελπίδα στον Θεό.

Και εσείς, παιδιά μου, υπομείνετε τους πόνους της μετάνοιας· αγαπάτε τις θλίψεις, αποξηραίνετε τα σώματά σας με άσκηση και εγκράτεια, ταπεινώστε τον εαυτό σας κι αγαπάτε τους εχθρούς, για να κατοικήση μέσα σας το Άγιο Πνεύμα. Τότε θα γνωρίσετε και θα βρήτε τη Βασιλεία των Ουρανών. Μην ταράζετε όμως την ειρήνη μου. Από τη θεία αγάπη δεν μπορώ τώρα να στραφώ προς τη γη. Ξέχασα όλα τα επίγεια. Ξέχασα ακόμα κι αυτον τον Παράδεισο που έχασα, γιατί βλέπω την αιώνια δόξα του Κυρίου και τη δόξα των Αγίων, που το Φως του Προσώπου του Θεού τους κάνει να λάμπουν κι οι ίδιοι σαν κι Αυτόν.

Ψάλλε, Αδάμ, ψάλλε μας τον ουράνιο ύμνο, για ν᾽ ακούση όλη η γή και να νοιώση τη γλυκύτητα της θείας αγάπης. Ποθούμε πολύ ν᾽ ακούσωμε αυτούς τους γλυκούς ύμνους, γιατί ψάλλονται με το Άγιο Πνεύμα.

Ο Αδάμ έχασε τον επίγειο Παράδεισο και τον αναζητούσε με θρήνους:

«Παράδεισέ μου, Παράδεισε, θαυμαστέ μου Παράδεισε».

Κι ο Κύριος με την αγάπη Του στο σταυρό του χάρισε άλλο Παράδεισο, καλύτερον από εκείνον που έχασε, στους ουρανούς, όπου είναι το άκτιστο Φώς της Αγίας Τριάδος.

Από το βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ»