Σκότωσε τη γυναίκα του και το γιο του και τον έκαναν άγιο;

Σκότωσε τη γυναίκα του και το γιο του και τον έκαναν άγιο;

Πριν διαβάσετε αυτή την ανάρτηση

Ξέρουμε ότι σπάνια, πολύ σπάνια διαβάζει κάποιος μια ανάρτηση-σεντόνι.

Πολύ περισσότερο, αν τη βλέπει από την οθόνη του κινητού.Δεν φιλοδοξούμε να σας κάνουμε να διαβάσετεένα τόσο μεγάλο κείμενο ντε και καλά.Αλλά, αποθηκεύστε το κάπου …Ίσως χρειαστεί να το συμβουλευτείτετην επόμενη φορά που θα ακούσετε κάποιον από τους πολύ διαδεδομένους μύθους για τον άγιό μαςπου αποτελεί πια κόκκινο πανί για τους κάθε είδους πολέμιους της Εκκλησίας

 Διέπραξε ο άγιος Κωνσταντίνος οικογενειακά εγκλήματα;

Α΄ μέρος

Η τραγωδία τον Κρίσπου

Έναν χρόνο μετά τη Σύνοδο τη Νικαίας, το 326 μ. Χ., ο Κωνσταντίνος έρχεται στη Ρώμη για να γιορτάσει τα εικοσάχρονα της βασιλείας του (τα δεύτερα Δεκενάλια). Κλήθηκε στο Καπιτώλιο να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική ειδωλολατρική γιορτή και να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Αρνήθηκε. Ύστερα απ’ όσα είχε βιώσει στη Σύνοδο της Νικαίας, του φαίνονταν γελοία πια όλ’ αυτά.

Η στάση του – κατά τον Ζώσιμο – προκάλεσε το μίσος σε όλες τις τάξεις. Ο όχλος λιθοβόλησε το άγαλμά του και στραπατσάρισε το πρόσωπο σ’ αυτό. Την είδηση ανήγγειλαν οι παλατιανοί στον Κωνσταντίνο και εκείνος αποκρίθηκε με πικρόχολο χιούμορ: «Περίεργο, δεν είμαι σε θέση να ιδώ κανένα τραύμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό μου. Και το κεφάλι και το πρόσωπό μου εμφανίζονται αρκετά υγιή»! [1]

Την ημέρα που στα ανάκτορα γιορτάζονταν τα Δεκενάλια με τη συμμετοχή όλων των επισήμων της Ρώμης, ο Κωνσταντίνος διατάζει τη σύλληψη του Κρίσπου και τη φυλάκισή του στη φυλακή της Πώλας, στην Ίστρια.Η ενέργεια του αυτοκράτορα έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία! Ο Κρίσπος ήταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής νέος με πολλά ηγετικά χαρίσματα. Δεκαεφτάχρονος είχε περιβληθεί την πορφύρα του καίσαρα και είχε πολεμήσει νικηφόρα τους Φράγκους και τους Αλαμαννούς. Τρεις φορές ως τότε είχε διατελέσει πρόξενος. Και, τελευταία, ως ναύαρχος τού στόλου του πατέρα του, είχε κατατροπώσει τον στόλο τού Λικίνιου στον Βόσπορο. Τι λοιπόν είχε προηγηθεί εκείνης της συλλήψεως;

Αυτός ο φέρελπις γιος τού Κωνσταντίνου, που παρά τη νεότητά του, είχε δοξαστεί στα πεδία τών μαχών, εκείνη την εποχή στο παλάτι είχε συγκεντρώσει πάνω του όλο το μίσος μιας κακιάς μητριάς. Η Φαύστα μισούσε θανάσιμα τον νεαρό Κρίσπο, που υπερτερούσε των τριών αγοριών της σε όλα! Και στην εξυπνάδα και στο σωματικό σφρίγος και στο κάλλος και στην ευγένεια. Τον ζήλευε και τον μισούσε. Και φοβόταν μήπως ο Κωνσταντίνος κληροδοτούσε σ’ εκείνον την Αυτοκρατορία και όχι στα αγόρια της.

Τον μισούσε ακόμα γιατί η γριά πεθερά της, η Ελένη, αγαπούσε εκείνον περισσότερο από τα δικά της παιδιά. Και το ποτήρι τού μίσους της είχε ξεχειλίσει τις προηγούμενες ημέρες, που σε μια άλλη γιορτή στο παλάτι ο ποιητής Πορφύριος Οπτατιανός απάγγειλε ένα ωραίο ποίημα για τον ένδοξο Κρίσπο. Πλάνταξε η Φαύστα, που δεν άκουγε μια καλή κουβέντα και για τα δικά της παιδιά. Και άρχισε να κάνει σχέδια εξόντωσης τού Κρίσπου.

Μια διαβολική σκέψη πέρασε από τον νου της και εκμεταλλεύτηκε ένα επίκαιρο γεγονός: Ο Κωνσταντίνος, για να περιφρουρήσει τον θεσμό της οικογένειας, που βρισκόταν εκείνη την εποχή σε αποσύνθεση, εξαιτίας νόμων τού αυτοκράτορα Αυγούστου (ελευθερία στη μοιχεία για την αύξηση τού πληθυσμού και άλλα παρόμοια τρελά), είχε επιβάλει πριν από ένα μήνα νόμο, που όριζε θανατική εκτέλεση για τον άνδρα που θα διέπραττε το αδίκημα της μοιχείας με παντρεμένη γυναίκα. Αυτό ήταν! Η δολοπλόκα γυναίκα θα στήριζε εκεί πάνω τη συκοφαντία της για τον Κρίσπο, μαζί με την κατηγορία της συνωμοσίας! Αφού εξασφάλισε τους αναγκαίους ψευδομάρτυρες στην παλατιανή καμαρίλα, κατηγόρησε το παλικάρι στον πατέρα του ότι συνωμοτούσε εναντίον του με σκοπό να τον ανατρέψει από τον θρόνο, καθώς και ότι επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς! Οι μάρτυρες κατάλληλα δασκαλεμένοι, επιβεβαίωσαν ενώπιον του αυτοκράτορα τις άθλιες καταγγελίες της.

Ο ίδιος ο Ζώσιμος (5ος αιώνας μ.Χ.), παγανιστής και πολέμιος τού Κωνσταντίνου, αλλά και ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αιώνας) παραδέχονται ότι οι κατηγορίες εναντίον του Κρίσπου ήταν άδικες και ότι όλες ήταν εφευρήματα της Αυγούστας Φαύστας, Η όποια με τον τρόπο αυτό φρόντισε να βγάλει τον Κρίσπο από τη διαδοχή τού θρόνου για χάρη των τριών αγοριών της, που είχε με τον Κωνσταντίνο, και που αυτή την περίοδο βρίσκονταν ακόμα στην παιδική τους ηλικία.

Έτσι ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στο τρομερότερο δίλημμα της ζωής του. Πώς έπρεπε να ενεργήσει; Ως στοργικός πατέρας ή ως αυτοκράτωρ και ψυχρός τηρητής του νόμου; Και πώς θα αξίωνε την εφαρμογή του νόμου από το λαό, αν ο ίδιος δεν τον εφήρμοζε; Αυτή η θέση ήταν η δυσκολότερη και τραγικότερη, που θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ ένας νομοθέτης και συνάμα δικαστής και πατέρας: να εφαρμόσει δηλαδή για πρώτη φορά τον σκληρό νόμο πάνω στον γιό του. Δε διέταξε αμέσως την εκτέλεση του, όπως πολύ θα το ‘θελαν η Φαύστα και οι εχθροί του, αλλά τη φυλάκισή του στις φυλακές της Πώλας, στην περιοχή Ίστρια. Αργότερα ο άτυχος νέος εκτελέστηκε, άγνωστο με ποιόν τρόπο. Όλοι πίστεψαν πως εκτελέστηκε με υπογραφή τού Κωνσταντίνου, αλλά δεν υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτό. Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο, και όσα έχουν γραφεί είναι αυθαίρετα συμπεράσματα και εικασίες. Ποτέ δε βρέθηκε διάταγμα με την υπογραφή και τη σφραγίδα τού αυτοκράτορα για τη θανάτωση τού Κρίσπου. Οι σύγχρονοί του χρονικογράφοι Ευσέβιος και Σέξτος Αυρήλιος Βίκτωρ περιορίζονται στη δήλωση πως δε γνωρίζουν τους λόγους του θανάτου του Κρίσπου.

Γράφει ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ Δ. Κούσουλας: «Οι δεσμοφύλακες τού Κρίσπου δε θα είχαν ενεργήσει ποτέ από μόνοι τους, χωρίς ένα ένταλμα θανατικής εκτελέσεως, που να φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του Αυτοκράτορα. Εάν δεν το υπέγραψε ο Αυτοκράτορας, ποιος έβαλε την υπογραφή του; Ποιος θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει την αυτοκρατορική σφραγίδα έκτος από τη Φαύστα ή κάποιον άλλον μετά από διαταγή της; Δεν υπάρχει αρχαία μαρτυρία, για να υποστηρίξει αυτό το σενάριο. Ωστόσο, τούτο συνταιριάζει τους διάσπαρτους υπαινιγμούς και τις αποσπασματικές αναφορές και διατρυπά κάπως τον ιστό της αράχνης, που έχει κρατήσει το μυστήριο καλυμμένο για τόσους πολλούς αιώνες» [2].

Η λογική τού καθηγητή Κούσουλα, με βάση τα ως τώρα πεπραγμένα της Φαύστας, οδηγείται στην υπόνοια, ότι ίσως σ’ αυτόν το θάνατο να έχει βάλει το χέρι της η πανούργα Αυγούστα.

Αληθινά, ποιος θα μπορούσε να μας βεβαιώσει ότι αυτός ο θάνατος δεν είναι έργο εκείνης της δόλιας γυναίκας; Ποιος θα μπορούσε να μας διαβεβαιώσει ότι αυτόν το θάνατο δεν τον παρουσίασαν στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο οι παρατρεχάμενοι της Φαύστας σαν αυτοκτονία, για να τον ηρεμήσουν μετά τον τραγικό χαμό τού γιου του;

Για τους παγανιστές όλα αυτά, βέβαια, δεν έχουν σημασία. Αυτοί απλά υιοθετούν πρώτα με μεγάλη ευχαρίστηση τις συκοφαντίες της Φαύστας, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δήθεν ερωτική επίθεση τού Κρίσπου προς το άτομό της. Μάλιστα για να ταπεινώσουν περισσότερο το πρόσωπο τού μεγάλου αυτοκράτορα, προχωρούν κι άλλο και μιλούν για ισχυρό ερωτικό δεσμό Κρίσπου και Φαύστας! Ναι, και υπενθυμίζουν στους αναγνώστες τους τη δραματική ερωτική ιστορία τού Ιππόλυτου και της Φαίδρας, και την εκδικητική μανία τού απατημένου πατέρα στο πρόσωπο τού Κωνσταντίνου, που εκδικείται τον γιό…

Αλλά ως εδώ τελειώνει η πρώτη πράξη της τραγωδίας… Γιατί ακολουθεί και η δεύτερη…

Η Αυγούστα Ελένη εκείνες τις μέρες έλειπε από τη Ρώμη, μα όταν επέστρεψε, πληροφορήθηκε από τους αφοσιωμένους παλατιανούς της όλη την αλήθεια και έκλαψε πικρά τον αδικοχαμένο εγγονό της. Και αυτή την τραγική αλήθεια αποκάλυψε στον αυτοκράτορα γιο της μέσα από τους λυγμούς και τ’ αναφιλητά της.
Οργισμένος ο Κωνσταντίνος διέταξε τη σύλληψη της Φαύστας.


Η τύχη της Φαύστας

Τι απέγινε η Φαύστα μετά το τρομερό έγκλημά της; Ποια σκληρή τιμωρία την περίμενε; Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα «σπεύδει» ο παγανιστής και φανατικός αντιχριστιανός Ζώσιμος[3] να μας ενημερώσει, ότι ο Κωνσταντίνος, μόλις πληροφορήθηκε για την εγκληματική υπαιτιότητα της Φαύστας στον θάνατο τού Κρίσπου, διέταξε τους δούλους του να την πνίξουν στο λουτρό με καυτό νερό!

Αυτό το σενάριο το επαναλαμβάνουν εναντίον τού Κωνσταντίνου ως γεγονός αδιαμφισβήτητο όλοι οι … χρονικογράφοι των επόμενων αιώνων (Ευτρόπιος, Σωκράτης ο Σχολαστικός κ.α.), παίρνοντας αναδρομικά την εκδίκηση τους εναντίον τού ανθρώπου, που κατέρριψε τη … λατρεία των ειδώλων. Το επαναλαμβάνουν ατυχώς και κάποιοι χριστιανοί από αγνοία η ευπιστία. Γι’ αυτό η αμερόληπτη ιστορική ερευνά οφείλει να δέχεται με πολλή δυσπιστία τις πληροφορίες τους. Και να λαβαίνει υπόψη της ότι μια τόσο σκληρή τιμωρία δε συνάδει προς την ευαισθησία και τον χαρακτήρα τού Κωνσταντίνου, (που θα σκιαγραφηθούν στις επόμενες σελίδες από τα έργα του). Τέτοιο φριχτό έγκλημα δε θα μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος, που δέχτηκε την κλήση από τον Θεό, όπως ο Παύλος, και εγκολπώθηκε το χριστιανικό πνεύμα στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Μιλβία Γέφυρα.

Αλλά το μύθο του Ζώσιμου καταρρίπτει ο Ιερώνυμος, ο Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας (366 – 419 μ.Χ.), που έζησε εγγύτατα στα γεγονότα. Αυτός παρέχει την πληροφορία, ότι ο θάνατος της Φαύστας επήλθε τρία ή τέσσερα έτη μετά το θάνατο του Κρίσπου! Το σχετικό χωρίο τού Ιερώνυμου δημοσιεύει ο ιστορικός Edward Gibbon μαζί με την αμφισβήτησή του για ένα τέτοιο θάνατο της Φαύστας[4]. Ο Gibbon[5] ρίχνει περισσότερο φως στην υπόθεση. Γράφει: «Τόσο οι πολέμιοι όσο και οι υπέρμαχοι τού χαρακτήρα τού Κωνσταντίνου έχουν παραγνωρίσει δύο πολύ σημαντικά αποσπάσματα δύο ομιλιών που εκφωνήθηκαν στη διάρκεια της επόμενης βασιλείας. Στο πρώτο εξυμνούνται οι αρετές, η ομορφιά και η τύχη της αυτοκράτειρας Φαύστας, της κόρης, συζύγου, αδελφής και μητέρας τόσο πολλών πριγκίπων. Στο δεύτερο, αναφέρεται ρητώς ότι η μητέρα τού Κωνσταντίνου τού νεότερου, ο οποίος σφαγιάσθηκε τρία χρόνια μετά το θάνατο τού πατέρα του, (σ.σ. δηλαδή το 340 μ.Χ.), ήταν ζωντανή εφόσον έκλαψε για το πεπρωμένο τού γιου της. Παρά την κατηγορηματική μαρτυρία αρκετών παγανιστών και χριστιανών συγγραφέων, ενδέχεται να υπάρχουν κάποιοι λόγοι να πιστέψουμε, ή έστω να υποπτευθούμε, ότι η Φαύστα γλίτωσε από την τυφλή και ύποπτη ασπλαχνία τού συζύγου της»[6].

Την κατηγορία αυτή εναντίον τού Μ. Κωνσταντίνου αρνείται να υιοθετήσει και ο μεγάλος μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.

Οι παγανιστές χρονικογράφοι κάνουν ένα βήμα περισσότερο ακόμα, για να ενισχύσουν τις εικασίες τους, γράφοντας ότι ο Κωνσταντίνος επέβαλε λησμοσύνη (domnatio memoriae) για τον νεκρό Κρίσπο. Αλλά ο Κωδινός, χρονικογράφος των μεταγενέστερων αιώνων, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος έστησε χρυσό άγαλμα τού Κρίσπου, το όποιο εξαφάνισαν οι Αρειανοί. Σ’ αυτό το άγαλμα υπήρχε η επιγραφή: «Στον αδικοχαμένο γιο μου».

Ο θάνατος τόσο τού Κρίσπου όσο και της Φαύστας δεν μπορούν να καταλογισθούν στον Κωνσταντίνο δίχως πειστήρια. Τίποτε το βέβαιο. Αν, παρ’ ελπίδα, οφείλονται σε αποφάσεις τού Αυτοκράτορα, και πάλι πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα, γιατί ο Αυτοκράτωρ, ως ανώτατος κριτής και τηρητής των νόμων επιβάλλει και ποινές σ’ ενόχους, ή τουλάχιστον σε κατηγορουμένους, που αποδεικνύονται ένοχοι, βάσει μαρτυριών. Και αφού κάθε δικαστής μπορεί βάσει ψευδών κατηγοριών να οδηγηθεί σε δικαστική πλάνη, πώς ένας αυτοκράτωρ εκείνων των εποχών ως ανώτατος δικαστής θα μπορούσε ν’ αποφύγει κάτι παρόμοιο;

Εκείνες τις πικρές ημέρες για τον Κωνσταντίνο, άγνωστοι έγραψαν πάνω σε μια σανίδα και την κρέμασαν σε κτίριο τού παλατιού τούτη τη φαρμακερή για τον αυτοκράτορα φράση: «Ποιος τώρα αποζητάει το χρυσό δρεπάνι τού Κρόνου».

Ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη Ρώμη θλιμμένος και καταφαρμακωμένος, για να μη ξαναγυρίσει ποτέ πάλι εκεί. Και για όσο χρόνο χτιζότανε η νέα πρωτεύουσα, παρέμενε στη Νικομήδεια.

Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Β. Καραστάθη: «Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική. Ιστορική μελέτη». Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Αθήνα Μάιος 2006. Σελ. 35-41.

Β΄ μέρος

Με το άρθρο αυτό, δεν επιχειρούμε ασφαλώς να κάνουμε πρωτότυπη έρευνα επάνω σε ένα ζήτημα με το οποίο έχουν ασχοληθεί τόσοι και τόσοι λόγιοι. Σκοπός του άρθρου, είναι να επαναφέρει στην πραγματικότητα όσους αντιμετωπίζουν με προχειρότητα ένα ζήτημα που ελάχιστα γνωρίζουν, και ακόμη λιγότερο έχουν ενδιαφερθεί να μάθουν.

Για να το καταφέρουμε αυτό, θα προβάλουμε σημαντικές επιστημονικές θέσεις που έχουν διατυπωθεί επάνω στο ζήτημα που μας απασχολεί, ώστε να κατανοήσουμε την σοβαρότητα ενός σκοτεινού ζητήματος, το οποίο αντιμετωπίζεται με ισχυρές δόσεις λαϊκισμού από τους ευφάνταστους πολέμιους του Χριστιανισμού.

1. Ένα άλυτο μυστήριο της ιστορίας: οι πολλαπλές εκδοχές που γεννούν οι πηγές


Ας ξεκινήσουμε με ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Donald Μ. Nicol:

«Μολονότι δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο, δεν αποκλείεται [ο Μ. Κων/νος] να ενέχεται στη δολοφονία του γιου του Κρίσπου και της δεύτερης γυναίκας του, της Φαύστας»[7].

Είναι προφανές ότι ένας αξιόλογος βυζαντινολόγος, δεν θα μπορούσε να γράψει κάτι τέτοιο αν δεν υπήρχαν σοβαρά επιχειρήματα για μια τέτοια διατύπωση.

Από την άλλη, ας εξετάσουμε μια κλασική ερμηνεία των γεγονότων, έτσι όπως την διαβάζουμε στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, η οποία μιλά για:

«… εκτέλεση του ίδιου του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου, Κρίσπου […] τον οποίο η μητριά του Φαύστα αντιμετώπιζε, όπως φαίνεται, ως μεγάλο εμπόδιο στον δρόμο των δικών της παιδιών προς την απόλυτη εξουσία. Η ενέργεια αυτή της Φαύστας (στην οποία, υπό διάφορα προσχήματα, αποδίδεται από τις πηγές η ευθύνη για τον θάνατο του Κρίσπου) υπήρξε, τελικά, και η αιτία του δικού της δραματικού τέλους […] Όταν επί τέλους ο αυτοκράτωρ συνήλθε από τη φονική κρίση του 326, βρέθηκε ηθικά δέσμιος της Εκκλησίας. Τα εγκλήματα που είχε διαπράξει επέτρεψαν στους κληρικούς να σφίξουν ακόμη περισσότερο τον ψυχολογικό τους κλοιό γύρω από τον Κωνσταντίνο, ενώ οι αρειανοί έμελλαν να επωφεληθούν από αυτή την κατάσταση …»[8].

Σχόλια: Για να δείξουμε πόσο δύσκολη είναι μια τελεσίδικη ερμηνεία του θανάτου των Κρίσπου και Φαύστας, θα αναφέρουμε κάποια αντεπιχειρήματα, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από τη σχετική βιβλιογραφία.

Έχει προταθεί ως τόπος θανάτου του Κρίσπου, η Πούλα (ή Πόλα)[9] της Κροατίας, όπου ο γιος του Μ. Κων/νου πιθανόν εκτελέστηκε με δηλητήριο την Άνοιξη του 326 μ.Χ.[10]. Το όνομα της πόλης αυτής το γνωρίζουμε από μια αναφορά του ειδωλολάτρη ιστορικού, Αμιανού Μαρκελίνου[11].

Η Φαύστα, έχασε τη ζωή της το ίδιο έτος[12], λίγο μετά τον Κρίσπο [13], πιθανότατα στη Ρώμη[14]. Η αναφορά στο «Χρονικό» του Ιερώνυμου, την οποία αναφέρει και ο Γίββων, ότι η Φαύστα πέθανε στα 328, επειδή δεν επιβεβαιώνεται από αλλού, ίσως αποτελεί λάθος καταγραφή[15].

Αν λοιπόν δεχτούμε ότι η Φαύστα έχασε τη ζωή της επειδή εξαπάτησε τον Μ. Κων/νο, αυτό σημαίνει ότι η σκευωρία της ήταν επιπόλαιη και κατέπεσε αμέσως. Όμως, ο Κων/νος για να εκτελέσει τον Κρίσπο θα έπρεπε πρώτα να ερευνήσει το ζήτημα προσεκτικά και να έχει στα χέρια του αδιάσειστα στοιχεία[16] . Διότι, η φοβία για την απώλεια της εξουσίας, δεν ταιριάζει στην περίπτωση τους, αφού ο ίδιος ο Κων/νος έδωσε στον Κρίσπο τον τίτλο του Καίσαρα[17]ακριβώς επειδή τον θεωρούσε κατάλληλο για διάδοχό του στο υπέρτατο αξίωμα του Αυγούστου[18]. Και βεβαίως, δεν μπορεί να εκτέλεσε τον Κρίσπο από «έμφυτη καχυποψία», όταν μέχρι τον θάνατό του (326), με τις ευλογίες ασφαλώς του Κων/νου, ο Κρίσπος είχε λάβει την υψηλότερη θέση ανάμεσα στους Καίσαρες[19]. Επίσης, αν ήταν τέτοιος χαρακτήρας ο Κων/νος, τότε θα είχε φροντίσει εγκαίρως για τα ζητήματα αυτά, και ούτε θα οδηγούσε τόσο ψηλά τον Κρίσπο[20], ούτε βέβαια είναι λογικό, να μαρτυρά ο Ευσέβιος, ακριβώς την εποχή αυτή, ότι ο Κων/νος με τον Κρίσπο ομονοούν, ομοθυμούν και είναι εξαιρετικά μονιασμένοι (Εκκλ. Ιστ. 10,9.4 και 10,9.6), οδηγώντας μας στη σκέψη ότι ο θάνατός του αποτελούσε έκπληξη και όχι αποτέλεσμα διαρκούς καχυποψίας.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εκτέλεσε έναν γιο, από τον οποίο περίμενε τόσα πολλά, χωρίς σοβαρότατο λόγο. Και από πολιτικής απόψεως άλλωστε, για ποιο λόγο να ακούσει τη Φαύστα, όταν η απουσία του Κρίσπου μάλλον χειροτέρευε τη θέση του Κων/νου, αφού τον άφηνε εκτεθειμένο στους τυχόν σφετεριστές[21]. Από την άλλη, αν επρόκειτο για μια παράλογη φοβία για την εξουσία του, που οδήγησε σε «φονική κρίση», θα μπορούσε κάλλιστα να θανατωθεί και ο Κωνσταντίνος Β΄, ο μεγαλύτερος γιος του Μ. Κων/νου από την πλευρά της Φαύστας, περίπου 12ετής και ήδη Καίσαρας από το 317 σε βρεφική ηλικία ακόμη[22].

Αν πάλι υποθέσουμε ότι η Φαύστα έμαθε την αλήθεια για κάποια προδοσία του Κρίσπου και την αποκάλυψε στον Κων/νο, ή αν δεχτούμε ότι για αίτια διαδοχής ο Κρίσπος έγινε στόχος του αυτοκράτορα, τότε δεν εξηγείται για ποιον λόγο να σκοτώσει και τη Φαύστα[23].

Κι αν ο Κρίσπος ήταν αθώος και έφταιγε μόνο η Φαύστα και οι συκοφαντίες της, τότε δεν δικαιολογείται η damnatio memoriae (καταδίκη/σβήσιμο της μνήμης ή εξάλειψη της αναγραφής) που διατάχθηκε και για τους δύο, καθώς οι ειδικοί εντοπίζουν ένα σύνολο επιγραφών[24], καταγραφών και νομισμάτων, από τα οποία έχουν σβηστεί τα ονόματα του Κρίσπου και της Φαύστας[25]. Πρέπει να αναφέρουμε ότι η damnatio memoriae, ήταν ρωμαϊκή «ποινή για έγκλημα κατά του κράτους», κατά την οποία, για τον καταδικασμένο, «κάθε εικόνα του καταστρεφόταν, και κάθε δημόσια αναφορά γι’ αυτόν έσβηνε»[26]. Την εφαρμογή της ποινής, μας παρουσιάζει και ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του: «… ουδέ μέχρις ονόματος μνημονευόμενοι, γραφαί τε αυτών και τιμαί την αξίαν αισχύνην απελάμβανον …» (Εκκλ. Ιστ. 10,9.5), το οποίο σημαίνει: «… μη μνημονευόμενοι [οι καταδικασμένοι] ούτε κατ’ όνομα, αι δε εικόνες και τα αφιερώματα εύρισκον την αρμόζουσαν καταισχύνην»[27].

Από την άλλη, η κατηγορία για αιμομιξία που ακολουθεί την Φαύστα και τον Κρίσπο, μάλλον έχει ως αιτία το μικρό χρονικό διάστημα ανάμεσα στους θανάτους τους[28], και μοιάζει τόσο πολύ με τον μύθο της Φαίδρας και του Ιππόλυτου ώστε δεν γίνεται εύκολα πιστευτή[29]. Όλο αυτό το σενάριο, μαζί με τις προσθήκες ότι δήθεν ο Κων/νος μεταστράφηκε στον χριστιανισμό εξαιτίας των εγκλημάτων αυτών, πιθανόν να ξεκίνησε από μια αρχική πηγή του 4ου αιώνα, μάλλον ειδωλολατρική[30], και σίγουρα εχθρικά διακείμενη προς τον Μ. Κων/νο[31]. Άλλωστε, ο Ιουλιανός σε εγκώμιό του προς τον Κωνστάντιο, αναφέρεται ιδιαίτερα στην ευγένεια, τον σεβασμό της συγγένειας και τον καλό χαρακτήρα της μητέρας του Φαύστας (Ιουλιανού, «Εγκώμιον εις τον αυτοκράτορα Κωνστάντιον» 9, b-d)[32] κάτι που θα είχε αποφύγει αν ήταν αλήθεια όλα αυτά, ώστε να μην προσβάλλει τον Κωνστάντιο[33].

Επιπλέον, για την μοίρα της Φαύστας κυκλοφορούσε και άλλη εκδοχή στον 4ο-5ο αιώνα (ότι την παράτησαν υποτίθεται στο δάσος όπου την έφαγαν τα άγρια θηρία[34]) ώστε δημιουργούνται αμφιβολίες ακόμα και για τον θάνατό της από ασφυξία στο λουτρό[35].

Από εκεί και πέρα, αν πούμε ότι «οι κληρικοί έσφιξαν ακόμη περισσότερο τον ψυχολογικό τους κλοιό» επειδή τον βρήκαν μετανοημένο και ευάλωτο, τότε γιατί πιέζει ο Κων/νος τους Ορθοδόξους και ανέχεται την εξορία του Μ. Αθανασίου προκαλώντας τόσες αντιδράσεις[36]; Το λογικό θα ήταν να προσπαθεί να τα έχει με όλους καλά. Και από πού φαίνεται ο «θρησκευτικός ψυχολογικός κλοιός» του Κων/νου κάτω απ’ το βάρος της δήθεν ενοχής του; Αν αυτό ήταν αλήθεια, θα είχε βαπτιστεί αμέσως και όχι μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια!
Ίσα-ίσα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απουσία κάθε προσπάθειας να δικαιολογήσει ή να καλύψει τους δύο αυτούς θανάτους (κάτι που επέτρεψε στη φημολογία να σκεπάσει την αλήθεια), δείχνει ότι ο Μ. Κων/νος δεν αισθανόταν ένοχος για τα εγκλήματα που του καταλογίζουν[37].

Κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι δεν αισθανόταν ένοχος επειδή ήταν κακούργος, όμως, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Μ. Κων/νο για έλλειψη πολιτικής ευφυΐας: εφόσον σκόπευε να βάλει τον χριστιανισμό σε πρωταγωνιστική θέση, θα όφειλε προς εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού, είτε να προνοήσει ώστε να καταγραφεί κάποια δικαιολογία από τον βιογράφο του Ευσέβιο, είτε να αποδώσει τους θανάτους σε ατύχημα οργανώνοντας μεγαλοπρεπείς κηδείες. Μάλιστα, αν πράγματι αιτία ήταν η αιμομιξία, ακόμη περισσότερο ο Κων/νος θα ήθελε να παρουσιάσει μια δικαιολογία για την εκτέλεση και να απαλλαχθεί έτσι το παλάτι από τις κακολογίες. Και πάλι, σε περίπτωση που δεν μπορούσε ο ίδιος να αποφύγει τη μομφή, θα έπρεπε να δείξει έμπρακτη μετάνοια, αποδεχόμενος αμέσως το βάπτισμα, ώστε σύμφωνα με την μέχρι τότε πολιτική του, να δείξει μεταμέλεια και σεβασμό στον χριστιανισμό.

Όμως, τίποτε από αυτά δεν έπραξε ο Κων/νος, επιβάλλοντας ταυτόχρονα την ποινή της damnatio memoriae, η οποία όπως είδαμε, επιβάλλεται για εγκλήματα κατά του κράτους. Έτσι λοιπόν, τα στοιχεία δείχνουν πως αν πράγματι ο Κων/νος διέταξε την θανάτωσή τους ή αν καταδικάζοντάς τους για τις πράξεις τους, θεώρησαν ο Κρίσπος και η Φαύστα ότι μένει ανοιχτός ο μονόδρομος της αυτοκτονίας, η πιο λογική εκδοχή είναι ότι και οι δύο ήταν όντως ένοχοι, και μάλιστα, για κάτι τόσο σοβαρό, που την εποχή εκείνη κανείς δεν θα μπορούσε να το αφήσει ατιμώρητο. Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί άλλη συνθήκη που να εξηγεί τις αντιφάσεις που δημιουργούν όλες οι άλλες υποθέσεις:

«Είναι προφανές ότι μεγάλα προβλήματα συγκλόνισαν τα θεμέλια της οικογένειας του Κωνσταντίνου, το 326. Η Φαύστα και ο Κρίσπος ήταν προφανώς υπεύθυνοι για τα προβλήματα αυτά, αλλιώς είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί εκτελέστηκαν. Η ‘’καταδίκη της μνήμης τους’’ που ακολούθησε, και το γεγονός ότι ο Ευσέβιος δεν αναφέρει κανέναν από τους δύο στον ‘’Βίο Κωνσταντίνου’’, απλώς τονίζει τη σοβαρότητα των προβλημάτων του έτους 326»[38].

Πράγματι, στην περίπτωση που ο Κων/νος είναι όντως υπεύθυνος για τις εκτελέσεις, τότε η υπόθεση του Eric R. Varner, μοιάζει απόλυτα λογική:

Στα 326, η Φαύστα, «μαζί με τον Κρίσπο κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε την δολοφονία του Κων/νου … [μετά την εκτέλεσή της] η μνήμη της καταδικάστηκε επίσημα. Για την ανάμιξή του στη συνομωσία, ο Κρίσπος εκτελέστηκε και η μνήμη του επίσης καταδικάστηκε»[39].

Μάλιστα, κατά τον David Woods, η παρουσία του Κρίσπου στην Πόλα, σημαίνει ότι πρώτα καταδικάστηκε σε εξορία, και τελικά, κάτω από την πίεση των καταστάσεων, αυτοκτόνησε με δηλητήριο[40].

Με όσα αναφέραμε, θέλουμε να δείξουμε ότι αν κανείς μελετήσει όλες τις απόψεις και όλες τις εκδοχές, καταλήγει με ευκολία σε ένα συμπέρασμα: αυτά που τόσο συχνά επικαλούνται οι πολέμιοι του χριστιανισμού, οι οποίοι μιλούν για έναν Μ. Κων/νο που από αρχομανία και χωρίς άλλη αιτία, σκοτώνει όποιον βρει μπροστά του, αποτελούν απλώς συκοφαντίες.

Για να φανεί μάλιστα και το εύρος της αβεβαιότητας που γεννούν οι πηγές, ενδεικτική και ενδιαφέρουσα είναι η υπόθεση του David Woods (την οποία ο Noel Lenski χαρακτηρίζει «ριζοσπαστική»[41]) ότι ο Κρίσπος και η Φαύστα ήταν όντως ένοχοι για μοιχεία-αιμομιξία. Στο άρθρο του με τίτλο «On the Death of the Empress Fausta» (βλ. υποσημείωση #5), εξηγεί ότι άλλα παραδείγματα εκτελέσεων σε ζεστά λουτρά δεν υπήρξαν, άρα, ίσως να βρέθηκε εκεί η Φαύστα για διαφορετικό λόγο. Θεωρεί λοιπόν πιθανό ότι τα σοβαρά αυτά γεγονότα επιδεινώθηκαν από μια εγκυμοσύνη της Φαύστας. Με μια σειρά επιχειρημάτων, ο David Woods δείχνει ότι η προτεινόμενη ιατρική διαδικασία άμβλωσης την εποχή αυτή, ήταν να γίνει μέσα σε ζεστό λουτρό, όμως η θνησιμότητα τέτοιων επεμβάσεων ήταν μεγάλη. Κατά συνέπεια, ο Κρίσπος οδηγήθηκε εξόριστος στην Πόλα όπου και αυτοκτόνησε με δηλητήριο το 326, ενώ η Φαύστα πέθανε όντως μέσα στο ζεστό λουτρό.

2. Σιωπηλοί ιστορικοί και έμμεσες μαρτυρίες

Υπενθυμίζουμε ότι πολλά από τα προαναφερόμενα επιχειρήματα ισχύουν στην περίπτωση που ο Κων/νος όντως διέταξε την εκτέλεση του Κρίσπου και της Φαύστας. Διότι, μια παρατήρηση που διαβάζουμε από τον παλαιότερο Edward Walford, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι τον θάνατο του Κρίσπου και της Φαύστας καλύπτει ένα αδιάλυτο μυστήριο:

«Συγκρίνετε τα στοιχεία που δίδονται από τον Αυρήλιο Βίκτωρ, κεφ. 41, τον Αμμιανό Μαρκελλίνο βιβλίο xiv. 6, και άλλους, οι οποίοι μαρτυρούν ότι ο Κρίσπος και η Φαύστα θανατώθηκαν από τον Κωνσταντίνο. Ωστόσο, επιβάλλεται να παρατηρηθεί, ότι ο Ευσέβιος, στο έργο του «Βίος Κωνσταντίνου», και ο Σωκράτης, στην Ιστορία του, δεν κάνουν καμία αναφορά στο γεγονός, το οποίο αμφισβητείται εντελώς από τον Σωζομενό (Εκκλ. Ιστ. 1,5) και τον Ευάγριο (Εκκλ. Ιστ. 3, 40,41)»[42].

Πρώτα, ας σταθούμε στις αναφορές των δύο ιστορικών που δεν αναφέρουν καθόλου το γεγονός του θανάτου των Κρίσπου και Φαύστας.

Στην περίπτωση του Ευσέβιου, η απουσία του τραγικού περιστατικού από το έργο «Βίος Κωνσταντίνου», έχει θεωρηθεί ως εφαρμογή της damnatio memoriae. Με αυτόν τον τρόπο κατανοείται η απουσία κάθε αναφοράς στον Κρίσπο[43] και την Φαύστα[44] από τον Ευσέβιο.

Βεβαίως, στην περίπτωση του Σωκράτη δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο, διότι ο Σωζομενός, την ίδια εποχή, αναφέρει κανονικά το περιστατικό (ο Σωκράτης Σχολαστικός, αλλά και ο Ερμείας Σαλαμίνιος Σωζομενός, έζησαν και έγραψαν στο διάστημα από τα τέλη του 4ου έως τα μέσα 5ου αιώνα). Οπότε, τον λόγο για τον οποίο ο Σωκράτης δεν αναφέρει το περιστατικό δεν μπορούμε να τον γνωρίζουμε. Δεν μοιάζει πάντως με τον ιστορικό που θα απέκρυπτε κάτι τόσο σοβαρό, παραβιάζοντας τις αρχές της ιστοριογραφίας. Άλλωστε, ήταν κάτι που είχε συμβεί πριν από 60-70 χρόνια, και ξέρουμε ότι στην περίπτωση του πολύ κοντινού χρονικά, θλιβερού περιστατικού της φιλοσόφου Υπατίας, αν και εμπλεκόταν το όνομα του Κύριλλου Αλεξανδρείας, ο Σωκράτης όχι μόνο δεν δίστασε να το αναφέρει, αλλά θεωρείται και ο πλέον αξιόπιστος μάρτυρας[45]. Έτσι, καθώς εκτιμάται ως «αντικειμενικός εις την αφήγησίν του», «αναφέρει τας πηγάς του», και «παραθέτει πιστώς τα επίσημα έγγραφα που χρησιμοποιεί»[46], ίσως η αβεβαιότητα να ήταν αυτή που τον απέτρεψε από το να αναφέρει το περιστατικό (έλλειψη έγκυρων πληροφοριών για την τύχη της Φαύστας και του Κρίσπου, και απουσία στοιχείων που αποδεικνύουν είτε ενοχή, είτε αθωώτητα του Κων/νου).

Από εκεί και πέρα βεβαίως, υπάρχουν οι δύο μαρτυρίες, από τον Σωζομενό (5ος αιώνας) και τον Ευάγριο Σχολαστικό (6ος αιώνας), που απορρίπτουν το περιστατικό. Ο Ευάγριος θεωρείται «αντικειμενικός και καλώς ενημερωμένος»[47], και ο Σωζομενός είναι μια ιστορική πηγή που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Σωκράτη, προσφέροντας και νέο υλικό, παρά το γεγονός ότι υστερεί σε «κριτική δύναμη»[48].

Ασφαλώς, από τους δύο αυτούς ιστορικούς δεν δίδονται ατράνταχτα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν σκότωσε ο Μ. Κων/νος τον Κρίσπο και της Φαύστα. Όμως, ούτε οι πηγές που του αποδίδουν τον θάνατό τους παρέχουν ακλόνητες αποδείξεις:

Άλλοι αναφέρουν μόνο τον θάνατο του Κρίσπου αλλά όχι της Φαύστας (όπως ο Αυρήλιος Βίκτωρ[49]), άλλοι αναφέρουν γενικά, ότι ο Κρίσπος «σκοτώθηκε», πάλι χωρίς αναφορά στη Φαύστα (όπως η ανώνυμη πηγή Consularia Constantinopolitana από τα τέλη του 4ου αιώνα[50]), άλλοι μιλούν για αιμομιξία, άλλοι όχι (όπως ο ειδωλολάτρης Ευτρόπιος, που δίνει ως αίτιο την «αλαζονεία» του Κων/νου[51]), άλλοι λένε ότι ο Κρίσπος θανατώθηκε επειδή δήθεν ήταν αρειανιστής (όπως ο Ορόσιος[52]), όμως ο Κων/νος ουδέποτε θανάτωσε κάποιον για τον λόγο αυτό[53].

Τελικά, η απουσία οποιασδήποτε ικανοποιητικής εξήγησης για το γεγονός, δημιούργησε ένα πλαίσιο ασάφειας και αβεβαιότητας:
Όπως γράφει ο Jan Willem Drijvers μετά από λεπτομερή εξέταση των στοιχείων, «δεν υπάρχει καμία ικανοποιητική εξήγηση, αρχαία ή νεότερη για την εκτέλεση του Κρίσπου και της Φαύστας. Ο θάνατός τους παραμένει ακόμα, και πιθανόν θα παραμείνει για πάντα, ένα άλυτο μυστήριο»[54].

3. Η μαρτυρία του Σωζομενού

Ας εξετάσουμε πρώτα την μαρτυρία του Σωζομενού, η οποία περιλαμβάνεται στο Α΄ βιβλίο της Ιστορίας του, στο 5ο κεφάλαιο.

Για να καταλάβουμε το πλαίσιο της απάντησης του Σωζομενού, χρειάζεται πρώτα να αναφέρουμε τη μαρτυρία του ειδωλολάτρη Ζώσιμου, ο οποίος έναν αιώνα μετά, αφού πρώτα περιγράφει την γνωστή ιστορία περί αιμομιξίας, άδικου φόνου του Κρίσπου και εκδίκησης κατά της Φαύστας, (Νέα Ιστορία 2.29.2), προσθέτει:

«Απευθύνθηκε [ο Κων/νος] στους [ειδωλολάτρες] ιερείς για να ζητήσει άφεση και καθαρμό. Κι όταν εκείνοι του είπαν ότι δεν υπάρχει τρόπος να εξιλεωθούν τόσο μεγάλα εγκλήματα, βρέθηκε κάποιος Αιγύπτιος, που είχε έρθει στη Ρώμη από την Ισπανία και είχε εξοικειωθεί με τις γυναίκες του παλατιού, ο οποίος συναντήθηκε με τον Κωνσταντίνο και τον διαβεβαίωσε ότι το χριστιανικό δόγμα μπορεί να απαλείφει οποιαδήποτε εσφαλμένη πράξη, και ότι επαγγέλλεται να απαλλάξει αμέσως από όλα τα κρίματά του τον ασεβή που θα ασπαστεί τον χριστιανισμό. Ο Κωνσταντίνος αποδέχθηκε με περισσή ευκολία τις προτάσεις του, απαρνήθηκε την πατροπαράδοτη λατρεία και προσχώρησε σ’ αυτήν που προπαγάνδιζε ο Αιγύπτιος – και ως πρώτο δείγμα ασέβειας, άρχισε να υποψιάζεται τους μάντεις.» (Ζώσιμος, Νέα Ιστορία, 2,29,3-4)[55].

Ήδη αναφέραμε ότι το σενάριο που αναπτύσσει ο Ζώσιμος, έχει μάλλον ειδωλολατρική προέλευση, πηγάζει από τον 4ο αιώνα και έχει σκοπό να υποτιμήσει την χριστιανική πίστη και να συκοφαντήσει τον Μ. Κων/νο[56]. Είναι εντελώς αστείο να υποστηρίζεται ότι ο Κων/νος, που είχε την θεολογική γνώση να αντιληφθεί -έστω στις βασικές τους γραμμές- ζητήματα δογματικά που αφορούσαν την Αγία Τριάδα, είχε ανάγκη να μάθει τα βασικά για τον χριστιανισμό από κάποιον περαστικό Αιγύπτιο! Εκτός αυτού, αφού του είπε ο «αιγύπτιος» τι πρέπει να κάνει, γιατί ο Κων/νος που υποτίθεται διακαώς επιθυμούσε τη λύτρωση, βαπτίστηκε μετά από… δέκα χρόνια;! Και μάλιστα, η προσπάθεια δυσφήμησης του αυτοκράτορα είναι ολοφάνερη, όταν λέει ο Ζώσιμος πως ο Κων/νος πείστηκε από κάποιον που είχε «εξοικειωθεί με τις γυναίκες του παλατιού»! Δηλαδή ο Κων/νος ήταν τόσο «αφελής» όσο και οι «γυναικούλες», προσπαθεί να μας πει ο Ζώσιμος!

Σύμφωνα με τον Σωζομενό, το έτος που καθόρισε τη μεταστροφή του Κων/νου δεν ήταν ασφαλώς το 326, αλλά το 312, πριν από τη μάχη με τον Μαξέντιο («της των Χριστιανών θρησκείας μετασχείν Κωνσταντίνον, πριν επί Μαξέντιον στρατεύσαι» 1,5.3).

Και όπως ενδεικτικά αναφέρει ο Κωνσταντίνος Κοντογόνης:

«Ο φόνος του Κρίσπου εγένετο τω 326, αλλ’ ήδη το προ τούτου έτος επεδείξατο ο Κωνσταντίνος επί της εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου μέγαν υπέρ της χριστιανικής πίστεως ζήλον»[57].

Από εκεί και πέρα, γνωρίζοντας την μαρτυρία του Ζώσιμου, κατανοούμε ότι ο Σωζομενός, στα εδάφια 1.5.1-5 της Ιστορίας του, δείχνει να γνωρίζει την ιστορία αυτή ήδη έναν αιώνα πριν και μάλιστα μας βεβαιώνει για την παγανιστική της προέλευση. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο Σωζομενός δεν αναφέρεται ονομαστικά στη Φαύστα αλλά περιορίζεται να μιλήσει για φόνους στενών συγγενών (‘’εγγυτάτω γένους’’). Φαίνεται όμως από όσα γράφει, ότι θεωρεί πιο σημαντικό να ασχοληθεί με το θέμα του Κρίσπου.

Ο Σωζομενός λοιπόν στην Ιστορία του, αναφέρει αυτολεξεί σχεδόν το επιχείρημα του Ζώσιμου, το οποίο όμως καταλογίζει στους ειδωλολάτρες:

«Ουκ αγνοώ δε, ως Έλληνες λέγουσι [δηλ. οι ειδωλολάτρες ισχυρίζονται] Κωνσταντίνον ανελόντα τινάς των εγγυτάτω γένους και τω θανάτω Κρίσπου του εαυτού παιδός συμπράξαντα μεταμεληθήναι και περί καθαρμού κοινώσασθαι Σωπάτρω τω φιλοσοφώ και εκείνο καιρού προεστώτι της Πλωτίνου διάδοχης. τον δε αποφήνασθαι μηδένα καθαρμόν είναι των τοιούτων αμαρτημάτων αδημονούντα δε τον βασιλέα επί τη απαγορεύσει περιτυχείν επισκόποις, οι μετανοία και βαπτίσματι υπέσχοντο πάσης αυτόν αμαρτίας καθαίρειν, ησθήναί τε τούτοις κατά σκοπόν ειρηκόσι και θαυμάσαι το δόγμα και Χριστιανόν γενέσθαι και τους αρχομένους επί τούτο αγαγείν.» (Εκκλ. Ιστ. 1,5.1).

Αφού λοιπόν μας παρουσιάζει την εκδοχή των ειδωλολατρών, κατόπιν ο Σωζομενός την απορρίπτει ως πλαστή και κακόβουλη επίθεση κατά του χριστιανισμού:
«Εμοί δε δοκεί ταύτα πεπλάσθαι τοις σπουδάζουσι την Χριστιανών θρησκείαν κακηγορείν» (Εκκλ. Ιστ. 1,5.2).

Και άλλωστε, συνεχίζει, όσο ζούσε ο Κρίσπος εξέδωσε ο Κων/νος πολλούς νόμους υπέρ των Χριστιανών («πολλούς συν αυτώ θέμενος νόμους υπέρ Χριστιανών» 1,5.2), ενώ ο αυτοκράτορας προσχώρησε στη θρησκεία των Χριστιανών, πριν εκστρατεύσει κατά του Μαξεντίου («της των Χριστιανών θρησκείας μετασχείν Κωνσταντίνον, πριν επί Μαξέντιον στρατεύσαι» 1,5.3).

Επιπλέον, μας λέει, το γεγονός ότι πρόκειται για ψευδολογία, φαίνεται και από εκείνους που είπαν ότι δήθεν οι ειδωλολάτρες δεν έχουν καθαρμούς για εγκλήματα συγγενών και γι’ αυτό ο Κων/νος αναγκάστηκε να στραφεί στους χριστιανούς επισκόπους. Απόδειξη για το αντίθετο είναι ότι ο Ηρακλής καθάρθηκε στην Αθήνα με τα μυστήρια της Δήμητρας έπειτα από τεκνοφονία («Ηρακλής ο Αλκμήνης Αθήνησιν εκαθάρθη μετά την τεκνοκτονίαν τοις Δήμητρος μυστηρίοις» 1,5.4) και δεν είναι δυνατόν να λένε οι ψευδολόγοι ότι ο διάσημος Σώπατρος δεν το γνώριζε αυτό («Ως μεν ουν οι Έλληνες των τοιούτων πλημμελημάτων καθαρμούς επηγγέλλοντο, απόχρη τα ειρημένα και ψεύδος κατηγορεί των εναντία αποφήνασθαι Σώπατρον πλασαμένων» 1,5.4).

Το κυριότερο όμως είναι, ότι ο Σωζομενός αρνείται και σε άλλο σημείο να δεχτεί τον φόνο του Κρίσπου από τον Κων/νο:

«Κρίσπος μεν γαρ, δι’ ον φασι [οι ειδωλολάτρες] Κωνσταντίνον καθαρμού δεηθήναι» (1,5.2).

Δηλαδή, είναι σα να λέει ο Σωζομενός ότι πρόκειται για συκοφαντία, διότι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο Κων/νος δολοφόνησε τον Κρίσπο και γι’ αυτό χρειαζόταν καθαρμό, είναι οι ειδωλολάτρες[58].

Κι αν θέλουμε να επιβεβαιώσουμε ακόμα περισσότερο την αντίρρηση του Σωζομενού ως προς τον υποτιθέμενο φόνο του Κρίσπου, έχουμε και τα εξής:

Στην αρχική του αναφορά στους «στενούς συγγενείς», ο Σωζομενός χρησιμοποιεί το «εφόνευσε» (ανελόντα <= αναιρώ = φονεύω). Όμως, για τον Κρίσπο, όταν γράφει, «Κρίσπος μεν γαρ, δι’ ον φασι Κωνσταντίνον καθαρμού δεηθήναι», αν και με την λέξη «καθαρμός» παραπέμπει στην εγκληματική πράξη του φόνου, εντούτοις δεν χρησιμοποιεί το «αναιρώ» για τον Κρίσπο, αλλά αμβλύνει τις εντυπώσεις που θέλουν να δημιουργήσουν οι ειδωλολάτρες και χρησιμοποιεί το ουδέτερο «πέθανε» (ετελεύτησε <= τελευτώ = πεθαίνω).

4. Η μαρτυρία του Ευάγριου Σχολαστικού

Η άλλη μαρτυρία που αθωώνει τον Μ. Κων/νο για τον θάνατο του Κρίσπου και της Φαύστας, προέρχεται από τον χριστιανό ιστορικό Ευάγριο Σχολαστικό. Ο Ευάγριος, δικηγόρος από τη Συρία, ήταν ιστορικός του 6ου αι. μ.Χ. Έγραψε Εκκλησιαστική ιστορία σε 6 βιβλία, συνεχίζοντας το έργο του Σωκράτη, του Σωζόμενου και του Θεοδώρητου Κύρρου[59].

Στο τρίτο βιβλίο του, κεφάλαιο 40-41, ο Ευάγριος επιτίθεται στον Ζώσιμο, τον οποίο κατηγορεί ότι ως ειδωλολάτρης, έπλασε όλη αυτή την ιστορία για να κατηγορήσει τον χριστιανισμό και τον Μ. Κων/νο. Την οποία βεβαίως ο Ευάγριος την αρνείται:

«Είρηται Ζωσίμω, ενί των της εξαγίστου και μιαράς των Ελλήνων θρησκείας … μυρίοις τε και άλλοις τον ευσεβή και μεγαλόδωρον βλασφημήσας Κωνσταντίνον … και Κρίσπον τον παίδα δειλαίως αφανίσαι, και Φαύσταν την αυτού γαμέτην εν βαλανείω υπέρ το μέτρον εκπυρωθέντι καθείρξαντα εξ ανθρώπων μεταγαγείν, καθάρσια τε παρά τοις σφων ιερεύσι ζητούντα των τοιούτων εναγών φόνων και μη τυχόντα … περιτυχείν Αιγυπτίω εξ Ιβηρίας αφιγμένω και προς αυτού πιστωθέντα πάσης αμαρτάδος αναιρετικήν είναι την Χριστιανών πίστιν, μεταλαβείν ων ο Αιγύπτιος αυτώ μεταδέδωκε … Και ως μεν και ταύτα ψευδή παρά πόδας δείξω […] ου Φαύσταν ή Κρίσπον ανείλεν, ουδέ παρά τινός Αιγυπτίου διά ταύτα τω ημετέρων μυστηρίων μετέσχεν…»[60].

Βλέπουμε ότι η ιστορία που γνωρίζει ο Σωζομενός, ο Ζώσιμος και ο Ευάγριος, μικρές διαφορές έχουν.

Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε την κοινή τεχνική του Ευάγριου με τον Σωζομενό: ξεκινούν και οι δύο περιγράφοντας την εκδοχή των πολεμίων του χριστιανισμού, και κατόπιν δηλώνουν ότι την απορρίπτουν. Αυτό κάνει ο Σωζομενός στο 1,5.1 και κατόπιν δηλώνει: «Εμοί δε δοκεί ταύτα πεπλάσθαι τοις σπουδάζουσι την Χριστιανών θρησκείαν κακηγορείν» (1,5.2). Έτσι πράττει και ο Ευάγριος στο 3,40 και κατόπιν προσθέτει: «και ως μεν και ταύτα ψευδή παρά πόδας δείξω».

5. Επίλογος και μια σημαντική για την ασάφειά της, μαρτυρία του Ιουλιανού

Όπως είπαμε και πιο πριν, από τους δύο αυτούς ιστορικούς, δεν δίδονται ατράνταχτα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν σκότωσε ο Μ. Κων/νος τον Κρίσπο και της Φαύστα. Όμως, ο Σωζομενός και ο Ευάγριος, τον 5ο και 6ο αιώνα, έχουν σαφώς την δυνατότητα να μην δεχτούν ή και να το αρνηθούν, ότι ο Κων/νος όντως σκότωσε τον Κρίσπο και την Φαύστα, επιβεβαιώνοντας την ασάφεια των πηγών και τον Donald Μ. Nicol που έγραψε ότι το έγκλημα αυτό «δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο»[61].

Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία η μαρτυρία του Σωζομενού και του Ευάγριου, διότι μας βοηθά να καταλάβουμε ότι στην εποχή τους, κανείς δεν μπορούσε να υποστηρίξει πειστικά ότι ο Κων/νος πράγματι είχε διαπράξει τα εγκλήματα αυτά! Διαφορετικά, οι δύο ιστορικοί θα μπορούσαν να γράψουν οτιδήποτε, δεν θα μπορούσαν όμως να τα αρνηθούν.

Όσο για την αντίληψη που επικρατεί στα κείμενά των δύο ιστορικών, ότι τα γεγονότα αυτά (ή κάποια από αυτά) είναι φήμες που προέρχονται από τους ειδωλολάτρες, φαίνεται να δικαιώνεται διότι την ίδια αυτή εκδοχή, ότι δήθεν ο Κων/νος μεταστράφηκε εξαιτίας κάποιων εγκλημάτων, την συναντάμε δύο αιώνες πριν από τον Ζώσιμο, στον ειδωλολάτρη Ιουλιανό!

Αυτό που μας κάνει εντύπωση όμως, είναι ότι σε ένα τόσο επιθετικό κατά του Μ. Κων/νου κείμενο (που δείχνει ότι ο Ιουλιανός όταν το έγραψε ήταν πλέον αδιαμφισβήτητος αυτοκράτορας), ένα κείμενο που τον ειρωνεύεται ότι έγινε χριστιανός επειδή με ένα «πλύσιμο» (βάπτισμα) μπορούσε να απαλλαγεί από τα εγκλήματα που έκανε, ο Ιουλιανός περιορίζεται να πει το γενικόλογο ότι είχε χυθεί «αίμα συγγενών», αντί να καταγγείλει ευθέως τον Κων/νο για τον φόνο του γιου του και της συζύγου του:

«Ο Κωνσταντίνος … [πήγε] να βρει … τον Ιησού που έμενε εκεί και έλεγε σε όλους: ‘’Όποιος είναι διαφθορέας, δολοφόνος, καταραμένος και βδελυρός ας πλησιάσει άφοβα! Λούζοντάς τον μ’ αυτό το νερό θα τον παραδώσω καθαρό. Κι αν ξαναγίνει ένοχος για τα ίδια εγκλήματα, ας χτυπηθεί στο στήθος κι ας χτυπήσει το κεφάλι του κι εγώ θα τον καθαρίσω’’. Με μεγάλη ευχαρίστηση ο Κωνσταντίνος έτρεξε προς το μέρος του, παίρνοντας μαζί και τα παιδιά του απ’ τη σύναξη των θεών. Οι εκδικητές θεοί, όμως, συνέτριψαν κι αυτόν κι εκείνα για την ασέβειά τους και τους τιμώρησαν γιατί είχαν χύσει αίμα συγγενών» (Ιουλιανού, ‘’Συμπόσιον ή Κρόνια’’ 336a-b)[62].

Γιατί αρκείται ο Ιουλιανός σε κάτι τόσο γενικό, αν γνώριζε ότι ο Κων/νος πράγματι είχε σκοτώσει τον Κρίσπο και τη Φαύστα; Διότι βλέπουμε τους ειδωλολάτρες, με «ευχαρίστηση» να χρησιμοποιούν το επιχείρημα αυτό. Γιατί να αφήσει μια τέτοια ευκαιρία ο Ιουλιανός να «χτυπήσει» τον Μ. Κων/νο, γράφοντας ευθέως στο έργο του για τον φόνο του Κρίσπου και της Φαύστας;
Είναι πιθανόν, ο Ιουλιανός να δείχνει αβεβαιότητα ή έλλειψη στοιχείων, οπωσδήποτε όμως δεν θα είχε κανέναν λόγο να μην αναφέρει τον θάνατο του Κρίσπου και της Φαύστας αν γνώριζε ότι ήταν υπαίτιος ο Κων/νος.

Πηγές:
http://www.oodegr.com/neopaganismos/sykofanties/krispos1.htm
http://www.oodegr.com/neopaganismos/sykofanties/krispos2.htm
[1] Η χιουμοριστική φράση τού Μ. Κωνσταντίνου διασώζεται από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.
[2] D. G. Kousoulas, «The life and time of Constantine the Great»
[3] Νέα Ιστορία Β’ 29, 1-2.
[4] «The History of the Decline and Fall of the Roman Empire» XVIII, Foodnote 23.
[5] Άγγλος Ιστορικός, από τους κορυφαίους ιστορικούς τού κόσμου, που έχει συγγράψει το σημαντικότερο βιβλίο για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο «The History of the Decline and Fall of the Roman Empire». (Σημείωση ΟΟΔΕ: Είναι σημαντική η μαρτυρία του, γιατί πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους πολέμιους του Χριστιανισμού, λόγω αντιχριστιανικής υστερίας από την οποία έπασχε. Κάτι άλλωστε που είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο μιλάει εναντίον του αγίου στο παρατεθέν κείμενο. Εδώ όμως, άθελά του, γίνεται αιτία να φανερωθεί μία απάτη).
[6] Edward Gibbon: «The History of the Decline and Fall of the Roman Empire», Chapter XVIII.
[7] Nicol M. Donald, «Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σελ. 193.
[8] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ΄, «Βυζαντινός ελληνισμός – πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 37β-38α.
[9] Πούλα ή Πόλα (Pula ή Pola): ρωμαϊκή πόλη από τον 2ο αιώνα π.Χ. Σήμερα είναι σημαντικό λιμάνι και βιομηχανικό κέντρο της Κροατίας (βλ. σχετικό λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 50, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM]).
[10] Στο πρωτότυπο: «Crispus … was probably killed by poison in Pola in May 326» (Jan Willem Drijvers, «Helena Augusta – the mother of Constantine the Great and the legend of her finding of the true cross, Brill 1992, σελ. 60). Βλ. και Timothy David Barnes, «Constantine and Eusebius», Harvard University Press, 1981, σελ. 220.
[11] Στο πρωτότυπο: «Writing c.391, the pagan historian Ammianus Marcellinus (14.11.20) let slip that Crispus was put to death at Pola» (David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», Greece & Rome, Second Series, Vol. 45, No. 1 (Apr., 1998), σελ. 79).
[12] Στο πρωτότυπο: «…the deaths of Crispus and Fausta in 326 …» (Franz Steiner Verlag, «Crispus – Brilliant Career and Tragic End», Historia – Zeitschrift fur Alte Geschichte, Bd. 33, H. 1 (1st Qtr., 1984), σελ. 94).
[13] Στο πρωτότυπο: «The emperor put his son Crispus and his wife Fausta to death one after the other» (Jan Willem Drijvers, «Helena Augusta …», ό.π., σελ. 60).
[14] Στο πρωτότυπο: « It is generally accepted that Fausta died at Rome» (David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π., σελ. 79).
[15] Στο πρωτότυπο: «Jerome … in his Chronicle … misdates the death of Fausta to 328» (David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π., σελ. 84, σημ. #4).
[16] Στο πρωτότυπο: «Constantine can only have executed his son on evidence which appeared irrefragable» (Timothy David Barnes, «Constantine and Eusebius», Harvard University Press, 1981, σελ. 220).
[17] Ο Σωζομενός αναφέρει τον Κρίσπο, «δεύτερον σχήμα της βασιλείας τετιμημένος και Καίσαρ ων» (Εκκλ. Ιστ. 1.5.2).
[18] Στο πρωτότυπο: «An appointment to the rank of Caesar certainly certified eligibility for the rank of Augustus» (Franz Steiner Verlag, «Crispus – Brilliant Career … », ό.π., σελ. 105).
[19] Στο πρωτότυπο: «Until 326 Crispus occupied the highest position among the Caesars» (Franz Steiner Verlag, «Crispus – Brilliant Career … », ό.π., σελ. 105).
[20] Στο πρωτότυπο: «When Constantine appointed Crispus … to the rank of Caesar he must have been fully aware of the implications of that move» (Franz Steiner Verlag, «Crispus – Brilliant Career … », ό.π., σελ. 105).
[21] Στο πρωτότυπο: «The removal of Crispus had created a dangerous void, which might tempt the ambitions of a usurper» (Timothy David Barnes, «Constantine and Eusebius», ό.π., σελ. 221).
[22] Λήμμα «Κωνσταντίνος Β΄», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 37, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM]).
[23] Στο πρωτότυπο: «The suggestion that the execution of Crispus was a dynastic murder by Constantine … must be rejected just because it does not explain why she was also killed.» (Jan Willem Drijvers, «Flavia Maxima Fausta. Some Remarks», Historia-Zeitschrift fur Alte Geschichte, Bd. 41, H. 4 (1992), σελ. 504).
[24] Στο πρωτότυπο: «Crispus’ name was erased from CIL II.4107, III.7172, V.8030, IX.6386a, X.517, together with that of Fausta from CIL X.678.» (David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π., σελ. 84, σημ. #15).
[25] Στο πρωτότυπο: «Not only were Crispus and Fausta executed, but their memory was also condemned (damnatio memoriae). Their names were erased from public inscriptions, and the literary record was similarly affected.» (David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π., σελ. 72). Βλ. επίσης, (Jan Willem Drijvers, «Flavia Maxima Fausta. Some Remarks», ό.π., σελ. 506: «Crispus and Fausta disappeared from the coinage simultaneously».
[26] Βλ. λήμμα: «damnatio memoriae» (=εξάλειψη της αναγραφής, σβήσιμο της μνήμης), στο Howatson C. M., «Εγχειρίδιο Κλασικών Σπουδών» (τίτλ. πρωτ. «The Oxford Companion to Classical Literature»), εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996 (c1989), σελ. 833.
[27] Η μετάφραση από το: Ευσέβιος επίσκοπος Καισάρειας, άπαντα 3 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Εκκλησιαστική Ιστορία» (βιβλία Ζ΄-Ι΄), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 317.
[28] Στο πρωτότυπο: «Because Crispus’s death is followed shortly afterward by the execution of Constantine’s wife Fausta, later sources attribute both to a scenario like that of Hippolytus and Phaedra» (Noel Lenski, «The Cambridge companion to the Age of Constantine», Cambridge University Press, New York 2006, σελ. 94).
[29] Στο πρωτότυπο: «The Phaedra-and-Hippolytus motif is obvious and certainly raises doubts about the veracity of this account» (Franz Steiner Verlag, «Crispus – Brilliant Career … », ό.π., σελ. 101).
[30] Στο πρωτότυπο: «The story about the deaths of Crispus and Fausta as told by Zosimus might already have been devised in the first half of the fourth century by pagans who wanted to malign the Christian faith and who wanted to blacken Constantine’s Christianity» (Jan Willem Drijvers, «Flavia Maxima Fausta. Some Remarks», ό.π., σελ. 505, σημ. #34).
[31] Στο πρωτότυπο: «The precise details of his crime have been obscured by legend and invention. Writers hostile to Constantine alleged that the empress Fausta fell in love with her stepson» (Timothy David Barnes, «Constantine and Eusebius», ό.π., σελ. 220). Βλ. επίσης και: Noel Lenski, «The Cambridge companion … », ό.π., σελ. 79: « Sources … that report details are generally hostile and thus biased».
[32] Στο πρωτότυπο: «Τη μεν γαρ ευγενείας τοσούτον περιήν και κάλλους σώματος και τρόπων αρετής, όσον ουκ άλλη γυναικί ραδίως αν τις εξεύροι […] την σην δε μητέρα, κατά τους παρ’ ημίν νόμους αχράντους και καθαράς τας οικειότητας ταύτας φυλάττουσαν». Το οποίο σημαίνει: «Η μητέρα σου είχε τόση ευγένεια και ομορφιά και τοσο σταθερό χαρακτήρα, που δεν θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί όμοιά της ανάμεσα στις γυναίκες […] [έζησε] χωρίς να θίξει τη νομοθεσία μας και διατηρώντας καθαρή τη συγγένεια» (Ιουλιανός, Άπαντα, τόμ. 1 (σειρά «Οι Έλληνες» #274), Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 65).
[33] Στο πρωτότυπο: «Because Crispus’s death is followed shortly afterward by the execution of Constantine’s wife Fausta, later sources attribute both to a scenario like that of Hippolytus and Phaedra in Greek mythology […] Although delightfully juicy, this scenario is unlikely because the future emperor Julian … praised the moral character of Fausta in a panegyric to her son Constantius II […] Julian need not have raised the topic if it would have embarrassed Constantius; thus it seems logical to assume that Fausta did not attempt to seduce her stepson or have an illicit relationship with him» (Noel Lenski, «The Cambridge companion … », ό.π., σελ. 94).
[34] Πρόκειται για απόσπασμα από ομιλία του Χρυσοστόμου, όπου θέλει να δείξει ότι δεν πρέπει να ζηλεύουμε την δύναμη, τη φήμη και τα πλούτη των βασιλιάδων, διότι συχνά η ζωή τους είναι γεμάτη από αιματηρά συμβάντα. Οι μελετητές θεωρούν πως παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρει ονόματα, το πρώτο παράδειγμα με το οποίο ξεκινά ο Χρυσόστομος, αφορά τον Μ. Κων/νο, τη Φαύστα και τον Κρίσπο. Προσέχουμε την αίσθηση αβεβαιότητας που δημιουργεί το «φησι», δηλαδή, «ισχυρίζονται». Το απόσπασμα έχει ως εξής: «Ο δείνα, φησί, την γυναίκα υποπτεύσας επί μοιχεία, γυμνήν προσέδησεν όρεσι, και θηρίοις εξέδωκεν, ήδη μητέρα γενομένην αυτώ βασιλέων πολλών […] Ο αυτός δη ούτος τον υιόν απέσφαξε τον αυτού.» (Ιωάννης Χρυσόστομος, «Υπόμνημα εις την προς Φιληππισίους επιστολήν», PG 62,295). Στη βιβλιογραφία, το «μητέρα … βασιλέων πολλών» αποδίδεται ως μητέρα πολλών βασιλοπαίδων ή πριγκίπων.
[35] Στο πρωτότυπο: «We may doubt the story of the hot bath, especially since John Chrysostom knows another version of her death» (Franz Steiner Verlag, «Crispus – Brilliant Career … », ό.π., σελ. 103).
[36] Βλ. «Αθανάσιος Α΄», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 524.
[37] Στο πρωτότυπο: «… his apparent refusal to justify ‘his’ actions, since, of course, he did not regard himself as responsible for either death, one a suicide, the other an accident, this left a vacuum which rumor and innuendo strove to fill.» (David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π., σελ. 83).
[38] Στο πρωτότυπο: «In the case of the executions of Crispus and Fausta historians should admit that they have a mystery which will never be solved. It is obvious that great problems shook the foundations of Constantine’s family in 326. Fausta and Crispus were apparently held responsible for these problems, otherwise it is hard to understand why they were executed.39 Their subsequent damnatio memoriae and the fact that Eusebius does not mention either of them in his Vita Constantini only stress the seriousness of the problems of 326» (Jan Willem Drijvers, «Flavia Maxima Fausta. Some Remarks», ό.π., σελ. 506).
[39] Στο πρωτότυπο: «In 326 she was accused, to together with her stepson Crispus, of plotting the assassination of Constantine. Fausta was locked in the caldarium of her baths in the Domus Faustae and burned or suffocated to death. Her memory was officially condemned. For his part in the conspiracy, Crispus was executed and his memory also condemned» (Eric R. Varner, «Portraits, Plots, and Politics – ‘’Damnatio memoriae’’ and the Images of Imperial Women», Memoirs of the American Academy in Rome, Vol. 46 (2001), σελ. 84).
[40] Στο πρωτότυπο: «So how did he end up at Pola? … the best explanation for his presence at such a remote location is that he had been exiled there … He then committed suicide.» (David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π., σελ. 79-80. 83).
[41] Στο πρωτότυπο: «See the recent radical attempt by Woods 1998 to blame Fausta’s death on an attempted abortion of Crispus’s love child.» (Noel Lenski, «The Cambridge companion … », ό.π., σελ. 106, σημ. #7).
[42] Στο πρωτότυπο: «Compare the account given in Aurelius Victor, chap. 41, Ammianus Marcellinus, book xiv. 6, and others, who state that Crispus and Fausta were put to death by Constantine. It is to be observed, however, that Eusebius, in his Life of Constantine, and Socrates, in his History, make no mention of the fact, which is entirely discredited by Sozomen (Eccl. Hist. b. i. ch. 5) and Evagrius (Eccl. Hist. b. iii. ch. 40, 41)» (Edward Walford, «The ecclesiastical history of Sozomen», Henry G. Bohn, 1855, σελ. 435, σημ. #1).
[43] Βλ. Franz Steiner Verlag, «Crispus – Brilliant Career and Tragic End», ό.π., σελ. 98: «And some years later, when Eusebius composed the De Vita Constantini … Crispus was passed over in silence. … Was damnatio memoriae ever applied more strictly than here?».
[44] Βλ. Jan Willem Drijvers, «Flavia Maxima Fausta. Some Remarks», ό.π., σελ. 501, σημ #9: «The damnatio memoriae was never recalled. Because of this Eusebius does not refer to her in any sense in his ‘biography’ of Constantine, his Vita Constantini».
[45] Ως «η πλέον αξιόπιστη πηγή» χαρακτηρίζεται ο Σωκράτης στο Dzielska Maria, «Υπατία η Αλεξανδρινή» (μτφρ. Κουσουνέλος Γιώργος), Ενάλιος, Αθήνα 1997, σελ. 83.
[46] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας», 5η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 125.
[47] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Πηγαί…», ό.π., σελ. 170.
[48] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Πηγαί…», ό.π., σελ. 126-127.
[49] David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π., σελ. 83, σημ. #4.
[50] David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π.
[51] David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», στο ίδιο.
[52] David Woods, «On the Death of the Empress Fausta», ό.π.
[53] Βλ. Franz Steiner Verlag, «Crispus – Brilliant Career and Tragic End», ό.π., σελ. 100. Βλ. επίσης: Jan Willem Drijvers, «Helena Augusta …», ό.π., σελ. 62, σημ. #34.
[54] Στο πρωτότυπο: «There is no satisfactory explanation, ancient or modern, for the executions of Crispus and Fausta. Their deaths still remain and will probably always remain an unsolved mystery» (Jan Willem Drijvers, «Helena Augusta …», ό.π., σελ. 62).
[55] Βλ. πρωτότυπο και μετάφραση στο: Ζώσιμος, «Νέα ιστορία (306-410 μ.Χ.)» (μτφρ. Αβραμίδης Ιω.-Καλαϊτζάκης Θεοφ.), εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 78-79.
[56] Στο πρωτότυπο: «The story about the deaths of Crispus and Fausta as told by Zosimus might already have been devised in the first half of the fourth century by pagans who wanted to malign the Christian faith and who wanted to blacken Constantine’s Christianity» (Jan Willem Drijvers, «Flavia Maxima Fausta. Some Remarks», ό.π., σελ. 505, σημ. #34).
[57] Κοντογόνης Κωνσταντίνος, «Εκκλησιαστική Ιστορία από Χριστού γεννήσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», 2η εκδ., εν Αθήναις 1876, σελ. 394, σημ. (β).
[58] Ο Σωζομενός σε κανένα σημείο του κειμένου δεν υβρίζει τους καθαρμούς των ειδωλολατρών, ούτε ειρωνεύεται την αναγκαιότητά τους. Άρα, η φράση «Κρίσπος μεν γαρ, δι’ ον φασι Κωνσταντίνον καθαρμού δεηθήναι» δεν μπορεί για παράδειγμα να ερμηνευτεί: «ο Κων/νος σκότωσε μεν τον Κρίσπο, αλλά σιγά μην χρειάζεται τους ανόητους καθαρμούς σας». Δεν υπάρχει το παραμικρό έρισμα στο κείμενο για μια τέτοια ερμηνεία. Κατά συνέπεια, η φράση, «ισχυρίζονται [οι ειδωλολάτρες] ότι ο Κωνσταντίνος χρειαζόταν καθαρμό», δεν σημαίνει αντίρρηση στην αναγκαιότητα των καθαρμών σε περίπτωση φόνου, αλλά σημαίνει αντίρρηση στον ίδιο τον φόνο: δεν χρειαζόταν να ψάξει για καθαρμό ο Κων/νος, διότι δεν ήταν ένοχος για κάτι τέτοιο.
[59] Kroh Paul, «Λεξικό αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 177α.
[60] Για το αρχαίο κείμενο βλ. : J. Bidez – L. Parmentier, «The Ecclesiastical History of evagrius with the Scholia», London 1898, σελ. 139-140.
[61] Nicol M. Donald, «Βιογραφικό Λεξικό …», ό.π., σελ. 193.
[62] Ολόκληρο το απόσπασμα στο πρωτότυπο: «Ο δε Κωνσταντίνος, ουχ ευρίσκων εν θεοίς του βίου το αρχέτυπον, εγγύθεν την Τρυφήν κατιδών έδραμε προς αυτήν· η δε υπολαβούσα μαλακώς και περιβαλούσα τοις πήχεσι πέπλοις τε αυτόν ποικίλοις ασκήσασα και καλλωπίσασα, προς την Ασωτίαν απήγαγεν, ίνα και τον Ιησούν ευρών αναστρεφόμενον και προαγορεύοντα πάσιν· Όστις φθορεύς, όστις μιαιφόνος, όστις εναγής και βδελυρός, ίτω θαρρών· αποφανώ γαρ αυτόν τουτωί τω ύδατι λούσας αυτίκα καθαρόν, καν πάλιν ένοχος τοις αυτοίς γένηται, δώσω το στήθος πλήξαντι και την κεφαλήν πατάξαντι καθαρώ γενέσθαι, σφόδρα άσμενος ενέτυχεν αυτώ, συνεξαγαγών της των θεών αγοράς τους παίδας. Επέτριβον δε αυτόν τε κακείνους ουχ ήττον της αθεότητος οι παλαμναίοι δαίμονες, αιμάτων συγγενών τιννύμενοι δίκας» (Πρωτότυπο και μετάφραση από το: Ιουλιανός, Άπαντα, τόμ. 3 (σειρά «Οι Έλληνες» #276), Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 176-179).

πηγη.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Ο αλλιώτικος αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα (Του   Β. Χαραλάμπους, θεολόγου)

_____________________

Πριν πολλά χρόνια, θα ήταν κοντά στο έτος 1985, ένα κυριακάτικο πρωινό πηγαίνοντας εκκλησία με το αυτοκίνητό μου στον Άγιο Κασσιανό, μια εκκλησία που είναι δίπλα στο δικό μας φυλάκιο, και λίγα μέτρα από το φυλάκιο των Τούρκων, είδα μια μαυροφορεμένη γιαγιά με την παραδοσιακή μαντήλα, να αργοσέρνει τα βήματά της στην άκρη του δρόμου.

Τέτοια ώρα σκέφτηκα η γιαγιά θα πηγαίνει εκκλησία, σταμάτησα και τη ρώτησα αν θέλει να την πάρω εκκλησία. Με ευχαρίστησε και με ρώτησε αν την ξέρω. ‘’Με ξέρεις;’’, με ρώτησε. ‘’Όχι γιαγιά’’ της είπα, ‘’απλά σκέφτηκα ότι τέτοια ώρα Κυριακή μέρα, στην εκκλησία θα πηγαίνεις’’. ‘’Νόμισα’’, μου είπε πως με ξέρεις από τον γιο μου’’. Στην ερώτηση ‘’ποιος είναι ο γιος σου’’, έμαθα πως είναι η μητέρα του ήρωα του εθνικοαπελευθερωτικού και ενωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ Ιάκωβου Πατάτσου που απαγχονίσθηκε από τους Άγγλους.

Το μόνο κατόρθωμα που βρήκε να μου πει με μεγάλη απλότητα, ήταν η αγάπη του γιου της για την Εκκλησία. ‘’Αγαπούσε πολύ την Εκκλησία ο Ιάκωβος γιε μου. Κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Κοινωνούσε κάθε Κυριακή’’. Δεν μου είπε τίποτα άλλο. Αυτός ήταν ο Ιάκωβος που δεν λυπήθηκε καθόλου να δώσει και τη ζωή του για την πατρίδα του. Ο Ιάκωβος Πατάτσος ήταν από τους πρώτους ήρωες που οδηγήθηκαν στην αγχόνη.

Η ερώτηση που έκανε η ήρωας αυτός στον ιερέα των φυλακών, μετά που εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ήταν η εξής : ‘’Όταν μας παίρνουν (στην αγχόνη) τι να ψάλλομε;’’. Αυτή η ερώτηση δεν αφήνει περιθώρια άλλων εξηγήσεων. Οδηγούμενος στην αγχόνη έψαλλε τον εθνικό ύμνο, το ‘’Τη Υπερμάχω’’ και κατόπιν το ‘’Έκστηθι φρίττων ουρανέ’’ και το ‘’Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν’’.

Στη μητέρα του έγραφε μεταξύ άλλων τις τελευταίες του στιγμές από τις κεντρικές φυλακές τα εξής : ‘’Η χαρά μου είναι μεγάλη γιατί σύντομα αι δοκιμασίαι και αι θλίψεις θα σβήσουν και τότε θα μείνη ο «ο καρπός του Πνεύματος». Σε φίλο του έγραφε τα ακόλουθα πριν την εκτέλεση : ‘’Ο Θεός με κάνει να χαίρω. Η συναίσθησις ότι σύντομα η ψυχή μου θα φτερουγίζει γύρω από τον θρόνο Του, με κάνει να χαίρω. Ο Θεός με αγαπά γι’ αυτό θα με πάρει κοντά του. Σε ευχαριστώ για το θάρρος που μου δίδεις’’.

Παρόμοιες επιστολές έχουν γραφεί και από άλλους συναγωνιστές του. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αν προσμετρήσει κανείς και το γεγονός ότι πολλοί νέοι της ΕΟΚΑ είχαν στρατολογηθεί από συλλόγους των διαφόρων χωριών, τους γνωστούς έως σήμερα Θ.Ο.Ι. (Θρησκευτικά Ορθόδοξα Ιδρύματα).

Δεν είναι εύκολο να θυσιαστεί κανείς για τον άλλο. Ο ήρωας Γρηγόρης Αυξεντίου για παράδειγμα, έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος της θυσίας και της προσφοράς. Μια χρονιά που του έστειλε η μητέρα του παστά κρέατα στην Αμμόχωστο όπου έμενε, τα χάρισε όλα σε κάποιο τυφλό. Μια άλλη φορά που κυνήγησε στο βουνό που ήταν το κρυσφήγετό του μπεκάτσες, τις έψησε και τις έβαλε όλες να τις φάνε τα παλληκάρια του, χωρίς τίποτε να φάει αυτός.

Χαρακτηριστική ήταν και η περίπτωση του ήρωα Κυριάκου Μάτση, ο οποίος αντέταξε στον Άγγλο κυβερνήτη όταν του πρόσφερε εκατομμύρια για να προδώσει, εκείνο το ηρωικό ‘’ου περί χρημάτων των αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής’’. 

Άλλος αγωνιστής της ΕΟΚΑ μια χρονιά που έτυχε να πάρει αρκετά έσοδα από τη γεωργική του παραγωγή, διέθεσε ένα μεγάλο μέρος αυτής και αγόρασε σε πολλούς από τους συγχωριανούς του την Καινή Διαθήκη και ναύλωνε τις Κυριακές λεωφορείο για να έρχονται στην εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης στη Λευκωσία για εξομολόγηση όσοι συγχωριανοί του ήθελαν να εξομολογηθούν.

Ο ήρωας Μάρκος Δράκος άφηνε τη ομάδα του στην οποία ήταν αρχηγός και πήγαινε όταν μπορούσε κάπως μακριά από το κρυσφήγετό του για να προσευχηθεί κάτω από ένα δένδρο και να διαβάσει την Αγία Γραφή. Αν διαβάσει κανείς επιστολές αγωνιστών που εκρατούντο στις κεντρικές φυλακές, θα διαπιστώσει τη βαθιά τους πίστη. Ο αγώνας αυτός των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα ήταν αλλιώς. 

ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ, ΜΙΑ ΨΥΧΗ

π. Δημητρίου Μπόκου
Με απροκάλυπτο θαυμασμό στάθηκε ο κόσμος ολόκληρος μπρος στη μικρή Ελλάδα, που το 1940 νίκησε την πανίσχυρη Ιταλία και αντιστάθηκε ηρωικά, χωρίς πνεύμα ηττοπάθειας, χωρίς σύμπλεγμα κατωτερότητας, ως ίσος προς ίσον, ακόμα και προς τη θεωρούμενη ως τότε αήττητη Γερμανία. Ο άθλος της αποτέλεσε απρόσμενη έκπληξη, ευχάριστη για τους μεν, δυσάρεστη για τους δε.
Όλοι όμως, εχθροί και φίλοι, στάθηκαν μπροστά της προσοχή και απέδωσαν τα εύσημα στον μικρό λαό που επέδειξε σθένος γίγαντα. Στο εξής οι ήρωες θα είχαν ως πρότυπο τους Έλληνες, όπως ειπώθηκε προσφυώς (Ουίνστον Τσώρτσιλ).
Πολλοί παράγοντες, θείοι και ανθρώπινοι, συνέβαλαν στην επιτέλεση του θαύματος του 40. Θα επικεντρωθούμε σε έναν. Στην ομοψυχία. Δεν πολέμησε μόνο ο στρατός μας στα βουνά της χιονοσκέπαστης Ηπείρου. Όλο το έθνος συστρατεύθηκε. Κάθε ηλικία, από την πιο μικρή ως την πιο μεγάλη, έδωσε δυναμικά το «παρών». Ο καθένας στο πόστο του. Ανάλογα με τη δύναμή του και την ειδικότητά του. Ο καθένας συνεισέφερε στον κοινό αγώνα κατά
το χάρισμά του. Οι πολλοί έγιναν ένας. Ένα σώμα με πολλά μέλη, συντονισμένα στην απόλυτη λειτουργική αρμονία. Δεν σκεφτόταν και δεν ενεργούσε κανένας κατά το δικό του θέλημα. Ξεχάστηκε το εγώ, παραμερίστηκε. Ήρθε στο προσκήνιο η αξία του «εμείς» του ήρωα Μακρυγιάννη. Κατανοήθηκε πλήρως πως αν η πατρίδα πηγαίνει στο σύνολό της καλά, είναι όφελος για όλους. Αν η πατρίδα χάνεται, τί νόημα έχει να ευημερούν μερικοί; Η γενική δυστυχία θα παρασύρει και κάθε ιδιωτική ευημερία. Ενώ σε μια πατρίδα που ευτυχεί, λέγει ο
αρχαίος Περικλής, ακόμα κι αν κάποιος δυστυχήσει, «πολλώ μάλλον διασώζεται» (Θουκυδίδου Ιστορίαι, 2, 60, 2-4).
Έτσι, ο άμαχος πληθυσμός, αποχαιρετώντας με πόνο, αλλά και ενθουσιασμό τα μάχιμα παιδιά του που ξεκινούσαν τραγουδώντας για το μέτωπο, στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Πολέμησε κι αυτός με κάθε τρόπο στα μετόπισθεν. Οι Ελληνίδες της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας σήκωσαν, με ατσάλι ψυχή, στους αδύνατους ώμους τους το βαρύτατο έργο του εφοδιασμού. Βρέθηκαν κι αυτές στην πρώτη σχεδόν γραμμή, δίπλα στον μαχόμενο στρατιώτη,
δίνοντάς του πνοή ζωής, ανάσα απ’ την ανάσα τους, σ’ έναν δίχως ανάπαυλα πόλεμο.

Οι εχθροί ήταν πολλοί στα άγρια πολεμικά μέτωπα, μα χειρότερος απ’ όλους αποδείχτηκε το κρύο. Ολόκληρη η Ελλάδα βάλθηκε τότε να ζεστάνει τον παγωμένο φαντάρο. Μικρά κορίτσια, αλλά και αιωνόβιες γιαγιές, ρίχτηκαν στον αγώνα «της φανέλλας του στρατιώτη». Χιλιάδες δέματα με μάλλινα πλεχτά, συνοδευμένα με τις προσευχές όλου του έθνους, έφτασαν στη γραμμή του πυρός, ζέσταναν τις ψυχές των παιδιών που πολεμούσαν στα χιόνια. Ο λαός είχε γίνει μια μεγάλη ζεστὴ οικογένεια. Το ’νιωθε ο έρημος στρατιώτης και παρηγοριόταν.
Γράφει ένας τραυματίας από το μέτωπο για τον στρατό των μετόπισθεν:
«Καλή μου μανούλα, …όταν νιώθουμε ότι πίσω μας υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που φροντίζει…, όταν βλέπουμε ότι τα αισθήματα της αλληλεγγύης πλημμυρίζουν τις καρδιές όλου του Ελληνισμού, η ψυχή μας
γεμίζει συγκίνηση και ορκιζόμαστε, ότι δεν θα αφήσουμε ποτέ εχθρικό ποδάρι να μολύνει την ένδοξη γη μας. Αψηφούμε τα χιόνια και τις παγωνιές. Αγνοούμε τους κόπους και τις κακουχίες. Γινόμαστε τρομεροί και ικανοί να επιτελέσουμε και τους δυσκολότερους άθλους».
Ποιος μπορεί να νικήσει το έθνος που έχει τέτοια ψυχή;

Ὁ παπᾶς – Τοῦ Π. Πετιμεζᾶ

Μικρό ἀφιέρωμα στόν ἡρωϊσμό καί τό ἦθος τῶν Ἑλλήνων τοῦ ’40.

Θαυμάζει κανείς τό ρωμαίϊκο ἦθος, τή λεβεντιά καί τήν περιφρόνηση τοῦ θανάτου τῶν στρατιωτῶν τῆς ἱστορίας πού ἀκολουθεῖ καί πρό πάντων τοῦ ἱερέως χάριν τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν. Σήμερα ὄχι μόνο ἀτιμάζουν κάποιοι τήν πατρίδα μας καί καλλιεργοῦν τόν κακομοίρικο βόλεμα, ὄχι μόνο καταφρονοῦν τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ἀλλά καί προπαγανδίζουν χωρίς ντροπή τήν καύση τῶν νεκρῶν σάν νά πρόκειται γιά ἄχρηστα σκουπίδια. Ἄς ἀναβαπτισθοῦμε νοερά ἀπό τήν ἀνάγνωση τῆς ἀληθινῆς αὐτῆς ἱστορίας.

 ____________________________________

Ἦταν ἐννέα. Τούς διεκρίνομεν καθαρά ἀπό τά θέσεις μας, ἐπάνω εἰς τήν κορυφήν τοῦ λόφου, ἐξηπλωμένους εἰς διαφόρους στάσεις.

Ὁ ἕνας πρηνής, ὁ ἄλλος ὕπτιος, κάποιος ἄλλος στηριζόμενος εἰς ἕνα κομμένον κορμόν δένδρου. Ὅλοι μέ τήν παγεράν ἀκαμψίαν τοῦ θανάτου εἰς τά μέλη ἔμενον ἐκεῖ ἐπί δύο ἡμέρας ἄταφοι…

Εἶχον μείνει καί οἱ ἐννέα κατά τήν πεισματώδη συμπλοκήν, ἡ ὁποία ἐγένετο ἐπί τοῦ λόφου δύο ἡμέρας πρίν. Ἔκτοτε ὁ λόφος ἐκρίθη ἀπό ἡμᾶς καί ἀπό τούς ἄλλους ὡς μή δυνάμενος νά κρατηθῇ καί ἐγκατελείφθη μέ τούς ἐννέα νεκρούς εὐζώνους ἐπί τῆς γυμνῆς βραχώδους κορυφῆς του.

Μετά τήν ἡμέραν τῆς μάχης, κατόπιν διαρκοῦς βροχῆς καί ὁμίχλης, εἶχεν ἐπικρατήσει αἰθρία καί ἕνας γλυκύτατος καί γαλήνιος οὐρανός ἐστέγαζε τούς ἐξακολουθοῦντας νά μάχωνται διαρκῶς ἡμέραν καί νύκτα ἀπό τῶν ἰδίων θέσεων ἑκατέρωθεν τοῦ λόφου.

Ὅλοι οἱ ἄλλοι νεκροί εἶχον περισυλλεχθῆ μέσα εἰς τάς χαράδρας, τάς πλαγιάς τῶν λόφων, ἀπό ὅλα τά δασώδη μέρη, καί εἶχαν ταφῆ τήν παραμονήν μέ τάς εὐχάς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλ΄ἐκεῖνοι οἱ ἐννέα; Δίς καί τρίς ἐπεχείρησαν οἱ τραυματιοφορεῖς ἕρποντες νά τούς τραβήξουν κάτω, καί τήν αὐταπάρνησίν των τήν ἐπλήρωσαν ἀκριβά ˙ οἱ ἐννέα εἶχαν γίνει δώδεκα!

– Καί ὅμως πρέπει νά ταφοῦν! Έγώ δέν τούς ἀφίνω στά ὄρνια, ἠκούσθη ἡ φωνή τοῦ διοικητοῦ. Νά ταφοῦν ἐκεῖ ἐπάνω! Νά ταφοῦν ἐπί τόπου. Νά πάῃ ἐκεῖ καί ὁ παπᾶς.

Νά πάῃ ἐκεῖ καί ὁ παπᾶς! Ὁ ἀγαθώτατος παπα-Γεώργης, ἀπό ἁπλοῦς καί εἰρηνικός ἐφημέριος κάποιου ὀρεινοῦ χωριοῦ τῆς Ρούμελης εὑρέθη ἕνα πρωΐ ἱερεύς εὐζωνικοῦ τάγματος ἀπό ἐνθουσιασμόν μεγάλον, ἀλλά καί ἀπό κάτι ἄλλο ἀκόμη : Οἱ περισσότεροι ἀπό τό τάγμα ἦσαν ἀπό τήν ὀρεινήν περιοχήν τῆς πατρίδος του. Τούς ἐγνώριζε μέ τά ὀνόματά των. Ἤξευρε τάς μητέρας των, τάς γυναῖκας των, τάς ἀδελφάς των. Καί ὅλαι αὐταί τόν εἶχον προτρέψει νά δεχθῆ, διά νά προστατεύῃ τά παιδιά μέ τό σχῆμα του καί νά ἀποτρέπῃ τόν κίνδυνον μέ τήν δύναμιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχεν ὑπερνικήσει τούς δισταγμούς του καί πρό πάντων εἶχε κατορθώσει νά πείσει τήν παπαδιά ὅτι αὐτό, πού κάμνει, εἶναι θέλημα καί εὐχή Θεοῦ.

Ἔκτοτε ἐπί δέκα συνεχεῖς μῆνας καί εἰς τούς δύο πολέμους ἠκολούθει τό τάγμα, ἐσυνήθισεν εἰς τάς στερήσεις μἐ ὅλα τά πενήντα ἔτη του, εἰς τάς κακουχίας, εἰς τήν πεῖναν εἰς τό ψῦχος ὑπό τό ἀντίσκηνον.

Εἰς ἕν πρᾶγμα δέν ἠδύνατο νά συνηθίσῃ :
Τοῦτο ἦτο, νά συγκρατῆ τά δάκρυά του καί μίαν φρικίασιν, ὅταν τόν ἐκάλουν νά εἴπῃ τάς εὐχάς τῶν νεκρῶν ἐπάνω εἰς κάποιαν τάφρον ἀπό τάς ἀνοιγμένας εἰς κορυφήν ἤ χαράδραν καί μέσα εἰς τήν ὁποίαν ἐτοποθετοῦντο μεθοδικώτατα, ὁ εἷς παραπλεύρως τοῦ ἄλλου, παραμορφωμένοι καί ἀγνώριστοι οἱ γνωστοί του τῆς χθές, διά τούς ὁποίους τήν ἰδίαν νύκτα ἔγραφεν εἰς τήν πατρίδα του τό σύνηθες καί τακτικόν του «νά πῆς μέ τρόπον στή γυναῖκα τοῦ τάδε ὅτι πάει αὐτός καί στή μάνα τοῦ δεῖνα πώς δέν θά τόν ξαναϊδῆ».

– Νά πάῃ καί ὁ παπᾶς ἐκεῖ, εἶχεν ἐπαναλάβει ὁ ταγματάρχης.
Πολύ πρίν ὁ ἥλιος ἀνατείλη ἐξεκίνησαν οἱ ἄνδρες τῆς ἀγγαρείας ἕκαστος μέ ἕνα πτύον καί μίαν σκαπάνην ἐπ’ ὤμου. Διέβησαν κάτω ἀπό τήν δασώδη χαράδραν βαδίζοντες ἀραιά, ὁ εἷς ὄπισθεν τοῦ ἄλλου καί ἐπλησίασαν τήν πλαγιάν τοῦ ἀπαισίου λόφου. Τελευταῖος ἠκολούθει μέ ἕνα μικρόν σκοῦφον φέροντα τό στέμμα, χωρίς κάπαν μέ τά ξεθωριασμένα καί σχισμένα ράσα ὁ ἱερεύς, κρατώντας εἰς τό ἕνα χέρι τόν σταυρόν καί εἰς τό ἄλλο ὑπό μάλης διπλωμένον τό πετραχήλι του.

Ὅπως κάθε πρωΐ, πυκνή ὁμίχλη ἐκάλυπτεν ἀκόμη τήν κορυφήν τοῦ λόφου. Ὅλοι ἐτάχυναν τό βῆμα, διά νά ἐπωφεληθοῦν. Ἐβάδιζαν κατ΄ ἀρχάς ὄρθιοι. Μετ΄ ὀλίγον ὁ πρῶτος ἐγονυπέτησε, τόν ἐμιμήθησαν ἀμέσως καί οἱ ἄλλοι, καθώς καί ὁ παπᾶς.
Ὅταν ἔφθασαν τέλος εἰς τό μικρόν πλάτυσμα τῆς κορυφῆς, ἔπεσαν ὅλοι πρηνεῖς, ἄλλοι εἰς τά πλάγια, καί βοηθούμενοι μέ τάς χεῖρας, μέ τά γόνατα, ἕρποντες ἐπλησίασαν τούς νεκρούς, καί τούς ἔσυραν ἕνα-ἕνα ὀπίσω ἀπό μίαν προεξοχήν βραχώδη, ἡ ὁποία ἠδύνατο νά τούς προκαλύψῃ γονυπετεῖς τοὐλάχιστον. Ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ἤρχισαν νά σκάπτουν μερικοί πλαγιασμένοι, ἄλλοι πρηνεῖς, ἕκαστος ὅπως ἠδύνατο τήν τάφρον…

Ἡ ὁμίχλη εἶχεν ἀραιώσει ὀλίγον καί ἤρχισε νά διαφαίνεται ἕνας ἥλιος κατέρυθρος, μόλις ἀνατέλλων. Πότε-πότε ἐσφύριζε καμμιά σφαῖρα τυχαία καί τούς ἔκαμνε νά σκύβουν ἀκόμη περισσότερον.

Ἀφοῦ ἐτοποθέτησαν τόν ἕνα πλησίον τοῦ ἄλλου, ἐκάλεσαν ὅλοι μαζί τόν παπᾶν :
– Ἐμπρός, τώρα πατεράκι, ἡ δουλειά ἡ δική σου.
Ἕρπων καί αὐτός εἶχεν ἀνέλθει εἰς τήν κορυφήν τοῦ λόφου καί ἐκαλύφθη ὄπισθεν ἑνός τεμαχίου κορμοῦ κομμένης δρυός. Δύο τρεῖς ἀπό ἡμᾶς παρηκολούθουν περίεργοι μέ τά δίοπτρα ἀπό τόν ὄπισθεν λόφον.

Μὀλις ἤκουσεν τήν φωνήν, ἐσύρθη σιγά – σιγά μέ μυρίας προφυλάξεις καί ἐπλησίασεν εἰς τό χεῖλος τῆς τάφρου. Ἐκεῖ ἐστάθη πρός στιγμήν, ὡσάν νά ἐσκέπτετο κάτι, ὡσάν νά ἐδίσταζεν, ἐξεδίπλωσε τό πετραχήλι του καί τό ἐφόρεσε. Οἱ ἄλλοι ἀπεκαλύφθησαν, ἔκαμαν τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ, πάντοτε κρυμμένοι ὀπίσω ἀπό τήν προεξοχήν τοῦ βράχου.

Ἔξαφνα διακρίνομεν ἕνα μαῦρο ράσον νά σηκώνεται ὄρθιον καί τό χρυσίζον πετραχήλι νά λαμποκοπᾶ εἰς τάς ἀκτῖνας ἑνός λαμπροῦ ἡλίου, ὁ ὁποῖος εἶχε διαλύσει τήν ὁμίχλην καί, ὡς ἐάν τοῦτο ἦτο σύνθημα ἀναμενόμενον, ἤρχισε καί ἀπό τά δύο μέρη γενικόν πῦρ. Αἱ βολίδες συρίζουν καί τά μικρά νέφη τῶν διαρρήξεων τῶν ὀβίδων σχίζουν τόν γλαυκόν οὐρανόν.

– Κάθισε κάτω παπᾶ ! Θά μᾶς ἰδοῦν! ἐφώναξαν οἱ ἄλλοι. Ἀλλ΄ αὐτός, ὡς νά μή ἦτο ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐκείνην τήν στιγμήν. Ἀνεστύλωσε περισσότερον τό μικρόν του ἀνάστημα, ὕψωσεν ὅσον ἠδύνατο ὑψηλά μέ τό δεξιόν του χέρι τόν σταυρόν καί ἡ λευκάζουσα γενειάς του ἤρχισε νά κινῆται, διότι ἐξήρχοντο ἀπό τό στόμα του ἀργά-ἀργά αἱ εὐχαί τῆς ἐκκλησίας…

Οἱ ἄνδρες τῆς ἀγγαρείας, ἀφοῦ ἐσκέπασαν ταχέως τούς νεκρούς, ἤρχισαν νά τρέχουν εἰς τήν κατωφέρειαν καί ἐξηφανίσθησαν κάτω εἰς τήν χαράδραν.
Αὐτός ἀτάραχος, ἀναστυλωμένος, ἐξηκολούθει νά μένῃ εἰς τήν στάσιν ἐκείνην, ἕως ὅτου καί ἡ τελευταία λέξις τῆς ἀκολουθίας τῶν νεκρῶν ἐξῆλθεν ἀπό τό στόμα του. Ἀφοῦ ἐτελείωσεν, ἔκαμε τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ, συνέπτυξε τό πετραχήλι του ὑπό τήν μασχάλην καί μέ βῆμα βραδύ καί σταθερόν κατῆλθε τήν κλιτύν, πάντοτε ὄρθιος, ρίπτων ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ἥσυχον βλέμμα πρός τάς ἐχθρικάς θέσεις, ἕως ὅτου ἔφθασε κάτω εἰς τήν χαράδραν ἀσφαλής καί ἐκτός κινδύνου.

Ὅταν τό βράδυ μετά τήν μάχην ἐπῆγα νά ἐκφράσω τόν θαυμασμόν μου, τόν εὕρον νά κάθεται σταυροπόδι εἰς τό ἀντίσκηνόν του καί νά γράφῃ τό συνηθισμένο πρός τήν παπαδιά :
– Νά εἰπῆς μέ τρόπον στή γυναῖκα τοῦ τάδε ὅτι πάει αὐτός, καί στή μάνα τοῦ δεῖνα πώς δέν θά τόν ξαναϊδῆ».

(Σημ. τοῦ περιοδικοῦ «Ζωή τοῦ Παιδιοῦ», τεύχ. 946, ἔτος1990, σελ.192-196). Στό κείμενο αὐτό κρατήσαμε τή γλώσσα, τήν ὀρθογραφία καί τόν τονισμό τοῦ συγγραφέα, σάν ἕνα δεῖγμα γραφῆς, πού πολύ συχνά συναντᾶμε στήν ἑλληνική γλῶσσα). 

https://www.orthros.eu/

Πηγή: https://anavaseis.blogspot.com/

ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤOΝ  ΘΕΣΜΟ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΩΝ

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.(χημικού-βιοχημικού).

————————————————————————–

Ο Θεσμός των Διακονισσών

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.(χημικού-βιοχημικού).

Εισαγωγικά

Κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ΄80  στην οικουμενιστική κίνηση δέσποζε το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών  και η αναβάθμιση των ποικίλων ρόλων τους, για τα οποία και οι ορθόδοξοι καλούνταν να δώσουν τις απαντήσεις τους.

Μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης, στις συνοδικές αποφάσεις της οποίας, ως γνωστόν, το έργο και η «θεολογική» παραγωγή του Π.Σ.Ε. καταφάσκεται και επαινείται, (αντί απορρίψεως), αναζωπυρώθηκε και πάλι το εν λόγω θέμα από γνωστούς κύκλους, στην προσπάθειά τους να φέρουν σε ακόμη μεγαλύτερη προσέγγιση την Ορθοδοξία με τον Προτεσταντισμό. Από τις 31 Ιανουαρίου έως 2 Φεβρουαρίου 2020  πραγματοποιήθηκε, στη Θεσσαλονίκη, ένα Διεθνές Συμπόσιο με τίτλο: «Διακόνισσες: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον». Συγκλήθηκε και πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία, (όχι τυχαία)  από το «Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών “Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου”» (CEMES) και σε συνεργασία με το, (επίσης όχι τυχαία), «Διορθόδοξο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία”, και άλλων συνδιοργανωτών. Σύμφωνα με σχετική ανοικτή επιστολή της διοργανωτικής επιτροπής προς τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες: «Το συμπόσιο εξέτασε από επιστημονική και εκκλησιαστική προοπτική τον θεσμό των διακονισσών της Εκκλησίας, τόσο κατά τους πρώτους όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς και τις σύγχρονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών και άλλων χριστιανικών παραδόσεων». Μάλιστα ως προοίμιο στην επιστολή τέθηκε το εξής χαρακτηριστικό συμπέρασμα του συμποσίου: «Δεν υπάρχει βιβλικός ή θεολογικός, κανονικός, ή λειτουργικός, πατερικός, ή ποιμαντικός λόγος που να δικαιολογεί την καθυστέρηση, ή την παρεμπόδιση της πλήρους αποκατάστασης του παραδοσιακού θεσμού των διακονισσών από την σύγχρονη Εκκλησία». Σε άλλη παράγραφο της επιστολής τονίζεται ότι: «Το συμπόσιο επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στη διακονική φύση της χριστιανικής μαρτυρίας και της Ιερωσύνης, η οποία παραθεωρήθηκε από αιώνες πατριαρχικής νοοτροπίας και θεσμικού κληρικαλισμού. Και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι «η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο Ευχαριστίας και όχι μια πυραμίδα εξουσίας». Ακολουθούν στην επιστολή οι λόγοι, οι οποίοι καθιστούν την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών ως «επείγουσα ανάγκη». Το συμπόσιο επικαλείται ακόμη τις αποφάσεις «της Διορθόδοξης Συνδιάσκεψης της Ρόδου, που καλούσαν την Εκκλησία να αντιμετωπίσει τις πρωτοφανείς προκλήσεις των καιρών».

Στο παρακάτω άρθρο γίνεται μια  εκλαϊκευμένη προσπάθεια προσέγγισης του θεσμού των διακονισσών. Συν Θεώ θα επανέλθουμε  εξετάζοντας το θεμα-ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗ.

————————————————————————————————————————————————–

Τον 4ο αι μαρτυρείται από τις Αποστολικές Διαταγές η ύπαρξη και η ποιμαντική δραστηριότητα των διακονισσών, που είναι σύνολο γυναικών αφιερωμένων σε εκκλησιαστικά λειτουργήματα και διακονήματα. Στο κείμενο περιγράφεται η χειροτονία τους, αναφέρονται πολλοί τομείς της εργασίας τους και καθορίζεται η θέση τους στην εκκλησιαστική ιεραρχική κλίμακα. Οι Απόστολοι δεν έδωσαν ιερωσύνη στις γυναίκες αν και πολλές από αυτές είχαν διάφορα χαρίσματα, όπως της διδασκαλίας ή της προφητείας . Αντί της ιερωσύνης δόθηκε σ’ αυτές το λειτούργημα της διακόνισσας  για δύο λόγους σύμφωνα με τον καθηγητή Ε.Θεοδώρου ׃ α) για να επιτύχει η Εκκλησία να διεισδύσει στην κλειστή κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή των γυναικών εκείνης της εποχής και β) για να βοηθούν τον ανώτερο κλήρο να ετοιμάζει τις ενήλικες γυναίκες που επρόκειτο να βαπτισθούν .

Η διακόνισσα κατατάσσεται, σύμφωνα με τις Αποστολικές Διαταγές στην τάξη των λεγόμενων κατώτερων κληρικών – υποδιάκονοι, αναγνώστες, ψάλτες – οι οποίοι δεν μετέχουν εξίσου με το διάκονο στη διανομή των «εὐλογιῶν», γιατί ουσιαστικά υπηρετούν το διάκονο και οφείλουν να περιορίζονται στα αναγκαία καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί. Η οποιαδήποτε τάση κατανόησης του λειτουργήματος των διακονισσών ως πραγματική ιερατική σχέση με το μυστήριο της ιερωσύνης αποκλείεται όχι μόνον από την απαγόρευση της τέλεσης ιερατικών καθηκόντων, αλλά και από τον ρητό αποκλεισμό ναπροαχθούν με κανονική μυστηριακή χειροτονία στο βαθμό του πρεσβυτέρου, δεδομένου ότι το μυστήριο της ιερωσύνης προϋποθέτει τη δυνατότητα κανονικής προαγωγής και στους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης.

«Εάν η χειροτονία των διακονισσών απετέλει είσοδον εις την ιερωσύνην, τότε θα ήτο άδιανόητος ο αποκλεισμός αυτών εκ της προαγωγής και εις τους άλλους βαθμούς του μυστηρίου» (B.Φειδά Βλ., «Το ανεπίτρεπτον της Ιερωσύνης των γυναικών κατά τους Ιερούς Κανόνας», στο «Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών», εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σ. 282)

Η τάξη δε των διακονισσών, πιθανότατα έχει την αρχή της στην αποστολική εποχή και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ιεραποστολικό έργο του χριστιανισμού. Ο Απόστολος Παύλος μνημονεύει και συνιστά « την Φοίβην, την αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον της Εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς….», η οποία «προστάτις πολλών εγεννήθη» και αυτού ακόμη του Αποστόλου.( 5 Ρωμ.16,1).

Η Διακόνισσα εκλεγόμενη από κλήρο και λαό χειροτονούνταν μόνο από τον Επίσκοπο, με προσευχή και επίθεση των χειρών, μέσα στο άγιο Βήμα μπροστά στην αγία Τράπεζα  «παρεστώτος του πρεσβυτερίου και των διακόνων και των διακονισσών». Στις Αποστολικές Διαταγές, διασώζεται τυπική διάταξη για τη χειροτονία της διακόνισσας και η ειδική υπό του Επισκόπου «επίκλησις επί χειροτοτονίας διακονίσσης»  : «Ο Θεός ο αιώνιος, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ανδρός και γυναικός δημιουργός…..,ο μη απαξιώσας τον μονογενή σου Υιόν…..Αυτός και νυν έπιδε επί την δούλην σου τήνδε την προχειριζομένην εις διακονίαν και δος αυτή Πνεύμα άγιον και καθάρισον αυτήν από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος προς το επαξίως επιτελείν αυτήν το εγχειρισθέν αυτή έργον εις δόξαν σην και έπαινον του Χριστού σου…..αμήν»

Η διακόνισσα δεν μετείχε της ιερωσύνης, ούτε συμμετείχε στη διακονία του διακόνου στο θυσιαστήριο ׃ » Διακόνισσα ουκ ευλογεί, αλλ’ ουδέ τι ων ποιούσιν οι πρεσβύτεροι ή οι διάκονοι επιτελεί ….»(Αποστολικές διαταγές 62 8,28,PG 1,1125 A).

Δεν της επιτρεπόταν η τελεσιουργία ιερού Μυστηρίου ή το κήρυγμα σε λατρευτική συνάθροιση, καθώς αυτά ήταν δικαιώματα του ανώτερου κλήρου.

Ο σπουδαιότερος τομέας εργασίας των διακονισσών είναι η άσκηση έργων αγάπης διαμέσου των πράξεων φιλανθρωπίας σε ασθενείς, ενδεείς ανθρώπους που έχουν χτυπηθεί από τον πόνο, που ασκούν σε συνεργασία και επικοινωνία με τον επίσκοπο τον οποίο εκπροσωπούν κυρίως στις τάξεις του γυναικείου φύλου.

Ένα άλλο ξεχωριστό πεδίο δράσης είναι η ιεραποστολή μέσα στον κόσμο με αποδέκτες τις εθνικές γυναίκες που προσελκύουν στη χριστιανική πίστη, η διδασκαλία-κατηχητική των κατηχούμενων γυναικών, οι οποίες διδάσκονται τις αλήθειες του συμβόλου της πίστης, τον τρόπο απάντησης στις ερωτήσεις του εκκλησιαστικού λειτουργού κατά την ώρα του βαπτίσματος, τους κανόνες της χριστιανικής συμπεριφοράς πριν και μετά τη βάπτιση.

Οι διακόνισσες διενεργούν συζητήσεις με πολλές βαπτισμένες γυναίκες είτε ιδιαιτέρως είτε μέσα σε μικρές ομάδες γύρω από διάφορα θέματα ατομικής, οικογενειακής ή κοινωνικής ζωής, καθώς επίσης τα καθήκοντα μιας αφιερωμένης στο Θεό γυναίκας. Επιπλέον αναλαμβάνουν την εκπαίδευση των ορφανών και ορισμένες φορές τη διδασκαλία και κατήχηση των αγοριών και των νέων.

Το κυριότερο καθήκον τους βέβαια είναι η γενική επίβλεψη των χριστιανών γυναικών εντός του ναού, αλλά και εκτός αυτού οπότε συνδυάζεται με την εφαρμογή της εξατομίκευσης του ποιμαντικού έργου κατά την κατ’ οίκον επίσκεψη.

Η πνευματική αναδοχή των βαπτιζομένων γυναικών, η επίβλεψη των εκκλησιαστικών παρθένων και χηρών καθώς και η διεύθυνση οίκων παρθένων και οίκων διακονισσών, πλησίον των μεγάλων ναών αποτελούν επιπλέον λειτουργικούς ρόλους για τις διακόνισσες. Πολλές διακόνισσες ασκούν τα καθήκοντά τους μέσα σε μοναστήρια και συχνά μεγαλόσχημες μοναχές και ηγούμενες χειροτονούνται διακόνισσες και αντιστρόφως, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αγία Ολυμπιάδα, η οποία είναι ηγουμένη στην Κωνσταντινούπολη, σε μοναστήρι που η ίδια ιδρύει κοντά στο ναό της του Θεού Σοφίας. Κατά την ώρα της λατρευτικής συγκέντρωσης, οι διακόνισσες εποπτεύουν τις εκκλησιαζόμενες δίνοντάς τους παράλληλα το σύνθημα να συμμετάσχουν στην ψαλμωδία και να δώσουν το φίλημα της ειρήνης ·Αναμφίβολα εισέρχονται στο ιερό βήμα. Κατά τον Ματθαίο Βλάσταρη επίσης, γίνεται επιτρεπτό στις διακόνισσες να εισέλθουν στο ιερό θυσιαστήριο και στα «τῶν διακόνων ἀνδρῶν παραπλησίως μετιέναι», καταδεικνύοντας ότι η τάξη των διακονισσών έχει πολλά και ποικίλα δικαιώματα, αλλά κανένα έρεισμα που να στηρίζει την υπόθεση ότι οι διακόνισσες όπως και οι διάκονοι διακονούν ενεργά κοντά στο ιερό θυσιαστήριο κατά την τέλεση της αναίμακτης θυσίας. Συνεχίζει ο Βλάσταρης λέγοντας σχετικά ότι «Γυναῖκα δέ τῆς ἱερᾶς καί ἀναιμάκτου γίνεσθαι θυσίας διάκονον οὔ μοι δοκεῖ τό πιθανόν ἔχει».

Σημαντική επίσης η συνεισφορά των διακονισσών στην τελεσιουργία του βαπτίσματος, καθώς βοηθούν «τοῖς πρεσβυτέροις ἐν τῷ βαπτίζεσθαι τάς γυναίκας διά τό εὐπρεπές», καθώς στην αρχαία Εκκλησία δεν επικρατεί ο νηπιοβαπτισμός και λόγω της γυμνότητας του γυναικείου σώματος κατά την τριπλή κατάδυση στο νερό. Η παρουσία της διακόνισσας καθίσταται αναγκαία για την ευπρέπεια του μυστηρίου και την αποφυγή σκανδαλισμού των συνειδήσεων κατά την έκδυση και ένδυση των βαπτιζομένων γυναικών και για την χρίση με έλαιο και μύρο του σώματός τους, καθώς ο λειτουργός χρίει μόνο το μέτωπό τους. Άλλος τομέας της τελετουργικής εργασίας των διακονισσών είναι η μεταφορά και μετάδοση της θείας Κοινωνίας σε ασθενείς γυναίκες που αδυνατούν να μεταβούν στο ναό. Επίσης λαμβάνουν ενεργό ρόλο στο σαβάνωμα, τη διακόσμηση, την κηδεία και τον ενταφιασμό των νεκρών χριστιανών γυναικών.

Όσον αφορά την εκλογή των διακονισσών, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στον ιε΄ κανόνα αναφέρει ότι γίνεται «μετ΄ ἀκριβοῦς δοκιμασίας» και επιλέγονται γυναίκες από τις τάξεις των αφιερωμένων παρθένων και των χηρών οι οποίες είναι μονογαμικές, ή είναι σύζυγοι επισκόπων, καθώς επίσης εκλεκτές μεγαλόσχημες μοναχές ή ηγούμενες γυναικείων μοναστηριών. Η ηλικία των εκλεγόμενων διακονισσών, σύμφωνα με την αποστολική διάταξη περί χηρών κατά το Α΄ Τιμ. 5, 9-10 πρέπει να είναι μεγαλύτερη του εξηκοστού έτους, διάταξη η οποία αργότερα εγκαταλείπεται λόγω ύπαρξης εξαιρέσεων, όπως το παράδειγμα της αγίας Ολυμπιάδας η οποία αν και πολύ νέα «χήραν γενομένην…, διάκονον ἐχειροτόνησε Νεκτάριος» και λόγω της απαιτούμενης σωματικής δύναμης και ευκινησίας που απαιτεί η διακονική εργασία. Αργότερα η Πενθέκτη εν Τρούλλω Σύνοδος καθόρισε  σαν  ελάχιστη ηλικία των διακονισσών το τεσσαρακοστό έτος.

————————————————————————————————

Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ(πάπα Γρηγόριο Θ΄)

Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ΄ σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204, υπήρξε η συνταρακτικότερη στιγμή στην έως τότε ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – Ρωμανίας (δηλαδή της μετέπειτα κακώς και εκ του πονηρού ονομασθείσας από τους δυτικούς ιστορικούς ¨Βυζαντινής Αυτοκρατορίας¨[1]). Ως άμεση συνέπεια της αλώσεως έχουμε, πρώτον : τη δημιουργία ανεξάρτητων ελληνικών κρατιδίων με σκοπό την διαφύλαξη των ελληνορθόδοξων πληθυσμών και την αντίσταση κατά των κατακτητών, και δεύτερον τη ραγδαία αφύπνιση της ελληνικής συνείδησης, η οποία είχε αρχίσει να συντελείτε ήδη από τον 6ο αιώνα. Τα κράτη που δημιουργήθηκαν ήταν : το βασίλειο της Νίκαιας με τον Θεόδωρο Λάσκαρη, το δεσποτάτο της Ηπείρου με τον Μιχαήλ Άγγελο και της Τραπεζούντας με τον Αλέξιο Κομνηνό. Από τα τρία ελληνικά κράτη η Νίκαια ήταν αυτή που κατάφερε να λάβει το χρίσμα του συνεχιστού της Ρωμανίας και μετά την παρέλευση 57 ετών να απελευθερώσει την βασιλεύουσα[2]. Οι αυτοκράτορες που κατείχαν τον εξόριστο θρόνο της Ρωμανίας με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας ήταν : ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης (1204-1222), ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254-1258), ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης (1258-1259) και ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282). Οι τέσσερεις πρώτοι αυτοκράτορες ανήκουν στη δυναστεία των Λασκαριδών, η οποία ως χαρακτηριστικό της είχε : την έντονη ελληνολατρία, την υπέρμετρη φιλολαϊκότητα, και την εξαιρετικά ικανή διπλωματική & στρατιωτική δραστηριότητα. Για να κατορθώσουν να ανασυστήσουν την αυτοκρατορία, οι βασιλείς της Νίκαιας πολέμησαν με τους Φράγκους, τους Τούρκους, τους Βουλγάρους αλλά και με το Δεσποτάτο της Ηπείρου, πετυχαίνοντας μεγάλες νίκες. Ο επιφανέστερος αυτοκράτορας της Νίκαιας και ένας από τους μεγαλύτερους της Ρωμανίας, είναι ο εκ Διδυμοτείχου καταγόμενος, Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης,[3] ο οποίος είναι και Άγιος της εκκλησίας μας, (η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 4 Νοεμβρίου από την Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου).

Ερευνώντας το βίο και τα κατορθώματα του, βρίσκουμε πολλές ενέργειες του, οι οποίες είναι άξιες αναφοράς και αποτελούν αξιομνημόνευτες ιστορικές παρακαταθήκες. Η ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας επί της βασιλείας του (στρατιωτική, οικονομική και πνευματική), είχε ως επιστέγασμα την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης επτά χρόνια μετά την κοίμησή του[4]. Επίσης ο Ιωάννης Βατάτζης θεωρείται από τους ιστορικούς που ασχολήθηκαν με τη συνέχεια του ελληνισμού (αρχαίοι χρόνοι, ελληνιστική εποχή, ρωμαιοκρατία, χριστιανικός ελληνισμός «Ρωμανία», Τουρκοκρατία και νέος ελληνισμός) ως ένας από τους κύριους εκφραστές της εξελικτικής πορείας του γένους των Ελλήνων.

Άγιος Ιωάννης Βατάτζης δια χειρός Σοφίας Παπάζογλου

Χαρακτηριστικότατη ιστορική πηγή βάσει της οποίας καταδεικνύετε η ελληνικότητα της Ρωμανίας, η ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού καθώς και η εθνική αξιοπρέπεια του Διδυμοτειχίτη βασιλιά, αποτελεί η επιστολή απάντηση που απέστειλε προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄[5] στα μέσα της δεκαετίας του 1230. Το ιστορικό πλαίσιο, βάσει του οποίου έγινε η αιτία της ανταλλαγής των επιστολών, μεταξύ πάπα και Ιωάννη Βατάτζη μας το περιγράφει ο νομικός και φιλόλογος, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Μιχαήλ Α. Δένδιας (1899-1977) αναφέροντας τα παρακάτω : ¨Πρόκειται περί της εποχής, καθ΄ ην, κατά το 1236, ο Βαλδουίνος Β΄ ήλθεν εις Ρώμην δια να παρακαλέσει τον πάπαν να επεμβεί προς διενέργειαν νέας σταυροφορίας στρεφομένης αυτήν την φοράν ειδικώς κατά του Βατάτζη, απειλούντος μετά των Βουλγάρων την κατάλυσιν της φασματώδους Λατινικής Αυτοκρατορίας. Παρά τας προσπαθείας του, ο Γρηγόριος Θ΄, πάπας Ρώμης, ελάχιστα ηδυνήθη, διότι ο Φρειδερίκος Β΄ (αυτοκράτορας των Γερμανών και μετέπειτα πεθερός του Βατάτζη) αντετάχθη ρητώς εις την δι΄ Ιταλίας διάβασιν των σταυροφόρων, προτιμών του πάπα και των Λατίνων τους Έλληνας και τον Βατάτζην. Προ των παρακλήσεων του Βαλδουίνου ο Γρηγόριος Θ΄ απηύθυνεν επιστολήν προς τον Ιωάννην Δούκαν Βατάτζην. Το κείμενον αυτής απωλέσθη (όπως θα δούμε παρακάτω το κείμενο διασώθηκε), γινώσκομεν όμως το περιεχόμενον αυτής και εικάζομεν τον τόνον εις τον οποίον εγράφη, εκ της δοθείσης εις αυτήν παρά του Έλληνος αυτοκράτορος απαντήσεως¨[6].

Προτού παραθέσουμε την επιστολή καθώς και τον σχολιασμό έγκριτων ιστορικών, είναι απαραίτητο να πιστοποιήσουμε για του λόγου το αληθές, το γεγονός της συγγραφής και της διάσωσης των δύο επιστολών καθώς και την εγκυρότητα των διαλαμβανομένων σε αυτές. Η επιστολή του πάπα βρέθηκε από τον αββά Γκριουμέλ (Venance Grummel) το 1930, στα αρχεία της βιβλιοθήκης του Βατικανού, και την δημοσίευσε στο Γαλλικό περιοδικό ¨Ηχώ της Ανατολής¨ τεύχος 29 (σελ. 450-58) με τίτλο «Η αυθεντικότητα της επιστολής του Ιωάννη Βατάτζη αυτοκράτορα της Νίκαιας προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄»[7]. Η επιστολή απάντηση του Θρακιώτη Βασιλιά, πρωτοδημοσιεύθηκε μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στο περιοδικό «Αθήναιον» τεύχος 1 του 1872 (σελ 369-378) από τον μεγάλο μελετητή και εκδότη πολλών κειμένων της Ρωμανίας, Ιωάννη Σακελλίων (1815-1891). Σχετικά με το γεγονός της ανεύρεσης, της υπόψη επιστολής, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης επί τιμή, Παναγιώτης Νικολόπουλος αναφέρει τα εξής : ¨Στα μέσα του Ιουλίου του 1872, ο Ιωάννης Σακελλίων, έστελνε από την Πάτμο για δημοσίευση μια ανέκδοτη επιστολή του αυτοκράτορα Ιωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄. Η επιστολή δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού των Αθηνών «Αθήναιον». Την επιστολή είχε ανεύρει ο Ιωάννης Σακελλίων σε μια οικία στην Πάτμο. Ο Ιωάννης Σακελλίων ήταν σπουδαίος λόγιος του 19ου αιώνος και παλαιογράφος, υπήρξε ο πρώτος επιμελητής του τμήματος χειρογράφων της εθνικής βιβλιοθήκης. Σε αυτόν οφείλονται δύο κατάλογοι χειρογράφων τόσο της εθνικής βιβλιοθήκης όσο και της Πάτμου, τους οποίους χρησιμοποιούμε ακόμη, διότι από τότε δεν έχει γίνει κάποια νεώτερη έκδοση καταλόγων. Πολύς χρόνος χρειάσθηκε για να εντοπισθεί το χειρόγραφο το οποίο είχε ανεύρει ο Σακελλίων στην Πάτμο, εντέλει το 1957 το χειρόγραφο ταυτίστηκε προς τον κώδικα 1896 της εθνικής βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Αποτελεί ένα περίφημο χειρόγραφο το οποίο έμεινε γνωστό ως χειρόγραφο του Σακελλίωνος. Το ίδιο έτος ο Σακελλίων, αναδημοσιεύει την επιστολή στο ομώνυμο περιοδικό Αθήναιον το οποίο εκδίδεται στη Σμύρνη, γιατί; Διότι οι συντάκτες (του εν Αθήναις περιοδικού Αθήναιον), απέφυγαν να δημοσιεύσουν την εισαγωγή του Ι. Σακελλίωνος διότι την εθεώρησαν πάρα πολύ τολμηρή για τον αντικαθολικό (αντιπαπικό) χαρακτήρα της. Πραγματικά ο Ιωάννης Σακελλίων προασπιζόταν τη θέση του Βατάτζη ο οποίος απευθυνόταν με έντονο ύφος εναντίον του πάπα¨[8].

Το θέμα της εγκυρότητας της επιστολής θεωρείται δεδομένο και για τους Ευρωπαίους επιστήμονες, ο Franz Dolger μέλος της Βαυαρικής ακαδημίας των Επιστημών και των Ανθρωποτήτων, κατατάσσει την επιστολή του Ιωάννη Βατάτζη, μεταξύ των γνησίων κειμένων στους καταλόγους των ¨Αυτοκρατορικών Εγγράφων της Ρωμανίας¨. Αλλά και το 2006 ο Luca Pieralli λέκτορας της Σχολής Παλαιογραφίας, διπλωματικής και Διοίκησης Αρχείων του Βατικανού, με κύριους τομείς έρευνας τα αυτοκρατορικά και πατριαρχικά κείμενα διπλωματίας της Ρωμανίας, πιστοποιεί τη γνησιότητα της επιστολής[9].

Δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε ότι, την εποχή εκείνη ο πάπας ήταν παντοδύναμος, και με μια σημερινή ορολογία θεωρούνταν ο πλανητάρχης της εποχής, ο δε Ιωάννης Βατάτζης ήταν βασιλιάς σε ένα κράτος που προέκυψε μετά τον κατακερματισμό της Ρωμανίας από τους Φράγκους το 1204. Θα περίμενε κανείς ότι ο Έλληνας βασιλιάς ως ο πιο αδύναμος μεταξύ των δύο, θα απευθυνόταν στον πάπα με μία υποτονικότητα και δουλοπρέπεια, έτσι ώστε να εξασφαλίσει την συμπάθειά του και οποιαδήποτε διπλωματική ωφέλεια. Παρακάτω παραθέτουμε την επιστολή του πάπα Γρηγορία Θ΄ (Σε πρόχειρη μετάφραση και σχόλια του καθηγητή κυρίου Παναγιώτη Νικολόπουλου) και την επιστολή του Αγίου Αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη στην πρωτότυπη της μορφή[10] καθώς και σε νεοελληνική απόδοση[11], για να δούμε, συν τοις άλλοις και με πιο τρόπο απευθύνθηκε προς τον πανίσχυρο παπικό θρόνο.

Η επιστολή του πάπα Γρηγορίου Θ΄προς τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη

Ο πάπας Γρηγόριος Θ΄

Τω ευγενή ανήρ Βατάτζη ας έχει πνεύμα ιδιαιτέρας βουλής (Ο πάπας δεν δίδει κανέναν τίτλο στον Ιωάννη Βατάτζη παρά μόνο τον προσφωνεί ευγενή ανήρ και τον συμβουλεύει να είναι σωφρονέστερος). Επειδή πιστεύεται ότι η σοφία βασιλεύει στους Έλληνες, από τους οποίους από παλιά σαν από κάποια πηγή επί μακρόν έρεαν ρύακες επιστήμης, πιστεύουμε ότι μ΄ αυτή τη διάκριση και την ωριμότητα που και εσύ διαθέτεις, οφείλεις ως μητέρα να αναγνωρίζεις τη Ρώμη, και να έχεις και να διατηρείς την εύνοια της. Ούτως ώστε να παραμένει για σένα επί πολύ καρποφόρος, προσέχοντας της αποστολικής έδρας τα πρωτεία, τα οποία δεν της τα έδωσε κάποια γήινη δύναμης, αλλά ο Ιησούς Χριστός και επί της πέτρας της κτίσεως, αμέσως μετά τη γέννησή της, την οικοδόμησε και ο οποίος στο μακάριο Πέτρο, τον κλειδούχο της αιωνίας ζωής συνήψε τα δίκαια της Ρώμης μαζί με τα αιώνια δίκαια. Επειδή λοιπόν χάρην βοηθείας της Αγίας Γης αποστείλαμε σε όλο τον κόσμο να κηρυχτεί ο λόγος του σταυρού (δηλαδή οι σταυροφόροι) και επειδή η βοή της σωτηρίου σάλπιγγος, ήχησε με τα στόματα των κηρύκων, οι οποίοι κηρύσσουν και προσκαλούν σε μάχη χριστιανικής εκστρατείας εμπνευσμένης με τη Θεία Χάρη, τόσον ευγενείς όσο και δυνατοί και τόσο γενναίοι πολεμιστές ανέλαβαν το σημείο του σταυρού, που είναι αναρίθμητο πλήθος και μαζί με άλλους πιστούς χριστιανούς, των οποίων ατέλειωτος είναι σχεδόν ο αριθμός θα βοηθηθεί η (Φραγκική) αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, ώστε πάσα ορμή των εναντίων να αφανισθεί και με την ευκταία ειρήνη αυτή η αυτοκρατορία να αναπνεύσει. (Δηλαδή σαν να λέει στον Βατάτζη ότι εμείς στέλνουμε το στρατό αυτό για να σε πολεμήσει). Οδηγούμαστε λοιπόν να προτρέψουμε την ευγένειά σου και να παροτρύνομαι επιμελώς, παραγγέλλοντας να προβλέπεις και να φροντίζεις για την σωτηρία σου και την ατιμωρησία σου, προφυλασσόμενος στο μέλλον, μάλιστα δε και τους κυρίους των ψυχών, τη σφαγή των σωμάτων, τους αφανισμούς των τόπων και όλων αυτών που προκύπτουν από τη συμφορά των πολέμων, πράγμα το οποίον είθε ο κύριος να αποτρέπει να επακολουθήσουν. (Βλέπετε με πόσα δεινά απειλεί ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ τον Ιωάννη Βατάτζη και συνεχίζει λέγοντας), μη μηχανευτείς κάποιο κίνδυνο κάποια ζημία κατά της (Φραγκικής) αυτοκρατορίας, και καμία ενόχληση εις βάρος του φιλτάτου εν Χριστό υιού μας, του Ιωάννου του ενδόξου αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως (του Ιωάννου Βρυέννιου) και των ημετέρων του. Αλλά μάλλον ανάλωσε βοήθεια, βουλή και εύνοια ώστε να αποδειχθείς γνήσιος υιός της Ρωμαϊκής εκκλησίας, άλλως, έχεις ως λογίζεσαι εάν η παραίνεσης μου σε προφυλάσσει χωρίς την πατρική απειλή, ώστε εάν δεν προβλέπεις τον κύριο κίνδυνο να διαφύγεις εκείνη την κρίσιμη στιγμή της δυσκολίας, από την οποία εάν πέσεις δεν θα δυνηθείς ευκόλως να απαλλαγείς (η επιστολή συνετάχθη στις 21 Μαΐου 1237)[12].

Η επιστολή απάντηση του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄

Άγιος Ιωάννης Βατάτζης διά χειρός Ιωάννη Γ. Σαρσάκη

Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας τω αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίω σωτηρίαν και ευχών αίτησιν.

Οι παρά της σης αγιότητος σταλέντες αφικόμενοι προς την βασιλείαν μου ενεχείρισαν αυτή γράμμα, όπερ αυτοί μεν της σης είναι αγιότητος διετείνοντο και προς την βασιλείαν μου σταλήναι διϊσχυρίζοντο η δε βασιλεία μου προς την των γεγραμμένων ατοπίαν αφορώσα ου πάνυτοι πιστεύειν είχε σόν είναι το γράμμα, αλλά τινος εσχάτη μεν συζώντος απονοία, τύφου δε και <αυ>θαδείας πλήρη την ψυχήν έχοντος. Πως γαρ ουκ έμελλε τοιούτος νομισθήναι ο ούτω θελήσας εντυχείν διά γραμμάτων τη βασιλεία μου ώσπερ ενί των ανωνύμων και αδόξων, μάλλον δε αγνώστων και αφανών, μήθ΄ υπό της των πραγμάτων πείρας μήθ΄ υπό του της αρχής μεγέθους το προσήκον διδαχθήναι δυνάμενος ; η δε ση αγιότης και φρονήσει κεκόσμηται και διακρίσει των πολλών εστι διαφέρουσα. διά τούτο γούν και οκνηρώς είχεν η βασιλεία μου πιστεύειν σον είναι το γράμμα ή και προς την βασιλείαν μου γραφήναι τούτο και σταλήναι.

Εσήμαινε δε το τοιούτον γράμμα, ότι τε εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει και, ως εκ πηγής, εκ ταύτης πανταχού ρανίδες ανέβλυσαν και δέον εστίν ημάς, τη από ταύτης λαμπομένους διακρίσει, την του σου θρόνου μη αγνοείν αρχαιότητα ως δη τινός μεγίστου τούτου θεωρήματος καθεστηκότος και πολλής εις το γνωσθήναι δεομένου της σοφίας. καίτοι τίνος ημίν χρεία της σοφίας εις το διαγνώναι, τις εστι και ποίος ο σος θρόνος ; ει μεν γαρ ην επί των νεφελών και ούτος τεθειμένος ή εν μετεώροις που κείμενος, τάχα αν ημίν μετεωρολογικής τινος εδέησε σοφίας εις το διαγνώναι μετά των σκηπτών τε και των κεραυνών και των λοιπών απάντων των εν μετεώροις πεφυκότων συνεστάναι την τούτου φύσιν και σύστασιν επεί δε κατά γης εστίν εστηριγμένος και μηδέν τι των ετέρων διαφέρει θρόνων των ανέχειν πεφυκότων αρχιερείς, πως ουχ η τούτου γνώσις πρόχειρος τοις πάσιν αν γένοιτο ; ότι μεν ουν από του ημετέρου γένους η σοφία και το ταύτης ήνθησεν αγαθόν και εις τους άλλους διεδόθη, οπόσοι την άσκησιν αυτής και κτήσιν διά πολλής τίθενται φροντίδος, τούτο αληθώς είρηται. εκείνο δε πως ηγνοήθη ή και μη αγνοηθέν πως εσιγήθη το συν τη βασιλευούση παρ΄ ημίν σοφία και την κατά κόσμον ταύτην βασιλείαν τω ημών προσκεκληρώσθαι γένει παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου, του τη χριστωνύμω κλήσει τη αρχή περιποιησαμένου το σεμνόν τε και τίμιον ; τίνι και γαρ ηγνόηται των πάντων, ως ο κλήρος της εκείνου διαδοχής ες το ημέτερον διέβη γένος και ημείς εσμεν οι τούτου κληρονόμοι τε και διάδοχοι ;

Είτα συ μεν απαιτείς ημάς μη αγνοήσαι τον σον θρόνον και τα τούτου προνόμια  ημείς δε ουκ ανταπαιτήσομεν σε διαβλέψαι τε και γνώναι το προσόν ημίν δίκαιον ες την αρχήν τε και το κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, ο την αρχήν μεν έλαβεν από των χρόνων του μεγάλου Κωνσταντίνου, δια πλείστων δε οδεύσαι των αρξάντων μετ΄ εκείνον εκ του ημετέρου γένους και ες όλην χιλιετηρίδα παραταθέν, άχρι και ημών έφθασεν ; αυτίκα οι της βασιλείας μου γενάρχαι, οι από του γένους των Δουκών τε και Κομνηνών, ίνα μη τους ετέρους λέγω, τους από γενών ελληνικών άρξαντας, ούτοι γουν οι εκ του εμού γένους, εις πολλάς ετών εκατοστύας την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως ους δη και η της Ρώμης Εκκλησία και οι ταύτης ιεραρχικώς προϊστάμενοι Ρωμαίων αυτοκράτορας ανηγόρευον. πως ουν, ημείς μεν ουδαμού σοι δοκούμεν άρχειν τε και βασιλεύειν, ο δε από της Πρετούνας Ιωάννης βασιλεύς σοι κεχειροτόνηται ; πόθεν προσήκον τη του ευσεβούς τε και μεγάλου Κωνσταντίνου βασιλεία ; τίνος δε το επί ταύτη δίκαιον αυτώ πρυτανεύσαντος ; ου γαρ που και η ση τιμία κεφαλή την άδικον και πλεονεκτικήν επαινεί γνώμην και χείρα και την ληστρικήν και μιαιφόνον κατάσχεσιν εν μοίρα τίθεται δικαίου, μεθ΄ ης αρχήθεν οι Λατίνοι τη του Κωνσταντίνου πόλει παρεισεφθάρησαν και μετά τόσης ωμότητος ημίν επεστράτευσαν, οπόσης, ουδέ οι εξ Ισμαήλ τοις της Συρίας και Φοινίκης μέρεσιν επήλθον, ους ο των εκδικήσεων κύριος αξίως της αυτών μετήλθε δυσσεβείας. ημείς δε, ει και του τόπου βιασθέντες μετεκινήθημεν, αλλά του δικαίου του ες την αρχήν τε και το κράτος αμετακινήτως και αμεταπτώτως έχομεν Θεού χάριτι έθνους και γαρ ο βασιλεύων και λαού και πλήθους άρχειν λέγεται και κρατείν, αλλ΄ ου των λίθων τε και ξύλων,  α τα τείχη συνιστώσι και τα πυργώματα.

Είχε και τούτο το τοιότον γράμμα, ως οι κήρυκες της σης τιμιότητος διαδραμόντες άπαντα τον κόσμον το του σταυρού διήγγειλαν κήρυγμα και πλήθος αριθμού κρείττον ηθροίσθη ανδρών πολεμιστών τε και μαχίμων εις εκδίκησιν της αγίας γης,  υφ΄ ων το πλήθος μεν αφανισθήσεται των εναντιουμένων, το δε της ειρήνης αναλάμψει καλόν.  τούτων ακούσαντες ημείς πολλής επλήσθημεν της θυμηδίας και χρηστών ελπίδων μεστοί γεγόναμεν λογισάμενοι κατά το εικός, ότι οι των αγίων τόπων ούτοι εκδικηταί από της ημετέρας άρξονται πατρίδος της τοιαύτης εκδικίας και τους αιχμαλωτιστάς αυτής ενδίκω καθυποβαλούσι τιμωρία ως βεβηλώσαντας αγίους οίκους, ως τοις θείοις σκεύεσιν ενυβρίσαντας, ως πάσαν ανοσιουργίαν επιδειξαμένους κατά Χριστιανών. επεί δε προϊόν το γράμμα τον Ιωάννην της Κωνσταντινουπόλεως εκάλει βασιλέα και φίλον υιόν ωνόμαζε της σης τιμιότητος, ος πάλαι μεν τον τήδε κατελύσε βίον, παρά σοι δε ζων εστι και κινούμενος και εις την τούτου σύναρσιν και βοήθειαν τους νέους τούτους σταυροφόρους έλεγεν εφοπλίζεσθαι, αφέμενοι του τι χρηστόν διανοείσθαι περί των τοιούτων σπουδασμάτων τε και κηρυγμάτων εγελώμεν, λογιζόμενοι την κατά των αγίων τόπων ειρωνείαν και τα κατά του σταυρού παίγνια, άπερ ιδίων ένεκα πλεονεξιών επενοήθεσαν τοις πλείστοις και φιλαρχικής και φιλοχρύσου γνώμης ευπρεπές προκάλυμμα και συσκίασμα.

Επεί δε νουθετείν ημάς η ση τιμιότης διά του τοιούτου γράμματος ήθελε και παρήνει μη παρενοχλείν τη του σοί φίλου υιού Ιωάννου βασιλεία – τούτο γαρ είναι το επωφελές τη βασιλεία μου και σωτήριον -, γινώσκειν η βασιλεία μου την σην τιμιότητα βούλεται, ως ούτε οίδεν η βασιλεία μου την του τοιούτου Ιωάννου επικράτειαν και εξουσίαν, που γης ή θαλάττης εστίν, ούτε τινός των αυτώ διαφερόντων επεθύμησα πώποτε. ει δε περί της Κωνσταντινουπόλεως εστίν ο λόγος ως εκείνω μεν διαφερούσης, ημών δε αδίκως ταύτης μεταποιουμένων, εκείνο διαβεβαιούμεθα και δήλον καθιστώμεν και τη ση αγιότητι και πάσι Χριστιανοίς, ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατάγουσι την Κωνσταντινούπολιν. Η γαρ αν αδικοίημεν και φύσεως νόμους και πατρίδος θεσμούς και πατέρων τάφους και τεμένη θεία και ιερά, ει μη εκ πάσης της ισχύος τούτων ένεκα διαγωνισόμεθα. ει δε τις τούτο ποιούντων ημών αγανακτεί και δυσχεραίνει και οπλίζεται καθ΄ ημών, έχομεν οίστισι διά τούτον αμυνούμεθα και ημείς πρώτα μεν τον της δικαιοσύνης Θεόν, ος βοηθεί μεν τοις αδικουμένοις, τοις δε αδικούσιν αντιτάσσεται και δυσμεναίνει έπειτα εισί και παρ΄ ημίν και άρματα και ίπποι και πλήθος ανδρών μαχίμων τε και πολεμιστών, οι πολλάκις ημιλλήθησαν τοις σταυροφόροις τούτοις και ουδενός ώφθησαν δεύτεροι. και συ δε ως Χριστού μιμητής και του των αποστόλων κορυφαίου διάδοχος και γνώσιν έχων θείων τε νομίμων και των κατ΄ ανθρώπους θεσμών επαινέσεις ημάς υπερμαχούντας της πατρίδας και της εγγενούς αυτής ελευθερείας προκινδυνεύοντας. πως γαρ αν ανασχοίμεθα βλέποντες ούτω περιυβρισμένην και πάσαν μεν την πρώτην εύκλειαν αποβαλούσαν, εις δε φονευτών εστίαν μετασκευασθείσαν και ληστών σπήλαιον ;

Αλλά ταύτα μεν το τω Θεώ δοκούν ευρήσει τέλος. η δε βασιλεία μου πάνυ και ορέγεται και ποθεί και εις την υπό σε αγίαν της Ρώμης Εκκλησίαν το προσήκον σέβας αποσώζειν και ως θρόνον του των αποστόλων κορυφαίου Πέτρου τιμάν και εις την σην αγιότητα σχέσιν υιού και τάξιν έχειν και ποιείν, οπόσα εις τιμήν και θεραπείαν αφορώσιν αυτής, μόνον ει και η ση αγιότης το ανήκον δίκαιον τη ημετέρα βασιλεία μη θελήσης και εισέτι αγνοήσαι μηδ΄ αφερεπόνως ούτω και ιδιωτικώς την διά γραμμάτων έντευξιν ποιείσθαι. η γαρ βασιλεία μου διότι του ειρηνεύειν ένεκα μετά της σης αγιότητος την του γράμματος απαιδευσίαν ήνεγκεν αλύπως και τοις τούτο διακομίσασιν ηπίως προσηνέχθη.

Η επιστολή σε νεοελληνική απόδοσης

Ἰωάννης πιστός στόν Χριστό βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, ὁ Δούκας, ἀπευθύνομαι πρός τόν ἁγιώτατον Πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγόριον καί ζητῶ καί τήν εὐχή του γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μου.

Οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπό τήν ἁγιότητά σου ἦλθαν πρός ἐμένα τόν βασιλέα καί μοῦ παρέδωσαν ἕνα γράμμα. Αὐτοί μέν ἰσχυρίζοντο ὅτι τό γράμμα τό έγραψες ἐσύ καί τό ἀπέστειλες πρός ἐμένα, τόν βασιλέα. Ἐγώ δέ διαβάζοντας τό ἀπαράδεκτο περιεχόμενο τοῦ γράμματος δέν πίστεψα ὅτι ἐσύ ἔγραψες τό γράμμα, ἀλλά κάποιος ἄνθρωπος πού διακατέχεται σέ ὕψιστο βαθμό ἀπό κακότητα, θυμό καί αὐθάδεια. Διότι τό γράμμα αὐτό δέν μέ ἀντιμετωπίζει ὡς βασιλέα, ἀλλά σάν νά ἤμουν κάποιος ἀνώνυμος, τυχαῖος, ἄγνωστός καί ἀφανής. Ἄρα ὁ συντάκτης του φαίνεται νά ἀγνοεῖ τά πράγματα καί νά μήν ἔχει πεῖρα, διότι δέν γνωρίζει ποιά εἶναι ἡ πρέπουσα συμπεριφορά ἀπέναντι στόν βασιλέα. Ἐνῶ ἐσύ, Ἁγιώτατε χαρακτηρίζεσαι ἀπό σωφροσύνη καί ξεχωρίζεις ἀπό τούς πολλούς γιά τη διακριτικότητά σου. Γι’  αὐτό, λοιπόν, δέν μποροῦσα νά πιστέψω ὅτι τό γράμμα εἶναι δικό σου καί ὅτι ἐγράφη γιά νά σταλεῖ πρός ἐμένα τόν βασιλέα.

Οι άγιοι Βασιλείς της Ρωμανίας, Μέγας Κωνσταντίνος και Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης ο ελεήμων. Ο μεν πρώτος παραδίδει (κληροδοτεί) τη βασιλεύουσα (το κράτος των Ρωμαίων) ως κλήρο στο γένος των Ελλήνων και ο δε δεύτερος (ως εκπρόσωπος του Ελληνισμού) αποδέχεται την κληρονομιά την οποία και διατρανώνει με το γραπτό κείμενο της επιστολής το οποίο φέρει. Η αγιογράφος Δέσποινα Χατζηιωαννίδου Σαρσάκη παίρνοντας αφορμή από την υπόψη επιστολή, θέλησε να ιστορίσει το γεγονός της διαδοχής του κλήρου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προς στο γένος των Ελλήνων.

Ἔγραφε, λοιπόν, αὐτό τό γράμμα ὅτι στό δικό μας γένος τῶν Ἑλλήνων βασιλεύει ἡ σοφία καί ὅτι ἀπό τή δική μας σοφία ἐξεπήγασαν σταγόνες σοφίας γιά ὅλην τήν ἀνθρωπότητα. Κάι ὅτι πρέπει, ἐπειδή ἔχουμε φωτεινά πνεύματα, νά μήν ἀγνοοῦμε τήν ἀρχαιότητα τοῦ θρόνου σου, σάν νά πρόκειται γιά μία πληροφορία, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μεγάλη γνώση καί σοφία γιά νά μαθευτεῖ. Τί ἄραγε χρειάζεται ἡ βαθυτάτη σοφία καί γνώση γιά νά ἀναγνωρίσουμε ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιά ἡ σπουδαιότητά του; Ἐάν μέν ὁ θρόνος σου βρισκόταν ἐπάνω στά σύννεφα θά χρειαζόμασταν νά ἔχουμε μετεωρολογικές γνώσεις γιά νά διακρίνουμε ἀνάμεσα στούς κεραυνούς καί στά ἄλλα μετεωρολογικά φαινόμενα τήν ὕπαρξή του καί τίς ἰδιότητές του. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ θρόνος σου βρίσκεται στή γῆ καί δέν διαφέρει ἀπό τούς θρόνους τῶν ἄλλων ἀρχιερέων, γιατί θεωρεῖς ὅτι εἶναι δύσκολο νά γνωρίζουμε περί αὐτοῦ; Εἶναι ἀλήθεια αὐτό πού ἔγραψες, ὅτι ἀπό τό δικό μας γένος προῆλθε ἡ σοφία καί κάθε μορφωτικό ἀγαθό, τό ὁποῖο διεδόθη στούς ἄλλους λαούς, ὅσοι φρόντισαν νά ἀποκτήσουν καί νά ἐφαρμόσουν αὐτήν τή σοφία.. Πῶς ὅμως ἀγνοεῖς, ἤ ἄν τό γνωρίζεις γιατί δέν τό ἀναφέρεις, ὅτι μαζί μέ τή σοφία πού μᾶς κυβερνᾶ, ἐδόθη στό γένος μας καί ἡ βασιλεία τούτου τοῦ κόσμου καί μάλιστα ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τήν κλήση ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί βασίλευσε μέ σεμνότητα καί τιμιότητα; Διότι εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὁτι ἡ κληρονομιά τῆς διαδοχῆς ἐκείνου (τοῦ Μ. Κωνσταντίνου) μεταβιβάσθηκε στό δικό μας γένος καί ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κληρονόμοι καί διάδοχοί του!

Ἐσύ, λοιπόν, ἀπαιτεῖς ἀπό ἐμᾶς νά μήν ἀγνοοῦμε ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιά εἶναι τά προνόμιά του. Ἐμεῖς ἀπό τήν πλευρά μας δέν ἔχουμε ἀραγε δίκιο ἄν απαιτήσουμε καί σύ νά ἀναγνωρίσεις τά δικαιώματά μας στόν θρόνο καί στό κράτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τά ὁποῖα ἔχουν τή ρίζα τους στούς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί μέσῳ τῶν πολλῶν βασιλέων πού κυβέρνησαν ἐπί χίλια χρόνια καί ἀνήκουν στό δικό μας (Ἐλληνικό) γένος φθάνουν μέχρι τή δική μας ἐποχή; Οἱ ἱδρυτές τῆς βασιλικῆς μου ἐξουσίας, οἱ οἰκογένειες τῶν Δουκῶν καί τῶν Κομνηνῶν, γιά νά μή μιλήσω καί γιά τούς ἀλλους αὐτοκράτορες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἑλληνική καταγωγή, αὐτοί λοιπόν οἱ ὁμοεθνεῖς μου ἐδῶ καί πολλούς αἰῶνες εἶχαν τήν ἐξουσία ἐπί τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτούς, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί οἱ Προκαθήμενοί της τούς ὀνόμαζαν Αὐτοκράτορες Ρωμαίων. Πῶς γίνεται λοιπόν νά θεωρεῖς ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε κράτος καί ἐξουσία καί μάλιστα ἔχεις στέψει βασιλέα τῆς Κωνσταντινουπόλεως  τόν Ἰωάννη ἀπό τήν Πρετούνα; Ποῦ εἶναι ὁ σεβασμός σου πρός τήν κληρονομιά τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Μεγάλου Κωνσταντίνου; Ποιό δίκαιο πρυτάνευσε σ’ αὐτήν τήν περίπτωση; Πῶς εἶναι δυνατόν ἡ τιμία κεφαλή σου νά ἐπαινεῖ τήν ἄδικη καί πλεονεκτική σκέψη καί ἐνέργεια καί νά θεωρεῖ δίκαιη τήν ληστρική και φονική κατάκτηση, δηλαδή τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ Λατῖνοι ἐπετέθησαν κατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν βιαιότητα τῆς ἐκστρατείας των; Ἡ βιαιότητά τους ἦταν μεγαλύτερη ἀπό αὐτή πού ἐπέδειξαν οἱ Μουσουλμάνοι Ἄραβες κατά τῆς Συρίας καί τῆς Φοινίκης καί τούς ὁποίους δικαίως ὁ  Θεός τιμώρησε γιά τήν ἀσέβειά τους.

Ἐμεῖς φύγαμε ἀπό τόν τόπο μας διά τῆς βίας, ἀλλά μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ διατηροῦμε ἀκλόνητα καί παντοτινά τά νόμιμα δικαιώματα ἐπί τῆς ἐξουσίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Διότι βασιλεύς εῖναι ἐκεῖνος πού κυβερνᾶ ἕνα ἔθνος μέ λαό πολύ καί ὄχι ἐκεῖνος πού ἀπλῶς ἐξουσιάζει τίς πέτρες καί τά ξύλα, ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελοῦνται τά τείχη καί οἱ ὀχυρωματικοί πύργοι.

Τό γράμμα σου περιλάμβανε καί τήν άκόλουθη εἴδηση. Ὅτι οἱ κήρυκες, τούς ὁποίους ἀπέστειλες, γύρισαν ὅλον τόν κόσμο καί διέδωσαν τό κήρυγμα τοῦ σταυροῦ καί ἔτσι συγκεντρώθηκε μεγάλο πλῆθος πολεμιστῶν καί ἄλλων μαχίμων ἀνδρῶν γιά νά ἐλευθερώσει τήν ἁγία γῆ. Καί ὅτι αὐτός ὁ στρατός θά συντρίψει τούς ἐχθρούς καί θά φέρει τό φῶς τῆς εἰρήνης. Ὅταν ἀκούσαμε αὐτήν τήν εἴδηση καί ἐμεῖς χαρήκαμε καί γεμίσαμε ἀπό ἀγαθές ἐλπίδες, ὅτι δηλαδή οἱ ἀπελευθερωτές τῶν ἁγίων τόπων  εἶναι φυσικό νά ἐλευθερώσουν πρῶτα τή δική μας πατρίδα ἀπό αύτούς πού τήν ὑποδούλωσαν καί νά τιμωρήσουν τούς κατακτητές, διότι βεβήλωσαν ναούς, σύλησαν τά ἱερά σκεύη καί διέπραξαν μεγάλα ανοσιουργήματα κατά Χριστιανῶν. Προχωρῶντας ὅμως εἴδαμε ὅτι τό γράμμα σου ὀνόμαζε βασιλέα καί ἀγαπητό υἱό τοῦ τιμίου ἀξιώματός σου τόν Ἰωάννη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἐδῶ καί πολύ καιρό ἐγκατέλειψε τήν περιοχή μας καί ζεῖ κοντά σου καί δραστηριοποιεῖται στή στρατολόγηση καί στόν ἐξοπλισμό τῶν νέων αὐτῶν σταυροφόρων. Τότε παύσαμε νά ἐλπίζουμε σέ ὁτιδήποτε καλό καί γελάσαμε μέ τά κηρύγματά σου, ἀναλογιζόμενοι μέ πόση εἰρωνία ἀντιμετωπίζεις τούς Ἁγίους Τόπους καί πόσο περιπαίζεις τόν Σταυρό. Διότι χρησιμοποιεῖς αὐτά τά ἱερά σύμβολα ὡς προκάλυμμα καί μέσο συγκάλυψης τῆς πλεονεξίας σου καί τῆς φίλαρχης καί φιλοχρήματης διάνοιάς σου.

Ἐπειδή μέ τήν ἐπιστολή σου θέλησες νά μᾶς νουθετήσεις καί μᾶς παρώτρυνες νά μήν παρενοχλοῦμε τή βασιλική ἐξουσία τοῦ ἀγαπητοῦ σου υἱοῦ Ἰωάννου -ἄν καί αὐτή ἡ παρενόχληση εἶναι ὠφέλιμη καί σωτήρια γιά τό δικό μου βασίλειο- θά ἤθελα νά γνωρίζει ἡ τιμιότητά σου ὅτι ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε ποῦ κυβερνᾶ καί ποῦ ἐξουσιάζει αὐτός ὁ Ἰωάννης, σέ ποιό σημεῖο τῆς ξηρᾶς ἤ τῆς θαλάσσης εἶναι τό κράτος του, οὔτε καί ἐπιθύμησα νά ἔχω κάτι ἀπό αὐτά πού τοῦ ἀνήκουν. Ἐάν, ὅμως, ἡ συζήτηση γίνεται γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί ἐάν θεωρεῖς ὅτι ἀνήκει στόν Ἰωάνννη καί ὅτι ἐμεῖς παρανόμως τήν διεκδικοῦμε, σέ βεβαιώνουμε καί δηλώνουμε στήν ἁγιότητά σου καί σέ ὅλους τούς Χριστιανούς ὅτι οὐδέποτε θά σταματήσουμε νά μαχόμεθα καί νά πολεμοῦμε ἐναντίον ἐκείνων πού κατέχουν τήν Κωνσταντινούπολη. Διότι θά ἀσεβούσαμε καί πρός τούς νόμους τῆς φύσεως καί πρός τούς θεσμούς τῆς πατρίδος καί πρός τούς τάφους τῶν πατέρων μας καί πρός τούς  ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν ἀγωνιζόμασταν μέ ὅλη μας τή δύναμη γι’ αὐτόν τόν σκοπό. Καί ἐάν κάποιος ἀγανακτεῖ καί ὁπλίζεται ἐναντίον μας, ἐπειδή ἔτσι συμπεριφερόμαστε, ἔχουμε δυνάμεις στίς ὁποῖες θά βασισθεῖ ὁ ἀγώνας μας. Πρῶτον τόν δίκαιο Θεό, ὁ ὁποῖος βοηθεῖ μέν τούς ἀδικουμένους, στούς δέ ἀδικοῦντες ἀντιτάσσεται καί ἐπιδεικνύει δυσμένεια. Ἔχουμε ἐπίσης καί ἅρματα καί ἄλογα καί πλήθως ἀνδρῶν μαχίμων καί πολεμιστῶν, οἰ ὁποῖοι πολλές φορές ἀγωνίσθηκαν κατά τῶν σταυροφόρων καί ἀναδείχθηκαν καλύτεροί τους. Καί ἐσύ ὡς μιμητής τοῦ Χριστοῦ καί διάδοχος τοῦ κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων καί γνώστης τῶν θείων νόμων καί τῶν ἀνθρωπίνων θεσμῶν θά μᾶς ἐπαινέσεις γιά τό γεγονός ὅτι ὑπερασπιζόμαστε τήν πατρίδα μας καί θέτουμε σέ κίνδυνο τή ζωή μας ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας πού δικαιοῦται ἡ πατρίδα. Πῶς μποροῦμε ἄραγε νά τήν βλέπουμε ντροπιασμένη, νά ἔχει χάσει τήν παλαιότερη δόξα της καί νά ἔχει μετατραπεῖ σέ κατοικία φονέων καί σπήλαιο ληστῶν;

Ἀλλά αὐτά μέν  θά ἔχουν τήν κατάληξη πού θέλει ὁ Θεός, ἡ δέ βασιλική μου ἐξουσία ἔχει μεγάλη ἐπιθυμία νά ἀποδώσει τόν προσήκοντα σεβασμό στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, τήν ὁποία διοικεῖς, και νά τήν τιμᾶ ὡς θρόνο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί νά ἔχω σχέση υἱοῦ πρός τήν ἁγιότητά σου καί νά πράττω ὅσα ἀρμόζουν γιά νά τιμῶ τό ἀξίωμά σου. Ὅμως ἐάν καί ἡ δική σου ἀγιότητα θέλει νά ἀναγνωρίσει τά δικαιώματα πού ἀνήκουν στή δική μου βασιλική ἐξουσία νά μήν μοῦ ἀποστέλλεις ἰδιωτικά γράμματα μέ τέτοιο ἀπρεπές περιεχόμενο. Ἐγώ ἀνέχθηκα χωρίς θλίψη τό ἄξεστο περιεχόμενο τοῦ γράμματός σου καί φέρθηκα εὐγενικά στούς ἀνθρώπους σου πού τό ἔφεραν, ἐπειδή ἐπιθυμῶ εἰρηνική σχέση μέ τήν ἁγιότητά σου.

Διδυμότειχο και Άγιος ιωάννης Βατάτζης δια χειρός Δημητρίου Ναλμπάντη

Αυτή λοιπόν είναι η επιστολή του Διδυμοτειχίτη Ιωάννη Βατάτζη, μέσα από την οποία αξίζει να προσέξουμε τα παρακάτω :

α.  Την ειρωνική διάθεση του έλληνα βασιλιά, με την οποία απευθύνετε σε πολλά σημεία της επιστολής προς τον πανίσχυρο πάπα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει την έλλειψη κάθε είδους υποτέλειας προς τον ποντιφικά και βεβαίως το σθένος και την λεβεντιά του.

β.  Το γεγονός ότι αναγνωρίζει την ελληνική του καταγωγή και την διατρανώνει με υπερηφάνεια, και όχι μόνο αυτό, αλλά μας πληροφορεί ότι έλληνες ήσαν και οι γενάρχες της βασιλείας του.

γ.  Την επεξήγηση που δίνει προς τον πάπα, για το ότι αποκαλεί τον εαυτό του ¨Αυτοκράτωρ Ρωμαίων¨ (όπως βεβαίως ορθώς αποκαλούνταν όλοι οι αυτοκράτορες της Ρωμανίας) παρόλο που είναι Έλληνας, αναφέροντας ότι ο Άγιος και Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέροντας την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από την Λατινική δύση στην Ελληνική ανατολή την κληροδότησε στο γένος των Ελλήνων.

δ.  Και τέλος άξια αναφοράς, είναι η απαρέγκλιτη απόφαση του, να πολεμήσει μέχρις εσχάτων για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για την κατανόηση της ιστορικής αξίας της επιστολής, παρουσιάζουν οι απόψεις των ερευνητών – ιστορικών που ασχολήθηκαν με την αυτοκρατορία της Νίκαιας καθώς και με την συνέχεια του ελληνισμού. Παρακάτω, παραθέτουμε επιλεγμένα χωρία ιστορικών που αναφέρθηκαν και σχολίασαν την εν λόγω επιστολή καθώς και τον τρόπο με τον οποίο απευθύνθηκε ο ελεήμων βασιλιά προς τον πάπα.

Ο ιστοριοδίφης Ιωάννης Σακελλίων, ο οποίος όπως αναφέραμε ανακάλυψε και εξέδωσε την επιστολή στο περιοδικό «Αθήναιον», σχολιάζει τα εξής : ¨ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ομιλεί ως αρχαίος Έλληνας με περηφάνια και δριμύτητα κατά των καταλαβόντων την βασιλεύουσα Φράγκων¨[13].

Ο Αντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905) αναφερόμενος στην επιστολή, και ειδικότερα στον τρόπο που απάντησε ο βασιλιάς Ιωάννης προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄, σχολιάζει τα παρακάτω : ¨Εις ταύτα ο Βατάτζης απήντησε δι΄ ύφους υπεροπτικού και δι΄ ειρωνείας καταπληκτικής, εις ουδέν λογιζόμενος το αξίωμα του πάπα, και ομιλών περί εαυτού ως μονάρχου κραταιού, κεκλημένου εις την βασιλείαν εκ Θεού και εκ βασιλικού γένους παλαιού¨[14]. Επίσης, ο Μιχαήλ Α. Δένδιας εξαίρει το ύφος του Διδυμοτειχίτη βασιλιά σημειώνοντας τα εξής : ¨Παρά του τελευταίου τούτου (δηλ. του Ιωάννη Βατάτζη) είχεν, ως φαίνεται, ζητηθεί όπως παύση απειλών την Κωνσταντινούπολιν, διότι δήθεν ουδέν δικαίωμα εκέκτητο επί του θρόνου αυτής. Εις τούτο ανέτεινεν ο Βατάτζης απαντήσας εις ύφος βαρύ και υπεροπτικόν, με καταπλήσσουσαν αλαζονείαν, αλλά και με επιχειρήματα πραγματικώς ακαταγώνιστα, καταδεικνύων ότι και ο ίδιος ήτο βασιλεύς και ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως εις τους Έλληνας ανήκε και ότι, κατά συνέπειαν, ο πάπας διέστρεφε τα πράγματα και ανεμειγνύετο όπου ουδεμίαν αρμοδιότητα εκέκτητο¨[15].

Ο Νικόλαος Πολίτης (1852-1921) πατέρας της ελληνικής λαογραφίας και στενός φίλος του μεγάλου Γερμανού Βυζαντινολόγου Κάρολου Κρουμπάχερ, σε άρθρο του με θέμα ¨Έλληνες ή Ρωμίοι¨ που δημοσιεύθηκε το 1901 στην εφημερίδα ¨Αγώνι¨ (εν ιδιαιτέρω φυλλαδίω), μεταξύ άλλων αναφέρει : ¨Ο αυτοκράτωρ της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης εν επιστολή προς τον Πάπαν Γρηγόριον τον Θ΄, το 1237, ανομολογεί απροκαλύπτως την ελληνικήν καταγωγήν του : «εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει, ….. κτλ[16]. Ως βιβλιογραφική πηγή για το απόσπασμα που χρησιμοποιεί παραθέτει το περιοδικό Αθήναιον τ. Α΄ σελ 393. Ο Πολίτης αναφέρεται στην επιστολή του Βατάτζη (καθώς και σε άλλες ιστορικές πηγές της Ρωμανίας) καταδεικνύοντας ότι οι λεγόμενοι ¨Βυζαντινοί¨ χρησιμοποιούσαν τις ονομασίες Έλλην και Γραικός καθ΄ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας.

Αξίζει βεβαίως, να παραθέσουμε και τον σχολιασμό του μεγάλου πανεπιστημιακού και ιστορικού συγγραφέα Απόστολου Βακαλόπουλου (1909-2000), ο οποίος με τα υπέροχα κείμενα του, προσέφερε τα μέγιστα στην ανάδειξη της συνέχειας του ελληνισμού σε όλες τις ιστορικές του διαδρομές. Παρακάτω παραθέτουμε αποσπάσματα από τρία έργα του : ¨Ως προς την σχετική κίνηση των ιδεών και τις πολιτικές επιδιώξεις των βασιλέων της Νίκαιας πολύ διαφωτιστική είναι η απαντητική επιστολή, την οποία έστειλε ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης μεταξύ 1237 προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄. Ο βασιλιάς μολονότι φέρει τον επίσημο τίτλο «Ιωάννης εν Χρηστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας…» , γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι Έλληνας και δέχεται με υπερηφάνεια εκείνο, που του είχε γράψει ο πάπας «.. ότι εν τω γένει των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει …. Και ότι του γένους (αυτών) η σοφία και το ταύτης ήνθησεν αγαθόν, και εις τους άλλους διεδόθη, οπόσοι την άσκησιν αυτής και κτήσιν δια πολλής τίθενται φροντίδος … » . Απορεί όμως λέγει, πως ο πάπας αγνοεί ή αν δεν αγνοεί, πως παρασιωπά το ότι μαζί με τη σοφία έχει «προσκληρωθεί»  από το Μ. Κωνσταντίνο στο γένος των Ελλήνων «και η κατά κόσμον αυτή βασιλεία». Και αμέσως παρακάτω επαναλαμβάνει τα ίδια πολύ πιο καθαρά. « Τίνι και γαρ ηγνόηται των πάντων, ως ο κλήρος της εκείνου διαδοχής ες το ημέτερον διέβη γένος, και ημείς έσμεν οι τούτου κληρονόμοι τε και διάδοχοι;» . Δηλαδή λέγει ότι με τους διαδόχους του Μ. Κωνσταντίνου το ρωμαϊκό κράτος πέρασε στο γένος των Ελλήνων. Και για να αποδείξει την ελληνικότητα του κράτους της Κωνσταντινούπολης προσθέτει ότι «οι της βασιλείας μου γενάρχαι, οι από του γένους Δουκών τε και Κομνηνών, ίνα μη τους ετέρους λέγω, τους από γενών ελληνικών άρξαντας, … εις πολλάς ετών εκατοστ[ύας] την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως». Επομένως για λόγους σεβασμού προς την παράδοση και για λόγους ουσιαστικούς, δηλαδή εμμονής στη διαφύλαξη της κληρονομιάς του Μ. Κωνσταντίνου, φέρουν οι βασιλείς του Βυζαντίου τον επίσημο τίτλο «βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Επάνω στις καθαρές αυτές ιστορικές γνώσεις θεμελιώνει το δίκαιο των διεκδικήσεων των εδαφών, τα οποία κατέχουν οι Φράγκοι : «Ημείς δε, ει και του τόπου βιασθέντες μετεκινήθημεν, αλλά του δικαίου, του ες την αρχήν τε και το κράτος, αμετακινήτως και αμεταπτώτως έχομεν, Θεού χάριτι». Συγκεκριμένα δεν αναγνωρίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα του Φράγκου βασιλιά της Κωνσταντινούπολης («ούτε είδεν η βασιλεία μου, παρατηρεί ειρωνικά, την του τοιούτου Ιωάννου επικράτειαν και εξουσίαν που γης ή θαλάττης εστίν») και χαρακτηρίζει επιγραμματικά την ακατάπαυστη αντίσταση του εναντίον των κατακτητών «… ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατάγουσι την Κωνσταντινούπολιν. Η γαρ αν αδικοίημεν και φύσεως νόμους, και πατρίδος θεσμούς, και πατέρων τάφους, και τεμένη θεία και ιερά, ει μη εκ πάσης της ισχύος τούτων ένεκα διαγωνισόμεθα¨[17].

¨Κι΄ αν οι βασιλείς του Βυζαντίου έχουν τον επίσημο τίτλο ¨βασιλείς και αυτοκράτορες Ρωμαίων¨, και τον τίτλον αυτόν τον κρατούν, είναι γιατί θέλουν να σεβαστούν την παράδοση και να διαφυλάξουν την κληρονομιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτή η κληρονομιά, γράφει ο βασιλιάς Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης στα 1237 στον πάπα Γρηγόριο Θ΄, δεν πρόκειται να την απαρνηθούν οι Έλληνες και δεν θα πάψουν ποτέ να πολεμούν εναντίον των κατακτητών, ωσότου απελευθερώσουν τα εδάφη τους. Οι αυτοκράτορες δηλαδή της Νίκαιας εμπνέονται από την ίδια ακριβώς ιδέα, που θέρμαινε αργότερα, επί τουρκοκρατίας, τους ραγιάδες Έλληνες, από την ιδέα ακριβώς που στους νεώτερους χρόνους ονομάστηκε Μεγάλη Ιδέα. Εκεί λοιπόν, στη Νίκαια, μετά το 1204, πρέπει ν΄ αναζητήσουμε τις πρώτες αρχές της¨[18].

¨Χαρακτηριστικά στην επιστολή εκείνη του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη προς τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ αναφέρεται και η έκφραση «ημέτερον Γένος», όπου η λέξη «ημέτερον» αντικαθιστά το επίθετο «ελληνικόν». Η λέξη «Γένος», μαζί με τις λέξεις «Έλλην», «ελληνικός» κ.λ. αρχίζουν να χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο κατά τον 13 και 14 αιώνα και τείνουν να υποκαταστήσουν το εθνικό «Ρωμαίος», με το οποίο ήταν γνωστοί οι υπήκοοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η λέξη «Γένος», ενωμένη τώρα με τη γενική «Ελλήνων» δηλώνει την κοινότητα του ιστορικού παρελθόντος των κατοίκων και τις υποχρεώσεις που προβάλλουν γι΄ αυτούς εμπρός στο παρόν και το μέλλον. Στην εποχή αυτή των Λασκαριδών πρέπει ν΄ αναχθή η γένεση σκοτεινών (κρυφών) χρησμών και προφητειών, διανθισμένων με υπαινιγμούς για τους Λασκαρίδες και τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη. Πολλές από τις προφητείες αυτές, αν και στον πυρήνα τους παλαιότερες και γνωστές στις λαϊκές μάζες στα 1200, αναφέρονται στα κατορθώματα και στην λαμπρή εποχή των Λασκαριδών. Προς αυτούς αποβλέπουν οι υπόδουλοι Έλληνες, για ν΄ αντλήσουν θάρρος, και έτσι αρχίζει να δημιουργείται ένα είδος ηρωολατρείας. Ο Ιωάννης Γ΄ μάλιστα μετά το θάνατό του υψώνεται στην φαντασία του λαού σαν ένα ιερό πρόσωπο, εξαγιάζεται. Η εκκλησία, που έχει ευεργετηθεί απ΄ αυτόν με πολλές δωρεές κτημάτων και είχε κάθε λόγο να είναι ευγνώμων, τον αναγνωρίζει επίσημα ως άγιο¨[19].

Ο Παναγιώτης Χρήστου (1917-1996) θεολόγος και καθηγητής Πατρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τέως Υπουργός παιδείας, στο έργο του «Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων», σχολιάζει το γεγονός της κληροδότησης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Μέγα Κωνσταντίνο στο γένος των Ελλήνων, όπως αυτό αναφέρθηκε από τον Ιωάννη Βατάτζη στην επιστολή, αναφέροντας τα παρακάτω : ¨Δεν απορρίπτει ο Βατάτζης την ρωμαϊκή κληρονομιά, αλλά φρονεί ότι η μεταφορά της αυτοκρατορίας είναι εθνική και όχι γεωγραφική, ότι έγινε στο έθνος των Ελλήνων και όχι στην πόλη του Βυζαντίου. Η κληρονομιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου έχει διαβεί «εις το ημέτερον γένος» κι΄ εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του. Δεν ήταν ο τόπος κληρονόμος, αφού τον τόπο, την Κωνσταντινούπολη, είχαν αρπάξει τώρα οι Δυτικοί, αλλά οι άνθρωποι του τόπου. Τώρα επικρατεί η ίδια λογική που είχαν ακολουθήσει παλαιότερα οι Γερμανοί, οι οποίοι, επειδή είχαν την αυτοκρατορία αλλά δεν κατείχαν τη Ρώμη, την ονόμασαν «Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Γερμανικής εθνότητος». Εδώ η σκέψις είναι ότι οι Λασκαρίδες της Νίκαιας, που δεν κατείχαν τη Νέα Ρώμη, είχαν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της ελληνικής εθνότητος¨[20].

Ο Δρ Πίτερ Λοκ (1949 – ) μέλος της Βασιλικής Ιστορικής Εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ άλλων πηγών, χρησιμοποιεί και την επιστολή του αγίου βασιλιά,  αναφερόμενος στην σημασία και την βαρύτητα που είχε για τους Έλληνες η Κωνσταντινούπολη κατά την εποχή της φραγκοκρατίας, επισημαίνοντας τα εξής : ¨Για τους Έλληνες, οι μεταφορικές περιγραφές και η σημασία της Κωνσταντινούπολης εξελίχθηκαν και απέκτησαν νέα δύναμη στα χρόνια της λατινικής κατοχής. Αυτό είναι εμφανές στις συζητήσεις της αυλής και στην εκκλησιαστική αλληλογραφία των «ελευθέρων περιοχών» (κυρίως στο Σιλέντιον του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη στη Νίκαια μεταξύ 1205-1222), στις επιστολές του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου (1223) και στην αλληλογραφία του Ιωάννη Βατάτζη με τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ τον Μάιο του 1237. Η Θεοφύλακτη Πόλη ανήκε δικαιωματικά στον κυβερνήτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο οποίος έπρεπε να είναι Έλληνας¨[21].

Ο άγγλος ιστορικός και δημοσιογράφος Γουίλιαμ Μίλλερ (1864-1945) στη μονογραφία που συνέγραψε για την αυτοκρατορία της Νίκαιας, αναφέρει ¨αυτονόητα¨ το γεγονός της ύπαρξης της επιστολής απάντησης του Ιωάννη Βατάτζη προς τον πάπα, ιστορώντας τα εξής : ¨ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ όστις προσεδόκα να ελκύσει τον τσάρον των Βουλγάρων εις το ρωμαϊκόν δόγμα, κατήγγειλε τον Βατάτζην ως εχθρόν του θεού και της εκκλησίας και έλαβε παρ΄ αυτού αλαζονικήν επιστολήν, εν η ο Έλλην ηγεμών ηξίου ότι ήτο ο πραγματικός αυτοκράτωρ ως κληρονόμος του Κωνσταντίνου και ρητώς έλεγεν εις τον ποντίφικα, ότι υπεχώρησε μεν εις ανωτέραν δύναμιν, αλλά δεν είχεν εγκαταλίπει τα δικαιώματα αυτού και ουδέποτ΄ έμμελε ναποστή της εκπολιορκήσεως της Κωνσταντινουπόλεως¨[22]. Ο υπόψη ιστορικός αναφερόμενος στην επιστολή του Βατάτζη παραθέτει ως βιβλιογραφία το περιοδικό «Αθήναιον» του Ιωάννη Σακελλίων καθώς και τις πηγές που παραθέτουν ο Σακελλίων και ο Βακαλόπουλος, δηλαδή : Les Registres de Gregoire IX Τομ. Β΄ σελ 218 και Byzantinische Zeitschrif Τομ. Ιστ΄ σ. 141-142).

Δεν θεωρώ απαραίτητο να κλείσω την παρούσα μελέτη, αναπτύσσοντας τα δικά μου συμπεράσματα για την ιστορική αξία της επιστολής καθώς και του συντάκτη της. Θα αναφέρω μόνο ότι, μελετώντας τα κείμενα των σημαντικών αυτών ιστορικών, που επιλέχθηκαν  ως βιβλιογραφία για το συγκεκριμένο πόνημα, γίνεται ευκόλως κατανοητή η σημαντικότατη συνεισφορά του Διδυμοτειχίτη Αγίου Αυτοκράτορα στο να αναδειχθεί η ιστορική συνέχεια του Γένους των Ελλήνων. Συμφωνώ απόλυτα με τον μεγάλο ιστορικό Απόστολο Βακαλόπουλο, ο οποίος σε απάντηση που έδωσε σε επικριτές του, για το ότι ¨δεν στοχάζεται επί των πηγών¨ που παραθέτει στα κείμενα του, απάντησε γράφοντας τα παρακάτω : ¨με κατηγορείτε διότι δεν στοχάζομαι επί των γεγονότων, αλλά νομίζω ότι επιστήμη είναι πρώτον η έρευνα και η παρουσίαση των πηγών αναλυτικά, κριτικά, και εν συνεχεία ο στοχασμός. Αφήστε με λοιπόν εγώ να ασχοληθώ με τις πηγές και εν συνεχεία σεις κάμνετε τους στοχασμούς σας¨.

Η δική μας γενιά, έχει το προνόμιο της εύκολης πρόσβασης και της μελέτης των πηγών, που μας κληροδότησαν οι υπέροχοι αυτοί ¨σκαπανείς¨ των περασμένων δεκαετιών. Και ενώ θα περίμενε κάποιος ότι ιστορικά ζητήματα όπως η συνέχεια του Ελληνισμού θα θεωρούνταν δεδομένα και αυτονόητα, τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας επικρατούν οι ανθελληνικές απόψεις τύπου Φλαμεράιερ καθώς και άλλων αλλοδαπών μα και επιχωρίων ιστορικών. Υποχρέωση και καθήκον όλων ημών των αγνών πατριωτών και εραστών της πλούσιας ιστορίας μας, είναι να μελετήσουμε τις πηγές και να βάλουμε το λιθαράκι μας έτσι ώστε να αντικρούσουμε όλες αυτές τις ανιστόρητες απόψεις.

Σημειώσεις

[1]. Ο όρος Βυζαντινή αυτοκρατορία πρωτοεισήχθη 109 χρόνια μετά την πτώση της βασιλεύουσας από τους Τούρκους το 1453. Ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε τον όρο Βυζαντινή ιστορία ήταν ο Ιερώνυμο Βολφ το 1562. Μετά από πολλά χρόνια, και αφού τον συγκεκριμένο όρο χρησιμοποίησαν και άλλοι ιστορικοί, το 1680 καθιερώθηκε από τον ιστορικό Κάρολο Ντε Γκέιντζ, ο οποίος έγραψε το έργο Ιστορία του Βυζαντίου. Σχετικά με την υιοθέτηση του όρου βυζαντινή αυτοκρατορία από τους δυτικούς ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σε επιστολή του την 1η Ιουλίου 1886 προς τον Χιώτη λόγιο Γ. Ζολώτα αναφέρει τα εξής : ¨Φίλε Ζολώτα, όσο και αν ηρεύνησα κατά τους κατά τον μέσον αιώνα ημετέρους ιστορικούς και χρονογράφους, δεν ηδυνήθην να εύρω εν αυτοίς το όνομα των Βυζαντινών ή Βυζαντίνων, όπως θέλεις. Μετεχειρίζονται τα ονόματα Ρωμαίοι, Γραικοί και περί τα τέλη, Έλληνες ……. Φοβούμαι, λοιπόν, ότι το όνομα επλάσθη υπό των Δυτικών, ημείς δε το εχάψαμεν¨ π. Γεώργιος Μεταλληνός «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία ;» σελ 260 Εκδόσεις Αρμός.

[2]¨Εκ των τριών ελληνικών κρατών, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας βασίμως διεξεδίκει την ιδιότητα του συνεχιστού της Βυζαντινής παραδόσεως. Λόγοι γεωγραφικοί, ουσιαστικοί και καθεστωτικοί εδικαιολόγουν την αξίωσην ταύτην¨ Διονύσιος Ζακυθηνός «Βυζάντιον κράτος και κοινωνία ιστορική επισκόπησις» Εκδόσεις Ίκαρος σελ 130. 

[3]. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1193. Περί της καταγωγής του μας κατατοπίζει ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1281) στο έργο του ¨Χρονική Συγγραφή¨ το οποίο αποτελεί την κύρια ιστορική πηγή για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας : ¨και προσλαμβάνεται ο βασιλεύς εις γαμβρόν Ιωάννην τον Δούκαν, ου Βατάτζης τουπίκλην και εκ Διδυμοτείχου ην ωρμημένος¨ Ακροπολίτης Γεώργιος «Χρονική Συγγραφή» σελ 56 Εκδόσεις Κανάκη .

[4]. ¨Πάντως ο Ιωάννης Βατάτζης είχε δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις για το θρίαμβο αυτό και σ΄ αυτόν προ παντός ανήκει η τιμή για την αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας¨ Γκιόργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» σελ. 122 Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλου.

[5]. Ο Γρηγόριος Θ’ διατέλεσε πάπας της Ρώμης από το 1227 έως το 1241.

[6]. Μιχαήλ Α.  Δένδια «Επί μίας επιστολής του Φρειδερίκου Β΄ προς Ιωάννης Δούκαν Βατάτζην» Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών έτος ιγ΄ Αθήναι 1937 σελ 409-410.

[7]. V. Grumel, L’authenticite de la letter de jean Vatatzes, empereur de Nicee, au pape Grecoire IX, EO 29 (1930) 450-458. Απόστολος Βακαλόπουλος « Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» σελ. 77 Θεσσαλονίκη 1974.

[8]. Παναγιώτης Νικολόπουλος, ομιλία στην εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου «Βατάτζεια 2012» στις 4 Νοε 2012 με θέμα ¨Εθνική συνείδηση κατά τον άγιο Ιωάννη Βατάτζη¨

[9]. Κωνσταντίνος Χολέβας Πολιτικός Επιστήμων, ομιλία στην εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου «Βατάτζεια 2011» στις 30 Οκτ 2011 με θέμα ¨Ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης και η συνέχεια του Ελληνισμού¨.

[10]. Το πρωτότυπο κείμενο της επιστολής που παραθέτουμε μας το ενεχείρισε ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης επί τιμή κύριος Παναγιώτης Νικολόπουλος.

[11]. Η απόδοση στα νέα ελληνικά που ακολουθεί αποτελεί έργο του κυρίου Κωνσταντίνου Χολέβα Πολιτικού Επιστήμονα.

[12]. Βλ. παραπάνω, υποσημ. 8.

[13]. Βλ. παραπάνω, υποσημ. 9.

[14]. Αντώνιος Μηλιαράκης «Ιστορία του βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου» Έκδοση Ιονικής Τράπεζας σελ 275.

[15]. Βλ. παραπάνω, υποσημ. 6.

[16]. Νικόλαος Πολίτης Λαογραφικά Σύμμεικτα τόμος Α΄ «Έλληνες οι Ρωμιοί» Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Παρασκευά Λεώνη 1920 σελ126.

[17]. Απόστολος Βακαλόπουλος «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» Θεσσαλονίκη 1974 σελ 76-77.

[18]. Απόστολος Βακαλόπουλος «Νέα Ελληνική Ιστορία» Εκδόσεις Βάνιας σελ 13-14.

[19]. Απόστολος Βακαλόπουλος «Η πορεία του Γένους» Οι Εκδόσεις των Φίλων σελ 25-26.

[20]. Κωνσταντίνος Χολέβας ¨Ρωμηοσύνη και η Ελληνικότητα του Βυζαντίου¨ Αθήνα 2008 Ανάτυπο σελ. 584.

[21]. Πίτερ Λοκ «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο» Εκδόσεις Ενάλιος σελ 78-79.

[22]. Γουίλιαμ Μίλλερ «Η Ιστορία της Νικαίας και η Ανάκτησις της Κωνσταντινουπόλεως» Εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις σελ 21-22.

ΠΗΓΗ.https://kastropolites.com

Η Μικρασιατική Αποκάλυψη

Τη Κυριακή προ της Υψώσεως, συμφώνως την υπ’ αριθμόν2556/5.7.1993 εγκύκλιο της Ι. Συνόδου,» μνήμην επιτελούμεν τωνμητροπολιτών και εθνομαρτύρων Χρυσοστόμου Σμύρνης, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Γρηγορίου Κυδωνιών, Προκοπίου ‘Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων και των συν αυτοίς αναιρεθέντων κατά την μικρασιατικήν καταστροφήν μαρτύρων (1922).Με αφορμή αυτή την ανάμνηση των ιστορικών γεγονότων που συνδέονται με την Μικρασιατική καταστροφή δημοσιεύουμε ένα συγκλονιστικό κείμενο του μακαριαστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου με τίτλο-Η μικρασιατική Αποκάλυψη που δημοσιεύτηκε στις 22/8/2004

.——————————————————————-

Ο Χρυσόστομος Σμύρνης ήταν αντρειωμένος και του αντρειωμένου ο θάνατος δεν πάει ποτέ χαμένος. Όπως λέει ο γνωστός στίχος, «του αντρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη».

Όσοι μπόρεσαν πριν, κατά και μετά την καταστροφή να σωθούν έφταναν στην Ελλάδα. Και η περιοχή τους άνοιξε την αγκαλιά της και θέρμανε στους κόλπους της την αποσταμένη ελπίδα των προσφύγων, όπως και πολλά άλλα μέρη της πατρίδας μας.

Κι εσείς σήμερα, τα παιδιά ή και τα εγγόνια τους, τιμάτε την 80ετηρίδα της φρικτής περιπέτειας. Και μαζί σας κι εμείς, όλοι οι Έλληνες, που λιτανεύουμε τις μνήμες και λιβανίζουμε τους αγίους νεομάρτυρες, προσδοκώντας τη δικαίωση.
Θα έλθει ποτέ; Δεν έχει σημασία. Είναι ένα όνειρο, έστω μια ουτοπία. Όταν όμως πεθάνουν οι μνήμες και τα οράματα, τότε θα έχουμε πεθάνει κι εμείς, έστω κι αν αναπνέουμε ακόμη.Να γιατί προσδοκούμε δικαίωση.

Κι αν ο Θεός δεν το επιτρέψει πριν, μόνον εκείνη την ευλογημένη μέρα της κρίσεως οι χλωμοί άγγελοι της προσφυγιάς θα πάρουν πάλι στ’ αγιασμένα τους χέρια τα εικονίσματα μας και θα ξεκινήσουν για τις αλησμόνητες πατρίδες, διασχίζοντας το καταγάλανο Αιγαίο «επί πτερύγων ανέμων».

Θα είναι η μέρα που, όπως γράφει ο Ελύτης, «και ο στερνός των ανθρώπων τον πρώτο λόγο θα πει. Και τα όνειρα θα λάβουν εκδίκηση…»Τις ώρες εκείνες του ονείρου, θα ζήσουμε μιαν άλλη Αποκάλυψη· τη μικρασιατική. Από το αγιασμένο ιωνικό χώμα, από τους ανώνυμους τάφους των αθώων θα βλαστήσουν μυρτιές, βάγια και γιασεμιά.

Οι λυγμοί της χαράς θα ξεσπάσουν από το πικραμένο στόμα της Μικρασιάτισσας μάνας, που θα μοιραστεί τη λύτρωση, με το μόνιμο κραταίωμά της, την Παναγιά! Από τα πηγάδια, στα Βούρλα, θα αναβλύσει άγιο μύρο και θ’ ακουστούν οι φωνές των πνιγμένων κοριτσιών να ψάλλουν το «Φως ιλαρόν».

Και κάπου εκεί, στη Σμύρνη, στην έρημη προκυμαία της, έχοντας δίπλα του τους αδικοσφαγμένους πρόκριτους μας (τον Γιώργη Κλιμανόγλου και τον Νίκο Τσουρουκτσόγλου), θα περιμένει εκείνος που τότε έμεινε τελευταίος. Λαμπροντυμένος, μέσα στα πορφυρά του άμφια ο Χρυσόστομος, πανώριος, γαλήνιος και δακρυσμένος, θα τους περιμένει όλους, για να ξαναπεί το δοξαστικό «Ευλογημένοι οι ερχόμενοι εν ονόματι Κυρίου».

Και οι «ερχόμενοι εν ονόματι Κυρίου» θα μεταλάβουν όλοι από τα χέρια του των Αχράντων Μυστηρίων (εκεί, στην προκυμαία), θα πάρουν την ευχή του και κατόπιν θα ξεχυθούν στους ρωμιομαχαλάδες, στα σοκάκια και στα μπεζεστένια της πυρπολημένης πόλης, για να σπείρουν και να σοδέψουν πάλι την ευλογημένη γαλήνη της Ανατολής, το γέλιο και τον μόχθο, την ευφρόσυνη αγάπη του Θεού. Εκεί που έτρεξε το αίμα, θα τρέξει άφθονο το κανανίτικο κρασί της δικαίωσης, για να μεθύσει κορμιά και καρδιές.

Νέοι Όμηροι θα τραγουδήσουν πόθους, καημούς, απαντοχές και βάσανα αιώνων. Κολυμπήθρες θα στηθούν για να βαφτιστούν τα μωρά που είχαν λογχίσει, το 1922, οι Τσέτες.

Άγγελοι θα κατεβούν από τον ουρανό, για να στεφανώσουν, «δόξη και τιμή», τα ατιμασμένα νιάτα.

Μα, πριν απ’ όλα, θα γεμίσει πάλι ασφυκτικά η Αγία Φωτεινή και τα σήμαντρα της θα στείλουν παντού το αναστάσιμο μήνυμα: «Οι Άγιοι γύρισαν στις εκκλησιές τους». Ειρηνικά, πολιτισμένα, ανθρώπινα.

Τότε είναι που θα μπει το «Ευλογητός…» κι η μεσοτελειωμένη λειτουργία θα ξαναρχίσει.

Κι όλος ο κόσμος θα χαρεί.

Αμήν.Γένοιτο, προς Δόξαν Θεού.

Γένοιτο, για να ησυχάσουν οι ψυχές των προγόνων μας, και «τα όνειρα (τουλάχιστον τα όνειρα) να λάβουν εκδίκηση».

Και να γευτούν δικαίωση…

(19 Μαϊου 1919-19 Μαϊου 2021)-«Εκατό δύο(102) Χρόνια Ανέσπερης Μνήμης»

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου – εκπαιδευτικού (χημικού)

Η 19η Μαΐου  για τους ΄Ελληνες Ποντίους αποτελεί ημέρα μνήμης  της Γενοκτονίας των 353.000 προγόνων τους, που εξολόθρευσε ο κεμαλισμός και απαιτούν την διεθνή αναγνώρισή της. Οι διωγμοί εναντίον των Ελλήνων του Πόντου από τους Οθωμανούς εντάθηκαν το 1914, με την εμφάνιση του Κινήματος  των Νεοτούρκων και κορυφώθηκαν από τον Μουσταφά Κεμάλ το 1919 που έφερε το τελικό πλήγμα στον ελληνισμό.

΄Ήταν 19 Μαΐου του 1919, όταν πήγε ο Κεμάλ με πλοίο στη Σαμψούντα, και σε ομιλία του ξεσήκωσε τους Μουσουλμάνους, ξυπνώντας μέσα τους το μίσος κατά των Ελλήνων. Τους προτρέπει: «αν  εξοντώσετε τους Γκιαούρηδες, ο πλούτος, οι περιουσίες που έχουν θα γίνουν δικά σας!». Και την επομένη στο γειτονικό χωριό Καβάκ, εξάπτει περισσότερο τον θρησκευτικό φανατισμό: «Σκοτώστε κάθε μη μουσουλμάνο!»  δείχνοντας με το ματωμένο του δάκτυλο, τον χριστιανικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας… Η εξόντωση των Ποντίων άρχισε με τη σύλληψη προκρίτων (δημοσιογράφων, δικηγόρων, εμπόρων, μητροπολιτών, ιερέων, δασκάλων) την καταδίκη τους με στημένες δίκες  σε θάνατο και εκτέλεση.

Ακολούθησαν ομαδικές εκτελέσεις σε πόλεις και χωριά, στρατολόγηση των ανδρών στα διαβόητα «Αμελέ Ταμπουρού» στην ουσία Τάγματα εξοντώσεώς τους, και τέλος τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα που έστελναν στην  εξορία, σε πολυήμερες πορείες στην ενδοχώρα για να τους αφανίσουν. Και το πιο φρικτό: τους κατοίκους δυο χωριών, Πάτλαμα και Μάλαχα, τους έβαλαν μέσα στην εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου και τους έκαψαν ζωντανούς!

Η εκρίζωση του Ποντιακού Ελληνισμού αποτέλεσε εθνική καταστροφή.

Ελληνικές πόλεις με συνεχή, αδιάκοπη ζωή και πολιτισμό 27 και πλέον αιώνων, διακόπηκε  και κατεστράφη, ενώ ιδρύματα, σχολεία και εκκλησιές έκλεισαν κι ερημώθηκαν.

Γενοκτονία ή εθνοκάθαρση;

Επειδή πολλοί υποστηρίζουν ότι τα γεγονότα της 19ης Μαϊου 1919 και ό,τι ακολούθησε  δεν αποτελούν γενοκτονία, αλλά εθνοκάθαρση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πρώτα τι είναι Γενοκτονία και τι Εθνοκάθαρση. 

Γενοκτονία: Είναι το  έγκλημα, διαπραττόμενο με σκοπό την εξόντωση ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι ανήκουν εις το αυτό Έθνος ή εις την αυτήν φυλή ή εις την αυτή θρησκεία ή εις την αυτήν εθνολογική Ενότητα. (ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ, τομ. 4Γ σελίς 831) 

 Εθνοκάθαρση: Στα λεξικά υπάρχει η λέξη εθνοκτόνος που σημαίνει, «ο καταστρέφων το Έθνος». Επομένως δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο εξολοθρεύσεως των Ποντίων που είναι σύμφωνα με τον ως άνω ορισμό αποκλειστικά Γενοκτονία. 

Στο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, η επισήμανση της διαφοράς μεταξύ Γενοκτονίας και Εθνοκάθαρσης. 

Γενοκτονία: Η βάσει σχεδίου συστηματική και ολοκληρωτική εξόντωση φυλής ή έθνους. 

Εθνοκάθαρση: Ο μαζικός αφανισμός ή εκδίωξη των μελών μιας Εθνότητας από μια περιοχή για γεωπολιτικούς σκοπούς. 

– Επειδή εδώ έχουμε 350.000 νεκρούς από δολοφονίες και εμπρησμούς, άρα και οι όροι στο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, δεν αφήνουν περιθώρια, άλλης επιλογής πλην της Γενοκτονίας. 

– Η Βουλή των Ελλήνων έστω και με καθυστέρηση 70 ετών αναγνώρισε επισήμως την γενοκτονία και τις σφαγές των Ποντίων. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων έγινε με ομόφωνη απόφαση της Βουλής την 24η Φεβρουαρίου 1994. Νόμος 2193/1994 (ΦΕΚ Α! 32). Επίσης αξιοσημείωτο είναι, ότι τον Ιούνιο του 1998 διακομματική επιτροπή από το Ελληνικό Κοινοβούλιο επισκέφθηκε τον Ο.Η.Ε. και υπέβαλε υπόμνημα, για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, δυστυχώς χωρίς συνέχεια. Για τον λόγο αυτό, έχει καθιερωθεί η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ο οποίος σφαγιάσθηκε  και εκδιώχθηκε  βίαια  από τις πατρογονικές του Εστίες. 

Έχουν μεγάλη σημασία για το θέμα της Γενοκτονίας του Ελληνισμού του Μικρασιατικού Πόντου οι φωνές κατά καιρούς Τούρκων Πανεπιστημιακών: 

-Μπασκίν Οράν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας είπε: «… η ανταλλαγή του 1923 ήταν Εθνική και Θρησκευτική κάθαρση…» (δημοσιεύτηκε όλη η ομιλία του στις Εφημερίδες Βατάν 11/11/08 και Μπιρ Γκιούν 12/11/08). 

– Ονούρ Γιλντιρίκ, καθηγητής Οικονομολογίας στο Πολυτεχνείο Μέσης Ανατολής, αφού πρώτα αναφέρθηκε στο διεθνές Δίκαιο είπε: «…η ανταλλαγή πληθυσμών βάσει του διεθνούς δικαίου θεωρείται Γενοκτονία…» Δεν δίστασε επίσης ν’ αναφερθεί ότι: «…οι συνθήκες τρομοκρατίας κάτω από τις οποίες έγινε η ανταλλαγή των Χριστιανικών πληθυσμών, προϋπήρχε ήδη από την εποχή των Νεοτούρκων, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις Έλληνες απεβίωσε στα Στρατόπεδα συγκέντρωσης…». Και συνέχισε ως ειδικός: «…Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας καθυστέρησε τουλάχιστον πενήντα χρόνια, εξ αιτίας της αποκλήρωσης του χριστιανικού Στοιχείου, που αποτελούσε την μεσαία επιχειρηματική τάξη της χώρας». (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σαμπάχ 17-11-08). 

-Χαλίλ Μπερκτάι, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σαπαντζί, με άρθρο του καυτηρίασε την Στρατηγική Οικοδόμησης του Τουρκικού Έθνους πάνω στον φόβο και το μίσος του Τουρκικού Λαού, προς κάθε εθνικό και θρησκευτικό, που δεν είναι δικό του. (Εφημερίδα Ταράφ 20-11-08). 

Μία συγκλονιστική ιστορική αφήγηση.

Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη.

Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες. Μεταξύ των άλλων γράφει:

«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες, περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιό τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.

Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.

Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω. Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.

Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.

Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διέταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.

Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…

Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων – συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό.

Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Οι μητέρες ξετρελαμένες έσφιγγαν αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.

Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».