Θεοφόροι, φορεῖς Θεοῦ…(Virgil  Georghiou)

Ἦταν λοιπόν Κυριακή, καί ὕστερα ἀπό τήν θεία Λειτουργία. Καθόμουν καί παρατηροῦσα τούς χωρικούς, ὅπως ἔβγαιναν ἀπό τό ναό. Ὁ πατέρας μου στεκόταν στά σκαλοπάτια καί χαιρετοῦσε τόν καθένα τους.

Ὅλο τό χωριό βρισκόταν ἐκεῖ, γιατί τίς Κυριακές κανείς δέν χάνει τήν θεία Λειτουργία. Ἐκκλησιάζονταν καί γέροντες βουνίσιοι μέ πάλλευκη γενειάδα, πού θύμιζαν πατριάρχες τῆς Βίβλου, γυναῖκες, ἄνδρες, παιδιά, μέ κυριακάτικες στολές, λινές ἤ μάλλινες, κατάλευκες πάντα, ὅπως τό γάλα ἤ ὅπως τό χιόνι.

Λευκό εἶναι τό ἐθνικό χρῶμα τῆς Πετροντάβα. Λευκό πάντα, γιά ὅλες τίς ἡλικίες, γιά ὅλα τά φύλα. Λευκό στά ροῦχα πού ὅμως ἡ καθαρότητά του δέν συγκρινόταν μέ τήν καθαρότητα τῶν βλεμμάτων τῶν πιστῶν πού τά φοροῦσαν.

Καθώς ἔβγαιναν ἀπό τήν θεία Λειτουργία οἱ πιστοί ἔδειχναν μεταμορφωμένοι, καθαρισμένοι ἀπό κοσμικές ἔγνοιες, ἁγιασμένοι. Καί κάτι περισσότερο ἀπό ἁγιασμένοι, θεωμένοι… Ἤξερα τό γιατί. Γιατί τά πρόσωπά τους ἦταν ἔτσι ὡραῖα, γιατί τά βλέμματα τόσο φωτεινά, γιατί οἱ ἄσχημες γυναῖκες ὀμόρφαιναν, τά μέτωπα τῶν σκληροτράχηλων ξυλοκόπων ἄστραφταν φῶς, λές καί φόρεσαν φωτοστέφανο, τά παιδάκια θύμιζαν ἀγγέλους.

Βγαίνοντας ἀπό τή θεία Λειτουργία, ἄντρες καί γυναῖκες, μεταμορφώθηκαν σέ Θεοφόρους, ἔφεραν δηλαδή τόν Θεό. Εἶχαν κοινωνήσει καί μέσα στίς φλέβες τους ἔρρεε τό αἷμα τοῦ Θεοῦ.

Τέκνα Θεοῦ τώρα, θεωμένοι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι, χωρικοί ἄξεστοι, ἐξαθλιωμένοι καί πένητες, ἤξεραν τί ἦταν, γι’ αὐτό προσεύχονταν πρίν κοινωνήσουν καί ἔλεγαν: Κύριος, ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι οὐκ εἰμί ἄξιος οὐδέ ἱκανός, ἴνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθης τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς… Καί ὡς κατεδέξω ἐν σπηλαίῳ καί φάτνῃ ἀλόγων… καί ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ… οὕτω κατάδεξαι εἰσελθεῖν εἰς τόν οἶκον τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς, τοῦ λεπροῦ καί ἁμαρτωλοῦ.

Καί μέ τή θεία Μετάληψη ὁ Θεός εἶχε εἰσέλθει «ὑπό τήν στέγην» κάθε ψυχῆς μέσα σέ ὅλες τίς ψυχές τῶν συχωριανῶν μας, πού βγαίνοντας ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία ἔφεραν πιά τόν Θεό ἐντός τους, καί βημάτιζαν προσεχτικά ὅπως βηματίζουμε ὅταν μεταφέρουμε ἕνα πράγμα πολύτιμο. Θεοφόροι, φορεῖς Θεοῦ.

Ὅταν κάποιος κρατάει ἕνα κερί ἤ μιά λαμπάδα, στό πρόσωπό του ἀντανακλᾶ ἡ φλόγα τους, ἀστράφτει. Ὅταν φέρει κάποιος ἐντός του τόν Θεό, τῶν φώτων τό Φῶς, φωτίζεται ἔσωθεν τόσο, ὥστε ἡ σάρκα του ὅλη, τό κορμί του, μεταμορφώνονται, ὀμορφαίνουν.

Οἱ ἠθοποιοί καθώς ἑρμηνεύουν τό ρόλο τους πάνω στή θεατρική σκηνή μεταμορφώνονται ἐντελῶς, τούς πλημμυρίζει τό φῶς τῶν προβολέων. Μέσα σέ τούτη τήν πλημμυρίδα φωτός δύσκολα θά ἀναγνώριζε ἀκόμα κι ὁ γονιός τόν γιό του ἤ τήν θυγατέρα του, τόσο πολύ ἀλλάζουν.

Τό ἴδιο δύσκολα κι ἐγώ ἀναγνώριζα τούς συχωριανούς μου τήν ὥρα πού βγαίνοντας ἀπό τό ναό μετέφεραν τόν Θεό «ὑπό τήν στέγην» τῆς ψυχῆς τους. Τόσο ὡραῖοι, φωτεινοί, θαυμάσιοι ἔδειχναν τώρα.

Δέν εἶδα ποτέ μου δέρμα, σῶμα, ὡραιότερα ἀπό ἐκεῖνα τῶν θεοφόρων ἀνθρώπων, πού κουβαλοῦσαν τήν ἐκθαμβωτική λάμψη Θεοῦ. Ἀποκτοῦσαν σάρκα θεωμένη, ἀνάλαφρη, δίχως ὄγκο, ἀλλοιωμένη ἀπό τήν ἀνταύγεια τοῦ θείου Πνεύματος.

Καθόμουν καί κοίταζα λοιπόν τίς κινήσεις τῶν θεοφόρων χωρικῶν ἔτσι, ὅπως κοιτάζει ὁ θεατής ἕνα θέαμα. Καί ὅμοια μέ τούς θεατές τῶν θεαμάτων, ἤμουν μαγεμένος.

Ὅλοι οἱ χωρικοί, ἀκτινοβολώντας σάν διαμάντια, βάδιζαν καί πλησίαζαν τόν πατέρα μου, ἔστεκαν μπροστά του, λίγα βήματα πιό πίσω, ἔσκυβαν καί προσκυνοῦσαν, ὅπως τό κάνουμε μπροστά στίς εἰκόνες, κι αὐτό μοῦ φαινόταν ἀπολύτως φυσιολογικό. Γιατί ὁ πατέρας μου ἦταν εἰκόνα.

Κατόπιν οἱ χωρικοί, μέ ἑνωμένες τίς δυό παλάμες σέ σχῆμα ποτηριοῦ, ἔπιαναν τό ἁπλωμένο δεξί χέρι τοῦ πατέρα μου, ὅπως ἀγγίζει κανείς ἅγιο λείψανο καί τό γλυκοφιλοῦσαν, τό ἀσπάζονταν ὅπως φιλοῦμε ἅγιο ἄρτο, τήν ἀναφορά, πρίν τήν βάλουμε στό στόμα καί τή φᾶμε. Ὁ κάθε πιστός, ἀσπαζόμενος τό δεξί του χέρι, πρόφερε:

– Εὐλόγησον, πάτερ.

Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:

– Ὁ Θεός νά σέ εὐλογεῖ, παιδί μου.

(Ἀπό τὴν 25η ὥρα στὴν αἰώνια ὥρα, ἐκδόσεις Ἔλαφος)

http://www.agiazoni.gr


http://paterikos.blogspot.com/2020/08/georghiou-virgil.html#more

Η θεία λειτουργία ως προεικόνιση της δευτέρας παρουσίας

 

ΠΗΓΕΣ.ΕυχήΟΟΔΕ-http://o-nekros.blogspot.com/

Η δομή της θείας λειτουργίας είναι τέτοια, ώστε να συνιστά βίωση της ζωής του Χριστού, από τη γέννηση ως την ανάστασή Του. Ταυτόχρονα αποτελεί βίωμα και τών μελλόντων, της δευτέρας παρουσίας και της Βασιλείας του Θεού, σε λειτουργικό χρόνο.

Στη σύνδεση της θείας λειτουργίας με τη δευτέρα παρουσία και τη Βασιλεία του Θεού αναφέρεται η σύντομη, αλλά περιεκτική και εμπεριστατωμένη μελέτη του θεολόγου και γυμνασιάρχη Ιωάννη Εμμ. Κανιολάκη «Η εσχατολογική τράπεζα του Κυρίου«, που εκδόθηκε στο Ρέθυμνο το 2014.

Ο Ιησούς Χριστός πολλές φορές παρομοίαζε τον εαυτό Του με Νυμφίο (δηλαδή γαμπρό), την Εκκλησία (δηλαδή το σύνολο των χριστιανών) με Νύμφη (νύφη), το έργο Του στον κόσμο με γάμο και τον παράδεισο με το τραπέζι, το γλέντι αυτού του γάμου.

Γι’ αυτό, οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού (που τους ονομάζουμε Πατέρες της Εκκλησίας) συνεχίζουν να παρομοιάζουν τον παράδεισο με γαμήλιο γλέντι, με τράπεζα, δηλαδή τραπέζι, που την ονομάζουν εσχατολογική τράπεζα, δηλαδή τραπέζι της δευτέρας παρουσίας, αιώνιο τραπέζι – η λέξη τράπεζα στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τραπέζι και όχι την τράπεζα όπου καταθέτουμε τα χρήματά μας.

Φυσικά, η παρομοίωση αυτή είναι συμβολική. Ο παράδεισος δεν είναι κυριολεκτικά ένα τραπέζι, στο οποίο τρώμε και πίνουμε, αλλά είναι μια κατάσταση ενότητας και αγάπης με το Θεό και μεταξύ μας, αγάπης γεμάτης χαρά και απόλαυση, γι’ αυτό παρομοιάζεται με το τραπέζι ενός γάμου ή ενός δείπνου, γύρω από το οποίο οι άνθρωποι τρώνε και πίνουν μονιασμένοι κι αδελφωμένοι.

Η παρομοίωση του Χριστού και της Εκκλησίας (των χριστιανών) με γαμπρό και νύφη εννοεί ότι, όπως ο γαμπρός ενώνεται με τη νύφη στο γάμο και είναι ενωμένοι σε όλη τους τη ζωή, έτσι και ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, είναι Θεός που ενώθηκε με τους ανθρώπους, μένει για πάντα ενωμένος με εμάς και γινόμαστε ένα. Αυτό βέβαια συμβαίνει στους ανθρώπους που το θέλουν και το προσπαθούν – και αυτή η ένωση με το Χριστό είναι η σωτηρία μας, ο παράδεισος, το να είμαστε άγιοι ή έστω «μικροί άγιοι», άνθρωποι του Θεού, αληθινοί χριστιανοί.

Ένα τραπέζι αυτού του αιώνιου γάμου ήταν και ο μυστικός δείπνος, στον οποίο ο Χριστός πρώτη φορά κοινώνησε (μετάλαβε) τους μαθητές Του, προσφέροντάς τους το ψωμί και το κρασί της Θείας Μετάληψης, που το είχε ευλογήσει και είχαν γίνει Σώμα Του και Αίμα Του. Ήταν μια πρόγευση του παραδείσου.

Στη συνέχεια, οι μαθητές του Χριστού και όλοι οι χριστιανοί, μέχρι και σήμερα, επαναλαμβάνουν αυτό το μυστικό δείπνο, κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, όπως εκείνο το βράδυ πριν συλληφθεί και σταυρωθεί ο Χριστός, και ενώνονται μαζί Του. Κάθε Θεία Μετάληψη, δηλαδή κάθε φορά που μεταλαβαίνουμε, είναι μια στιγμή ένωσης με το Χριστό, μια συμμετοχή στο αιώνιο τραπέζι του γάμου του Νυμφίου με τη Νύμφη Του (Νυμφίος ο Χριστός, νύμφη εμείς), μια πρόγευση του παραδείσου.

Ακριβώς αυτό είναι η θεία λειτουργία: το τραπέζι του γάμου του Ιησού Χριστού με τους ανθρώπους. Το τραπέζι, στο οποίο ο ίδιος ο Χριστός μάς προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του (τη Θεία Μετάληψη, που μεταλαβαίνουμε), για να ενωθούμε μαζί Του και ν’ αγωνιστούμε να μείνουμε για πάντα ενωμένοι μαζί Του, ό,τι κι αν γίνει. Η ένωση αυτή είναι και ένωση αγάπης με όλο τον κόσμο.

Είναι αμέτρητα τα σημεία στα Ευαγγέλια και γενικά στην Αγία Γραφή, όπου περιγράφονται όλα αυτά. Ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια στην Αγία Γραφή, όπου περιγράφεται αυτό το συμβολικό «αιώνιο τραπέζι», είναι η περιγραφή της ουράνιας θείας λειτουργίας στο βιβλίο Αποκάλυψις του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης και ολόκληρης της Αγίας Γραφής, το οποίο ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής, ο μαθητής του Χριστού, έγραψε, όταν ήταν ηλικιωμένος και είχε εξοριστεί από τους Ρωμαίους στα ορυχεία του νησιού Πάτμος, στο Αιγαίο Πέλαγος.

Η Αποκάλυψις περιγράφει ένα σύνθετο όραμα του αγίου Ιωάννη, που καταλήγει στη δευτέρα παρουσία του Χριστού, στην ανάσταση των νεκρών και στη συμβολική περιγραφή του παραδείσου σαν μια πόλη που κατεβαίνει από τον ουρανό «στολισμένη σα νύφη που πρόκειται να πάει στον άντρα της». Στο τέλος της Αποκάλυψης υπάρχει έντονος ο συμβολισμός του ουράνιου Νυμφίου, του Ιησού Χριστού, και της Νύμφης Του, της Εκκλησίας, με την οποία ενώνεται, δηλαδή με όλους εμάς.

Στο μεγαλύτερο μέρος της Αποκάλυψης το όραμα του αγίου Ιωάννη ξεδιπλώνεται μέσα σε μια ουράνια θεία λειτουργία, με τη συμμετοχή του Χριστού, των αγγέλων και των ανθρώπων. Ο τρόπος που τελείται η θεία λειτουργία στις εκκλησίες μας έχει άμεση σχέση με την περιγραφή της ουράνιας λειτουργίας στην Αποκάλυψη.

Ας δώσουμε τώρα ορισμένα στοιχεία για τη σημασία της θείας λειτουργίας ως προεικόνισης της δευτέρας παρουσίας και της Βασιλείας του Θεού.

Το εσωτερικό της Εκκλησίας περιέχει το Ιερό με την Αγία Τράπεζα (δηλαδή το θυσιαστήριο με τον Αμνό του Θεού, που είδε ο άγιος Ιωάννης στην Αποκάλυψη) και το θρόνο του επισκόπου (δεσποτικό θρόνο), που συμβολίζει το «θρόνο του Θεού και του Αρνίου» (του Ιησού Χριστού), που είδε ο άγιος Ιωάννης.

Ο επίσκοπος («δεσπότης») στη θεία λειτουργία συμβολίζει το Χριστό, γι’ αυτό ανεβαίνει και κάθεται στο θρόνο (αφού προσκυνήσει την εικόνα του Ιησού Χριστού που βρίσκεται σ’ αυτόν). Οι ιερείς συμβολίζουν τους 24 πρεσβυτέρους (ιερείς) που βρίσκονται γύρω από το θρόνο στην Αποκάλυψη (μάλιστα, στα βυζαντινά χρόνια ο δεσποτικός θρόνος βρισκόταν μέσα στο Ιερό, πίσω από την Αγία Τράπεζα, και δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν θρόνοι για τους ιερείς, όπως συμβαίνει στο όραμα της Αποκάλυψης), ενώ οι διάκονοι (διάκοι) συμβολίζουν τους αγγέλους, που πηγαίνουν μέσα και έξω στο Ιερό και ενώνουν το Ιερό με το δεσποτικό θρόνο μεταφέροντας μηνύματα από το ένα σημείο στο άλλο, όπως οι άγγελοι.

Η Αγία Τράπεζα περιέχει μικρά κομματάκια από ιερά λείψανα, δηλαδή οστά αγίων, ιδίως μαρτύρων, όπως στην Αποκάλυψη ο άγιος Ιωάννης είδε τις ψυχές των μαρτύρων (εκείνων που είχαν θανατωθεί για τη χριστιανική τους πίστη από τους εχθρούς της Εκκλησίας) κάτω από το «χρυσό θυσιαστήριο», δηλαδή από την ουράνια Αγία Τράπεζα (Αποκάλυψις, κεφ. 6, στίχος 9).

Εννοείται ότι όλα όσα είδε στον ουρανό ο άγιος Ιωάννης είναι συμβολικά και του παρουσιάστηκαν έτσι για να του μεταδώσουν το μήνυμα, που ήθελε να απευθύνει ο Θεός στους ανθρώπους. Όχι δηλαδή ότι στ’ αλήθεια ο Θεός κάθεται πάνω σε θρόνο ή ότι στον ουρανό υπάρχει κάποιο θυσιαστήριο κ.τ.λ. Είναι εικόνες παρμένες από την ανθρώπινη ζωή, με τις οποίες ο Θεός έδωσε το μήνυμά Του στον άγιο απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη το Θεολόγο.

Ο σολέας, δηλαδή το κάπως ψηλότερο τμήμα του ναού που στις μεγάλες εκκλησίες βρίσκεται αμέσως μπροστά στο Ιερό, και εκεί βρίσκονται ο δεσποτικός θρόνος, αλλά και τα αναλόγια με τους ψάλτες (τις χορωδίες των αγγέλων), συμβολίζει τον «πύρινο ποταμό», δηλαδή τον ποταμό φωτός που ξεχύνεται από το θρόνο του Θεού, ο οποίος όμως είναι φως και χαρά για τους δίκαιους, πιστούς και ταπεινούς ανθρώπους, αλλά μετατρέπεται σε φωτιά και θλίψη για τους αμετανόητους άδικους και εγωιστές.

Μπροστά σε όλα αυτά βρισκόμαστε εμείς. Μέσα σε όλα αυτά – σε αυτό το σκηνικό από την Αγία Γραφή – τελείται η θεία λειτουργία, η προεικόνιση της δευτέρας παρουσίας και της Βασιλείας του Θεού, η πρόγευση του παραδείσου.

Η θεία λειτουργία αρχίζει με την εκφώνηση «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Με την εκφώνηση αυτή βρισκόμαστε στην πόρτα του παραδείσου. Η δευτέρα παρουσία, συμβολικά, έχει γίνει κι εμείς είμαστε έτοιμοι να μπούμε στον παράδεισο, δηλαδή στη Βασιλεία του Θεού.

Η Μικρή Είσοδος, δηλαδή η τελετουργική μεταφορά του Ευαγγελίου από την πλαϊνή πύλη του Ιερού στην ωραία πύλη, «είναι η Είσοδος στον τόπο της Βασιλείας και το πλησίασμα στο ουράνιο Θυσιαστήριο» (Ιω. Κανιολάκης, σελ. 38). Ο επίσκοπος παραλαμβάνει το Ευαγγέλιο και τότε μπαίνει στο Ιερό, μαζί με τους ιερείς, όπως η Εκκλησία – οι χριστιανοί, ενωμένοι σαν ένας – μπαίνει στην παράδεισο.

Η ανάγνωση του Ευαγγελίου σημαίνει την εξάπλωση της διδασκαλίας του Χριστού σε όλο τον κόσμο, που έχει προφητευθεί στην Καινή Διαθήκη ότι θα συμβεί πριν τη δευτέρα παρουσία (αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλοι οι άνθρωποι θα το αποδεχτούν). Επίσης «το Ευαγγέλιο είναι μια πανηγυρική επιβεβαίωση της παρουσίας του Κυρίου στη Σύναξη» (δηλ. ότι ο Χριστός είναι παρών στη συνάντηση αυτή των χριστιανών) «και πριν από αυτό η ψαλμωδία του Αλληλούια είναι η έκφραση της ανεκλάλητης χαράς της Συνάξεως εν όψει της συνάντησης πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κύριό της» (στο ίδιο, σελ. 41).

Ο χερουβικός ύμνος, με τον οποίο «βγαίνουν τα Άγια» και έχουμε τη Μεγάλη Είσοδο, είναι εμπνευσμένος επίσης από την Αποκάλυψη, κεφάλαιο 4, όπου τα Χερουβείμ, ένα από τα ανώτερα τάγματα αγγέλων (που εμφανίζονται εκεί με τη μορφή τεσσάρων αινιγματικών όντων[βλ. εικ. δίπλα]), ψάλλουν Τρισάγιο Ύμνο γύρω από το θρόνο του Θεού: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ην και ο ων και ο ερχόμενος» (= που υπήρχε, που υπάρχει και που έρχεται).

Στη Μεγάλη Είσοδο ο επίσκοπος περιμένει στην ωραία πύλη, υποδέχεται τους ιερείς με τα Άγια, τα παραλαμβάνει και μπαίνει στο Ιερό συνοδευόμενος από τους ιερείς, όπως ο Χριστός συμβολικά υποδέχεται στην «πόρτα του παραδείσου» τους ανθρώπους που σώζονται και θα τους υποδεχτεί κατ’ εξοχήν στη δευτέρα παρουσία.

«Με τη Μεγάλη Είσοδο, όποια κι αν είναι η ιστορική της εξέλιξη και διαδρομή, η Εκκλησία ήδη παρουσιάζεται και βρίσκεται εκεί όπου εκλήθη και ετάχθη: στο ουράνιο Θυσιαστήριο, στην ουράνια Τράπεζα της Βασιλείας. Εκεί πλέον μεταφέρονται τα Δώρα» (το ψωμί και το κρασί, που θα γίνουν Σώμα και Αίμα Χριστού), «ολόκληρη η κτίση ως Εκκλησία μεταφέρεται στο Θυσιαστήριο και βρίσκεται μπροστά στο Βασιλέα της δόξας για την προσφορά της Θυσίας» (σελ. 41).

Η προσέλευση στη Θεία Μετάληψη, δηλαδή όταν οι χριστιανοί μεταλαβαίνουν, αποτελεί «το έσχατο νόημα και σκοπό του Μυστηρίου, της Συνάξεως δηλαδή και της ανόδου της Εκκλησίας στην ουράνια Τράπεζα του Κυρίου» (σελ. 51), δηλαδή είναι η πρόγευση των αγαθών και των απολαύσεων του παραδείσου.

Εκτός από τα παραπάνω, οι λειτουργικές ευχές, δηλαδή οι προσευχές που διαβάζει ο ιερέας μέσα στο Ιερό, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, τις οποίες συνήθως δεν ακούει ο λαός, εκτός από τις εκφωνήσεις τους (τα σημεία δηλαδή που λέει δυνατά), περιέχουν πάρα πολλές αναφορές που επιβεβαιώνουν τη βαθύτερη σημασία της θείας λειτουργίας ως προεικόνισης της δευτέρας παρουσίας και της Βασιλείας του Θεού. Τις προσευχές αυτές δεν τις ακούμε κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, αλλά μπορούμε αν θέλουμε να τις διαβάσουμε, είτε στα βιβλία των ιερέων είτε στο Διαδίκτυο. Στο αναφερόμενο βιβλίο του Ι. Κανιολάκη αναλύονται διεξοδικά.

Έτσι, κάθε θεία λειτουργία είναι για εμάς μια μικρή δευτέρα παρουσία, μια παρουσία του Ιησού Χριστού, όχι συμβολική αλλά πραγματική, ο οποίος ενώνεται με εμάς μέσω της Θείας Μετάληψης (Θείας Κοινωνίας). Έτσι, πραγματοποιείται η υπόσχεση του Ιησού Χριστού, στο τέλος του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, ο οποίος, μετά την ανάστασή Του, είπε στους μαθητές Του: «θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι το τέλος του κόσμου» (Ματθ. 28, 20), δηλαδή τη δευτέρα παρουσία, που δεν είναι κυριολεκτικά τέλος, αλλά η καινούργια αρχή.

Η Θεία Λειτουργία των Αποστολικών Διαταγών: εισαγωγή και το πρωτότυπο Λειτουργικό κείμενο.  

IMG_8917-620x413

Εισαγωγικά

Η λεγομένη Θεία Λειτουργία των «Αποστολικών Διαταγών» συμπεριλαμβάνεται στο ομώνυμο Βιβλίο – Ιερό κείμενο, γνωστό και ως Διδασκαλία των Αποστόλων. Το κείμενο του βιβλίου των Αποστολικών Διαταγών, μας παρέχει πολύτιμες ιστορικές και θεολογικές μαρτυρίες, μα και πλήθοςλειτουργικών στοιχείων που φωτίζουν την εποχή του τέλους του τρίτου και του τετάρτου αιώνος στην Αντιόχεια της Συρίας. Ειδικότερα, η Διδασκαλία των Αποστόλων (πιθανότερον 3 ος αι.), Το πρώτο τμήμα του Κειμένου ;, παρουσιάζει την λειτουργική ζωή μιας ελληνόγλωσσης συριακής κοινότητος, σημαδεμένης από την ιουδαϊκή παράδοση, η οποία περιέχει αναμφισβήτητα τον πυρήνα της λεγομένης Θείας Λειτουργίας του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Στα εξ πρώτα αυτά βιβλία των Αποστολικών Διαταγών, επαναλαμβάνεται και αναπτύσσεται η Διδασκαλία – Παράδοση των Αγίων Αποστόλων. Ανάμεσα στις πιο σίγουρες πηγές αυτών των βιβλίων, θα πρέπει να μνημονεύσουμε τις κατηχήσεις και τα κηρύγματα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Θεοδώρου Μοψουεστίας, τις
κατηχήσειςτου Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων Των ΚΑΙ Το Οδοιπορικό Της Αιθερίας ΣΤΗΝ Παλαιστίνη.

Τα βιβλία VII και VIII των Αποστολικών Διαταγών, περιλαμβάνουν δύο τυπικά-ευχολόγια. Το τυπικό- ευχολόγιο του VIII βιβλίου αναπτύσσει την Αποστολική Παράδοση, (δηλαδή την Θεία Λειτουργία που μας απασχολεί), έργο αποδιδόμενο ίσως στον Ιερομάρτυρα Ιππόλυτο Ρώμης (αρχές 3 ου αι.). Ένα ευχολόγιο επίσης, αποδιδόμενο στον επίσκοπο Θμούεως Σεραπίωνα, μας πληροφορεί για την λειτουργική ζωή του 4 ου αι. στην Αίγυπτο.

Όλα αυτά τα κείμενα έχουν μια κεφαλαιώδη σημασία, γιατί εκθέτουν με ακρίβεια την ζωντανή πίστη της Εκκλησίας και την διδασκαλία της, στην οποία η Εκκλησία στηρίζει την δογματική της συνείδηση, μέσα στο ταραγμένο φόντο των χριστολογικών και τριαδολογικών συζητήσεων. Σε συνδυασμό με τις άλλες πηγές της εποχής εκείνης, συντελούν αποφασιστικά και καθοριστικά στην εξέλιξη της χριστιανικής λατρείας. Άλλωστε ο τέταρτος αιώνας χαρακτηρίζεται από μία λειτουργική άνθιση και ακμή, καθώς κυριαρχεί η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία που απογειώνουν την ελευθερία της λατρείας.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του κειμένου μας, οι Εκκλησιαστικές συνάξεις έχουν τακτικές ώρες προσευχής, οι οποίες είναι κυρίως ο εσπερινός, το μεσονυκτικό και ο όρθρος. Οι προσευχές περιλαμβάνουν ύμνους και ψαλμούς, διάφορα αιτήματα του λαού προς το Θεό και αναγνώσματα από τη Βίβλο. Άλλες ακολουθίες που αναφέρονται και αφορούν την κοινή αλλά και την κατ «ιδίαν προσευχή των πιστών είναι αυτές των ωρών: η Τρίτη, η Έκτη και η Ενάτη. Όλες οι ακολουθίες γίνονται ανεξάρτητα από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, και περιγράφονται, χωρίς όμως να υπάρχει λεπτομερής τυπική διάταξη. Οι Αποστολικές Διαταγές μας δίδουν επίσης πάρα πολλά στοιχεία για τα ιερά μυστήρια: του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της Μετάνοιας, της Ιεροσύνης, του Γάμου και της θείας Ευχαριστίας. Τα στοιχεία αυτά μας δίδουν τη δυνατότητα να σχηματίσουμε μία σαφή εικόνα της πράξεως και της τελετουργίας των μυστηρίων της Εκκλησίας.

Γενικότερα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι οι «Αποστολικές Διαταγές» είναι μία μοναδική και ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών της λειτουργικής παραδόσεως, έως τον τέταρτο αιώνα. Το υλικό τους, ευρύτατο και πηγαίο, αναδεικνύει τον πλούτο της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας και στοχεύει όχι μόνο στην ενημέρωση αλλά και εντρύφηση, σπουδή και διερεύνηση από μέρους μας, των θησαυρών του κειμένου.

Σ «αυτό λοιπόν το Ιερό κείμενο, περιλαμβάνεται, όπως προαναφέραμε, και η λεγόμενη« Λειτουργία των Αποστολικών διαταγών », η οποία στη μορφή που μας έχει διασωθεί, φαίνεται να προσιδιάζει στον Αιγυπτιακό – Αλεξανδρινό Λειτουργικό τύπο, αφού ελλείπει σχεδόν η« Λειτουργία των κατηχουμένων ». Είναι πάντως χαρακτηριστικός ο σαφής διαχωρισμός των τάξεων των κατηχουμένων και των πιστών, ενώ είναι θαυμάσιες οι δεήσεις που αναπέμπονται στον Κύριο, για κάθε μια από αυτές.

Θα προτείναμε δε, ταπεινά, σε όλους μας, να εγκύψουμε περισσότερο και σ «αυτό τον λειτουργικό θησαυρό, καθιερώνοντας την συχνότερη τέλεσή του και στις σύγχρονες ενορίες των πόλεων ακόμη, αν όχι τακτικά τουλάχιστον περιοδικά, διότι η απλότητα των αιτημάτων, η σαφήνεια των ευχών και το παραστατικό του τελετουργικού του Μυστηρίου, εντυπωσιάζουν, εμπνέουν, κατανύσουν και ανάγουν τις ψυχές των συμμετεχόντων. Ευχής έργον θα ήταν επίσης και η Νεοελληνική απόδοση του Κειμένου της Θ. Αυτής Λειτουργίας, απόδοση η οποία θα βοηθούσε τους πιστούς στην πληρέστερη κατανόηση των λεγομένων, και η οποία, όπως γνωρίζουμε εμείς τουλάχιστον, δεν έχει ακόμη γίνει.

ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ

page0001 page0002 page0003 page0004 page0005 page0006 page0007 page0008 page0009 page0010 page0011 page0012 page0013 page0014 page0015 page0016 page0017 page0018 page0019 page0020 page0021 page0022 page0023 page0024 page0025 page0026 page0027 page0028 page0029  Η Θεία Λειτουργία των Αποστολικών Διαταγώνpage0030

Ο ιερέας και ο άγγελος μαζί στην προσκομιδή

 αρχείο λήψης

Κάποιος ιερεύς, σε μία αγρυπνία, και ενώ είχε αρχίσει την Προσκομιδή, δυσκολευόταν, τρόπον τινά, με μόνο το φως ενός κεριού να διαβάζει τα ονόματα.

Ξαφνικά, διαπίστωσε ότι το φως του κεριού, πού ήταν παραπλεύρως, όλως περιέργως, έγένετο πιο δυνατό! Και τότε αναρωτήθηκε:

-Πώς είναι δυνατόν; Πώς φέγγει περισσότερο τώρα το κερί;

Κι όπως γύρισε το κεφάλι του, βλέπει να στέκεται μπροστά του στα τρία τέσσερα μέτρα με πολύ σεβασμό και ευλάβεια ένας Άγγελος.

Στην αρχή απολιθώθηκε, μαρμάρωσε στη θέση του και έκανε αρκετή ώρα να συνέλθη. Αλλά ή παρουσία του Αγγέλου, του γλύκανε την ψυχή κατά τέτοιον τρόπον, ώστε ή κατάνυξης μέσα του να αυξηθεί πολύ, να απόκτηση ή ψυχή του πολύ μεγάλη γλυκύτητα, μία, τρόπον τινά, ένωση με την παρουσία του αγίου Αγγέλου.

Και παρόντος του αγίου Αγγέλου, τελείωσε την ιερά Πρόθεσι, είπε το «Ευλογημένη ή βασιλεία…» και άρχισε τη Θεία Λειτουργία.

Ό Άγγελος ήταν πάντοτε παρών, μέχρι πού τελείωσε και την Κατάλυσι.

Ό ιερεύς δεν μπορούσε να συγκράτηση την συγκίνηση του, την κατάνυξη και το δέος, πού τον είχε καταλάβει μπροστά σ’ αυτήν την παρουσία, διότι ήταν ένα γεγονός, πού του συνέβαινε πρώτη φορά στη ζωή του. Άλλωστε, αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν, δεν ξέρω! πιθανόν να κάνω λάθος, μια-δύο φορές στη ζωή ενός ευλαβούς και ταπεινού ιερέως.

Ασφαλώς όμως θα υπάρχουν κι άλλοι άγιοι ευλαβέστατοι και χαριτωμένοι κληρικοί παντός βαθμού, πού έχουν θεϊκές αποκαλύψεις κάπως πιο συχνά! Ό Θεός γνωρίζει…

Ό παππούλης, παρέμεινε στη θέση του. Δεν ξεντύθηκε, κάθισε σε μια καρέκλα μέσα στο ιερό Βήμα και συνεχώς έκλαιγε. Έκλαιγε και δεν μπορούσε να συνέλθη από την κατάνυξη, το δέος και την συντριβή πού ένιωθε.

Έτσι παρέμεινε για ώρα πολλή απολαμβάνοντας με συγκίνηση και ταπείνωση όσα βίωσε στη Θεία Λειτουργία με την παρουσία του άγιου Αγγέλου.

Ό διακριτικός και άγιος Γέροντας του με διαβεβαίωσε για την αλήθεια του γεγονότος.

Από τότε ή πίστης του ιερέως αυτού έγινε βράχος ακλόνητος, αυτός δε με πολύ δέος στην καρδιά λειτουργούσε πλέον τα πανάχραντα Μυστήρια.

Πηγή: (ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ)-Ιστολόγιο  Εκκλησία Παναγίας Αγίας Νάπας

Οι Αρχιερείς δεν εισοδεύουν στην Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.

 OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Στο Τυπικό διαβάζουμε για την Αρχιερατική Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία:
«….γίνεται η Μεγάλη Είσοδος, καθ’ ήν ο Αρχιερεύς παραδίδει τα Άγια εις τον Ιερέα, λέγων Δι’ ευχών… Ο Διάκονος φέρων λαμπάδα και θυμιών τα άγια, προπορεύεται του Ιερέως. Αμφότεροι δε εξέρχονται του Ιερού Βήματος εν σιωπή. Ο Αρχιερεύς παραλαμβάνει Αυτά εκ της Ωραίας Πύλης εν άκρα σιγή…». 
Η παραπάνω τυπική διάταξις φαίνεται πως διαφεύγει της προσοχής κάποιων Αρχιερέων, οι οποίοι λειτουργούντες κατά την Προηγιασμένη, εισοδεύουν με τα Άγια!

Η Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου 

PROHGIASMENH_IAKWVOU_PANWTHS-page-001

 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ.

Πολλοί αγνοούν το πως εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε η Προηγιασμένη στην Εκκλησία μας και ότι υπάρχει και Προηγιασμένη του Αγίου Ιακώβου, την οποία μπορούν να τελούν. Φως στη Λειτουργία αυτή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ρίχνει το ακόλουθο άρθρο:

Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ – Καθηγητού κ. Αριστείδη Πανώτη.

(» Εκκλησιαστική Αλήθεια» 16.3.1989)

Η Εκκλησία είναι η πατρική μας οικία, η οποία μας συναθρίζει και μας παραθέτει τημ μυστική τράπεζα του » Αρτου της Ζωής», στηρίζουσα την κοινή πίστη, την κοινή εν Χριστώ βιωτή.

Η Συναξη και η Ευχαριστία αποτελούν τον κύριον άξονα της Χριστιανικής Λατρείας. Η Συναξη είναι προϋπόθεσις συμμετοχής στο Ποτήριον της ζωής, την Ευχαριστία. Η Ευχαριστία είναι το πασχάλιο χαρμόσυνο Μυστήριο, έκφραση του συνόλου των συμπροσευχομένων, ρίζα και κορμός κάθε λατρευτικής μας εκδηλώσεως. Ακόμη η Ευχαριστία είναι ο ανεκτίμητος θησαυρός, ο οποίος περιήλθε από τον Θεο, δια του Ιησού Χριστού στην Εκκλησία και μας αγιάζει, επηρεάζει την εσωτερική μας ζωη και σώζει την ψυχή του ανθρώπου.

Στην αρχαία Εκκλησία ήταν αδιανόητη η μη προσέλευση του χριστιανού σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη και η μη κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων. Ακοινωνησία είχαν μόνον οι αμαρτάνοντες. Για δε τούς ασθενείς, η Θεία Κοινωνία μεταφερόταν στο σπίτι τους.

Το πασχάλιο Μυστήριο της Ευχαριστίας, η τελεία Θεία Λειτουργία, λόγω του αναστασίμου επινικίου χαρακτήρα του, νωρίς αποκλείσθηκε από τις πένθιμες μέρες της Μ. Τεσσαρακοστής. Η Μ. Τεσσαρακοστή είναι περίοδος συντριβής του πνεύματος και ολοκαρδίου θλίψεως για την επάξια βίωση των Παθών και της Αναστάσεως του Σωτήρος. Οι πέντε μέρες νηστείας κάθε εβδομάδας ήσαν «αλειτούργητοι», κατά παλαιόν έθος, που διατυπώθηκε σε απόφαση της τοπικής Συνόδου της Λαοδικείας της Φρυγίας, του 360 (κανών 49) και επικυρώθηκε από την Πενθέκτη Οικουμενική Συνοδο του 692 (κανών 52). Η τελεία Θεία Λειτουργία επιτρεπόταν μόνο κάθε Σαββατο, μέρα ευχαριστίας για τη Δημιουργία του κόσμου και κάθε Κυριακή, μέρα μνήμης της Αναστάσεως. Κατά τις εορτάσιμες αυτές μέρες οι Χριστιανοί, ήδη από τον Β αιώνα, παρελάμβαναν προηγιασμένο Αρτο, «Κοινωνίαν οίκοί κατέχοντες», για την κατ’ ιδίαν μετάδοση τις μέρες της νηστείας, όπως σήμερα πολλοί ευσεβείς πιστοί πράττουν με το αντίδωρο.

Κατά τις νηστείες οι χριστιανοί έτρωγαν μια φορά την ημέρα, μετά την Θ Ωρα (3 μ.μ.), – ώρα ολοκληρώσεως της Σταυρικής Θυσίας του Κυρίου – μετά την τέλεση της Λυχνικής προσευχής, του Εσπερινού. Πριν παρακαθήσουν στην τράπεζα για το δείπνο, κοινωνούσαν του Σωματος του Κυρίου, αφού τελούσαν μικρή κατανυκτική Ακολουθία, με κέντρο επιλύχνιους ψαλμούς και αγιογραφικά Αναγνώσματα.

Συν τω χρόνω όμως, οι οικογενειακές ή μοναστικές αυτές «Μεταδόσεις» συγκέντρωναν πολλούς νηστευτές και από ιδιωτικές οι Συνάξεις προς Κοινωνίαν, έλαβαν δημόσιο χαρακτήρα και εντάχθηκαν στις τελετές της κοινής λατρείας του Ναού, υπό την ευθύνη του Πρεσβυτερίου.

Στις μέρες των νηστειών, παρεκτός Σαββάτου και Κυριακής και της ημέρας του Ευαγγελισμού, ιδίως κατά την Τετάρτη, ημέρα μνήμης του Συνεδρίου της προδοσίας και την Παρασκευή, ημέρα των Αγίων Παθών του Σωτήρος, γινόταν «η των Προηγιασμένων Ιερά Λειτουργία».

Στις κατά τόπους Εκκλησίες συνέδεσαν την τελεία ευχαριστιακή τους Ταξη μετά Εσπερινού, αφού αφαίρεσαν την Αναφορά με την Μεταβολή των Τιμίων Δωρων και κράτησαν τα Αναγνώσματα, τις Δεήσεις και την Κοινωνία. Ετσι διαμορφώθηκαν οι Ακολουθίες, ή Λειτουργίες των Προηγιασμένων.

Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας, έχουσα την Ευχαριστία κατά την Παράδοση του Ευαγγελιστή Μαρκου, διαμόρφωσε Προηγιασμένη Ταξη «κατά Μάρκον». Οι Εκκλησίες Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, έχοντας την Ευχαριστία κατά Παράδοση του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, διαμόρφωσαν την «κατά Ιάκωβον» Προηγιασμένη. Το ίδιο έγινε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου επικράτησαν οι Λειτουργίες της Βυζαντινής Ταξεως. Διαμορφώθηκε κατ’ αυτές Προηγιασμένη Ταξη, της οποίας η πατρότητα διαφιλονικείται μεταξύ πολλών. Από δε τον Ε μόλις αι. και από τον Ρωμης Γρηγόριο Α τον Διάλογο. Την Προηγιασμένη αυτή έχουν σήμερα σε χρήση όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Ακριβώς πότε άρχισαν επισήμως να τελούνται οι Προηγιασμένες Λειτουργίες, δεν είναι γνωστό. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία βρίσκεται στο Πασχάλιο Χρονικό του Ζ αιώνος. Αφθονότερες είναι οι μαρτυρίες από τον Θ αιώνα και αφορούν πλέον την Βυζαντινή Προηγιασμένη.

Εν τούτοις, άξιον ιδιαίτερης μνείας, είναι ότι στην ψευδεπίγραφη συλλογή των Αποστολικών Διαταγών, έργο του τέλους του Δ αιώνος (βιβλίο η., κεφ. λε -λστ ), ο «ομιλών» Αδελφόθεος Ιάκωβος δίνει οδηγίες τελέσεως εσπερινής συναθροίσεως, με συμμετοχή κατηχουμένων, φωτιζομένων, «εν μετανοία» και πιστών, οδηγίες για αιτήσεις και ευχές «μετά το ρηθήναι τον επιλύχνιον ψαλμόν (140)», ίσως για την εν συνεχεία Θ. Κοινωνία. Το διάγραμμα τούτο παρέχει την ίδια περίπου διάταξη και το περιεχόμενο της Προηγιασμένης, το οποίο εξ άλλου μαρτυρείται και από τον πορφυρό κώδικα Rossanensis. Φαίνεται, ότι η παράδοση περί του Ιακώβου, ως διαμορφωτή της Προηγιασμένης, η οποία μαρτυρείται από τον Θεόδωρο Ανδίδων (Migne PG 140,460) και τον Ψευδο-Σωφρόνιο (Migne PG 87,3981), ήταν διαδεδομένη ευρύτερα κατά τούς μέσους χρόνους και για την βυζαντινή Προηγιασμένη. Εξ ου και ο Αγιος Συμεών Θεσσαλονίκης διευρύνει την καταγωγή της γράφοντας: «είναι άνωθεν και εκ των διαδόχων των Αποστόλων εστίν» (Migne PG 155,904). Η αναφορά στον Αδελφόθεο Ιάκωβο φαίνεται να έχει σχέση με τη διαμόρφωση Προηγιασμένης και από τον Αντιοχείας Σευήρο (511-518), εγγυητή τότε της Αποστολικής Παραδόσεως στην Αντιοχειανή Εκκλησία.

Οτι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, ήδη από τον Δ αιώνα, είχε Προηγιασμένη την δεύτερη Λειτουργία, την οποία τελούσε κατά την Μ. Πεμπτη στη Βασιλική του Μαρτυρίου, στο Γολγοθά, αναφέρεται από την Αιθερία (Προσκυνητήριον κεφ.35) και από τον ιερό Αυγουστίνο ( Επιστολή 118).

Ασφαλώς αυτή η Προηγιασμένη είχε εσπερινά «πάντα τα της συνάξεως» – εφόσον ήταν παννυχίς – «δίχα της των μυστηρίων τελετής», ως μαρτυρεί για τις κατά Τετάρτη και Παρασκευή Λειτουργίες της Μ. Τεσσαρακοστής ο ιστορικός Σωκράτης ( Εκκλ. Ιστ. κεφ. ε 22) και δεν θα ήταν κάποια διαφορετική Ταξη από την αρχαιοπαράδοτη, τη φερόμενη από το όνομα του πρώτου Επισκόπου Ιεροσολύμων, Ιακώβου του Αδελφοθέου. Η Προηγιασμένη της Μητρός των Εκκλησιών, ήταν φυσικό κατά την διαδρομή των αιώνων, να διαδόθηκε και στις λοιπές Εκκλησίες και να άσκησε επιρροή και στη Βυζαντινή. Οι περιπέτειες των Εκκλησιών της Παλαιστίνης και Συρίας και η επικράτηση της Βυζαντινής Ταξεως σε όλα τα Ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία της Μεσης Ανατολής, εκτόπισε την αρχαϊκή Προηγιασμένη από τη θεία λατρεία. Παρέμεινε όμως στη μνήμη της Εκκλησίας, ότι το όνομα του Αδελφοθέου, έχει σχέση με Προηγιασμένη.

Πρώτοι οι οποίοι επεσήμαναν τα Διακονικά της Προηγιασμένης αυτής, στα τέλη του ΙΘ. αιώνος, ήσαν ο Αγγλος Brightman και ο Ρώσος Α. Dmitrievsky, από το Σιναϊτικό χειρόγραφο 1040 των μέσων του ΙΒ. αιώνος. Στην Ελλάδα τα Διακονικά αναδημοσίευσε ο μακαριστός Καθηγητής Δημ. Μωραϊτης, το 1955, στην εργασία του για τη Βυζαντινή Προηγιασμένη. Σ’ εκείνον όμως, στον οποίο οφείλει χάριτας η Εκκλησία και η Λειτουργική Επιστήμη, είναι ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης Μακαριστός Ιωάννης Φουντούλης. Ο όντως διαπρεπής και ρέκτης αυτός Λειτουργιολόγος, με βαθειά ευσέβεια και άριστη γνώση των πηγών και της εν χρήσει Ταξεως της Λατρείας, πέτυχε την αποκατάσταση της αρχαϊκής Προηγιασμένης του Αγίου Ιακώβου, συνδυάζοντας τα διασωθέντα Διακονικά, με το κείμενο της τελείας Θ. Λειτουργίας, ως και τις διατάξεις του διασωθέντος Τυπικού του Ναού της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων. Προσέφερε δε στον ιερό Κλήρο και το Λαο, την κατανυκτική και μυσταγωγική Προηγιασμένη του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου το 1979, εις δόξαν Θεού.

Δεκα έτη μετά την έκδοση εκείνη, επιχειρούμε τώρα νεώτερη, με πληρέστερες τελετουργικές οδηγίες, για λειτουργική χρήση, ευλογία της Α.Μ. του Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ. Διοδώρου. Εφόὅσον μάλιστα υφίσταται κανονική κάλυψη της τελείας Θείας Λειτουργίας του Αγίου Ιακώβου από την Πενθέκτη Οικουμενική Συνοδο του 692 (Mansi, 11,956), επεκτείνεται η κανονικότητα και επί της Προηγιασμένης αυτής, καθ’ ότι, «το έλαττον υπό του μείζονος ευλογείται».

————————————————————————————————————

 

 

PROHGIASMENH_IAKWVOU_PANWTHS-page-034PROHGIASMENH_IAKWVOU_PANWTHS-page-036

Άγιοι Άγγελοι έλαβαν αοράτως το Άγιο Αρτοφόριο και το επανατοποθέτησαν στην Αγία Τράπεζα.

Παλαιότερα, κυκλοφορούσαν βίντεο στο διαδίκτυο, που έδειχναν πρόσωπα να περπατούν στο νερό χωρίς να βουλιάζουν. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι συνέβαινε και παλαιότερα με τη δύναμη του δαίμονα. Μια τέτοια ιστορία διασώζει ο Καισάριος:

Λέγει ο Καισάριος, ότι στα χρόνια του, κάποιοι αιρετικοί με τη βοήθεια του σατανά, περπατούσαν πάνω στα ύδατα ενός ποταμού χωρίς να βουλιάζουν στο νερό και με μαντείες παραπλανούσαν και έσυραν στην αίρεση πολλούς χριστιανούς.

Τότε, ένας Ιερεύς, πήρε το ιερό Αρτοφόριο και φτάνοντας στον ποταμό, είπε τα εξής: «Σας εξορκίζω δαίμονες, με τη δύναμη του Αρτοφορίου που κρατώ στα χέρια μου, να μη βοηθάτε τους αιρετικούς, για να μην κολάζεται ο λαός». Βλέποντας ότι δεν γίνεται κανένα θαύμα, και ότι όσα είπε προκαλούσαν το γέλιο των αιρετικών, οι οποίοι συνέχισαν να χορεύουν πάνω στα νερά, έριξε το άγιο Αρτοφόριο μέσα στο ποταμό, και ευθύς μόλις άγγιξε το νερό, διαλύθηκε η απάτη του σατανά, και όλοι οι αιρετικοί που χόρευαν και περπατούσαν πάνω στο νερό, σαν μολύβι βυθίστηκαν στο ποτάμι.

Οι Άγιοι Άγγελοι, αοράτως έλαβαν το Αρτοφόριο – και τον Αγιασμένο Άρτο – και το επανατοποθέτησαν στην Αγία Τράπεζα του ναού. Ο Ιερεύς χάρηκε που φάνηκε η δαιμονική απάτη των αιρετικών, λυπήθηκε όμως πολύ για την απώλεια του Αγιασμένου Άρτου που υπήρχε μέσα στο Αρτοφόριο.

Έκαμε λοιπόν αγρυπνία τη νύκτα μαζί με όλους τους χριστιανούς, προκειμένου να τους οδηγήσει η Χάρη του Θεού να τον βρουν. Το πρωί, βρήκε τον Άγιο Άρτο στην Αγία Τράπεζα του ναού του, γεμίζοντας ευγνωμοσύνη και χαρά για τα θαυμάσια του Αγίου Θεού.
ΠΗΓΗ: ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΕΝ ΒΕΝΕΤΙΑ 1851, σ. 201.

tribonio.blogspot.com

Ο Ιερεύς και η Προσκομιδή

Σ᾽ ένα μοναστήρι ζούσε ένας ευλαβέστατος Ιερεύς·
(το γεγονός μου διηγήθηκε ο μακαριστός Γέροντας Γαβριήλ, ο όποιος για πολλά χρόνια ήταν και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου στο Άγιον Όρος).
Ολιγογράμματος ήταν ο Ιερεύς, αλλά κληρικός δυνατής πίστεως, μεγάλης αρετής και πολλών πνευματικών αγώνων. Παρέμενε στην Προσκομιδή όρθιος για πολλές ώρες, παρ’ όλο πού είχαν ανοίξει οι φλέβες των ποδιών του και έτρεχαν. Πολλές φορές φαίνονταν τα αίματα, πού έτρεχαν κάτω στο έδαφος από την ορθοστασία για την μνημόνευση των πολλών ονομάτων. Μέχρι τελευταίας στιγμής άνθρωπος Θυσίας και μάλιστα εκοιμήθη αμέσως μετά από Θεία Λειτουργία.
Όπως ήταν ολιγογράμματος, από κάποια παρανόησι τρόπον τινά, δεν τοποθετούσε κανονικά τις μερίδες στον Άγιο Δίσκο.
ΠΡΟΣΦΟΡ¨Α
Όταν τοποθετούμε τη μερίδα της Ύπεραγίας Θεοτόκου πάνω στον Άγιο Δίσκο, λέμε: “Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών Σου…” Ο γέροντας Ιερεύς νόμιζε ότι, αφού λέγει “εκ δεξιών Σου”, πρέπει να τοποθετείται η μερίδα της Παναγίας δεξιά του Αμνού (όπως κοίταζε τον Άγιο Δίσκο)· δηλαδή τοποθετούσε ανάποδα τις μερίδες.
Κάποτε επισκέφθηκε την Ιερά Μονή ένας Αρχιερεύς, για να χειροτόνηση έναν διάκονο. Στους Αίνους μπαίνει ο Αρχιερεύς στο Ιερό Βήμα, ντύνεται και εν συνεχεία πηγαίνει στην Προσκομιδή, η οποία έχει ήδη ετοιμασθεί μέχρι κάποιου ορισμένου σημείου, και από κει και υστέρα συνεχίζει ο Αρχιερεύς πρώτος τις μνημονεύσεις, αυτός και μόνον αυτός.
Πρόσεξε, λοιπόν, ο Αρχιερεύς εκείνος ότι τις μερίδες τις είχε τοποθετήσει ανάποδα ο ιερεύς.
-Δεν τις έβαλες καλά, πάτερ μου, τις μερίδες, του είπε.
Για έλα εδώ, πάτερ. Η Παναγία μπαίνει από ‘δω και τα Τάγματα μπαίνουν από ‘κει. Δεν σου το είπε κανένας, δεν σε είδε κανένας πώς κάνεις την Προσκομιδή;
-Ναι, Σεβασμιώτατε, απάντησε ο γέροντας Ιερεύς. Κάθε μέρα, πού λειτουργώ (διότι δεν υπήρξε ήμερα, που να μη λειτουργήση), με βλέπει ο Άγγελος διάκονος μου, αλλά δεν μου είπε τίποτα. Συγγνώμη, που σαν αγράμματος που είμαι, έκανα τέτοιο λάθος· θα προσέχω από τώρα και στο εξής.
-Ποιος; ποιος είπες ότι σε υπηρετεί εδώ; ρώτησε ο επίσκοπος. Δεν σε υπηρετεί μοναχός;
-Όχι, είπε ο ιερεύς, Άγγελος Κυρίου.
Βουβάθηκε ο επίσκοπος, τί να πή;! Έμεινε κατάπληκτος και βέβαια κατάλαβε ότι μπροστά του είχε έναν αγιασμένο κληρικό.
Το μεσημέρι, μετά την τράπεζα, ο επίσκοπος αποχαιρέτησε τον Ηγούμενο και τους υπολοίπους μοναχούς και αναχώρησε.
Την άλλη ήμερα, νύχτα ακόμη, όταν πήγε όπως πάντα ο γέροντας Ιερεύς στο Άγιο Βήμα, για να κάνη την Προσκομιδή, κατέβηκε κι ο Άγγελος Κυρίου. Ενώ προσκομούσε, παρατήρησε ο Άγγελος πώς ο ιερεύς έβαλε σωστά τις μερίδες.
-Ωραία, του είπε, πάτερ! Τώρα τα έβαλες σωστά!
-Ναι, εσύ ήξερες το λάθος μου, πού έκανα τόσα χρόνια! Και γιατί δεν μου το έλεγες, γιατί δεν με διόρθωσες; ρώτησε.
-Το έβλεπα, αλλά εγώ δεν έχω τέτοιο δικαίωμα. Δεν είμαι άξιος να διορθώνω ιερέα. Εγώ, συνέχισε ο Άγγελος, έχω εντολή από τον Θεό να διακονώ και να υπηρετώ τον ιερέα.

Στάρετς Σαμψών: Την ώρα πού ή Θεία Λειτουργία τελείται στην γη, στο Ναό, τελείται και μια άλλη λειτουργία στον Ουρανό.

Η Θεία Λειτουργία
Την ώρα πού ή θεία λειτουργία τελείται στην γη, στο Ναό, τελείται και μια άλλη λειτουργία στον Ουρανό.

Αυτό το έδειξε ό Θεός σε έναν άνθρωπο σε κάποιο μοναστήρι.

Είχε διακόνημα να καθαρίζει τον πρόναο του καθολικού της Μονής. Ένας άλλος νεαρός μοναχός σκούπιζε τον χώρο από την Ωραία Πύλη μέχρι την πύλη της Εκκλησίας. Την ίδια ώρα γινόταν ή λειτουργία. Προσευχόταν λοιπόν για τον εαυτό του, όπως μπορούσε, με την απλότητα της καρδιάς του. Ξαφνικά στρέφει το βλέμμα του προς τα άνω και βλέπει τον ουρανό ανοιχτό και μια Αγία Τράπεζα. Μπροστά στην Αγία αυτή Τράπεζα ήσαν τρεις αρχιερείς γονατιστοί. Παράπλευρα έστεκε μια χορωδία με απερίγραπτη ομορφιά. Γινόταν ή θεία λειτουργία. Ολόκληρη. Την τελούσαν άγιοι ιεράρχες. Ιεράρχες σαν τους Βασίλειο, Γρηγόριο και Ιωάννη, σαν τους Αθανάσιο και Κύριλλο, τους οικουμενικούς διδασκάλους.

Έστάθη ό μοναχός περισσότερο από μισή ώρα ακίνητος και έβλεπε. Σαν να είχε μαρμαρώσει! Όταν ή λειτουργία τελείωσε και οί αδελφοί έφευγαν από την Εκκλησία, είδαν τον μοναχό αυτό να στέκει ακόμα ακίνητος. Ή σκούπα του είχε φύγει από τα χέρια. Σαν στήλη άλατος! Μουσκεμένος από τα δάκρυα. Κυριολεκτικά μουσκεμένος! Τον πήραν με προσοχή από το χέρι και, χωρίς να τον ερωτήσουν τίποτε, τον επήγαν στο κελί του. Έμεινε και στο κελί του μερικές ώρες σαν αποβλακωμένος. Μετά ήρθε ό πνευματικός. Τον ησύχασε. Και όταν συνήλθε, τον επήγε στον ηγούμενο. Και εκεί, μπροστά στον ηγούμενο, τα είπε όλα, Οσα είδε.

Να γιατί δεν πρέπει να χάσκετε.
Να γιατί σας λέγω, πώς πρέπει να έχετε πάντοτε νίψη. Μην ασχολείσθε με την κουζίνα σας! Με τίποτε να μην ασχολείσθε! Αν είσθε έξω από την Εκκλησία, να κάθεστε σε μια ακρούλα και να προσεύχεσθε. Να διαβάζετε το Ευαγγέλιο- τον Κανόνα στον γλυκύτατο Ίησοϋ’ την Παράκληση. Καλύψατε την ώρα. Να αρχίζετε στις 10:00′ και να τελειώνετε στις 12:30′. Ό πατριάρχης μας αυτήν την ώρα κάνει την λειτουργία. Συνήθως στις 12:20′ κοινωνεί. Δέκα λεπτά θέλει να κοινωνήσει ό ίδιος. Μετά κοινωνεί τους συλλειτουργούς ιερείς και διακόνους. Και περίπου στις 12:35 πηγαίνει στο κατάλυμα του, όπου και του προσφέρουν κάτι να ποιεί. Και εκεί διαβάζει την Ευχαριστία. Την διαβάζει μόνος του.

Ό γεροντότερος πρωτοπρεσβύτερος στέκει και περιμένει να τελειώσει. Γιατί ό Πατριάρχης δεν θέλει να ανακατεύονται στις προσευχές του άλλοι. Ό αγιότατος Πατριάρχης Αλέξιος την Ευχαριστία την διάβαζε πολύ αργά. Έκανε περίπου δέκα λεπτά. Διάβαζε. Διάβαζε. Ξαναδιάβαζε. Ήταν άνθρωπος προσευχής. Μεγάλος άνθρωπος προσευχής. Και όταν την χόρταινε πια, έγνεφε να του πάρουν το βιβλίο. Τότε έρχεται ό πρωτοπρεσβύτερος και του δίνει κάτι να πιεί. Πίνει μια γουλιά, σκουπίζει λίγο το στόμα του, παίρνει ένα μικρό κομματάκι κατακλαστό (αντίδωρο) και… αυτό είναι όλο! Μετά έρχονται οί ιερείς να πάρουν την ευχή του! Τι ειρηνικός άνθρωπος ήταν! Όλο με το χαμόγελο! Κατέβει τώρα στην γη! Μα και στην μαύρη γη όρθιος στέκει!

Αυτές τις ώρες, να τις έχετε ιερές. Να μην ασχολείσθε με τίποτε. Και ποτέ – μα ποτέ να μη βρίσκεσθε στην κουζίνα σας! Να μην ασχολείστε ούτε καν να επιβλέπετε κάτι! Με τίποτε! Τις Κυριακές και τις Μεγάλες Εορτές. Τις δώδεκα εορτές. Τις Δεσποτικές και τις Θεομητορικές εορτές. Τις εορτές των μεγάλων εορταζόμενων Αγίων. Των Αγίων Αρχαγγέλων. Του προστάτου σας Αγίου, του οποίου φέρετε το όνομα. Αν αυτά τα τόσο απλά δεν τηρούμε, θα τον χάσομε τον φόβο του Θεού. Και όταν τον χάσομε, θα καταντήσομε ως ό εθνικός και τελώνης, άθεοι. Τόσο πολύ αδειάζομε, ώστε να καταντάμε ως ό εθνικός και ό τελώνης.
Κάποιος ιερομόναχος λειτουργούσε.Στο «τα Αγια τοις Αγίοις» αναπήδησε από το άγιο Ποτήρι μια φλόγα

Δεν κατέβηκε ή φλόγα. Αναπήδησε!

Και αυτό συνέβη στις ήμερες μας τις πονηρές: στην εποχή της αποστασίας. Και ήταν ένας τυχαίος ιερομόναχος.

Ερώτηση: Βέβαια εμείς δεν το βλέπομε. Όμως κατεβαίνει και τώρα σε κάθε λειτουργία πυρ από τον Ουρανό;

Απάντηση: Πώς όχι; Μόνο πού δεν το βλέπομε με τα σωματικά μας μάτια. Μα και δεν θα μας ωφελήσει να το ιδούμε. Γιατί είμαστε υπερήφανοι, ματαιόδοξοι, φιλόδοξοι. Και θα μας έβλαπτε. Και τους διαβόλους για τον ίδιο λόγο δεν τους βλέπομε. Γιατί δεν θα μας ήταν ωφέλιμο. Μπορεί και να υπερηφανευόμαστε. Βέβαια μπορεί και να γινόμαστε έτσι ακλόνητα πιστοί. Μα θα υπερηφανευόμαστε! Και όποιος αισθάνεται πνευματική αυτάρκεια, καταφρονεί την πίστη.

Να ένα ενδιαφέρον, περίπλοκο και δύσκολο ζήτημα: Ποια είναι ή συμμετοχή του λαϊκού, του κάθε ανθρώπου, του μη Ιερωμένου, στην λειτουργία;

Συνήθως να πώς μετέχετε! Συνήθως την λειτουργία δεν την παρακολουθείτε, όπως πρέπει! Γιατί δεν παρακολουθείτε την κάθε λέξη από αυτά, πού ψάλλουν και διαβάζουν! Ουσιαστικά συμμετέχετε μόνο με την αισθητή σας ύπαρξη, με την σωματική παρουσία σας! Για αυτό και τόσο σπάνια παίρνετε από την λειτουργία παρηγοριά, χαρά, ξανάνιωμα.

Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζετε να έχετε ειρήνη. Άμα έλθεις στην λειτουργία, χωρίς να έχεις ειρήνη, πώς θα λάβεις χαρά; Μετά χρειάζεται και ή συμμετοχή: Να παρακολουθείτε δηλαδή ένα-ένα τα λόγια, πού ψάλλομε και διαβάζαμε.

Να αγωνίζεσθε να προσέχετε. Να μη επαφίεσθε στην διάθεση της στιγμής. Να αγωνίζεσθε να την υπερνικάτε αυτήν την συναισθηματική διάθεση, αυτό το παράλογο ξεπέταγμα. Μόνο τότε θα μπορέσετε να παρακολουθείτε και να καταλαβαίνετε τα λόγια. Και ποτέ να μη χάνετε την αίσθηση, ότι ευρίσκεστε ενώπιον του Κυρίου. Ή αίσθηση αυτή μερικές φορές είναι μόνο του νου, ενέργεια νοερή, χωρίς συμμετοχή των συναισθημάτων. Ό συναισθηματισμός στην θεία λατρεία είναι κάτι το ξένο στην Ορθοδοξία. Να γιατί και ή χορωδιακή μας ευρωπαϊκή μουσική συχνά μας εμποδίζει στην προσευχή μας! Γιατί εισάγει στη ζωή μας το στοιχείο του συναισθηματισμού.

Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζομε, ή προσευχή να γίνεται μέσα μας. Τα λατρευτικά άσματα απλώς πρέπει να είναι το περιβάλλον, μέσα στο όποιο αναπτύσσεται! Αν δεν αρχίσει ή προσευχή να γίνεται μέσα μας, ποτέ δεν θα μπορέσομε να μπούμε μέσα στον εαυτό μας. Να γιατί είναι τόσο έντονη ή σύσταση, και να πηγαίνομε στην Εκκλησία, και να ασχολούμεθα με την ευχή του Ιησού. Όταν κουραζόμαστε από την ευχή, τρέχομε στην θεία λατρεία. Όμως προσοχή. Δεν θα είναι ορθόδοξο, να αποφεύγομε συστηματικά κάθε είδους συναισθηματική συμμετοχή στην λατρεία.

Ακούτε συχνά, ότι είναι αξιοσύστατη ή συμμετοχή όλου του λαού στην ψαλμωδία. Ή κοινή ψαλμωδία δεν προκαλεί τόσο εντόνους συναισθηματισμούς, όσο ή πολυφωνική μουσική.

Να γιατί ό απλός λαός, πού δεν καταλαβαίνει την πολυφωνική και την κλασσική μουσική, προσεύχεται! Ενώ ή λεγομένη ίντελιγκεντσια, οι κουλτουριάρηδες, πού αγαπούν την κλασσική μουσική, προσεύχονται μόνο συναισθηματικά! Και έτσι, δεν παίρνουν ποτέ από την προσευχή τους χάρη και παρηγοριά. Όλη ή ουσία της συμμετοχής μας στην λατρεία έγκειται, στο ότι πρέπει οπωσδήποτε να σπρώξομε τον εαυτό μας, να αισθάνεται την κάθε λέξη των ευχών και των ασμάτων μας- με άλλα λόγια, να προσεύχεται νοερά…

Πρέπει να μάθομε, να προσευχώμεθα! «Όχι να διαβάζομαι. Να προσευχώμεθα!

Πρέπει να προσευχώμεθα με απλότητα και φυσικότητα. Σαν να κουβεντιάζουμε. Να μην αφήνομε ποτέ την ανάγνωση μας να καταντάει μηχανική. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με δουλειά. Πολλή δουλειά. Συνεχή και αδιάκοπη δουλειά. Επίμονη δουλειά. Δουλειά επάνω στον εαυτό μας.

Και να παρακαλούμε: «Δίδαξε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν ξέρω να προσεύχομαι». Αυτός ό στεναγμός, αυτός ό λυγμός, πρέπει να βγαίνει χρόνια από το στόμα μας. Και ό Κύριος θα μας επισκεφθεί. θα έλθει ξαφνικά. Θα διανοίγει ό νους μας. Και θα μας αποκάλυψη το μυστικό: πώς πρέπει να προσευχώμεθα, και Τι είναι ή προσευχή.

Μερικές φορές αυτό το μυστικό μας αποκαλύπτεται μέσα στην λειτουργία, όταν κοινωνούμε των αγίων μυστηρίων. Και άλλοτε στο σπίτι μας. Μας αποκαλύπτεται μετά από συνεχή και επίμονο στεναγμό: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι! Δίδαξε με να προσεύχομαι! Μόνο να διαβάζω ξέρω. Να προσεύχομαι, δεν ξέρω»! Και ό Κύριος θα μας διδάξει, και Τι είναι ή προσευχή και πώς πρέπει να προσευχώμεθα. Μα τότε θα χρειασθεί, συ να φύλαξης πια τον εαυτό σου από κάθε θανάσιμη αμαρτία και κάθε απροσεξία… και να παρακαλείς, να μη σου ξαναπάρει ό Θεός το χάρισμα το μεγάλο αυτό απόκτημα αυτόν τον αγιασμό της καρδιάς και του νου.

Γνώριζα ένα ιερέα, πού δεν μπόρεσε ποτέ να μάθη να προσεύχεται.

Μια φορά λοιπόν, την ώρα πού κοινωνούσε, επήρε το άγιο Σώμα του Κυρίου μας με το αριστερό του χέρι, το έβαλε επάνω στο δεξί, όπως συνήθως το βάζομε, και άρχισε να διαβάζει, όπως συνήθως, την ευχή: «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ». Όταν την τελείωσε άρχισε, ενώ από τα μάτια του έρεαν σαν ποτάμι τα δάκρυα, να παρακαλεί θερμά και ταπεινά: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν έμαθα ακόμη να προσεύχομαι. Απλώς διαβάζω τις ευχές. Δεν ξέρω καθόλου να προσεύχομαι».

Το πρόσωπο του εφωτίσθη από ένα τέτοιο αόρατο φως, όπως ό ίδιος έλεγε, και μέσα του άνοιξε ένας άλλος νους. Άρχισε τότε να διαβάζει για δεύτερη φορά το «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ», χωρίς να σηκώνει τα μάτια του από το άγιο Σώμα του Κυρίου. Ό Διάκονος το παρατήρησε, ότι δεν σηκώνει τα μάτια του από το Σώμα του Κυρίου. Τον πλησίασε και του ψιθύρισε: «Άντε, Δέσποτα. Ό κόσμος περιμένει».

Τελείωσε το Κοινωνικό. Έγινε ένα χάσμα σιγής. Το καταλαβαίνει, πώς πρέπει πια να κοινωνήσει. Μα δεν μπορεί! Όσο κι αν προσπαθεί! Όσο κι αν το θέλει! Στέκει σαν να τάχε χαμένα, σαν να έγινε στήλη άλατος. Γιατί κατάλαβε, Τι είναι ή προσευχή!

Σαν να αναστήθηκε.

Σαν να ξύπνησε από ένα παράδοξο ύπνο.

Από τότε κλαίει ασταμάτητα. Και ποτέ πια δεν μπόρεσε να στρέψη το βλέμμα του στο Πανάχραντο Σώμα του Κυρίου μας.
Στάρετς Συμεών-Έκδοση Ι.Μ.Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1995