ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ – Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η εν χρόνω και τόπω, δηλαδή εντός της ιστορίας, ελευθέρως και εξ άκρας αγάπης, ενσάρκωση και ενανθρώπηση του μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού υπήρξε και είναι το κεφαλαιώδες κοσμοσωτήριο γεγονός, η απαρχή του κεφαλαίου της σωτηρίας, για τους ανθρώπους κάθε εποχής έως της συντελείας των αιώνων. Η τομή στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους συντελέσθηκε στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος πραγματοποίησε φιλανθρώπως την «ένωση του κτιστού με το άκτιστο» προκειμένου να σωθεί ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα υπερβαίνοντας τα νομοτελειακά όρια της κτιστής και φθαρτής φύσεως και οντολογίας του. Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου είναι οντολογική-υπαρξιακή δυνατότητα σωτηρίας για τον άνθρωπο. Ο ίδιος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση γενόμενος τέλειος άνθρωπος προκειμένου να καταστήσει τον άνθρωπο κατά χάριν Θεό. Αυτή η οντολογική δυνατότητα είναι μονίμως παρούσα.

Η Θεία ενανθρώπηση είναι πιστοποιημένο ιστορικό γεγονός, ιστορική αλήθεια, και η θεολογική ιχνηλασία περί της θείας ενσαρκώσεως συνυφαίνεται με το ιστορικό πλαίσιο εν χρόνω και τόπω καθώς και με τα πρόσωπα και γεγονότα όπως αυτά καταγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια και ερμηνεύονται από τους Θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας. Έτσι η θεολογία ως χριστολογία εκφαίνεται και μέσα από την ιστορία στην οποία αποκαλύπτεται το υπερφυές σχέδιο της «θείας Οικονομίας» για την σωτηρία και λύτρωση του πεπτωκότος και υποκειμένου στον θάνατο ανθρώπου.

Στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας κεντρική λειτουργική θέση κατέχει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία καθίσταται «καθέδρα του παμβασιλέως Χριστού» προσφέρουσα την ανθρώπινη φύση «εκ των αγνών αιμάτων της κοιλίας» αυτής στον ενσαρκωθέντα Υιό Θεό Λόγο. Τα ιστορικά δεδομένα περί του προσώπου της Θεομήτορος πριν και κατά τη γέννηση του Σωτήρος Χριστού, τα οποία διασώζουν τα Ιερά Ευαγγέλια, μας πληροφορούν ότι η νεαρή Μαριάμ ήταν απλώς μνηστή του Ιωσήφ τον οποίο ουδέποτε εγνώρισε κατά σαρκική συνάφεια ως άνδρα και σύζυγό της καθώς ουδέποτε εκείνος παρέλαβε την αγνή γυναίκα στον οίκο του. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος με έμφαση επισημαίνει ότι: «η σύλληψις παράδοξος, η δε απότεξις φυσική».

Η «εκ Πνεύματος Αγίου» κυοφορία της Υπεραγίας Θεοτόκου αποκλείει κάθε υπόνοια πονηρά περί του προσώπου της γυναικός, την οποία επέλεξε ο Θεός να γίνει το «ιερόν και αγνόν δοχείον», το «ένσαρκο κατοικητήριο» του εξ άκρας ταπεινώσεως ενσαρκωθέντος Θεού Λόγου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η αναφορά του Ιερού Χρυσοστόμου στο γεγονός ότι η Θεοτόκος κυοφόρησε τον Ιησού ευρισκόμενη εν μνηστεία και δεν συνέλαβε εκτός αυτής, προκειμένου το τεχθέν βρέφος να γενεαλογηθεί εν τη μνησστεία της Θεοτόκουκαι μαζί με τη μητέρα του να έχει κηδεμόνα προστάτη έναντι των επιβουλών, όπως και έγινε όταν ο μνήστωρ Ιωσήφ επιμελήθηκε την φυγή της Θεοτόκου και του Θείου βρέφους στην Αίγυπτο και την διάσωσή τους από την μάχαιρα του Ηρώδη.

Η μνηστευμένη μετά του άδολου και αγαθού Ιωσήφ Μαρία θα μπορούσε όντως να κινδυνεύσει θανάσιμα λόγω του ισχύοντος Ιουδαϊκού νόμου, να «παραδειγματισθεί» υπό του μνήστορος Ιωσήφ και να θανατωθεί διά λιθοβολισμού, επειδή ευρέθη εκτός γάμου εγκυμονούσα, αλλά η θεία πρόνοια κατηύθυνε τα διαβήματα του ανδρός και διήνοιξε τους οφθαλμούς του νοός και της καρδίας του προκειμένου να αντιληφθεί ότι «εκ της του Πνεύματος ενεργείας το κυοφορούμενον».

Ο μνήστωρ Ιωσήφ χαρακτηρίζεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ως «δίκαιος», «διά τε τας άλλας αυτού αρετάς, και δια την πραότητα και αγαθωσύνην» του χαρακτήρος του. Παρόλο δε που αρχικώς εβίωσε τον φόβο, την αμηχανία και την απόγνωση κατά την ώρα της αποφάσεως για το μέλλον της νεαράς Μαρίας, εντούτοις υπέταξε το ανθρώπινο «ίδιον θέλημα» στη θεία αποκάλυψη, όπως ακριβώς και η Θεοτόκος βίωσε αρχικώς την ταραχή και έκπληξη για τον εκ του Αγγέλου Ευαγγελισμό της ότι θα γεννήσει τον Μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού, αλλά εν ταπεινώσει καρδίας υπετάγη στη θεία βουλή. Ως χρηστός και επιεικής, ενάρετος και φιλάνθρωπος Ιωσήφ δεν επιθυμεί την δημόσια διαπόμπευση της μνηστής του αλλά σκέφτεται να της δώσει λάθρα το διαζύγιο. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος ευστόχως αναφέρει: «είδες φιλόσοφον άνδρα και πάθους απηλλαγμένον του τυραννικωτάτου; ίστε γαρ ηλίκον ζηλοτυπίαν… Αλλ’ όμως ούτως ην πάθους καθαρός, ως μη θελήσαι μηδέ εν μικροτάτοις λυπήσαι την παρθένον».

Ο Ιωσήφ εν υπακοή διετελών προς το πρόσταγμα του Αγγέλου παραλαμβάνει κατ’ οίκον την Θεοτόκο Μαρία ως νόμιμη και τιμία γυναίκα του χωρίς να την ατιμάσει ή να τη διασύρει, αλλά γενόμενος κηδεμόνας και προστάτης της αναδεικνύεται σε υπηρέτη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας. Ο Ιωσήφ λοιπόν επλήρωσε πάσα την του Αγγέλου παραγγελία και απεδέχθη την κατά νόμο πατρότητα του Ιησού. Ο ίδιος έκαμε την ονοματοδοσία του βρέφους και το ανεγνώρισε ως νομίμως γεννηθέν μέλος της οικογενείας του.

Όλα στο άρρητο σχέδιο του Θεού είναι αποφασισμένα, όπως π.χ. το όνομα Ιησούς για το θείο βρέφος, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά (=ο Θεός) είναι σωτηρία», για να πληρωθεί η από αιώνων προφητεία: «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλούσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός». Τα δύο αυτά ονόματα, Ιησούς και Εμμανουήλ, το ένα πραγματικό και το άλλο προφητικό, αλληλοσυμπληρώνουν και ερμηνεύουν το αληθινό γεγονός της Θείας αποκαλύψεως ότι ο «Πρωτότοκος και μόνος» υιός γεννάται ως Θεάνθρωπος δηλώνοντας την προσωπική ένωση της θείας και ανθρώπινης φύσεως στο ένα πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος είναι «ούτε Θεός ανθρωπείας κεχωρισμένος φύσεως, ούτε άνθρωπος γεγυμνωμένος θεότητος», αλλά τέλειος Θεάνθρωπος.

Ακόμη και το ζήτημα της απογραφής, η οποία επεβλήθη επί των ημερών του Καίσαρος Αυγούστου και «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» σε όλους τους υπηκόους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και είχε ως συνέπεια να απογραφεί ο κυοφορούμενος Ιησούς μετά της Μητρός του και του Ιωσήφ για να εκπληρωθούν οι προφητείες. Ο Ιωσήφ ανεβαίνει από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, όπου διέμενε, στη γη της Ιουδαίας όπου η πόλη Δαυίδ, η οποία καλείται Βηθλεέμ, επειδή κατήγετο ο οίκος και η πατριά αυτού από αυτή την άσημη πολίχνη. Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν ως φυσικό πρόσωπο και ενώ η Μήτηρ αυτού ήταν ακόμη έγκυος, κατεγράφη και καταλογογράφηκε σύμφωνα με το νόμο, γενόμενος και υπήκοος του ρωμαϊκού κράτους ευθύς ως εγεννήθη. Πολλοί μάλιστα ερμηνευτές υποθέτουν ότι γεννηθείς ο Κύριος καθ’ ον χρόνον διεξήγετο η απογραφή, κατεγράφη και αυτός, όπως και ο Ιωσήφ και η Μαρία, προκειμένου να καταφανεί ότι έγινε και ο ίδιος φόρου υποτελής, μορφή δούλου λαβών. Ο δε εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης ερμηνεύει το γεγονός της του Κυρίου απογραφής επισημαίνοντας τα εξής: «Μυστήριον τι μέγα βούλεται ο λόγος παραστήσαι ότι εις την της οικουμένης όλης αναγραφήν έδει αναγραφήναι Χριστόν Ιησούν, ίνα συναναγραφείς τοις εν τη οικουμένη αγιάση την οικουμένην και μεταθή την απογραφήν ταύτην εις βιβλίον ζώντων, ίνα τα ονόματα των συγγραφέντων αυτώ και πιστευσάντων αυτώ εγγραφή εν τοις ουρανοίς».

Η δε εγκυμονούσα Μαρία δεν φαίνεται να γνώριζε ότι σύμφωνα με την προφητεία έμελλε να γεννήσει στη Βηθλεέμ. Η Θεία Πρόνοια όμως οικονόμησε τα πάντα για να συμβεί αυτό. Γι’ αυτό γίνεται απογραφή προκειμένου και η Παρθένος να ανέλθει στη Βηθλεέμ ως σε οικεία πατρίδα για να γεννηθεί ο Ιησούς και να εκπληρωθεί η προφητεία.

Ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννάται στην άσημη και ταπεινή πολίχνη Βηθλεέμ, της οποίας το όνομα σημαίνει «οίκος άρτων». Κατάλληλος τόπος γεννήσεως και για τον Ιησού, ο οποίος είναι ο άρτος της ζωής, ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς. Η Βηθλεέμ όμως ήταν και η πόλη Δαυίδ, όπου εκείνος είχε γεννηθεί. Εκεί έπρεπε να γεννηθεί και  ο Ιησούς ο οποίος εκλήθη Υιός Δαυίδ. Πόλις Δαυίδ όμως ονομαζόταν και η Σιών, αλλά ο Κύριος δεν εγεννήθη στη Σιών, επειδή επέλεξε την άσημη και ταπεινή Βηθλεέμ όπου εγεννήθη στην αφάνεια ο Δαυίδ για να είναι ποιμένας της υπαίθρου. Ο Κύριος αυτόν τον ταπεινό τόπο επέλεξε να γεννηθεί όταν εταπείνωσε εαυτόν και «επτώχευσε δι’ ημάς». Ο θεάνθρωπος Χριστός δεν επέλεξε την Σιών όπου ο Δαυίδ εβασίλευσε ενδόξως, αλλά άφησε το όρος Σιών να είναι τύπος της Αγίας Εκκλησίας του η οποία μένει εις τον αιώνα.

Ο Ιησούς Χριστός εξ άκρας ταπεινώσεως γεννάται σε ευτελέστατο και ταπεινό χώρο, σε ένα σταύλο αλόγων ζων. Εάν ο Ιωσήφ και η Θεομήτωρ δεν ανεύρον κατάλληλο τόπο, εγκατεστάθησαν σε κάποιο σταύλο ο οποίος ευρίσκετο εντός σπηλαίου διότι ελλείψει πανδοχείων σε πολλά σπήλαια κατοικούσαν από κοινού άνθρωποι μετά των αλόγων κτηνών. Ο δε αοίδιμος Παναγιώτης Τρεμπέλας αναφέρει ότι: «Ο Κύριος εγεννήθη εις πανδοχείον και εις σπήλαιον χρησιμοποιούμενον ως σταύλος. Ο Υιός του Δαυίδ, όστις θα ήτο η δόξα και το καύχημα του Οίκου του Πατρός του, δεν είχε ούτε εις την πόλιν Δαυίδ καλύβην τινα ως κληρονομίαν του εις την διάθεσίν του, ούτε ένα φίλον διατεθειμένον να παρέσχη την απαραίτητον κατά την στιγμήν εκείνην άνεσιν εις την μητέρα του. Και εγεννήθη εις πανδοχείον, ίνα σημάνη και διά τούτου, ότι ήλθεν εις τον κόσμον, ως ταξιδιώτης, ίνα παραμείνη εν αυτώ επ’ ολίγον ως εν πανδοχείω και ίνα διδάξη και ημάς ούτω να διατιθέμεθα, ως παρεπίδημοι και διαβάται εν τη γη ταύτη. Το ότι δε ανέκλινον αυτόν εν τη φάτνη, υπήρξε δείγμα της πτωχείας των γονέων του, αλλά και της καταπτώσεως των συγχρόνων των, οίτινες ηνέχθησαν γυνή τίκτουσα να παραμείνει εις σπήλαιον, χωρίς καμμίαν εκδήλωσιν συμπαθείας εκ μέρους εκείνων, οίτινες θα υπήρξαν μάρτυρες των δυσκόλων στιγμών της».

Προκαλεί όντως εντύπωση η ενδελεχής ερμηνευτική προσέγγιση των Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας ακόμη και για το σημείο όπου εναπέθεσε η Παρθένος Μαρία το σπαργανωμένο θείο βρέφος. Η Θεομήτωρ περιετύλιξε εν σπαργάνοις το τεχθέν και το εναπέθεσε όχι σε λίκνο (=κούνια) αλλά επί τμήματος ξύλου που είχε βαθύ κοίλωμα και σ’ αυτό οι ποιμένες έθεταν την τροφή των ζώων. Ο Σωτήρας Χριστός είχε φάτνη αντί κλίνης και ως νήπιο εστερήθη της ανέσεως της αιωρούμενης βρεφικής κούνιας. Ο δε θεοφόρος Πατήρ Κύριλλος Αλεξανδρείας ευστόχως ερμηνεύει: «Εύρεν αποκτηνωθέντα τον άνθρωπον∙ διά τούτον εν φάτνη ως εν τάξει τροφής τέθειται, ίνα τον κτηνοπρεπή μετεμείψαντες βίον εις την ανθρώπων πρέπουσαν ανακομισθώμεν σύνεσιν∙ και οι κτηνωδείς τη ψυχή προσελθόντες τη οικία τραπέζη τη φάτνη, εύρομεν μηκέτι χόρτον, αλλ’ άρτον τον εξ ουρανού, το της ζωής σώμα».

Τα χαρμόσυνο μήνυμα της γεννήσεως του Σωτήρος αγγέλλεται υπό του Αγγέλου πρωτίστως στους άδολους και ταπεινούς ποιμένες (=βοσκούς), οι οποίοι αγρυπνούσαν καθ’ όλη την διάρκεια της νυκτός για την φύλαξη των ποιμνίων τους. Ο Άγγελος του Κυρίου λοιπόν δεν απεστάλη στους αρχιερείς ή τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, οι οποίοι δεν ήταν πνευματικώς προπαρασκευασμένοι να δεχθούν το μέγα κοσμοσωτήριο μήνυμα της γεννήσεως του Μεσσία και λυτρωτού, αλλά στον όμιλο κάποιων πτωχών ποιμένων οι οποίοι ήταν αγαθοί και άδολοι άνθρωποι, απλοί βιοπαλαιστές που διέμεναν σε σκηνές της υπαίθρου. Στους ποιμένες αυτούς οι οποίοι πιθανότατα ήταν ευσεβείς άνθρωποι, ανηγγέλθη το μέγιστο μήνυμα της γεννήσεως του αναμενόμενου ανά τους αιώνες Μεσσία. Οι αγαθόφρονες αυτοί άνθρωποι είναι έξυπνοι (εκ + ύπνος), δεν μισοκαθεύδουν και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να εξαπατηθούν για όσα έβλεπαν και άκουγαν. Είχαν πλήρως όλες τις αισθήσεις και τη συνείδησή τους όταν ο Άγγελος διακηρύττει ενώπιόν τους: «μη φοβείσθε. Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ», ενώ οι χοροί των ουρανίων αγγελικών ταγμάτων αποκαλύπτουν την σωτηριώδη σημασία της θείας ενσαρκώσεως λέγοντες: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

Τον ευαγγελισμό των ποιμένων υπό του Αγγέλου και όχι της καθεστηκυίας θρησκευτικής τάξεως του Ισραήλ ερμηνεύει ο Εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης επισημαίνοντας: «Τι δήποτε ο άγγελος ουκ απήλθεν εις Ιεροσόλυμα, ουκ εζήτησε τους γραμματείς και τους φαρισαίους, ουκ εισήλθεν εις την Ιουδαίων συναγωγήν, αλλά ποιμένας εύρεν αγραυλούντας και φυλάσσοντας τας φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών κακείνους ευηγγελίσατο; Ότι εκείνοι μεν ήσαν διεφθαρμένοι και τω φθόνω ή μελλον διαπρίεσθαι, ούτοι δεν άπλαστοι (οι ποιμένες) ήσαν, την παλαιάν πολιτείαν ζηλούντες των πατριαρχών και αυτού Μωυσέως. Ποιμένες γαρ ήσαν και ούτοι».

Ο δε πολύς περί την θεολογία αοίδιμος Παναγιώτης Τρεμπέλας εμφατικώς σχολιάζει τα του Ευαγγελισμού των ποιμένων γράφοντας: «Ούτε σοφοί, ούτε διακεκριμένοι οπωσδήποτε, ούτε άνθρωποι επιρροής ήσαν οι ποιμένες ούτοι. Εξελέγησαν μάλλον δια την πτωχείαν των και την αφάνειάν των. Ο παντοδύναμος Θεός επιβλέπει μετ’ ιδιαιτέρας ευνοίας επί τους χαμηλούς και ασήμους. Ο άγγελος ενεφανίσθη εις τους ποιμένας, οιονεί δεικνύων, ότι ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου τούτου τους εν καρτερία και ελπίδι προς αυτόν, υπομένοντας την πτωχείαν των, εξέλεξεν ως κληρονόμους της Βασιλείας του και δι’ αυτό και τώρα τιμά τούτους. Αλλά προπαντός κατέστη ήδη φανερόν, ότι ο Θεός δεν προσβλέπει μεροληπτικώς εις πρόσωπα. Ενώπιόν του οι τα υψηλά στρώματα της κοινωνίας κατέχοντες και οι εις τα ταπεινά εν αφανεία διαβιούντες είναι πάντες ίσοι, εν τη συμμετοχή δε των αιωνίων ευλογιών του Ευαγγελίου δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του εις θρόνον λαμπρόν καθημένου μονάρχου και του επαίτου του ενδιαιτωμένου εις πτωχήν καλύβην».

Όταν ο Άγγελος πιστοποιεί την αναγγελία του χαρμοσύνου μηνύματός του λέγοντας: «και τούτου υμίν το σημείον, ευρίσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη», τότε η πίστη των ποιμένων για το πρόσωπο του αναμενόμενου ενδόξου Μεσσία υποβάλλεται σε δοκιμασία επειδή εκστατικοί θαυμάζουν την άκρα ταπείνωση του εν φάτνη κειμένου θείου βρέφους. Βλέπουν ένα ασθενές βρέφος σε ταπεινή και ευτελέστατη φάτνη που ως «σημείον αντιλεγόμενον» γεννά αντιφατικές σκέψεις οι οποίες όμως προσελκύουν την αγαθή προαίρεσή τους καθώς ο Χριστός ομιλεί στα μύχια της υπάρξεώς τους δια της άκρας ταπεινώσεώς του μέσα σε ένα σταύλο αλόγων κτηνών και όχι στην πολυτέλεια ανακτόρων.

Στην προσκύνηση των Μάγων γίνεται αναφορά μόνο στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και σημειωτέον ότι αυτή έλαβε χώρα όχι αμέσως μετά την γέννηση του Χριστού, αλλά αρκετό διάστημα μετά από αυτή, αφ’ ότου δηλαδή ο Ιησούς είχε λάβει το όνομά του και συνεπώς μετά την περιτομή του. Η αντίληψη που επικρατεί ότι δηλαδή η εξ Ανατολής Μάγοι προσεκύνησαν το θείο βρέφος αμέσως μετά τη γέννησή του δεν ευσταθεί και οφείλεται στο γεγονός ότι στην ορθόδοξη βυζαντινή αγιογραφία της γεννήσεως ιστορούνται και τα πρόσωπα των τριών μάγων.

Οι Μάγοι εξ ανατολών ορμώμενοι και χωρίς να είναι διαπιστωμένος ο ακριβής αριθμός τους, έχει καθιερωθεί να υπολογίζονται σε τρεις, οι οποίοι ήταν ο Μελχιώρ, ο Γάσπαρ και ο Βαλτάσαρ. Οι ανατολίτες αυτοί σοφοί αστρολόγοι οδηγούμενοι υπό του φαεινού αστέρος καταφθάνουν στην Βηθλεέμ όπου «είδον το παιδίον μετά της Μαρίας της Μητρός αυτού» και «πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ». Οι Μάγοι, οι οποίοι ήταν πιθανότατα γνώστες των προφητειών για την έλευση του αναμενόμενου σωτήρα του κόσμου, υπό του πανσόφου Θεού φωτισθέντες αναζητούν τον Βασιλέα όλου του ανθρωπίνου γένους, γενόμενοι οι πρώτοι «εθνικοί» (=ειδωλολάτρες) οι οποίοι ανεγνώρισαν και λατρευτικώς ετίμησαν τον Μεσσία. Ο Ζιγαβηνός ερμηνεύοντας το γεγονός γράφει: «Όρα δε, όπως εκ προοιμίων ανοίγεται τοις έθνεσι θύρα πίστεως είς αισχύνην τοις Ιουδαίοις. Επεί γαρ των προφητών ακούοντες προαναφωνούντων την Χριστού παρουσίαν, ου σφόδρα προσείχον, ωκονομήθη βαρβάρους ελθείν… και εκ χώρας μακράς και διδάξαι αυτούς».

Η προσκύνηση των Μάγων συντελείται κατ’ οίκον, όπου συναντούν τον γεννηθέντα Ιησού με την Μητέρα του, η οποία αν και με φτωχική ενδυμασία εκπέμπει προφανώς την αγιότητα και αγνότητά της. Δεν πολυπραγμονεί αλλά ίσταται εν σιωπή και ταπεινώσει καθώς έκθαμβη και συγκλονισμένη συνειδητοποιεί ότι εγέννησε τον «Βασιλέα των όλων», τον σωτήρα και λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους. Οι Μάγοι δεν αμφιταλαντεύονται ότι το ταπεινό βρέφος με την άσημη εξ όψεως Μητέρα είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας και Βασιλεύς. Ο δε Ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει σχετικά: «Τί ήταν εκείνο που έπεισε τους μάγους να προσκυνήσουν; Δεν ήταν ούτε η επισημότητα της παρθένου, ούτε η περήφανη οικία, ούτε κάτι άλλο από εκείνα που έβλεπαν ήταν ικανό να τους προκαλέσει έκπληξη για να προσκυνήσουν. Τί ήταν λοιπόν εκείνο που τους έπεισε; Ο αστέρας και η από θεού γενομένη έλλαμψη της διανοίας τους, που τους οδήγησε στην γνώση».

Τα δώρα που προσέφεραν οι Μάγοι έχουν ένα αλληγορικό και συμβολικό χαρακτήρα τον οποίο όλοι οι ερμηνευτές επισημαίνουν αναφέροντας ότι τον μεν Χρυσό προσέφεραν ως σε Βασιλέα, τον λίβανο ως σε Θεό, την δε σμύρνα ως σε μέλλοντα να αποθάνει. Γι’ αυτό ο της Εκκλησίας Υμνωδός ψάλλει: «Του Κυρίου Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας, εξ ανατολών ελθόντες μάγοι προσεκύνησαν Θεόν ενανθρωπίσαντα, και τους θησαυρούς αυτών ανοίξαντες δώρα τίμια προσέφεραν, δοκίμιον χρυσόν ως Βασιλεί των αιώνων και λίβανον ως Θεώ των όλων, ως τριημέρω δε νεκρώ σμύρναν τω αθανάτω».

Όσον αφορά τον φαεινό αστέρα που οδήγησε τους Μάγους στον νηπιάσαντα Θεό Ιησού Χριστό, άλλοι μεν ερμηνευτές και Θεοφόροι Πατέρες αποδέχονται ότι ήταν όντως ένα υπερφυσικό ουράνιο φαινόμενο ή σημείο από Θεού, άλλοι δε, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, επισημαίνουν ότι δεν ήταν ένα «φυσικό αστέρι, όπως εκ πρώτης όψεως φαινόταν, αλλά ήταν μία αόρατη, θαυμαστή λογική δύναμη, η οποία οδήγησε τους Μάγους στον τεχθέντα Ιησού». Ο άκτιστος Θεός με την πανσοφία του οδήγησε διά του υπερφυούς αυτού τρόπου τους Μάγους στην ενσαρκωμένη αλήθεια και σωτηρία του γένους των Βροτών.

Η εωσφορική παραφωνία σε όλα τα θαυμαστά γενόμενα είναι το πρόσωπο του Ηρώδη, ο οποίος ως παρανοϊκός αρχομανής προσπαθεί δολίως να πείσει τους μάγους να του αποκαλύψουν τον τόπο όπου εγεννήθη ο Βασιλεύς του Ισραήλ για να τον δολοφονήσει. Ο ίδιος δεν ήταν Ιουδαίος αλλά Ιδουμαίος και έλαβε από τη Ρώμη τον τίτλο του Βασιλέως της Ιουδαίας. Ο Ηρώδης εταράχθη, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, επειδή εφοβείτο για την Βασιλεία του. Λέγει δε ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Εταράχθη ως αλλόφυλος περί της Βασιλείας δεδοικώς». Και ενώ ήταν εβδομήντα ετών και δεν θα έπρεπε να φοβηθεί ένα νήπιο, εντούτοις εκείνος ευρισκόμενος σε εωσφορική τύφλωση, επιθυμεί να δολοφονήσει το νήπιο. Ο Ηρώδης ως Ιδουμαίος είναι αποστασιοποιημένος προς τα θέσμια της Ιουδαϊκής Θρησκείας και καλεί την καθεστηκυΐα θρησκευτική ιεραρχία του λαού να ερμηνεύσει το γεγονός, αλλά και η Ιουδαϊκή Ιεραρχία ευρισκόμενη σε απόλυτη πνευματική τύφλωση αδυνατεί να διαπιστώσει την εκπλήρωση των προφητειών. Η εωσφορική παράνοια του Ηρώδη φθάνει στο σημείο να διατάξει την σφαγή 14.000 νηπίων, τα οποία είναι οι πρώτοι μάρτυρες εν Χριστώ της Εκκλησίας, προκειμένου να διατηρηθεί στο θρόνο του. Το  τέλος του αδίστακτου νηπιοφόνου υπήρξε φρικτό και άδοξο, όπως και η μνεία του ονόματός του καθίσταται ανά τους αιώνες πρόξενος βδελυράς αναμνήσεως. Ο δε νηπιάσας Θεός Ιησούς Χριστός κατά την εις Αίγυπτο φυγή του καθίσταται «πρόσφυγας Θεός» σε αλλότρια γη, όπου διαμένει μέχρι το θάνατο του Ηρώδη και η διαμονή του αποτελεί το προοίμιο της πνευματικής σποράς του μηνύματος της θείας ενσαρκώσεως στα εκτός του Ισραήλ έθνη.

Στη θεολογική ιχνηλασία των προσώπων και γεγονότων που συνδέονται με την αλήθεια της υπερφυούς θείας ενσαρκώσεως, κυριαρχεί η στάση της Υπεραγίας Θεοτόκου για την οποία ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει: «η δε Μαριάμ πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής». Η Πάναγνη Θεομήτωρ εν σιωπή βιώνει όλα τα θαυμαστά γεγονότα χωρίς να γεννάται στη διάνοιά της ουδέ κατ’ ελάχιστον τύφος αλαζονείας ή εγωισμού. Σιωπά και κλίνει τον εαυτής αυχένα στο θέλημα του Κυρίου. Δεν πολυπραγμονεί ούτε προκαλεί αλλά διατηρεί στα έγκατα της καρδίας της όλα όσα ο Θεός «οικονομεί» για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους, γενόμενη «συνοικονόμος» στο μυστήριο της θείας αποκαλύψεως εν Χριστώ τεχθέντι.

ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ-ΑΜΒΩΝ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

ΕΥΧΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2022

Αγαπητοί  εν Χριστώ  αδελφοί! ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ -ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ.

«Μη φοβείσθε· Ιδού γαρ, ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ· ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος»

Τα πασίχαρα τούτα λόγια του Αγγέλου προς τους Ποιμένες απευθύνονται και σήμερα σε κάθε ταπεινή ψυχή που ποθεί να ενωθεί με τον Πλάστη και Δημιουργό της. Η μεγάλη μας Μητέρα, η Αγία μας Εκκλησία ψάλλει διαχρονικώς ότι «σήμερον γεννάται εκ Παρθένου» ο Κύριος ημών Ιησού Χριστός. Η Γέννηση  του Σωτήρος τελεσιουργείται εντός της καρδίας κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να προσφέρει  στον Λυτρωτή της τα πολύτιμα δώρα της. Το ευώδες λιβάνι της προσευχής της, τα ακριβότερα της σμύρνας δάκρυα της μετανοίας της και τα υπέρ χρυσίου έργα της θυσιαστικής αγάπης και συγχωρητικότητας..

Γιορτάζουμε σήμερα την Γέννηση του Θεανθρώπου σε ένα  κόσμο που  διολισθαίνει με ταχύ ρυθμό προς ένα απάνθρωπο ψηφιακό ολοκληρωτισμό ο οποίος  θα αστυνομεύει και θα καταπνίγει την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, με τους πολίτες να αυτοφυλακίζονται στα ψηφιακά τους κελιά και τις δομές τεχνητής νοημοσύνης να αποκτούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Σήμερα  η ανθρώπινη κοινωνία, ως κοινωνία προσώπων πλασμένων κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Άγιου Τριαδικού Θεού,  επιλέγει να αποστασιοποιηθεί από τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, και μεταλλάσσεται ήδη σε ένα παράλογα βίαιο και σαρκολατρικό μόρφωμα, που ισοπεδώνει κάθε ηθικό φραγμό και αναστολή και, επομένως, είναι αναπόφευκτο να οδηγηθεί μοιραία στην αυτοκαταστροφή. Η  κτηνώδης και τυφλή βία και ο αχαλίνωτος πανσεξουαλισμός είναι τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας φθίνουσας όσο και δαιμονοκρατούμενης κοινωνίας, ενώ το ταπεινό φρόνημα, η πραότητα, η συγχωρητικότητα και η ψυχοσωματική αγνότητα μαρτυρούν την γλυκιά παρουσία του Θεού στην ζωή των ανθρώπων.

Μακάρι η Θεία Χάρις να λάμψει τις Άγιες Ημέρες των Χριστουγέννων στις ψυχές των βασανισμένων και πονεμένων ανθρώπων, ξεπλένοντας το αφηνιασμένο και σκοτεινιασμένο πρόσωπο της γης που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τον αυτοκαταστροφικό (πυρηνικό;) όλεθρο.

Είθε η γέννηση του Χριστού να είναι για όλους μας η απαρχή πνευματικής ανανήψεως και ανατάσεως· αρχή εγέρσεως, μετανοίας κι επιστροφής στην αυθεντική και ανόθευτη Ορθόδοξη Πίστη· την Πίστη που μας παρέδωσαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας· όπως ο Κύριος την δίδαξε, όπως οι Απόστολοι την κήρυξαν, όπως οι άγιοι την δογμάτισαν, όπως οι άγιες Σύνοδοι την νομοθέτησαν, όπως οι μάρτυρες την σφράγισαν με το αίμα τους, όπως το ιερό Ευαγγέλιο την αποθησαύρισε και όπως η ιερά Παράδοση  την διαφύλαξε.
Ας κάνουμε φέτος Χριστούγεννα με τον Χριστό· ας χαρούμε δοξάζοντες τον Χριστό· ας ελπίσουμε διά του Χριστού.

-ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Για την διαδικτυακή ομάδα-ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ

πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.

Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ  ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Έρευνα του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Η Θεία Γέννηση δεν είναι προσδιορισμένη  χρονολογικά, παρά μόνο μπορεί να καθοριστεί με  υπολογισμούς, με βάση τα παρακείμενα ιστορικά  γεγονότα.

Τα Ευαγγέλια μας πληροφορούν ότι ο Χριστός γεννήθηκε επί εποχής Ηρώδη (Ματθαίος 2:1 και  Λουκάς 1:5), ο οποίος πέθανε, όταν ο Ιησούς ήταν ακόμη παιδί (Ματθαίος 2:14-15).

 Σύμφωνα με  τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ο Ηρώδης ήταν για έξι μήνες βαριά άρρωστος, γύρω στα 70, και πέθανε μετά από μια έκλειψη σελήνης πριν το εβραϊκό  Πάσχα. Ο Ηρώδης, όμως, πέθανε το έτος 750 από  κτίσεως Ρώμης (4 π.Χ.) και σε συνδυασμό με τη διαταγή του για θανάτωση των 14.000 νηπίων κάτω  των 2 ετών (Ματθαίος 2:16-18), σημαίνει ότι ο Χριστός θα πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 747 ή 748 από κτίσεως Ρώμης (δηλαδή το 7 ή 6 π.Χ.), αφού όταν Τον συνάντησαν οι τρεις Μάγοι ήταν «παιδίον» και όχι βρέφος (Ματθαίος 2:11).

Επιπλέον, η πληροφορία ότι διατάχθηκε η διενέργεια απογραφής από τον Αύγουστο Καίσαρα (Λουκάς 2:1-2) φαίνεται να συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα, αφού τότε προκηρύχθηκαν τρεις  μεγάλες απογραφές πληθυσμού: το 28 π.Χ., το 8π.Χ. και το 14 μ.Χ. Εντούτοις, η απογραφή του 8 π.Χ. δεν ήταν αυτή που ανάγκασε τον Ιωσήφ και  τη Μαρία να ταξιδέψουν: ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την αργοπορία της γνωστοποίησης των  διαφόρων ανακοινώσεων την εποχή εκείνη, η απογραφή που αναφέρει το Ευαγγέλιο δεν θα ήταν  αυτή του 8 π.Χ., αλλά η υπογραφή του όρκου πίστεως στον Αύγουστο Καίσαρα, επ’ ευκαιρία του  αργυρού Ιωβηλαίου της βασιλείας του, στις 5 Φεβρουαρίου 2 π.Χ. Η υπογραφή του όρκου πίστεως, όπως μας αναφέρει ο Ιώσηπος, ήταν υποχρεωτική  για όλους τους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηκόους και μη, οι οποίοι θα έπρεπε να μεταβούν στον τόπο καταγωγής τους.

Το πιο πάνω εδάφιο αναφέρει μια αντιφατική  πληροφορία, ότι δηλαδή η απογραφή ήταν η πρώτη που έγινε επί θητείας του ηγεμόνα της Συρίας Κυρηνίου. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο ύπατος Κυρήνιος έγινε λεγάτος της Συρίας το 6 μ.Χ. Μια μερίδα μελετητών θεωρεί ότι ο Λουκάς κάνει λάθος, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Ευαγγελιστής αναφέρεται σε απογραφή που έγινε πριν την κυβερνεία  του Κυρηνίου. Μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε  το 1828 στη Ρώμη αναφέρει ότι ο Κυρήνιος υπήρξε  κυβερνήτης της Συρίας και το 12 – 8 π.Χ., επομένως  ίσως η απογραφή διατάχθηκε προς το τέλος της  ηγεμονίας του και κατά τον ιστορικό Τερτυλλιανό, εκτελέστηκε καθυστερημένα από το διάδοχό  του Σατουρνίνο, παραμένοντας ωστόσο συνδεδεμένη με το όνομα του Κυρήνιου.  Όσον αφορά την εποχή της Θείας Γέννησης, ο  Ιησούς θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στην άνοιξη (ίσως και το θέρος ή το φθινόπωρο), αφού οι ποιμένες ζούσαν τότε έξω στην ύπαιθρο (Λουκάς 2:8).  Το θείο Βρέφος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στο  δυνατό ψύχος του Δεκεμβρίου στη βυθισμένη στις  βροχές και την παγωνιά ύπαιθρο και οι ποιμένες  δεν θα βρίσκονταν με τα πρόβατά τους έξω στην  εξοχή. Η άνοιξη, μάλιστα κατά την περίοδο του  Πεσάχ (εβραϊκό Πάσχα), είναι η πιθανότερη εκδοχή, ταιριάζοντας  χρονικά με την επίσκεψη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στο Ζαχαρία  (Λουκάς 1:5-13) και εξηγώντας  το γεμάτο με κόσμο πανδοχείο  (Λουκάς 2:7)

Και το γεγονός ότι, όπως όλοι οι ευσεβείς Εβραίοι, ο Ιωσήφ έπρεπε να πάει στα Ιεροσόλυμα για το Πεσάχ, έστω και αν η Μαριάμ ήταν ετοιμόγεννη. Επιπλέον, ήταν λογικότερο να επισκεφθεί την κοντινή Βηθλεέμ για να καταγραφεί, για να γλυτώσει ένα  ειδικό ταξίδι από τη Ναζαρέτ.

Περαιτέρω, στο Δανιήλ (9:25)   προφητεύεται  ότι 483 χρόνια μετά το διάταγμα για την αποκατάσταση και ανοικοδόμηση των Ιεροσολύμων θα εμφανιστεί ο Μεσσίας (ο χρισμένος) στην ανθρώπινη  ιστορία. Σύμφωνα με μια θεολογική άποψη, όταν ο Ιησούς λέει – αμέσως μετά τη βάπτισή Του  {(Ματθαίος 3: 13-17, Μάρκος 1: 9-11 και 3:1, Λουκάς 3:21-23 και Ιωάννης 1: 29-34)} πως έτσι πληρώθηκε  η προφητεία  (Μάρκος 1:15), αναφέρεται σε αυτή  την προφητεία. Δεδομένου ότι η ανοικοδόμηση της  Ιερουσαλήμ θεωρείται πως έγινε το 457 π.Χ., ο Χριστός θα πρέπει να βαπτίστηκε το 27 μ.Χ., επομένως  θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 3 – 2 π.Χ., καθώς  ξεκίνησε να διδάσκει, όταν έγινε 30 ετών (Λουκάς 3: 23).

Κήρυττε δε και διακονούσε για 3 ½ χρόνια  μετά τη βάπτισή Του (Ιωάννης 2:13 και 23, 4: 35, 6: 4 και 11: 55). Ωστόσο, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ξεκίνησε να κηρύττει γύρω στο 28 μ.Χ.  (Λουκάς 3: 1-2), σε ηλικία 30 ετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Γνωρίζοντας δε ότι ο Χριστός ήταν μικρότερος του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή κατά έξι μήνες, θα μπορούσε η Βάπτιση του Θεανθρώπου  στον Ιορδάνη ποταμό να έγινε μεταξύ 28 – 29 μ.Χ., ενώ η επίσκεψή Του στο Ναό της Ιερουσαλήμ κατά το 46ο έτος της κατασκευής του (Ιωάννης 2: 20) φαίνεται να έγινε μεταξύ 27 – 29 μ.Χ., καταλήγουμε δε πάλι  στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 2 π.Χ.

Ωστόσο, υπάρχει άλλη μια παράμετρος, που περιπλέκει τα πράγματα: το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθαίος 2: 2 και 9), για το οποίο υπάρχουν οι παρακάτω  θεωρίες.

1. Υπερκαινοφανής αστέρας:  Η αιφνίδια εμφάνιση καινούργιων αστεριών στο στερέωμα, τόσο λαμπρών που να γίνονται αντιληπτοί και διά γυμνού οφθαλμού, δεν συμβαίνει συχνά. Ένας τέτοιος αστέρας εμφανίστηκε το Μάρτιο του 5 π.Χ., σύμφωνα με Κινέζους και Κορεάτες αστρονόμους, στον κοντινό γαλαξία της Ανδρομέδας (αστερισμός του Αιγόκερου), ενώ τον Οκτώβριο του 1604 ένα σουπερνόβα στον αστερισμό του Οφιούχου παρατηρήθηκε από τον  Γερμανό αστρονόμο Johannes Kepler.

2. Κομήτης: Οι κομήτες είναι τεράστια πετρώματα που περιβάλλονται με πάγο, που, όταν προσεγγίζουν τον Ήλιο, εξατμίζεται και φαίνονται σαν κόμη (ουρά), απ΄ όπου και το όνομά τους. Ωστόσο, οι  κομήτες τότε συνδέονταν με κακούς οιωνούς, επομένως θα ήταν απίθανο οι τρεις Μάγοι να έρθουν γι’ αυτόν από την Ανατολή με δώρα. Πάντως, το 12 π.Χ. ο κομήτης του Χάλεϋ ήταν ορατός από τη Γη, ενώ το 5 π.Χ. Κινέζοι αστρονόμοι παρατήρησαν έναν κομήτη.

3. Σύνοδος πλανητών:  Λόγω της διαφορετικής ταχύτητας του κάθε πλανήτη του πλανητικού μας συστήματος, σπάνια έρχονται στην ίδια τροχιά. Αυτό το σπάνιο φαινόμενο συνέβη  τρεις φορές το 7 π.Χ. με τους πλανήτες Δία και Κρόνο στον αστερισμό των Ιχθύων (που συσχετίζονται με το εβραϊκό έθνος) και μία φορά το 6 π.Χ. με τους Δία, Κρόνο και Άρη (και πάλι στους Ιχθύες). Η  συζυγία του 7 π.Χ. παρατηρήθηκε από Βαβυλώνιους αστρολόγους. Μεταξύ 3 – 2 π.Χ., ωστόσο, συνέβη μια άνευ προηγουμένου σειρά από συζυγίες.

4. Θεωρία του Κέπλερ:

 Το 1614, ο αστρονόμος Johannes Kepler και η υπόλοιπη ανθρωπότητα  είδε τον Άρη να πλησιάζει τον Κρόνο και το Δία και υπολόγισε ότι ο Χριστός γεννήθηκε το 6 π.Χ., όταν συνέβη ένα παρόμοιο «τρίγωνο» (Δίας, Κρόνος και Άρης).

5. Υπερφυσική θεωρία: Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345 – 407) υποστηρίζει ότι ήταν ένα καθαρά υπερφυσικό φαινόμενο, ενώ ο Ιερός Αυγουστίνος (354 – 430) αναφέρει ότι δεν ήταν ένα συνηθισμένο, αλλά ένα θαυμαστό άστρο που ανέτειλε για πρώτη και τελευταία φορά, για το γεγονός της ενανθρώπισης του Θεανθρώπου.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, είναι σίγουρο πως ο Χριστός θα πρέπει γεννήθηκε μεταξύ 7 και 2 π.Χ. και ότι το σύστημα χρονολόγησης που χρησιμοποιούμε είναι λανθασμένο! Σε τελική ανάλυση, όμως, δεν έχει τόση σημασία το τι συνέβη στον  ουρανό εκείνη τη νύχτα, ούτε και πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς, γιατί εκείνο το βράδυ στη μικρή πόλη της Βηθλεέμ συνέβη το μεγαλύτερο  θαύμα των αιώνων, η γέννηση του Θεανθρώπου  Ιησού Χριστού. Ίσως, ακόμη, το γεγονός ότι η ημερομηνία γέννησης του Μεσσία περιβάλλεται από μυστήριο να προσθέτει στο νόημα της ουσίας της  Θείας Γέννησης.

Η καθιέρωση της εορτής

Στη Δύση τα Χριστούγεννα φαίνεται πως άρχισαν να  εορτάζονται το 134 μ.Χ., με απόφαση του Πάπα  Τελεσφόρου. Καθώς η νέα θρησκεία έπρεπε να κτίσει πάνω σε υφιστάμενες δομές, σε μια εποχή που η ειδωλολατρία επικρατούσε και οι διωγμοί των Χριστιανών ήταν συχνοί, έτσι η εορτή ήταν  κινητή είτε γιορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου (εορτή του θεού Ήλιου στην Ανατολή), είτε στις 22 Δεκεμβρίου (Μπρουμάλια, χειμερινό ηλιοστάσιο). Φαίνεται πως τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν ως ξεχωριστή εορτή στη Ρώμη επί Πάπα Ιουλίου Α (336 – 352) στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα εορτής του Ανίκητου Ήλιου στη Δύση. Αυτό τεκμαίρεται και  από το ημερολόγιο του Φιλόκαλου, που συντάχθηκε το 354 μ.Χ.

Στην Ανατολή ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου εισήχθη αργότερα.  Στην  Κωνσταντινούπολη καθιερώθηκε το 397 μ.Χ από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ως εδραίωση της Ορθοδοξίας μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Ουάλη  τον προηγούμενο χρόνο, υποστηρικτή του Αρείου. Στην Αντιόχεια καθιερώθηκε μεταξύ 386 – 388,επίσης από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ενώ  στην Αλεξάνδρεια μόλις το 430 μ.Χ. Σύμφωνα με το  κήρυγμα που εκφώνησε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Αντιόχεια γύρω στο 386 μ.Χ, η σύλληψη  του Ιησού (Λουκάς 1: 26) είχε ανακοινωθεί κατά τη διάρκεια του έκτου μήνα της εγκυμοσύνης της  Ελισάβετ (Λουκάς: 1: 10-13), τον οποίο υπολόγισε με βάση τα καθήκοντα που εκτελούσε ο Ζαχαρίας κατά την Ημέρα του Εξιλασμού  περί τον έβδομο μήνα του εβραϊκού ημερολογίου (Λευιτικόν 16:  29 και Βασιλείς Α 8: 2),  δηλαδή  τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου.

Οι σχισματικοί Δονατιστές της Καρχηδόνας  γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου  ήδη από το 311 και αρνούνταν να γιορτάσουν τα Θεοφάνια (τα οποία θεωρούσαν καινοτομία), ενώ  σε μερικές περιοχές της Δύσης τα Χριστούγεννα  συνέχισαν να συνεορτάζονται με τα Θεοφάνια  στις 6 Ιανουαρίου μέχρι και μετά το 380. Θα πρέπει, εδώ, να σημειωθεί, ότι ο συνεορτασμός των δύο εορτών είχε ως αποτέλεσμα να δίνεται μεγαλύτερη  βαρύτητα στη βάφτιση, αντί στη ενσάρκωση του Χριστού. Να αναφέρουμε εδώ ότι η προσκύνηση  των Μάγων  εορτάζεται στις Δυτικές Εκκλησίες στις 6 Ιανουαρίου και στις Ανατολικές στις 25 Δεκεμβρίου.

(Σημείωση. Ο Δονατισμός ήταν μια αίρεση του πρώιμου χριστιανισμού, που ιδρύθηκε από τον Donatus Magnus, ο οποίος πίστευε ότι η αγιότητα ήταν προϋπόθεση για την ένταξη στην εκκλησία και τη διαχείριση των μυστηρίων)

Η ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου επικράτησε, αφού συνέπιπτε με τις μεγάλες ειδωλολατρικές  εορτές Σατουρνάλια  (προς τιμήν του Θεού Κρόνου) και Μπρουμάλια  (χειμερινό ηλιοστάσιο), τη γιορτή του Ανίκητου Ήλιου, τη γέννηση του  θεού Μίθρα και την εβραϊκή γιορτή των Φώτων (Χανουκά) και ικανοποιούσε δε τόσο τη Δύση όσο και την Ανατολή. Επί Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (306  -337), οι Χριστιανοί συγγραφείς (όπως ο  Άγιος Αμβρόσιος) αφομοίωσαν αυτή την εορτή ως τα γενέθλια του Ιησού, συσχετίζοντάς Τον με τον ήλιο δικαιοσύνης  (Μαλαχίας 4: 2) και το φως του  κόσμου  (Ιωάννης 8: 12).

Στο πεντάτομο έργο του  κατά αιρέσεων  ο Άγιος Ειρηναίος ταύτισε τη σύλληψη του Χριστού με την 25η Μαρτίου και τη σύνδεσε με  τη γέννησή Του εννέα μήνες μετά, στις 25 Δεκεμβρίου. Ο σύγχρονός του θεολόγος Ιππόλυτος της Ρώμης, αν και γνώριζε την 25η Δεκεμβρίου, προτιμούσε τη 2α Απριλίου, ενώ ο Άγιος Επιφάνιος  της Σαλαμίνας (310 – 403) θεωρούσε ότι η σύλληψη του Ιησού έγινε στις 20 Ιουνίου και ανέφερε μια παλαιά απόκρυφη παράδοση ότι η εγκυμοσύνη της  Παναγίας κράτησε 10 μήνες. Ο Άγιος Πολύκαρπος(†167) θεωρούσε ότι ο Χριστός, μάλλον, γεννήθηκε και βαπτίστηκε ημέρα Τετάρτη, αφού ο Ήλιος δημιουργήθηκε την τέταρτη ημέρα από το Θεό, προσδιόριζε δε την Τετάρτη αυτή γύρω στις 25 Μαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας. Επιπλέον, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου συσχετίστηκε με την εαρινή ισημερία (εκεί κατέληξε και ο μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας Σέξτος Ιούλιος ο Αφρικανός το 221), ενώ το θερινό ηλιοστάσιο και η φθινοπωρινή ισημερία συσχετίστηκαν με τη γέννηση και τη σύλληψη του Αγίου Ιωάννη, αντίστοιχα.

Έτσι, η Χριστιανική Εκκλησία  κατάφερε να αντικαταστήσει τις ειδωλολατρικές   εορτές με χριστιανικές, συμπέρασμα στο οποίο,  ανασκοπώντας, κατέληξαν και στοχαστές, όπως ο Άγγλος φυσικομαθηματικός Isaac Newton (1642 – 1726), ο Γερμανός θεολόγος και ανατολιστής Paul Ernst Jablonski (1693 – 1757) και ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Louis Duchesne (1843 – 1922). Ωστόσο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, γύρω στο 200 μ.Χ., κάνοντας αναφορά στην ημερομηνία γέννησης του Χριστού, αναφέρει διάφορες γνωστές  ημερομηνίες (19/20 Απριλίου, 20 Μαΐου), συσχετίζοντας μάλιστα τη Θεία Γέννηση με το Θείο Πάθος (21 Μαρτίου ή 21 Απριλίου), όχι όμως τις 25 Δεκεμβρίου.

 Συσχετισμό της Θείας Γέννησης με το Θείο Πάθος κάνουν ο Νεύτωνας και ο Louis Duchesne. Μερικοί θεωρούσαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε γύρω στην ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, επομένως και ο Ιησούς θα έπρεπε να είχε συλληφθεί εκείνη την ημερομηνία. Ο Duchesne παραθέτει, επίσης, το γεγονός ότι ο ιστορικός Ερμείας Σωζόμενος (400 – 450) ανέφερε ότι οι αιρετικοί Μοντανιστές της Φρυγίας (2ος αιώνας) γιόρταζαν το  Πάσχα την Κυριακή κοντά στις 6 Απριλίου και έτσι θεωρούσαν ότι η σύλληψη του Χριστού έγινε στις 6 Απριλίου και η γέννησή Του στις 6 Ιανουαρίου, πιθανή προέλευση του εορτασμού στις 6 Ιανουαρίου.

Ο διαχωρισμός της εορτής της Γέννησης του Χριστού τοποθετείται στο πλαίσιο των χριστολογικών ερίδων της εποχής κατά την οποία συνέβη. Αν και η ξεχωριστή από τα Θεοφάνια εορτή δεν επικράτησε αμέσως σε όλη την χριστιανική επικράτεια, η έναρξή της στη Ρώμη λίγο μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325) και η τελική καθολική αποδοχή της μετά την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431) φαίνεται να δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Η 25η Δεκεμβρίου κηρύχθηκε δημόσια αργία το 529 μ.Χ από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό: απαγορεύθηκε η εργασία και τα δημόσια έργα. Έως το  1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστόλων στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα  τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.

 Ο συνεορτασμός των Χριστουγέννων με τις ειδωλολατρικές εορτές του Χειμώνα είχε ως αποτέλεσμα την οικειοποίηση από τους Χριστιανούς προϋπαρχόντων εθίμων, όπως η ανταλλαγή δώρων, τα γλέντια και τα χαρτοπαίγνια (από τα Σατουρνάλια), η χρήση πρασινάδων και φώτων και η αγαθοεργία (από το ρωμαϊκό νέο έτος)……….

 (Απόσπασμα από ανέκδοτη εργασία μας)

ΠΗΓΕΣ

1. Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ (ΔΑΝΕΖΗΣ ΜΑΝΟΣ, ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΣ)

2. Περιοδικό Ενατενίσεις Ι.Μ.Κύκκου

3. Διονύσης Σιμόπουλος διευθυντής του Ευγενίδειου Πλανητάριου «Το άστρο των Χριστουγέννων»
4.Εφ Ελευθεροτυπία 30-12-2000 Περιοδικό ΓΕΩ τευχ 37 Το Αστέρι των Μάγων
5.Εφ. Το Βήμα 24-12-2005 Τα μυστήρια των Χριστουγέννων
6.Εφ Ελευθεροτυπία 13-12-2006 Τα Χριστούγεννα έγιναν Άνοιξη
7.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

8. Θεοδοσίου, Σ. και Δανέζη, M.: H Oδύσσεια των ημερολογίων- Aναζητώντας τις ρίζες της γνώσης. Tόμος A, Β ‘. Eκδ. Δίαυλος, Aθήνα 1995.

Ιερά Λείψανα της Γεννήσεως του Χριστού στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Η Σαλώμη δεξιά και η Μαία αριστερά λούουν το βρέφος Χριστό αμέσως μετά τη Γέννησή Του.
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας του 12ου αιώνα από την Καππαδοκία.

———————————————————————————–

Την Κυριακή 23 Δεκεμβρίου του 2001, δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφ. Καθημερινής «Επτά ημέρες» (σσ. 6-7), άρθρο του Δρος Michele Bacci, Βυζαντινολόγου, Scuola Normale Superiore, Pisa, με τίτλο «Ιερά Λείψανα της Γεννήσεως στην Κωνσταντινούπολη«. Η λειψανοθήκη είχε ασχοληθεί ξανά με άλλο κείμενο του Michele Bacci στην ανάρτηση  111 – Τα ιερά κειμήλια της Θεοτόκου του Φάρου στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη και επειδή τα κείμενα του γνωστού βυζαντινολόγου και ειδικού στη διάδοση των ιερών λειψάνων στο Βυζάντιο είναι πολύ ενδιαφέροντα, αναδημοσιεύεται και εδώ αυτό το άρθρο με εικονογράφηση επιλεγμένη από το αρχείο της λειψανοθήκης.  

Ιερά Λείψανα της Γεννήσεως στην Κωνσταντινούπολη

Το ενδιαφέρον των Βυζαντινών για το προσκύνημα των Αγίων Τόπων δεν μειώθηκε ποτέ, μετά όμως την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους Άραβες και την άφιξη των Σταυροφόρων, τα σημαντικότερα λείψανα μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Σημάδι αυτής της ιστορικής πορείας είναι η αφιέρωση μιας μονής της Πόλης στην «Αγία Βηθλεέμ», όπως μαθαίνουμε από τη συλλογή των κειμένων, που είναι γνωστά ως τα «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως» (10ος αι.). Επίσης από τον 9ο μέχρι το 12ο αιώνα οι αυτοκράτορες και οι στρατηγοί τους, επιστρέφοντας από τις εκστρατείες τους στις ανατολικές επαρχίες, μετέφεραν από τους τόπους εκείνους ιερά λείψανα του Χριστού και της Παναγίας. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν κυρίως τα αντικείμενα που σχετίζονταν με τα θαύματα και τα πάθη του Χριστού, ενώ πιο περιορισμένος ήταν ο αριθμός των λειψάνων που μπορούσε κανείς να συνδέσει με τη Γέννηση. Παρ΄ όλα αυτά κάποια λείψανα της Γεννήσεως αναφέρονται σε ναούς της Κωνσταντινούπολης.
—————————————————————————


Τμήμα της Αγίας Φάτνης του Χριστού (Sacra Culla). Basilica di Santa Maria Maggiore, Ρώμη, Ιταλία.
Διαβάστε περισσότερα

Το πιο σημαντικό λείψανο της Γεννήσεως ήταν, όπως ήδη αναφέραμε, η φάτνη, την κατοχή της οποίας όμως διεκδικούσε η Δυτική Εκκλησία. Αλλά ο ηγούμενος Νικόλαος της Thyngeirar, που το 1156/57 ταξίδεψε από τη μονή Munkathvera της Ισλανδίας μέχρι τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους μνημονεύει τη «φάτνη όπου τέθηκε ο Κύριος» μεταξύ των ιερών αξιοθέατων της  βυζαντινής πρωτεύουσας. Αν και πρόκειται για τη μοναδική αναφορά αυτού του κειμηλίου, δεν αποκλείεται να φιλοξενούνταν σε μια από τις ιερές συλλογές λειψάνων της Κωνσταντινούπολης, όπως ήταν τα αυτοκρατορικά παρεκκλήσια της Παναγίας του Φάρου και της Χαλκής, καθώς και το σκευοφυλάκιο των Βλαχερνών ή η ίδια η Αγία Σοφία.
  

Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ότι στον ναό του Φάρου υπήρχαν οστά των Αγίων Αθώων Παίδων μαζί με κάποια τρίχα του νεογέννητου Ιησού και τα σπάργανά Του. Τα τελευταία, σύμφωνα με τον χρονικογράφο Rigordus,  ήταν από λευκό λινό ρούχο και παραχωρήθηκαν το 1205 στον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο, που τα μετέφερε στο Παρίσι. Πηγές της περιόδου της λατινικής κυριαρχίας (1204-1261) μνημονεύουν ότι στον ναό του Μεγάλου Παλατιού φυλάσσονταν επίσης κάποιες σταγόνες από το γάλα της Παναγίας, τις οποίες αγόρασε μαζί με τα λείψανα τους Πάθους του Χριστού, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄ για το σκευοφυλάκιο της Sainte-Chapelle. Οι λειτουργικοί ύμνοι για την εορτή της μεταφοράς των λειψάνων στο Παρίσι, που εορταζόταν στις 30 Σεπτεμβρίου, κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στο κειμήλιο αυτό. Παρ΄ όλα αυτά, ο Ρώσος προσκυνητής Ζώσιμος (δεύτερο μισό του 14ου αιώνα) αναφέρει ότι το γάλα της Παναγίας υπήρχε στο σκευοφυλάκιο του ναού του Προδρόμου της Πέτρας στην Κωνσταντινούπολη.
  

Λειψανοθήκη με λείψανο (πόδι) αναιρεθέντος νηπίου της Βηθλεέμ.

—————————————————————————————–

Το εξωτερικό μέρος διάχωρου της βυζαντινής λειψανοθήκης του Limbourg που περιέχει τεμάχιο
από τα σπάργανα του Ιησού. Επιγραφή: ΤΑ ΣΠΑΡΓΑΝΑ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ Θ(ΕΟ)Υ.

Σπάργανα του Χριστού σε βυζαντινό χρυσεπάργυρο ξύλινο κουτί.
Επιγραφή: ΑΠΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΠΑΡΓΑΝΩΝ. 
Το φάτνωμα με τον αριθμό 1 της Σταυροθήκης Τιμίου Ξύλου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους
φέρει, σύμφωνα με την επιγραφή, και λείψανο από τα Μαλλιά και τα Σπάργανα του Χριστού.

———————————————————————————————————-

Ανάπτυγμα των σπαργάνων του Χριστού. Καθεδρικός Ναός του Άαχεν Γερμανίας.

—————————————————–

Το φόρεμα που φορούσε η Παναγία κατά τη γέννηση του Ιησού. Καθεδρικός Ναός του Άαχεν Γερμανίας.

————————————————————————————————————-

Η ζώνη της Παναγίας στο Μάαστριχτ (Ολλανδία). Πιστευόταν για αιώνες ότι ήταν τμήμα της ζώνης
που φορούσε η Παναγία κατά τη διάρκεια της γέννησης του Χριστού.

——————————————————————————————-

Λειψανοθήκη του Hugo d’ Oignies που περιέχει Άγιο Γάλα της Παρθένου.

Στον ναό της Αγίας Σοφίας


Tα σημαντικότερα λείψανα της Γεννήσεως υπήρχαν στη Μεγάλη Εκκλησία, πριν από την καταστροφή της στη διάρκεια της Άλωσης της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Μια λατινική Έκφραση της βυζαντινής πρωτεύουσας του 11ου αιώνα αρχίζει τον κατάλογο των αξιοθέατων με τα σπάργανα του Χριστού-βρέφους και «το χρυσάφι το οποίο έφεραν οι Μάγοι». Αυτό ήταν άξιο ιδιαίτερης προσοχής, γιατί «όταν το πλησιάζει κανείς στο αυτί του», σημειώνει ο ανώνυμος συντάκτης της Εκφράσεως, «ηχεί πάντα κάτι σαν κουδούνισμα και παράλληλα ακούγεται ένα μουρμουρητό». Όπως μας πληροφορεί ο Ρώσος περιηγητής Αντώνιος του Νόβγκοροντ, που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1200, αυτό το αντικείμενο είχε τη μορφή αγγείου. Πρόκειται λοιπόν για ένα από τα λίγα λείψανα που είχαν συσχετιστεί με θαυματουργά γεγονότα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε με τις περίφημες εικόνες της Πόλης. Ίσως η παράδοση της Μονής Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος διατηρεί την ανάμνηση του κειμηλίου της Αγίας Σοφίας. Στο σκευοφυλάκιο του Καθολικού φυλάσσονται μέχρι σήμερα τα τρία δώρα των Μάγων (χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα), τα οποία προσέφερε, σύμφωνα με την παράδοση, η Μάρα, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα Γεωργίου (Τζούρατς) Μπράνκοβιτς, η οποία είχε παντρευτεί τον σουλτάνο Μουράτ τον  Β΄. Επομένως αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος της συλλογής των χριστιανικών κειμηλίων, τα οποία ο  Μωάμεθ ο Πορθητής, πρόγονος του συζύγου της Μάρας, είχε τοποθετήσει στο Σεράι μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Εξάλλου, ο σουλτάνος υπερηφανευόταν για το ότι είχε στην κατοχή του και άλλα λέιψανα της Γεννήσεως του Χριστού, παρ΄ όλο που, δυστυχώς, δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε από ποιες εκκλησίες προέρχονταν. Όταν, το 1489, ένας διαμεσολαβητής του Βαγιαζήτ Β΄ πρότεινε στον Κάρολο Θ΄της Γαλλίας να αγοράσει τη συλλογή λειψάνων του Μωάμεθ Β΄, ο κατάλογος άρχιζε με «την πέτρα πάνω στην οποία γεννήθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός», για την οποία οι Ενετοί είχαν ήδη προσφέρει 30.000 δουκάτα, παρ΄ όλο που άξιζε τουλάχιστον 100.000. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για την ίδια φάτνη, την οποία μνημόνευε το 1157 ο Ισλανδός ηγούμενος Νικόλαος  της  Munkathvera; Μια σχετική με το ίδιο επεισόδιο γαλλική μάρτυρία προσθέτει ότι η προσφορά συμπεριλάμβανε και «το μικρό ύφασμα, το οποίο η Παναγία φορούσε στο κεφάλι, όταν γέννησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό». Ίσως να μπορούμε στην περίπτωση αυτή να υποθέσουμε πως αυτό ήταν «το μετωπιαίο ύφασμα», το οποίο ο Αντώνιος του Νόβγκοροντ είδε το 1200 στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσι της Παναγίας του Φάρου.

———————————————————————————————————————–
      

Τμήμα από τα Δώρα των Μάγων. 

Ο εορτασμός των Χριστουγέννων


Τα πιο σημαντικά από τα λείψανα που βρίσκονταν στην Αγία Σοφία και συνδέονταν με τη Γέννηση του Χριστού ήταν τα άγια σπάργανα, που σύμφωνα με ένα λατινικό κείμενο του 12ου αιώνα, αποτελούνταν από διάφορα υφάσματα, δηλαδή λινά κομμάτια, κάποια γεννοφάσκια, ένα μαντίλι, μια πετσέτα (την οποία πιθανόν να χρησιμοποίησε η Σαλώμη για να σκουπίσει το Βρέφος μετά το λουτρό). Αυτά τα κειμήλια οπωσδήποτε συνέβαλλαν  στο συμβολικό ρόλο που η Αγία Σοφία πάντα έπαιζε στην αντίληψη  των Βυζαντινών.

 
Για τον ναό της Αγίας Σοφίας ο εορτασμός των Χριστουγέννων είχε ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που γινόταν αμέσως μετά την ετήσια μνημόνευση των δεύτερων εγκαινίων του ναού, τα οποία από τον 6ο αιώνα είχαν ορισθεί στις 23 Δεκεμβρίου. Από την άποψη της λειτουργίας, οι δύο εορτασμοί σχετίζονταν στενά, από τη στιγμή που τα τροπάρια των Χριστουγέννων άρχιζαν να ψέλνονται από τον εσπερινό της 22ας Δεκεμβρίου, όταν η εκκλησία επικαλούνταν την Παναγία για την προστασία της Κωνσταντινούπολης.


Οι τελετές των Χριστουγέννων στην Αγία Σοφία διέφεραν από τις κανονικές, λόγω του επίσημου τόνου τους. Αποτελούνταν από μια μεγάλη σειρά όρθρων, εσπερινών και παννυχίδων, και συμπεριλάμβαναν και κάτι ασυνήθιστο: με αυτήν την ευκαιρία ψέλνονταν μερικοί ειδικοί ύμνοι, όπως το τροπάριο της Αγγελίας στους ποιμένες στον όρθρο στις 24 ή το μεγαλυνάριον της Παναγίας στις 25 και, στη λειτουργία της Παραμονής, υπήρχε και μια προανάγνωση από το βιβλίο του Ησαΐα, που αποτελούσε έθιμο της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας και είχε πλέον εξαφανιστεί από την καθημερινή ακολουθία. Μια άλλη ιδιαιτερότητα αποτελούσε το γεγονός ότι ο Πατριάρχης δεν μπορούσε τότε να καθίσει στον θρόνο του στην αψίδα, γιατί σε αυτόν είχε τοποθετηθεί το Άγιο Ευαγγέλιο.
                                                      
Επίσημος εορτασμός

Η λειτουργία των Χριστουγέννων στην Αγία Σοφία αποκτούσε έναν ακόμη πιο επίσημο χαρακτήρα, λόγω της συμμετοχής του αυτοκράτορα, πράγμα που επέβαλε την τήρηση αυστηρού βασιλικού πρωτοκόλλου. Όπως συνέβαινε κατά τον εορτασμό και άλλων ετήσιων εορτών (για παράδειγμα το Πάσχα και κατά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού), τα Χριστούγεννα προσέφεραν στη βυζαντινή αυλή την ευκαιρία για μεγαλοπρεπείς τελετές. Οι διάφοροι αξιωματούχοι φορούσαν ειδικά ενδύματα, τα οποία έβγαζαν μόνο μετά την εορτή των Θεοφανίων, στις 6 Ιανουαρίου, ενώ ο αυτοκράτορας εμφανιζόταν σε πλήρη μεγαλοπρέπεια, με χλαμύδα και στέμμα, και ακολουθούσε μια καθορισμένη διαδρομή μέσα στο Μεγάλο Παλάτι. 
  

.
.

Πηγή:

Ένθετο της εφ. Καθημερινής «Επτά ημέρες» της 23 Δεκεμβρίου του 2001

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Μνημονεύοντας τους κατά σάρκα συγγενείς του Χριστού, ο Συναξαριστής συνδυάζει τις δύο διαφορετικές γενεαλογίες που αναφέρουν οι Ευαγγελιστές Ματθαίος (κεφ. 1) και Λουκάς (κεφ. 3, 23 κ.ε.). Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μνημονεύει τους προγόνους του Κυρίου σε κατιούσα φορά, ξεκινώντας από τον Αβραάμ· ενώ, αντίθετα, ο Λουκάς ξεκινάει από τον Ιωσήφ τον Μνήστορα και, ακολουθώντας ανιούσα φορά, φθάνει μέχρι τον Αδάμ, τον πρωτόπλαστο υιό του Θεού, υπενθυμίζοντας με τον τρόπο αυτό, ότι ο Χριστός σταυρώθηκε για να καταστήσει τους ανθρώπους υιούς Θεού, διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όπως επαγγελλόταν κατά τη δημιουργία.

Ερμηνεύοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον παράδοξο και για πολλούς ανιαρό κατάλογο των ονομάτων που ακούμε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως, λέγει τα εξής χαρακτηριστικά :

«Όταν ακούς για τη γενεαλογία του Ιησού Χριστού, ύψωσε τον λογισμό σου και μη διανοηθείς τίποτε το ταπεινό. Μάλιστα θαύμασε το γεγονός ότι ο Ιησούς ως Υιός του Ανάρχου Θεού και γνήσιο τέκνο Του, δέχθηκε να ονομασθεί Υιός του Δαβίδ, για να κάνει εσένα υιό του Θεού. Δέχθηκε να γίνει πατέρας Του ένας δούλος, για να κάνει πατέρα εσένα τον δούλο. Βλέπεις ποιά είναι τα Ευαγγέλια από την αρχή; Αν αμφιβάλλεις για την πορεία της ζωής σου, πίστευσε τα όσα συνέβησαν σε Αυτόν για να καταλάβεις τον εαυτό σου. Για τον ανθρώπινο λογισμό είναι πολύ δυσκολότερο να γίνει ο Θεός άνθρωπος παρά να γίνει ο άνθρωπος υιός του Θεού»1.

Τι θέλει να μας παρουσιάσει αυτός ο κατάλογος;

Α. Οι άνθρωποι που παρελαύνουν, άγνωστοι και γνωστοί, ασήμαντοι και επιφανείς, πλούσιοι και πτωχοί, δίκαιοι – άγιοι και ευσεβείς, αμαρτωλοί και ασεβείς, έκλεισαν τον κύκλο της ζωής τους και από τη γενιά τους προήλθε ο Μονογενής Υιός του Θεού, «ως ιατρός γαρ, ουχ ως κριτής, παραγέγονε, όπως αναφέρει ο ιερός ερμηνευτής.

Β.Οι μεγάλες διαφορές στο ήθος και στην αγιότητα των προγόνων του Κυρίου και οι διαμετρικώς αντίθετοι τρόποι ζωής και συμπεριφοράς αυτών, ούτε αφαιρούν ούτε προσθέτουν κάτι στο έργο Του επί της γης, στο κύρος Του η στην αυθεντία Του, αφού, ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, «εξήλθεν νικών και ίνα νικήση» «διδάσκων ως εξουσίαν έχων» για να σώσει τον κόσμο.

Γ.Αυτός ο κατάλογος, που ίσως να μας φαίνεται κουραστικός και πληκτικός, δεν αποτελεί την ιστορία του ισραηλιτικού λαού, αλλά κυρίως την ιστορία των σωτηριωδών ενεργειών του Θεού, προκειμένου να σώσει το ανθρώπινο γένος. Γιατί το μυστήριο της ενσαρκώσεως δεν συνέβη απλώς μόνο μία φορά «εν ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως», αλλά αποτελεί τη νέα ζύμη που ζυμώνει μυστικά όλο το φύραμα της κοινωνίας, ώστε να φθάσει ο άνθρωπος από το σκοτάδι στο φως, από την ακαθαρσία στην κάθαρση και εν συνεχεία στο φωτισμό και στη θέωση.

Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν μιλούσαν για τον Χριστό, μιλούσαν ταυτόχρονα και για την Εκκλησία, που είναι το ζωντανό σώμα του Χριστού. Και εάν θέλουμε να ζήσουμε τη θεανδρική ζωή Του, δεν έχουμε παρά να τη βιώσουμε στο πραγματικό Του σώμα και συγκεκριμμένα στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος που ο Χριστός έγινε άνθρωπος, «για να γεννηθεί η ζωή», για να αποκτήσουν οι άνθρωποι την πραγματική ζωή και να φθάσουν εν συνεχεία στην αιώνια ζωή. Ό,τι πέτυχε ο Χριστός με την πρόσληψη της ανθρώπινης υποστάσεως, επαναλαμβάνεται στην ευχαριστηριακή σύναξη της Εκκλησίας, αφού σ’ αυτήν αναπλάθεται δια του άρτου και του οίνου, δηλαδή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Δ. Αυτός ο κατάλογος με τα τόσα ονόματα μας φανερώνει ακόμη κάτι πολύ μεγάλο, που είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός καταδέχεται και γεννάται κατά σάρκα από προγόνους που δεν χαρακτηρίζονται για την αρετή τους, αλλά φέρουν στους ώμους τους τα στίγματα και τη φθορά της αμαρτίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιερός ερμηνευτής Ευθύμιος Ζιγαβηνός : «Όπως εκείνες οι τέσσερις γυναίκες (που αναφέρονται στο γενεαλογικό κατάλογο), αν και είχαν πέσει σε διάφορα αμαρτήματα, οι άνδρες τους τις δέχθηκαν, έτσι και ο Χριστός, την ανθρώπινη φύση που είχε υποπέσει σε διάφορα αμαρτήματα, την προσέλαβε στον εαυτό Του».

Και αυτό φανερώνει ότι ο Χριστός επιδιώκει τη θεραπεία του ανθρώπου, τη μετάνοια, την επιστροφή και την καταλλαγή με τον ουράνιο Πατέρα, ο Οποίος «ου γαρ απέστειλε τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού». Αυτό άλλωστε κάνει και η Εκκλησία μας και τότε και σήμερα και πάντοτε, η οποία δεν είναι ένα κλειστό σύστημα ή ένας σύλλογος δήθεν ευσεβών ανθρώπων, αλλά θεραπευτήριο, όπως θα την ονομάσει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και όπως το θεραπευτήριο δέχεται τον κάθε άνθρωπο, έτσι και η Εκκλησία δέχεται «τον πρώτον καθάπερ και τον έσχατον».

Ε. Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και ο Συναξαριστής δεν μνημονεύουν κάποια ονόματα στη διαδοχή των βασιλέων Ιούδα· παραλείπονται οι: Οχοζίας (841 π.Χ.), ο οποίος μιμήθηκε τη βδελυρή διαγωγή του Αχάζ· Τοθελία, μητέρα του Οχοζίου, σκληρή, αυταρχική και αιμοδιψής (841-839 π.Χ.)· Ιωάς (835-796 π.Χ.), ο οποίος αναστήλωσε τον Ναό του Θεού· Αμεσίας (796-781 π.Χ.), ο οποίος μιμήθηκε το παράδειγμα του Ιωά και έπραξε το αγαθόν ενώπιον του Θεού (βλ. Δ΄ Βασ. 14).  Για να διατηρηθεί η συστηματική κατανομή των Προπατόρων του Κυρίου σε τρεις επτάριθμες ομάδες, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος παραλείπει τον Ιωαχάζ (609 π.Χ.) και συγχέει στο όνομα του Ιεχονίου τον Ιωακείμ (609-598 π.Χ.) και τον Ιωακίν (598-597 π.Χ.). [3] Επίσης, οι γενεές που μνημονεύονται από τον Ελιακείμ, υιού Αβιούδ, μέχρι και τον Ιωσήφ τον Μνήστορα, προέρχονται από την παράδοση και δεν αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη.

ΣΤ. Καθώς οι Εβραίοι δεν συνήθιζαν να καθορίζουν τη γενεαλογία με βάση τον μητρικό κλάδο, οι Ευαγγελιστές δεν διασώζουν την πραγματική κατά σάρκα γενεαλογία του Κυρίου, δηλαδή, τη γενεαλογία των ανιόντων προγόνων της Κυρίας Θεοτόκου· διασώζουν όμως τη γενεαλογία και τους ανιόντες προγόνους του φρόνιμου και εγκρατούς αγίου Ιωσήφ του Δίκαιου και Μνήστορα, που έγινε θετός πατέρας του Ιησού Χριστού και προστάτης της Αγίας Οικογενείας, όσον αφορά τους ανθρώπους και τον Νόμο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πιστός θεματοφύλακας και ανύστακτος μάρτυρας της Αειπαρθενίας της Παναγίας μας, η οποία ανήκε επίσης στη φυλή του Ιούδα και καταγόταν από τον βασιλέα Δαβίδ· για τον λόγο αυτό κατέστη δυνατόν ο Μνήστωρ Ιωσήφ να την νυμφευθεί, σύμφωνα προς τις επιταγές του Νόμου. Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, η Παναγία ήταν κόρη του Ιωακείμ, γιού του Βαρπάνθηρα, γιού του Πάνθηρα, γιού του Λευί, γιού του Νάθαν, γιου του βασιλιά Δαβίδ, γιου του Ιεσσαί, ο οποίος και αυτός εγκαταστάθηκε στη Βηθλεέμ με την οικογένειά του, την πιο ασήμαντη της φυλής του Ιούδα. Πράος και δίκαιος και ταπεινός στην καρδιά καθ’ όλον τον βίο του, ο γιος του Ιεσσαί, ο βασιλιάς Δαβίδ, ανήγγειλε και προετοίμασε την έλευση του Μεσσία, ο Οποίος είναι υιός και Κύριος του Δαβίδ, όπως άλλωστε μαρτυρούν και οι Γραφές: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου: “Κάθισε στα δεξιά Μου, μέχρι να θέσω τους εχθρούς Σου υποπόδιο στα πόδια Σου”» (βλ. Ψαλμ. 109, 1), προφητεία που ερμηνεύεται Αυτοπροσώπως από τον Ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος ήταν και είναι ταυτόχρονα και ο Εμπνευστής και ο Εκπληρωτής της.

Ζ. *Κάθε όνομα και κάθε πρόσωπο μέσα από το γενεαλογικό δένδρο του Χριστού είναι και μια ιδιαίτερη, διδακτικότατη και άκρως ψυχωφέλιμη ιστόρηση· ένας ξεχωριστός, έμψυχος και εμπρόσωπος σταθμός του μυστηρίου της θείας Οικονομίας· μια διαρκής ορθόδοξη σωτήρια γνώση και μια ατελεύτητη πνευματική μαθητεία για μας· ένα αξιομνημόνευτο κεφάλαιο που, μέσα του, πέρα από τον ανθρώπινο πόνο, την αδυναμία, την όποια ατέλεια και δυσχέρεια της βρότειας και χοϊκής φύσης, οπωσδήποτε θα βρει κανείς θαυμαστά γεγονότα και θείες επεμβάσεις· εκπληκτικές προτυπώσεις και προεικονίσεις· άφθονα σύμβολα, αινίγματα και μαρτυρίες· αληθινές και σημαντικές προφητείες, αναπάντεχες προοράσεις και προγνώσεις· εκθαμβωτικές συναντήσεις και αποκαλυπτικούς διαλόγους με τον ασώματο Λόγο· καταπληκτικές ιστορικές εξελίξεις και διαδραματίσεις που δικαιώνουν μέσα στο «ιστορικό μετέπειτα» της ανθρώπινης υπομονής και εγκαρτέρησης –τι άλλο;– το Θαύμα των θαυμάτων, που είναι η θεία Ενανθρώπιση, η υπερφυή Γέννηση του Σωτήρος μας Χριστού.

Τα Χριστούγεννα στη Ζώδεια

(Μια αλλιώτικη λαογραφική καταγραφή)

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

______________________

Στο σκλαβωμένο σήμερα χωριό μου τη Ζώδεια δεν είχαμε ιδιαίτερα παραδοσιακά έθιμα ανήμερα των Χριστουγέννων.  Ούτε και  ιδιαίτερο στολισμό είχαμε, εκτός από την απαιτούμενη καθαριότητα η οποία προηγείτο της μεγάλης αυτής γιορτής.  Εκείνη τη μέρα τα παλιά χρόνια το μόνο που έκαναν οι κάτοικοι της Ζώδειας, ήταν να πηγαίνουν αχάραδα στην εκκλησία για τη Θεία Λειτουργία της Γέννησης του Χριστού.  Οπωσδήποτε θα συμμετείχαν σχεδόν όλοι στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. 

Η Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία στο χωριό μου, ήταν σαν μια μικρή αγρυπνία. Όσον αφορά το υπόλοιπο της μέρας, μετά τη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, δεν είχε κάτι διαφορετικό. Ούτε και πολύ διαφορετικό φαγητό υπήρχε  από τις Κυριακές πριν  τη νηστεία των Χριστουγέννων, αλλά ούτε και ιδιαίτερα εδέσματα για τους περισσότερους συγχωριανούς μου. 

Είχαν όμως μια διαφορετική χαρά αρκετοί από αυτούς. Θα φανώ υπερβολικός αν πω ότι δεν υπήρχε κάποιο  εξωτερικό ερέθισμα που να τους έδιδε ξεχωριστή χαρά τη  μέρα αυτή.  Γι’ αυτούς η μέρα εκείνη ήταν Χριστούγεννα. Αυτό ήταν το σημαντικό γι’ αυτούς.  Αυτό ήταν το ξεχωριστό γι’ αυτούς.  Αυτή ήταν η μεγάλη  χαρά για τους απλούς ανθρώπους χωριού μου.  Ήταν Χριστούγεννα.  Αυτή ήταν η πηγή της χαράς, για τους απλούς αυτούς ανθρώπους.  Η Γέννηση του Χριστού ήταν η πηγή της χαράς γι’ αυτούς.  Είναι υπερβολή;  Αυτό κράτησα από το σκλαβωμένο σήμερα χωριό μου, για τη μέρα εκείνη των Χριστουγέννων. 

Θα καταγράψω αυτό που μικρό παιδί είδα με μάτια μου κάποια Χριστούγεννα στο χωριό μου.  Κάποιος που πιθανόν να έβλαψε κάποιον άλλο συγχωριανό μου και δεν αντάλλασαν ούτε καλημέρα μεταξύ τους, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του λίγο πριν το μεσημέρι ανήμερα των Χριστουγέννων λέγοντας του ‘’ήλθα να κάμουμεν χρόνους πολλούς, έν Χριστούγεννα σήμερα’’.   Θα κρατήσω αντί άλλης επεξήγησης το ‘’έν Χριστούγεννα σήμερα’’.  

«Τις γιορτές για να τις ζήσουμε πρέπει να έχουμε στο νου μας στις Άγιες Ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε τις Άγιες Ημέρες.    Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε Άγιας Ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας τον Θεό.  Έτσι να γιορτάζουμε με ευλάβεια κάθε γιορτή»*, έλεγε ο Όσιος Παΐσιος.

Διαβάζοντας αυτά που είπε ο Όσιος Παΐσιος, θυμήθηκα ότι στο σκλαβωμένο σήμερα χωριό μου τη Ζώδεια, οι απλοί εκείνοι άνθρωποι του χωριού μου, με αυτή την αγία απλότητα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα και πήρα το θάρρος να σημειώσω τούτα τα λίγα, για το πώς γιόρταζαν οι απλοί άνθρωποι του χωριού μου, τη μέρα εκείνη των Χριστουγέννων.

«Ο Χριστός με τη μεγάλη του αγάπη και με τη μεγάλη του αγαλλίαση που σκορπάει στις ψυχές των πιστών με όλες τις Άγιες Γιορτές του, μας ανασταίνει αληθινά αφού μας ανεβάζει ψηλά πνευματικά.  Αρκεί να συμμετέχουμε και να έχουμε όρεξη πνευματική να τις πανηγυρίζουμε πνευματικά»*, έλεγε ο Όσιος Παΐσιος.  Με αυτή την αγία απλότητα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα, αρκετοί κάτοικοι του σκλαβωμένου σήμερα χωριού μου.

*Οσίου Γέροντος Παϊσίου ‘’Περί προσευχής, Λόγος στ΄’’

XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (π.Δημ.Μπόκου)

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

π. Δημητρίου Μπόκου

«Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον»!

Ακατάληπτο, αλλά και πολύπλευρο μυστήριο η Γέννηση του Χριστού. Από όπου και να το πιάσει κανείς, είναι ξένο. Διαφορετικό από ό,τι γνωρίζαμε στον δικό μας κόσμο. Όλα τα του Χριστού, αλλά και τα της Παναγίας, είναι παράδοξα. Υπέρλογα. Πάνω απ’ τη συνήθη λογική.

Ο τρόπος της Γέννησης είναι πρόβλημα άλυτο. «Πώς ο εν υψίστοις οικών εκ παρθένου τίκτεται;» Πώς «εν μήτρα χωρείται γυναικός», αυτός που είναι τόσο μεγάλος, ώστε να έχει για θρόνο του τον ουρανό και υποπόδιο τη γη; Πολλοί προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση, με τη μόνη μέθοδο που ξέρει ο άνθρωπος: Τη λογική ανάλυση. Κάποιοι είπαν ότι δεν έγινε πραγματικά άνθρωπος ο Χριστός, αλλά φαινομενικά, εικονικά. Κάτι σαν φάντασμα, σαν όραμα, μια φαντασία, ένα ολόγραμμα. Άλλοι είπαν ότι η Παναγία γέννησε έναν απλό άνθρωπο και ότι μετά, σε κάποια άλλη φάση, ο Θεός ενώθηκε με αυτόν τον άνθρωπο. Ποια είναι η αλήθεια;

Την αλήθεια τη φανέρωσε ο Χριστός, όταν είπε για τον εαυτό του (τον Υιό και Λόγο του Θεού), ότι ήταν Θεός τέλειος, όπως ακριβώς και ο Πατέρας του. Αυτός «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Στη γη κατέβηκε ο ίδιος ο Χριστός, αυτοπροσώπως. Ο ίδιος που εισήλθε στην κοιλιά της Παναγίας ως Θεός, εξήλθε μετά ως Θεάνθρωπος. Παίρνοντας σάρκα από την Παρθένο, πρόσθεσε στη θεία του φύση και την ανθρώπινη. Ο Θεός σαρκώθηκε πραγματικά. Η Παρθένος κράτησε μέσα της προσωρινά τον ίδιο τον Θεό, προσθέτοντάς του τη σάρκα. Γέννησε τον Θεό ως άνθρωπο. Δεν γέννησε έναν απλό άνθρωπο για να ενωθεί μαζί του μετά ο Θεός, αλλά «δι’ αυτής διήλθεν ο Κύριος, εξ αυτής προήλθεν ο Ύψιστος». Γι’ αυτό και λέγεται Θεοτόκος. Αλλιώς θα ήταν απλώς ανθρωποτόκος, σαν όλες τις άλλες μητέρες.

Και όχι μόνο γεννήθηκε πραγματικά (και όχι φαινομενικά) ο Θεός, αλλά προσέλαβε και εντελώς καθαρή ανθρώπινη φύση. Αυτήν που εξαρχής είχε πλάσει ο ίδιος για τον Αδάμ. Με τα αρχέγονα δομικά της στοιχεία, το γνήσιο αρχέτυπο, χωρίς αμαρτία. Η αμαρτία δεν ανήκει στην αρχική φυσική δομή της ανθρώπινης φύσης, αλλά προέκυψε αργότερα, ως καρπός της θέλησης του ανθρώπου. Είναι καρπός επιλογής, στοιχείο επίκτητο. Η ανθρώπινη όμως θέληση του Χριστού, αφότου ενώθηκαν πάνω του οι δύο φύσεις, ήταν ευθυγραμμισμένη απόλυτα με τη θεία του θέληση. «Ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ’ εκ Θεού» γεννήθηκε. «Εκ Πνεύματος Αγίου». Χωρίς ουδεμία ροπή προς το κακό. Συνεπώς:

Ο Χριστός γεννήθηκε άνθρωπος αληθινός, όμοιος σε όλα με μας, εκτός από την αμαρτία. Καλά Χριστούγεννα

Τα σπάργανα του Χριστού

ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ. (Κατά Λουκάν, 2, 11-12)
Τα σπάργανα του Χριστού είναι οι φασκιές, δηλαδή οι μακριές και φαρδιές υφασμάτινες ταινίες, με τις οποίες τύλιγαν παλιά τα μωρά. Το έθιμο της σπαργάνωσης των νεογέννητων είναι πολύ παλιό, διήρκεσε επί χιλιετηρίδες και μόλις πρόσφατα σταμάτησε στην Ευρώπη (ίσως εδώ και σαράντα, πενήντα χρόνια).

Σύμφωνα με μια παράδοση, τα σπάργανα του Χριστού είχαν διασωθεί στα Ιεροσόλυμα και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από την Αγία Ευδοκία, σύζυγο του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β´. 

Τα σπάργανα του Χριστού ήταν πολύ δημοφιλή ως χριστολογικό κειμήλιο στο Βυζάντιο και έχει διασωθεί μια μικρογραφία στο χειρόγραφο «Σκυλίτζης της Μαδρίτης» στην οποίαν παριστάνεται λιτανεία ιερών κειμηλίων, ανάμεσα στα οποία ήταν και τα σπάργανα του Χριστού, από το Μέγα Παλάτιο των Βυζ. αυτοκρατόρων ως την Παναγία των Βλαχερνών. 

αὐχμοῦ δὲ γενομένου, ὡς ἐπὶ μῆνας ὅλους ἓξ μὴ καταρραγῆναι ὑετόν, λιτανείαν ἐποιήσαντο
οἱ τοῦ βασιλέως ἀδελφοί, ὁ μὲν Ἰωάννης βαστάζων τὸ ἅγιον μανδύλιον, ὁ μέγας δομέστικος
τὴν πρὸς Αὔγαρον ἐπιστολὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ πρωτοβεστιάριος Γεώργιος τὰ ἅγια σπάργανα.
καὶ πεζῇ ὁδεύσαντες ἀπὸ τοῦ μεγάλου παλατίου ἀφίκοντο ἄχρι τοῦ ναοῦ τῆς ὑπεραγίας
θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν. ἐποίησε δὲ καὶ ἑτέραν λιτὴν ὁ πατριάρχης σὺν τῷ κλήρῳ.
οὐ μόνον δὲ οὐκ ἔβρεξεν, ἀλλὰ καὶ χάλαζα παμμεγέθης καταρραγεῖσα συνέτριψε
τὰ δένδρα καὶ τὰς κεράμους τῆς πόλεως.
Πολύ γρήγορα μικροτεμάχια από τα σπάργανα του Χριστού ενσωματώθηκαν σε βυζαντινές σταυροθήκες Τιμίου Ξύλου μαζί με άλλα χριστολογικά και μαριολογικά κειμήλια, των οποίων οι κάτοχοι ήταν μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Κάποιες από αυτές τις βυζαντινές σταυροθήκες Τιμίου Ξύλου έχουν διασωθεί
Τουλάχιστον δύο σταυροθήκες με λείψανο των σπαργάνων του Χριστού έχουν διασωθεί στο Άγιον Όρος, το οποίο είναι ένας ανεξάντλητος θησαυρός κειμηλίων και λειψάνων που δεν έχει μελετηθεί ακόμα.
 
– στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου


– στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου 
Η σταυροθήκη της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους με Σπάργανα Χριστού.
Τα σπάργανα του Χριστού περιήλθαν στην κατοχή των Σταυροφόρων το 1204 με την κατάκτηση και δήωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους.
  
Το 1238, τα σπάργανα του Χριστού μαζί με άλλα χριστολογικά κειμἠλια αγοράστηκαν από τον Λουδοβίκο Θ΄ ή Άγιο Λουδοβίκο (25 Απριλίου 1214 – 25 Αυγούστου 1270), βασιλιά της Γαλλίας (1226-1270). Η αγορά έγινε προκειμένου να εδραιώσει τη φήμη του Παρισιού ως ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κέντρα στον κόσμο, κάτι που θα του έδινε μεγάλη αξία στην εποχή του.
 
Το 1789, κατά τη διάρκεια των ταραχών της Γαλλικής Επανάστασης, καταστράφηκαν μαζί με άλλα χριστολογικά κειμήλια που προέρχονταν από το Βυζάντιο.
  
Εκτός όμως από τη βυζαντινή παράδοση, τεμάχια από τα σπάργανα του Χριστού εμφανίστηκαν στη Δύση ακόμα και από τις αρχές του 9ου αιώνα, πχ στην Ισπανία (Κάδιθ, Οβιέδο), αλλά και αργότερα στην Ιταλία (Ρώμη), Κροατία (Ντουμπρόβνικ), Γερμανία (Άαχεν) κτλ που όμως βασίζονται σε εξωπραγματικές ιστορίες σχετικά με την απόκτησή τους πχ σε υποτιθέμενα δώρα που έλαβε ο Καρλομάγνος και ούτω καθεξής.