Category Archives: AΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ
«Να μαγειρέψουμε Αγάπη!» ~ Πρωτοχρονιά στα Καρούλια με τον πατέρα Ευφρόσυνο τον μάγειρα.
(Φωτο: Κατουνάκια, Άγιον Όρος, Χριστούγεννα του 2018)
«Να μαγειρέψουμε Αγάπη!»Πρωτοχρονιά με τον πατέρα Ευφρόσυνο τον μάγειρα.
Συγγραφή απο μνήμης, Δημήτρης Ρόδης.
Στην πανέρημο των ασκητών του Αγίου Όρους θα συναντήσεις εκείνο, που πάντα αναζητούσε η ψυχή σου. Οι πατέρες στα ασκητικά Καρούλια – Κατουνάκια έχουν να καταθέσουν λόγους από καρδιάς, που γαληνεύουν τις κουρασμένες από την βαβούρα και αλλοφροσύνη του κόσμου ψυχές.
Οι δυο φίλοι προσκυνητές, φιλοξενούμενοι στην ασκητική καλύβα, βρήκαν μιαν αγάπη που μοσχοβολά, που εισέρχεται στα εσώτερα φύλα της ψυχής σου, και τις χαρίζει μια πρωτόγνωρη ανάπαυση.
Μοναδική παραφωνία, ο γηροντότερος των πατέρων της μικρής συνοδείας, ο πατέρας Ευφρόσυνος ο μάγειρας! Μορφή βαθιά ασκητική, από εκείνες που θαρρείς, πως ξεπρόβαλαν αναπάντεχα από αρχαία γεροντικά και συναξάρια…
Ετών 90.. λιπόσαρκος, πρόσωπο λεπτό. Βαθιές ρυτίδες αποτύπωναν αγώνες μιας ζωής, χιλιάδες προσευχές και αγρυπνίες. Το κομποσχοίνι, η ευχή… Φως που αναλάμπεται, ψυχή βαθιά, καρδιά ζώσα, που χαράζει Αναστάσιμη πορεία…
Αυστηρότητα σε κάθε λόγο, παρατηρήσεις, σαν μιαν μορφή αμφισβήτησης, σαν κάποιος να σου χάλασε την ησυχία. Σου λέει: «θα τους διώξω, δεν έχουν λόγο πραγματικό να βρίσκονται εδώ… τουρίστες. Άλλωστε έρχεται πρωτοχρονιά, εδώ θα κάτσουν; θα φύγουν»…
Ξάφνου μία έκπληξη: Ο ένας έφυγε, ο άλλος έμεινε. Ο ασκητής σαν να απόρησε: «τι κάνει αυτός εδώ»…
Σώμα γερασμένο, σάρκα γεμάτη πληγές.Μιλούσε περίτρανα ο βίος.
Τα λόγια κάνουν στην πάντα. Ο προσκυνητής ένιωσε να πονά η ψυχή του. Ήταν τόσο λίγος απέναντι στον Θεό, και στον Ευφρόσυνο τον μάγειρα… Πόνεσε βαθιά, ένιωσε τους αγώνες μιας ολάκερης ζωής. Θυσία. Σταυρός. Προσφορά εαυτού στον Θεό.

Στην βραδινή ακολουθία κοιτούσε ξανά τον γερο ασκητή. 3,5 ώρες σιωπηλής συνομιλίας με τον Θεό. Ακολουθία με κομποσχοίνι… κάθε κόμπος και ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με».
Αισθάνθηκε την ανάγκη για μια ευχή, ένα κομποσχοίνι για την ασκητική μορφή. Μάτια που γέμισαν δάκρυα, καρδιά που έγινε φωτιά… η βίωση της αναξιότητας, έναντι του ασκητή.
Το ξημέρωμα τους βρήκε να ανταμώνουν στην πόρτα του κελιού του. «Ευλογείτε γέροντα» αποφάνθηκε ο προσκυνητής… μια καθυστέρηση, αναμονή για τον αυστηρό λόγο του γέροντα και προσμονή για την εκφώνηση «Ο Κύριος», όπως αρμόζει…
«Ευλογείτε»… ακούστηκε και η ασκητική μορφή. Ο προσκυνητής πάγωσε. Ο λόγος του γέροντα συνέτριψε την καρδιά του. Ένας λυγμός. Έσπασαν τα μέσα του… Ο λόγος, η χροιά της φωνής… κάτι αλλιώτικο έκανε την εμφάνιση του.
Ω της ταπείνωσης απαύγασμα! Ω της Αρετής το καύχημα! Ω της καθαρής καρδιάς η απόκριση! Ω της αγνότητος πλούτος! Θαρρείς και ο σκληροτράχηλος γέροντας γνώριζε καλά.. εκείνο, το πονετικό κομποσχοίνι της αγρυπνίας.
Παραμονή πρωτοχρονιάς, ένας-ένας έπαιρνε την θέση του για την ακολουθία… Ο προσκυνητής έπιασε ένα στασίδι, από αυτά της σειράς, δίπλα σε έναν πατέρα… και να, ο λογισμός της υπερηφάνειας έκανε την εμφάνισή του.
Ω! Πόσο ζήλεψε εκείνο το στασίδι το μόνο του! Αυτό που έστεκε μονάχο, ξέχωρα από τα άλλα, από εκεί που «επιβλέπεις» όλο τον χώρο του ασκητικού παρεκκλησίου…

Δεν τολμούσε όμως να καθίσει εκεί, όχι-όχι, δεν του αρμόζει. «Μπα ανάξιε!» συλλογίστηκε, «τι υπερήφανα σκέπτεσαι»;…
Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή του πατέρα Ευφρόσυνου: «θα κάθεσαι», ακούστηκε επιτακτικά, «αυτή είναι η θέση σου», δείχνοντας με το χέρι του ο ασκητής… το στασίδι εκείνο! Το μοναχό!
Τα ‘χασε! Έμεινε να κοιτάζει ανήμπορος να ψελλίσει κάτι στην ασκητική μορφή… και τράβηξε κατά το στασίδι. Ο γέροντας Ευφρόσυνος ο ταπεινός, είχε δει ξεκάθαρα τον λογισμό του…
Και ως Πατέρας Πνευματικός και αγαπητικός, γνωρίζον την θυσιαστική αγάπη στην ανωτέρα της μορφή, την ταπεινή, προέτρεξε να αναπαύσει τον άσωτο προσκυνητή… που βίωνε νέα συντριβή από την πατερική παιδαγωγία του γέροντα…
Ένας λυγμός, η ψυχή δακρυρροούσα, το χέρι γλίστρησε στο κομποσχοίνι, ένας κόμπος, μιαν ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον τον δούλο σου, πατέρα Ευφρόσυνο, τον μάγειρα».
Μια κλεφτή ματιά στον γέροντα, το πρόσωπό του… ένα ολόγλυκο χαμόγελο χαραγμένο στην ασκητική μορφή, γέμισε ανείπωτη αγαλλίαση την ψυχή του. Και χάραζε μνήμες βιώματος μυστικού, βαθιά μέσα στην άσωτη καρδιά του, κάνοντας εκείνη την πρωτοχρονιά, ίσως την ωραιότερη της ζωής του…
Είναι η ανιδιοτελής και θυσιαστική αγάπη, εκείνη που αναπαύει τις ψυχές και γιατρεύει τις πληγές των ανθρώπων.
Εκείνη η σπάνια μορφή αγάπης, που ξεχειλίζει από την χάρη της αγιότητας, του ασκητικού βίου, της αγαθής, ταπεινής, απερίεργης και απλής καρδιάς… όπως του Πατέρα Ευφρόσυνου του μάγειρα. Έτσι όπως βιώθηκε, μια πρωτοχρονιά στα Ασκητικά Κατουνάκια…
Αυτήν την «πρωτοχρονιά», εύχομαι ολόψυχα να ζήσουμε όλοι μας τον νέο χρόνο, της όντως παν-Αγάπης.
Καλή χρονιά κόσμε, είθε να «μαγειρέψουμε» Αγάπη!…
«Να μαγειρέψουμε Αγάπη!»Πρωτοχρονιά στα Καρούλια, με τον πατέρα Ευφρόσυνο τον μάγειρα.
Πηγή: https://pneumatoskoinwnia.blogspot.com/
Επιστολή διαμαρτυρίας Αγιορειτών Πατέρων κατά της βλασφημίας του Ηλία Μόσιαλου κ.α
Κάπως έτσι συνήθιζαν οι παλαιότεροι Ρωμιοί να αντιμετωπίζουν τις ανίατες-ανίκητες επιδημίες!

“Ο Τίμιος Σταυρός μάς έσωσε αμέσως από τον ισχυρό λοιμό και τον αιφνίδιο θάνατο”!
Στις 28 Νοεμβρίου του 1873, η κοινότητα Μαριών της Θάσου συνέταξε επιστολή που ακολούθως απέστειλε προς την Ιερά Μονή Ξηροποτάμου Αγίου Όρους, η οποία είχε μετόχι στην κοινότητα και πληροφορεί τον ηγούμενο της Μονής, πως για διάστημα έξι μηνών υπάρχει στην περιοχή τους “ισχυρός λοιμός”. Η μεταδοτική αρρώστια πανούκλα.
Είναι, βεβαίως, γνωστό πως η Μονή Ξηροποτάμου ανάμεσα στα ιερά θησαυρίσματά και τα λοιπά της κειμήλια διαθέτει και μέρος του Τιμίου Σταυρού. Για τον λόγο αυτό, όπως αναφέρουν οι υπογράφοντες την επιστολή, δηλαδή “άπαντες οι κάτοικοι του χωριού”, ο προεστός και οι δημογέροντες: “θερμοπαρακαλούμεν την υμετέραν Πανοσιολογιώτητα, όπως […] μας αποστείλητε τον Τίμιον Σταυρόν Του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ελπίζομεν ότι αφού προσπέσωμεν μετά δακρύων προς αυτόν εξαλειφθή ούτος ο ισχυρός λοιμός εκ της χώρας ημών. Είμεθα ευέλπιδες δε ότι θέλει εισακουσθή αύτη η δέησις ημών προς την υμετέραν Πανοσιολογιώτητα. Υγιαίνετε”.
Στις 12 Φεβρουαρίου της επομένης χρονιάς (1874) “άπασα η κοινότης του χωριού Μαριών”, ο προεστός των Μαριών και δημογέροντες της κοινότητας στέλνουν νέαν επιστολή προς την Ιερά Μονή. Αυτήν την φορά απευθύνονται προς τους επιτρόπους της Μονής στους οποίους αναφέρουν:
– Πανοσιώτατοι Κύριοι Επίτροποι της Ιεράς και Σεβασμίας Μονής Ξηροποτάμου, υιικώς ασπαζόμεθα. Σπεύδομεν δια της παρούσης επιστολής ημών, ίνα καθυποβάλλωμεν υπόψιν ότι ευθύς άμα έφθασεν ενταύθα ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ον και εδέχθημεν μετ’ ευλαβείας και χαράς, συνοδευόμενος μετά του συναδέλφου υμών ιερομονάχου κυρίου Ακακίου και της συνοδείας αυτού οσιοτάτου κυρίου Ανατόλη. Αμέσως η καταμαστίζουσα ημάς ασθένεια έπαυσεν και ευχαριστούμεν, πρώτον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και δεύτερον των την Αγίαν Υμών Μονήν οικούντων Αγίων Πατέρων, επειδή μας έπεμψαν τοιούτον θησαυρόν και ελευθέρωσαν ημάς εκ αιφνιδίου θανάτου”. […]
Από το άρθρο, “Το μετόχι της Ι.Μ. Ξηροποτάμου στις Μαριές και η συμβολή του στις περιοδείες του Τιμίου Σταυρού στα χωριά της Θάσου”, των Γεωργίου Χαλκιά και Πέτρου Τζίμα, όπως δημοσιεύεται στην έκδοση “Θασιακά”, περιοδική έκδοση της Εταιρίας Θασιακών Μελετών και της Θασιακής Ένωσης Καβάλας, τόμος 20ός, 2020, έκδοση δήμος Θάσου, περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, περιφερειακή ενότητα Καβάλας.
Η/Υ ΠΗΓΗ: Πεμπτουσία.gr: 28 Νοεμβρίου 2020 Παρουσίαση Στέλιος Κούκος
Σημείωσις του orp:
Κάπως έτσι συνήθιζαν οι παλαιότεροι Ρωμιοί να αντιμετωπίζουν τις ανίατες-ανίκητες επιδημίες! Εμείς λοιπόν σήμερα, γιατί δεν μπορούμε να ξανακάνουμε ό,τι και οι πρόγονοί μας;
62 χρόνια από την κοίμηση του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή (1897-1959)

Ήταν 15/28 Αυγούστου του 1959 όταν ο Όσιος -γέροντας τότε- Ιωσήφ ο Ησυχαστής ή Σπηλαιώτης έφευγε για την ουράνια πατρίδα. Φέτος, είναι η δεύτερη φορά μετά την αγιοκατάταξή του από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (στις 9 Μαρτίου 2020), που τιμάται η μνήμη του Οσίου, ο οποίος εκοιμήθη ακριβώς την ημέρα, που εορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου στο Άγιον Όρος (με το παλαιό εορτολόγιο). Έτσι, στο Περιβόλι της Παναγίας η απόδοση τιμής στη μνήμη του Οσίου μετατίθεται για αύριο (29/8) κι απόψε γίνεται πανηγυρικός Εσπερινός.

Η παρακαταθήκη που άφησε ο Όσιος είναι μεγάλη.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν εκείνος που γέννησε πνευματικά τη συνοδεία της Ιεράς και Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι έγιναν οι ίδιοι θεμέλιο και ρίζα. Ο μακαριστός παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε για τον Όσιο: «Πιστεύσατέ με Πατέρες! Εμείς τίποτε δεν κάναμε! Εμείς τα παρελάβαμε έτοιμα όλα από τον Γέροντά μας τον Ιωσήφ!»
Ήταν η αναγνώριση της θυσίας που κάνει ο πνευματικός πατέρας, για να αφήσει ιερά παρακαταθήκη ζωής στα πνευματικά του τέκνα τον ζωντανό και βιωμένο λόγο του Ευαγγελίου. Και η αναγνώριση ερχόταν από έναν άλλον πνευματικό πατέρα, που, επίσης, κατέβαλε μέγιστες προσπάθειες και πόνους, αφήνοντας τελικά αγαθούς πνευματικούς καρπούς.
Όπως είχε πει πέρυσι, στην πρώτη πανήγυρη για τον Όσιο, στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, ο Καθηγούμενος Γέροντας Εφραίμ ο Βατοπαιδινός: «ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής υπήρξε ο μεγάλος ανανεωτής της πατερικής παράδοσης στο Άγιον Όρος σε εποχές δύσκολες για την Αθωνική Πολιτεία, καθώς και συνεχιστής της ησυχαστικής και φιλοκαλικής παραδόσεως». Ακόμα, στην τότε ομιλία του στην τράπεζα της Μονής είχε τονίσει ότι ήταν μεγάλη ευλογία για την Βατοπαιδινή Αδερφότητα να προέρχεται από την ρίζα του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή, καθώς ο μακαριστός Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός, όπως και ο άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης και οι μακαριστοί Γέροντες Εφραίμ Φιλοθεΐτης και Χαράλαμπος Διονυσιάτης, υπήρξε μέλος της συνοδείας του οσίου Πατρός και μαζί με άλλες οσιακές αγιορείτικες μορφές επάνδρωσαν Μονές εντός και εκτός Αγίου Όρους.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος και η πέριξ Αυτού Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν προχώρησε στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή, έγραψε ότι έδωσε αίμα και έλαβε πνεύμα, ενώ μετέδωσε ένθεα παραδείγματα:
«Οσιώτατοι, ο τε Καθηγούμενος Αρχιμανδρίτης κύριος Εφραίμ και οι λοιποί πατέρες της εν Αγίω Όρει καθ ημάς Ιεράς Βασιλικής, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Βατοπαιδίου, τέκνα εν Κυρίω πολυφίλητα της ημών Μετριότητος, χάρις είη τη υμών Οσιότητι και ειρήνη παρά του πλουσιοδώρου Θεού ημών.
Ασμένως επληροφορήθημεν δια του υπ ἀριθμ. Πρωτ. 1143/20.1.1 και από ιζ´ Οκτωβρίου ε.ε. γράμματος της αγαπητής Οσιότητος υμών, την πρόθεσιν της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, όπως προβή εις την έκδοσιν εγκολπίου Ημερολογίου, αφιερωμένου εις τον Οσιώτατον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστήν, επί τη συμπληρώσει εκατόν είκοσιν ετών από της γεννήσεως αυτού.
Η γέννησις του ανδρός τούτου υπήρξε προάγγελος, κατά τινα τρόπον, και της κατά την εποχήν μας λαμπράς επανδρώσεως του Αγίου Όρους, καθ᾽ όσον πλειάς μοναζόντων εντός του Αγιωνύμου Όρους ανάγουν την πνευματικήν αυτών πατρότητα εις αυτόν. Αλλά και η αναζωπύρωσις του ησυχαστικού πνεύματος, η αναβίωσις του μοναστικού ιδεώδους και τυπικού εις το περιβόλιον της Παναγίας και εκτός αυτού συνδέεται αρρήκτως μετά της μακαρίας και ευλογημένης προσωπικότητος εκείνου.
Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, «δους αίμα και λαβών πνεύμα», εβίωσε το εθελούσιον και αναίμακτον μαρτύριον της μοναχικής πολιτείας, το οποίον και μετέδωκεν εις τα πνευματικά αυτού τέκνα δια του ενθέου παραδείγματος αυτού. Μακράν της τύρβης του κόσμου, εκαλλιέργησε προσευχητικώς την άμεσον και προσωπικήν κοινωνίαν μετά του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου, την οποίαν όλως εξαιρέτως ηγάπα, αξιωθείς, ούτω, να παραδώση το πνεύμα αυτού κατά τον εορτασμόν της προς ουρανούς μεταστάσεως αυτής και γενόμενος δια τον τεταραγμένον κόσμον της σήμερον υπόδειγμα αφιερώσεως εις τον Θεόν και εις την Εκκλησίαν του, σύμβολον ειρήνης και ενότητος. Και όντως, ο μακάριος ούτος ανήρ υπήρξε διάκονος της καταλλαγής, διότι εις περίοδον ερίδων και αποσχιστικών κινήσεων μεταξύ των μοναχών του Αγίου Όρους εξ αιτίας του ημερολογιακού ζητήματος, υπερημύνθη σθεναρώς της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχων δε την πληροφορίαν ότι «η Εκκλησία ευρίσκεται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως», απέκοψε πάσαν κοινωνίαν μετά των ζηλωτών, διδάσκων την υπακοήν εις τον εκάστοτε Πρώτον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτοι τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, τον και Επίσκοπον της Αγιωνύμου Πολιτείας.
Επευλογούντες, όθεν, την νέαν ταύτην πρωτοβουλίαν του πολυσχιδούς πνευματικού, εκδοτικού και πολιτισμικού έργου της Ιεράς υμών Μονής, συγχαίρομεν πατρικώς, επικαλούμεθα δε πλουσίαν την Χάριν και το Έλεος του καιρών και χρόνων κυριεύοντος Θεού Λόγου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εφ ὑμᾶς και επί τους εντευξομένους εις το παρόν Ημερολόγιον».
Ακούστε τον μακαριστό -πλέον- γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας να περιγράφει την κοίμηση του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή, ο οποίος είχε την πληροφορία ότι θα έφευγε, στον Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονα και άλλους πατέρες. Η λήψη έγινε στο αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής του Αγ. Αντωνίου στην Αριζόνα των ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2014:
Σύντομος βίος του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή (1897-1959)
Η μητέρα του προγνώριζε ότι θα λάβει το αγγελικό σχήμα
Tο έτος 1897 γεννήθηκε στις Λεύκες του μικρού Κυκλαδίτικου νησιού της Πάρου από φτωχούς, απλοϊκούς και ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Μαρία. Ο πατέρας του δεν έζησε αρκετά και η μητέρα ανέλαβε την προστασία της οικογένειας. Η μητέρα του ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού, ευλογημένη ψυχή με απλότητα που συχνά έβλεπε υπερφυσικά φαινόμενα στη ζωή της.
Όταν ο Γέροντας έφυγε για μοναχός η μητέρα του είπε στους δικούς της ότι το γνώριζε από τη γέννησή του. Διηγήθηκε το εξής: «Όταν γέννησα τον Φραγκίσκο μου (αυτό ήταν το κοσμικό όνομά του) και ήμουνα ακόμη στο κρεββάτι με το μωρό δίπλα μου άνοιξε η στέγη και ένας φτερωτός νέος που έλαμπε άρχισε να ξεσκεπάζει το μωρό με πρόθεση να το πάρει. Όταν διαμαρτυρήθηκα, μου είπε ότι γι’ αυτό ήρθε και αυτή είναι η “απόφαση”. Μου έδειξε σε ένα σημειωματάριο, γραμμένη μια εντολή, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το μικρό. Όταν αντιστάθηκα, ο Άγγελος μου έδωσε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα σταυρού και μου πήρε το μωρό». Από τότε πίστευε ότι κάποτε ο Φραγκίσκος θα ακολουθούσε τον Χριστό.
Ο Γέροντας ως την εφηβική του ηλικία παρέμεινε στο χωριό του και βοηθούσε την μητέρα του στις διάφορες εργασίες του σπιτιού. Μετά έφυγε στον Πειραιά, εργαζόταν στο Λαύριο ως μικροέμπορος, ώσπου πήγε να υπηρετήσει στο ναυτικό. Στην ηλικία των εικοσιτριών ετών είχε κέντρο των κινήσεών του την Αθήνα. Άρχισε να μελετά πατερικά βιβλία και τον εντυπωσίαζε η ζωή των αυστηρών ασκητών. Μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό του έδωσε το εξής όνειρο: «Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι περνούσα έξω από τα ανάκτορα και αμέσως με πήραν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς και με ανέβασαν στο παλάτι. Δεν κατάλαβα τον λόγο και διαμαρτυρήθηκα. Τότε μου αποκρίθηκαν με καλοσύνη να μη φοβούμαι, αλλά να ανέβω, γιατί είναι θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε σε ένα πολύ υπέροχο ανάκτορο, ανώτερο από κάθε επίγειο, μου φόρεσαν μια ολόλευκη και πολύτιμη στολή και μου είπαν· από εδώ και εμπρός θα υπηρετείς εδώ, και με πήραν να προσκυνήσω τον Βασιλέα.

Ξύπνησα αμέσως και αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω η να σκεφτώ τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεφτικός. Άκουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς εκείνη η εντολή “από τώρα και μπρος θα υπηρετείς εδώ”. Όλη μου η κατάσταση εσωτερικά και εξωτερικά άλλαξε».
Έφευγε από τον θόρυβο της πόλεως και πήγαινε περισσότερο στην Πεντέλη όπου περνούσε ως ασκητής με πολλή νηστεία και αγρυπνία. Κάποτε συνάντησε κάποιον Γέροντα Αγιορείτη μοναχό και αποφάσισε να μεταβεί στον Άθωνα, όπου πίστευε πως θα έβρισκε Πατέρες στα μέτρα εκείνα που διάβαζε στους βίους τους.
Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Κατουνάκια. Εκεί ζούσε τότε ο αείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ο ιδρυτής της αδελφότητος των Δανιηλαίων. Ο Γέροντας Δανιήλ ήταν ευλαβής, συνετός, με μεγάλη πείρα της ασκητικής ζωής. Σ’ όλη τη ζωή του έμεναν ζωντανές οι αγαθές εντυπώσεις από την αδελφότητα και τον οσιότατο Γέροντα. Δεν έμεινε όμως μαζί του, αναχώρησε για την Βίγλα, πλησιέστερα προς την Μονή της Μεγίστης Λαύρας, γιατί αγαπούσε την ησυχαστική ζωή.
Φιλοξενήθηκε από έναν Γέροντα αλλά δεν αναπαύθηκε, γιατί δεν βρήκε αυτό που ζητούσε. Αποσυρόταν σε ένα απόμερο τόπο και προσευχόταν παρακαλώντας με δάκρυα τον Θεό να τον βοηθήσει.
«Ζητούσα και έλεγα πως δεν θα φύγω από εκεί, αν δεν μου δείξει το έλεός Του και αν δεν μου δώσει θάρρος. Απευθυνόμουνα στην Δέσποινά μας και την ικέτευα. Όπως ήμουν εκεί και κοίταζα προς τον Άθωνα, όπου φαινόταν καλά και το μέρος με το εκκλησάκι της Παναγίας μας, σαν να αισθάνθηκα μέσα μου ένα σκίρτημα χαράς. Αμέσως βλέπω μία φωτεινή ακτίνα να βγαίνει από την εκκλησία της Παναγίας και σαν ουράνιο τόξο ήρθε και ακούμπησε επάνω μου. Αμέσως αλλοιώθηκα όλος και ξέχασα τον εαυτό μου. Γέμισα φως μέσα στην καρδία μου, έξω και παντού και δεν αισθανόμουνα αν έχω σώμα. Τότε άρχισε να λέγεται η ευχή μέσα μου τόσο ρυθμικά, που απορούσα, γιατί εγώ δεν προσπαθούσα – μόνο έβλεπα και άκουγα ταυτοχρόνως, και θαύμαζα. Μου φαινόταν ότι είχα δύο εαυτούς, γιατί έβλεπα την εσωτερική μου κατάσταση όλη φως, πνευματική ευωδία και χαρά με αδιάλειπτη την ευχή, αλλά και ολόκληρος ήμουν καλυμμένος από το φως και θαύμαζα το μεγαλείο του θείου ελέους. Αμυδρά, όσο είναι δυνατόν αυτή την ώρα να ελέγξει κάποιος τους λογισμούς του, σκεφτόμουνα ότι αυτή είναι η Χάρις, που παρηγορεί όσους θέλει κατά την Πατερική παράδοση. Δεν γνωρίζω πόσο κράτησε η κατάσταση αυτή, ώσπου το κατάλευκο εκείνο φως αποσύρθηκε πάλι εκεί από όπου προερχόταν. Τότε συνήλθα και είδα ότι ήμουν στον τόπο όπου είχα αρχίσει να προσεύχομαι. Συμπέρανα όμως ότι πέρασε αρκετή ώρα, γιατί πλησίαζε το ηλιοβασίλεμα. Από τότε δεν έφυγε από μέσα μου η κατάσταση αυτή της ευχής. Λεγόταν στην καρδία μου χωρίς κόπο, αλλά δεν είχε την υπερβολική εκείνη ενέργεια που είχε όταν ήρθε την πρώτη φορά».
Από τότε και εξής προσπαθούσε να βρίσκεται διαρκώς σε μέρη ήσυχα, απόκεντρα και κατάλληλα για ησυχία και προσευχή. Έφυγε πια από την Βίγλα και πήγαινε σε διάφορα σπήλαια και μέρη, αγωνιζόμενος να κρατήσει μέσα του την ευχή. Πιο πολύ σύχναζε στο ναΰδριο της Κυρίας μας Θεοτόκου στις παρυφές της κορυφής, από όπου του συνέβη το μεγάλο γεγονός, και καλλιεργούσε με πολλή ακρίβεια την ευχή.
Την ημέρα της εορτής της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ανέβηκε στην κορυφή μαζί με τους πατέρες που πήγαν να εορτάσουν. Εκεί συνάντησε τον π. Αρσένιο, τον μετέπειτα αχώριστο σύντροφο και συναγωνιστή του.
Πήγαν μαζί να συμβουλευτούν τον διακριτικό Γέροντα Δανιήλ στα Κατουνάκια, από που και πως να αρχίσουν τον πνευματικό αγώνα τους χωρίς τον κίνδυνο της πλάνης. Ο Γέροντας τους υπέδειξε να μην ξεκινήσουν, αν δεν σφραγίσουν το έργο τους με την ευλογία της υπακοής. «Έχετε Γέροντα; Χωρίς την ευλογία του Γέροντος τίποτε δεν ευδοκιμεί».
Υποτάχθηκαν στον Γέροντα Εφραίμ που είχε την καλύβη του Ευαγγελισμού στα Κατουνάκια. Εκεί ο Γερο-Εφραίμ έκανε μεγαλόσχημο τον Γέροντα Ιωσήφ. Η κουρά του έγινε στο σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου. Έπειτα μαζί με τον Γέροντά τους Εφραίμ έφυγαν για τη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου για περισσότερη ησυχία και άσκηση. Μετά την κοίμηση του Γέροντά τους άρχισαν τους μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Αμέριμνοι κινούνταν από τόπο σε τόπο, ζούσαν με άσκηση στην κορυφή του Άθωνα και στα γύρω χαμηλότερα μέρη. Ο λόγος που δεν έμεναν μόνιμα κάπου, ήταν γιατί ήθελαν να παραμένουν άγνωστοι στους πολλούς. Τον χειμώνα επέστρεφαν στο καλύβι τους και ησύχαζαν εκεί ως το Πάσχα.
Ο Γέροντας Ιωσήφ δεν υποχωρούσε στην αγωνιστικότητα και ιδίως στην προσπάθεια της ευχής. Ήταν αδιάλλακτα αυστηρός στον εαυτό του έχοντας ως βάση τους κανόνες της φιλοπονίας. Νήστευε πολύ και αγρυπνούσε περισσότερο για να δαμάσει το σώμα και να μαράνει τα πάθη. Έτρωγε κάθε μέρα μόνο 75 γρ. παξιμάδι τρεις ώρες πριν τη δύση του ηλίου. Εργόχειρο δεν έκανε, αν και γνώριζε άριστη ξυλογλυπτική.
Με την εφαρμογή του αγωνιστικού προγράμματος άρχισε ο πόλεμος των σαρκικών παθών. Ο Γέροντας τον αντιμετώπιζε με την θερμότητα του ζήλου, με την ορμή της αθλητικής προθέσεως, με την πείρα της θείας αντιλήψεως και με πρακτικές μεθόδους όπως παρατεταμένη αγρυπνία, περισσότερη δίψα, μακρά ορθοστασία και με ξυλοδαρμό. Όταν στον πόλεμο αυτόν συστελλόταν η Χάρις πολύ βοηθούσε η ανθρώπινη παρηγοριά από γνησίους αδελφούς. Αυτό για τον Γέροντα ήταν πολύ δύσκολο, γιατί η αποφυγή των συναναστροφών χάριν της ησυχίας παρεξηγήθηκε από τους πολλούς που τον θεωρούσαν πλανεμένο, αποκρουστικό, τον ειρωνεύονταν, τον χλεύαζαν και τον απέφευγαν. Η μόνη παρηγοριά ήταν ο πνευματικός παπα-Δανιήλ, που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου.
Στον πνευματικό πόλεμο είχε πολλές αντιλήψεις της Χάριτος και σε όραμά του άκουσε την Παναγία να του λέει ότι πρέπει να έχει την ελπίδα του σ’ Αυτήν. Έλεγε στους υποτακτικούς του ότι το «ας έχει την ελπίδα του σε μένα», ήταν από τότε η μόνιμη παρηγοριά του.
Στο καλύβι τους, στον Άγιο Βασίλειο, έκτισαν ένα μικρό εκκλησάκι στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου όταν αποφάσισαν να μην περιφέρονται. Εκεί δέχτηκαν για συνοδία τρεις αδελφούς μεταξύ των οποίων και τον π. Αθανάσιο, τον κατά σάρκα αδελφό του. Έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί πατέρες πήγαιναν να τον συμβουλευτούν.
Η μείωση της αμεριμνίας και ησυχίας τον ανάγκασε τον Ιανουάριο του 1938 να μετακομίσει με τον π. Αρσένιο στις απόκρημνες σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννας. Σ’ ένα από τα σπήλαια αυτά υπήρχε και εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Διαμόρφωσαν εκεί τον χώρο, έκτισαν και μερικά κελλιά και παρέμειναν στο σπήλαιο αυτό έως και το 1947. Στη συνοδία προστέθηκαν νέα μέλη. Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ (Βατοπαιδινός), ο παπα-Χαράλαμπος μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Διονυσίου και ο παπα-Εφραίμ ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου.
Ούτε η αυστηρότητα του προγράμματος, ούτε οι στερήσεις των απαραίτητων αναγκών, ούτε το απότομο και απαρηγόρητο του τόπου, ούτε οι αναγκαίες αχθοφορίες για την συντήρηση έξι έως επτά ατόμων λύγιζαν την πρόθεση γιατί η θεία Χάρις και το έλεος του Θεού ήταν με τη συνοδία. Όταν όμως τα προβλήματα υγείας έγιναν εμφανέστερα, μια μέρα του Ιουνίου του 1953 λέει ο Γέροντας στον π. Αρσένιο: «Αρσένιε, η παραμονή μας εδώ μου φαίνεται τελείωσε. Τα παιδιά αρρώστησαν. Ποιός θα κοιτάξει τον άλλον; Αυτοί εμάς η εμείς αυτούς;». Αποφάσισε τότε η συνοδία να μετακινηθεί πλησιέστερα προς τη θάλασσα, για λόγους οικονομίας. Ο Γέροντας θυσίασε την προσωπική του ησυχία και γαλήνη για να «οικονομήσει» την αδυναμία των υποτακτικών του. Προτιμήθηκε η Νέα Σκήτη μετά από παρακίνηση του π. Θεοφύλακτου που ήθελε να μείνει με τη συνοδία. Στην αρχή έμειναν οι πατέρες στην καλύβη των Αγίων Αναργύρων. Την προσοχή του Γέροντος τράβηξαν τα εκτός της Σκήτης ερημικά καλύβια, που τότε ήταν ακατοίκητα. Μετά από συνεννόηση με την κυρίαρχη Μονή του Αγίου Παύλου πήρε όλες τις μεμονωμένες καλύβες γύρω από τον πύργο της Σκήτης. Στο κάθε καλύβι έμενε ένας η δύο και μόνο σε ορισμένες ώρες της ημέρας ή στη Λειτουργία μαζεύονταν όλοι μαζί στην καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Η επιμονή του Γέροντος να μην υποχωρεί στις προσωπικές του τυπικές διατάξεις και οι κόποι των μετακινήσεων τον κατέβαλαν τελείως. Δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη, έφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του. Οι τελευταίες ημέρες του ήταν πολύ οδυνηρές γιατί η προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια εμπόδιζε την αναπνοή του. Τις τελευταίες σαράντα ημέρες δεν έτρωγε τίποτε· μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα.
Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και αναλογιζόμενος την επόμενη μέρα, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Την ημέρα της μνήμης της Κυρίας Θεοτόκου μετέλαβε για τελευταία φορά λέγοντας «εις εφόδιον ζωής αιωνίου». Η Παναγία εκπλήρωσε την υπόσχεσή Της με την τελευταία δωρεά Της, να παραλάβει την ψυχή του την ημέρα της Κοιμήσεώς Της. Αφού έδωσε σε όλους την ευχή του, σήκωσε τα μάτια του ψηλά και έβλεπε επίμονα επί δύο λεπτά περίπου. Κατόπιν γύρισε και γαλήνιος είπε: «Όλα ετελείωσαν, φεύγω, αναχωρώ, ευλογείτε!». Και με τις τελευταίες λέξεις έγειρε το κεφάλι του δεξιά, ανοιγόκλεισε δυo-τρεις φορές ήρεμα το στόμα και τα μάτια, και αυτό ήταν. Παρέδωσε την ψυχήν του σε Εκείνον, τον Οποίον πόθησε και υπηρέτησε εκ νεότητος.

Όλη η ζωή του Γέροντος Ιωσήφ θυμίζει τους παλαιούς ασκητές της ερήμου. Ήταν ανδρείος πολεμιστής εναντίον των παθών και βίαζε τον εαυτό του σε αφάνταστο βαθμό. Απέκτησε πολλή καθαρότητα και αγνότητα ψυχής και σώματος και είχε ως παράδειγμα πάντα την Παναγία μας. Πέρασε όλα τα στάδια της πνευματικής ζωής και γνώρισε εμπειρικά όλα τα θεία χαρίσματα αυτών των καταστάσεων. Ήταν έμπειρος, διακριτικός, και απλανής πνευματικός οδηγός της πνευματικής ζωής. Η ζωή του και η διδασκαλία του είναι μια ορθόδοξη εμπειρική θεολογία. Είχε γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Σε μία περίοδο που το λεγόμενο «ζηλωτικό» ζήτημα είχε ταράξει όλο το Άγιον Όρος, αυτός είχε λάβει την εκ Θεού πληροφορία ότι «η Εκκλησία βρίσκεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη». Υπολογίζεται ότι από την «ρίζα» του προέρχονται άμεσα η έμμεσα περισσότεροι από 1.000 μοναχοί και μοναχές.
Ἀναμνήσεις ἀπό τόν ὅσιο Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη
Γιατὶ ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό – Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής
___
Ἐρωτ.: Γέροντα, μᾶς μιλήσατε προηγουμένως γιά τό ἀτελές τοῦ Ἀπ. Πέτρου, πρό τῆς Πεντηκοστῆς. Λόγω τῆς ἀτέλειάς του ἀρνήθηκε τόν Κύριό μας;
Ἀπαντ.: Τό θέμα τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου, κατά τίς κρίσεις τῶν Πατέρων, εἶναι οἰκονομία. Διότι δέν ἦτο δυνατό ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἰς ὅλη τήν περίοδο ποὺ ἦταν μαζί μέ τόν Χριστό καί ἔδειξε τόσο ζῆλο καί τόση ταπεινοφροσύνη, νά πέση σέ τόσο μεγάλο λάθος, νά ἀρνηθῆ τρεῖς φορές τόν Δεσπότη Χριστό. Δέν εἶναι λογικό αὐτό. Θυμηθεῖτε τήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου!
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι;» ὁ Πέτρος ὡμολόγησε καί εἶπε: «Σύ εἰ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί ὁ Ἰησοῦς μας ἐγύρισε καί τοῦ εἶπε: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνά, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν». (Ματθ. 16,16-18).
Ὁ Πέτρος κατά φύσι ἦταν πολύ ζηλωτής καί ἀσυμβίβαστος. Μέσα στήν πανσοφία Του ὁ Θεός, μετά τήν θερμή του ὁμολογία, τόν ἔθεσε θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἐκκλησία θά ἀγκάλιαζε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύσι, ὅλους τοὺς χαρακτῆρες, ὄχι μόνο τούς ζηλωτές καί ἰσχυρούς ἀλλά καί τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους, ἐπιτρέπει ὁ Κύριος τήν τριπλῆ ἄρνησι. Διότι, μήν ξεχνᾶμε• οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι ἀσθενεῖς καί ἀδύνατοι. Οὔτε στούς πέντε ἀνά ἑκατό δέν θά εὕρωμε ἰσχυρούς χαρακτήρας, οἱ ὅποιοι ἀγάπησαν τόν Θεό ἐξ ὁλοκλήρου καί μέ τήν ὁρμή τῆς ἀγάπης τους ἔδειξαν αὐταπάρνησι. Γι’ αὐτούς λοιπόν τούς ὑπολοίπους ἀσθενεῖς ἔγινε οἰκονομία. Ὁ Πέτρος ὅμως ὡς ζηλωτής καί ἰσχυρός, ποὺ δέν εἶχε μέσα του νόημα συγκαταβάσεως, δέν θά τό καταλάβαινε αὐτό.
Ἑπομένως κάνει μία οἰκονομία ὁ Θεός καί ἐπιτρέπει νά τόν ἀρνηθῆ. Ὕστερα τόν θεραπεύει μόνος Του. Τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει: «Πέτρε, φιλεῖς με; Πέτρε, ἀγαπᾶς με;» Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, δέν τό κατάλαβε. Ἀλλά οἱ τρεῖς ἐρωτήσεις ἦταν ἡ θεραπεία τῆς τρισσῆς ἀρνήσεως.
Μέ τήν τριπλῆ Ὁμολογία, ὁ Πέτρος, ἐξήλειψε τήν ἐνοχή. Ἔμαθε ὅμως ἐκ πείρας, ὅτι καί οἱ ζηλωταί ἀκόμη ἔχουν ἀνάγκη ἐπιεικείας.
Τό ἴδιο κάνει ὁ Θεός καί στόν Ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἦταν ἡ σπονδυλική στήλη τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀφήνει στήν ἀρχή νά γίνη διώκτης, ἐχθρός• καί ὕστερα τόν παίρνει• καί αὐτός μέ συναίσθησι βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης λέγει: «Οὐκ εἰμί ἱκανός καλεῖσθαι Ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Ἔχω ὅμως ἕνα ἐλαφρυντικό, ὅτι «ἀγνοῶν ἐποίησα».
Βλέπετε μέ πόση πανσοφία ὁ Θεός οἰκονομεῖ γιά νά δώση καί σέ μᾶς παρηγοριά. Διότι αὐτοί οἱ κορυφαῖοι ἐάν ἔμπαιναν μέ τήν δύναμι τῆς ὁρμῆς τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ποῦ θά ἤξεραν ὅτι ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι δέν ἠμποροῦμε τώρα νά κρατήσωμε; Μέ αὐτό τόν τρόπο συγκαταβαίνει ἡ θεία ἀγαθότης πρός τίς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ἠμπορέσωμε καί ἐμεῖς νά φθάσωμε εἰς αὐτή. Κατεβαίνει ὁ Θεός γιά νά σηκωθοῦμε ἐμεῖς.
Παρέκει στο μικρό αρχονταρίκι.(Του Β. Χαραλάμπους)
|
Ο Τρικαλινός ιερομόναχος Χαρίτων Αγιορείτης
(1836-1906)
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΌΣ, Ο ΛΌΓΙΟΣ, Ο ΥΜΝΟΓΡΆΦΟΣ, Ο ΑΣΚΗΤΙΚΌΣ,
Ο ΕΝΆΡΕΤΟΣ, Ο ΧΑΡΙΤΩΜΈΝΟΣ.
Γεωργίου Στ. Αποστολάκη
Προέδρου Εφετών
1.- Ο βίος του.
Ελάχιστα είναι γνωστός στην πατρίδα του ο περίφημος και περιβόητος στα χρόνια του παπα-Χαρίτων ο πνευματικός που ασκήθηκε στο Άγιον Όρος. Θεωρούνταν και ήταν μεγάλο πνευματικό ανάστημα, ισάξιος των παλιών νηπτικών πατέρων και γνήσιο τέκνο των Κολλυβάδων
Από την (ανέκδοτη δυστυχώς ακόμη) αυτοβιογραφία του που φυλάσσεται σε χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Σκήτης Καυσοκαλυβίων Αγίου Όρους[1]γνωρίζουμε ότι ο όσιος αυτός ασκητής γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1836 στο Μεγάλο Κεφαλόβρυσο Τρικάλων (Μεγάλο Μέρτσιο ονομαζόταν τότε). Ήταν γιος του ιερέα του χωριού και όταν βαφτίσθηκε έλαβε το όνομα Χαράλαμπος. Το κοσμικό του επώνυμο ήταν «Παπαδόπουλος» ή «Παπαγεωργόπουλος». Σπούδασε στα Τρίκαλα κατά τα έτη 1844 έως 1852.
Μέσα του όμως έκαιγε ο πόθος του μοναχικού βίου που τον ωθούσε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Να πώς ο Κύριος οικονόμησε τη σωτηρία του:
«Ο πατέρας μου, έλεγε, ήταν ιερέας και είχε έργο πολύ βαρύ και δύσκολο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μάλιστα λίγο μετά την επανάσταση του ’21. Με έπαιρνε, όταν ήμουν ηλικίας δέκα έως δώδεκα χρονών, μαζί του να τον βοηθήσω να κάνει τις θείες λειτουργίες σε χωριά μακριά από το δικό μας. Περνούσαμε τη νύχτα με φόβο και τρόμο από το νεκροταφείο ενός χωριού που ήταν πολλοί Τούρκοι κάτοικοι.
»Στο κεφαλοχώρι αυτό, όταν περνούσαμε από το τούρκικο νεκροταφείο, βλέπω πάνω σε κάθε τάφο να κάθεται και ένα σκυλί. Από τα σκυλιά αυτά άλλο είχε για στρώμα ένα ωραίο χαλί, άλλο κάθονταν πάνω σε μαξιλαράκι, άλλο σε ένα κουρέλι και άλλο τελείως κάτω στο χώμα και τις λάσπες, κι όλα έτρεμαν από το κρύο.
»Βλέποντας αυτά εγώ, καθόμουν και χάζευα. Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου φεύγοντας νόμιζε πως εγώ τον ακολουθώ κι έτσι είχε αρκετά απομακρυνθεί. Σαν είδε πως δεν πήγαινα κοντά του, γύρισε και με βρήκε να παρατηρώ τους τάφους.
»Στην ερώτηση γιατί παρέμεινα εκεί, του διηγήθηκα αυτά τα παράξενα και περίεργα πράγματα που συνέβαιναν στους τάφους των Τούρκων.
»Ο πατέρας μου, ο οποίος δεν έβλεπε τίποτε απ’ αυτά που εγώ είδα, μου εξήγησε πως όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, το σώμα θάβεται στη γη, αλλά η ψυχή πηγαίνει στο δίκαιο Κριτή να δώσει λόγο για τις πράξεις που έκαμε στη ζωή με το σώμα εδώ στη γη. Και ανάλογα με τα έργα του ο καθένας θα πληρωθεί. Γι’ αυτό τα σκυλιά που βλέπεις να κοιμούνται πάνω στους τάφους είναι οι ψυχές των Τούρκων που είναι άπιστοι γιατί δεν πίστεψαν στη μόνη πραγματική και αληθινή θρησκεία των Χριστιανών, αλλά επειδή σ΄ αυτή την ψεύτικη θρησκεία που διδάχθηκαν μένουν πιστοί, όπως πιστά μένουν τα σκυλιά στα αφεντικά τους, έτσι και αυτών η ψυχή πήρε τη μορφή σκύλου. Και επειδή μερικοί απ’ αυτούς στη ζωή τους μπορεί να είχαν κάνει καλά έργα και κοινωφελείς πράξεις, ο Θεός σαν δίκαιος που είναι δίνει στη ψυχή τους μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία που θα γίνει η τέλεια κρίση και ανταπόδοση σε όλους τους ανθρώπους, δίνει και σ΄ αυτούς από τώρα μερική απόλαυση. Γι’ αυτό και βλέπεις άλλα σκυλιά να είναι πάνω σε χαλιά, άλλα σε απλό πανί και άλλα κάτω στη γη.
»Όταν άκουσα αυτά από τον πατέρα μου, γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα πώς καιμε ποιο τρόπο θα σώσω την ψυχή μου. Έτσι μετά από τα πρώτα σχολικά γράμματα, σαν έγινα παλικάρι είκοσι χρόνων, έφυγα κρυφά από τους γονείς μου και πήγα για λίγο στα βράχια των Μετεώρων………»[2]
Στα Άγια Μετέωρα ο Χαράλαμπος πήγε το 1854 σε ηλικία 18 ετών. Εκεί έμεινε τρία έτη.[3] Το 1857 αναχώρησε για το Άγιο Όρος όπου έγινε ρασοφόρος μοναχός το 1862 και έλαβε το όνομα Χαρίτων. Το 1865 αναχώρησε και πάλι για τους Αγίους Τόπους και το Σινά, όπου έγινε σταυροφόρος μοναχός. Στην αρχαία και ιστορική μονή του Σινά έμεινε πέντε έτη. Ασχολήθηκε με την καλλιγραφική αντιγραφή χειρόγραφων από τη σπουδαία βιβλιοθήκη της Μονής. Το διακόνημα αυτό φυσικά πλούτισε τις γνώσεις του φιλομαθούς πατρός Χαρίτωνος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η φιλομάθειά του τον ανάδειξε συν τω χρόνω σε λόγιο. Στα σπουδαία μοναστικά κέντρα που ασκήθηκε (Άγια Μετέωρα, Σινά και Άγιον Όρος) οι βιβλιοθήκες είναι πλούσιες. Αντιγράφοντας και διαβάζοντας με επιμέλεια, αφομοίωσε πλήθος γνώσεως από τις χειρόγραφες πηγές τους και από άλλα σπάνια παλαίτυπα βιβλία. Σε εκατό ανέρχονται τα χειρόγραφα βιβλία που αντέγραψε ο ίδιος. Σε μερικά (λ.χ. στο Μέγα Γεροντικό και το Λαυσαϊκό) όχι μόνον έκανε συμπληρωματικές παρεμβάσεις αλλά πρόσθεσε και προοιμιακά κείμενα δικά του, τα οποία καταδεικνύουν την λογιότητα και την εγγραματοσύνη του.[4]
Το 1870 επέστρεψε και πάλι στο Άγιο Όρος. Εγκαταστάθηκε στη σκήτη του Αγίου Βασιλείου, στους πρόποδες του όρους Άθω, όπου έμεινε για δύο έτη. Το 1872 πήγε στο κελί του Αγίου Νείλου, κοντά στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, όπου εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Χειροτονήθηκε επίσης ιερέας. Το διάστημα από 1873 μέχρι 1877 κοινοβίασε στην Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου. Εκεί έγινε πνευματικός. [5]
Σημαντική για την πνευματική του εξέλιξη είναι η περίοδος 1877 μέχρι 1880 που εντάχθηκε στη συνοδεία του περίφημου ασκητή και Άγιου Γέροντα Χατζηγεώργη. Έζησε ως υποτακτικός του στην Κερασιά της Μεγίστης Λαύρας. Το 1880 ξαναγύρισε στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, όπου έμεινε μέχρι το 1887. Τη διετία 1887-1889 ασκήθηκε στο Κελί του Αγίου Αρτεμίου κοντά στον Άγιο Νείλο. [6]
«… Η Γεροντία της Μεγίστης Λαύρας, συνεχίζει διηγούμενος ο παπα-Χαρίτων, με υποχρέωσε να έλθω εδώ στη Σπηλιά του αγίου Αθανασίου στη Βιγλα διότι ήταν μεγάλη ανάγκη να έχει το ησυχαστικό Κάθισμα και Προσκύνημα αυτό Πνευματικό, εφόσον είχε κοιμηθεί εν Κυρίω ο προκάτοχός μου Πνευματικός κυρ-Νικηφόρος.
»Εδώ στη Σπηλιά πολύ σκληρά πολεμήθηκα από τον πολυμήχανο εχθρό του ανθρωπίνου γένους, τον Διάβολο. Όπως βλέπε κι εσείς παιδιά μου, έλεγε, κάθε μέρα εξακολουθεί να μας πειράζει και τώρα, ρίχνει βράχια στη Σπηλιά μπροστά για να μας σκοτώσει, αλλά επειδή δεν έχει εξουσία δεν έχει την άδεια από τον Θεό, δεν μπορεί να μας βλάψει.
»Γι΄ αυτό παιδιά μου μη φοβείσθε το Διάβολο διότι δεν μπορεί να σας πειράξει περισσότερο από την αντοχή και τη δύναμη που έχετε λάβει από το Θεό…»
Έτσι με συμβουλές και νουθεσίες στήριζε στην αρετή όχι μόνον τους υποτακτικούς του, αλλά και όλους όσοι τον επισκέπτονταν. Κι αυτός στη ζωή του εκεί στη Σπηλιά όσα χρόνια έμεινε ουδέποτε έφαγε λάδι ή αρτυμένο φαγητό μέχρις ότου παρέλαβε Κύριος ο Θεός την αγνή ψυχή του στη Βασιλεία των Ουρανών σε αρκετά μεγάλη ηλικία.[7]
Στο Σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη ο παπα-Χαρίτων ασκήθηκε 17 έτη, από το 1889 μέχρι το τέλος του βίου του το 1906. Εκεί κυρίως έδρασε και απέκτησε φήμη ως πνευματικός. Απέκτησε τετραμελή συνοδεία. Γνωστοί είναι ο παπα-Κοσμάς που τον διαδέχθηκε στη Σπηλιά, ο διακο-Δαμιανός, κατά σάρκα αδελφός αυτού (από την Τήνο), και ο μοναχός Αθανάσιος (από τη Δάφνη Καλαβρύτων). Στο Σπήλαιο συνέχισε παράλληλα και το προσφιλές έργο της αντιγραφής χειρογράφων. [8]
Στο σπήλαιο του αγίου Αθανασίου στο σεισμό του 1905 η συνοδεία του παπα-Χαρίτωνα διασώθηκε με τρόπο θαυμαστό.[9]
Οι πατέρες είχαν συνήθεια να εγείρονται την έκτη ώρα του μεσονυκτίου και να διαβάζουν την ακολουθία τους. Τη νύχτα όμως του σεισμού ο Γέροντας παπα-Χαρίτων, φωτισμένος από το Θεό σηκώθηκε μισή ώρα νωρίτερα και εισήλθε στο σπήλαιο, όπου είναι ναός της Θεοτόκου. Τα οικήματα των ησυχαστών είναι έξω από το σπήλαιο στην κυριολεξία πάνω στο χείλος του γκρεμού. Έτσι ο Θεός οικονόμησε των σωτηρία της συνοδείας του παπα-Χαρίτωνα. Αφού λοιπόν οι πατέρες εισήλθαν στο Ναό και άρχισαν με κατάνυξη να κάνουν την ακολουθία τους, εκείνη ακριβώς την ώρα άρχισε να σείεται όλο το σπήλαιο. Ογκωδέστατοι λίθοι έπεσαν από μεγάλο ύψος με κρότο και φαινόταν ότι όλο το όρος είχε διαρρηγεί σαν από κρατήρα ηφαιστείου. Καπνοί, κονιορτοί και δυνατή οσμή από την προστριβή των αλλεπάλληλων βράχων έδιναν την εντύπωση ότι το παν είχε χαθεί. Οι λίθοι παρέσυραν και τα οικήματα των μοναχών που ήσαν έξω από το σπήλαιο και τα γκρέμισαν στη θάλασσα που είναι σε 300 μέτρα βάθος σε μέρος πολύ κατωφερές και απόκρημνο. Όμως η Κυρία Θεοτόκος, εισάγοντας νωρίτερα τα τέκνα της στο ναό του σπηλαίου, σκέπασε αυτούς και τους διάσωσε αβλαβείς. Όταν ξημέρωσε, οι πατέρες ξεθάρρεψαν και βγήκαν από το σπήλαιο για να δουν την κατάσταση. Αμέσως ευχαρίστησαν την Παναγία για τη θαυμαστή διάσωσή τους. Οι πατέρες της Μεγίστης Λαύρας όταν συνήλθαν από το σεισμό, έστειλαν μερικούς με ζώα και ιερέα για παράσχουν βοήθεια στους πατέρες του σπηλαίου. Όταν έμαθαν τι έγινε, θαύμασαν και δόξασαν το Θεό.
Ο παπα-Χαρίτων κοιμήθηκε στις 14 Αυγούστου 1906.
Ο υποτακτικός του άφησε την παρακάτω ιδιόγραφη σημείωση:
«Το έτος 1906 Αυγούστου 14 ο μακάριος ούτος πνευματικός παπα-Χαρίτων Παπαγεωργόπουλος ανεπαύθη εν Κυρίω άγων το εβδομηκοστόν έτος της ηλικίας του. Ήτο σεβαστός εις την θεωρίαν και λίαν πεπαιδευμένος και έμπειρος της θείας Γραφής. Το γένειόν του ήτο κατάλευκον και μακρύ έως την οσφύν του και ενάρετος πολύ. Η δε πατρίς του ήτο το χωρίον Μεγάλο Μέρτσιον από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Ο θάνατος αυτού ελύπησεν πάντας του μοναχούς Αγιορείτας, διότι είχαν αυτόν πνευματικόν τους πατέρα.
«Θλίψις, χαρά και βάσανα ενταύθα τελευτώσιν,
μόνον δε τα καλά έργα εις τον αιώνα ζώσι.
Πλούτος, δόξα και αξιώματα προς τούτοις ματαιότης,
αγάπη δε υπομονή, ταπείνωση όντως μακαριότης».
Απεβίωσεν και ετάφη ούτος εν των Σπηλαίω του Αγίου Αθανασίου».[10]
Μετά την κοίμησή του η συνοδεία του δεν μπόρεσε να μείνει για πολύ ακόμη στη Σπηλιά του Αγίου Αθανασίου. Οι πατέρες επιθυμούσαν τόπο περισσότερο ησυχαστικό και στη Σπηλιά πήγαινε πολύς κόσμος από τη Λαύρα, κατάσταση που ενοχλούσε αφάνταστα όλη τη συνοδεία. Αποφάσισαν λοιπόν να εγκατασταθούν στα Καυσοκαλύβια, όπου κτίσανε ναό επ΄ ονόματι του «Ακαθίστου Ύμνου».[11]
2.- Τα χαρίσματά του.
Ο μακάριος παπα-Χαρίτων, το μυρίπνοο αυτό άνθος της ερήμου του Αγίου όρους, υπήρξε φωτισμένη και πολυτάλαντη προσωπικότητα.
Μέγας ησυχαστής και μύστης της νοεράς προσευχής. Οι συχνές μετακινήσεις του δεν οφείλονταν σε αστάθεια του χαρακτήρα του. Ήσαν αποτέλεσμα της μεγάλης του επιθυμίας για εξασφάλιση περισσότερο ησυχαστικών όρων διαβίωσης, ασκήσεως και προσευχής. Κατά την ενάσκησή του σε τόσο σπουδαία μοναστικά κέντρα (Άγια Μετέωρα, Σινά, Άγιον Όρος) εντρύφησε ως πνευματική μέλισσα στο ασκητικό νέκταρ των λουλουδιών των περιβολιών αυτών. Η μαθητεία του κοντά στον άγιο ησυχαστή του Άθωνα, τον Χατζηγιώργη (+1886) όχι μόνον πλούτισε τη ψυχή του με αρετές, αλλά κυρίως τον προετοίμασε για το μεγάλο έργο της ποιμάνσεως ψυχών.
Υπήρξε άριστος και εμπειρότατος πνευματικός που κυριολεκτικά «άφησε εποχή» για το έργο αυτό. Βοήθησε, καθοδήγησε και ανάπαυσε πολυάριθμες ψυχές. Συχνά τον προσκαλούσαν να εξομολογήσει στις Ιερές Μονές Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικού), Κουτλουμουσίου, Κωνσταμονίτου κ.α.
Ήταν λόγιος και φιλομαθής, όπως σημειώθηκε. Σε εκατό ανέρχονται τα χειρόγραφα που ο ίδιος αντέγραψε. Εκτός από την αυτοβιογραφία του έγραψε το Γεροντικό του Αγίου Όρους, Σινά και Μετεώρων, το οποίο ευχής έργον θα ήταν να εκδοθεί κάποτε. Όλα τα βιβλία και τα χειρόγραφα του παπα-Χαρίτωνα φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη του Κυριακού της Ιεράς Σκήτης των Καυσοκαλυβίων, στην οποία τα δώρισε ο τελευταίος από τους μαθητές του μοναχός Αθανάσιος. Στη βιβλιοθήκη του υπάρχουν και αρκετά βιβλία του Αγίου Νεκταρίου, από τα οποία δύο έχουν την ιδιόχειρη αφιέρωση του αγίου στον παπα-Χαρίτωνα.[12]
Ήταν επίσης και σπουδαίος υμνογράφος. Ως άριστος γνώστης του εκκλησιαστικού τυπικού άφησε πλήθος τυπικές διατάξεις για μεγάλες εορτές. Ανθολόγησε ή συμπλήρωσε ο ίδιος πολλές Ακολουθίες και συνέθεσε άλλες απαρχής. Έτσι συνέγραψε 12 Μηναία που βρίσκονται σε χειρόγραφα στην ίδια βιβλιοθήκη. Έγραψε και ένα άλλο ποιητικό έργο, το «Ταξίδι στους ουρανούς» με μεστά από πνευματικό περιεχόμενο τροπάρια. Περιέχουν συμβουλές, πνευματικά παραγγέλματα και εντολές.
Δείγμα[13] του υμνογραφικού έργου του παπα-Χαρίτωνα αποτελούν τα παρακάτω τροπάρια από το «Ταξίδι στους ουρανούς».
Ήχος α΄ . Των ουρανίων ταγμάτων.
Την αγρυπνίαν αγάπα, νηστείαν δάκρυα,
ευχάς και ψαλμωδίας, και Γραφών την μελέτην,
γενού ταπεινόφρων και γαληνός, και τον τύφον απόρριπτε,
μη σε νικήση ο φθόνος και των παθών, ακρασία η ψυχόλεθρος.
Υπακοήν πάσαν έχε, τω προεστώτι σου,
αγάπην τε προς τούτον, και προς πάντας εξ ίσου,
τους αδελφούς γνησίαν ω μοναχέ, και μηδόλως αντίλεγε,
τοις επιτάγμασι τούτου ιν΄ εκ Θεού, μαρτυρίου λάβης στέφανον.
Μη επιλάθου του ψάλλειν, ώρας μεσώρια,
την πρώτην και την τρίτην, έκτην και την ενάτην,
τα τυπικά συνήθως, εσπερινόν και απόδειπνον όρθον τε,
και εν νυκτί και ημέρα την του Θεού, μνήμην έχε εν καρδία σου.
Όταν ακούσης σημάντρου, δράμε ως έλαφος,
εις τον ναόν Κυρίου, και προσεύχου και ψάλλε,
πρόσχες μη εξέλθης εκ του ναού, πριν απόλυσις γένηται,
και εν νυκτί και ημέρα της φοβεράς, του Χριστού δίκης μνημόνευε.
Αεί σαυτόν εκβιάζου, ίνα σωθής αδελφέ,
Παρασκευή Τετράδι και Δευτέρα επίσης,
έσθιε εφ΄ άπαξ άρτον ξηρόν, και το ύδωρ σου μέτριον,
πίνε Θεώ ολοψύχως ευχαριστών, και της θείας επιτεύξη τρυφής.
Εξομολόγησιν ποίει, των πονηρών λογισμών,
κακών απέχου πάντων, την μετάνοιαν πόθη,
δίωκε ταχέως το πονηρόν, της πορνείας ενθύμιον
και ταύτα πάντα φυλάξας ω μοναχέ, κατοικήσης εις Παράδεισον.
Χρημάτων όλων φροντίδα, ποίει μηδέποτε,
ούτε των εδεσμάτων ούτε των ιματίων,
πλην των αναγκαίων και ικανών, προς την σύστασιν σώματος,
έχε δε μέριμναν μόνην εν ση ψυχή, Παραδείσου της τερνότητος.
Ο ποιητής των απάντων, Χριστός ο Κύριος,
δια την σωτηρίαν, των ανθρώπων κατήλθεν,
εξ ύψους ουρανίου επί της γης, και γενόμενος άνθρωπος,
οδόν αρίστην υπέδειξεν τοις βροτοίς, σωτηρίας επιτεύξασθαι.
3.- Θαυματουργική ενέργεια μετά την κοίμηση του παπα-Χαρίτωνα.
«Λίγο μετά το θάνατο του Παπα-Χαρίτωνα, ένας αδελφός από τη συνοδεία του, ο Αθανάσιος, έπαθε δηλητηρίαση. Ο παπα-Κοσμάς, επειδή δε γνώριζε τι να κάνει, πήγε στον τάφο του πεθαμένου Γέροντά του και με δάκρυα στα μάτια έκανε τρεις μετάνοιες και είπε:
-«Γέροντα, ο Αθανάσιος αρρώστησε και πεθαίνει, πες μου σε παρακαλώ τι να κάνω;»
Τότε απότομα γέμισε ο τόπος από φως. Ήταν νύχτα και έφεξε ο τόπος. Αμέσως παρουσιάζεται μπροστά του η μορφή του Γέροντα και πνευματικού του Χαρίτωνα και τον ρώτησε:
-«Τι θέλεις; Τι συμβαίνει και κλαις και φωνάζεις; Δώστου ένα γαρύφαλλο να φάει και θα γίνει καλά. Δεν έχει τίποτε».
Ο παπα-Κοσμάς έτρεξε, πήρε δύο γαρύφαλλα, τα έδωσε στον ασθενή, ο οποίος έφαγε μόνο το ένα και έγινε αμέσως καλά. Πέρασαν όλοι οι πόνοι που τον ενοχλούσαν και κυριολεκτικά σφάδαζε.
Ο παπα-Κοσμάς τότε θυμήθηκε ότι ο Γέροντάς του ήταν προ πολλού πεθαμένος. Πώς λοιπόν παρουσιάσθηκε μπροστά του και συνομίλησε μαζί του; Τρέχει αμέσως στον τάφο και άρχισε από τη χαρά και τη συγκίνηση να φωνάζει και να ευχαριστεί το Γέροντά του. Έμεινε δε εκεί όλη τη νύχτα προσευχόμενος και δοξάζων τον Θεό που είναι «θαυμαστός εν τοις αγίοις αυτού». (Ψαλμ. ΞΖ΄36)»[14]
Την ευχή του να έχουμε!
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΥΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ, ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ,
Χαρίτων ὁ Πνευματικός (1836-1906).
Βίος καί Ἔργα.
ἔκδ. Βρυέννιος, Σειρά: Ὁσίων Θησαύρισμα 2, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 150
«… Ὁ γέροντας Χαρίτων ὁ Πνευματικός διαζωγραφεῖται στό παρόν πόνημα ὡς ἀσκητική νηπτική μορφή, ὡς ἄριστος καί ἔμπειρος πνευματικός πού ἄφησε ἐποχή, ὡς ἡσυχαστής καί μύστης τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὡς λόγιος καί φιλομαθής μοναχός, καί ὡς ὑμνογράφος καί ἄριστος γνώστης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ. Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ τῆς Ἱ. Σκήτης Ἁγ. Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων διασώζει τά περισσότερα χειρόγραφα τοῦ μακαρίου καί εὐλογημένου αὐτοῦ πνευματικοῦ. Δέν ὑπῆρχε γι᾿ αὐτό καταλληλότερο πρόσωπο γιά τήν παρουσίαση τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου του, ἀπό τόν βιβλιοθηκάριο τῆς Σκήτης μοναχό Πατάπιο, ὁ ὁποῖος καί μέ ἄλλα του δημοσιεύματα συμβάλλει σημαντικά στήν φανέρωση ἀγνώστων ἁγιορειτικῶν μορφῶν καί ποικίλων θησαυρισμάτων καί χαρισμάτων…».
Ἀπό τόν Πρόλογο τοῦ πρωτοπρεσβ. Θεοδώρου Ζήση, καθηγητή Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
[1] Έγγραφο με αριθμό 102 του καταλόγου μοναχού Παταπίου, βιβλιοφύλακα.
[2] Ανδρέα Θεοφιλοπούλου, ιερομονάχου, Γεροντικόν του Αγίου Όρους σελ. 187. Το κεφάλαιο που αφορά τη σπηλιά του αγίου Αθανάσιου του αθωνίτη και τον παπα-Χαρίτωνα είναι στις σελίδες 185-191.
[3] Κατά μία πληροφορία που δε μπόρεσα να διασταυρώσω κατοίκησε στην ανδρώα τότε Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου.
[4] Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Μορφές του Άθω, ο παπα-Χαρίτων ο Πνευματικός, Πρωτάτον. Καρυές Αγίου Όρους Άθω, 2001 αριθ. 82 σελ. 44-47.
[5] Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Μορφές του Άθω, ο.π.
[6] Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Μορφές του Άθω, ο.π.
[7] Ανδρέα Θεοφιλοπούλου, Γεροντικόν του Αγίου Όρους, ο.π.
[8] Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Μορφές του Άθω, ο.π.
[9] Η παρακάτω διήγηση διασώθηκε από το γέροντα Ισίδωρο και έχει καταγραφεί στο έργο: Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομονάχου, Ασκητικές μορφές, Άγιον Όρος 2000, σελ. 214-215.
[10] Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Μορφές του Άθω, ο.π.
[11] Περισσότερα για τη τύχη της συνοδείας βλ. σε: Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Μορφές του Άθω, ο.π. και Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου, Ασκητικές μορφές, ο.π.
[12] Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου, Ασκητικές μορφές, ο.π.
[13] Τα παρατιθέμενα δημοσιεύονται σε: Ανδρέα Θεοφιλοπούλου, Γεροντικόν του Αγίου Όρους, σελ. 186.
[14] Ανδρέα Θεοφιλοπούλου, Γεροντικόν του Αγίου Όρους, ο.π., σελ. 190
ΠΗΓΗ: ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ Σύλλογος Ενοριτών Αγίου Αθανασίου Μπάρας Τρικάλων
Και όμως υπήρχαν αναχωρητές.
ΚΙ ΟΜΩΣ ΥΠΗΡΧΑΝ ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ!!!
Ο παπα-Γρηγόρης ο Πνευματικός, γεννήθηκε στο Ιστορικό Μεσολόγγι, και ήταν ένα από τα παιδιά που σώθηκαν από την ηρωϊκή έξοδο του Μεσολογγίου.
Έγινε Μοναχός και Ιερέας στην Νέα Σκήτη, στην Καλύβη του Αγίου Σπυρίδωνος. Έζησε λίγα χρόνια στην Καλύβη του Τιμίου Προδρόμου στην Αγία Άννα και, στα μέσα της δεκαετίας του 1850 περίπου, αναχώρησε για την Μικρά Αγία Άννα, για ανώτερη πνευματική ζωή και πήρε την Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Με τον παπα-Γρηγόρη, λόγω της αρετής του, είχαν επικοινωνία και αναχωρητές, όπως διέσωσε ο μακαριστός Γέρων Γαβριήλ, ηγούμενος της Μονής Διονυσίου. Ο περίφημος αείμνηστος αυτός Γέροντας της Διονυσίου, αφηγείται μια τέτοια περίπτωση, που του την διηγήθηκαν αυτούσια, οι πνευματικοί απόγονοι του παπα-Γρηγόρη, ακριβώς όπως τους την είχε διηγηθή ο ίδιος:
«Λειτουργούσα την Μεγάλη Πέμπτη και, προς το τέλος της Λειτουργίας, παρουσιάσθηκε στο ναΐδριο της καλύβης μου ένας νέος Μοναχός, που κρατούσε ένα αναμμένο φαναράκι, και μου είπε: “Να μην καταλύσεις όλη την Θεία Κοινωνία, άγιε Πνευματικέ, είναι ανάγκη να έλθης να κοινωνήσεις τρείς αδελφούς που μένουν εδώ πιο πάνω, γι’ αυτό ήλθα να σε πάρω”.
Συμμορφώθηκα χωρίς να ρωτήσω περισσότερα, και τον ακολούθησα βαστώντας τα Θεία Μυστήρια. Μετά από λίγο φθάσαμε σε μιά ευρύχωρη σπηλιά, όπου μας περίμεναν τρείς Γέροντες Μοναχοί. Εκοινώνησαν αμέσως και, αφού μ’ ευχαρίστησαν, μου είπαν παρακλητικά: “Να έλθης και του χρόνου, Άγιε Πάτερ, την Μεγάλη Πέμπτη να μας κοινωνήσεις, να μην πεις όμως τίποτε σε κανέναν ότι μας είδες εδώ”.
Δεν ρώτησα τίποτε και με την συνοδεία του νέου Μοναχού πήρα το κατηφορικό μονοπάτι. Μετά από λίγο εκείνος, αφού έβαλε μετάνοια, με κατευόδωσε λέγοντάς μου ότι θα επιστρέψει. Έκανα μερικά βήματα και γύρισα να τον δω, αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Όλ’ αυτά προκάλεσαν την περιέργειά μου, αλλά, τηρώντας την εντολή που είχα, δεν ανέφερα τίποτε σε κανέναν.
Τι συνέβη όμως τον επόμενο χρόνο; Στην Σκήτη μας συνηθίζεται το Σάββατο του Λαζάρου να συγκεντρώνονται όλοι οι Πατέρες για την αγρυπνία των Βαΐων στο Κυριακό. Μετά την αγρυπνία, στο Συνοδικό, κατά το κέρασμα, είπε κάποιος: “Πώς εξέπεσε η καλογερική σήμερα… Δεν υπάρχουν πλέον αναχωρητές Πατέρες, όπως τον παλιό καιρό”. Και εγώ απάντησα: “Και σήμερα υπάρχουν με την χάρη του Χριστού. Να, εδώ πάνω εις τον Αίμωνα”. Αυτό το είπα από απροσεξία και τελείως αυθόρμητα, και έδειξα με το χέρι μου.
Σε όλους έκανε εντύπωση η ομολογία μου, αλλά δεν με ρώτησαν περισσότερα, κουρασμένοι ίσως από την ολονύκτιο αγρυπνία και έφυγαν για ν’ αναπαυθούν. Έφυγα κι εγώ μετανοιωμένος για την αποκάλυψη.
Την Μεγάλη Πέμπτη στην Λειτουργία, φάνηκε και πάλι ο νεαρός εκείνος Μοναχός και μ’ ένα νεύμα με κάλεσε να τον ακολουθήσω. Πήρα τα Άχραντα Μυστήρια και ακολουθώντας τον, φθάσαμε και πάλι στην σπηλιά. Εκεί, αφού μετέλαβαν, ο γεροντότερος από τους τρείς Μοναχούς, μου είπε: “Γιατί, άγιε Πνευματικέ, παρέβης την εντολή μας και μας αποκάλυψες στους αδελφούς; Δεν πειράζει, αλλά γι’ αυτό που έκανες να μην έλθης του χρόνου με τα Άγια Μυστήρια. Εάν δε έλθης, θα μας βρεις όπως θέλει ο Πανάγαθος Θεός!! Αλλά παρακαλούμε και πάλι, να μη μας αποκαλύψεις”.
Έφυγα μόνος, με την απορία πώς είχαν μάθει αυτά που είχα πει στο Κυριακό της Σκήτης και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, πρόκειται για αγίους ανθρώπους.
Τον επόμενο χρόνο, αφού πήρα μόνο αντίδωρο και αγιασμό, ανέβηκα με πολύ κόπο στην σπηλιά και βρήκα τους τρείς Γέροντες νεκρούς. Ήταν σε ύπτια στάση στο έδαφος, έχοντας σταυρωμένα τα χέρια τους στο στήθος. Γονάτισα και ασπάσθηκα τα μέτωπά τους. Κοίταξα γύρω μου να δω τον νεαρό Μοναχό που με είχε καλέσει τις προηγούμενες φορές, αλλά δεν ήταν εκεί. Ασφαλώς ήταν Άγγελος Κυρίου, που τους υπηρετούσε»!!!
Πηγή: Αθωνική Πολιτεία, Αρ Φύλλου:251 – ΜΑΙΟΣ 2017 σελ.4