Ομιλία στην γενεαλογία του Χριστού

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh)
03-01-1988

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος

Ριζα Ιεσσαι_Икона Пресвятой Богородицы Древо ИессеевоIcon_with_the_Virgin_of_the_Tree_of_Jesse._1666_(8384481474)

Κάθε χρόνο πριν τα Χριστούγεννα, διαβάζουμε από το Ευαγγέλιο του Αποστόλου Ματθαίου την γενεαλογία του Χριστού και για χρόνια αναρωτιόμουνα, γιατί; Γιατί πρέπει να διαβάζουμε όλα αυτά τα ονόματα που σημαίνουν τόσο λίγα πράγματα για μας, εάν δεν σημαίνουν τίποτα; Και τότε μου έγινε αισθητή η σημασία που έχουν για μας αυτά τα ονόματα.

Το πρώτο στοιχείο είναι, ότι είναι οι άνθρωποι που από τις οικογένειές τους προέρχεται η ανθρώπινη φύση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Είναι όλοι συγγενείς Του, και αυτό μας είναι αρκετό για να μας προκαλούν βαθιά συγκίνηση: ο Χριστός είναι αίμα τους, ανήκει στην οικογένειά τους. Ο καθένας τους όταν σκέφτεται τη Μητέρα του Θεού, μπορεί να πεί, «είναι παιδί της οικογένειάς μας», και για τον Χριστό, «και Εκείνος είναι παιδί που προέρχεται από την οικογένειά μας, αν και είναι ο Θεός, ο Σωτήρας μας, η αληθινή Θεϊκή παρουσία ανάμεσά μας». Επιπλέον, κάποια ονόματα ξεχωρίζουν: ονόματα Αγίων, ηρώων του πνεύματος, και ονόματα αμαρτωλών.

Ανάμεσά τους οι Άγιοι θα μπορούσαν να μας διδάξουν τι σημαίνει να πιστεύουμε• όχι απλά να έχουμε μία πίστη διανοητική, μία άποψη για τον κόσμο, που συμπίπτει, στο βαθμό που μπορεί, με το όραμα του Θεού, αλλά μία πίστη που σημαίνει μία πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό, μία πίστη χωρίς όρια, που σημαίνει ότι είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τη ζωή μας γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει, γι’ αυτό που είναι, εξαιτίας της γνώσης που έχουμε για τον Θεό,. Ας σκεφτούμε τον Αβραάμ του οποίου η πίστη δοκιμάστηκε στο μέγιστο βαθμό. Πόσο δύσκολα προσφέρουμε στον Θεό κάτι δικό μας: Στον Αβραάμ ζητήθηκε να προσφέρει ως θυσία αίματος τον γιό του, και δεν έχασε την πίστη του απέναντι στον Θεό. Και ο Ισαάκ; Παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, ως δείγμα τέλειας υπακοής στον πατέρα του, και μέσα απ’ αυτόν- στον Θεό.
Μπορούμε να θυμηθούμε την πάλη του Ιακώβ με τον Άγγελο στο σκοτάδι, όπως κάποιες στιγμές που παλεύουμε για την πίστη μας, για την ακεραιότητά μας, στο σκοτάδι της νύχτας, η στο σκοτάδι της αμφιβολίας μας, στο σκοτάδι που μας κυριεύει κάποιες φορές από παντού.

Αλλά επίσης μπορούμε να διδαχθούμε κάτι από εκείνους που, στην ιστορία, στην Αγία Γραφή, εμφανίζονται σαν άνθρωποι αμαρτωλοί. Ήταν άνθρωποι αδύναμοι, με μια αδυναμία που είχε καταλάβει τη ζωή τους, δεν είχαν τη δύναμη να αντισταθούν στις σωματικές και ψυχικές παρορμήσεις τους, στα πολύπλοκα πάθη της ανθρώπινης φύσης. Και όμως πίστεψαν με πάθος στον Θεό. Ένας από εκείνους ήταν ο Δαυίδ, και ένας από τους ψαλμούς του το εκφράζει αυτό τόσο καλά : «Εκ βαθέων εκέκραξά σοι, Κύριε..» Από τα βάθη της απελπισίας του, της ντροπής, της πτώσης του, από τα βάθη της αποξένωσής του από τον Θεό, από τα πιο βαθιά σκοτάδια της ψυχής του, δεν σταμάτησε να αναπέμπει κραυγή ικεσίας προς τον Θεό. Δεν κρύφτηκε από Εκείνον, δεν έφυγε μακρυά Του, έρχεται σ’ Εκείνον με την απελπισμένη κραυγή ενός απελπισμένου ανθρώπου. Την συγκεκριμένη συμπεριφορά έχουν και άλλοι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, όπως για παράδειγμα, η Ραχάβ, η πόρνη- και τόσοι πολλοί άλλοι.

Εμείς, όταν περνάμε την πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής μας, όταν είμαστε παγιδευμένοι στο σκοτάδι που υπάρχει μέσα μας – στρεφόμαστε στον Θεό για να Του πούμε: Σε σένα, Κύριε, κραυγάζω! Ναι είμαι στο σκοτάδι, αλλά εσύ είσαι ο Θεός μου. Είσαι ο Θεός που δημιούργησε το φως και το σκοτάδι και Εσύ υπάρχεις μέσα στο σκοτάδι και στο εκτυφλωτικό φως• υπάρχεις στον θάνατο όπως και στην ζωή• στην κόλαση όπως στον ουράνιο Θρόνο Σου• και μπορώ να σού φωνάζω απ’ όπου και να βρίσκομαι.

Υπάρχει ακόμα ένα τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να σκεφτείτε. Εκείνοι οι άνθρωποι για εμάς είναι ονόματα• για κάποιους από αυτούς γνωρίζουμε λίγα πράγματα από την Βίβλο, για άλλους δεν γνωρίζουμε τίποτα. Αλλά όλοι υπήρξαν συγκεκριμένα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες σαν κι εμάς με όλες τις αδυναμίες και τις ελπίδες, τους κλυδωνισμούς στο θέλημα και τους δισταγμούς τους, μ’ όλη την αρχική αγάπη που τόσο συχνά αμαυρώνεται κι όμως παραμένει φλογερή και φωτεινή. Είναι αληθινά πρόσωπα και μπορούμε να διαβάζουμε τα ονόματά τους νοιώθοντας, ότι, ναι-δεν σας γνωρίζω, αλλά είστε από εκείνους που προέρχονται από την πραγματική και συγκεκριμένη οικογένεια του Χριστού, που παρά τις αντιξοότητες της ζωής, εξωτερικές ή εσωτερικές, ανήκουν στον Θεό. Κι εμείς μπορούμε να προσπαθήσουμε, και να μάθουμε, μέσα στην συγκεκριμένη ζωή που έχουμε, κατά πόσον είμαστε αδύναμοι ή δυνατοί σε μία δεδομένη στιγμή και αν εξακολουθούμε να είμαστε δικοί Του.

Λοιπόν ας σκεφτούμε την σημερινή Ευαγγελική περικοπή, την επόμενη φορά που θα έλθουμε να την ακούσουμε, ας την δεχτούμε με μια λάμψη στα μάτια, με μια ζεστή καρδιά• αυτό θα είναι δυνατό μονάχα στον βαθμό που ο Χριστός θα γίνεται ολοένα πιο αληθινός στη ζωή μας και μέσα από Εκείνον, θ’ ανακαλύπτουμε ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι είναι πρόσωπα αληθινά, ζωντανά, που ανήκουν σε μας και στον Θεό. Αμήν.

Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς

Του Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει.
Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν’ ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι.

Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀνθίσει μ’ ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση – τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς.

Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.

Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ – εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.

Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ’ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά.

Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν’ ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.

Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν’ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.

Πηγή: Αγία Ζώνη
ΑΒΕΡΩΦ 

Anthony Bloom: Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;

 

Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνη τελείως έξω από την ζωήμας, είναι έτοιμος να το σηκώση αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνη απλώς ένα μέρος της ζωής μας.
Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;
Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.
Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίσι του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!
Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ.Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώση ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;
Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθήτε την θέρμη, το βάθος και την έντασι που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για την ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; ΌΧΙ, καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής σας  απασχολεί.
Όταν κάνετε την γεμάτη πάθος, βαθειά και έντονη προσευχή, την σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάστασι που σας στεναχωρεί και μετά στραφήτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώση η διάθεσί σας, τι άλλξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι ασφαλώς. Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρσι, όλη η έντασι της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστι σας, την σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθησι της παρουσίας Του. Αλλά γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για κείνο το πρόσωπο ή για κείνη την υπόθεσι, και όχι για τον Θεό.
Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.
Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε, αληθινά, ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνη κάτι για εμάς. Αλλά από την στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότης, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.
Για να μπορέσουμε ναν προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάστασι η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς, οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει ναν ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας που δεν μπορούσε να ακολουθήση τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;
Πολύ συχνά, ότι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποίαν τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για ναν αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πως είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;
Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;

από το βιβλίο: «Μάθε να προσεύχεσαι»
εκδ. «Η ΕΛΑΦΟΣ» 

Πηγή : Με παρρησία 

Anthony Bloom: Πως έγινα Χριστιανός.

*Ὁ Τιμόθεος Οὐίλσον εἶχε τήν παρακάτω συνέντευξη μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τοῦ Σουρόζ κ. Ἀντώνιο Μπλούμ.

Τ.Ο.: Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στή ζωή σας καμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς;

Α.Μπλούμ: Αὐτό ἔγινε σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καί ἐπιθετικά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτόν καί μισοῦσα καθετί σχετικό μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.

Τ.Ο.: Καί ὅλα αὐτά, παρά τά «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;

Α.Μπλούμ: Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη. Δέν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ἐγώ ἤμουνα ἐσωτερικός σέ ἕνα σχολεῖο πού ἦταν πολύ αὐστηρό, βίαιο θά ἔλεγα. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σέ διαφορετικά σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μία πραγματική εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι, σέ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νά βρεῖ μία τέλεια εὐτυχία, καί ὅμως αὐτό συνέβαινε. Τότε γιά πρώτη φορά, μετά τήν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.

Πρέπει ὅμως νά πῶ πώς, πρίν ἀπό ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μέ ἔστειλαν σέ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖ συνάντησα ἕναν ἱερέα πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη πού τήν σκορποῦσε στόν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτή δέ ἡ ἀγάπη του δέν εἶχε σχέση μέ τό ἄν εἴμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νά μᾶς ἀγαπάει χωρίς προϋποθέσεις. Ποτέ πρίν στή ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους πού μ’ ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμιά ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλά βρῆκα σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί ταυτόχρονα μοῦ ἄρεσε πολύ. Μόνο μετά ἀπό χρόνια, ὅταν πιά ἦρθα σέ ἐπαφή μέ τό Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πώς αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιὰ ἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό τόν ἴδιο. Δηλαδή μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη. Ἤ, ἄν προτιμᾶτε, ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιά καί πλατιά, μέ τέτοια ἀνοίγματα ὥστε, μποροῦσε νά ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπό τόν πόνο εἴτε μέσα ἀπό τή χαρά, ἀλλά πάντα μέσα στήν ἴδια καί μοναδική ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιά πνευματική ἐμπειρία πού εἶχα.

Τ.Ο.: Τί ἔγινε μετά ἀπό αὐτό;

Α.Μπλούμ: Τίποτε. Γύρισα στό σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικός καί ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τήν στιγμή πού βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ζώντας μέ τήν οἰκογένειά μου, ὅπως εἶπα, γεύτηκα τήν πλήρη εὐτυχία, ἀλλά τότε συνέβηκε κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν μποροῦσα, λοιπόν, νά δεχτῶ μιὰ ἄσκοπη εὐτυχία. Γιά νά ξεπεράσεις τίς δυσκολίες καί νά ὑποφέρεις τά βάσανα ἀποβλέπεις σέ κάτι πού εἶναι πέρα ἀπό αὐτά. Ἐγώ ὅμως δέν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σέ κάτι, γι’ αὐτό ἡ εὐτυχία μου φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πώς ἔπρεπε νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιὰ προθεσμία- ἕνα χρόνο τουλάχιστο – νά ἀνακαλύψει ἄν ἡ ζωή εἶχε ἤ ὄχι κάποιο νόημα. Ἄν στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δέν θά ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχα ἀποφασίσει νά μή συνεχίσω νά ζῶ, νά αὐτοκτονήσω.

Τ.Ο.: Καί πῶς βγήκατε ἀπό αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;

Α.Μπλούμ: Ἄρχισα νά ψάχνω γιά κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό κεῖνο πού μποροῦσα νά βρῶ μέσα στίς σκοπιμότητες. Τό νά σπουδάζει κανείς νά γίνει χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν ἄδεια, χωρίς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί καθετί γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρό καί ἀνόητο.

Πέρασαν μῆνες καί τίποτε στόν ὁρίζοντα, νόημα δέν φάνηκε πουθενά! Μιὰ μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στό Παρίσι- ἕνας ἀπό τούς ὑπεύθυνους ὀργάνωσης μέ πλησίασε καί μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήσει. Ἔλα καί σύ στή συγκέντρωση». Ἐγώ ἀπάντησα μέ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα νά τόν ἀκούσω. Δέν εἶχα ἀνάγκη τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετά ἔξυπνα τό θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τά μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο ἄν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.

«Μήν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δέν μέ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιά μιὰ τυπική παρουσία». Ἐ! μέχρι σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στήν ὁμιλία καί ἔμεινα μέχρι τό τέλος. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικές φράσεις πού μέ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικά ἀπ’ ὅτι ἐγώ πίστευα, πού ἤθελα βαθύτατα νά τά ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στό σπίτι μέ ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά ἐλέγξω ἄν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτά πού εἶπε ὁ ὁμιλητῆς. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νά μοῦ δώσει. Ἤθελα πολύ νά διαπιστώσω ἄν τό Εὐαγγέλιο θά συμφωνοῦσε μέ τήν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δέν περίμενα τίποτα καλό ἀπό τήν ἀνάγνωση αὐτή καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο. Δέν ἤθελα νά χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.

Ἐνῶ διάβαζα τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου καί πρίν φτάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι, στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτός ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ ἕως τώρα δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει.

Τό γεγονός αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν Παρουσία του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτό πού τό Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιά τή Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καί ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στό φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολύ καλά ὅτι καθετί ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καί αὐτό, γιατί τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο γεγονός τῆς ἱστορίας. Τήν ἱστορία πρέπει νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάσταση τήν ἔμαθα ἀπό προσωπικό γεγονός.

Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἀρχή μέ τό ἀρχικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιὰ ἱστορία τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νά πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιά μένα, ἄρχισε μέ ἕνα γεγονός πού παραμέρισε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μία ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία.

Τ.Ο.: Αὐτή ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία ποὺ εἴχατε, παρέμεινε σέ ὅλη σας τή ζωή; Δέν ὑπῆρξε κάποια ἐποχή ποὺ νά ἀμφιβάλλετε γιά τήν πίστη σας;

Α.Μπλούμ: Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ὅτι μερικά πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικά δέν πῆρα σέ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλά ἔχοντας ζήσει αὐτή τή μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιά βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει γιά μένα πίστη. Ἀπό τή μιά, δηλαδή, νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς ἔτσι πού νά ἔχει μέσα του σύγχυση καί περιπλοκές, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως νά διερωτᾶται μέ σκοπό νά ἀνακαλύψει τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς. Νά ἔχεις, δηλαδή, αὐτό τό εἶδος τῆς ἀμφιβολίας πού σέ κάνει νά θέλεις νά ρωτᾶς, νά ἀνακαλύπτεις ὅλο καί περισσότερο, νά θέλεις διαρκῶς νά ἐρευνᾶς.

πηγή: http://www.agiazoni.gr/

Η βάπτιση του Ιησού Χριστού.(Μητροπολίτου Σουρόζ Αντωνίου Μπλούμ)

 

 

Μητροπολίτου Σουρόζ Αντωνίου Μπλούμ (1914 -2003)

Πιστεύουμε, διαβεβαιώνουμε και γνωρίζουμε βιωματικά, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος ήταν αναμάρτητος, και ως Θεός τέλειος σε όλα. Ποιοί λόγοι λοιπόν τον οδήγησαν στη βάπτιση; Ποιό θα μπορούσε να είναι το νόημα μιας τέτοιας πράξης; Το Ευαγγέλιο δεν δίνει σχετική εξήγηση, όμως εμείς έχουμε το δικαίωμα να θέσουμε το ερώτημα, το δικαίωμα να μείνουμε σαστισμένοι, το δικαίωμα να στοχαζόμαστε βαθιά για τη σημασία της βάπτισης.

Κάποτε, όταν ήμουν νέος, έθεσα το συγκεκριμένο ερώτημα σε έναν ηλικιωμένο ιερέα, ο οποίος μου αποκρίθηκε: «Ξέρεις, νομίζω ότι όταν οι άνθρωποι έρχονταν στον Ιωάννη, και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, τα ψεύδη τους, τις πνευματικές και σαρκικές ακαθαρσίες τους, καθαρίζονταν κατά κάποιο τρόπο συμβολικά στα ύδατα του Ιορδάνη. Και τα νερά του ποταμού, όντας καθαρά, όπως ολα τα τρεχούμενα νερά, βαθμιαία ρυπαίνονταν, όπως συμβαίνει με τα νεκρά (στάσιμα) ύδατα, που έχουν χάσει κάθε ζωντάνια και δεν μπορούν να μεταδώσουν παρά μόνο το θάνατο. Τούτα τα νερά γεμάτα με τις ακαθαρσίες, τα ψεύδη, τις αμαρτίες, τον ανθρώπινο αθεϊσμο, σιγά-σιγά πέθαιναν, έχοντας την ικανότητα μόνο να σκοτώνουν. Και να που ο Χριστός καταδύεται στα ύδατα, γιατί ήθελε όχι μόνο να γίνει τέλειος σε όλα, αλλά ως άνθρωπος τέλειος ν’ αναλάβει όλη τη φρίκη, όλο το φορτίο της ανθρώπινης αμαρτίας. Βυθίστηκε σε αυτά τα νεκρά ύδατα, που Του μετέδωσαν τον θάνατο, την θνητότητα, που ήταν ιδιότητα όσων είχαν αμαρτήσει και ήταν φορείς της θνητότητας και του θανάτου, δηλαδή των οψωνίων της αμαρτίας (Ρωμ. 6,23), της τιμωρίας για την αμαρτία.
Είναι η στιγμή που ο Χριστός ενώνεται με τις συνέπειες της αμαρτίας, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του θανάτου – ούτε κατ’ ελάχιστο με την αμαρτία καθεαυτή. Ο θάνατος όμως, συγκεκριμένα, δεν έχει τίποτα κοινό με Αυτόν, καθώς όπως γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, δεν είναι δυνατόν μία ανθρώπινη ύπαρξη καθ’ ολοκληρίαν περιχωρημένη από τη θεότητα να είναι θνητή. Ένας λειτουργικός ύμνος που ακούμε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας εκφράζει τούτη την αλήθεια ως εξής: «Υπό γην εκρύβης, ώσπερ ήλιος νυν…η ζωή πως θνήσκεις;…». Είναι η αιώνια ζωή, το φως, που τα δικά μας σκοτάδια το σβήνουν, και τελικά υφίσταται τον δικό μας θάνατο. Γι’ αυτό τον λόγο και λέγει στον Ιωάννη τον Βαπτιστή: μην επιμένεις, μην μ’ αποτρέπεις να μπω σε τούτα τα νερά, πρέπει και οι δυο μας να εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη, δηλαδή ο,τι είναι δίκαιο και ορθό, ο,τι πρέπει να γίνει για τη σωτηρία του κόσμου, και οφείλουμε να το πραγματώσουμε εδώ και τώρα.
Τότε όμως γιατί έφτασε στα νερά του βαπτίσματος στην ηλικία των τριάντα ετών, και όχι νωρίτερα η αργότερα; Καλούμαστε να σκεφτούμε βαθύτερα τη σημασία αυτού του γεγονότος.
Με την ενανθρώπηση του Λόγου στους κόλπους της Παρθένου, ο Θεός πραγματώνει εντελώς μονομερώς ένα έργο στα πλαίσια της θείας σοφίας και αγάπης. Η σωματικότητα, η έμψυχη ζωή, η ανθρωπότητα του γεννημένου Χριστού ήταν δανεισμένα, κατά κάποιο τρόπο, από τον Θεό δίχως να συμμετέχει ο άνθρωπος. Από την πλευρά της η Θεομήτωρ, είχε δώσει τη συγκατάθεσή της: «Ιδού η δούλη Κυρίου˙ ας γίνει ο,τι αναφέρουν τα λόγια σου» (Λουκ. 1,38). Το παιδί γεννήθηκε, έγινε άνθωπος με την πλήρη έννοια του όρου, δηλαδή είχε τον έλεγχο του εαυτού Του, με το δικαίωμα να επιλέγει ανάμεσα στο καλό και το κακό, τον Θεό και την άρνηση του Θεού. Και σε όλη τη διάρκεια της ζωής Του – νηπιότητα, εφηβεία, ενήλικος βίος – ανοίγεται προς τον Θεό προσφέροντας καθ’ ολοκληρίαν τον εαυτό Του. Με την ανθρώπινη φύση Του και χάρη στην πίστη και τη θυσία της Θεομήτορος, ανέλαβε ως άνθρωπος όλα όσα του είχε αναθέσει ο Θεός. Σαρκώθηκε για ν’ αναλάβει ως άνθρωπος όλα όσα είχε αναλάβει ο Θεός, όταν κατά την προαιώνιο Βουλή Του είχε αποφασίσει να δημιουργήσει τον άνθρωπο και να επωμιστεί, μετά την προπατορική πτώση, τις συνέπειες της δημιουργίας, καθώς και της φοβερής δωρεάς της ελευθερίας που προσφέρθηκε στον άνθρωπο. Στη σλαβονική μετάφραση της προφητείας του Ησαΐα (7,16), τίθεται το ζήτημα του Χριστού, τούτου του αγέννητου παιδιού, το οποίο, πριν να διακρίνει το αγαθό από το κακό, θα επέλεγε το αγαθό, ακριβώς επειδή είναι τέλειο κατά την ανθρώπινη φύση.
Να γιατί τούτος ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, προκόπτοντας μέχρις ότου η ανθρώπινη φύση Του φτάσει στην τελείωσή της, αναλαμβάνει πλήρως όσα ο Θεός και η πίστη της παναχράντου Θεοτόκου και Θεομήτορος Του εμπιστεύθηκε. Με την κατάδυσή Του στα νεκρά νερά του Ιορδάνη, έμοιαζε με το καθαρό λινάρι που το βυθίζουν μέσα στη χρωστική ουσία. Εκείνος που ήταν πιο λευκός κι από το χιόνι, αναδύεται τελικά από το νερό, όπως αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας, με ιμάτιο κατακόκκινο από το αίμα, με ένδυμα θανάτου, το ένδυμα που κλήθηκε να φορέσει.
Να λοιπόν ποια μηνύματα στέλνει η Βάπτιση του Κυρίου. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ποια μεγαλόπρεπη ενέργεια περικλείει, ποια πράξη αγάπης θέτει ενώπιόν μας. Και μπροστά μας τίθεται διαρκώς ένα επίμονο ερώτημα: ποια θα είναι η απάντησή μας;
ΠΗΓΗ.ΑΕΝΑΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η βάπτιση του Ιησού Χριστού… (μακαριστού Mητροπολίτου Σουρόζ Αντωνίου)

 
Πιστεύουμε, διαβεβαιώνουμε και γνωρίζουμε βιωματικά, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος ήταν αναμάρτητος, και ως Θεός τέλειος σε όλα. Ποιοί λόγοι λοιπόν τον οδήγησαν στη βάπτιση; Ποιό θα μπορούσε να είναι το νόημα μιας τέτοιας πράξης; Το Ευαγγέλιο δεν δίνει σχετική εξήγηση, όμως εμείς έχουμε το δικαίωμα να θέσουμε το ερώτημα, το δικαίωμα να μείνουμε σαστισμένοι, το δικαίωμα να στοχαζόμαστε βαθιά για τη σημασία της βάπτισης.
Κάποτε, όταν ήμουν νέος, έθεσα το συγκεκριμένο ερώτημα σε έναν ηλικιωμένο ιερέα, ο οποίος μου αποκρίθηκε: «Ξέρεις, νομίζω ότι όταν οι άνθρωποι έρχονταν στον Ιωάννη, και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, τα ψεύδη τους, τις πνευματικές και σαρκικές ακαθαρσίες τους, καθαρίζονταν κατά κάποιο τρόπο συμβολικά στα ύδατα του Ιορδάνη. Και τα νερά του ποταμού, όντας καθαρά, όπως ολα τα τρεχούμενα νερά, βαθμιαία ρυπαίνονταν, όπως συμβαίνει με τα νεκρά (στάσιμα) ύδατα, που έχουν χάσει κάθε  ζωντάνια και δεν μπορούν να μεταδώσουν παρά μόνο το θάνατο. Τούτα τα νερά γεμάτα με τις ακαθαρσίες, τα ψεύδη, τις αμαρτίες, τον ανθρώπινο αθεϊσμο, σιγά-σιγά πέθαιναν, έχοντας την ικανότητα μόνο να σκοτώνουν. Και να που ο Χριστός καταδύεται στα ύδατα, γιατί ήθελε όχι μόνο να γίνει τέλειος σε όλα, αλλά ως άνθρωπος τέλειος ν’ αναλάβει όλη τη φρίκη, όλο το φορτίο της ανθρώπινης αμαρτίας. Βυθίστηκε σε αυτά τα νεκρά ύδατα, που Του μετέδωσαν τον θάνατο, την θνητότητα, που ήταν ιδιότητα όσων είχαν αμαρτήσει και ήταν φορείς της θνητότητας και του θανάτου, δηλαδή των οψωνίων της αμαρτίας (Ρωμ. 6,23), της τιμωρίας για την αμαρτία.

Είναι η στιγμή που ο Χριστός ενώνεται με τις συνέπειες της αμαρτίας, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του θανάτου – ούτε κατ’ ελάχιστο με την αμαρτία καθεαυτή. Ο θάνατος όμως, συγκεκριμένα, δεν έχει τίποτα κοινό με Αυτόν, καθώς όπως γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, δεν είναι δυνατόν μία ανθρώπινη ύπαρξη καθ’ ολοκληρίαν περιχωρημένη από τη θεότητα να είναι θνητή. Ένας λειτουργικός ύμνος που ακούμε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας εκφράζει τούτη την αλήθεια ως εξής: «Υπό γην εκρύβης, ώσπερ ήλιος νυν …η ζωή πως θνήσκεις; …». Είναι η αιώνια ζωή, το φως, που τα δικά μας σκοτάδια το σβήνουν, και τελικά υφίσταται τον δικό μας θάνατο. Γι’ αυτό τον λόγο και λέγει στον Ιωάννη τον Βαπτιστή: μην επιμένεις, μην μ’ αποτρέπεις να μπω σε τούτα τα νερά, πρέπει και οι δυο μας να εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη, δηλαδή ο,τι είναι δίκαιο και ορθό, ο,τι πρέπει να γίνει για τη σωτηρία του κόσμου, και οφείλουμε να το πραγματώσουμε εδώ και τώρα.

 
Τότε όμως γιατί έφτασε στα νερά του βαπτίσματος στην ηλικία των τριάντα ετών, και όχι νωρίτερα η αργότερα; Καλούμαστε να σκεφτούμε βαθύτερα τη σημασία αυτού του γεγονότος.

Με την ενανθρώπηση του Λόγου στους κόλπους της Παρθένου, ο Θεός πραγματώνει εντελώς μονομερώς ένα έργο στα πλαίσια της θείας σοφίας και αγάπης. Η σωματικότητα, η έμψυχη ζωή, η ανθρωπότητα του γεννημένου Χριστού ήταν δανεισμένα, κατά κάποιο τρόπο, από τον Θεό δίχως να συμμετέχει ο άνθρωπος. Από την πλευρά της η Θεομήτωρ, είχε δώσει τη συγκατάθεσή της: «Ιδού η δούλη ΚυρίουΩ ας γίνει ο,τι αναφέρουν τα λόγια σου» (Λουκ. 1,38). Το παιδί γεννήθηκε, έγινε άνθωπος με την πλήρη έννοια του όρου, δηλαδή είχε τον έλεγχο του εαυτού Του, με το δικαίωμα να επιλέγει ανάμεσα στο καλό και το κακό, τον Θεό και την άρνηση του Θεού. Και σε όλη τη διάρκεια της ζωής Του – νηπιότητα, εφηβεία, ενήλικος βίος – ανοίγεται προς τον Θεό προσφέροντας καθ’ ολοκληρίαν τον εαυτό Του. Με την ανθρώπινη φύση Του και χάρη στην πίστη και τη θυσία της Θεομήτορος, ανέλαβε ως άνθρωπος όλα όσα του είχε αναθέσει ο Θεός. Σαρκώθηκε για ν’ αναλάβει ως άνθρωπος όλα όσα είχε αναλάβει ο Θεός, όταν κατά την προαιώνιο Βουλή Του είχε αποφασίσει να δημιουργήσει τον άνθρωπο και να επωμιστεί, μετά την προπατορική πτώση, τις συνέπειες της δημιουργίας, καθώς και της φοβερής δωρεάς της ελευθερίας που προσφέρθηκε στον άνθρωπο. Στη σλαβονική μετάφραση της προφητείας του Ησαΐα (7,16), τίθεται το ζήτημα του Χριστού, τούτου του αγέννητου παιδιού, το οποίο, πριν να διακρίνει το αγαθό από το κακό, θα επέλεγε το αγαθό, ακριβώς επειδή είναι τέλειο κατά την ανθρώπινη φύση.

Να γιατί τούτος ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, προκόπτοντας μέχρις ότου η ανθρώπινη φύση Του φτάσει στην τελείωσή της, αναλαμβάνει πλήρως όσα ο Θεός και η πίστη της παναχράντου Θεοτόκου και Θεομήτορος Του εμπιστεύθηκε. Με την κατάδυσή Του στα νεκρά νερά του Ιορδάνη, έμοιαζε με το καθαρό λινάρι που το βυθίζουν μέσα στη χρωστική ουσία. Εκείνος που ήταν πιο λευκός κι από το χιόνι, αναδύεται τελικά από το νερό, όπως αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας, με ιμάτιο κατακόκκινο από το αίμα, με ένδυμα θανάτου, το ένδυμα που κλήθηκε να φορέσει.

Να λοιπόν ποια μηνύματα στέλνει η Βάπτιση του Κυρίου. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ποια μεγαλόπρεπη ενέργεια περικλείει, ποια πράξη αγάπης θέτει ενώπιόν μας. Και μπροστά μας τίθεται διαρκώς ένα επίμονο ερώτημα: ποια θα είναι η απάντησή μας;
Από το βιβλίο, Συνάντηση με τον Θεό, εκδ. Εν πλώ
ΠΗΓΗ.ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Μητροπ. Αnthony Bloom)

 

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι περίοδος μετανοίας, περίοδος κατά την οποία η πέτρινη καρδιά μας πρέπει, με τη χάρη του Θεού να γίνει σάρκινη, και από αναίσθητη να γίνει αισθαντική, από ψυχρή και σκληρή να γίνει ζεστή και ανοιχτή προς τους άλλους και, κυρίως, προς τον ίδιο το Θεό.

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι καιρός ανανέωσης, όπου καθετί -όπως γίνεται την άνοιξη, κάνει μια καινούρια αρχή· και η ανήλια ζωή μας ζωντανεύει και πάλι με όλη την ένταση την οποία ο Θεός μπορεί να δώσει σ’ εμάς τους ανθρώπους, κάνοντάς μας διά των Αχράντων Μυστηρίων και των πλουσίων δωρεών Του κοινωνούς του Αγίου Του Πνεύματος, κοινωνούς θείας φύσεως.

Είναι εποχή συμφιλίωσης και η συμφιλίωση είναι χαρά· η χαρά του Θεού και η δική μας χαρά· ένα νέο ξεκίνημα!

Θέλω να σας διαβάσω μερικές  φράσεις του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, τόσο σχετικές με την ιδιαιτερότητα της περιόδου που διάγουμε· «Η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή μας στον Θεό, είναι ανανέωση του βαπτίσματός μας· είναι ανανέωση της συνθήκης μας με τον Θεό, της υπόσχεσης μας να αλλάξουμε τη ζωή μας. Είναι περίοδος κατά την οποία μπορούμε να αποκτήσουμε την ταπείνωση, η οποία είναι ειρήνη· ειρήνη με τον Θεό, ειρήνη με τον εαυτό μας, ειρήνη με όλο τον κτιστό κόσμο. Η μετάνοια γεννιέται από την ελπίδα, όταν δηλαδή απορρίψουμε την απόγνωση. Και εκείνος που μετανοεί, είναι κάποιος που αξίζει την καταδίκη -ωστόσο αναχωρεί από το δικαστήριο χωρίς ντροπή, επειδή η μετάνοια είναι η ειρήνη μας με τον Θεό. Κι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μια ζωή αντάξια, που αποξενώθηκε από τις αμαρτίες που διαπράτταμε στο παρελθόν. Μετάνοια είναι το καθάρισμα της συνειδήσεως μας. Μετάνοια σημαίνει ολοκληρωτική απαλλαγή από τη λύπη και τον πόνο».

Κι αν αναρωτηθούμε πώς θα το πετύχουμε αυτό, πώς θα φθάσουμε εκεί, πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε στον Θεό που μας δέχεται όπως ο Πατέρας της παραβολής δέχθηκε τον άσωτο γιό του, σ’ ενα Θεό που μας περιμένει με λαχτάρα και που ενώ Τον απορρίψαμε. Εκείνος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από κοντά μας, αξίζει να ακούσουμε αυτά τα λίγα λόγια για την προσευχή·  «Στην προσευχή μη χρησιμοποιείτε επιτηδευμένες λέξεις, διότι, συχνά το απλό και ανεπιτήδευτο ψέλλισμα των παιδιών είναι εκείνο που ευφραίνει τον ουράνιο Πατέρα μας. Οταν μιλάτε στον Θεό, μην προσπαθείτε να πείτε πολλά, διότι διαφορετικά, ο νους, αναζητώντας τις λέξεις θα χαθεί σ’ αυτές. Η μια λέξη που ψιθύριζε ο Τελώνης του έφερε το ελεος του Θεου· μία λέξη γεμάτη πίστη εσωσε τον ληστή πάνω στον Σταυρό. Η ποικιλία των λέξεων ὅταν προσευχόμαστε διασκορπίζει τόν νοῦ καί ἐξάπτει τή φαντασία. Η μια λέξη που απευθύνουμε στο Θεό συμμαζεύει το νου στην παρουσία Του. Κι αν στην προσευχή σου, αυτή η μία λέξη σε αγγίζει μέσα σου, αν τη νιώθεις βαθιά, μείνε σ’ αυτήν, μείνε, γιατί κάτι τέτοιες στιγμές ο φύλακας Άγγελος μας προσεύχεται μαζί μας, επειδή είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και με το Θεό».

Ας μην ξεχάσουμε τα λόγια αυτά του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ακόμη κι αν ξεχάσουμε τα δικά μου σχόλια που για ευκολία δική σας πρόσθεσα, ώστε να γίνει το κείμενο ευκολότερα κατανοητό. Ας θυμόμαστε τα λόγια του, γιατί ήταν άνθρωπος που ήξερε τι σημαίνει να στρέφεσαι στο Θεό, να μένεις στο Θεό, να είσαι η χαρά του Θεού και να ευφραίνεσαι εν Αυτώ. Μας προσφέρεται αυτή την περίοδο, καθώς ανεβαίνουμε προς τις ημέρες του Πάθους, ως παράδειγμα του τί μπορεί να κάνει η χάρη του Θεού για να μεταμορφώσει έναν απλό και συνηθισμένο άνθρωπο σε φως του κόσμου.

Ας μάθουμε απ’ αυτόν, ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά του, ας χαρούμε βλέποντας πως μπορεί να ἐργαστεί η δύναμη του Θεού μέσα στον άνθρωπο και, με πίστη, με εμπιστοσύνη, με χαρά θριαμβική αλλά και ειρηνική ας ακολουθήσουμε τη συμβουλή του, ας ακούσουμε το Θεό να μας παρακαλεί να βρούμε το δρόμο της ζωής και να μας λέει ότι μαζί μ’ Αυτόν και εν Αυτώ όντως θα ζήσουμε, επειδή Αυτός είναι η Αλήθεια και η οδός και η Αιώνιος Ζωή.

 

(Αnthony Bloom , «Στο  Φως της κρίσης του Θεού,  πορεία από το τριώδιο στην ανάσταση», εκδ. «Εν πλω»)

 

 

Κυριακή της συγχώρησης. Να συγχωρούμε, αλλά πώς; (Κυριακή της Τυρινής)


 

      Το σημερινό Ευαγγέλιο, καθώς απόψε ξεκινά η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μας μιλάει με λόγια θείας ελπίδας αλλά και προειδοποιεί: Συγχωρείτε εκείνους που σφάλουν ενώπιόν σας, συγχωρείτε, διότι διαφορετικά δεν θα συγχωρηθείτε. Η Βασιλεία του Θεού είναι βασιλεία αμοιβαίας αναγνώρισης, αμοιβαίας αποδοχής και αγάπης, στοιχείων που συμπίπτουν με τη χαρά της κοινωνίας, αλλά και της ετοιμότητας να σηκώνουμε ο ένας τα βάρη τού άλλου.

Να συγχωρούμε, αλλά πώς; Από πού ξεκινά η συγνώμη; Θα ήταν τόσο εύκολο, πραγματικά θαυμάσιο, αν η συγνώμη μπορούσε να αρχίσει με μία τέτοια αλλαγή της καρδιάς, ώστε εκείνοι που μας είναι απεχθείς να γίνουν αγαπητοί, αυτά που μας πόνεσαν να ξεχαστούν και να μπορούμε να αρχίζουμε απ’ την αρχή σαν τίποτε να μην έχει συμβεί.

 Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει! Τον πόνο του παρελθόντος τον νιώθουμε, δεν ξεχνιέται, δεν μπορούμε απλώς να ξαναρχίσουμε σαν να μην υπήρξε τίποτε προηγουμένως. Αλλά το νόημα της συγνώμης δεν είναι αυτό. Συγνώμη δεν σημαίνει λήθη· η λήθη δεν οδηγεί πουθενά. Αν ξεχάσουμε πως, για ποιό λόγο, υπό ποιές συνθήκες, λόγω ποιάς αδυναμίας, σε ποιό σημείο ήταν ευάλωτος εκείνος που έσφαλε, τότε τον αφήνουμε απροστάτευτο. Εκείνος που έκανε το λάθος πρέπει να προστατευθεί από ενδεχόμενη νέα πτώση. Αυτό που έκανε, οι λόγοι και οι συνθήκες της πτώσης του δεν θα πρέπει να ξεχαστούν, διότι από δω και πέρα έχει ανάγκη από τη δική μας στοχαστική. άγαπητική μέριμνα, ώστε να μη γλιστρήσει, να μην αμαρτήσει και πάλι.

Εδώ ακριβώς αρχίζει η συγνώμη: τη στιγμή κατά την οποία, αναγνωρίζοντας το εύθραυστο των άλλων, όπως αναγνωρίζω και το δικό μου, την ανάγκη τους για προστασία και βοήθεια, για ευσπλαχνία, είμαι προετοιμασμένος να φέρω μαζί τους το φορτίο της αδυναμίας τους, το ευάλωτο της αμαρτωλότητάς τους. Η συγνώμη αρχίζει τη στιγμή που αποφασίζω να ανέχομαι τους αδελφούς μου, χωρίς να περιμένω να αλλάξουν, να τους ανέχομαι όπως είναι, να κάνω ελαφρότερο το φορτίο τους, ώστε κάποτε η αλλαγή τους να καταστεί εφικτή.

Η προϋπόθεση πάντως της συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: είναι η προθυμία μου να αναλάβω αυτόν τον σταυρό, αυτό το φορτίο, ώστε οι άλλοι να θεραπευθούν ή τουλάχιστον να προστατευ­θούν έναντι του κακού. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνει ο καθένας, δεν χρειάζεται παρά μία στιγμή κατανόησης, αποφασιστικότητα και καλή θέληση. Όλοι μας έχουμε δίπλα μας ανθρώπους που δύσκολα ανεχόμαστε, που είναι, αιτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας και θυμού· μπορούμε να ακυρώσουμε αυτόν τον θυμό και να ξεπεράσουμε τη δυστυχία αν κάνουμε το καθήκον μας, το καθήκον της ζωής μας, το έργο μας, που είναι να κουβαλάμε μαζί τους το φορτίο, να είμαστε αυτοί που, πληγωμένοι και προσβεβλημένοι και αποδιωγμένοι, θα στραφούμε στον Κύριο και θα πούμε:« Κύριε, συγχώρησε, γιατί δεν μνησικακώ, θέλω να γίνω και να παραμείνω στέρεος μ’ αυτόν τον άνθρωπο στην αδυναμία του και στην αμαρτωλότητά του. Δεν θα σταθώ κριτικά απέναντι του, κι αν εγώ δεν είμαι ακόμη ικανός να το κάνω. κάνε το Εσύ για μένα: μη μου καταλογίσεις την κρίση, μη μου καταλογίσεις την κατάκριση που με τραχύτητα πρόφερα, μην υποστηρίξεις τον θυμό μου. Στάσου δίπλα σ’ αυτόν που έσφαλε, επειδή αυτός ή αυτή έχει ανάγκη βοηθείας, συγχώρησεως και θεραπείας γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο».

Εκεί αρχίζει η συγνώμη, κι αν δεν αρχίσει εκεί δεν θα μπορέσει να εξελιχθεί σε τίποτα άλλο. Σηκώνουμε το φορτίο ο ένας του άλλου, αποδεχόμαστε την αλληλεγγύη με εκείνους που έσφαλαν και σφάλλουν, τους αγαπούμε εν καινότητι ζωής και μόνον τότε η συγχώρηση γίνεται, αυτό που πρέπει να είναι: μια πράξη μεσιτείας ενώπιον του Θεού, μια πράξη που γιατρεύει και μεταμορφώνει. Αυτή την αρχή της συγνώμης όλοι μπορούμε να την κάνουμε, είναι μέσα στις δυνάμεις μας να αναλάβουμε αυτό το έργο. Ας κάνουμε λοιπόν ό,τι μπορούμε, και ας αφήσουμε τον Θεό να πραγματοποιήσει μέσα μας, για μας, καταμεσής της ζωής μας, αυτό που ξεπερνά την καλή μας θέληση, ώστε να χτίσουμε σιγά-σιγά τη βασιλεία της αμοιβαίας αγάπης, μια βασιλεία που είναι αληθινά Βασιλεία του Θεού.

 

(Anthony Bloom, «Στο φως της Κρίσης του Θεού), εκδ. Εν πλω, σ. 79-83)